on infrastructures

Page 1

Παθολογία των Υποδοµών

Αναλογιζόµαστε τον εκµοντερνισµό ενόσω αποβλέπουµε σε κάποια υπό διαµόρφωση θεωρία των υποδοµών. Στα τελευταία χρόνια, όσο ποτέ άλλοτε, η µετάβαση από τις «παραδοσιακές» κοινωνίες στις «µοντέρνες» µεταφράστηκε µε µεταµορφώσεις των υποδοµών από «παραδοσιακές» σε «εκσυγχρονισµένες». Δεν µπορούµε να σκεφτούµε τον εκµοντερνισµό σήµερα χωρίς να προσφύγουµε στις παραµέτρους που καθορίζουν τις υποδοµές κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Aναφερόµαστε σε υποδοµές, χωρίς να εννοούµε πλέον, µε αυτή τη λέξη, την απλή διαχείριση των δικτύων νερού, ηλεκτρικού ρεύµατος ή την απλή υλική βελτίωση των µεταφορών. Οι υποδοµές οργανώνουν πρωτίστως τον χαρακτήρα του εκµοντερνισµού ως υποδοµές διακίνησης πληροφοριών. Ακόµη και η διαχείριση ηλεκτρικού ρεύµατος ή νερού επαφίεται µε προφανή, απτό τρόπο σε διακίνηση πληροφορίας˙ η κυκλοφορία των οχηµάτων σχεδιάζεται και ελέγχεται µε δίκτυα πληροφοριών. Η πληροφορία καθορίζει εδώ και καιρό τις υποδοµές στις «ανεπτυγµένες» περιοχές του πλανήτη. Κατανοούµε επίσης τον σηµερινό, αλλαγµένο εκµοντερνισµό στη σχέση του µε την παγκοσµιοποίηση: ανιχνεύεται ενώ αναστοχαζόµαστε (µε διαρκώς µεταβαλόµενους όρους) µια χωρίς προηγούµενο νέα τάξη, που µεταµορφώνει τις ανθρώπινες κοινότητες µπρός στα µάτια µας, µέσα από τις ιδιαίτερες επεκτάσεις του τοπικού που περιγράφει ο Ritzer ή όταν η ίδια νέα τάξη ονοµάζεται παγκόσµια Αυτοκρατορία από τους Hardt και Negri. Η διακίνηση πληροφορίας συνδέεται µε την συγκροτηµένη σταθερότητα του κοινωνικού στοιχείου. Στις υποδοµές διακίνησης πληροφοριών δεν βρίσκουµε απλά την ευκολία πρόσβαση σε στοιχεία που µπορούµε να γνωρίσουµε. Σπάνια η γνωση έχει σηµασία κατά την σηµερινή διακίνηση πληροφορίας. Οι υποδοµές διακίνησης πληροφοριών καθορίζουν πρωτίστως εκείνα τα οποία δεν χρειάζεται να γνωρίζουµε ενώ ταυτόχρονα κυρίως αυτά ρυθµίζουν οποιοδήποτε δίκτυο. Μια θεωρία των υποδοµών µπορεί λοιπόν να αφορά ευθέως το κοινωνικό υποσυνείδητο. Ο τελευταίος εκµοντερνισµός καλωσορίζει την αφθονία της κανονιστικής [regulatory] πληροφορίας στα µύχια βάθη του κοινωνικού ιστού. Αυτή η παρατήρηση ωστόσο απέχει πολύ από το να µετατρέψει την περιγραφή του εκµοντερνισµού σε απλή τεχνική υπόθεση. Αναρωτιόµαστε τι σηµασίες λαµβάνει η συγκεκριµένη αφθονία της πληροφορίας και τι νέες µορφές µπορούν να σχηµατιστούν από αυτήν. Ωστόσο η διακίνηση της πληροφορίας, όταν υποβοηθά µια παραδοσιακή υποδοµή, γίνεται αυτόµατα: µικρό µέρος της διακινούµενης πληροφορίας ελέγχεται από χειριστές, και πάλι αυτό συµβαίνει (occurs) µόνον αν κάτι δεν εξελιχθεί όπως αναµένεται. Η υποδοµή ερµηνεύει και κρίνει αυτόµατα την πληροφορία που κατασκευάζει. Είναι µηχανισµός εσωτερικής κατανάλωσης της πληροφορίας. Κατάταξη και αποτίµηση της πληροφορίας -χωρίς εξωτερικό έλεγχο-, αυτόµατη δράση από την αποτίµηση: να η ίδια η λειτουργία της υποδοµής! Δεν χρειάζεται εξωτερική παρέµβαση στην πληροφορία µε έλλογο τρόπο, διαφορετικό από τον εσωτερικό, ελεγµένο τεχνικό τρόπο αποτίµησης που αναλαµβάνεται ευθύς από τους µηχανισµούς λειτουργίας της υποδοµής. Εξωτερική παρέµβαση αναλαµβάνεται µόνον για βελτιώσεις της υποδοµής ή όταν συµβεί απρόβλεπτη βλάβη της υποδοµής. Τότε χρειάζεται εργασία συντήρησης, βελτίωσης και ανάπτυξης της υποδοµής, όχι βέβαια αναίρεσής της. Η αφθονία της πληροφορίας µειώνει την αξία της συγκεκριµένης πληροφορίας. Η υποδοµή λειτουργεί εφόσον καθορίζεται από µεγάλες ποσότητες ασηµάντων πληροφοριών. Διαφορετικές τιµές πολλών διαφορετικών δεδοµένων αλλάζουν ελαφρά τις ρυθµιζόµενες λειτουργίες (operations) του εκάστοτε δικτύου. Η θεµελίωση της υποδοµής στην διακίνηση πληροφορίας, χαρακτηρίζει τον εκµοντερνισµό σήµερα. Τον χαρακτηρίζει µε τέτοιο τρόπο, ώστε η περιγραφή του εκµοντερνισµού σήµερα να παρέχει ήδη µια θεωρία της υποδοµής. Εκτός από την εσωτερική τεχνική υλικών δικτύων, όπως αυτό του νερού, οι υποδοµές οργανώνουν την εκάστοτε κοινότητα κατά την διαµόρφωση της σχέσης της µε την πληροφορία στο διαδίκτυο. Ο πολιτισµός της παγκοσµιοποίησης [globalization] και της τεχνολογικής ανάπτυξης θα ήταν ενιαίος πολιτισµός στο µέτρο που θα «ταυτιζόταν» µε κάποια νέα έννοια σύµπλοκης υποδοµής. Ακόµα περισσότερο: η παγκοσµιοποίηση προσφέρεται ενίοτε ως όραµα αυτής της οµογενοποίησης. Πολλοί από µας ανυποµονούν για την ενοποίηση των υποδοµών. Ο πυρήνας του κοινωνικού ιστού αναζητάται σε κάποια τεχνική ενοποίηση της σφαίρας των υποδοµών: ενός µηχανισµού που δεν είναι παραγωγικός, δεν κάνει πολλά εκτός από το να


ευσταθεί ως µηχανισµός µε τον τρόπο της υποδοµής. Το ίστασθαι µέσα στον χρόνο της αναµονής για οµογενοποίηση ανιχνεύεται στο βάθος κάθε «εκµοντερνισµού». Η υπόσχεση οµογενοποίησης αποκρύπτει µε ενδιαφέροντα τρόπο στρατηγικές κατακτήσεων που κατασκευάζονται στον νέο κόσµο. Ωστόσο κάτι αποσιωπούµε όταν σκεφτόµαστε τον εκµοντερνισµό σήµερα ως απλή επικράτηση πλούσιων περιοχών επί των φτωχότερων, χωρίς να σκεφτόµαστε τους ιδιαίτερους τρόπους µε τους οποίους προωθουνται διαφορετικών ειδών –πολλές φορές άτοπες- επικρατήσεις. Κάποια υπό ανάπτυξη περιοχή εκµοντερνίζεται όταν οι υποδοµές της αναλογούν στις υποδοµές της εξιδανικευµένης (έστω προσωρινά) «ανεπτυγµένης» περιοχής η οποία υποχρεωτικά χρησιµεύει ως πρότυπο: ο εκµοντερνισµός κατασκευάζεται ως αναλογία προς κάτι υπαρκτό και οι διαδικασίες που τον περιγράφουν ανάγονται µοιραία στη σφαίρα της αποµίµησης, της προσαρµογής ή κάποιου είδους αποικιοκρατικής πρόσδεσης προς την περιοχή αναφοράς. Πλησιάζοντας ωστόσο τον πρόσφατο εκµοντερνιστικό µηχανισµό, αναρωτιόµαστε τί ειδικά σηµαίνει η εξοµοίωση που προτείνει. Για να προσεγγιστεί το ερώτηµα οφείλουµε να εκτιµήσουµε, σε πρώτο χρόνο, την λειτουργία της υποδοµής στην βέλτιστη συνθήκη τεχνολογικής ανάπτυξης (η οποία δηµιουργεί το πρότυπο προς µίµηση επιθυµία για παγκοσµιοποίηση [globalization] της υποδοµής) και στη συνέχεια, την ιδέα επέκτασης της υποδοµής στις «αναπτυσσόµενες» περιοχές του πλανήτη, επέκταση που καθορίζεται από τη σχέση µε το πρότυπο προς µίµηση. Ας επισκεφθούµε παραδειγµατικά τις υποδοµές µιας κοινής σύγχρονης πόλης µε όχηµα ξενάγησης, ένα κείµενο. Περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά το κείµενο µιλά για «οποιαδήποτε εκσυγχρονισµένη πόλη του πλανήτη», ίσως για την κατεξοχήν πόλη του «οµογενοποιηµένου κόσµου», ενώ ταυτόχρονα µιλά ειδικά για το Παρίσι. Ας ρίξουµε µια µατιά στο χειριστήριο των υδάτων της πόλης όπως το περιγράφει ο Bruno Latour. Ο συγγραφέας αναρωτιέται: Is it water that flows through this immense control panel on which different colored lights correspond to altitudes? Of course not, it's signals sent by sensors connected to the sluices – other paper slips, assembled by decentralized computers to which the most local regulations have been delegated by software. In addition to the flow of water in the pipes, we need the circulation of signs in wire networks. Water leakages must be avoided; data leakages must be mopped up. A neighborhood of Paris can be drowned; or we can drown in data. Incidents that could break the pipes must be avoided; or shots that would overwhelm the operators, on the watch around the clock, hands on the controls. The operators claim that this huge synoptic table helps to distribute water in Paris just as the instrument panel helps to pilot a Formula 1 racing car. For sure, itʼs a matter not only of information sent up, but also of orders sent down, down to the sluices themselves constantly regulating the dense network of over eighteen thousand kilometers of pipe work. Although every drop of water spends an average of six hours in their system before being consumed, in the operators' eyes (or rather, at the extremity of their joy sticks) the fluid behaves like a solid: it reacts immediately, so that they physically feel the vibrations under their bodies of the multitude of flows, and are able to anticipate the orders to give, in a flash, eyes riveted to the feedback from the water towers, reservoirs and exchangers.

Το κείµενο του Latour περιγράφει γλαφυρά την συνάφεια ανάµεσα στη διακίνηση data και την διακίνηση νερού. Επισηµαίνει την προτεραιότητα της αποϋλοποιηµένης κατασκευής. Η «ανεξάρτητη» λειτουργία της διακίνησης δεδοµένων από ό,τι ενορχηστρώνει η υποδοµή φανερώνει κάποια υπεροχή της διαχειριστικής πληροφορίας επί των υλικών δράσεών της. Το δίκτυο νερού βασίζεται σε ενεργά αρχεία και οργανώνεται µε µηχανισµούς που παράγουν τα αρχεία αυτά. Ο Latour καταγράφει κάποια συνάρτηση αλληλεπιτεθηµένων αρχειακών διαστρωµατώσεων, που µεταξύ τους παρουσιάζουν συνάφειες και κοµβικές συµπτώσεις: η πόλη χαρακτηρίζεται από αυτές. Τα αρχειακά στρώµατα αλληλεξαρτώνται και ελέγχουν το ένα το άλλο µε τον ιδιαίτερο τρόπο των υποδοµών. Δοµή και υποδοµή της πόλης παρουσιάζονται µαζί στο κείµενο αυτό, ως εαν η υποδοµή επεκράτησε έναντι οιασδήποτε πιθανής µορφής δοµής. Η υποδοµή «ταυτίζεται» κι αυτή µε το σύστηµα λειτουργίας της, εγκατεστηµένο στον ά-τοπο µηχανισµό που την ρυθµίζει. Εκεί όπου συµβαινει ροή πληροφοριών του ζωντανού αρχείου της υποδοµής παρουσιάζεται κάποιος ιδιαίτερος µη τόπος, υποχρεωτικά κυρίαρχος, σχηµατισµένος από πάµπολλες


αναπαραστάσεις και, ταυτόχρονα, χωρίς αναπαράσταση: αυτός ο µη τόπος συγκροτείται από αόρατους, κρυµµένους ρυθµιστικούς µηχανισµούς «ζωντανών» αρχείων. Η ίδια η σηµερινή κατάσταση, προς την οποία αποβλέπει ο εκµοντερνισµός, είναι κυριαρχηµένη από αυτή την απουσία, παραδοµένη δηλαδή στους µηχανισµούς των υποδοµών και αλωµένη από αυτούς, εφόσον οι µηχανισµοί ενδυναµώνονται ολοένα. Αυτή η ελαφρά παραµορφωτική ανάγνωση του Latour, (προσανατολισµένη στην έννοια της υποδοµής) οδηγεί κάποιες παρατηρήσεις για την «µητρόπολη» στη σκέψη για τον «εκµοντερνισµό» των «υπό ανάπτυξη περιοχών». Η «πραγµατική» δράση του δικτύου παρουσιάζεται εδώ κατασκευασµένη µε την λογική κάποιου ενεργού αρχειακού µηχανισµού: η υποδοµή απώλεσε έτσι εξ αρχής το επιφαινόµενό της, εκείνον τον χώρο που η ίδια οργάνωνε από πάνω της. Υποδοµή και υπερδοµή ταυτίζονται στην πόλη που περιγράφει ο Latour. Η εικόνα της σύγχρονης πόλης φτιάχνεται από την εξαφάνισή της, η πραγµατικότητα από την απουσία επιφαινοµένου, ο «φυσικός» χώρος οργανώνεται από εξαφανίσεις µέσα σε ενεργα αρχεία διακίνησης πληροφοριών. Στο περιβάλλον της εκτός τόπου ρυθµισµένης υποδοµής που συνιστά την σύγχρονη κατάσταση ανιχνεύεται επίσης από τον Latour το χαµένο υποκείµενο που κατοικεί την ενεργό διαστρωµάτωση αλληλοτεµνοµένων αρχειακών στρώσεων: Ego, hic, nunc – identity, place, time – this is probably the most unsure starting point for an exploration of the social. Ego: identity cards, records of civil status, testimonies by neighbors; hic: cadastral plans, maps of Paris, guidebooks, signposts; nunc: sundials, watches, the electronic voice of the speaking clock. These are the things that make it possible to change the empty form of deictics. But that which fills, which points to, by means of the forefinger, the needle, the arrow, the nail, the number, the name, the form or the stamp, has none of the characteristics of a society in which we have a role, a place and a time.

Το πρόσωπο µέσα στην υποδοµή δεν αναγνωρίζεται πια ως πρόσωπο. Κι η κοινότητα; Αν οι πόλεις την φιλοξενούσαν κατ’ εξοχήν, τώρα άραγε ανήκει κάπου; Οι πόλεις ήταν ο καλύτερος χώρος για την ανάπτυξη και την γιγάντωση υποδοµών αλλά δεν είναι πλέον βέβαιο ότι η ακραία, εξελιγµένη υποδοµή είναι το καλύτερο φόντο για την ανάπτυξη µιας πόλης. Μέσα στη σφαίρα των υποδοµών η έννοια «πόλη» είναι υπό επανεξέταση. Κατά κάποιον τρόπο οι υποδοµές καλούνται –ίσως για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορίανα αναλάβουν το ίδιο το περιεχόµενο της κοινωνικής ζωής. Η δηµόσια σφαίρα οργανώνεται ως υποδοµή. Ο ίδιος ρυθµιστικός, ενεργός αρχειακός χώρος που ελέγχει κάποια υλική υποδοµή, όπως εκείνη του νερού, επικοινωνεί µε τον χώρο όπου πραγµατοποιούνται οι συναντήσεις µεταξύ προσώπων ή όπου κυκλοφορούν οι ειδήσεις για τα τεκταινόµενα. Η επικοινωνία των αρχειακών χώρων διακινούµενης πληροφορίας δεν είναι συµπτωµατική. Η σφαίρα των υποδοµών δανείζει τα χαρακτηριστικά της τεχνικής λειτουργίας της στην νέα δηµόσια σφαίρα. Η κοινωνικότητα προσάγεται στη σφαίρα της υποδοµής καθώς η κοινωνία τείνει να οργανώσει το απρόβλεπτο κοινωνικό συµβάν (event) σαν να ήταν µικρό, πρόσκαιρο, επιφαινόµενο γεγονός (fact) ή απλή βλάβη επί του εκτεταµένου πεδίου της υποδοµής. Ό,τι συνιστούσε παραδοσιακά την σύλληψη της κοινωνικότητας παρουσιάζεται πια ως µικρή δυσλειτουργία της υποδοµής, εφόσον για οποιοδήποτε λόγο δεν εντάσσεται και αυτή –µε οποιονδήποτε τρόπο- στον µηχανισµό της. Η υποδοµή λειτουργεί µε διαστρωµάτωση έξυπνων αρχείων, που αναλαµβάνουν την επιχειρησιακή της δραστικότητα. Tο ενεργό πλαίσιο διαχείρισης αρχειακών καταχωρήσεων στην υποδοµή γίνεται ισχυρότερο από οποιαδήποτε µεµονωµένη δράση της. Όσα συµβαίνουν στην υποδοµή έχουν σηµασία στο πλαίσιό τους. Το πλαίσιο οργανώνει ήδη τις δράσεις από την στιγµή της ανάληψή τους, καθώς–εξ αρχής- τις εγγράφει, µε συγκεκριµένο τρόπο, στον εαυτό του. Τίποτε δεν φαίνεται πιο καθοριστικό για την αυριανή πολιτική, σήµερα, από την συγκρότηση των πλαισίων του ενεργού αρχείου διακίνησης πληροφοριών. Τα πλαίσια των υποδοµών ανάγονται σε αποδοχές δεδοµένων πλατφορµών της ολοένα διογκούµενης σφαίρας των υποδοµών. Μέσα από έν τέτοιο τρόπο θεώρησης, στην ενοποιούµενη υποδοµή καταχωρείται και ο χειριστής του διαδικτύου. Το διαδίκτυο είναι ο φορέας ενοποίησης των υποδοµών και ταυτόχρονα η υποδειγµατικά κατοικηµένη (populated) υποδοµή: ο κοινότοπος χώρος της λειτουργίας του διαδικτύου περιγράφει την επιθυµητή πρόσβαση που προσφέρει οποιοσδήποτε εκµοντερνισµός σε κάποια αναπτυσσόµενη περιοχή για διαµονή των


ανθρώπων: στην περιοχή του κρύβονται τα αφιλόξενα µέρη και κάποιες αόρατες δεσµεύσεις: οι µηχανές αναζήτησης, ο τρόπος προσκόµισης αποτελεσµάτων µε escalated accessibility, οι απαγορεύσεις που κατασκευάζει το διαδίκτυο, οι δίοδοι δια των οποίων συνδέονται διαφορετικά πράγµατα, οι κώδικες εισόδου στον ένα ή στον άλλο αρχειακό χώρο, όσα εµφανίζονται χωρίς να τα καλούµε, οι τοπικές αναπηρίες των εκάστοτε δικτύων, οι αποκλεισµοί και οι διακρίσεις, οι ασφαλιστικοί µηχανισµοί και οι δεσµεύσεις: καθοριστικοί µηχανισµοί που δεν φαίνονται, αφού επισυµβαίνουν σε δυσανάγνωστους κώδικες, σχηµατίζουν τα είδη πλατφορµών αυτού του βιωµένου αρχείου και ένα νέο χώρο δράσης ή αδράνειας. Όσα κρύβονται κατά την λειτουργία του διαδικτύου το καθιστούν υποδοµή αλλά δεν είδαµε ακόµη τι συµβαίνει όταν ο ανθρώπινος κοινοτικός και τεχνικόςδιεκπεραιωτικός χρόνος κατασκευάζεται στο εσωτερικό της υποδοµής αυτής. Το διαδίκτυο – σκελετος του πρόσφατου εκµοντερνισµού- µπορεί να περιγράφεται ταυτόχρονα ως δεσµευτικό σχήµα και ως απεριόριστη άρνηση σχήµατος, ως χώρος φυλάκισης και ως χώρος προσφορών: ως κλείσιµο σε ένα άπειρο άνοιγµα, στην πληθώρα ασύµβατων ή σχετικών καταχωρήσεων. Εκείνο που µοιάζει περισσότερο διαστροφικό από κάθε τι άλλο στην έννοια του σηµερινού εκµοντερνισµού είναι η σχέση της ενοποιούµενης σφαίρας υποδοµών µε την καθυπόταξη. Η καθυπόταξη δεν ξεκινάει ως καθυπόταξη του φτωχότερου από τον πλούσιο: καθώς η καθυπόταξη στη σφαίρα της υποδοµής είναι εθελούσια, εντάσσεται πρώτα σε αυτήν οικειοθελώς το κοινοτικό επιφαινόµενο της ανεπτυγµένης περιοχής. Η ανεπτυγµένη περιοχή πρώτη κατατεµαχίζεται και διαρθρώνεται µε ενεργά αληλοσυµπληρούµενα αρχεία. Ο ίδιος ο πολίτης της επιλέγει έναν συνειδητοποιηµένο κόσµο της αναπαράστασης, το εσωτερικό ενός αρχείου, για να «δράσει» και να κινηθεί «ελεύθερα». Στη συνθήκη της ενοποιηµένης υποδοµής, εκτός του αρχείου της ο κόσµος παύει να έχει ιδιαίτερο νόηµα. Αντίθετα στο εσωτερικό της αρχειακά συγκροτηµένης υποδοµής συντάσσεται κάθε κανονιστική λειτουργία της εκάστοτε κοινότητας (που εξυπηρετείται από την υποδοµή) και καταχωρείται οποιοδήποτε πιθανό νόηµα σχετικό ή «ασχετο» από την υποδοµή. Η υποδοµή καθίσταται είδος δρώντος ανεξάρτητου, υπαρκτού «συλλογικού» υποκειµένου που φτιάχνεται από το άθροισµα- αρχείο όλων των δυνατών λειτουργιών και κοινοτήτων. Ο εκµοντερνισµός ως καθυπόταξη των αναπτυσσόµενων περιοχών σε δεδοµένες πλατφόρµες αναπαραστάσεων (που προσφέρουν ήδη οι σχηµατισµένες υποδοµές) προωθεί µια παράξενη, ιδιότυπη µίµηση: ζητά –χωρίς να το διατυµπανίζει- την εσωτερική αλλαγή της δοµής του κοινοτικού στοιχείου των αναπτυσσόµενων περιοχών, που θα οργανωθούν υποχρεωτικά µε τον ίδιο τρόπο ή καλύτερα: µέσα στον ίδιο χώρο. Ο τρόπος της ανάπτυξης δεν γίνεται κατα αναλογία προς το πρότυπο αλλά µε κάποια ελεγχόµενη ένωση µαζί του. Ο άνθρωπος στην υποδοµή, εισάγεται στον ιδιαίτερο κόσµο κάποιου διεθνούς ευχάριστου υπνωτισµού. Υποδοµή είναι το όνοµα κάποιου είδους υπνωτισµού. Η υπνωτιστική βάση είναι το πρώτο ζητούµενο µιας υποδοµής. Κι ωστόσο θα ήταν αφελές να κατηγορήσει κανείς ευθέως την δοµή του υπνωτισµού, όταν αυτοµατοποιεί τεχνικές λύσεις και προσφέρει επιθυµητές διαµονές σε επιλεγµένες αναπαραστάσεις. Η υποδοµή εργάζεται για την υπνωτική επανάληψη και ταυτόχρονα ζητά εξ υποθέσεως να ξεχαστεί. Ζητά την λήθη και κατασκευάζει κάποιου είδους λήθη: αν δεν λειτουργεί ως κάτι που – εν λειτουργία- ξεχνιέται δεν ονοµάζεται υποδοµή. Η χρονική συγκρότηση της υποδοµής (ακόµη και της πρωταρχικής παραδοσιακής υποδοµής) γίνεται ως υπνωτική, επαναληπτική διαγραφή ολοένα αναλαµβανοµένων δράσεων: οι υποδοµές οργανώνονται ενώ προωθούν κάποια ακύρωση της παρουσίας τους. Η υπνωτική επανάληψη και η λήθη από συνήθεια περιγράφουν από την εποχή του πρώιµου µοντερνισµού την πεζή συµπεριφορά απέναντι στην οποία η τέχνη ορθώθηκε ως ποιητική εναλλακτική δυνατότητα. Το εµβληµατικό κείµενο του Βίκτωρος Σκλόφσκι «Η τέχνη ως τεχνική» του 1925 καταγγέλει την λήθη από συνήθεια ως εκείνο το καθηµερινό στοιχείο που οφείλαµε να υποψιαζόµαστε. Οι καθηλώσεις της καθηµερινότητας έδειχναν εκεί τον χώρο δράσης της τέχνης. Έτσι αντιλαµβανόµασταν επίσης συχνά, στον 20ο αιώνα, και την πολιτική δράση. Μια θεωρία των υποδοµών που θα περιέγραφε τη δυναµική των εκµοντερνσµών δεν θα έκρινε µε οικονοµικούς µόνον όρους πολιτικά ζητήµατα. Η υποδοµή δεν προσδιορίζει πια απλά την πεζότητα: είναι η ίδια ιδιαίτερο αισθητικό αγαθό. Η ακραία πολωτική ανάγνωση του δηµόσιου και του ιδιωτικού συγχρονου χώρου από τον Richard Sennett (The fall of Public Man), η οποία περιγράφει µε εµπάθεια το τέλος της πόλης ως πεδίου της πολιτικής, περιγράφει επίσης µε νευρικότητα την ενοποιούµενη υποδοµή (χωρίς να την ονοµάζει) ως


παράδοση στην εκπεσµένη πεζότητα και σε κάποια πένθιµη λήθη. Ο Sennett έτσι µένει µοντερνιστής: αποστρέφεται την καθηµερινότητα των οικείων, διογκωµένων υποδοµών. Αρνείται να σκεφτεί τη µεταµόρφωση του πολιτικού στοιχείου (political) µέσα στη νέα συνθήκη. Διαβάζουµε το βιβλίο του ως κατάρα προς την σύγχρονη “οικειότητα”, ενώ είναι γεγονός ότι η γιγάντωση της υποδοµής και η συνεχής διαµονή στο εσωτερικό της καθιστά την κοινωνικότητα κάποιου είδους «επιστροφή στο σπίτι». Σε αυτη τη συνθήκη όµως ούτε µια κατάρα ούτε η προσπάθεια επιστροφής στο προηγούµενο παράδειγµα θα έχουν την σηµασία του πρώτου ξυπνήµατος που ζητούσε επίµονα ο ιστορικός µοντερνισµός. Τα σχέδια των εκµοντερνισµών προωθούνται µε ταυτόχρονη µετάθεση του αποικειοκρατικού µηχανισµού από την φανερή δέσµευση που λάµβανε χώρα σε εδαφικά οργανωµένες κοινότητες, σε νέων ειδών δεσµεύσεις που αφορούν άτοµα ή σύνολα στοιχισµένα στη λησµονηµένη αλλά πανταχού παρούσα δηµόσια σφαίρα των υποδοµών. Οι εκµοντερνισµοί σήµερα δεν αλώνουν οµοιόµορφα τους κατοίκους µιας «αναπτυσσόµενης» περιοχής αλλά εντάσσουν (αντί να υποτάσσουν) κάθε πολίτη σε εκείνο που ο ίδιος θεωρεί ότι είναι ο χώρος του. Οι πιο εξευγενισµένοι εκµοντερνισµοί ζητούν σήµερα την υποταγή του πολίτη σε αυτό που ο ίδιος ο εκάστοτε πολίτης αναζητά, οπότε σχηµατίζονται ως οικειοθελείς παραδόσεις καθενός προσώπου στον ιδιαίτερο χώρο των επιθυµιών του. «Κατασκευή του προσώπου ως συνάρτηση επιλογών» και «κατασκευή κοινότητας ως συσσώρευσης προσώπων» είναι οι µηχανισµοί που περιγράφουν την κατοίκηση των υποδοµών του διαδικτύου σήµερα. Η υποδοµή σχηµατίζεται ως νέο είδος οικείας διεθνούς λήθης και η τοπικότητα ως η ξενιστική της άρνηση: δίπολο που οργανώνεται (από την µια µεριά) µε το συστατικό –ολοένα ενοποιούµενο- ενεργό αρχείο των υποδοµών και (από την άλλη) µε τη σηµερινή επιθυµία για εκµοντερνισµό. Μέσα από κάθε προοπτική εκµοντερνισµου, οι τοπικότητες διαβάζονται ως ατυχήµατα. Οι περιοχές που εκµοντερνίζονται παρουσιάζονται ως τραυµατισµένες. Η ιδιαίτερη αντίσταση του τοπικού στοιχείου στην περιοχή που εκµοντερνίζεται εµφανίστηκε ως συνάρτηση αστοχίας των αρχείων να οργανωθούν σε συναφείς, ενεργές, αλληλοϋποστηριζόµενες διαστρωµατώσεις. Η γρήγορη ένταξη στη σφαίρα των υποδοµών παρουσιάζει τις αναπτυσσόµενες περιοχές ως ά-τοπες κοινότοπες περιοχές που ηδη συµµετέχουν στον «χωρίς όρια» πολιτισµό της σφαίρας των υποδοµών. Η υποχρεωτική πρόσδεση σε υλικές δεσµεύσεις παλαιών υποδοµών ή υλικών αρχείων του εκάστοτε τόπου είναι βλάβες που οργανώνουν τις παλαιές τοπικότητες κατά τον εκµοντερνισµό. Η λατουρική εικόνα της αόρατης πόλης – υποδοµής που επισκεφθήκαµε βιαστικά παρέχει ένα επιθετικό αφοµοιωτικό σχήµα: αναπόδραστο, καθώς καµιά στρατηγική αντίστασης δεν φαίνεται βιώσιµη εκτός της σφαίρας των υποδοµών. Ταυτόχρονα η σύλληψη του αόρατου µηχανισµού των σύγχρονων υποδοµών µοιάζει να επιτρέπει την υπόσχεση για κάποια πιθανή, επερχόµενη, νέα κοινωνικότητα. Έτσι από τη µια πλευρά αναγνωρίζουµε στο κείµενο του Λατούρ την banalité του Παρισιού ως οποιασδήποτε πόλης παραχωρηµένης στη σφαίρα των υποδοµών, από την άλλη διαβάζουµε αυτή τη παραχώρηση ως προσχώρηση σε ένα επεκτατικό µοντέλο που µεταµορφώνει τα τεχνικά δίκτυα αλλά επίσης οργανώνει, µε άλλο τρόπο, τις κοινωνίες και τις ταυτότητες των πολιτών του πλανήτη: η επέκταση της σφαίρας των υποδοµών ακυρώνει εν µέρει την πόλη ως κοινότητα και καταλαµβάνει, µε πολιτική συστηµατικότητα, όλο και µεγαλύτερο «χώρο». Γοργά και σταθερά, χωρίς να παρουσιάζει εναλλακτικές, η σφαίρα των υποδοµών κατασκευάζει την ενιαία παγκόσµια στρατηγική εξοµοίωσης και οικειοθελούς κατάργησης της πόλης από τους πολίτες. Η εναλλακτική της περιοχής που εκµοντερνίζεται για να κρατά τον τοπικό της προσδιορισµό είναι να διατηρήσει την κακή διαχείριση, την φτώχεια ή –σε πολλές περιπτώσεις- τις αναπηρίες που σηµαίνουν οι συγκρούσεις της. Οι τοπικές ιδιαιτερότητες προέρχονται από άλλη εποχή: τα παραδοσιακά πολιτικά ζητήµατα σχηµατοποιούνται βίαια ως σύγχρονα αρχαιολογικά ευρήµατα. Κατά κάποιον τρόπο οι περιοχές που εκµοντερνίζονται παρέχουν την εικόνα ενός κόσµου σε ερείπια, που είναι ο κόσµος ακόµα - χωρίς – συνείδηση - αναπαραστατικότητας. Οι περιοχές που εκµοντερνίζονται θυµίζουν ένα αρχαιολογικό µουσείο που παρουσιάζει την πραγµατικότητα όσο νοµίζαµε ότι ήταν «καθαυτή». Η ανάληψη παραδοσιακών πολιτικών δράσεων σε αυτό το περιβάλλον µοιάζει εξ αρχής αναχρονιστική. Η ρήξη ανάµεσα στην υποδοµή και τις δράσεις εκτός αυτής µεγαλώνει ως χάσµα ανάµεσα στην οικειότητα της υποδοµής και στο ανοίκειο ανεξέλεγκτο στοιχείο της, στις περιοχές του


προωθηµένου σύγχρονου καπιταλισµού. Χάσκει επίσης ανάµεσα στην υποδοµή και στον εξωτισµό της τοπικότητας, της εδαφικότητας και της ιδιαιτερότητας των αναπτυσσοµένων περιοχών. Ο εκµοντερνισµός σήµερα χαρακτηρίζεται από την θριαµβεύουσα σφαίρα των υποδοµών: απέναντι της ήδη οργανώνονται ασυντόνιστες δράσεις, ενώ στο εσωτερικό της η έννοια του «απέναντι» συνεχίζει να διαβρώνεται: η εταιρότητα εγγράφεται σε εσωτερικές γεωγραφίες της σφαίρας των υποδοµών. Να η κοινωνικότητα χωρίς κίνδυνο, µε περιορισµένες –εσωτερικά- πιθανότητες καταστροφών. Η ενοποίηση και η συνάφεια των ενεργών αρχείων της υποδοµής παρέχει ταυτόχρονα εγγύηση επέκτασης κάποιου «χωρίς πόλη», «άτοπου» πολιτισµού και την µόνη δυνατότητα µιας περιοχής να συνδιαλαγεί, µε «σύγχρονους όρους» και «ασφάλεια», µε το παγκόσµιο περιβάλλον. Αν δεχθούµε ότι µοιραζόµαστε κιόλας ένα δείγµα του ενιαίου πολιτισµού της πιο µεγάλης υποδοµής που φτιάχτηκε ποτέ, εκκρεµεί (για την αποτίµηση του τελευταίου εκµοντερνισµού) η καταγραφή όσων αποµένουν προς διαφύλαξη εκτός αυτής της υποδοµής, όσων δεν χωράνε σε αυτήν καθως επίσης και των εναλλακτικών σηµασιών που µπορεί να λάβει ο συντονισµός µε την υποδοµή. Ο εκµοντερνισµός στον οποίο στρέφουµε την προσοχή είναι µόλις πίσω και ακόµα µπροστά µας: ούτε εξοβελιστέος ούτε σωτήριος. Εκκινά µε θεωρίες αποκλεισµών (αφού εξ αρχής παρουσιάζεται διαπραγµατευόµενος όρους εισόδου σε απρόσιτους χώρους) αλλά επίσης υπόσχεται κοινωνικούς χώρους προς διεκδίκηση. Οι αποκλεισµοί ενός λειτουργικού µηχανισµού, ενός κράτους, µιας κοινότητας ή ενός προσώπου από την υποσχεθείσα υποδοµή, σηµαίνουν διαφορετικά πράγµατα. Για καθένα από αυτά –µε την ίδια διαδικασία γιγάντωσης της σφαίρας των υποδοµών- συνέβησαν τα τελευταία χρόνια διαφορετικές µεταµορφώσεις. Τα ερωτήµατα για καθεµιά από αυτές µένουν ανοικτά όσο οι νέοι ρόλοι δεν µορφοποιούνται µε αναµενόµενο τρόπο µέσα στην υποδοµή. Ο εκσυγχρονισµένος κοινωνικός µηχανισµός θα άγγιζε τον καθολικό εκµοντερνισµό όταν το κοινωνικό του όραµα µεταφραζόταν ευθύς σε «καθαρή» υποδοµή: αν επετύγχανε να εξαφανίσει την λογική οποιουδήποτε «εξωτερικού», κοινωνικού «συµβάντος» και αν αναπτυσσόταν ως απλή πλατφόρµα για εκδίπλωση δράσεων των υποδοµών. Ο εκµοντερνισµός θα εργάζόταν έτσι για κάποια ανάσχεση ή για κάποια καταστροφή του συµβάντος µέσα σε προδιαγεγραµµένες πλατφόρµες. Το συµβάν στην εκµοντερισµένη σφαίρα υποδοµών δεν είναι αυτό που προσπαθούσαµε µέχρι χτες να ορίσουµε ως συµβάν. Αν µπορούµε να µιλάµε για µια υποδοµή συµβάντων, θα αρχίζαµε επίσης να περιγράφουµε, µε άλλο τρόπο, τον ίδιο εκµοντερνισµό. Η υποδοµή προτάσσεται εδώ ταυτόχρονα ως µηχανισµός αναίρεσης του συµβάντος ή ορισµού του συµβάντος µέσα στο ιδιαίτερο πλαίσιό της. Τα βήµατα του τελευταίου εκµοντερνισµού είναι όµοια µε αυτά που έπονται: προωθούν τη µεταµόρφωση του τεχνικού εξοπλισµού και κάποια παραµφερή µεταµόρφωση των ανθρώπινων κοινοτήτων, σε κάποια κατατεµαχισµένη αλλά ενιαία σφαίρα. Αυτό επισυµβαίνει µαζί µε υποχρεωτικές αλλαγές στις έννοιες της ταυτότητας, του προσώπου και της ευθύνης του. Ο εκσυγχρονισµός µοιάζει µε σύνδεση (plug in) σε κάποιο ήδη οργανωµένο τεχνικό δίκτυο, νοηµατοδοτηµένο αυστηρά, όπου κάθε νέα συνδεόµενη µε αυτό περιοχή παρακολουθεί τις εξελίξεις του, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί ένα απλοϊκό και αβαθές κοινοτικό σύστηµα, δοµηµένο σε πλατφόρµες. Προσαρµοζόµενες σε δεσµεύσεις οι «αναπτυσσόµενες» και οι ανεπτυγένες περιοχές του πλανήτη παραχωρούνται σε κάτι αόρατο αλλά σε πολλά σηµεία του ελέγξιµο και συγκροτηµένο. Η εξιδανίκευση που θεωρεί αυτό τον ιδιαίτερο σχηµατισµό «αυτορυθµιζόµενο σύστηµα» κρύβει τις εξωτερικές παρεµβάσεις που ενίοτε καθορίζουν τις δοµές του. Η υποδοµή δεν αποκαλύπτει κάτι που έπρεπε να προσέχουµε και το ξεχάσαµε: αντίθετα, στην συγκεκριµένη περίπτωση, η υποδοµή δείχνει ήδη µε αφηγηµατικό τρόπο «εκείνο που έπρεπε να ξεχάσουµε» οργανώνει για πρώτη φορά έναν ιδιαίτερο εξωτερικό προς αυτήν χώρο. Η «γραπτή λήθη» που προτείνει η σφαίρα της µοιάζει µε ενιαίος λόγος: η υποδοµή µιλά για αυτήν αντί να την σωπαίνει. Ο λόγος της «γραπτής λήθης» της υποδοµής είναι ο λόγος του εκµοντερνισµού. Το δίκτυο, εκτός από απλός ελεγκτικός µηχανισµός όσων διακινεί, εκτός από συγκρότηµα της ειρηνικής και βαρετής καθηµερινότητας, απωθεί και εξιδανικεύει ρήξεις σε περιοχές εκτός υποδοµής ή σε εσωτερικές ρωγµές της. Αυτές οι ξεχασµένες περιοχές είναι ο χώρος συνείδησης της σφαίρας των υποδοµών. Εκεί οργανώνεται ήδη κάποιο µετα-πολιτικό στοιχείο. Ο εκµοντερνισµός και η σφαίρα των υποδοµών του προετοίµασαν αλλαγές παραδειγµάτων για πολλές περιοχές της


παραδοµένης ανθρώπινης σκέψης. Αλλά η πρόταση του εκµοντερνισµού σήµερα µετατρέπει ήδη βιαστικά τον κόσµο εκτός υποδοµής σε φανταστικό κόσµο του παρελθόντος.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.