Το δηλητήριο

Page 1

13 ΡΟΝΤΟΛΦ ΣΙΡΕΡΑ

ΤΟ ∆ΗΛΗΤΗΡΙΟ*

Μετάφραση: ∆ηµήτρης Β. Πετρόπονλος ∆ιάλογος ενός αριστοκράτη µε έναν ηθοποιό ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ Γκαµπριέλ ντε Μπωµόν, ηθοποιός Ο κύριος Μαρκήσιος ντε... Παρίσι, 1784. Αίθουσα υποδοχής των ειδικών προσκεκληµένων ενός µεγάρου Ροκοκό. Επίπλωση εναρµονισµένη µε τις προτιµήσεις και το ύφος της εποχής. Ένα τµήµα του βάθους της σκηνής περιορίζεται διαγώνια από ένα είδος µεγάλης καµάρας, που την µισοκρύβουν κουρτίνες. Το υπόλοιπο τµήµα καλύπτεται από µια τζαµαρία, προστατευµένη από ένα σιδερένιο κιγκλίδωµα, απ' όπου παρατηρεί κανείς τη σταδιακή επικράτηση του λυκόφωτος. Αριστερά και δεξιά δύο πόρτες κλειστές. Καθισµένος σε µια πολυθρόνα, ο Γκαµπριέλ ντε Μπωµόν περιµένει αν τον δεχθεί ο Κύριος Μαρκήσιος. Ένας υπηρέτης, µε αβέβαιες κινήσεις, ανάβει σχολαστικά τα καντηλέρια.

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (µιλώντας δυνατά, µετά από µια µεγάλη παύση): Ο Κύριος Μαρκήσιος ασφαλώς θα ξέχασε ότι είµαι εδώ... (Ο υπηρέτης δεν απαντά. Παύση. Ο Γκαµπριέλ επανέρχεται δήθεν αδιάφορα). Του υπενθυµίσατε, φαντάζοµαι, ότι περιµένω να µε δεχθεί... (Σύντοµη παύση) εδώ και µια ώρα σχεδόν; (Μπροστά στην επίµονη σιωπή του άλλου δήθεν προσβεβληµένος). Άλλωστε, αυτός που ενδιαφέρεται ιδιαίτερα γι' αυτή τη συνοµιλία δεν είµαι εγώ... Ο ίδιος ο Κύριος Μαρκήσιος... (Σταµατάει αβέβαιος. Έπειτα ξαναπαίρνοντας θάρρος). Μάλιστα ...ο ίδιος ο Κύριος Μαρκήσιος µου ζήτησε µια συνάντηση... ∆εν το γνωρίζατε; Με ειδοποίησε στο διάλειµµα της χθεσινής παράστασης: «Θα επιθυµούσα µια σύντοµη συνοµιλία µε τον Κύριο Γκαµπριέλ ντε Μπωµόν, ηθοποιό...». Ένας ηθοποιός όµως, φίλε µου, µε το δικό µου κύρος, είναι πάντοτε απασχοληµένος... Σήµερα κιόλας είχα να διαβάσω κάποια θεατρικά έργα... (Ακούγονται από µακριά έξι χτύποι ρολογιού. Ο Γκαµπριέλ δείχνει όλο και περισσότερο την ενόχλησή του). Α! αρκετά. Με ...εκνευρίζετε... Μ' αυτά τα άσκοπα πήγαινε έλα... µοιάζετε µε 'φάντασµα. Λίγο µ' ενδιαφέρει αν θα ανάψετε είκοσι ή σαράντα καντηλέρια... Αν το κάνετε για µένα, σας απαλλάσσω από αυτό τον κόπο. Φεύγω (Ενώ σηκώνεται). Είναι φανερό πως πρό-

* Ο τίτλος στο πρωτότυπο: El veri del teatre (Το δηλητήριο του θεάτρου). Στην Αγγλία παίχτηκε µε τίτλο «Η ακρόαση».


14

κείται για αστείο. Αντιλαµβάνοµαι πως ο Κύριος Μαρκήσιος δεν πρόκειται να µε δεχθεί σήµερα και εγώ έχω κι άλλες εκκρεµότητες. ΥΠΗΡΕΤΗΣ (άχρωµα και χωρίς να διακόψει την ασχολία του): Ο Κύριος Μαρκήσιος σας παρακαλεί να τον συγχωρήσετε. Θα είναι στη διάθεση σας πολύ σύντοµα. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (σαρκαστικά): Ο Χριστός και η Παναγία! Ώστε δεν είσαι µουγγός; Κόντεψα να πιστέψω για µια στιγµή, ότι δεν είσαι ανθρώπινο ον, αλλά άγαλµα που κινείται. ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Ο Κύριος Μαρκήσιος επιθυµεί να είναι η παραµονή σας στο σπίτι του ευχάριστη, όχι ενοχλητική... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (διστακτικά): Μα δεν µου είναι ιδιαίτερα ενοχλητική... Ο χώρος είναι πολύ φιλόξενος, αλλά... ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Με την άδειά σας... (Ετοιµάζει ένα χαµηλό τραπέζι βγάζοντας ένα δίσκο µε

ποτά και ποτήρια από την πλαϊνή πόρτα, αποκαλύπτοντας έτσι ότι πρόκειται για πόρτα µεγάλης εντοιχισµένης ντουλάπας). Ο Κύριος Μαρκήσιος µου ανέθεσε να σας πω ότι είναι όλα στη διάθεση σας. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: ∆εν επιθυµώ τίποτα, σε ευχαριστώ. ΥΠΗΡΕΤΗΣ (σαν να µην άκουσε τι του είπε ο άλλος): Επιτρέψτε µου να σας προτείνω,] όλως ιδιαιτέρως, αυτό το κρασί από την Κύπρο. Είναι ένα κρασί εκλεκτό, γλυκόπιοτο µε γεύση εξωτική... (Και του προσφέρει ένα ποτήρι, που ο Γκαµπριελ αναγκάζεται να δεχθεί). ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Καλά, καλά... (Επιθυµώντας να δώσει ένα τέλος στη σχετική συζήτηση το πίνει µονορούφι, συγκρατώντας µια κίνηση δυσαρέσκειας). Πήγαινε όµως να πεις στον Κύριό σου ότι θα αισθανόµουν να µε τιµά περισσότερο, αν µου ανήγγειλες το ταχύτερο την εµφάνισή του. Έγινα αντιληπτός; ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Θα το µεταβιβάσω στον Κύριο Μαρκήσιο... (Μένει ακίνητος). ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Αν όµως δεν κουνηθείς από τη θέση σου, δεν βλέπω µε ποιό τρόπο θα το µεταβιβάσεις. (Ενοχληµένος και πάλι). Α! Σε παρακαλώ, κάνε αυτό που σου είπα! ΥΠΗΡΕΤΗΣ (ενώ του γεµίζει και πάλι το ποτήρι): Ο Κύριος Μαρκήσιος δεν χρειάζεται] την συνδροµή µου για να ξέρει όσα συµβαίνουν εδώ. (Σύντοµη παύση). Μήπως θα θέλατε ένα ακόµη ποτήρι απ' αυτό το κρασί, Κύριε;


15

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (κοφτά): Είναι υπερβολικά γλυκό για τις προτιµήσεις µου. ΥΠΗΡΕΤΗΣ (απρόσωπα): Κι όµως, ο Κύριος Μαρκήσιος, το βρίσκει ιδιαίτερα απολαυστικό. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (υποκύπτοντας τελικά, παίρνει το ποτήρι): Πολύ καλά! Αν όµως νοµίζετε ότι µ' αυτού του είδους τα... καλοπιάσµατα θα µπορέσετε να κατευνάσετε τον εκνευρισµό µου... (πίνει µια γουλιά και αφήνει το ποτήρι σ 'ένα τραπεζάκι). Ορίστε, ήπια. Και τώρα; (Με σκληρότητα). Τι άλλο θέλετε από µένα; Μα γιατί δεν πας καλύτερα να ασχοληθείς µε τις δουλειές σου; ΥΠΗΡΕΤΗΣ (ταπεινά): Κύριε... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Από τη στιγµή που µπήκες σ' αυτό το δωµάτιο δεν έχεις πάρει τα µάτια σου από πάνω µου. Για να µε κατασκοπεύεις σ' έστειλε ο Κύριος Μαρκήσιος; ΥΠΗΡΕΤΗΣ (σκανδαλισµένος): Ω, όχι κύριε... (αλλάζοντας) Είναι που... (δείχνει σαν να διστάζει) στη σκηνή φαίνεστε πολύ πιο ψηλός *. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (έκπληκτος): Α, αυτό ήταν... (Κατά βάθος πολύ ικανοποιηµένος). Μα είναι απλό. Στη σκηνή, ο θεατής δεν έχει άλλα σηµεία αναφοράς πέρα από αυτά που θέλουµε να του δώσουµε εµείς... ΥΠΗΡΕΤΗΣ (γλυκά): Και η φωνή σας... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (διασκεδάζοντας, παρόλα αυτά): Είναι πιο παλλόµενη, πιο ισχυρή... Αυτό δε θες να πεις; (∆ιδακτικά). Λογικό είναι. Εδώ, µιλώντας µαζί σου, δεν έχω λόγους να µε απασχολεί το πως θα την τοποθετήσω. ∆εν υπάρχει πρόβληµα ούτε απόστασης, ούτε ακουστικής. ΥΠΗΡΕΤΗΣ (προσποιούµενος υπερβολικό ενδιαφέρον): Θέλετε να πείτε ότι, όταν παίζετε, δεν συµπεριφέρεστε στη σκηνή ακριβώς όπως και στη καθηµερινή ζωή... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (που έχει ολοκληρωτικά εµπλακεί στη συζήτηση): Όχι, βέβαια. Θα ήταν αδύνατον. Αν έκανα αυτό που λες κανείς δεν θα µε άκουγε καθαρά και, το χειρότερο, δεν θα κατάφερνα να µεταφέρω στους άλλους τα συναισθήµατα του προσώπου που υποδύοµαι... ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Συγχωρήστε µου την επιµονή, αλλά οτιδήποτε έχει σχέση µε το θέατρο µε συναρπάζει. Τα συναισθήµατα των προσώπων που υποδύεσθε, είπατε. Το εννοείτε κυριολεκτικά ή µήπως αναφέρεσθε στα προσωπικά σας συναισθήµατα όταν παίζετε... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (κόβοντας τον): 'Όχι, όχι... Πρόκειται πραγµατικά για τα συναισθήµατα των ρόλων, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, αυτό είναι αλήθεια, είναι και δικά µου... (Κάθεται πάλι χωρίς να σταµατήσει να µιλάει). Θέλω να πω ότι, όταν παίζεις έρχεται µια στιγµή που δεν µπορείς πια να διακρίνεις τα όρια ανάµεσα στο µύθο και την πραγµατικότητα...


16

ΥΠΗΡΕΤΗΣ (µε πάθος): Πρέπει λοιπόν να νοιώθεις, ειλικρινά, αυτό που παίζεις στη σκηνή...; ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Όπως το λες: παίζεις αυτό που νοιώθεις. ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Αλλά όµως, εσείς ο ίδιος διαβεβαιώσατε πριν από λίγο, ότι καταφεύγετε & ένα τρόπο οµιλίας εντελώς συγκεκριµένο... Τη σωστή τοποθέτηση της φωνής... Αυτό είναι συµβατικό. Και, επί πλέον, πως να µοιραστείς ειλικρινά τα συναισθήµατα των ηρώων, για παράδειγµα του Ρακίνα, τη στιγµή που ο Ρακίνας, όπως όλοι οι κλασσικοί, γράψει σε στίχο, σε µια µορφή δηλαδή, που απ' ότι καταλαβαίνω, δεν είναι φυσική*. Ούτε το λεξιλόγιο του, άλλωστε, είναι τρέχουσας χρήσεως... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (διασκεδάζοντας): Μας έγινες τώρα και συ Φιλόσοφος, σαν τον Κύριο Ντιντερό; (Γελάει). Οι άνθρωποι της τάξης σου, φίλε µου, κατά κανόνα τουλάχιστον, δεν συνηθίζουν να επιδίδονται σε τέτοιου τύπου αναλύσεις! ΥΠΗΡΕΤΗΣ (ατάραχος): Συγχωρήστε µου την τόλµη, Κύριε, αλλά οι κοινωνικές τάξεις είναι και αυτές µια σύµβαση, όπως και πολλά άλλα πράγµατα. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Όχι δα, αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο Μαρκήσιός σου, για παράδειγµα, ασκεί µια εξουσία... ∆ιαθέτει εξουσία ουσιαστική, πραγµατική... Αυτή η εξουσία —το ξέρεις, φαντάζοµαι, καλλίτερα από µένα — δεν είναι ακριβώς αυτό που θα λέγαµε κοινωνική σύµβαση... ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Όντως... Είναι όµως δυνατόν να ανέλθει κανείς από την αθλιότητα στην εξουσία ή να εκπέσει από την εξουσία στην αθλιότητα. Η κοινωνική θέση είναι κάτι το αντιστρέψιµο. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (έκπληκτος): Λοιπόν, χωρίς αστεία, θα πρέπει να είσαι και συ ένας από τους ανώνυµους συνδροµητές που χρηµατοδοτούν την παράνοµη έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας του Ντιντερό. Πρώτη φορά ακούω υπηρέτη να εκφράζεται µε τέτοιο λεξιλόγιο! ΥΠΗΡΕΤΗΣ: ∆εν βλέπω γιατί εκπλήττεσθε, Κύριε... Και σεις ο ίδιος είσθε κοινωνικά καταξιωµένος χωρίς να είσθε ευγενής... Η κατάκτηση, µάλιστα, αυτής της θέσης οφείλεται αποκλειστικά και µόνον στην προσωπική σας προσπάθεια, γεγονός ιδιαίτερα αξιοθαύµαστο...† ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (µε πίκρα): Κοινωνικά καταξιωµένος... (Συγκαλύπτοντας µια ξαφνική αδιαθεσία). ΥΠΗΡΕΤΗΣ (µε δουλικότητα): Κύριε... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: θα µε πείραξε το κρασί... Είναι πολύ γλυκό για µένα. ∆εν έπρεπε να το πιω... Κάθε φορά τα ίδια παθαίνω... (Αλλάζοντας ύφος). Μιλάς για την κοινωνική µου θέση. Η κοινωνική µου θέση βρίσκεται σε κίνδυνο ανά πάσα στιγµή. Εξαρτάται από την τέχνη µου και η τέχνη, µε τη σειρά της, εξαρτάται από τις προτιµήσεις της εποχής. Άλλωστε η καταγωγή µου και το επάγγελµά µου περιορίζουν τις κινήσεις µου σαν προστατευτικό κιγκλίδωµα, σαν φυλα-

* * «Η είσοδος στην "κοινωνία" εξαρτιόταν από την καταγωγή και διέφερε από τη µια χώρα στην άλλη... Οι άνθρωποι που στερούνται καταγωγής και κοινωνικής υπόληψης, συχνά γίνονται αποδεκτοί, αν ξεχωρίσουν από κάποιο ιδιαίτερο χάρισµα η επίδοση σ' οποιαδήποτε θεωρητική ή πρακτική επιστήµη». (ΝόρµανΧάµποον:«∆ιαφωτισµός»)


17 κας φρουρός που µου θυµίζει διαρκώς: Μπορεί να γίνεσαι δεκτός από Βασιλείς και να παρακάθεσαι στο τραπέζι των τυχερών αυτού του κόσµου µα ποτέ δεν θα µπορέσεις να γίνεις όµοιος τους. Θα είσαι πάντα ένας θεατρίνος. ΥΠΗΡΕΤΗΣ (συγκινηµένος): Θεατρίνος... Το επάγγελµα που ο κόσµος περιφρονεί περισσότερο από όλα, µα που συγχρόνως φθονεί περισσότερο απ' όλα*. Όλοι αισθάνονται, κάποια στιγµή, την ανάγκη να παίξουν... Θέλω να πω στη ζωή, όχι στη σκηνή... (Μετά από σύντοµη παύση, σαν να παίρνει βαθειά ανάσα για να εξοµολογηθεί κάτι πολύ σηµαντικό). Και εγώ ο ίδιος... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (που δεν έχει προσέξει την αυξανόµενη ταραχή του υπηρέτη): Αυτό δεν µε εκπλήσσει καθόλου. Η δουλειά του υπηρέτη οδηγεί αναπόφευκτα στο ψέµα. Το να είσαι υπηρέτης σηµαίνει, µεταξύ άλλων, να παίζεις θέατρο, να υποδύεσαι... ΥΠΗΡΕΤΗΣ (διακόπτοντάς τον βιαστικά): Όχι, όχι, δεν εννοούσα αυτό ακριβώς. Πρόκειται για κάτι πολύ πιο απλό, τελικά. Μόλις τώρα σας έπαιξα θέατρο, συνέθεσα ένα θεατρικό πρόσωπο... Και σεις, µ' όλη την πείρα σας, δεν καταφέρατε να µε αποκαλύψετε. Άρα η απόδοσή µου είναι πραγµατικά επιτυχηµένη. Κι αυτό οφείλεται, κυρίως, στη φυσικότητα µε την οποία το έκανα. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (χαµένος): Τι θες να πεις; ∆εν σε καταλαβαίνω... ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Με απλά λόγια: ∆εν είµαι ο υπηρέτης του Κυρίου Μαρκήσιου... (Αργά και χωρίς να τον κοιτάζει). Είµαι ο ίδιος ο Κύριος Μαρκήσιος... Αυτοπροσώπως... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (µετά από µια παύση. Αβέβαιος, προσπαθώντας να δείξει ότι όχι µόνο δεν πίστεψε στο αστείο, αλλά και ότι το βρήκε µάλλον κακόγουστο): Μη γίνεσαι γελοίος... Αυτά τα· πράγµατα δεν γίνονται... ΥΠΗΡΕΤΗΣ (µε το ίδιο ταπεινό και διακριτικό ύφος που συντηρεί από την αρχή): Και γιατί όχι; Πόσες φορές έχετε δει τον Κύριο Μαρκήσιο, δηλαδή εµένα, στη ζωή σας; Τρεις φορές, τέσσερεις... πέντε το πολύ, πάντοτε από µακριά, µε την περούκα του και το επίσηµο ένδυµά του... Όχι;.. Κοιτάξτε: Είναι πολύ εύκολο... 'Ένα διακριτικό ηµίφως, ένα χτένισµα διαφορετικό, ένα ρούχο συνηθισµένο και, πάνω απ' όλα, ο τρόπος που µιλάει και κινείται ένας υπηρέτης... Και ιδού, το τέχνασµα πέτυχε... (Χαµογελάει). Κι εγώ που νόµιζα, αφελώς, ότι δεν θα µπορούσα να συντηρήσω την εικονική αυτή κατάσταση ούτε µια στιγµή ενώπιόν σας, ενώπιον ενός πραγµατικού επαγγελµατία! Μα τώρα, αλήθεια, δεν διακρίνατε τίποτε; Ο τρόπος που συνδιαλέγοµαι, αυτά που είπα — όχι ο τρόπος που τα είπα, µε αντιλαµβάνεστε; — η ...η βαθύτητα των συλλογισµών µου, το ίδιο το θέµα... όλα αυτά θάπρεπε να ...σας κρούσουν τον κώδωνα, όλα αυτά µε πρόδιδαν... Κι όµως όχι... Αφεθήκατε να πεισθείτε από τα φαινόµενα... και µόνον... Ντυµένος σαν υπηρέτης, δεν θα µπορούσα παρά να είµαι υπηρέτης... Το ένδυµα, ωστόσο, είναι πάντοτε µεταµφίεση... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (όλο και πιο βίαιος): Μεταµφιεσµένος ή όχι, δεν µπορείς να µε κάνεις ό,τι θες, αν αυτό επιδιώκεις! Τους ξέρω εγώ τους ανθρώπους της τάξης σου! (Ενεργητικά). Θα καλέσω τον κύριο σου και θα εξηγηθούµε οι τρεις µας. ΥΠΗΡΕΤΗΣ (πολύ ήρεµος και µε φωνή γλυκιά): Φίλε µου, δεν θάπρεπε να σας χρειάζονται αποδείξεις... θάταν προτιµότερο να βασισθείτε στο λόγο µου.

* «Αυτό το ίδιο το κοινό που δεν µπορεί να κάνει χωρίς αυτούς, τους περιφρονεί». (Ντιντερό:«Το παράδοξο...»)


18

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (που όσο µιλούσε ο υπηρέτης σηκώθηκε και τράβηξε µε δύναµη το κορδόνι από το κουδούνι υπηρεσίας): Κόφτο! ΥΠΗΡΕΤΗΣ (µετά από µεγάλη παύση): Βλέπετε; ∆εν ανταποκρίνεται κανείς στο κάλεσµά σας. Αµφιβάλλετε ακόµη γι' αυτά που σας λέω; ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (τραβώντας και πάλι το κουδούνι επίµονα. Ο απόηχος µοιάζει νάρχεται από το βάθος του σπιτιού): Αρνούµαι να το δεχτώ. Αν δεν θέλουν να µ' ακούσουν θα πάω ο ίδιος. (Κατευθύνεται προς µία πλαϊνή πόρτα, αλλά µε τον εκνευρισµό της στιγµής, κάνει λάθος και ανοίγει την ντουλάπα από όπου ο υπηρέτης είχε βγάλει προηγουµένου τα ποτά. Έξω φρενών, την ξανακλείνει και διασχίζει το δωµάτιο κατευθυνόµενος προς την άλλη πόρτα). ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Εκεί είναι η γκαρνταρόµπα (χαµογελάει), και η άλλη πόρτα, που οδηγεί στον προθάλαµο, είναι κλειδωµένη... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (διαπιστώνοντας πως είναι αλήθεια, στρέφεται προς τον υπηρέτη): Κλειδωµένη; ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Απ' έξω. Αυτές τις εντολές έδωσα στο θαλαµηπόλο µου. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (Ορυόµενος): Απ' έξω; ∆εν είσαι µε τα καλά σου. ∆ος µου το κλειδί! (Προχωράει προς το µέρος του απειλητικός). ∆ος το µου ή θα στο πάρω µε τη βία. Ακούς τι σου λέω; ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Προφανώς ακούω..! ∆εν είστε όµως πια και τόσο σίγουρος... Αρχίζετε να αµφιβάλλετε... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (βίαιος). Το κλειδί! ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Γκαµπριέλ ντε Μπωµόν... (Η αλλαγή στο τόνο της φωνής του υπηρέτη είναι τόσο απροσδόκητη, που ο Γκαµπριέλ καθηλώνεται). Εάν είµαι, όπως σας δήλωσα ο Μαρκήσιος και σεις τολµήσετε να σηκώσετε χέρι πάνω µου, απειλώντας µε... (Το ύφος είναι τόσο σκληρό, που η φράση, αν και ηµιτελής, επιβάλλει στο χώρο µια παρατεταµένη, επιβλητική σιωπή). ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (συνέρχεται αλλά χωρίς την αυτοπεποίθηση που είχε πριν). ∆εν σας απειλώ εγώ! Εσείς µε κρατάτε εδώ παρά τη θέληση µου! ΥΠΗΡΕΤΗΣ (µε σιγουριά): Ατυχώς, δεν υπάρχει κανένας εδώ για να το βεβαιώσει, (µετά από σύντοµη παύση, ξαναγλυκαίνοντας τη φωνή του). 'Όχι. ∆εν θέλω να σας επιβάλλω τίποτα. Σας ζητώ µόνο να µε ακούσετε. (∆ιασχίζει τη σκηνή κατευθυνόµενος προς την

εντοιχισµένη


19 ντουλάπα). ∆εν έχετε πεισθεί ακόµη. ∆εν µε αποδέχεσθε ως Μαρκήσιο, γιατί δεν είµαι ντυµένος ως Μαρκήσιος. (Ενώ µιλάει ανοίγει το ντουλάπι, βγάζει την περρούκα που φοράει και βάζει µια άλλη. Αλλάζει επίσης τη λιβρέα του υπηρέτη µε µια άλλη πολυτελή). Ωραία. Σπεύδω, λοιπόν, να σας ικανοποιήσω. (Μόλις ολοκληρώνει το ντύσιµό του, ξανακλείνει τη ντουλάπα και στρέφεται προς τον Γκαµπριέλ, που τον κοιτάζει µε το στόµα ανοικτό). Και τώρα τι έχετε να πείτε; ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (µε δυσκολία). Τι να πω... ∆εν ξέρω... Τάχω χαµένα... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ* (Κάθεται και κάνει µια κίνηση συµφιλίωσης): Παρακαλώ καθήστε αγαπητέ µου Γκαµπριέλ. (Ο Γκαµπριέλ κάθεται µηχανικά). Επιθυµούσα να σας συναντήσω γιατί έχω να σας κάνω µια πρόταση... σχετική µε το επάγγελµα σας. Εξ ου και το αθώο παιχνίδι των µεταµφιέσεων. Θα µε συγχωρήσετε, αυτό τουλάχιστον ελπίζω, αλλά ήταν ανάγκη να σας δοκιµάσω. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (µετά από µία παύση καθόλου καθησυχασµένος). Κύριε Μαρκήσιε... Θα πρέπει, υποθέτω, να σας αποκαλώ έτσι από δω και πέρα... Είσαι... θέλω να πω είστε ο Κύριος Μαρκήσιος... αλήθεια; Ή µήπως πρόκειται για ένα καινούργιο αστείο; Αλλά όχι... Είµαι ηλίθιος. Τα στοιχεία που µου δώσατε είναι αποδεικτικά. Ναι, είστε πράγµατι ο Μαρκήσιος. Και γω ώφειλα να το είχα µαντέψει από τη πρώτη στιγµή. (Οι κοινωνικές συµβάσεις εγκαθιδρύονται προοδευτικά και ο Γκαµπριέλ αρχίζει να αντιδρά ανάλογα). Πράγµατι, µε εντυπωσιάσατε... Και τώρα φοβάµαι πως δεν σας φέρθηκα όπως έπρεπε, θέλω να πω από την αρχή... Αλλά πρέπει να µε καταλάβετε... Πώς να µου περάσει από το µυαλό η υποψία πως... Πράγµατι... Αν, µ' οποιονδήποτε τρόπο, δεν σας έδειξα αρκετό... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (αξιαγάπητα): Ελάτε τώρα, αγαπητέ µου Γκαµπριέλ... Ο καθένας φέρεται στους άλλους ανάλογα µ' αυτό που πιστεύει πως είναι οι άλλοι... κι ανάλογα µε τη θέση που ο ίδιος πιστεύει πως κατέχει —ή που όντως κατέχει— στην κοινωνία... Και σεις ακόµα, τώρα που ξέρετε πως είµαι ο Μαρκήσιος, εγκαταλείψατε το βαρύγδουπο ύφος... αυτόν τον αέρα ανωτερότητας και σιγουριάς µε τον οποίο απευθυνόσαστε στον υπηρέτη. Τώρα δεν µου µιλάτε πια στον ενικό. Κι αυτή τη στιγµή ακόµα, πιθανόν χωρίς να το συνειδητοποιείτε, αρχίζετε και σεις να υποκρίνεστε... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (διαµαρτυρόµενος µε κάποια υπερβολή). Κύριε! Θέλετε να πείτε πως... Μας πως µπορείτε να αµφιβάλλετε για την ειλικρίνειά µου; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Μα δεν αµφιβάλλω καθόλου, φίλε µου! Επισηµαίνω απλά ένα γεγονός που και σεις ο ίδιος, υποθέτω, δεν καταφέρνετε να συνειδητοποιήσετε. (Σύντοµη παύση). Στη ζωή, όπως προσπαθούσα να σας εξηγήσω προηγουµένως, υποκρινόµαστε, όλοι, κάθε στιγµή... Αυτό το καθηµερινό παιχνίδι είναι, άλλωστε, απόλυτα αναγκαίο για την επιβίωση του κοινωνικού κατεστηµένου... Και για τη δική µας, εν τέλει, επιβίωση, ως ατόµων... Αχ! Αν παίρναµε στα σοβαρά τις θεωρίες του Κυρίου Ρουσσώ* *... αυτός ο κόσµος θα ήταν µια κόλαση... (Αυτό το λέει πίσω απ'την πλάτη του Γκαµπριέλ µε µια κάποια µακάβρια απόλαυση). «Ο καλός πρωτόγονος... Ο εκ (ρύσεως καλός άνθρωπος...» (Παύση. Γελάει). 'Όχι. Ο άνθρωπος κατά φύσιν δεν εί*


20

ναι ...ιδιαίτερα καλός. 'Οτι αποκαλύπτεται ακριβώς όπως είναι, ναι... Αλλά αυτή η αυθεντικότητα, αυτή η ειλικρίνεια, αγαπητέ µου Γκαµπριέλ, θα αποκάλυπτε αυτό που πραγµατικά είµαστε και σε µας τους ίδιους. Και είµαστε χειρότεροι κι από τα πιο φοβερά, τα πιο άγρια θηρία... Πιστέψτε µε, κάτι ξέρω... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Στην εποχή µας, πάντως, Κύριε Μαρκήσιε... µια εποχή ...διαφωτισµού, ανάµεσα στους συγχρόνους µας τους τόσο πολιτισµένους... γνωρίσαµε περιπτώσεις εξαιρετικής ωµότητας... από ανθρώπους που, παραδοµένοι στα ένστικτά τους τα πιο πρωτόγονα... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Ασφαλώς, αλλά... όταν εγώ έκανα λόγο για κόλαση επί της γης, δεν είχα πρόθεση να εκφράσω επιφύλαξη... ηθικής τάξεως.., ούτε θρησκευτικής φύσεως καταδίκη... Ήταν η αντικειµενική διαπίστωση µιάς πραγµατικότητας για την οποία, άλλωστε, τρέφω ένα κάποιο θαυµασµό... ας πούµε αισθητικής φύσεως... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (έκπληκτος): Τώρα δεν σας καταλαβαίνω, Κύριε Μαρκήσιε... Πώς είναι δυνατόν η παραβίαση των κανόνων να εµπεριέχει την ωραιότητα; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Κι όµως... (Λιγάκι απογοητευµένος). ∆εν συµφωνείτε λοιπόν... Εκπλήσσοµαι... ∆ηλαδή, αλήθεια, όταν ερµηνεύετε χαρακτήρες διεφθαρµένους ή δολοφόνους, δεν νοιώθετε γι' αυτούς, στο βάθος της ψυχής σας, ένα κάποιο φθόνο; Να σας εξηγήσω τι εννοώ... ∆εν απελευθερώνεστε, έστω και για λίγο, από τον πνιγηρό κλοιό των κοινωνικών συµβάσεων, των προκαταλήψεων..; Παύετε νάστε καθώς πρέπει... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (πολύ σοβαρά): Μα, πρόκειται για µη πραγµατική κατάσταση... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (χαµογελαστά): Α, ναι.... µάλιστα... Μη πραγµατική... Βέβαια... Παρά λίγο να το ξεχάσω... (Μεγάλη παύση. Ο Μαρκήσιος σηκώνεται. Κατευθύνεται προς ένα έπιπλο, ανοίγει ένα συρτάρι και βγάζει ένα βιβλίο). Σας ζήτησα να 'ρθείτε γιατί θέλω να ερµηνεύσετε ένα έργο το οποίο έχω γράψει εγώ. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Ένα έργο; Ώστε γράφετε θεατρικά έργα, Κύριε Μαρκήσιε; (∆είχνει ιδιαίτερη

έκπληξη για να φανεί πειστικός. Ο Μαρκήσιος τον παρατηρεί µε περιέργεια). ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Θέλησα να πειραµατιστώ. (Πλησιάζοντάς τον). Γκαµπριέλ, θα τόθελα πολύ να είστε εσείς ο πρώτος που θα το ερµηνεύσει. Εγώ θα αναλάβω όλες τις σχετικές δαπάνες. Και σεις, αν δεχθείτε, θα αµοιφθείτε γενναιόδωρα. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Μα αυτή είναι η δουλειά µου. (Παύση). Θα µου επιτρέψετε να το διαβάσω; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Ασφαλώς, αλλά... (Σταµατώντας ξαφνικά. Χωρίς να του δώσει το βιβλίο). Οφείλω, εκ προοιµίου, να σας προειδοποιήσω ότι το έργο µου δεν µοιάζει καθόλου στην τεχνοτροπία µ' αυτά που συνηθίζετε να παίζετε. Η επιτυχία του δεν είναι εξασφαλισµένη. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: ∆εν σας καταλαβαίνω. Ο συγγραφέας, όταν γράφει ένα έργο, πάντα ελπίζει ότι θα κάνει επιτυχία. ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Λίγο µε νοιάζει η γνώµη του ...κόσµου... (Παύση). Όχι, αγαπητέ µου Γκαµπριέλ. Το έργο µου είναι πειραµατικό. Μ' αυτό το έργο θέλω να επαληθεύσω — και να εκθέσω παράλληλα — τις θεωρίες µου: ο Κύριος Ντιντερό* δηλώνει — και µε απόλυτο τρόπο — ότι πραγµατικά καλός ηθοποιός είναι εκείνος που διατηρεί τη µεγαλύτερη δυνατή απόσταση από το πρόσωπο που υποδύεται†. Η θεατρική πράξη, ισχυρίζεται, είναι κάτι το µη πραγµατικό, µια επινόηση και σαν * Σ.τ.µ. Ντενί Ντιντερό, Γάλλος φιλόσοφος (1713-1784). Το «∆ηλητήριο» τοποθετείται χρονολογικά στα 1784. † «Επιµένω, λοιπόν, και λέω: «Η υπέρµετρη ευαισθησία δηµιουργεί µέτριους ηθοποιούς- η µέτρια ευαισθησία δηµιουργεί το πλήθος των κακών ηθοποιών και η ολοκληρωτική έλλειψη


21 τέτοια ο καλύτερος για τον θεατή τρόπος να την υλοποιήσεις είναι, ακριβώς να την παραστήσεις µε τρόπο εγκεφαλικό. Εσείς, σε ότι σας αφορά, σ' αυτό το σηµείο αντιφάσκετε. Μου είπατε πως όταν παίζετε σας κυριεύει η συγκίνηση και πως η προσωπικότητά σας συγχέεται µε εκείνη του προσώπου που υποδύεστε, ταυτόχρονα όµως, παραδέχεστε ότι αυτή η ταύτιση δεν είναι ολοκληρωτική, µια και είστε υποχρεωµένος να καταφύγετε σε µία τεχνική απολύτως καθορισµένη: τοποθέτηση της φωνής, χειρονοµίες, κλπ. Εγώ, από την µεριά µου, θα υπερασπιστώ το άλλο άκρο: η καλύτερη απόδοση είναι εκείνη όπου ο ηθοποιός ε ίνα ι το πρόσωπο που υποδύεται, το βιώνει ολοκληρωτικά, φτάνει στο σηµείο να µην ξέρει ποιός είναι. Η θεατρική πράξη δεν πρέπει να είναι ούτε διανοητική κατασκευή, ούτε τέχνη, ούτε τεχνική... Το θέατρο πρέπει να είναι συναίσθηµα, συγκίνηση... και, πάνω απ' όλα, η απόλαυση των παραβίασης των καθιερωµένων κανόνων... Στη σκηνή, Γκαµπριέλ, πρέπει να περιφέρουµε τις αθλιότητές µας, τους φόβους µας, τις ανοµολόγητες φαντασιώσεις µας, τις αγωνίες µας... Την αλήθεια µας... Αυτό που δεν τολµούµε ούτε να παραδεχθούµε ούτε να οµολογήσουµε στην καθηµερινή µας ύπαρξη, αυτό ακριβώς είναι που µ' ενδιαφέρει εµένα... Και χρειάζοµαι κάποιον σαν και σας φίλε µου ...έναν άνδρα θαρραλέο και γεµάτο φαντασία... διατεθειµένο να φτάσει ως τα άκρα... (Ο Γκαµπριέλ, εντελώς ξαφνικά, νοιώθει αποκαµωµένος και αποκοιµιέται. Ο Μαρκήσιος,

που έχει φτάσει σε κατάσταση υπερδιέγερσης, όταν το αντιλαµβάνεται σταµατά. Χάνοντας τον ενθουσιασµό του, πλησιάζει απαλά τον Γκαµπριέλ και του λέει σχεδόν στο αυτί του). ∆εν µε παρακολουθείτε... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (ξυπνώντας ξαφνιασµένος): Κύριε... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (µε µια περίεργη προσποίηση που µεγαλώνει την ταραχή του Γκαµπριέλ): Αποκοιµηθήκατε Γκαµπριέλ... ∆εν µ' ακούγατε... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (προσπαθώντας να δικαιολογηθεί, ντροπιασµένος): Κύριε Μαρκήσιε... εγώ δεν ...δεν µπορώ να καταλάβω πως µου συνέβη αυτό... εδώ και λίγη ώρα... είναι περίεργο... νοιώθω µια ανεξήγητη αποχαύνωση... Αλλά ...δεν είναι τίποτα... Νοιώθω ήδη καλύτερα... Θα φταίει, φαντάζοµαι, η εξοντωτική δουλειά... Μια στιγµιαία κόπωση, αυτό είναι όλο... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (µε πραγµατικό ενδιαφέρον): Α, ώστε νοιώθετε κουρασµένος! (κοιτάζοντας το ρολόι του). Τότε, πρέπει να βιαστούµε, φίλε µου... ∆εν µας µένει πολύς χρόνος (στο σηµείο αυτό ο Γκαµπριέλ κάνει µια κίνηση να πάρει το ποτήρι µε το κρασί που είχε προηγουµένως αφήσει στο τραπέζι). Όχι! Μην πιείτε από αυτό το κρασί... τώρα. Το µόνο που θα καταφέρετε θα είναι να επιδεινώσετε την κατάσταση σας κι εγώ σας θέλω µε καθαρό µυαλό... (Του σερβίρει ένα ποτήρι από ένα άλλο µπουκάλι. Του το προσφέρει και ο Γκαµπριέλ πίνει αγχωµένα. Ο Μαρκήσιος συνεχίζει µε φυσικότητα): 'Οπως και νάχει, µην ανησυχείτε. Η κούραση σας είναι

ευαισθησίας προετοιµάζει τους εξαίσιους ηθοποιούς». Τα δάκρυα του ηθοποιού κατεβαίνουν απ' το µυαλό του, τα δάκρυα του ευαίσθητου ανθρώπου ανεβαίνουν από την καρδιά του. ...Φίλε µου, υπάρχουν τρία πρότυπα, ο άνθρωπος που έπλασε η (ρύση, ο άνθρωπος του ποιητή, ο άνθρωπος του ηθοποιού. Ο άνθρωπος που έπλασε η {ρύση είναι λιγότερο µεγάλος απ' τον άνθρωπο του ποιητή κι αυτός είν' ακόµα λιγότερο µεγάλος απ' τον άνθρωπο του µεγάλου ηθοποιού, που είναι κι ο πιο υπερβολικός απ' όλους. Αυτός ο τελευταίος, ανεβαίνει στους ώµους τού προηγούµενου και κλείνεται µέσα σ' ένα αχυρένιο ανδρείκελο του οποίου γίνεται η ψυχή· κινεί αυτό το ανδρείκελο µε τρόπο τροµακτικό ακόµα και για τον ποιητή που δεν αναγνωρίζει πια το δηµιούργηµά του και µας προκαλεί τρόµο...».


22

παροδική, θα αισθανθείτε καλύτερα τώρα. (Τονίζοντας τις λέξεις του): Πρέπει να αισθανθείτε καλύτερα, γιατί έχουµε να κάνουµε µια δοκιµή. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Μια δοκιµή; (Ενοχληµένος, επειδή το εξέλαβε ως πλήγµα στο επαγγελµατικό τον γόητρο), θέλετε να πείτε ότι δεν έχετε εµπιστοσύνη στο ταλέντο µου... στην εµπειρία µου...; ∆εν καταλαβαίνω, µε περνάτε για αρχάριο; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (µελιστάλαχτα): Μα όχι, σας παρακαλώ... Μην παρερµηνεύετε τις προθέσεις µου. ∆εν επιθυµώ να θέσω σε δοκιµασία εσάς, αλλά το έργο µου. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (χωρίς ν'αλλάξει διάθεση): ∆εν σας καταλαβαίνω. ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Σας είπα, προηγουµένως, ότι το έργο µου δεν µπορεί, µε κανένα τρόπο, να συγκριθεί µ' αυτά που ικανοποιούν τις ...παρακµιακές ...ορέξεις ...της εποχής µας. Εγώ... (διστάζοντας) το διάβασα αρκετές φορές για µένα τον ίδιο... µοναχικά, στο δωµάτιο µου. Το διάβαζα µάλιστα, φωναχτά... αλλά αυτό δεν φθάνει.' Εχω ανάγκη να το ακούσω από σας... από τα χείλη σας... να ενσαρκώνεται από σας... (Ο Μαρκήσιος τραβάει τις κουρτίνες της µεγάλης καµάρας,

που τέµνει διαγώνια το πίσω µέρος της σκηνής και αποκαλύπτει ένα είδος αψίδας, µε στενά σιδερόφρακτα παράθυρα και χωρίς καµµιά διέξοδο. Οι τοίχοι είναι από ακατέργαστη πέτρα. Μοιάζει µε «θεατρικό» σκηνικό που παριστάνει µια µεσαιωνική φυλακή. Στη µέση αυτού του χώρου, σα µοναδικό σκηνικό αντικείµενο, υπάρχει ένα ψηλό κάθισµα, µε πλάτη και χέρια, πέτρινο επίσης, που θυµίζει βασιλικό θρόνο). Κοιτάξτε... Σας έχω ετοιµάσει ό,τι χρειάζεται... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Μα... δεν... µπορώ... ∆εν µπορώ να παίξω, για σας, εδώ... χωρίς να ξέρωτο έργο... χωρίς να το προετοιµάσω... Πρέπει να το διαβάσω πρώτα, πρέπει να προσπαθήσω να καταλάβω τη δράση και τα πρόσωπα... (Καθώς ο Μαρκήσιος δεν του απαντά, απασχοληµένος

µε το να ανάβει τα φώτα της σκηνής, ο Γκαµπριέλ, σ' ολοένα και πιο δύσκολη θέση, πλησιάζει στο προσκήνιο του «µικρού θεάτρου»). Εξηγήστε µου, τουλάχιστον, γιατί πρόκειται..., το θέµα, την κατάσταση, την υπόθεση..., κάτι τέλος πάντων... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (χωρίς να διακόψει την ασχολία του): Μα πιστεύετε, αλήθεια, ότι έχει τόση σηµασία...; (Σταµατάει και στρέφεται για να αντιµετωπίσει τον Γκαµπριέλ Έπειτα, µαλακώνοντας τη φωνή του). Ωραία, λοιπόν. Πρόκειται για µια ελεύθερη διασκευή της ζωής του Σωκράτη, µε βάση την απολογία του κατά τον Ξενοφώντα. Αλλά, δεν ξέρω πως να σας το πω, η ιστορία αυτή καθ' εαυτή δεν µ' ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Το έργο, θα µπορούσε να αφορά σε ένα άλλο πρόσωπο, ή σε µια άλλη κατάσταση, εάν είχα εµπνευσθεί κάτι άλλο... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Μα ο Σωκράτης...


23 ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (κατεβαίνοντας από τη µικρή σκηνή): Ο Σωκράτης είναι πρόσχηµα, αγαπητέ µου Γκαµπριέλ. Στην πραγµατικότητα, δεν πρόκειται για τη ζωή του... αλλά για το θάνατό του. Τη διαδικασία του θανάτου του (τονίζοντας το σηµείο αυτό), µ' αυτό ακριβώς θέλησα να ασχοληθώ. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (λίγο σκεπτικός): Το θάνατό του; Μα τότε, η ψυχολογία... Τα ιστορικά γεγονότα που όλοι γνωρίζουµε... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (µε ικανοποίηση): Το είπατε µόνο σας: «που όλοι γνωρίζουµε». Αφού λοιπόν τα γνωρίζουµε, ένας λόγος παραπάνω να τα αφήσουµε κατά µέρος. (Χαµογελάει). Όσο για την ψυχολογία... Πφφ...! Πρόκειται για φιλοσοφικές ασυναρτησίες... Όχι... Το µόνο πράγµα που δεν γνωρίζουµε για τον Σωκράτη —όπως και για πολλές άλλες προσωπικότητες — είναι ακριβώς ο θάνατός τους. Όχι το γεγονός ότι έχουν πεθάνει, βεβαίως,... ούτε ο τρόπος µε τον οποίο πέθαναν... Αλλά αυτός καθ' εαυτός ο θάνατός τους... η διαδικασία το θανάτου τους, το επαναλαµβάνω... Το να πεθαίνεις µαζί τους... Όχι να βλέπεις µε ποιο τρόπο πεθαίνουν, αλλά να αισθάνεσαι το θάνατό τους την ίδια στιγµή που τον αισθάνονται κι αυτοί..., το θάνατό τους..., το δικό µας θάνατο... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (εντυπωσιασµένος): Να αισθάνεσαι, αν και... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Να αισθάνεσαι, µάλιστα! Να αισθάνεσαι, Γκαµπριέλ! Να αισθάνεσαι, χωρίς ρητορικά σχήµατα... Να συµµετέχεις, κατά κάποιο τρόπο, στην αγωνία τους. Να διαπιστώνεις στην ίδια σου τη σάρκα, να συλλαµβάνεις µε τη νόησή σου κάθε βήµα, κάθε στάδιο του ασυγκράτητου, ανελέητου καταποντισµού... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Να συνοδεύεις το µελλοθάνατο µέχρι το ικρίωµα, αυτό δεν εννοείτε, µέχρις εσχάτων; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (γοργά): Ναι, αλλά όχι µόνο αυτό... Εάν µπορούσαµε, µε ένα είδος µαγικής ταύτισης, να διεισδύσουµε στο άδυτο του εσωτερικού του κόσµου και να το βιώσουµε, χωρίς να πάψουµε νάµαστε, συγχρόνως, ο εαυτός µας... Τι υπέρτατη ηδονή... ηδονή της γνώσης... και πως αυτή η απόλαυση θα µεταδιδόταν και θα διαχεόταν σ' ολόκληρο το κορµί µας... το ταπεινό αυτό κορµί... και µέχρι τις βαθύτερες ίνες µας! Τι απόλαυση, αγαπητέ µου Γκαµπριέλ, σε µια εποχή ορθολογισµού και λήθαργου, όπως η δική µας! (Γελάει). Αλλά, βλέπετε... ∆εν σταµατώ να µιλώ... Α! τα λόγια θα µε καταστρέψουν... (Κοιτάζει και πάλι το ρολόι του). Απολαµβάνω, εκ των προτέρων, ορισµένες συγκινήσεις, ενώ, προς το παρόν, δεν έχω καν καταφέρει να ξυπνήσω µέσα σας... (Παύση. Με προσποιητή αδιαφορία): ∆εν µου έχετε πει ακόµη, εάν δέχεστε το παιγνίδι µου... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (υποκύπτοντας, τελικά, στις ακρότητες του άλλου που τον έχουν κάπως καταβάλει): ∆εν καταφέρνω να σας καταλάβω, Κύριε, αλλά είµαι διατεθειµένος — εάν αυτό πρόκειται να σας ευχαριστήσει — να παίξω για σας τη σκηνή που επιθυµείτε. Πείτε µου, λοιπόν, τι θέλετε να κάνω. (Ενώ ανεβαίνει στη σκηνή): Εν πάση περιπτώσει, σας προειδοποιώ ότι, χωρίς περαιτέρω προετοιµασία, δεν θα µπορέσω να φθάσω, από την πρώτη φορά, σε ιδιαίτερα ικανοποιητικό αποτέλεσµα, αλλά, εάν επιµένετε... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Και βέβαια επιµένω, Γκαµπριέλ... επιµένω... (Ανεβαίνοντας γοργά στη σκηνή και ο ίδιος, εξετάζει, µε πολύ µεγάλη προσοχή, το κάθε τι που βρίσκεται εκεί): Μια στιγµή... (Αφού τα εξέτασε όλα, µε ικανοποίηση): Μάλιστα... µάλιστα, όλα είναι τέλεια...

(Κατεβαίνει από τη σκηνή, παίρνει το βιβλίο, το ανοίγει στη σελίδα που θέλει και, πλησιάζοντας στο προσκήνιο, το δίνει στο Γκαµπριέλ). Αυτή η σκηνή µε ενδιαφέρει όλως ιδιαιτέρως...


24 ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (πάνω στη σκηνή, ρίχνοντας µια γρήγορη µατιά στη συγκεκριµένη σελίδα): Ο θάνατος... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Ακριβώς. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Αλλά... τα άλλα πρόσωπα... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: ∆εν µας χρειάζονται. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Πολύ καλά. (Κατευθύνεται προς τον πέτρινο θρόνο). ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Μην µετακινηθείτε από αυτό το κάθισµα. Ήδη, αυτή τη στιγµή, δεν έχετε πια δυνάµεις. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (ενώ κάθεται): Συνέχεια καθιστός; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Ναι. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Μα αυτό θα µε εµποδίζει να πάρω κάποιες στάσεις... ας ποΰµε, τραγικές... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Ξεχάστε το. Υποτίθεται ότι είστε, κιόλας, ετοιµοθάνατος. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Καλά. (Μετά από µια παύση). Όµως... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (νευρικά): Μα γιατί δεν αρχίζετε; ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Αναρωτιόµουν... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: ∆εν είναι η κατάλληλη στιγµή. (Αυτοσυγκρατείται). Ω!... (Και πάλι ευγενικά). Τι πράγµα; ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Εφόσον η... πραγµατικότητα σας έγινε έµµονη ιδέα. (Ανεπαίσθητα σαρκαστικός) δεν σας φαίνεται παράξενο που δεν είµαι κατάλληλα ντυµένος; Σαν αρχαίος 'Ελληνας... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (ασυναίσθητα): Όχι. Είναι απαραίτητο να... (Σταµατάει απότοµα, έκπληκτος από τα ίδια του τα λόγια) Όχι, όχι τώρα... (Αλλάζοντας ύφος. Έπειτα µε προσποιητά ανάλαφρο τόνο): Θα σας το εξηγήσω αργότερα. Αυτή τη στιγµή δεν θα το καταλαβαίνατε... (Χαµογελάει) ή δεν θα θέλατε να το πιστέψετε. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (που είναι φανερό ότι δεν καταλαβαίνει τι εννοεί ο άλλος): Α... (Μεγάλη παύση. Μετά διστακτικός): Ώστε... µ' αυτά τα ρούχα λοιπόν...; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (αποφασιστικά): Ναι. Είναι απολύτως απαραίτητο να το κάνετε έτσι όπως είστε. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Καλά. Τη σκηνοθεσία την αναλαµβάνετε εσείς. ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (µε γλυκύτητα): Έτσι είναι, αγαπητέ µου Γκαµπριέλ, πράγµατι, εγώ την αναλαµβάνω. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Πολύ καλά. Θα µου διαθέσετε, τουλάχιστον, µερικά δευτερόλεπτα για να µπω στην κατάσταση; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Όλος ο χρόνος είναι στη διάθεσή σας. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Σας ευχαριστώ. (∆ιαβάζει γρήγορα και µε µεγάλη προσοχή τη σελίδα που

του υπέδειξε ο Μαρκήσιος. Μεγάλη παύση. Έπειτα, απροσδόκητα, αρχίζει να απαγγέλει εξεζητηµένα): Πείτε µου, φίλοι... Πείτε µου εσείς, που είστε στο πλάι µου αυτή τη φοβερή ώρα... τι περιµένουν από µένα... ποια στάση η ιστορία µου ζητάει να κρατήσω τη στιγµή του θανάτου


25 µου... Μια στάση ηρωική και ένα πρόσωπο γαλήνιο... Μια εικόνα παραδειγµατική... Ναι, αλλά η ιστορία αγνοεί τα πάντα γύρω από το θάνατο... το θάνατο των ατόµων... Η ιστορία αρνείται τις ξεχωριστές περιπτώσεις. Γενικεύει*. ∆εν θέλει να ξέρει τίποτα για τα συµπτώµατα, τις βιολογικές διαδικασίες... Την ενδιαφέρουν µόνο τα αποτελέσµατα. Κι εγώ; Τι είµαι εγώ, στα πλαίσια αυτού του µηχανισµού; Απλά ένας µύθος. Και οι µύθοι δεν έχουν δικαίωµα να ουρλιάξουν†. (Παύση. Ο Μαρκήσιος, ασυναίσθητα, αρχίζει να κουνάει µε αποδοκιµασία το κεφάλι

του, αλλά ο Γκαµπριέλ, που µπαίνει σιγά σιγά στο κλίµα της σκηνής, δεν µπορεί να τον αντιληφθεί). Όµως αυτοί που πεθαίνουν είναι άνθρωποι και οι άνθρωποι πεθαίνουν µέσα στην οδύνη, τους σπασµούς και τις κραυγές. Πεθαίνουν µε τρόπο άθλιο. Μαγαρίζουν τα σεντόνια ξερνώντας αίµα και περιττώµατα... Και τρέµουν από φόβο... Πάνω απ' όλα τρέµουν... µ' ένα τρόµο φρικιαστικό... 'Οχι µε φόβο θεού που πίσω του κρύβει... όχι. Είναι ο φόβος που δεν έχει όνοµα, ο φυσικός φόβος του φυσικού θανάτου του καθενός... Γιατί ο θάνατος είναι η κορύφωση της τελετουργίας του τρόµου... Το καταλαβαίνετε; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (Ξαφνικά, µε αδιαφορία): 'Οχι. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (Έκπληκτος, σταµατάει να παίζει. Σε δύσκολη θέση µη ξέροντας τι να πει): Ορίστε; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Απλά, είπα όχι. ∆εν το καταλαβαίνω. Ή, τουλάχιστον, δεν το καταλαβαίνω µε τον τρόπο που το κάνετε εσείς. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (Σηκώνεται από το κάθισµα, συγκρατώντας µετά βίας την οργή του. Έπειτα, µε βαρύγδουπο ύφος): Αυτό σηµαίνει ότι δεν σας αρέσει ο τρόπος που παίζω; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Αυτό σηµαίνει ότι τρόπος που ερµηνεύετε δεν καταφέρνει να µεταδώσει αυτό που συµβαίνει στο πρόσωπο που υποδύεσθε. (Με πεποίθηση) Πως θα µπορούσα να αντιληφθώ αυτό που δεν µπορώ να αισθανθώ; ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (παγερά): Η γνώµη που έχετε για το καλλιτεχνικό µου τάλαντο, κύριε Μαρκήσιε, µου φαίνεται όλως ιδιόρρυθµη. Πόσο µάλλον, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση µε τη γνώµη της συντριπτικής πλειοψηφίας του Παριζιάνικσυ κοινού. Κι όταν λέω κοινό, είναι προφανές πως συµπεριλαµβάνονται και οι επαΐοντες... (Τονίζοντας τις λέξεις του). Τόσον επαΐοντες και τόσο καλλιεργηµένοι, όσο και σεις. ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (µε συµφιλιωτική διάθεση): Γκαµπριέλ, σας παρακαλώ, ακούστε µε... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (ξεσπώντας. Κατεβαίνει προς τη ράµπα της «µικρής σκηνής»): ∆ε µου λέτε, µου ζητήσατε να έρθω στο σπίτι σας και µε βάλατε να παίξω αυτή τη παράλογη παντοµίµα, για να µε γελοιοποιήσετε; Θα µε συγχωρήσετε, αλλά αρνούµαι να συνεχίσω να παίζω το παιχνίδι σας. ∆εν µου αρέσει να µε προσβάλλουν. Και για µένα, το να αµφισβητούν την τέχνη µου είναι το ίδιο όπως αν αµφισβητούσαν σε σας τον τίτλο ευγενείας σας.

* * «Ακόµη και στο αποκορύφωµα της στενοχώριας, θέλουµε ο άνθρωπος να διατηρεί τον ανθρώπινο χα ρακτήρα του, την αξιοπρέπεια του είδους του». (Ντιντερό: «Το παράδοξο...»)


26

ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (χωρίς να υψώσει τη φωνή): ∆ε θέλετε να µε καταλάβετε. Το έργο µου δεν είναι σαν τα άλλα... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (περιφρονητικά): Αυτό, δεν µου πέρασε απαρατήρητο. ∆εν βλέπω, όµως, τι σχέση µπορεί να έχει το ένα µε το άλλο. ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Η σχέση, εν τούτοις, είναι προφανής: Μια νέα θεατρική γραφή συνεπάγεται ένα διαφορετικό τρόπο ερµηνείας. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (µε αίσθηση υπεροχής): Α ναι βέβαια! ∆εν σας αρκεί να εισβάλετε, αναπάντεχα, στο χώρο της ∆ραµατικής ποίησης, θέλετε επί πλέον να µου δώσετε και µαθήµατα πως να κάνω τη δουλειά µου. ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (υποµονετικά): Αυτό που θέλω να πω, µε απλά λόγια, είναι ότι δεν µπορείτε να παίζετε σωστά κάτι, όταν σας λείπει εντελώς η συγκεκριµένη εµπειρία... 'Οταν δεν το έχετε δοκιµάσει ποτέ, άµεσα και προσωπικά. Μια και ποτέ δεν σας συνέβη να πεθαίνετε... πραγµατικά... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (µε απροκάλυπτο σαρκασµό): Εάν µου είχε συµβεί να πεθαίνω, θα είχα πεθάνει και, σ' αυτή την περίπτωση, δεν θα µπορούσα πια να κάνω θέατρο (ξαφνιασµένος από τον ίδιο του το συλλογισµό) Ω, ελάτε τώρα! Στο τέλος θα µε κάνετε να λέω βλακείες! (Προσπαθώντας να γίνει σαφέστερος): Αν ήταν έτσι, κάθε φορά που ένας ηθοποιός παίζε ι το θάνατο του προσώπου που υποδύεται... (Κόβει την κουβέντα του στη µέση διστάζοντας ανάµεσα στονα δείξει την αποδοκιµασία του ή να βάλει τα γέλια). Ω, ελάτε τώρα! Με περνάτε για ηλίθιο; Όλοι όσοι πεθαίνουν στη σκηνή κάθε βράδυ, µόλις τελειώσει η παράσταση, ανασταίνονται. Εξ ου και τα θεατρικά έργα µπορούν να παίζονται και να ξαναπαίζονται*. * Ο Καγιό (Σ.τ.µ. Μεγάλος Γάλλος ηθοποιός, 1732-1816) είχε παίξει τον «Λιποτάκτη»βρισκόταν ακόµα εκεί (στο θέατρο) όπου αυτός είχε δοκιµάσει κι εκείνη (η πριγκίπισσα Γκαλίτσιν) είχε συµµεριστεί µαζί του τις στιγµές φρίκης που περνά ένας δυστυχισµένος, τη στιγµή που χάνει την αγαπηµένη του και τη ζωή του. Ο Καγιό πλησιάζει το θεωρείο της και της λέει µε τη γελαστή του όψη λόγια εύθυµα κι ευγενικά. Η πριγκίπισσα έκπληκτη του λέει: «Μα πως! ∆εν πεθάνατε; Εγώ που µόνο σαν θεατής έζησα τις αγωνίες και τα βάσανα σας δεν έχω ακόµα συνέλθει. — Όχι, κυρία µου, δεν πέθανα, θάµουν εξαιρετικά αξιολύπητος αν πέθαινα τόσο συχνά. —∆εν νιώθετε λοιπόν τίποτα; —Συγχωρείστε µε...». Κι ύστερα άρχισαν µια συζήτηση που τέλειωσε όπως θα τελειώσει και η δική µας: θα διατηρήσω τις απόψεις µου και σεις τις δικές σας. Η πριγκίπισσα δε θυµόταν τις εξηγήσεις του, όµως είχε προσέξει πως αυτός ο µεγάλος µιµητής της Φύσης, τη στιγµή της αγωνίας του µπροστά στο θάνατο, όταν τον σέρνουν στην εκτέλεση, βλέποντας πως το κάθισµα όπου έπρεπε να ακουµπήσει τη λιπόθυµη Λουΐζα ήταν άσχηµα τοποθετηµένο, το έσιαξε απαγγέλοντας µε σβησµένη φωνή.


27 ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (σαν να σκέφτεται υψηλόφωνα:): ∆εν είναι όµως εντελώς ίδια από τη µία παράσταση στην άλλη... Υπάρχουν, πάντοτε, κάποιες µικρές διαφορές...* ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: 'Οπως ακριβώς το είπατε. Μικρές διαφορές και τίποτε άλλο. ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (ζωηρεϋοντας βαθµιαία καθώς µιλάει): Εγώ όµως θέλω να κάνω µε το έργο µου κάτι το µοναδικό. Τόσο µοναδικό όπως οι πίνακες µου... τα έπιπλά µου... τα ρούχα µου... (Περπατάει µέσα στο χώρο, σε υπερδιέγερση) και τα βιβλία... (∆είχνει µερικούς τόµους που βρίσκονται πάνω σ' ένα έπιπλο, στηριγµένοι µε δύο κλασσικούς βιβλιοιττάτες). Και τα βιβλία µου, µάλιστα... Εκδόσεις µοναδικές, φτιαγµένες επί παραγγελία, κείµενα που αγαπώ... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (µη καταλαβαίνοντας): Αυτό όµως, µε το θέατρο, δεν είναι δυνατόν. Με το κείµενο του έργου ναι, ίσως... Αλλά µε την παράσταση... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (γοργά): Και µε την παράσταση είναι δυνατόν, Γκαµπριέλ! Η παράσταση είναι που µε ενδιαφέρει! ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Α, ναι, και που θα τη διατηρήσετε; (Αναστενάζοντας) Την θεατρική παράσταση δεν µπορεί κανείς να τη βάλει σε πλαίσιο και να τη κρεµάσει στον τοίχο, όπως τον πίνακα, ούτε να την τοποθετήσει πάνω σε µία προθήκη... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Εδώ, θα τη διατηρήσω εδώ... (δείχνοντας το κεφάλι του). Στη µνήµη µου... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (σηκώνοντας τους ώµους): Α, εάν πρόκειται για µια ιδιοτροπία... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (µε επίσηµο ύφος): ∆εν πρόκειται για ιδιοτροπία, πρόκειται για ανάγκη. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (µετά από µια παύση, µε βεβιασµένη ανεµελιά και ενώ ετοιµάζεται να κατεβεί από τη σκηνή): Ωραία... κατάλαβα. Φαίνεται πως δεν είµαι το κατάλληλο πρόσωπο που θα ικανοποιούσε αυτή σας την ανάγκη. Θα χρειασθεί να βρείτε έναν άλλο ηθοποιό, που να µπορεί να φτάσει στο επίπεδο ρεαλισµού που απαιτείτε εσείς. Αν και, θα µου επιτρέψετε, πολύ αµφιβάλλω αν θα τον βρείτε. Είµαστε όλοι, λίγο-πολύ, της ίδιας σχολής. ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Μα δεν θέλω κανέναν άλλο, εκτός από σας! ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (αµήχανα): Μα, µου είπατε πως... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (ενοχληµένος): ∆εν µ' αφήσατε να τελειώσω... ∆εν µ* αφήσατε να τελειώσω και σχεδόν ξεχάσαµε και οι δύο πως ο χρόνος κυλάει... (Σα να µιλάει στον εαυτό του). Ο χρόνος κυλάει... Και αυτό εγκυµονεί µεγάλους κινδύνους... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Κινδύνους; Για ποιο λόγο...; ∆εν σας καταλαβαίνω. ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Α! Μα πως να µε καταλάβετε; Κάθε φορά που επιχειρώ να µπω στο θέµα, παρεµβαίνετε στη ροή της σκέψης µου, µε απόψεις ακαδηµαϊκές και όλως διόλου περιττές τούτη τη στιγµή, αγαπητέ µου φίλε. (Ο Γκαµπριέλ νοιώθει ξαφνικά ανήµπορος να κρατήσει την

ισορροπία του. Πιάνει το κεφάλι µε τα χέρια του και πνίγει έναν αναστεναγµό. Ο Μαρκήσιος τον κοιτά ανήσυχα). Τι έχετε; Μήπως δεν αισθάνεσθε καλά; ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: ∆εν είµαι καλά... Έχω ιλίγγους... Είναι περίεργο... Σα να µη µε κρατούντα πόδια µου. Με την άδειά σας... Θα καθήσώ... Νοιώθω την ανάγκη να καθήσω για λίγο... (Προ-

«Μα η Λουίζα δεν έρχεται και πλησιάζουν οι τελευταίες µου στιγµές...». (Ντιντερό: «Το παράδοξο...»). * «Κι αυτή η (θεατρική) ψευδαίσθηση, που είναι το ίδιο έντονη και τέλεια στην τελευταία όσο και στην πρώτη παράσταση, κατά τη γνώµη σας µπορεί να είναι αποτέλεσµα ευαισθησίας;» (Ντιντερό: «Το παράδοξο...»)


28 χωράει σαν υπνωτισµένος, προς τον πέτρινο θρόνο και κάθεται, χωρίς ο Μαρκήσιος να κουνηθεί από τη θέση του ή να κάνει την παραµικρότερη κίνηση για να τον βοηθήσει), θα µε συγχωρήσετε... αλλά µου είναι εξαιρετικά δύσκολο... να συγκεντρωθώ... Σας ζητώ συγγνώµη, ναι... ∆εν µπορώ... µου είναι αδύνατο να παρακολουθήσω το συλλογισµό σας... Ειλικρινά... ∆εν καταφέρνω να θυµηθώ... ∆εν ξέρω για ποιο πράγµα µου µιλάτε... Ξέχασα... Και, πράγµατι, εγώ... τώρα... τελικά... δεν ξέρω γιατί νοιώθω αυτή την εξάντληση..., έτσι στα καλά καθούµενα... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (ήρεµα, µετά από µια σύντοµη παύση): ∆εν ξέρετε γιατί; Κι όµως είναι πολύ απλό Γκαµπριέλ... Ο λόγος είναι αυτό το κρασί της Κύπρου... και ο χρόνος... ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Το... κρασί...; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (ανυπόµονα): Μα όλα θα πρέπει να σας τα εξηγώ; Αρχάριος είστε; Θέλησα να σας δοκιµάσω, Γκαµπριέλ! Έκανα µε σας ένα πείραµα! ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (αρχίζοντας να νοιώθει κάποιο φόβο): Πείραµα... καλλιτεχνικό. Αυτό δε θέλετε να πείτε; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Όχι βέβαια! Ασφαλώς όχι! Ένα πείραµα φυσιολογίας... ένα πείραµα πάνω στις οργανικές λειτουργίες... µε εφαρµογή στην τεχνική του ηθοποιού. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Φυσιολογίας... (Ξαφνικά καταλαβαίνει. Τροµοκρατηµένος, αλλά χωρίς να έχει αρκετή δύναµη για να σηκωθεί). Το κρασί! Αυτό είναι...! Όχι! ∆εν είναι δυνατόν... όχι! Όχι θεέ µου, όχι! Πώς µπορέσατε! ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (ενεργητικά): Γιατί έχω ανάγκη να µάθω! ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (πανικόβλητος, ορύεται): Να µάθετε; Να µάθετε τί; Αυτό µόνο πρέπει να µάθετε: είστε ένας δολοφόνος! ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (µε αξιοπρέπεια): ∆εν είµαι δολοφόνος*! Είµαι επιστήµων! Η αισθητική είναι ένας µύθος και εγώ δεν αντέχω τίποτε που δεν είναι αληθινό! Το µόνο πράγµα που µε ενδιαφέρει είναι η µελέτη της ανθρώπινης συµπεριφοράς! Τα ανθρώπινα όντα είναι κάτι το πραγµατικό, το ζωντανό και αυτή η µελέτη µου παρέχει µία ηδονή κατά πολύ ανώτερη από εκείνη των θεατρικών σας έργων και των µουσικών συµφωνιών σας! ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Είστε τρελλός! Είστε ένα τέρας! ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (θριαµβευτικά): Βλέπετε; Η συµπεριφορά σας απέναντι µου αλλάζει! Τώρα µάλιστα... Τώρα φοβάστε στ' αλήθεια! Τώρα ναι, φοβάστε και αυτός ο φόβος είναι πραγµατικός! Ξέρετε ότι θα πεθάνετε... Ότι δεν σας µένουν παρά µόνο µερικά λεπτά ζωής... Α, τι µοναδική ευκαιρία για να ολοκληρώσω το πείραµά µου! Θα πεθάνετε µε τον ίδιο τρόπο που πε- θαίνει ο ήρωάς µου! Το γέννηµα της φαντασίας αποσύρεται νικηµένο από την πραγµατικότητα. ∆εν υπάρχουν πλέον δύο κοσµοθεωρίες! Αλλά µία και µοναδική, η αλήθεια! Η αλήθεια πέραν όλων των συναισθηµάτων και όλων των κοινωνικών συµβάσεων...! Η αλήθεια Γκαµπριέλ! Αυτή αξίζει όσο και µία ζωή! ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (που κατάφερε µετά δυσκολίας να ανασηκωθεί, κάνει µερικά προς τη ράµπα. Με φωνή βραχνή εντελώς εκτός εαυτού): Εάν πρέπει να πεθάνω, πρώτα θα σας σκοτώσω! Αυτό θα κάνω! Με όση δύναµη µου αποµένει! Θα σας εκδικηθώ! ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (χωρίς να υποχωρήσει, αυταρχικά): Περιµένετε, Γκαµπριέλ. Σταµατήστε! Σας προτείνω... µία συµφωνία... * Σ.τ.µ. Στο βιβλίο του «Ο άνθρωπος µηχανή», ο Γάλλος γιατρός Λα Μετρί υποστήριζε πως «∆εν διαπράττουµε έγκληµα, όταν υπακούοµε στα αρχέγονα ένστικτά µας, όπως δεν διαπράττει έγκληµα ο Νείλος µε τις πληµµύρες του ή η θάλασσα µε τις καταστροφές της».


29 ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (αναποφάσιστος, αλλά συνεχίζει να προχωράει): ∆εν προλαβαίνω. ∆εν µου µένει πια αρκετός χρόνος. ∆εν έχω χρόνο... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Μα ναι, µένει αρκετός (κοιτάζοντας το ρολόι του). Οκτώ λεπτά ακριβώς. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (τελικά σταµατάει, χωρίς να κατεβεί από τη σκηνή): Τι είπατε; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Το φάρµακο αρχίζει κιόλας να επιδρά στο σώµα σας... Στις κινήσεις σας... αργά-αργά... αλλά θα διατηρήσετε, για λίγο ακόµα, όλες τις πνευµατικές σας ικανότητες... (Σύντοµη σιωπή. Έπειτα, ενεργητικά). Θέλετε να γλυτώσετε τη ζωή σας, έτσι δεν είναι; Πολύ καλά. Αυτό θα εξαρτηθεί από την ιδιοφυΐα σας αποκλειστικά. (Βγάζει από µία τσέπη ένα µικρό µπουκαλάκι και το επιδεικνύει). Βλέπετε αυτό το µπουκαλάκι; Είναι το αντίδοτο. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (εκ νέου απειλητικός): ∆ώστε το µου! Εάν µου το αρνηθείτε, θα σας σκοτώσω! ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (ήρεµα): Εάν τολµήσετε να κατεβήτε από τη σκηνή θα το σπάσω. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (µετά από µεγάλη παύση η θέληση του κάµπτεται και καταρρέει ηττηµένος, κλαίγοντας, σε κρίση υστερίας): Όχι, όχι! ∆εν... ∆εν θέλω να πεθάνω... ∆εν το εννοούσα προηγουµένως... ∆εν θέλω να πεθάνω...! ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (απαθής σαν να επρόκειτο για µια ασήµαντη εµπορική συναλλαγή): Σταµατήστε να κλαίτε κι ακούστε µε. Είστε έτοιµος να δεχθείτε τους όρους µου; (Ο

Γκαµπριέλ συγκρατώντας τα δάκρυά του και χωρίς να σηκωθεί συγκατανεύει µε ένα νεύµα ταπεινωµένος). Ωραία. Θα παίξετε λοιπόν και πάλι για µένα. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (ξαναρχίζοντας να κλαίει, παραιτηµένος): Να παίξω... Α, όχι! ∆εν... ∆εν θα µπορέσω. ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (άτεγκτος): Πρέπει να µπορέσετε. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Μα κάτω απ' αυτές τις συνθήκες η απόδοση µου... θα ήταν... πως να το πω... θα ήταν (συγκρατώντας τα δάκρυά του) πολύ κακή... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Πρέπει να είναι η καλύτερη σας παράσταση, Γκαµπριέλ. Εάν δεν µου αρέσει —µε προσέχετε;—... εάν δεν µου αρέσει... δεν θα σας δώσω το αντίδοτο. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (διακρίνονταςµέσα στα λόγια του Μαρκήσιου µια τελευταία πιθανότητα χάριτος): Μου ορκίζεστε; Θέλω να πω, ορκίζεστε πως... Ορκίζεστε πως αν καταφέρω να... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (τον κόβει): Έχετε το λόγο µου. (Σύντοµη παύση. Κοιτάζοντας ξανά το ρολόι του). Σας µένουν έξι λεπτά, Γκαµπριέλ. Μια παράσταση έξι λεπτών, µε αντάλλαγµα τη ζωή σας. Κι αν κατορθώσετε να σώσετε τη ζωή σας, σας διαβεβαιώνω ότι θα σας προσφέρω τόσα χρήµατα όσα δεν έχετε κερδίσει σ' όλη τη σταδιοδροµία σας. Τώρα όµως βιαστείτε. Κάντε µια προσπάθεια να συγκεντρωθείτε και προετοιµαστείτε να αρχίσετε αµέσως. (Ανοίγει το συρτάρι του τραπεζιού και βγάζει µια κλεψύδρα που την τοποθετεί δίπλα στο µπουκαλάκι µε το αντίδοτο). Όταν όλη η άµµος αδειάσει, η παράσταση θα έχει τελειώσει και σεις θα µάθετε αν έχετε περάσει τη δοκιµασία µε επιτυχία. (Κάθεται σε µια πολυθρόνα, δίπλα στο τραπεζάκι µε την κλεψύδρα και το µπουκαλάκι). Είµαι έτοιµος. (Ο Γκαµπριέλ, µετά από µια παύση, ανασηκώ


30

νεται και, παραπατώντας, κατευθύνεται προς τον πέτρινο θρόνο. Κάθεται, παίρνει το βιβλίο που παραµένει ανοικτό στη συγκεκριµένη σελίδα και το κοιτάζει µε µια έκφραση που δεν µπορεί να αποκρυπτογραφηθεί. Παύση. Έπειτα ο Γκαµπριέλ κάνει ένα νεύµα συγκατάθεσης προς την κατεύθυνση του Μαρκήσιου, χωρίς να τον κοιτάξει. Εκείνος µε επίσηµο ύφος αναγγέλει): Η παράσταση αρχίζει. (Τότε, αργά και µε κινήσεις σχεδόν τελετουργικές, ο Μαρκήσιος αναποδογυρίζει την κλεψύδρα για να αρχίσει η άµµος να κυλά. Ταυτόχρονα, σαν ελατήριο που τινάζεται ο Γκαµπριέλ αρχίζει να παίζει). ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (παρά τη φυσική του κατάπτωση, είναι φανερό πως καταβάλει τεράστια προσπάθεια να ξεπεράσει τον εαυτό του µε τη δύναµη της θέλησης. Με νεύρα τεντωµένα συγκεντρωµένος στο ρόλο του, προσπαθεί να βρει τη σωστή απόχρωση σε κάθε φράση, κάθε λέξη, να προσδώσει σε κάθε κίνηση των χεριών, του κεφαλιού, λόγο ύπαρξης. Τελικά, ακόµα και η πιο παραµικρή και ασήµαντη κίνηση, διαπνέεται από άγρια επιθυµία να υπερβεί τις άθλιες για έναν ηθοποιό συνθήκες και να τις µετουσιώσει σε τελετή θυσίας στο βωµό της ανελέητης δύναµης της υπέρτατης και χωρίς προσποίηση οµορφιάς. Ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό, ενάντια στη φύση του, ενάντια στις προσωπικές του πεποιθήσεις, ακόµα και ενάντια στην καλλιτεχνική του εµπειρία ο Γκαµπριέλ προσφέρει τον εαυτό του ψυχή τε και σώµατι στην αναζήτηση τονισµών παλλόµενων, αλλά συγχρόνως ταπεινών, πολύ διαφορετικών από τα ρητορικά σχήµατα που είχε χρησιµοποιήσει στην πρώτη ανάγνωση της σκηνής. Το παίξιµό του είναι τόσο φυσικό, βιώνει, αισθάνεται τόσο έντονα αυτό που παίζει που, σε αντιδιαστολή µε την προηγούµενη εκδοχή, καταλήγει να φαίνεται τεχνητό. Μιλάει αργά, ακούγοντας τις σιωπές, παρασυρµένος από τον προσωπικό του βιολογικό ρυθµό, θαυµαστά ταυτισµένος µε το πρόσωπο που υποδύεται. Αυτό κινεί την προσοχή του Μαρκήσιου που, µε κοµµένη την ανάσα, παρατηρεί άπληστα το πρόσωπο του ηθοποιού. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα αρχίζουν να µουσκεύουν τα µέτωπα και των δύο ανδρών. Κάθε παύση, κάθε νέα λέξη, έρχεται να συσσωρεύσει πάνω στους τοίχους, στα έπιπλα, ένα αγωνιώδη, βασανιστικό βόµβο µυστηρίου, προαίσθηµα θανάτου και προσδοκίας): Πείτε µου, φίλοι... Πείτε µου, εσείς που είστε στο πλάϊ µου αυτή τη φοβερή ώρα... τι περιµένουν από µένα... ποιά στάση η ιστορία µου ζητάει να κρατήσω τη στιγµή του θανάτου µου... Μια στάση ηρωική και ένα πρόσωπο γαλήνιο... Μια εικόνα παραδειγµατική... Ναι, αλλά η ιστορία αγνοεί τα πάντα γύρω από το θάνατο... το θάνατο των ατόµων... Η ιστορία αρνείται τις ξεχωριστές περιπτώσεις. Γενικεύει. ∆εν θέλει να ξέρει τίποτα για τα συµπτώµατα, τις βιολογικές διαδικασίες... Την ενδιαφέρουν µόνο τα αποτελέσµατα. Κι εγώ; Τί είµαι εγώ, στα πλαίσια αυτού του µηχανικού; Απλά ένας µύθος. Και οι µύθοι δεν έχουν δικαίωµα να ουρλιάξουν. Όµως αυτοί που πεθαίνουν είναι άνθρωποι και οι άνθρωποι πεθαίνουν µέσα στην οδύνη, τους σπασµούς και τις


31 κραυγές. Πεθαίνουν µε τρόπο άθλιο. Μαγαρίζουν τα σεντόνια ξερνώντας αίµα και περιττώµατα... Και τρέµουν από φόβο... Πάνω απ' όλα τρέµουν... µ' ένα τρόµο φρικιαστικό... Όχι µε φόβο Θεού που πίσω του κρύβει... όχι. Είναι ο φόβος που δεν έχει όνοµα, ο φυσικός φόβος του φυσικού θανάτου του καθενός... Γιατί ο θάνατος είναι η κορύφωση της τελετουργίας του τρόµου... Το καταλαβαίνετε; (Ο Γκαµπριέλ, όταν φτάνει α' αυτό το συγκεκριµένο σηµείο, διακό-

πτει. Είναι το ίδιο σηµείο ακριβώς, όπου ο Μαρκήσιος τον είχε διακόψει την πρώτη φορά. Ο Γκαµπριέλ, βλέποντας πανικόβλητος να πλησιάζει η µοιραία φράση, νοιώθει ανίκανος να συνεχίσει. Οι συνέπειες της µεγάλης προσπάθειας που έχει καταβάλλει για να κυριαρχήσει στον εαυτό τον και να παίζει, χωρίς ν'αφήσει να διαφανεί η κατάσταση του, αρχίζουν να γίνονται αµετάκλητα ορατές). ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (µετά από µεγάλη παύση, µπροστά στην ερωτηµατική κι αγωνιώδη προσµονή του Γκαµπριέλ, αντιλαµβάνεται ότι οι αντιστάσεις του έχουν αγγίξει τα όριά τους). ∆εν πρέπει να συνεχίσετε. (Παύση. Ο Γκαµπριέλ δεν τολµά ν'αρθρώσει λέξη. Φοβάται να ρωτήσει. Ο Μαρκήσιος παρατείνει την ένταση της στιγµής, µιλώντας µε πολύ αργό ρυθµό). ∆εν έχει κυλήσει ακόµη όλη η άµµος... (Παίρνει την κλεψύδρα και την τοποθετεί στο τραπέζι, οριζόντια). Αλλά, µου είναι αρκετό. (Σηκώνεται. Παίρνει το φιαλίδιο µε το αντίδοτο και, µε αργό ρυθµό, κατευθύνεται προς το τραπεζάκι. Το σώµα τον δεν αφήνει να φανεί αυτό πον κάνει. Έχει γεµίσει ένα ποτήρι και κρατώντας το στο χέρι πλησιάζει, µε σίγουρες κινήσεις στη σκηνή. Ο Γκαµπριέλ παρακολουθεί τις κινήσεις τον, µε βλέµµα γεµάτο απληστία και φόβο. Η σιωπή είναι απόλυτη. Ο Μαρκήσιος ανεβαίνει στη σκηνή. Πλησιάζει τον Γκαµπριέλ και του τείνει το ποτήρι. Ο Γκαµπριέλ µένει άφωνος. ∆εν κινείται. Τείνει το χέρι του και παίρνει τρέµοντας. Φέρνει το ποτήρι στα χείλη του. Πίνει. Αναστενάζει βαθιά και κλείνει τα µάτια του. Ο Μαρκήσιος του παίρνει το ποτήρι και αποσύρεται αργά προς τη ράµπα. Το σώµα του Γκαµπριέλ, κάτω από το βάρος της συγκίνησης, αρχίζει να κινείται σπασµωδικά. Κλαίει. Οι λυγµοί του είναι πνιχτοί, βουβοί, σαν µικρού παιδιού. Ο Μαρκήσιος κατεβαίνει από τη σκηνή και στέκεται κοιτάζοντας τον Γκαµπριέλ στοργικά). Μην κλαίτε. ∆εν είναι αντάξιο ενός άνδρα σαν και σας. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (χωρίς να τον κοιτάζει και χωρίς να µπορεί να συγκρατήσει τα δάκρνά τον): Μα... ∆εν µπορώ να... το εµποδίσω... Κλαίω από χαρά. ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (γλυκά): Υποκλίνοµαι, λοιπόν, στο θάρρος σας. (Προχωράει προς τη µικρή σκηνή, στο σηµείο που είχε τραβήξει τις κουρτίνες και ακουµπάει σε µια προεξοχή του τοίχου. Αργά και αθόρυβα, αρχίζει να κατεβαίνει από την οροφή ένα σιδερένιο κιγκλίδωµα που, σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, ακουµπάει στο έδαφος, αποµονώνοντας τη µικρή σκηνή, εντελώς). Πράγµατι... είστε θαρραλέος Γκαµπριέλ. Είστε πιο θαρραλέος απ' ότι πίστευα. Γιατί αναµετρηθήκατε µαζί µου... ∆ιακινδυνεύσατε να αναµετρηθείτε µαζί µου, Γκαµπριέλ, και χάσατε... Αποδεχθήκατε, µάλιστα, µε χαρά την ήττα σας. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (σηκώνει αργά το κεφάλι και ανακαλύπτει το κιγκλίδωµα. Μένει εντελώς ακίνητος. Συντετριµµένος, διαλυµένος από τη νευρική υπερένταση, ανίκανος πλέον να υψώσει τον τόνο της φωνής του). Έχασα...; Μα εσείς ...µου είπατε πως... Μα µου δώσατε... το λόγο σας.... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (κατευθύνεται προς την πολυθρόνα του. Πριν καθήσει, γυρίζει προς τον Γκαµπριέλ): και τον κρατώ. Ποτέ δεν είπα ότι µου άρεσε η παράσταση. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Μα εσείς... 'Οχι, δεν µπορεί νάναι αλήθεια... Μόλις µου δώσατε... το αντίδοτο...


32 ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (βγάζει από την τσέπη του το φιαλίδιο άθικτο και το δείχνει στον Γκαµπριέλ Ήρεµα). ∆εν σας έδωσα κανένα αντίδοτο, Γκαµπριέλ. Αντίθετα. Μόλις τώρα σας έδωσα το δηλητήριο. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (ανίκανος να αντιδράσει. Με φωνή υπόκωφη): Μα... το κρασί... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ ∆εν είπα ποτέ ότι το κρασί —αυτό που ήπιατε όταν ήρθατε — περιείχε δηλητήριο. Ποτέ δεν το είπα... Για θυµηθείτε... Εσείς, µόνος σας, το υποθέσατε, επειδή αισθανθήκατε µια περίεργη αδιαθεσία. (Κάθεται στην πολυθρόνα του). ∆εν ήταν παρά ένα ελαφρύ ναρκωτικό. Ένα ναρκωτικό ακίνδυνο, που προκαλεί ένα αίσθηµα κόπωσης και επιβραδύνει τα αντανακλαστικά. (Χαµογελάει). Ήµουν υποχρεωµένος να προστατεύσω τον εαυτό µου από µια πιθανή, βίαιη αντίδραση εκ µέρους σας... (Σύντοµη παύση. ∆είχνοντάς του και πάλι το φιαλίδιο). Εάν είχατε πάρει το αντίδοτο, όλα τα συµπτώµατα που σας περιέγραψα, σε µερικά λεπτά θα είχαν εξαφανιστεί. Αυτό, είναι θέµα φυσιολογίας, Γκαµπριέλ. Εσείς και µόνον εσείς, η δύναµη της φαντασίας σας που, από µια και µόνη λέξη, δηµιούργησε στο βαθύτερο είναι σας όλη αυτή την αίσθηση της θανάσιµης αγωνίας. Το µόνο αυθεντικό δηλητήριο, το µόνο θανατηφόρο, ενάντια στο οποίο, σας ορκίζοµαι, δεν υπάρχει κανένα γνωστό αντίδοτο, είναι αυτό που ήπιατε µόλις τώρα. (Χαµογελάει πάλι. Μειλίχεια). Βλέπετε; Ούτε πάνωσ'αυτό σας εξαπάτησα. (Κοιτάζοντας την ώρα). Σας είπα, προηγουµένως, ότι σας έµεναν µόνο µερικά λεπτά ζωής, κι αυτό ήταν επίσης αλήθεια. Η διαφορά έγκειται στο ότι εσείς νοµίζατε ότι είχατε ήδη πιεί το δηλητήριο και ότι αυτά τα λίγα λεπτά ήταν αυτά που υπολείπονταν για να δράσει. Εγώ, αντίθετα, προσπαθούσα να σας δώσω να καταλάβετε ότι αυτό που διακυβευόταν, στη λήξη αυτού του χρόνου — και συνεπώς στην έκβαση του πειράµατος — ήταν απλά η ζωή σας... ή ο θάνατός σας. Από τη στιγµή που ήπιατε το δηλητήριο, πάψατε να ζήτε, Γκαµπριέλ. (Κοιτάζει το ρολόι που βρίσκεται στην τσέπη του). Ο χρόνος σας έληξε. ∆εν µπορείτε, από δω και πέρα, να πάρετε αποφάσεις σχετικές µε την ύπαρξή σας ή τις πράξεις σας. Ο θάνατος σας υποδουλώνει. Σας κλείνει στη φυλακή του. Φρόντισε, µάλιστα, να βεβαιωθεί ότι οι πόρτες ήταν ερµητικά κλειστές. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (αρθρώνονταςµε δυσκολία): Και το... κιγκλίδωµα... για... ποιο... λόγο...; ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: ∆ιότι, από αυτή τη στιγµή και µετά, η πορεία της επιθανάτιας αγωνίας σας καθίσταται επικίνδυνη. (Σηκώνεται, πλησιάζει στη σκηνή). Κι εγώ επιθυµώ να προσηλωθώ σ' αυτήν ανενόχλητος, χωρίς να φοβάµαι για την ασφάλειά µου. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ (γραπώνεται, µε άγχος, από µια τελευταία και µάταιη ελπίδα). Να προσηλωθείτε στο θάνατο ενός ανθρώπινου όντος... 'Οχι... αυτό δεν είναι δυνατόν... Εσείς... Εσείς δεν µπορεί να κάνατε κάτι τέτοιο... Παίζετε µαζί µου ακόµη µια φορά... Ένα παιχνίδι είναι... Ένα καινούργιο ψέµα... (Προσπαθεί να γελάσει αλλά στο σφιγµένο του πρόσωπο δεν µπορεί να αποτυπωθεί παρά µόνο µια χονδροειδής παραµόρφωση). Θέλετε να µε τροµάξετε, αυτό δεν είναι... Απολαµβάνετε να µε βασανίζετε... ∆εν είναι αλήθεια; (Η φωνή του, τελικά, τον προδίδει. Κλαίει και χάνοντας τα λογικά του πνίγεται εξαντληµένος). Πείτε µου, σας παρακαλώ... Πείτε µου ότι δεν είναι αλήθεια... Πείτε µου πως ονειρεύοµαι... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ (ασυγκίνητος): 'Οχι, Γκαµπριέλ, δεν ονειρεύεσθε... ∆υστυχώς για σας και ευτυχώς για µένα. Σας είπα ότι ήθελα να σας αποσπάσω µια παράσταση µοναδική. Η διατύπωση µου δεν ήταν, ενδεχοµένως, ακριβής. Αυτό που θα µου προσφέρετε δεν είναι ακριβώς µια παράσταση. Είναι µια πραγµατικότητα. Το καταλαβαίνετε; Αντιλαµβάνεσθε τη διαφορά; Ο µοναδικός τρόπος να αποδοθεί ο θάνατος πιστά —σας τόπα και προ ολίγου χαριτολογώντας— δεν µπορεί να είναι άλλος απ' αυτόν: Να πεθάνεις πραγµατικά...


33

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ: Ναι, αλλά... εγώ... Πριν από λίγο... έπαιζα... 'Επαιζα το φόβο... Φοβόµουν πραγµατικά πολύ... Πίστευα πως πεθαίνω... ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ: Α, ναι, προ ολίγου... Προ ολίγου φοβόσαστε, είναι βέβαιο. Φοβόσαστε πολύ, αλλά δεν µου ήταν αρκετό. Μέσα σας υπήρχε ακόµα µια προσδοκία. Με αντιµετωπίζατε σαν αντίπαλο. Θέλατε να κερδίσετε. Κι ακριβώς επειδή παίζατε δεν θεωρούσατε τον εαυτό σας ακόµα αµετάκλητα ηττηµένο. Όντως, δεν ήσασταν αµετάκλητα ηττηµένος, όπως είστε τώρα (Γελάει). Αχ, Γκαµπριέλ, το ένστικτο του ηθοποιού δεν σας εγκατέλειψε ως τη τελευταία στιγµή. Ως τη τελευταία στιγµή συνεχίσατε να παίζετε, να υποδύεσθε. (Ο Γκαµπριέλ αναστενάζει βαθειά και το κεφάλι τον πέφτει άψυχο στο στήθος τον) Τι έχετε;... Καηµένε µου Γκαµπριέλ, αποκοιµηθήκατε και πάλι. Αποκοιµηθήκατε, γιατί δεν έχετε άλλη διέξοδο... Γιατί δεν θέλετε να δείτε τη ζωή να ξεγλυστράει από τα χέρια σας, αµετάκλητα, δεν θέλετε να δείτε το κάθε λεπτό που περνάει... την κάθε µια αναπνοή... τον κάθε χτύπο της καρδιάς... τη κάθε σιωπή... (Αλλάζει ύφος. Απρόσωπος) ∆εν πειράζει όµως. Σε λίγο θα συνέλθετε. Οι συνέπειες του ναρκωτικού θα εξαφανισθούν και θα είστε και πάλι όλος ενέργεια και διαύγεια. Και τότε, το δηλητήριο, το πραγµατικό δηλητήριο θα αρχίσει να δρα, αργά, στον οργανισµό σας... Πολύ αργά... Για µερικές ώρες, και µε τρόπο οδυνηρό... Ας µη βιαζόµαστε όµως, αγαπητέ µου Γκαµπριέλ. Ας δε ίξουµε σεβασµό στις µορφές και τις συµβάσε ις της τέχνης µας. Κατ' αρχήν, ας κα- θήσσυµε. (Κάθεται και πάλι στην πολυθρόνα του). Και τώρα, Γκαµπριέλ, επιτρέψτε µου να πάψω να µιλάω. Η αυλαία σηκώνεται. Ακούγεται µια γλυκιά µουσική, µια µελωδία από αόρατα βιολιά. Εκατοντάδες καντηλέρια, µε τις φλόγες τους, κάνουν τη σκηνή να λάµπει... Και ο πρωταγωνιστής, µε την τελετουργική του ενδυµασία, ετοιµάζεται να κάνει τη µεγάλη του είσοδο... Α, τι υπέροχη στιγµή κι αυτή η αναµονή... Πόση τρελλή αγωνία δεν βρίσκεται συµπυκνωµένη σ' αυτά τα µικρά δευτερόλεπτα που προηγούνται της πρώτης λέξης... Αλλά, ας σιωπήσουµε... Εµείς, οι θεατές, πρέπει να παραµείνουµε ήσυχοι στις θέσεις µας... Ας σεβαστούµε το τελετουργικό. Σιωπή. Πρέπει να τηρήσουµε σιωπή. Απόψε ε ίναι µια νύχτα µοναδική, µια νύχτα µεγάλης «πρεµιέρας» και η παράσταση θα αρχίσει... αµέσως τώρα.

(Όλα τα φώτα της σκηνής σβήνουν, πολύ αργά, µέχρι το απόλυτο σκοτάδι) * ΤΕΛΟΣ Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1978


34

Τα σκίτσα είναι του Lids Milla, Βαρκελώνη 1914.

*Στο εξής, το πρόσωπο θα ορίζεται ως Μαρκήσιος. * «Γιατί οι νόµοι δεν είναι καµωµένοι για το ειδικό, αλλά για το γενικό». (Ντε Σαντ: «Η φιλοσοφία του µπουντουάρ»).


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.