Off or mess

Page 1


ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ 7ο σεμινάριο συγγραφικής

Off or mess

ΑΘΗΝΑ 2003


Off or mess Ετήσιο περιοδικό Τεύχος αρ.7

© Πανεπιστήμιο Αθηνών Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και φιλολογίας, 2003

1. Συγγραφική 2. Ποίηση 3. Διήγημα

ISSN: 1108-1333

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή όλου της παρούσας έκδοσης χωρίς την άδεια του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Την εικόνα του εξώφυλλου φιλοτέχνησε η καθηγήτρια Βασιλική Δενδρινού.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ........................................................................................1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ..........................................................................................2 ΑγγελικήΑδαμοπούλου .......................................................................3 Playtime, Το γιατρικό της αϋπνίας, Η μάχη Βασιλική Βασιλείου ...................................................................................... 6

Emerging Inspiration, Ethereal Presence Γαλάτεια Δημητρίου ...........................................................................8 Ζωή, 5 Χαϊκού, Ελπίδα, Αυγουστιάτικο μεσημέρι Εμμανουήλ Ζαβάκος .........................................................................12 Πεζές ημέρες Ευαγγελία Ιωάννου ............................................................................14 Ένα παραμύθι για ένα παραμύθι, Το ποντίκι που είδε τον κόσμο από ψηλά Γλυκερία Κλάγκου ............................................................................24 Τραγούδι μάνας σε καιρό πολέμου, Κυοφορώντας όνειρα Ευαγγελία-Χρυσοβαλάντη Κούκουρα .............................................26 Question of Life, We Have Become a Monstrous Creep, Αιγαίο, H2O Σωτηρία Λεπίδα ................................................................................30 Road Trip, Tracking, The Wish in the Well, Watching Mom and Dad When I Was Ten, Mrs Deadly Squad_ Ακριβή Μάμμα ..................................................................................35 Τείχη, End, Give + Take


Ασημίνα Μεταξάτου..........................................................................38 Η ατάκα, Οι 16 δημοφιλέστερες σκέψεις στον σημαντικότερο τόπο συνάντησης, Περίπατος - Συλλογή, Ένα απόγευμα η Χριστίνα μίλαγε με πάθος Παναγιώτα Μυλωνά ..........................................................................43 Χημικός λυρισμός, Plathian Weltschmerz, Das Marchen, Focus, Poetic Embroidery Σοφία Μυλωνά...................................................................................51 Θεραπευτικό ή Ώσπου να τρεμοπαίξουν μια τα βλέφαρα, Πίσω στο μεσαίωνα ο χρόνος, Ονειροπλασία, Αμπαλάζ για καρτποστάλ, Αναπάντεχοι επισκέπτες ή Τα συστατικά μιας έμπνευσης Αλέξανδρος Ναυπλιώτης ..................................................................56 Juliet in Adidas, Αφιερωμένο, Incredibile Auditum, Χαμένος σταθμός Μιχάλης Παπαντωνόπουλος .............................................................62 Παραβολή Χριστίνα Σφυρή .................................................................................64 Καθρέφτης δωματίου, Corections, Touch of Youth Αθηνά Τούτση....................................................................................67 Premeditated Murder, Μορφές και σχήματα, Edna Ρόδω Φουτάκη...................................................................................70 While Crossing the Street, Κυνηγητό στο δάσος Ούτε πιο πίσω, ούτε πιο μπροστά ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ....................................................73 ΟΙ off or mess ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ: W.B. Yeats & Sylvia Plath ................................................................74


ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι off or mess είναι συλλογικό προϊόν του μαθήματος της συγγραφικής, το οποίο αποτελεί μέρος του προγράμματος σπουδών του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Το μάθημα αυτό, το οποίο προσφέρεται ετησίως, το δίδαξα ως σεμινάριο για έκτη φορά το 2003 στους φοιτητές και τις φοιτήτριες του H΄ (εαρινού) εξαμήνου. H χρηματοδότηση του τόμου έγινε στα πλαίσια του προγράμματος του Τμήματός μας, Π. Ε. Δ. Υ. Α. Σ. Την γραμματολογική και ηλεκτρονική επιμέλεια των κειμένων προσέφεραν οι φοιτήτριες του σεμιναρίου Χριστίνα Σφυρή και Αθηνά Τούτση. Οφείλω ιδιαίτερες ευχαριστίες στην Μαρία Χρυσάφη που μας βοήθησε στη σελιδοποίηση των κειμένων. Τελειώνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τις φοιτήτριες και τους φοιτητές που παρακολούθησαν το σεμινάριο, καθώς και όλους τους συναδέλφους που περιβάλλουν την προσπάθεια αυτή με ενδιαφέρον και αγάπη. Είμαι επίσης ευγνώμων προς τους ομιλητές που συνέβαλαν με τη συμμετοχή τους στην έκβαση του σεμιναρίου. Τους αναφέρω μαζί με το αντικείμενο της ομιλίας τους. Δημήτρης Αρμάος, «Οι πνευματικοί και πολιτικοί όροι της δημιουργίας στην Ελλάδα» Margaret Beetham, “Anglo-American Women’s Poetry and its Criticism” Νάσος Βαγενάς, «(Μετα)μοντερνισμός και η κρίση του ελεύθερου στίχου» Βαγγέλης Σόρογκας, «Η τεχνική πλευρά της σκηνοθεσίας και της διαφήμισης» Don Schofield, “Writing Poetry in Greece” Βασίλης Τσιμπούκης, «Πηγές της λογοτεχνίας σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή στο Κέντρο Τεκμηρίωσης της Αμερικανικής Πρεσβείας» Λιάνα Σακελλίου-Σούλτς

1


ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ελεύθερος χρόνος και μάθηση Ο Αριστοτέλης κάποτε έγραψε ότι η ζωή ενός πολιτισμένου ατόμου απαιτεί ελεύθερο χρόνο. Εννοούσε, θα πρότεινα, ότι ο ελεύθερος χρόνος απαλλαγμένος από τις αναγκαίες για την επιβίωση δραστηριότητες είναι απαραίτητος για την πολιτιστική ανάπτυξη. Επίσης ότι πρέπει να συμπεριφερόμαστε προς τον εαυτό μας ως ελεύθερα άτομα και όχι ως σκλάβοι. Όσον αφορά στην τάξη της συγγραφικής η ιδέα του Αριστοτέλη θα μπορούσε να σημαίνει ότι το άτομο πρέπει να είναι ελεύθερο να δημιουργεί, πρέπει να αφήνει ελεύθερο πεδίο στη φαντασία του ώστε να προκαλέσει την εμφάνιση ενός καινούριου κόσμου. Αυτή η στάση δεν θα έπρεπε να σημαίνει την απουσία σχεδίων ή την απόρριψη συγγραφικών προσεγγίσεων από προγενέστερους συγγραφείς. Θα σήμαινε την αποδοχή της επιρροής και την προσπάθεια σχεδιασμού μιας νέας κατεύθυνσης με μεγάλη προσοχή έως ότου η διαδικασία εξελιχθεί. Ύστερα, σε κάποιο σημείο της συγγραφικής πορείας συμβαίνει μια αλλαγή. Ο συγγραφέας θα πρέπει να αναστείλει για λίγο την προσπάθεια που καταβάλλει για συνειδητό έλεγχο. Εάν κάποιος ελέγχει πλήρως τη διαδικασία, νομίζει ότι την ελέγχει ή προσπαθεί να την ελέγξει τότε το αποτέλεσμα δεν μπορεί να εκπλήξει πολύ τον συγγραφέα. Οι κριτικοί που δεν γίνονται δημιουργοί λογοτεχνικών έργων φαίνεται να το επιχειρούν με το δικό τους τρόπο με το να ψάχνουν διαρκώς για ένα πρότυπο λογοτεχνικού έργου που θα έχει ολοκληρωθεί πριν από τη συγγραφή κάποιου συγκεκριμένου έργου και η αποτυχία αυτής της έρευνας μοιάζει να τους εμποδίζει από το να αρχίσουν πραγματικά να γράφουν. Οι συγγραφείς μαθαίνουν να γράφουν μέσα από την ίδια τη συγγραφική πράξη. Οι χαρακτήρες θα πρέπει να έχουν τη δική τους ζωή, μια ζωή τέτοια ώστε να πληροφορούν τον συγγραφέα για την πορεία του μυθιστορήματος. Τότε ο συγγραφέας επιχειρεί μονάχα να έχει περιορισμένη επιβολή, δεν προσπαθεί να προκαθορίσει το έργο απόλυτα, αλλά να του επιτρέψει να αλλάξει την πορεία ενώ αυτή εξελίσσεται. Παρέχοντας στον εαυτό μας αυτόν τον ελεύθερο χρόνο και την ελευθερία — να αφουγκραζόμαστε και να παρατηρούμε την ίδια την πορεία της συγγραφής — δίνεται η δυνατότητα στο υλικό να καθοδηγεί το δημιουργό και έτσι ο δημιουργός εκ περιτροπής γίνεται το υλικό που θα δημιουργηθεί εκ νέου. Επίσης, η συνειδητή προσπάθεια της πλήρους καταστολής του ελέγχου της συγγραφής αποτελεί ένας είδος τελετουργικής πράξης μέσω της οποίας το άτομο παίζει τον ρόλο του κάθε συγγραφέα. Αυτή η στάση επιτρέπει στο παρελθόν να επηρεάσει τη συγγραφή στο μέγιστο βαθμό. Το αποτέλεσμα, στις καλύτερες περιπτώσεις, είναι ότι η συγγραφή αποκτά διαστάσεις μεγαλύτερες από αυτές που κατανοεί ο συγγραφέας, γίνεται κάτι που ζει πέρα από το συγγραφέα και αναπτύσσεται με τις ερμηνείες και τις αυτοτελείς συνέχειες που οι άλλοι του προσδίδουν. Λιάνα Σακελλίου-Σούλτς

2


Αγγελική Αδαμοπούλου _________________________________________________________

PLAYTIME Languid eyes, shiny cheeks curved lashes and a sealed smile. Blond hair, slim figure search for me in a shop-window. Snap your fingers and I dance. Squeeze me and I worship. Tear every particle of my being. Don’t worry I won’t scream. Time’s up. Back to my wooden box. Thank God, I’m still alive. Yours forever.

3


TO ΓΙΑΤΡΙΚΟ ΤΗΣ ΑΫΠΝΙΑΣ Παρέα με τα στοιχειά του σκότους – τον χτύπο του χρόνου το σφυροκόπημα της βρύσης τον αέρινο κλέφτη στις γρίλιες – στέκομαι κάτω από τον θόλο του αλογόνου και αφουγκράζομαι. Ψηλοτάκουνες γόβες που λιώνουν στην άσφαλτο πόρτες που βογκούν φευγαλέα χαχανητά κρυμμένα σε στοιχειωμένα σοκάκια – είναι η στιγμή που κλειδώνω την ψυχή μου στο χαρτί. Επιβιβάζομαι στις μαύρες φιγούρες και το μυαλό, αγγίζει τον Αυγερινό. Να ’μαι εδώ μια ανάσα πριν τον Θεό. Εκεί, η πένα στο πάτωμα στάζει νεφελώματα και γαλαξίες.

4


Η ΜΑΧΗ Έχω μια φίλη που τη λένε Μάχη. Τα χέρια της λεπίδες, τα μάτια της φαντάσματα του παρελθόντος. Μια μέρα της είπα: «Ξύπνα. Καιρό έμεινες στην άκρη ενός γκρεμού». Δεν ξέρω αν με άκουσε, μα από τότε μου ζήτησε να την φωνάζω Ανδρομάχη.

5


Βασιλική Βασιλείου _________________________________________________________

EMERGING INSPIRATION Write and write. I do not dare.

Suddenly, the voice I again I hear. It comes and carries me near To the dark labyrinths of my soul’s sphere “To the immense power of the pen now yield and have no fear,

with me to experience another world, more real.”

6


AETHEREAL PRESENCE

I feel her magic presence in the room, I know she’s here with me.

The same soft touch on my face, The same comfort when my hopes fade away. She’s everywhere, Showing me the way Through pain – Through pain But – Nothing is vain.

7


Γαλάτεια Δημητρίου _________________________________________________________ ZΩΗ Θα κρυφτώ στο συρτάρι με τα ρούχα της. Το οξυγόνο της ψυχής ας με γυρίσει πίσω στα πέταλα που ζωντάνευαν.

8


5 ΧΑΪΚΟΥ Λευκό μελάνι οι σκέψεις μου. Φτερουγίζουν και χάνονται. Σ’αναζητώ· κρύφτηκες ανάμεσα στης δάφνης τα φύλλα. Σούρουπο. Νυχτολούλουδα ζωντανεύουν οι πόθοι μας. Νύχτωσε. Μικρά παιδιά φοβόμαστε το σκοτάδι. Σπασμένος καθρέφτης το βλέμμα της. Όσο κοιτάς χάνεσαι.

9


ΕΛΠΙΔΑ Κλείσε τα μάτια – το έξω σκοτάδι βαθύτερο απ’τη δική τους σκιά Σε φωνάζε – πιες απ’ τα χέρια της ίσως να ξεδιψάσεις.

10


ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ Η ησυχία έχει τον ήχο της φωνής σου· τα σεντόνια μυρίζουν όμορφα. Ας ήσουν πλάι μου.

11


Εμμανουήλ Ζαβάκος __________________________________________________________ ΠΕΖΕΣ ΗΜΕΡΕΣ Μια μέρα που καθόμουνα και κοίταζα τους τοίχους Πήρα μολύβι και χαρτί κι είπα να γράψω στίχους. Είπα λοιπόν να οργανωθώ κι αμέσως πριν αρχίσω Τράβηξα την καρέκλα μου και είπα να καθίσω Να είμαι αναπαυτικά αφού θα έπαιρνε ώρα Ήταν και ο καιρός κακός και έξω έριχνε μπόρα. Αφού λοιπόν βολεύτηκα ξεκίνησα να γράφω Τον άδειο τοίχο του χαρτιού ξεκίνησα να βάφω. Νόμιζα θα ‘ταν εύκολο να εκφραστώ στην πρόζα Έπαιζε και στο ράδιο του Μητροπάνου η Ρόζα. Η αρχή ήταν όμως δύσκολη και πιο πολύ για μένα Σε δίχτυ όλα στο μυαλό ήταν πολύ μπλεγμένα. Να αρχίσω πώς δεν ήξερα, είχα κάποιες ιδέες. Μήπως για αγγέλους να ‘γραφα με πύρινες ρομφαίες; Την ιστορία να ‘πιανα, να ‘λεγα δυο κουβέντες Για άντρες σκληροτράχηλους και ήρωες λεβέντες; Ή ίσως κάποιο ερωτικό κι αστείο μελοδράμα Ν’ αφηγηθώ λεπτομερώς, να γράψω κατά γράμμα; Αυτά αναρωτιόμουνα σε νάρκη είχα πέσει Στον εαυτό μου έλεγα στη μούσα δεν θ’ αρέσει. Όνειρο είδα το λοιπόν πως είχε καταιγίδα Κι απ’ τη βροχή δεν έβλεπα κι έπεσα σε παγίδα. 12


Σαν βγήκα και σηκώθηκα νομίζω είδα μορφή. Η μούσα ήταν, με κοίταξε με τρύπησε καρφί. Μου είπε, πάρε έμπνευση να γράψεις ό,τι θέλεις, Ποίημα ή την περιπέτεια του Φρίξου και της Έλλης. Όμως από το ξάφνιασμα έπαψα να κοιμάμαι. Στο κομοδίνο χτύπησα, το πώς δε το θυμάμαι. Παρόλο το καρούμπαλο ένιωσα βασιλιάς Σαν να ‘χα στο κεφάλι μου ένα κλαδί ελιάς. Και πρόζα αν δεν έγραφα θα έγραφα ένα ποίημα Η μούσα με ευλόγησε και ας με λέγαν βλήμα. Σήκωσα το μολύβι μου να κάνω αυτό που λίγοι Όμως απ’ το καρούμπαλο η έμπνευση είχε φύγει. Έτσι το αποφάσισα τίποτα να μην γράψω Το βωμολόχο στόμα μου για πάντα να το ράψω.

13


Ευαγγελία Ιωάννου _______________________________________________________

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Athens 2003 Ο κύριος Μπράουν καθόταν στη μεγάλη πολυθρόνα του και απολάμβανε την ησυχία. Κρατούσε στο χέρι του ένα βιβλίο και ήταν απορροφημένος μέσα στις σελίδες του. Ήταν ένα μυθιστόρημα κάποιου σπουδαίου συγγραφέα και ο κύριος Μπράουν έδειχνε ενθουσιασμένος! Στις 10 η ώρα το μεγάλο ρολόι του τοίχου άρχισε να χτυπά ρυθμικά. Ο κύριος Μπράουν έκλεισε με απογοήτευση το βιβλίο, σηκώθηκε με δυσκολία από την πολυθρόνα και καθώς έβγαινε από τη βιβλιοθήκη έκλεισε το φως. Σε λίγο, δεν ακουγόταν τίποτα σε όλο το σπίτι. Τα παιδιά είχαν ήδη κοιμηθεί και ο κύριος και η κυρία Μπράουν, αφού φλυάρησαν λίγο, ξάπλωσαν στο μαλακό κρεββάτι και αποκοιμήθηκαν. Όταν το ρολόι χτύπησε 12 φορές, τα πάντα άρχισαν να αλλάζουν! Στη βιβλιοθήκη υπήρχε μεγάλη αναστάτωση, φωνές και φασαρία. Όλα τα βιβλία μιλούσαν μεταξύ τους, φώναζαν, μάλωναν και γελούσαν: Εγώ είμαι το πιο σοφό απ’όλα σας! είπε το πρώτο. Μπορεί να έχω μόνο 253 σελίδες αλλά κρύβω μέσα μου όλα τα μυστικά της φιλοσοφίας. - Εγώ όμως είμαι το πιο έξυπνο! Μέσα μου υπάρχουν όλες οι θεωρίες των πιο διάσημων επιστημόνων. Δεν υπάρχει πρόβλημα που να μη μπορώ να λύσω. - Ό,τι και να λέτε, εγώ είμαι το πιο όμορφο! Το εξώφυλλό μου το έφτιαξε ένας σπουδαίος καλλιτέχνης. - Εγώ ξέρω τα πάντα γύρω από την ποίηση και πάνω μου έχουν γραφτεί τα ωραιότερα ποιήματα του κόσμου! - Εγώ κρύβω μέσα μου δράκους, ιππότες και πριγκήπισες και με έχουν κρατήσει στα χέρια τους δεκάδες άνθρωποι. - Εγώ… εγώ είμαι ένα απλό παραμύθι. Όλα τα μεγάλα βιβλία σταμάτησαν να μιλούν. Προσπαθούσαν να καταλάβουν ποιος είχε μιλήσει. -

14


- Από πού ήρθε αυτή η φωνή; φώναξε μια εγκυκλοπαίδεια. - Από μένα! είπε διστακτικά ένα μικρό βιβλίο. Όλοι γύρισαν προς το μέρος του και προσπάθησαν να το δουν. Βρισκόταν στο 3ο ράφι, στριμωγμένο στο τέλος ανάμεσα σε κάτι παλιόχαρτα. Ήταν άσπρο και κοντό. Ήταν τόσο μικρό, που δεν είχε καν σελιδοδείκτη! Τα βιβλία δεν πίστευαν στα μάτια τους. Μα εσύ είσαι μωρό, είπε ένα μεγάλο μυθιστόρημα με έκπληξη. - Δεν είμαι μωρό! Γεννήθηκα πριν πέντε χρόνια και ο πατέρας μου με έκανε δώρο στον κύριο Μπράουν για τα γενέθλιά του. - Μάλιστα, είπε η εγκυκλοπαίδεια και το κοίταξε με μισό μάτι. Και για πες μας, πόσοι άνθρωποι σε έχουν διαβάσει μέχρι τώρα; Σίγουρα θα κρατάς συντροφιά στα παιδιά τα βράδια. Το μικρό παραμύθι κατέβασε τα μάτια του από ντροπή. -

Ακόμα δεν με έχει διαβάσει κανείς αλλά είμαι σίγουρο ότι ο πρώτος που θα με διαβάσει θα με αγαπήσει! Τα βιβλία άρχισαν να γελάνε δυνατά. Τα γέλια τους τράνταζαν την ξύλινη βιβλιοθήκη και το μικρό παραμύθι φοβήθηκε τόσο πολύ που χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στο ράφι. -

Μετά από δυο μέρες, ο μικρός γιος του κύριου Μπράουν μπήκε στη βιβλιοθήκη μαζί με τη μητέρα του. Είχαν λίγο ελεύθερο χρόνο κι έτσι αποφάσισαν να διαβάσουν μαζί κάποιο βιβλίο. Πλησίασαν τη βιβλιοθήκη και άρχισαν να κοιτούν τα ράφια και να ψάχνουν. Όλα τα βιβλία στεκόντουσαν σοβαρά και σταθερά στη θέση τους και μόνο το μικρό παραμύθι χοροπηδούσε πάνω κάτω και φώναζε: - Εμένα! Εμένα! Σε παρακαλώ, διάλεξε εμένα! Το μικρό αγοράκι προχώρησε προς το μέρος του και άπλωσε το χέρι του. Η καρδούλα του μικρού βιβλίου άρχισε να χτυπά δυνατά. Κράτησε την ανάσα του και φόρεσε το πιο λαμπερό του χαμόγελο. - Εμένα! Εμένα! παρακαλούσε. Το χέρι του αγοριού πέρασε από πάνω του και σταμάτησε ακριβώς δίπλα του σε ένα μεγάλο κόκκινο βιβλίο. Το αγοράκι γούρλωσε τα μάτια του ενθουσιασμένο! -

Αυτό θέλω! Που έχει ιππότες και δράκους.

15


Μαζί με τη μητέρα του κάθισαν στη πολυθρόνα και άνοιξαν το μεγάλο βιβλίο. Μαζί, άρχισαν να διαβάζουν και πολύ σύντομα είχαν γίνει ένα με τον κόσμο των ιπποτών. Το αγοράκι διάβαζε με λαχτάρα κάθε σελίδα και κρατούσε σφιχτά το βιβλίο με τα δυο του χέρια. Το μικρό παραμύθι απογοητευμένο έβαλε τα κλάματα. Δε με θέλει κανένας! Είμαι τόσα χρόνια εδώ και κανένας ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για το τί κρύβω μέσα μου. Τα παιδιά πια μεγάλωσαν και δεν έχουν όρεξη για παραμύθια. Θα πεθάνω μόνο μου, χωρίς να έχω κάνει ούτε ένα παιδί χαρούμενο. Τα μεγάλα βιβλία το άκουγαν που έκλαιγε αλλά κανένα δεν καταδέχτηκε να το παρηγορήσει. Όλα του γύρισαν την πλάτη με περιφρόνηση και έδωσαν όρκο κανένα να μην ξαναμιλήσει σε αυτό το μικρό βιβλίο που ντρόπιαζε τη βιβλιοθήκη του κύριου Μπράουν. -

Οι μέρες και οι μήνες περνούσαν και όλα τα βιβλία με τη σειρά τους πρόσφεραν στιγμές χαράς αλλά και γνώσεις στην οικογένεια του κύριου Μπράουν. Και το καθένα από αυτά περηφανευόταν και καμάρωνε κάθε φορά που το διάλεγε κάποιος για να περάσει την ώρα του μαζί του. Μόνο το μικρό παραμύθι παρέμενε στριμωγμένο ανάμεσα στα παλιόχαρτα και κανένας δεν του έδινε σημασία. Δε ζητάω πολλά, σκεφτόταν το μικρό βιβλίο, απλά κάποιον να με διαβάσει. Να μπορέσω κι εγώ να δώσω χαρά σε ένα παιδάκι! Και τι δε θα έδινα για να με κρατούσε στα χέρια του ένα μικρό παιδί και να με αγαπούσε όπως αγαπάει και τ’ άλλα βιβλία! Δυστυχώς, όμως, όσο και να παρακαλούσε, κανένας δεν ενδιαφερόταν γι αυτό και όποτε κάποιος έμπαινε στη βιβλιοθήκη ήταν σα να το περιφρονούσε επίτηδες. -

Μια μέρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα στο δωμάτιο ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Φορούσε ένα ροζ φορεματάκι και είχε ένα φιόγκο στα μαλλιά της. Όλα τα βιβλία ενθουσιάστηκαν και άρχισαν να ψιθυρίζουν. - Ποια είναι αυτή; ρώτησε το μικρό παραμύθι. Το μεγάλο κόκκινο βιβλίο που βρισκόταν δίπλα του, αν και είχε δώσει όρκο να μη του ξαναμιλήσει, δεν άντεξε να μην απαντήσει.

16


Είναι η μικρή κόρη του κύριου Μπράουν. Δε την είχαμε ξαναδεί γιατί ήταν πολύ μικρή και δεν την άφηναν να μπαίνει σε αυτό το δωμάτιο. Μάλλον τώρα έμαθε να διαβάζει κι ο πατέρας της την άφησε να έρθει και να διαλέξει το πρώτο της βιβλίο. Καταλαβαίνεις φυσικά πόσο μεγάλη τιμή είναι να σε διαλέξει η κόρη του κύριου Μπράουν. Το πρώτο βιβλίο κάθε παιδιού μένει για πάντα το αγαπημένο του. Αλλά, πού να καταλάβεις εσύ! Και ούτε νομίζω θα καταλάβεις ποτέ! είπε και γύρισε περιφρονητικά την πλάτη του αφήνοντας το μικρό παραμύθι απογοητευμένο αλλά και μαγεμένο από τα λόγια του. Όλα τα βιβλία φόρεσαν το πιο γλυκό τους χαμόγελο σίγουρο το καθένα για τον εαυτό του. Ποιο θα ήταν άραγε το τυχερό; Το μικρό παραμύθι κατέβασε τα ματάκια του και χώθηκε βαθιά στο ράφι. Τι σημασία είχε να χαμογελάει και να φωνάζει, αφού πάλι θα έμενε μόνο του, ξεχασμένο και ντροπιασμένο. Εκείνη την ώρα, καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά, του ήρθε μια καταπληκτική ιδέα. Αφού τελικά ήταν γραφτό του να μην το διαβάσει ποτέ κανείς, ας πέθαινε τουλάχιστον προσπαθώντας. Σήμερα είχε έρθει η μεγάλη μέρα! Θα τα έδινε όλα για όλα! Καθώς το μικρό κορίτσι πλησίασε διστακτικά τη βιβλιοθήκη και ενώ ήταν έτοιμο να απλώσει το χέρι του στο πρώτο ράφι, το μικρό παραμύθι μάζεψε όλη του τη δύναμη και με ένα σάλτο πήδηξε και προσγειώθηκε στο πάτωμα ακριβώς μπροστά στα πόδια της μικρούλας. Τα υπόλοιπα βιβλία κοίταζαν με τρόμο το μικρό παραμύθι και κούναγαν απογοητευμένα τα κεφάλια τους. Το κοριτσάκι έσκυψε, πήρε στα χέρια του το μικρό βιβλίο και διάβασε δυνατά «Το-τρε-νά-κι που τα-ξί-δε-ψε σε ό-λο τον κό-σμο». Το κοίταξε από μπροστά, το κοίταξε από πίσω και ευχαριστημένο το έσφιξε στα χεράκια του. Τα μεγάλα βιβλία έμειναν με το στόμα ανοιχτό καθώς έβλεπαν την κόρη του κύριου Μπράουν να βουλιάζει μέσα στη μεγάλη πολυθρόνα έχοντας στα χέρια της εκείνο το ασήμαντο και άχρηστο βιβλίο. Η μικρούλα άνοιξε το παραμύθι και διστακτικά ξεκίνησε να διαβάζει: «μια φο-ρά κι έ-ναν και-ρό ή-ταν έ-να τρε-νά-κι που το έ-λεγαν Μπίλι και ή-θε-λε να τα-ξι-δέ-ψει σε ό-λο τον κό-σμο». Το κοριτσάκι σταμάτησε και κοίταξε την χαριτωμένη εικόνα στην απέναντι σελίδα που έδειχνε ένα μικρό τρενάκι. Μάλιστα για μια στιγμή της φάνηκε -

17


πως το τρενάκι της χαμογέλασε! Αμέσως, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε αποφασισμένη. Το μικρό παραμύθι πετούσε από ευτυχία! Είχε επιτέλους καταφέρει να τραβήξει το ενδιαφέρον ενός παιδιού και τώρα όπως κάθε καλό βιβλίο είχε αγκαλιάσει το κοριτσάκι και το είχε μεταφέρει σε έναν άγνωστο φανταστικό κόσμο. Μάλιστα, επειδή η μικρούλα έβαζε τα δυνατά της για να καταφέρει να διαβάσει, το μικρό βιβλίο προσπαθούσε να στρογγυλέψει και να μεγαλώσει τα γράμματά του όσο περισσότερο μπορούσε. Η μικρούλα δεν πήρε τα μάτια της από πάνω του ούτε μια στιγμή. Όταν μετά από λίγη ώρα το τελείωσε χαμογέλασε κι έκλεισε το βιβλίο. Το κοίταξε και τα ματάκια της άστραψαν! «Το πρώτο μου βιβλίο!», σκέφτηκε. Ήταν τόσο περήφανη που είχε καταφέρει να το διαβάσει μόνη της που άρχισε να φωνάζει Μαμά! Μαμά! Βρήκα ένα υπέροχο παραμύθι! Έλα να δεις τί όμορφα που μπορώ και διαβάζω! Έλα να δεις τί καλά που τα καταφέρνω και τρέχοντας πετάχτηκε έξω από το δωμάτιο κρατώντας σφιχτά στα χέρια της το μικρό παραμύθι. Τα υπόλοιπα βιβλία έμειναν να κοιτούν το μικρό κοριτσάκι καθώς εξαφανιζόταν στο διάδρομο έχοντας στα χέρια της το βιβλίο που τόσο καιρό περιφρονούσαν και περιγελούσαν. Και από εκείνη τη μέρα δεν το είδαν κι ούτε ασχολήθηκαν μαζί του ξανά. -

Όσο για το μικρό παραμύθι γνώρισε μέρες δόξας. Η μικρούλα είχε ενθουσιαστεί μαζί του και όπου κι αν πήγαινε το έπαιρνε μαζί της. Μάλιστα, όποτε έβρισκε ευκαιρία το διάβαζε με περηφάνια στη μαμά της, στο μπαμπά της, ακόμα και στα δυο της αδέρφια. Έτσι, το μικρό βιβλίο πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στο δωμάτιο της μικρής κόρης του κύριου Μπράουν. Μαζί ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο κι όταν δεν την βοηθούσε στην ανάγνωση, περνούσε τις ώρες του φλυαρώντας με τα άλλα παραμύθια του μικρού γραφείου που το σέβονταν και το θαύμαζαν αφού ήταν το πρώτο και το πιο αγαπημένο βιβλίο απ’ όλα!

18


ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ ΠΟΥ ΕΙΔΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΠΟ ΨΗΛΑ Ήταν νύχτα και στο μεγάλο δάσος όλα τα ζώα κοιμόντουσαν. Μόνο η κουκουβάγια ξαγρυπνούσε στο κλαδί ενός δέντρου και παρατηρούσε τα αστέρια στον ουρανό. Το φεγγάρι ήταν κρυμμένο πίσω από ένα σύννεφο κι έτσι στο δάσος υπήρχε απόλυτο σκοτάδι. Κάποια στιγμή, η κουκουβάγια διέκρινε ένα μικρό φως που τρεμόπαιζε πίσω από ένα θάμνο. Τι να’ταν άραγε αυτό; Ξαφνικά, το φωτάκι κουνήθηκε! Άρχισε να τρέχει σα τρελό γύρω από το θάμνο, ανέβηκε πάνω σ’ένα δέντρο και όταν έφτασε σε ένα αρκετά ψηλό κλαρί, πήρε φόρα και έπεσε με θόρυβο στο έδαφος! - Μα τι στο καλό είναι αυτό;» αναρωτήθηκε η κουκουβάγια. Έτσι όπως λάμπει μόνο νεράιδα θα μπορούσε να είναι. Αλλά τέτοια ώρα κοιμούνται. Κι εξάλλου οι νεράιδες ξέρουν να πετούν πολύ καλά, ποτέ δε θα έπεφταν τόσο άγαρμπα από ένα δέντρο! Όταν ξανακοίταξε το φωτάκι συνειδητοποίησε με τρόμο ότι ερχόταν βιαστικά προς το μέρος της. - Α! Όλα κι όλα! Ό,τι και να’ναι δε θα του επιτρέψω να ανέβει πάνω στο δικό μου δέντρο, σκέφτηκε και ανοίγοντας τα φτερά της, προσγειώθηκε αποφασιστικά στη ρίζα του δέντρου έτοιμη να υπερασπιστεί το σπίτι της με κάθε τρόπο. Όταν πια το φωτάκι πλησίασε αρκετά κοντά, αντίκρυσε με έκπληξη το μικρό Γουίλι. Φορούσε ένα καπέλο με φακό, σαν αυτό των ανθρακορύχων, και στο χέρι του κρατούσε ένα χαρτί με περίεργα σχέδια. - Γουίλι, του είπε, τι δουλειά έχει ένα ποντίκι μόνο του τέτοια ώρα μέσα στο δάσος; και τον κοίταξε λες και τον είχε τσακώσει να κάνει πάλι καμιά αταξία. Ο Γουίλι ήταν ένα ποντικάκι μόλις δύο μηνών. Όταν γεννήθηκε, η μητέρα του το κοίταξε, το ξεχώρισε από τ’άλλα και είπε «εσένα θα σε ονομάσω Γουίλι σαν τον πατέρα σου». Δεν ξέρω αν το ποντικάκι ήταν πράγματι διαφορετικό από τα αδέρφια του ή αν το επηρέασε τόσο πολύ το όνομά του, πάντως όσο μεγάλωνε τόσο περισσότερο έμοιαζε στον πατέρα του. Καθόταν με τις ώρες στριμωγμένος στην αγκαλιά της μαμάς του και την άκουγε με ενδιαφέρον να μιλάει γι’αυτόν. Απ’ ό,τι έλεγε, ήταν ο πιο όμορφος ποντικός της γειτονιάς και ο πιο γενναίος και όλοι τον ζήλευαν. Ήταν όμως και πολύ ξεροκέφαλος γιατί νόμιζε 19


ότι μπορούσε να τα βάλει ακόμα και με τα πιο άγρια θηρία του δάσους. Δυστυχώς, λίγο πριν γεννηθεί ο Γουίλι, ο πατέρας του έπεσε στα νύχια μιας αγριόγατας κι έτσι το μικρό ποντικάκι δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει. - Όταν μεγαλώσω θα γίνω σαν τον μπαμπά μου, έλεγε συνέχεια ο μικρούλης κι η μητέρα του του είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία αν και μέσα της φοβόταν για το τί θα μπορούσε να του συμβεί. Από πολύ νωρίς φάνηκε πόσο ξεχωριστός ήταν. Δεν του άρεσε καθόλου να παίζει με τα αδέρφια του, ούτε με τ’άλλα ποντίκια της γειτονιάς. Συνέχεια έλεγε πόσο θα ήθελε να φύγει μακριά από αυτό το δάσος και πόσο άσχημο ήταν να είσαι ποντίκι! Ο καλύτερός του φίλος ήταν ένα χελιδόνι, ο Τζίνο. Οι δυο τους έκαναν καταπληκτική παρέα και ήταν τα πιο σκανταλιάρικα ζωάκια του δάσους. Όλοι αναρωτιόντουσαν πώς τα κατάφερναν ένα χελιδόνι κι ένα ποντίκι να είναι φίλοι, αλλά γι’αυτούς δεν ήταν καθόλου περίεργο. Ο Γουίλι εξάλλου δεν συμπεριφερόταν σαν ποντίκι! Καθόταν με τις ώρες και άκουγε το Τζίνο να του λέει ιστορίες απ’όλο τον κόσμο όπου είχε ταξιδέψει και το μικρό ποντικάκι ζήλευε και θαύμαζε το φίλο του που ήταν τόσο σημαντικός και είχε δει τόσα πράγματα στη ζωή του. Μια μέρα ο Τζίνο δεν ξαναγύρισε στο κλαράκι που βρισκόντουσαν κάθε μεσημέρι και ο Γουίλι φοβήθηκε μήπως του είχε συμβεί κάτι κακό. Τον περίμενε μέρες ολόκληρες και κανείς δεν τολμούσε να του πει ότι ο Τζίνο δεν θα ξαναγυρνούσε. Η μητέρα του δεν άντεξε να τον βλέπει τόσο στεναχωρημένο κι έτσι του εξήγησε για τα χελιδόνια. Δηλαδή έφυγε επειδή είναι χειμώνας; Μα θα μπορούσαμε να τον φιλοξενήσουμε στο σπίτι μας που είναι πολύ ζεστό, ε, μαμά; είπε ο Γουίλι κλαίγοντας - Μικρό μου μωράκι, απάντησε η μαμά του, τα χελιδόνια δεν μπορούν να ζήσουν κάτω από τη γη. Γι’αυτό έχουν φτερά, για να μπορούν να πετάνε μακριά και να φεύγουν. - Θέλω κι εγώ να γίνω χελιδόνι, μαμά! Να πετάξω και να βρω το φίλο μου. Θέλω να δω κι εγώ τον κόσμο. Βαρέθηκα να ζω συνέχεια κάτω από τη γή! Είναι απαίσιο να είσαι ποντίκι! Από εκείνη τη μέρα ο Γουίλι δε σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά μόνο πώς θα καταφέρει να πετάξει. Καθόταν και χάζευε τα μεγάλα πουλιά που πετούσαν πάνω από το δάσος και μελετούσε τις κινήσεις τους. Εκείνο το βράδυ είχε φορέσει το καπέλο του πατέρα του με το φακό, είχε 20


πάρει και τα σχέδιά του στο χέρι κι είχε βγει μες στο σκοτάδι για να κάνει την πρώτη του απόπειρα. Είχε ανέβει στο κλαρί ενός δέντρου και με φόρα πήδηξε στον αέρα κι έπεσε στο έδαφος, ευτυχώς χωρίς να χτυπήσει. Ήταν έτοιμος να ανέβει και σ’ένα δεύτερο δέντρο, όταν για κακή του τύχη έπεσε πάνω στην κουκουβάγια. Τον τελευταίο καιρό, έκανε πολύ παρέα με τα μικρά της για να μπορέσει να ανακαλύψει πώς τα καταφέρνουν και πετούν κι έτσι βρισκόταν συνεχώς μέσα στα πόδια της και της δημιουργούσε προβλήματα. Τώρα έπρεπε να βρει μια καλή δικαιολογία. - Παίζω κρυφτό με τα αδέρφια μου, της είπε. - Δε θα δυσκολευτούν να σε βρουν με αυτή τη λάμπα που κουβαλάς στο κεφάλι σου! Φυσικά δεν τον είχε πιστέψει. - Γουίλι, του είπε, νομίζω προσπαθείς να κάνεις κάτι που πολύ φοβάμαι δε θα το καταφέρεις ποτέ! Τα ποντίκια δεν έχουν φτερά και δεν μπορούν να πετάξουν! - Μπορεί να μην έχω φτερά αλλά θα φτιάξω», είπε θυμωμένα. «Και τότε θα τα φορέσω και θα πετάξω μακριά από εδώ για να γνωρίσω τον κόσμο και να βρω το φίλο μου το Τζίνο. Και τότε όλοι θα με ζηλεύετε και θα γίνω θρύλος σαν τον μπαμπά μου! - Τον μπαμπά σου, όμως, τον έφαγε για πρωινό μια αγριόγατα, είπε η κουκουβάγια και πέταξε ψηλά στο κλαρί της για να συνεχίσει τις σκέψεις της. Ο Γουίλι κοίταξε με ζήλια τα μεγάλα δυνατά φτερά της και άρχισε να σκαρφαλώνει με πείσμα στο διπλανό δέντρο. Όταν έφτασε αρκετά ψηλά, πήρε φόρα και όταν βρέθηκε στον αέρα άρχισε να χτυπά με δύναμη τα τέσσερα ποδαράκια του. Χωρίς να προλάβει να το καταλάβει βρισκόταν ήδη στο έδαφος, με το φακό του σπασμένο και με το ξεκαρδιστικό γέλιο της κουκουβάγιας να ακούγεται σε όλο το δάσος. Την άλλη μέρα όλο το δάσος μιλούσε για το ποντίκι που προσπαθεί να πετάξει και όλοι του οι φίλοι γελούσαν πίσω από την πλάτη του και τον κορόιδευαν. Ο Γουίλι όμως είχε πεισμώσει και δεν το έβαζε κάτω. Όλη μέρα ανέβαινε σε δέντρα και έκανε βουτιές στο κενό, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα τα κατάφερνε να μείνει στον αέρα. Μάταια η μητέρα του τον παρακαλούσε να σταματήσει τις ανοησίες.

21


- Είσαι ξεροκέφαλος σαν τον πατέρα σου, του έλεγε, αλλά κρυφά τον καμάρωνε για την επιμονή του. Όλος ο χειμώνας πέρασε έτσι! Ο Γουίλι παρατηρούσε τις κινήσεις των πουλιών και προσπαθούσε να αντιγράψει τα φτερά τους. Τα πουλιά είχαν χάσει πια την ηρεμία τους! Κάθε τόσο έβρισκαν τον Γουίλι μέσα στις φωλιές τους να τους κλέβει τα φτερά που φύλαγαν εκεί για ζεστασιά. Είχε πια έρθει η Άνοιξη και ο Γουίλι συνέχιζε να προσπαθεί δίχως αποτέλεσμα. Ακόμα κι όταν κατάφερε να φτιάξει ένα ζευγάρι ψεύτικα φτερά, είχε την ίδια τύχη με τις προηγούμενες φορές. Όλοι πια άρχισαν να τον κοροϊδεύουν και ο Γουίλι απελπισμένος έβαλε τα κλάμματα! - Ποτέ δε θα τα καταφέρω να πετάξω! Ποτέ δε θα ξαναδώ το Τζίνο και όλοι θα με θυμούνται και θα γελάνε! Θα περάσω όλη μου τη ζωή κάτω από τη γη και ποτέ δε θα φύγω από αυτό το απαίσιο δάσος. Και όλα αυτά γιατί απλά γεννήθηκα ποντίκι! - Μωράκι μου, απάντησε η μαμά του, το κάθε ζώο είναι ξεχωριστό! Κανένα δε μοιάζει με τ’άλλο και όλα έχουν ένα ιδιαίτερο χάρισμα. Τα πουλιά μπορεί να έχουν φτερά και να πετάνε ψηλά, εσύ όμως έχεις τέσσερα δυνατά ποδαράκια και τρέχεις τόσο γρήγορα που μπορείς να γλιτώσεις από κάθε κίνδυνο. Πρέπει να μάθεις να είσαι ικανοποιημένος με αυτά που έχεις και να είσαι ευτυχισμένος για αυτό που είσαι! Κι εξάλλου, είσαι ακόμα μικρός. Ποιός ξέρει, αν συνεχίσεις να επιμένεις μπορεί κάποια στιγμή να τα καταφέρεις, και του έκλεισε το μάτι πονηρά. Ο Γουίλι σκούπισε τα θλιμμένα ματάκια του, σκαρφάλωσε στο δέντρο και κάθησε στο κλαράκι που συνήθιζαν να κάθονται με το Τζίνο. Αυτή τη φορά δεν προσπάθησε να πηδήξει. Απλά κάθισε και άρχισε να σκέφτεται αυτά που του είπε η μητέρα του. Η αλήθεια είναι πως ήταν πολύ γρήγορος και όλοι στο σχολείο τον θαύμαζαν! Μάλιστα φέτος στις γυμναστικές επιδείξεις είχε βγει πρώτος στους αγώνες ταχύτητας! Ίσως τελικά να μην ήταν και τόσο άσχημο να είσαι ποντίκι. Ξαφνικά πίσω του άκουσε ένα χαρούμενο τιτίβισμα! Γύρισε το κεφάλι του και είδε να προσγειώνεται δίπλα του ο Τζίνο! Είχε μεγαλώσει αλλά δεν είχε αλλάξει πολύ - Συγνώμη που άργησα τόσο, είπε, λες κι είχαν δώσει κάποιο ραντεβού πριν φύγει. Σου έχω φέρει κι ένα δώρο και του έδειξε ένα καλαθάκι.

22


Όλο το χειμώνα αυτό έφτιαχνα! Ελπίζω να χωράς μέσα, δεν υπολόγισα ότι θα είχες μεγαλώσει τόσο πολύ μέσα σε ένα χρόνο. Ο Γουίλι δεν πίστευε στα μάτια του. Όχι μόνο είχε ξαναβρεί τον αγαπημένο του φίλο αλλά του έφερνε και το ωραιότερο δώρο του κόσμου! Χωρίς δεύτερη σκέψη πήδηξε μέσα. Ήταν τέλειο! Ο Τζίνο έπιασε με το ράμφος του το σπάγγο που ήταν δεμένος στις δύο άκρες του καλαθιού και άρχισε να πετά! - Πιο ψηλά! Πιο ψηλά! φώναζε ενθουσιασμένος ο Γουίλι και γούρλωνε τα ματάκια του μπροστά στο θέαμα που αντίκρυζε. Κοίτα Τζίνο, κοίτα πόσο μεγάλο είναι το δάσος που ζούμε! Και το ποτάμι, τί όμορφο που φαίνεται από εδώ πάνω! Πάμε προς το βουνό! Θέλω να φτάσουμε στην πιο ψηλή κορυφή! Επιτέλους, ο Γουίλι πετούσε! Ο Τζίνο χαμογελούσε περήφανος που έκανε το όνειρο του φίλου του πραγματικότητα. Όταν η βόλτα τους τέλειωσε και οι δύο φίλοι γύρισαν στο δάσος, όλα τα ζώα χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν φωνάζοντας το όνομα του Γουίλι. Και η μητέρα του έκλαιγε από ευτυχία που το μικρό της ποντικάκι θα έμενε στην ιστορία του δάσους ως το πρώτο ποντίκι που είδε τον κόσμο από ψηλά!

23


Γλυκερία Κλάγκου _____________________________________________________________ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΑΝΑΣ ΣΕ ΚΑΙΡΟ ΠΟΛΕΜΟΥ Έλα πινέζα με βήματα ατσάλινα, δυνατά, σημάδεψε, ανάμεσα στα φρύδια τον πόνο σα λόγχη. Της λήθης αστραπές Κοιμηθείτε. Φύσηξε αγέρα, τη φωτιά δυνάμωσε, ψύχος στα ρουθούνια μπαινοβγαίνει. Οι στρατιώτες πολεμούν με δεκανίκια το φόβο στις φλέβες τους. Το αίμα σου χύνεται ρέει η ζωή, κυλάει σα δάκρυ, με μόχθο. Και κει, στο μέρος που χύθηκε η λαίλαπα, φύτρωσαν άνθη κερασιάς και κρίνα. Κραδαίνουν κοντάρια. Παιδιά. Ας με τρυπήσουν ας έρθουν, περιμένω σα λύκαινα. Το μολύβι θα λιώσει. Συγχώρεσε τους: δε ξέρουν τι κάνουν. Η νιότη σαν τρέλα τους τυφλώνει. Πάντα θα θυμούνται το αίμα της πληγής σου, ρωγμή στα ορμητικά τους όνειρα.

24


ΚΥΟΦΟΡΩΝΤΑΣ ΟΝΕΙΡΑ Ποτάμι σκοτεινού χρυσού τα όνειρα που γύρω μας χορεύουν. Σε τυλίγουν και σε φιλούν τα βράδια. Τις ημέρες σου ηρεμούν και μεγαλώνουν πίνοντας το αίμα σου τρώγοντας απ’ τις σάρκες σου.

25


Ευαγγελία-Χρυσοβαλάντη Κούκουρα _________________________________________________________ QUESTION OF LIFE? Came you, really, ever to think How we can be molded of thin air From seed to speck To a mess of some mass No more a mess and never an ape To grow and be and try and take Or fail or hurt or fall and crawl Then up and learn and turn the cheek Evolve revolve and contemplate With sight of a world lacking mistake Till growth can go no longer And look reveals no more But leads this mould to final state Relieved the end has come with grace?

26


WE HAVE BECOME A MONSTROUS CREEP What we are is what we eat So never miss the precious treat A moment could give at just a hearts’ beat When others are wasting their lives in overdosed sleep Not only in bed but even in the street While rushing along trying to make ends meet Forgetting to notice the furious beep Those cars always make in rush hour’s great peak Now day and night have become one great heap And we have come to the point of no speak ‘Cause everybody around us moves like a machine Imitating the things that help us our house clean So that after work we lie on the sofa and turn on the TV Which shows us the crap it wants us to see Turning our family into a herd of sheep That stares at the world but never leans out to reach For the glory of beauty that lies at our feet But waits for the attack of an alien star-fleet.

27


ΑΙΓΑΙΟ «Το πλοίο είναι έτοιμο να αποπλεύσει. Οι επισκέπτες παρακαλούνται να κατέβουν». Ο χειμώνας πέρασε; Έφυγε; Πότε; - Δεν υπήρξε ποτέ χειμώνας. Τι λες, το καλοκαίρι θα έρθει; Εσύ που πας; Επισκέπτης είσαι; Το καλοκαίρι θα έρθει μαζί μας Και θα μείνει αν μείνεις. «Ειδοποιούνται οι επιβάτες πως το εστιατόριο λειτουργεί». και ποιος πεινάει; Τα νησάκια ταξιδεύουν και αφρίζουν Το πλοίο έχει γραμμή, εμείς θα πάρουμε το αεράκι και φύγαμε για τα παιχνίδια των δελφινιών Ακτές αφροί αύρες χρυσάφια μας περιλούζουν όταν είμαστε εκεί Όπου θες καρδιά μου, και ό,τι. «Προ-οσοχή παρακαλώ, σε πέντε λεπτά το πλοίο φτάνει στον προορισμό του». Το αεράκι αποτραβιέται, τέρμα. Ψηλά βουνά πράσινα Εδώ είναι το νησί, κατέβα να καθίσουμε στο απέραντο γαλάζιο αφρός ακτή χρυσάφι αύρα μου μυρίζει Αιγαίο.

28


H2O Διψάω. Ξεκινάει γεμάτο με απέραντη γαλήνη Κρυστάλλινο, Διάφανο, Δροσερό Σφύζει μέσα στον περιορισμό έτοιμο να προσφέρει ζωή Μετά ελαττώνεται η πληρότητα Αλλά συνεχίζει να καθρεπτίζεται η ήρεμη σταθερότητα στο μισογεμάτο δοχείο του σώματος Για άχρωμο περνιέται απ’ το μάτι κι όμως όχι Αδειάζοντας έχει παρέμβει στην εξέλιξη της ζωής Τώρα είναι ειρηνικό σαν το υγρό της λίμνης Και έχει αυτή η αξία περάσει Στα χέρια της διαιώνισης. Το ήπια όλο.

29


Σωτηρία Λεπίδα _________________________________________________________

ROAD TRIP I took off my watch To make it stop – Those spades of grass That split the 8 o’clock morning sun In two; I cannot hold The cigarette Between four lips, Burning, Your brand. I leave – Going is never pleasant And like a red-faced Yelling, red eyed, Redneck Carried away with the wave And the curtain off the door, Sounding like a square song. Disgracing All the decisions I make. I’m cheap – Like a chewing gum. I’m trapped inside your teeth Like a chewing gum –

30


TRACKING It all begins when the paper lanterns Dance in the late night’s air, When ferns brushing the walls of the home Trowel our stone-built heartstrings, When the moon is poured into our guts Like Mint-Julep cocktail capers in a pony glass. That’s when I see that carboy heart of mine Get filled with your beauty in this relay race, As quicksilver bodies of glimmering sardines Sparkle their way to maiden-tripped nightships, As stars spread their large fishing nets To capture August –

31


THE WISH IN THE WELL Bite me today Plunge your teeth Inside my skin On my surface Of peach body cream. Bite my arm To taste the tincture Of my flesh, Reach deep Into my tanned hand Where sinews bounce Out of sunray’s UVB. And hold this silver coin In your memory To quench the thirst of Sweat in my palms. Give me a penny To throw behind my back As you drink water From my cup, As you bite my heart And the well Shall operate – And you’ll love my “what I am.” So bite me today. My flesh is a deep well And your open mouth Shall fix the notch up For this coin of a darling To fit in – One wish to go.

32


WATCHING MOM AND DAD WHEN I WAS TEN That night She washed the dishes in the sink Some riot locks fell on her forehead. He stood behind her Touched her hair And came to ponytail it with a band, As if he had become The pips of her dice The pepper of her spices, Gleaning her umpteen senses Around his fingertips Twining her skin; Right outside our window The drunk with summer heat cicadas Transformed into the lilliputian Topographers of their microcosm –

33


MRS DEADLY SQUAD_ I told myself I’ll never be cheap again, I told myself – The morning brakes Again and again for ages now But the smoke Ascending, Blueing the morning light, Is of your brand Is of your taste on the mouth. And I want to be loved Always And be the centre of attention When people talk And I’m selfish and cry easily And I smoke like a chimney And talk loudly Gesturing my words Like a pantomime And I told myself I’ll never be cheap again To cheat on myself To rewind it like a tape of country songs To fit my heart Into the drawer with the socks. That’s what I told myself But you Bite my heart tonight Like I bite my lower lip. Life now is all but the light well of your eyes.

34


Aκριβή Μάμμα _________________________________________________________ ΤΕΙΧΗ «Ποτέ δεν είχα τύχη» είπε η αδερφή μου και τα δάχτυλά της ψαχούλευαν ασταμάτητα κι απεγνωσμένα «Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα τείχη». Στη φούστα της ξερά πέταλα κίτρινων άλλοτε λουλουδιών Που τώρα φέρναν δάκρυα κι απελπισία «Είμαι ανοιχτή σαν ξέφραγο αμπέλι» είπε. «Είσαι περιβόλι κατάμεστο» είπα , βλέποντάς το στα μάτια της. Αδύνατο να κλείσει σαν όστρακο , Να θωρακίσει το πολύτιμο «είναι» της Όταν ο κίνδυνος πλησιάζει Όπως εγώ.

35


END For more than four years I have been watching you Coming slowly out of your cocoon , forming your Will Iron Shroud Ego – Now all have come to a standstill and only the past Is left to make us smile in a glimpse of happiness No interest Just hope Maybe one day Again –

36


GIVE + TAKE What you give is what you take Even if mistakes you make No way to tell apart What is better for your heart. What you take is what you give Even though no harm you mean Life’s decisions may be tough But that’s the best of all the stuff.

37


Ασημίνα Μεταξάτου _________________________________________________________ Η ΑΤΑΚΑ «Θέλω να χωρίσουμε». πολύ κοινότυπα θα του πω «Δεν θέλω να είμαι πια μαζί σου». ή «Δεν θέλω να σε ξαναδώ». όχι, έτσι θα τον πληγώσω χωρίς λόγο και μπορεί να αντιδράσει άσχημα τον απαίσιο, να με βάζει σε αυτήν την διαδικασία όμως πρέπει να το πω εγώ πρώτη ποτέ του δεν με στήριξε το γουρούνι λοιπόν «Χωρίζουμε». ανακοίνωση βγάζω; τι να του πω; μήπως να μην τον πάρω και όταν με πάρει εκείνος να τον αποφύγω; να περιμένω να με πάρει και να σκέφτομαι εν τω μεταξύ; όχι όσο το αφήνω χειρότερα είναι πρέπει να τελειώσει εδώ (τηλεφωνεί)

38


Πέτρο;… τι κάνεις;… καλά είμαι… ναι καλά τα πέρασα… ξέρεις, θέλω να σου πω… δεν θέλω να είμαστε μαζί… να με πάρεις σε λίγο; δεν καταλαβαίνω τι αντίδραση είναι αυτή;

39


ΟΙ 16 ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΟΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟ ΤΟΠΟ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ 1. ήρθε επιτέλους 2. τι βρώμικα που είναι 3. να προσέξω μη λερώσω το παλτό μου – ξόδεψα όλο το μηνιάτικό μου για να το πάρω 4. πού βρέθηκαν όλοι αυτοί; πω πω άγριοι που είναι 5. μήπως μου βουτήξει κανείς την τσαντούλα μου; 6. άργησα αλλά είμαι καλή και αυτό είναι το πιο σημαντικό- ας περιμένει και λίγο 7. τώρα τι θέλει αυτός και με κοιτάει έτσι λες να του αρέσω; (και πώς να μην του αρέσω) δεν κοιτάει τα χάλια του ο λιγούρης θέλει και σιρόπια 8. τελικά μου πηγαίνει πολύ αυτό το φόρεμα – θα εντυπωσιαστεί σίγουρα 9. γιατί τι άλλο θα ήθελε δηλαδή; μια χαρά είμαι και τώρα που το σκέφτομαι πολύ του πάει 10. άραγε φαίνεται το σπυράκι μου; 11. αχ! πολύ όμορφη αυτή η κοπελίτσα 12. και εγώ θα ήθελα να έχω τέτοιο σώμα 13. αλλά από πρόσωπο δεν είναι και σπουδαία (εγώ είμαι πολύ καλύτερη) 14. ποιος ξέρει τι μπορεί να είναι αυτή ξανθιά = χαζοβιόλα σιγά 15. καλύτερα να είσαι συμπαθητική και ξύπνια παρά μοντέλο και ανεγκέφαλη 16. φτάσαμε επιτέλους α-πα-πα δεν ξαναπαίρνω λεωφορείο άργησα και θα περιμένει λες να θυμώσει;

40


ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ μονοπάτι πευκοδάσος

κυνηγόσκυλο βουνοκορφή

κοκκινολαίμης αγριοκάτσικο

ξυλοκόπος ακρόλιθος

αγιόκλημα φυλλοθρόισμα

αγριολούλουδα λεμονοδάσος

λιβαδότοπος αγριόχορτο

δεντρολίβανο ασπροπέταλο

ασπροάλογο ξεροπόταμος

παρωπίδες ηλιοβασίλεμα

χωματόδρομος πορτοκαλόδεντρο

μερμηγκοφωλιά ξερόκλαδο

νυχτολούλουδο πυγολαμπίδα

πεφταστέρι χρυσαυγή

πανσέληνος γλυκοκελάιδισμα

νυχτοπούλι ξυνόγαλο

δροσοσταλίδα περιβόλι

κρυοπηγή κοκκινολάχανο

ηλιαχτίδα καστανόχωμα

αγρόκηπος αγριοκερασιά

πλατύσκαλο ανεμοδείκτης

πετρόσπιτο ηλιοτρόπιο

παραθυρόφυλλο απομεσήμερο

ακροκέραμο μονόδρομος

ΣΥΛΛΟΓΗ περιφραγμένος

πολύχρωμος

χορταριασμένος

λουλουδότοπος

καταϊδρωμένος

ηλιοκαμένος

κακομούτσουνος

αχυράνθρωπος

μεσόκοπος

σκληροτράχηλος

πολυπράγμων

μελισσοκόμος

μεσημεριανός

ανθοστόλιστος

γαλαζοπράσινος

υδροβιότοπος

μεταμεσονύχτιος

έναστρος

μοσχομυρωδάτος

περίπατος

πολυαγαπημένη

ροδοκόκκινη

φρεσκοκομμένη

ανθοδέσμη

41


ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΙΛΑΓΕ ΜΕ ΠΑΘΟΣ Μου αρέσουν πάρα πολύ τα ταξίδια τρελαίνομαι να πηγαίνω με τους φίλους μου δεν έχω πάει σε πολλά μέρη αλλά όποτε βρίσκω λίγο χρόνο πηγαίνω Τι άλλο; Τι άλλο; Ασχολούμαι και με τη μαγειρική όλοι οι φίλοι μου τρελαίνονται για τα σοκολατάκια μου ο καθένας προτιμά μία διαφορετική γεύση Τι άλλο να σου πω; Ενδιαφέρομαι για τη διακόσμηση ό,τι βρω και μου αρέσει το παίρνω τρελαίνομαι να ανακαλύπτω όμορφα και πρωτότυπα πράγματα Τι άλλο; Από μουσική ακούω τα πάντα όχι ότι ακούω πολύ γιατί δεν τρελαίνομαι κιόλας κυρίως ακούω όταν βγαίνω γενικά είμαι καλόβολη. Τι άλλο; Τι άλλο να σου πω για μένα; Εσύ θέλεις να με ρωτήσεις τίποτα;

42


Παναγιώτα Μυλωνά _________________________________________________________ ΧΗΜΙΚΟΣ ΛΥΡΙΣΜΟΣ Η αυταρχική εξουσία της ακολουθίας των δευτερολέπτων σαρώνεται από τα παλιρροϊκά κύματα εγκεφαλικής διέγερσης. Στεναγμοί διάπυρου ζόφου ακροβολίζονται πάνω από τα κρυστάλλινα φώτα του μυαλού. Χημικές συνάψεις, εκλάμψεις του υποσυνείδητου εκτοξεύουν δόρατα στο ματωμένο φεγγάρι, αναμοχλεύοντας αισθήσεις που κροταλίζουν σ’ ένα τρεμόπαιγμα βλεφάρων. Αδράχτι ενδοσκόπησης εγκλωβίζει φωσφορίζουσες αναμνήσεις. Μύχια βιώματα ελλοχεύουν σαν βαλσαμωμένες νύμφες εντόμων. Το ορμέφυτο, άγγελος-εξάγγελος κραδαίνει τη ρομφαία του πάνω στο παλλόμενο ρίγος διαθέσεων και επιθυμιών. Φορώντας τη συναισθησία ως εσθήτα, ξεδιαλύνω στη φύση, στ’ άστρα, στο χλωμό περιθώριο των ματιών σου, σύρσιμο σοφίας που βογκάει, σφοδρούς ανέμους του κάρμα που συγκρούονται. Νοησιαρχική αυταρέσκεια, χωνευτήρι αρχέγονων δυνάμεων που διαλύει περιγράμματα. Σπέρμα ενόρασης, ξετύλιξε σημαίες στο κρανία, ψήγματα μύθου που θαμπώνουν τη λογική. Θανατόληπτο σύμπαν, γίνομαι κι εγώ παράγωγο της δυναμικής σου, ισορροπώντας ανάμεσα σε δυνάμεις κεντρομόλες και φυγόκεντρες. Και το αίμα παλιννοστούσε στις φλέβες, κοχλασμός απύθμενης μαγείας, καθώς πιρουέτες ευμενίδειας χάρης συναντούσαν αντανάκλασή τους στους παραμορφωτικούς καθρέφτες των ονείρων. Αργή απόσταξη αμείλικτης παρόρμησης απολιθώνει και φονεύει, καθώς το δαιδαλώδες κουβάρι της διαίσθησης απομυζούσε μεδούλι ψυχών. Η ανθρώπινη φύση, σπασμένος κομήτης που διαγράφει εκθαμβωτική τροχιά, σαν πεταλίδα κολλημένη σε κοραλόβραχο γίνεται. Κι αν την ξεκολλήσει βουτηχτής, πεθαίνει βουβά. Τα φυλαχτά μας, αργασμένο φιδόδερμα, ζυμωμένο μ’ ανθόνερο από βλέφαρα γοργόνας φαρμακωμένης.

43


Η μεγαλοπρέπεια σχίζεται σαν δέρμα από χρυσάφι. Οι μάγοι κλαίνε σαν κολιμπριά μέσα σε λάμψεις θησαυρού, τα κλαίοντα φτερά σου. Για μια φορά ακόμα σηκωνόμαστε να αποστραγγίσουμε την τελευταία σταγόνα του υγρού ύπνου. Γαλβανισμός νευρώνων. Μέσα στη χασμωδία της αισθαντικότητας ανάγω τους κώδικες της ιλαροτραγωδίας των ζωών μας στην αιώνια κοσμική μήτρα του μηδενός. Φολιδωτή και μαρμαρόεσσα, αναπτύσσομαι μέσα σε δίδυμες εκπνοές υπέρβασης. Το δίμιτο της ύπαρξης εξυφαίνεται στη μεταλλική σιωπή της ερμαφρόδιτης φαντασίας. Σπαρασσόμενο έξω-κλυδωνιζόμενο έσω. Μαρμαρυγή ερέβους, πληγή χαίουσα στον χρόνο που εξακτινίζεται σ’ όλο το μήκος και πλάτος του είναι, γογγύζοντας το αιώνιο παιχνίδισμα στυφότητας και ηδύτητας. Χθόνιοι συνειρμοί, μάγμα πολλών αποχρώσεων του ασπρόμαυρου, μεταδίδονται ανεξέλεγκτα σαν αφροδίσιο νόσημα. Ιδιοσυγκρασία, δημιουργικότητα – πρωτόπλασμα της πιο θαυμαστής αλχημείας.

44


PLATHIAN WELTSCHMERZ (a poem about Sylvia Plath) Syl, what’s madness but nobility of the soul at odds with circumstance as Roethke said, what’s madness but omnipotence of thought. World’s blade of pristine seductiveness thrust in your eyes, embroidering involuted tantrums of winter and summer in your gaze. Blue pallors’ virginal fury, revealing stones’ entrails, that’s how dead futures weighed on you. Slipping with prophetic gestures through carnival of shadows, your wild, elusive youth, sulphurous whirlwind in the wings of angel’s body. A sinister wind drove you through life, hurtling the gossamer lightness of your halcyon days into splintering stubborn crystal of identity. Amid the Flickers of flux and the flames of longing: your voice, solitary vertigo of consumed minute, undulant tentacle ingrown on the ocean’s floor. Tears weave time that has slept for many years in indomitable honesty’s dark embryo. Rara avis, probing leaves’ skeletons beneath twilight’s vagabond confessions, hurting their twisted nerve. What fated weather shall cleanse away its cherished feather? Alabaster dust of time’s detritus sprinkled over your hair, the scar on your face, efflorescence of impossible algebras, yellow rose born out of tenuous ash. Head, filled with lunar camels, chasing monsoons over the dunes. Perfunctory vision still on my retina. Anguished life, cryptic, recondite and garbled as the tongues of Babel’s fall. Breath melted by words into strange alphabets, words hanging like vicious spittle, dribbling from your tongue. Once more, rise to dream the last of liquid sleep, stick skewers in your skin and whirl with a dervish spin. Wearing silence like a mask, memories like a shroud you wander through sadness. Your smile reflects beams on tombstones. Sorceress, crying like a hummingbird, a slaughter spins on a pleasure spike. The laughing bee on her stalk of death. Your maddening docility, instinct’s velocity, prodigy’s ray thrust like a blazing harpoon between sad eyes, hunted, smothered by intertwined spiderwebs. You, the electric shock woman, sucking up volts and wires, piling up astonishment in brain’s thin membranes that can’t veil Otto’s branded picture, spewing thunderbolts. Transcendental skull filled with ramble fish stare. Red poppies,

45


Nonchalant little heads protruding from visionary’s craft, vatic gaze of buzz and bloom. You the cynical avenger, trying to put together the fragments of a colossus, of a man with the Meinkampf look. The source of your scourge baffles all conjecture. Enjoying impunity, Schandfenfreude tolled in the sea’s bell, soul’s Blitzkrieg burning free out of you, spilling over waves’ infinitesimal mouths, swayed into their ferocious mumbling of rootless speech. Secrets of the wave’s foam bred in the bone Black nights accumulate in the saliva. Blood has fingers and opens tunnels below the earth. Burning out your brains on hundreds of poems, a day launched all unchristened, spreading imagination’s immaculate venom, blurring the intransigent lines which draw the shape that shuts us in. You, the turbulent moon-ridden girl whose deferred dream has exploded, vomiting defiance in your verses like love. Moon of dismemberment and resurrection handening molten turmoils of language into jagged shapes. Irreverent innocence, venging on heresy’s affliction of splendour. In your sibylline obscurity, unwinding dreams of Panzer men slumbering in their bottomless Stolz, your penetrate dark disguises’ untranslatable loss. The Sturm und Drang of your life, sweeping up consonantal toughness of Daddy’s barb-wire letters. The scented clutches of the sirens lament take you to secret member. Daylight devours your unguarded hours. Burnt and charred, this bride of scars. Fragmentary girl, silent in Flamingo ease, disturbs your peace. You flayed yourself into the exception that interests the devil. Weltshmerz = κοσμικός πόνος Rara avis = σπάνιο πουλί Meinkampf = ο Αγών μου Schadenfreude = χαιρεκακία Blitzkrieg = αιφνίδιος πόλεμος Stolz = περηφάνια Sturm und Drang = Γερμανικό λογοτεχνικό κίνημα Κυριολεκτικά: καταιγίδα, έκρηξη

46


DAS MARCHEN Caught in the dissection between spinsters’ skewered frowns and strumpets’ hilarious moans. You were the bitch-goddess. Mournful pride of Madonnas, tossed before the ineluctable myth of belladonnas. Spirit tarnished by its strain suffocating for a new faith. Free-lancing out on the razor’s edge, burning away the blur of reality in verse. The firmament, a scroll rolled away, resurrecting doubts in allegory’s flame. Then came love Ted Hughes mingling and mangling of astounded hearts, Medean furies were slipping through the cracks. Ricocheting with alarming rapidity between extremes, entering the twisted caverns of dreams. They called you a fragmentary girl Slice of heaven and twist of hell Arrows of precocious talent lacerate the sky, Sweeping into a gesture of female defiance the polarities of art and life. There was a tremendous power in the burning look of your dark eyes. You tossed bitter fame’s dice. A lamp turned too high might shatter its chimney. You wallowed in the music of an infernal symphony. Lunar rictus of waywardness, atrocity of sunsets, pour their elixirs over your kindled nerves, paying imagination’s fares. Clinging like a madwoman to the scatching volatility of quiet desperation. Your poetry offered an entirely new dimension. In the hubris of your vaunted tightrope feats you witchily scattered your tricks. Swarms of bees buzz in mind’s solar plexus Elegiac remembrances’ most mesmerizing nexus. Wolves’ cul-de-sac reflected in the dilated pupils of your eyes Synaesthesia of wounded appetites

47


Words land on the page like lumps of raw meat Delivered by the most ingenuous circus freak. Tearing asunder veils in order to reveal new veils Language, lava’s molten turmoils, consecrates your days. Lament of irreverent innocence, In brain incinerates its outcry In our hearts you were deified Creation, like a steel spring, Slowly rending vital fibers, You, the most iconoclastic of soul-drivers Your prophecy, the last splinters of The vessel of life, wreaking havoc on the ones who defy. Your life, a despondent surrender to an Impenetrable conjunction of baleful constellations, Indefatigable urge for deviation Through the grapple-hooks of imagination You offered us the green roses’ mesmerization Interwoven in the cellular system of Frieda and Nick, fire, protoplasm and pulse have leapt over bounds and live on in offspring sweet flesh goes off, booty of the envious spirit’s assault, surplus of bile blooms in thought the womb-wall of the dream, greedier than a foetus suckles at the root-blood of its origins, etching premonitions across the cortex, planetary swoon bled into perception’s vortex.

48


FOCUS (To my deceased mother, who adored photography)

You, with your Olympus camera, plunging into the altitude of words, sucking on interstellar spaces’ infinity. Cretin smiles transformed into shivers of gooseflesh munching on love’s Gotterdammerung, oozing resolute fury of existence. Consecrated ordinariness transmuted into whimsical surge of mindmagic’s exuberance. Relish of imagination’s multitudinous perils, caught in the throes of soul-rending howls. Indefatigable inconsistencies framed into focus’ degenerate pleasures, entangled into a panic of erotic possibilities. Quivering on the cutting edge of landscapes’ tattered libido, Weltanschauung of sparrows’ wing-beating flies on all cylinders! Liquid incandescence of your eyes’ dark pools sprouts images’ resuscitated plenitude. Expressing the incommensurable inwardness of perception’s vision, your inviolate entity is besieged by terrors of exacerbated sensibility. Through the floundering fish of your consciousness, you confiscated the profundity of things. In a spurt of clairvoyance you disrupted life’s erratic monotony, neutrality’s constraints breaking open under the pressure of vatic scrutiny. Arrogant solitude lurching from indifference to violence. Pagan demigoddess wearing your chagrin like a shackled spirit, diffusing indigestible psychic states, the ignited air of supplicant whimsicality’s unassailable quality, through camera-lens. Gotterdammerung = twilight of the Gods Weltanschauung = world-theory

49


POETIC EMBROIDERY “I do not will him to be exceptional. It is the exception that interests the devil. It is the exception that climbs the sorrowful hill or sits in the desert and hurts his mother’s heart” (Sylvia Plath – Three women, A poem for three Voices). Lying in my bed in uncanny loneliness, having distilled too purely into my creature gentle irony and bitter wit’s vaporous yearning, sly voluptuousness. Sinking in desperate moods of self-revilement, emotionally gargantuan, a floating continent of exquisite sensitivity, sibylline obscurity, towering despair and howling self-ignorance. Voraciously ambitious tendencies plague me. Befuddled heart’s belladonna scent weighs on me like a plethora of dryads. Art’s conflagration: Memories sealed in a vault of silence, purgatorial indecisiveness of escape. Worshipful savages caught in art’s snare of infatuation. Hysterical dis-ease of newfangled creature immersed in a swampland of erotic anguish, in the pleasure of nicotine stain. Wallowing in the ashes of burnt-out transcendence, drawing in the stale gallery of mirrors. Customary roars are silenced by oracles preempting all choices. Indecipherable images, understood in retrospect, question everything, munching on madness and brooding narcissism. Poems, artifices of evanescent completeness, harbingers of human being’s unassailable dignity. Energy dissipated on soul’s last noble lineaments, plumbing the multifarious abysses of mind. Sanctifying imagination’s solitary reapers.

50


Σοφία Μυλωνά _________________________________________________________ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ Ή ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΤΡΕΜΟΠΑΙΞΟΥΝ ΜΙΑ ΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ γεμίζουμε γραμμές με λέξεις προσπαθώντας να πούμε κάτι καθαρά όπως κυλάει κρυστάλλινο φιλτραρισμένο διαυγές το νερό της βρύσης Πασχίζουμε αναδιαρθρώνοντας μια αλφαβήτα να εκφράσουμε τα ανεξήγητα και μπερδεμένα σε κουβάρια ανεξάντλητα αποποιήματα του νου μας Μα μέσα σε χώρο περιοριστικό χιλιάδες χημικές αντιδράσεις ενώσεις νευρώνων απαντήσεις ερεθισμάτων ερήμην της καρδιάς μας Κι όμως αρκούν λίγα χιλιόγραμμα φαιάς ουσίας για αλλεπάλληλες εκρήξεις συναισθημάτων ανεξάντλητη παραγωγή σκέψεων μια λάβα που επισκιάζει καλύπτει απανθρακώνει τον υλικό περίγυρο ένα αστρικό ταξίδι στο άπειρο της φαντασίας και πάλι πίσω κι ακόμη πιο πέρα Προς μια εξερεύνηση πραγματική μόνο στη συνειδητοποίηση ότι όλα όσα έχουμε να πούμε δεν είναι παρά η διήγηση του εαυτού μας.

51


ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ Ο ΧΡΟΝΟΣ Στις Ινδίες τις νύχτες με τις θλιβερές βροχές κρίσεις νοσταλγίας τον βασάνιζαν. Ξάπλωνε στην κουνιστή του πολυθρόνα και βούλιαζε μες στις μελαγχολίες μέχρι να τον νικήσει ο ύπνος. «Πόσο μακριά είμαστε;» «Από τι;» «Από εμάς τους ίδιους…» Άδικο φαίνεται που χρειάζεται κανείς Ένα χρόνο για να μάθει πως είναι…ορφανός. «Με τρομάζει και μόνο η ιδέα πως στην Ισπανία έχουν κιόλας κοιμηθεί απόψε.» Αδύνατο να επέμβουμε στην περιφορά της Γης. Μόνο αν την αγνοήσουμε, ίσως να μην μας πονάει. Του Γαλιλαίου αυτό που του έλειπε δεν ήταν η πίστη αλλά η καρδιά. (Ποιητική διασκευή αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Gabriel Garcia Marquez «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων», σελ. 156-157.)

52


ΟΝΕΙΡΟΠΛΑΣΙΑ Φυτρώνει ένα λουλούδι – η ζωή νικάει την πέτρα

Ένα μονοπάτι χαράζεται – μάτια περπατητών έχουν φωτογραφίσει το εκατέρωθεν του τοπίο

Γερνάει μια ελιά – ο σπόρος έχει αξιωθεί τη σημασία του

Παλάτια στην άμμο χτίζονται και κάστρα – παιδικά χέρια δε δίστασαν να τείνουν την άκρη τους προς το όνειρο

53


ΑΜΠΑΛΑΖ ΓΙΑ ΚΑΡΤΠΟΣΤΑΛ Έχεις δει πως γυαλίζουν τα φύκια στο φως αληθινό μετάξι –– πώς να μην τα μπέρδευα — αφού φέρουν πολύτιμη φωνή από αφροκύματα και την υφή αγγίγματος φιλικού Στο φάκελο εσωκλείεται ανάλαφρο σύρσιμο αμμουδιάς

54


ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ Ή ΤΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΜΙΑΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ Οι πιο επιθυμητές ιδέες επισκέπτες που πάντα φτάνουν όταν δεν έχω χαρτί ούτε μολύβι και τίποτα να κεράσω

Οι πιο χρωματιστές απ’ όνειρο πάντοτε έρχονται για αγκαλίτσα όταν μόνη βρεθώ αφηρημένη στην άκρη έρημου δρόμου

Οι πιο φωτεινές – ουράνιες πυξίδες – πάντοτε με αναζητούν όταν δεν προσπαθώ καθόλου από μόνη μου να διαφωτιστώ

Κι οι πιο φευγάτες απ’ αυτές με συλλαμβάνουν επ’αυτοφόρω όταν αμέριμνη περπατώ ανάμεσα σε πλήθη.

55


Αλέξανδρος Ναυπλιώτης

_________________________________________________ JULIET IN ADIDAS

The hand-carved balcony a shiny ledge on the wall of our Impasse The insularity of the prison keeps you elevated above the mire of Existence The arches point to the direction of your serpentine Smile The plants meander their way in their athirst

endeavour to reach your Nile, the threshold of your soul, your eyes, where the entire universe seems to be sucked in. Yet, the veneer of time surrounds you and your statue is all that I can see, A slight projection of a bound You,

56

of how I wanted things to be. Deny thy father and refuse thy name, Thou art thyself, though not a Montague I more than satisfied your complaints but I only see the back of you. And your 3-stripe feet are turning away from me.


ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ που πυροβόλησε την Τιεν Αν Μεν μου που αψήφησε κάθε ψήφισμα ειρηνευτικής φύσεως που δε γνώριζε τι σημαίνει επίλυση συγκρούσεων που δε γνώριζε τι σημαίνει (οικονομικός) φιλελευθερισμός παρότι γνώριζε γαλλικά που ήταν ο Μάρσαλ χωρίς το Σχέδιο που ήταν οι δυο πόλοι και η ισορροπία του τρόμου μόνος του που σιχαινόταν τα αποσχιστικά κινήματα παρότι αποτέλεσε το πρώτο που τρομοκρατούσε τους Δίδυμους Πύργους μου ώστε να πέσουν μόνοι τους που έχτισε το Τείχος του Βερολίνου γύρω από την καρδιά του και έστησε το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» μπροστά στη δικιά μου που ροχαλίζει στο δίπλα δωμάτιο και που ακόμα τον αγαπώ

57


Questo non è un rapporto reale; è soltanto la confessione di un’ anima che potrebbe esistere in un corpo; mais le corps ne peut pas montrer rien que les passions insaisissables que le guident. Oimos, pues, esa historia INCREDIBILE AUDITUM. How many times it happened, I just, no matter how hard I try, can’t remember; and what difference does it make to know how many stars appear on the celestial prism when one may solely endeavour to count them to prove his vanity and profound insignificance? What is the meaning (O, tormented word) of constantly attempting to set numerical margins in everything that nature, the most wide and perfect mathematician and physician, has provided us with? How further is it going to advance the real understanding and appreciation of any substantial item the incessant, indiscriminate quantification of notions that are apprehended and marked by, praised for, and, thus, communicated by their quality? I will not answer; even if I could I wouldn’t, for I am not to do so. Therefore I won’t encumber myself anymore neither with the effort to recall a simple matter of numbers. Someone a little more naïve might possibly use the word “many” or others that would reinforce or even negate its connotations, but I, for reasons of maintaining strict adherence to my principles, which ordain clarity and despise mendacity, in any form, or for any scope whatsoever, will only allow the use of similarly abstract or concrete, depending on where you stand, terms in order to provide at least some quantitative, or rather temporal, dimension to the narration. It must have been, so, somewhere near what the average person (isn’t great to take into such consideration and to praise all the qualities of a person who didn’t, doesn’t and will not exist never no matter what) would term as very often, with extended frequency, if you prefer. When it did happen, it was during the night, or during what most people would say that was nigh time, as this notion is also contingent on each and every one of us. Anyway, the important thing is that it was dark outside and possibly the majority (mentioned here to show how it rules our ways of thinking and acting through social norms) of my fellow citizens was already tucked in and fallen asleep. I, as usual, was not joining them into what could have been, if all the people of at least my building were stacked in a room, the biggest and loudest snoring choir, because I was pursuing my habitual “lying there and staring at the ceiling / waiting for that sleepy feeling”, as the song goes. As I was, in the described state, endeavouring to follow the meander of my thoughts, hoping that I would concentrate on one or two and lead myself to a conclusion, and quite unsuccessfully I may add, I heard something, an uncommon noise. It couldn’t have been the refrigerator, for it had ceased functioning a couple of days before, the TV was turned off and the neighbours were away on one of those ‘free trips’ abroad, where the only thing you have to pay is your tickets, the fares, the transportation, your meals and the tourist guide, and everything in local currency, of course. To be perfectly honest, in retrospect, I would say that it could also have been the cat, but then I should add to that that no one in a radius of two miles has a domestic animal of that kind. Anyhow, it sounded like it came from the window but it also sounded like it came from outer space, if you know what I mean. I was more than merely surprised, as you can imagine, because I couldn’t imagine what was going to follow.

58


The first thing that any of the people pertaining to the deplorable majority would do would be, if not afraid, to approach the place where the noise had just come from and to venture to decipher any clues in order to solve the “mystery”. That’s what I did, as well, but only to find that what had “wake” me from my focused effort to fall asleep was the most beautiful, and the most winged, woman that I had ever seen. She appeared completely out of the blue and, all of a sudden, she burst into my room. She was dressed pretty smart, with what they call trendy clothes, like the common woman, or rather girl, in her early twenties you see on the street and turn around to get a better look of when she passes by. She grabbed me and told me simultaneously that I shouldn’t worry or be afraid cause she was my “luck”, whatever that means. The first thing that I managed to mumble must have sounded something like “you are probably mistaken, I have no luck, whatsoever”. I admit that it rarely is the first thing to say in a situation of that kind, but I am not accustomed to that kind of situations (who is, anyway?), and, therefore, I uttered the first thing that sprang into my head; I guess what functioned at that particular moment were my “erotic reflexes”, the ability to respond to a beautiful woman instinctively was one of my inherent traits. Next thing I knew, we were sitting down on my bed, talking, in the most relaxed and natural way you, and I, could imagine. She told me she was some sort of a fairy or something as weird as that, and that she had been sent to “help me find my way”. From this I inferred that her main mission was to lead me in finding true love. I frankly do not know why I accepted her into my room but something way out of my range of perception made me accept her into my life. After that first encounter she started visiting me almost every night, discussing and sweating her dreamy face in her effort to find for me the most appropriate method to approach the people of the other sex and in her futile endeavour to persuade me to follow specific guidelines. I can’t say that I struggled hard to apply everything she taught me in action; nevertheless, I listened to her really attentively, following the movements of her delicate hands and admiring the soft nature of her face. As a result, not only was I not able to go on with my miserable life, but also I was driven into a more intricate and insurmountable impasse: I fell desperately in love with my ‘guardian angel’. How unlucky can someone be?

59


ΧΑΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ Το ατμήλατο πάθος του είχε τροχοδρομήσει τη ζωή του σε μια πορεία με πιθανότερο προορισμό την καταστροφή και που, με πάσα βεβαιότητα, το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής θα καλυπτόταν από το τούνελ της ανασφάλειας. Καθώς εκινείτο, λοιπόν, σαν υπνωτισμένο παιδικό τρενάκι που διαγράφει συνεχώς ομόκεντρους κύκλους, πότε διστακτικούς και σύντομους, πότε μεγαλύτερους και πιο αγωνιώδεις, δεν ήταν σε θέση, παρ’ όλη την ορμητικότητα του (που οφειλόταν περισσότερο σε κεκτημένη ταχύτητα, παρά σε συνεχείς τονώσεις του πηδαλίου του ηθικού) να ξεφύγει από την κεντρομόλο εγωιστική του διάθεση. Πάντοτε πίστευε ότι ακολουθούσε το «σωστό» δρόμο, ακόμη κι αν τον οδηγούσε εκεί απ’ όπου είχε μόλις αναχωρήσει, εκεί που ορκιζόταν πως δε θα ξαναπήγανε ποτέ. Η αξιοθαύμαστη ικανότητα του για λοξοδρομήσεις ήταν το sine qua non για την αέναη περιδίνηση του γύρω από καταστάσεις και προοπτικές που ξόρκιζε αλλά τόσο είχε αγαπήσει, ώστε να είχαν γίνει κτήμα του (και όχι επειδή ήταν κτήμα του). Αυτές οι συχνές αλλαγές ρότας συνοδεύονταν από τη δικαιολογία της καλής πρόθεσης, η οποία, ως γνωστόν, οφείλει την ύπαρξη και την οποία «δημοσιότητα» της κυρίως στα αρνητικά αποτελέσματα που επιφέρει. Φρόντιζε με περισσή επιμέλεια να περιβάλλει οτιδήποτε τον ωθούσε σε σκοτεινές ατραπούς με το μανδύα της «αγαθής προθέσεως», λες και ήταν κάποιο δώρο της Θειας Πρόνοιας για να’ χει «τύχη αγαθή». Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του τίποτα δεν είχε αλλάξει. Οι εναλλαγές των τοπίων έμοιαζαν σαν όμοιες διαφάνειες προβεβλημένες σε μια πράσινη βελούδινη κουρτίνα. Αστραπιαία οδηγήθηκε από τις σκέψεις του στο γραφείο όπου δούλευε. Πάντοτε διασκέδαζε με τα παιχνίδια αυτά του μυαλού. Είχε, μάλιστα, πλάσει με τη φαντασία του την εξής εικόνα: ότι δήθεν υπάρχουν διαφορά τμήματα στο μυαλό ενός ανθρώπου, όπως αυτά των επιχειρήσεων, που συναγωνίζονταν το ένα το άλλο, ίσως για να κερδίσει το καθένα τον τίτλο του «υπαλλήλου του μήνα». Έτσι, στο πλαίσιο αυτό, φανταζόταν πως το τμήμα μνήμης, το οποίο, για κάποιο λόγο, δε λησμονούσε ποτέ να επιδείξει ιδιαίτερο ζήλο, είχε ως αγαπημένη του ασχολία το να ανακαλεί από την αρχειοθήκη της «επιχείρησης» και να προβάλλει εικόνες που είχαν, σύμφωνα με τα πιο άλογα και παράξενα κριτήρια, σχέση ή εμφανίζονταν σε πλήρη αντιστοιχία με καταστάσεις ή αντικείμενα που προσλάμβαναν τα αισθητήρια όργανα ανά πάσα στιγμή. Αυτό το γραφείο, λοιπόν, είχε τις πιο καλοφτιαγμένες, καλοκρεμασμένες και καλοκυματιζόμενες κουρτίνες που είχε δει. Και δεν ήταν το μόνο ξεχωριστό που είχε. Δεν ανήκε στους λάτρεις της διακόσμησης, δεν αγόραζε περιοδικά, ούτε πήγαινε σε εκθέσεις τέτοιων αντικειμένων. Δεν πρόσεχε ποτέ τις κουρτίνες και η μόνη επαφή που είχε μαζί τους ήταν κανένα χάδι, σποραδικά, για να τις ανοίξει ή να τις κλείσει. Στο σπίτι του ούτε καν είχε και έτσι γι’αυτόν ήταν κάτι το ξένο, το άγνωστο, κάτι που ένιωθε πως δεν τον αφορούσε και γι’αυτό δεν ήθελε να το πλησιάσει. Όταν, όμως, μπήκε για πρώτη φορά στο γραφείο αυτό, χρειάστηκε μόνο μια μάτια για να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η κουρτίνα ήταν μοναδική και ότι ίσως γι’αυτό δεν είχε προσέξει καμία άλλη ως τότε. Η παρατηρητικότητα ποτέ δε συμπεριλαμβανόταν στα χαρακτηριστικά του για τα οποία ήταν γνωστός, με αποτέλεσμα συχνά να χαρακτηρίζεται ως απρόσεχτος και ελαφρόμυαλος, ιδίως όταν

60


δε θυμόταν ένα δρόμο, τον οποίο μπορεί να είχε περάσει και «ένα δισεκατομμύριο φορές» ή και μόνο μια, μόλις πριν από ελάχιστα λεπτά. Ο ίδιος, στο φανταστικό δικαστήριο που έπλαθε στο μυαλό του, κυρίως εξαιτίας των τύψεων που του δημιουργούσαν οι άλλοι, υπερασπιζόταν τον εαυτό του λέγοντας πως είχε αλλά πράγματα, πέρα από τη σφαίρα των φυσικών πραγμάτων, να απασχολούν τον εγκέφαλο του σε εικοσιτετράωρη βάση. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε ένα σύντομο διάλειμμα, που και που, για ανεφοδιασμό ερεθισμάτων που θα τροφοδοτούσαν μια νέα εσωτερική λογική διεργασία. Από τη στιγμή, ωστόσο, που έριξε το πρώτο του βλέμμα σ’αυτήν, δε σταμάτησε ούτε λεπτό να την παρατηρεί. Μελέτησε το πώς ήταν φτιαγμένη, τις αντιδράσεις της στο φύσημα του αέρα, το σφυροκόπημα των ακτινών του ηλίου πάνω της, τα θωπεύματα ή τα τραβήγματα από τους άλλους ανθρώπους, κάθε ιδιομορφία των κινήσεων της. Το μαγικό στοιχείο, όμως, είναι ότι το ίδιο ακριβώς του συνέβη κι άλλη μια φορά στο ίδιο γραφειο. Εκείνη τη φορά το αντικείμενο ήταν υποκείμενο, η Συνάδελφος του. Ποτέ δεν την είδε σαν «μια συνάδελφο», ακόμη κι από την αρχή ήταν «Η Συνάδελφος», κάτι οριστικό, ό,τι και αν σήμαινε αυτό. Κι αυτήν την έβλεπε ως μοναδική, ξεχωριστή. Οι αντιστοιχίες ήταν πολλές. Κι αυτήν επίσης την παρατηρούσε με μεγάλη όρεξη, ή μάλλον με έντονη, αλλά και άγνωστη συνάμα, επιθυμία. Ποια από τις δυο πρόσεξε πρώτα δεν μπορούσε ποτέ να πει με σιγουριά. Εκείνη τη μέρα, παρόλα αυτά, αισθανόταν περίεργα. Η διάθεση του θα μπορούσε να οριστεί κατά προσέγγιση από το μάτι ενός ψυχολόγου με λογοτεχνικά ενδιαφέροντα ή από το μάτι ενός λογοτέχνη με καλλιεργημένες ψυχαναλυτικές ιδιότητες, ως αμφιταλάντευση ανάμεσα στην από την αφέλεια προκεκλημένη χαλάρωση που επιδείκνυε ο Καντίντ του Βολταίρου, και στην ένταση των συναισθημάτων που μόνο η αναπόληση προσωπικά σημαντικών γεγονότων με την τεχνική του «εσωτερικού μονολόγου» μπορεί να πυροδοτήσει Πιθανότατα ήταν αυτή η κατάσταση ψυχής που τον οδήγησε στην εύρεση του ζητούμενου. Τότε, για πρώτη φορά, αντιλήφθηκε, ανεξήγητο το πώς, ότι η πρώτη που παρατήρησε, η πρώτη που τον έκανε να την παρατηρήσει, η πρώτη που του ξύπνησε, ουσιαστικά, αισθήσεις που ούτε καν γνώριζε ότι είχε, η πρώτη που τον έκανε να δοκιμάσει συναισθήματα, των οποίων τη φύση μονάχα έμμεσα και εξ αποστάσεως ήξερε, η πρώτη, λοιπόν, αυτή δεν ήταν η καλοδουλεμένη λωρίδα ύφασμα που αντίκριζε κάθε φορά που σήκωνε το βλέμμα του από το γεμάτο χαρτιά, φακέλους και ογκώδεις τόμους γραφείο, αλλά Εκείνη. Εκείνη που κοίταζε κάθε φορά που σήκωνε το κεφάλι του, Εκείνη που έψαχνε να βρει με το βλέμμα του, Εκείνη που τον έκανε να παρατηρήσει και να αγαπήσει τα πάντα μέσω αυτής, Εκείνη που άνοιξε για αυτόν την κουρτίνα που του έκρυβε τη θέα προς τη ζωή. Εκείνη που του έλειπε εκείνη τη στιγμή, σ’εκείνο το τρένο, όσο οτιδήποτε άλλο.

61


Μιχάλης Παπαντωνόπουλος _________________________________________________________

ΠΑΡΑΒΟΛΗ

α΄ «Βάφτισε δέντρο το κορμί μου», τα βράδια μου ψιθύριζε στ’ αυτί, «και δίχως ενοχή σκαρφάλωσε να κόψεις με τα δόντια σου κλαδιά ζωσμένα μίσχους, λουλούδια και καρπούς. Κι αν βρεις αγκάθια στα κλαδιά μου, φωλιές εντόμων ή και φίδια, να ξέρεις πως αυτά χαρίζουνε στον έρωτα μιαν αίσθηση κινδύνου». Ποτέ μου δεν την άκουσα, κι ας την ποθούσα – ήθελα κάποια νύχτα σαν την αποψινή – μην έχοντας το σώμα της πλάι στο δικό μου σώμα – να μπορώ να θυμάμαι τον ίσκιο της. β΄ Κάθε που τέλειωνες τη βραδινή σου βάρδια περνούσες απ’ το θάλαμο να με σκεπάσεις – μέχρι τη νύχτα που με βρήκες παγωμένο να ‘χω τραβήξει τον ορό απ’ τη φλέβα μου να ‘χει φουσκώσει μες στα μάτια μου το αίμα. Αν προσευχήθηκες αργότερα για μένα – από συμπόνια ή έστω από συνήθεια – δεν το ‘μαθα ποτέ.

62


γ΄ Παλεύω πια να ζήσω μ’ ό,τι μου άφησες. Σαν δαίμονας υπάρχω με δυο μαύρα κέρατα στο μέτωπο, με νύχια και δόντια λύκαινας, με την μουσούδα κάποιου πλάσματος της νύχτας, με μάτια πέτρινα, που χορταριάζουνε βδομάδα με τη βδομάδα – προσμένουν, βλέπεις, έναν καινούριο έρωτα δίχως κάποιον παράδεισο γι’ αντάλλαγμα. δ΄ Να’ ναι φθινόπωρο, βροχερό πρωινό στα μέσα του Σεπτέμβρη – να’ χω τα μάτια σου στη μέσα τσέπη του παλτού (κτερίσματα κείνου του πρώτου παιδικού μας έρωτα) και να πηγαίνω ξανά σχολείο.

63


Χριστίνα Σφυρή _________________________________________________________ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΔΩΜΑΤΙΟΥ Δεξιά του η φωτογραφία ενός μωρού. Αριστερά του το απολυτήριο λυκείου. Και το πτυχίο της; Πού θα το βάλει; Δεν έχει μείνει χώρος.

Μήπως επάνω του; Κι αν το πετάξει όπως όλα τα άλλα; Άστο καλύτερα’ Αφορμή ζητάει να αρχίσει να αναπολεί.

Δεν έχει δικαίωμα να κλέβει τις στιγμές μου – Είναι Δ-Ι-Κ-Ε-Σ Μ-Ο-Υ.

Μα, τι είναι αυτό επάνω του; - Καλά δε βλέπεις; Αράχνη είναι και υφαίνει τη ζωή σου.

64


C OR E C TIO NS

Is this my esay? Ful of mistakes and erors? Empty of meaning? It neds corections! No talent left after al .

- “Just double the leters and it wil be excelent young lady.”

65


T OU C H

O F YO U TH

Her nails, red and well-shaped Pinch my white sensitive skin. She’s looking for something. Is it my youth? I can’t think of anything else. Γαντζώνεται πάνω μου και δε λέει να ξεκολλήσει, σαν τη μέλισσα που γυρεύει τη γύρη στα λουλούδια. Ψάχνει για τους χυμούς μου; Δε μπορώ να φανταστώ τι ζητάει.

She has everything; Beauty, wealth, fame. Still, she’s after me! - “What do you want?” - “I want your touch, honey.”

66


Αθηνά Τούτση _________________________________________________________ PREMEDITATED MURDER Sharp blade shining under moonlight. Kling! You throw your knife in the sewer and wipe your hands on your shirt. You can’t run you can’t hide his scream a needle stuck into your mind his face on the bills looking at you with terrified eyes. Blue light illuminates the night. Shadows are moving and you are seized by a hand that shouts a command. “All arise!” Look at these people. They are so wise! “Premeditated murder.” They always punish but never ask why. “Dead man walking what’s your last wish? May God forgive you for we cannot do this.” Soon it will be over. Here they have no knife. You know they are civilized. Close your eyes say your prayers for your soul and theirs. The moment has come for the killers to smile.

67


ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΑ Ο δρόμος ανηφορικός και ο ήλιος μόλις έχει ανατείλει. Έφτασα πια στην κορυφή. Κοιτάζω την πόλη, τα σπίτια, τους ανθρώπους. Ένα πολύχρωμο χαλί με ακανόνιστα σχήματα. Στέγες και παράθυρα γυαλίζουν κάτω από τις ακτίνες της πύρινης σφαίρας μικροσκοπικά όντα γεμίζουν τους δρόμους. Ώρα να φεύγω. Το έρημο μονοπάτι με φέρνει πάλι στους δρόμους της πόλης. Τα σχήματα γίνονται κτίρια δε λάμπουν πια. Οι πόρτες και τα παράθυρα ανοίγουν τα όντα παίρνουν μορφή, γίνονται άνθρωποι διαφορετικοί, γελαστοί, σκυθρωποί, άγνωστοι και γνωστοί. Είμαι κι εγώ μια απ’ αυτούς.

68


EDNA Aphrodite, coming out of the foams walking proudly to your little cottage this is not the time. Open your wings and fly! Your inspiration a pair of hands moving swiftly on the canvas bound by a golden circle. Open your wings and fly! Your aspirations mixed with children’s voices covered with ladies’ visiting cards. Open your wings and fly! Vast is the meadow and in there you lie thinking of lovers that never came craving for a love that you will never tame. You did not check your wings before your flight. Go back to the sea that bore you. This world cannot afford you. This is not the time. The sun is too hot but you cannot hear Daedalus’ cry.

69


Ρόδω Φουτάκη _________________________________________________________

WHILE CROSSING THE STREET

Hey, little girl what is the matter with you? Have you been crying? Your eyes no longer smile, moments of rain reflected in your gaze, no pink on your cheeks, no ribbons in your curly hair. People walk beside you, going by worthless for them to cast a glance. You seem to wait for something but nothing happens in a world that fades. Your place a tiny corner for you to fit and I am staring across the way, wondering about this blank face.

70


ΚΥΝΗΓΗΤΟ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ Περπατώ στο δάσος και ο λύκος είναι ακόμη εκεί. Κρύβεται, παραμονεύει, καρτερεί την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθεί. Αμέριμνη, όμως, δε θα με βρει. Στο δάσος πάντα θα περπατώ, στα γνώριμα μονοπάτια θα διαβαίνω και θα περιμένω εκεί. Το δάσος δεν του ανήκει, καιρός να βρει αλλού να καιροφυλακτεί.

71


ΟΥΤΕ ΠΙΟ ΠΙΣΩ, ΟΥΤΕ ΠΙΟ ΜΠΡΟΣΤΑ Αναζήτησέ με. Ψάξε να με βρεις Όχι, μην κοιτάς εκεί. Πίσω σου δε θα είμαι εγώ. Το δρόμο που χαράζεις Δε θα ακολουθώ τυφλά. Όχι, ούτε και μπροστά σου. Δε θα σου ανοίγω πέρασμα σε μονοπάτια στρωμένα να διαβείς. Κοίτα καλύτερα. Σου απλώνω το χέρι, ακόμα να με βρεις; Γύρνα τη ματιά σου. Ναι, εδώ! Δίπλα σου. Δύο συνοδοιπόροι τώρα πια.

72


ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ Το μάθημα της Συγγραφικής υπήρξε, για όσους είχαν το προνόμιο να το

παρακολουθήσουν,

η

αφορμή

για

μια

«εξόρμηση»

στη

δημιουργικότητα αλλά και μία ευκαιρία να μοιραστούμε τα κείμενα και τις ιδέες μας με άτομα που έδειξαν πραγματικό ενδιαφέρον. Ευχαριστούμε θερμά την κ. Σακελλίου-Schultz, η οποία μας έφερε σε επαφή με ανθρώπους που μιλούν γιατί έχουν πραγματικά κάτι να πουν. Την ευχαριστούμε όμως και γιατί μας έμαθε πως η φαντασία, ακόμα κι αν δεν έχει όρια, έχει σίγουρα τους δικούς της όρους.

73


OI off or mess ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ: W.B.Yeats (1865-1939) THE BALLOON OF THE MIND Hands, do what you’re bid: Bring the balloon of the mind That bellies and drags in the wind Into its narrow shed.

74


Sylvia Plath (1932-1963) WORDS Axes After whose stroke the wood rings, And the echoes! Echoes traveling Off from the center like horses. The sap Wells like tears, like the Water striving To re-establish its mirror Over the rock That drops and turns, A white skull, Eaten by weedy greens. Years later I Encounter them on the road — Words dry and riderless, The indefatigable hoof-taps. While From the bottom of the pool, fixed stars Govern a life.

75




Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.