ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

Page 1

ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι AlexMil

Συλλογή 1η Σεπτέμβριος 2013


2


ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ : Ποιητικές τρύπες στο σκοτάδι ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ : Αλέξανδρος Μηλιορίδης (AlexMil) ISBN: 978-960-93-5369-4 Copyright © 2013 Αλέξανδρος Μηλιορίδης (AlexMil) Επιμέλεια έκδοσης: studio Mil3d www.Mil3d.gr e-mail: AlexandrosMilioridis@Yahoo.com

Η ποιητική συλλογή: Ποιητικές τρύπες στο σκοτάδι διανέμεται ελεύθερα με άδεια Creative Commons: υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: Αναφορά Δημιουργού: Θα πρέπει να κάνετε την αναφορά στο έργο με τον τρόπο που έχει οριστεί από το δημιουργό Μη εμπορική χρήση: Δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το έργο αυτό για εμπορικούς σκόπους Όχι παράγωγα έργα: Δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό

3


ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ

εραστής κλεπταποδόχος πανέμορφη κουπόνι συνδρομής τοίχοι tattoo στα πεζοδρόμια την είδα ψευδαισθήσεις postmodern η μποτίλια ξεθωριασμένο hotel η γεωμετρία της ψυχής δεν σε ξεχνώ Καλλιστώ για τη δουλειά μου 10η δευτέρα παρουσία συντηρημένοι γήινοι κολλημένος χρόνος ένστικτα ώριμη πίκρα ελεύθερος σκοπευτής πουά κιλοτάκι λουλουδοκόριτσα χωρίς φτερά απαιτήσεις ενοχές μαρμάρινο άγαλμα

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25

26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50

κωλόπαιδα ήταν αθάνατη δεν με θυμήθηκε κολώνα μαρμάρινη με ένα, δύο και τρεις γραμμένες τις έχω κολλάζ μάτια ζωγράφου σύγχρονο τέρας η σκέψη μου τα δάκρυα του χρόνου επανάκαμψη ανήθικος χείλια χαλαρά πληρωμή με τη ζωή τον έθαβαν πίσω καθίσματα οσμή της ελίτ οι εχθροί άνθρωποι σκελετωμένοι ποίηση κόλαση άνοιξα το μυαλό ήταν η σιωπή ράτσα βελτιωμένη

4


ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ

το πλάσμα τα κεριά θυσία η νέα διακόσμηση το ιερό αντεστραμμένος φτώχεια σοφίτα φτηνοπράγματα λύκοι ταξικός πόλεμος όλο μου ζητάς ήρθε η ώρα ετήσια γιορτή γύριζαν δαιμονισμένα σκοτώθηκε τον βρήκε η μάνα του χονδρό δάκτυλο αξίζουν κερδισμένοι όλοι sex shop τρίο αξιοπρέπεια baby δυστύχημα ελλείψεις

51 55 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 68 69 70 71 72 73 74 75

76 θαύμα 77 bold και script 78 απελπισία 79 tattoo copyright 80 η κούπα 81 τη πόρτα έκλεισε 82 ξυρισμένα κεφάλια 83 κάτω από το κρεββάτι 84 αφυδατωμένη ψυχή 85 ξεβράκωτοι σταυροί 86 κόλαση του Δάντη 87 χάθηκαν όλα 88 πύλες 89 σπέρμα πολύχρωμο 90 σιδερένια σφυριά 91 μυαλά ζωντανά 92 χαφιές με tattoo 93 παρατημένες εικόνες 94 το μαχαίρι 95 άνδρες 96 δεν φεγγίζουν 97 το μπουκάλι 98 λωρίδες μπέικον 99 θηλαστικά 100 ξύπνημα

5


εραστής έφερες την αδιαφορία σου από πάνω του, καμένη στη ψυχή, ολόγυμνη, και τον τέλειωσες γρήγορα, υγράνθηκες εξαίσια δυστυχισμένη, τον εραστή σου σκεπτόσουν συνέχεια

κλεπταποδόχος άκου αυτό, στέλνω τις σκέψεις μου πυραυλοκίνητα: με όνειρα, έχουν τους χάρτες της ψυχής μου• τώρα, σε καυγάδες του δρόμου, για σένα παλεύω κορίτσι μου, με σκιές καπνισμένες και διοπτροφόρα οπλισμένα παράσιτα: περίμενε με, ο μπάσταρδος κλεπταποδόχος συμφώνησε, θα μου δώσει καλή τιμή

6


πανέμορφη είσαι πανέμορφη, άποψη απλού ανθρώπου, που πέρασε από δίπλα σου, πάνω σε υπερηχητική πεταλούδα και κάηκε στη πυρακτωμένη λάμψη της αδιαφορίας σου·

κουπόνι συνδρομής σκόνη οι άσχημες λέξεις σου, κατάμαυρη, τη ψυχή μου σταδιακά σκέπασε, ευτυχώς, είχα κουπόνι συνδρομής για το παράδεισο, άγγελοι ήρθαν μεταλλικοί και την έσωσαν·

7


στα πεζοδρόμια την είδα

τοίχοι tattoo

ναυάγησαν οι σκέψεις μου και το αίμα σιώπησε, στα πεζοδρόμια την είδα , με τις σκιές να περιφέρεται, να χορεύει με τις ξένες αναπνοές, στην ομίχλη του πεπρωμένου της·

αυτοί που λείπουν, τους τοίχους με τα tattoo του πεπρωμένου έχουν διαβεί, πίσω από τα μάτια μου τους βλέπω κι έμεινε μόνο η σιωπή της παρουσίας τους και η νύχτα για να ξαναγράφει τις στιγμές τους·

8


ψευδαισθήσεις postmodern πέρασε από μπροστά μου, γυμνή, αιωρούμενη, με συσκευή ιπτάμενη: αναμονή και ψευδαισθήσεις postmodern που με παίδευαν, τις άφηνα, μ' έτρωγαν και με κορόιδευαν· αντέδρασα, μαυροπούλια έστειλα και τις φόβισα και χάθηκαν: έμεινα μόνος επιτέλους, ολομόναχος·

η μποτίλια πάνω μου έχυσες, αργά, μπουκάλι φτηνής σαμπάνιας, ήμουν σχεδόν γυμνή κι έπειτα με κοίταξες και γέλασες, αισθάνθηκα άσχημα· και λίγο μετά, τη εξώπορτα έκλεισα ήσυχα, χαμογελούσα: τη φάτσα σου σκεπτόμουν όταν τη μποτίλια στο κεφάλι σου έσπαζα·

9


ξεθωριασμένο hotel πρόσφερες έξυπνες σκέψεις, είχες διαισθανθεί τον άνεμο που με παρέσυρε, ενθουσιάστηκα, διέθετες και λευκό μητρώο και σε χαστούκισα, ήξερα πως σου άρεζε, με κοίταξες προκλητικά και το επανέλαβα κι έπειτα βιαστήκαμε, καίγαμε: ξεθωριασμένο hotel και poster στραβοκρεμασμένα·

η γεωμετρία της ψυχής Διάφανα φύλλα και οι λέξεις πεταμένες πάνω τους, σχεδόν αόρατες: η γεωμετρία της ψυχής του, οι λέξεις της·

10


καλλιστώ απέρριψες τη προσφορά μου: ταξίδι στη Καλλιστώ, δορυφόρο του Δία, μετ επιστροφής και όλα τα έξοδα πληρωμένα, γέλασες ειρωνικά· με ανάγκασες να σε διώξω, δεν κατάλαβες, τη φαντασία σου τεστάριζα·

δεν σε ξεχνώ αν αισθάνεσαι, το γκρίζο άνεμο της απογοήτευσης τη ψυχή σου να ξεραίνει και τις λευκές σκιές της μοναξιάς, σιωπηλά ν’ ακολουθούν, τότε φαντάσου, είναι η άπειρη λύπη μου, που τις αναμνήσεις σου αναζητά, για να σου πει, πως ποτέ δεν πρόκειται να σε ξεχάσει·

11


για τη δουλειά μου έμαθα αυτό που έκανες, απίστευτο: κάρμα αρρωστημένο, πάντα ήσουν η πιστή κι ερωτευμένη κι όταν φοβισμένα ομολόγησες: - πως το κάνες τη δουλειά μου για να μη χάσω πρώτα, σκέψεις βολικές το ξανασκέφθηκαν κι έπειτα, φωτιές στην άμμο και σε πήδηξα γρήγορα, πείστηκα, όρκοι και βογγητά ακουγόντουσαν έντιμα, μέγιστος ο υποκριτής: και μάλλον φαίνεται, πολύ καλά πως είχες κάνει·

10η δευτέρα παρουσία άκουσες ; ανακοινώθηκε επισήμως, το είπαν τα αστρικά μεγάφωνα της θρησκευτικής εποπτείας, ορίστηκε ημερομηνία διεξαγωγής της 10ης Δευτέρας Παρουσίας και για πρώτη φορά, θα αφορά και τα υπόλοιπα είδη του γαλαξίας μας·

12


συντηρημένοι γήινοι καυτός ο άνεμος και η σκόνη, από τη κοσμική θάλασσα των γαλαξιών, περιπλανώμενη στα πέτρινα θεριά, μπλε άμμος και μισοθαμμένοι αρχαίοι οβελίσκοι και οι λαθρέμποροι σε αντίσκηνα ανοξείδωτα, εδώ και κει, τα ιπτάμενα καραβάνια περιμένουν: συντηρημένους τους κρατούν σε συσκευασίες μιας χρήσης, γήινους θ ανταλλάξουν, με πολύτιμα πετράδια·

κολλημένος χρόνος Φαντάσματα σε καρέκλες οι κριτές και κόκκινα μάτια αράχνης· την περιμένουν, πονεμένη η ψυχή, μόλις τη πόρτα έκλεισε του αποχαιρετισμού· έρημη πόλη, εγκαταλειμμένη, και ίχνη που κλαίνε, καταραμένος ο χρόνος, κόλλησε, και επαναλαμβάνει την ίδια πράξη·

13


ώριμη πίκρα

ένστικτα ενέδρα, αναμονή, εντοπισμός κι έπειτα, μόλις οι συνθήκες φαίνονται ευνοϊκές, επίθεση με όλα τα μέσα: συμπεριφορές θηρευτών, τα ένστικτα, και τα υιοθέτησε, και τα θηράματα του είδους του, άφθονα και ποικίλα·

ήσουν ώριμη κι όμορφη και τόσο κουρασμένη, έτρεμες, οι τύψεις, όμως τόσο τρυφερή και ντροπαλή, σε πήδηξα, ήθελες σκοτάδι και ήσουν σιωπηλή, μόνο όταν μέσα σου τέλειωσα, άκουσα το αναφιλητό, γύρισες, μου είπες, δεν είναι τίποτα και με φίλησες· δεν απάντησα, μια πίκρα άτιμη με κυρίευσε·

14


ελεύθερος σκοπευτής σφαίρες έπεφταν σποραδικά, βρισκόντουσαν παγιδευμένοι, αυτός κι άλλοι τρεις, το profile περιμέναν δορυφορικά για το στόχο, νυχτερινή όραση και το φεγγάρι έτοιμο να πέσει· του τηλεφώνησε ήθελε να χωρίσουν, το έκλεισε, και δεν της απάντησε, άγονο το κενό και αξιοθρήνητο, έγινε και απρόσεκτος: ελεύθερος σκοπευτής τον σημάδευε·

πουά κιλοτάκι όριο παραισθησιογόνο και η κίνηση, ηδονή απερίγραπτη, αποφασιστική και τρυφερή, τα δάκτυλα, τον αγριεμένο ωκεανό του σώματός της διασχίζουν και το πουά κιλοτάκι της στην άκρη παραμερίζουν·

15


χωρίς φτερά παράλογο; μπα, ίσως παράξενο κι εγώ να προσπαθώ να πιαστώ από μια κλωστή, πετούσα χωρίς φτερά, ήταν η στιγμή μου, κι από κάτω, άμμος με όνειρα μισοθαμμένα·

λουλουδοκόριτσα και στο παγκάκι, γραμμένα λόγια ερωτικά, πρόστυχα, κι αυτός, δεν άκουγε μπάντες μουσικές, είχε καθίσει για να ξεκουραστεί, πεινούσε, τους αγαπημένους του σκεφτόταν στα μακρινά, λουλουδοκόριτσα όλα τους·

16


απαιτήσεις στην αναμονή έβαλα τις απαιτήσεις τους: για να κουραστούν κι έπειτα τις αποκεφάλισα, ήταν τόσο εύκολο, και ξέφυγα, ως ήρωας της ψυχής στο κόκκινο πλανήτη μου·

ενοχές σκουλήκια λευκά και διαφανή ερχόντουσαν κατά πάνω μου, μόλις την είχα πηδήξει στα όρθια, γαμημένες ενοχές πάντοτε υπερβολικές.

17


κωλόπαιδα

μαρμάρινο άγαλμα μ’ έπιασες το χέρι, ήσουν μικρόσωμη κι όμως τα κατάφερες, μ’ έσυρες, πίσω απ το μαρμάρινο άγαλμα και μ’ έσωσες, πνιγόμουν απ τα δακρυγόνα, εξαφανίστηκες, και το μόνο που είπες ήταν: πρόσεχε φίλε μου πρόσεχε·

κουλουριάστηκε στο σκοτάδι, τρεμουλιαστές κόκκινες γραμμές και στο βάθος ο φιδίσιος δρόμος, λευκός, ερχόταν κατά πάνω του, σώθηκε, ευτυχώς, ευγενικά κωλόπαιδα, με σπρέι, τις γραμμές του έσβησαν·

18


δεν με θυμήθηκε

ήταν αθάνατη την είδα να αιωρείται, ήταν γυμνή κι ολόλευκη, ήξερα πως για μένα ερχόταν, την είχα κοροϊδέψει , τη πυροβόλησα, ήταν όμως αθάνατη, πρώτα τη καρδιά μου ξερίζωσε κι έπειτα με πέταξε πολύ ψηλά γύρω από τη γη, ζωντανός να περιφέρομαι·

ύφος και ρώτησε το όνομά μου, ματιές μελαγχολικές, ματωμένα ίχνη ψυχής και στο μόνιτορ της μνήμης η εικόνα της τρεμόπαιξε, τόσο γλυκά οικεία, τόσο μακρινή, της κέρασα ποτό και πήγαμε για δεύτερο, δεν με θυμήθηκε, τα μάτια της, ίριδες χρυσαφένιες, όπως τότε και δεν είπα τίποτα, λεκιασμένο το φόντο της ζωής, την αγαπούσα και ο χρόνος έσχατος θριαμβευτής, άγνωστο με είχε κάνει·

19


με ένα, δυο και τρεις κολώνα μαρμάρινη

και τα στεφάνια, πέτρινα και λευκά, άρχισαν να πέφτουν από το πουθενά, τον περίκλεισαν και τον φυλάκισαν, έμεινε για πάντα εκεί, μια κολώνα μαρμάρινη, κι αυτός ζωντανός από μέσα, να φωνάζει, να εκλιπαρεί·

ζωντανή, κι ερεθισμένη, μόνο όταν το ψέμα γινόταν αίμα: τον κορόιδευε, θλιβερά κουρέλια σε απελπισμένη σάρκα και σαλιωμένα αισθήματα πάντοτε με στυλ· κλασάτα Hotel και πάλευε, άγνωστα κορμιά και φαγωμένα μυαλά, με ένα, δυο και τρεις κι όταν η ηδονή το μυαλό της τρύπαγε, τηλέφωνο έπαιρνε, - ακρόαση ανοικτή αθόρυβα την έπαιρναν και στα φλογισμένα μισοσκόταδα, ναζιάρικα του μιλούσε, με λόγια πρόστυχα και άγριους αναστεναγμούς·

20


κολλάζ

γραμμένες τις έχω με τραβούν οι ερημιές, εκτός νόμου έρωτες, τους θέλω· και στο φόντο σκελετοί απ’ όνειρα κατεστραμμένα και ας με κυνηγούν συμμορίες ασύμμετρες: στο υπέρυθρο φως των ενοχών γραμμένες τις έχω και στα γκρεμισμένα περίχωρα της ψυχής μου τριγυρνώ και με τ άστρα, που ξέθωρα καθρεπτίζονται στα βασανισμένα μέταλλα, τις νύκτες περπατώ, δακρύζω και σου μιλώ·

πεινασμένες οι πόλεις και δρόμοι γερασμένοι να τέμνουν τη μοναξιά, αγέλες οι κραυγές περιφέρονται και πυροβολούν και φιγούρες ανθρώπων σε κολλάζ, ραγισμένες, να θρυμματίζονται από βλέμματα ατσάλινα και χείλη σφικτά, πανδαιμόνιο σιωπής από ενοχές και στάχτες παντού, αιωρούμενες, από καμένες ψυχές·

21


μάτια ζωγράφου την έβλεπα, μάτια ζωγράφου κι ας μην την είχα δει ποτέ και στο δρόμο, τα φύλλα κιτρινισμένα, σκορπισμένα στο κουρασμένο φως: η αυταπάτη της ζωής μου· και το δωμάτιο, παρακμιακά κομψό, τρεμοσβήνει στον άχρονο αέρα της σιωπής, με τις σκέψεις μου, ολογραφικές και μαζί της, σε ταξίδια, σε γαλαξιακούς καμβάδες και στο βάθος του δρόμου, ολοκαίνουργες οι φωνές, φουντώνουν, η ελπίδα, οι μέρες της οργής·

σύγχρονο τέρας ταξιδεύω σε κύματα του χθες, ζω μέσα του, μεταμοντέρνα φυγή και προσωρινή, είναι που το σήμερα καταβροχθίζει: κόκκινες τρύπες στο μαύρο φόντο του αύριο και σταγόνες αίματος: βροχή ασταμάτητη, και το σύγχρονο τέρας, ραφιναρισμένο, ασύμμετρο, να γεννά ασταμάτητα· επανέρχομαι, σίγουρα, με τα χέρια ψηλά και ξεσηκωμένα, όμως, ακόμη τα αισθάνομαι παγωμένα·

22


η σκέψη μου άρπαξα τη σκέψη μου, νομίζω, από ταμείο ανεργίας του μυαλού μου δραπέτευσε, μπλεγμένη στις ενοχές της αυγής, να ξεφύγει ήθελε, απείλησε: μπάτσοι διαπλανητικοί, πρώτα όμως την αξιολόγησα: έστησα μάτια ολοκαίνουργια κι έπειτα την άφησα, την παρέσυραν άνεμοι μιας κοκαλιάρας ηθικής, ήταν υπερβολική κι επικίνδυνη, ακόμη και στο δικό μου το ακάθαρτο μυαλό: λιτανείες διεστραμμένες και πρόστυχες εικόνες ζευγαρώματος και πέη ορθωμένα να σφαγιάζονται στο βωμό ενός άγνωστου θεού.

τα δάκρυα του χρόνου άσεμνο το βράδυ, η αστροφεγγιά θαμπή με σιγαστήρα και τα δάκρυα του χρόνου, με αναμνήσεις τρέφονται, απ τα κουρασμένα μάτια τρέχουν και τις ρυτίδες της ψυχής θωπεύουν, προσπαθούν, τις στάχτες του παρελθόντος να πυρώσουν·

23


ανήθικος

επανάκαμψη

δεν ήταν ηθογράφος, αισθανόταν απεναντίας, πρόστυχος και ανήθικος, γι’ αυτό ήταν και κλασάτος ποιητής, έτσι τουλάχιστον νόμιζε, φαντασίωση και βενζίνα ποτισμένη, αχ αυτός ο νεαρός Ντυκάς κι ο κόμης τον στοίχειωνε, το μαύρο, bandiera στο μοναχικό μυαλό του και με κόκκινες πιτσιλιές: δάκρυα, ήρωα τον έκαναν κι αυτά τα λίγα του αρκούσαν·

βραδινές αναπνοές, διάφανο και το μυαλό, γερασμένο κλαψουρίζει, όλα, τόσο τρομαχτικά, για να υπάρχουν: άρρωστη όραση και κρίσεις στέρησης και ελικοφόρα σκίτσα μαστοφόρα να αιωρούνται: επανάκαμψη και κυτταρικά δείγματα ή προϋπόθεση·

24


χείλια χαλαρά το φιλί της γεύτηκε, ήταν κουρασμένο, γεύση αγωνίας και μια γυναίκα στον ατέλειωτο μόχθο, ρόλοι ανυπόφοροι, επιβίωση, αμέτρητες νύχτες χαμένες ώρες η γενιά της και κάθε μέρα, ουρλιαχτά αθόρυβα, με χείλια χαλαρά, με σφιχτές γραμμές, χωρίς ήλιο, χλωμά, προσφερόμενα· της ψιθύρισε: και τα μάτια της θόλωσαν, τα χείλια ομόρφυναν και τους αιώνες της γυναίκας στον έρωτα, με μιας εμφάνισαν·

πληρωμή με τη ζωή τράπεζες εξουσίας και ATM και αναλήψεις πόνου, οι πουτάνες, η ντρόγκα της ελίτ: πρώτα o δανεισμός, σχεδόν τζάμπα τσιμπούκι με χαμόγελα κι έπειτα ο εθισμός, η πληρωμή με τη ζωή, για όλη τη ζωή: δάκρυα από σπέρμα τραπεζιτών και υποκρισία και ο θάνατος στο τέλος, υποχρεωτικός, με νοθευμένη τη δόση: κατάσχεση εξευτελιστική, χωρίς βαζελίνη και με περίστροφα κάθε φορά ολοκαίνουργια·

25


πίσω καθίσματα

τον έθαβαν ήταν ήχος παρακλητικός απόμακρος, παράξενο, σαν σκουπιδιάρικο σε οργασμό και όταν κατάλαβε, πρώτα φοβήθηκε κι έπειτα θανάσιμα εκνευρίστηκε: ψαλμοί και κακόφωνοι: τον έθαβαν, ιερωμένος και μερικοί άλλοι, πεθαμένος και μαλάκας και το κώλο δεν του σκούπισαν: τους πίστεψε πως θα τον αποτέφρωναν, ορκίστηκαν, λίγο πριν πεθάνει·

ρούφηξε ένα στρείδι με πλούσια γουλιά λευκού κρασιού, ήταν ακόμη καυλωμένη, ζωγράφιζε μέσα της, κατάσταση σπινταρισμένη και είχε και κάτι με τα πίσω καθίσματα των αυτοκινήτων, άνδρες όλων των ειδών: πολλαπλούς οργασμούς κι αυτός, χιούμορ WC, σφυγμομετρήσεις, παραγωγή κωλόχαρτου, πλαστικές μαυροκόκκινες σημαίες και mon amie: έντομο, από παλιοσίδερα φτιαγμένο κι αυτή να σκέπτεται, όσια πηδήματα με όλους μαζί, με τον μπάρμαν απέναντι και το τσογλάνι παραδίπλα·

26


οι εχθροί

οσμή της ελίτ επιμελημένοι οι κώλοι και τούρμπο βενζινοκίνητα θηλυκά, μαστουρωμένα, κα η οσμή της ελίτ: ναργιλέδες που ακριβά τσιμπουκώνουν: ολοφάνερη η διαφορά, έτσι πιστεύουν, για όλους όμως: ίδιο χρώμα ίδια και η μυρωδιά των σκατών·

στην αντιπέρα όχθη οι εχθροί, όλοι, έτσι τους λένε κι απ’ τις δυο πλευρές, και χθες και σήμερα και αύριο και πάντοτε, όμως είναι δολοφόνοι, και αλληλοσκοτώνονται, διαρκώς: για τους ισχυρούς για τα συμφέροντάς τους, με ηρωισμό, με αυτοθυσία, και κτηνωδία, γιατί από μικρούς τους έμαθαν, να πιστεύουν και να τους προσκυνούν με τα ψευδώνυμα τους·

27


άνθρωποι σκελετωμένοι ουρανός λερωμένος απ’ τη μαύρη σκόνη και το φως διάχυτο , σκούρα ματωμένα στίγματα, τις γερασμένες επιφάνειες μασκαρεύει, όλα παρανοϊκά: υπάρχει πολιορκία και οι άνθρωποι σκελετωμένοι, ανθρώπινα θηρία, ιστούς ξεσκίζουν στα κρυφά και πεθαμένες σάρκες, έχουν αρχίσει και τους ζωντανούς, τους γέρους, και τους ξεψυχισμένους: λιπόσαρκη η σαρκοβόρα πείνα, η κόλαση και η φύση μας·

ποίηση ο λόγος βρίσκεται παντού, από πάντοτε, είναι οι λέξεις μας, είναι ο κόσμος και οι συντεταγμένες του και η ποίηση είναι η ουσία του, τα συναισθήματα, στις λέξεις, στις πράξεις, στα πράγματά του, είναι η ζωή και ο θάνατος στις λαμπερές και σκουριασμένες επιφάνειες της ελευθερίας μας: πάντοτε μαζί, πίσω από το δάκρυ και το γέλιο, τον έρωτα και την ελπίδα, πίσω από τα μάτια που ορθάνοιχτα κοιτάνε το σκοτάδι·

28


άνοιξα το μυαλό

κόλαση αόρατος τοίχος κι ένα κομμάτι κάρβουνο και η Βαβέλ, να του ανακατεύει το μυαλό, δάκρυα ραδιενεργά και ζωγράφιζε άγρια, γραμμές σκληρές, που έσταζαν αίμα κι έκαιγαν το ημίγυμνο κορμί του και σκιτσάριζε τη κόλαση, κοράκια και άδειες κόγχες και αυτή στο κέντρο, να τον καλεί ικετεύοντας·

σκέψεις μισοτελειωμένες, σχεδόν βλοσυρές, ανάρμοστες, όνειρα απολιθωμένα, και συναισθήματα χυλωμένα, όλα, τα τέλειωσα: άνοιξα το μυαλό, και πήδηξαν, έφυγαν και λίγο πιο κάτω στη Τρίτη ανεμογεννήτρια, Ρωμαίοι αρματηλάτες παραμόνευαν, και μ’ εντολές μου, στα περιστρεφόμενα πτερύγια τα έσπρωξαν· εξαίσια, ήμουν και πάλι ελεύθερος και ο αστρικός ταχυδρόμος, μου έφερνε νέα, φρέσκα και βέβηλα·

29


ήταν η σιωπή ονειρευόταν, πρόστυχες εικόνες ζευγαρώματος κι ήταν μισοσκόταδο, όταν ξαφνικά η αίσθηση, να κατρακυλά στις καυτές πλαγιές του χωρισμού τη ξύπνησαν, ήταν η σιωπή, και η πόρτα που έκλεισε σιγανά πίσω του, φευγαλέα, το λινό λευκό σακάκι του είδε, το κρατούσε στο χέρι, για λίγο τη καρδιά της αφουγκράστηκε κι έπειτα, με τα δάκρυά της άρχισε να πέφτει, το ύψος δυσθεώρητο, ατέλειωτο, κι όταν τα μάτια της στέρεψαν απ τα αναφιλητά, σταμάτησε τη πτώση, τα παραθυρόφυλλα άνοιξε, πήρε το καμβά της και μια καινούργια μέρα άρχισε να ζωγραφίζει·

ράτσα βελτιωμένη ιδεολογικά βαριετέ και glamour rock και σκέψεις στο μετρό, κάθε πρωί σαν να με ταΐζουν: catering και κούραση και η δουλειά γραφείου, φοβάμαι, είμαι κουρασμένος και δεν αντιδρώ και σίγουρα δεν το θέλω, ας γαμηθούν οι άλλοι, όμως άγιες πορδές, το τελευταίο καιρό, αισθάνομαι: ράτσα βελτιωμένη εξημερωμένου σκύλου, εντάξει, μου αρέσει, όμως μισοχορτάτο με κρατάτε και ας είμαι ο ευνούχος σας· τα κοπάδια από άνεργα τετράποδα, γιατί αφήνετε να με φοβίζουν;

30


Το πλάσμα το μούτρο γουρουνίσιο, με ζωώδη αυτοπεποίθηση, ξιπασμένος κι ο βραδινός αέρας, καρβουνιασμένος, οπλισμένος με παράξενους θορύβους, έκανε το σπίτι εφιαλτικό, κόκκινο το στρινγκ, ηρωικό στο πληθωρικό της σώμα κι αυτός με υγρά μουγκρητά να της το βγάλει προσπαθεί, κι όταν το πλάσμα όρμισε πάνω τους, ο θόρυβος ήτανε φρικτός, πρώτα τους κράτησε ζωντανούς, ο τρόμος έκανε το κρέας ζουμερό: ήταν κανόνας στο εγχειρίδιο διατροφής κι έπειτα, να τους τρώει άρχισε, πρώτα σε λωρίδες τις σάρκες τους και έπειτα όλα τα εσωτερικά, πέθαναν όταν έμειναν οι σκελετοί: ήταν το πρώτο τους πρακτικό μάθημα διατροφής, τα δυο παιδιά του είχε λίγο πιο κει·

τα κεριά ήταν παράξενο, στη μέση μιας νυχτερινής στιγμής, τα κεριά εξασθένισαν, η φλόγα τους μίκραινε, κόκκινη κηλίδα, εφιαλτική και λαμπύριζαν, μικρά διαμάντια στο σκοτάδι, ζοφερό το φως, τρεμόπαιξαν για λίγο κι έσβησαν· ήταν και ο άνεμος, παίδευε, ριπές κατάμαυρου και το σκοτάδι σε σκοτεινές μορφές μεταμορφωνόταν, ακίνητες, έκαιγαν μόνο τα μάτια τους κι ήταν παντού: ερημίτες, με ζωή μέσα στο θάνατο, στους χρόνους κρυμμένοι και αιώνιοι·

31


θυσία είχε ακόμη τις ερεθισμένες γεύσεις και τα σάλια στο κατεστραμμένο κορμί της, φρικτές φάτσες με έκφυλες διαθέσεις και οι εντολές, ιερός σκοπός, την πήραν σε ευφάνταστους και αρρωστημένους συνδυασμούς, απ όλες τις τρύπες· κι έπειτα, απ το διαφανή θόλο, το ιερατείο των παρατηρητών την εντολή έδωσε και όλους τους αποκεφάλισαν: η ευμένεια του θεού τους, γι’ ακόμη μια φορά ανανεώθηκε·

η νέα διακόσμηση περίτεχνα αιδοία, καυλωμένα και φαλλοί σηκωμένοι πελώριοι, σε αμέτρητα υλικά και χρώματα, η νέα διακόσμηση, η μοντέρνα αρχιτεκτονική της ηγεμονίας, φαντασιώσεις πόρνων θα πείτε: είναι δυνατόν να μην υπάρχουν ηθική και υποκρισία; κράτος και εκκλησία;

32


το ιερό οπλισμένες οι αισθήσεις και οι πυροβολισμοί ανεξέλεγκτοι, η προδοσία τις όπλισε και οι τρύπες αμέτρητες, το ιερό της ψυχής της σκότωσε και τις ηλιόφωτες ακτίνες και πάλι να μπουν επέτρεψε·

Αντεστραμμένος άγρια κατάσταση και αντεστραμμένη η κατασκευή: κώνος, η κορυφή του, τη καρδιά του ακουμπά, και η βάση του στα σύννεφα φθάνει: πάνω βρίσκονται οι κατοικίες των αφεντικών και λίγο πιο πάνω στα ουράνια οι θρόνοι των θεών, είναι από μολύβι και μέσα ολόχρυσος, γεμάτος εκατόμβες ανθρώπων και ψυχών·

33


σοφίτα

Φτώχεια στο συσσίτιο, απόκοσμη η σιωπή της, παρακμιακή κομψότητα και η αίσθηση: παρατεταμένη φτώχεια, ζωή μέσα στο θάνατο, και η ερημιά της ψυχής της, αγέρωχη, στις εσχατιές του σύμπαντος φτάνει·

άχρονος ο αέρας, ακίνητος και η μυρωδιά του, φωνές του παρελθόντος, ερωτικές και ξεχασμένες, σοφίτα και σκέψεις των πραγμάτων που τον περιτριγυρίζουν και το σώμα της, γυμνό και μισοσκεπασμένο, σαν να του έριχνε πρόστυχες ματιές, ήρθε από πάνω της και σαν λύκοι με όνειρα, πηδηχτήκαν άγρια πολλές φορές μέχρι το ξημέρωμα·

34


φτηνοπράγματα με το συρραπτικό, στο χάρτινο σκοτάδι, στερέωσα ένα ολόγιομο φεγγάρι κι έπειτα, εκτύπωσα τ' άστρα και τον αστερισμό της και τα στερέωσα κι αυτά, εξαίσιες ομορφιές με φτηνοπράγματα, έτσι ήταν και η αγάπη μας

λύκοι πετρωμένοι δρόμοι και ολοσκότεινα σπίτια, ουρλιαχτά λύκων και αγέλες από μέσα με σηκωμένες τις ουρές να τρομοκρατούν: το μυαλό του, γερασμένη άσφαλτος σε αδιέξοδο και ο χωρισμός• κι αυτός, με ζώα στη ψυχή, κρυμμένα και υπέροχα σε γαλαρίες φαλακρές τρέχει: κρυφή η ελπίδα πως θα τη ξαναδεί·

35


όλο μου ζητάς

ταξικός πόλεμος ο πόλεμος των τάξεων, με πατσαβούρες πλαστικές και καναπέδες, τροχήλατους και φορητούς: ο κόσμος μου και πιο ψηλά ιπτάμενες φούσκες προνομιούχες, αεροπροωθούμενες με οργασμούς, θέσεις εργασίας να πετούν: καρέκλες θεόρατες και μασίφ· μόλις που γλυτώσαμε, με μια ώριμη κυρία στριμωχτήκαμε σε είσοδο παλιού αρχοντικού και από το άγχος μας, πηδηχτήκαμε άγρια·

μωρό μου, συνεχώς money μου ζητάς, που στο διάολο να τα βρω, ζιγκολό έγινα για πάρτη σου, αλλά γέρασα, κάτι κωλόγριες μόνο μου πέφτουνε και τώρα τελευταία και κάτι γέροι κι αυτό με φόβισε, με φόβισε πολύ, γι αυτό απέλυσε με, κουράστηκα πια, δεν αντέχω τη ντροπή·

36


ήρθε η ώρα ναι, όταν τη σκέπτομαι, όλα γίνονται μια σωληνωτή τρύπα, AC ρεύμα κι εύκολα γλιστρώ με μυρωδάτη λίπανση, αυτόχειρας και ηλίανθος και τρέχω ξέφρενα, όμως, τώρα τελευταία στον ορίζοντα, γιγαντιαίο τοίχο αντικρύζω: από ξεχαρβαλωμένα πλυντήρια και ιπτάμενα σέξι εσώρουχα, να διαφύγουν προσπαθούν, τώρα καταλαβαίνω, δόντια ψηφιακά, όλα άρχισαν να τα ροκανίζουν, φαίνεται, η ώρα ήρθε για να τα παρατήσουμε·

ετήσια γιορτή οι δρόμοι αθόρυβοι, ξελιγωμένοι και ο ήλιος εκτυφλωτικός και λαμπρός, μόνο η άσφαλτος θλιμμένη, φρέσκια και κατάμαυρη και οι σκιές τεράστιες, ζωντανές και όσιες να παρακολουθούν και απ’ το βάθος της λεωφόρου, ο θόρυβος όλο και μεγάλωνε: η πορεία ανθρώπων σε ξυλοπόδαρα, μπροστά σημαιοφόροι με τα λάβαρα της υποταγής και στο τέλος, με αλυσίδες πιασμένες, ιπτάμενες καρδιές· ήταν η μέρα της ετήσιας γιορτής και την γιόρταζαν με τη πορεία της υποταγής

37


γύριζαν δαιμονισμένα αποκάλυψη κι άρχισαν όλοι να υμνούν και να ουρλιάζουν, η πλατεία έμεινε ακίνητη και τα κτίρια γύρω της να γυρίζουν δαιμονισμένα, πρόλαβαν και μαζεύτηκαν στο κέντρο της κι όταν από ψηλά, άρχισαν να πέφτουν αλεξιπτωτιστές οπλισμένοι με σπαθιά κι ασπίδες, φορώντας ασημένιες περικεφαλαίες, όλοι γονάτισαν και άρχισαν με οδυρμούς να εκλιπαρούν για έλεος·

σκοτώθηκε τηλέφωνο, είπαν λίγα λόγια, συνηθισμένα, θα συναντιόντουσαν το βράδυ στο στέκι τους, ω θεέ των γαλαξιών, λίγο μετά, αυτός από διερχόμενο σκοτώθηκε, αχ γαμημένη ζωή, που να το ξέραν πως ήταν τα τελευταία τους λόγια·

38


χονδρό δάκτυλο

τον βρήκε η μάνα του

σπασμοί φωτός και πυρακτωμένα γυαλιά στο τσερβέλο του, ρούφηξε το τσιγαριλίκι και οι αναπνοές του, κίτρινη σκούρα ηδονή, νοθευμένη, το σώμα του άρχισε να κομματιάζει και το στόμα του, με σκοτεινό αίμα να γεμίζει· με συσπάσεις τον βρήκε το πρωινό, τον βρήκε και η δυστυχισμένη του μάνα ·

γαμημένη κατάσταση, είχα κατεβάσει το παντελόνι κατέβασα και το μποξεράκι, ευτυχώς σκέφθηκα, όλα πεντακάθαρα, κι όταν έσκυψα, άρχισα να ιδρώνω, είδα τη βαζελίνη στο τραπεζάκι απέναντι και κάπως ηρέμησα, τη πήρε, είπε, να σκύψω περισσότερο, να ανοίξω κι άλλο τα πόδια, ντράπηκα και ω θεοί της καύλας γιατί μου το κάνατε, άρχισε να μου σηκώνεται άγρια, ο γιατρός με το χονδρό του δάκτυλο το προστάτη μου ψαχούλευε·

39


αξίζουν αγωνία, υπαρξιακός ήχος και μουρμουρητό εντόμων: χλευασμός της ζωής από το θάνατο και η μοναξιά; ταμπούρλα στη θέση της καρδιάς, μένουν λίγα: πρώτα αγιασμός και μετά οι ψίθυροι, οι σφιγμένες γροθιές και οι πατημένοι λευκοί άγγελοι• ναι αξίζουν, μην κλαίτε μάγκες μου, οι βεράντες στον υπόγειο, αυτές που βλέπουν το θεό και τα δάκρυα, υγρές ηδονές, σε κατσαρές τρίχες όλων των κορμιών.

κερδισμένοι όλοι σιδηρογραμμές ονειρικές και πάνω τους κρεβάτια μεταλλικά μπαρόκ και κορμιά να στάζουν ηδονή και να τα κινούν: συρμός και όπου περνά, ουρανομήκη τα ωσαννά, τελικά κερδισμένοι όλοι, συμμετέχοντες και θεατές, ακόμη και ο θεός·

40


sex shop μαμούθ και με κυνηγούσαν, παντρεμένος κι εφιάλτης και ξαφνικά σε sex shop βρέθηκα, αμηχανία αισθάνθηκα, προς στιγμή κι έπειτα, ανήθικος ένοιωσα στο κορμί μου, που την αμαρτία του στέρησα·

αξιοπρέπεια baby γράφω για σένα φτηνιάρικους στίχους, είναι το άρωμα που φοράς και τα κιλοτάκια σου, θέλω έμπνευση, όμως σε αγαπώ, και μη κλαις και μη με γλύφεις, αξιοπρέπεια baby, η πρώην μου μας βλέπει·

τρίο με λέρωσες με τις καύλες σου, φαίνεται είναι δύσκολα τα ηθικά πράγματα στις μέρες μας, είσαι κίνδυνος βιολογικός για το σώμα μου, ευτυχώς τη ψυχή μου δεν στην έδωσα, άκου να θες να κάνουμε τρίο με το φίλο μου·

41


δυστύχημα δεν πρόλαβα να της πω πόσο πολύ την αγαπούσα, ήμουν απορροφημένος, η δουλειά, super star το άγχος κι όταν έγινε το δυστύχημα ήταν όλα καθυστερημένα, σχεδόν απλήρωτα: εγωισμός και δεν μιλούσαμε, κι έπειτα, ο θάνατος και αβάστακτος πόνος: θεέ των γαλαξιών ας ήταν εδώ, ένα γλυκό φιλί και να της πω πόσο πολύ την αγαπώ·

ελλείψεις έμαθα να ζω από τις ελλείψεις μου, ίσως ομολογία αποτυχίας: τις αντικατέστησα με ξεφτισμένες τοιχογραφίες και βεβιασμένα χαμόγελα, έχει και συνέχεια, σκότωσα και τις ευγένειες, έτσι, έβλεπα τους τσόγλανους, με κεφάλια κουκίδες και σώματα πεθαμένα, ευτυχώς, ο σπιτονοικοκύρης ήταν άθεος, και η γειτόνισσα κρυφή πόρνη.

42


θαύμα η ουτοπία είχε γίνει γάιδαρος, λευκός, κοπάδι όνων πυραυλοκίνητο κι εμείς πάνω τους, και πετούσαμε συχνά, στη νεκρή θάλασσα της ελπίδας και ο κόσμος δεν γνώριζε την ουτοπία: δεν πέρασαν καθοδηγητές να τους φωτίσουν και μόλις μας έβλεπαν ψηλά, όλοι μαζί, θαύμα, θαύμα φώναζαν και τάματα με σφεντόνες μας πετούσαν·

Bold και script έστειλε email στο office, έγραφε με bold, επιθετικά: μαζί σου έχασα την αυτοπεποίθησή μου, μ’ έκανες μια βαρετή με νεύρα αγάμητη νοικοκυρά, της απάντησα με script, ρομαντικά: αγάπη μου καταλαβαίνω, πριν αγαπηθούμε και ενώπιον θεού και ανθρώπων παντρευτούμε, ήσουν μια πουτάνα περιωπής, εμπιστοσύνη και θα το ξεπεράσουμε μαζί, μου ανταπάντησε: μαλάκα, είσαι μεγάλος μαλάκας τελικά·

43


tattoo copyright

απελπίσια η σιωπή, μέταλλο σκουριασμένο έπεσε πάνω του, μόνος θόρυβος: οι δείκτες του ρολογιού, εκκωφαντικός και τον εαυτό του στη μορφή της, δεν μπορούσε πια να προβάλει, ο πόνος γαντζωμένος δεν έφευγε, οι σκέψεις κλειδωμένες στο υπόγειο, μύριζαν υγρασία, δεν μπορούσε να σκεφτεί, άκουγε και εμβατηριακή μουσική, τη φανταζόταν και τ’ αστέρια τους μετανάστευαν, του έμεινε μόνο να ικετεύει, τη ψυχή του να καταβροχθίσει το επερχόμενο σκοτάδι·

τηγανισμένη μέρα και πεζοδρόμιο με γεροντίστικες παραξενιές, ήμουν ομορφότερος σκέφθηκα, ήταν πιο ψηλός, φορούσε γραβάτα, μόνο, μποξεράκι και ψηλά κόκκινα τακούνια, βαριετέ και στεκόταν πάνω σε σπέρμα αιωρούμενο και τεράστιο, κοντοστάθηκα και μου μίλησε και ώ θειικές ηδονές, ένας άγγελος ήταν, τον αναγνώρισα, tattoo, copyright κάτω απ’ το ρουμπίνι του αφαλού, γοητεύτηκα, έσκυψα με δέος και με στύσεις υποταγής, για ώρα τον προσκύνησα·

44


η κούπα κρουνοί ευτυχίας και γυάλινο ημισφαίριο, σφηνωμένο σε κορυφές δυσθεώρητες, το διοχετεύουν από τ’ απώτερα συμπαντικά σύνορα, διαβολικές, οι πηγές της αιωνιότητας και οι ψυχές, ασώματες κι ευτυχισμένες, κολυμπούν στη κούπα της ζωής και παιχνιδίζουν, ηδονίζουν και ηδονίζονται·

τη πόρτα έκλεισε ήταν χαζές ελπίδες, καρφωμένες σε σκοτεινό ουρανό, ακόμη ερωτευμένες με το κορμί του, χαλκόχρωμο και προικισμένο και το μενταγιόν σκόρπισε στο ξύλινο πάτωμα, τα γυάλινα ρουμπίνια, τρομαγμένα, κατρακύλησαν και κρύφτηκαν κι αυτός αδιάφορος, μόλις τη πόρτα έκλεισε πίσω του κι αυτή σωριασμένη, μαζί της και οι ελπίδες ξεψύχησαν·

45


ξυρισμένα κεφάλια και απαιτώ, το δικαίωμα αλήτες, ανεβαίνω τα μαυροφόρα σκαλοπάτια της επιβίωσης, με ψυχή παθιασμένη για ζωή, φοβίζουν τα ξυρισμένα κεφάλια, γλύφουν, έχουν μάτια σαρκοβόρα και με σκουπόξυλο τα διώχνω, δικά σας είναι και ο Γολγοθάς μου, χαραγμένος απ’ τους άγιους σας: ζωντανούς και ματσωμένους και κοροϊδεύουν και δολοφονούν κι εγώ με ασημένιες σκέψεις, τις τσιμεντένιες χειροπέδες σας να τις συντρίψω ετοιμάζομαι, το απαιτώ το δικαιούμαι και σας το υπόσχομαι·

κάτω από το κρεββάτι υγρό το φεγγάρι, ακούει κατακόκκινες κραυγές και το παράθυρο ανοικτό και οι φοβισμένες σκέψεις με μάτια αθόρυβα, μισόκλειστα, αναμένουν, ευτυχώς, κρεββάτι άκαμπτο, γι’ αυτόν μαρμάρινος τάφος, από ξύλο φυσικά κι αυτοί από πάνω, να γαμιούνται μανιασμένα, οι σκέψεις του: πρόλαβε και κρύφτηκε, όμως, άρχισε κι αυτός να καυλώνει·

46


ξεβράκωτοι σταυροί

αφυδατωμένη ψυχή

η αγάπη της, λόγια κρεμασμένα από τη καρδιά του: σκουριασμένα ψέματα, που τα ίχνη τους, ματωμένα άφηναν στη ψυχή του κι αυτός ξεθώριαζε, στο γυάλινο δάσος, στους βάλτους με τα χαμένα δάκρυα, τον κυνηγούσαν μάσκες και κουρέλια από φαγωμένο βελούδο: εκφυλισμένη η αφυδατωμένη της ψυχή, την είχε σιχαθεί και την παρέσυρε, στο ναό των άγιων οργασμών και δημόσια και ολόγυμνη την εκτέλεσε·

και άνανδρος και να κυλάει στις φλέβες του: αίμα μετάγγισης, πηγμένο με tattoo από ξεβράκωτους σταυρούς και με ρυθμικές στήσεις στο τσερβέλο από τις διαταγές, μαύρο λαρύγγι που ξερνάει λέξεις: νεκροφόρες, σκουλικιασμένη κτηνωδία, που το κόσμο έχει γεμίσει με εκατόμβες, αθώων, εκατομμυρίων, γονιών και παιδιών·

47


χάθηκαν όλα

κόλαση του Δάντη πίστεψε και ήλπιζε, καιρό τώρα με πάθος και ήταν το βράδι, που τα σύννεφα ζωγράφισαν με χρώματα βίαια, τη κόλαση του Δάντη, οι σάρκες του σκίστηκαν και το αίμα τρομαγμένο, άγρια πετάχτηκε με θανάσιμη βία και φτερά ασημένια, στάζοντας αίμα από τη πλάτη του ξεφύτρωσαν, ανυψώθηκε αργά και ότι φορούσε σε αμέτρητα κομμάτια εκτινάχθηκε και πέταξε, μια λάμψη μοχθηρή τον περιέλουσε, εφιάλτης έγινε, με φτερά και νύχια γρανιτένια·

ησυχία και απέραντη μοναξιά, με σκέψεις, σταγόνες που κατρακυλούν γερασμένες στο πικραμένο δέρμα σου, τώρα καταλαβαίνεις, στον ερειπωμένο σταθμό, μόνη, πληγωμένη, βλέπεις τη καταιγίδα, απομακρύνεται, θολώνει και τα δάκρυα θρυμματίζουν τη καρδιά σου, ξέρεις τώρα, τα μαύρα σύννεφα τα πήραν όλα μαζί τους, έκλεψαν και τη ψυχή του·

48


πύλες τρέχει φοβισμένος, στοές τραγικές, περνά από πύλες και ξαναπερνά, διαδρομές στολισμένες, με ληγμένες ερωτικές προσευχές και το φως κορεσμένο, το χρόνο λαμπυρίζει και οι σκιές, μπλεγμένες με κισσούς ματωμένους: μαύροι μονομάχοι, να τρυπήσουν να θέλουν, το σκουριασμένο οβελίσκο της ζωής του· και οι ψίθυροι, από παντού να τον κυνηγούν, τις αναμνήσεις κουβαλούν: με ηλιοκαμένα ηδονικά βογγητά να θέλουν να τον τορπιλίσουν·

σπέρμα πολύχρωμο σχεδόν, έχασε τις αισθήσεις από ηδονή και οι καθρέπτες πικρόχολοι, μιλούσαν για μοναξιά, περίεργο, το σπέρμα πολύχρωμο σχεδόν καυλωμένο ξεχύθηκε στο γυάλινο πάτωμα: επίδειξη και οθόνη 3D και αλληλεπίδραση, με σταγόνες και κάρτα πιστωτική, για φυσική άνευ ορίων επαφή·

49


μυαλά ζωντανά

σιδερένια σφυριά γυάλινος ο δρόμος, φιδίσιος, ανηφορικός κι αυτός με μεταλλικά τσαρούχια να σωθεί, το κυνηγούν σιδερένια σφυριά, με μαλλιά μακριά και λευκά και τεράστια βυζιά, το δρόμο σπάζουν και το πλησιάζουν και από κάτω ανθρώπινη πολιτεία και τα κομμάτια, θανατηφόρα να πέφτουν και τις καρδιές να θυσιάζουν: ωσαννά και ποτέ δεν το φτάνουν και οι ψυχές να κομματιάζονται συνεχίζουν·

βάζα κρυστάλλινα, άφθαρτα και ντέξιον ασημένια, φως λευκό, προβολείς θερμαντικοί και μέσα, μυαλά ζωντανά, και απ’ έξω, μάτια ψηφιακά, και σύνδεση ασύρματη και οπτικό νεύρο, δικτύωση τηλεπαθητική, συνείδηση και αιωνιότητα, και η εξέλιξη: ασώματη, με νόηση, ψυχή και έρωτα·

50


χαφιές με tattoo ύφος κουλ και στα μονοπάτια της ιστορίας: καταγώγια και ιπτάμενα ηχεία και ουρλιαχτά ενισχυτών και η κατάσταση; ερμαφρόδιτες δύνες και ξυρισμένες ομορφιές, με σαχλά στόματα και πέτσινα ντυσίματα, ήταν εύκολη, τρωκτικό παραδομένο στη ντρόγκα κι αυτός, μπάσταρδος, χαφιές, με tattoo, νοητικά χειρουργημένος και με σιχαμένους σταυρούς·

παρατημένες εικόνες διαστάσεις εγκαταλειμμένες, ημιυπόγειο, μυρωδιά ζεστής κλεισούρας και εικόνες παρατημένες από ξεχασμένες φώτο: χαροπαλεύουν, από τρωκτικά νεκρόφιλα και μόρια σκόνης υπερφυσικά και το ποτό, πρώτα χημική εκτίναξη κι έπειτα νόηση και θύμηση: ερωτικές σταυροφορίες κι εκείνη, υπερδιάσταση και χρονικές χορδές να του ταλαντεύουν το μυαλό: φώτο ξεχασμένες κι εκείνο το καλοκαίρι, οι δυο τους ερωτευμένοι·

51


άνδρες

το μαχαίρι κενή, ήταν και σιωπηλή, πρώτα, του πέταξε τη πίκρα της: το περσινό δώρο του, φτηνοπράγμα, ήταν και βαρύ, το απόφυγε, και έπειτα τα μπάσα εκτίναξαν το μυαλό της, ρόδες να στριγγλίζουν και όπερες κακόφωνες να μαδάνε τη λογική της, μαχαίρι ανοξείδωτο και ακονισμένο, το μίσος της πέταξε: από το χέρι της έφυγε, πρώτα στο τραπέζι κτύπησε, θέλημα γαλαξιακού θεού: ευθυγραμμίστηκε, ζυγιάστηκε και στη καρδιά του μέχρι τη λαβή καρφώθηκε·

ήταν αρσενικός, δυνατό σώμα, αξύριστος και του έπιασαν το καβάλο, κάποιος: ήταν αδύνατος, ίριδες ετερόχρωμες, τον είχε κεράσει και κοκτέιλ, προσβλήθηκε και τον κτύπησε, αναγκάστηκε, τον τράβηξε έξω από το μπαρ, πίσω, κι αυτός ανταπέδωσε, αντρική πάλη, και το φεγγάρι, χλωμό κρύσταλλο στοίχειωσε τα ιδρωμένα κορμιά τους, αίμα και σπέρμα και ξαφνικά να φιλιούνται άρχισαν άγρια·

52


το μπουκάλι

δεν φεγγίζουν και το φιλί έγινε αγάπη κι έπειτα χωρισμός και χάθηκε και το κορμί έγινε ανάμνηση, και οι ξεχασμένες καρδιές δεν φεγγίζουν στο σκοτάδι: άναψε τη λάμπα, κίτρινη γεύση και η μοναξιά έχει τα μάτια του, σιωπηλός και κρύφθηκε, στη σκληρή σκιά των τύψεων, καλύφθηκε μα τσιμεντένιο πέπλο και τη μέρα να περάσει περίμενε·

πήρες μια σκέψη σου εκδικητική κι ένα μπουκάλι σκοτεινό, μέσα τον έριξες, το βίδωσες με χέρια ματωμένα, του φόρεσες και χαϊμαλιά και για λίγο έπαιξες: το κλώτσησες στο διάδρομο: σκουριασμένος και με τους πίνακες των εραστών σου και από τη σκάλα το κατρακύλησες: σου άρεσε, πόνεσε κι έπειτα βαρέθηκες, άνοιξες το ψυγείο, αφού πρώτα το καλόγερο, το ξανθόμαλλο ερωμένο σου ρώτησες και στη κατάψυξη για φύλαξη, με τα κρέατα το έβαλες·

53


Θηλαστικά

λωρίδες μπέικον πήρε το χθες, το εκτύπωσε και το κόλλησε στη κακία της ψυχής της, ήταν ληγμένη και έπειτα, στις σιδηροτροχιές του σήμερα, στο λούνα παρκ της ζωής, τους στίχους που τις είχε χαρίσει: λωρίδες μπέικον, σε φωτιά της κόλασης έψησε, νοστιμιά παραδεισένια: η τιμωρία της, και με τις επιθυμίες του αλειμμένες με ελευθερία, τη γαία τρύπησε, γλίστρησε και στην την άλλη πλευρά του κόσμου βρέθηκε: στο νησί με τους ολόγυμνους αγίους·

έστειλα τα συναισθήματά μου διακοπές, δυστυχισμένα, ήταν οι τελευταίες τους, τα έπνιξαν μέλισσες θηλαστικές, θαλάσσιες·

Ξύπνημα Ξυπνούσε, πρώτα έκτιζε τοίχο με προσδοκίες, ισορροπούσε πάνω του γυμνή κι έπειτα πρωινό: μικρούς γαλαξίες με κρέμα και χυμό από πλανόδιο τηλεμεταφερόμενο εκχυμωτή και ήταν έτοιμη: για τη πάλη στη λάσπη του χρόνου·

54


55


Τα εκατό ποιήματα της συλλογής, αναφέρονται σε θέματα που αφορούν, την ύπαρξη, τη ζωή, με τα προβλήματα, τα όνειρα, τις φαντασιώσεις τους, μέσα από διαδρομές , στο φως και το σκοτάδι, του έρωτα του μίσους, της αδικίας, του σεξ· τρυπούν ή φιλοδοξούν να τρυπήσουν την υποκρισία, δείχνοντας τα ένστικτα που ταλαιπωρούν τη ψυχή και το σώμα μας·

Αλέξανδρος Μηλιορίδης (AlexMil)

ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι Συλλογή 1η Σεπτέμβριος 2013

ISBN: 978-960-93-5369-4


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.