μερα-φως

Page 1


α-φορμες

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ 9ο σεμινάριο συγγραφικής


μέρα-φως


ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ 9ο σεμινάριο συγγραφικής

μέρα-φως

ΑΘΗΝΑ 2005


μέρα-φως Ετήσιο περιοδικό Τεύχος αρ. 9 Διεύθυνση περιοδικού α-φορμές: Λιάνα Σακελλίου-Σουλτς Επιμέλεια τεύχους: Λιάνα Σακελλίου-Σουλτς

© Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, 2005 Φιλοσοφική Σχολή Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου 15784 Αθήνα

1 Συγγραφική 2. Ποίηση 3. Διήγημα

ISSN: 1108-1333

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή όλου της παρούσας έκδοσης χωρίς την άδεια της Διευθύντριας του περιοδικού.

Το εξώφυλλο φιλοτέχνησε η καθηγήτρια Βασιλική Δενδρινού


Στη μνήμη του πολυαγαπημένου δασκάλου και συναδέλφου Κώστα Ευαγγελίδη


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ........................................................................................ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ .......................................................................................... 2 ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥΣ .......................... 4 Hala Ahmad ......................................................................................... 7 Ραντεβού, Κερνάς; Ναταλία Aνδρεάδη ............................................................................ 10 Αόρατη Αραμπέλλα-Ζωή Αντωνοπούλου...................................................... 11 Season’s Greetings Άννα Γιαννοπούλου ........................................................................... 12 Movement, When the Sound Turns into Silence, Re-arranging, Η στιγμή Πηνελόπη Γιαννοπούλου ................................................................... 18 Kύματα, Ύπαρξη, Learning Ηow to Love, Ναός Ανδρομάχη-Αθανασία Δημητρακοπούλου ...................................... 22 Discus, Hands and Eye, 44.8 * 31.4, Παιδική ηλικία Θεοδώρα Ευαγγελοπούλου ............................................................... 25 Άμορφη νεκρόπολη, Kallipatira, Η καφετζού, Επιτυχώς απέτυχε Μαρία Ζήση ....................................................................................... 29 Illusion (The Body), The Party Ευγενία Ηρακλείδη ........................................................................... 32 Temptation, Hide and Seek Αντιγόνη Καλαμίδα ........................................................................... 34 8 Thoughts οn Looking at a Book


Κατερίνα Καντούρου ........................................................................ 35 Εικονομαχία, Φιλμ άτακτων εικόνων, Μονόλογος Ελένη Καραΐσκου .............................................................................. 38 The Red Footballers Ελένη Καρδαμίτση ............................................................................ 39 Feathers, Άτιτλο Ευτυχία Λάνδρου ............................................................................... 41 The Air Crash, Terminal Station, Ο παρατηρητής, Blue Hotel Κατερίνα Μανιού............................................................................... 49 The Finish Line, Simpleton Χριστίνα Μάριου ............................................................................... 51 The Mirror of Vanity Παναγιώτα Μπουμπούλη .................................................................. 52 Un Gatto Furbo Θεοδώρα- Κυριακή Νικάκη ............................................................. 53 Will you Marry me?, Stolen Evgenia Oleynikova........................................................................... 55 Faith Ιωάννα Παπαρίδη .............................................................................. 56 Παράσταση υποσυνείδητου θανάτου Φρατζέσκα Περάκη ........................................................................... 58 Essence Manuel Ribeiro .................................................................................. 59 It will be a Busy Day Tomorrow, Through the Bull’s Eye, Waiting Κωνσταντίνα Ροφάλη........................................................................ 62 Το τοπίο της Ειρήνης Μεσσάρη


Χριστίνα Σκορπιδέα .......................................................................... 63 Sunday Morning Out, Insomnia, Έκλειψη, Bits and Bytes Κατερίνα Σκουλίδα ........................................................................... 67 3 short short short stories about the same murder, Conditionals, Kindergarten Drama, Ars Poetica, Μονόλογος γυναικείας μορφής ενώ μεταμορφώνεται σε τσέλο Μαρία Σταγάκη ................................................................................. 72 I Lie Solemn as Defeat, Ονειροβάμων, Η φωτογραφία, Άτιτλο Χρήστος Σταύρου .............................................................................. 76 Old Water Παγώνα Στυλιανομανωλάκη ............................................................ 77 The Broken Mirror of Childhood, Where the Forest Murmurs Ελίζα Τζιαμαλή.................................................................................. 79 55 Men on Horsebacks, Not Another Love Poem, The Half Open Door, The Plain Dealers Γεωργία-Νικολέτα Τρίμη ................................................................. 83 Στο βυθό της ερήμου, Sun, Swimming Back to Safety, Οι αγώνες Κανέλλα Τσατζοπούλου .................................................................... 87 Συλλογισμοί μιας αθλήτριας πριν τον αγώνα Μαρία Τσίγκα .................................................................................... 88 Men on Horseback Μάριος Χατζημιμίκος ....................................................................... 89 Ο Αλ Καπόνε ήταν Άραβας, The Scholars, Εκ παραδρομής, Dreams and Bones, Untitled Το μέρα-φως παρουσιάζει: Colleen J. McElroy.............................. 95


ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι α-φορμές είναι συλλογικό προïόν του μαθήματος της συγγραφικής, το οποίο αποτελεί μέρος του προγράμματος σπουδών του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Το σεμινάριο αυτό, το οποίο προσφέρεται ετησίως από τον Τομέα Λογοτεχνίας και Πολιτισμού, το δίδαξα για ένατη φορά το 2005 στους φοιτητές και τις φοιτήτριες του Η΄ (εαρινού) εξαμήνου. Η χρηματοδότηση του ένατου τεύχους, με τίτλο μέρα-φως, γίνεται στα πλαίσια του Προγράμματος του Τμήματός μας, Π.Ε.Δ.Υ.Α.Σ. Βοήθεια στην ηλεκτρονική και γραμματολογική επιμέλεια των κειμένων προσέφεραν η Μαρία Χρυσάφη και οι φοιτητές του σεμιναρίου Πηνελόπη Γιαννοπούλου, Εμμανουήλ Μεïμάρης, Κατερίνα Σκουλίδα, Γεωργία-Νικολέτα Τρίμη και ο Βασίλης Σταυρόπουλος. Τελειώνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τις συναδέλφους καθηγήτριες Βασιλική Δενδρινού και Μαρία Σηφιανού που περιέβαλαν την προσπάθεια αυτή με ενδιαφέρον και αγάπη και την κυρία Στέλλα Καραγιάννη για την υποστήριξή της. την κυρία Μαίρη Χαρογιάννη, Συντονίστρια των Πολιτιστικών Προγραμμάτων του Βρετανικού Συμβουλίου, για το σεμινάριο της Tracy Chevalier, την κυρία Γεωργία Γαλανοπούλου, Σύμβουλο εκπαιδευτικών θεμάτων στο Μορφωτικό Τμήμα της Αμερικανικής Πρεσβείας, για το σεμινάριο της Colleen McElroy και τον κύριο Ευάγγελο Σόρογκα, Αναπλ. Καθηγητή του Πανεπιστημίου αθηνών στα ΜΜΕ, για την επίσκεψή μας στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Είμαι επίσης ευγνώμων προς τους ομιλητές που συνέβαλαν με τη συμμετοχή τους στην έκβαση του σεμιναρίου. Τους αναφέρω μαζί με το αντικείμενο της ομιλίας τους. Δημοσθένης Αγραφιώτης, «Η νεοτερικότητα στην ποίηση» Νάνος Βαλαωρίτης, «Σκέψεις γύρω από την ποίηση και την εξέλιξη του έργου μου» Tracy Chevalier, «Εργαστήρια συγγραφικής στη Βρετανία και την Αμερική » Γιώργος Δαρδανός, «Οι εκδοτικοί οίκοι στην Ελλάδα» Κική Δημουλά, «Διάλογος με θέμα την ποίηση» Colleen McElroy, «Η μουσική στην ποίηση» Μιχαήλ Μήτρας, «Η τοπογραφία του ποιήματος» Ανδρέας Παγουλάτος, «Η γλώσσα στην ποίηση: ο Γλωσσοκεντρισμός στο έργο μου» Κωστής Τριανταφύλλου, «Κεραυνοποίηση» Γιώργος Μπανιόκος, «Peter Greenaway’s Αrtworks ’66 -’05» Δήμητρα Δημητροπούλου, «Η βιβλιοθήκη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης» Λιάνα Σακελλίου-Σουλτς

1


ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το φως της δημιουργίας Με τον αναγραμματισμό του τίτλου σε μέρα-φως του 9ου τεύχους των α-φορμών γιορτάζουμε εκ νέου τη δημιουργικότητα μέσα από την προσπάθεια να υλοποιηθεί ξανά. Έτσι ενώ οι φοιτητές/τριές μας γράφουν για διαφορετικά θέματα με διαφορετικούς τρόπους, μοιράζονται την πρακτική αυτού του αέναου μυστηρίου μ’ ένα τρόπο παρόμοιο με τα μυστήρια στο σύμπαν, που συχνά γίνονται επαναλαμβανόμενα σύμβολα στη λογοτεχνία. Το φως είναι ένα σύμβολο για τη δημιουργία. Η κάθε μέρα είναι μια επανάληψη της δημιουργίας του κόσμου. Στη Γένεση (1, 3) με την εντολή «Γενηθήτω φως», όχι μόνο γίνονται ορατά τα αντικείμενα, αλλά δημιουργείται ένας ολόκληρος κόσμος για να γίνουμε κοινωνοί του. Ο Θεός εποίησε το φως για να εγγράψει τον κόσμο. Φαίνεται σαν μέσα από την όραση, το φως της ημέρας να υποστασιοποιεί όλα τα αντικείμενα που συναντούμε: σαν να μην υπήρχαν μέσα στο σκότος, μα ξαφνικά ν’ αποκτούν οντότητα την αυγή μαζί με τον κόσμο τους. Τη νύχτα, το αμυδρό φως των άστρων ενώ προσφέρει την ομορφιά τους στα όνειρά μας, είναι πολύ αδύνατο για να αποκαλύψει τους δαίμονες των απροσδιόριστων ήχων του ερέβους. Το μεγαλειώδες οικοδόμημα των άστρων στον ουράνιο θόλο, υπαινίσσεται ένα σπουδαιότερο σύμπαν, που εμφανίζεται με το φως του πρωινού ήλιου. Οι πρωτόγονοι λάτρευαν όχι μόνο τον ήλιο αλλά και την καθημερινή περιφορά του. Γιόρταζαν την αναδημιουργία του κόσμου: τη Γένεση. Μάθαιναν ότι δημιουργία σημαίνει τη δημιουργία ενός κόσμου. Ανέκαθεν το φως του ήλιου υπήρξε μεταφορά για την πηγή της ανθρώπινης νόησης. Ως πηγή δεν διεγείρει μόνο το αισθητήριο της όρασης αλλά δημιουργεί τον κόσμο της όρασης και με την πλατωνική παραβολή της σπηλιάς διαμορφώνει διαφορετικούς βαθμούς κατανόησης. Η γραφή φωτίζει τον κόσμο μας ανάλογα με την ικανότητα του συγγραφέα. Το φως συνδέεται με τις ανθρώπινες ικανότητες, αυτές που μπορούν να αποκτηθούν και να μεγεθυνθούν. Στους παλιότερους μύθους οι πρωτόγονοι μιλούν για τον ήρωα που συνελάμβανε τον ήλιο στην τροχιά του. Η λατρεία της άφιξής του δεν τους ήταν αρκετή. Ήθελαν να ελέγξουν και να επεκτείνουν τη γενεσιουργό δύναμή του. Ο μεταγενέστερος μύθος του Προμηθέα που 2


έκλεψε τη φωτιά θα μπορούσε να επανερμηνευτεί για να σηματοδοτήσει την πραγμάτωση μιας νέας δύναμης της ανθρώπινης φαντασίας, όχι μόνο την ανάπτυξη της τεχνολογίας με τα όποια αρνητικά αποτελέσματα. Ο Προμηθέας πραγματοποίησε την αρχική ευχή να συλλάβει τον ήλιο, επειδή η φωτιά, όπως ένα μικρό κομμάτι του ήλιου, είναι ικανή να φωτίσει την άβυσσο ενώ παράλληλα επεκτείνει την ανθρώπινη κυριαρχία. Στην τάξη της συγγραφικής διδάσκεται η δημιουργικότητα με τον περιορισμένο τρόπο που μπορεί να διδαχθεί. Δηλαδή οι φοιτητές/τριες μαθαίνουν να δημιουργούν ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν. Βλέπουν το αστρικό φως του θαύματος που εκπέμπουν οι λέξεις άλλων συγγραφέων ώστε να μπορέσει να υπάρξει το ηλιακό φως της γραφής που οι ίδιοι χρησιμοποιούν για να μεταφέρει την αίσθηση του νέου τους κόσμου. Είναι δύσκολο να φτιάξεις ένα κόσμο, όμως ο καθένας μας το κάνει καθημερινά και μέσα από τη γραφή μαθαίνουμε πώς να μοιραζόμαστε αυτό το ανθρώπινο προνόμιο. Γενηθήτω γραφή! Λιάνα Σακελλίου-Σουλτς

3


ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥΣ από την ποίηση, προτιμητέο το ποίημα ως διακύβευμα και ως αποτέλεσμα ρυθμοί και υλικότητες, η εγκάρσια τριβή τους για την ανάδειξη της έντασης πρώτη φόρτιση, καταγραφή, αφαίρεση, επεξεργασία, αφαίρεση, πρώτη φόρτιση˙ ο μεγάλος κύκλος της παραγωγής του ποιήματος αποστάσεις και μεταστάσεις˙ απαρχές φορτίσεων και φτιάξιμο σημασιών˙ το τέλος των μονοδρόμων: προϋποθέσεις για το πλάσιμο του ποιήματος το μυστήριο της καθημερινής ασημαντότητας˙ μαρτύριο στη διαχρονία˙ απόλαυση στη συγχρονία: το τίμημα και η τιμή του ποιήματος Δημοσθένης Αγραφιώτης Η ποίηση βοηθάει τους ζωντανούς να πεθάνουν και τους νεκρούς να ζήσουν. Νάνος Βαλαωρίτης

Each novel of mine is born out of a sudden inspiration, an idea which I feel I need to communicate, whether it comes from a work of art, or a cemetery, or even a definite nuance of blue. Usually, it is a feeling that I have to transform into words. Most of the times I am not sure if the idea is interesting; however my instinct is intense and till now it hasn’t betrayed me. Tracy Chevalier Σαν ένα ματσάκι από λέξεις η ποίηση. Τις συλλέγει από το μικρό θερμοκήπιό του ένας μονόλογος που χρόνια ονειρεύεται να τις προσφέρει σε μιαν επικοινωνία με την οποία είναι αιώνες ερωτευμένος, χωρίς να έχει λάβει σαφή δείγματα ανταποκρίσεως εκ μέρους της.

4


Λέξεις αρωματικές και μη, ώστε οι μεν να διαποτίζουν τις δε και να επιτυγχάνεται το πολύ δύσκολο διάχυτο. Αυτός ο συγκερασμός του λυρισμού με την αναγκαία σχεδόν εκφορά της γλώσσας και πεζολογικά, όπως την καθαγίασε ο Καβάφης, διευκολύνεται εάν το έσω τοπίο σου φέρει ακριβής διακριτικότητας ευωδιά σαν αυτή που αναδίδει το χώμα, έχοντας πλυθεί με σιγανό, πράσινο νερό βροχής. Κική Δημουλά Απόσπασμα από το κείμενο Ο Φιλοπαίγμων μύθος, (Ίκαρος, 2003), σελ.11

The beauty of language rests in its music and imagery. In my usual introduction to a course, I tell my students, there was a time when poets had real jobs. In those years, before the invasion of the publishing media, poetry played an essential role in the rituals and patterns of culture. The genesis of poetry was, and is, inspiration: ordinary events as well as divine inspiration, dreams as well as daily life, gossip, stories or signifying as well as eulogies and elegies. The second bit of advice I give my students is that poetry, like dance, involves the whole body. With dance, you must know how to walk — across— the floor. We all know how to walk, but in dance, walking across the floor is a metaphor for walking. We recognize that we are all molecules in motion, meeting. By the same token, language is always in motion, in the throes of its own dance. The poet hears the rhythms of language, the images paced to the rhythm of the poem. The poem becomes then, the sum of what pulls the reader into the movement of language, what makes the elegy, the narrative, and what gives life to the dreams of daily life breathing on the page. It is a painterly act. The art of it all is how we represent what we see: a flower, a baby, lovers, the act of walking, the dance. Molecules in motion. The poet strives to make new the familiar, to change the ordinary into the extraordinary, to paint images with words and the music of language. The HEAD by way of the EAR to the SYLLABLE The HEART by way of the BREATH to the LINE

5


Therein lies the music of the poem —rhythm that enhances meaning, metaphorical language and compressed images. The voice of the poet brushes against the flash of imagination. In this way, we can go back to an early definition of poetry, a time when poets had ‘real jobs’: the poem is the song unsung. Colleen J. McElroy Όταν μου ζητούν να μιλήσω για το πώς βλέπω εγώ την ποίηση που γράφω, προτιμώ να παραπέμπω σ’ αυτό που είπε κάποιος άλλος, και το οποίο με καλύπτει απόλυτα. Ο συνθέτης και ποιητής JOHN CAGE λοιπόν έχει κάνει την εξής δήλωση: “I HAVE NOTHING TO SAY. I’M SAYING IT. AND THAT IS POETRY.” Μιχαήλ Μήτρας Είναι σαν η γλώσσα παρεκκλίνοντας μονάχα να βρίσκει την ποίηση, τον εαυτό της: ο εαυτός της, πολλοί εαυτοί κάτω από προσωπεία και στην ορχήστρα αντηχεί ο έρωτας. Να ο έρωτας καταπληγωμένος, αλλά μωρός να προκαλεί (σ’ άλλους μωρός ίσως) δεινά πολέμους κι εκστρατείες σε χώρες εχθρικές κι απόκοσμες, με δύσκολους γεμάτους εμπόδια νόστους. Κάθε νόστος και μια περιπέτεια που γράφεται από πλανήτες με σύμμαχο ίσως τον έρωτα. Ανδρέας Παγουλάτος Αυτό που εμπλουτίζει την ποιητική μου αίσθηση για ν’ αναδείξει το ουσιώδες ανεξήγητο ή το τυχαίο ωραίο γίνεται γραφή. Ακούγοντας τη σιωπή κερδίσαμε τον ήχο. Ζητούμενο είναι πάντα ο επαναπροσδιορισμός του άγνωστου Χ και η πραγματοποιήσιμη ποιητική του αίσθηση. Αυτό που λέει η λέξη αυτό που λέει το ποίημα…. Κωστής Τριανταφύλλου 6


Hala Ahmad ΡΑΝΤΕΒΟΥ Την κάλεσα από κοντά για να τα πούμε ετοίμασα φαγητά και ποτά οι δυο να πιούμε Μέσα βαθιά έβαλα χέρι Μα δεν το ένιωσα Τι έγινε; Ας μη το ξέρει Πως τον έλεγχο -πάνω του- έχασα Τι να της πώ; «όλα καλά μην αγχώνεσαι» πάω να τρελαθώ έτσι απλά ξέρω ’γω πώς έπεσε Αμάν...Σε παρακαλώ έλα περνάει η ώρα... Προτού να κάνεις κάποια τρέλα να χάνεσαι τώρα Τι να βάλω μέσα; Τι ντροπή! Πόσες φορές μου είπα βγάλε να ’χεις ένα δεύτερο κλειδί.

7


ΚΕΡΝΑΣ; ΕΛΛΑΣ! Την πόρτα σου κτυπάω Κερνάς; Για το νερό σου εγώ διψάω Ρωτάς Εσένα πώς σε λένε; Και από πού είσαι; Τι έχουν τα μάτια και κλαίνε Και τυραννιέσαι. Απαντάω: Τα μάτια από όσα είδαν έλιωσαν. Δρόμος μακρύς, μοίρα γραμμένη Στην Δαμασκό ζωή με χρέωσαν Και μένα με λένε Ελένη. Το χώμα της Πατρίδας μου βγάζει προφήτες Και ο λαός μου επαγγελμάτισε τη θυσία Καθημερινά πολεμάνε τους αλήτες Με αίμα δείχνουν του χώματος την αξία Τα παιδιά μας με την χαρά έχουν χωρισμό Γιατί στα μέρη μας μόνο θάνατο μυρίζει. Σε μας εμείς! Που με τον πολιτισμό Κάποτε τον κόσμο είχαμε αρωματίσει. Το Ιράκ, Ελλαδάρα μου, τι να σου πω Σαν ορφανό πουλάκι πια έχει μείνει Και για ένα άδειο δωμάτιο Ψάχνει μα δεν βρίσκει Παλαιστίνη. 8


Η Αμερική Θεά! Και χίλιοι δειλοί Μπροστά της έχουν γονατίσει Με πόνους, στους πάμπτωχους, Τη ζωή τους έχουν χρωματίσει. Να με πάει κανείς σε σένα ναι Αιώνες τώρα έχω και περιμένω. Να πω χίλια πράγματα σκέφτομαι Μα ποτέ δεν έφτασε το τρένο. Σου λέω τα δάκρυα των μικρών Κάποια μέρα θα αλλάξουν την κατάσταση Γιατί μέσα στην μήτρα των πικρών Εκεί μόνο γεννιέται η επανάσταση. Αυτό να το θυμάσαι και σε όλους να το πείς Και πως σου το ’πε κόρη μιας Κυρίας Φεύγω τώρα μα να το θυμηθείς Από δω πέρασε η Ηala της Συρίας. Περίμενε! Μήπως από κάπου γνωριζόμασταν; ΣΥΡΙΑ! Κάτι μου θυμίζει το όνομά της. Αμέ! Ιστορικά γείτονες δεν είμασταν; Πάρε νερό. Και ας πιούμε στην υγειά της.

9


Nαταλία Ανδρεάδη ΑΟΡΑΤΗ Η πόρτα κλείνει. Τα φώτα ανοίγουν. Κουραστικές οι βόλτες. Ο καναπές, η ντουλάπα, το γραφείο, όλα στη θέση τους. Βαριά έπιπλα, παλιά, χρησιμοποιημένα. Δε μετακινούνται. Το σπίτι γεμάτο από άχρηστα πλέον αντικείμενα. Κάποια ήταν μιας χρήσης. Τα υπόλοιπα χάλασαν. Τόσοι τα πιάσανε στα χέρια τους. Μια γυναίκα στον τοίχο κλαίει. Απλώνει το χέρι. Οι άλλοι απλώς περνάνε. Κάποτε στέκονταν. Ήταν ωραία. Τώρα βιάζονται. Τα μαλλιά μου ξέβαψαν. Ο καθρέφτης άλλαξε. Δε βλέπω. Πώς θα πιω νερό; Δε με βλέπουν ή δε θέλουν να με δουν. Θα με πατήσουν. Τα μάτια μου τσούζουν. Τα βλέφαρά μου βαραίνουν. Κλείνουν, ούτε αυτά τα ελέγχω. Θα τα καταφέρω; Η τηλεόραση παίζει το αγαπημένο μου τραγούδι αλλά δεν μπορώ να το ακούσω, ούτε να το τραγουδήσω. Άλλωστε για ποιόν; Μόνο άλλον έναν στεναγμό και ηρεμώ. Η βόλτα τέλειωσε. Η πόρτα κλείδωσε.

10


Αραμπέλλα-Ζωή Αντωνοπούλου SEASON’S GREETINGS The Christmas tree is scratching the ceiling, shiny and full of ornaments. A person from another planet might have declared it kitch. Thousands of years of evolution have taught me to admire it. Much more, to have the egotism to place it in my living room instead of letting it live its own life. What we all try to do: live our own life in total freedom, with only our roots separating us from the universe.

11


Άννα Γιαννοπούλου

MOVEMENT

12


WHEN THE SOUND TURNS INTO SILENCE

The drums beat

and my ears repeat

the sound of the heat

in the heart of the street

13


So much sorrow

yesterday is like tomorrow

as the eyes are growing hollow

days and nights just follow

14


RE-ARRANGING i s a o f u n c o n n e c t e d b i t s c o l l e c t i o n o f w o r l d Th e i n n u m e r a b l e e xp e r i e n c e . a c o l l e c t i o n u n c o n n e c t e d b wo r l d o f i n n u m e r a b l e o f i t s e xp e r i e n c e . Th e i s b i t s Th e a u n c o n n e c t e d o f wo r l d i s e xp e r i e n c e . c o l l e c t i o n o f i n n u m e r a b l e Th e c o l l e c t i o n w o r l d i s a o f d i n n u m e r a b l e b i t s o f u n c o n n e c t e e xp e r i e n c e . wo r l d Th e i s o f i n n u m e r a b l e b i t s u n c o n n e c t e d o f a c o l l e c t i o n e xp e r i e n c e . Th e i s wo r l d a o f c o l l e c t i o n i n n u m e r a b l e e xp e r i e n c e b i t s u n c o n n e c t e d o f. c o l l e c t i o n Th e i s a o f u n c o n n e c t e d i n n u m e r a b l e b i t s o f e xp e r i e n c e w o r l d . o f i n n u m e r a b l e Th e i s a c o l l e c t i o n wo r l d u n c o n n e c t e d o f e xp e r i e n c e b i t s . . e xp e r i e n c e Th e u n c o n n e c t e d c o l l e c t i o n w o r l d i s a o f i n n u m e r a b l e b i t s o f a i n n u m e r a b l e Th e i s c o l l e c t i o n o f u n c o n n e c t e d w o r l d b i t s o f e xp e r i e n c e . o f Th e wo r l d i s a b i t s o f e xp e r i e n c e c o l l e c t i o n i n n u me r a b l e u n c o n n e c t e d . u n c o n n e c t e d o f e xp e r i e n c e . Th e b i t s a wo r l d i s o f c o l l e c t i o n i n n u me r a b l e wo r l d i s Th e c o l l e c t i o n o f b i t s i n n u m e r a b l e a u n c o n n e c t e d o f e xp e r i e n c e . i n n u m e r a b l e Th e u n c o n n e c t e d wo r l d i s o f e xp e r i e n c e a c o l l e c t i o n o f b i t s . a c o l l e c t i o n Th e w o r l d i s o f i n n u m e r a b l e u n c o n n e c t e d o f e xp e r i e n c e b i t s Th e wo r l d i s a c o l l e c t i o n o f i n n u m e r a b l e u n c o n n e c t e d b i t s o f e xp e r i e n c e . B u t I h a v e fo u gh t a b s u r d i t y. I h a ve r e a c h e d h c o r e e n c e echrenoce rcoehence ocehrence ochernece encoerhce ecohercen choeencer cochernee ocrencehe enohercec recoenche cecorenhe herenceco hecornece ochencere cecohener nocheecer hcoeerenc cenroheec econchere erecohnce coerecneh nceceohre hcerenoce ncorehece ercocehen echeornce nccoheree hcoenceer coherence

15


Η ΣΤΙΓΜΗ Για μια στιγμή δεν ήμουν πουθενά με τα πόδια κομμένα και τα χέρια σε απλή αιώρηση. Όταν πριν λίγες μέρες ξύπνησα και αναρωτιόμουν τι να είναι αυτά τα στενόμακρα πράγματα που μου δίνουν τόσο περίεργα αηδιαστική αίσθηση αφής κοίταξα και είδα ότι ήμουν εγώ και πάγωσα όπως τότε. Με τα πόδια κομμένα και τα χέρια σε απλή αιώρηση και φόντο τη λαχανί λαδομπογιά με τις λαδιές από το μεσημεριανό φαγητό που κανείς δεν άγγιξε και το χλωμό φως του απορροφητήρα σα σκηνικό θεάτρου. Το πέταξα το φαγητό για να απασχολήσω τα χέρια μου να μην ξαναπεθάνουν και αιωρηθούν. Δεν κατάλαβα γιατί πέθαναν, ούτε τα χέρια μου ούτε κι αυτός. Και μου το είχαν υποσχεθεί. Όταν τα βράδια βγάζω τις αναμνήσεις απ’ τα μάτια μου, Νομίζω ότι είναι γιατί εξαπατήθηκα από το Θεό, από τους άλλους, από το υπουργείο υγείας που με προειδοποιεί ότι θα αδυνατίσει το σπέρμα μου από τη νικοτίνη λες και ’χω σπέρμα αλλά ποτέ δε μου ’πε ότι πεθαίνεις κι απ’ το τίποτα.

16


Η πράσινη λαδομπογιά καλύπτει το οπτικό μου πεδίο από τότε και καταλαβαίνω γιατί η μάνα μου λέει ότι το φως του απορροφητήρα καίει το πλαστικό γύρω να μην τ’ ανάβουμε καλύτερα, ε; Την τελευταία φορά που το ’χαμε ανάψει, είχε μιλήσει, τα ’χε ρουφήξει όλα, δεν είχε αφήσει λίγο αέρα ν’ αναπνεύσουμε, ν’ αναστενάξουμε και αυτό είναι το μικρό μας μυστικό. Όταν θέλεις σιωπή είναι πάντα γεμάτος ο τόπος συμβουλές που δε ζήτησες κι αυτό το φαγητό στο τραπέζι ζεστό λες και δεν το πέταξες ποτέ. Σε περιμένουμε, έλα. Όταν θέλεις αέρα το παραθυράκι βγάζει στο δύσοσμο φωταγωγό, η πόρτα δεν πρέπει να ανοίξει, ο απορροφητήρας δουλεύει και η λαδομπογιά σε τυλίγει. Όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να μεγαλώνουν οι μέρες που πρέπει να κρύβεις τις σκέψεις σου σ’ ένα τσιγάρο, στην κουζίνα με τα πόδια κομμένα και τα χέρια σε απλή αιώρηση.

17


Πηνελόπη Γιαννοπούλου ΚΥΜΑΤΑ Η νύχτα σκέπαζε τον πόθο τους κατάσαρκα. Φύσηξε βοριάς. Τα κύματα δάγκωσαν τα άκρα του όρους. Ούρλιαξε. Το φως του φεγγαριού σφήνωσε ανάμεσά τους. Τα δάκρυα των άστρων στάλαζαν στη ράχη της. Αφουγκράστηκε τις σιωπές των κυττάρων της. Γαλήνεψε.

18


ΥΠΑΡΞΗ Αναχωρήσεις σε διαστήματα τακτά κι εσύ μιλάς για υλικά εξαίσια, ακριβά. Ό,τι σε θρέφει το ματώνεις για να πειστείς πως είσαι κάτι εκλεκτό. Εγώ είμαι το χνάρι που το κύμα θα σβήσει. Θα φύγω δίχως βοή, δίχως χοές, σαν αεράκι. Σεμνή φυγή. Εσύ;

19


LEARNING HOW TO LOVE Love’s too simple for me to understand; too free to flee, to forgive, to comprehend. Of possession I’m in need and habit is such a strong narcotic. “Love, love, love,” you said. How much time am I left with to try once again?

20


ΝΑΟΣ Γεμίζουσιν αι θέσεις του μοναστηρίου Οι πιστοί φτάνουσιν ο εις μετά τον άλλον εν τω οίκω του θεού. Προσευχές, θυμιάματα, η κυρία κοιτάζει τον πόντο του καλσόν που ξέφυγε απ’ την πλέξη ο κύριος καθήμενος δοξάζει το θεό νυσταγμένος. Το μωρό στην αγκαλιά της μητέρας κλαίει, ασφυκτιά δεν ντρέπεται να εκφράσει το αίσθημα του όχλου. Η κόρη τάχα θίγεται: «Μα τι ανήσυχο που είναι, γιατί το φέρνει η μάνα του;» Ο μοναδικός πιστός απολύεται. Δεν αντέχουν οι πιστοί την ειλικρίνεια, είναι πολύ πιστοί. Ο Θεός έπλασε τον κόσμο. Ο άνθρωπος Τον καταχώνιασε σε κτίσματα. Εντύθει χριστιανός και εκαθαγιάσθη. Μνήσθητί τους Kύριε όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου. Εγώ θα σε δοξάζω ποτίζοντας ζουμπούλια και γιασεμιά.

21


Ανδρομάχη-Αθανασία Δημητρακοπούλου

DISCUS, HANDS AND EYE Discus in-between your Hands your gaze far away still and serious this perfect immobility and yet all senses οn alert Here comes the dancing, twisting and bending, the “it” up in the skies heavy as feather and quick as thief catching its peak Your Eye eternally locked-like there to the end of the line

22


44.8 * 31.4 Μοιάζεις με τις Ερινύες απ’ τις τραγωδίες και θυμίζεις τον μπαμπούλα απ’ τα παραμύθια. Μέσα σε χρώμα πορφυρό στέκεσαι ύποπτα στο ζοφερό έρεβος σαν τσαρλατάνος. Πλάσμα υπόγειο ή αερικό ενός κόσμου εμετικού δίχως σφιγμό. Κι αν με κοιτάξεις θα με ποτίσεις με ένα γέλιο υπνωτικό, θα μ’ αρπάξεις για ένα ταξίδι άγνωστο κι όμως καλά γνωστό. Σερνάμενα μέταλλα σε ράγες να τσιρίζουν ακούγονται τα δόντια σου καθώς τα ακονίζεις για νέους στεναγμούς. Πού πήγε τόσο νέο το κοριτσάκι; Κανείς δεν υπολόγισε πως έρχεσαι από Αλλού.

23


ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Τις Κασσάνδρες του πολέμου δολοφόνησαν Δολοφόνησαν τα παιδιά της Μήδειας Δολοφόνησαν την παιδική μου αφέλεια Έθαψαν τα παιχνίδια μου στα δάκρυά μου Και κάθε μέρα ξημερώνει νύχτα Και σε αυτό το ερείπιο βασιλεύουν μόνο φαντάσματα Και μια ταφόπλακα βαραίνει το παιδικό μου στήθος Και άμουσες σειρήνες ξεσκίζουν τα μουσικά κλειδιά μου Εγώ δεν ήξερα. Θέλω να ξέρω; Και σε ρωτάω. Γιατί ρωτάω; Μπαμπά, πού είναι το τέλος του κόσμου; Εκπαιδεύτηκες να αφουγκράζεσαι τη σιωπή Αυτή δε σε βομβαρδίζει, δε σου σβήνει το φως Αυτή δε σε χαϊδεύει, δε σου υπόσχεται Αυτή μονάχα σε απογυμνώνει απ’ τα παιχνίδια σου Μαμά, πρέπει να της πω «ευχαριστώ»; Κι όταν φανεί εκείνο το αστέρι Τότε θα είμαι… κι εσύ θα είσαι Κρύος σα μάρμαρο, ίδιο με κείνο Εκείνο που σκεπάζει τους απορημένους τάφους

24


Θεοδώρα Ευαγγελοπούλου ΑΜΟΡΦΗ ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ Και που μου χάρισες μορφή, όχι, για πες μου τί κατάλαβα. Τρέμω την ώρα που ανάβει η μέρα. Λιγοστές, μακρινές φίλες γεννημένες από άτυχες τύχες απαλά και εύμορφα φεύγουν. Φύλακας απουσίας αποχωρώ στο ανασφάλιστο όνειρό μου. Και που μου χάρισες πλοκή, όχι, για πες μου τί κατάλαβα. Τρέμω την ώρα που σβήνουν τα φώτα. Άφθονες, αχνές φιγούρες, ορφανές από νονές νεράιδες, βιαστικά και άμορφα φθάνουν. Φύλακας φαντασίας καραδοκώ τις άυλες φορεσιές τους που θροίζουν. Και που μου χάρισες ζωή, όχι, για πες μου τί κατάλαβα.

25


KΑLLIPATIRA You are not like other women who bend, and break their bodies to reach the coffee-pot in the endless kitchen cupboard, to reach the last speck of everlasting dust on their confined mirrors. You are not like other women. You watch the motes dancing in sunbeams, you stand on tiptoe above the crowd and reach out for the lonely book, sitting alone on the forgotten top shelf. You are not like other women. The sight of your revealed breast slipping out of the pallium gave you away, and you were favoured with a life you already owned.

26


Η ΚΑΦΕΤΖΟΥ Κοιτάει το μπρίκι να μη χυθεί ο καφές. Γελάει, τραγουδάει, μας φέρνει καλοκαίρια. Η γριά μας καφετζού μετράει ως το έξι. Όλοι το ξέρουν. Εγώ το ξέρω. Κανείς δε ζητά επτά ή οκτώ φουσκάλες. Καφέ βαρύ γλυκό ελληνικό ή τούρκικο, επίτηδες έξω χύνει η καφετζού για να ’ρθουν τα καράβια μας μέσα. Η γριά μας καφετζού δεν ξέρει το ήτα μα σαν έχει κέφια, πετάει το μπρίκι, διαβάζει ριζικά.

27


ΕΠΙΤΥΧΩΣ ΑΠΕΤΥΧΕ Η παρομοίωση των άλλων για σένα δεν είχε ίχνος ποίησης˙ ήταν απλά μια πτώση. Στο μάτι του κυκλώνα η κίνηση σε ακινησία διαφανή αναποδογυρίζει την εικόνα σου και φέρνει τα μέσα έξω. Η στιγμή μια στιγμή πριν δεν ήταν τελικά η στιγμή αυτή που περίμενες αλλά αυτή. Κυκλικά τα φώτα γυρίζουν της ζωής που συνεχίζεται. Των άλλων. Μητέρα, για πόσο ακόμα θα χρειαστεί να προσπαθώ;

28


Μαρία Ζήση

ILLUSION (THE BODY) My eyes were closed. My fingers shaped his tight face in my mind. His big eyes, the round lips, the tidy hair. His arms were strong but still. Could he be God? I wanted him to place his arms around me. It would be better if he did. I placed my hands on his chest. I tried to feel his heart. There is no pulse! I open my eyes and read: "...a beautiful marble statue called The Body." It was a good dream though.

29


THE PARTY Once upon a time A party was ready With Bacardi and lime In honor of Prince Freddy. All the invitations were sent In Funky land everything was prepared The DJ played 50 cent And the dance floor was repaired. Tonight was the night The Prince should be wed To a bride worthy of a knight And an underwear model of Med. It was half past five The Prince took his place The guests started to arrive And Freddy searched for a Dior face. From Musicland came Gwen Stefani Without her British fiancé And on the other side dressed up funny Walked up beauty pop Beyonce. Then came Queen Madonna With cute princess Britney There was no other primadonna That could be so kinky! Usher could not miss the party He wanted to dance on the ground He walked up to sparkling Kylie And sang “I’m spinnin’ around.”

30


Di Caprio was there for the Martini Hitting on the Victoria Secret girls So were Cruz, Hanks and Benini Promising them diamonds and pearls. But Prince Freddy got bored And preferred to watch Beckham play He decided to leave in his Ford And drive to glossy L.A.! Suddenly she was announced and came in And the Prince was thrilled It was little blond Avril Lavigne And all the boys and girls shrilled. So Freddy meets his bride But Avril thought he looks like Shrek! She was frightened and cried Making the prince become a wreck. The almost princess to-be run away Crying out loud “I can’t be pretending” And Freddy yelled “she will pay” Singing “So much for My Happy Ending.”

31


Ευγενία Ηρακλείδη

TEMPTATION Eat me. Yes, I’m delicious. You cannot resist me. You are fasting but not even the strongest Can ever resist me. I’m full of flavours, I smell provocatively. You Desire me. Don’t hide it. I can See it in your eyes. You want me. So don’t resist. Grab me. Tear me to pieces. Eat me. I’m here for you and only you. I’m yours. You can do whatever you want with me. I’m your favourite Easter delicacy; don’t deny me anymore. Come on, stop being a coward and Eat me before your mum comes in.

32


HIDE AND SEEK I can see you outside, Mr Frost! I feel you near me Trying to freeze my heart You cannot touch me My heart is hot My heart is full of love I like to see you trying I know you cannot Touch me I feel like playing hide and seek With someone that can never Catch me Come and get me if you can You can never freeze me, Mr Frost.

33


Αντιγόνη Καλαμίδα 8 THOUGHTS ON LOOKING AT A BOOK 1. On an old forgotten mahogany, among thousands of centuries, the only living things were the pages of a book. 2. Finding its way easily through the darkest passages of our mind and through the unreachable places of our heart the book has gained us. 3. Whoever called a book useless because he hasn’t felt its gifts has repented ten and thousand times seeing its excellent and incomparable benefits. 4. We hate it when we have to study it but what it offers us even then is unequalled to any gift. 5. I wonder what would happen if all people realized the true value of a book. Maybe a whole city of books to read they would create. 6. People tell me: “what do you want with a book? Here’s the computer, the online godly services!” They don’t know what a book is. 7. A book is my only companion When all others leave me alone. 8. The years have passed, the night has come but the light of the book in my heart never abandons me. 34


Κατερίνα Καντούρου ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ Η ιστορία αρχίζει απλά και δύσκολα η ταπεινή και επιβλητική φιγούρα της γιαγιάς ορθώνεται μπροστά μου δίπλα της ο τόσο αψεγάδιαστος πράσινος χλωμός από τον ήλιο δίσκος Η ιστορία συνεχίζεται δύσκολα το καταραμένο και ζεστό μαύρο ψαλίδι δείχνει να με περιμένει το καστανό και πένθιμο ομοιόμορφα άκομψο μείγμα απλώνεται στο δίσκο Η ιστορία τελειώνει ανεπιθύμητα το ψυχρό και ευλογημένο λιβάνι ταράζεται από το ετοιμοπόλεμο ψαλίδι η εδεμική γαλήνη θρυμματίζεται σε άπειρα και λιγοστά κομμάτια μα η ευωδιά του παραμένει για να θυμίζει τη μορφή μιας κάποτε ασθενικής φιγούρας Η ιστορία αρχίζει δύσκολα και απλά ο πράσινος δίσκος με το μαύρο ψαλίδι παραμονεύουν συντροφικά στη μοναξιά τους Προσθέτουν έναν ακόμη κύκλο ιερογλυφικών χαραγμάτων στο δίσκο της ψυχής μου Έτοιμη; μια νέα εικονομαχία και πάλι ξεκινά. 35


ΦΙΛΜ AΤΑΚΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ Μια ανεξίτηλη βεντάλια χρωμάτων μού κεντρίζει την προσοχή ανάμεσά τους βασικοί στυλοβάτες το κόκκινο και το πράσινο Είναι δύσκολη σαφώς η μετάβαση από τη γένεση στην αναγέννηση το πράσινο της κορυφής που διψά για επιβεβαίωση το μαρτυρά αυτό Κι έπειτα αυτό το άκομψα μορφοποιημένο συνονθύλευμα παραστάσεων πρωτογενώς κινηματογραφικών επιβαρύνει την κατάσταση Ποιά είναι άραγε η γενεσιουργός αιτία μιας τέτοιας παράλογης αταξίας; Το φιλμ άτακτων εικόνων αρνείται πεισματικά να υποταχθεί σε στερεότυπα καλούπια Έτσι κι αλλιώς όμως το ίδιο το νομίζω ή το είναι τους οδηγεί σε πιο απειλητικές αταξίες. 36


ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ Και τώρα πώς ξεκινά αυτή η επίπονη διαδικασία στο χώρο και το χρόνο; Το πέρασμά μου σε κύκλους αποκρουστικούς μα ανεξίτηλα γραμμένους στο μνημονικό μου; Το ομολογώ δύσκολη η ιχνηλασία στο πίσω μέρος του μυαλού μου κι όμως το ξόρκι της λήθης δε μ’ αφήνει να αποδεσμευτώ. Και τώρα τι; Μια νέα παράσταση, ένα νέο και συνάμα γνώριμο θέατρο εικόνων πλημμυρίζει τον εγκέφαλό μου. Αυτό το θέα-τρο, σα φέρε-τρο της παιδικής μου, Εδεμικής ως τότε, νιότης. Και πώς ξεκινά αυτό το θανάσιμα έγχρωμο κολάζ των αναμνήσεων στο μυαλό μου; Πάντα το ένιωθα πρόκειται για μια θορυβώδη ησυχία που ταλανίζει τον συλλογισμό μου. Εμπρός λοιπόν, τι κάνω; Φώτα! Πράξη αρχική, σκηνή πρώτη: Το αιμόβρεχτο λιβάδι με τις παπαρούνες που απλώνεται προειδοποιητικά σα γάγγραινα ανάμεσα στις πυρακτωμένες οπιούχες τετράφυλλες βασίλισσές του. Σκηνή δεύτερη: Τα υδάτινα σύννεφα που στροβιλίζονται και ανοιγοκλείνουν μαρτυρικά τα σφραγισμένα μου μάτια. Όχι! Stop! Ώρα για μια κοφτή αναπνοή. Σκηνή τρίτη: Το ενοχλητικό ψιθύρισμα των πύρινων δέντρων, η βρεγμένη τους ανάσα καταδιώκει κάθε μου σκέψη. Σκηνή; Σκηνή τέταρτη: Κάθαρση; Ακατόρθωτο. Πράξη τελευταία: Τι έχει τώρα απομείνει; Η ανάμνηση; Η μνήμη; Γιατί με βασανίζουν ακόμη; Φαίνεται πως ο μνημονικός τροχός χρειάζεται έναν ακόμη κύκλο ζωής για να τερματίσει. Και πότε θα γίνει επιτέλους αυτό; Μόνο όταν το σκοροφαγωμένο, κολασμένο κέντημα της μνήμης μου διαλυθεί σε δυο κομμάτια, ένα για τη ζωή που έφυγε και ένα για τη ζωή που έρχεται. Τότε και μόνο τότε αυτή η θορυβώδης ησυχία του μυαλού μου μπορεί να κομπορρημονεί για το κατόρθωμά της. Σκοτάδι; Ακόμη αδημονώ.

37


Ελένη Καραΐσκου THE RED FOOTBALLERS1 The mixed crowds are ready for the moment To announce the faceless glory of the red footballers Nearly before the anticipated victory The wheel of fortune is spinning The game shall begin The strength is not only the light To let them open the doors Of the soul Hunting for the prize That feeds the mind, the heart And now thoughts that are asking: How much is it worth touching the sky To release the strangeness When you are convicted to obey An invalid wheelchair Life rewards those who win themselves Those who were endowed with a body of “Special Needs” Like that of a red footballer.

1

Το ποίημα είναι εμπνευσμένο από τον πίνακα του κινηματογραφιστή Peter Greenaway, “The Red Footballers” 38


Ελένη Καρδαμίτση

FΕATHERS Why haven’t I ever seen the feathers? Τhey were always flying by me but all I could see was thorns sharp, intense, mysterious. When did I lose them? When was I defending my broken tree? Always fewer why couldn’t I see? Oh, my light steel wings. I knew they were bizarre still I thought the weather was wrong. Now, they are lying on the floor, useless.

39


ΑΤΙΤΛΟ Ο θάνατος σου ήταν η απόφαση κάποιου άλλου για σένα. Μάταια κραυγάζαμε για ανεξαρτησία, ανήκαμε. Το ανέκφραστο πρόσωπό σου το μαρτυρούσε. Ένιωθα τον πόνο που σε τραβούσε μακριά από τα όνειρα και θύμωσα. Ζήτησα να σε κρατήσω ζωντανό. Γι’ αυτό ερχόμουν κάθε μέρα στο καινούριο σου σπίτι. Για να κάνεις αυτό που έκανες πάντα, να με ακούς. Πίστευα πως έτσι, θα ήταν σαν να μην είχες φύγει. Αν ρουφούσα κάθε λεπτό της ζωής, θα ζούσες μέσα από μένα. Άδικα πάλευα. Ήταν μια μάχη που έχασα εκείνη την Παρασκευή.

40


Ευτυχία Λάνδρου

THE AIR CRASH I didn’t feel the fall because I was but an eye with no thought, no envy, no desire. I cried when I looked outside and saw the red sky so beautiful– crimson clouds and fire.

41


TERMINAL STATION Please, step away from the red line. Your frost-bitten face inside the window –white lines on the ice-rink. You’re so close, though you don’t touch me. Outside it’s raining –I’m shivering. Excuse me, could you step aside? I’m sorry, I was dreaming of the sea, I imagined you were a blue fish crowd which I could lose myself in. I hear you breathing –but you never look at me. Call Now! The Future Is Yours! Yes, I have a great wasteland ahead –Μy attractive prospect of aridity. Snapshots of dry yellow paper. The windscreen blurred –with a howling rigidity. Can you tell me the time? It is the time of the crowd. Can you show me the road to the sea? A frosty glance, an icy smile. Your desert face looks just like mine. This is a terminal station. This is an unreal city. This is the sea for me.

42


Ο ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ Το σκοτάδι γύρω του φαινόταν ατελείωτο. Ο Παρατηρητής έστριψε για να μπει στην Β16 και το γνώριμο τούνελ εμφανίστηκε μπροστά του. Πάτησε γκάζι και χώθηκε μέσα με ταχύτητα. Ανατρίχιασε. Οι παλάμες του άρχισαν να ιδρώνουν. Καθώς παρατηρούσε τη γρήγορη διαδοχή των πορτοκαλί λαμπτήρων τον συνεπήρε πάλι εκείνη η αίσθηση λαχτάρας και πανικού μαζί, ότι δε θα τα καταφέρει να βγει από το τούνελ αλλά θα χαθεί μέσα στο σκοτεινό του στόμα. Κάρφωσε το βλέμμα στο μαύρο κυκλικό κενό μπροστά του και πάτησε το γκάζι ακόμα περισσότερο. Εντελώς απροειδοποίητα, οι πορτοκαλί αντανακλάσεις χάθηκαν από το παρμπρίζ και εκείνος βρέθηκε στον ανοιχτό αυτοκινητόδρομο. Για άλλη μια φορά είχε βγει έξω. «Δε θα του το πω». Ησυχία. Μέσα στην άδεια πόλη δεν κυκλοφορούσε κανείς εκείνη την ώρα ―εκτός από τους Παρατηρητές. Τους αναγνώριζε εύκολα από τα γκρίζα ρούχα, το κουρασμένο πρόσωπο και το άδειο βλέμμα. Γιατί οι Παρατηρητές δεν είχαν δική τους ζωή. Η ζωή τους ήταν ένα συνονθύλευμα από τις χαρές, τις λύπες και τα πάθη των άλλων ανθρώπων, από ξένα πρόσωπα, από ξένες καθημερινότητες. Εκείνη η ώρα ήταν η αγαπημένη τους όπως άλλωστε και η δική του. Η δουλειά του είχε τελειώσει τυπικά κι έτσι μπορούσε, σα νυχτόβιο τρωκτικό, να τριγυρίζει μέσα στους άδειους δρόμους, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι, στις τέσσερις το πρωί, η ζωή τού ανήκει επιτέλους. «Δε θα μιλήσω». «Δε θα μπορέσεις». Σταμάτησε στο φανάρι και μετά έκανε αριστερά στη CN28. Θυμήθηκε τα μάτια της όταν του είπε «Ξέρω ποιός είσαι». Την είχε υποτιμήσει κάπως. Εκείνη τον είχε εντοπίσει γρήγορα μέσω των κυκλωμάτων από τις μικροκάμερες, ένα βράδυ που εκείνος κοιμόταν. Το επόμενο πρωί την είδε έκπληκτος να τον πλησιάζει και να κάθεται δίπλα του, στο παγκάκι του πάρκου. «Ξέρω ποιός είσαι. Είσαι ο Παρατηρητής μου». Θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει. Αλλά δεν το έκανε. Μόνο πέντε λεπτά έμεναν μέχρι να φτάσει στο συνηθισμένο μέρος συνάντησης. Άρχισε να χάνει την ψυχραιμία του. «Δε θα μιλήσω». Θυμήθηκε εκείνο το πρωινό που έκαναν βόλτα μέσα στο πάρκο περπατώντας δίπλα-δίπλα. Εκείνη του μιλούσε ήρεμα. Μετά από τόσα χρόνια είχε νιώσει επιτέλους άνθρωπος. Προσπέρασαν μια παιδική χαρά και είδε ένα μικρό αγόρι που έκανε κούνια. Θυμήθηκε τον καιρό 43


που και ο ίδιος ήταν παιδί, και έπαιζε, και χαμογελούσε· τότε που δεν υπήρχαν ακόμα ούτε Παρατηρητές, ούτε μικροκάμερες, ούτε Νέα Τάξη· τότε που υπήρχαν ακόμα μυστικά και σκέψεις και η ζωή ανήκε μόνο σε σένα. Είχε βάλει τα κλάματα κι εκείνη του είχε κρατήσει το χέρι. Έστριψε δεξιά στην G37 και πάρκαρε μπροστά από το συνηθισμένο μέρος. Ο Βίκτωρ ήταν όπως πάντα εκεί, με ένα πλατύ χαμόγελο, απολαμβάνοντας το πούρο του. Κάθε φορά που τον έβλεπε του έδινε την εντύπωση μιας άκαμπτης και μηχανικής κούκλας· προμελετημένες κινήσεις, μεταλλικό πρόσωπο, γυάλινα, ειρωνικά μάτια. Έσφιξε τις παλάμες του πάνω στη μαύρη τσάντα και μπήκε μέσα στο μαγαζί. «Δε θα μπορέσεις». Παράγγειλε ένα σκέτο καφέ και άρχισε την αναφορά του. Αράδιασε τους τρεις φακέλους πάνω στο τραπέζι και, καθώς εξηγούσε συνοπτικά τις περιπτώσεις και ο Βίκτωρ διάβαζε την αναφορά, αισθάνθηκε πάλι αυτοπεποίθηση και ικανότητα. Ναι, ήταν ικανός σ’ αυτό το επάγγελμα, ο Βίκτωρ δεν είχε απογοητευτεί ποτέ ―ούτε και κανένας από τους ανωτέρους. Επάγγελμα, ασχολίες, ενδιαφέροντα, ψυχολογικό προφίλ. Περίπτωση 1, ID 154 041, πρόγραμμα εκφοβισμού. Περίπτωση 2, ID 371 002, ήπιο πρόγραμμα. Σε λίγες ώρες είχε περιγράψει το παρελθόν και το παρόν εκείνων των ανθρώπων και είχε σχεδιάσει το μέλλον τους. Τα είχε καταφέρει κι αυτή τη φορά πολύ καλά. Τέλος, έφτασε και στον τρίτο φάκελο. “Φάκελος 3: LIZBETH BROWN. ID No 092 029.” Τί παράξενο να τη βλέπει τώρα σαν ένα φάκελο, ένα όνομα, έναν αριθμό. Εκείνος τη θυμόταν σαν ένα πρόσωπο, δύο μάτια. Δύο μάτια όπου είχε φανταστεί κάτι διαφορετικό, σε κάποιο άλλο μέρος, μαζί της. Κι εκείνη είχε δεχτεί, ήταν κι εκείνη μόνη. Αλλά τον παρακάλεσε να μη μιλήσει. Άλλωστε θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει. Ο Βίκτωρ διάβασε και την τελευταία αναφορά και μετά κοίταξε τα δάχτυλα του Παρατηρητή που έπαιζαν ένα φανταστικό πιάνο πάνω στο τραπέζι. Εκείνος τράβηξε το χέρι του ενοχλημένος. Δε θα τη γλύτωνε έτσι εύκολα, δεν μπορούσε να ξεφύγει τίποτα από το Βίκτορα. Τα γυάλινα μάτια του τον κοίταξαν ανέκφραστα και ένιωσε πως τον διαπερνούσαν και διάβαζαν τις σκέψεις του. Ακόμα κι αυτές. «Δε θα μπορέσεις». Οι παλάμες του άρχισαν πάλι να ιδρώνουν. Γιατί είχε μπλεχτεί σ’αυτό το μάταιο όνειρο; Είχε τη δουλειά του, ήταν ικανός, ήταν ασφαλής. Πουθενά αλλού δε θα ήταν ασφαλής και θα γινόταν πια 44


το Αντικείμενο και όχι ο Παρατηρητής. Δεν εμπιστευόταν κανέναν, γιατί να εμπιστευτεί αυτή; Κι άλλωστε τί ήταν; Ένας φάκελος, ένα όνομα, ένας αριθμός. «Βίκτορα, παρέλειψα κάτι από το φάκελο 3, ξέρεις, για λόγους ασφαλείας. Νομίζω ότι η κοπέλα με εντόπισε». «Τί εννοείς; Ανήκει στους Παραδοσιακούς;» «Ναι, ανήκει σε μια τέτοια ομάδα». Το όνομα τού φάνηκε γνώριμο. «Ανακάλυψαν τις περισσότερες μικροκάμερες με τα μηχανήματά τους. Κάνει μια ήσυχη ζωή, ξέρεις, για καμουφλάζ». «Αυτή η ομάδα μάς έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα. Είναι από τους τελευταίους αγωνιστές που δε λένε να συμβιβαστούν με τη Νέα Τάξη. Αλλά καλά τα κατάφερες πάλι. Θα την τακτοποιήσουμε». Σηκώθηκε για να φύγει. «Αν και δεν καταλαβαίνω γιατί δε μου το είπες από την αρχή». Και τον κοίταξε ειρωνικά. Ο Παρατηρητής μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε γρήγορα. Ένιωθε μουδιασμένος. Χάραζε και η πόλη άρχιζε να ξυπνάει. Βρήκε ένα τούνελ και μπήκε μέσα. Τα πορτοκαλί φώτα. Θυμήθηκε τα λόγια της όταν χώρισαν. «Θα ήθελα να φεύγαμε μαζί, μακριά από όλα αυτά. Αλλά δε θα μπορέσεις. Δεν είναι μόνο το επάγγελμά σου, εσύ ο ίδιος είσαι παρατηρητής». Τότε δεν την είχε καταλάβει. Τα πορτοκαλί φώτα έτρεχαν πάνω στο παμπρίζ και το σκοτεινό, κυκλικό κενό πλησίαζε μπροστά του. Κι αυτή τη φορά, ήταν σίγουρος πως δε θα έβγαινε από το τούνελ.

45


BLUE HOTEL Εκείνο το απόγευμα έκανε αφόρητη ζέστη και ο μόνος ήχος που ακουγόταν στο σαλόνι του ξενοδοχείου ήταν το μονότονο τικ-τακ του ρολογιού και το βούισμα των τζιτζικιών. Σκούπισα τον ιδρώτα από το μέτωπό μου και αναρωτήθηκα τί στο καλό γύρευα εγώ σ’εκείνο το μέρος. Όλα μονότονα. Κοίταξα τριγύρω, στις άλλες πολυθρόνες. Οικογένειες και ηλικιωμένοι τουρίστες και βεντάλιες. Όχι ακριβώς οι διακοπές που φανταζόμουν μετά από τόσα χρόνια. Εκείνο το απόγευμα όμως είχε ανοίξει η πόρτα, την ώρα που με έπαιρνε ο ύπνος πάνω στο βιβλίο μου και είχαν μπει εκείνοι. Εκείνος είχε αποφασιστικό βήμα, ήταν ψηλός, γεροδεμένος και μελαχρινός. Εκείνη ακολουθούσε πίσω του με αργά, λικνιστά βήματα, μια ψηλόλιγνη φιγούρα με ίσια, μακριά, κόκκινα μαλλιά. Παρόλη τη ζέστη, φορούσε ένα μαύρο, μακρύ φόρεμα με μακριά μανίκια, έτσι ώστε μόνο οι καρποί της διακρίνονταν από το υπόλοιπο σώμα. Με σκυφτό το κεφάλι περίμενε τον άντρα της ―είχα υποθέσει ότι ήταν ζευγάρι― να πάρει τα κλειδιά από τη ρεσεψιόν και μετά μπήκαν στο ασανσέρ χωρίς να ανταλλάξουν το παραμικρό βλέμμα ή μια κουβέντα. Είχα μείνει να κοιτάζω την πόρτα του ασανσέρ. Το επόμενο πρωί τη βρήκα να κάθεται στην άκρη της βεράντας με καφέ και βιβλίο, μόνη. Και ίσως επειδή ήταν το μόνο ενδιαφέρον πράγμα μετά από πέντε ολόκληρες μέρες, αποφάσισα να καθίσω ακριβώς πίσω της. Και πάλι το βλέμμα μου έπεσε πάνω στα εξαίσια χέρια της˙ το μόνο που υπήρχε ήταν τα χέρια της: Ο τρόπος που γύριζε τη σελίδα, που σήκωνε το φλυτζάνι και το έφερνε στα χείλια της ή που χάιδευε τα μαλλιά της. Όταν γύρισε ξαφνικά προς τα πίσω είδα το πρόσωπό της ―ένα πρόσωπο τέλειο, αγαλματένιο― και ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά. Μετά η διαμονή μου στο ξενοδοχείο έγινε ακόμη περισσότερο αφόρητη. Οι εικόνες που έρχονταν ξανά και ξανά στο μυαλό μου ήταν τα χέρια με τα μακριά δάχτυλα, το αέρινο πρόσωπο. Είχα γίνει σχεδόν η σκιά της και την έβρισκα στα αγαπημένα της μέρη ―πάντα μόνη, σιωπηλή, με μια μόνιμη έκφραση μελαγχολίας. Δεν με είχε κοιτάξει ούτε μία φορά. Αναρωτιόμουν αν ήταν δυστυχισμένη και είχα αποφασίσει πως ό,τι κι αν τη βασάνιζε μπορούσα να το μοιραστώ και να το καταλάβω ―ήθελα να το μοιραστώ μαζί της. Ίσως γιατί αισθανόμουν πως εγώ κι εκείνη μοιάζαμε.

46


Ένα βράδυ στο μπαρ του ξενοδοχείου είδα και τον άντρα μαζί της. Εκείνος έπινε μόνος, εκείνη στη συνηθισμένη της πολυθρόνα κάπνιζε αργά, αφοσιωμένη σε κάτι ξένο προς όλους εμάς, ένα αέρινο πλάσμα από άλλο κόσμο. Πρώτη φορά φορούσε ένα αμάνικο μαύρο φόρεμα, τα χέρια της σε κοινή θέα. Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι και σκούπισα νευρικά τον ιδρώτα από το μέτωπό μου. Ο άντρας την πλησίασε γελαστός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, έσκυψε και της ψιθύρισε κάτι. Εκείνη του είπε κάτι που δεν μπόρεσα να ακούσω και τον έσπρωξε απαλά πιο πέρα. Έφυγε εκνευρισμένος κι εκείνη εξακολούθησε να καπνίζει ατάραχη. Ήθελα να αγγίξω το χέρι της σ’εκείνο το εσωτερικό σημείο του αγκώνα. Λίγο αργότερα τους άκουσα να λένε ότι θα έφευγαν τη μεθεπόμενη μέρα. Όλη την υπόλοιπη μέρα την πέρασα κλεισμένος στο δωμάτιό μου. Ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να τη ξαναδώ, να συμβεί κάτι, να αλλάξει κάτι. Το φως έμπαινε βασανιστικά μέσα από τις γρίλλιες του παραθύρου. Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και κοίταζα τις μονότονες κινήσεις του ανεμιστήρα. Το βράδυ έβγαινε συνήθως στη βεράντα ή καθόταν μέσα στο μπαρ. Σε οποιαδήποτε περίπτωση θα ήταν μόνη ―ακόμα κι αν ήταν και ο άλλος μαζί, θα καθόταν μόνος, πιο πέρα. Θα την πλησίαζα διακριτικά και θα έτεινα το χέρι. «Ξέρετε, μένουμε στο ίδιο ξενοδοχείο». Θα ακολουθούσαν οι συνηθισμένες τυπικότητες για τον καιρό, για το νησί. Και μετά, αφού ο πάγος θα είχε σπάσει, ίσως να μπορούσα να κρατήσω το χέρι της, που θα έτρεμε, επειδή θα ένιωθε ότι υπήρχε κάποιος που καταλάβαινε τη μοναξιά της. Άρχισα να ντύνομαι γύρω στις οχτώ και μισή και κατέβηκα στο μπαρ στις εννιά. Ήταν όλοι τους εκεί, εκτός από εκείνους. «Δεν πειράζει, ίσως έρθει αργότερα». Πέρασε μία ώρα, δύο, τρεις, και είχα φτάσει στο πέμπτο ποτήρι ουίσκι. Στο τέλος έφυγαν όλοι και έμεινα μόνος με την τηλεόραση. Πρώτα σκέφτηκα διάφορα τραγικά σενάρια. Μετά σταμάτησα να σκέφτομαι. Το μπαρ έκλεισε. Αποκοιμήθηκα πάνω στην πολυθρόνα κρατώντας ένα άδειο ποτήρι. Ξύπνησα απότομα κατά τις πέντε τα χαράματα από τον ήχο της πόρτας κι από μουρμουρητά και γέλια. Σηκώθηκα όρθιος. Ήταν οι δυο τους. Περπάτησαν λίγο στα τυφλά, παραπατώντας, κι ύστερα, φτάνοντας στη ρεσεψιόν σταμάτησαν και φιλήθηκαν για πολύ ώρα. Τους κοίταξα. Μέσα στο μισοσκόταδο δεν με είχαν προσέξει. Όταν επιτέλους τελείωσαν, γύρισαν και με είδαν. Για λίγα δευτερόλεπτα μείναμε και οι τρεις άφωνοι. Την πρόσεξα τώρα καλύτερα. Δεν είχε πια εκείνη την αέρινη ποιότητά, μου φάνηκε γήινη, συνηθισμένη. Και πιο 47


νέα. Ξαφνικά κοιτάχτηκαν και γέλασαν δυνατά. Εξακολουθούσαν να γελάνε ενώ ανέβαιναν γρήγορα τις σκάλες. «Είδες πώς μας κοίταζε ο παππούλης;» Έμεινα πάλι μόνος, στην ίδια θέση που με είχαν αφήσει. Κοίταξα το είδωλό μου στον απέναντι καθρέφτη. Εκείνοι είχαν αφήσει πίσω το γέλιο τους κι εγώ ένιωθα πως ήταν όλα μια συνομωσία εναντίον μου. Ένιωθα γελοίος και ξένος. Την επόμενη μέρα ξύπνησα πολύ πρωί, πριν από όλους, παρέδωσα το κλειδί μου και πλήρωσα για το δωμάτιο.

48


Κατερίνα Μανιού

THE FINISH LINE Thumping hearts, heavy with the burden of a nation’s expectations The tense hush cut by the sound of the billowing flags The eternal wait between “on your marks” and the starting shot’s blast Aspirations, uncertainties, drumsticks on the mind I can – I can’t – I can…can’t…can GO! Cheering crowds droned, drowned out by Heart pulsating, pumping, perspiration Legs ploughing through gallons Plunging, ears ringing I’m almost… THERE!

49


SIMPLETON Cookie dough cut out That’s all you are Crispy on the outside Soft in the heart Looking for a match It’s under your nose But you wouldn’t know Think you’ve tricked them Away you go Run, run as fast as you can You can’t catch me I’m the Gingerbread Man Run, run as fast as you can You can’t catch me I’m the Simpleton.

50


Χριστίνα Μάριου

THE MIRROR OF VANITY All day long she stares in the mirror. All day long she admires her crystal eyes. It’s a narcissistic ritual. If she finds a flaw, she cleans the mirror. It is simple; there is no room for imperfection in those faultless eyes. Unlike others, she doesn’t brush her hair for an hour, or powder her face. If she has the time, which she always makes, she gazes into the mirror to see the reflection of her gloomy black rocks. She would never ask for an opinion or listen to advice. Nor would she give a compliment. Rather, she would expect one, a comment at least, on her exquisite eyes. Oh those eyes; they were once passionate, lustful, energetic. Look at them now, covered with wrinkles and marks. Time did not pity or spare her. Instead he deprived her of her glory, her victory over mankind. She believed her punishment unjust but comforted herself with the Adonis myth, acknowledging that beauty is a sin. How many women look at their aged eyes in the mirror of their personal vanity? How many don’t? The mirror makes a statement. Let it be heard.

51


Παναγιώτα Μπουμπούλη

UN GATTO FURBO I should have told it, time before I can’t live with you anymore. 24 hours a day, you are always lazy Oh my God! You drive me crazy. You want me only to prepare your food But life without you can be equally good. Just leave me alone, you can go ad Atene Arrivederci my babe! Io sto molto bene. I will not see again your goofy face, I can now do my chores at my own pace. I should have imagined that all men are the same And even you, un gatto furbo, have so much fame. The cats of the streets have fallen in love with you And every day you sleep with more than two. So many tomcats exist around us and tell us lies But take care mostly of the “cats” that wear ties!

Un gatto furbo: a sly tomcat 52


Θεοδώρα-Κυριακή Νικάκη

WILL YOU MARRY ME? I have asked you The Question and I need a reply but you don’t seem to bother and you won’t even try. I am down on my knees and I won’t ever cease. I am not even thirty and my heart is going thirsty. I have asked once again but you don’t understand. You say you don’t know. You will learn when you grow. But when the band is near, Will I be able to hear? When you answer my question, Will I be pensioned? And when you marry me, Will I be able to see?

53


STOLEN Where is my paper and where is my glass? Who took my works and who ripped my bands? Where is my money and who has my cash? Who tore my comics and my address book? Where are my photos and who stole my cars? Oh! Here they are! All trapped in a frame! Hey! You stole my paper and ripped my bands! Give back my money and give me my cash otherwise I will break your drawing’s glass!

54


Evgenia Oleynikova

FAITH My church is on my breast near my heart and rests, it’s every time with me and helps me to believe. When I’m afraid of something He says: “No, no, it’s nothing,” if there is a gap ahead― he whispers: “Go around that!” My church is never in the east, it’s close to me like the dense mist. I’m very glad I have my faith! I lost it once. But no more waste!

55


Ιωάννα Παπαρίδη ΠAΡΑΣΤΑΣΗ ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ Πράξη πρώτη Ένα κρεβάτι απο κοιμισμένα πουλιά κι αυτός σε μια κορνίζα σκονισμένη με θέα το χάρτινο κόσμο του. Τελευταία ελπίδα να περάσει στο φως το ανοιχτό παράθυρο που του γνέφει. Πράξη δεύτερη Ταξιδεύει στη γαλάζια χίμαιρα που χάνεται στο βαθύ ανέβασμα. Η σάρκα λιγοστεύει. Το σώμα διαστέλλεται όπως όταν ήταν παιδί και φοβόταν το σκοτάδι. Πράξη τρίτη Τυλιγμένος μια απόχρωση ακαθόριστη σαλεύει σαν τον άνεμο. Μια λάμψη ταράζει το βλέμμα του. Μια δροσιά αυγινή, προάγγελος καλοκαιριού. Πράξη τέταρτη Έχει στο ένα πέτο αιθέριο αγιόκλημα και στ' άλλο ένα νυχτοπούλι, αυτό που λένε ότι φέρνει το θάνατο. Ούτε να πεθάνει θέλει ούτε να γιατρευτεί.

56


Πράξη πέμπτη Στον ουρανό σέρνουν φωτιές τ' αστέρια. Η νύχτα ουρλιάζει κι εκείνος δεμένος με τη νομοτέλεια μιας φύσης που οργιάζει. Το χέρι του πλάθει τη λάσπη, της δίνει μορφή. Πράξη έκτη Το φεγγάρι του ανοίγει το δρόμο. Λυπάται, δεν μπορεί να ταξιδέψει. Πράξη έβδομη Το δωμάτιο είναι άδειο. Εκείνος λιγοστεύει. Κάποιοι τον άκουσαν να μιλά για ραγισμένους καθρέφτες. Πράξη όγδοη Πώς πεθαίνει ένας άνδρας; Πράξη ένατη Είναι παιδί που φοβάται ν' αγγίξει τους αγγέλους. Ύστερα το φως.

57


Φρατζέσκα Περάκη

ESSENCE In this world out of control We don’t know what is right, what is wrong Do we really know this world at all? We think we do but when we don’t We try to understand, we get confused Too many people are alone Can we ever find the perfect whole? Everything is turning the wrong way round Why do people stay on the ground? Maybe we have been too busy It is not that easy To find the time To open up the mind To see the soul behind the face And just watch the world spinning gently out of space

58


Manuel Ribeino

IΤ WILL BE A BUSY DAY TOMORROW Tomorrow I will meet a traditional neo-symbolist and Have barbecue in his backyard! Then, I shall dance with a surrealist and sing with a neomodernist, Have coffee with a symbolist forerunner and play chess with a left-wing poet! And I shall walk by a lake with a modern existentialist And discuss politics with an avant-garde! Afterwards, I shall spend the night with a neosurrealist While dreaming mainstream modernism! The next morning I will wake up And remember none of my new friends! I will forget their houses, their names and dreams! I will hear only their whispers as they will speak to me! It will be a busy day tomorrow.

59


THROUGH THE BULL’S EYE My father was a god I am a dog. He danced in the night, he ate and he drank He was kept warm and he was comfortable He was strong, he was fast, and he was loved. He lived until he was old And he was god. For me, these doors will open soon And I will be mocked and I will be scorned I will be stabbed and I will be slaughtered For them I am cold, and I am lonely I will die in a few moments For I am their dog.

60


WAITING Can you touch the snail on the wall? Can you kiss Juliet in the balcony? Can you wipe Dido’s tears? Will you wait forever by the tree?

61


Κωνσταντίνα Ροφάλη ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΕΣΣΑΡΗ Ένας Ουρανός μεγάλος και παράφορος έτοιμος να σου χαρίσει ό,τι έχει φτάνει να κοιτάξεις ψηλά και να πεις: ''Έύχομαι να γίνουν όλα όπως τα νόμιζα μικρός'' και τότε όλα θα γίνουν όπως τα νόμιζες μικρός κι ο κόσμος όπως τον νόμιζες– αφού πίσω από τα γυαλιά των ανθρώπων ο κόσμος είναι αλλιώτικος, σαν φωτογραφία από την αμμουδιά των παιδικών σου χρόνων με τον Ουρανό πάνω, έτοιμο να ρίξει όλα τα αστέρια για το χατίρι σου. Ένας Ουρανός μεγάλος και γενναιόδωρος έχει έναν τρόπο ν' αγαπά και να χαρίζει. Και χαρίζει το μαντήλι γιατί είναι σοφός και ξέρει πως μ' όλα τα μαντήλια του κόσμου η αλήθεια παραμένει ίδια: Πάντα εκείνος πάνω και πάντα κάτω η Γη. Ένας Ουρανός μεγάλος και παράφορος φτιαγμένος ίσα ίσα να σκεπάζει ένα κόσμο μεγάλο και παράφορο.

62


Χριστίνα Σκορπιδέα

SUNDAY MORNING OUT Nonchalant Sundays of nostalgic mornings and to tease my languor a stroll out to the square a final check; my trousers, newspaper, coat and my patent leather shoes my dear, shiny, black, patent leather shoes. To all the light my eyes protest for I know all they need is rest at that lonely corner seat by the youthful company that stares at me. I would very much enjoy a cup of earl grey tea. The waiter is coming not with a whisper but with a whip. “Well, you know we…er we… here I mean, we don’t serve old people here” Silence. He leaves and I go away. Slowly I must pull my body with these arms my dishevelled arms, I look at my ragged trousers, my dishevelled arms, the bottom of my trousers that I wear now rolled. With so slow feet I shuffle and my shoes I tear apart my dear, old, bleak, patent leather shoes. Subtly some drops roll. Tears? Sweat? I don’t know these reminders of getting old. Slowly I must cross this square, this storm while shamelessly and scorchingly their looks of contempt upon my hollow shipwreck with a loud bang fall. 63


INSOMNIA lyrics from sad love songs echo through my head and my silent heartbeats hold the tempo of the storm in my body

my burnt skin bends under this power while the distant city that does not sleep steals the sounds of the night

I could dance and fly Like these mosquitos round the lamp before I trap myself in the spider web that’s breathing under the bed

songs forgotten and voice strange and magic incantations of relief from within just like this daze me and keep me up until dawn when I face with new power the sun

and the clock moves me into the quiet night I hear the departure that approaches with each tick

fresh and young I watch the lonely diamond that each morning lands on the reality of our moaning modern city

hypnotised by the buzz I watch as the fragile insects make their attack and seek to feed their feeble bodies on my blood. They steal my sleep I listen the heat has dried up my skin my new flesh awaits underneath It does not sleep

64


EΚΛΕΙΨΗ Ανασάλεψε η νύχτα, ξύπνησε κατάμαυρη στη μέση του δρόμου και πολύχρωμη χύθηκε απ’ τη ρωγμή που άφησαν η χορεύτρια και το μαχαίρι μέσα της. Γέμισα νύχτα, ήπια και μέθυσα απ’ την ίδια την πηγή μου και ξεχείλισα χυμό ονείρου από την ουλή που άφησαν τα νύχια μου στη μεταξωτή ονειροθήκη. Ολόφωτη η νύχτα βγήκε από μέσα μου να με αποκοιμίσει απόψε αυτός ο σκοτεινός ήλιος.

65


BITS AND BYTES To exit press enter, to enter press enter, to the lullaby of my computer I surrender. Out of the sea in me I fish the words I need and watch them as they emerge from the cold white screen black running tears onto a white canvas. My thoughts and my lines are bits and bytes. Only as such my computer understands them. I like the way my computer deconstructs them, adopts them, alienates me from them. For it my words are shallow; roses have no smell, no thorns, no colour and women neither sentiment nor flesh. It has a high low intelligence and makes it all a simple process. My image is but digits on the screen, The computer vocabulary is so simple, all with ones and zeroes, all it can see are the results of infinite equations. My image is defined by combinations. I like the way my computer deconstructs me. I take my bits and bytes in my poems. Millions of applications I create and cancel and save. Though solid I regard me, a closer look to all these digits and I see me bits and pieces. 66


Κατερίνα Σκουλίδα

3 SHORT SHORT SHORT STORIES ABOUT THE SAME MURDER Ι shot her dead. She had chopped up my heart and it was driving me mad having her around; the gunshot was heard all over the place and I bet police would be here any minute. I was calm and confident and knew what I was going to tell them. I couldn’t let her free for she wouldn’t let me. Once I made the mistake of looking deep into her black long eyelids, and the fire was still burning in me until now I got myself free. I could never forgive her. Never after that night with her cheating on me having that red dress on.

* She had that red dress on. Funny but that’s the first thing I saw; then her legs wide open for another man. I could hear the gunshots in my head and I pictured her soft velvet dark brown skin covered with blood. No doubt I’d kill her one day. I didn’t blame the other, only her. But there was no shooting that night only heavy drinking on my part. She said that’s what got it all started, my drinking. I made her take off that dress and tear it apart; it was because of that dress that I first took notice of her. She was serving martinis at that bar I went to on Thursdays. No, I could never forgive her…she first smiled at me.

* She was the first to smile at me. I sat at the bar and ordered martini to her as usual and offered to buy her a drink. She poured herself some whisky and repaid me with a smile. Her teeth were so white and constrasted with her dark skin…her mouth was glowing…I wanted to kiss her. I told her she looked pretty in that red dress. I thought that’s what women want to hear, isn’t it, so I let her bask in my admiration of her. She kept glancing sideways at me all night so I thought I’d better give it a shot. At that moment I thought there was nothing to lose but I was wrong. After that first kiss, I knew damn well that if she ever cheated on me with that red dress on I’d shoot her dead. 67


CONDITIONALS

If-clause If only film could do the same – show my life unmontaged, If only life could do the same – rewind; edit scenes out, If only I could do the same – be the director of my life,

68

Main clause then what. then what. then what.


KINDERGARTEN DRAMA It was not stage fright what I felt In that long dark corridor I had to wait Before my first time on stage It was these embarassing feathers stuck all over me That downy costume that turned my body so awkward moving What made me hot nervous insecure It was that red suffocating hat On top of a four-year-old Who wanted to be the bunny And after all these years What I remember is not the clapping at the end of the show Nor that it was the last day of school For me that was the first day of judgement For I still have to stand infront of audiences And prove that –despite appearancesI’m not a chicken

69


ARS POETICA Είσαι μια σχοινοβασία μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας και πριν από μια μου ακροβασία μου ψιθυρίζεις και μου λες πως θα μ’ αφήσεις να σωθώ μα όταν γραπώνω με το πέλμα το σχοινί και προσπαθώ να κρατήσω ισορροπία δε χωράει πια καμιά αμφιβολία κουνιέσαι σκόπιμα για να με δεις να γκρεμιστώ

70


ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΜΟΡΦΗΣ ΕΝΩ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΤΣΕΛΟ Από σήμερα, όταν ρωτάνε, θα απαντώ με συγχορδίες. Θα μιλώ σε μια γλώσσα που πρωτίστως τη νιώθεις. Κι έτσι δε θα μπορούν πια να μου πουν «Ξέρεις, στ’ αλήθεια, δεν καταλαβαίνω τι λες. Μίλα πιο καθαρά».

Βασισμένο στο έργο του Salvador Dali «Τοπολογική σύσπαση γυναικείας μορφής ενώ μεταμορφώνεται σε τσέλο», 1983 71


Μαρία Σταγάκη Ι LIE SOLEMN AS DEFEAT Alice, where did you get that cake from? One piece would be enough to make me shrink. But none has spared me a Wonderland. Wiping the chilly drops off my brow won’t work for me. We are not expected to sign our favorite tune, Mum. No “winner takes it all.” Dad, I shuffled the cards But there was no ace to deal. Last night, at the airport, I saw an ugly girl in their eyes. A damsel in disgrace. My flute is broken. No past spell can mesmerize their dire faces. Eavesdropping unfolds devouring moods. I swallowed a compassionate smile. Profound animal instincts made me eager to bare my teeth. The hall light bulbs struck home When they struck me blind For not striking gold. Mum, your baby girl cannot fix the porcelain tea-pot. I let it drop as if it were a rubber ball, bound to bounce. Dad, have I gone deaf Or the phones are engaged In a conspiracy of silence? 72


ΟΝΕΙΡΟΒΑΜΩΝ 21 είναι ο συνδυασμός για να ανοίγω το φυλάκιο της φιλίας. Η τηλεόραση είναι παράθυρο στον έξω κόσμο. Ο καθρέπτης παράθυρο στο μέσα κόσμο. Το τραπέζι φέρετρο. Ο υπολογιστής σάκος του μποξ. Η μπανιέρα παιχνίδι του Χίτσκοκ. Η κατσαρόλα ρινγκ για παλαιστές. Το τηγάνι είναι τα Τάρταρα της κακιάς γλώσσας. Ο καφές κόκκοι της σκέψης μου. Το κρεβάτι ενθύμιο Προκρούστη. Η λάμπα αλφαβητάρι της Γεωμετρίας. Ο δίσκος άλλοθι φυγής. Το τηλέφωνο παράπονο. Το ραδιόφωνο νανούρισμα. Το κερί παρέα. Το τσακμάκι η Πυθία που έχει καταλύσει μέσα μου και δε λογαριάζει ελεύθερη μέχρι την επόμενη νάρκη.

73


Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Η φωτογραφία που εγκυμονεί η μηχανή μου. Η φωτογραφία που γεννήθηκε όταν έσμιξαν χαρτί και φως. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία της ταυτότητας. Η φωτογραφία με την κρίση ταυτότητας. Η φωτογραφίας με φλας. Η φωτογραφία χωρίς φλας με τα πύρινα βλέμματα. Η φωτογραφία στην κορνίζα. Η φωτογραφία γυμνή, πάνω στον τοίχο, στο έλεος του ήλιου. Η φωτογραφία που σε ζαχαρώνει με νάζια. Η φωτογραφία μιας ψυχής με φτερά στα πόδια δίπλα στο βουβό καντήλι. Η φωτογραφία στο συρτάρι του μυαλού μου. Η φωτογραφία με τα όνειρα της γκαλερί. Η στημένη φωτογραφία με τη φιλοδοξία της φυσικότητας. Η φωτογραφία με έναν άντρα στα ριγέ και ένα νούμερο στο ύψος του στήθους. Η φωτογραφία που χαμογελά με υπόσχεση. Η φωτογραφία σου για να σε κρατώ αιχμάλωτο. Η φωτογραφία σου στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Η φωτογραφία σου στο προσάναμμα στο τζάκι. Η φωτογραφία που σβήνεις το πρώτο σου κερί. Η φωτογραφία σου και δίπλα εσύ, το κερί. Η φωτογραφία σου γλυπτό του Χρόνου, παιδική ζωγραφιά, λεία της σκόνης.

74


ΑΤΙΤΛΟ Κάθεσαι στο διάζωμα, δεύτερη σειρά. Έχεις στυλώσει κάτι μάτια φουντούκια στη ράχη των χεριών μου. Οι φάλαγγές μου συγγενεύουν με τη ρούσσα γη. Το γόνατο χαράζει έναν κύκλο. Τεντώνω το τόξο του ποδιού όπως τη μέρα που με βρήκες από τα τέσσερα να στέκω στα δύο. Έψαχνα κάπου να ακουμπήσω αλλά σε έκρυβε ο τοίχος. Ό,τι θυμάσαι είναι δυό πατούσες να τραμπαλίζονται στην πέτρα. Τρεις δοκιμές σκοινοβάτη πιο κοντά σε μια αγκαλιά. Τώρα θα υποτάξω άλλο χώμα. Μια δρασκελιά μετά την άλλη και τα βέλη του κορμιού μπήγονται πιο πολύ στο στόχο μου. Αφήνω πίσω μου ένα ζευγάρι πόδια ―ο χρόνος. Διασχίζω τη λευκή γραμμή, εκεί που ζωή και θάνατος σμίγουν Τόσο που δεν μπορώ να πω με σιγουριά, νίκη ή ήττα έγραφε Στο νόμισμα που σφύριζε πάνω απ’ το κεφάλι μου;

75


Χρήστος Σταύρου _____________________________________________

OLD WATER living in this old water underneath all currents all alone feeling your aura I’m waiting here for a shadow to appear singing with a trembling voice my feet are tied my eyes are closed and my tears are lost in the deep ocean damn you, old water I’m imprisoned into your dark, isolated kingdom longing for a ray of light I drop my anchor, old water I’m going to stay here till I become a huge wave and see the sun diving into the sea

76


Παγώνα Στυλιανομανωλάκη

THE BROKEN MIRROR OF CHILDHOOD Rulers of the nightingale Ask the long lost mistress of the forest that now lies In the magic mirror Never to say again who is the most beautiful woman of all Dying no more in my magic world Rebel against the power to subdue in common thoughts Impossible is nothing Fairies are only accepted in the mystical forest and Thieves that came out from Arabian nights whose Scent is jasmine, cinnamon and nargileh Ingenuity is very important but Not as much as imagination Sorrow is not known here Innocence covers the land Like pure white snow over a sleeping nature Vow, never to speak of sadness because Every time a tear is shed here the Rovers carry it with them as a burden to eternity Try to find the magic treasure that is Hidden under the oak tree seven steps away from the River of the silver mountain where the good witch makes Every day before dawn the potion of joy And spreads it away Down the magic valley and then Sleep little child 77


WHERE THE FOREST MURMURS Down the frozen path of the forest the dark silence of the artic kaamos reigns I can hear my steps in the iron land the leaf that hovers above the ground the north wind that tickles the sleeping nature the snowflakes on the frozen trees the frozen lake my frozen face it is the place where Dark Tranquility was born I belong here I am the daughter of the North Wind Frozen time a dim moonlight I’ve been before on this ground it was written in the northern stars it was written in the runes drowned in the sands of time as the sky darkened and the stars turned red and the frost greeted me with a breeze I kiss the hidden ancient words “In this forest you will be waiting for the winter frost and the reign of dark and cold.�

78


Ελίζα Τζιαμαλή

55 MEN ON HORSEBACKS 55 men on horsebacks drag me in your land riders of the lust are called and their horses wild, untamed red like the river of blood that pounds in my veins when a random touch occurs and my thoughts lie unnamed dead

Based on a Peter Greenaway painting 79


NOT ANOTHER LOVE POEM In my hands you’re like a toy I don’t care you’re just a boy. When you see me full of joy I become Helen of Troy. Tell me now and hold me ever Can you think of us together? When you tell me it’s now or never I could fly like a feather. Oh, my darling just surrender Sit and let your head remember How my hands caressed it tender And your locks were falling slender. Please don’t cry ’cause I swear It will grow long and fair And believe me that I care After all, I cut your hair.

80


THE HALF OPEN DOOR The light is dim and I’m afraid. I shiver in the middle of the wooden flight of stairs. Suddenly a scream is heard and I’m running, almost falling off the stairs and find myself in front of the living room. My bare feet feel the change on the floor, the cold marble against the soft, warm soles. If only I had worn my socks. The door of the living room is half open and I can see a part of the glass table. I am a bit scared of that table; I do not lean against it. When a glass made my dad bleed I started being afraid. So much blood and not a whisper. Dad is brave. The voices have stopped. Silence is heavy. I gasp desperately searching for some air. I feel that I wait for something. Dad’s voice. But it’s a voice full of anger, full of wrath. We learned at school the wrath of God and I think it is like my dad’s now. Then mum is heard and she shouts too but she has no anger in her voice. No anger, only despair. Which is stronger, wrath or despair, whose voice will win? I thought mum and dad loved each other and I was born. What is love? I know it’s hugging and kissing, laughing and missing but it can’t be screaming and crying and hurting and lying. I close my ears. I tell my feet “Walk” but I’m still out of the half open door that now is wide open and they are looking at me crying. We all cry. But they are not mum and dad anymore.

81


THE PLAIN DEALERS Come closer or go away But do you have to stand there Smiling and caring But having stopped offering and sharing As you promised once. Remember? The two of us in silver frame So beautiful together But the image of our love broke The silent howls of its corpse Have torn it to thousands of pieces. Surrender? Set me free to set you free. A fair exchange, don’t you agree?

82


Γεωργία-Νικολέτα Τρίμη ΣΤΟ ΒΥΘΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ Στο βυθό της ερήμου Ο γυάλινος ήλιος θρυμματίζεται σε χίλια κομμάτια Που προσγειώνονται στα πρόσωπα των νομάδων και τα χαράσσουν. Εκείνοι βουτάνε θαρρετά στην πνιγηρή λάβα του μεσημεριού, Πλέουν στα κύματα της απρόβλεπτης άμμου. Ασήμαντος και κατσιασμένος Ο θάμνος στη μέση του πελάγου, Σηκώνει στα αφυδατωμένα του κλαδιά Το βάρος των οδοιπόρων και των κρυστάλλων. Ο άνεμος τον δελεάζει φέρνοντάς του ψίθυρους από τον Κήπο του παραδείσου.

83


SUN

r u g l Advice t s why head r

and in

my

and

confuse me so u c h

Are you confused? Relax. Let’s gaze at the landscape and the setting sun.

84


SWIMMING BACK TO SAFETY Velvet summer sky, studded with stars, Milky haze hovering on the surface of the sea. The underwater world sends a dump lullaby To the surface. Can you see the bubbles? Somebody is singing underneath. A fish breaks the silence with its liquid spring. Nature is stirring smoothly in the lap of sensations Creating its own symphony, tonight Everything is swimming back to safety.

85


ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος έριχνε το λευκό εκτυφλωτικό του φως πάνω σε ανθρώπους, πέτρες και θάμνους. Το τοπίο ήταν άγονο, μόνο κάτι κατσιασμένοι θάμνοι φύτρωναν αραιά και που στο ξερό χώμα, και φως έπεφτε ανελέητα παντού τυλίγοντας τα πάντα με μια εκτυφλωτική καταχνιά. Το πλήθος είχε ήδη αρχίσει να καταφτάνει στο στάδιο. Άνθρωποι από κάθε γωνιά της Σικελίας ήρθαν να παρακολουθήσουν αγώνες στους οποίους θα συμμετείχαν γυναίκες. Κάποιοι συζητούσαν ζωηρά, άλλοι παραπονιόντουσαν για τη ζέστη και άλλοι αντάλλαζαν τα νέα τους. Η αναμονή μέχρι την είσοδό τους στο στάδιο ήταν μια καλή ευκαιρία για κουβέντα και κουτσομπολιό, γιατί μετά θα παρακολουθούσαν με προσήλωση τον αγώνα. Σε αρκετούς μάλιστα φαινόταν ασυνήθιστο ότι στους αγώνες θα συμμετείχαν γυναίκες. Οι φωνές, το σούρσιμο των σανδαλιών πάνω στο έδαφος δημιουργούσε αναταραχή, που ενωνόταν με την ανυπόφορη ζέστη, τη σκόνη στο έδαφος και τη μυρωδιά του ιδρώτα. Σε λίγο το ανθρώπινο κύμα θα πέρναγε από τη στενή είσοδο και θα σκορπιζόταν στις πέτρινες κερκίδες. Οι αγώνες θα ήταν πλέον γεγονός. Η νεαρή αθλήτρια στέκονταν όρθια στην κάμαρα και περίμενε το σύνθημα της έναρξης. Τότε θα έβγαινε έξω μαζί με τις άλλες αθλήτριες και οι αγώνες θα ξεκινούσαν. Πήρε το δίσκο στα χέρια της και τον σκούπισε αμήχανα με ένα πανί που βρήκε κρεμασμένο σε ένα καρφί στον τοίχο. Είχε αγωνία γιατί ήταν η πρώτη φορά. Ήταν η πιο νέα. Με μια νευρική κίνηση έβγαλε το χιτώνα της και έπιασε τα ρούχα των αγώνων. Το βλέμμα της έπεσε στο δεξί της χέρι, όπου υπήρχε μια βαθιά άσπρη ουλή. Άγγιξε την ουλή ασυναίσθητα. Θυμήθηκε τότε που σε μια προπόνηση μια αθλήτρια την είχε τραυματίσει άθελά της με το ακόντιο. Τι κλάμα είχε κάνει τότε! Ο πόνος της πληγής τής προξένησε τεράστιο φόβο, τι θα έκανε αν το χέρι της αχρηστευόταν; Αν δεν ήταν πλέον ικανή να πετάξει το δίσκο; Δεν θα συμμετείχε ποτέ σε πραγματικούς αγώνες. Καθώς έδενε τα μακριά μαλλιά της πίσω, σκέφτηκε πως ζούσε για τη στιγμή που το πλήθος θα παρακολουθούσε κάθε κίνηση με αγωνία. Της άρεσε που η δική της αγωνία εκείνη τη στιγμή θα ταυτιζόταν με την αγωνία του πλήθους. Δεν κατάλαβε πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα και ο ήχος της σάλπιγγας την ξάφνιασε. Ξανάπιασε το δίσκο και με τρεμάμενα χέρια, τον έφερε στο στήθος της και μπήκε στη σειρά. Θυμήθηκε μονάχα το φόβο της. 86


Κανέλλα Τσατζοπούλου ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ ΜΙΑΣ ΑΘΛΗΤΡΙΑΣ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ Εγώ μόνο το μαύρο γνωρίζω! Αυτό είδα την πρώτη στιγμή που πήρα ζωή, αυτό έμαθα να αναγνωρίζω στα άλλα χρώματα: σε λαμπερά κόκκινα, εντυπωσιακά κίτρινα, αθώα ροζ. Ακόμα κι αν προσπάθησα να τα δω, πάντα μια φωνή, ένα επιτακτικό χέρι με κρατούσε πίσω, εκεί στην ίδια θέση, στο μαύρο σπίτι, εκεί που πάντοτε ανήκα. Άλλοτε ο πατέρας, ο σύζυγος κι άλλοτε τα παιδιά! Ακόμα κι εσείς, που καθισμένοι αναπαυτικά στις πέτρινες θέσεις σας παρακολουθείτε τον αγώνα και φουσκωμένοι με θαυμασμό και αγωνία περιμένετε να με δείτε να φτάνω πρώτη για να ενθουσιαστείτε, να συγκινηθείτε, να πανηγυρίσετε με τη δική μου νίκη. Όλοι εσείς που δε συγκινηθήκατε ποτέ βλέποντας εμένα φυλακισμένη, αιχμάλωτη να χορεύω πάντα στους δικούς σας ρυθμούς, στη μουσική που αντηχούσε στα αυτιά μου από το ντέφι σας, όλο και πιο γρήγορα, δυνατά, επίμονα! Όμως εγώ θα αρνηθώ αυτή τη μοίρα! Θα χορέψω τη δική μου μουσική! Θα πετάξω το ντέφι μου όσο πιο μακρυά μπορώ! Θα πάψω έτσι να ακούω τις σκληρές και φάλτσες νότες του! Θα ζήσω τις δικές μου συγκινήσεις, τις δικές μου χαρές και λύπες, τη δική μου ζωή! Αυτός ο μεγάλος, βαρύς, στρογγυλός μου δίσκος, το φορτίο που μου κληροδότησαν γιαγιά και μάνα και που τώρα κρατούν τα ώριμα πια, ροζιασμένα μου χέρια είναι το ντέφι σας. Θα το πετάξω τόσο μακρυά που όταν φτάσει στον προορισμό του, όλοι θα σκάσουν ένα πλατύ χαμόγελο! Μόνο που αυτή τη φορά θα χαμογελάω κι εγώ!

87


Μαρία Τσίγκα

MEN ON HORSEBACK I am walking in a green valley with beautiful flowers and I am stunned by the smells of spring when all of a sudden men on horseback arrive. They grab me and start running. Τhey have their faces hidden. I don’t know where they are taking me or what they want from me. I am scared to death but I cannot shout, I cannot speak out a single word. I struggle to talk but still nothing comes out of my mouth. Men on horseback keep running. The only thing I hear is the gallop of the horses. They look like the nomads of the desert. “But what could they possibly want from me? Oh God please help me, somebody help me.” It’s getting dark. I can’t see. Horses keep galloping. We arrive at a place and other girls are there. They cry and scream but no one can hear them as we are in the middle of nowhere. “What is going to happen to us?” And then suddenly I hear a ring. Men on horseback disappear and I find myself wrapped in the blanket of sleep.

88


Μάριος Χατζημιμίκος O AΛ ΚΑΠΟΝΕ ΗΤΑΝ ΑΡΑΒΑΣ (Μια αληθινή ιστορία) Ο Ερατοσθένης άγγιξε τα πλήκτρα της μουσούδας του και έβηξε μελωδικά. Κατούρισε στη λάμπα Λιμόζ που του είχε χαρίσει μια δεκαεξαβάλβιδη πέστροφα, βγάζοντας μια κραυγή αδιαφορίας. Ξαφνικά, μύρισε κάτι: τικ-τοκ-τικ-τοκ. Ήταν οι βλεφαρίδες του μετεωρολόγου που έμενε σε μια επιβλητική δακτυλήθρα στο Βλαδιβοστόκ. Δεν έδωσε σημασία ―άλλωστε, αυτές οι τηγανιτές μπανιέρες πάντα τον θρυμμάτιζαν. Κάθησε στην πολυθρόνα και έγλυψε τη φωτογραφία του στη μύτη της λεκάνης. Το πάγκρεάς του ήταν χλιαρό τότε. Πότε; Πρέπει να ήταν γύρω στο πράσινο με κόκκινες ρίγες προτού αποφοιτήσει από την ερεθισμένη παρκετέζα. Είχε κωνικές αναμνήσεις από εκείνους τους διστακτικούς μεντεσέδες. Θυμόταν τις συρρικνωμένες τοστιέρες που σχοινοβατούσαν πάνω από μελωδικές μελιτζάνες. Τα ειρωνικά πώματα που φιλούσε κάτω από τις καναδικές λεύκες, όταν δοκίμαζε τραγανιστό νικέλιο με καμηλοπαρδάλεις. Όμως αυτή η προφητική αναπόληση τον τρωγοχλούσε. Η κνήμη του τον εμπόδιζε να απολαύσει τις πρόσφατες επιτυχίες του, οι οποίες ήταν ομολογουμένως εντυπωσιακές. Οι πωλήσεις της τελευταίας του ποιητικής συλλογής ανέρχονταν σε επτά δισεκατομμύρια αντίτυπα. Τον προηγούμενο μήνα είχε αποδείξει ότι το Σύμπαν στηρίζεται στην ουρά μιας ενυδρίδας βάρους 909 νανογραμμαρίων. Πριν από τρεις μέρες, του είχε απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ σε κάθε κατηγορία. Χθες το μεσημέρι ξεπέρασε ακόμη κι αυτά τα επιτεύγματα, αφού κατάφερε να πιει ένα ποτήρι νερό. Η ανησυχία του παρέμενε οπότε αποφάσισε να καπνίσει μια καμήλα για να ηρεμήσει και να βρει ένα τίτλο για το καινούριο του μυθιστόρημα, που ήταν ήδη έτοιμο σε χειρόγραφη μορφή. Το είχε γράψει πάνω σε 1.455 ρολά χρησιμοποιημένου χαρτιού υγείας. Είχε αφοσιωθεί στη διαδικασία εύρεσης, όταν το μήνυμα διέκοψε το συρμό των σκέψεών του ―ήταν από τον ορειχάλκινο εκδότη του. Το άγχος τον υποχρέωσε να κοιτάξει από το αλατισμένο του περισκόπιο προς την πλευρά του δρόμου. Είδε έναν κατακίτρινο κροκόδειλο να χορεύει κλακέτες πάνω σ’ ένα ηλεκτρικό κρεμμύδι. Τότε κατάλαβε πως έπρεπε να ονομάσει το μυθιστόρημά του «Ο Ντ’ Αρντανιάν ήταν Αρμένιος». 89


ΤHE SCΗOLARS U: W: U: W: U: W: U: W: U: W: U: W: U: W: U: W: U: W: U: W: U: W: U: W: U: W: U: W: U: W:

Good evening. Good afternoon. What brings you here? My appendix…er, I’m here for the lecture. Ah, good for you. It was given sixteen years ago. Really? I’m very lucky, then. Just in time. You are always punctual. Naturally. What brings you here? The capital of Ecuador is Quito. I’ve learned that you spent some time abroad. Yes, I had been researching the snakes of Iceland. Fascinating country. What country? Iceland. Yes. I was in New Zealand. It’s been a long time. Yes, since last Tuesday. I’ve missed your company. I never owned a company. You know, my mother used to say that I would be one. One? A scholar. The capital of Zimbabwe is Harare. An arithmetician. An obstetrician. A mortician. I received a B.A. and an M.A. from UCLA. Impressive. Nevertheless… Nonetheless. Nonetheless… 90


U: W: U: W: U: W: U: W: U: W: U: W: U: W: U: W:

Nevertheless. Nevertheless‌ Nonetheless. None is less than ever. However, I can only hope for a Ph.D. Or a V.D. One can always aspire. One can always expire. My achievements are trivial. You are a renowned astroneurocardiornithologist. I’m going bald. Bold? I look respectable, though. Acceptable indeed. Beyond doubt. My friend, the timelessness of time is a timeworn pastime of ledi cellulensatti. This was a profound remark. The capital of Myanmar is Rangoon.

91


ΕΚ ΠΑΡΑΔΡΟΜΗΣ Είμαι ποιητής απεγνωσμένης αξίας. Οι περισυλλογές μου έχουν παραγνωρίσει μεγάλη παρήχηση Στους εκλεκτούς κύκλους της διανοησίας. Η πορνεία μου προς την απαξίωση ήταν επίπεδη, Αλλά και καθυβριστική για την παραμόρφωση του συγγραφικού μου χαρακτήρα. Η επαχθή που έχω αναπτύξει με τις αηδιάζουσες προσωπικότητες των αγνώστών μου Μου υποτρέπει να υποκοινωνώ με τον ψυκτικό τους υπόβοθρο. Με αυτόν τον τρόπο, η κακοποίησή μου ανανεκρώνεται Κι απεμπλουτίζει με αληθινές εμπορίες ζωής. Προσπαθώ να αποκτείνω τους οργίζοντες της έκθραυσής μου μέσω της μεταχείριστης μοναδικών τεχνοτροπιών και μεθόδων αποσύνθεσης. Τα θύματά μου προέρχονται από την άμεστη εντύπωση που αποκοιμίζω παραληρώντας το χάσμα της ύπαρξης. Επίσης, η έμπνευση μου εξαντλείται από την πληγή της έμφυπνης επιδημιουργικής θέληξης.

92


DREAMS AND BONES Concrete December― Pine needles and cigarette ends on the sidewalk. The odour of damp soil was entering my nostrils like an uninvited thought. There was no time. There was no time to listen to the electric chants of the avenue. There was no time to notice the sky’s crimson ignonimity. There was no time to turn digits into fingers. No time to taste the sweat in my clenched fists. Only a minute to address the spectre in the corner. I said: “My friend, you are mistaken. There is a flaw in suicide― You can only perform it once.” He did not reply. I punched him for an answer and he laughed. He said: “Go home; I’ll meet you there.” I found him in my room. He challenged me to hit him And I kicked his head. And there was a birth. A log in fury’s fireplace. A bone changed into shadow. I heard his voice: “Now, you know, you cannot kill the shadow of a dream.” I saw the blood on the floor― I was not dreaming. 93


UNTITLED The Avenue Vein of false illumination, throbbing perpetually out of time. Winter Voice Bare branches combing the northern wind ―a shadow disturbs the dove’s dream. Feather Under the white light a tranquil flight over the shoulder of the night Key The bird’s beak on the breadcrumb― a metronome for marginal moments. Tree Still ―reaching out with Seventeen hands and breathing with three hundred souls The wall It is never respected. It stands concrete, erect, Hated by all. To the Blinding Sun I apologize― your bright message cannot be received properly. 94


Το μέρα-φως παρουσιάζει: Colleen J. McElroy Teaching G.I.s to Dance first you lay down the rules knowing this war or the next will take one of them and you may be the last girl they hold so you lay down the moves the quick step the samba the three prong tango the detente that keeps partners on their feet you say: don’t wear your combat boots keep your hands off my butt don’t move your lips when you count the steps and you hope the basics stick hand-in-hand that one-two-three hutt of any dance

95


you slip past the cut-out feet glued to the floor this war or the next and the feet can slide of their own accord remember the beat remember the hips move first remember what follows and how fast you stumble you run out of time to prove your point the one dance they might learn the one that might save them and all you can teach them is to watch where their feet take them and you want to hold them back to have them walz forever in a ballroom full of meaningless music and peace

96





Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.