Υποστολή

Page 1

Υποστολή

ποιήματα

Μαρία Αθ. Ροδοπούλου

Αθήνα 2015

1


Τίτλος : Υποστολή Συγγραφέας : Μαρία Ροδοπούλου copyright © Μαρία Ροδοπούλου Αυτοέκδοση Ψηφιακή έκδοση άνευ αντίτιμου ISBN : 978-960-93-7363-0

2


Οι δυο σου λόγχες σε χαιρετούν Κάνουν υποστολή Φωτός

www.darkvirtualpoetry.blogspot.com 3


Η Κόρη της Έκλειψης Απαλλοτριωμένη κόρη ασθματικού πατέρα στο ξέπνοο πράσινο δωμάτιο θολά γαλάζια αντίο μάτια κληρονομεί Κηλίδα φόβου το γερασμένο κορίτσι στους πρόποδες του κρεβατιού Καταληψίας θάνατος ξεροβήχει ανυπόμονος Εδώ δεν υπάρχει λύπη ψιθυρίζει η σπασμένη φλέβα μηδέ βλέμμα την απόσταση να κρατήσει Οξυγονοκολλούμε την ανάσα και δεν προφταίνουμε να σώσουμε τα μάτια Ξεμείναμε από αντιβιοτικά όνειρα και αρκούμαστε στις άσπρες χειρολαβές φορείων που καγχάζουν στο πλαστικό πάτωμα Η κόρη της έκλειψης ακίνητη κοιτάζει τον φάρο που σιγοσβήνει

4


Στον πέτρινο βυθό που τα χρώματα κοροϊδεύει προβάλλεται σήμερα εκτάκτως το παρελθόν

5


Επαρχιώτικη Στιγμή Επαρχιώτικη στιγμή στην παιδική χαρά της κοσμικής ώρας Ξεδιπλώνομαι παλάμη κοινής χρήσης Υψώνομαι αυτοκρατορικός δείκτης Κανείς δεν δίνει σημασία στο φαγωμένο νύχι merry go around τα λιθοβολημένα δάκτυλα αλλά υπάρχει μια γυναίκα Επαρχιώτισσα φούστα με σκονισμένα τα βολάν της άνοιξης Σ’ αλλόκοτες ώρες κλαίει και ξυπνάει τις άδειες τραμπάλες Γαβγίζει ασταμάτητα τον κόσμο φιλάει σιωπηλά τ’ αστέρια κάνει έρωτα με τους λύκους της αυγής Έπειτα ρίχνει σε λήθαργο τις κραυγές τους Πεθαίνει σφαδάζοντας στους πόνους λαθραίοι καθρέφτες βυθίζονται με ταχύτητα σπαραγμού στο έρημο στρατόπεδο του κορμιού της

6


Πειθήνιοι αιωνιότητας

Τρύπια σωσίβια οι λέξεις για να ταιριάζουν στην στιγμή μας Σβήναμε όλο και περισσότερο αχνά βουλιάγματα στα πουπουλένια μαξιλάρια της μνήμης Πλαγιάζαμε τα μαλλιά στο μάρμαρο και ξενυχτούσαμε στο αλύχτισμα της στεριάς Η ομίχλη έσταζε δηλητήριο στα μάτια Μία συγκεκριμένη αντανάκλαση είχε ξεφύγει πριν γκρεμιστούμε μέσα της Όλα τα χθεσινά στο πάτωμα πεσμένα και μια σάρπα ανέμελα ριγμένη σκέπαζε όμορφα αχ πόσο όμορφα την ξεχασμένη φυγή Ο ουρανός έπαιζε κρυφτό στις παραφυάδες των τοίχων Τα παιδιά στην μια γωνιά με χέρια απλωμένα όπως τα ξεραμένα από τον χειμώνα κλαδιά των αμπελιών έκοβαν τις φλέβες τους Στην άλλη γωνιά ο κόσμος έτρωγε βαριεστημένα τα δάκρυα του Θεού και το σφαγμένο γέλιο αφυδατωμένης γης Για χρόνια είμαστε σταγονόμετρο μέχρι που το εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών στην επανάληψη ακυρώθηκε Ο θυρωρός με τα χλωμά μάτια 7


απαίτησε την είσπραξη της στιγμής που μας είχε υπενοικιάσει Στεγνοί κλείσαμε την πόρτα ακολουθώντας πειθήνια την αιωνιότητα

8


Αδιέξοδο Αλλά δεν με ξεγελούν πια όσο κι αν λάμπουν οι αψεγάδιαστες μνήμες τους στις κομμένες μύτες και στα σπασμένα δάκτυλα καθώς το φως των ημερών πέφτει πάνω στ’ απαθή ανέκφραστα πρόσωπα Η φανταχτερή λιτότητα των αγαλμάτων δεν με κοροϊδεύει πια Πίσω από το καθένα κρύβεται ένας νεκρός άνδρας ή ακόμα χειρότερα μια νεκρή γυναίκα Πόσα παιδιά δεν θα γεννηθούν Γι αυτό καλύτερα να γεννιέσαι αδιέξοδο Πόσες φορές θα ξεγελαστούν οι δρόμοι και θα στρίψουν στον τοίχο σου; Μια δυο τρείς φορές μετά θα μάθουν ότι δεν έχεις σταυροδρόμια ότι δεν έχεις γωνίες δεν μπορούν πάνω σου ν αφήνουν την φυγή τους Κάπου μακριά ένας άμαχος ουρανός καίγεται αλλά δεν με ξεγελούν πια Αδιέξοδο είμαι Δεν έχω πυροσβεστικούς δρόμους

9


Άδικος κόπος Δυο γουλιές πέτρα γι’ όνειρο και ένα ξεροκόμματο ουρανό Ένα γερασμένο άλογο και αχ ξεριζωμένο μου αγιόκλημα Δυο μέλισσες φονικές ανταμοιβή ένστολη κάργια προστάτης σιωπής η ερημιά μοναδικός μάρτυρας Δύο μανουάλια αντίκρυ μας το ‘να μαλαματένιο χάλκινο τ’ αδέρφι του αλλά δεν νοιάζονται τα κεριά Το πυροτέχνημα που δεν έσκασε ποτέ και τ’ άλλο ούτε ακούστηκε ο κρότος του Ένα καμίνι και λίγες στιγμές αργίας υψώνουν την σημαία Άδικος κόπος φωνάζει το πανί κάτασπρο πλυμένο και ραμμένο στα μέτρα του κονταριού Λίγο πιο ‘ κει σκορπισμένα περιστέρια ρίχνουν λίγα ψίχουλα ανάγκης στα πεινασμένα παιδιά

10


Βρέχει Βρέχει λάσπη απόψε Σιδερένιο το κοχύλι και η μαυροφορεμένη αυγή πολυκαιρισμένη λύπη στις δαγκάνες του πιασμένη Ατελέσφορο κύμα στην σάρκα παγιδευμένο τις γαίες των ονείρων του μασάει Μικρά μου στρογγυλά της άνοιξης ζουμπούλια μάτια του νερού εξόριστα φέτος δεν θα σας χαϊδέψουν Μυτερά άθραυστα μαρμάρινα σαγόνια και να, ύδωρ μου χαμένο, τα χέρια μου άλλο δεν θα σε ξοδέψουν Βρέχει λάσπη απόψε Οι προσευχές βρωμίζουν Αγαπημένε μου νεκρέ το κερί για σένα λιώνει στο περβάζι αλλά στο χώμα είν’ ταμένο

11


Κολάζ Μια ξηλωμένη σόλα άφησε το μελαψό κορίτσι στα σκαλιά των λευκών κεριών όσο το βυζανιάρικο στην αγκαλιά της μας έρανε με το ξινόγαλο της σιωπής Το λιωμένο βλέμμα τους συμβόλαιο υποταγής η ψευδομαρτυρία μου σφραγίδα κι εγώ γλιστρώ ολοένα εκεί που ανήκω Το αύριο θα με βρει να μαζεύω αποκόμματα κοινωνίας μες απ’ τους κάδους συλλογής κίβδηλων δακρύων Θα σε αποχαιρετώ με το βλέμμα στην άσχημη οσμή στραμμένο αλλά η καρδιά αχ αυτή η καρδιά για θάνατο θα ικετεύει Χρόνια φτιάχνω ένα κολάζ πριν ακόμα βγάλει μανιτάρια ο ουρανός πριν καν αποκτήσουν εγκαύματα οι πέτρες αλίμονο πριν χωρίσω τον παράδεισο απ’ το πλευρό μας μακροσκελής περγαμηνή με μια κολλώδη αλήθεια για σελιδοδείκτη Μας αφηγείται τραγικά χωρίς χώρο για υστερόγραφα 12


Κτίζω Κήπους Ξαναχτίζω σιγά – σιγά τους κήπους ξεκινώντας από το ελάχιστο του Θεού που ξέχασε να πάρει μαζί του την εποχή της μεγάλης φυγής Δεν ζητώ από τα ερείπια να με συγχωρήσουν για όσα δεν εμπόδισα αλλά έχω μάθει να παίρνω τις πέτρες αγκαλιά και να τους μαθαίνω από την αρχή την λέξη Οι μέρες έρχονται και φεύγουν αργοσάλευτα φίδια οι εποχές αλλάζουν κι όμως ίδιο πουκάμισο ο χρόνος φορά στο νόημα Εγώ επιμένω Κτίζω ξανά τους κήπους μου με τα ξέφτια αργοπορημένης επιβεβαίωσης με ένα πενηνταράκι όραμα και μια πρόσκληση στο απών αίμα Δεν ζητώ από τα χαλάσματα συγνώμη για όσα συμπέρανα όταν στεκόμουν ακίνητη πίσω από τις μπουλντόζες Μονάχα παίρνω τις πετρούλες μου αγκαλιά και τους ψιθυρίζω κάθε φορά μόνο μία λέξη

13


Οι μέρες έρχονται και φεύγουν αργοκίνητες ατμομηχανές οι εποχές με αποχαιρετούν με την ίδια διάρκεια στο μήνυμα Όμως υπάρχουνε ώρες που ό, τι στα στήθια μου σφιχτά κρατώ ξεχνάει να δακρύζει Κι έτσι επιμένω Ξαναχτίζω τους κήπους μου με εκείνο το ελάχιστο Βλέμμα που απέμεινε από την εποχή της μεγάλης Φυγής

14


Ποτέ δεν θα μάθεις Θα ‘ναι μεσημέρι ο ήλιος θα πνίγεται στην ανελέητη άσφαλτο Κάπου ένας μικρός θεός θα πεθαίνει ξανά και ξανά μες στα γραφεία μες στα πρωτόκολλα και στα χαρτόσημα δηλητηριασμένος από την γραφειοκρατία της μονοτονίας θα πέφτει από τον έβδομο όροφο έκπτωτος της ίδιας του της αγάπης Το αναιμικό αγέρι θα παρασέρνει βαριεστημένα τις διακηρύξεις που δεν πίστεψε ούτε ο ίδιος Η μαγνητοφωνημένη κραυγή του θα παίζεται για μήνες σύμβολο μιας ακόμη ανούσιας εξέγερσης Θα είναι μεσημέρι η μητέρα θα χαϊδεύει αφηρημένη την απώλεια καθώς θα διαβάζει για το μικρό κορίτσι που χάθηκε στο τσιμεντένιο δάσος Εσύ θα φωνάζεις «μην φεύγεις» Κι εγώ θα σκάβω βαθιά στο χώμα για ν’ αφουγκραστώ όλα εκείνα που έπαιζαν κρυφτούλι τις νύχτες Θα είναι μεσημέρι 15


τα παιδιά θα τσαλαβουτούν στην θάλασσα θα χτίζουν κάστρα στην άμμο με πυργίσκους τ’ αποτσίγαρα και τάφρους τα πλαστικά κυπελάκια Η ωραία κοιμωμένη θα είναι μακριά στην παγωμένη χώρα οι δράκοι θα κλαίνε πάνω από τους βρώμικους πυργίσκους Ο κοιλαράς πατέρας τους θα κατεβάζει μπύρες παραδομένος γλάρος στην μαύρη κηλίδα που άφησε πίσω του το κρουαζιερόπλοιο με τους φωνακλάδες τουρίστες Από τα μεγάφωνα θα ακούγεται το τελευταίο «χιτ» της εποχής οι σερβιτόρες θα ισιώνουν την κούραση στα μπράτσα τους και θα παραχώνουν το λιγδιασμένο φιλοδώρημα ανάμεσα στα ιδρωμένα στήθια τους Θα είναι μεσημέρι καλοκαιριού εσύ θα φωνάζεις «μην φεύγεις» αλλά τα φθινοπωρινά φύλλα θα πέφτουν ασυγκράτητα από τα κλειδωμένα μάτια μου κι εσύ ποτέ δεν θα μάθεις πόσα καλοκαίρια έζησα στο βλέμμα σου

16


Η Διπλανή Γυναίκα Ίσως φταίει ότι σε βάφτισαν με μαύρο δανεικό φουστάνι κι αργότερα τις νύχτες εκείνες που τα αστέρια χαμήλωναν ίσαμε τους μηρούς σου ίσαμε να ξύσουν λίγο το λευκό σου όνειρο δεν σ’ έμαθαν να κλαις Γύρω από το σώμα σου όλες οι αλεπούδες ανέμιζαν κόκκινη γούνα στην γρατζουνισμένη ψυχή σου Εσύ πάλι δεν έμαθες να κλαις Μόνο φορούσες τα βλέφαρα της διπλανής γυναίκας φιλούσες στο στόμα τα παιδιά σου υπέγραφες με χάρη τις κόκκινες γλώσσες και ανεβοκατέβαινες τον ουρανό με μια ροζ κλωστή τυλιγμένη στα μάτια Η παραλίγο καμένη πυξίδα σε κρατούσε ανάμεσα στην ανάμνηση και την προσδοκία ανάμεσα στην βροχή και στην ξηρασία Ίσως φταίει ότι γεννήθηκες με προσωπίδα κι ύστερα σαν μεγάλωνες ξένη μα ωραία αποδήμησε μέσα σου η πόλη των νεκρών ίσαμε τα στήθια σου ίσαμε να σφίξουν στα φιδίσια οστά τους την θάλασσα καρδιά σου δεν σε έμαθαν να κλαις 17


αλλά τις μέρες έμαθες πώς να μυρίζεις δυόσμο Τα βράδια έκλεβες το γιασεμί της διπλανής γυναίκας και χόρευες στα αρμυρά χαμομήλια της σελήνης με την ροζ κλωστή στα μάτια Δεν σ’ έμαθαν να κλαις Φύτρωνες όμως κάτι ψηλά κυπαρίσσια όταν όλοι κοιτούσαν την διπλανή γυναίκα

18


Κάποτε Εκείνες τις μέρες λοιδορούσαν τις γυναίκες με το φαρδύ μέτωπο κι ας έριχναν τα μαλλιά τους στα καμένα δάση το στραβό στόμα τους στα χαρτιά από τους μαυρισμένους κορμούς στα κείμενα των χαρτιών και πάλι πίσω στα καμένα δάση Εκείνες τις μέρες πετροβολούσαν τις γυναίκες με τις σπασμένες άγκυρες κι ας δώριζαν τον πυρετό τους στα πυρπολημένα καράβια το μέλι των λιγοστών κερήθρων τους στο κατάστρωμα των βυθών στους ναυπηγούς των αμπαριών και πάλι πίσω στα πυρπολημένα καράβια Εκείνες τις ημέρες μας περιγελούσαν και μας θανάτωναν στρέφοντας εναντίον μας όλα αυτά που είχαμε φέρει στον κόσμο

Κι όμως αυτός ο κόσμος κάποτε είχε τ’ όνομά μας 19


Η Μνησικακία της Απώλειας Με κλειστά τα χαρτιά παίζαμε όλοι εκείνο το βράδυ Κοίταζα τους φίλους κι ήταν τα πρόσωπά τους σκοτεινός οιωνός Κανείς δεν έκοβε πεπρωμένο μόνο η μαύρη μάνα στο κεφάλι του τραπεζιού μοίραζε απλόχερα αποκεφαλισμένες βασίλισσες Έψαξα τις τσέπες μου Μια μάρκα γεμάτη σιωπές ένα σημείωμα χωρίς υστερόγραφο μια πένα και μια στάλα μελάνι στην ξηλωμένη ραφή Το μόνο ανεξήγητο ήταν η απουσία σου από το τυχερό παιγνίδι Πάντα σου άρεσε το ελεγχόμενο τυχαίο Ένας θα μοιράζει πολλοί θα προσδοκούν But the profit is and will always be on the house Εγώ δηλώνω οπαδός σου πάντα κι ας βλέπω τον ιδρώτα στις αρθρώσεις των φίλων μας Εξάλλου οι τυφώνες είναι σπάνιοι στην τσόχα Και βιαστικοί Δεν προλαβαίνεις να αφεθείς στην ορμή τους θα κλάψω αργότερα γιατί σίγουρα θα σκεφτώ πως η ήττα έχει μια περίεργη γλύκα όταν σε παίρνει ξαφνικά Ήθελα να δώσω στους φίλους το λευκό μου μαντήλι 20


η φωνή σου εξάλλου είχε πάψει εδώ και καιρό για να σκουπίσουν το κενό που υπήρχε ανάμεσα στην μπάνκα και στην υπόκωφη μοναξιά τους αλλά έπρεπε να χάσω ακόμα λίγα εκατοστά από την περιφέρεια του εαυτού μου και να πετάξω από τα χέρια την τελευταία μάρκα πριν σηκωθώ οριστικά από το τραπέζι χωρίς την μνησικακία της απώλειας

21


Το κελί δίπλα στο κύμα Μπρούμυτα στο κύμα των εποχών όπου οι δαίμονες τρώνε ψωμί και οι άγγελοι αλάτι. Κάπου στην Μεσόγειο θάλασσα εκείνη μπουκώνεται μίσος κι αφήνει το σκοτάδι μέσα της να λυμαίνεται ό, τι απέμεινε. Τα νέφη έρχονται από την ανατολή και καταλήγουν στο ίδιο σημείο. Ανάπηροι ορίζοντες. Απομίμηση ανέμου. Ομοιώματα γέλιου. Σπασμωδικές κινήσεις του στόματος. Κανείς δεν κοιτά. Κανείς δεν βλέπει. Το κελί της. Δίπλα στα τοξικά κύματα. «Φταίει αυτό το καταραμένο πόδι, μου είπε γονατισμένη από την επιθυμία σε μια βιτρίνα καλυμμένη με φτηνό χαρτί και αποτυπώματα ψευδαίσθησης. Και σκέφτηκα «ό, τι της συμβαίνει δεν με αφορά κι όμως όλα τα κελιά είναι ένα κύμα μακριά από το ταξίδι. Δεν σώνεις τίποτα μέσα από το τζάμι αλλά γιατί τότε την ακούω να μου μιλά πίσω από την πρόβα πριν τα λαμπερά εγκαίνια;» Μην γελιέσαι, μου απάντησε χωρίς να κουνιούνται τα χείλη της, ψεύτικη είμαι. Αλλά είμαι προγραμματισμένη των πόθων. Κάποτε είμαι νέα, άλλοτε είμαι αλάτι κι άλλες φορές ψωμί. Ικανοποιώ όλα τα γούστα. Ανάλογα με την διάθεση του διακοσμητή και με την πορεία της όρασης των μελλοντικών αγοραστών. Είμαι το εναλλακτικό όνειρο του καταναλωτή διαβάτη. Δεν βλέπω πέρα από το τζάμι αλλά το χώμα τους διαθλάται στο κέρινο πρόσωπό μου. Είμαι γελαστή, είμαι σοβαρή, είμαι γοητευτική, είμαι το πακέτο τους. Είμαι ευτυχισμένη. Όμως να… είναι η αλλαγή των εποχών, ξέρεις. Με αφήνουν 22


γυμνή, φαλακρή και χωρίς βλέφαρα. Πως θα κλάψω χωρίς την επί πιστώσει αξιοπρέπεια μου; Τότε αρχίζει και με πονάει το πόδι μου. Ποτέ το ίδιο όμως. Στην αρχή αναρωτιόμουν μα μετά κατάλαβα πως δεν έχει καμία σημασία. Ξημερώνω και βραδιάζω στην ίδια θέση χωρίς να μπορώ να αλλάξω όσο η εποχή είναι η ίδια. Καταλαβαίνεις έτσι δεν είναι; Εξάλλου δεν υπάρχει ιστορία που δεν έχει ειπωθεί. Το μόνο που αλλάζει είναι ο διακοσμητής. Αλλά εγώ μένω εδώ, ούτε ένα αντίο δεν προλαβαίνω να πω πριν με αδειάσουν από εμφάνιση. Μουρμούριζε για πολλή ώρα μες στο μυαλό μου ακόμα και όταν βρισκόμουν μίλια μακριά της. Οδηγούσα με προορισμό την θάλασσα κι ας ήταν γεμάτες οι αποσκευές μου με τα κελιά που μου είχε χαρίσει το μανεκέν μας τυχαίας βιτρίνας. Όταν έφτασα μπροστά στο ταξίδι στάθηκα για λίγες στιγμές ακίνητη. Φουσκοθαλασσιά. Σκόρπια σύννεφα και ένας λιμασμένος θεός έκοβε εισιτήρια στο έμπα του κύματος. Έβγαλα την περούκα, πέταξα το κλεμμένο πόδι και στάθηκα μπροστά του χωρίς βλέφαρα. Μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ένας άγγελος στο πλάι του με φτερά γεμάτα σκώρους έκανε να μου χαμογελάσει . Ξέρασε αλάτι η ανάσα του. Όλη η ακτή βρωμούσε ψόφιο ψάρι και το νερό είχε ένα αρρωστιάρικο κίτρινο χρώμα. Δεν ήξερα τι άλλο να βγάλω από πάνω μου για να φύγει η μπόχα από το κύμα. Ο ανώνυμος δαίμονας στο πλάι μου, μου έδειχνε επίμονα ένα σημείο προς την μεριά της δύσης. Δεν ήθελα να κοιτάξω. Αλλά γι αυτό είναι ανώνυμος ο διάβολος. Για να σου αφήνει 23


την επιλογή. Όταν γονάτισα από την επιθυμία της όρασης είδα αυτό που ήθελα. Μια τεράστια εθνική οδό γεμάτη βιτρίνες με πανέμορφες κούκλες που μου είχαν κρατήσει χώρο. Ανέβηκα στο κελί μου, και φόρεσα την εποχική μου ύπαρξη. Δίπλα στο κύμα. Δίπλα στον λιμασμένο θεό. Δίπλα στον ανώνυμο διακοσμητή μου.» Κάπου στην Μεσόγειο θάλασσα. Δίπλα τους. Δίπλα σας. Την εποχή που οι δαίμονες τρώνε το ψωμί και οι άγγελοι τ' αλάτι.

24


Συναρμολογημένος Παράδεισος Ο ήλιος σαπίζει με τις αχτίδες βουλιαγμένες στο καφετί απομεινάρι τ’ ουρανού Η ανάμνηση εκείνης που δεν ήρθε κρέμεται σημαία ανακωχής στον εξώστη της θάλασσας Στον παράδεισο το σκυλί μας κλαίει το κεφάλι του ακουμπάει στα χαμένα πόδια του πατέρα Εκείνος σ’ ένα σύννεφο πιο κάτω ξεφλουδίζει το νεκρό αυγό και σκορπίζει τα κομμάτια του στους ανθισμένους κήπους Η ακύρωσή της οδηγεί σε άλλα ξέφτια δρόμων Η κυκλώπεια ανοχή της βγάζει το μάτι μονόφθαλμων αγγέλων Η ιστορία δεν έχει τέλος αλλά γνωρίζει να στρίβει στις μετωπικές γωνίες Στον παράδεισο το σκυλί μας γαβγίζει χαρούμενο 25


στο πλάι του ο πατέρας κουνά το κεφάλι καταφατικά Εδώ δεν έχουμε πόδια, λέει στην φίλη του και αυτή χαμογελά κρατώντας απαλά στα δόντια της ένα συναρμολογημένο αυγό Η νοσταλγία εκείνης που ματαιώθηκε εξαναγκάζει σε ισορροπία τις εκκρεμότητες Ο ήλιος σαπίζει βυθισμένος στο καμένο ερείπιο τ’ ουρανού Η απουσία εκείνης που διαλύθηκε σχεδόν διπλωμένη σημαία στα μαύρα γόνατα των ανθρώπων

26


Όλο και πιο κοντά Κι ας είναι σύμπτωση το άγγιγμα εγώ πάντα κάνω χώρο στο τυχαίο να ‘χω στο βιογραφικό μου όλες τις απαραίτητες συστάσεις μια ξεκουρδισμένη στράτα και χίλιοι διάβολοι στο κατόπι της η γυναίκα που τα πρωινά στης μοίρας της τ’ αγκάθια αναπαύεται αλλά σαν χαϊδεύει ο ήλιος θάνατο ξυπνάει αλαφιασμένη με δυο κομμένες στα χέρια της γραμμές ολοένα κατρακυλάει η άμμος μακριά Κι ας είναι σύμπτωση ο δρόμος σου πάντα κάνω λίγο χώρο στους αγνώστους να ‘χω προϋπηρεσία στην ζωή έχει ρωγμές, λεν, ο τοίχος αλλά ποτέ δεν είδα κάποιον να μην αντέχει κι άλλες Ακούρδιστη γυναίκα με θολωμένες τις μορφές της λίγο πιο κει τραβιέται για το απροσδόκητο Κι ας είναι τα πάντα προγραμματισμένα ολοένα χτυπούν πιο νωρίς πιο σιμά οι καμπάνες 27


Υποστολή Φωτός Ο πόνος πάλι δώδεκα παρά πέντε στους τοίχους στην κλειστή πόρτα στο ανάγνωσμα πλαστικών λουλουδιών στην χοντρή νοσοκόμα στο μέτρημα ένα δύο τρία τέσσερα πέντε πάλι από την αρχή δεν είμαι εδώ δεν είμαι εδώ το βλέμμα που σε κρίνει σκουλαρίκι στην μύτη σκουλαρίκι στο φρύδι χαλκά στην ψυχή μια τρύπα στα γόνατα καίει το δώρο του στον λαιμό σου δεν είμαι εδώ δεν είμαι εδώ Ο πόνος πάλι δώδεκα με δωδεκάμισι σε μισή ώρα χωράει η αιωνιότητα στα νάιλον παπούτσια στο απολυμαντικό στο ρημαγμένο μέτωπο μην κοιτάς το πρόσωπο στην τραχειοτομή της αναπνοής δεν είμαι εδώ δεν είμαι εδώ 28


στο γυμνό στέρνο στην γριά με το ανοιχτό στόμα αόρατη η ψυχή της στα μάτια σου χωρίς επίθετο χωρίς παραλληλισμούς στα γεμάτα έλκη μπράτσα απογυμνωμένα άρρωστα δύστυχα κλαράκια δεν είσαι εδώ δεν είσαι εδώ χημειοθεραπεία ονείρων Όμως ο πόνος πάλι Είναι στις σκιές που μπεκρουλιάζουν στο μαρμάρινο ενθύμιο της αυλής στα στεγνά χαλίκια που ενώνουν την γλώσσα τους με τα σκουλήκια διεκδικώντας κι εκείνα μια στάλα αίμα στο στόμα που απέμεινε έκθαμβο στο φως του εσπερινού στο αργοπορημένο πάτερ ημών Το χώμα δεν δέχεται δικαιολογίες ούτε γεννάει νερό μόνο ξέρει να ξερνάει ανακυκλωμένη μασημένη σάπια ύλη

29


στα ερείπια του σπιτιού σου στεκόμαστε με τα μάτια στραμμένα σε λάθος ορίζοντα Μην μας λύσεις ποτέ από την σκόνη σου Εκείνη κι εγώ θαυμαστά μνημεία της φυγής σου Ο ξαπλωμένος Σταυρωμένος μας με τα χέρια καρφωμένα σε χέρια Οι δυο σου λόγχες σε χαιρετούν Κάνουν υποστολή φωτός Ήταν στο τελευταίο ηλιοβασίλεμα που σε πήρε σφιχτά στην αγκαλιά του

30


Οκνηρός Γρίφος Δεν επικυρώνομαι πια Έχω μπει στην άκρη Γεμίζω ματαιώσεις τα ψιθυριστά φτερά Ω απομνημονεύω τα ονόματά τους όμως σαν έρχεται η επομένη της θύμησης πάλι ξεχνιέμαι ακύρωση στις φτυμένες παλάμες Ετοιμοθάνατη αναγγελία που σκαρφαλώνει από φαγωμένες προθέσεις και ξεψυχά πολύ πριν αγγίξει Ανάμεσα σε μένα κι εκείνη η χώρα της ένδειας Σε σκέφτομαι που άγνωστη κατεβαίνεις το ατελές μου Με έναν παραχαράκτη δεμένο στους μηρούς και δυο κεριά λευκά στα μάτια απειλείς την νωχελική οδύνη Η υγρασία σου δεν αρκεί για να δροσίσει τον λήθαργο Έχω μπει στην άκρη Δεν λύνομαι Γεμίζω αναβολές τις σιωπηρές προσευχές και σβήνω τεμπέλικο σήμα κινδύνου Απέριττος οκνηρός γρίφος παραμένω στεγνή από τα δάκρυα αποτυχημένης αποκρυπτογράφησης 31


Πλεονέκτημα Ασημαντότητας Μειονεκτώ θέληση μπροστά σου Κοιτώ το κάποτε Συλλογιέμαι το Θηριώδες Σε μια κίνηση ποντάρισα Τι απέγινε η γυναίκα που έγερνε στοχασμό στ' απολεσθέντα; Κάηκε μέσα σε νοικιασμένο όχημα Ήταν διογκωμένη η λεωφόρος ενώ ο προορισμός είχε χρόνια διαγνωσθεί Ανεξήγητο μυστήριο τα πίσω καθίσματα Έχει πολλές γωνίες αυτή η πόλη όταν ταξιδεύεις στην γαλαρία της πραγματικότητας Πόσο λατρεύω να διαβάζω τα μικρά σήματα Ακόμα και όταν είναι πια αργά Η παγωνιά επιτέλους διαπέρασε το κλειστό παράθυρο Έπαψε η μυρωδιά να μου τρυπά τα ρουθούνια Η σιωπή δεν είναι χρώμα. Οσμή είναι. Αν για ένα δευτερόλεπτο άλλαζε η όραση γωνία 32


πόσα θα είχα αποφύγει να δω Ό, τι εξομολογήθηκα στον ουρανό με γύρισε στο χώμα H απόγνωση είναι μνησίκακη όταν κανείς δεν της απαντά; Δεν μπορώ να μην σκέφτομαι τα μάτια Αν ζωγράφιζα θα έφτιαχνα πρόσωπα αόμματα και μετά θα σκάλιζα τον παράδεισο στο πάτωμα με χίλια ζευγάρια μάτια απόδραση να ικετεύουν Η έλλειψη δυνατή απέραντη μυστική χώρα Εγώ; Εγώ ύφαλος μικρός δεν αξίζει καν τον κόπο να συγκρουστείς μαζί μου Μειονεκτώ μπροστά στο μεγαλείο σου αλλά πλεονεκτώ σε ασημαντότητα

33


Μνημοφάγος Άβυσσος Στην άβυσσο ταγμένα τα κουρέλια μας μόνο ένας κόκκος στάχτη στον αιθέρα στροβιλίζει μικρή γκρίζα μπαλαρίνα ξέσκεπη από σάρκα ζωσμένη με δυο απομεινάρια νέφη και ένα σκισμένο σύμπαν Στο μάγουλο ενός παιδιού ξαποσταίνει την απώλεια μέχρι που το παχουλό ανελέητο χεράκι διώχνει χωρίς δεύτερη σκέψη την ενοχλητική σκόνη Στην μνημοφάγο έρημο τα κομμάτια μας ταγμένα

34


Παγωμένος Μήνας Ο παγωμένος μήνας κρύβεται μέσα σε κάθε εποχή με δυνατό αίσθημα αυτοσυντήρησης Σαν ωστικό κύμα σε χτυπά Σε αφήνει ανήμπορο κατάκοιτο με κομμένη στα δύο την ψυχή ένα σάρκινο λεηλατημένο ανάχωμα κανείς στο πλάι σου να σε σηκώσει Τα πέταλα της ανάσας χάντρες λευκές στους σκελετωμένους δείκτες του ανώνυμου μήνα Δεν έμαθες πως και πότε ξέμεινε στο προσωπικό σου ημερολόγιο ο γύφτικος μήνας Κάποτε ήσουν κάστρο τώρα είσαι μια κάμαρη φτωχή ακόμα κι οι πόρτες σ’ αποφεύγουν κι η ηχώ σου της πρόσκρουσης ζητιάνα Δεν ιδρώνουν οι ώρες του από τις καμπάνες του ήλιου μήτε καταλαβαίνει από λειτουργίες δειλινών Φαρδύς-πλατύς σωριάζεται καταμεσής του γέλιου σου μαυρίζουνε τα δόντια καθώς τα μάτια ψάχνουν ουρανό

35


Όσο κι αν εξοπλίζομαι με βαριά πυρομαχικά κάποτε θα με τσακώσει ανυπεράσπιστη Τότε θα φορέσω το πιο λαμπερό χαμόγελό μου και θα βγω έτοιμη να προϋπαντήσω το μαύρο του κραγιόν

36


Eugene Πως θα δικαιολογηθώ; Οι μικρές άκακες σκιές που φτερούγιζαν στον ποδόγυρο της ασημένιας δυστυχίας μου Η νόθα μητέρα του μαέστρο The one that everyone called Alice the wonder αλλά εγώ μικρή διαστροφή των δακτύλων την αποκαλούσα Ευγενία Ευγενία άφησέ με να γίνω η ερωμένη σου Ευγενία άνοιξε την πόρτα Ευγενία Ευγενία Ξημέρωσε και γέμισα σκιές σήκωσε το σεντόνια άσε με να κρυφτώ στην απληστία των ονείρων σου Βράδιασε Ευγενία και οι νεκροί έχουν φαγούρα Ησυχία Παρακαλώ. Λένε πως ασώματα πόδια φυτρώνουν Πως θα δικαιολογηθώ; Οι μικρές ανώδυνες παρομοιώσεις 37


που ανέμελα έπαιζαν στα νύχια των ποδιών μου - τι είναι χίλιοι άγγελοι που χορεύουν στο κεφάλι ενός δαίμονα;προχώρησαν σε ψευδή ληξιαρχική πράξη γέννησης και τώρα πια λέγονται Dolmancé Το φαγοπότι, μαέστρο, από τους αστράγαλους ξεκίνησε και συνεχίζεται ξέφρενο μέχρι να φτάσει τα εκτροχιασμένα μάτια μου

38


Άνεργο Πορτοκαλί Στα νύχια τους κρυμμένος έμμισθο βράδυ διαρκείας περπατά περήφανος στα κατεβασμένα ρολά Ψηλαφεί τον φόβο και θεριεύει γάγγραινα στ’ ανίσχυρα σπίτια «ρίξε ένα δακρυγόνο να δω τα μάτια τους θολά να χορτάσουν τα δικά μου δάκρυ ξένο» Ξίφη πλαστικά στους υπόγειους δρόμους καταποντισμένης πόλης Το πολύ-πολύ να σκοτώσεις άνθρωπο που μοιάζει δράκος ενώ οι αληθινοί γοργά ξεφεύγουν πάνω σ’ αστραφτερά πατίνια Ένα πορτοκαλί γιλέκο που τραγουδάει μες στο κρύο προσβολή για τ’ απορρίμματα Αλλάζουν πεζοδρόμιο μην τυχόν ακουμπήσουν χρώμα αλλά κρατά ρεζέρβα το σκοτάδι και εσύ που έμαθες αμισθί να κλαις άνεργο πορτοκαλί όνειρο πατάς στο χρώμα γκάζι να ξεφύγεις από του φόβου τα μισθωμένα νύχια

39


Φοβού τους Νεκρούς Δαναούς Κάτω από το βλέμμα σας αφυδατώθηκα Μα σαν γυρίσατε την πλάτη Βλαστούς εχθρούς σας κάρπισα Δώρα εκ Δαναών νεκρών φερμένα στων γκρίζων σας πραμάτων το τραπέζι απίθωσα Τρία πόδια χορτασμένα και ένα στην ξενιτειά που γύρευε το αίμα Στο γουργουριστό σας άγγιγμα μαράθηκα μα σαν τραβήξατε τα δάκτυλα γάντζους φύτρωσα Ορόφους επτά στην πλάτη φορτωμένη στης εξορίας σας την άβυσσο τούνδρες θαυμαστές χτίστηκα Τρία μάτια πεινασμένα και ένα στην λησμονιά χορτασμένο το πόδι αναζητούσε Το σώμα πεθαμένο ακόμα νηστικό προσμένει Το ένα μάτι δακρυσμένο όμως το άλλο στεγνό την σταύρωση υπομένει

40


Υπερβολές Συνοδοιπόρος Ματθαίος Ματθαιάδης

θέλω να σκοτώσω τον ουρανό να σφαλίσω όλα τα παράθυρα που με την υπερβολή στις αξύριστες μασχάλες διευκολύνουν τις γραμματοσειρές Οι κλέφτες ! Να ξεπλύνω τα βρώμικα χέρια τους με το χυμένο μελάνι από το στόμα των αγγέλων με το υποταγμένο γέλιο των παιδιών Να μην είμαι μια πιθανότητα κίνησης στατιστική βεβαιότητα απώλειας στις τρομακτικές τους αριθμομηχανές Να ρίξω νερό στα μηχανοκίνητα μάτια τους και να σπάσω τα πεζοδρόμια που περπατούν αγκαζέ με τον θάνατο Αρθρογραφώ στην επέκταση διανύοντας το ένα νέφος μετά το άλλο στην ουσία προκαλώ την αφάνεια στερώντας από τα διψασμένα ορτύκια το δικαίωμα της χαμηλής διέλευσης Πως να κρύψεις τις σφαίρες σε ένα τόσο μικρό σώμα ;

41


Ο προφήτης γεννήθηκε τότε - ανάγκας πείθονται οι θεϊκές μήτρες κατέβασε τα χέρια του στην ρημαγμένη γη και όλοι μαζί αποφασίσαμε να κρύψουμε το ελάχιστο κορμί στην κάνη τους που βρωμοκοπάει απληστία Μισόγυμνες σκιές συλλέγουν βρώση σε σχισμένες κάλτσες γιατί τα δοχεία που δόθηκαν παρατάχθηκαν στα ακραία έδρανα Οι θεοκράτορες κατηχούν οι άπιστοι κατοικούν και εμείς εμείς φυτεύουμε σπόρους στην τσιμεντένια αυλή Ερμηνεύσαμε λάθος την κίνηση του προφήτη Εκείνος μας έδειχνε τον δρόμο αλλά εμείς βλέπαμε μόνο τους λιγοστούς αδειανούς τάφους Κανείς μας δεν ήθελε να κάνει το πρώτο βήμα στο κενό Τελικά δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά μια υγρή επιθυμία στα μεριά κάποιου άπιστου θεού Κάποτε γινόμαστε το δόρυ ξένων αναγκών και κάποτε η τροφή 42


στις αρένες των πολέμων τους Σε κενά μνήματα καρφώνουμε λάβαρα διαπομπεύοντας από συνήθεια τους νεκρούς στριμωγμένοι σε φυγή Με τρένα που κουβαλούν καυσόξυλα και τσιμέντο εδώ αφήνουμε τα γραμμένα τραγούδια τις καλές σόλες τα φονικά ράμματα Αδιάφοροι δύσπιστοι αλλά τόσο αθώοι σαν την σφαίρα που έπεσε από τις λιωμένες κάνες των συνεργατών Προπαγανδιστές προσευχών κρυφοί φονιάδες των παιδιών και πρόκα στον αστράγαλο του αθάνατου ανθρώπου Υποχρεώνομαι σε ασημένια όνειρα κάτω από τσίγκινες παλάμες αναποδογυρισμένα μάτια και χρεωμένα φτερά ενώ το μόνο που ζήτησα ποτέ είναι η πραγματικότητα που δικαιούμαι

43


Ένα ψέμα μια αλήθεια Είναι παράξενο τελικά πως σαπίζουν όλα στων εποχών το διάβα Νομίζεις ότι μπορείς να επισκευάσεις την φαγωμένη πόρτα το σκεβρωμένο παράθυρο τον πεσμένο σοβά τον λεκέ από δάκρυ στο μάγουλο της Γερνάω στο όνειρό σου αφυδατωμένος πεθαίνεις στα χέρια μου Μην ξεχνάς τον κανόνα Ένα ψέμα και μια αλήθεια η σειρά δεν παίζει ρόλο Βγαίνεις γελαστός από την δίνη χωρίς να δεις το εχθρικό κύμα Σε πετάει αλύπητα στα βράχια του τέλους Ο λύκος στον ώμο σου ουρλιάζει αλλά τον φιμώνει η ασάλευτη ανάσα σου Στο φαρμακείο απέναντι οι μόνες συνταγές που εκτελούνται είναι για τον βήχα Ανεκτέλεστες εκείνες του οξυγόνου

44


Μασκαράτα Δεν αφηγούμαι ποτέ την έκβαση μιας απόπειρας Θα ήταν σαν να παραδεχόμουν ότι έψαχνα το τέρμα σ’ ένα αχυρώνα γεμάτο αφετηρίες Οι άλλοι θα με κοιτούσαν περίεργα και ο οίκτος στα φρύδια τους - εκεί σέρνεται ύπουλος θα έβρισκε στο δόξα πατρί την προσποίησή μου Και κάπως έτσι μασκαρεύομαι νερό ίσα-ίσα να κυλάω ανώδυνα στα επώδυνα χωρία αποτέλεσμα ταξίδια «ίχνος χώμα μέσα της» ακούω τα λούκια να ψιθυρίζουν ελαφρώς απογοητευμένα αλλά ποτίζω με εγκαρτέρηση την σπουδαιότητα της ματαιοδοξίας τους Περιμένω υπομονετικά να θολώσουν τα σημαντικά και τ’ ασήμαντα Εξάλλου όταν βραδιάζει 45


όλα το ίδιο μοιάζουν Μόλις η κίνηση γυρίσει αλλού το βλέμμα θα γυμνωθώ των άχρηστων υδάτων Είμαι εύπλαστος πηλός στα εξαίσια χέρια του τέλους

46


Πόρτα Θα γίνω αυτοτελής πόρτα χωρίς ανάγκη κλειδαριάς θα απορροφώ τους κραδασμούς της φυγής και θα βάφομαι το γέλιο του ερχομού Θα αφήσω τις αράχνες των προθέσεων να στήσουν λούνα-πάρκ στο λείο κορμί μου για να μπορώ να σκίζω τα πέπλα τους κάθε που θα ταιριάζω στο κενό Στέλνω σιωπηλά μηνύματα στα σπίτια που τους έκλεψαν τις πόρτες Λυπάμαι τους ναυπηγούς Τόσα καράβια έφτιαξαν ούτε ένα ταξίδι δικό τους Εγώ ταξιδεύω μια μικρή πόρτα τίποτα το ιδιαίτερο πάνω μου παρά μόνο στέκω ανάμεσα στην έλλειψη και στην ανάγκη Καλύπτω το χάσμα Έγιναν πολλά ακόμα περισσότερα εκείνα που δεν ξεκίνησαν κι εκείνα που δεν πρόλαβα να σκεπάσω Ακινητοποιημένο καρουζέλ ο κόσμος

47


κι εγώ ένα αλογάκι με σπασμένο χαλινάρι που κρυώνει μπροστά στην παγίδα Αλλά δεν θ’ αφήνω ρέστα στον φόβο Θα τα εξαργυρώνει πάντα αγοράζοντας κι άλλες μετοχές της ακινησίας Ξέχασα να γελάω να κλαίω να κοιμάμαι να ξυπνάω Έτσι θα κάνω αυτό που πια γνωρίζω καλύτερα Θα γίνω πόρτα χωρίς μεντεσέδες, κλειδιά όλα τα περιοριστικά που ορίζουν οι αρχιτέκτονες θα τα καταργήσω Εξάλλου ξέχασα πώς να τα έχω Δεν θα γίνω ναυπηγός ούτε τοίχος ούτε δρόμος ούτε ουρανός ούτε ορίζοντας ούτε αστέρια ούτε φεγγάρι ούτε θάλασσα ούτε πέτρα ούτε σπίτι ~ συγνώμη μητέρα που σε απογοητεύω αλλά φταίει ο πατέρας Πάνω που με είχαν στήσει και ήμουν έτοιμη να λειτουργήσω Μου είπε σ’ αγαπώ Μετά πέρασε το άδειο κατώφλι και τον κατάπιε το σκοτάδι

48


Μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες Είμαι φανατική σαν την πόλη που προσκυνά τις χαρακιές μου σαν το καρφί που ένας τρελός καρφώνει στον αγέρα σαν την μύγα που λιγουρεύεται το μέτωπό μου Είμαι σταθεροποιημένη σαν το ασάλευτο σώμα βυθισμένης Ατλαντίδος σαν το παχύ στρώμα πάγου οποιαδήποτε πρόσβαση απαγορευμένη σαν τα δάχτυλα του χεριού μου που πάντα τα ίδια βγαίνουν καμιά αριθμητική δεν είναι αποτελεσματική Είμαι η σταθερά της απογοήτευσης σαν τον λιμό που επανέρχεται κάθε εκατό χρόνια για να θυμίζει το ανίατο της δυστυχίας Και σαν σταθερά αποκλείω τις μεταβλητές παρομοιώσεις Είμαι επαναλαμβανόμενη σαν πανάρχαια συμφορά σαν εκπληρωμένη προφητεία σαν την ηχώ από το παραμιλητό του άδειου ουρανού Είμαι γυναίκα σαν όλες τις άλλες γυναίκες Αεικίνητο σημείο σκοποβολής του όλου αλλά Αμετακίνητο κέντρο αγάπης του ενός

49


Χαμένος Αντίλαλος

Για μένα μιλάω αν δεν το πρόσεξες Λειτουργώ μόνο τις ώρες που η κίσσα κλέβει το ψωμί από το στόμα ανθισμένου απομεσήμερου Μεθυσμένος θηλυκός Σίσυφος μακριά από εμένα οι μύθοι και τα διδάγματά τους Χωρίς καλλιγραφικά στίγματα στα χέρια παρά μόνο εκείνα του γερασμένου ήλιου δίνω φωτιά στην ηχώ αλκοολικών μηνυμάτων Δεν φταίω εγώ αν εκείνη καπνίζει τις γόπες ενεχυριασμένου ερωμένου Πάντοτε ήμουν μεταξύ των ανέμων Μπερδεμένη από τις κατευθύνσεις τους Ένα ανάλαφρο παιγνιδάκι καθησυχασμένο από ένα ελαφρύ τράνταγμα στα γόνατα ανεύθυνου μα τόσο πρόσχαρου θεού Είχα πολλά ονόματα τα περισσότερα μου τα έδωσαν χωρίς να με ρωτήσουν 50


αλλά θεωρώ εμένα κι εκείνη ακατάδεχτες κάποιας ετικέτας Προφανώς ευθύνεται η καταγωγή μας μου λέει στο αυτί η μικρή συνωμότρια της ολικής άρνησης των θείων και θνητών μυστηρίων Θα μπορούσαμε παραδείγματος χάρη ~ βέβαια η χάρη ποτέ δεν είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με το αποτέλεσμα και το παράδειγμα είναι πάντα εκτός νόμου ~ να είμαστε απλώς ένας χαμένος αντίλαλος που προσέκρουσε στις ατσάλινες πόρτες του Παραδείσου των πιστών

51


Ο μουγγός κούκος Βέβαια ο ίδιος παραπονιέται γιατί ακόμη έχει μάτια

Στην αγορά στο κέντρο της Αθήνας αγοράζουν ακριβά τον ήχο Δεν είναι κάτι που με απασχόλησε όσο προσπαθούσα να ξεχωρίσω τις ευθείες από τις στροφές Με το σήμα της υπό δοκιμής στα μάτια αποστήθιζα την υδρόγειο κληρονομιά της χλωμής φυλής μου Και για να είμαι ειλικρινής μες στην κατά τ’ άλλα ψευδή κατάθεσή μου δεν ξέρω αν ακόμα με ενδιαφέρει το αντίτιμο που δίνετε Αυτή η καρακάξα με το περίστροφο στην ουρά με προβληματίζει Παλιά δεν υπήρχαν πολλές τέτοιες και ο θόρυβος της τυχαίας ή μη εκπυρσοκρότησης της αναιδούς οπλοφορίας τους ~ γιατί όπως και να το κάνεις όταν έχεις οπλοστάσιο στα μετόπισθεν παραβιάζεις τους κανόνες της αγοραπωλησίας ~ με έκανε να πάρω από τα σκουπίδια 52


έναν μουγγό κούκο Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του είναι ότι δεν μπορεί να αναγγείλει καμία δημοπρασία του χρόνου

53


Περιπλανώμενη Πεθύμησα τα μάτια σου ήθελα μόνο να πω Αναμετράς και ζυγίζεις στις λέξεις την αγοραφοβική πόλη Για άλλη μια φορά κόβονται τα δάχτυλα στο ύψος των κόμπων Μια τραβηγμένη κουρτίνα και ποτέ δεν με απασχόλησε το γεγονός να εξηγήσω την συνεχή αγωνία Διακυμάνσεις στην αδυναμία και συνήθως ρίχνω τα μάτια μου σε ένα άδειο ποτήρι δώδεκα μήνες ακριβώς αριθμούνε τα μαρμάρινα αγκάθια κι όμως τίποτα δεν άλλαξε στην πόλη που ζω Νόμιζα πως ο κόσμος θα συγκλονιζόταν με την απουσία σου ακόμα κι εγώ όμως συνεχίζω να πληγώνω και να με πληγώνουν Βυθίζομαι σε μια πραγματικότητα που θυμίζει βουβή ταινία Αυτά τα τρία άλφα στον στίχο του πεθαμένου ποιητή με συρρικνώνουν και σκέφτομαι τα φώτα που έσβησαν στο κληρωμένο ηλιοβασίλεμα 54


Δεν θα έρθω σήμερα στην γιορτή σου θα την ξεχάσω θα περπατήσω άσκοπα μες στην πόλη Σήμερα δίδονται δωρεάν πιστοποιητικά δυστυχίας στην περιπλανώμενη μνήμη

55


Η ηδονή της οδύνης

Τι παράδοξο. Όσο ψηλώνει η μέρα, εγώ σκύβω

Καθώς ο ήλιος δύει στα χρόνια μου τείνω να σκέφτομαι όλο και περισσότερο τις λέξεις που με οδήγησαν εδώ Κάποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει και να πει οι λέξεις που οδηγήθηκαν από σένα Είναι αυτή η μικρή λεπτομέρεια ενεργητικού ή παθητικού χειρισμού που συνιστά μια ανακουφιστική αποποίηση ευθύνης Δεν αναποδογυρίζω τα γράμματα Δεν είμαι μάγισσα ούτε ξέρω να ερμηνεύσω την οδύνη σου την ώρα που χάνομαι στον οργασμό της ένωσης Σκύβω μέχρι τα γόνατα Οι γάμπες βυθισμένες στα χαμένα δύσκολα προσμετρούν την υπολειμματική αξία μου Κι όσο λιγοστεύει η ωφέλιμη ζωή του πάγιου σώματός μου 56


γυρίζω τις κίτρινες σελίδες του γενικού καθολικού δεν με λυπούν οι αποσβέσεις αλλά δακρύζω μόλις αντικρίζω τ’ αποσβεσμένα Μου φαίνονται τόσο μακρινά σαν να μην ήταν ποτέ κομμάτι της αρχικής μου αξίας Μια ιστορία που αποφάσισαν οι λέξεις χρέωση και πίστωση Το υπόλοιπο έως ότου ροκανιστεί κι αυτό ανήκει σε μένα Ένα ασημένιο ποδήλατο - hey Silver drive me away ένα αγόρι - το όνομα έχει αποσβεσθεί ένας θάνατος - αναπόσβεστη αξία απώλειας ένα τραγούδι - για να σε θυμάμαι ένα ποίημα - για μένα γραμμένο ένα ταξίδι - για σένα προορισμένο Αλληλουχίες και επαναλήψεις σε διαφορετικά μοτίβα Ένα καντήλι με διαφορετική 57


κάθε φορά προσευχή για καύσιμο κι ο έρωτας ένας κύβος με χρώματα που δεν θα ταιριάξουν ποτέ στην ηδονή της οδύνης μας

58


Υποψία Σαν την αμφιβολία που χάνει την βεβαιότητα της ερμηνείας της Έτσι διαψεύδομαι Κακοποιημένη από τις ψευδαισθήσεις παραπλανημένη από τις παγίδες που μου στήνω ρίχνοντας κάθε φορά τον αετό στα θανατηφόρα σύρματα νομιμοποιημένης ψευδορκίας Συνηθισμένες ιστορίες ανθρώπινων προσδοκιών Και ως φανατική οπαδός της ταπετσαρίας δηλώνω απερίφραστα αγαπημένη του τοίχου Γράφω ποιήματα με θέα το αδιέξοδο τζάμι Κόλυβα της πέτρινης λίμνης που ξερνάει τους πεθαμένους της μες από τα μάτια μου Μου αρέσει πάντως που ανησυχείς όταν με φιλάς Νιώθω την αγωνία της απάτης στο σάλιο σου Το καταπίνω γνήσια κόρη του Σωκράτη αναξιοπρεπής αλλά ερωτευμένη Έχω την εντύπωση πως είμαι απλώς μια υποψία επιθυμίας Και λίγο μεθυσμένη από ανάγκη 59


Αντιθέσεις Δεν καίγομαι ποτέ Αυτό είναι το πρόβλημα Δεν πιάνω φωτιά ούτε καν μια σπίθα δεν πετάγεται από το σώμα μου Μόνο ένα πράγμα κάνω άψογα Λιώνω όπως λιώνει ο πάγος ανάμεσα στα φλεγόμενα δάχτυλα σου Όπως βλέπεις, αγάπη μου, τίποτα δεν είναι τυχαίο Και ενώ, εσύ λες, πως είμαι το λάδι στο νερό σου πάντα βρίσκουμε τρόπο να σμίγουμε Σταμάτα, λοιπόν, να πολεμάς την διαφορετική βαρύτητά μας

60


Εχθροπραξίες

Με κούρασαν οι εχθροπραξίες γης και ουρανού

Έχω κουραστεί να βυζαίνω τις παγωμένες χάντρες των εποχών Με βάρυνε η ομίχλη που ανασαίνει η ανάγκη του ουρανού πάνω στο γήινο κορμί μου Η ψυχή άυλο άρρωστο παιδί βήχει τα όνειρα στα ανοιξιάτικα λουλούδια Δεν νοσώ ούτε καν μια ανίατη ασθένεια δεν έχω να επιδείξω στον κόσμο Τα κύματα σκάνε στις προβλήτες ίσα-ίσα για να μην ακούω την σιωπή και οι φάροι αναβοσβήνουν για να βλέπω την ήττα του φωτός Ξαπλώνω με την γεύση σου και ξυπνώ μόνη Τίποτα δεν είναι πιο σίγουρο, αγαπημένε μου, από τον θάνατο Τον θάνατο που παίζει τρίλιζα έξω από το παράθυρο μου Και καθώς πέφτει με θόρυβο το δαχτυλίδι στο πάτωμα 61


παρακολουθώ το σύντομο συναρπαστικό ταξίδι ίσαμε να πέσει φαρδύ-πλατύ σε μια γωνιά Πολύτιμο ήσυχο σιωπηλό νεκρό δώρο Ξαπλώνω με δάχτυλα γυμνά κι ακούω τους λυγμούς του μεσημεριού Περίεργο. Δεν αισθάνομαι ούτε καν την σιγαλιά Δεν αισθάνομαι.

62


Δήθεν Ταίριαξα απόλυτα στ όνομά μου ως όφειλα από την ώρα που χάραξαν ένα ανδρείκελο όρασης ανάμεσα στα φρύδια Με αχρωματοψία και σκιάχτρα τσίνορα για να φιλοξενούν τα παπούτσια των θεών που με ποδοπατούν Δήθεν μάτια, σου λέω It’s all in your fucking brain λέει ο διαχειριστής της πολυκατοικίας Γιατί να ανεβαίνεις τις σκάλες αφού ο ανελκυστήρας δουλεύει μια χαρά Που είναι μια λοβοτομή όταν την χρειάζεσαι απελπισμένα αναρωτιέται η πληγωμένη αντωνυμία Δήθεν σου λέω μάτια μου Σε μια σειρά από καθρέφτες με βλέπεις αλλά δεν είμαι εδώ Βρίσκομαι στο στιγμιαίο δαχτυλίδι από καπνό Διαλύομαι γρήγορα Μόνο η ηχώ της σκέψης μου σε τυραννά Παραπονιέσαι ότι δεν σου γράφω πια Όλα αυτά τα ανώνυμα υστερόγραφα που σου στέλνω σε ανύποπτες ώρες είναι στα άδεια από τσιγάρα πακέτα 63


που τα τσαλακώνεις ανάμεσα στις παλάμες και τα πετάς χωρίς δεύτερη σκέψη Την επόμενη φορά θα σου ταχυδρομήσω κόκκινες λέξεις Είναι το μόνο χρώμα που ξεχωρίζω, my smooth wound

64


Λίμνη Κολυμπώ σε μια λίμνη σάρκας Η όραση φιλοξενεί ένα θνητό άπειρο Είμαι τόσο βαριά όσο το κλάμα του πατέρα Συναντιόμαστε κάθε βράδυ στα κρυφά Ακόμα μοιρολογεί για μένα Το βλέπω στις άδειες κόγχες των ματιών του Γιατί δακρύζεις για μένα, πατέρα; Η κόρη που βγήκε από το σπέρμα σου, είμαι Κολυμπώ σε μια λίμνη σάρκας Παρόλα αυτά έχω υπάρξει και θύελλα Σύντομη Καταλυτική Φονική Ο άνδρας που στέκεται στην σκιά είναι ο μοναδικός μάρτυρας των εγκλημάτων Ανοίγει τον δρόμο με τα πνευμόνια του γυμνά και σβήνει τους γκρεμούς που αφήνω στο πέρασμά μου Δεν θα του πω ευχαριστώ Πιο οδυνηρή κι από τον θάνατο είναι η ευγνωμοσύνη Όλη η ζωή ένα ασήμαντο σενάριο μαθαίνω όμως να κάθομαι με ίσια πλάτη όταν ονειρεύεται πάνω στα γόνατά μου

65


Κολυμπώ σε μια λίμνη σάρκας και είμαι πιο βαριά από οποιονδήποτε θρήνο Αλλά ανάλαφρη όταν ακροβατώ στο μέτωπό σου

66


Υποθηκευμένη Τα βουνά τριγύρω μυρίζουν θάνατο και οι δρόμοι φυματικά βήματα ακυρώνουν τις ελάχιστες πτήσεις Ληγμένοι επαναστάτες επιδίδονται σε θρησκείες προσευχές τάματα Σε ασκήσεις πλαστικοποιημένης ελπίδας Που και που προαυλίζουν την ανάσα τους με τα τρύπια προικιά καλοαναθρεμμένης ουτοπίας Έχουν δέσει όλες τις αμαρτίες στις ωμοπλάτες της Την πονάνε οι γάντζοι τους αλλά κρυφογελάει όταν σκέφτεται ότι δεν θα ψαρέψουν τίποτα παρά μόνο δέρμα και οστά συγνώμη για την ασέβεια αλλά είναι ρηχά τ’ αγκίστρια ποτέ δεν θα αγγίξεις τις πληγές της Όπου να’ ναι θα την πλειστηριάσουν στην κρεαταγορά μαζί με τους γλάρους που τριγυρνάνε χοντροί κομματιάζοντας τα υπολείμματα από τις νεκρές σάρκες Θα τριγυρνάει στην Αγίας Άννης με μάτια άστεγα και ανεξόφλητα όνειρα Οι φορτηγατζήδες θα επιδένουν με βλαστήμιες τις ξέσκεπες φλέβες 67


και θα οργώνουν το κορμί της με τα ψειριασμένα φτερά των γλάρων Θα κλαίει πρόστυχα στους γκισέδες των πρακτορείων αλλά το γέλιο της θα είναι ίδιο με των αγγέλων Η είδηση δεν είναι συγκλονιστική αλλά μεταδίδει το εξαίσιο άρωμα της σήψης Τα μεσημέρια μια γκέισα στήνει φτηνό τζόγο στην Κωνσταντινουπόλεως Καπνίζει μπαγιάτικο χασίσι ξαπλωμένη στα χοντρά μπούτια των σαρκοβόρων παικτών Τραγουδάει φάλτσα με μαυρισμένη γλώσσα Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο Τίποτα το εξαιρετικό Είναι απλά μια αιώνια υποθηκευμένη μέρα στο σκοτάδι Συγνώμη για την ασέβεια αλλά το μόνο που βγαίνει στο σφυρί είναι το σώμα ποτέ δεν θ’ αγγίξεις τα φθινοπωρινά φύλλα της

Το αγαπημένο της ποτό είναι από πικραμύγδαλο με μια στάλα δυσεύρετου φωτός

68


Fuckin’ fog

Τα μαύρα οχήματα με τους λευκούς καθαριστήρες η γαμημένη ομίχλη στους δρόμους στο διάολο τα περιορισμένα φώτα των περαστικών ένας μικρός λεκές, κύριε, στα ροζ βρακιά του κόσμου συγνώμη που χαλάω την συμφωνική σου ανεμελιά μπορώ να σου δείξω όποτε θες το συμβόλαιο όταν αισθάνεσαι καλά θα υπογράψεις Απολογούμαι για την ελαφρότητα του παιδιού που κυβερνάει την γυναίκα με τα άσπρα μαλλιά Δεν πρόλαβα να αποφοιτήσω της συμβουλής σκέφτομαι τα κλαδιά όχι τις ρίζες Τα χέρια, κύριε, με πληγώνουν κλείνω τα μάτια και τους βλέπω και βλέπω το τσεκούρι που στάζει πετσοκομμένο χώμα αυτά βλέπω , κύριε Ένα πουλί παγιδεύτηκε μες στο σπίτι πάνε χρόνια τώρα στην αρχή κελαηδούσε ανυπόμονο μετά έκλαιγε απαρηγόρητο τώρα κάθεται αμίλητο στην δεξιά γωνία του ψηλότερου ταβανιού η σιωπή είναι η εκδίκηση μηνύουν τα μάτια του το ίδιο και η φλέβα που τρέχει κατά μήκος του μπράτσου 69


από τον αγκώνα μέχρι τον καρπό από τον καρπό μέχρι την γραμμή ζωής από την γραμμή ζωής μέχρι τον αφανισμό κι αν δεν με πιστεύεις είσαι πάντα ευπρόσδεκτος εδώ δεν κρατάμε ακονισμένα μαχαίρια Ποτέ δεν μας αγάπησε ο γρήγορος θάνατος

70


Σφραγισμένη Σφραγισμένη έξοδος και μια γυναίκα που πνίγεται σε μια γουλιά καλοκαιριού Ένα ελάφι κατοικεί στις φλέβες μου η κέρινη οπτασία τραγουδάει στα χείλη του κρυστάλλινου ποτηριού κεχριμπαρένια υγρή ξόβεργα στα χείλη και ροζ μέλι στον λάρυγγα όλο το όνειρο ένα τσιγάρο ψευδαίσθηση Υπάρχει μια γυναίκα σκορπισμένη κάποια κομμάτια της δεν βρέθηκαν ποτέ Ποτέ δεν γνώρισα τόση μοναξιά σε μια μισό άδεια κορνίζα Φλερτάριζε πολύ καιρό με τα χαμένα πόδια Τι εμμονή κι αυτή Αυτές οι μικρές υστερίες θυμίζουν επαιτεία Αν πεθάνω τώρα τουλάχιστον θα χωρέσω σε μια γεμάτη πραγματικότητα και το κυριότερο δεν θα χρειαστεί να απλώσω τα χέρια όσο ακόμα τα έχω αύριο θα είναι πολύ αργά Να θυμάσαι πως οι επικήδειοι μου φέρνουν αναγούλα

71


Μοιραίες Θα ήταν μεγάλη αδιακρισία εάν έσκιζα τα γάντια που μου χάρισες;

Εγώ και η Ιοκάστη συναντιόμαστε κάτω από τις στεγνές σκιές του καλοκαιριού Πίνουμε εις υγεία ατελέσφορων φόνων και συντελεσμένων προδοσιών Κομπάρσοι οι αφίσες μας διηγούνται χαριτωμένα στους σοβάδες Εκτελούν πιρουέτες στους ξεπουλημένους τοίχους Το νόμισμα δεν αρκεί για να επουλώσουμε τις τρύπες στα ποιήματα Δεν περισσεύουν ενθύμια αρώματα για να τα μπαλώσω Με αυτά πλένω τις γάζες που τυλίγουν το μοιραίο σώμα Εκείνη έχει μαλλιά κλεμμένα από μισοφαγωμένη σελήνη μάτια χαμαιλέοντα κι εγώ είμαι η γυναίκα λαθρεπιβάτης στα μαρμάρινα πλοία με τα φρύδια τρυπημένα από άσφαιρα δάκρυα Ανεβοκατεβαίνουμε την ίδια σκάλα καταπώς βολεύει την θλίψη των νεκρών προβάροντας τον ίδιο ματωμένο ποδόγυρο 72


Επίδοξες φόνισσες αρνητικής ομάδας ονείρων Μεγάλωσες μέσα μας από λανθάνουσα αιμοδοσία Κάθε πρωί ποτίζω τα τρωκτικά Ανεβαίνουν χορεύοντας στις αλαβάστρινες γάμπες Ξεχειλωμένη οδύνη αλλά απαραίτητες θυσίες Κόβω το μολυσμένο κομμάτι με τα δόντια Τι νόμιζες, δηλαδή; Επειδή ακούμπησες ένα στεφάνι στα στήθια μας θα γινόσουν χορηγός του χεριού που κρατάει το μαχαίρι;

73


Η γυναίκα του λόφου

Αυτοεξόριστο νησί γλυκόπικρης φυγής η γυναίκα του απέναντι λόφου Είμαι οχυρωμένη στο συρτάρι σου Παρόλα αυτά υπάρχει μια γυναίκα στον λόφο την βλέπω όποτε κοιτάζω έξω από το παράθυρο τυλιγμένη σε ένα μωβ σεντόνι με τα μαλλιά δεμένα σφιχτά πίσω ξεθωριασμένη από την απόσταση μικρή αποκαμωμένη λεβάντα Κλείνω τα μάτια και ανασαίνω βαθιά την βροχή Συνταξιοδοτημένες σταγόνες Τα μεσημέρια το σκυλί δίπλα από το σπίτι μας γαβγίζει ασταμάτητα όσο κόβω τ’ αγριόχορτα Δεν σταματώ παρά μόνο όταν ματώνουν οι κοφτερές ψαλίδες Τότε μόνο τρίβεται παιγνιδιάρικα στα πόδια μου και η γυναίκα στον λόφο λύνει τα μαλλιά με την πρώτη ριπή τρυφερότητας που την προφταίνει Η κορδέλα της πέφτει κάτω αλλά ο λόφος δεν πληγώνεται Τώρα που είναι άνοιξη ονειρεύομαι πως χιονίζει Όλο αυτό το αχνό μωβ στο κορμί της γίνεται ξανά λευκό ανέγγιχτο Ξέρω όμως 74


στο δωμάτιο που δεν ζει υπάρχει και άλλο δωμάτιο Εκεί βαθιά μες στον σοβά υπάρχει ένα ξύλινο κρεβάτι Την βοηθάω να ξαπλώσει χωρίς μήλο για επιδόρπιο μύθου μόνο με ένα ψαλίδι γεμάτο αγκάθια Ένα φθαρμένο σεντόνι φιμώνει τα μαλλιά της Εκείνη δραπετεύει από το συρτάρι και στέκεται ύπαρξη στον λόφο που δεν ανήκει Είμαι κατοχυρωμένη στην αυτοτελή ανάμνηση Όμως… πόσο ζηλεύω την γυναίκα στον λόφο Κι ας είναι ντυμένη πένθος από την ορμή της ψυχής ίσαμε το τέλος της σάρκας

75


ISBN : 978-960-93-7363-0 76


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.