ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2017
Τζο υ μ ερ κι ώτι κ α
ΧΡΟΝΙΚΑ
18
Έκδοση: Πε ρ ι φ έ ρ ε ι α Ηπ ε ί ρ ο υ Ισ τ ο ρ ι κ ή κ α ι Λα ογρ α φ ι κ ή Ετ α ι ρ ε ί α Τζ ο υ μ έ ρ κ ω ν
Τζουμερκιώτικα
ΧΡΟΝΙΚΑ
18ο
Τε ύ χ ο ς Καλοκαίρι 2017
Η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Τζουμέρκων είναι ένας μη κερδοσκοπικός επιστημονικός και πνευματικός φορέας που έχει ως σκοπό τη διάσωση, τη μελέτη και την ανάδειξη του τοπικού πολιτισμού των Τζουμερκιωτών. Η Ι.Λ.Ε.Τ. ιδρύθηκε το 1998 από αποφοίτους του Γυμνασίου Αγνάντων Άρτας.
Συντακτική Επιτροπή Αυδίκος Ευάγγελος, Καθηγητής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Παππάς Θεόδωρος, Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας του Ιονίου Πανεπιστημίου Βρέλλη Μαρίνα, Καθηγήτρια Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γιαννάκης Γεώργιος, π. Αν. Καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Καρατζένης Νικόλαος, Φιλόλογος-Λαογράφος Μαργώνης Κωνσταντίνος, Φιλόλογος-Κριτικός Λογοτεχνίας Μπριασούλης Νίκος, Φιλόλογος-Συγγραφέας
ΕΞΩΦΥΛΛΟ: Ιωάννα Γ. Γιαννάκη, Αρχιτέκτων Θέμα φωτογραφίας: Αγία Παρασκευή Πραμάντων. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ: Κωνσταντίνος Μαργώνης Φιλόλογος-Κριτικός Λογοτεχνίας © ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΟΥ Πλατεία Πύρρου 1, 452 21, Ιωάννινα www.php.gov.gr e-mail: periferiarxis@php.gov.gr Τηλ.: 26510.87202 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ 470 43, Άγναντα Άρτας URL: http:// www. ilet.gr Τηλ.: 210.3826232, 26510.32996, 2310.438889
ISSN: 1790-4153
Εκδοτική Παραγωγή: Ηπειρωτικές Εκδόσεις «Πέτρα» Οικονόμου 32, 106 83, Αθήνα. Τηλ.: 210 8233830, Fax: 210 8238468 E mail: ekdoseispetra@hotmail.com
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Λαμπρινή Αρ. Στάμου «Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά...»................................................................ σελ. 11 ΙΣΤΟΡΙΚΑ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ Δημήτριος Γ. Καλούσιος Το Ματσούκι Ιωαννίνων 1937-1951........................................................................... σελ. 15 Νίκος Μάνθος Ιστορία, τοπογραφία και δημογραφία της (Κακο)Ραψίστας..................................... σελ. 47 Γιάννης Σπ. Βάνας Η δημιουργία των ενοριών του χωριού Πράμαντα Ιωαννίνων.................................. σελ. 52 Αλέξανδρος Ελευθερίου Γκορτζής Η μάχη στο Τσίμοβο Πετροβουνίου Ιωαννίνων 4-1-1944......................................... σελ. 64 Χρήστος Ηλ. Μακρυγιάννης Ο όσιος Άνθιμος Αργυρόπουλος από τα Θεοδώριανα και η ιστορική του δράση στα Τζουμέρκα............................................................................................................. σελ. 80 Ναπολέων Γ. Καραγιάννης Σταυρός Θεοδωριάνων................................................................................................ σελ. 89 ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ Απόστολος Μπουρνάκας Οι αντιλήψεις των προπατόρων μας για τον κόσμο και τη ζωή................................ σελ. 103 Νικόλαος Β. Καρατζένης Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων. ......................................................................... σελ. 115 Μανόλης Μαγκλάρας Η αστικοποίηση των Συρρακιωτών............................................................................ σελ. 154 Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Βαγγέλης Βλάση Ντόκας Μια ιδιότυπη εσωτερική μετακίνηση του χωριού μου............................................... σελ. 162 Βασίλης Γκουρογιάννης Λάλον ύδωρ: Η μυστηριακή ιδιότητα του νερού....................................................... σελ. 168 Γεώργιος Ν. Βήχας Μια Τζουμερκιώτισσα Μάνα....................................................................................... σελ. 172 ΤΕΧΝΗ - ΠΑΡΑΔΟΣΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Αφροδίτη Καμάρα Συντηρώντας τις φορητές εικόνες του Αγίου Νικολάου: Το πρόγραμμα MoCaCu στους Καλαρρύτες....................................................................................................... σελ. 175 ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Ν. Κολέζας Δημητρίου Χρ. Στάμου: Το γλωσσικό ιδίωμα των Πραμάντων................................. σελ. 183 Κωνσταντίνα Ζήδρου Ν. Καρατζένης: Με τους ποιμένες στην Πίνδο την αρχέγονη εστία του Νομαδισμού.............................................................................................................................. σελ. 185 Κώστας Ζώνιος Βασίλης Μάργαρης: Γιάννινα πέτρινα........................................................................ σελ. 189 Γ.Ν. Γιαννάκης Κώστα Μπόση: Ο Κραβαρίτης, μυθιστόρημα ........................................................... σελ. 192 ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΑ «ΤΖΟΥΜΕΡΚΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» Γ.Κ. Χατζόπουλος Από τον κόσμο του εντύπου........................................................................................ σελ. 197 Δημήτριος Γ. Καλούσιος Πρωινός Λόγος, Εφ. Τρικάλων, 1.11.2016, σελ. 29 ΤΖΟΥΜΕΡΚΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ.. σελ. 199
Τζουμερκιώτικα Χρονικά
IN MEMORIAM Κ.Γ. Μαργώνης ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡ. ΠΑΠΑΚΙΤΣΟΣ.................................................................................. σελ. 203 Νίκος Μπριασούλης ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤ. ΠΑΠΠΑΣ....................................................................................... σελ. 206 ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΙΛΕΤ Γιάννης Σπ. Βάνας Απο τη δράση της ΙΛΕΤ 2016 - 2017.......................................................................... σελ. 211 Νίκος Μπριασούλης «Πολεμιστήριο σάλπισμα. Παλιά τραγούδια»............................................................ σελ. 212 ΘΕΡΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ ΚΑΙ Ν.Α. ΠΙΝΔΟΥ Μαρία Παρασκευά Στους δρόμους των νερών και των κοπαδιών............................................................ σελ. 215
•
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Λαμπρινή Αρ. Στάμου*
«Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά...»
Έ
νας από τους πρωταρχικούς στόχους της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Τζουμέρκων είναι το να δοθεί νόημα στη λέξη «Τζουμερκιώτες» είναι οι άνθρωποι, δηλαδή, που κατάγονται ή κατοικούν στα πανέμορφα χωριά που βρίσκονται διάσπαρτα στις πλαγιές των αγέρωχων Αθαμανικών ορέων, και αισθάνονται ότι αποτελούν μια ενότητα, με πάρα πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Προς την κατεύθυνση αυτή αγωνίζεται από τη στιγμή της ίδρυσής της. Περιλαμβάνοντας στους κόλπους της όλη την περιοχή, ασχολούμενη με τον ιδιαίτερο πολιτισμό της και τοποθετώντας τη δράση της κάθε φορά σε διαφορετικό χωριό, προσπαθεί να αναδείξει την «ταυτότητα» των Τζουμέρκων και να δημιουργήσει την «κοινή συνείδηση». Θα ήταν ωφέλιμο να παραμερίσουμε εντελώς τις όποιες ομφαλοσκοπικές και «τοποκεντρικές» αντιλήψεις μας και να αρχίσουμε να βλέπουμε τον διπλανό συνοικισμό, αλλά και τα παραπέρα χωριά, σαν συνέχεια του δικού μας. Σε τελευταία ανάλυση, τίποτα σοβαρό δεν μας χωρίζει, αντίθετα όλα όσα ζήσαμε και ζούμε, όλες οι εκδηλώσεις της ζωής μας είναι κοινές. Είναι κρίμα να μην αναδείξουμε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα μας, να μην καταφέρουμε να αποκτήσουμε «κοινή τζουμερκιώτικη συνείδηση», ούτως ώστε να αγωνιστούμε όλοι από κοινού για την κατάκτηση ενός καλύτερου μέλλοντος για τα γερασμένα και παραμελημένα χωριά μας. Όλοι αποδεχόμαστε ότι ζούμε σε καιρούς απόλυτης παρακμής. Και δεν είναι, δυστυχώς, μόνον οικονομική. Είναι παρακμή των αξιών μας και των αρετών μας, οι οποίες αδρανοποιήθηκαν μέσα μας τα τελευταία χρόνια. Είναι αναγκαίο να ανακαλύψουμε όλοι μαζί και ο καθένας από τη σκοπιά του, τη σπίθα που θα τις ενεργοποιήσει. Ήρθε η στιγμή να αφήσουμε τη μοιρολατρία κατά μέρος και να ξαναβρούμε την πίστη στους εαυτούς μας και στις δυνάμεις μας. Οι Τζουμερκιώτες πρόγονοί μας, γεννημένοι στην πέτρα, κατάφεραν με την ακάματη προσπάθειά τους, το φιλότιμό τους, την περηφάνια τους και την επιμονή τους να προκόψουν. Το ερώτημα, που θα έπρεπε να μας απασχολεί είναι πώς οι νέοι, κυρίως, άνθρωποι του τόπου μας θα αξιοποιήσουν τις υπνώττουσες δυνατότητές τους, θα ξαναβρούν την αισιοδοξία τους, τη δημιουργικότητα, την ευρηματικότητά τους, αντλώντας παραδείγματα από το παρελθόν μας, για να πορευτούν δυναμικά στο μέλλον. Και για να έχει μέλλον αυτός ο τόπος, χρειάζεται να κάνουμε όλοι την υπέρβασή μας. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
12
Λ α μ π ρ ι ν ή Στ ά μ ο υ
Ο μεγάλος ποιητής Οδ. Ελύτης προτρέπει:«Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά» Ας τον αφουγκραστούμε κι ας παλέψουμε να προλάβουμε την αμείλικτη φθορά, η οποία, δυστυχώς, επέρχεται σε όλα τα έμψυχα και άψυχα. Στην προσπάθειά της να αντισταθεί στην καταλυτική ιδιότητα της φθοράς τής πολιτιστικής μας κληρονομιάς, λοιπόν, η ΙΛΕΤ κατάφερε εφέτος να φέρει στην επιφάνεια τη συλλογή των Τζουμεκιώτικων δημοτικών τραγουδιών του Γ. Κοτζιούλα. Τα τραγούδια αυτά, τα οποία με κόπο και περισσή επιμέλεια συνέλεξε ο ποιητής, παρέδωσε στην ΙΛΕΤ ο γιος του κ. Κώστας Κοτζιούλας πριν από κάποια χρόνια. Το 2016, καθώς συμπληρώνονταν τα εξήντα χρόνια από τον θάνατό του, η ΙΛΕΤ ευτύχησε να πραγματοποιήσει την έκδοσή τους. Τα δημοτικά τραγούδια, πολλά εκ των οποίων θα τα σκέπαζε η σκόνη της λήθης, (ο ίδιος λατρεύει την παράδοση και γράφει για τη διάσωσή της: Χαρά σ’εκειόν που θ’ αξιωθεί Μες απ’ το ρέμα το βαθύ Της λησμονιάς, να σύρει Τέτοιο ακριβό ζαφείρι), είναι συγκεντρωμένα πριν από το 1940, αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη για τους Τζουμερκιώτες και συμπληρώνουν την πρώτη Συλλογή «Δημοτικά τραγούδια των Τζουμέρκων» του Χ. Ν. Λαμπράκη, φιλολόγου από τους Σκιαδάδες (συνοικισμό του Βουργαρελίου). Στις δύο προηγούμενες έρχεται να προστεθεί η πιο πρόσφατη συλλογή (κυρίως των Δυτικών Τζουμέρκων) του Μ. Χάρου, φιλολόγου από τα Άγναντα Άρτας με τον τίτλο: «Τζουμερκιώτικοι αντίλαλοι», Έκδοση Δήμου Αγνάντων 2006. Το τοπικό γλωσσικό ιδίωμά μας, τα έθιμά μας, αλλά και τα τραγούδια μας αποτελούν τους «Παντζουμερκιώτικους δεσμούς». Ως γνωστόν, στο πανηγύρι οποιουδήποτε χωριού των Τζουμέρκων, υπό τον ήχο των λαϊκών οργάνων, θα φτερουγίσουν οι καρδιές όλων και τα πόδια από μόνα τους θ’ ακολουθήσουν το ρυθμό! Γιατί, όπως σοφά επισημαίνει ο Άγις Θέρος: «Τα τραγούδια μας είναι τα πνευματικά ριζοθέμελα της πατρίδας μας… Είναι δεμένα μαστορικά με λογάρι άδολο απ’ τον υπεράξιο χρυσικό, το λαό μας, και χρωστεί να τα’χει γκολφισταυρό η ελληνική διανόηση και να τα ρουφάει για δρακοβότανο η νέα γενιά». («Τραγούδια των Ελλήνων») Όλον αυτό τον προφορικό θησαυρό, που χρόνο με το χρόνο λιγοστεύει και χάνεται, καθώς φεύγουν οι «φορείς» του (οι ηλικιωμένοι κάτοικοι των Τζουμέρκων), προσπαθεί η ΙΛΕΤ με τις Ομάδες Έρευνας και Καταγραφής κάθε χωριού να συλλέξει και να γλυτώσει από τη λησμονιά. Οι προσπάθειες των μελών των Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Κάνε άλμα πιο γρήγορο από την φθορά...
13
Ο.Ε. είναι τεράστιες και επίπονες και εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας σε όλους, ωστόσο χρειάζεται η αρωγή περισσότερων της για την πληρέστερη καταγραφή προφορικής μας παράδοσης. Και φέτος η ΙΛΕΤ εξέδωσε το 18ο τεύχος των «Τζουμερκιώτικων χρονικών» με την πολύτιμη συνδρομή της Περιφέρειας Ηπείρου. Πιστοί και συνεπείς τα μέλη και οι φίλοι μας τροφοδοτούν το τεύχος με τα αξιόλογα κείμενά τους και καταφέρνουν να διατηρούν την ποιότητά του σε υψηλά επίπεδα. Και αυτούς τους ευχαριστούμε. Για να παραδώσουμε στις νεότερες γενιές όσο περισσότερα στοιχεία μπορούμε από το παρελθόν, να τους οπλίσουμε με εφόδια προερχόμενα από τις ρίζες τους, ώστε να μη χάσουν την ταυτότητά τους και τον προσανατολισμό τους στο χάος της παγκοσμιοποίησης , για να σώσουμε από τη φθορά και να αναδείξουμε τον τοπικό μας πολιτισμό, ας συμπράξουμε όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του!
* Η Λαμπρινή Στάμου είναι φιλόλογος, πρόεδρος της Ι.Λ.Ε.Τ.
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
ΙΣΤΟΡΙΚΑ - ΑΡΧ ΑΙΟΛΟΓΙΚΑ Δημήτριος Γ. Καλούσιος*
Το Ματσούκι Ιωαννίνων 1937-1951 1 Γ΄ 3. Η ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ 2 Α) ΤΑ ΖΩΑ ΚΑΙ Η ΤΡΟΦΗ ΤΟΥΣ
Α
ναφέρεται ότι στο Ματσούκι τρέφονται: πρόβατα, γίδια, αγελάδες, βόδια, ημίονοι (μουλάρια), άλογα, φοράδες, υπάρχουν και γομάρια. Για τα βόδια ειδικά διατίθεται το λεγόμενο βοϊδολίβαδο (Πρ. 80/28.12.1938). Με την Πρ. 77/21.11.1937 το Κοινοτικό Συμβούλιο εγκρίνει το συμπληρωματικό δελτίο του Προέδρου περί «τῆς κτηνοτροφικῆς καταστάσεως τοῦ ἔτους 1937» και βεβαιώνει τα στοιχεία του «κατόπιν ἐπισταμένης ἐξακριβώσεως». Το 1938 επειδή «ηὐξήθη σημαντικά ὁ ἀριθμός τῶν μικρῶν καί μεγάλων ζώων», και επί πλέον «ἀπαγορευθήσης τῆς κλαδοτομῆς παρά τῆς Δασικῆς ὑπηρεσίας, ἐστερήθησαν τῆς τροφῆς καί τά οἱκόσιτα ζῴα τῷν κατοίκων, τά ὁποῖα τῶν χειμώνα ἐτρέφονταν διά κλώνων ἐλάτης ἀργιάς πρινῶν καί λοιπῶν δενδρων, καθόσον ἡ κοινότης μας ὡς λίαν ὁρεινόν μέρος, τό πλεῖστον τοῦ χειμῶνος καλύπτεται ὑπό χιόνων», γι’ αυτό «τό παλαιόν Βοϊδολείβαδον θά χρησιμοποιηθή διά Κοφτολείβαδον. πρός Ο κτηνοτρόφος Δημήτριος Νάκας με την Βάσω του έρχονται από την Χρυσοβίτσα Βόνιτσας με τα ζώα φορτωμένα, αλλά και την συλογήν χόρτου. διά τρο- Σταυρούλα Νάκα ζαλικωμένη διάφορα μικροπράγματα (κοντά φήν τῶν Ζώων κατά τόν στην γέφυρα Σταφυλά του Ματσουκίου, περ. Μάιος 1970, αρχείο χειμωνα. πρός Σωτηρίαν Σταυρούλα Χρ. Τσαντούλη). 1. Για την σύνταξη του παρόντος ἄρθρου ευχαριστώ πολύ, για την σχετική πληροφόρηση, τους αγαπητούς χωριανούς: Ευάγγελο Κ. Μακρή, Τάκη Σ. Κωσταδήμα, Δημήτριο Αλ. Κωσταδήμα, Σωτήριο Κ. Παππά και Χρήστο Αντ. Κωσταδήμα. 2. Καλούσιος 1994, 217-248. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
16
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
τῶν οἱκοσίτων Ζῴων, τῶν πτωχῶν οἱκογενειῶν, διότι ἄλλος τρόπος δέν ὑπαρχει διά τήν Σωτηρίαν των ἰνά μή ἀναγκασθώσι καί πωλήσωσι τά οἱκοσιτά των, πρός μεγάλην ζημιάν των». Για τους παραπάνω λόγους η Διοικούσα Επιτροπή της Κοινότητας «Ἐγκρίνει ὅπως τό λειβαδιον κοινότητός μας ‘’Πλατάνια – Παρέση’’ ἐξαιρεθῆ τῶν περισευμάτων καί διατεθῆ πρός βοσκήν τῶν μεγάλων καί μικρῶν Ζώων τῆς κοινοτητός μας, Ἐπισης νά ἐξωσθῆ ὁ ἐνοικιαστής τοῦ λειβαδίου τοῦτου Λάμπρος τσιλιγιάννης κάτοικος πραμάντων, πρός δέ ὁριζει ὅπως τό λειβάδιον τοῦτον ‘’Πλατάνια – Παρέση’’ χρησημοποιηθῆ τό ἥμιση ὡς βοϊδολείβαδον, τό δέ ἕτερον ἥμιση διά βοσκήν ἡμιόνων ἰππων φορβάδων καί προβάτων» (Πρ. 80/28.12.1938). Το 1940, σύμφωνα με απαγορευτική δασική διάταξη (5867/5.8.1940), «ἐπιτρέπεται εἰς τούς κατοίκους κοινοτητός, ἡ διατήρησις δύο (2) μόνον αἰγῶν δι’ ἐκάστην οἰκογένειαν». Αλλά «Ἡ Διοικοῦσα Ἐπιτροπή γνωρίζουσα ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως ὅτι ὁ τόπος τῆς κοινότητός μας δέν ὑφίσταται κατολισθήσεις διότι τό ἔδαφος εἶναι πετρώδεις ἀφ’ ἐτέρου ὑπάρχουσι γυμναί πολλαί ἐκτάσεις χωρίς νά ὑποστή οὑδεμίαν ζημίαν τό ἔδαφος καί ἐκτός τῶν ἀνωτέρω αἷ αἴγαις εἶναι χρησιμόταται διά τήν συντήρησιν τῶν κατοίκων, λίπανσιν τῶν ἀγρῶν καί κατασκευήν τῶν ἀναγκαιοτάτων διά τούς κατοίκους καπῶν, δεδομένου ὅτι πρόβατα τόν χειμώνα λόγῳ τοῦ λίαν ὑψηλοῦ 1200 μέτρων, καί ψυχροῦ κλίματος δέν δύναται νά ζήσουν τόν χειμώνα.ἀποφαίνεται Ἐκφράζει εὑχήν ὅπως τροποποιηθῇ ἡ ἄνω Δασική ἀπαγόρευτική Διάταξις καί ἐπιτραπῆ εἰς ἐκάστην οἰκογένειαν ἡ συντήρησις 5 πέντε αἰγῶν εἰς δέ τάς θερινάς βοσκάς τό θέρος οἱούδέποτε ποσοῦ αἰγῶν μεταφερομένου ἐκ τῶν χειμερινῶν λειβαδίων, διότι ἀφ’ ἐνός δέν φέρουσιν ζημίαν ἀφ’ ἐτέρου δέ ἡ συντήρησις τό θέρος μεγάλου ἀριθμοῦ αἰγῶν εἶναι ἀναγκαία διά τήν κατασκευήν καπῶν καί σκηνῶν μεταφορᾶς παραχειμαζόντων καί ὑποσαγμάτων τῶν φορτηγῶν, ἀνατίθησι τήν περαιτέρω ἐνέργειαν εἰς τόν οἰκεῖον πρόεδρον.-» (Πρ. 51/17.8.1940). Όσον ἀφορά τον αριθμό των ζώων είχαμε τό 1937 «ὁ δέ ὁλικός ἀριθμός τῶν μικρῶν ἁπάντων τῶν κατοίκων μικρά μέν ὡς ἔγγιστα ἑπτά χιλιάδες (ἀρ. 7000) μεγάλα δέ ὡς ἔγγιστα ἑξακόσια (600)» (Πρ. 71/14.11.1937). Το 1940 «ὁ δέ ὁλικός ἀριθμός τῶν μικρῶν καί μεγάλων ζῴων ἀπαντων τῶν κατοίκων, μικρῶν μέν ὥς ἔγγιστα 7500 μεγάλων δέ ὥς ἔγγιστα 850» (Πρ. 8/3.3.1940). Το 1946, «ὧς ἐγγιστα 7,000 μικρά καί μεγάλα 400» (Πρ. 1/24.2.1946). Για το 2016 έχουμε: πρόβατα 9005, γίδια 1037, γελάδια 864 και ιπποειδή (μουλάρια, άλογα, γομάρια) 23. Από αυτά ξεχείμασαν στο χωριό (2016-2017) περίπου: πρόβατα 230, γίδια 210, γελάδια 70, αλογομούλαρα 20, και ένα γομαράκι. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
17
Τα οικόσιτα ζώα του Ματσουκίου κατά τήν χειμερινή περίοδο τρέφονται, την παλιά εποχή, κυρίως με το αγριόχορτο του χωριού, αλλά και κλαριά δένδρων.
Β) ΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ Αναφέρονται οι παρακάτω βοσκότοποι: 1) Αφεντική. 2) Βοϊδολίβαδα (Άγιος Θεόδωρος, Κατσίκι, Μεράς). 3) Κοφτολίβαδα (Μπαλντίκα, Σκάλα κάτω Αγ. Νικολάου, Χελιμόδι στο δάσος). 4) Κριθάρια. 5) Λαγκάδα. 6) Μεράς. 7) Μεσόκαμπος. 8) Μπεσκέφιανα. 9) Μπαλντίκα (ή Πηγάδι). 10) Παρέσι. 11) Πλατάνια. 12) Σκάρφη. 13) Τροΐλα. 14) Χελιμόδι.
Ο κτηνοτρόφος Παντελής Τσαντούλης με φόντο το δάσος Παρέσι (21.8.1987).
Η Κοινότητα με Πράξεις της κανονίζει τα μέρη, όπου θα βόσκουν τα μικρά και μεγάλα ζωά των κατοίκων: Το 1946 «… ἀπό τα λειβάδια 1) Κριθάρια, 2) Μπισκέφινα, 3) Ἀφεντική 4) Μερᾶς καί 5) Τροϊλα εἰς ὅν ἐκτάσεις θέλουσιν βόσκη τά μικρά καί μεγάλα ζῷα τῶν κατοίκων τῆς κοινότητος…». Στις δύο καλλιεργήσιμες περιοχές με σιτάρι ή καλαμπόκι, Αγίου Νικολάου και Αγίου Αθανασίου, «… ἀπαγορεύεται ἡ βοσκή παντός ζώου μικροῦ και μεγάλου και μέχρι συγκομιδῆς τοῦ τελευταίου ἀγροῦ…». Στο κοφτολίβαδο Μπαλντίκα «… μετά τήν κοπήν τοῦ χόρτου ἐπιτρέπονται τά οἰκόσιτα μικρά καί μεγάλα τῶν κατοίκων τῆς κοινότητος…». Ἐπίσης «… Δ΄. Τά ζῶα τῶν κατοίκων τά μικρά καί μεγάλα θά βόσκουσιν ἀνάμικτα εἰς τά θερινά βοσκοτόπια, -Ε΄. Ἐπίσης αἰ ἀμελγόμεναι ἀγελάδες καί αἱ οἱκόσιται αἰγες τῶν κατοίκων θά βόσκουσιν ὅπως συνήθως ἔβοσκον» (Πρ. 1/24.2.1946. Ιδέ και, Πρ. 57/19.9.1937, Πρ. 19/10.9.1951). Για την χειμερινή περίοδο 1938-1939 «λόγῳ τῆς ἀνομβρίας τῆς ἀνοίξεως δέν ὑπάρχει χόρτον ἐν τῇ κοινότητι καί κινδυνεύουν νά ἀπωθάνωσι τά μεγάλα Ζώα τῆς κοινότητος». Για τον λόγο αυτό η Διοικούσα Επιτροπή της Κοινότητας «Ἐκφράζει θερμήν παράκλησιν εἰς τήν Σην Γενικήν Διοίκησιν Ἡπείρου ἰνα διά Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
18
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
τούς ἄνω λόγους ἐπιτρέψη κατά τόν τρέχοντα χειμῶνα ἰνά βοσκήσωσι τά μεγάλα Ζῶα ἀπό 25 Ν/βρίου Ε.Ε. 1938 μέχρι 20 Μαρτίου 1939 εἰς τό ἀπηγορευμένον διά δασονομικῆς διατάξεως λειβάδιον Χελιμόδι» (Πρακτ. 18/10.11.1938. Ιδέ και Πρ. 69/10.11.1938). Παραθέτουμε την αρχαιότερη σωζόμενη Πράξη της Κοινότητας του 1937, που καθορίζει τον τρόπο χρήσης των βοσκών: «Ἀριθ΄. 71 Ἐν Ματσουκίῳ τῇ 14 Νοεμβρίου 1937 Τό Κοινοτικόν συμβούλιον Ματσουκίου συγκείμενον ἐκ τοῦ προέδρου ἀθανασίου Κωσταδήμα καί των προσυπογραφομένων μελῶν του, συνελθόν ἐν τῷ κοινοτικῷ γραφείῳ εἰς συνεδρίασιν προσκλήσει τούτου καί λαβόν ὑπ’ ὄψιν πρότασίν του ὅπως τό συμβούλιον προβῇ εἰς τήν ρύθμισιν τοῦ τρόπου τῆς χρήσεως τῶν κοινοτικῶν βοσκῶν καὶ ἐκδόση ἀγρονομικάς διατάξεις κατά τόν ἰσχύοντα διά τήν περιφέρειαν τοῦ Εἰρηνοδικείου Καλαῤῥυτῶν νόμου “περί ἀγροτικῆς ἀσφαλείας καί ἀγροφυλακῆς’’ τῆς 20-5-1926 διά τήν ἔγκαιρον πρόληψιν τῶν ἀγροτικῶν ἀδικημάτων τῆς ἀγροτικῆς περιοχῆς Ματσουκίου. ἀποφαίνεται Ὁρίζει τόν τρόπον τῆς χρησεως τῶν βοσκῶν ὡς ἑξῆς διά τήν χρήσιν 1938-39 ἤτοι ἀπό 1 ἀπριλίου 1938 μέχρι 31 Μαρτίου 1939. Αον) Βεβαιοῖ ἐν συνόλῳ ἔκτασιν τῶν βοσκησίμων τόπων τῆς Κοινότητος εἰς στρέμματα ὡς ἔγγιστα εἴκοσι πέντε χιλιάδες (ἀρ. 25000)._ Ἡ δέ ἔκτασις τῶν βοσκησίμων τόπων οὕς θέλουσι βόσκει πάντα τά ζῶα τῶν κατοικων συνίσταται ἀπό τά λειβάδια 1) Κριθάρια 2) Μπεσκέφιανα καί 3) ἀφεντική, ἐκ στρεμμάτων δέκα τεσσάρων χιλιάδων (ἀρ. 14000) συνορευόμενα γύρωθεν μέ τά ἀνέκαθεν ἐγνωσμένα ὅρια, ὁ δέ ὁλικός ἀριθμός τῶν μικρῶν ἁπάντων
Οι κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις στην Αφεντική (12.8.2008): πέτρινη στρούγκα, γρέκι, στέγαστρο για ζώα, μικρό στέγαστρο για τυροκομία. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
19
Ο Οδυσσέας Γεωργίου με το κοπαδάκι του και την κλιτσούλα του στο Κατσίκι Ματσουκίου, δίπλα του ο Γιώργος Γρατσάνης του Θεοκλήτου (του Κλη), ο λεγόμενος Νταΐκος, που διατηρεί κοπάδι με αγελάδες (26.7.2011).
τῶν κατοίκων μικρά μέν ὡς ἔγγιστα ἑπτά χιλιάδες (ἀρ. 7000) μεγάλα δέ ὡς ἔγγιστα ἑξακόσια (600)._ Β) Προσδιορίζει δι’ ὅλα γενικῶς τά ζῷα τῶν κατοίκων μικρά τε καί μεγάλα τῆς Κοινότητος Ματσουκίου νά βόσκωσιν εἰς θέσιν «Μερᾶ» καί εἰς τά λειβάδια Κριθάρια, Μπεσκέφιανα καί ἀφεντική μέ ὅρια τούτων τά ἀνέκαθεν ἐγνωσμένα.Τό λειβάδιον «Μπαλτίκα» τῆς ἀγροτικῆς περιοχῆς Ματσουκίου μέ ὅρια τά ἀνέκαθεν ἐγνωσμένα προσδιορίζει ἀπολύτως διά τά μεγάλα ζῷα τῶν κατοίκων τῆς Κοινότητος ἤτοι στείρας ἀγελάδας, ἵππους, ἡμιόνους καί ὄνους μή ἐπιτρεπομένης τῆς βοσκῆς παντός μικροῦ ζώου μέχρι τοῦ θερισμοῦ τῶν ἀγρῶν τῶν ἐσπαρμένων διά σίτου καί λοιπῶν πρωΐμων. Εἰς τό ἄνω λειβάδιον «Μπαλτίκα» ἀπαγορεύεται ἡ βοσκή παντός ζώου, μικροῦ τε καί μεγάλου ἀπό 23ης ἀπριλίου 1938, πλήν τῶν ἀροτριώντων κτηνῶν κατά τόν χρόνον τῆς σπορᾶς τῶν ἀγρῶν, ὁριζομένης τῆς ἡμέρας εἰσόδου τῶν μεγάλων ζώων ἤτοι στείρων ἀγελάδων, ἵππων, ἡμιόνων καί ὄνων πρός βόσκησιν ὑπό του κοινοτικοῦ συμβουλίου.Ἀπαγορεύει ἀπολύτως εἰς τούς ἐσπαρμένους διά σίτου, ἀραβοσίτου καί λοιπῶν πρωίμων καί ὀψίμων καρπῶν ἀγρούς τῶν κατοίκων τῆς Κοινότητος Ματσουκίου κειμένους εἰς θέσεις “ἅγιος Νικόλαος’’ καί “ἅγιος ἀθανάσιος’’ ἀγροτικῆς περιοχῆς Ματσουκίου τήν εἰσαγωγήν καί παραμονήν πρός βόσκησιν παντός ζώου μικροῦ τε καί μεγάλου, πλήν τῶν ἀροτριώντων κτηνῶν κατά τόν χρόνον τῆς σπορᾶς τῶν καρπῶν, καί τῶν μεταγωγικῶν κατά τόν χρόνον τῆς συγκομιδῆς τῶν καρπῶν ὡς καί τοῦ χόρτου, ἀπό τῆς 23ης ἀπριλίου 1938 καί 26 Ὀκτωβρίου 1938 ἤτοι ἐποΈ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
20
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
χάς ἐνάρξεως σπορᾶς πρωΐμων καί ὀψίμων καρπῶν, μέχρι τῆς συγκομιδῆς τῶν καρπῶν καί τοῦ τελευταίου ἀγροῦ συμπεριλαμβανομέ νης εἰς τήν ἀπαγόρευσιν καί τῆς παραβόλας3 τῶν ἀγρῶν. Εἰς τούς θερισθέντας ἀγ ρούς σίτου καί λοιπῶν πρω ΐμων θά ἐπιτρέπητε ἡ εἰσαγωγή πρός βοσκήν ἁπάντων Ο τσέλιγκας Δημήτριος Χρ. Τσαντούλης καβάλα στον ψαρή του τῶν ζῴων τῶν κατοίκων μι (16.8.1971). κρῶν τε καί μεγάλων.Αἱ δέ ἀμελγόμεναι ἀγελάδες νά βόσκουσιν εἰς τάς θέσεις “Λέπαρι’’ πέραν τοῦ ποταμοῦ εἰς θέσιν “Στίνα’’ κάτωθι τοῦ σύρματος καί εἰς τάς θέσεις “Σιγιλάτο, Κουΐμπο, ἅγιος Θεόδωρος, ὡς σκάλαν Μονῆς Βυλίζης καί ἀπαγορεύεται ἡ βοσκή τῶν λοιπῶν ζώων εἰς τάς ἄνω θέσεις ἀπό 23 ἀπριλίου 1938 μέχρι τῆς συγκομιδῆς καί τοῦ τελευταίου ἀγροῦ ἀραβοσίτου καί λοιπῶν ὀψίμων καρπῶν.Εἰς τό κοφτολείβαδον “Σκάλα’’ ἐπιτρέπεται μετά τήν κοπήν τοῦ χόρτου ἡ βόσκησις μόνον ἵππων, ἡμιόνων, ὄνων καί φορβάδων.Οἱ ἀγροφύλακες εἶναι ὑποχρεωμένοι να φυλάξωσι τά λειβάδια χορτονομῆς “Χελιμόδι’’ καί “Σκάλα’’ κοινοτικά μέχρι τῆς κοπῆς τοῦ χόρτου καί τήν ἔναρξιν τῆς κοπῆς τοῦ χόρτου θέλει ὁρίσει ὁ πρόεδρος τῆς Κοινότητος.Ἀπαγορεύεται ἡ ξύλευσις ἔστω καί ἡ συλλογή ξηρῶν εἰς τάς θέσεις “Χαλκιάνου – Μιράντζας – θέσιν Σιλοῦ - ἁγίου Κων/νου - Σκάλα Καρλίμπου - θέσιν Λάζαινα – θέσιν Βουρτόπαις καί ἐκεῖθεν τό στεφάνι ἕως τήν Γκορτσιά Γεράσιμου καί πρός τά κάτω ὡς γέφυραν Καρλίμπου καί ἐκεῖθεν τόν δημόσιον δρόμον4 ὡς Ξάνθαν καί τόν δρόμον ὡς γέφυραν Σταφυλᾶ καί ἄνω ὡς τό εἰκόνισμα “Σταυρός’’ καί κλείει Σιγιλάτου, εἰς τό διαμέρισμα τοῦτο συμπεριλαμβάνεται καί ἡ θέσις “Ντουμτσάσα»5. Ἀπαγορεύεται ἡ βοσκή παντός ζώου μικροῦ τε καί μεγάλου, ἐξαιρουμένων τῶν ζώων τῆς Ἐκκλησίας “ἁγίας Παρασκευῆς’’ ἀπό 23ης Ἀπριλίου 1938 μέχρι τέλους Νοεμβρίου 1938 ἀπό θέσιν Γεράσιμου ἴσια κάτω εἰς σπηλιά Λαβρίσου καί ὁλόδρομα ὡς Ξάνθαν καί ἐκεῖθεν ἴσια ὁλόδρομα ὡς γέφυραν Σταφυλᾶ καί τόν 3. Άσπαρτο τμήμα του καλλιεργήσιμου χωραφιού, λόγω ακαταλληλότητας του εδάφους (απότομη πλαγιά, πετρώδες μέρος), έβγαζε, φυσικά, αγριόχορτο. 4. Κεντρικό μονοπάτι. 5. «Ντουμσάσα» (Καλούσιος 1994, 210). Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
21
ἀνήφορον Σκάλες καί πρός τά ἄνω Σταυρό, θέσιν Σιγιλάτο, ἅγιος Θεόδωρος καί καταλήγει εἰς θέσιν Γεράσιμου.Ὁρίζει ἡμέραν εἰσόδου εἰς τάς θερινάς βοσκάς Κριθάρια, Μπεσκέφιανα καί ἀφεντική τῶν ποιμνίων καί μαναρίων κατοίκων τήν εἰκοστήν Μαΐου 1938.Γ!) Προσδιορίζει ὡς περίσσευμα βοσκησίμου γῆς τούς βοσκησίμους τόπους 1) Τροΐλα, 2) Λαγκάδα 3) Σκάρφη καί 4) Πλατάνια (παρέσι) μέ τά ἀνέκαθεν γνωστά ὅρια, οἵτινες θέλουσιν ἐνοικιασθῇ διά πλειοδοτικῆς δημοπρασίας ἐνηργηθησομένης ἐνταῦθα.Ἡ παροῦσα ἀποσκοπεῖ κυρίως εἰς τὴν προστασίαν τῶν ἀγροτικῶν συμφερόντων.τήν ἀκριβῆ ἐφαρμογήν τῶν ἀνωτέρω διατάξεων ἀναθέτει εἰς τά ὄργανα ἀγροφυλακῆς τῆς Κοινότητος, τόν δέ ἔλεγχον ἐπί τῆς ἀκριβοῦς ἐκτελέσεως τούτων εἰς τόν πρόεδρον τῆς Κοινότητος.ἀντίγραφον τῆς παρούσης κοινοποιηθήτω πρός τόν κ. Εἰρηνοδίκην Καλαῤρυτῶν, ἵνα ἔχῃ ὑπ’ ὄψιν του κατά τάς δικασίμους. Ἀνατίθησι περαιτέρω ἐνέργειαν τῶ κ. προέδρω. Ὁ Πρόεδρος Τά μέλη (Τ.Υ.) (Τ.Υ.) Ἀθ. Αντ. Κωσταδήμας Κώστας Τσαντούλης Σπιρ. Νάκας Γεωργ. Δ. Κωσταδήμας». Οι αρχικτηνοτρόφοι με τους σμίκτες τους κανονίζουν τις θερινές βοσκές, και ζητούν από την Κοινότητα να εγκρίνει το σχετικό συμφωνητικό: «ἀριθ. πραξ. 24 Ἐν Ματσουκίῳ τῇ 7 Μαΐου 1939 Ἡ τριμελής Διοικούσα ἐπιτροπή Κοινότητος Ματσουκίου, συγκειμένη ἐκ τοῦ προεδρου αὑτῆς Γεωργίου Ιω. Κωσταδήμα καί τοῦ μελοῦς Σπυρ. Παπαδη-
Ειδυλλιακή σκηνή από την κτη νοτροφική ζωή: φλογέρα ο Κώστας Βασ. Γρατσάνης, γνέσιμο η Μαριγώ Καλόγηρου (Δίπλα στο ποτάμι της Γκούρας, 15.8.1985). Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
22
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
μητρίου, τοῦ δέ μέλους Κων. Ιω. Παππᾶ ἀ[π]όντος, συνελθοῦσα ἐν τῷ Κοινοτικῷ γραφείῳ εἰς συνεδρίασιν τῇ προσκλήσῃ ὑποβαλλόντος εἰς αὐτήν τό ἀποσταλέν ἐξ ἄρτης ἰδιωτικόν συμφωνητικόν τῶν ἀρχικτηνότρόφων κατοίκων Κοινότητός μας, 1) Σπυρίδωνος Νάκα, 2) Ἰωάννου Τσαντούλη, καί 3) Σταῦρου Γεωργίου, κανονίζον τήν διανομήν τῶν θερινῶν βοσκῶν ΚοινότηΟ Χρήστος Δημ. Τσαντούλης με το κοπάδι του στα τός μας κατά τό τρέχον ἔτος Κριθάρια (28.8.1993). 1939 μεταξύ τῶν κτηνοτρόφων, ἐζήτησεν ὅπως ἡ ἐπιτροπή ἀποφανθή επί τούτου.Ἡ ἐπιτροπή δι’ ἐξελθοῦσα τό ὑποβληθέν συμφωνητικόν ἀναγνωρίζουσα ὅτι ὀρθῶς ἐγένετο ἡ ἄνω διανομή ἀποφαίνεται ψηφίζει ὅπως διανεμηθωσι αἱ θεριναί βοσκαί τῆς Κοινότητος κατά τό τρέχον ἔτος 1939 ὡς κάτωθι α!) ὁ ἀρχικτηνοτρόφος Σπυριδ. Νάκας καί οἱ σμίκται 1) Νικολαος Νάκας, 2) Εὑάγγελος Νάκας 3) Πέτρος Νάκας 4) ἀπ. Νάκας, 5) Δημ. Ροβίσης καί 6) ὁ κτηνοτρόφος Βάϊος Παππᾶς θά ἐγκαταστήσωσι τά ποίμνιά των καί θά βόσκουσι εἰς τό λειβάδιον “Ἀφεντική’’ β) ὁ ἀρχικτηνοτρόφος Ἰωάνης Τσαντούλης, καί οἱ σμίκται 1) Ἰωάννης Παππᾶς 2) Γεώργιος Ροβίσης 3) πέτρος Γ τσαντούλης 4) Γεωργιος Β Μακρῆς 5) Δημήτριος Μπουτσιώλης 6) Βασίλειος Γρατσάνης καί 7) Σωτήριος Αν. Νάκας θά ἐγκαταστήσωσι τά ποίμνιά των καί θά βόσκοσι εἰς τό λειβάδιον “Μπεσκέφιανα’’ καί γ) ὁ ἀρχικτηνοτρόφος Σταῦρος Γεωργίου, καί οἱ σμίκται 1) Γεώργιος Γεωργίου, 2) ἐλένη χῆρα Ν. Γεωργίου, 3) ἀπόστολος Μακρῆς 4) Δημήτριος ἀλέξ. Μακρής 5) Δημήτροις Αν. Νάκας 6) Κων. Χρ. Μακρής, 7) Γεώργιος χρ. Μακρῆς, 8) Χρῆστος Δ Μακρῆς, 9) Κων/νος Δ. Ι. Μακρής καί 10) Σπυρος Γ Νακας, θά ἐγκαταστήσωσι τά ποίμνιά των καί θά βόσκουσιν εἰς τά λειβάδια ‘’Κριθάρια καί Μεσόκαμπον’’ σύμφωνα μέ τά σύνορα τοῦ ἰδιωτικού των συμφωνητικοῦ, καί ἀνατίθησι τήν περαιτέρω ἐνέργειαν εἰς τόν οἰκείον πρόεδρον. ὁ πρόεδρος τό μέλος Γεώργιος Ι Κωσταδήμας Σπιρος Παπαδημ[ή]τρις» (Πρ. 24/7.5.1939. Ιδέ και Πρακτ. 11/7.5.1939). Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
23
Γ) ΟΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ Αναφέρονται οι παρακάτω 33 κτηνοτρόφοι, ήτοι 3 αρχικτηνοτρόφοι, 6 κτηνοτρόφοι, 22 σμίκτες και 2 απροσδιόριστοι: 1) Γεωργίου Κ. Αθανάσιος (1939, 1948). Κτηνοτρόφος. Διαφωνεί με την φορολογία δικαιώματος βοσκής 1939-40 και ζητεί «ὅπως ἀναγραφώσι 150, μικρά ζῴα». Η Κοινότητα ἀπορρίπτει την αίτησή του ως αβάσιμη, διότι είχε «μέχρι τέλους τῆς βοσκησίμου περιόδου τρέχοντος… 250 μικρά ζώα» (Πρ. 59/22.11.1939). 2) Γεωργίου Γεώργιος (1939). Σμίκτης. 3) Γεωργίου Ελένη, χήρα Ν. (1939). Σμίκτης. 4) Γεωργίου Κωνσταντίνος (1948). Κτηνοτρόφος. 5) Γεωργίου Κ. Σταύρος (1939, 1948). Αρχικτηνοτρόφος (1939), κτηνοτρόφος (1948), αδελφός του Αθανασίου. Το 1939, διαμαρτυρόμενος «κατά τοῦ συνταγέντος φορολογικοῦ καταλόγου δικαιώματος βοσκῆς χρήσεως 1939-1940» ζητεί «ὅπως ἀναγραφώσι μόνον 150, μικρά ζῴα». Η αίτησή του, ως αβάσιμη, απορρίπτεται από την Κοινότητα, διότι είχε «μέχρι τέλους τῆς βοσκησίμου περιόδου τρέχοντος… 250 μικρά ζῴα» (Πρ. 59/22.11.1939). 6) Γεωργίου Χρήστος (1948). Κτηνοτρόφος. 7) Γρατσάνης Βασίλειος (1939). Σμίκτης. 8) Καλόγηρος Σπυρίδων (1948). Κτηνοτρόφος. 9) Κωσταδήμας Γεωργίου Απόστολος (1936, 1937). Με την υπό ημερομηνία 21.8.1937 αίτησή του παραπονείται «ὅτι ἐν τῷ καταλόγῳ δικαιώματος βοσκῆς χρ. 1936-37 ἀνεγράφη κακῶς διά 10 μικρά ζῶα ἐν ὧ οὐδόλως εἶχε τοιαῦτα καί αἰτουμένου τήν διαγραφήν του ἐκ τοῦ οἰκείου καταλόγου». Το Κοινοτικό Συμβούλιο «ἀναγνωρίζον τό δίκαιον τῆς αἰτήσεως… ἐγκρίνει
Τσιλιγιάννης Χρ. Παναγιώτης, από Πράμαντα, γαμπρός του κτηνοτρόφου Μήτσιου Τσαντούλη (Κριθάρια, 28.8.1993). Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
24
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
ὅπως… μειωθῆ εἰς ἀριθμόν ζῴων τριῶν (3) καί πληρωτέον δικαίωμα βοσκῆς δρχ. 24» (Πρ. 49/19.9.1937). 10) Μακρής Απόστολος (1939). Σμίκτης. 11) Μακρής Β. Γεώργιος (1939). Σμίκτης. 12) Μακρής Χρ. Γεώργιος (1939). Σμίκτης. 13) Μακρής Αλεξ. Δημήτριος (1939). Σμίκτης. 14) Μακρής Δ. Κωνσταντίνος (1948). Κτηνοτρόφος. 15) Μακρής Δ. Ι. Κωνσταντίνος (1939). Σμίκτης. 16) Μακρής Χρ. Κωνσταντίνος (1939). Σμίκτης. 17) Μακρής Δ. Χρήστος (1939). Σμίκτης. 18) Μπουτσιώλης Δημήτριος (1939). Σμίκτης. 19) Νάκας Απόστολος (1939). Σμίκτης. 20) Νάκας Αν. Δημήτριος (1939). Σμίκτης. 21) Νάκας Ευάγγελος (1939). Σμίκτης. 22) Νάκας Νικόλαος (1939). Σμίκτης. 23) Νάκας Πέτρος (1939). Σμίκτης. 24) Νάκας Δ. Σπύρος (1939, 1940). «Ἀρχικτηνοτρόφος… ἄπαν τό ποιμνιόν του ἀποτελούμενον ἐκ πλέον τῶν 800 μικρών ζῴων» (Πρ. 33/30.6.1940), «πρόκειται περί τοῦ μεγαλειτέρου κτηνοτρόφου τῆς κοινοτητός μας» (Πρ. 1/26.1.1940). Το 1939 ενίσταται «κατά τοῦ συνταγέντος φορολογικοῦ καταλόγου δικαιώματος βοσκῆς χρήσεως 1939-1940 … αἰτοῦντος ὅπως ἀναγραφή ποσόν μικρῶν ζῴων 500, καθ’ ὅσον ἰσχυρίζεται 200, μικρά ζῴα ἐβόσκησεν εἰς τεμάχιον λειβαδίου “Τροΐλα’’». Η Κοινότητα απορρίπτει, ως αβάσιμη, την αίτησή του, διότι «ἐβόσκησεν ἄπαν τό ποιμνιόν του ἐξ 800, μικρῶν ζῴων εἰς τό λειβάδιον κοινοτητός μας, Ἐάν δέ ἠγόρασεν καί μικρῶν τεμάχιον τοῦ λειβαδίου ‘’Τροΐλα’’ συνεχόμενον μέ τά λειβάδια κοινότητος, ἔβοσκεν συνεχῶς μέ ὁλόκληρον τό ποσόν τοῦ ποιμνίου
Τα πρόβατα (Θ. Καλόγηρος, Β. Γρατσάνης) φορτώνονται σε διώροφα φορτηγά για τα χειμαδιά (18.8.2010, Παράγκες). Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
25
Ο Μήτρο Πέτσ’ (Δημήτριος Τσαντούλης του Πέτρου) με την γυναίκα του Γεωργία και τον γιο του Πέτρο κατηφορίζοντας από την Γκουτουνίστα Νίκα με το γάλα φορτωμένο στα ζώα (28.7.2010).
του, καί εἰς τά λειβάδια κοινότητος καί εἰς τό μικρόν τοῦτο τμῆμα τοῦ λειβαδίου ‘’Τροΐλα’’ (Πρ. 59/22.11.1939). Κατά την Πρ. 1/26.1.1940 «Ὁ πρόεδρος ὑπέβαλεν τήν ὑπ’ ἀριθ. 14053 π. ἔ» (παρελθόντος έτους, 1939) «τῆς 9.1.1940 διαταγήν Γενικῆς Διοικήσεως Ἡπείρου, μετά συνειμμένης αἰτήσεως τοῦ κτηνοτρόφου Σπυρίδωνος Νάκα, παραπονυμένου καί πάλιν διά τῶν ἀριθμῶν μικρῶν καί μεγάλων ζῴων του τῶν ἐγγεγραμμένων εἰς τόν κατάλογον δικαιώματος βοσκῆς χρήσεως 1939-1940 κοινοτητός μας, καί συνεστώσις τήν ἐπανεξέτασιν τῶν παραπόνων του. Ἡ Διοικοῦσα Ἐπιτροπή γνωρίζουσα ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως τό ἀβάσιμον τῶν παραπόνων τοῦ ἄνω αἰτοῦντος.ἀποφαίνεται Ἀπορρίπτει καί αὕθις τήν ἄνω αἴτησιν τοῦ κτηνοτρόφου Σπυριδ. Νάκα, καθόσον ἐν τῷ καταλόγῳ δικαιώματος βοσκῆς χρήσεως 1939-1940 ἀνεγράφη ὁ πραγματικός ἀριθμός τῶν βοσκησάντων μικρῶν καί μεγάλων ζῴων του, …». Το Κοινοτικό Συμβούλιο, επίσης, απορρίπτει, ως αναληθή, την από 15.6.1940 αίτησή του «αἰτοῦντος μείωσιν τοῦ ἐπιβληθέντος εἰς αὑτόν δικαιώματος βοσκῆς χρήσεως 1939-1940, ἐπί τό λόγῳ ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν βοσκησάντων ἐν τῇ βοσκησίμο, περιφερεία κοινοτητός μας μικρῶν ζῴων του ἥτο μικρότερος τοῦ ποσοῦ τῶν 800, τῶν ἀναγραφομένων εἰς τόν κατάλογον δικαιώματος βοσκῆς χρήσεως 19391940» (Πρ. 33/30.6.1940. Ιδέ και Πρ. 24/7.5.1939). Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
26
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
2 5) Νάκας Γ. Σπύρος (1939). Σμίκτης. 26) Νάκας Αν. Σωτήριος (1939). Σμίκτης. 27) Παππάς Βάιος (1939). Κτηνοτρόφος. 28) Παππάς Ιωάννης (1939). Σμίκτης. 29) Ροβίσης Γεώργιος (1939). Σμίκτης. 30) Ροβίσης Δημήτριος (1939). Σμίκτης. 31) Τσαντούλης Ιωάννης (1939). Ἀρχικτηνοτρόφος. 32) Τσαντούλης Κ. Μιχαήλ (1932). Το Κοινοτικό Συμβούλιο ανέγραψε «σκοπίμως. εἱς τόν φορολογικόν κατάλογον δικαιώματος βοσκῆς τοῦ ἔτους 1932 τόν Χρῖστον θ Δράκον ἀντί τοῦ πραγματικοῦ κατόχου τῶν μεσιακῶν προβάτων τοῦτων Μιχαήλ Κ. Τσαντούλη» (Πρ. 62/22.9.1938). 33) Τσαντούλης Πέτρος (1939). Σμίκτης. Δ) Η ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ Υπάρχει φορολογία α) δικαιώματος βοσκής, β) προϊόντων γαλακτοκομίας και ζωοκομίας, καί γ) υπέρ της αγροφυλακής. 1. Φορολογία δικαιώματος βοσκής Οι ετεροδημότες και τα μεσιακά ζώα πληρώνουν στην Κοινότητα διπλάσια τιμή από τους συνδημότες. Το Κοινοτικό Συμβούλιο εγκρίνει, για τον Απόστολο Δ. Κωσταδήμα, δικαίωμα βοσκής, χρήσης 1936-1937, το πληρωτέο ποσό των 80 δρχ. για 10 μικρά ζώα, να μειωθεί «εἰς ἀριθμόν ζῴων τριῶν (3) καί πληρωτέον δικαίωμα βοσκῆς δρχ. 24» (Πρ. 49/19.9.1937). Για το οικονομικό έτος 1938-1939 η Κοινότητα «ὁρίζει δικαίωμα βοσκῆς ἐπί τῶν μικρῶν ζώων τῶν συνδημοτῶν μέχρι τοῦ ἀριθμοῦ 150 δραχμάς ὀκτώ (8) δι’ ἕκαστον ζῶον μικρόν, πέραν δέ τῶν 150 μικρῶν ζώων δραχμάς 10 δι’ ἕκαστον μικρόν ζῶον, διά δέ τά μεγάλα ζῶα μέχρι τοῦ ἀριθμοῦ 15 δραχμάς 12 δώδεκα δι’ ἕκαστον μεγάλο ζῶον, ἐξαιρουμένων τῆς φορολογίας ταύτης πέντε μικρῶν καί τριῶν μεγάλων ζώων. Ἐπίσης ὁρίζει δικαίωΔίπλα στον Μήτρο Πέτσ’ με τα γίδια ο Δημήτριος Γ. Καλούσιος μα βοσκῆς διά τά ἑταιρικά (Γκουτουνίστα Νίκα, 28.7.2010, φωτ. Πέτρος Δ. Τσαντούλης). Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
27
Ο Μπούλιας (Βασίλειος Γρατσάνης του Θεοκλήτου) και ο νεαρός Πέτρος Δημ. Τσαντούλης βόσκουν τα πρόβατά τους στο εξωκκλήσι του Αγίου Θεοδώρου (17.8.2015).
(μεσιακά) δραχμάς εἴκοσι (20) δι’ ἑκαστον μικρόν ζῶον και δραχμάς τεσσαράκοντα (40) δι’ ἕκαστον μεγάλο ζῷον. Ἐπίσης ὁρίζει δικαίωμα βοσκῆς διά τούς τυχόν ἑτεροδημότας ποιμένας μέχρι τοῦ ἀριθμοῦ μικρῶν ζώων 40 καί 5 μεγάλων ζώων εἰς τό διπλάσιον τῶν δημοτῶν ἤτοι διά μέν τά μικρά δραχμάς 16 καί διά τά μεγάλα δραχμάς 24» (Πρ. 27/11.5.1938). Την εν λόγω Πράξη μεταρρύθμισε η Γενική Διοίκηση Ηπείρου με την υπ’ αρ. 39.271/1938 απόφασή της (Πρ. 61/22.9.1938). Η Διοικούσα Επιτροπή της Κοινότητας το 1939 «… 3) γνωμοδοτεῖ ὅπως ἐπιβληθώσι αἱ κάτωθι ἄμεσοι φορολογίαι ὡς προσφορότεραι διά τήν κοινότητα… γ!) ἐπί αἱγοπροβάτων οἱκοσίτων ἥ ποιμενικῶν μέχρι πεντήκοντα (0.50) λεπτῶν κατά κεφαλήν δ!) ἐπί μεγάλων ἐν γένει ζῴων οἱκοσίτων καί ἀγελιδῶν βοσκόντων μέχρι δρχ (5) κατά κεφαλήν» (Πρ. 11/26.2.1939. Ιδέ και σχετικό Πρακτ. 6/26.2.1939). Η Διοικούσα Επιτροπή της Κοινότητας, μετά την τροποποίηση της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου, «ὁρίζει δικαιωμα βοσκῆς τῶν μικρῶν ζῴων διά την θερινήν περίοδον 1941-1942 τῶν συνδημοτῶν, μέχρι τοῦ ἀριθμοῦ 30 δρχ – 5 – δι’ ἕκαστον, μέχρι τοῦ ἀριθμοῦ 150 δρχ. 8. δι’ ἔκαστον καί άνω τοῦ ἀριθμοῦ 150 δρχ. 10 δι’ ἔκαστον ἐξαιρουμένων 5 πέντε μικρῶν ἐκάστου συνδημότου» (Πρ. 12/31.3.1941). Το 1946 η Κοινότητα «ὁρίζει δικαίωμα βοσκῆς τῶν μικρῶν ζῶων διά την θερινήν περίοδον 1946-47 τῶν σύνδημοτῶν μέχρι τοῦ ἀριθμοῦ 30 δρχ 250 κατά κεφαλήν μικροῦ ζῷου, μέχρι τοῦ ἀριθμοῦ. 150 δρχ. 350. κατά κεφαλήν μικροῦ ζῴου, καί ἄνω τῶν 150 δρχ. 450 κατά κεφαλήν ἐξαιρουμένων 5 πέντε. μικρῶν ἐκάστου συνδημότου Ἐπίσης ἐπί τῶν ἐτεροδημοτῶν εἰς τό διπλάσιον τῶν συνδημοτῶν Ἐπίσης ἐπί τῶν Μεσιακῶν (ἐτερικῶν) εἰς τό διπλασιον τον συνδημότον, Ἐπίσης ἐπί τῶν μεγάλων ζῴων καί μέχρι τοῦ ἀριθμ. 15 δρχ 500. κατά κεφαλήν ζῴου. ἐξαιρουμένων δύο (2) μεγάλων ζῳων» (Πρ. 5/26.6.1946). Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
28
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
Το 1947 το Κοινοτικό Συμβούλιο «Ὅρίζει δικαίωμα βοσκῆς τῶν μικρῶν ζῴῳν διά τήν θερινήν περίοδον 19471948, τῶν συνδημοτῶν μέχρι τοῦ ἀριθμ. 30 δραχμ. 300, κατά κεφαλήν μικροῦ ζῶου, μέχρι τοῦ ἀριθμ. 150 δρχ. 400, κατά κεφαλην μικροῦ ζῷου καί ἄνω τοῦ ἀριθμοῦ τῶν 150 δραχ 600, κατά κεφαλήν μικροῦ ζῷου, ἐξαιρουμένων (5) πέντε μικρῶν ζώων ἐκαστου συνδημότου, Ἐπίσης ἐπί τῶν ἐτηροδη- Αύγουστος 1970: Οι δύο γιδοβοσκοί των 309 οικόσιτων γιμοτῶν τῶν Μεσιακῶν (ἐται- διών, Σταύρος Μακρής και ο μικρός Δημήτριος Αλ. Κωσταρικῶν) εἰς τό δηπλάσιον τῶν δήμας, μόλις 14 ετών, στην Γκούρα, απέναντι της Μαυριάς. συνδημοτῶν, Ἐπίσης ἐπί τῶν μεγάλων ζώων μέχρι ἀριθμοῦ 15 δραχ 700., κατά κεφαλήν μεγάλων ἐξαιρουμένων δυό μεγάλων ζῴων» (Πρ. 2/25.7.1947). Το 1949 το Κοινοτικό Συμβούλιο «Ψηφίζει ἐπιβολήν προσδιορίζει φόρον διά τά εἰσαγόμενα μικρά καί μεγάλα ζῷα εἰς τάς θερινάς βοσκάς κοινότητος καί διά τό οἰκον. ἔτος 1949-50 ὑπό τῶν κατοίκων τῆς κοινότητός μας ὡς καί τῶν οἰκοσίτων 1) καί ἀπό τόν ἀριθμόν 1 ἕως 30. δραχμάς 700. κατά κεφαλήν μικροῦ, 2) ἀπό τοῦ ἀριθμοῦ 30 ἕως 100 δραχμάς 1,000 κατά κεφαλήν μικροῦ ζώου, 3) ἀπό 100 ἐως 150 δραχμάς 1,500 κατά κεφαλην μικροῦ ζῴου και 4) ἀπό 150 καί ἄνω δραχμας 2,000 κατα κεφαλήν μικροῦ ζώου. Καί ἐπί τῶν μεγάλων ζώων τῶν κατοίκων ἀπό 1 ἑως 15 δραχμάς 4,000 κατά κεφαλήν μεγάλου ζῴου καί ἐπί τῶν ἐτεροδημοτῶν εἰς τό διπλάσιον τῶν συνδημοτῶν Ἐξαιροῦνται εἰς κάθε συνδημότην πέντε μικρά καί δυό μεγάλα. ζῶα. ὡς ὁ νόμος ὁρίζει» (Πρ. 9/25.10.1949). Το Κοινοτικό Συμβούλιο το 1951 «Ψηφίζει. ἐπιβολήν φόρου δικαιώματος βοσκῆς διά τό οἰκον. ἔτος 1951-52. ἐπί τῶν μικρῶν καί μεγάλων ζῴων τῶν κατοίκων κτηνοτρόφων καί οἰκοσίτων. τοιαύτην. προσδιορίζει τόν κατα κεφαλήν. φόρον ὡς κάτωθι. ἥτοι 1) ἀπό τον ἀριθμ. 6. ἔως 25., φόρος κατά κεφαλήν δραχμῶν 2,000 μικρον. 2) ἀπό του ἀριθμοῦ 26. ἐώς 50, φόρος κατά κεφαλήν μικρον ζώον δραχμ. 3,000 3) ἀπό τον ἀριθμον 51 ἔως 100 δρχ 4,000 κατα κεφαλήν μικρον., 4) ἀπό τοῦ ἀριθμ. 101 καί ἄνω τοῦ ἀριθμ. μικρον. κατα κεφαλήν μικρον ζώον δραχμῶν 5,000 Επί τῶν μεγάλων ζωων κατα κεφαλην δρχ 8,000 καί ἐπί τῶν ἑταιροδημοτῶν φόρος κατά κεφαλήν μικρόν καί μεγάλων ζώων εἰς τό διπλάσιον τῶν Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
29
συνδημοτῶν ἐξαιροῦνται 5 πέντε μικρά καί 2. δυό Μεγάλα. ζώα εἰς κάθε δημότην ὡς ὁ Νόμος ὁρίζει» (Πρ. 17/10.9.1951). Οι βεβαιωτικοί κατάλογοι φόρου δικαιώματος βοσκής υπέρ του ταμείου της Κοινότητας Ματσουκίου έχουν ως εξής: 1) 1937-1938: Η Κοινότητα θά εισπράξει συνολικά 53.494 δραχμές (Πρ. 79/21.11.1937). 2) 1938-1939: Συνολικά η Κοινότητα θα εισπράξει 63.049 δραχμές (Πρ. 63/30.9.1938. Ιδέ και Πρακτ. 16/30.9.1938). 3) 1939-1940: 70.813 δραχμές (Πρ. 58/5.11.1939). 4) 1940-1941: 82.152 δραχμές (Πρ. 55/26.8.1940). 5) 1941-1942: 56.758 δραχμές (Πρ. 35/30.11.1941). 6) 1945-1946: 1.118.340 δραχμές (Πρ.11/26.6.1946). 7) 1947-1948: Το Κοινοτικό Συμβούλιο «δέν ἐβεβαιωσεν δικαίωμα βοσκης λόγῳ τῆς ἐπιδρομῆς τῶν συμμοριτῶν κατ’ ἐπανάληψιν εἰς τήν κοινότητά μας και γνωρίζουσα καί τάς προξενηθεῖσας ζημίας εἰς ὅλους τούς κατοίκους και ἐπιφυλλασόμενον τό κοιν. Συμ/λιον ἡνα βεβαιώσει τήν ἀνω χρήσιν ἐν εὐθέτου χρόνου.-» (Πρ. 7/8.6.1948). Ο εν λόγω βεβαιωτικός κατάλογος φόρου δικαιώματος βοσκής χρήσης 1947-1948 καταρτίστηκε με την Πρ. 9/5.12.1948 και ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 4.538.000 δραχμών. 8) 1948-1949: 1.100.000 δραχμές (Πρ. 5/1.8.1950, και Πρ. 10/25.8.1950). 9) 1949-1950: 2.230.000 δραχμές (Πρ. 5/1.8.1950, και Πρ. 10/25.8.1950). Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει διαμαρτυρία για την φορολογία δικαιώματος βοσκής και οι υπόχρεοι ζητούν ἐλάτωση αυτής, ή ἀναγραφή ολιγότερων ζώων, ακόμη παράταση της καταβολής. Με την Πρ. 61/22.9.1938 απορρίπτεται η αίτηση των κτηνοτρόφων της Κοινότητας από 11/9/1938 «αἱτούντων τήν ἐλάτωσιν τοῦ ἐπιβληθέντος δικαιώματος βοσκῆς διά τό ἔτος 1938-1939», διότι η Γενική Διοίκηση Ηπείρου κανόνισε αυτή το δικαίωμα βοσκής με μεταρρύθμιση της Πρ. 27/11.5.1938 της Κοινότητας, «ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ ἐπικαλομένη ἀνεπάρκεια τῶν λειβαδί- Ο Κώστας Δημ. Βενετίκος με τις γιδούλες ων εἰς ἅ βοσκοση τά μικρά καί μεγάλα ζώα του (21.7.2012). Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
30
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
Ο Χρόνης Γεωργ. Πυρώτης με την Μαρία του στο γιδομάντρι τους (Παναγία, 16.8.2012).
τῆς κοινότητος δέν ἀποδεικνήεται ἐκ τῶν δηλωμένων ζώων ἐν τῷ καταλόγῳ δικαιομάτος βοσκῆς κοινοτητός μας» (Ιδέ και Πρακτ. 15/22.9.1938). Το 1939 τρεις κτηνοτρόφοι διαμαρτύρονται για τον φορολογικό κατάλογο δικαιώματος βοσκής χρήσης 1939-1940 και ζητούν να αναγραφούν μικρά ζώα: α) Σπύρος Δ. Νάκας, 500 αντί 800, β) Σταύρος Κ. Γεωργίου, 150 αντί 250, και γ) Αθανάσιος Κ. Γεωργίου, επίσης 150 αντί 250. Η Κοινότητα απορρίπτει το αίτημά τους ως αβάσιμο (Πρ. 59/22.11.1939). Έξι δημότες κτηνοτρόφοι ζητούν από την Κοινότητα με αίτησή τους από 18.3.1948 «παράτασιν καταβολῆς φόρων δικαιώματος βοσκῆς τῶν παρελθόντων χρήσεων 1945-46 καί 1946-1947». Το Κοινοτικό Συμβούλιο «λαβών ὑπ’ ὅψει τό ἀβάσιμον τῶν ἐν τῇ αἰτήσει δικαιολογιῶν των καί γνωρίζοντας τάς συνθήκας καί τήν κατάστασιν τῶν ἄνω κτηνοτρόφων καί γενικῶς οἱ κτηνοτρόφοι τῆς κοινότητός μας ἀδρανοῦσιν πάντοτε εἰς τήν καταβολήν τοῦ ἐπιβληθέντος φόρου εἰς αὐτούς δικαιώματος βοσκῆς ἐνω ἦταν εἰς θέσιν οἱ ἀνω κτηνοτρόφοι κατά τά ἔτη 1946 καί 1947 Να πληρωσωσιν τά[ς] πρός τήν κοινότητα ὁφειλές των», επί πλέον για το 1947-1948, λόγω της ανώμαλης πολιτικής κατάστασης, δέν επέβαλε, προς το παρόν, δικαίωμα βοσκής, απορρίπτει την αίτηση των εν λόγω κτηνοτρόφων (Πρ. 7/8.6.1948).
2. Φορολογία προϊόντων γαλακτοκομίας και ζωοκομίας6 Η τριμελής Διοικούσα Επιτροπή τῆς Κοινότητας Ματσουκίου αποφασίζει «ὅπως ἐπιβληθῆ συμφώνως τοῦ ἄρθρ. 326 τοῦ κώδικος τῆς περί Δήμων καί 6. Ζωοκομία: «Η κατά επιστημονικό τρόπο εκτροφή και συντήρηση ζώων για κτηνοτροφικούς σκοπούς» (Λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη). Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
31
Κοινοτίτων Νομοθεσίας φόρος ἐπί τῶν ἐν τῇ περιφερείᾳ τῆς κοινότητος παραγωμένων παντός εἴδους γαλακτοκομίας διά τό οἰκονομικόν ἔτος 1938-39 ἐκ τῆς κοινότητός μας καί ὁρίζει τόν φόρον ἑκάστου προϊόντος ὡς ἑξῆς 1) Κεφαλοτύρι κατ’ ὀκάν λεπτά τριάκοντα (30) κατά κιλόν7 2) βούτύρου λυωμένου κατά κιλόν δραχμή μία (1). 3) βουτύρου ἄλυωτο κατά κιλόν λεπ. ἑβδομήκοντα δ) τυροῦ φέτας ἤ ἀσκοῦ κατά κιλόν λεπ εἴκοσι (20) 5) γάλακτος κατά κιλόν λεπ. πέντε. ὁ φόρος οὗτος θέλει βεβαιωθῆ παρά τοῦ κοινοτικοῦ Συμβουλίου μόνον διά τά προϊόντα ἐξαγωγῆς ἐκ τῆς κοινότητος πρός ἐμπορίαν καί οὐχί τά πρός οἰκιακήν ἤ ἀτομικήν χρῆσιν.-» (Πρ. 4/2.3.1938). Για το οικονομικό έτος 1939-1940, Η Ευγενία Μπουτσιώλη, που κοντεύει τα σύμφωνα με το άρθρο 326 του κώδικα 70, ζαλικώνεται κλαρί για τις γιδούλες της της νομοθεσίας περί Δήμων και Κοινο(25.7.2013). τήτων, επιβάλλεται φόρος για τα προϊόντα γαλακτοκομίας και ζωοκομίας ως εξής: «1) Κεφαλοτύρι κατά κιλόν λεπτά (30), 2) τυρός λευκός (φέττας ἡ ἀσκοῦ) κατά κιλόν λεπτά (20) 3) Βούτυρον ἀλυωτον κατά κιλόν λεπτά (70) 4) Βούτυρον λυωμένων κατά κιλόν. Δραχμάς μία (1) και 5) γαλα κατά κιλόν λεπτά πέντε Ὁ φόρος οὗτος θελει βεβαιωθῆ παρά τῆς Διοικούσης ἐπιτροπῆς μόνον διά τά προϊόντα ἐξαγωγῆς ἐκ τῆς κοινότητος πρός ἐμπορίαν καί οὐχί, καί τά πρός οἱκιακήν ἠ ἀτομικήν χρήσιν» (Πρ. 7/6.2.1939). Η Διοικούσα Επιτροπή της Κοινότητας ορίζει, για το οικονομικό έτος 19401941, τον φόρο εκάστου είδους γαλακτοκομίας και ζωοκομίας ως εξής: «1) Κεφαλοτύρι κατά κιλόν λεπτά 30, 2) τυρός Λευκός (φέττας ἡ ἀσκοῦ) κατά κιλόν λεπτά 20, 3) Βούτυρον ἄλυωτον κατά κιλόν λεπτά 60, 4) Βούτυρον λυωμένον κατά κιλόν λεπτά 90, καί 5) γάλα κατά κιλόν λεπτά πέντε 05, - Ὁ φορος οὖτος θέλη βεβαιωθῆ παρά τῆς Διοικούσης ἐπιτροπῆς μόνον διά τά προϊόντα ἐξαγωγῆς ἐκ τῆς κοινότητος πρός ἐμπορίαν καί οὑχί, καί τά πρός οἰκιακήν ἡ ἀτομικήν χρήσιν» (Πρ. 6/3.3.1940). Η παραπάνω Πρ. 6/3.3.1940, κατόπιν διαταγής της Γενικής Διοικήσεως 7. Διαγράφονται οι δύο λέξεις «κατά κιλόν». Μάλλον ήθελε να διαγράψει τα: “κατ΄ ὀκάν’’. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
32
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
Ηπείρου, υποβάλλεται εκ νέου «ἐν ἧ ν’ ἀναγράφωνται τά φορολογούμενα προϊόντα, ἡ κλάσις τό ἐδάφιον καί τό πεδάφιον τοῦ ἰσχυόντος Δημοτικοῦ Δασμολογίου, ὡς καί τό ποσόν τοῦ ἐπιβαλλομένου φόρου συμφώνως μέ τά ἐν τῷ ὐπ’ ἀριθ. 30998/31.5.39 διαταγῄ της, κατονομασίας καί φορολογικά ποσοστά».Έτσι η Διοικούσα Επιτροπή της Κοινότητας «… ὁρίζει τόν φόρον ἐκάστου προϊόντος ὧς ἑξῆς. 1) Τυρός κλάσις 3. ἐδάφιον α! ὐπεδάφιον 1. τυρός ἔν ἄλμη φέττα – τουλουμοτύριον κατά κιλόν λεπτά 25, 2) κλάσις 3. ἐδάφιον α! ὑπεδάφιον 2. κεφαλοτύρι κοινόν μυζίθρα κοπανιστή κατά κιλόν λεπτά 40, 3) κλάσις 3. ἐδάφιον α! ὐπεδάφιον 9. τυρός νωπός καί ἀνάλατος (τσαντίλας) κατά κιλόν Λ. 20, 4) κλάσις 3. ἐδάφιον β΄ ὑπεδάφιον 4. Βούτυρον Μαγειρικῆς χρήσεως. κατά κιλόν. Λεπτά 10. 5) κλάσις 3. ἐδαφ. β. ὑπεδάφιον 5. Βούτυρον προβάτου ἡ αἰγός προωρισμενόν πρός ἀνάτηξιν ἄλυωτον ἀκαθάριστον ἠλατισμένον ἦ μή κατά κιλόν. Λεπτά. 60. καί 6) κλάσις 3. ἐδάφιον γ! ὑπεδάφιον 1. Γάλα νωπόν ἄνευ ἀφαιρέσεως ἀποβάρου κατά κιλόν 10. Ὁ φορος οὗτος θέλη βεβαιωθῆ παρά τῆς διοικούσης ἐπιτροπῆς μόνον διά τά προϊόντα ἐξαγωγῆς ἐκ τῆς κοινότητος πρός ἐμπορίαν, καί οὖχί, καί τά πρός οἰκιακήν ἠ ἀτομικήν χρήσιν» (Πρ. 15/26.3.1940). Βεβαιωτικοί κατάλογοι φόρου γαλακτοκομίας και ζωοκομίας υπέρ του ταμείου της Κοινότητας Ματσουκίου:
Άρμεγμα οικόσιτων γιδιών απέναντι από την Μαυριά: Στην ποδιά δυο μπουκιές φαΐ για την γιδούλα, στο χέρι το κατσαρόλι για αρμεγή (13.8.1970). Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
33
Παρέα κτηνοτρόφων στην πλατεία, από αριστερά: 1) Σωτήριος Ροβίσης του Παναγιώτη, 2) Δημήτριος Νάκας του Νικολάου (Του Ματούσ’), 3) Βασίλειος Νάκας του Πέτρου, 4) Πάνος Ροβίσης του Σωτηρίου, 5) Κώστας Μακρής του Αποστόλου (ο Κωσταγκίκας, το παιδί του Κατσάρ’), 6) Αθανάσιος Ροβίσης του Δημητρίου (ο Σιόκας), 7) Παύλος Γρατσάνης του Αθανασίου, 8) Δημήτριος Ροβίσης του Χρήστου (ο Μητσέλης), 9) Γεώργιος Κωσταδήμας του Παντελή (27.7.2011).
1) 1938-1939: 1.924 δραχμές και 5‰8 (Πρ. 64/30.9.1938, και Πρακτ. 16/30.9.1938). 2) 1939-1940: 1.399 δραχμές (Πρ. 52/23.9.1939). 3) 1940-1941: 3.337 και 5‰8 δραχμές (Πρ. 52/17.8.1940). 4) 1941-1942: 2.617 δραχμές (Πρ. 36/30.11.1941).
3. Φορολογία υπέρ Αγροφυλακής Τα ζώα φορολογούνται και υπέρ της Αγροφυλακής της αγροτικής περιοχής της Κοινότητας Ματσουκίου. Το 1938 η Κοινότητα «ἐπιβάλλει διά τό οἰκονομικόν ἔτος 1938-1939 ἐτησίας εἰσφοράς πρός ἐνίσχυσιν τοῦ ταμείου ἀγροφυλακῆς τῆς ἀγροτικῆς περιοχῆς κοινότητος Ματσουκίου… 2) ἐπί τῶν ἐν τῷ ἰδίᾳ περιοχῇ διαιτωμένων αἱγοπροβάτων λεπτά τεσσαράκοντα (40) κατά κεφαλήν καί 3) ἐπί τῶν μεγάλων ζώων δραχμάς τέσσαρας (4)» (Πρ. 17/4.4.1938). Αλλά τρεις μήνες αργότερα το Κοινοτικό Συμβούλιο του Ματσουκίου «ἀνακαλεῖ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 17. καί ἀπό 4. Ἀπριλίου ἐ. ἐ. ἀπόφασιν του ὡς πρός τό ποσόν εἰσφορᾶς ὑπέρ ἀγροφυλακῆς, καί ἐγκρίνει τήν εἰσφοράν ὑπέρ ἀγροφυλακῆς δραχμές δέκα πέντε χιλιάδες…» (Πρ. 41/11.7.1938. Ιδέ και Πρακτ. 3/11.7.1938). 8. Πέντε τοις χιλίοις. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
34
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
Το 1938 «καταρτισθέντος τοῦ φορολογικοῦ (ἐρανικοῦ) καταλόγου ὑπέρ τοῦ ταμείου ἀγροφυλακῆς τῶν διαιτωμένων ζώων εἰς τούς κοινοτικούς βοσκησίμους τόπους “Τροΐλας, λαγκάδας, Σκάρφης καί Πλατάνια’’ καθ’ ὅν ἀνῆλθεν ἡ εἰσφορά ὡς ἑξῆς: 1) Νικολάου Κάτσενου δραχμάς 480 2) ἈποΗ καλύβα του βλαχοτσέλιγκα στα χειμαδιά (1968). στόλου Δ. Κὀλιοπάνου δραχμάς 600, 3) Βασιλείου Ἰω. Γκαραγκούνη δραχμάς 640, 4) Λάμπρου Τσηλιγιάννη δραχμάς 520, ἐν ὅλῳ δραχμάς δύο χιλιάδας διακοσίας τεσσαράκοντα (2240.)», η Διοικούσα Επιτροπή της Κοινότητας «Κανονίζει τόν πληρωτέον φόρον περί ἑκάστου τῶν φορολογουμένων, ὡς ἐν τῷ συνημμένω καταλόγῳ ἐμφαίνεται καί τῷ ἰστορικῷ τῆς παρούσης ὑπέρ τοῦ Ταμείου ἀγροφυλακῆς» (Πρ. 40/11.7.1938).
Ε) ΟΙ ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΕΣ Υπάρχει περίσσευμα θερινών βοσκότοπων, που ενοικιάζονται με πλειοδοτική δημοπρασία. Το 1937 περισσεύουν τα λιβάδια Τροΐλα, Λαγκάδα, Σκάρφη, Πλατάνια – Παρέσι (Πρ. 71/14.11.1937). Το 1938 το λιβάδι Πλατάνια – Παρέσι ανήκει στα περισσεύματα για ενοικίαση (Πρ. 80/28.12.1938), επίσης Τροΐλα και Λαγκάδα (Πρ. 46/31.7.1938. Ιδέ σχετικό Πρακτ. 5/31.7.1938). Για το 1940 περισσεύουν επίσης οι θερινοί βοσκότοποι Τροΐλα, Λαγκάδα, Σκάρφη και Πλατάνια – Παρέσι (Πρ. 8/3.3.1940). Κατά την Πρ. 21/17.4.1940 ενοικιάζονται, για χρήση 1939-1940, τέσσερα θερινά λιβάδια: Τροΐλα, Λαγκάδα, Σκάρφη και Πλατάνια – Παρέσι. Για το 1946 «περισεύμα δέ τά θερινά λειβάδια 1) Λαγκάδα. 2) Σκάρφη καί 3) Πλατάνια, εἰς ὅν διά δήμοπρασίας θέλουσιν ἐνοικιασθῆ» (Πρ. 1/24.2.1946). Οι ενοικιαστές πληρώνουν, φυσικά, φόρο, διπλάσιο μάλιστα των συνδημοτών (ιδέ κεφ. Δ. Φορολογία). Το παρακάτω απόσπασμα Πράξης ίσως θέλει να πει, ότι οι ετεροδημότες ενοικιαστές των θερινών βοσκοτόπων του 1951 έπρεπε να πληρώσουν το πενταπλάσιο των συνδημοτών, οπότε και τα έσοδα της Κοινότητας θα ανέβαιναν αρκετά, και όχι το διπλάσιο, όπως ορίζει σχετικός νόμος: Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
35
«τά τρία θερεινά λειβάδια τά ὅποία θά ἧτο δυνατόν ἡ κοινότης νά εἰσπράξει ἔσοδα πλέον τῶν 30,000,000 προστατεύονται ὑπό τοῦ ἐνοικιοστασίου βοσκῶν καίτοι ἑτεροδημόται οἱ κτηνοτρόφοι ἐνοικιασταί τῶν ἄνω βοσκοτοπίων, πληρώνουσιν μίσθωμα πενταπλάσιον τῶν κατοίκων συνδημοτῶν κτηνοτρόφων, < - - - > τό ἄρθρον 275 τοῦ κώδικος τῆς περί Δήμων και Κοινοτήτων ‘’Νομοθεσίας’’ ὅρίζει εἰς τό Διπλάσιον τῶν συνδημοτῶν» (Πρ. 15/10.9.1951). Οι αναφερόμενοι ενοικιαστές προέρχονται από τα γειτονικά χωριά: α) Πράμαντα (Γκαραγκούνης Ι. Βασίλειος, Τσιλιγιάννης Δ. Λάμπρος, Τσιλιγιάννης Δ. Χρήστος), β) Μελισσουργούς (Κάτσενος ΝικόλαΒλαχοτσέλιγκας του Ματσουκίου, κάπα ος, Κολιοπάνος Δ. Απόστολος), και τουμάνι από τραγόμαλλο (Γεώργιος γ) Κηπίνα (Τσιμπίκης Δημήτριος), Παντελή Κωσταδήμας, το παιδί του Τσιγ δ) Καλαρρύτες (Τσιόκας Απόστολος), γέλη, 26.7.2011). και τον μακρινό ε) Στάνο του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας (Δράκος Θ. Χρήστος). Ενίοτε, φυσικά, οι ενοικιαστές απαιτούν και δικαστικώς την μείωση του μισθώματος (Πρ. 54/14.8.1938). Ο λόγος, τώρα, για τους μνημονευόμενους οχτώ ενοικιαστές:
1. Γκαραγκούνης Ιω. Βασίλειος (1938, 1939, 1940) Κάτοικος των γειτονικών Πραμάντων. Για το έτος 1938 πληρώνει, υπέρ του ταμείου Αγροφυλακής, 640 δραχμές, για τα ζώα του, που βόσκουν σε κοινοτικές εκτάσεις του Ματσουκίου (Πρ. 40/11.7.1938). Το 1940 δημιουργείται πρόβλημα για το μίσθωμα: «διά τήν ὑποβληθεισῶν βεβαιωτικῶν καταστάσεων ἐνοικιάσεως θερινῶν λειβαδίων κοινότητός μας χρήσεως 1939-1940, ἐφέροντο ὑπόχρεοι εἰς πληρωμήν οἰ κάτωθι ἐνοικιασταί κτηνοτρόφοι τῶν κάτωθι μησθωμάτων ἥτοι 1) ὁ Νικόλαος Κάτσινος ἐνοικιαστής τοῦ λειβαδίου ‘’Τροΐλα’’ διά δρχ. 22000, 2) ὀ ἀπόστολος Κολιοπάνος ἐνοικιαστής τοῦ λειβαδίου ‘’Λαγκάδα’’ διά δρχ 28100, 3) ὁ Βασίλειος Γκαραγκούνης ἐνοικιαστῆς τοῦ λειβαδίου ‘’Σκάρφι’’ διά δρχ 27100, καί 4) ὁ Λάμπρος Δ. Τσιλιγιάννης ἐνοικιαστῆς τοῦ λειβαδίου ‘’Πλατάνια – Παρέσι’’ διά δρχ. 13200,. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
36
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
Ἡ Γενική Διοίκησις Ἡπείρου, διά τῆς ὑπ’ ἀριθ. 73618/ τῆς 10-1-40 Διαταγή της, Ὁρίζει ὅτι συμφώνως τῷ ἄρθρῳ 275 τοῦ κώδικος τῆς ‘’περί Δήμων καί κοινοτήτων Νομοθεσίας’’ τά ἄνω μισθώματα διά τήν ἄνω χρήσιν 1939-1940 ὡς ἑξῆς.1) τοῦ Νικολάου Κάτσινου δρχ. 27320, 2) τοῦ Κολιοπάνου Τα γελάδια του Πάνου Σωτ. Ροβίση έφτασαν στο Ματσούκι με το ἀποστόλου φορτηγό (Καμίλι, 19.4.2008). δρχ 27360, 3) τοῦ Βασιλείου Γκαραγκούνη δρχ 30600, καί 4) τοῦ Λάμπρου Τσιλιγιάννη δρχ 25980, καί ἐν περιπτώσει μή ἀποδοχῆς τῶν ἄνω μισθωμάτων, ἐνεργηθῆ προσφυγή εἰς τόν πρόεδρον πρωτοδικῶν διά τόν καθορισμόν τοῦ μισθώματος καί διορισθῆ δικηγόρος πρός διεξαγωγήν τῆς ὑποθέσεως ταύτης. Ἐπειδή οἱ εἰρημένοι κτηνοτρόφοι κληθέντες νομίμως διά τῶν ὑπ’ ἀριθμ. 97, 98, 99 καί 100, ἐ. ἔ. προσκλησεῶς μας δέν ἐδήλωσαν ἀποδοχήν, πλήν τοῦ Ἀποστόλου Κολιοπάνου, ἐπρότεινε εἰς τήν Διοικοῦσαν ἐπιτροπήν ὅπως λάβη σχετικήν ἀπόφασιν.Ἡ Διοικοῦσα ἐπιτροπή συσκεψαμένη ἀποφαίνεται ψηφίζει ὅπως ἐνεργηθή προσφυγή εἰς τόν κ πρόεδρον πρωτοδικῶν διά τόν καθορισμόν τοῦ μισθῶματος παρά τῶν ἐνοικιαστῶν τῶν θερινῶν λειβαδίων, 1) Νικολάου Κάτσινου ἐνοικιαστοῦ τοῦ λειβαδίου ‘’Τροΐλα’’, 2) τοῦ Βασιλείου Γκαραγκούνη ενοικιαστοῦ τοῦ λειβαδίου ‘’Σκάρφι’’, καί 3) τοῦ Λάμπρου Δ. Τσιλιγίάννη ἐνοικιαστοῦ τοῦ λειβαδίου ‘’Πλατάνια – Παρέση’’. Ἐπίσης διορίζει πληρεξούσιον δικηγόρον τόν Μιχαήλ Δερδεμέζην, πρός ὑποστήριξιν τῆς ἄνω ὑποθέσεως» (Πρ. 21/17.4.1940).
2. Δράκος Θ. Χρήστος (1932-1939) Από τον Στάνο του Βάλτου. Το Κοινοτικό Συμβούλιο ἔγραψε σκόπιμα τον Χρ. Δράκο στον φορολογικό κατάλογο δικαιώματος βοσκής με 1280 δραχμές του έτους 1932 αντί του Μιχαήλ Κ. Τσαντούλη, που ήταν ο πραγματικός κάτοχος μεσιακών προβάτων. Τελικά ο Χρ. Δράκος, λόγω της «κακῆς ἀναγραφῆς», Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
37
δικαιώθηκε από το ειρηνοδικείο Βάλτου και δεν πλήρωσε το οφειλόμενο ποσό των 1280 δρχ. για το δικαίωμα βοσκής (Πρ. 62/22.9.1938. Ιδέ σχετικά και Πρακτ. 15/22.9.1938, Πρ. 61/22.9.1938, Πρακτ. 4/6.2.1939, Πρ. 9/6.2.1939).
3. Κάτσενος Νικόλαος (1938, 1940) Στην Πρ. 21/17.4.1940 Κάτσινος. Κάτοικος Μελισσουργών. Το 1938 πρέπει να πληρώσει, υπέρ του ταμείου Αγροφυλακής, 480 δραχμές, για τα διαιτώμενα ζώα του στον κοινοτικό βοσκήσιμο τόπο της Τροΐλας (Πρ. 40/11.7.1938). Η Κοινότητα απορρίπτει αίτησή του από 24.7.1938 με την οποία ζητούσε «την μείωσιν τοῦ ποσοῦ τῶν προβάτων διά τήν εἰσφοράν τῆς ἀγροφυλακῆς» (Πρ. 46/31.7.1938. Ιδέ σχετικά Πρακτ. 5/31.7.1938). Το 1940 ενοικιαστής πάλι της Τροΐλας (Πρ. 33/30.6.1940). Για την ενοικίαση της θερινής βοσκής Τροΐλας χρήσης 1939-1940 η Κοινότητα καθόρισε μίσθωμα 22000 δραχμών, το οποίο η Γενική Διοίκηση Ηπείρου ανέβασε σε 27320 δραχμές. Λόγω άρνησης του ενδιαφερόμενου για την διαφορά η Κοινότητα προσφεύγει στον πρόεδρο πρωτοδικών για τα περαιτέρω (Πρ. 21/17.4.1940).
4. Κολιοπάνος Δ. Απόστολος (1938) Κάτοικος Μελισσουργών. Κατά την Πρ. 40/11.7.1938 πρέπει να πληρώσει 600 δραχμές υπέρ του ταμείου Αγροφυλακής, για τα διαιτώμενα ζώα του στον βοσκήσιμο τόπο της Λαγκάδας το έτος 1938 (Ιδέ και Πρακτ. 3/11.7.1938). Με αίτησή του από 24.7.1938 ζητεί «την μείωσιν τοῦ ποσοῦ τῶν προβάτων διά τήν εἰσφοράν τῆς ἀγροφυλακῆς», αλλά αυτή ἀπορρίπτεται (Πρ. 46/31.7.1938. Ιδέ και σχετικό Πρακτ. 5/31.7.1938). Ενοικιαστής της θερινής βοσκής του λιβαδίου της Λαγκάδας χρήσης 19391940 με μίσθωμα 28100 δραχμών, το οποίο, όμως, η Γενική Διοίκηση της Ηπείρου κατέβασε στις 27360 δραχμές (Πρ. 21/17.4.1940).
Ο Πάνος Ροβίσης του Σωτηρίου τρέφει κοπάδι από αγελάδες, εδώ στο Γκλιντέου ο γιος του Σωτήρης (27.7.2011). Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
38
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
5. Τσιλιγιάννης Δημ. Λάμπρος (1937, 1938, 1946) Από τα Πράμαντα, αδελφός του Χρήστου, απεβίωσε το θέρος του 1946. Το 1937 ενοικιάζει το θερινό λιβάδι Πλατάνια με εγγυητή τον Δημήτριο Γεωρ. Τάτση, ο οποίος ζητεί «τήν ἀπαλλαγήν του ἀπό πᾶν βάρος ὡς ἐγγυητοῦ, ἐπειδή ἀπηγορεύθη ἡ βοσκή τῆς αἰγός διά τήν προστασίαν τῆς ἐλάτης ἐν τῇ ὡς ἄνω θέσει». Αλλά η αίτησή του απορρίπτεται «καθ’ ὅσον ὁ ἐνοικιαστης τοῦ λειβαδίου “Πλατάνια’’ δέν προσήγαγεν ἕτερον ἀξιόχρεον ἐγγυητήν» (Πρ. 52/19.9.1937). Με την από 13.8.1937 αίτησή του ζητεί την «ἀναστολήν τοῦ ἐντάλματος προσωπικῆς κρατήσεως διά τήν εἴσπραξιν δρχ. 14000 ἐπί τῷ λόγῳ ὅτι ἐκκρεμεῖ εἰσέτι ὁ μεταξύ κοινότητος καί αὑτοῦ δικαστικός ἀγών διά τήν μείωσιν τοῦ ὁλικοῦ ποσοῦ τοῦ μισθώματος ἕνεκεν τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς βοσκῆς δι’ ἀπαγορευτικῆς δασικῆς ἀποφάσεως εἰς μέρος τοῦ λειβαδίου». Το Συμβούλιο της Κοινότητας «ἀπορρίπτει τήν ἄνω αἴτησιν τοῦ ἐνοικιαστοῦ θερινῆς βοσκῆς Λάμπρου Τσιλιγιάννη, διότι ἡ σχετική ἀπόφασις τοῦ ἁρμοδίου δικαστηρίου ἡ ρυθμίζουσα τό καταβλητέον ὑπ’ αὐτοῦ ὁλικόν ποσόν τοῦ μισθώματος τοῦ λειβαδίου ἐξεδόθη ἤδη ἀπό πολλοῦ χρόνου» (Πρ. 50/19.9.1937). Με την Πρ. 51/19.9.1937 εγκρίνονται, για τον πρόεδρο της Κοινότητας Ματσουκίου Αθανάσιο Αντ. Κωσταδήμα, τα έξοδά του «καθόδου εἰς Ἰωάννινα καί ἀνόδου εἰς Ματσούκιον, πρός ὑποστήριξιν, ὡς ἐκπροσώπου τῆς κοινότητος, τῆς κοινοτικῆς ὑποθέσεως τῆς ἀντικρούσεως τῆς ἐγερθείσης ἐναντίον τῆς κοινότητος ἀγωγῆς ὑπό ἐνοικιαστοῦ θερινῆς βοσκῆς Λάμπρου Τσιλιγιάννη». Με την Πρ. 53/19.9.1937 το Κοινοτικό Συμβούλιο αποφαίνεται όπως «καταβληθῇ τό ποσόν τῶν δρχ. 400 διά ὑπόλοιπον τῆς ἀμοιβῆς εἰς τόν δικηγόρον εἰς ὅν ἀνετέθη ἡ ὑποστήριξις τῆς κοινοτικῆς ὑποθέσεως τῆς ἀντικρούσεως τῆς ἀγωγῆς τοῦ ἐνοικιαστοῦ τῆς θερινῆς βοσκῆς περί μειώσεως τοῦ μισθώματος» Λάμπρου Τσιλιγιάννη. Η Κοινότητα Ματσουκίου όρισε, για τον Λάμπρο Τσιλιγιάννη, μίσθωμα της θερινής βοσκής Πλατάνια – Παρέσι 11220 δραχμές για το 1936 και 11880 Κάθε σπίτι έτρεφε και από μία ή περισσότερες αγελάδες, για το για το 1937. «Πλήν ὅμως γάλα, το κρέας, γεωργικές εργασίες, εδώ ο Σταύρος Στραγάλης με γενομένης αἰφνιδιαστικῆς την Βασιλική του (14.7.1989). Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
39
Κτηνοτρόφοι στα Κριθάρια, από αριστερά: 1) Γεωργίου Ιωάννης του Νικολάου (ο Γιαννέλης), 2) Γεωργίου Νικόλαος του Γεωργίου, 3) Πυρώτης Σωτήριος του Δημητρίου (ο Πεπ’, αυτός τυροκόμος ), 4) Τσιλιγιάννης Απόστολος του Γεωργίου (ο Ζιάκας, από Πράμαντα, γαμπρός του Γιάνν’ Παππά), 5) Γρατσάνης Απόστολος του Αθανασίου (ο Μασάτης, πιθανόν) (20.8.1971).
καταμετρήσεως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ζώων μικρῶν τε καί μεγάλων τοῦ ἄνω ἐνοικιαστοῦ εὑρέθη ὅτι εἶχε ἀριθμόν ζώων μικρῶν μέν 850 αἰγοπρόβατα, μεγάλα δέ 15 ὅν ἀριθμόν ὡς διεπιστώθη εἶχε καί κατά τό ἔτος 1936 καί δέον κατά τό ἄρθρον 275 τοῦ κώδικος τῆς κοιν. νομοθεσίας νά καταβάλῃ τό διπλάσιον τοῦ δικαιώματος βοσκῆς τῶν κατοίκων τῆς κοινότητος… ἀποφαίνεται ὅθεν τό συμβούλιον ὅτι δέον νά συνταχθοῦν καί ἕτεραι συμπληρωματικαί καταστάσεις καταβλητέου ὑπολοίπου μισθώματος διά μέν τό ἔτος 1936 διά τό ποσόν τῶν δρχ. 1480 διά δέ τό ἔτος 1937 διά τό ποσόν τῶν δρχ 1670 τάς ὁποίας συντάσσει, βεβαιοῖ καί ὑπογράφει» (Πρ. 67/7.11.1937). Το 1938 πρέπει να πληρώσει 520 δραχμές, για τα ζώα του σε βοσκήσιμο τόπο της Κοινότητας Ματσουκίου, ὑπέρ τοῦ ταμείου της Αγροφυλακής (Πρ. 40/11.7.1938). Με την Πρ. 80/28.12.1938 η Κοινότητα Ματσουκίου εγκρίνει την έξωση του Λάμπρου Τσιλιγιάννη από το θερινό λιβάδι Πλατάνια – Παρέσι, για να χρησιμοποιηθεί από τους κατοίκους, επειδή παρατηρήθηκε αύξηση των ζώων τους, αλλά απαγορεύτηκε και η κλαδονομή (Ιδέ σχετικό Πρακτ. [21]/28.12.1938). Το 1939 επιστρέφονται 1007 δραχμές από την Κοινότητα στον Λάμπρο Τσιλιγιάννη, ἐνοικιαστή της θερινής βοσκής Πλατάνια – Παρέσι (Πρ. 44/12.8.1939). Ο Λάμπρος Τσιλιγιάννης, ενοικιαστής του λιβαδίου Πλατάνια – Παρέσι, με δήλωσή του από 20.12.1939, δέχεται «ὅπως βοσκήσωσιν τά ζῷα τῶν κατοίκων (ἥτοι γελάδια ἡμίονοι) εἰς τό λειβάδιον κοινότητος “παρέση – πλατάνια’’. Ἐπίσης οἱ κτηνοτρόφοι κάτοικοι κοινότητός μας νά ἔχουσι δικαίωμα νά βόσκουν τα προβατά των μέ σύνορα τά ἑξῆς ἀπό θέσιν “Κερασιά’’ εἰς θέσιν “Μπουτσιώλη’’ εὑθείαν γραμμή Σταμοῦλα καί καταλήγουσα εἰς θέσιν “Σταυρό’’ μέχρι 10ης Ἰουνίου ἐ.ἔ. χωρίς νά μειωθῆ τό μίσθωμα τοῦ λειβαδίου, συμφώνως τῇ ὑπ’ ἀριθ. 73618/ τῆς 10-1-40 Δια/γῆς Γενικῆς Διοικήσεως Ἡπείρου, Ἐπίσης ὁ εἰρημένος ὑπόσχεται νά καταβάλη τά γενόμενα ἔξοδα ἐξωσιῶς του ἐκ τοῦ ἄνω λειβαδίου». Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
40
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
Η Διοικούσα Επιτροπή «ψηφίζει ὅπως γίνη δεκτή ἡ ἄνω δήλωσις τοῦ εἰρημένου κτηνοτρόφου Λάμπρου Δ. Τσιλιγιάννη, ἐνοικιαστοῦ τοῦ θερινοῦ λειβαδίου κοινοτητός μας “παρέση – πλατάνια’’ καί μή ἐνεργηθῇ ἔξωσις τοῦ εἰρημένου, ἐκ τοῦ ἄνω λειβαδίου, ὑπό τῶν ὅρων νά ἐκτελέσει ἀπαντα τά ἐν τῇ δηλώσει του ἀναφερόμενα νά πληρόση μίσθωμα συμφώνως τῇ ἄνω ὑπ’ ἀριθ 73618/ τῆς 10-1-40 Διαταγῆς Γενικῆς Διοικήσεως Ἡπείρου, ἐπιφυλασομένης τῆς ἐπιτροπῆς ἐν περιπτώσει ἀρνήσεως ὅρου τινός ἐνεργήσει τήν ἔξωσίν τοῦτου» (Πρ. 20/4.4.1940). Η Κοινότητα για χρήση βοσκής 1939-1940 του ενοικιαστού Λάμπρου Τσιλιγιάννη στο θερινό λιβάδι Πλατάνια – Παρέσι καθόρισε μίσθωμα 13200 δραχμές, το οποίο, όμως, η Γενική Διοίκηση Ηπείρου όρισε σε 25980 δραχμές. Λόγω άρνησης του ενδιαφερόμενου για την διαφορά η Κοινότητα καταφεύγει στον πρόεδρο πρωτοδικών διά τα περαιτέρω (Πρ. 21/17.4.1940). Το 1940 ο Λάμπρος Τσιλιγιάννης με τον αδελφό του Χρήστο ζήτησαν, με αίτησή τους, από την Κοινότητα «παράτασιν πληρωμῆς μισθώματος ἀπό 15-840 μέχρι 15-12-40» για το λιβάδι Παρέσι – Πλατάνια. Η Διοικούσα Επιτροπή απορρίπτει την αίτησή τους «γνωρίζουσα ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως τό ἀβάσιμον τῶν ἄνω ἱσχυρισμῶν καθ’ ὅσον ἡ κτηνοτροφία ἐφέτος οὗ μόνον δέν ἐσημείωσεν κρίσην ἀλλά ἀπέφερε περισσότερα κέρδη τῶν προηγουμένων ἐτῶν, ἀφ’ ἐτέρου δέ ἡ εἰρημένοι τυγχάνουσει εὔποροι κατέχοντες ἐκτός τῆς κτηνοτροφίας συμαντικήν κτηματικήν περιουσίαν ἀποτελουμένην ἐξ ἀγρῶν ἐν πραμάνταις καί πορτακαλιῶνων ἐν ἄρτη» (Πρ. 45/7.8.1940). Με την Πρ. 25/14.10.1946 εγκρίνεται ο διορισμός πληρεξουσίου δικηγόρου «διά νά παραστῆ εἰς τήν ἀνακοπήν τοῦ ἐντάλματος πληρωμῆς ἐνοικίου βοσκῆς τῆς θεοδώρας χῆρας Λαμ Τσιλιγιάννη ἐνοικιαστοῦ τοῦ Δάσους παρίση – πλατάνια καί τῶν ἀνηλίκων τέκνων κλπ». Με την Πρ. 14/25.9.1947 το Κοινοτικό Συμβούλιο Ματσουκίου «μειεῖ τό ἄνω ποσόν τῶν δρχ 1,250,000 βεβαιωθέντος εἰς βάρος Λ. Τσιλιγιάννη ἐνοικιαστοῦ τῆς χρήσεως 1946-47 εἰς δραχ 850,000 ὡς ἀχρεωστήτως δύναμει ἀποφ. πρωτοδ. ἸωαννίΗ αείμνηστη Πηλίκαινα (Αλεξάνδρα, γυναίκα του Μήτσιου Παπαδημήτρη), σε τέτοιες σκληραγωγγημένες ράχες (πλάτες) νων καί συμφώνως περί ἐνοικιοστασίου βοσκῆς Νόμου». στηρίζεται το Ματσούκι, χειροκροτήστε (Αύγ. 1968). Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
41
6. Τσιλιγιάννης Δημ. Χρήστος (1940, 1946) Από τα Πράμαντα, αδελφός του Λάμπρου. Το 1940 ζητεῖ, με τον αδελφό του Λάμπρο, «παράτασιν πληρωμῆς μισθώματος ἀπό 15-8-40 μέχρι 15-12-40» για τη θερινή βοσκή στο λιβάδι Παρέσι – Πλατάνια. Η Κοινότητα απορρίπτει το αίτημά τους, διότι και η κτηνοτροφία αυτό το έτος πήγε καλά, αλλά και οι ίδιοι κατέχουν σημαντική κτηματική περιουσία (Πρ. 45/7.8.1940). Με την από 2.8.1946 αίτησή του ο «δήθεν» ενοικιαστής του θερινού λιβαδίου Παρέσι – Πλατάνια Χρ. Τσιλιγιάννης παραπονείται «διά τό εἰς βάρος τοῦ πραγματικοῦ ἐνοικιαστοῦ ἀδελφοῦ του Λάμπρου Δ Τσιλιγιάννη, βεβαιωθέντος θερινοῦ μίσθωματος βάσει ἐνοικιοστασίου βοσκῆς καί ὅτι δέν βόσκη τό ὅλον λειβάδιον διότι ἧτο Δασομένον διά δασικῆς ἀπηγορεύσεως καί ὅτι διά δικαστικῆς ἀποφάσεως ἐχει μειωθῆ τό μίσθωμα τοῦ εν λόγῳ ἄνω λειβαδίου». Το Κοινοτικό Συμβούλιο «γνωρίζων καλῶς ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως ὅτι ὅχι [μόνον] νόμιμον καί δίκαιον ἦτο τό βεβαιωθέν μίσθωμα τοῦ ἐν λόγῳ θερινοῦ λειβαδίου ἀλλά καί ὅτι (δικαίως (διἀγραφεται μία λέξις) ὁ ἰσχυρισμός τοῦ ἄνω ἐνοικιαστοῦ εἶναι τελείως ἀβάσιμος καθ’ ὅτι κάμη χρῆσιν ὁλοκλήρου τοῦ θερινοῦ ἄνω λειβαδίου και ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν εἰσαγωμένων αἰγοπροβάτων εἶναι περίπου τῶν χιλίων καί ὡς ἑτεροδημοτης ἐάν δέν επροστατεύονταν βάσει τοῦ Νόμου περί ἐνοικιοστασίου θά ἐβεβαιώνονταν δικαίωμα βοσκῆς ὡς τῶν κατοίκων εἰς τό διπλάσιον συμφώνως τοῦ ἄρθρου 270 τοῦ ‘’Κώδικος τῆς περί Δήμων καί Κοινοτήτων Νομοθεσίας’’ ὡς μεγάλη κτηνοτροφία. ὡς καί διά τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 6224/ της 27- Ἰουλίου 1946 Δ/γῆς Σης Νομαρχίας Ἰωαννίνων ἐπροσδιορίσθη διά τούς κατοίκους Κοινότητός μας. καί ἀντί τοῦ 1,250,000 ποῦ τοῦ ἐβεβαιώθη συμφώνως τῷ Νόμῳ περί ἐνοικιοστασίου θά τοῦ ἐβεβαιώνοντάν ὡς ἑτεροδημότης τό ποσόν 2,500,000, καί δικαίως τῷ λόγῳ οἱ κατοικοι κτηνοτρόφοι τῆς Κοινότητος μας παραπονοῦνται διά τό ἐπιβληθέν εἰς αὐτοῦς δικαίωμα βοσκῆς ἀφοῦ οἱ ἐτεροδημόται ἐνοικιασταί προστατευόμενοι ὑπό τοῦ Νόμου περί ἐνοικιοστασίου πληρώνουσιν πολλά ὁλοιγότερα τῶν κατοίκων κτηνοτρόφων καί δεύτερον ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐνοικιασταί ἑτεροδημοται τῶν ἄλλων θερινῶν λειβάδιων οὐδέποτε παρηπονέθησαν διότι καλῶς γνωρίζουσιν ὅτι πληρώνουσιν πάντοτε ὁλοιγότερα τῶν κατοίκων καί ὁ ὡς ἀνω παραπονούμενος εἶναι κακῆς διαγωγῆς κτηνοτρόφος καί δικαίως εἶχεν κυριχθῆ ἐκπτωτος τοῦ δικαιώματος καί οὐδέν δικαίωμα ἑχει νά φέρεται ὡς ἐνοικιαστής τοῦ ὡς ἄνω λειβαδίου ἀλλά ὡς ἐνοικιαστής φέρεται ὁ ἀποβιώσας τό θέρος ἀδελφός του Ἀποφαίνεται Ἀπορρίπτει ὁμοφώνως τήν ἄνω αἴτησιν καί διά τούς ἐν τῷ ἰστορικῷ τῆς παρούσης λόγους καί διά γενηκοτέρους λόγους τῶν κατοίκων κτηνοτρόφων διά τό ἐπιβληθέν εἰς βάρος των δικαίωμα βοσκῆς.-» (Πρ. 31/21.12.1946). Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
42
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
7. Τσιμπίκης Δημήτριος (1937, 1940) Από την Κηπίνα. Η Διοικούσα Επιτροπή της Κοινότητας διά της Πράξεως 73/25.11.1940 ψηφίζει την πληρωμή χρέους 500 δραχμών για υπόθεση σχετική με ετεροδημότες κτηνοτρόφους. Το ιστορικό έχει ὡς εξής: «Οἱ Ἀπόστολος Τσιόκας, καί Δημήτριος Τσιμπίκης, κάτοικοι Καλαρρυτῶν, ὁφείλοντες εἰς τήν κοινοτητά μας ὡς ἑτεροδημόται δικαίωμα βοσκῆς τοῦ ἔτους 1937, ἀνέκοψαν τά ὑπ’ ἀριθ. 2.229 καί 2293. χρηματικά ἐντάλματα προσωποκρατήσεως χρήσεως 1940,
Η υπ’ αριθμ. 71/14.11.1937 Πράξη της Κοινότητας Ματσουκίου, που καθορίζει τον τρόπο χρήσης των βοσκών για το 1938-1939. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
43
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
44
Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
Το Μ α τ σ ο ύ κ ι Ι ω α ν ν ί ν ω ν 1 9 3 7 - 1 9 5 1
45
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
46
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
διά τόν ἀπό 12 ὀκτωμβρίου 1940 ἀνακοπῶν των καί ὁρισθήσες συζητήσεως διά τῶν ὑπ’ ἀριθμ. 135 καί 136 ἐγγράφων κ. εἰρηνοδίκου Καλαρρυτῶν τήν 6 Νοεμβρίου 1940, διορισθείς δι’ ὑπ’ ἀριθ. 3305 τῆς 25-10-40 ἐγγράφου Δ/ντοῦ ταμείου Τζουμέρκων, πληρεξούσιος Δικολάβος ὁ Χρῖστος Μπουνιάκος ὅστις καί παρέστη, εἰς τόν εἰρημένον Δικολάβον κατέβαλον ὡς ἐμφαίνεται ἐκ τῆς εἰρημένης ἀποδείξεώς του δρχ 500 διά τήν ἄνω αἰτίαν».
8. Τσιόκας Απόστολος (1937, 1940) Από τους Καλαρρύτες. Ιδέ αμέσως παραπάνω: 7. Τσιμπίκης Δημήτριος. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – Καλούσιος 1994: Δημήτριος Γ. Καλούσιος, Το Ματσούκι Ιωαννίνων, Ματσούκι 1994. – Οικονόμου 2010: Κώστας Ευ. Οικονόμου, Τοπωνυμικό της Κοινοτικής περιοχής Ματσουκίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2010. Ενδείξεις [ ] < - - - > Πρ. Πρακτ.
δική μου προσθήκη Καταστραμμένες τόσες περίπου λέξεις, όσες και οι παύλες Πράξη Πρακτικό
* Ο Δημήτριος Γ. Καλούσιος είναι θεολόγος, φιλόλογος, ερευνητής Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Νίκος Μάνθος*
Ιστορία, τοπογραφία και δημογραφία της (Κακο)Ραψίστας
Τ
ο παρόν κείμενο είναι περίληψη ομιλίας-προσπάθειας καταγραφής κυρίως δημογραφικών στοιχείων που αφορούν την Πλατανούσσα, παλαιότερα (Κακο)Ραψίστα, Ιωαννίνων, παλαιότερα Πρέβεζας-που δόθηκε στην Πλατανούσσα στις 12-08-2016. Το πρόθεμα Κακο- χρησιμοποιήθηκε για τη διάκριση του οικισμού από τη Ραψίστα Ιωαννίνων, σημερινή Πεδινή. Στο κείμενο, εκτός των άλλων, γίνεται προσπάθεια απάντησης στο ερώτημα αν υπήρχε στον τωρινό χώρο της Πλατανούσσας αρχαίος οικισμός, χωρίς βέβαια η ενδεχόμενη αρνητική απάντηση να αφαιρέσει κάτι από τον χαρακτήρα της Πλατανούσσας. Η Πλατανούσσα, όπως τα περισσότερα χωριά της περιοχής, έχει ιδιαίτερη φύση και ανθρώπους με ξεχωριστό χαρακτήρα. Στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης απορροής του Αράχθου υπάρχουν αρκετές παλαιότερες και αρχαίες θέσεις ανθρώπινων εγκαταστάσεων εκατέρωθεν του ποταμού. Ο ενδεχόμενος αρχαίος οικισμός στη Ραψίστα καθώς και οικισμοί σε άλλες περιοχές του Ανατολικού Ξηροβουνίου, λόγω του ανάγλυφου, ενδέχεται να είχαν συχνότερη επικοινωνία με τις εγκαταστάσεις στην ανατολική πλευρά του Αράχθου (αρχαία Αθαμανία) και σπανιότερη με εγκαταστάσεις δυτικά και βόρεια του Ξηροβουνίου (αρχαία Μολοσσία), άρα να ανήκαν στην Αθαμανία. Στην απέναντι από τη Ραψίστα όχθη του Αράχθου υπάρχουν υπολείμματα αρχαίας ακρόπολης στη θέση Τζούμα στα Γουριανά. Ενδείξεις παλαιότερων ανθρωπογενών κατασκευών στην περιοχή της Ραψίστας εμφανίστηκαν, σύμφωνα με μαρτυρίες1, κατά τη διάνοιξη του δρόμου Κέντρο-Μαχαλάς Πλατανούσσας, όπου βρέθηκαν κιβωτιόσχημοι τάφοι με αγνύθες (υφαντικά βαρίδια) και κεραμικά . Κατά την ίδια διάνοιξη βρέθηκε και βενετικό νόμισμα (μάλλον Λεόνε 80 σολδίων) που δείχνει βενετική παρουσία. Δίπλα στην πηγή Γκλάδετσος υπάρχει κιβωτιόσχημος, λαξευτός σε βράχο, τάφος πιθανόν Ελληνιστικών Χρόνων διαστάσεων 180x85x70 cm με προεξέχον «μαξιλάρι» 5 cm ψηλότερα από την επίπεδη βάση στην νότια πλευρά και προσανατολισμό από Νότο προς Βορρά. Ο Σ. Γεωργούλας2 παραθέτει μαρτυρία για την ανασκαφή παρακείμενου τάφου με όστρακα, σιδηρά κτερίσματα και ορειχάλκινο βραχιόλι. Στη θέση Κοτρόνια και νότια από την πλούσια σε νερό πηγή της Γκούρας υπάρχουν μαρτυρίες για όστρακα, ενώ έντονες (και εύλογες λόγω της πηγής) είναι οι δοξασίες ότι εκεί βρισκόταν ο παλαιός οικισμός της Ραψίστας. 1. Μαρτυρία Γεώργιος Μάνθος 2. Σωκράτης Γεωργούλας, Λαϊκές ζωγραφιές απ’ την Ήπειρο, Ιωάννινα 1968. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
48
Νίκος Μάνθος
Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για τη Ραψίστα κατά τη βυζαντινή περίοδο ούτε κατά την περίοδο του Δεσποτάτου της Ηπείρου ούτε κατά τους πρώιμους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Στην Ήπειρο και ιδιαίτερα στην ορεινή Ήπειρο οι Τούρκοι είχαν περιορισμένη δυνατότητα εφαρμογής της εξουσίας τους. Εξάλλου στα Τζουμέρκα η παραγωγή ήταν μικρή και οι δασμοί μικρότεροι. Στην πρώιμη τουρκοκρατία σε Ήπειρο-Ιόνιο κυριαρχούσε η πειρατεία, η λησταρχία, και οι Βενετοί προσπαθούσαν να αποδυναμώσουν τους Τούρκους προκαλώντας συνεχείς εξεγέρσεις των Ελλήνων. Σε αντιπερισπασμό δημιουργήθηκαν τα τούρκικα αρματολίκια, ενώ περιστασιακά αναγνωρίζονταν και οι κλέφτες και οι περιφερόμενοι Αρβανίτες που εξασκούσαν την εξουσία της σπάθας, ενώ η θρησκεία και η γλώσσα άλλαζαν ανάλογα με τα συμφέροντα. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι για την επικοινωνία των οικισμών του Ανατολικού Ξηροβουνίου με τους οικισμούς ανατολικά του Αράχθου, στην περιοχή της Ραψίστας στη θέση Παλιοδιόφυρο (Παλαιογέφυρο), υπήρχε παλαιά μονότοξη γέφυρα της οποίας ίχνη από τη δυτική βάση υπήρχαν μέχρι πριν από μισό αιώνα. Η γέφυρα ήταν παλαιότερη από τη Γέφυρα Πλάκας και κατά μαρτυρία3 κατέρρευσε από ξεριζωμένο δένδρο, που έπεσε πάνω στο τόξο της, την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Οι περισσότερες κοινές υποδομές του χωριού – εκκλησίες, νερόμυλοι, νεκροταφείο, χοροστάσι κ.λπ. - βρίσκονται κοντά στις πηγές Γκούρα και Γιαννακάρι, ενώ ο προ του 1800 οικισμός πρέπει να βρισκόταν εκατέρωθεν του ρέματος που σχημάτιζαν οι δύο πηγές και κυρίως στη βόρεια πλευρά που είναι προσήλια μέχρι την πηγή Γκλάδετσος. Η πηγή Γιαννακάρι, πριν από την κατολίσθηση του 1960, της οποίας ήταν και ένα από τα αίτια, βρισκόταν βορειότερα και χαμηλότερα (Βρύσες) της σημερινής θέσης. Χαμηλότερα υπήρχε και ο δεύτερος νερόμυλος του κεντρικού οικισμού. Οι δύο εκκλησίες που υπάρχουν και σήμερα αλλά και η τρίτη που ανακαινίσθηκε και μεγάλωσε ήταν μικρές και αντικατοπτρίζουν την ανέχεια των κατοίκων ή τον μικρό χριστιανικό πληθυσμό, αποτέλεσμα του τούρκικου νόμου που επέβαλε την Μωαμεθανική Θρησκεία στους τιμαριούχους μετά το 1635. Ως γνωστό, περίπου το 80% των Ηπειρωτών την εποχή εκείνη εξισλαμίσθηκαν. Πρέπει να αναφερθεί επίσης ότι τον 17ο αιώνα οι εξεγέρσεις, αρκετές φορές με τις ενέργειες των Βενετών, η αλλαγή αφεντικών στα παράλια της Ηπείρου, οι μετακινήσεις πληθυσμών άλλαζαν δραστικά τον πληθυσμό των χωριών της περιοχής. Η αγιογράφηση της παλαιότερης εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής έγινε το 1734, ενώ η αγιογράφηση της Γεννήσεως της Θεοτόκου που εορτάζει της Ζωοδόχου Πηγής, καθολικό της μονής Ψιάδι, αρκετά ψηλότερα από την πρώτη, το 3. Μαρτυρία Χρήστος Λ. Λαναράς από τα λεγόμενα της γιαγιάς του (Κιτσιο Λαναρέσιας) Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ιστορία, τοπογραφία και δημογραφία της (Κακο)Ραψίστας
49
17574. Η ανέγερση της τρίτης εκκλησίας –επίσης Γέννηση της Θεοτόκου – πρέπει να συνδυασθεί με την πρώτη κατολίσθηση, που είναι ορατή κοντά στη σημερινή πλατεία του χωριού. Η κατολίσθηση, όπως προκύπτει από το χρώμα των βράχων στην τομή της κατολίσθησης σήμερα, πρέπει να έγινε τον ίδιο χρόνο με την κατολίσθηση στη θέση Κοτρόνια νότια της πηγής Γκούρα. Η αγιογράφηση της Αγίας Παρασκευής (γειτονικά της κατολίσθησης) πρέπει να έγινε πριν από την κατολίσθηση, επειδή δεν θα γινόταν αγιογράφηση σε μία εκκλησία τόσο κοντά στο χώρο κατολίσθησης που ενδεχομένως σύντομα θα κατέρρεε. Μεταξύ των δύο χώρων κατολίσθησης υπήρχε διαθέσιμος χώρος για κοινές υποδομές και έτσι κτίστηκε μετά τις αναφερόμενες κατολισθήσεις η τρίτη εκκλησία στην οποία σύμφωνα με μαρτυρίες5 μόνασαν καλόγριες. Οι κατολισθήσεις πρέπει να έγιναν το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και ενδεχομένως ήταν η αιτία μείωσης του πληθυσμού της Ραψίστας, αφήνοντας όμως χώρο για τον ερχομό νέων κατοίκων στις αρχές του 19ου αιώνα. Με μελέτη των λίγων σωζόμενων πληροφοριών από το μητρώο αρρένων δεν πρέπει να ήταν στη Ραψίστα στο τέλος του 18ου αιώνα περισσότερες από 15 οικογένειες (των 8 ατόμων), ενώ στα τέλη του 17ου αιώνα θα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερες. Σε έγγραφο προς τη Βενετία το 1695 η Άρτα και τα Τζουμερκοχώρια ζήτησαν προστασία από τους Βενετούς ενάντια στον εξωμότη Μανιάτη Λυμπέρη Γερακάρη (Λυμπεράκη), που με έδρα τη Ναύπακτο βιαιοπραγούσε και λημούριαζε στην περιοχή των Τζουμέρκων. Για πληθυσμιακή σύγκριση η Ραψίστα πλήρωνε ετήσιο φόρο στους Βενετούς 15 ρεάλια, η Νισίστα (Ροδαυγή) 5, η Πράμαντα 14 και το Βουργαρέλι 256. Η Ραψίστα σύμφωνα με τον φόρο πρέπει να είχε πληθυσμό 30-40 οικογένειες. Η δραστική μείωση του πληθυσμού μέσα σε έναν αιώνα πρέπει να έγινε είτε λόγω των κατολισθήσεων είτε λόγω της πανούκλας που θέριζε εκείνη την περίοδο (στην Άρτα η πόλη έμεινε ακατοίκητη λόγω πανούκλας το 1767)7 είτε λόγω της μετακίνησης κατοίκων είτε όλων των παραπάνω λόγων. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για τις κατολισθήσεις αλλά δύο φυσικές καταστροφές έγιναν στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα: το 1794 έγιναν πλημύρες λόγω έντονων βροχοπτώσεων που είχαν σαν αποτέλεσμα πολλά σπίτια στην Άρτα να καταστραφούν, ενώ ήταν τόσο το νερό που η Γέφυρα της Άρτας στον Άραχθο σκεπάσθηκε8. Επίσης, το 1783 έγινε φονικός σεισμός 7 ρίχτερ στη Λευκάδα ιδιαίτερα αισθητός μέχρι 4. Δημήτρης Καμαρούλιας, Τα μοναστήρια της Ηπείρου, Αθήνα 1966. Συζήτηση με την αρχαιολόγο Κωνσταντίνα Ζήδρου. 5. Μαρτυρία Κώστα Κολιάκη από τα λεγόμενα της γιαγιάς του. 6. Στέφανος Φίλος, Τα Τζουμερκοχώρια, Αθήνα 2000. 7. Κ. Μέρτζιος, Άρτα, Σκουφάς, τ3, σ.343. 8. Σεραφείμ του Βυζαντίου ή Ξενόπουλου, Δοκίμιο ιστορικής τινός περιλήψεως της Άρτης και της Πρεβέζης, Αθήνα 1884. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
50
Νίκος Μάνθος
τη Βενετία. Οι κατολισθήσεις πιθανόν να συνδυάζονται με ένα από τα παραπάνω γεγονότα. Το 1803 ήρθαν9,10,11 νέοι κάτοικοι στην Πλατανούσσα με την ανάληψη από τον Γιώργο Μπότσαρη του αρματολικιού των Τζουμέρκων, παραχώρηση του Αλή Πασά (+50000 γρόσια) για διάσπαση του σουλιώτικου μετώπου Μπότσαρη-Τζαβέλα στην πολιορκία του Σουλίου. Στα Τζουμέρκα το 1799 ήρθαν 170 οικογένειες Σουλιωτών Μποτσαραίων. Το κύριο μέρος τους (περίπου 1700 άτομα) εγκαταστάθηκε στο Βουργαρέλι, ενω αρκετές οικογένειες εγκαταστάθηκαν στα υπόλοιπα Τζουμερκοχώρια μεταξύ των οποίων στη Ραψίστα. Με αυτούς ήρθαν και οι Μανθαίοι, που εργάζονταν ως μισθοφόροι των Γάλλων στη Λευκάδα, με αρκετούς Σουλιώτες και είχαν αναγκαστικά μεταναστεύσει κατά τα Ορλωφικά από την αλβανική ριβιέρα10. Οι νέοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν περιφερειακά του παλαιού οικισμού δημιουργώντας νέους οικισμούς ή εμπλουτίζοντας τους παλαιότερους (Μαχαλάς, Δάφνη, Μπουκόριο, Χέλια κ.λπ. Τα Χέλια κατολίσθησαν και εξαφανίσθηκαν το 1913 φράζοντας για μερικές ώρες τον Άραχθο). Το 1821 αναφέρεται6 (Γ. Χασιώτης 1873) από στοιχεία των μητροπόλεων Ιωαννίνων-Άρτας ότι οι κάτοικοι της Ραψίστας είναι 500 (πιθανόν περιλαμβάνονται και περιφερόμενοι Σουλιώτες που, όπως λέει ο Μαυροκορδάτος, το έχουν δίπορτο και ανταποκρίνονται με τους Τούρκους). Σε κατάστιχο των Γενικών Αρχείων του Κράτους το 1828 αναφέρονται6 25 φαμίλιες. Το 1854 ο Αραβαντινός6 αναφέρει ότι η Ραψίστα έχει 42 σπίτια και το 1884 ο Σεραφείμ Ξενόπουλος11 περίπου 100 οικογένειες. Με την αύξηση του πληθυσμού η τρίτη εκκλησία η οποία δεν είχε αγιογραφηθεί αποφασίσθηκε να γκρεμισθεί και να χτιστεί στη θέση της μία μεγαλύτερη. Αναφέρονται δύο ιστορίες12 κατά το χτίσιμό της που έγινε με αρχιμάστορα τον Γιώργο Λάμπρη περίπου το 1880 (είχε μετάσχει στην κατασκευή της Γέφυρας της Πλάκας). Όταν πήγαν να φτιάξουν τη νέα εκκλησία μετά το γκρέμισμα της παλιάς, έναν ψαλίδι (δοκάρι) από τη σκεπή, ενώ έβρεχε, έφυγε και έπεσε σε ένα τάφο στο παρακείμενο νεκροταφείο και ξέθαψε έναν νεκρό, τον Έξαρχο (που θα ήταν σίγουρα κακός!). Σύμφωνα με την δεύτερη ιστορία, ο Γιώργο Λάμπρης, για να τελειώσουν την είσοδο της εκκλησίας, σκάλισε με το καλέμι του ένα εντυπωσιακό ημικυκλικό πρέκι για τη στέψη της εισόδου από μαύρη πέτρα προερχόμενη από διπλανό ρέμα. Ενώ το πρέκι ήταν έτοιμο για τοποθέτηση, τους επισκέφθηκε ο Κωσταντή Κίτσος για «δασκαλίστικο έλεγχο ποιότητας» και εξέφρασε τον θαυμασμό με ενδεχόμενη 9. Κωσταντίνος Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Αθήνα 1869. 10. Δ. Καρατζένης, Η μάχη του Σέλτσου, Αθήνα 1970. 11. Κ. Μάνθου, Αρχαιολογία και Ιστορία της νήσου Κέας, εκδ. Λ. Μενδόνη, Αθήνα 1991. 12. Διήγηση Κ. Αναστασίου, περίπου 90 ετών Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ιστορία, τοπογραφία και δημογραφία της (Κακο)Ραψίστας
51
ζήλια «Πώς το φτιάξατε αυτό το θηρίο;!». Τακ η πέτρα κόπηκε στη μέση. «Τον πήραν στα ποδάρια» και τον έφτασαν στο Μαχαλά. Έτρεχε σαν ζαρκάδι. Κατά την τούρκικη απογραφή του 1895 (Σαλναμέ)13, η Ραψίστα, που ανήκει στον καζά του Λούρου, αναφέρεται ότι έχει 114 χανέδες με 550 άτομα. Το 1911, λίγο πριν από την απελευθέρωση, η Ραψίστα εξαγοράσθηκε από τον Τούρκο ιδιοκτήτη που ονομαζόταν Λάππας αντί αντιτίμου 3500 λιρών. Την εξαγορά πραγματοποίησε ο τελευταίος μουχτάρης του χωριού, Γιώργο Παππάς (Παπαχρήστος). Το 1913 με την απελευθέρωση, η απογραφή έδωσε 975 κατοίκους14 οι οποίοι από στοιχεία του Δημοτολογίου ανήλθαν στον μέγιστο αριθμό το 1952: 1475 κάτοικοι μοιρασμένοι σε 334 οικογένειες. Η κύρια απασχόληση των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία και η γεωργία για οικογενειακή διατροφική αυτάρκεια, παρά τα άγονα εδάφη της περιοχής. Όλες οι υπηρεσίες παρέχονταν στον οικισμό: ράφτες, ξυλουργοί, έμποροι, παντοπώλες, τσαγκάρηδες, βαρελάδες, καλατζήδες κ.λπ., ενώ κατά τα μέσα του 20ου αιώνα άρχισε δραστηριότητα στην εμπορική εκμετάλλευση των φύλλων της δάφνης της περιοχής. Σχολείο στοιχειώδους εκπαίδευσης λειτούργησε στον κεντρικό οικισμό αμέσως μετά την απελευθέρωση, ενώ λειτούργησαν για μεγάλες περιόδους αντίστοιχα σχολεία στους συνοικισμούς Μαχαλά (από το 1930) Δάφνη (από το 1952 και παραμένει σε λειτουργία) και στο Μπουκόρι (από το 1963). Η μετακίνηση των κατοίκων στις πόλεις (Αθήνα, Γιάννενα, Άρτα) οδήγησε σε μείωση του πληθυσμού της Πλατανούσσας κάτω των 500. Ανακεφαλαιώνοντας, παραμένουν μερικά ερωτήματα προς περαιτέρω διερεύνηση: Πότε έγινε (με σχετική ακρίβεια) η κατολίσθηση στη θέση Κοτρόνια και στη θέση πάνω από τη σημερινή Πλατεία του οικισμού; Γιατί δεν υπάρχει γραπτή μαρτυρία για το Παλαιογέφυρο και πότε χτίστηκε; Υπήρχε αρχαίος οικισμός κοντά στις πηγές Γκούρα και Γιαννακάρι ή κάπου αλλού στην Πλατανούσσα; Αν ναι, ανήκε στη Μολοσσία ή στην Αθαμανία;
* Ο Νίκος Μάνθος είναι φυσικός, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
13. Μιχάλης Κοκολάκης, Η τούρκικη στατιστική της Ηπείρου στο Σαλναμέ του 1895, ΕΙΕ 2003. 14. Βασίλειον της Ελλάδας, Απαρίθμησις των κατοίκων των νέων Επαρχιών της Ελλάδας, Αθήνα 1913 Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Γιάννης Σπ. Βάνας*
Η δημιουργία των ενοριών του χωριού Πράμαντα Ιωαννίνων 1 (Πράμαντα-Τσόπελα-Χριστοί)
Μ
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και της Άρτας στο ελληνικό κράτος το 1881, η τότε κυβέρνηση ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, υπό την πνευματική δικαιοδοσία του οποίου υπάγονταν οι μητροπόλεις των περιοχών αυτών, να εγκρίνει την υπαγωγή τους στο Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό από το Πατριαρχείο και το Μάιο του επόμενου έτους οι μητροπόλεις αυτές εδόθησαν στην Εκκλησία της Ελλάδος με Συνοδική Πράξη2. Η υφιστάμενη έως το 1881 Μητρόπολη Άρτης και Πρεβέζης στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διχοτομήθηκε. Το απελευθερωμένο τμήμα οριζόμενο στα δυτικά από τη ροή του Αράχθου ποταμού και ανατολικά από την προηγούμενη συνοριακή γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού, αποτέλεσε τη Μητρόπολη Άρτης και το τμήμα που παρέμεινε υπό οθωμανική κυριαρχία μέχρι το 1913 αυτή της Νικοπόλεως και Πρεβέζης. Στη νέα Μητρόπολη Άρτης εντάχθηκαν τότε και τα απελευθερωμένα τμήματα που υπάγονταν εκκλησιαστικώς στη Μητρόπολη Ιωαννίνων: 20 χωριά του τμήματος των Τζουμέρκων και 3 του τμήματος Μαλακασίου3. Ας σημειωθεί ότι τα όρια των εκκλησιαστικών περιφερειών (μητροπόλεων) δεν αντιστοιχούν απαραίτητα στις διοικητικές διαιρέσεις του χώρου από το κράτος. Έτσι στη δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Άρτης σήμερα περιλαμβάνονται τα εδάφη του Νομού Άρτας, εκτός των περιοχών πέραν του Αράχθου που υπάγονται στη Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης, και από το Νομό Ιωαννίνων οι ενορίες Πραμάντων, Τσόπελας, Χριστών, Αμπελοχωρίου, Ραφταναίων, 1. Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στους ιερείς π. Γεώργιο Αντώνη, π. Λάμπρο Γιούλη και π. Κωνσταντίνο Μήτσιο για τις χρήσιμες και πολύτιμες πληροφορίες τους κατά την εκπόνηση του συγκεκριμένου άρθρου. 2. Βλ. σχετικά Σ. Ξενόπουλος, Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης (εν Αθήναις 1884), επανέκδοση Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου Σκουφάς, Άρτα 1986, σ. 134, το κείμενο της Χειραφέτησης σσ. 296-299. Το κείμενο της Συνοδικής Πράξεως βλ. Α. Αγγελόπουλος, Ιστορία των δομών της διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος (εικοστός αιώνας), Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 169-171. 3. Βλ. Β. Ατέσης (επίσκοπος Ταλαντίου), Επίτομος επισκοπική ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τ. Α΄, Αθήναι 1948, σ. 84. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η δημιουργία των ενοριών του χωριού Πράμαν τα Ιωαν νίνων
53
Ματσουκίου και Καλαρρυτών. Οι τελευταίες ανήκουν στη Γ΄ Αρχιερατική Περιφέρεια Δυτικών Τζουμέρκων με αρχιερατικό επίτροπο τον π. Χρίστο Μακρή, εφημέριο του Ιερού Ναού Αγίας Παρασκευής Ματσουκίου Ιωαννίνων.
Β) Η ψήφιση του Νόμου 3596 «περί ενοριακών ναών» Καταρχάς, είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστεί ο όρος Ενορία και οι ιδιότητές της. Η λέξη Ενορία παράγεται από το επίθετο Ενόριος και σημαίνει τον εντός ορίων χώρο, μια καθορισμένη περιοχή ή τοπική περιφέρεια. Σήμερα, ως Ενορία υποδηλώνεται η εκκλησιαστική περιφέρεια ενός ναού, από τον οποίο αντλεί και αυτή το όνομά της, όπως και το σύνολο των ορθοδόξων πιστών που κατοικούν στην ίδια περιφέρεια και συνέρχονται για τις εκκλησιαστικές συνάξεις4. Η Ενορία αποτελεί τη βασική μορφή οργάνωσης και τον πυρήνα της ποιμαντικής και διοικητικής δομής της Εκκλησίας. Δευτερευόντως, υποδηλώνει μια συγκεκριμένη περιοχή, ακόμα και μια συνοικία ή γειτονιά. Μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους το 1830, η τυπική οργάνωση της Ενορίας απασχόλησε πολλές φορές την Πολιτεία. Το 1833, επί Όθωνα, για παράδειγμα, η ευθύνη των Ενοριών ανετέθη στους Δήμους. Το 1910 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο Νόμος 3596 «περί ενοριακών ναών και της περιουσίας αυτών, περί προσόντων εφημερίων και μισθοδοσίας αυτών» (ΦΕΚ 93/9-3-1910). Ο Νόμος αυτός, έργο του Αθανασίου Ευταξία, θεολόγου και Υπουργού των Εκκλησιαστικών, εξέφρασε την πρώτη προσπάθεια της Πολιτείας να ρυθμίσει κεφαλαιώδη ζητήματα της εκκλησίας και του κλήρου στοχεύοντας: α) στην απόδοση των κανονικών δικαιωμάτων στο λαϊκό στοιχείο για την εκλογή των εφημερίων β) στον καθορισμό των προσόντων των εφημερίων γ) στην εξασφάλιση της μισθοδοσίας του εφημερίου από το ταμείο του ναού5. Αν και ο Νόμος αυτός έθεσε τις βάσεις για την τακτοποίηση του ‘‘εφημεριακού ζητήματος’’, δεν έγινε η πρέπουσα εφαρμογή από την πλευρά της Εκκλησίας6. Ο Νόμος αυτός είχε και σημαντικές ρυθμίσεις, όπως αυτή της τυπικής διαίρεσης των πόλεων, των χωριών και των οικισμών σε ενορίες, ανάλογα με τον πληθυσμό και τον αριθμό των οικογενειών ανά περιοχή (άρθρο 9). Όλοι οι ενοριακοί ναοί της «Εν Ελλάδι Ορθοδόξου Εκκλησίας» θα αποτελούσαν στο εξής «αυτοτελή νομικά πρόσωπα», στους οποίους θα υπάγονται όλα τα εξωκκλήσια και παρεκκλήσια, πλην των ιδιωτικών, ‘‘ως εξαρτήματα αυτών, μετά ομόφωνον γνωμοδότησιν του Επισκόπου και του οικείου Δημοτικού 4. Βλ. π. Γ. Μεταλληνός, «Ενορία», εισαγωγικό σημείωμα, Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος 2010, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2009. 5. Α. Αλιβιζάτος, Οι Ιεροί Κανόνες και οι Εκκλησιαστικοί Νόμοι, Αθήναι 1949, σ. 642. 6. Στο ίδιο. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
54
Γι ά ν ν η ς Σ π . Β ά ν α ς
Συμβουλίου, και εν διαφωνία αυτών κατ’ απόφασιν του Υπουργού των Εκκλησιαστικών’’(άρθρο 1). Σχετική επεξεργασία του Νόμου έγινε το 1923, ενώ ακολούθησαν πολλές τροποποιήσεις και κωδικοποιήσεις του με κυριότερη αυτή του Α.Ν. 1.2.1940 υπ. αριθ. 2.200/1940 «Περί ιερών ναών και εφημερίων» (ΦΕΚ 42/1-2-1940). Σημαντική τομή πραγματοποίησε ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/27-5-1977, ΦΕΚ 146/31-5-1977) στα άρθρα 36.1-38.2 ‘‘Περί της ενοριακής οργανώσεως’’. Συγκεκριμένα, η ενορία ‘‘μετά του ενοριακού ναού’’ είναι ‘‘βασική μονάς οργανώσεως του εκκλησιαστικού βίου’’ και ‘‘Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου’’ (άρθρο 36). Επίσης ορίζονται τα ζητήματα περί εφημερίων και της μισθοδοσίας τους (άρθρα 37-38). Το 1979 εξεδόθη ο Κανονισμός υπ’ αριθ. 8 που διέπει έκτοτε το ενοριακό καθεστώς της Εκκλησίας της Ελλάδος με τον τίτλο: ‘‘Περί Ιερών Ναών και Ενοριών’’ (ΦΕΚ 1 /5-1-1979).
Γ) Η ίδρυση ενοριών στον Δήμο Πραμάντων Ο Νόμος του 1910 δεν εφαρμόστηκε αμέσως σε όλη την επικράτεια παρά μόνο στις πόλεις των οποίων ο πληθυσμός υπερέβαινε τους 3000 κατοίκους. Στις πόλεις, όπου ο πληθυσμός δεν υπερέβαινε τον αριθμό αυτό, ο Νόμος δεν ετέθη σε εφαρμογή, σύμφωνα με το Β.Δ. 29-12-1910 (ΦΕΚ 3 /4-1-1911). Στις περιοχές όπου δεν εφαρμόστηκε ο Νόμος, περιλαμβανόταν και αυτή της Άρτας, η οποία είχε απελευθερωθεί και ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος το 1881. Ο Νομός Άρτας αποτελούνταν τότε από οκτώ δήμους από τους οποίους οι τέσσερις κάλυπταν την περιοχή των Τζουμέρκων: Αγνάντων, Θεοδωρίας, Καλαρρυτών και Πραμάντων (Β.Δ. 31-3-1883 ΦΕΚ 126/2-4-1883). Ο Δήμος Πραμάντων αποτελείτο από τους Μελισσουργούς και τα Πράμαντα, χωριό το οποίο ήταν και η έδρα του. Τελικά, ο Νόμος εφαρμόστηκε στις περιοχές αυτές, όπως και σε αυτή των Τζουμέρκων, βάσει του Β.Δ. 29 -7-1911 (ΦΕΚ 209/4-8-1911). Ο Δήμος Πραμάντων περιλαμβανόταν στο εν λόγω Διάταγμα, καθώς στην τελευταία απογραφή του 1907 ο πληθυσμός του ανερχόταν σε 3800 κατοίκους, ήτοι στα Πράμαντα 2402 και τους Μελισσουργούς 13987. Η ίδρυση των ενοριών των χωριών του Δήμου αυτού έγινε βάσει του Β.Δ. 31-10-1911 (ΦΕΚ 318/18-111911). Ειδικότερα στα Πράμαντα δημιουργήθηκαν δυο ενορίες: της Αγίας Παρασκευής και της Ευαγγελίστριας και στους Μελισσουργούς μία, αυτή του Αγίου Νικολάου. Ο ενοριακός ναός της Αγίας Παρασκευής Πραμάντων κτίστηκε στη θέση 7. Βλ. Υπουργείο Εσωτερικών, Στατιστικά αποτελέσματα της γενικής απογραφής του πληθυσμού κατά την 27 Οκτωβρίου 1907, Αθήναι 1909, σ. 418. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η δημιουργία των ενοριών του χωριού Πράμαν τα Ιωαν νίνων
55
όπου παλαιότερα βρισκόταν μικρή εκκλησία της Αγίας. Θεμελιώθηκε το 1890 από τον ιερέα του χωριού π. Γεώργιο Κοντοδήμα και ολοκληρώθηκε με βασικές ελλείψεις το 1911 με εισφορές και προσωπική εργασία των κατοίκων του χωριού8. Ο ναός είναι βασιλικού ρυθμού με τρούλο, τρίκλιτος και πλακοσκεπής, δείγμα της τέχνης των Πραμαντιωτών μαστόρων. Στην ενορία Πραμάντων, βάσει του ίδιου διατάγματος, υπήχθησαν και οι υπόλοιποι ναοί του χωριού, όπως και τα εξωκκλήσια των οικισμών: Χριστοί, Αγία Τριάδα, Φράξος, Λεβέντιστα, Σφίντζος, Σβάρα, Συγγενά και το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Εκτός από το διάταγμα, όπου αναφέρονται αναλυτικά οι ναοί αυτοί, ειδική μνεία κάνει και ο Σεραφείμ Ξενόπουλος, μητροπολίτης Άρτης: «Πράμαντα, [...] Το χωρίον τούτο περιέχει οικογενείας 530, εποπτευομένας υπό 4 εγχωρίων ιερέων και εκκλησιαζομένας εν τοις Ναοίς αγίας Παρασκευής, αγίου Νικολάου, αγίας Κυριακής και αγίου Γεωργίου· ομοίως και εις τα εξωκκλήσια 4: της Κοιμ. Της Θεοτόκου, 4: του προφήτου Ηλιού, αγίου Νικολάου, αγίου Κωνσταντίνου, αγίας Μαρίνης, αγίου Χριστοφόρου, αγίας Τριάδος και της αγίας Παρασκευής. [...] Πλησίον του χωρίου επί λόφου κείται η άλλοτε μεν παρεκκλήσιον, νυν δε νεόκτιστος Ιερά Μονή επ’ ονόματι της αγίας Παρασκευής, οικοδομηθείσα δαπάνη του Ιερομονάχου Διονυσίου Θεοδώρου Νούτζου εν έτει 1878. Περί την ευάερον ταύτην χώραν υπήρχον ποτέ τρία χωρία, προ πολλού μεν κατεστραμμένα, συμπεριλαμβανόμενα δε ήδη εις την χώραν και καλούμενα υπό των εγχωρίων το μεν Χριστός, όπου υπάρχουσι και ερείπια αρχαιοτάτης Μονής· το δε Λουβένιστα, όπου σώζεται ιερός ναός του αγίου Χριστοφόρου· το δε Συγγενά, έχον και ναόν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, καλούμενον υπό των εγχωρίων Ασπροκκλησιά»9. Ο έτερος ενοριακός ναός των Πραμάντων είναι αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, γνωστός και ως Αγία Ευαγγελίστρια που βρίσκεται βόρεια της Τσόπελας. Κτίστηκε το 1907 ‘‘ΥΠΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΟΣ ΙΩ. Χ. ΤΖΑΧΡΗΣΤΑ’’, σύμφωνα με την επιγραφή που βρίσκεται στο υπέρθυρο της εισόδου του ναού. Σύμφωνα με μαρτυρίες, η εκκλησία αυτή κτίστηκε στη θέση μικρής εκκλησίας όπου στον περίβολό της υπήρχε νεκροταφείο. Στη συγκεκριμένη ενορία υπήχθησαν και οι ναοί του Αγίου Κωνσταντίνου του Σφίτζου, όπου υπήρχε το νεκροταφείο της Τσόπελας και των γύρω οικισμών και της Ευαγγελίστριας της Μπόρσιας10. Η ενορία αυτή κάλυπτε τις λατρευτικές ανάγκες των κατοίκων 8. Για το ναό Βλ. σχετικά Πράμαντα Τζουμέρκων Ιωαννίνων, Αδελφότητα Πραμαντιωτών Αθηνών «Η Αγία Παρασκευή», Αθήνα 1977, σσ. 70-73· Ν. Παπαθεοδώρου, Τοπωνυμικό Πραμάντων, έκδοση Συλλόγου Πραμαντιωτών Ιωαννίνων, Γιάννινα 1999, σσ. 205-207. 9. Σ. Ξενόπουλος, ό. π. , σ. 25. 10. Το εκκλησάκι βρίσκεται νοτιοανατολικά των Χριστών, στην τοποθεσία ‘‘Τατσαίικα’’, στην Μπόρσια, εντός έκτασης η οποία κάποτε ανήκε στο μη σωζόμενο πια μοναστήρι των Χριστών Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
56
Γι ά ν ν η ς Σ π . Β ά ν α ς
της Τσόπελας, η οποία τότε βρισκόταν κοντά στην αριστερή όχθη του Μελισσουργιώτη, αλλά και των γύρω μικρότερων οικισμών, όπως Σφίτζος, Ξηρικά, Γρηγόρια, Τσακτσιραίικα, Κήποι και Μπόρσια.
Δ) Η συγχώνευση των δυο ενοριών του τέως Δήμου Πραμάντων11 Η ενορία της Ευαγγελίστριας συγχωνεύτηκε με αυτήν των Πραμάντων, σύμφωνα με το Π.Δ. 11-3-1929 (ΦΕΚ 101/14-3-1929). Όπως φαίνεται στο Διάταγμα, το Μητροπολιτικό Συμβούλιο Άρτης γνωμοδότησε θετικά κατόπιν αίτησης ‘‘των κατοίκων του χωρίου Τσοπέλης-Χρηστών’’ και της σχετικής γνωμοδότησης ‘‘του οικείου κοινοτικού συμβουλίου’’. Ο κυριότερος λόγος της συγχώνευσης αυτής είναι ίσως η έλλειψη χρηματικών πόρων της άλλοτε ενορίας Τσόπελας-Χριστών για τη μισθοδοσία του εφημερίου της, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν.Δ. 17-12-1923 «περί ενοριακών ναών και εφημερίων»12 (ΦΕΚ 382/28-12-1923), κάτι που λαμβάνεται υπόψη στο διάταγμα. Παρ’ όλα αυτά, ο ναός της Ευαγγελίστριας εξακολουθούσε να λειτουργεί, καθώς διάφοροι ιερείς, όπως αυτοί των Πραμάντων, οι οποίοι κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου έφταναν τουλάχιστον τους πέντε13, εξυπηρετούσαν τον και τώρα στο μοναστήρι της Βύλιζας. Όταν υπήρχαν μοναχοί, η έκταση καλλιεργούνταν, ενώ ένα μέρος με δέντρα ήταν βοσκήσιμο και νοικιαζόταν. Είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου και είναι γνωστό ως Αγία Ευαγγελίστρια, αλλά και ως Μετόχι. Βλ. σχετικά Δ. Καλούσιος, Η Βύλιζα, Ιωάννινα 1992, σσ. 121 κ.ε, όπως επίσης και Ν. Παπαθεοδώρου, ό. π. , σσ. 68-73. 11. Ο Δήμος Πραμάντων, όπως και οι υπόλοιποι δήμοι των Τζουμέρκων καταργήθηκε βάσει του Νόμου ΔΝΖ΄ (4057) «περί συστάσεως δήμων και κοινοτήτων» (ΦΕΚ 58/14-2-1912). Τα Πράμαντα, καθώς και τα χωριά των οποίων ο πληθυσμός ανερχόταν τουλάχιστον στους 300 κατοίκους, αναγνωρίστηκαν ως κοινότητες. Για την αναγνώριση των δήμων και κοινοτήτων του Νομού Άρτας βλ. Β.Δ. 19-8-1912 (ΦΕΚ 254/25-8-1912). 12. Συγκεκριμένα το απόσπασμα του άρθρου αυτού έχει ως εξής: «Πλείονες ενορίαι, μη δυνάμεναι να συντηρήσωσιν ίδιον εφημέριον, δύνανται, εφόσον απέχουσιν αλλήλων πλέον της ημισείας ώρας, να συμπτυχθώσιν εις μίαν ενορίαν κατ’ απόφασιν του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, εκδιδομένην μετά σύμφωνον γνώμην του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, διά Β. διατάγματος». 13. Ιερείς των Πραμάντων κατά τη περίοδο του Μεσοπολέμου ήταν οι Νικόλαος Μάργαρης (Παπανικόλας), Αναστάσιος Μάργαρης (Παπαναστάσης), Χρίστος Παπαχρήστος, Παναγιώτης Παπακώστας (Παπαπάνος) και Νικόλαος Αναστ. Μάργαρης. Ο τελευταίος ο οποίος χειροτονήθηκε το 1914 τοποθετήθηκε εφημέριος στο Ματσούκι όπου παρέμεινε μέχρι το 1925, οπότε και μετατέθηκε στην ενορία της Ευαγγελίστριας. Αργότερα μετατέθηκε στην ενορία Πραμάντων, όπου διακόνησε μέχρι το θάνατό του το 1945. Βλ. Δ. Καλούσιος, Το Ματσούκι Ιωαννίνων, τ. Α΄ (ιστορικά), Ματσούκι 1994, σ. 335. Για τους ανωτέρω ιερείς βλ. Πράμαντα Τζουμέρκων Ιωαννίνων, κ.λπ., σσ. 88-89. Κατά τη περίοδο μετά τον πόλεμο έως και σήμερα εφημέριοι του χωριού είναι οι: Χρ. Καράμπαλης (από Κουκούλια, κατά τη περίοδο του πολέμου της κατοχής), Γεώργιος Χουλιάρας (από Λεπιανά), Γεώργιος Νικολός (από Άγναντα), Γεώργιος Λάμπρης (ΠαπακεφάΤζουμερκιώτικα Χρονικά
Η δημιουργία των ενοριών του χωριού Πράμαν τα Ιωαν νίνων
57
οικισμό, όπως επίσης και οι Ιερομόναχοι Ιερόθεος Σμύρης του μοναστηριού της Αγίας Παρασκευής και Αρσένιος Φελέκης των Εισοδίων της Θεοτόκου των Μελισσουργών. Το ίδιο προφανώς συνέβαινε και με την Αγία Παρασκευή Χριστών, όπως επίσης και τους υπόλοιπους ναούς του χωριού και των συνοικισμών. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι ο κάθε ιερέας είχε υπό τη δικαιοδοσία του μια συγκεκριμένη συνοικία (μαχαλά) ενώ ο μισθός του καταβαλλόταν πολλές φορές σε είδος και όχι σε χρήμα14. Αυτή η πρακτική ήταν συνήθης πριν από τον πόλεμο του 1940 λόγω των χαμηλών μισθών και ήταν το λεγόμενο ‘‘παπαδικό’’, το οποίο ήταν η καταβολή του μισθού του ιερέα σε είδος, κυρίως μερικά κιλά σιτάρι ή καλαμπόκι, τα οποία έδινε η κάθε οικογένεια μετά τη συγκέντρωση της ετήσιας σοδειάς τους φθινοπωρινούς μήνες. Επιπλέον, οι ιερείς έπαιρναν τα λεγόμενα ‘‘τυχερά’’, επιπλέον χρήματα για τις διάφορες ιεροτελεστίες, όπως γάμοι, βαπτίσεις, αγιασμοί και μνημόσυνα, τα οποία ήταν νόμιμα βάσει του Νόμου του 1910 (άρθρο 21). Τέλος, αρκετοί ιερείς ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται εξασκώντας διάφορα επαγγέλματα για τη συμπλήρωση του οικογενειακού τους εισοδήματος.
Ε) Η ίδρυση της ενορίας Τσόπελας-Χριστών-Φράξου Το 1957 ιδρύθηκε ξεχωριστή ενορία των συνοικισμών Τσόπελας-ΧριστώνΦράξου, σύμφωνα με το Β.Δ. 30-6-1957 (ΦΕΚ 146/9-8-1957). Ενοριακός ναός της νέας αυτής ενορίας ορίστηκε αυτός της Αγίας Παρασκευής Χριστών. Πρόκειται για την παλαιότερη εκκλησία του συνοικισμού, ακόμα και των Πραμάντων, η οποία, όπως λέγεται, κτίστηκε τρεις φορές15. Δίπλα ακριβώς από το ναό βρίσκεται το μικρό νεκροταφείο του οικισμού. Εφημέριος τοποθετήθηκε ο π. Γεώργιος Αρ. Λάμπρης (Κεφάλας) ο οποίος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στις 28 Φεβρουαρίου 195816. Στην ενορία αυτή θα παραμείνει μέχρι το 1976, οπότε λας), Δημήτριος Γιαννηρίζος, Λεωνίδας Καραβάτσος (από Νεοχωράκι Άρτας) και Αντώνιος Χάλαρης (από Σαντορίνη, γαμπρός στους Κτιστάδες). Κατά τα διαστήματα που η θέση εφημερίου έμενε κενή, το χωριό εξυπηρετείτο από ιερείς γειτονικών χωριών ή εφημέριους άλλων ενοριών της Μητρόπολης. 14. Αρχικά ο μισθός των ιερέων διαμορφωνόταν ανάλογα με τον πληθυσμό των κατοίκων των πόλεων/χωριών, προερχόταν από τους πόρους των ενοριακών ναών, και ήταν ανάλογος με τα προσόντα τους (Νόμος 3596/1910, άρθρα 14-16, 21-22). Στη συνέχεια, ο μισθός διαμορφώθηκε ανάλογα με τη μισθολογική κατηγορία όπου κατατασσόταν ο κάθε εφημέριος, η οποία εξομοιωνόταν με την αντίστοιχη των δημοσίων υπαλλήλων (Α. Ν. 1369/1938 ΦΕΚ 317/10-9-1938, άρθρα 66 και 79, εδάφιο 1). Το ίδιο συνέβη και αργότερα με διάφορες τροποποιήσεις και βελτιώσεις (Α.Ν. 536/1945 ΦΕΚ 226/5-9-1945, Ν.Δ. 4538/1966 ΦΕΚ 167/31-8-1966). 15. Ν. Παπαθεοδώρου, ό. π. , σ. 207. 16. Βλ. το σχετικό βιογραφικό σημείωμα-νεκρολογία του εν λόγω ιερέα, που έγραψε ο αδερφός του Δημήτριος Αρ. Λάμπρης με αφορμή το θάνατό του τις 19/10/2000: Εφ. «Πράμαντα», Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2000, αρ. φ. 35. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
58
Γι ά ν ν η ς Σ π . Β ά ν α ς
και θα μετατεθεί στην Αγία Παρασκευή Πραμάντων, όπου θα ιερουργεί μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1993. Λόγω του ότι η συγκεκριμένη ενορία αποτελούνταν από τρεις συνοικισμούς και ισάριθμους ναούς: (Αγία Παρασκευή Χριστών, Αγία Ευαγγελίστρια Τσόπελας, Αγία Μαρίνα Φράξου), εκτός από τον παπα-Κεφάλα, την εξυπηρετούσαν εκ περιτροπής και άλλοι ιερείς. Αυτοί ήσαν οι Γεώργιος Νικολός και Γεώργιος Χουλιάρας, εφημέριοι των Πραμάντων, Χρίστος Γιαννούλας εφημέριος του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος του Παλαιοχωρίου Αγνάντων, Δημήτριος Τσιάρας, εφημέριος των Ταξιαρχών των Φράστων Αγνάντων, και Στέφανος Βελής από το Γλυκόριζο Άρτας, εφημέριος του Αγίου Νικολάου Καλαρρυτών για αρκετά χρόνια17. Η ενορία ουσιαστικά καταργήθηκε με την ίδρυση δυο ξεχωριστών ενοριών της Τσόπελας και των Χριστών. Αντίθετα, ο συνοικισμός του Φράξου εγκαταλείφθηκε, λόγω της μετακίνησης των κατοίκων του στα Πράμαντα και στα αστικά κέντρα, εξαιτίας του καταστρεπτικού σεισμού του 1967. Ο ναός της Αγίας Μαρίνας λειτουργεί πλέον μια φορά τον χρόνο, την ημέρα της εορτής της, στις 17 Ιουλίου.
Στ) Η ίδρυση ίδιων ενοριών Τσόπελας και Χριστών Το 1951, λόγω κατολίσθησης, οι κάτοικοι της Τσόπελας άρχισαν να μετακινούνται σταδιακά στη σημερινή θέση του οικισμού, η οποία μέχρι τότε λεγόταν ‘‘Κάτω Φτέρη’’18. Το 1953 κτίστηκε η πρώτη κατοικία του Θανασούλα Τσίρκα και στη συνέχεια 43 οικίες, το Σχολείο και το Πνευματικό Κέντρο. Ταυτόχρονα οι κάτοικοι άρχισαν να συγκεντρώνουν χρήματα και υλικά για την ανέγερση του ναού του νέου αυτού οικισμού. Ο ναός, αφιερωμένος στον Απόστολο Θωμά, κτίστηκε όχι μόνο με τις εισφορές και την προσωπική εργασία των Τσοπελιωτών, αλλά και με χρήματα που διέθεσαν αρκετοί Πραμαντιώτες. Το 1965 έφτασε στη στρώση των παραθύρων κα το 1967 περατώθηκαν οι τοίχοι. Λόγω όμως του καταστρεπτικού σεισμού εκείνης της χρονιάς, οι νωποί τοίχοι υπέστησαν ρωγμές και κατεδαφίστηκαν. Έτσι κτίστηκε εκ νέου ο ναός, που ολοκληρώθηκε το 1974, και το Πάσχα του ίδιου έτους έγιναν τα εγκαίνια19. Ο ναός ορίστηκε ως ενοριακός του συνοικισμού με το Π.Δ. 9-11-1976 (ΦΕΚ 17. Ορισμένοι από αυτούς, όπως επίσης και ο παπα-Κεφάλας, εξυπηρετούσαν και άλλες ενορίες, όπως αυτές των χωριών Καλαρρύτες, Ματσούκι και Μελισσουργοί ελλείψει εφημερίων. Αργότερα στα συγκεκριμένα χωριά χειροτονήθηκαν και τοποθετήθηκαν νέοι εφημέριοι: στους Καλαρρύτες ο π. Βασίλειος Τάτσης από τους Χριστούς, στο Ματσούκι ο π. Γεώργιος Αντώνης από τους Χριστούς επίσης, και τους Μελισσουργούς ο π. Γρηγόριος Καλοκαίρης, καταγόμενος από το συγκεκριμένο χωριό. 18. Βλ. Ν. Παπαθεοδώρου, ό. π. , σ. 265. 19. Πράμαντα Τζουμέρκων Ιωαννίνων, κ.λπ., σ. 77. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η δημιουργία των ενοριών του χωριού Πράμαν τα Ιωαν νίνων
59
304/12-11-1976). Εφημέριος τοποθετήθηκε ο π. Λάμπρος Γιούλης, μόνιμος κάτοικος του οικισμού, ο οποίος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στις 8 Απριλίου 1978 και παρέμεινε μέχρι και τη συνταξιοδότησή του. Σήμερα η θέση εφημερίου του οικισμού είναι κενή και ο οικισμός εξυπηρετείται από τον εφημέριο των Πραμάντων. Ο παλαιός ενοριακός ναός της Ευαγγελίστριας έχει μετατραπεί πλέον σε παρεκκλήσι και σπάνια λειτουργεί. Όσον αφορά τους Χριστούς, οι κάτοικοι του συνοικισμού αυτού αποφάσισαν την ανέγερση νέου ναού για την κάλυψη των λατρευτικών αναγκών τους, καθώς ο πληθυσμός αυξανόταν σταδιακά με την εγκατάσταση οικογενειών από γειτονικούς μικροοικισμούς. Επιλέχθηκε η θέση ‘‘Παλιομονάστηρο’’, ένας λόφος από πουρνάρια κοντά στην κεντρική πλατεία του συνοικισμού, για το κτίσιμο της εκκλησίας. Η εκσκαφή των θεμελίων πραγματοποιήθηκε κατά το διάστημα 1955-1957 και κατά τη διάρκεια αυτής ανακαλύφθηκαν υπολείμματα από πέτρες και τάφοι, ομαδικοί και ατομικοί, σκεπασμένοι με μαύρες πλάκες. Πολλοί από τους τάφους αυτούς ανήκαν σε άτομα νεαρής ηλικίας, τα οποία είτε έπεσαν θύματα επιδρομής είτε πέθαναν από επιδημικές ασθένειες. Λέγεται ότι στη θέση αυτή υπήρχε μοναστήρι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, μετόχι κάποιας μονής του Αγίου Όρους, του οποίου οι μοναχοί, μια φορά και έναν καιρό, έφυγαν και έκτισαν το μοναστήρι της Βύλιζας του χωριού Ματσούκι Ιωαννίνων20. Οι εργασίες ανέγερσης του νέου ναού, ο οποίος αφιερώθηκε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ολοκληρώθηκαν το 1959 με εισφορές, ειδικό έρανο και προσωπική εργασία όλων των κατοίκων του συνοικισμού. Σύμφωνα με το Π.Δ. 15-9-1978 (ΦΕΚ 159/ 26-9-1978), ορίστηκε ενοριακός του συνοικισμού αντί του μέχρι τότε ναού της Αγίας Παρασκευής, ο οποίος λειτουργεί ανήμερα της εορτής της, στις 26 Ιουλίου. Ο νέος ναός εγκαινιάστηκε το 1994 και εφημέριός του ορίστηκε το 1977 ο π. Κωνσταντίνος Μήτσιος21 – παίρνοντας μετάθεση από το Ματσούκι όπου υπηρετούσε από το 1964 που είναι και το έτος της χειροτονίας του – ο οποίος κατάγεται από 20. Ο λόγος, που είναι πιθανόν να ώθησε τους μοναχούς να εγκαταλείψουν το μοναστήρι ήταν το ότι αυτό βρισκόταν σε στρατηγικής σημασίας θέση, κάτι που έδινε τη δυνατότητα σε ξένους εισβολείς ή ληστές να το λεηλατούν. Οι μοναχοί μετακινήθηκαν αρχικά στη θέση ‘‘Κοντρί’’ Χριστών και στη συνέχεια στο δάσος του Ματσουκίου ‘‘Χελιμόδι’’ με σκοπό το κτίσιμο νέου μοναστηριού. Λόγω όμως της ακαταλληλότητας του εδάφους στο ‘‘Κοντρί’’ και της θέσης στο ‘‘Χελιμόδι” μετακινήθηκαν στη ‘‘Βύλιζα’’, όπου έκτισαν το σημερινό μοναστήρι. Λέγεται ότι, όταν βρίσκονταν στο Χελιμόδι, είδαν τη νύχτα απέναντι στη ‘‘Βύλιζα’’ φως που το θεώρησαν θεϊκό σημάδι για το κτίσιμο του μοναστηριού στη θέση αυτή. Βλ. Δ. Καλούσιος, ό. π. , σσ. 28-29, όπως επίσης Ν. Παπαθεοδώρου, ό. π. , σσ. 68-69, 86, 89-90 και Πράμαντα Τζουμέρκων Ιωαννίνων, κ.λπ., σ. 92. 21. Ο π. Κωνσταντίνος Μήτσιος εξακολούθησε να εξυπηρετεί το Ματσούκι έως τη 4-1-1980, οπότε και μετατέθηκε οριστικά στους Χριστούς καθώς ο διάδοχός του, π. Γεώργιος Αντώνης έλειπε λόγω σπουδών. Δ. Καλούσιος, Το Ματσούκι Ιωαννίνων, ό. π. , τ. Α΄, σ. 338. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
60
Γι ά ν ν η ς Σ π . Β ά ν α ς
την Τσόπελα, είναι μόνιμος κάτοικος Χριστών και ιερούργησε έως τη συνταξιοδότησή του το 2002. Τον διαδέχθηκε ο π. Γεώργιος Αντώνης, μόνιμος επίσης κάτοικος των Χριστών ο οποίος μέχρι τότε ήταν εφημέριος του Ματσουκίου. Την ενορία των Χριστών την εξυπηρετεί και σήμερα ο παπα-Γιώργης ως συνταξιούχος πλέον.
Τα διατάγματα ίδρυσης των ενοριών του χωριού Πράμαντα Ιωαννίνων (Β.Δ. 31-10-1911 ΦΕΚ 318/18-11-1911, τ. Α΄) Περί ορισμού των ενοριών των χωρίων του δήμου Πραμάντων. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ Έχοντες υπ’ όψει: 1) το 9ον άρθρον του ΓΦ4ς’ νόμου περί ενοριακών ναών και της περιουσίας αυτών κλπ., 2) το προς εκτέλεσιν αυτού Ημέτερον διάταγμα της 29 Ιουλίου 1911, και 3) την υπ’ αριθ. 3155 ε. έ. πρότασιν του Νομάρχου Ἂρτης, στηριζομένην, α’) εις τα υπό στοιχ. ΚΑ’ και Κ’ της 1 Σεπτεμβρίου ε. έτους ψηφίσματα του δημοτικού συμβουλίου του δήμου Πραμάντων και β’) εις την μετ’ αυτά υπ’ αριθ. 1531 ε. έ. συμβουλευτικὴν γνωμοδότησιν του Σ. Αρχιεπισκόπου Άρτης· Προτάσει του Ημετέρου επὶ των Ἐκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Υπουργού, διατάσσομεν τάδε· Αι ενορίαι των χωρίων του δήμου Πραμάντων καθορίζονται ως εξής· 1) των Πραμάντων εις δυο α’) την της Αγίας Παρασκευής, εις ήν υπάγονται και τα εξωκκλήσια της περιφερείας Πραμάντης Παναγία, της συνοικίας Μετόχι, Κρυωτών, Αγίας Τριάδος, Αγίου Νικολάου, της συνοικίας Σφίντζου, των τεσσάρων Προφήτου Ηλιού, δυο Αγίου Δημητρίου, Αγίου Βασιλείου, Αγ. Μαρίνης, Αγίου Χριστοφόρου, Αγίου Γεωργίου του Νεκροταφείου, Αγ. Κυριακής και Αγ. Παρασκευής Μονυδρίου, β’) την της Ευαγγελιστρίας, εις ην υπάγονται και τα εξωκκλήσια Αγ. Κωνσταντίνος, της συνοικίας Σφίντζου και Παναγία, η επικαλουμένη Λέου, της συνοικίας Μπατπίκι, 2) του χωρίου Μελισσουργών εις μίαν, την του Αγ. Νικολάου, εις ήν υπάγονται και τα εξωκκλήσια Προφήτης Ηλίας, Αγία Παρασκευή, Άγιος Μάρκος και Κοίμησις της Θεοτόκου, το επικαλούμενον Παναγία. Εις τον αυτόν Ημέτερον Υπουργόν ανατίθεται η δημοσίευσις και η εκτέλεσις του παρόντος διατάγματος. Εν Αθήναις τη 31 Οκτωβρίου 1911. Εν ονόματι του Βασιλέως Ο Αντιβασιλεύς Ο Υπουργός ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΑΠ. Γ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η δημιουργία των ενοριών του χωριού Πράμαν τα Ιωαν νίνων
61
(Π.Δ. 11-3-1929 ΦΕΚ 101/14-3-1929, τ. Α΄) Περί συμπτύξεως ενοριών του τέως δήμου Πραμάντων. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Έχοντες υπ’ όψει 1) τα άρθρα 3, 7, 8 και 99 του από 17 Δεκεμβρίου 1923 Ν.Δ. «περί ενοριακών ναών και εφημερίων» και 2) την υπ’ αριθ. 103 ε. έ. γνώμην του Μητροπολιτικού Συμβουλίου Άρτης στηριζομένην εις την αίτησιν των κατοίκων του χωρίου Τσοπέλης-Χρηστών και την γνωμοδότησιν του οικείου Κοινοτικού Συμβουλίου κατά πρότασιν του επί της Παιδείας και των Θρησκευμάτων Υπουργού, διατάσσομεν τάδε: Η ενορία του εν Τσοπέλης-Χρηστών Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας, του τέως Δήμου Πραμάντων, συμπτύσσεται εις την ενορίαν του εν Πραμάντῃ Ιερού Ναού της Αγίας Παρασκευής. Εις τον αυτόν Υπουργόν της Παιδείας και των Θρησκευμάτων ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Διατάγματος. Εν Αθήναις τη 11 Μαρτίου 1929. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ΠΑΥΛΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ Ο επί της Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργός Κ. Γόντικας
(Β.Δ. 30-6-1957 ΦΕΚ 146/9-8-1957, τ. Α΄) Περί ιδρύσεως ιδίας ενορίας διά τους Συνοικισμούς «Τσόπελαν-Χρηστούς-Φράξον» Άρτης. ΠΑΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ Έχοντες υπ’ όψιν τας διατάξεις των άρθρων 3, 10 και 11 του υπ’ αριθ. 2200 )1940 Α.Ν. «περί Ιερών Ναών και Εφημερίων» εν συνδυασμώ προς το άρθρον 4 παράγραφος 1 του υπ’ αριθ. 979) 1942 Νομοθετικού Διατάγματος ως και την σύμφωνον γνώμην του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης, προτάσει του επί της Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Ιδρύομεν ιδίαν ενορίαν διά τους τρεις Συνοικισμούς Τσόπελαν, Χρηστούς, Φράξον υπό ενοριακόν Ναὸν τον της Αγίας Παρασκευής του Συνοικισμού Χρηστών της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
62
Γι ά ν ν η ς Σ π . Β ά ν α ς
Εις τον αυτόν επί της Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Διατάγματος. Εν Αθήναις τη 30 Ιουνίου 1957 ΠΑΥΛΟΣ B. Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΘΝ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚ/ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΟΣ Α. ΓΕΡΟΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
(Π.Δ. 9-11-1976 ΦΕΚ 304/12-11-1976, τ. Α΄) ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 835 Περί ιδρύσεως Ι. Ενοριακών Ναών εν τη Ιερά Μητροπόλει Άρτης. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Έχοντες υπ’ όψει: Τας διατάξεις 1) της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 87/1974 (ΦΕΚ 278/1974 τ. Α΄), 2) των άρθρων 3 και 9 (παρ. 1 και 3) του υπ’ αριθμ. 2/1969 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΦΕΚ 193/1970 τ. Α’), 3) την γνώμην του Μητροπολίτου Άρτης διαλαμβανομένην εν τω υπ’ αριθμ. 683/1.6.1976, 4) τας υπ’ αριθμ. [...] ζ) 6/1976 Κοινότητος Πραμάντων [...] γνωμοδοτήσεις των Κοινοτικών Συμβουλίων αυτών, 5) την υπ’ αριθμ. 797/14.10.1976 γνώμην του Συμβουλίου της Επικρατείας προτάσει του ημετέρου επί της Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργού αποφασίζομεν: Ιδρύονται οι κάτωθι ενοριακοί Ναοί της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης: [...] 6. Εν τω συνοικισμώ Τσόπελα Κοινότητος Πραμάντων ο Ι. Ενοριακός Ναός του Αγίου Αποστόλου Θωμά. [...] Εις τον αυτόν επί της Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος. Εν Αθήναις τη 9 Νοεμβρίου 1976 Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΑΛΛΗΣ
Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η δημιουργία των ενοριών του χωριού Πράμαν τα Ιωαν νίνων
63
(Π.Δ. 15-9-1978 ΦΕΚ 159/ 26-9-1978, τ. Α΄) ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 697 Περί μετονομασίας της ενορίας του Ιερού Ενοριακού Ναού Αγίας Παρασκευής Χριστών Πραμάντων της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Έχοντες υπ’ όψει: Τας διατάξεις: 1) Του άρθρου 36 του Ν. 590/77 «περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος». 2) Την σύμφωνον γνώμην του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης διαλαμβανομένην εν τω υπ’ αριθ. 672/1978 πρακτικώ αυτού. 3) Την υπ’ αριθ. 4/78 γνωμοδότησιν του Κοινοτικού Συμβουλίου της Κοινότητος Πραμάντων Άρτης, και 4) Την υπ’ αριθ. 733/1978 γνώμην του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του επί της Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργού, αποφασίζομεν: Άρθρον μόνον. Μετονομάζεται η Ενορία του μέχρι τούδε Ιερού Ενοριακού Ναού Αγ. Παρασκευής Χριστών της Κοινότητος Πραμάντων της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης εις Ενορίαν του Ιερού Ενοριακού Ναού Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Εις τον Αυτόν επί της Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργόν, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος. Εν Αθήναις τη 15 Σεπτεμβρίου 1978 Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
* Ο Γιάννης Σπ. Βάνας είναι απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και υπεύθυνος Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων της ΙΛΕΤ.
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Αλέξανδρος Ελευθερίου Γκορτζής*
Η μάχη στο Τσίμοβο Πετροβουνίου Ιωαννίνων 4-1-1944
Κ
αθολική η δυσαρέσκεια του χωριού στη βίαιη, απρόσκλητη, απάνθρωπη, ανάλγητη και φοβερή γερμανική κατοχή. Αγωνία και ταραχή. (Οι ηττημένοι νικητές και τα λιοντάρια σκλάβοι). Βομβαρδισμοί, κρότοι, κανόνια, αεροπλάνα, υστερικό σφύριγμα οβίδων στον σχισμένο αέρα, βόμβες, αυτόματα βλήματα (εγκαιροφλεγή μήκους 50 εκ., αδιάψευστοι μάρτυρες οι βράχοι στη Νιάστενα), τουρτούρες, αθλιότητα, αρρώστιες, κακουχίες, στεναγμοί, κουρνιάσματα σε σκοτεινά σπήλαια... Ούτε λύγισε κανένας ούτε συμβιβάστηκε. Ζούσαν το μήνυμα της ελπίδας που έφτανε μέχρι εκεί. Εποποιία τους η λαογέννητη αντίσταση. Βαθιά μέσα στις ψυχές η λευτεριά και η ρωμιοσύνη. Ελπίδα σωτηρίας «η απελευθέρωση της πατρίδας». Η άρνηση στην υποταγή. Ξεπήδησε από το χάος και την αφόρητη δυστυχία. Όλοι ενσάρκωναν τις ωραιότερες παραδόσεις του έθνους. Με αδούλωτη την πατρίδα μέσα στην καρδιά τους τέθηκαν κάτω από την αρχηγία του συμμαχικού στρατηγείου που είχε έδρα την Αίγυπτο. Κανένας δεν έμεινε αμέτοχος στη μεγάλη προσφορά. Όλους τους εμψύχωνε η άσβεστη φλόγα της ελευθερίας και της τιμής. Ακόμα και τα παιδιά έκαναν αντίσταση. Ο Ε.Ο.Ε.Α/Ε.Δ.Ε.Σ αναθέτει τον Δεκέμβριο του 1942 τη στρατιωτική διοίκηση του Αρχηγείου Τζουμέρκων και αργότερα και την πολιτική (Βουργαρέλι και βόρεια, από Καλεντίνη μέχρι Πράμαντα) στον ίλαρχο Γεώργιο Αγόρο και το Αρχηγείο Ηπείρου (παρόχθια του Αράχθου και πέρα) στον ταγματάρχη πεζικού (είχε πολλή σωφροσύνη) Απόστολο Κωνσταντινίδη. Εκεί και ο Νικόλαος Πέμπας από Αθήνα. Η οργάνωση και η επιτροπή του αγώνα στο Παλαιοχώρι και στα Δυτικά Τζουμέρκα αναλαμβάνεται από την ανεξάρτητη διμοιρία Γεωργίου Χουλιάρα, εφέδρου λοχαγού πεζικού από τα Λεπιανά. Από 1η Απρίλη 1943 ιδρύει στρατιωτική διοίκηση στο Συρράκο με τον λοχαγό Λυγεράκη Κωνσταντίνο, έφεδρο ανθυπολοχαγό. Σθεναρή η στάση του Γεωργίου Περίδη σε όλα. Πρόσφυγας εκ Μικράς Ασίας, κάτοικος Κοκκινιάς Πειραιώς, αντιστράτηγος μεταπολεμικά. Μιλούσε Τούρκικα και Εγγλέζικα. Ήταν μετριοπαθής και ήρεμος. Φρόνηση και εξαίρετο ήθος. Στο Παλαιοχώρι Συρράκου άγγλος αξιωματικός από τη Μέση Ανατολή κατηύθυνε τις ρίψεις και επόπτευε τις ενέργειες των εθνικών ομάδων. Στους Χουλιαράδες ο Συρρακιώτης Αυδίκος Χρήστος, αξωματικός του Ελληνικού στρατού. Στο Πετροβούνι: “Κατήρτισα την Επιτροπή Εθνικού Αγώνος με πρόεδρο τον κ. Χρήστο Ιωαν. Βάσιο... Την 25η Μαρτίου 1943... συγκέντρωσα όλους τους .... νέους Πετροβουνίου και συνοικισμών... εις την εκκλησίαν Πετροβουνίου “Ταξιαρχών”... ορκίστηκαν εκατόν εβδομήκοντα πέντε (175) νέοι υπό Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η μ ά χ η σ τ ο Τσ ί μ ο β ο Π ε τ ρ ο β ο υ ν ί ο υ Ι ω α ν ν ί ν ω ν
65
την αρχηγίαν μου. Έτσι επισήμως ιδρύθη ο λόχος Πετροβουνίου”1. Το αντάρτικο από την άνοιξη 1943 παρουσίασε απότομο και απρόσκλητο φούντωμα2. Κλιμακώνεται η δράση των ανταρτών. Τον ίδιο μήνα στο αρχηγείο Τζουμέρκων και διμοιρία στην Πράμαντα. Τον Ιούλιο και Λόχος. Ιούνιος του ‘43: Ο Δ. Κωνσταντινίδης αναλαμβάνει οργανωτική δουλειά σε Πράμαντα-Καλαρρύτες-Μέτσοβο. Αυτό το καλοκαίρι ιδρύεται και στο Συρράκο υπαρχηγείο μη υπαγόμενο στο αρχηγείο Τζουμέρκων. Φθινόπωρο του ’43: Το αρχηγείο Τζουμέρκων μετονομάζεται σε 3/40 σύνταγμα ευζώνων υπαγόμενο απ’ ευθείας στο Γενικό αρχηγείο Ε.Δ.Ε.Σ με τομέα ευθύνης και τα Τζουμέρκα. Διοικητής ο επίλαρχος Γ. Αγόρος. Στο τέλος του έτους και τα τάγματα ασφαλείας (περιβραχιόνια, αστέρια) κ.ά. Σε ονομαστικούς πίνακες οπλαρχηγών και ανταρτών του Ε.Δ.Ε.Σ και του Ε.Λ.Α.Σ της περιοχής Τζουμέρκων κατά κοινότητες3 αναφέρονται στο Πετροβούνι 19 ονόματα του Ε.Δ.Ε.Σ. και μεταξύ τους ο Μητρόπουλος Αλέξανδρος κλάσεως 1940. Επίσης στο Παλαιοχώρι Συρράκου ο Πετροβουνιώτης Παππάς Ευάγγελος του Κωνσταντίνου κλάσεως 1941. Πολλοί χωριανοί απλήρωτοι και νηστικοί με τον ενωματάρχη Κοσσυβάκη, ο οποίος ήταν γαμπρός στους Καλαρρύτες, και ανταρτοχωροφύλακες (Λιανοξυλάκη, Μαρονικολάκη) έγιναν απόστολοι, εγκαρδιωτές και εμψυχωτές και σε άλλα χωριά: Περιστέρι - Κράψη - Βάξια - Ανθοχώρι - Χρυσοβίτσα κ.ά. Επικίνδυνη επιχείρηση. Λαχτάρα. Νεροσυρμές, ξεχαρβαλωμένες αρβύλες, γρουνοτσάρουχα, ανταρτοπόλεμος με ιταλούς και Ε.Λ.Α.Σ στη γέφυρα Δεβελέγκα - Βοτονόσι, Γότιστα τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1943 κ.ά. Τόνωση ηθικού και απόδοση δικαιοσύνης σε αδικημένους. Προστασία περιουσιών: βρήκαν κλεμμένα κυπριά, βόδια, κοπάδια από γιδοπρόβατα, ξυλεία από το δάσος, λαϊκά δικαστήρια (θα σας κρεμάσουμε στη λεύκα), σάλπιγγες για συσσίτιο κ.ά. Ο Ε.Α.Μ/ Ε.Λ.Α.Σ (συναγωνιστές, ερυθροί) με τον Δημήτριο Κολοβό (3ο υπαρχηγείο) εμφανίζεται (Απρίλιος ’43) στα Τζουμέρκα - Συρράκο - Καλαρρύτες - Ραφταναίους - Ματσούκι - Μελισσουργούς - Πράμαντα με το πρώτο ένοπλο αντιστασιακό τμήμα. Στους Χουλιαράδες (και στον Κέδρο), ο Καλαρρυτιώτης Κωνσταντίνος Ν. Μίτζας (Οκτώβριος ’42) με τον αδερφό του Αλέξανδρο (υπήρχε και Νικόλαος), τους δικηγόρους Θωμά Σούλη, Αλέκο Μπενέκο, κάποιους βλάχους κ.ά. Γνωστή στην περιοχή μας η παρουσία του Γεωργίου Αναγνώστου από τη Γότιστα με το ψευδώνυμο “Κολοκοτρώνης”, του διοικητού του Ε.Λ.Α.Σ με το ψευδώνυμο “Λαχτάρας” κ.ά. Ένα άλλο αντάρτικο ξεκίνησε από Βαθύπεδο με αρχηγό το δάσκαλο Βασίλη Μάκη και βρήκε πρόσφορο έδαφος στα χωριά Γότιστα, Πετρο1. Π.Κ. Μπενέκος, Μαθητής και Δάσκαλος, Iωάννινα 1977, σ.σ. 208-209. 2. Σόλων Γρηγοριάδης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974 Κατοχή-Αντίσταση, τόμος πρώτος, σ. 358. 3. Στεφάνου Μ. Φίλου, Τα Τζουμερκοχώρια, έκδοση 2000, σ.σ. 306-307. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
66
Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς Ε λ ε υ θ ε ρ ί ο υ Γκ ο ρ τ ζ ή ς
βούνι, Καλαρρύτες4. Αρχηγός στο Πετροβούνι ο Δημήτριος Ι. Δήμος δικηγόρος (ψευδώνυμο Τσικνιάς). Πληροφορίες θέλουν τη θανάτωσή του στον Καταρράκτη. Άλλοι λένε στους Μελάτες Ευρυτανίας. Άλλοι ότι δίδαξε σε Πανεπιστήμια στο παραπέτασμα... Άνοιξη του 1943 ιδρύεται το αρχηγείο Τζουμέρκων. Στρατιωτικός αρχηγός Γεράσιμος Μαλτέζος (Τζουμερκιώτης) καπετάνιος, Βάγιας Χαριλόης (Ηρακλειώτης), πολιτικός επίτροπος Ε.Α.Μ Γεώργιος Αναγνωστάκης (Καταχνιάς) δικηγόρος. Το φθινόπωρο το Στρατηγείο Ηπείρου μετονομάζεται σε VIII Μεραρχία με έδρα την Άγναντα. Το Αρχηγείο Τζουμέρκων και Μετσόβου-Δρίσκου μετονομάζονται σε συντάγματα 3/40 και 85 Ιωαννίνων αντίστοιχα. Άλλα γνωστά ονόματα: Αράπης Γιάννης (Αραχθινός), Έξαρχος Νικόλαος (Πάκος), Ζαλοκώστας Θεόδωρος (Παλιούρας), μόνιμος ανθυπολοχαγός, Μήτσης Χρήστος (Πλακιώτης), Πυρσός Σωκράτης (Γκραμπάλας), Ράπτης Κώστας (Νεμέρτσικας). Ο Ε.Λ.Α.Σ (18-10-43) κινείται και εναντίον του Ε.Δ.Ε.Σ στα Τζουμέρκα. Παρουσιάζεται το καλοκαίρι του ’44 με καλλιτεχνικά προγράμματα, επιτροπές γερόντων κ.ά. 21-12-44 γενική επίθεση σε όλα τα μέτωπα της Ηπείρου: Πράμαντα, Προσήλιο, Παλαιοχώρι, Ανατολική. “Ο εφεδρικός Ε.Λ.Α.Σ που είχε συγκροτηθεί από την αρχή οργανώνεται στρατιωτικά, οπλίζεται, παίρνει μέρος σε επιχειρήσεις”5. Το 5ο σύνταγμα αποχωρεί περί τα τέλη του Αυγούστου του ’44. Αναπληρώνεται από το 3/40 σύνταγμα, μετακινείται το 111/40 τάγμα (τάγμα Σκουφά) με τομέα ευθύνης Πιστιανά, Καλαρρύτες. Η αντίσταση θέριευε. Στη σκιά του πολέμου η συσπείρωση του λαού. Το καλοκαίρι του 1943 κοινό στρατηγείο ανταρτών στην Άγναντα, κοινές φρουρές και φρουραρχεία. Όλοι και όλα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Η εικόνα στο χωριό Πετροβούνι. Ο πληθυσμός 563 άτομα. Έσβηνε κάθε εσωτερική ταραχή. Ομοθυμία και ομοψυχία. Πρώτη αντιστασιακή οργάνωση το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ) και το ένοπλο τμήμα του ο Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (Ε.Λ.Α.Σ). Απρίλιος ’43 και οι Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών (Ε.Ο.Ε.Α) με το στρατό τους: Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (Ε.Δ.Ε.Σ). Ο Ζέρβας το ονόμασε ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. Ενιαία εμφάνιση δεν υπήρχε. Τα διακριτικά (βαθμοί, ΕΛΑΣ κ.ά.) στα δίκοχα και τις σκούφιες τα έφτιαχναν από τα αλεξίπτωτα. Το καλοκαίρι του ’43 εμφανίζονται και εφεδρικές ομάδες. Οπλίζονται από τους μόνιμους. Σκοπός η φύλαξη των εισόδων (καραούλια) σε δυο βάρδιες και τούτο εφ’ όσον είναι στο χωριό. Επιτροπές Ε.Α.Μ - Ε.Λ.Α.Σ, υπέυθυνοι, στελέχη, Επιτροπές Εθνικού Αγώνα. Υπογράφουν (και σφραγίδα) σημειώματα ελεύθερης διάβασης για Θεσσαλία και οι δυο. Σύνεση, πατριωτισμός και ομοφωνία. Αδέλφια και στη μια οργάνωση και στην άλλη. Κοινές βο4. Βαγγέλη Βλάσση Ντόκα, Στις ρίζες και στις μνήμες μας, Παλαιοχώρι Συρράκου, σ. 100. 5. Σ. Σαράφη, Ο Ε.Λ.Α.Σ, έκδοση Σύγχρονο Βιβλίο, Άπαντα σ. 337. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η μ ά χ η σ τ ο Τσ ί μ ο β ο Π ε τ ρ ο β ο υ ν ί ο υ Ι ω α ν ν ί ν ω ν
67
λές. Καζάνια φαγητού στην πλατεία. Ένα στο παλιό σχολείο και το άλλο κοντά στην προτομή του Κατσαντώνη. Τρόφιμα ο Ε.Λ.Α.Σ από την κοινότητα και τους κατοίκους, ο Ε.Δ.Ε.Σ επί πληρωμή. Κυριαρχούσε το πνεύμα του Κοινού Γενικού Στρατηγείου Ανταρτών (Κ.Γ.Σ.Α). Οι οργανώσεις θεωρούνται προχωρημένα κλιμάκια του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής (Σ.Μ.Α). Στις 15-8-43 κοινή εμφάνιση στην Πράμαντα (κοινό τραπέζι στην Ντάλκια οι χωριανοί μας) Ν. Ζέρβα (έξοδος στα βουνά 23-7-42, σουλιώτικης γενιάς με το ψευδώνυμο Σουλιώτης που έδωσε ο ίδιος, απόστρατος συνταγματάρχης) και Άρη Βελουχιώτη. Παρόντες Tom Barnes και Bill Joe. Στην Άγναντα το πρώτο συνέδριο του Κλιμακίου: κοινά φρουραρχεία, αρχηγεία, προσδιορισμός εκλογών... Στις 13-3-44 εμφανίζεται η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α) με τις προτάσεις για αυτοδιοίκηση, ασφάλεια, λαϊκό δίκαιο, διεύρυνση Ε.Α.Μ. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί και η Ενιαία Πανελλήνια Οργάνωση Νέων (Ε.Π.Ο.Ν). Ανεξάντλητη εφεδρεία. Σημαντικές επιτροπές διασώζει η ιστορική μνήμη: Η επιμελητεία του αντάρτη (Ε.τ.Α) είχε τη φροντίδα για τη συγκέντρωση τροφίμων (ζυμωτό ψωμί, φούρνος, από τα 100 γιδοπρόβατα έμειναν 10 μου είπε ένας...). Εδώ έχουμε και βίαιες αγγαρείες: φορτωμένο καλαμπόκι από αποθήκες του χωριού για Προσήλιο και Καλαρρύτες από άντρες, γυναίκες και παιδιά. Απρίλιο του ‘44 και η Εθνική Πολιτοφυλακή (Ε.Π), νέα ομάδα του Ε.Α.Μ. Τμήμα και στην Πράμαντα. Τέλος Ιουνίου διώκεται κάθε ύποπτο στοιχείο από υπηρεσίες ασφάλειας της VIII Μεραρχίας... Τότε συνελήφθη “ως επικίνδυνος” ο Γεώργιος Τάτσης (ιερέας) με το γιο του Δημήτριο. Φυλακίστηκε στην Πράμαντα, δεινοπάθησε, μαρτύρησε ιεροταξικά, δραπέτευσε χειμωνιάτικη νύχτα (κρυοπαγήματα) και μετά από πραγματική οδύσσεια έφτασε στο χωριό και κρύφτηκε σε αχυραποθήκη... Εκατέρωθεν χρησιμοποιήθηκαν: ευρύχωρα σπίτια για κατοικία. Υπόγεια για κρατητήρια. Φωτιές και φρουρές στα Διοικητήρια. Μερικοί (όχι χωριανοί) χρεώνονται με σκληρούς ξυλοδαρμούς και απάνθρωπους βασανισμούς... Καμιά συνεργασία! Καχυποψίες. Σου πάγωνε η καρδιά! Ο οπλισμός αποτελούνταν από τουφέκια Mannlicher και ιταλικές αραβίδες Terni και μερικά Sten και πολυβόλα Fiat6. Αυτό το φθινόπωρο ο Ε.Λ.Α.Σ (Χουλιαράδες - Κέδρος) αποφάσισε τη μετάβασή του στις Καλαρρύτες. Ο Ε.Δ.Ε.Σ τους διευκόλυνε να περάσουν από τη Χούπρα και από εκεί στο Παλαιοχώρι Συρράκου. Στα ενδιάμεσα όμως γύρισαν φοβούμενοι τον λόχο του Ευ. Οικονόμου και τους Κραψίτες. Στρατοπέδευσαν στο Ξεροβούνι. Ζήτησαν να χρησιμοποιήσουν τις διόδους από τη Σκέλιτσα και τον Κέδρο με τα ιταλικά άσπρα άλογα (ένα, Cavallo, άσπρη μούλα, έμεινε στο χωριό...) για να φτάσουν στον Άραχθο ποταμό. «Ήταν μια παγερή 6. Αθανάσιος Φλιτούρης, Το αντάρτικο του Ε.Δ.Ε.Σ στην Ήπειρο Ιούλιος 1942 - Δεκέμβριος 1944, Ιωάννινα 1998 σ. 76. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
68
Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς Ε λ ε υ θ ε ρ ί ο υ Γκ ο ρ τ ζ ή ς
νύχτα στη θέση Αλώνια. Αέρας και βροχή. Κέδρινες φωτιές. Κάψαμε χλαίνες, σακίδια και σακάκια για να ζεσταθούμε. Εκεί έγινε η συμφωνία μπροστά σε εξήντα άτομα (Κώστας Μίτζας, Κωνσταντίνος Μασαλάς, Δημήτριος Μπενέκος κ.ά.) και το αίτημα ικανοποιήθηκε. Διαπραγματευτής του ΕΔΕΣ ο επιλοχίας Ελευθέριος Γκορτζής. Κατεδίκασε κάθε πρόταση ένοπλης αντιπαράθεσης. Ήταν άντρας, σωστός λεβέντης, το άξιζε· ομολογεί και σήμερα ακόμη ο Σωτήριος Μπενέκος από τους Χουλιαράδες. Ο απελευθερωτικός αγώνας δεν σταμάτησε και προκαλούσε φοβερές συνέπειες στον κατακτητή. Η δράση και των χωριανών μας ξεπερνούσε τα σύνορα των νομών Ιωαννίνων και Άρτας. Δυστυχώς όμως αντιθέσεις και διαφωνίες των αντιστασιακών οργανώσεων εμφανίζονται ευδιάκριτα στη δύση του 1943. Λυκοφιλίες, ύπουλα και δόλια χτυπήματα. Μεταπηδήσεις από μία οργάνωση στην άλλη, εργαστήρια για άρβυλλα, μυστικά τσουγκρίσματα αυγών, εκφοβισμοί από τον ΕΛΑΣ σε όσους διευκολύνουν τον ΕΔΕΣ και το αντίθετο κ.ά. Ενδοαντιστασιακές ένοπλες συγκρούσεις. Μαύρες σελίδες. Το 1943 ιδρύθηκε και η Ούντρα (UNRRA). Συμφωνία Λευκού Οίκου, Σοβιετικής Ένωσης, Μ. Βρετανίας και Κίνας. Υπογράφουν 44 χώρες. Το Πετροβούνι γίνεται κέντρο αντιθέσεων. Διαδραματίζονται τα παρακάτω δραματικά γεγονότα: Ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης (μελαγχολικός και στοχαστικός στρατηγός, ξεσηκώθηκε με τον Ζέρβα στη Θεσσαλία κατά των Ιταλογερμανών) γίνεται αρχηγός του Ε.Λ.Α.Σ. Τον Αύγουστο εχθροπραξίες, μικροσυμπλοκές, ριπές εκφοβισμού. Στις 5 του μήνα νυχτερινή επίθεση Ε.Δ.Ε.Σ στους Καλαρρύτες. Καλοκαίρι ’43 ο Ε.Λ.Α.Σ είναι στην περιοχή ΆγνανταΠράμαντα. Ενισχύθηκε και από το Ζαγόρι. Μετά από εχθροπραξίες κυριαρχεί ο Ε.Δ.Ε.Σ και εγκαθιστά αρχηγείο στην Άγναντα. Διαλύει το 3/40 του Ε.Λ.Α.Σ και μένει μέχρι τον Μάρτιο ’44. Τότε έρχεται ο Ε.Λ.Α.Σ στα Τζουμέρκα με αρχηγείο στη Χώσεψη. Τον Οκτώβριο σφοδρές, λυσσώδεις και αιματηρές συγκρούσεις. Αξιωματικοί και 400 άντρες καλά οπλισμένοι υπό τον Β. Καμάρα στην Κράψη. Στο τέλος του μήνα όλες οι δυνάμεις του Ε.Δ.Ε.Σ στην Πράμαντα, ομάδες προς Καλαρρύτες και Γότιστα. Ο ΕΛΑΣ τους έλεγε μισολίρηδες. Οκτώβριος του 1943 ο Άρης χτυπάει: Καλαρρύτες, Συρράκο, Άγιοι Απόστολοι, Άγιος Γεώργιος. Στις 4 Νοέμβρη το βράδυ ο λόχος Μιχαλίτσι, Γκούρα, Λάπατα. Σύμπτηξη Προσήλιο, Χριστοί, Πράμαντα. Ο Ε.Λ.Α.Σ βάλλεται από Κράψη. Νοέμβριος του ‘43 διαλύεται το Εκστρατευτικό Σώμα Ηπείρου (Ε.Σ.Η) και γίνεται Κλιμάκιο Ηπείρου του Γενικού Στρατηγείου από Παλαιοχώρι Συρράκου μέχρι Κάτω Καλεντίνη “συνολικής δύναμης 2107 ανδρών7”. Πολλά τάγματα: τάγμα Ευρυτανίας, Δομοκού κ.ά. Συνεχίζεται η παραλαβή ειδών μονοπωλίου και ερυθρού σταυρού από 7. Σόλων Γρηγοριάδης, Συνοπτική Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1940-43, Αθήνα 1986, σ.σ. 399-400. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η μ ά χ η σ τ ο Τσ ί μ ο β ο Π ε τ ρ ο β ο υ ν ί ο υ Ι ω α ν ν ί ν ω ν
69
τους προέδρους (παραμένουν οι ίδιοι) των κοινοτήτων. “Οι ρίψεις πολεμικού υλικού... συνεχίζουν με τα αεροπλάνα των Αγγλοαμερικανών εκ Μέσης Ανατολής, εις διάφορα σημεία ρίψεως, όπως στο Περιστέρι, στα Πλαίσια, Λάκκα Σούλι κ.ά. Επίσης, εγένοντο προσωπικές επιτάξεις επι πληρωμή, μεταγωγικών υπό Εθν. ομάδων, που μετέβαινον στη Σπλάντζα..., όπου παραλάμβαναν και μετέφερον πυρομαχικά, ιματισμό κ.ά. και άτινα ξεφόρτωναν νύχτα τα υποβρύχια των συμμάχων εκεί. Νυχτερινές οι ρίψεις των αεροπλάνων ως και η ανάδυση των υποβρυχίων. Ο εφοδιασμός εγένετο και στις δυο οργανώσεις”. (Π.Κ. Μπενέκος, Μαθητής και Δάσκαλος, ό.π., σ. 231). Ρίψεις και στο Συρράκο (Γαλαρόκαμπος) με ανθρώπους εμπιστοσύνης: Φωτιές, κύκλοι κ.ά. Οπλισμός, ασύρματοι, οπτικοί τηλέγραφοι, κυάλια, χειροβομβίδες σε κιβώτια και χρυσές λίρες παρουσία Άγγλου αντιπροσώπου. Ρουχισμός, άρβυλα, υφάσματα, τσιγάρα, φαρμακευτικό υλικό, τρόφιμα για όλους ανεξάρτητα από παράταξη. Οι γνωστές μικτές ρίψεις. Το φεγγάρι ένας καλός σύμβουλος. Ο ΕΛΑΣ οργανώνεται στον ορεινό όγκο. Με το αρχηγείο του στην Άγναντα ελέγχει απόλυτα μέχρι Ματσούκι - Καλαρρύτες - πάνω από το Περιστέρι. Στόχος του από τον Οκτώβριο και μετά η διάλυση των οργανώσεων του ΕΔΕΣ. Έτσι οι ενισχύσεις που δόθηκαν στον Ε.Δ.Ε.Σ. σε πολεμοφόδια στις 8 Νοεμβρίου 1943 στα Πλαίσια Ιωαννίνων από το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, έγιναν λεία του Ε.Λ.Α.Σ8. Πυρομαχικά και οπλισμός ανεπαρκής. Τον Νοέμβριο μήνα λόχοι από το 1/50 σύνταγμα του καπετάνιου Μαύρου (Χ. Παλαμάς), από το 42 σύνταγμα ευζώνων και τα καπετανάτα Αρρέθου, Ερμή και Μπεχνή του λόχου Ευρυτανίας, πέρασαν από τον Κέδρο και βρίσκονται στο Μιχαλίτσι. Το 3/40 σύνταγμα της VIII Μεραρχίας (πρώτα λεγόταν αρχηγείο Τζουμέρκων) εγκαθίσταται στο Παλαιοχώρι Συρράκου. Λόχος στο Πετροβούνι, άμυνα στον Κέδρο, φυλάκιο στο Ξεροβούνι. “Κατόπιν της υπ’ αριθμ. 527/23-1243 διάταξης Κλιμακίου η Μεραρχία αναλαμβάνει τομέα Γέφυρα Παπαστάθη συμβολή Καλαρρυτιώτικου ναι ΣΤΟΠ 3/40 αναλαμβάνει γέφυρα Τσιμόβου παρά εκεί τμημάτων, σταθμός διοικήσεως Πετροβούνι ΣΤΟΠ 11/85 αναλάβει φρούρησιν και κατοχήν γέφυρας Παπαστάθη, σταθμός διοικήσεως Παληοχώρι ΣΤΟΠ 1/85 συνεχίζει μέχρι τούδε αποστολή του... Μάχη Τσιμόβου - Διάταξη Λόχου: Μια διμοιρία και μια ομάδα πολυβόλων και στοιχείων ατομικών ολμίσκων (79 άντρες) ήταν στον Κέδρο ώστε να απαγορευτεί η διάβαση από τη γέφυρα Τσιμόβου. Μια ομάδα 12 άντρες ήταν στο Ξεροβούνι, Β Πετροβούνι με σκοπό να ελέγχει όλες τις διαβάσεις από Τσίμοβο. Μια άλλη ομάδα ήταν στους Χουλιαράδες για να ελέγχει όλες τις διαβάσεις του ποταμού από εκεί9”. Στους Χουλιαράδες και στο Τσίμοβο 8. Γεράσιμος Μαλτέζος, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, Αναμνήσεις και Ζητήματα Στρατηγικής και Τακτικής, Βόλος 1987, σ. 246. 9. Ν. Τ. Ζιάγκου, Αγγλικός Ιμπεριαλισμός, Εθνική Αντίσταση 1940-45, τρίτος τόμος σ.σ. 333-336. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
70
Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς Ε λ ε υ θ ε ρ ί ο υ Γκ ο ρ τ ζ ή ς
διμοιρίες, στη γέφυρα Γκόγκου ομάδα, στο Πετροβούνι ομάδα διοίκησης. Στο Ξηροβούνι ήταν και ο γενειοφόρος Τρομάρας. Έντονη παρουσία στο χωριό μας του Αγναντιώτη καπετάνιου του Ε.Λ.Α.Σ (τάγμα Σκουφά) Δήμου Μπάκου (Γεροδήμος) και η εκκαθαριστική δραστηριότητα του ανεξάρτητου τάγματος. Η Ταξιαρχία PINEROLO (με όλο τον οπλισμό) στη Θεσσαλία είχε συνθηκολογήσει από το καλοκαίρι ‘43 με την Ελλάδα. Ο Ε.Δ.Ε.Σ (στρατιωτική διοίκηση Συρράκου) από το μήνα Σεπτέμβριο ανήκει στο υπαρχηγείο Μετσόβου και Ζαγορίου (διοικητής ο λοχαγός Λυγεράκης και ο υπολοχαγός Μ. Μάνθος) ή στη διοίκηση Πραμάντων με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη πεζικού Θεόδωρο Καρατζένη. Προς Παλαιοχώρι Συρράκου ο Κομνηνός Πυρομάγλου. Διατάσσει να συλλαμβάνονται οι επικίνδυνοι και λαμβάνει αυστηρά μέτρα στα περάσματα προς τη θεσσαλική γη. “Αλλά... και την πυρπόληση υπό των Γερμανών, των χωρίων κατελήφθη η περιφέρεια υπό του Ε.Α.Μ - Ε.Λ.Α.Σ και οι μεν Ζερβικοί κράτησαν την περιφέρειαν πέραν του Αράχθου - Κατσανοχώρια μέχρι Λάκκας Σουλίου και με έδραν τα “Πλαίσια” Κατσανοχωρίων, οι δε Ελασίτες με έδραν το “Παλαιοχώρι” Συρράκου και εδρεύοντα λόχον των εις Πετροβούνι και άμυναν εις “Κέδρον Πετροβουνίου ήλεγχον ολόκληρον την περιφέρειαν εντεύθεν του Αράχθου μέχρι Θεσσαλίας κ.λ.”. (Π.Κ. Μπενέκος, Μαθητής και Δάσκαλος, ό.π., σ. 224). Τον Οκτώβριο μήνα η συντριπτική πλειοψηφία συμπτύσσεται στην Πράμαντα. Το Νοέμβριο μήνα το τάγμα Συρράκου (διοικητής ο επισμηναγός Ευάγγελος Ευαγγελίδης, ήταν και στο κλιμάκιο Αρχηγείου Ηπείρου Κράψης) και ο Γιώργος Περίδης φρουρούν τα περάσματα μέχρι το Κοντοβράκι. Στο Μιχαλίτσι (Οκτώβριος ’43) ο Διοικητής Συντάγματος Βασίλης Καμάρας με το επιτελείο του. Ο τοπικός οπλαρχηγός Σπύρος Μητροκώστας ελέγχει τη γέφυρα Μπαλντούμας, το Βαθύπεδο και την Κράψη. Ο Αγναντίτης Αγόρος με τη σχολή εφέδρων αξιωματικών του Ε.Δ.Ε.Σ (από 21-8-43 στο Σακαρέτσι Βάλτου) στις 7 Δεκεμβρίου χτυπάει στο Παλαιοχώρι και αντεπετίθεται στην Κράψη. Συλλαμβάνονται πολλοί ελασίτες αιχμάλωτοι (στελέχη, αντάρτες κ.ά.) μεταξύ των οποίων και οι συγχωριανοί μας: Σπύρος I. Βάσιος (κόκκινος), Σπύρος Χ. Βάσιος, Ιωάννης Χ. Κωστής (οπλαρχηγός), Αθανάσιος Ι. Πρέντζας από τον Κέδρο και ο Κωνσταντίνος Κοσμάς από τα Ποτιστικά. Οδηγούνται σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Λίπα, Τόσκες (Αχλαδέα) Δερβιζιάνων. Πούντιασαν στην εκκλησία. Ο πρώτος απεβίωσε στις 23 Δεκεμβρίου 1943 (βαρύς χειμώνας και σκληρός) και οι άλλοι ελευθερώθηκαν μετά από δυόμισι μήνες περίπου. Πανικός, δράμα, αδελφοκτόνος σπαραγμός. Ο Ε.Λ.Α.Σ εξουδετέρωσε τις επιθέσεις του Ε.Δ.Ε.Σ, τον απώθησε πέρα από τον Αραχθο και χτύπησε τα Κατσανοχώρια (επίκεντρο οργάνωσης του) από τα νώτα. Αποτέλεσμα: αλληλοφάγωμα, συμφορά, ταραχές, απερίγραπτη δυστυχία. Ο τόπος δοκιμάστηκε, ο λαός ταλαιπωρήθηκε, τα θαυμαστά αποτελέσματα της αντίστασης τραυματίστηκαν. ΑναστάτωΤζουμερκιώτικα Χρονικά
Η μ ά χ η σ τ ο Τσ ί μ ο β ο Π ε τ ρ ο β ο υ ν ί ο υ Ι ω α ν ν ί ν ω ν
71
ση και εμφύλιος σπαραγμός. “Στην αρχή των εχθροπραξιών από 17-11-1943 μέχρι 3-1-1944 τα Χουλιαροχώρια και σχεδόν όλα τα χωριά Ανατολικά του Αράχθου ελέγχονται από τις αντάρτικες ομάδες του Ε.Λ.Α.Σ10. Στα Πλαίσια τους πληροφόρησε Εδεσίτης από τον Κέδρο. Η γρηγοράδα του τον βάπτισε “Καραφωτιά”. Αβάσταχτο το βάρος της διατροφής τους. Από 10-10-43 μέχρι 31-12-44 αιματηρές επιθέσεις. “Την άνοιξη του 1943... οι Βρετανοί άρχισαν να δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για τον Ε.Λ.Α.Σ11”. Επίσης “το Κάιρον ήθελε συνεργασίαν με το Ε.Α.Μ, αι Αθήναι ηυνόουν κάθε προσπάθεια διαλύσεως του12...”. “Το Κάιρον επιμένει στην άρνησή του. Το στρατηγείο Μέσης Ανατολής (Σ.Μ.Α) ειδοποιεί: “Οι σφαίρες που σας στέλνουμε προορίζονται δια Γερμανούς και όχι δια Έλληνες” (Μ. Μυριδάκης, Αγώνες της Φυλής ό.π, σ. 80). Το επιτελείο του Ε.Δ.Ε.Σ αποφασίζει επίθεση για ανακατάληψη. Ενθαρρύνεται από τους αντιπροσώπους της Αγγλικής στρατιωτικής αποστολής Tom Barnes και Christ Woodhouse (σύνδεσμοι: BLO= British Liaison Officers) αλλά και από άλλες πλευρές: “Ανεσυντασσόμεθα δια την επίθεσιν της 4-1-44 προς ανακατάληψι των Τζουμέρκων. Του επανέλαβα ότι πρέπει να λάβωμεν σκληρά μέτρα πειθαρχίας κατά διαφόρων λιποψυχησάντων κατά τας μάχας ανδρών13”. Πράγματι, αναφέρονται δίκες, 3 λιποτάκτες σε θάνατο, ειρκτή 20 ετών, τάφοι... “Και τούτο γιατί η ανακατάληψη των Τζουμέρκων και του Βάλτου από τις εθνικές ομάδες του Ε.Δ.Ε.Σ δεν μπορεί να θεωρηθεί επίθεση, αλλά άμυνα14. Σχεδιάζει και υποστηρίζει δράση (από τις 4 Γενάρη με διάταξη από Βορρά προς Νότο) σε πέντε μέτωπα, πέντε συγκροτήματα με διαφορετικές επιθετικές κατευθύνσεις: Σε όλο το μήκος του Αράχθου. Από τη συμβολή του Μετσοβίτικου και Ζαγορίτικου μέχρι την Καλεντίνη της Άρτας. Το ένα τμήμα (συγκρότημα) από τη θέση Φτέρη να φτάσει στο Βουλγαρέλι. Το άλλο από τη θέση Κλειδί - Τυμπά - Τετράκωμο και συνέχεια. Το τρίτο να κινηθεί για τη γέφυρα Πλάκας. “Διήλθον κολυμβώντας τον ποταμόν”. Τα δύο άλλα με κοινό διοικητή τον επίλαρχο Γεώργιο Αγόρο με αφετηρία την παρόχθια περιοχή του Αράχθου στα σημεία Τσίμοβο (και Τσίμποβο), Παπαστάθη. Η προκάλυψη και η εμπροσθοφυλακή εξασφάλισαν τις διαβάσεις και επεσήμαναν τις δυνατότητες του εχθρού. Ταυτόχρονη και αιφνιδιαστική επίθεση τη νύχτα της 5ης προς 6ης Ιανουαρίου. Απόλυτος συντονισμός. Η τρίτη διαταγή της 31-12-1943 του Ναπ. Ζέρβα προέβλεπε αναγνωριστικά στοιχεία όπως συνδέσμους, λευκή ταινία (αριστερός 10. Δ. Ι. Λεοντάρης, Δυτικά Τζουμέρκα, Ιωάννινα 2006, σ. 44. 11. Παπαρηγόπουλος, ΝATIONAL GEOGRAPHIC, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους σ. 157. 12. Γρηγόριος Δάφνης, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, Αθήνα 1970, σ. 267. 13. Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, Απομνημονεύματα, Μεγαλείο και Θρήνος, Δόξες και αθλιότητες ενός αγώνα, Ιωάννινα 1977, τόμος Β, σ. 164. 14. Μ. Μυριδάκη, Αγώνες της φυλής, εκδόσεις “Ι. Σιδέρη” Αθήνα 1977, τόμος Β, σ. 52. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
72
Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς Ε λ ε υ θ ε ρ ί ο υ Γκ ο ρ τ ζ ή ς
ώμος, δεξιό ισχύο), αποστάσεις με βολίδες τροχοδεικτικές Mauser, αναμμένα τεμάχια δυναμίτιδος (αντί φωτοβολίδων) στην πρώτη γραμμή. Ανεφοδιασμός και νοσοκομείο πρώτα στα Πλαίσια και μετά στην Άγναντα. 500 φυσίγγια κατά οπλοπολυβόλο, 1000 κατά πολυβόλο και 60 βλήματα κατά όλμο. Η διαταγή (Α 11629/31-12-43, ώρα 11.30 υπογραφή: ο Γενικός Αρχηγός Ν. Ζέρβας) επιχειρήσεων Ε.Δ.Ε.Σ προσδιορίζει: “Το 2ο συγκρότημα αποτελούμενο από το 3/40 σύνταγμα του Ε.Δ.Ε.Σ, λόχο Λεβέντη (με στοιχείο όλμου) και το Λόχο Βούλιστας Παναγιάς (Τσανάκα-Παπαχρήστου) δυνάμεων 300 ανδρών με διοικητή τον επίλαρχο Γεώργιο Αγόρο θα περάσει τον Άραχθο στο Τσίμοβο και θα κινηθεί με κατεύθυνση Κέδρο - Πετροβούνι - Παλαιοχώρι - Προσήλιο - Πράμαντα15”. Κάλυψη δεξιά προς Μιχαλίτσι. Επίσης “Δια τον συντονισμό των ενεργειών των υπ’ αριθ. 1 και 2 συγκροτημάτων ορίζομεν ως διοικητήν αμφοτέρων τον επίλαρχον Αγόρον Γεώργιον... “Γνωρίζομεν υμίν ότι η ημέρα Η και ώρα Ω, καθ’ ήν γενήσεται η διάβασις του ποταμού Αράχθου και εν συνεχεία η προς Ανατολάς τούτου εξόρμησις, παρά των τμημάτων επιθέσεως είναι η τετάρτη Ιανουαρίου, ημέρα Τρίτη και ώρα 6.15 (έκτη και δεκαπέντε λεπτά)” (Στέφανος Μ. Φίλος, Τα Τζουμερκοχώρια ό.π σ. 307). “Στις 7.30 ώρα 80 Εδεσίτες να κάμψουν από τα δεξιά (ομάς Ξηροβούνι)... Τους καταδιώκει ο ανθυπολοχαγός Λιούκας από τη δύναμη του Κέδρου μέχρι το ποτάμι... (Ν. Γ. Ζιάγκου, Αγγλικός ιμπεριαλισμός, ό.π. σ. 336)... Στις 4 το απόγευμα βρίσκονται πέρα από τη γέφυρα. Το βόρειο τμήμα με ισχυρές δυνάμεις καταλαμβάνει: Χουλιαράδες, Καλαρρύτες και 5-1-44 στους Ναζαίους”. Τα δύο πρώτα συγκροτήματα (το πρώτο πέρασε το ποτάμι με βάρκες και πάνω σε συρματοπλέγματα) ανταποκρίθηκαν στην αποστολή τους χωρίς δυσκολίες. Εξασφαλίζονται στρατηγικά σημεία όπως ο Γαλαρόκαμπος κ.ά. Το τρίτο δέχτηκε επίθεση κοντά στην Άγναντα. Ενισχύεται και σε δύο μέρες βρίσκεται στα ανατολικά του Αράχθου. Σκοπιά και αυτή τη νύχτα στη γέφυρα του Τσιμόβου. “Εις Αετορράχην το 3/40 Σύνταγμα εκ 250 περίπου ανδρών υπό τον επίλαρχον Αγόρον Γεώργιον”16 . Ο Ευαγγελίδης θα κινηθεί προς Παλαιοχώρι. “Το τάγμα Περίδη είχε τον τομέα από το Στενό Παπαστάθη, συνοικισμό Ποτιστικά Πετροβουνίου επάνω και μέχρι το πορθμείο Γότιστας”17. Επίσης και προς διαβάσεις Περιστερίου και Καλαρρυτών. Στις 5 του μήνα ο Α. Παπαδόπουλος θα αναλάμβανε επίθεση κατά των Χουλιαράδων. Τα τμήματα του Ε.Δ.Ε.Σ. το πρωί της 4ης Ιανουαρίου 1944 πέρασαν χωρίς αντίσταση τον Άραχθο (Αθανάσιος Φλιτούρης, ό.π. σ. 168). Το υπό τον Αγόρο τμήμα επέτυχε να καταλάβει αιφνιδιαστικώς τη γέφυρα Τσιμό15. Στέφανος Μ. Φίλος, Οι αντιστασιακές οργανώσεις στα Τζουμέρκα, Τζουμερκιώτικα Χρονικά, Ιούνιος 2004, τεύχος 5, σ. 70. 16. Στυλιανού Θ. Χούτα, Εθνική Αντίσταση των Ελλήνων 1941-45, Αθήναι 1961, σ. 490. 17. Αλεξάνδρου Καραμούτσου, Η εθνική δράση του αντάρτικου τάγματος Κραψιτών κατά την κατοχή και τον αντισυμμοριακόν, Γ. Περίδη, Ιωάννινα 2007, σ. 15. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η μ ά χ η σ τ ο Τσ ί μ ο β ο Π ε τ ρ ο β ο υ ν ί ο υ Ι ω α ν ν ί ν ω ν
73
βου και κατόπιν σκληρού αγώνος να προελάσει από την επόμενην προς Πράμαντα και Άγναντα Τζουμέρκων (Στυλιανός Θ. Χούτας, ό.π. σ. 490)... δυστυχώς η έκβαση ήταν δύσκολη... και ολόκληρη την ημέρα αυτή της 4-1-1944 δεν ύπηρξε πρόοδος (Αλέξανδρος Καραμούτσος, ό.π. σ. 18). Πιασμένοι χέρι - χέρι περνούν το φουρτουνιασμένο (αδιάβατο) ποτάμι και εξορμούν ανατολικά μέσα στο τσουχτερό κρύο (ξεροβόρι) της χειμωνιάτικης ξαστεριάς. Αφόρητος χειμώνας. Αυτιά και μουτσούδες ξεπαγιάζουν. Όλμοι και πολυβόλα από τα Κορδολόϊα (θέσεις: Κισάδια, Γκρόχορτα, Γιαννάκ’) καλύπτουν την επιθετική τους δραστηριότητα. Εκεί και παρατηρητήριο (ασύρματοι, κυάλια, καλώδια τηλεφώνου από πουρνάρι σε πουρνάρι), 7 άλογα για εφοδιασμό στα Γεωργουλέϊκα, 6 όλμοι και ιταλοί χειριστές στα Κατερινέϊκα. Ο μεγαλύτερος όγκος στον οποίο συμμετέχει και ο 3ος λόχος του εφέδρου ανθυπολοχαγού της στρατιωτικής διοίκησης Πραμάντων Χρήστου Αυδίκου (οδηγοί: Κ. Κωστής και Δ. Κωσταντής) κινείται κατά μέτωπο στις απότομες ανηφοριές του Κέδρου. Απρόσιτο φρούριο, πέτρινη αετοφωλιά, άγρια φαράγγια. Οι άλλοι (από Θέση Κορομ ‘λιές - Γκριζντάνα) στα δύσκολα και ριψοκίνδυνα μονοπάτια της Σκέλιτσας και του Ξεροβουνίου. Πραγματική αναρρίχηση. Γάντζωμα. Και οι δύο σκαρφαλώνουν στα κακοτράχαλα και απόκρημνα πλάγια. Κοφτά και απότομα: Τ’ μπακ’ - Κοντέϊκα - Αγγελαίικα - Μπριόβα. Επίθεση εναντίον υψώματος 850 μ. περίπου. Λιθάρι σε λιθάρι, βράχο σε βράχο, τούφα σε τούφα, κοτρώνι σε κοτρώνι. Το πρώτο βλήμα στον Κέδρο. Μια ομάδα επιχείρησε να φτάσει στα Λάπατα και να χτυπήσει πισώπλατα. Τα πλημμυρισμένα νερά στη θέση Κοροβέσι ματαίωσαν τον σχεδιασμό. Τα τμήματα Τσανάκα-Παπαχρήστου δεν πέρασαν το ποτάμι. Ο Ε.Λ.Α.Σ ειχε πληροφορηθεί για την επίθεση. Διαμαρτυρήθηκε στο στρατηγείο Μέσης Ανατολής για την επίθεση του Ε.Δ.Ε.Σ. αλλά χωρίς αποτέλεσμα (Αθανάσιος Φλιτούρης ο.π. σ. 168). Απαγόρευσε εργασίες στην ύπαιθρο την προηγουμένη μέρα. Οργανώθηκε αμυντικά μέχρι και του δεύτερου ελιγμού του οδικού δικτύου κάτω από τον Άγιο Αθανάσιο, Κήπια... Αρκετοί αντάρτες σε σπηλιές, σε αιωνόβια πουρνάρια, σε πρόχειρα χαρακώματα, σε προχώματα πίσω από τσουγκριά, σε τάφους εδάφους. Γερμανικό πολυβόλο (Vickers) στις Γκορτσούλες και άλλο στου Παναγιώτη Βάσιου (θέση Τσούτζουρο) και άλλο στα ΙΙουρναράκια, Κέδρο κ.ά. Ζώνεται παντού με πολυβολεία της ώρας. Γαζώνουν παντού. Πλεονεκτική θέση! Πίσω από ένα «μπρι» ο Χρήστος Κ. Σούλης. Ανταλλάσσονται καταιγιστικά πυρά (παταριές). Στόχος η δεξιά πτέρυγα: Τσίμοβο - Πετροβούνι. Το 3/40 κρατάει τη γραμμή Παλαιοχώρι - Πετροβούνι. Σύνδεση με Περιστέρι, Βαθύπεδο. Εγκατάσταση Γότιστα. Άμυνα - επιτήρηση - εφεδρεία. Στο Παλαιοχώρι τμήμα του 111/85. Μια διμοιρία του 3/40 και ο Διοικητής συντάγματος Παντελής Παπασπύρου στο Προσήλιο. Στις 4-1-44 τα πολυβόλα τους θερίζουν. Καθηλώνουν τους Εδεσίτες. Λιανοτούφεκα στα λιθάρια και στα χαλίκια. Τα δέντρα ξεφλουΈ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
74
Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς Ε λ ε υ θ ε ρ ί ο υ Γκ ο ρ τ ζ ή ς
δίζονται από τις σφαίρες. Σφυριγματιές. Ριπές με αυτόματα. Κάψιμο στην κυριολεξία. Νέφωση από τους καπνούς στον εναέριο χώρο. Σφροδρότητα. Ο αέρας κουβαλούσε τους κρότους και τους έκανε αντίλαλους. Ολοήμεροι βομβαρδισμοί. Τα βλήματα σφυρίζουν στην ημικύκλια τροχιά τους. Όλμοι: κρότος (μπουβ... μπουβ), σχίζεται το έδαφος (γούρες), σύννεφο οι σκόνες μέχρι τον ουρανό. Όλμος= πυροβόλο με βραχύ σωλήνα και μεγάλη διάμετρο. Λέγεται και ολμοβόλο. Παρ’ αρχαίοις “ιγδίον”. Πολυβόλο= πυροβόλο όπλο μικρού διαμετρήματος, εδραιώνεται σε βάθρο, ρίχνει σε μικρό χρονικό διάστημα μεγάλο αριθμό βολίδων. Μυδραλλιοβόλον= το πολυβόλο. Μυδράλλιο: μικρός μύδρος, βλήμα πολυβόλου. Μύδρος= πεπειρακτωμένος όγκος, ιδίως σιδήρου. Πυκνοί πυροβολισμοί, ήχοι από ριπές ταχυβόλων, αυλακώνεται ο ουρανός. Εικόνα χάους. Οι πρώτοι δεν αντέχουν άλλο τα ανηλεή και αδιάκοπα σφυροκοπήματα. Αναγκάζονται από τις θέσεις Μέρντζιανη - Μονοπάτι (Το μεταίχμιο μεταξύ των αντιπάλων όχι περισσότερο από 50 μέτρα) σε άτακτη υποχώρηση. Οι άλλοι βάλλονται ασταμάτητα κυρίως από το Καπνοτόπι αλλά και την Κουτσομίτοβα (όλμος) από το Κορακομάζωμα αλλά και το τσουγκρί του Σκαντάλη. Με Mauser, ταινίες bren κ.ά. ανταποδίδουν τα χτυπήματα και σκαρφαλώνουν στη θέση Λαιμός, στο ύψωμα Μπριόβα. Απέναντί τους όμως στη θέση Φούρνος οι Ελασίτες σε ευνοϊκή θέση. Ένας πυροβολούσε (άλλαζε θέσεις) και τέσσερις κατηφόρισαν από κρυφό μονοπάτι... Κοφτό! Και μόνο με λιθάρια μπορούσαν να σκοτώσουν. Η ένοπλη αντιπαράθεση συνεχίζεται. Τραυματίζεται με διαμπερές τραύμα στο ένα πόδι του ο συγχωριανός μας Θεοχάρης Κούτλας (πρωτοπαλλήκαρο) αντάρτης του Ε.Δ.Ε.Σ. Ζαλώνεται από τον ξάδερφο του Ευάγγελο Παππά και από πάρα πολύ επικίνδυνο σημείο (θέσεις: νεράκι - κρεββάτια - ποτάμι), μεταφέρεται (κάναλη, χαλιάς) στο Χαροκόπι. Εκεί τον παραλαμβάνει ο αδερφός του Βασίλειος Κούτλας και τον μεταφέρει στα Γιάννινα. Θεραπεύεται στην κλινική του Γεωργίου Σούλη. Τραυματίζεται επίσης δύο φορές (διαμπερές τραύμα στο δεξί πόδι και αργότερα στο δεξί μάτι) ο Δημήτριος Ραπαπάρας, αντάρτης του Ε.Λ.Α.Σ από τη Θεσσαλία με το παρώνυμο Μπάρμπα Γιώργος. Τιμωρημένος με αφοπλισμό παρακολουθούσε από τη Νιάστενα. Έτρεξε και να ενημερώσει αλλά και να βρεθεί στη μάχη. Καυτερή σφαίρα βρίσκει στο μέτωπο τον Χρήστο Γ. Τάτση, πολυβολητή, αντάρτη του Ε.Δ.Ε.Σ και σωριάζεται νεκρός σε κοτρώνια σε ένα στένωμα με νερό. Στουρναρόστρωμα. Οι κραυγές του έφτασαν στα Κορδολόϊα. Φριχτός θάνατος. Ξυλοκόπος ο χάρος στο δέντρο της νιότης και της λεβεντιάς... Ο πατέρας του παραφρόνησε. Κυνηγούσε ένα άλογο (το φώναζε παλιοκομμουνιστή)... Το έτρεχε... Πυρπολήθηκαν καταστήματα. Εκπρόσωπος του ΕΔΕΣ στην κηδεία του ο Ελευθέριος Γκορτζής. Ράγισαν και τα βράχια από το θρήνο του. Τηλεφωνείο στον Κέδρο (υπόγειο Ι. Κωστή) το έσωσε κάποιος Παπαθεοδώρου. Στη ράχη Μάνταλο τραυματίζεται ο υπίλαρχος του Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η μ ά χ η σ τ ο Τσ ί μ ο β ο Π ε τ ρ ο β ο υ ν ί ο υ Ι ω α ν ν ί ν ω ν
75
Ε.Δ.Ε.Σ Κωνσταντίνος Σαλούρος από την Άρτα. Πέφτει στα χέρια του εχθρού. Τον έκλαιγε ασταμάτητα ο αδελφός του Μάκης στο Τσίμοβο. Πολύ δεινή η θέση των εδεσιτών. Ράκη... Η φρίκη σε όλη της τη διάσταση. Στις 4 Γενάρη: Αντίσταση στο Πετροβούνι και την 19.30 ώρα ο Αγόρος αναφέρει ότι επέστρεψεν εις Τσίμοβον... Θα εκδηλώσει απόψε επίθεση προς Πετροβούνι18. Αναφέρονται επίσης 3 τραυματίες. Δύναμη με 1600 άντρες και έλλειψη αεροπλάνων. Την 24 ώραν ο Αγόρος αναφέρει ότι οι λόχοι Οικονομόπουλου και Χονδρού ανήλθον εις Κέδρους βαδίζοντες προς Πετροβούνι. Φαίνεται ότι ο εχθρός απεσύρθη (19421945 Ημερολόγιο στρατηγού Ν. Ζέρβα, ό.π. σ. 402). Χάνονται στον κοφτό, άγριο, επικλινή, χαλικοστρωμένο, στεφανηφόρο έδαφος. Κατσικόδρομοι, στουρνάρια, κοφτερίδες. Πηδούν ζωνάρια (αναβαθμίδες) λιθώνες, κατσάβραχα. Τους κυνηγούν μέχρι το ποτάμι. Τέσσερις ελασίτες φτάνουν στα σπίτια. Μερικοί σώθηκαν κρυμμένοι σε μπιστούρες. Μέσα σε μια φυσική κάναλη συλλαμβάνονται οι συγχωριανοί μας: Παύλος Δ. Βασιλείου, Χρήστος Γ. Γεωργόπουλος, Νικόλας Κούτλας και ο γαμπρός του Λάμπρος Γούλας Αρβανίτης. Οι αντικειμενικοί σκοποί στην πρώτη φάση επέτυχον. Ο υπολοχαγός Γ. Περίδης (ηρωϊκό τάγμα Κράψης, έδρα Ανατολική Κράψη) φτάνει το απόγευμα στο Παλαιοχώρι και κατευθύνεται για το Συρράκο. Τμήματα Κραψιτών (καλοκαίρι ’44 έχουμε αρπαγή 6.000 αιγοπροβάτων από Καλαρρύτες. Επιστρέφονται με παρέμβαση Ζέρβα) κινούνται για ενίσχυση των εδεσιτών στο Πετροβούνι και στο Ξεροβούνι. Πανικοβάλλεται ο Ε.Λ.Α.Σ και υποστηρίζει γενική οπισθοχώρηση. Απωθούνται από όλες τις ομάδες και από Γότιστα, Συρράκο, Καλαρρύτες... Άτακτη φυγή. Καταλείπουν και πολεμικό υλικό... Το τάγμα Κράψης διακόπτει το δρόμο τους προς Πράμαντα και Μελισσουργούς. Το τμήμα Ξηροβουνίου πληροφορείται τη διαταγή με τη φωτιά που άναψαν στη Νιάστενα. Οι άλλοι πληροφορούνται με συνδέσμους. Συνδεσμικό Δίκτυο. Όλοι κινητοποιούνται. Οι πρώτοι ξεγυμνώνουν και εγκαταλείπουν το νεκρό. Αθλιότητα και ντροπή! Φορτώνουν σε γάιδαρο τον δικό τους τραυματία, σε ξύλα τον Σαλούρο (ανέλαβε την ασφάλεια και περίθαλψή του ένας ελασίτης συμπατριώτης του), αφαιρούν τα άρβυλα των αιχμαλώτων και σουρουπώνοντας φτάνουν στο Πετροβούνι στον διοικητή του τάγματος Μπότσαρη (ίσως ο Λεωνίδας Σιωμάκος διοικητής της Ε.Π την Άνοιξη ’44) και στο Δημήτριο Κολοβό (έκαναν σκληρότατες μάχες), ανθυπολοχαγό του 3ου υπαρχηγείου. Ανταμώνονται με τους ελασίτες που έφτασαν από τον Κέδρο, δένουν τους αιχμαλώτους με σχοινί (τριχιά), φορτώνουν γυναίκες με πυρομαχικά, άντρες με τον λαβωμένο προστατευόμενο και τους υποχρεώνουν για τη μεταφορά τους μέχρι τους Χουλιαράδες. Από εκεί η διαδρομή τους για το αρχηγείο του Άρη Βελουχιώτη στα γνωστά τους αχνάρια: Μιχαλίτσι... Ασπροπότα18. 1942-1945, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ στρατηγού Ν. Ζέρβα, Ωκεανίδα, Αθήνα 2013, σ. 402. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
76
Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς Ε λ ε υ θ ε ρ ί ο υ Γκ ο ρ τ ζ ή ς
μο, Κωθώνη, Μυρόφυλλο (Μεσούντα), όπου είχε συγκροτηθεί χώρος επιτήρησης... Εκεί η τελευταία προς βορρά επί του Αχελώου γέφυρα. Στο Μυρόφυλλο οι παραπάνω τέσσερις χωριανοί μας και άλλοι δέκα επτά όμηροι αιχμάλωτοι (ιδιώτες), του συγκροτήματος Αρρέθα, βασανίζονται αφάνταστα. “Εκτελέστηκαν χωρίς να έχει προηγηθεί ούτε η τυπική καταδίκη τους από το ανταρτοδικείο19”. Τα όσα ακολούθησαν τα παραθέτω αυτούσια από ένα χειρόγραφο του Βασιλείου Ν. Κούτλα με ημερομηνία 10/10/2005: “Στις δέκα Γενάρη με τα χέρια δεμένα πίσω οδηγούνται κοντά στο μαγαζί Ιωάννη Ράπτη, διακόσια μέτρα πιο κάτω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Το εκτελεστικό απόσπασμα (σφαγείο, θυσιαστήριο), ένας βράχος. Πάνω σ’ αυτόν οδηγήθηκαν με τη σειρά. Ο Νικόλαος Κούτλας (παραδόθηκε μόνος του στο Μπριόβα βλέποντας αιχμάλωτο τον γαμπρό του) ήταν το πρώτο θύμα της παρακάτω απερίγραπτης θηριωδίας. Ο ίδιος ο Άρης Βελουχιώτης (ψευδώνυμο του γεωπόνου Αθανάσιου Κλάρα από τη Λαμία, Μαυροσκούφηδες και γενειάδα) τους έκοβε το λαρύγγι και ο Τζαβέλλας το κεφάλι. Απάνθρωπη και ωμή εκτέλεση. Άδικες και άπονες καρδιές. Έγκλημα σε όλο του το μεγαλείο. Αυλάκι το αίμα, ο ένας πάνω στον άλλο, σφαδάζουν στη χειμωνιάτικη γη και δύο άγριες φάτσες ανταρτών τους ρίχνουν μέσα σε σπηλιά. Συγκλονιστικό θέαμα. Φρίκη, ανατριχίλα, απελπισία! Άοπλοι, ανίσχυροι, ανυπεράσπιστοι, χωρίς χάδι, χωρίς φιλί, χωρίς δάκρυ στο ανατριχιαστικό τους νεκροκρέβατο. Ο Κωνσταντίνος Μόσιαλος του Λεωνίδα από τη Μικροσπηλιά Άρτας έπεσε στο κατακόρυφο κενό, γλίτωσε από το πολυβόλο τους και διασώθηκε από θαύμα. Με πολλές ταλαιπωρίες στον ατέλειωτο ορεινό όγκο έφτασε στο Χαροκόπι και στο καφενείο μου και διηγήθηκε λέξη - λέξη το αποτροπιαστικό γεγονός. Ζει στην Άρτα (εργάστηκε ως κουρέας και στα Γιάννενα) και συνεχίζει να είναι αυτόπτης και αψευδής μάρτυρας. Συγγενείς των θυμάτων αναζητούν μέχρι και σήμερα τα λείψανα των σφαγιασθέντων. Οι διαμαρτυρίες και τα παράπονά τους δεν έχουν σταματήσει... Ο ξύλινος σταυρός που τοποθετήθηκε τότε εξαφανίστηκε...” “Τους κατέσφαξαν μεταξύ Κτιστάδων και Αγνάντων, (Π.Κ. Μπενέκος Μαθητής και Δάσκαλος, ό.π. σ. 229). Άλλοι γράφουν στο Μετζήλο Καρδίτσας... Πράγματι “ο Ε.Δ.Ε.Σ ενήργησε επίθεση τα μεσάνυκτα της 4ης προς την 5η του μήνα, οπότε κυρίεψε την οχυρή τοποθεσία Κέδρου και το πρωί βάδισε προς Πετροβούνι - Χουλιαράδες” (Μιχαήλ Μυριδάκης, Αγώνες της φυλής, ό.π. σ. 78). Προωθούνται στα Τζουμέρκα και οι Κολιοδημητραίοι. Πράμαντα Μελισσουργοί το τάγμα Κραψιτών. 6 Ιανουαρίου. Πέμπτη. Σελήνη 11 ημερών. Πλαίσια: Την 14ην ώραν ο Αγόρος τηλεφωνεί ότι χθες την 19ην ώραν μετά σκληράν 19. Βαγγέλης Τζούκας, Οι οπλαρχηγοί του Ε.Δ.Ε.Σ στην Ήπειρο 1942-44, Αθήναι 2013, σ. 216. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η μ ά χ η σ τ ο Τσ ί μ ο β ο Π ε τ ρ ο β ο υ ν ί ο υ Ι ω α ν ν ί ν ω ν
77
μάχην κατέλαβον το Πετροβούνι και ηνώθηκαν με τον Ευαγγελίδη, όστις επίσης αναφέρει ότι οι εαμίτες αιφνιδιασθέντες εις Μιχαλίτσι ανετίναξαν την αποθήκην πυρομαχικών και έφυγαν (1942-1945, Ημερολόγιο στρατηγού Ν. Ζέρβα ό.π. σ.404). Ο Ε.Λ.Α.Σ φοβάται κύκλωση. Πληροφορήθηκε (είχε εγκαταστήσει παρατηρητήριο στο Σταυρό και είχε καλύψει τις διαβάσεις προς Ποτιστικά) ότι το άλλο συγκρότημα προελαύνει νικηφόρο. Ως γνωστό το τάγμα Συρράκου με διοικητή τον Ευάγγελο Ευαγγελίδη, λόχοι του συντάγματος Λάζου Μητροκώστα και Αγαθοκλή Κωνσταντινίδη (έπεσε με αλεξίπτωτο) και ο λόχος Πόποβου (εξοπλισμένος και με στοιχείο όλμου) είχαν σημείο εκκίνησης την περιοχή Παπαστάθη. 340 άντρες. Καλυπτόμενοι από τη Γότιστα διέσπασαν το μέτωπο και από την Ανατολική και το Βαθύπεδο απώθησαν τους ελασίτες όχι μόνο μέχρι τη Πράμαντα (έδρα της VIII Μεραρχίας τους) αλλά και πολύ πιο πέρα από την Άγναντα και από τη γέφυρα Κόρακα. Η επίθεση συνεχίζεται... Πρόοδος. Επιθέσεις, αντεπιθέσεις μέχρι 28/1. Θέατρο εχθροπραξιών. Δυσμενείς συνθήκες. Πρίζα (υψ. 1970μ.). Αυτί (υψ. 2000μ.), πάνω από το Ματσούκι (υψ. 2160 μ.), κατσικόδρομοι, βροχές, αέρας, πυκνή ομίχλη, μεγάλο ύψος χιονιού, πάγος, ξυλοπάπουτσα... πολύνεκρες μάχες. Μέχρι και στα χέρια... κομματιάζονται στους γκρεμούς των Καλαρρυτών και γκρεμίζονται στη χαράδρα Συρράκου. Τηλεγράφημα του Ε.Λ.Α.Σ (κρυπτογραφηθέν και δι’ ασυρμάτου μεταβιβασθέν) αναφέρεται σε 5000-6000 άντρες (υπερβολή) του Ε.Δ.Ε.Σ, αντιαρματικά κ.ά. “Ισχυραί φάλαγγες του Ε.Δ.Ε.Σ... επέτυχον απώθηση ημετέρων εντεύθεν Αχελώου STOP20”. Εικόνα χάους. 4-8 Γενάρη ‘44 ο Ε.Λ.Α.Σ (VIII Μεραρχία και 3/40 σύνταγμα) συμπτύσσεται: Νεράϊδα - Θοδώριανα. Τους ακολουθούν και κάτοικοι. Φτάνουν πέρα από τον Αχελώο. Εκδηλώνεται επίθεση ελασιτών. Η γραμμή Τετράκωμο - Ταμπούρια καίγεται. Τρεις φορές άλλαξε χέρια. Σκληρές συγκρούσεις. Εξαιρετική βιαιότητα. Φονικές μάχες. Αγριότητα. 25 Ιανουαρίου: Το ηθικό των Ε.Ο.Ε.Α. παρά τας αφαντάστους εκείνας κακουχίας διετηρείτο ακμαίον. Όλα τα διαβήματα του στρατηγού Ζέρβα προς την Συμμαχική Στρατιωτική αποστολή απέβησαν άκαρπα (Στυλιανού Θ. Χούτα, ό.π. σ. 498). Το 5ο Σύνταγμα του Ε.Λ.Α.Σ στις 26 Γενάρη στο στρατηγικό σημείο “Σταυρός Θοδώριανα”, καίριο πλήγμα για τον Ζέρβα. Τα τμήματά του καταδιώκονται (άτακτη φυγή) και περνούν τον Άραχθο για να σωθούν. Ο Ζέρβας βρέθηκε χωρίς πυρομαχικά. Ανησυχητική κατάσταση... Ο Σερ Wilson στέλνει δυο ρίψεις... το Σ.Μ.Α του εξασφαλίζει ανακωχή. Υποχρεώνεται πάλι σε σύμπτυξη και εγκαθιστά το αρχηγείον εις Λάκκαν Σουλίου με έδραν τα Δερβίζιανα. Εκράτησε δε ολόκληρον την περιφέρειαν από τον παραπόταμο του Αράχθου, Καλαρρυτιώτικο, μέχρι Κράψης, συ20. Σπύρος Στεφόπουλος 1943-44, Εθνική Αντίσταση. Εμφύλιος Πόλεμος, Απελευθέρωση, Δεκέμβριος 44, Ιωάννινα 2007, σ. 105. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
78
Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς Ε λ ε υ θ ε ρ ί ο υ Γκ ο ρ τ ζ ή ς
μπεριλαμβανομένης και της περιφέρειας Χουλιαροχώρια με έδρα τάγματος εις Πετροβούνι (Π.Κ. Μπενέκος, Μαθητής και Δάσκαλος, ό.π. σ. 229). Κατάπαυση των πυρών από ώρας 0.20 (υπ’ αριθμ. 932/4-2-44 κλιμάκιο Ηπείρου... ΕΛΑΣ). Η συνολική δύναμη των Ε.Ο.Ε.Α στο 1/3 της δυνάμεως του Ε.Λ.Α.Σ και μετά τη συμφιλίωση. Ειδική αποστολή για ανακωχή: Λοχαγού Άντερσον (Anderson), Ντόνσον (Dawson) και Τζέρι Ουάϊνς (Gerald Wines) αμερικανός ταγματάρχης. Ο Γεώργιος Αγόρος σε έκθεσή του (κατατέθηκε στο Αρχείο Κατοχής Δ.Ι.Σ/ Φ. 907/ Β/ 1) γράφει: “Τις πρωϊνές ώρες της 4-1-44 έγινε επίθεση κατά των υψωμάτων ΚΕΔΡΟΥ - ΠΕΤΡΟΒΟΥΝΙΟΥ. Η μάχη συνεχίζεται όλη την ημέρα... Περί την 21η ώρα της 4-1-1944 διατάσσεται νυχτερινή επίθεση με τους λόχους Οικονομόπουλου και Χονδρού... και την 22 ώρα έχουν καταληφθεί οι αντικειμενικοί στόχοι. Στο χωριό Πετροβούνι τα τμήματα αναδιοργανώνονται λόγω των απωλειών και συνεχίζουν την προέλαση. την 5-1-44 καταλαμβάνονται από τα τμήματα του 3/40 συντάγματος τα χωριά Χουλιαράδες - Μιχαλίτσι - Γκούρα - Γέφυρα Γκόγκου. Την 15.30 ώρα της 6-1-44 πέρασε το σύνταγμα τη γέφυρα Γκόγκου και διανυκτέρευσε στους Κτιστάδες. Την επόμενη 7-1-44 κινήθηκε προς Άγναντα - Καταρράκτη - Βουργαρέλι - χωρίς στάση... (Δ. Ι. Λεοντάρης Δυτικά Τζουμέρκα ό.π., σ.σ. 44-45). Απολογισμός της 4-1-44: 25 νεκροί και τραυματίες εδεσίτες, 6 αιχμάλωτοι ελασίτες, 3 τραυματίες. Οι ελασίτες πήραν λάφυρα. 3 οπλοπολυβόλα, ένα αυτόματο ατομικό, 10 τουφέκια. φυσίγγια και 5 λίρες. Διακρίθηκαν οι: Σκαμνιάς με την ομάδα του, η ομάδα πολυβόλου υπό τον Αποστ. Παπαστόλου και προσωπικά οι Λιούκας, Πανής, λοχ. Κυρίτσης, Βαρσάκης, Σιάμπαλης, Πουρναράς, Παπανικολάου (Τσαγκαράκης), Παπάρας και Βάσιος” (Ν. Γ. Ζιάγκος, Αγγλικός Ιμπεριαλισμός και Εθνική Αντίσταση 1940-45 ό.π. σ. 336). “Τα τμήματα του Ε.Δ.Ε.Σ ενήργησαν με πενιχρά πυρομαχικά. Τα ατομικά όπλα δεν είχαν περισσότερα από 50 φυσίγγια έκαστον. Τα ατομικά αυτόματα, όχι πλέον των 100 φυσιγγίων και τα πολυβόλα μέχρι 150 βολών... δεν υπερέβαινε σε συγκεκριμένες αντάρτικες μονάδες τις 8000 άνδρες με ελάχιστες εφεδρείες...”21 Έτσι ο Ε.Λ.Α.Σ βρέθηκε μακριά από το Πετροβούνι. Οι εδεσίτες από το δάσος (ελάτια) για το Βουργαρέλι. Στη Δρακόπετρα στήθηκε το αρχηγείο στις 4-11-43. Ελέγχεται η περιοχή από την Κράψη μέχρι το Καλαρρυτιώτικο ποτάμι. Με τη συμφωνία (ανακωχή με όρους) μη επίθεσης στην Πλάκα (29-2-44): εδαφικές περιοχές (σχέδιο Κιβωτός, status quo, αποφυλακίζεται ο Δημήτριος Τάτσης), οριοθετική γραμμή ο Άραχθος ποταμός. “Το πρακτικό το υπογράφει και ο Γραμματέας του Ε.Κ.Κ.Α που σημαίνει Εθνική και κοινωνική απελευθέρωση22”. Τα αρχηγεία Ε.Δ.Ε.Σ στρατικοποιούνται. Γίνονται Μεραρχίες (ΙΙΙ, VIII, IX και 21. Κ. Πυρομάγλου, Δούρειος Ίππος, έκδοση 1978, σ. 156. 22. ΒΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑ 4, Κατοχή και αντίσταση 1941-1944, ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ, 1998, σ. 64. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η μ ά χ η σ τ ο Τσ ί μ ο β ο Π ε τ ρ ο β ο υ ν ί ο υ Ι ω α ν ν ί ν ω ν
79
Χ) μια ταξιαρχία και τρία ανεξάρτητα τάγματα. Άνοιξη και καλοκαίρι διοικητές οι συνταγματάρχες: Κωνσταντίνος Παπαθανασίου ΙΙΙ Μεραρχία (αντισυνταγματάρχης προετοίμασε υποδοχή του Ν. Ζέρβα στις αλαταριές Πετροβουνίου με εκπαιδευόμενους άντρες και άλογα!), Απόστολος Κωνσταντινίδης VIII Μεραρχία, Βασίλειος Καμάρας Χ Μεραρχία. Συμφωνία Καζέρτας (26-9-44) με την οποία οι αντιστασιακές οργανώσεις τέθηκαν υπό τον έλεγχο του Ronald Scoby. 12-10-44 έφτασε στην Αθήνα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Το Νοέμβριο του ‘44 φτάνει το ΜΑΝΑ του Churchill. Ρίψεις: τρόφιμα, ρουχισμός (Μ. Βρετανία Καναδάς, Η.Π.Α) κ.ά. για όλους. Μοιράστηκαν από καιρό σε καιρό: πετρέλαιο, αλάτι, ζάχαρη, αλεύρι κ.ά. Επιτροπές στο Τσίμοβο. Φορτώνονται ζώα και γυναίκες και μοιράζονται στα χωριά. Στις 21-12-44 γενική επίθεση Ε.Λ.Α.Σ (από 11-11-44 ελέγχει όλη την Ελλάδα εκτός από Κέρκυρα-Αθήνα) σε όλα τα μέτωπα της Ηπείρου. Αιματοκυλισμένα κορμιά εκατέρωθεν. Η Χ Μεραρχία του Ε.Δ.Ε.Σ στην Κέρκυρα και μαζί της πολλοί χωριανοί μας... Χιλιάδες στρατός, τάγμα στο Πετροβούνι με διοικητή τον ολόξανθο Γιάννη Ντέτσικα από την Κόνιτσα. Οι περισσότεροι από Κόνιτσα (Μπόνιος από Αηδονοχώρι κ.α.) και από Πωγώνι (Χρήστος Κέτσος από Βασιλικό κ.α.). Εξάμηνη παραμονή. Όλμοι, μεταγωγικά, βαρέα όπλα, ομάδα θανάτου σε Γαλαρόκαμπο και Αγίους Αποστόλους Αξιωματικοί από τη Μέση Ανατολή. Συστηματική οργάνωση. Ζωντανή η παρουσία του Κων/νου Συχίδη εφέδρου Ανθυπολοχαγού του 4ου λόχου... Οι θρίαμβοι και οι συμφορές (χρυσές και μαύρες σελίδες) της Ιστορίας είναι εξ ίσου διδακτικές. Στον εμφύλιο σπαραγμό δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι. Υπάρχουν αδελφοσκοτωμοί, πατρίδα ματωμένη. “Το διαίρει και βασίλευε” το πλήρωσε ακριβά ο λαός μας.
* Ο Αλέξανδρος Ελευθερίου Γκορτζής είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός, Επίτιμος Συντονιστής Σχολικών Συμβούλων Α/βάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Ιωαννίνων.
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Χρήστος Ηλ. Μακρυγιάννης*
Ο όσιος Άνθιμος Αργυρόπουλος από τα Θεοδώριανα και η ιστορική του δράση στα Τζουμέρκα
Ε
ις τον όσιο Άνθιμο Αργυρόπουλο, λαμπρό απόγονο της ιστορικής βυζαντινής οικογένειας των Αργυρόπουλων από την κώμη Θεοδώριανα της Πίνδου, φωτεινό ζηλωτή του ασκητικού μοναχικού βίου με υψηλή επίνοια της αιώνιας θείας Πρόνοιας. Ο όσιος ιερομόναχος με αξιομνημόνευτη ψυχική και σωματική καθαρότητα, με φωτεινό οδηγό και συμπαραστάτη τη θεία λάμψη του Αγίου Πνεύματος, οδήγησε το Γένος στην απειρόκαλλη ελευθερία και υψιπετή ορθοδοξία. Ο Θεοφιλέστατος Όσιος Άνθιμος, ο καλώς αθλήσας και στεφανωθείς, διακόνησε με μοναδική θεία ευμένεια τον μοναχικό του βίο, ώστε να ανυψωθεί όχι μόνο ως διδάσκαλος του Γένους αλλά και υπέρτατος κατηχητής των ηρώων του Πανθέου της εθνικής ανεξαρτησίας. Ο δικός μου λόγος είναι ανάξιος να εξυμνήσει το υπερανθρώπινο έργο του, το οποίο αναγράφεται πια στις σελίδες της θείας μακαριότητας… Στις απροσπέλαστες χαράδρες των Ανατολικών Αθαμανικών, όπου η αιωνιότητα διαμορφώνει την εικόνα της σπάνιας φυσικής ομορφιάς, στα βαθύσκιωτα διάσελα του γηραιού Πίνδου, ο χρόνος αιώνες τώρα διηγείται πρωτάκουστες ιστορίες που χάνονται μέσα στα βαθιά δύσβατα φαράγγια των γυμνών σημερινών βράχων, σε αντιδιαστολή με την αρχαιότητα, όπου τα εκτεταμένα δάση με τις βελανιδιές και τα υψηλόκορμα ελάτια ήταν αμέριστοι προστάτες της ζωής εκείνων των αρχέγονων Αθαμάνων και των προκατόχων της νεολιθικής εποχής, οι οποίοι βίωσαν εδώ στον αφιλόξενο φαινομενικά τόπο. Όσο κι αν πέρασαν οι αιώνες, τα διάσελα των Αθαμανικών παραμένουν ακόμη αδιάψευστοι μάρτυρες του πανάρχαιου εκείνου βίου των ανθρώπων, εκείνων των απόμακρων χρονικά εποχών. Οφείλουμε όλοι να γνωρίζουμε ότι ο αρχέγονος Πίνδος φιλοξένησε και αγκάλιασε τον πρωτόγονο άνθρωπο, που ήρθε εδώ να εγκατασταθεί στα δυσχείμερα αυτά μικροοροπέδια… Όπως σώθηκε από την προϊστορική παράδοση, οι πρώτοι κάτοικοι που μετοίκησαν εδώ ζήτησαν αρχικά τη γνώμη του Μαντείου της Δωδώνης αν ο Θεός εγκρίνει την εγκατάσταση σ’ αυτά τα ορεινά και δασωμένα ισιώματα με το ευχάριστο καλοκαίρι και τον βαρύτατο πινδικό χειμώνα. Ο Δωδωναίος Δίας με τα ιερά σημάδια του, την πολύκλαδη φηγού (βελανιδιάς) και το παράξενο κράξιμο των άγριων περιστεριών και των κοράκων ενθάρρυνε τη μετοίκηση σ’ αυτόν το δυσκολοβίωτο τόπο με συντροφιά τα μεγάλα κοπάδια των αιγών και προβάτων, των μικρόσωμων αλόγων και των αγελάδων. Ο χρησμός βγήκε αληθινός Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο ό σ ι ο ς Άν θ ι μ ο ς Α ρ γ υ ρ ό π ο υ λ ο ς α π ό τ α Θ ε ο δ ώ ρ ι α ν α . . .
81
και οι μυθικοί εκείνοι κάτοικοι της Ορεινής Πίνδου έζησαν εδώ χωρίς καμιά διακοπή μέσα στον πολύχρονο βίο των ανθρώπων της ελλαδικής χώρας. Ήταν πραγματικό δώρο Θεού η διαμονή σ’ αυτόν τον άγριο τόπο με τα βαθυσκότεινα σπήλαια και τα σκοτεινιασμένα βουνά. Έτσι κάπως αρχίζει η ιστοριογραφία της ορεινής Πινδικής χώρας Ανατολικής και Δυτικής και συγκεκριμένα της αρχαίας Θεοδωρίας στα Ανατολικά Αθαμανικά, στον χώρο του πανάρχαιου δρόμου προς τον θεσσαλικό κάμπο με τα νεολιθικά φύλα της περιοχής και αργότερα των Αθαμάνων, πριν από τον γνωστό κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Εδώ σ’ αυτή τη βαθιά, ερημική και σκιερή χαράδρα, με τις πλαγιές να κατεβαίνουν ορμητικά προς το βάραθρο, όπου αχολογάει αιώνια τώρα το πολύβουο νεροχτύπημα στις αλλεπάλληλες υδατοπτώσεις μέσα στους παράξενους βράχους και τις φυσικές νεροδεξαμενές που εμποδίζουν τις χειμωνιάτικες κατεβασιές των θολωμένων ρευμάτων. Την ανθρώπινη κατοικία – αν και φαίνεται παράδοξο στον σύγχρονο βίο – εδώ έχει χιλιάδες χρόνια, προτού φτάσουν εδώ οι νεολιθικοί άνθρωποι, από τη Θεσπρωτία ή τη Θεσσαλία, των σπηλαίων και των δασών, είχε τη θεία τύχη να διαθέτει ο μυθικός Πίνδος. Έτσι τουλάχιστον το κρατάει η μνημονική παράδοση, πολύτιμος σύντροφος των ορεινών αυτών ανθρώπων. Σ’ αυτή την εκτεταμένη κατωφέρεια, όπου η πανάρχαιη δίοδος από τα Δυτικά προς τα Ανατολικά Αθαμανικά με τη θεϊκή προτροπή του Δωδωναίου Δία, οργανώθηκε η πρώτη εγκατάσταση παίρνοντας ταυτόχρονα και την ονομασία Θεοδωρία, από τον ιερό χρησμό του Θεού, ως θείο δώρο, οι αρχέγονοι εκείνοι κάτοικοι έχτισαν τις πρώτες κατοικίες πριν από το 1.500 π. Χ. περίπου. Παράλληλα όμως ιδρύονται σ’ αυτή την περιοχή και τα πρώτα ιερά προς τιμή του Δωδωναίου Δία, της Διώνης και της θεάς Άρτεμης… Στη θέση που βρίσκεται σήμερα το ιερό μοναστήρι της Θεοτόκου υπήρχε από την Πελασγική ακόμη εποχή ιερό του Νάιου Δία και των Ναϊάδων. Τα βαθύσκιωτα δάση, τα « ούρεα σκιόεντα», ο βουητός των υδάτων, ώθησαν τους πανάρχαιους εκείνους κατοίκους να οικοδομήσουν ιερά σεβάσματα… Οι αιώνες διαβαίνουν… Η αρχέγονη λατρεία δεν σταμάτησε ποτέ. Ολόκληρη αυτή η εύλοφη κατωφέρεια διατηρεί την ανθρώπινη παρουσία μπαίνοντας και στην ιστορική νέα εποχή χωρίς καμία διακοπή στη μακρόχρονη ιστορική μοίρα της πινδικής χώρας. Η ιστορική συνέχεια είναι άξια θαυμασμού! Η συνεχής κατοίκηση έχει διαμορφώσει τον ιστορικό χώρο σε προσοδοφόρο για την ανθρώπινη παρουσία, κυρίως τη θερινή, καθόσον η νεολιθική σαρακατσάνικη ζωή συνεχίζεται... Η παρουσία αρχαιότατων πελασγικών λέξεων Άφκος ή των μεσαιωνικών τοποθεσιών Σελιό (ανθρώπων του Βορρά) ή και άλλων κυρίως από τη σερβική νομαδική ζωή δηλώνουν τον συνεχή ιστορικό βίο με τις γνωστές βυζαντινές Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
82
Χρήστος Ηλ. Μακρυγιάννης
περιπέτειες αλλά προ πάντων τον αιώνιο ιστορικό βίο των αρχέγονων πελασγικών-ελληνικών φύλων σ’ αυτή τη χειμωνόδαρτη πινδική χώρα... Στον ίδιο περίπου χώρο οι αρχαίοι Αθαμάνες ή λίγο υψηλότερα συνεχίζουν τον ιστορικό τους βίο με συνεχή επικοινωνία με τα θεσσαλικά φύλα και τις προομηρικές πόλεις (Ιθώμη, Ελληνόπυργος, Γόμφοι). Σ’ αυτήν την τοποθεσία, στην αρχαία Θεοδωρία ή κοντά προς αυτή, ήρθαν να διαβώσουν μετά το 1204 βυζαντινοί ακρίτες με τους δεσπότες της Ηπείρου Αγγελοκομνηνούς. Εδώ εγκαταστάθηκε η βυζαντινή οικογένεια των Αργυρόπουλων, ενώ άλλο τμήμα της προς τον θεσσαλικό κάμπο στο χώρο της αρχαίας Πύλης... Οι θεοφιλέστατοι δεσπότες της Άρτας παρότρυναν επιφανείς βυζαντινές οικογένειες να βοηθήσουν στην αναβίωση της περιοχής του Τζεμέρνικου (βυζαντινή ονομασία) από τη χρόνια εγκατάλειψη των βυζαντινών αυτοκρατόρων με εξαίρεση τους Κομνηνούς και τους Παλαιολόγους... Ερχόμαστε τώρα, μετά απ’ αυτή την απαιτούμενη εισαγωγή για αρτιότερη κατανόηση των αναγνωστών του καταξιωμένου περιοδικού «Τζουρμεκιώτικα χρονικά», να συνθέσουμε τον ιστοριογραφικό βίο του Οσίου Άνθιμου Αργυρόπουλου από το χωριό Θεοδώριανα, της Θεοδωρούπολης της εποχής του Ιουστινιανού. Στόχος μου είναι να παρουσιάσω την πολυδιάστατη δράση του στην περιοχή των Τζουμέρκων με την καταγραφή της συγκέντρωσης του ανεκτίμητου υλικού αποτελέσματος των αφηγήσεων παλιών τσοπάνηδων, τσελιγκάδων, Ανατολικής και Δυτικής Πίνδου, αλλά και διηγήσεων αγίων γερόντων του Αγίου Όρους. Ηλικιωμένοι, άρχοντες, τσελιγκάδες από τα χωριά των Τζουμέρκων (Ορεινής Αργιθέας, Θεοδωριάνων, Μελισσουργών, Βουργαρελίου, Χόσεψης...), πρόσφεραν τον μνημονικό τους λόγο για την καταγραφή αυτή, και πως εκφράζουμε βέβαια θερμές ευχαριστίες... Οι πρεσβύτεροι αυτοί Τζουμερκιώτες, αν και δεν κράτησαν το καριοφίλι, κράτησαν όμως στη μνήμη τους με απέριττο διηγηματικό λόγο, που και η γνωστή ακόμη βιβλιογραφία ευλαβικά υποκλίνεται... Η αρχοντική αυτή οικογένεια των Αργυρόπουλων [Αργυροπούλεια Σπ. Λάμπρου. Εισαγωγή στον Ιωάννη Αργυρόπουλο] εγκαταλείπει την Κων/πολη ή την Έφεσσο ή τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας μετά το 1204 για να εγκατασταθεί στην αρχαία Αμβρακία (Άρτα) ή την περιοχή της Ανατολικής Πίνδου (ΠύληΜουζάκι) παίρνοντας μαζί της τη βυζαντινή παιδεία, χειρόγραφα των αρχαίων κειμένων με το σκοπό να γίνουν τα ηπειρώτικα κέντρα εστίες νέας ελληνικής παιδείας με την προοπτική αναγέννησης του Γένους... Ο όσιος Άνθιμος Αργυρόπουλος γεννήθηκε εδώ στα ερείπια της αρχαίας Θεοδωρίας γύρω – περίπου στα 1768, όπως αναφέρεται από τους βιογράφους, χωρίς να υπάρχει ασφαλής χρονολογία, στο σύγχρονο χωριό Θεοδώριανα... Η οικογένεια των Αργυρόπουλων, ήταν ήδη γνωστή η ιστορία της, σε στενή συνεργασία με τους Αγγελοκομνηνούς της Άρτας οργανώνει εκ νέου τη ζωή Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο ό σ ι ο ς Άν θ ι μ ο ς Α ρ γ υ ρ ό π ο υ λ ο ς α π ό τ α Θ ε ο δ ώ ρ ι α ν α . . .
83
στα Τζουμέρκα... Χτίζει ναούς, μικρά εκκλησάκια, υδρόμυλους αλλά και οδικό δίκτυο για τη μεταφορά και μετακίνηση των αγαθών και της αυξημένης κτηνοτροφίας... Τα πρώτα γράμματα, όπως ιστοριογραφικά παραδίνεται, τα έμαθε στο σχολείο της Άρτας ή της περιοχής Πύλης ή των Μετεώρων. Όμως εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι μετά το 1750 η παιδεία ήταν αναπτυγμένη σ’ όλα τα χωριά των Τζουμέρκων. Όλα σχεδόν τα γνωστά μοναστήρια διέθεταν σχολεία μάθησης της ελληνικής γλώσσας με βιβλία από την Ιταλία. Ειδικότερα στο χωριό Θεοδώριανα υπήρχε αλληλοδιδακτικό σχολείο κατά τη θερινή περίοδο, επειδή οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν κτηνοτρόφοι. Τις σπουδές του συμπλήρωσε και στα σχολεία των Γιαννίνων, που εκείνη την εποχή παρακολουθούν μαθήματα αρκετοί νέοι από οικογένειες τσελιγκάδων της ορεινής Πίνδου. Η συνεχής επικοινωνία με τα ιερά μοναστήρια των Μετεώρων και των σχολείων Συρράκου και Καλαρρυτών συνέβαλε στην επιμελημένη παιδεία, όπως και των μακρινών προγόνων του, απ’ την εποχή του Νικηφόρου Φωκά. Χειροτονείται ιερομόναχος στο μικρό μοναστήρι της Θεοτόκου στα Θεοδώριανα, όπου με την οικονομική συμβολή του Δεσπότη Άρτας και Γιαννίνων και την προσφορά των γνωστών τσελιγκάδων της Πίνδου οικοδομεί την παλιά μονή μεγαλύτερη απ’ εκείνη της εποχής των Κομνηνών (χτίστηκε περίπου την ίδια εποχή με το ιερό μοναστήρι Τσούκας Γιαννίνων). Προτού λάβει το σχήμα του μοναχού επισκέφτηκε τις ιερές μονές των Σχωρετσάνων και Μελισσουργών, ζητώντας την ευλογία των αγίων ηγουμένων. Άγνωστη η χρονολογία της χειροτονίας ως ηγουμένου της Ιεράς Μονής της Θεοτόκου στα Θεοδώριανα... Συνδέεται στενά με τα μεγάλα αρχοντικά τσελιγκάτα της Πίνδου αλλά και με τους ηγουμένους όλων των ιερών μονών της περιοχής... Η χρονολογία του 1743, ως έτος ανοικοδόμησης της μονής, που ήταν μοναχός ο όσιος Άνθιμος, είναι επισφαλής καθόσον η χρονολογία αυτή αναφέρεται μάλλον σε ανοικοδόμηση, γιατί στην ίδια θέση υπήρχαν τα ερείπια του ναού της εποχής των Κομνηνών. Μια άλλη μαρτυρία αναφέρει ότι στην ίδια θέση υπήρχε ιερό αγίασμα από τον 10ο αιώνα, από άγιο Γέροντα, γνωστό του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, όταν έχτιζε την Ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Ακόμη μία μνημονική παράδοση επιμαρτυρεί ότι άγιοι μοναχοί από τα Μετέωρα ήρθαν εδώ, όταν το σερβικό στοιχείο επεκράτησε στα μοναστήρια των Μετεώρων. Ταυτόχρονα με την ανοικοδόμηση του Ιερού Ναού οικοδομήθηκε κι ένα άλλο μακρόστενο κτήριο για τους μοναχούς ή επισκέπτες αλλά και εργαστήριο αγιογραφίας ή αντιγραφής βιβλίων. Ο όσιος Άνθιμος Αργυρόπουλος συντήρησε το οικοδόμημα και το μετέτρεψε στο γνωστό αλληλοδιδακτικό σχολείο, επειδή η αγιογραφία, η αργυροχοΐα ή η αντιγραφή βιβλίων γινότανε πια στα Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
84
Χρήστος Ηλ. Μακρυγιάννης
γνωστά αστικά κέντρα της Ηπείρου. Εδώ ας σημειωθεί ότι ήταν το γνωστό πέρασμα της αρχαιοτάτης οδού προς τη Θεσσαλία ή τη Δωδώνη, αλλά και στην εποχή μετά το 1600 η διέλευση των κτηνοτρόφων μέσω Βουργαρελίου ή Μελισσουργών. Αυτή η συνεχής επικοινωνία βοήθησε τον όσιο Άνθιμο Αργυρόπουλο να γνωρίσει όλους τους ανυπότακτους των Τζουμέρκων αλλά και τα ονόματα των μεγάλων τσελιγκάδων, αρματολών και κλεφτών Ανατολικής και Δυτικής Πίνδου. Το ιερό μοναστήρι έγινε το κέντρο της εθνικής αντίστασης κατά των Οθωμανών κατακτητών, όπου έβρισκαν καταφύγιο οι πρόμαχοι ή κυνηγημένοι από τον Βεζυρ Αλή ή εκείνων που αντιστέκονταν κατά της τουρκικής τυραννίας... Όμως τα πράγματα ήρθαν διαφορετικά. Συνεργάτες του Βεζυρ Αλή των Γιαννίνων ή δυσαρεστημένοι από τη νοοτροπία του Σουλιωτών παρουσίαζαν τραγικά τις αντιθέσεις ντόπιων και προσφύγων Σουλιωτών με πονηρό σχέδιο την αφαίρεση του τζουμερκιώτικου αρματολικιού απ’ τη φάρα των Μποτσαραίων. Οι έριδες και οι ομηρικές αντιθέσεις μεταξύ των ιστορικών οικογενειών της σουλιώτικης ομοσπονδίας και η δύναμη του χρήματος του πανούργου Βεζυρ Αλή οδήγησαν στην ιστορική καταστροφή. Η φάρα των Μποτσαραίων, με οδηγία του Βεζυρ Αλή, αναχωρεί από τα σουλιώτικα χωριά με κατεύθυνση προς τα Τζουμέρκα, αποδυναμώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την αντίσταση του ηρωικού λαού της περιοχής. Ο όσιος Άνθιμος παρακολουθεί με αγωνία τα γεγονότα και ταυτόχρονα επικοινωνεί με τους τσελιγκάδες των Δυτικών Τζουμέρκων, τονίζοντας την ανησυχητική έκβαση των γεγονότων, καθόσον οι περισσότεροι κεφαλάδες των Τζουμέρκων ήταν μυημένοι στο μελλοντικό σχέδιο αποτίναξης του τουρκικού ζυγού. Συνομιλεί με όλους τους εγκατασπαρμένους στα Τζουμερκοχώρια Σουλιώτες με τις ιστορικές οικογένειες (Κοτελίδα, Μπακόλα, Γιάννη Μακρυγιάννη, πατέρα του Κατσαντώνη, με Μελισσουργιώτες, Πραμαντιώτες, Τσελιγκάδες) γνωστούς από χρόνια, επειδή οι περισσότεροι κατεβαίνοντας προς τα χειμαδιά διανυκτέρευαν στο ιερό μοναστήρι της Θεοτόκου στα Θεοδώριανα. Στο σημείο αυτό, ας γίνει μία παρέκβαση της ιστοριογραφίας για τον Όσιο Άνθιμο Αργυρόπουλο. Οφείλουμε να προσθέσουμε για πληρέστερη ενημέρωση των γεγονότων ότι, όταν οι Τούρκοι κατέκτησαν την Άρτα την άνοιξη του 1449, όλα τα Τζουμερκοχώρια αντιστάθηκαν στα ορεινά δερβένια και τα μονοπάτια και προσπάθησαν να εμποδίσουν την προέλαση των Οθωμανών. Σ’ όλα τα περάσματα οι Αθαμάνες-Τζουμερκιώτες με τις φωτιές και τα παραδοσιακά όπλα εμπόδισαν τα τουρκικά ασκέρια να περάσουν στα χωριά. Οι πασάδες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, δίνοντας ορισμένα προνόμια στους ορεσίβιους, με αποτέλεσμα η εκκλησία και η εκπαίδευση να συνεχιστεί σε Ανατολική και Δυτική Πίνδο. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο ό σ ι ο ς Άν θ ι μ ο ς Α ρ γ υ ρ ό π ο υ λ ο ς α π ό τ α Θ ε ο δ ώ ρ ι α ν α . . .
85
Γύρω στα 1500 στα Θεοδώριανα και στους Μελισσουργούς λειτουργεί σχολείο. Όλα αυτά τα γνωρίζει η οικογένεια των Αργυρόπουλων και στα πλαίσια αυτά της βυζαντινής παράδοσης λειτουργεί το γνωστό αλληλοδιδακτικό σχολείο, στα πρότυπα περίπου της σχολής των Βραγκιανών, Μελισσουργών, Αγνάντων και Σχωρετσάνων (το πρώτο σχολείο στα Άγναντα, λειτούργησε στο ναό του Αγίου Γεωργίου, στο σημερινό κτήριο του ιστορικού Γυμνασίου). Για τη συντήρηση αυτού του ιστορικού σχολείου η οικονομική προσφορά όλων των τσελιγκάδων ήταν γνωστή, γεγονός που ενοχλούσε βαρύτατα τους Τούρκους κατακτητές και γι’ αυτό με ειδικούς απεσταλμένους προσπάθησε να κλείσει, οπότε αυτοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο θεσμό των κρυφών σχολείων, τα οποία μερικοί σύγχρονοι ανιστόρητοι αγνοούν με ύποπτη σκοπιμότητα. Όταν λοιπόν έφτασαν στα Τζουμερκοχώρια οι κατατρεγμένοι Σουλιώτες με τα αιγοπρόβατά τους διασκορπίστηκαν παντού. Τα ονόματα των τοποθεσιών εκείνων ακόμη θυμίζουν εκείνα τα δίσεκτα χρόνια (Ζωνάκα, Κιάφα, Σκαπέτα, Αβαρίκος κ.λπ.). Στη Βρεστενίτσα (Πηγές) και στα Θεοδώριανα έμειναν αρκετές ιστορικές οικογένειες. Ο Όσιος Άνθιμος τους φιλοξένησε στα κελλιά του μοναστηριού και του γνωστού αλληλοδιδακτικού σχολείου. Σήμερα τα κτήρια αυτά είναι ερείπια, όπως η γνωστή Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους, τραγική μαρτυρία αδιαφορίας των σύγχρονων Ελλήνων. Σήμερα στον περιβάλλοντα χώρο, στο απλωμένο με πεζούλια χωράφι, συστάδες από καρυδιές, πρασινόφυλλες, θροΐζουν στον ποταμίσιο άνεμο, θρηνώντας την εγκατάλειψη και την ερημιά της ιστορικής μοίρας. Στο μοναστήρι αυτό πρωτογνώρισε ο όσιος Άνθιμος τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, αλλά και στο αλληλοδιδακτικό σχολείο έμαθε τα πρώτα γράμματα ο ήρωας του Γένους Μάρκος Μπότσαρης. Η ποικιλώνυμη δράση του οσίου διατηρεί αυτή την πνευματική εστία του έθνους, στην οποία καταφεύγουν για μάθηση των ελληνικών γραμμάτων απ’ όλα τα χωριά των Ανατολικών και Δυτικών Τζουμέρκων. Διδακτικά βιβλία και βοηθήματα τον προμηθεύουν οι σχολές των Φραγκιανών αλλά και οι προικισμένοι με γνώση άρχοντες του Συρράκου και Καλαρρυτών, οι οποίοι αυτή την εποχή είχαν στενή επικοινωνία με τα γνωστά εμπορικά ιταλικά κέντρα. Βρισκόμαστε γύρω στα 1801-1803 περίπου ... Κάπως ήρεμα περνάει ο καιρός χωρίς αξιόλογα γεγονότα... Τα ιερά μοναστήρια και οι στάνες των Αθαμανικών ζυμώνουν το όραμα της αντίστασης... Τα πληρωμένα όργανα του Βεζύρ Αλή Πασά υφαίνουν το ανόσιο σχέδιό τους. Με μυστική εντολή του Βεζύρ Αλή Πασά φτάνουν σ’ όλα τα Τζουμερκοχώρια Τουρκαρβανίτες του Ταχήρ Αμπάτζη με σκοπό να κυνηγηθούν οι ανδρείοι Σουλιώτες και όσοι τους συμπαραστέκονται... Τον ίδιο καιρό μάλιστα καταφτάνουν εδώ οι νέοι πρόσφυγες μετά το γνωστό ολοκαύτωμα στο ιστορικό Κούγκι... Πληροφορείται για όλα ο Βεζυρ Αλής... Μαθαίνει τα ονόματα των μεγάλων τσελιγκάδων που βοηθούν τους Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
86
Χρήστος Ηλ. Μακρυγιάννης
Σουλιώτες, για τη δράση των αγίων μοναχών των μοναστηριών... Μαθαίνει ακόμη για τη δράση των ανυπότακτων της Πίνδου (Αντώνης Μακρυγιάννης (Κατσαντώνης), Βλαχάβας, Καραϊσκάκης, Τραγουδάρας, Μάμαλης από Καλαρρύτες, Μπακόλας, Κοτελίδας και Τσαρακλής από τα Πιστιανά)... Το πονηρό σχέδιο πέτυχε με τη συνεργασία των Αληπασαλικών... Οι Σουλιώτες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα Θεοδώριανα ζητώντας καταφύγιο νέας αντίστασης στην Ιερά Μονή του Σέλτσου, αρχικά κτίσμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου... Σ’ όλα όμως τα χωριά των Τζουμέρκων έμειναν αρκετές οικογένειες που δεν είχαν σχέση με τις γνωστές αντιδικίες με τις ιστορικές σουλιώτικες φάρες... Το δράμα και το ολοκαύτωμα θα γνωρίσει η Ιερά Μονή Σέλτσου τον Απρίλη του 1804. Μετά το νέο Κούγκι ή Ζάλογγο τα όργανα του Βεζύρ Αλή τρομοκρατούν τα χωριά των Αθαμανικών. Στο ηρωικό Σέλτσο έλαβε μέρος και ο αδελφός τού Άνθιμου, ο οποίος συνέχισε τον αγώνα λαβαίνοντας μέρος σε πολλές μάχες στα Τζουμέρκα και στην Πελοπόννησο. (Ηρωική ήταν η στάση του στις μάχες Σχωρετσάνων, Αγνάντων, Αυτί Μελισσουργών και Κηπίνας Καλαρρυτών. Στο Σταυρό Θεοδωριάνων πολέμησε μαζί με τον πρόγονό μου Χρήστο Μακρυγιάννη ο οποίος έπεσε στη γνωστή μάχη, στο ίδιο ταμπούρι με τον ομεπώνυμο Γιάννη Μακρυγιάννη τον απομνημονευματογράφο του Αγώνα 1821). Το ιερό μοναστήρι της Θεοτόκου και το σχολείο του Οσίου Άνθιμου καταστρέφονται από τους Τούρκους και τα όργανα του Αλή πασά. Όσο κι αν προσπάθησαν οι κεφαλάδες των Τζουμέρκων να καλύψουν τη δραστηριότητά του, δεν τα κατάφεραν. Τσελιγκάδες απ’ τους Μελισσουργούς, γνωστοί του Γιάννη Μακρυγιάννη (πατέρα του Κατσαντώνη), αλλά και οι ηγούμενοι Αγίας Αικατερίνης Σχωρετσάνων και Ευαγγελιστρίας της Χόσεψης ενημερώνουν τον όσιο Άνθιμο το καλοκαίρι του 1806 ή 1807 περίπου για το σατανικό σχέδιο του Βεζύρ Αλή... Ήταν τα χρόνια που μάθαινε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο του η μικρή Κατερίνα, (αδελφή του Κατσαντώνη) η οποία και βαπτίστηκε στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης επί ηγουμένου Αγίου Διονυσίου... Γύρω στα 1805-1806 ο Όσιος Άνθιμος, με σκοπό να βοηθήσει τους εγκατασπαρμένους Σουλιώτες στα διάφορα χωριά των Τζουμέρκων, όπως διηγούνται οι πρεσβύτεροι, συγκάλεσε στη Μονή των Μελισσουργών κεφαλάδες των χωριών και ηγουμένων των Ιερών Μονών με σκοπό με ποιο τρόπο θα καταφέρουν να πείσουν τον Βεζύρ Αλή «νάρθει σε λογαριασμό», όπως έλεγαν εκείνοι οι σοφοί γέροντες. Μαζεύτηκαν εκεί από Συρράκο-Καλαρρύτες και τα Τζουμοχώρια, Άγναντα, Πράμαντα, να συζητήσουν για τις εμφύλιες διαμάχες ώστε να σταματήσει αυτό το «κακό που βρήκε τον κόσμο». Ο Όσιος Άνθιμος εγκαταλείπει τα Θεοδώριανα γύρω στα 1805 ή 1806 με σκοπό να περάσει στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα). Περνώντας τις στάνες των Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο ό σ ι ο ς Άν θ ι μ ο ς Α ρ γ υ ρ ό π ο υ λ ο ς α π ό τ α Θ ε ο δ ώ ρ ι α ν α . . .
87
Τζουμέρκων, σύμφωνα με σχετικές άγραφες πληροφορίες, κάποιος γεροτσέλιγκας στο Αγκάθι των Τζουμέρκων μου είπε ότι τον συνέλαβαν στη Χόσεψη, ενώ ένας άλλος γεροτσέλιγκας από το Ματσούκι, κοντά στο Βουργαρέλι, στο χωριό Παλιοκάτουνο... Οι τσελιγκάδες όμως των Σχωρετσάνων διαφορετικά τα θυμούνται... Τον συνέλαβαν μέσα στα Θεοδώριανα... Οι Τουρκαρβανίτες τον οδήγησαν στα γνωστά σεράγια του Αλή Πασά την ίδια περίπου περίοδο που ο Γιάννης Μακρυγιάννης (πατέρας του Κατσαντώνη) βρήκε τραγικό θάνατο στα μπουντρούμια του κάστρου των Γιαννίνων... Σ’ όλα τα χωριά των Τζουμέρκων έγινε αμέσως γνωστή η φυλάκιση του Όσιου Άνθιμου στα θεοσκότεινα υγρά μπουντρούμια του κάστρου των Γιαννίνων, εκεί όπου υπέστη μαρτυρικό θάνατο ο άγιος Διονύσιος ο Φιλόσοφος κατά το 1611. Με κάθε προφύλαξη οι άρχοντες των Τζουμέρκων, Ανατολικών και Δυτικών, μαζεύτηκαν στο Γρεβενοσέλι (Νεράιδα) Ανατολικής Πίνδου. Ήταν εκεί από τα Δυτικά Τζουμέρκα, Χόσεψη, Βουργαρέλι, Λιάσκοβο, ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης, Κηπίνας, Ματσουκίου με το σκοπό να μαζέψουν χρήματα για την αποφυλάκιση. Συγκεντρώθηκαν αρκετά γρόσια για την εποχή. Προσέφεραν οι οικογένειες Κωλέττη, Λάμπρου, Φασούλα, Μάμαλη από τους Καλαρρύτες, οι οικογένειες Κρυστάλλη, Ζαλοκώστα από το Συρράκο, από τα Πράμαντα Μολώνης, Σιαπλαούρας, Βάνας, από Μελισσουργοούς Μπανιάς, Καραβασίλης, Αναγνώστης, Κολιοπαππάς, από τα Σχωρέτσαινα Καψαλαίοι, Γιωταίοι, Μακρυγιανναίοι, Κουτσονικαίοι, από τα Θεοδώριανα Χάϊδος, Κορμέντζας, Κολοβός, Λάκκας και Βουργαρελιώτες, Χοσεψίτες... Τους παράδες παρέδωσε κάποιος απ’ τη γνωστή οικογένεια Βούλγαρη στον Βεζύρ Αλή ή κατά μία άλλη μαρτυρία ο αρχιτσέλιγκας Αλέξης Μακρυγιάννης με τον άγιο Διονύσιο ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης. [Ως ιστοριογράφος απλά καταγράφω τις μνημονικές παραδόσεις και μαρτυρίες με τη φιλοδοξία ότι θα χρησιμοποιηθούν από τους μελλοντικούς ιστορικούς ερευνητές]. Έτσι περίπου διαδραματίζονται τα γεγονότα κατά το 1806 ή 1807 ή και νωρίτερα. Ο αρχιτσέλιγκας Αλέξης Μακρυγιάννης με γεμάτο το πουγγί για το κεμέρι του Αλή Πασά κατεβαίνοντας στα Γιάννενα με συνοδεία Αρβανιτάδων μπαίνει στο σεράι του Βεζύρ Αλή. Ο διάλογος, όπως τον κράτησε η ιστορική μνήμη, είναι αποκαλυπτικός και κατά συνέπεια απηχεί την ιστορική πραγματικότητα. – Προσκυνώ εφέντ’ Αλή και με τη βοήθεια του Θεού Αφέντης στην Πόλη. Έτσι το θέλει ο Θεός μας... – Να ‘σαι καλά, ορέ μπίρομ Αλέξη και καλά κόπιασες στο σεράι μου... – Πολυχρονεμένε Βεζύρ Αλή ήρθα για μια χάρη, που ζητάνε όλοι οι Τζουμερκιώτες, δικοί σου άνθρωποι… Εκειό το καλόγερο απ’ τα Θεοδώριανα, άφησέ το να φύγει. Θα πάει μακριά απ’ το βιλαέτι σου. Είναι άγιο Βεζύρ Αλή εφέντη μ’ σαν εκείνο το Κοσμά απ’ το Βραχώρι... Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
88
Χρήστος Ηλ. Μακρυγιάννης
– Το λες αλήθεια μπίρο μ’ Αλέξη; – Δεν είναι ολοσούσωμο μ’ εκείο το Κοσμά, είναι απαράλλακτο εφέντη μ’... Φέραμε και λίγους παράδες για την αφεντιά σου να κάνεις και συ κουμάντο στις ανάγκες σου... – Νάσαι καλά μπίρο μ’ Αλέξη... Θα το βγάλω σήμερο κιόλας να φύγει από ‘δω... Αφού πήρε το γεμάτο πουγγί, δίνει εντολή στον Ταχτίρ Αμπάτζη να αποφυλακίσει τον άγιο Γέροντα, όσιο Άνθιμο... Πόσο χρόνο έμεινε στο μπουντρούμι ο Άνθιμος, έστω με κάποια ακρίβεια, δεν είναι ιστοριογραφικά γνωστό. Ρωτώντας παντού σ’ όλα τα χωριά της Ανατολικής και Δυτικής Πίνδου το χρονικό διάστημα το αναφέρουν περίπου πάνω από ένα χρόνο. Οι χρονογράφοι διαφορετικά το περιγράφουν. Το ότι όμως παραμένει στα υγρά, σκοτεινά δεσμωτήρια του κάστρου των Γιαννίνων, για σχετικά αρκετό χρόνο διαφαίνεται από την απώλεια της όρασής του, η οποία σταδιακά επιδεινώθηκε επικίνδυνα... Από τα Γιάννενα με τη συμπαράσταση εμπόρων Καλαρρυτών πέρασε απέναντι στην Κέρκυρα... Ο δρόμος για τη δόξα τον συντροφεύει μέχρι το τέλος της ζωής του, 20 Γενάρη του 1847 στη Ζάκυνθο. Η ιστορία κλείνει ευλαβικά το γόνυ στην αθάνατη μνήμη του, η οποία με θεϊκή παρέμβαση διαλάμπει στον αιώνια αίθριο ελληνικό ουρανό…
*Ο Χρήστος Ηλ. Μακρυγιάννης είναι φιλόλογος και ιστοριογράφος
Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ναπολέων Γ. Καραγιάννης*
Σταυρός Θεοδωριάνων Ένας τόπος με Παράδοση και Ιστορία Α. Γεωγραφική θέση του « Σταυρού»
Ο
Σταυρός είναι ένα στενό πέρασμα με άνοιγμα περί τα 500 μ., που βρίσκεται στα ανατολικά Τζουμέρκα, ανάμεσα στο Αθαμάνιο και στα Θεοδώριανα και σε υψόμετρο 1390 μ. Στα δυτικά του ορθώνεται ο πελώριος σταχτής όγκος των Τζουμέρκων (Πινακούλι), στα ανατολικά του βρίσκονται τα Ταμπούρια και ανατολικότερα η Γκρέκα. Στη διάβαση του Σταυρού υπάρχουν τα φυσικά όρια μεταξύ των τέως κοινοτήτων Αθαμανίου και Θεοδωριάνων. Εκεί είχε κτιστεί ένας πέτρινος τοίχος, ο οποίος άρχιζε ανατολικά από τα ριζά της « Γκρέκας» και ακολουθώντας την κορυφογραμμή της διάβασης έφτανε μέχρι την «Μπέτση», στα βόρεια του περάσματος. Ο τοίχος αυτός κτίστηκε από τους κτηνοτρόφους, για να μην μπαίνουν τα πρόβατα των Θεοδωριανιτών στα λιβάδια των Αθαμανιωτών και αντίστροφα.
Β. Ο «Σταυρός» του Κοσμά του Αιτωλού Η περιοχή οφείλει το όνομά της, σύμφωνα με την παράδοση, στον Πατέρα Κοσμά τον Αιτωλό. Αυτός στα 1777 είχε περάσει από τα Θεοδώριανα, όπου σε περίοπτη θέση ανάμεσα στο Αθαμάνιο και στα Θεοδώριανα έστησε ξύλινο σταυρό. Από τότε η περιοχή αυτή ονομάζεται Σταυρός. Η παράδοση λέει επίσης ότι κήρυξε στην αυλή του ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου και ίδρυσε το πρώτο σχολείο στα Θεοδώριανα στέλνοντας ο ίδιος τον πρώτο δάσκαλο από το Ζαγόρι.
Γ. Η μάχη του « Σταυρού» Πριν αναφερθούμε στη μάχη του Σταυρού, θα παραθέσουμε με συντομία τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην ευρύτερη περιοχή της Άρτας από τη στιγμή που οι οπλαρχηγοί και οι καπεταναίοι της έγιναν κοινωνοί του μυστικού της Φιλικής Εταιρείας.
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
90
Ναπολέων Γ. Καραγιάννης
1. Το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας – Η προετοιμασία για το μεγάλο αγώνα
Τ
ο μυστικό της Φιλικής Εταιρείας έφθασε στην περιοχή της Άρτας το 1818. Το πληροφορήθηκαν ο Γιάννης Μακρυγιάννης, ο Γώγος Μπακόλας, θείος του Καραϊσκάκη από τη μητέρα του από τη Σκουληκαριά, οι αδελφοί Κουτελίδα από τη Χώσεψη, ο Γιώργος Τσαρακλής από τα Πιστιανά, ο Κώστας Οικονόμου από τη Σκουληκαριά, οι Μοστραίοι και ένας μικρός αριθμός Αρτινών. Οι προετοιμασίες για το μεγάλο ξεσηκωμό αρχίζουν στην Άρτα. Όλοι οι μυημένοι συγκεντρώνουν όπλα και άλλο πολεμικό υλικό και τα βγάζουν έξω από την πόλη της Άρτας. Για το σκοπό αυτό δραστηριοποιούνται στην περιοχή του νομού οι: Ν. Γαρουφαλιάς στα χωριά του κάμπου, ο Γιάννης Μακρυγιάννης και ο οικονόμος της Μητρόπολης μέσα στην πόλη της Άρτας, ο Αναστάσιος Χαβέλας στο Κομπότι, οι Κοσσυβακαίοι με τον Αναγνώστη Λαβδαριά στο Ραδοβίζι και οι Κουτελιδαίοι με τον Τσαρακλή στην περιοχή των Τζουμέρκων.
2. Η κήρυξη της επανάστασης στα Τζουμέρκα και στο Ραδοβίζι Την άνοιξη του 1821 ο οπλαρχηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης περνάει από τη Λευκάδα, το Ξηρόμερο, το Ραδοβίζι και φτάνει στους Μελισσουργούς με σκοπό να ξεσηκώσει την επαρχία της Άρτας και να στρατολογήσει «πάση θυσία» επαναστατικό σώμα, σύμφωνα με την εντολή που είχε από τη συνέλευση των οπλαρχηγών της Λευκάδας. Από τα γύρω χωριά, Πράμαντα, Μελισσουργούς, Άγναντα, Καταρράκτη, σχημάτισε την πρώτη ομάδα, η οποία τον ακολούθησε μέχρι το τέλος του αγώνα. Ύστερα κατέβηκε στα χωριά της Τζούμας Ρωμανού, Γουργιανά, για να στρατολογήσει και εκεί πολεμιστές. Στα χωριά αυτά ο Καραϊσκακης είχε συγγενείς από τη μάνα του, από την οικογένεια Μπαθέκα. Η τουρκική φρουρά παρακολουθούσε τις κινήσεις του και του επιτέθηκε πλησίον του μοναστηριού της Χρυσοσπηλιώτισσας. Τότε ο Καραϊσκάκης αναγκάστηκε να δώσει μάχη στην οποία τον βοήθησαν οπλισμένοι χωρικοί από τα γύρω χωριά. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να εγκαταλείψουν τη μάχη, για να σωθούν. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν περί τους εικοσιπέντε Τούρκους και από τους Έλληνες σκοτώθηκε ο Νικόλαος Τζίμας από τα Κουκούλια και άλλοι δυο τραυματίστηκαν. Από την Τζούμα ο Καραϊσκάκης με το τμήμα του φτάνει στη Χώσεψη όπου συναντιέται με τους Γιαννάκη και Μήτρο Κουτελίδα και μαζί προχωρούν προς το Βουργαρέλι. Εδώ έχουν φτάσει από νωρίτερα οι οπλαρχηγοί Γώγος Μπακόλας, Γιώργος Τσαρακλής, Αντρέας Ίσκος, Γιαννάκης Ράγκος, Μάρκος Μπότσαρης, Κουτσονίκας, καθώς και άλλοι από το Ραδοβίζι και τα ανατολικά ΤζουΤζουμερκιώτικα Χρονικά
Στ α υ ρ ό ς Θ ε ο δ ω ρ ι ά ν ω ν - Έν α ς τ ό π ο ς μ ε Π α ρ ά δ ο σ η κ α ι Ι σ τ ο ρ ί α .
91
μέρκα. Στις 15 του Μάη, στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Βουργαρελίου, κηρύσσουν την επανάσταση στα Τζουμέρκα και στο Ραδοβίζι, υπό τις ευλογίες του ηγούμενου της Μονής Χριστόφορου. Στο Μοναστήρι παραβρίσκονται όλοι οι τοπάρχες των γύρω χωριών: Χώσεψης, Λουψίστας, Μήγερης, Θεοδωριάνων κ.λπ., που μεταφέρουν τον ενθουσιασμό στους κατοίκους. Ιδιαίτερα τα Θεοδώριανα, κεφαλοχώρι των Τζουμέρκων Άρτας, καθώς ήταν απομακρυσμένα και προστατεύονταν από τα φυσικά οχυρά των απόκρημνων βουνών, πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες στην Επανάσταση του 1821. Οι τσελιγκάδες ενισχύουν την προσπάθεια και οι Θεοδωριανίτες πυκνώνουν τις τάξεις των ενόπλων. Στόχος των Τούρκων η καταστολή της Επανάστασης στην Πελοπόννησο.
3. Μάχες στο Μακρυνόρος και στα Τζουμέρκα Ο Χουρσίτ Πασάς, όταν έφτασε στα Γιάννενα, στις 15 Μαρτίου 1821, ύστερα από σύσκεψη, εκπόνησε στρατηγικό σχέδιο επιχειρήσεων, το οποίο σε γενικές γραμμές είχε ως εξής: α) στενός αποκλεισμός του Αλή Πασά μέσα στο φρούριο των Ιωαννίνων, β) εξασφάλιση των στρατηγικών θέσεων των Τζουμέρκων (Πλάκας-Αράχθου και Καλαρρυτών-Συρράκου), ώστε να διασφαλιστεί επικοινωνία τόσο με τη Θεσσαλία όσο και με την Άρτα, γ) εξασφάλιση ελεύθερης διάβασης Μακρυνόρους - Βάλτου για επικοινωνία με τη Στερεά Ελλάδα. Έτσι εγκατέστησε φρουρά χιλίων ανδρών στην Πλάκα, με επικεφαλής τον Βερκούτ Μπέη Γαρδίκη. Στους Καλαρρύτες και Συρράκο άλλη τόση δύναμη με επικεφαλής τον Ιμπραήμ Μπέη Πρεμέτη και στην Άρτα τον Ισμαήλ Πασά Πλιάσα με δύο χιλιάδες άνδρες. Τον Ιούνιο του 1821 ο Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας (Τουρκαλβανός) και ο Χασάν Μπέης με πάνω από δυο χιλιάδες στρατιώτες, ύστερα από διαταγή του Χουρσίτ Πασά, επιχείρησαν στο Μακρυνόρος απανωτές επιθέσεις, για να ανοίξουν ακίνδυνη διάβαση και ελεύθερη επικοινωνία με τη Στερεά Ελλάδα, με σκοπό να καταπνίξουν την Επανάσταση. Τα περάσματα του Μακρυνόρους τα είχαν πιάσει ο Καραϊσκάκης με τους Κουτελιδαίους και 40 Τζουμερκιώτες μαζί με τους Ραδοβιζινούς του Μπακόλα και τους Βαλτινούς του Ράγκου και του Μακρή. Όλες οι επιθέσεις αποκρούστηκαν με επιτυχία από τα ελληνικά τμήματα από τις 18 Ιουνίου μέχρι τις 17 Ιουλίου 1821, στις θέσεις Γυφτοδήμα, Κούλια ή Παλιοκούλια και Αφτί Φλωριάδας. Στις 26 Ιουνίου 1821 οι καπεταναίοι Γώγος Μπακόλας, Γιαννάκης Κουτελίδας και Κ. Ράγκος επιτέθηκαν κατά της φρουράς της Πλάκας και ανάγκασαν τον Βερκούτ να υποχωρήσει προς τα Κατσανοχώρια και από εκεί για τα Γιάννενα. Την ίδια μέρα οι οπλαρχηγοί Γιαννάκης Ράγκος, Μήτρο Κουτελίδας και Μήτρο Γώγος (γιος του Γώγου Μπακόλα) επιτέθηκαν κατά της φρουράς της ΚηΈ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
92
Ναπολέων Γ. Καραγιάννης
πίνας και την εκδίωξαν. Την δε επομένη, 30 Ιουνίου 1821, οι Συρρακιώτες και το επαναστατικό τμήμα του γερο-Μπαλωμένου, καθώς πληροφορήθηκαν τις νίκες της Κηπίνας και της Πλάκας, επαναστάτησαν και ανάγκασαν τη φρουρά του Ιμπραήμ Μπέη Πρεμέτη να υποχωρήσει από το Συρράκο και τους Καλαρρύτες με κατεύθυνση τα Γιάννενα.
4. Ο Χουρσίτ στρέφει τις δυνάμεις του προς τα Τζουμέρκα Όταν ο Χουρσίτ έμαθε τα συμβάντα στους Καλαρρύτες και στην Πλάκα και αφού εγκατέλειψε το Μακρυνόρος, διέταξε τον Ισμαήλ Πασά με δύο χιλιάδες άνδρες να κατευθυνθεί προς τα Βορειοδυτικά Τζουμερκοχώρια· Καλαρρύτες, Συρράκο, Ματσούκι, Πράμαντα, Μελισσουργούς και να τα μεταβάλει σε στάχτη, όπως και έπραξε, από 20 Ιουλίου 1821 μέχρι 3 Αυγούστου 1821. Τον δε Τοπάλ Πασά (Μωραΐτη) τον εξαπόστειλε να ανακαταλάβει την Πλάκα και να καταστρέψει τα Δυτικά Τζουμέρκα. Στόχος του να ανοίξει διάβαση προς τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα. Τα ολιγάριθμα ελληνικά τμήματα με τους οπλαρχηγούς Μάρκο Μπότσαρη, ο οποίος έχει μαζί του διακόσιους Σουλιώτες και αναλαμβάνει και την αρχηγεία, Γώγο Μπακόλα, αδερφούς Κουτελίδα, Ανδρέα Καραΐσκο, Τζαβέλα, Γ. Βαρνακιώτη, Δράκο, Λάμπρο Στάθη και άλλους με Τουμερκιώτες, Ραδοβιζινούς, Βαλτινούς και Ακαρνάνες τους αντιμετωπίζουν με επιτυχία. Στη μάχη τραυματίζονται τρεις Έλληνες, μεταξύ αυτών και ο Μπότσαρης, ευτυχώς ελαφρά. Ο Αλή Τοπάλ Πασάς μόλις που διέφυγε τη σύλληψη, αφού άφησε στο πεδίο της μάχης μερικές εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες και αρκετό πολεμικό υλικό. Ο Αλή Τοπάλ Πασάς καταφεύγει στα Κατσανοχώρια Επικοινωνώντας με τον Χουρσίτ, ο οποίος του στέλνει ενισχύσεις και πολεμοφόδια και τον διατάσσει να επιτεθεί ξανά κατά της Πλάκας. Την ανακαταλαμβάνει σχετικά εύκολα, στις 29 Ιούλη 1821. Οι Έλληνες, εν τω μεταξύ, είχαν αναχωρήσει για τα σπίτια τους, για να αναπαυτούν λίγες μέρες, αφήνοντας ως φρουρά στην Πλάκα μόνο πενήντα άνδρες. Οι Τουρκαλβανοί λεηλατούν και πυρπολούν τα χωριά Καλαρρύτες, Συρράκο, Ματσούκι, Πράμαντα, Μελισσουργούς και Άγναντα, στα δυτικά Τζουμέρκα, από 20 Ιουνίου μέχρι 3 Αυγούστου 1821. Οι κάτοικοι, για να αποφύγουν τις αιχμαλωσίες και τις σφαγές, τα εγκατέλειψαν.
5. Η μάχη του Σταυρού Μετά την ανακατάληψη της Πλάκας και την καταστροφή των δυτικών και βόρειων Τζουμερκοχωρίων, οι Τούρκοι πασάδες με τα πολυπληθή ασκέρια τους προελαύνουν από τα δυτικά προς τα ανατολικά Τζουμέρκα. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Στ α υ ρ ό ς Θ ε ο δ ω ρ ι ά ν ω ν - Έν α ς τ ό π ο ς μ ε Π α ρ ά δ ο σ η κ α ι Ι σ τ ο ρ ί α .
93
Αρχηγός των Ελλήνων ορίζεται ο Γώγος Μπακόλας. Ο Μπακόλας γεννήθηκε στη Σκουληκαριά Άρτας και ήταν θείος, όπως αναφέραμε παραπάνω, του Καραϊσκάκη από τη μητέρα του. Το 1821 ήταν εβδομηντάρης περίπου. Ήταν σεβαστός από όλους για τη σύνεση, την παλληκαριά του, αλλά και την εμπειρία της ηλικίας του. Στην πολιορκία της Άρτας το Φθινόπωρο του 1821 διακρίθηκε για την τόλμη του. Ο Γώγος Μπακόλας, παρακολουθώντας τις κινήσεις του εχθρού, αντιλήφθηκε τις προθέσεις τους. Εκτίμησε πως το αρχικό σχέδιό τους, να ανοίξει ασφαλή διάβαση προς τη Στερεά, δεν εγκαταλείφτηκε. Έπρεπε με κάθε θυσία να ανακοπεί η προέλαση προς τη Στερεά Ελλάδα τόσο του Τοπάλ Πασά, όσο και του Ισμαήλ Πλιάσα. Αφού με άλλους οπλαρχηγούς κατάφερε να γλιτώσει 200 αγναντίτικες οικογένειες που είχαν αποκλείσει οι Τούρκοι πάνω στο βουνό, ύστερα από το κάψιμο της Άγναντας στις 31 Ιουλίου 1821, αποφασίζει να διασχίσει νύχτα και από τα ριζά την οροσειρά των Τζουμέρκων, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον εχθρό και να οχυρωθεί στη διάβαση του Σταυρού. Έφτασε εκεί στις 3 Αυγούστου 1821 και οχυρώθηκε με τους 80 άνδρες του στη θέση Ταμπούρια και δυτικά προς τα ριζά του βουνού. Τις ίδιες ώρες έφτασε στο Σταυρό, από την ανατολική πλευρά του βουνού, ένα πλήθος από 1500 περίπου γυναικόπαιδα και αμάχους, που εγκατέλειψαν τα χωριά Καλαρρύτες και Συρράκο, για να αποφύγουν τις βιαιότητες, τις αιχμαλωσίες και τις σφαγές. Τους κυνηγημένους συνόδευαν για προστασία οι οπλαρχηγοί Γιαννάκης Κουτελίδας και Γιάννης Μπαλωμένος (Γερομπαλωμένος). Οι κυνηγημένοι, όταν αντίκρισαν, χωρίς να το περιμένουν, τον Γώγο Μπακόλα, δόξασαν το Θεό, γιατί τους έστειλε άγγελο, σωτήρα και προστάτη. Οι δυο οπλαρχηγοί παρέμειναν στο Σταυρό και τέθηκαν υπό την αρχηγία του Γώγου Μπακόλα, για να ενισχύσουν τις δυνάμεις του. Το δε πλήθος των αμάχων συνέχισε την εξαντλητική πορεία του προς την περιοχή του Βάλτου, με προορισμό το Μεσολόγγι. Την επόμενη ημέρα το μεσημέρι, 4 Αυγούστου 1821, καταφτάνουν από το Αυτί Θεοδωριάνων οι Τουρκαλβανοί του Ισμαήλ Πλιάσα, οι οποίοι συνέχιζαν την καταδίωξη των αμάχων. Όμως, αντί να προλάβουν να αιχμαλωτίσουν το κυνηγημένο και ταλαιπωρημένο πλήθος, που είχε ήδη διαφύγει, πέφτουν επάνω στο Γώγο Μπακόλα και τα παλληκάρια του. Την άμυνα του Σταυρού, εν τω μεταξύ, ενισχύουν και οι κάτοικοι από τα γύρω χωριά. Ο Δημ. Φ. Καρατζένης στο βιβλίο του «Η Άρτα εις την επανάστασιν του 1821», γράφει: «… ομάδες πολεμιστών υπό τους Κουτελιδαίους της Χωσέψεως, τους Κοσσυβακαίους και τον Λαβδαριάν της Μπότσης, τον Δ. Σπαήν από τη Μήγερη κι άλλους από το Βουργαρέλι και τη Λειψώ, είναι από τας πρώτας, αι οποίαι έτρεξαν το πρωί εκείνο δια να φράξουν την διάβασιν του Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
94
Ναπολέων Γ. Καραγιάννης
«Σταυρού»…». Την ομάδα του Δ. Σπαή αποτελούσαν Τετρακωμίτες και Αθαμανιώτες. Όταν οι πασάδες με τα ασκέρια τους επιχείρησαν να περάσουν από τη διάβαση, συγκρούστηκαν με τους Έλληνες του Μπακόλα και η επιμονή τους να συνεχίσουν την προέλασή τους εξελίχθηκε σε πεισματώδη, αμφίρροπη και σκληρή μάχη η οποία κράτησε μέχρι τις βραδινές ώρες. Κατά τη μάχη αυτή ο Μπακόλας και οι συμπολεμιστές του κινδύνευσαν. Αυτή τη μάχη τραγούδησε η Μούσα των Τζουμέρκων με διάφορα δημοτικά τοπικά τραγούδια, από τα οποία τα περιεκτικότερα είναι τα παρακάτω: α.
«Νάημουν μια πετροπέρδικα στη λαγαρού τη βρύση Ν’ αγνάντευα ανάμεσα Σταυρό και Χαροκόπου, Πώς πολεμάν οι Έλληνες με τους Αρβανιτάδες· Γώγο Μπακόλας πολεμάει με εκατό `νομάτους· Δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι κι αμαρτία Να πολεμάνε εκατό, μ’ οχτώ χιλιάδες Τούρκους;»
β.
« Να `μουν μια πετροπέρδικα στη Λογαρού στη βρύση Να ξάνοιγα πολύ ταχιά, δυ’ ώρες μπριχού να φέξει να ξύπναγα τη συντροφιά, το Μήτρο Κουτελίδα. - Ξύπνα καημένη συντροφιά, το Μήτρο Κουτελίδα, ξύπνα ν’ ακούσεις πόλεμο και φοβερό τουφέκι: -Ποιος είναι αυτός που πολεμάει Σταυρό και Χαροκόπου. Γώγος Μπακόλας πολεμάει μ’ εννιά χιλιάδρες Τούρκους, κι οιΤούρκοι όρκον έκαναν, όρκο στα χαϊμαλιά τους για να περάσουν τον Ζυγό, Τζουμέρκα, Ραδοβύζι, να πάρουν σκλάβους τα παιδιά, κορίτσια και νυφάδες. Γώγος Μπακόλας φώναξε σαν καπετάνιος που `ταν: -Γυρίστε πίσω, Τούρκοι μου, μην χάνετε τον όρκο κι όσο είν’ ο Γώγος ζωντανός και ζει κι ο Κουτελίδας σκλάβους εσείς δεν παίρνετε κορίτσια και νυφάδες, τι εμείς μολύβια δίνουμε, σπαθιά ξεγυμνωμένα. Που είστε παιδιά απ’ το Τζουμερκιό, παδιά απ’ το Ραδοβύζι! Για πολεμάτε δυνατά, όσο κι αν ημπορείτε, Να ραγισθούνε τα βουνά, ν’ αχολογούν οι κάμποι, ν’ ακούσει το ντουφέκι μας κι ο Μπότσαρης ο Μάρκος».
γ. «Ποιος είν’ αυτός που πολεμάει και ζωντανά φωνάζει; Γώγος Μπακόλας πολεμάει μ’ τρεις χιλιάδες Τούρκους· Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Στ α υ ρ ό ς Θ ε ο δ ω ρ ι ά ν ω ν - Έν α ς τ ό π ο ς μ ε Π α ρ ά δ ο σ η κ α ι Ι σ τ ο ρ ί α .
95
Λεβέντες Ραντοβυζινοί, πετρίτες Τζουμερκιώτες, Παστρέψτε τα ντουφέκια σας, τροχίστε τα σπαθιά σας. Φκιάστε ταμπούρια δυνατά, πιάστε τα μετερίζια, Γιατ’ έρχεται η Αρβανιτιά, του Πλιάσα, του Πρεμέτη· Για πολεμάτε δυνατά, και σκούξτε τα μεγάλα, Να ραϊστούνε τα βουνά και να σκισθούν οι κάμποι, Ν’ ακούση, το τουφέκι μας ο Μπότσαρης ο Μάρκος. Τρείς ώρες επολέμησαν σαν άξια παλληκάρια, Φουσέκι στις παλάσκες τους δεν έμεινε κανένα».
Στην κρίσιμη όμως στιγμή της έναρξης της μάχης και αφού έμαθαν τα νέα οι οπλαρχηγοί που βρίσκονταν εκεί κοντά, έσπευσαν προς βοήθεια του Γώγου Μπακόλα. Έτσι καταφτάνει από τη φρουρά της Άρτας ο Αγιουτάντης Μαυρίκιος με 200 Ακαρνάνες. Ακολούθησαν οι οπλαρχηγοί του Βάλτου Γιαννάκης Ράγκος, Ανδρέας Ίσκος, Κατσικογιάννης και Φαρμάκης. Όλοι αυτοί καταλαμβάνουν τα στενά και τα γύρω υψώματα τα οποία γνώριζαν ότι είχαν στρατηγική σημασία. Τώρα η δύναμη αυξήθηκε και έφτασε στους 350 περίπου άνδρες και η νίκη φαινόταν να πηγαίνει με το μέρος των Ελλήνων. Αν και οι εχθροί ήταν περισσότεροι από εφταπλάσιοι, αποφάσισαν να αποσυρθούν, για να ανασυνταχθούν και να επαναλάβουν την επίθεση. Επειδή όμως ο ήλιος έγειρε προς τη δύση και ο χρόνος ήταν λίγος και δεν έφτανε για νέα επίθεση, η απόπειρα αναβλήθηκε για την επόμενη ημέρα. Το βραδάκι της ίδιας ημέρας κατέφθασε από τη δυτική πλευρά των Τζουμέρκων και ο Αλή Τοπάλ Πασάς με πάνω από τρεις χιλιάδες Τουρκαλβανούς. Στη διαδρομή του από την Πλάκα προς το Σταυρό άφησε από τον πολυάριθμο στρατό του ισχυρά αποσπάσματα, περίπου το ένα τρίτο της δύναμής του, για τη διάλυση των επαναστατικών ομάδων των Ελλήνων που βρίσκονταν στα δυτικομεσημβρινά Τζουμέρκα, φοβούμενος μην ενώσουν τις δυνάμεις τους και αποτελέσουν σημαντική πολεμική δύναμη, αλλά και για να έχει καλυμμένα τα νώτα του. Από όπου περνούσε, λεηλατούσε και κατέστρεφε τα χωριά που συναντούσε στην πορεία του. Στις μικροεπιθέσεις που δέχονταν από τους επαναστάτες Έλληνες, κατά τη διαδρομή του, λίγη σημασία έδινε. Όταν πλησίασε στις θέσεις που κατείχαν οι δυνάμεις του Ισμαήλ Πασά Πλιάσα στο Σταυρό και έγινε η αναγνώριση μέσω σημάτων, στρατοπέδευσε. Οι δυο πασάδες συντονίζονται και αποφασίζουν να αρχίσουν την άλλη μέρα συντονισμένη επίθεση κατά των δυνάμεων του Γώγου Μπακόλα. Πιστεύουν ότι θα συντρίψουν την αντίσταση και θα διασκορπίσουν τους Έλληνες. Στηρίζονται στον πολυάριθμο στρατό τους, ο οποίος αποτελείται από έξι χιλιάδες και πλέον Τουρκαλβανούς, και στα άφθονα και τελειότερα πολεμικά μέσα που διέθεταν. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
96
Ναπολέων Γ. Καραγιάννης
Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα άνοιγαν τη διάβαση που επιθυμούσαν δια του Βάλτου προς τη Στερεά Ελλάδα, θα προλάβαιναν και θα αιχμαλώτιζαν τους πλούσιους Καλαρρυτινούς που έφυγαν από τον τόπο τους, θα διέλυαν τα επαναστατικά τμήματα στα νώτα των Τζουμέρκων και των Ραδοβιζίων και έτσι οι τούρκικες δυνάμεις της Άρτας, εύκολα, δια του Μακρυνόρους θα επικοινωνούσαν με τη Στερεά Ελλάδα και θα κατέπνιγαν την επανάσταση. Τη νύχτα καταφθάνουν από τα γύρω χωριά και άλλοι μαχητές, για να ενισχύσουν το πολεμικό μέτωπο του Μπακόλα και των άλλων οπλαρχηγών του. Καταλαμβάνουν και αυτοί κατάλληλες θέσεις που γνωρίζουν, ως ντόπιοι, πολύ καλά την πολεμική τους αξία.
6. Η λαμπρή νίκη στο Σταυρό κατά των δυο πασάδων Λίγο πριν από την ανατολή του ήλιου, στις 5 Αυγούστου 1821, ο πανέτοιμος εχθρός ενεργεί γενική επίθεση, για να αιφνιδιάσει τους ολιγάριθμους μαχητές των Ελλήνων και να ανοίξει τη διάβαση. Είχαν την πεποίθηση ότι με τη δύναμη, που διέθεταν, θα αιχμαλώτιζαν τους περισσότερους και ότι ήταν θέμα ολίγων ωρών η διάνοιξη του περάσματος. Η επίθεση αποκρούστηκε, όμως οι πασάδες επαναλαμβάνουν χωρίς διακοπή και με μεγαλύτερη μανία νέες και σφοδρότερες επιθέσεις. Αλλά και αυτές απέβησαν άκαρπες. Εν τω μεταξύ και άλλα επαναστατικά σώματα καταλαμβάνουν καίριες θέσεις και από εκεί καταφέρνουν εύστοχα πλήγματα από τα πλάγια και από τα νώτα του εχθρού. Τα χτυπήματα αυτά καθιστούν δυσχερή τη θέση των Τουρκαλβανών. Εκεί κοντά στο μεσημέρι ο αγώνας υπήρξε λυσσώδης. Ήταν τέτοιος ο σάλος από τις κραυγές των αντιμαχομένων, ώστε ήταν αδύνατο να καταλάβει κάποιος «τις ο νικών και τις ο ηττώμενος» κατά το Νικ. Παπακώστα. Και η δημοτική Μούσα γράφει:
«Ποιος ειν’ αυτός που πολεμάει και βροντερά χουγιάζει; Γώγος Μπακόλας πολεμάει μ’ εφτά χιλιάδες Τούρκους! Και πάλ’ ο Γώγος φώναξε από το μετερίζι: Λεβέντες Ραντοβυζινοί, Πετρίτες Τζουμερκιώτες, Παιδιά του Βάλτου, και παιδιά του Μήτρου Κουτελίδα, Γι’ αφήστε τα τουφέκια σας, τραβάτε τα σπαθιά σας, Βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, χτυπάτε, κυνηγάτε, Για να γλυτώσουν τη σκλαβιά τόσα γυναικοπαίδια!»
Στα απομνημονεύματά του ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, ο οποίος μετείχε στη μάχη του Σταυρού, από τη δεύτερη όμως ημέρα, οπότε και έφτασε στα Τζουμέρκα μετά την απόδρασή του από τις φυλακές της Άρτας, ως επαναστάτης και απλός πολεμιστής, γράφει: «…το ίδιο έτος εις το Τζουμέρκο στον Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Στ α υ ρ ό ς Θ ε ο δ ω ρ ι ά ν ω ν - Έν α ς τ ό π ο ς μ ε Π α ρ ά δ ο σ η κ α ι Ι σ τ ο ρ ί α .
97
Σταυρόν ήρθαν Τούρκοι περίπου από πέντε χιλιάδες. Ο Γώγος, ο Μπαλωμένος, ποτέ δεν βγαίναμε τρακόσοι πενήντα. Ο πόλεμος άρχισε από την αυγή ως το βράδυ. Ήρθαν μιντάτα δικά μας ο Ράγκος, ο Κατσικογιάννης και έγινε ένας χαλασμός των Τούρκων μεγάλος και πλήθος λάφυρα πήραν οι Έλληνες. Και τα δυο μέρη πολεμήσαμε ανδρείως. Όμως βγάλαμε τα δανεικά, όπου κέρδεσαν τόσους πολέμους οι Τούρκοι και τους τσακίσαμε τη μύτη εκεί. Και ο χειρότερος Έλλην έκαμε με ανδρείαν το χρέος του· Όμως προτιμάται και δοξάζεται ο Γώγος ο αθάνατος· δεν στοχάζεται θάνατο ο αγνός πατριώτης…Ήτανε πολλά άξιος και τυχερός ο Γώγος!...». Οι Τούρκοι υπέστησαν μεγάλη φθορά. Γι’ αυτό και επειδή είχαν εξουθενωθεί από τη χωρίς διακοπή σκληρή μάχη που διήρκησε ολόκληρη την ημέρα, άρχισαν να αποσύρονται περί την δεκάτη ώρα του τουρκικού ωρολογίου, δηλαδή δυο ώρες πριν από τη δύση του ήλιου. Τζουμερκιώτες, Ραδοβιζινοί, Βαλτινοί, Ακαρνάνες και Σουλιώτες υπό την αρχηγία του Γώγου Μπακόλα και με τη συμμετοχή των Καπεταναίων και οπλαρχηγών Γιαννάκη Κουτελίδα, Μήτρου Κουτελίδα, Καραϊσκάκη, Σπαή, Τσαρακλή, Γιαννάκη Ράγκου, Γερωμπαλωμένου, Αγιουτάντη Μουρκίου, Κατσικογιάννη, Τζαβέλα… πολέμησαν ηρωικά. Οι λίγοι απέναντι σε δυο στρατιές. Εκεί προς το απόγευμα έφτασαν από την Άρτα με τα παλληκάρια τους και οι Καπεταναίοι Βαρνακιώτης και Καραΐσκος. Οι Τούρκοι είχαν πλέον υποχωρήσει στις αρχικές τους θέσεις. Η νίκη είχε στέψει τα όπλα των Ελλήνων. Η χειρόγραφη εφημερίδα «Αιτωλική», που την εξέδιδε τότε ο Αρτινός Νικ. Λουριώτης μας πληροφορεί: «Τρόπαια δε κατά την μικράν ταύτην μάχην εστήθησαν 3 τουρκικαί σημαίαι, 18 φονευμένοι, 3 αιχμάλωτοι, 17 άλογα, πιστόλια, γιαταγάνια αργυρόχρυσα». Ο Νικ. Κασομούλης, γραμματέας του Γ. Καραϊσκάκη και ιστορικός της Επανάστασης του 1821, γράφει ότι στη μάχη του Σταυρού σκοτώθηκαν 400 Τούρκοι («Ενθυμήματα της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», τομ. Α΄, σελ. 141.)
7. Οι πασάδες σε δισταγμό Όταν νύχτωσε και το σκοτάδι κάλυπτε τις κινήσεις των εμπόλεμων, οι αντίπαλοι άρχισαν να ανασυντάσσονται, να σχεδιάζουν τις θέσεις τους και να προετοιμάζονται για νέα και σκληρότερη ίσως μάχη την επόμενη ημέρα. Το άλλο πρωί Τούρκοι και Έλληνες βρίσκονται επί ποδός, αντιμέτωπος ο ένας με τον άλλον, έτοιμοι για μάχη. Οι μεν Τούρκοι για επίθεση οι δε Έλληνες, με θάρρος και τόλμη, περιμένοντας να τους συντρίψουν. Πέρασε όμως το μεσημέρι και ούτε ένας πυροβολισμός δεν ακούστηκε. Οι Τούρκοι, βλέποντας τα απέναντι υψώματα να είναι κατειλημμένα από τους Έλληνες πολεμιστές και σκεπτόμεΈ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
98
Ναπολέων Γ. Καραγιάννης
νοι ότι και τα στενά περάσματα θα είναι αποκλεισμένα απ’ αυτούς, βρίσκονταν σε αμφιβολία και δισταγμό. Υπολογίζοντας δε ότι θα απομακρύνονταν από τις βάσεις ανεφοδιασμού τους και φοβούμενοι ότι, στην προσπάθειά τους να επιδιώξουν την αιχμαλωσία των πλούσιων Καλαρρυτινών και να ανοίξουν τη διάβαση προς τη Στερεά, έμπαιναν σε επικίνδυνη περιπέτεια, έμεναν αναποφάσιστοι. Τρόμαζαν επίσης και στην ιδέα, προχωρώντας, να περικυκλωθούν στην κοιλάδα μεταξύ Σωμερού και Σύντεκνου και να πάθουν μεγάλη πανωλεθρία. Γι’ αυτό, αφού συσκέφτηκαν οι πασάδες, αποφάσισαν να υποχωρήσουν με ασφάλεια προς τα Θεοδώριανα και από εκεί στα Γιάννενα, ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο. Περνώντας από τα κεφαλοχώρια Μελισσουργούς και Πράμαντα, αφού τα λεηλάτησαν, έβαλαν φωτιά στα σπίτια. Φτάνοντας στην Πλάκα εγκατέστησαν ισχυρή δύναμη για φρούρηση της περιοχής.
8. Η γενικότερη σημασία της νίκης Μεγάλη και ένδοξη υπήρξε η διπλή αυτή νίκη στη μάχη του Σταυρού, στην οποία οι Έλληνες ματαίωσαν – παρά τα απανωτά γιαούρτια του εχθρού – την κυριότερη επιδίωξή του, να περάσουν δηλαδή στις κύριες επαναστατικές εστίες της νότιας Ελλάδας τα πολυπληθή αστέρια των τουρκαλβανών. Κράτησαν γερά και στο Μακρυνόρος και στο Σταυρό των Τζουμέρκων. Ο Δημ. Καρατζένης γράφει: «Χωρίς τον φραγμόν αυτόν εις το Μακρυνόρος και τον Σταυρόν, δεν γνωρίζομε ποια θα ήτο η εξέλιξις της Επαναστάσεως εις την νότιαν Ελλάδα». Οι διάφοροι ιστορικοί, που έγραψαν για την Επανάσταση, δεν την αναφέρουν αυτή τη μάχη. Γι’ αυτή έγραψαν: η εφημερίδα «Αιτωλική-Μεσολογγίου» (φυλ. 2 της 15-8-1821), η οποία με ανταπόκριση μνημονεύει ότι η μάχη έγινε στις 4 Αυγούστου με νίκη των Ελλήνων και σημαντικά τρόπαια. Ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του γράφει ότι έγινε ημερήσια μάχη κατά την οποία «έγινε ένας χαλασμός μεγάλος, και εις τον Σταυρόν πάλιν αναδείχτηκε ο Γώγος ο Αθάνατος· οι Τούρκοι υπέστησαν φθοράν μεγάλην»· και ο Κασομούλης: ότι σε αυτή τη μάχη οι Τούρκοι έχασαν 400 άνδρες. Εκτός όμως από αυτές τις μαρτυρίες, τη νίκη στο Σταυρό την τραγουδά απ’ άκρου εις άκρον η Μούσα των Τζουμέρκων, η δε τοπική παράδοση επιμένει, με διαφορετικές παραλλαγές, ότι διεξήχθη διήμερη μάχη, 4-5 Αυγούστου, με μεγάλες απώλειες του εχθρού και ότι την επόμενη, 6 Αυγούστου, οι αντιμαχόμενοι κράτησαν τις θέσεις τους σε τάξη μάχης, χωρίς εχθροπραξίες, για οχτώ με εννέα ώρες, οπότε και αποχώρησαν οι Τούρκοι. Γι’ αυτό το γεγονός η παράδοση προσθέτει ότι «κατά την διάρκειαν της μάχης ηκούσθη βοή τις κατατρομάξασα τους Τούρκους, και διεδόθη, ότι εφάνη έφιππος επί λευκού ίππου ο Άγιος Γεώργιος (Συρράκου, Θεοδωριάνων ή Βουργαρελίου),ών Ιεροί Ναοί Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Στ α υ ρ ό ς Θ ε ο δ ω ρ ι ά ν ω ν - Έν α ς τ ό π ο ς μ ε Π α ρ ά δ ο σ η κ α ι Ι σ τ ο ρ ί α .
99
τιμώνται επ’ ονόματί του, όστις ξιφήρης επήνεγκε σύγχυσιν εις τους πολεμίους» (Σ. Λάμπρου Ν. Ελληνομν. τ. Ι΄ σελ.58-64 και Εφ. Αιτωλική Μεσολογγίου, Νο 3/15-8/1821). Αλβανός αιχμάλωτος με τρόμο διηγείται ότι κατά τη διάρκεια της μάχης «καβαλάρης σε γρίβο (λευκό) άλογο» είχε φωτοστέφανο στο κεφάλι του και πολεμούσε μαζί με τους Έλληνες και ότι, παρά τα πολλά πυρά των Τούρκων εναντίον του, «δεν τον εκόλλαε βόλι». Απέδιδε δε τούτο στη Θεία Πρόνοια η οποία έστειλε ως βοηθό των Χριστιανών τον Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο. Γι’ αυτή τη μαρτυρία μας μιλάει και ο επιμελής ερευνητής της εθνικής μας παράδοσης Κ. Κρυστάλλης, λέγοντάς μας ότι την άκουσε ο ίδιος από το στόμα του Αλβανού.
Δ. Η θυσία του ταγματάρχη Αριστοτέλη Χατζηιωάννου Εκατόν είκοσι χρόνια αργότερα, στις 30 Οκτωβρίου 1943, λίγες δεκάδες μέτρα βορειότερα της διάβασης του Σταυρού, στην ανηφόρα προς την «Μπέτση», έπεσε νεκρός ο Αθαμανιώτης ταγματάρχης Αριστοτέλης Χατζηιωάννου από τους Γερμανούς. Την ημέρα εκείνη οι Γερμανοί προελαύνουν προς τα Ανατολικά Τζουμέρκα. Ο Ναπολέων Ζέρβας μεταφέρει το στρατηγείο του στα Θεοδώριανα. Την ίδια μέρα οι Γερμανοί εισέρχονται στο Βουργαρέλι και στη Λειψώ (Αθαμάνιο) και παρέδωσαν τα όμορφα αυτά χωριά στις φλόγες, παρά τη γενναία αντίσταση των Ελλήνων μαχητών οι οποίοι στη συνέχεια αναγκάζονται σε υποχώρηση προς τον αυχένα του Σταυρού. Ο εχθρός σφυροκοπάει το υψώματα από τη Δρακότρυπα Βουργαρελίου δυτικά μέχρι την Κουτρισέρα Αθαμανίου ανατολικά. Ο τόπος φλέγεται και γεμίζει καπνούς. Οι Γερμανοί, ανεβαίνοντας από τη Λειψώ στην Κουτρισέρα (ύψωμα βόρεια του Αθαμανίου), έδωσαν το σήμα κατάληψης με τη συνηθισμένη φωτοβολίδα. Αμέσως έστησαν και τα πυροβόλα, με στόχο την περιοχή από τις Σπάθες μέχρι το Σταυρό. Την τραγική στιγμή της υποχώρησης, κατά την οποία επικράτησε σύγχυση και πανικός, ο ταγματάρχης Αριστοτέλης Χατζηιωάννου κατάφερε να συγκρατήσει και να εμψυχώσει μια ομάδα από ψύχραιμους αντάρτες και δόκιμους αξιωματικούς της Σχολής Εφέδρων. Με το πολυβόλο στα χέρια του, από κορυφή σε κορυφή και από λιθάρι σε λιθάρι, κατόρθωσε να δώσει χρόνο στα γυναικόπαιδα και στους άμαχους να απομακρυνθούν προς τα υψώματα των Τζουμέρκων. Ο ταγματάρχης Αρ. Χατζηιωάννου την περίοδο εκείνη ήταν επικεφαλής δύναμης 150 περίπου ανδρών της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών του ΕΔΕΣ και είχε εγκατασταθεί στη δυτική παρυφή της Κουτρισέρας ύστερα από τη μάχη στα υψώματα του Τετρακώμου. Ο εφ. Αθυπολοχαγός και δάσκαλος Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
100
Ναπολέων Γ. Καραγιάννης
Γρηγ. Μπαλάσκας γράφει: «Η Σχολή με διαταγή του Αρχηγείου άφησε το Τετράκωμο και κατέλαβε, την ίδια νύχτα, τα υψώματα της Κουτρισέρας Αθαμανίου, όπου έλαβε χώρα λίγο αργότερα μια απ’ τις μεγαλύτερες και πολύνεκρες μάχες». Όταν η ομάδα του ταγματάρχη Χατζηιωάννου έφτασε στο διαχωριστικό τοίχο που υπήρχε, ανάμεσα στα Αθαμανιώτικα και Θεοδωριανίτικα λιβάδια, έπιασε θέση πάνω προς το βουνό και λίγο πιο κάτω από την τοποθεσία «Μπέτση». Το τέλος όμως ήταν τραγικό. Τη στιγμή που ο ταγματάρχης και η ομάδα του είχαν στραμμένη την προσοχή τους προς τον κύριο όγκο των γερμανικών δυνάμεων, οι οποίες κινούνταν από τα δυτικά, απ’ τη θέση «Χάλασμα» προς το Σταυρό, συνέβη το μοιραίο. Άλλη ομάδα Γερμανών που ακολουθούσαν την απίθανη διαδρομή από τις Γούβες της Κουτρισέρας προς τη Ζαρούλα και τις Ιτιές, μέσα από ένα δύσκολο φαράγγι, στα ανατολικά της Κουτρισέρας και νότια των ριζών του βουνού, πλησίασε κοντά στο διαχωριστικό τοίχο, χωρίς να γίνει αντιληπτή. Έριξαν μια ριπή από απίθανο σημείο και ο θρυλικός ταγματάρχης πήρε το δρόμο για την αιωνιότητα. Ο Γρηγ. Μπαλάσκας περιγράφει τη στιγμή της θυσίας: «Εκεί κοντά στα ριζά του βουνού κοντά στο διαχωριστικό τοίχο των δύο κοινοτήτων σταματήσαμε για λίγη ανάσα με τον Κώστα Καραγγέλη, τον ταγματάρχη Αριστοτέλη Χατζηιωάννου, τον Αρβανιτάκη και το Γιάννη Στάμο, εμείς είχαμε μείνει οι τελευταίοι του αγώνα. Ο ταγματάρχης Χατζηιωάννου με το λοχαγό Στάμο όρθιοι δίπλα στο διαχωριστικό τοίχο συζητούσαν μεγαλόφωνα, εγώ με τον Καραγγέλη παράπλευρα σε μια πέτρα, που σχεδόν μας κάλυπτε, παρακολουθούσαμε τη συζήτηση. Μια ομάδα Γερμανών, που είχαν περάσει το μεγάλο φαράγγι αριστερά της Κουτρισέρας, έφτασε πολύ κοντά στο διαχωριστικό τοίχο και μόλις μας αντίκρισε ακροβολίστηκε στο πρανές της πλαγιάς. Εμείς στην αρχή τους νομίσαμε για δικούς μας, γιατί από το μέρος που ανέβηκαν ήταν αδύνατο να περάσει γερμανικό τμήμα χωρίς τη βοήθεια ανθρώπων που γνώριζαν καλά την περιοχή. Έτσι δε δώσαμε και τόση σημασία. Την ώρα που η νύχτα άπλωνε το πένθιμο πέπλο της στη ματωμένη πλαγιά των Τζουμέρκων και ακόμη αχολογούσαν τα φαράγγια από τον πάταγο των πολυβόλων και ο ταγματάρχης Χατζηιωάννου συνομιλούσε ακόμα μα το λοχαγό Στάμο, οι Γερμανοί τοποθέτησαν το μυδράλιο και ετοιμάστηκαν να χτυπήσουν. Εκείνη την ώρα τους φωνάξαμε «Γερμανοί πέστε κάτω» και αμέσως στρέψαμε τα όπλα για να τους χτυπήσουμε. Την ίδια στιγμή μια ριπή πολυβόλου από τη γερμανική ομάδα βρήκε κατάστηθα τον ταγματάρχη Χατζηιωάννου και τον σώριασε στο χώμα…». Αυτό ήταν το τέλος του ταγματάρχη Αριστοτέλη Χατζηιωάννου, αλλά και Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Στ α υ ρ ό ς Θ ε ο δ ω ρ ι ά ν ω ν - Έν α ς τ ό π ο ς μ ε Π α ρ ά δ ο σ η κ α ι Ι σ τ ο ρ ί α .
101
κάθε μορφής αντίστασης στο Σταυρό. Σε λίγο οι Γερμανοί, αυτοί που προχωρούσαν απ’ το Χάλασμα και οι άλλοι απ’ τη Ζαρούλα και τις Ιτιές, κατέλαβαν τον αυχένα του Σταυρού. Μια φωτοβολίδα αυλάκωσε πάλι τον ουρανό. Αυτό ήταν, ο πάταγος σίγησε, έπεσε σκοτάδι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: – Νικ. Χ. Παπακώστα, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ, Αθήναι, 1967 – Στέφανου Μ. Φίλου, Τα Τζουμερκοχώρια, Αθήνα , 2000 – Κώστα Γ. Στασινού, το ΑΘΑΜΑΝΙΟ των Τζουμέρκων, Αθήνα, 2000
*Ο Ναπολέων Γ. Καραγιάννης είναι δάσκαλος
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Λ Α Ο Γ ΡΑ Φ Ι Κ Α Απόστολος Μπουρνάκας*
ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ (όπως αποτυπώνονται στα δημοτικά τραγούδια) Τα δημοτικά τραγούδια: το μεγάλο του Γένους σκολειό «Η δημοτική ποίηση είναι η πιο πηγαία έκφραση της ψυχής του λαού» (Άγγελος Σικελιανός 1884-1951)
1 Εισαγωγή
Τ
α δημοτικά τραγούδια (δ.τ.) ονομάστηκαν έτσι, γιατί δημιουργός αυτών ήταν ο δήμος, ο λαός και ακόμα γιατί η γλώσσα τους είναι η κατανοητή, από όλους, δημοτική. Η δημοτική είναι το στάδιο εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας, που άρχισε στα χρόνια του Βυζαντίου, τον 11 αιώνα, και στα χρόνια της τουρκοκρατίας καθιερώθηκε σαν η ομιλούμενη και κατανοητή από όλους, και απ’ αυτούς που δεν γνώριζαν ανάγνωση και γραφή, εθνική γλώσσα. Τα δ. τ., ζωτικό στοιχείο στη ζωή των προπατόρων μας, ήταν το βάλσαμο που τους ανακούφιζε στα δύσκολα χρόνια της μακροχρόνιας σκλαβιάς. Σήμερα κινδυνεύουν να ξεχαστούν γιατί η τεχνολογική εποχή τείνει να σβήσει την ανάμνηση του παρελθόντος. Η μνήμη είναι κοινωνικό φαινόμενο. Σκοπός αυτής εδώ της εργασίας δεν είναι η έρευνα ιστορικών λεπτομερειών, σχετικών με τα δ.τ. των Τζουμέρκων. Η εργασία δίνει έμφαση σε άλλες πλευρές του θέματος: κατ’ αρχήν δίνει μια γενική εικόνα των δημοτικών τραγουδιών· στη συνέχεια επιδιώκει να προσεγγίσει τον ψυχικό κόσμο εκείνων που τα έπλασαν και τα τραγούδησαν και να παρουσιάσει το υπόβαθρο από το οποίο ξεφύτρωναν και τις λειτουργίες που επιτελούσαν· αναζητάει δηλαδή τις αντιλήψεις των προπατόρων μας για τον κόσμο και τη ζωή που είναι και το ουσιωδέστερο στοιχείο αυτής της πολύτιμης πνευματικής κληρονομιάς. Ο κόσμος των δ.τ. γίνεται περισσότερο κατανοητός, αν τον συγκρίνουμε με τον σημερινό κόσμο και ακόμα αν τον δούμε με το φως που ρίχνουν τα νεότερα ρεύματα σκέψης. Γι’ αυτές τις πλευρές το θέματος κάνουν λόγο οι δύο τελευταίες παράγραφοι της εργασίας. Οι ταπεινοί εκείνοι άνθρωποι, που έζησαν σ’ αυτές τις ορεινές περιοχές στα χρόνια της τουρκοκρατίας, έπλασαν τα δ.τ. και η συλλογική μνήμη τα διέδωσε και τα κληροδότησε στους μεταγενέστερους. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
104
Απόστολος Μπουρνάκας
2. Η γένεση των δ.τ. Οι ρίζες τους φθάνουν μέχρι τη μακρινή αρχαιότητα, μέχρι την εποχή του Ομήρου. Οι ειδικοί ερευνητές διαπιστώνουν αναλογίες και ομοιότητες που δείχνουν τη συνέχεια με το παρελθόν, την ενότητα του ελληνικού έθνους, όπως πρώτος υποστήριξε ο εθνικός ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1891). Τα ελληνικά δ.τ. συγγενεύουν και με τα τραγούδια των άλλων γειτονικών λαών της Βαλκανικής. Αυτοί οι λαοί τόσο στα βυζαντινά, όσο και στα χρόνια της τουρκοκρατίας, ζούσαν όλοι μαζί κάτω από ενιαίο πολιτικό φορέα. Πολλά θέματα είναι κοινά, όπως η παράδοση για το γεφύρι της Άρτας, η ξενιτειά και άλλα. Αυτό το γεγονός αποδεικνύει την πανανθρώπινη διάσταση της ανθρώπινης ψυχής (anima naturaliter humana:η ψυχή είναι από τη φύση της πανανθρώπινη). Τα δ.τ. είναι δημιουργήματα ανώνυμων ποιητών, έκφραση της συλλογικής ψυχής του λαού μας. Γεννήθηκαν σε ορεινές και απόμακρες περιοχές και ήταν το αντίβαρο, μια μορφή αντίδρασης ενάντια στην καταπίεση εκ μέρους του ξένου κατακτητή και των ντόπιων υποτακτικών του (των κοτσαμπάσηδων). Οι κάτοικοι της υπαίθρου ζούσαν σε μια ατμόσφαιρα σχετικής ανεξαρτησίας που έδινε τη δυνατότητα να ακούγονται και οι αντίθετες φωνές. Η γλώσσα των δ.τ. είναι η κατανοητή από όλους δημοτική, όπως αυτή διαμορφώθηκε από το τέλος του 17 αιώνα μέχρι και την εθνική απελευθέρωση. Στην ίδια γλώσσα έγραψαν τα απομνημονεύματα και οι ήρωες της επανάστασης: ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Κασομούλης και οι άλλοι. Το 19ο αιώνα μια ομάδα λογίων που ήρθαν από το Φανάρι της Πόλης, οι Φαναριώτες, και ορισμένοι άλλοι αρχαιομανείς επεδίωξαν, κόντρα στο ρεύμα, να επιβάλουν με βίαιους τρόπους την καθαρεύουσα (ένα ιδίωμα της ελληνικής γλώσσας που βασίζεται στη λόγια παράδοση και μιμείται την αρχαία αττική διάλεκτο) και ανέκοψαν για αρκετά χρόνια τη φυσιολογική εξέλιξη της γλώσσας. Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός και αλλάζει με τον χρόνο. Η καθαρεύουσα ήταν ακατανόητη για το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων, που δεν γνώριζε ακόμα ανάγνωση και γραφή, και απέκλειε γλωσσικά και κοινωνικά το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού. Ενάντια σ’ αυτή την απόπειρα αντέδρασαν πρώτα οι λογοτέχνες και οι ποιητές που γράφουν τα έργα τους στη δημοτική.
3. Τι σημαίνει η φράση δημοτικά τραγούδια των Τζουμέρκων. Τα δ.τ., εκτός από ορισμένα, δεν προσδιορίζονται τοπικά και χρονικά με ακρίβεια. Ισχύει και εδώ η αρχή της απροσδιοριστίας που χαρακτηρίζει τα έσχαΤζουμερκιώτικα Χρονικά
Οι αντιλήψεις των προπατόρων μας για τον κόσμο και τη ζωή
105
τα συστατικά της ύλης, τα στοιχειώδη σωματίδια. Τα δ.τ. σαν εκφράσεις της ζωής τρέχουν μαζί με το χρόνο, είναι εύπλαστα, αλλάζουν, μεταμορφώνονται, όπως δείχνουν και οι πολλές παραλλαγές αυτών.
«Μοιάζουν με τις πεταλούδες που γυρνάν λουλούδι σε λουλούδι στόμα σε στόμα· έτσι περνά και τ’ άγραφο τραγούδι» (Γ. Δροσίνης)
Δεν σημαίνει λοιπόν πως όλα τα δ.τ., που ήταν γνωστά και τραγουδιόνταν σ’ αυτά τα μέρη, γεννήθηκαν εκεί και μάλιστα με τη μορφή που έχουν στις διάφορες συλλογές. Η μορφή αυτή είναι εκείνη που είχαν τη στιγμή της καταγραφής των. Αυτό όμως δεν αποκλείει τη δυνατότητα πρωτοδημιουργίας πολλών δ.τ. στα μέρη των Τζουμέρκων. Τα δ.τ. δεν ήταν καρφωμένα σ’ έναν τόπο και αποκομμένα από τα τραγούδια άλλων περιοχών (της Ρούμελης, της Θεσσαλίας, και του Μοριά). Η απομόνωση της τζουμερκιώτικης ζωής και κουλτούρας, η υπερβολική δόση τοπικιστικού πνεύματος βλάπτει. Για τα δ.τ., που τραγουδιόνταν στην περιοχή μας, έχουμε δύο συλλογές: τη Συλλογή που έκανε ο Χρήστος Λαμπράκης από το Βουργαρέλι και τη δημοσίευσε το 1915 (επανέκδοση από το Σύλλογο Βουργαρελιωτών Αττικής, Αθήνα 2013) και τη Συλλογή που έκανε ο Μιχαήλ Χάρος από τα Άγναντα και δημοσιεύτηκε στα Ιωάννινα το 2006. Εκείνα τα χρόνια, πριν από τη μεγάλη φυγή και πριν από την επέλαση της μοντέρνας κουλτούρας, η παράδοση των δ.τ. στα μέρη μας ήταν ζωντανή. Άκουγε κανείς να τραγουδιούνται δ.τ. στις πορείες, στα νυχτέρια, στις διάφορες συγκεντρώσεις, στους γάμους και στα πανηγύρια, στην ύπαιθρο από τους βοσκούς. Αναφέρω μερικά απ’ αυτά που θυμάμαι: 1) Τι έχεις καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος με τη ριζούλα στο νερό, τα φύλλα στον αέρα 2) Εσείς βουνά της Κατοχής βουνά του Ξηρομέρου φέτος να μην ανθίσετε, λουλούδια να μη βγάλτε 3) Ανάθεμά σε επιτροπή και συ βρε Κουμουνδούρε που βάλιταν τα σύνορα στον Κόντορο, στης Πλάκας το γεφύρι 4) Πως λάμπει ο ήλιος του μαγιού, τ’ Αυγούστου το φεγγάρι, έτσι λάμπουν και τα χρυσά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων 5) Καλότυχα που είναι τα βουνά ποτέ τους δεν γηράζουν, το καλοκαίρι πράσινα και το χειμώνα χιόνια 6) Κάτω στα δασιά πλατάνια, στην Κρυόβρυση, κάθονταν δυο παλληκάρια και μια λυγερή 7) Αυτά τα μάτια τα όμορφα, τα φρύδια τα γραμμένα 8) Με γέλασε μια χαραυγή της άνοιξης τ’ αηδόνια Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
106
Απόστολος Μπουρνάκας
και βγήκα νύχτα στα βουνά, νύχτα στα κορφοβούνια 9) Τώρα το πρωί, τώρα σιμά να φέξει, τώρα οι πέρδικες γλυκολαλούν και λένε 10) Ανάθεμά τον που θα πει τ’ αδέρφια δεν πονιούνται, τ’ αδέρφια σκίζουν τα βουνά και δέντρα ξεριζώνουν 11) Ποιος είδε τον αμάραντο σε τι βοσκή φυτρώνει 12) Εσείς πουλιά του κάμπου και της άνοιξης 13) Πουλιά μου διαβατάρικα, αυτού ψηλά που πάτε, για χαμηλώστε τα φτερά και πάρτε με και μένα 14) Νεραντζούλα φουντωμένη πού είναι τ’ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αγέρας και τα γκρέμισε 15) Τούτη η Γη κυρά Γιώργινα, τούτη η γη που την πατούμε όλοι μέσα εδώ θα μπούμε
4. Συλλογές δ.τ και κατάταξη αυτών σε κατηγορίες Τα δ.τ. έχουν πλούσιο περιεχόμενο που καλύπτει ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής. Γι’ αυτό οι ειδικοί τα κατατάσσουν σε διάφορες κατηγορίες. Οι πληρέστερες ταξινομήσεις είναι αυτή του Ν. Πολίτη και εκείνη του Δ.Α. Πετρόπουλου. Ο Ν. Πολίτης (1852-1921), ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας, κατατάσσει τα δ.τ. στις εξής κατηγορίες: Ακριτικά, Ιστορικά, Κλέφτικα, Παραλογές, Τραγούδια της Αγάπης, Τραγούδια του Γάμου, Νανουρίσματα, Θρησκευτικά, μοιρολόγια, της ξενιτιάς, γνωμικά ή διδακτικά, εργατικά, σατυρικά. Ο Δ. Α. Πετρόπουλος ταξινομεί τα δ.τ. σε δυο μεγάλες κατηγορίες: σ’ αυτά που συνδέονται με ορισμένη εποχή, με ορισμένα ιστορικά γεγονότα, όπως είναι τα ακριτικά, τα ιστορικά, τα κλέφτικα, και σ’ εκείνα που εκφράζουν διαχρονικές καταστάσεις της ανθρώπινης ζωής. Τα τραγούδια αυτής της δεύτερης κατηγορίες υποδιαιρούνται σε θρησκευτικά, ερωτικά, του γάμου, της ξενιτιάς, του θανάτου και του χάρου, νανουρίσματα, εργατικά (που αναφέρονται σε διάφορες εργασίες: όπως στον τρύγο, στο θερισμό, στον αργαλειό, στο άλεσμα, στα νυχτέρια) και στις παραλογές. Στα τραγούδια της δεύτερης κατηγορίας οι ειδικοί βρίσκουν ομοιότητες και αναλογίες με τα βυζαντινά και με τα αρχαία ελληνικά άσματα. Η πρώτη συλλογή ελληνικών τραγουδιών έγινε από τον Γάλλο ελληνιστή Φοριέλ (1772-1844), ο οποίος το 1824 δημοσίευσε στο Παρίσι μια δίτομη συλλογή δ.τ. με τον τίτλο «Λαϊκά τραγούδια της νεότερης Ελλάδας». Μεταγενέστερα, το 19 αιώνα, έγιναν συλλογές δ.τ. και από Γερμανούς ελληνιστές. Στην ελληνική γλώσσα οι γνωστότερες συλλογές είναι: 1. Γ. Χασιώτης, Συλλογή των κατά την Ήπειρο δ.τ. Αθήνα 1866 Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Οι αντιλήψεις των προπατόρων μας για τον κόσμο και τη ζωή
107
2. Π. Αραβαντινού, Συλλογή δ.τ. της Ηπείρου, Αθήνα 1880 (δεύτερη έκδοση Αθήνα 1996 (Δωδώνη) 3. Ν. Πολίτη, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Αθήνα 1914 ( 6 έκδοση 1969, Δωδώνη) 4. Δ. Α. Πετροπούλου, Τα δημοτικά τραγούδια σε δύο τόμους 1958 και 1959 (έκδοση Ι. Ν. Ζαχαρόπουλου) και για τα τραγούδια των Τζουμέρκων οι συλλογές: 1. Χρήστου Λαμπράκη τραγούδια των Τζουμέρκων, Αθήνα 1915, (δεύτερη έκδοση 2013) 2. Μιχαήλ Χάρου, Τζουμερκιώτικοι δημοτικοί αντίλαλοι, Ιωάννινα 2006
5. Το υπόβαθρο των δ.τ. οι θεμελιακές αντιλήψεις για τον κόσμο και τη ζωή των ανθρώπων που τα δημιούργησαν Τα δ.τ. εξωτερικεύουν τη νοοτροπία και τον ψυχικό κόσμο των ανθρώπων εκείνης της εποχής· δεν είναι απλή αντανάκλαση των εξωτερικών συνθηκών, αλλά και δημιουργική έκφραση της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι ιδιαίτερες ιστορικές και βιοτικές συνθήκες, μέσα στις οποίες γεννήθηκαν, ερευνώνται από ιστορικούς. Εδώ θα ασχοληθούμε περισσότερο με το δεύτερο στοιχείο, τις θεμελιακές αντιλήψεις και ιδέες, απόσταγμα των οποίων είναι τα δ.τ. και τις οποίες αναπτύσσουμε περιληπτικά στα ακόλουθα σημεία:
α) Η υποσυνείδητη αίσθηση της ενότητας με τη φύση οι άνθρωποι των δ.τ. νιώθουν ενωμένοι με όλα τα πλάσματα της δημιουργίας, με τα δέντρα, με τα φυτά, με τα ζώα, με τις βρύσες κα με τα ποτάμια, με τα βουνά και τ’ αστέρια. Δεν είχαν προσβληθεί από τη διάσπαση και την αποξένωση, δεν είχαν ξεριζωθεί από την αγκαλιά της φύσης η οποία ήταν γι’ αυτούς η μεγάλη μάνα και ο αλάνθαστος οδηγός της ζωής. Ακόμα και οι πεθαμένοι δεν θέλουν να αποχωρισθούν απ’ αυτήν και παραγγέλλουν στους δικούς τους ν’ ανοίξουν στον τάφο τους ένα παραθυράκι «να μπαίνει ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ, να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια». Κοντά στη φύση νιώθουν σιγουριά και ευτυχία: «να’ χω τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια, να με ξυπνούν οι πέρδικες, να με ξυπνούν τ’ αηδόνια». Αυτόν τον τρόπο ζωής, την απλοϊκή ζωή κοντά στη φύση, τον ύμνησαν πολλοί νεότεροι συγγραφείς και ποιητές με πρώτο τον Ρουσσώ (1712-1778) που δίνει το σύνθημα: επιστροφή στη φύση. Τη ζωή κοντά στη φύση θεωρούν τα δ.τ. σαν την ύψιστη ευδαιμονία. «Όποιος δεν περπάτησε τη νύχτα με φεγγάρι Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
108
Απόστολος Μπουρνάκας
και το πρωί με τη δροσιά τον κόσμο δεν εχάρη» Αυτή την ύψιστη μακαριότητα καταστρέφει η τεχνολογική βιομηχανική εξέλιξη. Τώρα οι άνθρωποι είναι κλεισμένοι σε μια φυλακή, σ’ ένα ασφυκτικό και αλλοτριωμένο περιβάλλον που τους απομακρύνει οριστικά από την πρωταρχική πραγματικότητα.
β) Το ηρωικό στοιχείο και η νοσταλγία της ελευθερίας Ο κόσμος στον οποίο ζούσαν οι προπάτορές μας, η ύπαιθρος, η κρυστάλλινη ατμόσφαιρα που απλώνονταν γύρω τους, τα ψηλά βουνά, τα άγρια πτηνά που διέσχιζαν περήφανα τον ουρανό, η απεραντοσύνη του ορίζοντα, όλα αυτά τα στοιχεία της φύσης ευνοούσαν την ανάπτυξη γενναίου και ηρωικού φρονήματος και έπλαθαν χαρακτήρες ασυμβίβαστους με τις μικροπρέπειες και τις αθλιότητες της καθημερινότητας· αδούλωτες ψυχές που νοσταλγούσαν την ελευθερία αντί οποιουδήποτε άλλου τιμήματος. Οι περήφανοι αυτοί λεβέντες ήταν οι αναρχικοί εκείνης της εποχής. Αυτό το νόημα έχει το δ.τ. του Βασίλη: «Βασίλη μ’ κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης, να ’χεις κοπάδια πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες. Μάνα μου, εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης, να είμαι σκλάβος των τουρκών, κοπέλι των γερόντων, θα πάρω το ντουφέκι μου να πάω να γίνω κλέφτης». Ένιωθαν αποστροφή και απέχθεια απέναντι στις μηχανορραφίες και τις ίντριγκες κάθε μορφής εξουσίας, όπως δείχνει το δ.τ. που αναφέρεται στη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου. «Δεν σου είπα εγώ, Δυσσέα μου, δεν σου ’πα εγώ, παιδί μου, μην πιάνεσαι με τη βουλή , με τους καλαμαράδες».
γ) Η αίσθηση της προσωρινότητας της ζωής Πολλά δ.τ., ιδιαίτερα οι παραλογές, φανερώνουν την αίσθηση της προσωρινότητας, της φευγαλέας και σκιώδους υπόστασης των πραγμάτων: Θεέ μεγαλοδύναμε, θέλω να σε ρωτήσω τα νιάτα που μας έδωσες γιατί τα παίρνεις πίσω; «Μην καμαρώνεις άνοιξη με τα πολλά λουλούδια, γιατί θα ’ρθεί ο θεριστής να τα μαράνει ούλα». Προτρέπουν τους νέους να χαίρονται τη ζωή, όσο έχουν ακόμα καιρό: «Χαρείτε, νέοι, τον ντουνιά κι η μέρα όλο βραδιάζει κι ο χάρος τις ημέρες μας μια-μια τις λογαριάζει». «Σαν τ’ όνειρο που είδα εψές κοντά να ξημερώσει, έτσι είναι ετούτος ο ντουνιάς ο ψεύτικος ο κόσμος». Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Οι αντιλήψεις των προπατόρων μας για τον κόσμο και τη ζωή
109
Και ο Σαίξπηρ (1564-1616) υποστηρίζει κάτι ανάλογο: «Είμαστε φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό, όπως και τα όνειρα, και η σύντομη ζωή μας μοιάζει με ύπνο»
δ) Η ζωή σύνθεση αντιθετικών στοιχείων (colincidaitia uppositorum) Σε αντίθεση με τα ομηρικά έπη που ψάλλουν τη χαρούμενη ζωή της αριστοκρατίας, τα δ.τ. παρουσιάζουν και τις τραγικές πλευρές της ζωής, τα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι τα τραγούδια που αναφέρονται στον θάνατο και στο Χάρο, στην παροδικότητα της ζωής και στις αντιθέσεις της πραγματικότητας. Στις λεγόμενες παραλογές παρουσιάζεται πιο έντονα το τραγικό στοιχείο. Για να στεριωθεί το γεφύρι της Άρτας, θα πρέπει να θυσιασθεί η γυναίκα του πρωτομάστορα. Αλληγορικά αυτό σημαίνει πως η εξέλιξη, ο πολιτισμός, τα μεγάλα έργα συνοδεύονται από μεγάλες θυσίες σε βάρος της ζωής. Μια ανάλογη εικόνα παρουσιάζει και ο Γκαίτε στο δεύτερο μέρος του Φάουστ. Τα δ.τ. ψάλλουν και τις χαρές του «επάνω κόσμου». Οι άνθρωποι των δ.τ. θαυμάζουν τη μεγαλοπρέπεια της φύσης, χαίρονται τις ομορφιές της νιότης, συγκινούνται από τα ευχάριστα γεγονότα της ζωής, τραγουδούν και χορεύουν στα γλέντια και τα πανηγύρια. «Ελάτε αγόρια στο χορό, κορίτσια στα τραγούδια, πέστε και τραγουδήσετε πώς πιάνετε η αγάπη» «Ποιος ήλιος λαμπερότατος σου ’δωσε την ασπράδα και ποια μηλιά γλυκομηλιά τη ροδοκκοκινάδα». «Ποιος είδε τέτοιον πόλεμο να πολεμούν τα μάτια, χωρίς μαχαίρια και σπαθιά να γίνονται κομμάτια»
ε) Η μυθοπλαστική φαντασία Η μυθοπλαστική φαντασία είναι αθάνατη, δεν πεθαίνει, γιατί ανταποκρίνεται σε πνευματικές ανάγκες και διαθέσεις τη ψυχής και γιατί από διαίσθηση αισθάνεται τη συγγένεια με τη βαθύτερη ουσία της πραγματικότητας, με την παγκόσμια ζωή. Γι’ αυτό και δεν περιορίζεται σ’ ένα ξεπερασμένο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης, αλλά είναι μια παντοτινή έκφραση της ψυχής, η δε ποίηση είναι η αθάνατη κόρη της. Στον σημερινό κόσμο υπόκειται η μυθοπλαστική φαντασία στις διεργασίες της αλλοτρίωσης και διαστρέβλωσης. Ολόκληρος ο κόσμος της λογοκρατούμενης κοινωνίας είναι στο βάθος ένας μύθος, αλλά δεν γίνεται σαν τέτοιος αντιληπτός.
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
110
Απόστολος Μπουρνάκας
στ) Το θρησκευτικό στοιχείο στα δ.τ. Τα στηρίγματα των ανθρώπων σ’ εκείνα τα χρόνια ήταν η οικογένεια, η κοινότητα και η εκκλησία. Σ’ όλα τα δ.τ. γίνεται αναφορά στο θρησκευτικό στοιχείο. Όλα δείχνουν σεβασμό προς τα ιερά ονόματα του Χριστού και της Παναγίας, τους οποίους επικαλούνται συχνά, προς τους αγίους και προς όλα τα θρησκευτικά σύμβολα. Η θρησκευτική πίστη μαζί με τη δημοτική γλώσσα έσωσαν το Γένος από το μεγάλο κίνδυνο του εξισλαμισμού και εκτουρκισμού, πράγματα που συνέβη σε άλλες περιοχές (στην Αλβανία, στη Βοσνία, τη Μικρά Ασία) όπου οι κάτοικοι, κάτω από τη βάρβαρη πίεση των κατακτητών, έχασαν την εθνική, θρησκευτική και πολιτιστική τους ταυτότητα. Ακόμα οι τραχείς και αρειμάνιοι κλέφτες ήταν ευσεβείς και σέβονταν τις εκκλησίες και τα μοναστήρια.
ζ) Το κοινωνικό ιδεώδες που διαφαίνεται σ’ αυτά Τα δ.τ. εκφράζουν το πνεύμα του κοινοτισμού, δηλαδή το πνεύμα της κοινωνικής συνεκτικότητας και αλληλεγγύης σε αντίθεση με τις σημερινές αφηρημένες κοινωνικές και πολιτικές θεωρίες και σε αντίθεση με τις σύγχρονες κοινωνίες του κτητικού εγωκεντρισμού, που μαστίζονται από μια ασύδοτη και ανεξέλεγκτη ληστρική οικονομία που βγάζει τα πάντα στο σφυρί, ακόμα και τους Θεούς και τους δαίμονες, διαλύει τις διανθρώπινες σχέσεις και προκαλεί την εξαθλίωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Το παράδειγμα γι’ αυτό το ιδεώδες δίνει πρώτη η Ελληνίδα μάνα. Αφανής και αμίλητη, χωρίς καμιά αναγνώριση, καλλιεργεί στα παιδιά της έναν κοινωνικό ιδεαλισμό, όπως φαίνεται απ’ τη ευχή που δίνει σ’ αυτά: «παντού καλά να κάνεις, ένα και είκοσι σκαλιά μ’ αληθινούς δασκάλους να μάθουν γράμματα οι φτωχοί και άνθρωποι να γίνουν»
η) Η πρακτική σοφία Τα δ.τ. αποκρυσταλλώνουν την πείρα της ζωής και πολλά απ’ αυτά περιέχουν μιαν ανυπέρβλητη σοφία βγαλμένη από την άμεση σχέση με τη ζωή. Αναγράφουμε μερικούς στίχους: «Σ’ αυτόν τον κόσμο που είμαστε άλλοι τον είχαν πρώτα, σ’ εμάς τον παραδώσανε κι άλλοι τον καρτερούνε». «Πριν να γίνει το κακό και τελειωθεί το πράμα, πρέπει κανείς να σκέπτεται να μην γίνει το σφάλμα». «Τα λόγια σου, πριν να τα πεις, μέτρα τα ένα-ένα και της καρδιάς σου τα κλειδιά μη δίνεις στον καθένα». Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Οι αντιλήψεις των προπατόρων μας για τον κόσμο και τη ζωή
111
«Όποιος ψηλά-ψηλά πετάει στον ουρανό να φθάσει στο χαμηλότερο δεντρί του γράφει ο Θεός να κάτσει».
6 Η θέση των δ.τ. στη ζωή· οι λειτουργίες που επιτελούσαν Τα δ.τ. εκείνα τα χρόνια ήταν το μόνο μέσο έκφρασης και αγκάλιαζαν ολόκληρο το φάσμα της ζωής, όλες τις εκδηλώσεις και όλες τις διαχρονικές καταστάσεις της ανθρωπινής ύπαρξης. Εκφράζουν τα συναισθήματα και τους πόθους, τις σκέψεις και τις αντιλήψεις, τις χαρές και τις θλίψεις των προπατόρων μας· διατηρούσαν το ηρωικό φρόνημα και άσβεστη την ελπίδα για την ανάσταση του Γένους. «Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι». Ήταν το αθάνατο νερό που τους κράταγε στη ζωή, το βάλσαμο ενάντια στον φυσικό και εθνικό αφανισμό, το μοναδικό μέσο πνευματικής και ηθικής καλλιέργειας. Τα δ.τ. ήταν «το μεγάλο του Γένους σκολειό» (Μ. Παναγιωτόπουλος, Νεοελληνική ποιητική ανθολογία, τόμος Β΄ σελ.469-470). Συνόδευαν τους ανθρώπους σ’ όλη τους τη γήινη διαδρομή από τη γέννηση μέχρι το θάνατο. Τους έπαιρναν από την κούνια με τα νανουρίσματα, τους μεγάλωναν, τους καλλιεργούσαν την αίσθηση για την ωραιότητα της φύσης και για τις άλλες ομορφιές της ζωής· τους οδηγούσαν στο μεγάλο ναό του έρωτα και τους ένωναν με τα στεφάνια του γάμου· τους απάλυναν τον πόνο από τα θλιβερά γεγονότα του χωρισμού, της ξενιτιάς και του θανάτου· τους άνοιγαν τα μάτια, για να θαυμάσουν το μεγαλείο του ουρανού με τ’ άστρα και το φεγγάρι, τη ροδοδάκτυλη αυγή και την ανατολή του ήλιου, τα όμορφα δειλινά, τα ψηλά βουνά, την απεραντοσύνη του κόσμου. Εκείνα τα χρόνια που δεν υπήρχαν μέσα επικοινωνίας, που επικρατούσε ανασφάλεια και αβεβαιότητα, ο ζωντανός ο χωρισμός, η ξενιτιά, έμοιαζε με το θάνατο. Η αναχώρηση του ξενιτεμένου ήταν θλιβερό γεγονός που συνοδεύονταν από θρήνους και δάκρυα. Να μερικοί στοίχοι που μαρτυρούν για αυτά: «Την ξενιτιά, την ορφανιά, τη φτώχεια, την αγάπη, τα τέσσερα τα ζύγισαν, βαρύτερα είναι τα ξένα». «Ο ξένος εκεί στην ξενιτιά πρέπει να βάζει μαύρα, για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λάβρα». Ο θάνατος είναι κύριο θέμα στα δ.τ.. Την οδύνη και τον πόνο, που προκαλεί, εκφράζουν τα μοιρολόγια, τα τραγούδια του χάροντα (ο χάρος προσωποποίηση του θανάτου) και του κάτω κόσμου. «Τώρα στον αποχαιρετισμό θλιβερά και παραπονεμένα». Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
112
Απόστολος Μπουρνάκας
7. Ο κόσμος των δ.τ. και ο σημερινός Πολλοί νεοέλληνες ποιητές μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα συνεχίζουν το στυλ και το πνεύμα των δ.τ., ο Σολωμός, ο Βαλαωρίτης, ο Κρυστάλλης, ο Δροσίνης, ο Προβελέγγιος, ο Μελαχρινός. Οι πρόσφατοι νεοτερισμοί στην ποίηση είναι προϊόντα της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και αποξένωσης από τον κόσμο. Γι’ αυτό σήμερα δεν δημιουργούνται καινούργια δ.τ.. Τα τραγούδια που τραγουδιούνται ακόμα είναι αλλοιωμένες απομιμήσεις και έχουν ελάχιστη σχέση με τα πρωτότυπα. Κάθε απόπειρα επανάληψης της ιστορίας για δεύτερη φορά καταλήγει σε φάρσα. Από τότε που γίνονταν τα δ.τ. ο κόσμος άλλαξε. Η φύση απογυμνώθηκε από κάθε νόημα και δεν αποτελεί πλέον πηγή έμπνευσης και μαζί μ’ αυτή στέρεψαν και οι ψυχικές δυνάμεις από τις οποίες ανάβλυζε μέχρι τώρα η ζωντανή θρησκευτικότητα, η πηγαία ποίηση, η μυθοπλαστική φαντασία, ο κοινωνικός ιδεαλισμός. Οι σημερινές αναφορές στις αξίες είναι κενές φράσεις, κούφια λόγια, χωρίς βάση και περιεχόμενο. Σιγά-σιγά χάνεται και η αίσθηση της βαθύτερης προβληματικής της ζωής. Ο κόσμος γίνεται πεζός και οι άνθρωποι, πέρα από τους νεοτερισμούς της τεχνολογίας και τις φροντίδες για την επιβίωση σ’ έναν ανελέητο και σκληρό κόσμο, δεν έχουν άλλα ενδιαφέροντα. Αυτός ο «καινούργιος κόσμος όμορφος κόσμος» (Χάξλεν 1894-1963) καταστρέφει τις ανθρωπιστικές διαθέσεις της ψυχής και βαρβαροποιεί τα άτομα. Αντίθετα με το σήμερα, ο άνθρωπος των δ.τ. βρίσκοταν πιο κοντά στην αλήθεια. Ο κόσμος των δ.τ. δεν πρέπει να αξιολογείται με τα μέτρα της σημερινής εποχής. Κάθε εποχή έχει τον δικό της χαρακτήρα, τη δική της ιδιαιτερότητα και δεν πρέπει να κρίνεται με τις σημερινές νόρμες. Και ο σημερινός κόσμος δεν είναι ακέραιος· είναι μια ελλειπτική και φευγαλέα μορφή μέσα στην αέναη πορεία της ιστορίας. Η μεγάλη πλάνη της λογοκρατούμενης κοινωνίας είναι η αφελής άποψη πως η εξέλιξη των ερευνών, η πρόοδος των γνώσεων και η αύξηση των πληροφοριών θα αλλάξουν προς το καλύτερο την ανθρώπινη ζωή. Αυτή η πίστη, προϊόν της παιδικής αρρώστιας της επιστήμης, διαψεύδεται από την ίδια την εξέλιξη· γιατί η χαίνουσα πληγή, που άνοιξε από τη διατάραξη των σχέσεων ανθρώπουκόσμου, δεν κλείνει, δεν θεραπεύεται με τα προηγούμενα μέσα.
8. Περισσότερο φως Τα νεότερα ρεύματα σκέψης, η λεγόμενη φιλοσοφία της ζωής, η διερεύνηση της ανθρώπινης ύπαρξης, οι κοινωνιολογικές αναλύσεις, η σύγχρονη ερμηνευτική ρίχνουν περισσότερο φως στην κατανόηση των πνευματικών εκφράσεων του παρελθόντος. Η φιλοσοφία της ζωής υποστηρίζει πως όλες οι εξωτερικεύΤζουμερκιώτικα Χρονικά
Οι αντιλήψεις των προπατόρων μας για τον κόσμο και τη ζωή
113
σεις της ψυχής αναβλύζουν από ένα βαθύτερο υπόβαθρο, από την ίδια τη ζωή, και η κατανόησή τους προϋποθέτει συσχέτιση με τις συνθήκες της ζωής μέσα στις οποίες γεννήθηκαν· η κατανόησή τους προϋποθέτει ακόμα συμπάθεια προς τον κόσμο που εκφράζουν. Οι υπαρξιστές διεισδύουν σε μια βαθύτερη διάσταση της ανθρώπινης οντότητας, στη διάσταση της ύπαρξης, και υποστηρίζουν πως κάθε ψυχική έκφραση, κάθε γραπτό κείμενο και κάθε μνημείο του παρελθόντος περιέχει και μια ορισμένη ερμηνεία του κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης ιδιαίτερα, η αναζήτηση της οποίας, πέρα από το εξωτερικό περίβλημα, είναι ο σκοπός της ερμηνείας. Αυτή είναι η περίφημη αρχή της υπαρξιακής ερμηνείας των κειμένων και των άλλων μνημείων. Οι υπαρξιστές αγωνίζονται ακόμα να περισώσουν τον πυρήνα, την ουσία της ανθρώπινης υπόστασης ενάντια στις διαλυτικές τάσεις της τεχνολογικής εποχής. Οι κοινωνιολογικές αναλύσεις συσχετίζουν τα πνευματικά προϊόντα με το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκαν, γιατί χωρίς αυτή τη συσχέτιση παραμένουν ακατανόητα. Τέλος, η σύγχρονη ερμηνευτική έφθασε σε εντυπωσιακά και ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Με λίγα λόγια: η ερμηνεία ενός έργου, ενός συγγραφέα, ενός φαινομένου, μιας ιστορικής εποχής δεν είναι ποτέ οριστική και τελεσίδικη· δεν ισχύει σε όλες και για όλες τις εποχές. Είναι πάντοτε συνάρτηση της πνευματικής και ηθικής συγκρότησης, των προθέσεων και των κινήτρων του ερμηνευτή και εξαρτάται ακόμα από το γενικότερο κλίμα που επικρατεί σε κάθε ιστορική εποχή. Αυτό το συμπέρασμα μας απελευθερώνει από τους δογματισμούς και τις αυθεντίες και μας δίνει το θάρρος να προσεγγίζουμε μόνοι μας τους μεγάλους διανοητές: τον Πλάτωνα, τον Κάντιο, τον Σαίξπηρ, το Γκαίτε, τον Βούδα,τον Μαρξ και τους άλλους. Οι προκατειλημμένοι και οι (πνευματικά) νάνοι δεν μπορούν να αντικρούσουν τις κορυφές του πνεύματος. Και η φύση είναι ένα μεγάλο βιβλίο γραμμένο σε μια ιερογλυφική γραφή. Γι’ αυτό επιδέχεται πολλές ερμηνείες και δεν φανερώνει στους θνητούς τα βαθύτερα μυστικά της. Οι προηγούμενες ιδέες μας ανοίγουν τα μάτια, για να κατανοήσουμε καλύτερα τις αντιλήψεις και τις δοξασίες, τους προβληματισμούς, τις χαρές και τις λύπες, τις αγωνίες και τα βιώματα, γενικά τον ψυχικό κόσμο των προπατόρων μας. Η μεγαλοπρεπής όψη της φύσης στα μέρη των Τζουμέρκων ευνοούσε το ηρωικό και φιλελεύθερο φρόνημα των κατοίκων και ήταν το κατάλληλο περιβάλλον για την ανάπτυξη των δ.τ. Και στην πρόσφατη ιστορία, στα χρόνια της κατοχής (1941-1944), η περιοχή των Τζουμέρκων ήταν η φύτρα και το επίκεντρο του αντιστασιακού απελευθερωτικού κινήματος και αντηχούσε ολόκληρη από τα λεβέντικα αντάρτικα τραγούδια. Τα περισσότερα δ.τ., αποσπάσματα των οποίων παραθέτουμε εδώ, κυκλοφορούσαν και τραγουδιόνταν σε παλαιότερα Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
114
Απόστολος Μπουρνάκας
χρόνια, πριν από τη μεγάλη φυγή, από τους κατοίκους αυτής της περιοχής. Γι’ αυτό θεωρούμε αυτή την εργασία και σαν ένα μνημόσυνο σε ανάμνηση εκείνων που έζησαν σ’ αυτά τα μέρη και μας άφησαν ως κληρονομιά, μαζί με όλα τα άλλα, και μερικά κομμάτια από τη ζωή τους, τα υπέροχα άσματα, τα δημοτικά τραγούδια. ΠΗΓΕΣ Α) Προσωπικές ενθυμήσεις Β) Συλλογές δ.τ.: εδώ χρησιμοποιήθηκαν οι Συλλογές του Π. Αραβαντινού, του Ν. Πολίτη, του Δ. Α. Πετρόπουλου, του Χρήστου Λαμπράκη και του Μιχαήλ Χάρου. Περισσότερα στοιχεία γι’ αυτές αναγράφονται στην παράγραφο 4. Γ) Δευτερεύουσα βιβλιογραφία 1) Μίμη Παναγιωτόπουλου: Νεοελληνική ποιητική Ανθολογία, τόμος Α+Β, Αθήνα 1968: Ακάδημος 2) Δημητρίου Δανιηλίδη: Η νεοελληνική κοινωνία και οικονομία 1933, Δεύτερη έκδοση Αθήνα 1985: Λιβάνης 3) Γιάννη Κορδάτου: Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τόμος Α΄, Αθήνα 1962: εκδόσεις Επικαιρότητα 4) Δημητρίου Τσάκωνα: Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τόμος Α΄, Αθήνα 1981: Λαδιάς 5) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Α΄, Αθήνα 1975: Εκδοτική Αθηνών 6) Εγκυκλοπαίδεια ΥΔΡΙΑ τόμος 20ος, Αθήνα 1982: Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων
*Ο Απόστολος Μπουρνάκας είναι καθηγητής θεολογίας, διδάκτωρ της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Freiburg.
Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Νικόλαος Β. Καρατζένης*
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
Ο
α) Μαρτυρίες περί νομαδισμού
πρώτος άνθρωπος που εμφανίστηκε στον πλανήτη, σύμφωνα με τα πορίσματα των επιστημών, ήταν κυνηγός, τροφοσυλλέκτης. Οι άντρες κυνηγούσαν ζώα για το κρέας και το δέρμα τους, ενώ οι γυναίκες αναζητούσαν ρίζες, ξηρούς καρπούς, φρούτα, τρωκτικά. Η περίοδος αυτή αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Η αύξηση του πληθυσμού ήταν η πρωταρχική αιτία που ανάγκασε τον τροφοσυλλέκτη να στραφεί προς τη γεωργία, η οποία ήταν οπωσδήποτε σκληρότερη και εξαρτημένη εξ ολοκλήρου από τις καιρικές συνθήκες. Γεωργική επανάσταση ονόμασαν την εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος έπαυσε να αναζητά την τροφή του και άρχισε να την παράγει. «Η γεωργία1 μπορούσε ν’ αρχίσει μόνο σ’ εκείνες τις περιοχές όπου υπήρχαν εξημερώσιμα ζώα. Εμφανίστηκε στη Μέση Ανατολή περίπου πριν από 10.000, χρόνια στην οποία ευδοκιμούσαν τα φυτά: σιτάρι, βρώμη, σίκαλη, κριθάρι, καθώς και ζώα, όπως άλογα, κατσίκες, πρόβατα, αγελάδες και γουρούνια». Η επόμενη φάση της ανθρώπινης εξέλιξης είναι η ποιμενική, αφού ο άνθρωπος εξημέρωσε κάποια ζώα, απαραίτητα για την επιβίωσή του. Ακολουθώντας τα κοπάδια των ζώων κατά τις εποχικές μετακινήσεις τους φθινόπωρο-άνοιξη, ο άνθρωπος δεν είχε μόνιμη κατοικία, αλλά βρισκόταν σε διαρκή περιπλάνηση από τα χαμηλότερα στα ψηλότερα, από τα ηπιότερα στα ψυχρότερα κλίματα. Έτσι γεννήθηκε ο Νομαδισμός και ο νομαδικός βίος, που είναι φαινόμενα παγκόσμια, εκτείνονται σε όλες τις ιστορικές περιόδους της ανθρωπότητας και είναι συνυφασμένα με τις κλιματικές, κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Ο ποιμενικός νομαδισμός ή νομαδική κτηνοτροφία, κατά τον Διον. Μαυρόγιαννη2 , εμφανίζεται στο τέλος της παλαιολιθικής εποχής και τις αρχές της νεολιθικής, γύρω στις 10.000 έως 8.000 χρόνια. Τότε εξημερώνεται το πρόβατο του οποίου η εκτεταμένη εκτροφή μαζί με τη γεωργία ή και χωριστά συνιστούν τις δυο κύριες τροφοδοτικές πηγές των μικροκοινωνιών της Νοτιο-ανατολικής Ευ-
1. Λ. Σταυριανός: Ιστορία του ανθρωπίνου γένους, έκδοση οργ. εκδ. διδακτικών βιβλίων, Αθήνα 1984, σ.38 2. Διονύσιος Μαυρόγιαννης, Σαρακατσάνοι της Θράκης, Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1999, σ.49
116
Νικόλαος Β. Καρατζένης
Ούτε του φθινοπώρου οι καταχνιές, ούτε η λασπουριά των δρόμων, ούτε και τα θολά ποτάμια μπορούν να ανακόψουν των διαβατάρικων κοπαδιών την πορεία. Τα λάια πρόβατα του Γιάννη Θ. Ζιάγκα διαβαίνουν τον Αλιάκμονα στην Παλιουριά Γρεβενών, Οκτώβριος 2016.
ρώπης και Μεσογείου. Τα οστέινα λείψανα ζώων, που βρέθηκαν σε αρχαιολογικές θέσεις της χώρας μας, απέδειξαν ότι το προβάδισμα στην κτηνοτροφία είχε το πρόβατο (και ακολούθως τα κατσίκια), σύμφωνα με τους Martin Ruipezer και Jose L. Melena στο έργο τους «Οι Μυκηναίοι Έλληνες» εκδ. Καρδαμίτσα, 1996, σελ. 149-180. Νομάδες ήταν οι Νογαίοι στην Ευρώπη, οι Ασιάτες του Νεπάλ και του Θιβέτ, οι Σκυθικοί λαοί, στην Αφρική οι πληθυσμοί της ερήμου Καλαχάρι, στην Αμερική οι Ερυθρόδερμοι. Η κτηνοτροφία στη Μογγολία είναι εξ ολοκλήρου νομαδική. Στα ισπανικά και γαλλικά Πυρηναία όρη ανθεί η ημινομαδική προβατοτροφία, ενώ νομάδες ποιμένες ήταν πριν από πενήντα περίπου χρόνια οι Τουαρένγκ στην περιοχή της Σαχάρας. «Στην Ελλάδα από όλες τις κατηγορίες των ποιμένων, γνήσια νομαδικά φύλα ήταν οι Σαρακατσιαναίοι από την αρχαιότητα και οι Αρβανιτοβλάχοι από τα χρόνια της τουρκικής κατάκτησης. Οι κτηνοτροφικοί αυτοί πληθυσμοί δεν είχαν μόνιμη κατοικία σε κάποιο χωριό και, επειδή ζούσαν έξω στη φύση χειμώνα-καλοκαίρι στις σκηνές τους «τέντες», ονομάζονταν «σκηνίτες». Οι υπόλοιπες κατηγορίες «βλάχων», με την Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
117
επαγγελματική έννοια του όρου, ήταν ημινομαδικές, γιατί τη θερινή περίοδο οι οικογένειές τους είχαν μόνιμη κατοικία σε κάποιο χωριό, ενώ τα κοπάδια με τους άντρες ανέβαιναν στα κοινοτικά ξεκαλοκαιριά ή σε λιβάδια γειτονικών κοινοτήτων»3. Κατά καιρούς αξιόλογοι επιστήμονες έχουν υποστηρίξει ότι οι ρίζες του νομαδισμού στον ελλαδικό χώρο εντοπίζονται στη Νεολιθική εποχή. Ο καθηγητής της προϊστορικής αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. Γ. Χουρμουζιάδης4, με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, θεωρεί ότι τον κτηνοτροφικό πλούτο των νεολιθικών τροφοπαραγωγικών δραστηριοτήτων τον αποτελούσαν μικρά και εύκολα μετακινούμενα κοπάδια με αιγοπρόβατα, βοοειδή, γουρούνια… Η κτηνοτροφία στους νεολιθικούς οικισμούς της Θεσσαλίας (και ίσως ολόκληρης της Ελλάδας) είχε αναπτυχθεί μέχρι τα χρόνια της πρώιμης χαλκοκρατίας στη μορφή της οικοτεχνίας, μέσα στο πλαίσιο των οικογενειακών εργασιακών δραστηριοτήτων, και αντιμετωπιζόταν από όλα τα μέλη μιας μικροπληθυσμιακής ομάδας. Πιθανόν τις αναγκαστικές μετακινήσεις, για λόγους διατροφής των ζώων, να τις αντιμετώπιζε όλη η κοινότητα μέσω και των προωθημένων της θέσεων που θα είχαν ιδρυθεί στο μεταξύ από ανάγκες καθαρά οικονομικές στον χώρο της διακοινοτικής περιοχής. Ο Λ. Αρσενίου5, παραπέμποντας στο έργο του καθηγητή Δημητρίου Θεοχάρη «Η αυγή της θεσσαλικής προϊστορίας», αναφέρει ότι οι κάτοικοι στους κάμπους της Θεσσαλίας κατά τη Νεολιθική περίοδο, πριν από 9-8000 χρόνια, από κυνηγοί έχουν γίνει ποιμένες και έχουν εξημερώσει ορισμένα ζώα. Με την εμφάνιση του προβάτου αρχίζει στη Θεσσαλία μια νέα περίοδος. Το πρόβατο χρειάζεται χόρτο και ειδικές κλιματικές συνθήκες, γιατί δεν αντέχει τη ζέστη το καλοκαίρι στις πεδιάδες. Οι ποιμένες υποχρεώνονταν σε εποχικές μετακινήσεις. Την άνοιξη ανεβαίνουν με τα πρόβατα στην Πίνδο και τον χειμώνα κατέρχονται στους κάμπους. Οι πρώτοι αυτοί νομάδες αποτελούν την αρχαιότερη παραγωγική τάξη της Θεσσαλίας και της Ελλάδας, αφού οπωσδήποτε και στη λοιπή Ελλάδα κάτι παρόμοιο συνέβη. Η Θεσσαλία, σύμφωνα με άλλη μαρτυρία6, υπήρξε το κέντρο του χειμερινού ποιμενισμού σε όλη την αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Ο καθηγητής αρχαιολόγος Σ. Δάκαρης7, επικαλούμενος το έργο του Φίλιππσον «Ελληνικός Χάρτης», γράφει: «Η εξημερωμένη κτηνοτροφία, που 3. Νίκος Β. Καρατζένης, Οι νομάδες κτηνοτρόφων των Τζουμέρκων, Άρτα 1991, σ. 29. 4. Γιώργος Χουρμουζιάδης, Εισαγωγή στον νεολιθικό τρόπο παραγωγής, Ανθρωπολογικά 1, 1980, σ.128. 5. Λάζαρος Α. Αρσενίου, Τα τσελιγκάτα, Αθήνα 1972, σ.25. 6. Ι. Κ. Βογιατζίδης, Το χρονικό των Μετεώρων, Ε.Ε.Β.Σ., 1924, σ.15. 7. Σωτήρης Δάκαρης, Η κτηνοτροφία στην αρχαία Ήπειρο, Ιωάννινα 1976, σ. 10-12, 15-16. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
118
Νικόλαος Β. Καρατζένης
ήθελε να εκμεταλλευτεί την άνιση κατανομή των οικονομικών πηγών –χόρτο και δάση-, ήταν υποχρεωμένη να μετακινείται το φθινόπωρο από τα ορεινά στις παράλιες πεδιάδες και την άνοιξη από τα χειμαδιά στα ορεινά. Οι εποχικές μετακινήσεις των σημερινών ποιμένων ακολουθούν μια αρχαιότερη παράδοση, με την εμφάνιση του πρώτου οικοσιτισμού της νεολιθικής εποχής κι ακόμη πιο παλιά, από την παρουσία στην Ήπειρο του παλαιολιθικού κυνηγού του οποίου τα αρχαιότερα γνωστά ίχνη ξεπερνούν τα 40.000 χρόνια από σήμερα». Αναζητώντας στοιχεία για τον αρχέγονο νομαδισμό, ο Δάκαρης σημειώνει ότι τα φυσικά περάσματα, που ακολουθούσαν οι κυνηγοί της παλαιολιθικής εποχής, ήταν τα ίδια με αυτά των κτηνοτρόφων της νεολιθικής εποχής, αφού ο άνθρωπος την εποχή αυτή έγινε παραγωγός της τροφής, με την εξημέρωση των ζώων και τη γεωργία και έκανε τις ίδιες εποχικές μετακινήσεις με τα κοπάδια του από τα ορεινά στα πεδινά παράλια, όπως κάνουν σήμερα οι κτηνοτρόφοι της Πίνδου. Πολλοί αρχαίοι έλληνες και ξένοι συγγραφείς, αλλά και αρχαιολογικές και φιλολογικές πηγές επιβεβαιώνουν την ενασχόληση των πληθυσμών του ελλαδικού χώρου με τη νομαδική κτηνοτροφία και τις εποχικές μετακινήσεις των κοπαδιών. Από τους ομηρικούς χρόνους η κτηνοτροφία αιγοπροβάτων αποτελούσε σημαντικό κλάδο της ελληνικής οικονομικής ζωής, τονίζει ο καθηγητής του Παν/μίου Βουδαπέστης Mathias Gyoni8. Ο Όμηρος, που ζει τον 9ο με 8ο αι., παρουσιάζει στα έργα του τη Μυκηναϊκή εποχή (1580-1100 π.Χ.), κατά την οποία η κύρια απασχόληση των ανθρώπων ήταν η κτηνοτροφία. Κατά τον M. Finley9, ο κόσμος του Οδυσσέα ήταν ποιμενικός και όχι γεωργικός (διαφορετικός από τον ελληνικό κόσμο της εποχής του ίδιου του Ομήρου και του Ησιόδου, οπότε η γεωργία είχε καταλάβει τα πρωτεία). Το έδαφος της Ελλάδας είναι φτωχό, βραχώδες και άνυδρο και μόνο τα 20% από την ολική επιφάνειά του μπορούν να καλλιεργηθούν. Σήμερα ολόκληρος ο ελληνικός χώρος είναι κατάλληλος για μικρότερα ζώα, όπως είναι τα πρόβατα, οι χοίροι και οι κατσίκες. Ο Όμηρος καταγράφει με απόλυτη ακρίβεια χαρακτηριστικές σκηνές ποιμενικής ζωής και ασχολίες που εκτελούν ακόμα σήμερα οι νομάδες ποιμένες με απαράλλακτο τρόπο, μιμούμενοι τους ομηρικούς βοσκούς. «…γεμάτα τα τυρόβολα κι οι μάντρες στοιβαγμένες από κατσίκια κι απ’ τ’ αρνιά και χώρια μαντρισμένα τα πρώιμα αλλού, τα μέσα αλλού, κι αλλού τα όψιμα ήταν…» (ραψωδία λ, στίχοι 219-221, μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη). 8. Ορέστης Δ. Κουρέλης, Σαρακατσαναίοι, οι φερέοικοι Έλληνες, Θεσ-νίκη 2014, σ.183. 9. M. I. Finley, Ο κόσμος του Οδυσσέα, εκδ. Ι. Σιδέρη, Αθήνα 1954, μετάφραση Σοφοκλή Μαρκιανού, σ. 71-72. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
119
Καλαρρυτινοί ποιμένες «έχουν ξεφορτώσει τα κονάκια» τους στο ξέφωτο και μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά, την ταραχή της μέρας για λίγο θέλουν μόνο να ελαφρώσουν. Στο Νέγκρι της Ανθούσας Τρικάλων, Οκτώβριος 1976. (φωτ. Κ. Μπαλάφας)
Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ γραφής στη δεκαετία του 1950 από τον Άγγλο John Chadwick έριξε φως στη μελέτη της εκτροφής των προβάτων και άλλων κατοικιδίων ζώων. Οι πήλινες πινακίδες, που βρέθηκαν, αποκαταστάθηκαν και διαβάστηκαν με πολλή δυσκολία, μάς αποκαλύπτουν ότι υπήρχαν οκτακόσια (800) κοπάδια που αντιστοιχούν σε εκατό περίπου χιλιάδες (100.000) κεφάλια ζώων, τα οποία ανήκουν στο ανάκτορο της Κνωσσού. Από τις πινακίδες αυτές αντλούνται πληροφορίες για τους υπεύθυνους της εκτροφής βοσκούς, για τα βοσκοτόπια, τις τεχνικές εκτροφής, τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά των ζώων, τον διαχωρισμό τους σε κοπάδια, απώλειες… Κάτι ανάλογο μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή Πύλο της Πελοποννήσου, όπου οι πινακίδες μάς πληροφορούν για είκοσι πέντε (25) κοπάδια η καθεμιά, ενώ ο συνολικός αριθμός αιγοπροβάτων στον μυκηναϊκό πληθυσμό της Πελοποννήσου ανερχόταν σε εξακόσιες χιλιάδες (Δ. Μαυρόγιαννης 1999: 65-66). Κατά την άποψη σύγχρονου ερευνητή10, οι στίχοι 748-752 στη ραψωδία Β 10. Χαράλαμπος Β. Χαρίσης, Μια παρανοημένη ομηρική μαρτυρία για τους νομάδες κτηΈ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
120
Νικόλαος Β. Καρατζένης
της Ιλιάδας, οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο των νεών, αναφέρονται στις μετακινήσεις του ηπειρωτικού νομαδικού φύλου των Περαιβών μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας. Το απόσπασμα αυτό αποτελεί την αρχαιότερη μαρτυρία για την ύπαρξη μετακινούμενων ποιμένων στην ευρωπαϊκή ήπειρο κατά την προϊστορική εποχή (Υστεροελλαδική περίοδο), για την ύπαρξη μεταναστευτικής κτηνοτροφίας στον ελλαδικό χώρο. «Γουνεύς δ’ εκ Κύφου ήγε δύω και είκοσι νήας τω δ’ Ενιήνες έποντο μενεπτόλεμοί τε Περαιβοί, οι περί Δωδώνην δυσχείμερον οικί έθεντο, οι τ’ αμφ’ ιμερτόν Τιταρησσόν έργα νέμοντο ός ρ’ ες Πηνειόν προΐει καλλίρροον ύδωρ». Σε μετάφραση: Ο Γουνέας από την Κύφο ηγείτο είκοσι δύο πλοίων, υπό τις διαταγές του ήταν οι ατρόμητοι Ενιήνες και οι Περαιβοί, οι οποίοι κατοίκησαν γύρω από τη Δωδώνη με τους βαρείς χειμώνες και ξεχειμώνιαζαν στα παραποτάμια χωράφια του ειδυλλιακού Τιτάρησσου ο οποίος χύνει το κελαριστό νερό του στον Πηνειό. Οι στίχοι, που ακολουθούν, επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα της εκτατικής κτηνοτροφίας κατά την Υστεροελλαδική περίοδο (1600-1200 π.Χ.) να υπερβαίνει ακόμη και τα όρια των κρατών, προκειμένου να αξιοποιηθούν τα διαθέσιμα βοσκοτόπια. Διαπιστώνεται ότι το σύνολο των κοπαδιών του Οδυσσέα είχε μεταφερθεί στη γειτονική Ακαρνανία λόγω της στενότητας των λιβαδιών της βραχώδους Ιθάκης. Οι στίχοι11: «Ήταν αλήθεια εκείνου αρίφνητο το βιός· κανένας τόσα από τους ήρωες δεν απόκτησε, για στη στεριάν αντίκρυ (Ακαρνανία) για στην Ιθάκη ακόμα… αντίκρυ (Ακαρνανία) βουκολιά έχει δώδεκα, τόσα κοπάδια γίδες σκορπούσες, τόσα αρνοκόπαδα και τόσα χοιροστάσια που τα βόσκουν δικοί μας άνθρωποι και ξένοι ρογιασμένοι, εδώ (στην Ιθάκη) κοπάδια βόσκουν έντεκα σκορπούσες γίδες...». Τη μαρτυρία του για την εκτροφή μεγάλου αριθμού νομαδικών κοπαδιών προβάτων και βοδιών στην ευρύτερη περιοχή της Ελλοπίας (Δωδώνης) καταθέτει ο Βοιωτός ποιητής Ησίοδος12 (γράφει γύρω στο 700 π.Χ.). «Εστί τις Ελλοπίη πολυλήιος ηδ’ ευλείμων αφνειή μήλοισιν, και ειλιποδέασι βόεσσιν· εν δ’ άνδρες ναίουσι πολύρρηνες πολυβούται, πολλοί απειρέσιοι φύλα θνητών ανθρώπων». νοτρόφους της Ηπείρου, Ηπειρωτικό Ημερολόγιο, εκδ. Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 2014, σ.60-61, 75, 83, 85-87, 91. 11. Οδυσσείας ξ’, 96-103, μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή. 12. Ησιόδου Ασπίς-Αποσπάσματα Ηοιών, βιβλιοθ. Παπύρου, αριθ. 4ος , Απόσπασμα 58 (134). Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
121
Το Ξηρόμερο υπήρξε το λίκνο του νομαδισμού των ποιμένων των Τζουμέρκων και των Σαρακατσιαναίων. Ο Γιώργος Ζαλοκώστας από τα Θεοδώριανα με τους τρεις γιούς του στις Φυτείες (Μαχαλά) Ξηρομέρου, Νοέμβριος 1994.
Στη νέα ελληνική: Υπάρχει κάποια Ελλοπία η οποία έχει πολλά σπαρτά και καλά λιβάδια, είναι πλούσια σε πρόβατα και περιστρεφόποδα βόδια· σ’ αυτή κατοικούν πολλοί άνδρες με πολλά πρόβατα και πολλά βόδια, αμέτρητοι, που είναι φυλές ανθρώπινες υποκείμενες στον θάνατο. Στο ίδιο έργο (Ηοίαι, 39β) ο Ησίοδος αναφέρει ότι ο Αίας ο Τελαμώνιος, βασιλιάς της Σαλαμίνας, έταξε πολλά δώρα στον Τυνδάρεω, για να του δώσει την κόρη του, την Ωραία Ελένη, για σύζυγο. Τα δώρα αυτά ήταν: τα παχιά πρόβατα όλων αυτών που κατοικούσαν στην Τροιζήνα, στην Επίδαυρο, στην Αίγινα, στον Μάσητα, στη γη των Αχαιών, στα Μέγαρα, στην Κόρινθο, στην Ερμιόνη και στην Ασίνη. Οι περιοχές13 αυτές, εκτός από την Αίγινα, εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να είναι χειμαδιά ημινομάδων κτηνοτρόφων, που έχουν μόνιμη κατοικία σε κάποιο ορεινό χωριό και ξεχειμωνιάζουν σε πεδινά βοσκοτόπια. Ο Πίνδαρος14 (522 ή 518-438 π.Χ.) σημειώνει ότι ο βασιλιάς της Ηπείρου Νεοπτόλεμος βασίλεψε: «Απείρῳ διαπρυσίᾳ βουβόται τόθι πρώνες έξοχοι κατάκεινται Δωδωνάθεν αρχόμενοι προς Ιόνιον πόρον…» 13. Δημήτρης Ψυχογιός-Γεωργία Παπαπέτρου, Οι μετακινήσεις των νομάδων κτηνοτρόφων, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών τ.53, 1984, σ.18. 14. Πινδάρου Νεμεόνικοι IV, 83-84. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
122
Νικόλαος Β. Καρατζένης
Σε μετάφραση: στην Ήπειρο την απλόχωρη όπου ψηλά βουνά με βοϊδολίβαδα εκτείνονται κατηφορικά προς το Ιόνιο πέρασμα έχοντας την αρχή τους στη Δωδώνη. Ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα, σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία, επιστρέφοντας από την Τροία βασίλεψε στων Μολοσσών τη χώρα. Από την αναΤα «βαριά» κοπάδια δεν βολεύονται με ολιγάριθμους βοσκούς. φορά τού Πινδάρου προΌποιος μπορεί, προσφέρει. Εν προκειμένω ο τσέλιγκας Θωμάς Ζιάγκας βοηθούμενος από τις κόρες του. Δεσκάτη Γρεβενών, Οκτώ- κύπτει ότι τα βόδια της βριος 2016. Δωδώνης ξεχειμώνιαζαν στα παράλια του Ιονίου πελάγους, από Πρέβεζα έως Θεσπρωτία, αφού στις υψηλές οροσειρές ήταν αδύνατο αυτά να βρουν τροφή και να επιβιώσουν στη δυσχείμερη Δωδώνη και στην Ήπειρο γενικότερα. Εξάλλου νομαδικές εξακολουθούν να είναι στο σύνολό τους οι αγέλες βοδιών που τρέφουν ακόμη και σήμερα οι ποιμένες του Ματσουκίου, των Καλαρρυτών, του Συρράκου και της Σαμαρίνας, ακολουθώντας τα μονοπάτια του αρχέγονου νομαδισμού της Πίνδου. Ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής15 (496-406 π.Χ.) στο έργο του «Οιδίπους τύραννος» δίνει σαφέστατα στοιχεία νομαδικού βίου μέσα από τον διάλογο δύο βοσκών, ενός Θηβαίου και ενός Κορινθίου: «Γιατί καλά ξέρω πως σίγουρα θυμάται τότε που εκεί στον Κιθαιρώνα αυτός με δύο κοπάδια και εγώ μ’ ένα συναντιόμαστε τρία ολόκληρα εξάμηνα από την άνοιξη ως τον καιρό που βγαίνει ο αρκτούρος (φθινόπωρο) και όταν ο χειμώνας έφτανε, εγώ οδηγούσα τα κοπάδια μου στα χειμαδιά (Κόρινθο) και αυτός στις στάνες του Λάιου (Θήβα). Ο Κορίνθιος βοσκός κάνει λόγο για ξεκαλοκαιριά (Κιθαιρώνας), για χειμαδιά (Κόρινθος-Θήβα) και για εξάμηνα, που αποτέλεσαν και αποτελούν σταθμούς της νομαδικής κτηνοτροφίας. Κι αν ακόμη υποτεθεί πως η υπόθεση του «Οιδίποδος Τυράννου» αναφέρεται στους ηρωικούς χρόνους πριν από τον 12οαι., αυτό αποδεικνύει ότι ο νομαδισμός εκτείνεται σε βάθος αιώνων. Πέραν αυτού ο Σοφοκλής, ο οποίος ζει τον 5ο π.Χ. αι., θα είχε υπόψη του άλλες πηγές 15. Σοφοκλέους, Οιδίπους Τύραννος, στίχ. 1133-1139. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
123
ή τις μετακινήσεις των νομάδων ποιμένων της εποχής του. Η μαρτυρία αυτή του Σοφοκλή αποτελεί αδιάσειστο τεκμήριο για τις μετακινήσεις των νομάδων ακόμη και έξω από τα στενά όρια της αρχαίας πόλης-κράτους, ενός θεσμού που διατηρήθηκε από τον 8ο ως τον 4ο π.Χ. αι., αφού ο Κιθαιρώνας υπήρξε κοινός θερινός βοσκότοπος για τους Θηβαίους και τους Κορινθίους, οι οποίοι ανήκαν σε διαφορετικές πόλεις-κράτη. Ο Αριστοτέλης16 (384-322 π.Χ.) επίσης αναφέρεται στους νομάδες ποιμένες οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι από τον οικολογικό καταναγκασμό να μετακινούν τα κοπάδια τους από περιοχή σε περιοχή αναζητώντας κατάλληλες βοσκές. «Οι νομάδες βοσκοί είναι νωθρότατοι, γιατί η τροφή που παίρνουν από τα ήμερα ζώα δεν απαιτεί συστηματική εργασία· επειδή όμως λόγω της βοσκής είναι αναγκαία η μετακίνηση των ζώων από τόπο σε τόπο, αναγκάζονται και αυτοί να τα ακολουθούν, σαν να ασκούν κατ’ αυτόν τον τρόπο κάποια ζώσα γεωργία». Ο Πύρρος17 (318-272 π.Χ.), ο βασιλιάς της Ηπείρου, έτρεφε βόδια μεγαλόσωμα και πρόβατα που έμειναν ονομαστά. Σύμφωνα δε με τον ιστορικό Πλούταρχο18 (45-120 μ.Χ.), οι τσελιγκάδες ήταν πρόσωπα τιμής στην αυλή του Πύρρου. Ο Θεόκριτος19 (315-260 π.Χ.) από τις Συρακούσες παρέχει πλήθος πληροφοριών για την ποιμενική ζωή, οι οποίες πιστοποιούν την αδιατάρακτη συνέχειά της έως τις μέρες μας. Στο ειδύλλιό του με τίτλο «Θύρσις ή Ωδή» ο βουκόλος Θύρσις παρακαλεί τις μούσες ν’ αρχίσουν βουκολικό τραγούδι για χάρη του Δάφνη, βοσκού των αγελάδων, που τον θανάτωσε η Αφροδίτη, επειδή περιφρόνησε τον έρωτά της. Ο Θύρσις λοιπόν αναζητεί τις Νύμφες στου Πηνειού τους κάμπους και στης Πίνδου τα βουνά: «Πή ποκ’ άρ ήσθ’, όκα Δάφνις ετάκετο, πή πόκα, Νύμφαι; Ή κατά Πηνειώ καλά Τέμπεα ή κατά Πίνδον;» Πού ήσαστε άραγε τότε που πέθανε ο Δάφνης, πού ήσαστε τότε, Νύμφες; Ή κατά του Πηνειού τα όμορφα Τέμπη ή κατά την Πίνδο; Αυτή η αναφορά του Θεοκρίτου στα θεσσαλικά Τέμπη και στα βουνά της Πίνδου δεν είναι τυχαία. Ήταν γνωστό στον αρχαίο κόσμο ότι τα αναρίθμητα κοπάδια, που ξεχειμώνιαζαν στην εύφορη θεσσαλική γη, ήταν νομαδικά και είχαν ως θερινά τους βοσκοτόπια την Πίνδο, την αιώνια εστία του νομαδισμού. Ακόμη και σήμερα τα εναπομείναντα κοπάδια των βλαχόφωνων νομάδων των Καλαρρυτών, του Μετσόβου, του Χαλικιού, της Τζούρτζιας Ασπροποτάμου, του Περιβολιού, της Αβδέλλας, της Σαμαρίνας, της Αετομηλίτσας… έχουν τα χειμαδιά τους στη Θεσσαλία. 16. Αριστοτέλους Πολιτικά, Ι 1256 α, 30-40. 17. Ιστορία του Ελληνικού έθνους, εκδ. Αθηνών, Αθήνα 1970, τ.Δ΄., σ.476. 18. Πλουτάρχου Πύρρος, κεφ. V. 19. Θεοκρίτου Ειδύλλια, έκδοση Ι. Ζαχαρόπουλου, σ. 17,71,83,94. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
124
Νικόλαος Β. Καρατζένης
«Οι γυναίκες ήταν οι σταυρωμένες της Ηπειρώτικης κοινωνίας, που άνδρωσαν οικογένειες με ήθος, ιδανικά και αξιοπρέπεια, για να διακριθούν τα παιδιά τους σε όλους τους τομείς των αξιών του πολιτισμού». Κώστας Μπαλάφας, στο Λεύκωμα «Ήπειρος», Αθήνα 2003, σ. 17. Η Πανωραία Κουρκούτα από την Ελάτη Άρτας με το γαλαροκόπαδο στην ακρολιμνιά της Αμβρακίας, στο Ρίβιο Ξηρομέρου, Απρίλης 2014.
Στο έβδομο ειδύλλιο του Θεοκρίτου που φέρει τον τίτλο «Θαλύσια», ο αιγοβοσκός Λυκίδας φοράει κάπα από κοκκινωπό μαλλί (προφανώς είναι κατασκευασμένη από μαλλί αιγών αυτού του χρώματος), μυρίζει πυτιά, κρατάει κλίτσα καμωμένη από αγριελιά (πολύ ανθεκτική), έχει ριγμένον πάνω του έναν παλιό χιτώνα και παίζει το καλύτερο σουραύλι. Στην 9η ωδή με τίτλο «Βουκολιασταί» με φανερές επιδράσεις από τον Όμηρο, ο Θεόκριτος εμφανίζει τον βοσκό Μενάλκα να μιλάει για το κατοικιό του, μια σπηλιά, όπου έχει μαντριά ξεχωριστά για κατσίκια και πρόβατα, να ψήνει μελένιες γαλατόπιτες και να ρίχνει στη φωτιά ξύλα από ξερή οξιά. Οι ποιμενικές σκηνές, όπως καταγράφονται από τον Θεόκριτο, ουδόλως διαφέρουν από τις αντίστοιχες νομαδικές που παρατηρούνταν στην Ελλάδα έως το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα. Την ύπαρξη δυναμικής κτηνοτροφίας στην Ήπειρο επιβεβαιώνει και ο Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός και συγγραφέας Ιούλιος Καίσαρας ο οποίος γνώρισε καλά την Ήπειρο και το 48 π.Χ. κατετρόπωσε στα Φάρσαλα τον Πομπήιο. Στα απομνημονεύματά20 του γράφει ότι οι στρατιώτες του είχαν σε μεγάλη εκτίμηση το πρόβατο στην Ήπειρο που την εποχή εκείνη είχε αμέτρητα κοπάδια τα οποία εξασφάλιζαν και τα μέσα διατροφής στα στρατεύματά του. Τους παράγοντες, οι οποίοι ευνόησαν τη νομαδική ζωή κατά την Ελληνιστι20. Γάιου Ιουλίου Καίσαρα, de bello civili (περί του εμφυλίου πολέμου), βιβλίο Γ΄ κεφ. 47. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
125
κή περίοδο (323-31 π.Χ.)21, επισημαίνουν οι ερευνητές: Κατά του ελληνιστικούς χρόνους διευρύνθηκε ο νομαδικός κύκλος στην Ελλάδα και άρχισε να εξέρχεται από τα αρχικά του στενά όρια της Πίνδου και της Θεσσαλίας, γιατί πέρα από την πολιτική ενοποίηση των ελληνικών χωρών υπό τους Μακεδόνες, τώρα το σύστημα των μεγάλων ιδιοκτησιών, πέρα από τη Θεσσαλία, αναπτύσσεται και στις άλλες ελληνικές περιοχές όπου κάνουν την εμφάνισή τους οι μεγάλες ιδιοκτησίες, είτε αυτές έχουν σχέση με τα βασιλικά κτήματα είτε με τα κτήματα των ευνοουμένων των βασιλιάδων και των στρατιωτικών. Ο γεωγράφος Στράβων22 (67 π.Χ.-19 μ.Χ.) αναφέρει ότι οι Αθαμάνες ποιμένες «τραχείαν οικούντες χώραν» μετακινούν τα κοπάδια τους στις χειμερινές και θερινές βοσκές. Σε άλλο βιβλίο του (ΙΧ, c 434, 12) αποκαλεί «μετανάστας ανθρώπους» τους Περραιβούς οι οποίοι το θέρος έβοσκαν τα κοπάδια τους στην Ελλοπία χώρα (ευρύτερη περιοχή της Δωδώνης) και τον χειμώνα κατέβαιναν στις πεδιάδες τις οποίες διαπερνά ο παραπόταμος του Πηνειού Τιταρησσός. Ο Ηρόδοτος αποκαλεί τους νομάδες Περραιβούς «έθνος πολυπλάνητον» (Ηρόδοτος 1.56). Κατά τον 1ο μ.Χ. αι. ο Δίων ο Χρυσόστομος23 (40-120 μ.Χ.) από την Προύσα παρέχει διαφωτιστικές πληροφορίες για την ημινομαδική κτηνοτροφία στην Εύβοια: «Τον χειμώνα βοσκούσαμε (τα βόδια) στα πεδινά (της Εύβοιας), γιατί και βοσκή πολλή είχαμε και πολλή ζωοτροφή αποθηκευμένη. Το καλοκαίρι τα οδηγούσαμε στα βουνά». Ο Φλάβιος Αρριανός24 (95-175 μ.Χ.), βιογράφος του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα, σημειώνει ότι οι κάτοικοι της Μακεδονίας ως την εποχή του Φιλίππου ασχολούνταν με τη νομαδική κτηνοτροφία. Απευθυνόμενος ο Αλέξανδρος προς τους Μακεδόνες, λέγει σ’ αυτούς: «Ο Φίλιππος, αφού σάς παρέλαβε νομάδες και φτωχούς, ντυμένους τους περισσότερους με δέρματα, βόσκοντας στα βουνά λίγα πρόβατα… σάς κατέβασε από τα βουνά στις πεδιάδες». Ο Ρωμαίος ιστορικός Μάρκος Ιουστίνος25 (2ος-3ος μ.Χ. αι.) κάνει σαφή αναφορά στο σύστημα των εποχικών μετακινήσεων των κοπαδιών άνοιξη και φθινόπωρο: «Όπως οι ποιμένες μετακινούν τα κοπάδια άλλοτε στα χειμερινά λιβάδια και άλλοτε στις ορεινές βοσκές». Σε έκθεση με τίτλο «Στρατηγικόν»26, που υπέβαλε ο στρατηγός Κατακαλών Κεκαυμένος στον αυτοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό (1057-1059), υπάρχει περιγραφή των νομάδων Βλάχων της Θεσσαλίας, οι οποίοι κατά τον 11ο αι. ξεχει21. Ιστορία του Ελλην. Έθνους, εκδ. Αθηνών, Αθήνα 1970, τ. Δ΄, σ.475. 22. Στράβωνος Γεωγραφικά, VII, C 326, 8, Ομήρου Ιλιάς, Β 748-752. 23. Δίων Χρυσόστομος, Ευβοϊκός ή κυνηγός, 10-13, εκδ. Θύραθεν, Αθήνα. 24. Αρριανού, Αλεξάνδρου ανάβασις, VII. 9, 2. 25. Iustini, Epitome, VIII, 5. 26. Κεκαυμένου Στρατηγικόν, ροε΄, σ.68-69. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
126
Νικόλαος Β. Καρατζένης
μώνιαζαν στις περιοχές της Λάρισας και των Τρικάλων και από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο τα κοπάδια και οι οικογένειές τους μεταφέρονταν στις θερινές βοσκές των βουνών του διοικητικού θέματος της Βουλγαρίας, το οποίο συμπεριλάμβανε τη Δυτική Μακεδονία27. Αργότερα ο χρονογράφος και αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Καντακουζηνός28 (1347-1355) αναφέρεται στους νομάδες της Πίνδου, που λανθασμένα τους θεωρεί Αλβανούς. Γράφει λοιπόν: «Όταν ο βασιλιάς Ανδρόνικος βρισκόταν στη Θεσσαλία, οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών της, Αλβανοί αβασίλευτοι, Μαλακάσιοι, Μπούιοι, Μεσαρίτες, προσκύνησαν τον βασιλιά. Επειδή ερχόταν ο χειμώνας, φοβήθηκαν μήπως αφανισθούν από τους Ρωμαίους, επειδή δεν είχαν μόνιμη κατοικία, αλλά περιπλανιούνταν στα βουνά και σε μέρη φτωχικά από τα οποία αποχωρούσαν τον χειμώνα λόγω του κρύου και των χιονιών…». Ο Αραβαντινός29 πιστεύει ότι οι νομάδες, τους οποίους ο Καντακουζηνός θεωρεί εσφαλμένα Αλβανούς, δεν είναι άλλοι παρά οι σημερινοί βλαχοποιμένες της Πίνδου, που έχουν μόνιμες κατοικίες σε χωριά, τα οποία εγκαταλείπουν τον χειμώνα λόγω νομαδισμού και πηγαίνουν στις πεδιάδες της Ηπείρου, της Μακεδονίας και στη Θεσσαλία «την πολυμηλοτάταν», αυτή που τρέφει άφθονα πρόβατα κατά τον τραγικό ποιητή Ευριπίδη30. Είναι γεγονός ότι στη Βυζαντινή αυτοκρατορία η εκτατική κτηνοτροφία σημειώνει τεράστια ανάπτυξη, επειδή το σύστημα των εποχικών μετακινήσεων είναι ελεύθερο και δεν το εμποδίζουν οι συνοριακοί περιορισμοί των εθνικών κρατών που συγκροτήθηκαν αργότερα. Γύρω στα 1335, στα βόρεια της Ηπείρου31, κάποιες ποιμενικές οικογένειες έχουν στην κατοχή τους πολυάριθμα κοπάδια, αποτελούμενα από 1.200.000 αιγοπρόβατα και 300.000 βόδια, τα οποία μετακινούνται στα εποχιακά λιβάδια για την επιβίωσή τους. Κατά τους 20ο και 21ο αι. πλήθος επιστημόνων, ερευνητών και συγγραφέων έχει εμπλακεί στη μελέτη του νομαδικού βίου. Ο Γάλλος Claude Fauriel32 παρέχει χρήσιμες πληροφορίες προφανώς για τον Σαρακατσιάνικο νομαδισμό: «Υπάρχουν εις την Ελλάδα, ιδιαιτέρως εις την Θεσσαλίαν και την Ακαρνανίαν, νομάδες ποιμένες οι οποίοι το καλοκαίρι οδηγούν τα ποίμνιά των εις τας υψηλάς κορυφάς της Πίνδου και των διακλαδώσεών της μέχρι των ορέων της Μακεδονίας και τα επαναφέρουν τον χειμώνα εις τας πεδιάδας ή πλησίον εις τα παράλια. Ο Κατσαντώνης ανήκεν εις μιαν οικογένειαν νομάδων ποιμένων». 27. Διονύσης Μαυρόγιαννης, οι Σαρακατσάνοι της Θράκης… ό.π. σ.81. 28. Ι. Καντακουζηνού, Historiae, II, 26, Βόνη 1828-1832, εκδ. L. Schopen. 29. Αραβαντινού Π.Α., Χρονογραφία της Ηπείρου, τ. Α’, σ.112, Αθήνα 1856 30. Ευριπίδου Άλκηστις, στιχ. 588-590. 31. Καντακουζηνού, Historiae, ΙΙ, 32 ο.π. 32. Claude Fauriel, Τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Παρίσι 1824. Μετάφραση Απ. Δ. Χατζηεμμανουήλ, Αθήνα τ. Α΄ σ. 134-135. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
127
Στην εποχή των Προελλήνων ανάγει τις απαρχές του νομαδισμού των Σαρακατσιαναίων ο Άγγλος ταξιδιωτικός συγγραφέας Φέρμορ Πάτρικ Λη33 (1915-2011) εκφράζοντας μια ενδιαφέρουσα άποψη για τους λόγους ένεκα των οποίων σιωπούν οι ιστορικές πηγές για την παρουσία των Σ. στην μακρινή αρχαιότηΣυντονισμένη επίθεση στις ακακίες εξαπολύουν οι πεινασμένοι τα. Όταν οι πρώτοι Έλτράγοι, για να πάρουν δύναμη για τη συνέχιση του νομαδικού ληνες κατέβηκαν από τα ταξιδεμού. Στο κοπάδι του Γιάννη Θ. Ζιάγκα, Δεσκάτη Γρεβενών, Οκτώβριος βόρεια περάσματα στην ελληνική χερσόνησο, με2016. ρικοί από αυτούς σαγηνεύτηκαν από τα λιβάδια της Πίνδου, τα βουνά της Ακαρνανίας νοτιότερα και τα πράσινα χειμαδιά στις υπώρειές τους με αποτέλεσμα να εγκατασταθούν στις εν λόγω περιοχές. Απομονωμένοι στις απρόσιτες ορεινές περιοχές, ακολούθησαν έναν δικό τους τρόπο ζωής με λιτότητα και αυτάρκεια έξω από το πλαίσιο της ιστορίας. Η έλλειψη επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο, η επισιτιστική και κοινωνική τους αυτάρκεια, η ενδογαμία και η αποστροφή τους προς τον γάμο με ξένους, η αποφυγή της επαφής τους με τους Σλάβους και τους άλλους εισβολείς και η επιφυλακτικότητά τους, τους απάλλαξαν από τις ξένες εναποθέσεις και τους επέτρεψαν να μείνουν καλώς ή κακώς οι πιο Έλληνες από όλους τους Έλληνες. Μακριά από τους δρόμους του πολιτισμού, το εμπόριο και την απληστία των πόλεων-κρατών, οι τόποι της διαμονής τους μπήκαν αργά στη γραπτή ιστορία. Καθόλου παράξενο που δεν έχει γραφεί το χρονικό τους. Αποτελεί κοινό τόπο ότι η εκτατική κτηνοτροφία συνδέεται αναπόσπαστα με το σύστημα των εποχικών μετακινήσεων. Τους παράγοντες οι οποίοι υποχρεώνουν τα τσελιγκάτα στη νομαδική περιπλάνηση εντοπίζει ο Ευρυτάν Μάρκος Γκιόλιας34. Οι αδήριτοι βιοκλιματικοί νόμοι καθορίζουν το σύστημα των μετακινήσεων των ευρύτερων σχηματισμών της κτηνοτροφίας, των τσελιγκάτων. Η συντήρηση των κοπαδιών στα βουνά είναι αδύνατη τον χειμώνα, αφού 33. Φέρμορ Πάτρικ Λη, Ρούμελη, Ωκεανίδα, Αθήνα 1991, σ.62-63. 34. Μάρκος Α. Γκιόλιας, Παραδοσιακό δίκαιο και οικονομία του τσελιγκάτου, εκδ. Πορεία, Αθήνα 2004, σ.38-39. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
128
Νικόλαος Β. Καρατζένης
τα χιόνια καλύπτουν τις βοσκές και το δριμύ ψύχος αποβαίνει εξολοθρευτικός παράγοντας. Το αντίθετο ισχύει για το καλοκαίρι στις πεδιάδες, όπου η χλόη ξεραίνεται και οι υψηλές θερμοκρασίες απειλούν με αφανισμό τα κοπάδια.
β) Η νομαδική κτηνοτροφία στα όρη των Αθαμάνων Με αναφορά σε ήθη και έθιμα των Ελλήνων της μακρινής αρχαιότητας, τα οποία επιβίωσαν ως τις μέρες μας, επιχειρεί να αποδείξει τη συνέχεια του νομαδισμού στην Πίνδο ο συγγραφέας Δ. Γκαρτζονίκας35 εκ Συρράκου αρχίζοντας την έρευνά του από τα αρχέγονα χρόνια του μυθικού Δευκαλίωνα. Όταν βασίλευε στη Μακεδονία ο Μακεδών και στη Θεσσαλία ο αδερφός αυτού Μάγνης, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ζωής της Πίνδου είναι η νομαδική κτηνοτροφία, η υλοτομία και ο δευτερογενής φορέας της αξιοποίησης της πρωτογενούς παραγωγής, οι βιοτέχνες και οι έμποροι που αποτελούν και τους δημιουργούς του πολιτισμού των ορεινών χωριών… Η Αμβρακική πεδιάδα υπήρξε ο πιο ιδανικός τόπος για τη διατροφή προβάτων, για το ξεχειμώνιασμα των ορεσίβιων και περιπλανώμενων στα βουνά αρχέγονων Ελλήνων νομάδων, οι οποίοι κατάγονταν από τα βουνά στα οποία έχει τις πηγές του ο Άραχθος ποταμός. Στην άνθηση της νομαδικής ποιμνιοτροφίας στην ευρύτερη περιοχή των Αθαμανικών ορέων αναφέρεται και ο Π. Μπενέκος36. Οι κάτοικοι του Πετροβουνίου Ιωαννίνων, που στα χρόνια της Σλαβικής κατοχής ονομάστηκε Βασταβέτσι: (= Στη μικρή λίμνη)36α, το 1600μ.Χ. ήταν 400 οικογένειες νομάδων Ελλήνων. Οι πρόγονοί τους είχαν ανεπτυγμένη κτηνοτροφία με πλούσια τσελιγκάτα και σεβαστούς προύχοντες, αλλά ελάχιστα μορφωμένους. Μια επιδημία τους ανάγκασε να διασκορπισθούν σε όλα τα Τζουμέρκα και τα Άγραφα… Άξια λόγου στην ανίχνευση του νομαδισμού στην αρχαία Ήπειρο είναι και η συμβολή του Ν. Παπακώστα37 εκ Μελισσουργών, ο οποίος στο θεμελιώδες έργο του «Ηπειρωτικά» παραδίδει ότι κατά την υστεροελλαδική εποχή έζησαν στην Ήπειρο 47 ποιμενικά φύλα με κοινή καταγωγή, τα οποία συμπτύχθηκαν και αποτέλεσαν κατά την ιστορική περίοδο 14 συγγενείς Ηπειρωτικές εθνότητες (Χάονες, Θεσπρωτοί, Μολοσσοί, Αντιντάνες, Αμβρακιώτες, Αμφίλοχοι, Αθαμάνες, Αίθικες, Δρύοπες, Δωδωναίοι, Ελλοποί, Κασσωπαίοι…), οι οποίες μιλούσαν όλες την Πελασγική γλώσσα, είχαν τις ίδιες παραδόσεις, τις αυτές επιδιώξεις, ήθη, έθι35. Δημήτριος Χ. Γκαρτζονίκας, Μπουρτζόβλαχοι, οι εξ Αχαιοπελασγών της Πίνδου Νεοέλληνες, Ιωάννινα 1971, σ.2 και 9. 36. Πέτρος Μπενέκος, Χουλιαράδων Άπαντα, Ιωάννινα 1974, σ. 38 και Αγγ. Χατζημιχάλη, Σαρακατσάνοι, 1957 τ. Α΄ σ. πγ΄, πδ΄. 36α. Βλ. Κ. Ευ. Οικονόμου, Τα οικωνύμια του Νομού Ιωαννίνων (Γλωσσολογική εξέταση), Ιωάννινα 1997, σσ. 44-45. 37. Νίκος Παπακώστας, Ηπειρωτικά, Ιστορία-Λαογραφία, Αθήναι 1967, σ. 15-16. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
129
Το νομαδικό καραβάνι πορεύεται στις προαιώνιες στράτες του ποιμενισμού φορτωμένο με τα πάθη και τις προσδοκίες των Σαρακατσιαναίων. Οι Σαρακατσιάνες Αλεξάνδρα Χ. Κάκου και Πάτρα Ι. Τσουμάνη επικεφαλής του καραβανιού στον Καρβασαρά (Αμφιλοχία), Μάιος 1942.
μα. Επουσιώδεις μόνο διαφορές είχαν τα τοπικά τους ιδιώματα ως προς τον τόνο της φωνής, το ύφος της έκφρασης, τις παραλλαγές κάποιων λέξεων. Όλες αυτές ανήκαν στην ίδια φυλή η οποία από τη Δωδώνη (Ελλοπία) πήρε το όνομα Ελληνική. Κατά την εποχή του χαλκού και του σιδήρου (2000-1000 π.Χ.)38 παρατηρείται ότι όλα τα ελληνικά φύλα μετακινούνται από τη μια περιοχή στην άλλη για την αναζήτηση βοσκοτόπων για τα κοπάδια τους. Στον νομαδισμό στα όρη των Αθαμάνων ρίχνουν φως και άλλες πηγές. Οι Αθαμάνες39 διήγαν βίο ποιμενικό νομαδικό, περιπλανώμενοι από τα χειμερινά στα θερινά τους βοσκοτόπια και αντίστροφα, για πολλούς αιώνες και έτσι ο γεωγραφικός τους χώρος οριζόταν με καθαρά ποιμενικές διαιρέσεις και όχι με σταθερά σύνορα. Οι βοσκοί των Τζουμέρκων40, ημινομάδες κτηνοτρόφοι με κοιτίδα τον κορμό της Νότιας Πίνδου, ακολουθούν τα ίχνη των Αθαμάνων οι οποίοι εγκαθίστανται στην περιοχή των Τζουμέρκων ειδικότερα και στην ευρύ38. Ιστορία του ελληνικού έθνους, εκδ. Αθηνών, Αθήνα 1970, τ. Α΄, σ. 356-379. 39. Ήπειρος, 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, εκδ. Αθηνών, Αθήνα 1977, σ. 54 κ. εξ. 40. Ιστορία του ελλ. έθνους, ο.π, τ. Α΄, σ. 376 και Ήπειρος, 4000 χρόνια, ο.π., σ. 40-47, 54-58. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
130
Νικόλαος Β. Καρατζένης
τερη περιοχή του άνω ρου του Αχελώου, μεταξύ της Θεσσαλίας στα ανατολικά και της κεντρικής Ηπείρου και της Ακαρνανίας στα δυτικά, από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας (2000 π.Χ.). Νομαδικό βίο διήγον και οι βλαχόφωνοι Έλληνες των κοινοτήτων της Νότιας Πίνδου, Βαθυπέδου, Συρράκου, Παλαιοχωρίου, Καλαρρυτών και Ματσουκίου, οι οποίοι κατά την κρατούσα άποψη κατάγονται από αρχαία ελληνικά φύλα της Πίνδου με βάση τα λαογραφικά τους στοιχεία. Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες41 είναι αυτόχθονες κάτοικοι του ελληνικού χώρου, απέκτησαν τη λατινογενή τους γλώσσα εξ αιτίας του εκτεταμένου και παρατεταμένου, 800 χρόνων, εκλατινισμού του ελλαδικού χώρου από τους Ρωμαίους κατακτητές. Ο ιστορικός Χρίστος Γ. Καλοκαιρινός42 σε άρθρο του (1928) με τίτλο, Οι Κουτσόβλαχοι και το γλωσσικόν των ιδίωμα, γράφει: «οι διατηρήσαντες το ελληνολατινικόν γλωσσικόν αυτό ιδίωμα στην οικιακήν των γλώσσα είναι οι λεγόμενοι Κουτσόβλαχοι. Ούτοι, πλην της γλώσσης, κατά τα λοιπά είναι γνήσιοι Έλληνες, έχουσι ακμαίον το ελληνικό αίσθημα, αλώβητα τα πάτρια, την θρησκευτικήν και ελληνικήν συνείδησιν ανεπηρέαστον, τον έρωτα προς την ελληνικήν παιδείαν και την αφοσίωσιν ακραιφνή προς την κλασικήν ελλάδα...» Ο ερευνητής Θ. Καλοδήμος43 γράφει για την καταγωγή των Βλαχόφωνων ποιμένων: Οι Βλάχοι ή Αρωμούνοι ή Κουτσόβλαχοι εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο τον 2ο π.Χ. αι. με τον εκλατινισμό των κατοίκων της Ελλάδας. Οι Ρωμαίοι, για να περιφρουρήσουν τις διαβάσεις της Εγνατίας οδού στην Πίνδο, στρατολόγησαν Ακαρνάνες, Αιτωλούς, Ηπειρώτες και Μακεδόνες, που υπηρέτησαν επί χρόνια στον ρωμαϊκό στρατό. Στους στρατιώτες αυτούς μετά την αποστράτευσή τους, οι Ρωμαίοι έδωσαν κλήρους και τους εγκατέστησαν στις στρατηγικές διαβάσεις της Πίνδου, απ’ όπου διερχόταν η Εγνατία οδός που άρχιζε από το Δυρράχιο, διέσχιζε την Πίνδο, τη Μακεδονία, τη Θράκη και κατέληγε στην Κων-λη. Οι επίστρατοι Έλληνες του ρωμαϊκού στρατού έμαθαν παράλληλα με την ελληνική και τη λατινική γλώσσα, εξέλιξη της οποίας αποτελεί σήμερα η βλάχικη γλώσσα, που ομιλούν μερικοί δίγλωσσοι συμπατριώτες μας Έλληνες, οι Βλαχόφωνοι ή Κουτσόβλαχοι ή Αρωμούνοι. Επειδή οι ορεινές διαβάσεις της Πίνδου δεν προσφέρονταν για την ικανοποίηση των βιοποριστικών αναγκών, αυτοί αναγκάστηκαν να στραφούν στην κτηνοτροφία, να γίνουν ημινομάδες και να ξεκαλοκαιριάζουν τα κοπάδια τους στις ορεινές κοινότητές τους στα βουνά της Πίνδου και τον χειμώνα να κατεβαίνουν στους κάμπους. 41. Απόφαση Πανελλήνιας Ένωσης 17 συλλόγων Βλάχων σύμφωνα με υπ. αριθμ. 137/85 πράξη του Πρωτοδικείου Λάρισας. Εφ. «Καλαρρύτες» έτος Β΄, Αρ. φύλ. 7, Ιαν.-Φεβρ. 1986, σ. 1 και 3. 42. Ορέστης Δ. Κουρέλης, Βλαχόφωνοι Έλληνες, Θεσ-νίκη 2011, σ. 144. 43. Θωμάς Γ. Καλοδήμος, Σαρακατσαναίοι-οι αρχαιότεροι Ινδοευρωπαίοι νομάδες, Λαμία 2006, σ. 317. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
131
Τα πρόβατα δεν αντέχουν άλλο «στους κάμπους με τα κάματα και τα νερά βρασμένα, θέλουν στην Πίνδο ν’ ανεβούν ψηλά στην Κωστηλάτα, που ‘ν(αι) τα χορτάρια πράσινα και τα νερά απ’ τα χιόνια». Ο Γιώργος Ζαλοκώστας τις παραμονές του ξεκινήματος για της «έμορφης» Κωστηλάτας τα λιβάδια. Ρόκα Άρτας, Ιούνιος 2014.
Οι ποιμένες του Βαθυπέδου είχαν τα χειμερινά τους βοσκοτόπια στην πεδιάδα της Άρτας (Άγιο Σπυρίδωνα), οι του Συρράκου στις πεδιάδες της Άρτας, της Λάμαρης και της Πρέβεζας, οι Καλαρρυτινοί νομάδες ξεχειμώνιαζαν στη Θεσσαλία, οι Ματσουκιώτες στα χωριά της Βόνιτσας, της Ακαρνανίας, της Αιτωλίας αλλά και κάποιοι στα πεδινά της Λάρισας και των Τρικάλων44. Στην κορύφωσή της η νομαδική κτηνοτροφία στα Τζουμέρκα βρέθηκε κατά τους χρόνους 17401881. Από το Βαθύπεδο Ιωαννίνων έως τα Θεοδώριανα Άρτας οργανώθηκαν 50 τσελιγκάτα δυναμικότητας 3.500 αιγοπροβάτων το καθένα, ώστε το σύνολό τους να υπερβεί τις 170.000 (Ν. Καρατζένης 1991: 37, 49-51, 90, 126). Η Πίνδος είναι επίσης το λίκνο του νομαδισμού των Σαρακατσιαναίων. Ο Ν. Παπακώστας εστιάζοντας στην άποψη η οποία επικρατεί στην περιοχή της Νότιας Πίνδου για τις σχέσεις των Σ. με αυτή χωρίς να προσδιορίζει χρονικά, σημειώνει ότι από απροσδιόριστο χρόνο οι νομάδες προβατοτρόφοι Σαρακατσάνοι έβοσκαν τα κοπάδια τους τον χειμώνα σε πεδιάδες με ήπιο κλίμα και το θέρος στα δροσερά οροπέδια της Πίνδου, του Ολύμπου, στα Χάσια και σε άλλα βουνά μην έχοντας πουθενά μόνιμη κατοικία. Στην κάθε χρόνο αλλαγή των βοσκοτόπων τους βρέθηκαν κάποιοι στα Αθαμανικά Όρη και στα Άγραφα. 44. Δημήτριος Γ. Καλούσιος, Το Ματσούκι Ιωαννίνων, Α΄ ιστορικά, 1994, σ. 155-159. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
132
Νικόλαος Β. Καρατζένης
Το ποιμενικό ένστικτο καθοδηγεί αλάθητα τα διαβατάρικα κοπάδια κατά τις μεταναστευτικές οδοιπορίες τους. Τα πρόβατα του Σαρακατσιάνου Κώστα Ζήγου στο Καπέσοβο Ιωαννίνων, Ιούλιος 2005.
Μερικοί από αυτούς, επειδή τους άρεσαν τα βοσκοτόπια της περιοχής, έχτισαν σπίτια κοντά σ’ αυτά, οπότε με το πέρασμα του χρόνου συγκρότησαν οικισμούς μόνιμης διαμονής, έγιναν ημινομάδες. Άλλοι όμως διατηρώντας τον παλαιό τρόπο ζωής τους, περνούσαν τη θερινή περίοδο με τα κοπάδια τους στα ίδια οροπέδια, που τα θεωρούσαν και πατρίδα τους, αλλά όχι πάντα στα ίδια μέρη. (Ν. Παπακώστας 1967: 545) Παρόμοια άποψη διατυπώνει και ο Ε. Παπιγκιώτης45: «Παρά τη γεωγραφική τους διασπορά, οι Σαρακατσάνοι διατηρούν τη συναίσθηση της κοινής τους καταγωγής από την ευρύτερη περιοχή της Νότιας Πίνδου και από τον χώρο των Αγράφων». Η Αγ. Χατζημιχάλη46 μεταξύ των τόπων προέλευσης ή εγκατάστασης Σαρακατσιαναίων περιλαμβάνει και τις περιοχές των Τζουμέρκων, Πράμαντα, Μελισσουργούς, Συρράκο, Χουλιαράδες, Πετροβούνι, Άγναντα, Καταρράκτη, Θεοδώριανα, Βουργαρέλι, Μεσούντα… και παρατηρεί ότι οι κάτοικοι των χωριών αυτών, είτε χωρικοί, είτε Σαρακατσιαναίοι, κατέβαιναν τον χειμώνα στις πεδιάδες της Άρτας, του Βάλτου και της Αμφιλοχίας. Κατά την Χατζημιχάλη (Χατζημ. 1957: σελ. λς’ (υποσημείωση 2), πβ’, νγ’, νγ’ υπο45. Ευάγγελος Γ. Παπιγκώτης, φωτογραφικό λεύκωμα «Σαρακατσάνοι», Αθήνα 2011, σ.7. 46. Αγγελική Χατζημιχάλη, Σαρακατσάνοι, τ. Α΄, Αθήνα 1957, σ. οθ΄, πγ΄, πδ΄. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
133
σημ. 2) σε πολλά χωριά του ορεινού όγκου των Τζουμέρκων (Περιστέρι, Ραδοβίτσα, Γάβρογο) είναι από χρόνια μόνιμα ή ημιμόνιμα Σ. και θεωρούνται ως ντόπιοι κτηνοτρόφοι, ορισμένα από τα χωριά αυτά έχουν δημιουργηθεί από τους ίδιους τους Σαρακατσιαναίους. Κάποιοι Σ. παντρεύτηκαν κόρες χωρικών, πήραν προίκα σπίτια ή κατασκεύασαν δικά τους και αναγνωρίστηκαν ως κάτοικοι των χωριών αυτών με τα ανάλογα δικαιώματα. Δεν είναι λίγοι οι Σ. οι οποίοι έχουν αφομοιωθεί με τους χωρικούς και καταγράφονται στα μητρώα των δήμων και κοινοτήτων ως χωρικοί πλέον χωρίς καμία διάκριση. Αναφέρει επίσης (Χατζ. 1957: πε’) ότι Σ. από το Πετροβούνι Τζουμέρκων κατέφυγαν στο Βουργαρέλι και στα Θεοδώριανα προς αναζήτηση λιβαδιών, πληροφορεί δε ότι οι Ξηρομερίτες αποκαλούσαν Μπιστιτσιάνους τους Σαρακατσιαναίους που κατέβαιναν στο Ξηρόμερο από τα Πράμαντα, τους Μελισσουργούς, τα Θεοδώριανα, το Γάβρογο (Χατζ., πδ΄), ενώ οι Σ. της Ηπείρου γενικότερα ονόμαζαν τους Τζουμερκιώτες Σαρακατσιαναίους Ντ(ου)φεκαλεύρηδες, επειδή στα βουνά των Τζουμέρκων το αλεύρι ήταν λίγο λόγω της ορεινότητας του τόπου (Χατζ., πη΄). Σε άλλα σημεία του έργου της η Χατζημιχάλη σημειώνει ότι τα βουνά της Ακαρνανίας, τα Τζουμέρκα, το Περιστέρι, το Μιτσικέλι, ο Σμόλικας, τα βουνά του Μετσόβου, ο Γράμμος, η Τύμφη φιλοξενούσαν στάνες Σαρακατσιαναίων που είχαν τα χειμαδιά τους στα πεδινά της Θεσπρωτίας, της Πρέβεζας, του Λούρου, της Φιλιππιάδας, της Άρτας, του Βάλτου, της Βόνιτσας, της Ακαρνανίας, της Αιτωλίας έως τη Ναύπακτο (Χατζημιχάλη 1957: λς΄, π΄) και καταλήγει ότι η καταγωγή των Σαρακατσιαναίων πρέπει να αναζητηθεί στα αρχέγονα πρωτοελληνικά φύλα, τα οποία είχαν ως αρχική τους κοιτίδα την Πίνδο και τη Ροδόπη, περιοχές που ευνοούν τον νομαδικό βίο γιατί ως αφιλόξενες και απόμερες δεν προξενούσαν τη βουλιμία άλλων επικρατειών (Χατζημιχάλη 1957: ρε’). Τις επιπτώσεις της μόνιμης εγκατάστασης των Σ. σ’ ‘έναν τόπο παρατηρούν κάποιοι συγγραφείς. Ο Ε. Μακρής47 σημειώνει ότι με την πάροδο των χρόνων κάποιοι χωρικοί ήρθαν σε επιμειξία με Σ., ασπάσθηκαν τον πλάνητα βίο και έγιναν Σαρακατσιαναίοι. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις Σ., οι οποίοι αποκόπηκαν από τους άλλους, αφομοιώθηκαν πλήρως με τους ντόπιους κατοίκους και δεν γνωρίζουν ότι έχουν σαρακατσιάνικες ρίζες. Μερικοί από τους αφομοιωθέντες αγνοούν παντελώς τι είναι οι Σαρακατσιαναίοι. Ενδεικτικές περιπτώσεις αποτελούν οι Σ. της βόρειας Πελοποννήσου και κάποιες οικογένειες στον Κερασώνα Πρέβεζας. Κατά τον Μάρκο Γκιόλια δεν είναι φερέοικοι όλοι οι Σ… 47. Ευριπίδης Π. Μακρής, Ζωή και παράδοση των Σαρακατσαναίων, Ιωάννινα 1990, σ. 46, 33. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
134
Νικόλαος Β. Καρατζένης
Πολλοί έχουν σταθερή κατοικία σε χωριά της Ευρυτανίας, των Αγράφων και του Ασπροποτάμου. Μερικά Σαρακατσανόπουλα φοιτούν κατά το 1650 στην ανώτερη Σχολή του Καρπενησίου (Γκιόλιας 2004: 76). Ως προς το αμφιλεγόμενο ζήτημα της καταγωγής των Σαρακατσιαναίων κρίνουμε ότι πλησιέστερα προς την πραγματικότητα βρίσκεται η εκδοχή του Θ. Καλοδήμου48, η οποία έχει ως ακολούθως: Η κατάταξη του γλωσσικού ιδιώματος των Σ. στα Β.Δ. δωρικά γλωσσικά ιδιώματα, η ομοιότητά του με τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου και οι μουσικοί σκοποί των τραγουδιών τους συνηγορούν ότι η Πίνδος είναι η αρχική κοιτίδα των Σ. (στην Ελλάδα). Οι Σ. αποδεικνύονται ως οι αρχαιότεροι Ινδοευρωπαίοι νομάδες που συνεχίζουν τον νομαδικό τους βίο εδώ και επτά χιλιάδες χρόνια, δηλ. 4000 χρόνια ως Ινδοευρωπαίοι και 3000 ως Έλληνες νομάδες. Ο νομαδισμός των Σ. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους και έχει ως αφετηρία την περιοχή της Πίνδου-Θεσσαλίας. Με την πάροδο των αιώνων, την πολιτική ενοποίηση των ελληνικών χωρών και την κατάργηση των τοπικών κρατικών συνόρων, Μακεδονοκρατία, Ρωμαιοκρατία, Βυζαντινή εποχή, Τουρκοκρατία, διευρύνεται όλο και περισσότερο ο κύκλος των νομαδικών μετακινήσεών τους φθάνοντας ως τη Νότια Βαλκανική και τη ΒΔ Μικρά Ασία στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, οπότε επήλθε η ενοποίηση των περιοχών αυτών. Κάποιοι ερευνητές, ορμώμενοι από την ονομασία «Σαρακατσιαναίοι», η οποία εμφανίζεται επίσημα σε έγγραφα τα έτη 1834-35, 1837 ή το 1849 μ.Χ.49, συγχέουν την αρχαία ελληνική καταγωγή των Σ. με την ονομασία τους, η οποία είναι γέννημα των νεωτέρων χρόνων προξενώντας δυσχέρειες στη μελέτη της πορείας των Σ. Άξιο λόγου είναι επίσης και τούτο, ότι δηλ. η απουσία του ονόματος κάποιων νομάδων με σαρακατσιάνικη συνείδηση από τον κατάλογο των γενεαλογικών δέντρων των οικογενειών των Σ., ο οποίος εκτείνεται σε βάθος ολίγων μόνον γενεών, δεν αποτελεί στοιχείο για την αμφισβήτηση της συγγενικής τους σχέσης με τους Σ., αφού, ήταν σύνηθες φαινόμενο κατά τους ταραγμένους καιρούς σε όλη την ελληνική επικράτεια, κάποιοι καταδιωκόμενοι για φόνο ή για άλλα «αδικήματα» να αλλάζουν επώνυμο και τόπο καταφυγής προκειμένου να αποφύγουν τους διώκτες τους. Ωστόσο έγκυροι μελετητές του ποιμενισμού Σαρακατσιάνικης καταγωγής δεν δέχονται ότι ο νομαδισμός των Σ. ανάγεται στην αρχαιότητα. Ο Γ. Α. Μπο48. Θωμάς Γ. Καλοδήμος, Σαρακατσαναίοι-οι αρχαιότεροι Ινδοευρωπαίοι νομάδες, Λαμία 2006, σ. 228, 253. 49. Ορέστης Δ. Κουρέλης, Σαρακατσαναίοι, οι φερέοικοι Έλληνες, εκδ. Κυριακίδη, Θεσνίκη 2014, σ. 164-166, Χρίστος Α. Ράπτης, Η ιστορική διαδρομή των Σαρακατσαναίων, εισήγηση στο 2ο Συνέδριο Σ. Ελλάδος και διασποράς, Θεσ/νίκη, 2006, σ. 5 και Θ. Καλοδήμος, ο.π. σ. 144. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
135
τός50 υποστηρίζει ότι η οικονομική και κοινωνική δομή, ο κρατικός κερματισμός της αρχαίας Ελλάδας, απέκλειαν τον νομαδισμό και τις μεγάλες μετακινήσεις, αφού η νομαδική κτηνοτροφία προϋποθέτει ενιαίο κράτος. Ο κτηνοτροφικός νομαδισμός εμφανίστηκε στην Ελλάδα κατά τους Βυζαντινούς χρόνους που η φεουδαρχία δημιούργησε εκτεταμένα κτήματα, τα τσιφλίκια, άνθισε δε στην εποχή της τουρκοκρατίας, αφού υπήρχε η δυνατότητα στους νομάδες να μετακινούνται στη Βαλκανική η οποία αποτελούσε ενιαία επικράτεια. Η εκδοχή του Γ. Κ. Τσουμάνη51 είναι η ακόλουθη: Οι Σ. όλης της Ελλάδας ήταν μια κοινωνική ομάδα ελληνόφωνων μετακινούμενων κτηνοτρόφων η οποία διαμορφώθηκε κυρίως στα χρόνια της τουρκοκρατίας, εξαιτίας ευνοϊκών για την κτηνοτροφία συνθηκών, από κατοίκους της Στερεάς Ελλάδος, της Θεσσαλίας και του νοτίου κυρίως τμήματος της Ηπείρου, περιοχών όπου στα χρόνια αυτά ήταν κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο. Οι απόψεις των Μποτού και Τσουμάνη είναι σεβαστές. Η ένστασή μας σε αυτές είναι ότι η ιστορική πορεία, οι μύθοι, οι παραδόσεις, οι οικονομικές και διοικητικές δομές των Σ., το γλωσσικό ιδίωμα, τα ήθη, η νοοτροπία, η αισθητική αντίληψη, οι λατρευτικές εκδηλώσεις, η άριστη τεχνογνωσία αυτών περί τα ποιμενικά εμφανίζουν αρραγή ενότητα, συνοχή και ομοιομορφία σε όλον τον ελλαδικό χώρο και στα Νότια Βαλκάνια, όπου έζησαν αυτοί επί αιώνες, ώστε φαίνεται μάλλον ανέφικτο να σμιλευτεί και να εμπεδωθεί η ισχυρή εθνοπολιτιστική τους ταυτότητα στη διάρκεια της Υστεροβυζαντινής περιόδου μόνον κατά την οποία εμφανίστηκαν οι μεγάλες ιδιοκτησίες (τσιφλίκια) και των τεσσάρων αιώνων της τουρκοκρατίας, αν δεν υπήρχε στην ιδιοσυγκρασία των Σαρακατσιαναίων το κοινό ιδεολογικό και πολιτισμικό υπόστρωμα της κοινής Πελασγοδωρικής καταγωγής τους. Προς ενίσχυση της άποψής μας σημειώνουμε δυο παραδείγματα. Στην απρόσιτη επικράτεια της Πίνδου ο χριστιανισμός επικράτησε μετά τον έβδομο μ.Χ. αι., παρά το γεγονός ότι ήταν η επίσημη θρησκεία του κράτους, διότι οι κάτοικοι έως τότε εξακολουθούσαν να μένουν πιστοί στο Δωδεκάθεο έχοντας ως λατρευτικό τους κέντρο τη Δωδώνη με τον Δωδωναίο Δία, τη Διώνη και άλλες πελασγικές θεότητες. Οι ναοί στη Νότια Πίνδο κτίζονται μετά τον 11ο μ.Χ.52 αιώνα. Απαιτήθηκαν δηλαδή δέκα αιώνες για να ριζώσει η νέα θρησκεία στις συνειδήσεις των κατοίκων. Οι ιστορικές και λογοτεχνικές πηγές της αρχαιότητας σαφώς και αναφέρονται στις μετακινή50. Γιάννης Αλεξ. Μποτός, Οι Σαρακατσιαναίοι, Αθήνα 1982, σ. 343-345. 51. Γεώργιος Κ. Τσουμάνης. Η καταγωγή των Σαρακατσαναίων, μύθος και πραγματικότητα, Ιωάννινα 2010, σ. 88-89, 94-95, 135, 137, 169, 172. 52. Αθανάσιος και Χρήστος Μακρυγιάννης, Ιστοριογραφία της Πίνδου, Αθήνα 2010, σ. 66-67, και Κων/να Ζήδρου, Η μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική στα Τζουμέρκα, περ. Τζουμερκιώτικα χρονικά, τ. 17ο, 2016, σ. 129-133. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
136
Νικόλαος Β. Καρατζένης
Η γεωγραφία γράφει ιστορία και διαμορφώνει ήθη. Τραχιές υψώνονται τις Πίνδου οι κορυφές, ορθοί και οι ποιμένες σαν τα ανυπότακτα βουνά τους. Οι Μελισσουργιώτες νομάδες Βασίλης και Μήτσιος Ρίζος υπό τη σκέπη του Κριάκουρα, (υψ. 2150) στο σύνορο Νεράιδας, Θεοδωριάνων και Μελισσουργών, Αύγουστος 1994.
σεις νομαδικών κοπαδιών εντός και εκτός των ορίων των πόλεων κρατών (Ιδέ παραπομπές υπ. αριθμ. 10, 11, 12, 14, 15, 16, 19, 20, 22, 23, 25, 26, 39, 40 τούτης της γραφής), είναι όμως γεγονός ότι παρατηρείται κάποια μεροληψία των ιστορικών και μια παρατεταμένη σιωπή των ιστορικών πηγών για τη νομαδική κτηνοτροφία στους προ Χριστού αιώνες. Αναφέρουμε την περίπτωση των Αθαμάνων, οι οποίοι ως νομαδικό φύλο μαρτυρούνται το 2000 π.Χ. στη Νότια Πίνδο (Ιδέ παραπ. υπ. αριθ. 39, 40). Οι Αθαμάνες εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας μόλις το 395 π.Χ.53 ως μέλη της Κορινθιακής συμμαχίας κατά των Λακεδαιμονίων και στη συνέχεια της Β΄ Αθηναϊκής συμμαχίας. Οι Αθαμάνες επί 1600 χρόνια αγνοούνται παντελώς από την ιστορία η οποία τους καταδίκασε στην αφάνεια, επειδή, ως νομαδική κοινότητα, δεν είχαν εμπλοκή στα πολεμικά και πολιτιστικά δρώμενα. Η νομαδική περιπλάνηση των Αθαμάνων δεν προξένησε το ενδιαφέρον των ιστορικών, διότι αυτή ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο, αφού η κτηνοτροφία και η γεωργία ήταν οι κύριες ασχολίες των κατοίκων του ελλαδικού χώρου. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τους Σαρακατσιαναίους, τους 53. Χρυσηίς Τζουβάρα-Σούλη, Λατρείες στην Αθαμανία, Τζουμερκιώτικα χρονικά, τ. 2ο, 2001, σ.70 και Στέφανος Μ. Φίλος, Τα Τζουμερκοχώρια, Αθήνα 2000, σ. 95-97. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
137
ακραιφνείς ποιμένες προβάτων, οι οποίοι λόγω της φύσεως της εργασίας τους και της εσωστρεφούς τακτικής τους απείχαν από πολεμικά και πολιτικά πράγματα. Στους νεώτερους χρόνους, κατά τους οποίους ενεπλάκησαν στους αγώνες του έθνους, η ιστορία ασχολήθηκε και με αυτούς με έντονο τρόπο. Ακόμη και ο Θουκυδίδης54, ο οποίος έθεσε τις βάσεις της επιστημονικής προσέγγισης των ιστορικών γεγονότων, χαρακτηρίζει «βάρβαρους» συλλήβδην τους Ηπειρώτες, τους Αθαμάνες, τους Χάονες, τους Ευρυτάνες, είτε από έλλειψη πληροφόρησης είτε από επηρμένο ναρκισσισμό για το υψηλό επίπεδο πολιτισμού της Αθήνας είτε από απαξίωση των κατοίκων των προαναφερθεισών περιοχών, αφού αυτές βρίσκονταν τότε στην άσημη περιφέρεια του ελλαδικού χώρου σε αντίθεση με την Αθήνα, το «πρυτανείον» της σοφίας, την πρωτεύουσα του αρχαίου κόσμου. Ας μην διαφεύγει λοιπόν της προσοχής μας ότι οι περιοχές αυτές αποτέλεσαν το λίκνο του Σαρακατσιάνικου νομαδισμού. Ωστόσο ο χαρακτηρισμός55 αυτός του Θουκυδίδη αφορά περισσότερο πολιτικά και πολιτιστικά κριτήρια, οπωσδήποτε όμως όχι εθνολογικά ή γλωσσικά. Ειδικότερα η ελληνικότητα56 της Αθαμανίας είναι αποδεδειγμένη από τα οκτώ γνωστά τοπωνύμιά της: Αθήναιον, Αιθοπία, Άκανθος, Αργιθέα, Ηράκλεια, Θεοδωρία, Κραννών, Τετραφυλία, από τα ανθρωπωνύμια και τις επιγραφές των νομισμάτων της, που είναι όλα ελληνικά. Είναι αληθές ότι οι νομάδες του ελλαδικού χώρου από καταβολής νομαδισμού, όπως και οι Σ., δεν έχουν αφήσει εμφανή ίχνη του ποιμενισμού τους αναγνωρίσιμα επάνω στον χώρο ούτε και αρχαιολογικά κατάλοιπα. Η ερμηνεία του πράγματος είναι απλή. Ο εργαλειακός εξοπλισμός και οι τεχνικές που εφάρμοζαν αυτοί στην εκτροφή των προβάτων και στην παραγωγή των προϊόντων βρίσκονταν σε αρχαϊκό στάδιο. Η τεχνογνωσία και η δεξιοτεχνία μεταβιβάζονταν προφορικά από γενιά σε γενιά. Η τεχνολογική εξέλιξη σχεδόν δεν τους άγγιξε έως τα τέλη του 20ου αι. Ακόμη και σήμερα πολλοί ημινομάδες αρμέγουν τα κοπάδια «με τα χέρια», δηλ. άνευ αρμεκτικού μηχανήματος. Οι κατοικίες ανθρώπων και αιγοπροβάτων κατασκευάζονταν με φθαρτά υλικά, ξύλινες κατασκευές εξ ολοκλήρου που είχαν διάρκεια ζωής έναν χρόνο, εκτεθειμένες στις μεταβολές του καιρού. Η εδαφική γεωμορφολογία αλλοιώνεται, αν εκλείψει η ανθρώπινη δραστηριότητα. Εξαίρετοι βοσκότοποι του νομαδικού παρελθόντος έχουν μετατραπεί σε απροσπέλαστα δάση, μονοπάτια έχουν σβηστεί, πηγές έχουν στερέψει, ισιώματα έχουν διαβρωθεί. Εξαίρεση αποτελούν στην Αλπική ζώνη της Πίνδου οι πέτρινες καλύβες και οι λίθινες στρούγκες, οι οποίες σώζονται ανέπαφες από την εποχή των Πελασγών καθώς και τα τοπωνύμια τα οποία 54. Θουκυδίδου Ιστορίαι, Βιβλ. Α΄ 47, Β΄ 68, 80, Γ΄ 94. 55. Μ.Β. Χατζόπουλος, Τα όρια του ελληνισμού στην Ήπειρο κατά την αρχαιότητα, Ήπειρος 4000 χρόνια ελλ. ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα 1997, σ. 140-145. 56. M. Sakellariou, La Migration Greque en Ionie, Athene 1958, 281-282. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
138
Νικόλαος Β. Καρατζένης
διαφυλάσσουν την ποιμενική συνέχεια και συντηρούν τη νομαδική μνήμη. Η απουσία αρχαιολογικών ευρημάτων σχετικών με τα υλικά κατασκευής αποτελεί τεκμήριο παρουσίας νομαδικής ζωής κατά μία άποψη57: «Ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν εντοπισθεί στην Ήπειρο αρκετές θέσεις της λεγόμενης μεταβατικής περιόδου από την Υστεροελλαδική εποχή στην πρώιμη εποχή του Σιδήρου, σε καμία από αυτές δεν υπάρχουν εκτεταμένα οικοδομικά λείψανα, γεγονός που, όπως υποστηρίζουν μερικοί μελετητές, πρέπει να αποδοθεί στον κατεξοχήν νομαδικό χαρακτήρα της ζωής των προϊστορικών Ηπειρωτών. Συμπερασματικά, τα ακόλουθα στοιχεία είναι καταλυτικά για τη σπουδή του νομαδισμού στον ελλαδικό χώρο. Ο Δ. Μαυρόγιαννης58 τοποθετεί τις αρχές του νομαδικού βίου στο τέλος της Παλαιολιθικής εποχής (10.000-8.000 π.Χ.). Ο Σ. Δάκαρης59 αναφέρει ότι ο πολιτισμός των ελληνικών φύλων της Ηπείρου κατά τη Νεολιθική εποχή (3000-2000 π.Χ.) ήταν κτηνοτροφικός. Η δασική ξυλεία και τα κτηνοτροφικά προϊόντα της Ηπείρου προκαλούν το ενδιαφέρον των επιχειρηματικών Μυκηναίων που αρχίζουν να επισκέπτονται τις ακτές στην αρχή ως έμποροι, αργότερα χτίζουν και αποικίες, όπως την Εφύρα κοντά στις εκβολές του Αχέροντα. Στις παράκτιες πεδιάδες, όπου ξεχείμαζαν τα κοπάδια, οι κτηνοτρόφοι αντάλλαζαν τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα με σιτάρι, λάδι, όπλα, εργαλεία, στολίδια για τις γυναίκες τους και με ωραία μυκηναϊκά αγγεία. Οι Αθαμάνες60 στη Ν. Πίνδο ασκούν από το 2000 π.Χ. τον νομαδικό βίο και προϊόντος του χρόνου, ιδρύοντας πόλεις, μετατρέπονται σε ημινομάδες. Ο Σ. Δάκαρης61 υποστηρίζει ότι οι Μολοσσοί, αρχαίο ελληνικό νομαδικό φύλο, είναι εγκατεστημένοι στο λεκανοπέδιο Ιωαννίνων από το 1200 π.Χ. όπου δημιουργούν ισχυρές πόλεις, Πασσαρώνα, Τέκμωνα, Φυλάκη, Όρραον, με ακμάζουσα κτηνοτροφία. Περί το 1100 π.Χ.62 συντελείται η δεύτερη μεγάλη κάθοδος ελληνικών φύλων 57. Κ. Λ. Ζάχος, Τοπογραφία Ελλοπίας. Το λεκανοπέδιο Ιωαννίνων κατά την ύστερη Χαλκοκρατία και την πρώιμη εποχή του σιδήρου, στο Αφιέρωμα στον N. G. L. Hammond, Θεσ-νίκη 1997, σ. 153-167. 58. Διονύσιος Μαυρόγιαννης, Σαρακατσαναίοι της Θράκης, Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονία, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1999, σ.49. 59. Σωτήρης Ι. Δάκαρης, Η κτηνοτροφία στην αρχαία Ήπειρο, Ιωάννινα 1976, σ. 10-12, 15-16. 60. Ιστορία του ελλ. Έθνους 1970, τ. Α΄ σ. 376, M. Sakellariu 1958, σ. 281-282 και Στράβων VII, C 326, 8. 61. Σ. Ι. Δάκαρης, Συμβολή εις την τοπογραφίαν της αρχ. Ηπείρου, ΑΕ 1957, σ. 94, 98, 106, του ιδίου: Αρχαιολογικές έρευνες στο λεκανοπέδιο Ιωαννίνων. Αφιέρωμα εις την Ήπειρον εις μνήμην Χρ. Σούλη, Αθήνα 1956, σ. 48-80, του ιδίου: Το Όρραον, το σπίτι στην αρχαία Ήπειρο, Α.Ε. 1986, σ. 108-110. 62. H. Bengston, Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος (από τις απαρχές μέχρι τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία), Αθήνα 1991, σ. 52-55, Σ. Δάκαρης, Δωδώνη, Αρχαιολογικός οδηγός, Ιωάννινα 1998, σ. 16, N. G. L. Hammond, Προϊστορία και Πρωτοϊστορία, Ήπειρος 4.000 χρόνια Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
139
«Τα πρόβατα στ’ ανάραχο βελάζουν για το αλάτι». Τα λιβάδια στην Αλπική ζώνη της Πίνδου δεν τα φτάνουν οι θαλάσσιοι υδρατμοί γι’ αυτό οι ποιμένες κάθε οκτώ μέρες δίνουν στα πρόβατα αλάτι για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα ιχνοστοιχεία στον οργανισμό τους αλλά και να βόσκουν αυτά με όρεξη ακόμη και δεύτερης ποιότητας χόρτα: αγκάθια, τούφες, τσουκνίδες… Ο Δημ. Γ. Πλούμπης και ο Νίκος Λαγός στα βουνά του Βουργαρελιού, Ιούλιος 1992.
από το βορρά, η αποκαλούμενη «Δωρική μετανάστευση» η οποία ως αφετηρία είχε την Ήπειρο. Οι Δωριείς ως επιθετικός λαός με άρτιο εξοπλισμό υποτάσσουν τους προϋπάρχοντες κατοίκους της Ηπείρου, τους Πελασγούς, τους Αθαμάνες, τους Χάονες, τους Μολοσσούς, τους Δόλοπες, τους Ελλοπούς… αλλάζοντας τον ιστορικό χάρτη της χώρας. Τμήματα των Δωριέων και των προϋπαρχόντων στην Ήπειρο ελληνικών φύλων στη συνέχεια λόγω έλλειψης ζωτικού χώρου μετακινήθηκαν προς τις πεδιάδες της Θεσσαλίας και προς τη Ν. Ελλάδα αποικίζοντας μέχρι και την Πελοπόννησο. Ο Όμηρος αναφέρεται ρητώς στους νομάδες Περραιβούς της Δωδώνης, οι οποίοι είχαν ως χειμερινά βοσκοτόπια τις πεδιάδες του Πηνειού (Β’ 748-752), ενώ ο Ησίοδος και ο Πίνδαρος μιλούν για αναρίθμητα νομαδικά κοπάδια στην Ελλοπία και στην ευρύχωρη Ήπειρο (ο.π. σημειώσεις υπ. αρ. 12 και 14). ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα 1997, σ. 40-42 και Κων-να Ζήδρου, Ο όρος «Αθαμανία» και «Αθαμάνες» στην αρχαία ελλ. γραμματεία, π. Τζουμερκιώτικα Χρονικά 7/2006, σ. 64-65. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
140
Νικόλαος Β. Καρατζένης
Οι Ρωμαίοι το 167 π.Χ. κατακτούν την Ήπειρο, καταστρέφουν 70 πόλεις και αιχμαλωτίζουν 150.000 κατοίκους (Πλουτάρχου: Αιμίλιος Παύλος 29.3). Κατά τον Δάκαρη (Σ. Δάκαρης 1976: 8) οι 70 πόλεις είναι πραγματικές. 150 τειχισμένοι οικισμοί με πληθυσμό από 500-15.000 κατοίκους ο καθένας σώζονται ερειπωμένοι στα βουνά της Ηπείρου. 20 στον Ν. Πρέβεζας, 40 στον Ν. Θεσπρωτίας, 70 περίπου στον Ν. Ιωαννίνων, 16 στον Ν. Άρτας. Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι η Ήπειρος τον 2ο π.Χ. αι. ήταν πολυάνθρωπη. Δεδομένου όντος ότι η κύρια ασχολία των Ηπειρωτών ήταν η κτηνοτροφία, προκύπτει ότι ο αριθμός των νομαδικών κοπαδιών στην Ήπειρο κατά τον 2ο π.Χ. αι. ήταν μέγιστος. Αν συνεκτιμηθούν οι φιλολογικές, ιστορικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες, οι οποίες προαναφέρθηκαν, αποδεικνύεται ότι ο νομαδισμός στον ελλαδικό χώρο έχει ιστορικό βάθος και αδιατάρακτη συνέχεια. Όσον δε αφορά στους Σαρακατσιαναίους η άποψή μου είναι η ακόλουθη: Οι νομάδες, οι οποίοι κατά τους χρόνους της Οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια ονομάστηκαν Σαρακατσιαναίοι, κατάγονταν κυρίως από τους Δωριείς, από τους Πελασγούς και από άλλα νομαδικά φύλα που ζούσαν σε ολόκληρη την ηπειρωτική χώρα (Αθαμάνες, Χάονες, Περραιβούς, Μολοσσούς, Ελλοπούς, Δόλοπες, Ακαρνάνες…), που οι Δωριείς κατά την κάθοδό τους 1100 π.Χ. αρχικώς κατέκτησαν ως πιο ακμαίο πολεμικό ποιμενικό φύλο και σε μεταγενέστερο στάδιο αφομοίωσαν. Από τους Δωριείς οι Σ. κληρονόμησαν τον εντελώς πρωτόγονο τρόπο άσκησης του νομαδισμού, την ιδιόρρυθμη εμμονή τους στην εκτροφή προβάτων μόνον, το ανυπότακτο πνεύμα, την ενδογαμία και την εσωστρέφεια, την αποστροφή τους σε οτιδήποτε νεωτερικό και την αγκίστρωσή τους στα πατροπαράδοτα. Εξυπακούεται ότι οι Σ. δεν πραγματοποιούσαν επικές μεταναστεύσεις εκτός ορίων του ελλαδικού χώρου κατά τους π.Χ. αιώνες έως και την Υστεροβυζαντινή εποχή. Βάσιμα όμως μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι Σ. μετακινούσαν αδιαλείπτως τα κοπάδια τους από την Πίνδο προς τη Θεσσαλία, τη Θεσπρωτία, την Πρέβεζα, την πεδινή Άρτα, την Ακαρνανία, τη Βοιωτία, διότι ήταν παντελώς αδύνατο να ξεχειμωνιάζουν πρόβατα στην παγωμένη Πίνδο και στην κακοχείμωνη Δωδώνη. Σημειωτέον ότι οι Ευρυτάνες νομάδες είχαν την ευχέρεια να μετακινούν τα κοπάδια τους κατά τον 19ο μ.Χ. αι. από τα Άγραφα στην Αιτωλία και Ακαρνανία καθόσον οι περιοχές αυτές αποτελούσαν ενιαίο Νομό63. Το αυτό έπρατταν οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι νομάδες κατά την αρχαιότητα64, οι οποίοι οδηγούσαν τα κοπάδια τους στον Κιθαιρώνα κατά τα εαρινά εξάμηνα, παρά το γεγονός ότι ανήκαν σε διαφορετικές πόλεις-κράτη. 63. Γεώργιος Κ. Τσουμάνης, Η καταγωγή των Σ. Μύθος και πραγματικότητα, Ιωάννινα 2010, σ. 134, σημ. υπ’ αριθμ. 19. 64. Σοφοκλέους, Οιδίπους Τύραννος, στίχ. 1133-1139. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
141
γ) Ημινομάδες των Τζουμέρκων και Σαρακατσιαναίοι Οι δεσμοί νομάδων των Τζουμέρκων και Σ. ανάγονται στο 1100 π.Χ., όταν οι Δωριείς με την κάθοδό τους στην Ελλάδα κατέλαβαν την Αθαμανία (Νότια Πίνδο) και κάποιες πατριές εξ αυτών αναμίχθηκαν με τους γηγενείς (Αθαμάνες), οι οποίοι μαρτυρούνται ιστορικά το 2000 π.Χ. στη Ν. Πίνδο65. Από τη συγχώνευση Αθαμάνων και Δωριέων προέκυψε το γλωσσικό ιδίωμα της Πελασγοδωρικής διαλέκτου, το οποίο ήταν κατανοητό και από τους άλλους Έλληνες (Παπακώστας 1967: 15-16). Αυτό συνάγεται από τη μελέτη της γλώσσας των Σ., που είναι η δωριάζουσα διάλεκτος, η οποία εμπλουτίστηκε με την πάροδο του χρόνου με ομηρικά, αρχαϊκά κατάλοιπα και στοιχεία της Αττικής και Αιολικής διαλέκτου, όπως εξάλλου συνέβη και με τη γλώσσα των ποιμένων των Τζουμέρκων. Από την αντιπαραβολή των 922 λέξεων που περιλαμβάνονται στα βιβλία του Σαρακατσιάνου Ν. Η. Κατσαρού66 διαπιστώνεται απόλυτη ταύτιση προφοράς και σημασίας αυτών με το γλωσσικό ιδίωμα των ημινομάδων της Ν. Πίνδου. Το αυτό παρατηρείται και με το σύνολο των λέξεων που καταγράφονται στο βιβλίου του Θ. Γιαννακού, Σαρακατσιάνικη Λαλιά, Κιλκίς 2009. Σε βιβλίο67 μου ετυμολογούνται 120 λέξεις και φράσεις σχετικές με τον ποιμενικό βίο των νομάδων των Τζουμέρκων, οι οποίες έχουν ομηρική και αρχαιοελληνική προέλευση και είναι πανομοιότυπες με αντίστοιχες των Σ. Οι εξήντα τέσσερις (64) ποιμενικές εκφράσεις και οι λέξεις από το βασικό λεξιλόγιο των Σαρακατσιαναίων κυρίως, οι οποίες σταχυολογούνται από τον Ε. Μακρή (Ε. Μακρής 1990: 58-59 και 325-340), χρησιμοποιούνται και από τους ποιμένες των Τζουμέρκων με την ίδια επακριβώς σημασία. Ορισμένες δε εκ των λέξεων είναι γνωστές στους κατοίκους όλης της Ηπείρου. Επιλέγουμε κάποιες ιδιαίτερες ποιμενικές εκφράσεις τις οποίες θεωρούμε ότι χρησιμοποιούσαν κυρίως οι ποιμένες των Τζουμέρκων και οι Σ. κατά απαράλλακτο τρόπο: 1. «Νιά βουλά είμασταν ξιφουρτουμέν(οι) ή ήταν τα κουνάκια μας ξιφουρτουμένα» (Γ. Μποτός: 314, 322): Μια φορά στον δρόμο για τα χειμαδιά ή τα βουνά είχαμε κάνει σταθμό… 2. «Έχ(ει) νιά γυαλουπαϊά απόψι, θα ψήσ(ει) τα φίδια στ(ι)ς τρύπις». Β. Σ. Καρατζένης, πατέρας: Απόψε έχει ξαστεριά και υπερβολικό ψύχος. Το κρύο θα εισχωρήσει μέσα στο χώμα που βρίσκονται τα φίδια σε χειμερία νάρκη και θα τα θανατώσει. 3. «Έτσ’ τού ‘βραμαν απού παπ πρους παπ, είναι καλό για του σπίτ’, είνι φυλαχτό», (Ε. Μακρής: 299). 4. «Είχι όλ(η) 65. Ιστορία του ελ. Έθνους, 1970, τ. Α΄, σ. 376 και Στράβων, VII, C 326, 8. 66. Νίκος Η. Κατσαρός, Οι αρχαιοελληνικές ρίζες του Σαρ. λόγου, Α΄ και Β΄. Αθήνα 1995. 67. Ν. Β. Καρατζένης, Με τους ποιμένες στην Πίνδο την αρχέγονη εστία του Νομαδισμού, Άρτα 2016, σ. 7-39. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
142
Νικόλαος Β. Καρατζένης
τ’ μέρα π’ πιδεύουνταν να δουκ(η)θεί τι πρότου το ‘λπι» (Ν. Καρατζένης: 471, 167): παίδευε το μυαλό του να θυμηθεί το πρόβατο που του έλειπε… 5. «Η γ(υ)ναίκα κίναε φορτωμένη» (Ε. Μακρής: 213): Η γυναίκα είχε αρχίσει να έχει ενδείξεις εγκυμοσύνης. 6. «Ου τόπους εικειόν του χ(ι) νόπουρου είχι απορίξ(ει)» (πατέρας). Με τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου Η θωριά του παγώνει του εισβολέα το αίμα, στα μάτια του καίνε φύτρωσε τρυφερή χλόη, αστραπές, στο έπακρο της ετοιμότητας το σώμα του. Ο Φαρμάκης του Γιώργου Θ. Ζιάγκα σε στιγμή επίθεσης, Σκάλα αλλά η επακολουθήσαΔεσκάτης Γρεβενών, Οκτώβριος 2016. σα ξηρασία την αφάνισε, οπότε η γη δεν ποτίστηκε επαρκώς για να βγάλει φυσιολογικά χόρτο το οποίο στη συνέχεια θα μεγάλωνε. 7. «Θα πλέξ(ει) του δαμάλ(ι) στου αίμα», (πατέρας και Γ. Μποτός: 404). Προφητεία του «πάτερ Κοσμά» του Αιτωλού ή του Αγαθαγγέλου: θα γίνει τέτοιος χαλασμός που το αίμα των ανθρώπων θα φτάσει το ύψος του μοσχαριού. 8. «Πόσα σ’μαδημένα πρότα βήκαν στου γκαστρουχώρ’σμα;» (πατέρας). Πόσα πρόβατα είχαν κατεβάσει μαστό όταν γινόταν ο διαχωρισμός των επίτοκων από τις στέρφες προβατίνες; 9. «Έκαμαμαν αντάμα ή κάμαμαν μαζί» (Ε. Μακρής: 151). Ποιμένες που στο παρελθόν συνυπήρξαν στην ίδια στάνη ή φύλαξαν το ίδιο κοπάδι συνεργαζόμενοι. 10. «Βγάλαμαν κανιά τριανταριά μιστιόπρατα για πούλ(η)μα», πατέρας. Μιστιόπρατα: μεστά (ώριμα) πρόβατα, προφανώς γηρασμένα, μεστόπρατα (Μποτός: 339). 11. «Χώρ’σα του λ(ι)βάδ’ σ’ απουλσιές κι κάθι μέρα απόλαγα τα πρότα σι μίνια. Κι αφού έπιρναν νιά καλή κ(οι)λιά, ματαγύρναγαν σιγά-σιγά στου απουλίβαδου» (Ν. Κατσαρός, Αρχαιοελ. ρίζες του Σαρακ. λόγου, β’ μέρος, σελ. 38 και Γ. Μποτός: σ. 30). Τα πρόβατα κάθε μέρα έτρωγαν το χόρτο από ένα τμήμα του αβόσκητου λιβαδιού για δυο περίπου ώρες, χόρταιναν την πείνα τους και επέστρεφαν ακολούθως στο λιβάδι που είχαν βοσκήσει τις προηγούμενες μέρες. 12. «είιδα του μαλλιαρόκουλου» (Θ. Γιαννακού, Τα φέγινα πουλιά, Κιλκίς 2011, σ. 27): Βρήκα κάποιον πιο δυνατό και πιο ατρόμητο από μένα, οπότε δεν τόλμησα στο εξής να κάνω τον ψευτοπαλικαρά, πήρα το μάθημά μου. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
143
13. «Η πρατίνα πούμπουσι τ’ αρνί» (Ν. Β. Καρατζένης: 1991: 211, Θ. Μ. Γιαννακός, Σαρακατσιάνικη λαλιά, Κιλκίς 2009, σ. 31 και 138, Γ. Μποτός: 319): το αρνί πέθανε κατά τη στιγμή της γέννησής του από ασφυξία. 14. «έβαλαν καβούλ(ι) ν’ ανταμώσουν» (Θ. Γιαννακός, Σαρ. λαλιά σ. 71, Ν. Καρατζένης 1991: 473) όρισαν συνάντηση σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Πέραν του γλωσσικού κώδικα των Σ. και του συνόλου των ποιμενικών οικογενειών των χωριών: Πράμαντα, Μελισσουργοί, Άγναντα, Καταρράκτης, Βουργαρέλι, Αθαμάνιο, Θεοδώριανα, Μεσούντα, Νεράιδα, άλλα στοιχεία που καταδεικνύουν την καταγωγή αυτών των δυο ποιμενικών ομάδων από τους Αθαμάνες και τους Δωριείς είναι: το ίδιο ιδεολογικό, πολιτισμικό και αξιακό τους υπόβαθρο, οι όμοιες δοξασίες για τη μοίρα, τη ζωή, τον θάνατο, οι προλήψεις, οι ευχές, οι κατάρες, η ίδια ιδιοσυγκρασία και νοοτροπία, η πεισματική προσήλωση στα παραδεδομένα ήθη, οι κοινές αντιλήψεις αυτών για τους μόνιμους κατοίκους των χωριών, ο άρρηκτος δεσμός τους με τα βουνά και η δυσφορία τους για τον κάμπο, η κοινή τροφή κατά τις εαρινές και φθινοπωρινές τους μεταναστεύσεις αλλά και κατά την παραμονή τους στα βουνά και στα χειμαδιά, η πανομοιότυπη ορολογία σε όλες τις λεπτές αποχρώσεις της ποιμενικής ζωής και κυρίως ο ίδιος και απαράλλακτος πρωτόγονος τρόπος άσκησης του κτηνοτροφικού επαγγέλματος. Η ζωή και η φιλοσοφία των Σ., όπως καταγράφονται από τον Γιάννη Αλεξ. Μποτό, ουδόλως διαφέρουν από αυτές των νομάδων των Τζουμέρκων, όπως μου εξιστόρησαν οι γονείς και οι συγγενείς μου αλλά και όπως ο ίδιος εβίωσα και ερεύνησα επί μακρόν. Θα εστιάσουμε σε κάποιες πτυχές της νομαδικής ζωής οι οποίες επιβεβαιώνουν τα προαναφερθέντα. Η πατριαρχική οικονομική και διοικητική οργάνωση της στάνης στους ποιμένες των Τζουμέρκων και στους Σ. παρέμεινε άκαμπτη στους αιώνες. Το τσελιγκάτο σ’ αυτούς ως οικονομικός και κοινωνικός θεσμός είχε ως βάση της συγκρότησής του τη συγγένεια των μελών. Η κοινή συμβίωση, η συλλογική δράση, η συνεργασία, η οικονομική στήριξη, η αλληλεγγύη μεταξύ των πατριών που συμμετείχαν σ’ αυτό αποτέλεσαν τους παράγοντες συνοχής του. Οι γυναίκες των νομάδων της Ν. Πίνδου, όπως και των Σ., πρωταγωνιστούσαν στην εξασφάλιση του υλικού για την κατασκευή των καλυβιών και των μαντριών, στο στήσιμο του σκελετού αυτών και στο σκέπασμά τους σε αντίθεση με τις γυναίκες των βλαχόφωνων ημινομάδων των χωριών Συρράκο, Καλαρρύτες, Ματσούκι, Μέτσοβο, Σαμαρίνα…, οι οποίες περιορίζονταν στο νοικοκυριό. Οι ποιμένες των Τζουμέρκων, όπως και οι Σ., χαρακτηρίζονται για την αποκλειστική ενασχόλησή τους με την εκτροφή προβάτων, δεν έχουν στην κατοχή τους και δεν ενδιαφέρονται ν’ αποκτήσουν ακίνητη περιουσία και παρέμειναν ακτήμονες, πλην ελαχίστων, έως τα μέσα του 20ου αι. Μετά το 1950 αρχίζουν ν’ Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
144
Νικόλαος Β. Καρατζένης
αγοράζουν γη στις πεδινές πόλεις προσανατολιζόμενοι προς την εγκατάλειψη του πλάνητα βίου. Μέγιστη υπήρξε η αντιπάθεια αυτών προς τον αγροφύλακα, τον οποίο θεωρούσαν όργανο της άρχουσας τάξης και υπερασπιστή των προνομιούχων ιδιοκτητών γης (Γ. Μποτός 1982: 67-70, Ν. Καρατζένης 1991: 169). Η παθολογική αγάπη τους για τα πρόβατα δημιούργησε σ’ αυτούς την προκατάληψη ότι τα γίδια είναι υποδεέστερης αξίας· το γάλα και το μαλλί τους είχαν χαμηλότερη τιμή στην αγορά από τα αντίστοιχα των προβάτων γι’ αυτό ασχολούνταν με τη φροντίδα αυτών μόνον οι γυναίκες (Γ. Μποτός 1982: 23). Πρόκειται για «ποιμενικό παράδοξο» των νομάδων των Τζουμέρκων και Σ., διότι τα «καταφρονεμένα» γίδια συνεισέφεραν στο εισόδημα κάθε σμίχτη του τσελιγκάτου γιατί ήταν αλίβαδα, δεν απαιτούσαν δηλ. ιδιαίτερο βοσκότοπο αλλά ζούσαν στο περιθώριο των λιβαδιών, εκεί όπου έβοσκαν τα στέρφα, στο αλογολίβαδο ή στα δασώδη μέρη του τόπου των γαλαριών. Εκτός αυτού οι κατσίκες ήταν εκείνες που εξασφάλιζαν τους ηγήτορες των κοπαδιών, τους τράγους με τις κουδούνες και τους γλυκόηχους κύπρους, το κόσμημα των κοπαδιών και το καύχημα των ποιμένων (Ν. Β. Καρατζένης 1991: 188-189, 198). Στα προαναφερθέντα βλαχόφωνα χωριά αντιθέτως τα γίδια θεωρούνταν ισότιμα με τα πρόβατα και ασχολούνταν με αυτά γυναίκες και άντρες με το ίδιο ενδιαφέρον. Τα πρόβατα οι Σ. και οι Τζουμερκιώτες ποιμένες τα ονόμαζαν «πρότα» και τους βοσκούς πραταραίους ή τζιομπαναραίους. Ο πατέρας μου (έτ. γέν. 1907) και οι συνομήλικοί του νομάδες των Πραμάντων πρόφεραν τη λέξη με παρατεταμένο το ο (πρόοτα). Οι βλαχόφωνοι νομάδες ποτέ δεν χρησιμοποιούσαν τους συγκεκομμένους τύπους: πρότα, πρατίνα, πρατομάντρια αλλά: πρόβατα, προβατίνα, προβατομάντρια. Οι κοινές ρίζες νομάδων των Τζουμέρκων και Σ. είναι καταφανείς στη διαδικασία μετατροπής του νομάδα σε μόνιμο κάτοικο. Η Χατζημιχάλη αναφερόμενη στις δυσχέρειες προσαρμογής των Σ. σε μόνιμη εγκατάσταση παρατηρεί ότι αυτοί μέσα στα σπίτια τους ζουν απαράλλακτα, όπως στα καλύβια τους, δεν εγκαταλείπουν καμία από τις συνήθειες της νομαδικής ζωής, δεν αλλάζουν τις βιοτικές τους συνθήκες (Χατζημ. 1957: ργ’, ρι’). Οι ποιμένες των Τζουμέρκων παρά το γεγονός ότι κατοίκησαν σε κάποιο χωριό προ αιώνων, εντούτοις διεφύλαξαν αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά της αρχέγονης νομαδικής ζωής τους. Εστιάζουμε στη μνημειώδη προχειρότητα, στο σύνδρομο του «εντελώς προσωρινού» κατά την αντιμετώπιση των στοιχειωδών αναγκών στην πόρευσή τους, την οποία δεν κατόρθωσαν να αποβάλουν ούτε οι σχετικά εύποροι και οξυδερκείς από αυτούς. Αντλώ παράδειγμα από την οικογένειά μου. Ο πατέρας μου υπήρξε τσέλιγκας κατά τα έτη 1938-1960 με εφτακόσια πρόβατα προσλαμβάνοντας μισθωτούς βοσκούς (ρογιασμένους) από συγγενικές οικογένειες. Έκτισε πέτρινο σπίτι το 1924 σε απόσταση 180μ. από το ιστορικό κέντρο των Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
145
Πραμάντων –πρωτεύουσας του Δήμου Πραμάντων στις αρχές του 20ου αι.-, το οποίο διατηρείται ανέπαφο. Το σπίτι αυτό μόνον στην πέτρα διέφερε από το αχυροσκέπαστο καλύβι των χειμαδιών μας έως το 1970. Ήταν σκεπασμένο με μαύρη πλάκα, δεν είχε ταβάνι και από τις χαραμάδες της σκεπής έμπαιναν ο αέρας και το ανεμόβροχο. Ο άνω όροφος αποτελούνταν από ένα ενιαίο δωμάτιο στο οποίο κοιμούμαστε στο στρώμα όλα τα μέλη της οικογένειας στη σειρά, όπως στο καλύβι, το ισόγειο έμεινε με το χώμα έως το 1970 που καλύφθηκε με τσιμέντο. Η βόρεια πλευρά του οικοπέδου μετατρεπόταν τους θερινούς μήνες σε στάλο για κάποια γηρασμένα πρόβατα, για τα κουτσά, τα αδύναμα και τα προορισμένα για τον χασάπη (25-35 πρόβατα σε μόνιμη βάση). Στον μικρό κήπο (170 τ.μ.) δεν υπήρχε ούτε κλαράκι γιατί εκεί δένονταν τα μουλάρια, που έρχονταν συχνά από τα βοσκοτόπια μεταφέροντας το τυρί. Η ίδια εικόνα παρατηρούνταν σε όλα τα σπίτια των ποιμένων από Πράμαντα έως Νεράιδα. Οι ημινομάδες έμεναν παντελώς αδιάφοροι για τον «αστικό τρόπο» ζωής των μονίμων κατοίκων των χωριών με τους οποίους ζούσαν στις ίδιες γειτονιές, τους αποκαλούμενους «χειμωνιάτες», αρνούμενοι να αποδεχτούν τα νέα κοινωνικά δεδομένα, αμετακίνητοι από την ποιμενική πρακτική, εμποτισμένοι με τη νομαδική νοοτροπία. Την υιοθέτηση πρόχειρων λύσεων από τους Σ. επισημαίνει η Χατζημιχάλη (Χατζημ. 1957: ριη΄) και στην απλοϊκή, εντελώς πρωτόγονη κατασκευή του αργαλειού τους, τα εξαρτήματα του οποίου αποτελούσαν ακατέργαστοι και χοντροκομμένοι μικροί κορμοί δέντρων ή και κλαδιά που συχνά ούτε τα ξεφλούδιζαν. Οι παρατηρήσεις αυτές για τον αργαλειό ισχύουν απόλυτα και στις ποιμενικές οικογένειες των Τζουμέρκων, αντιθέτως πολλοί από τους αργαλειούς των μόνιμων κατοίκων των χωριών της Ν. Πίνδου ήταν αξιόλογα δείγματα γλυπτικής του ξύλου με επιμελημένο διάκοσμο και λεπτή τεχνουργία. Μια άλλη πτυχή του ποιμενικού βίου στην οποία συναντώνται οι ποιμένες των Τζουμέρκων και οι Σ. είναι η στάση τους απέναντι στο κορυφαίο προϊόν των προβάτων, το γάλα το οποίο πωλούσαν στον έμπορο χωρίς να διανοηθούν να το αξιοποιήσουν οι ίδιοι μετατρέποντάς το σε τυρί, το οποίο είχε τριπλάσια αγοραστική αξία. Η νοοτροπία τους να μην δοκιμάζουν κάτι το καινοφανές, η ανασφάλεια και ο φόβος μήπως αποτύχει το εγχείρημα, η κοπιώδης διαδικασία παραγωγής του τυριού και διάθεσής του στην αγορά αλλά και η θεώρηση της ζωής τους που δεν είχε ποτέ στόχο τον πλούτο ή το κέρδος, παρά μόνο την εξασφάλιση των αναγκαίων, απέτρεψαν τους Σ. και τους ποιμένες των Τζουμέρκων από το να ιδρύσουν τυροκομεία. Ακόμη και οι εύποροι τσελιγκάδες υπήρξαν διστακτικοί στην αγορά γης, η εμπορία δε του γάλακτος φάνταζε και σ’ αυτούς μακρινό όνειρο. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι βλαχόφωνοι ποιμένες του Ματσουκίου, του Συρράκου και του Βαθυπέδου, πολλοί εκ των οποίων στράφηκαν στο Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
146
Νικόλαος Β. Καρατζένης
επάγγελμα του τυροκόμου, κάποιοι δε εξ αυτών οργάνωσαν τυροκομικές μονάδες στην Ήπειρο και στην Ακαρνανία κατά τα μέσα του 19ου αι. Ενδιαφέρον για την τυροκομική έδειξαν μόνον οι ποιμένες των Μελισσουργών, στην οποία και προόδευσαν, ενώ ελάχιστοι από τους Σ. της Ηπείρου απετόλμησαν να εμπλακούν στο εμπόριο του γάλακτος. Οι ειδωλολατρικές επιβιώσεις, οι οποίες διαπιστώνονται στα λατρευτικά ήθη των Σ. και των νομάδων των Τζουμέρκων, συναντώνται στους Πελασγούς, στους Αθαμάνες, στους Μολοσσούς, στους Δωριείς και αποτελούν ενδείξεις για το κοινό ιδεολογικό υπόστρωμα των δυο αυτών ποιμενικών ομάδων, τις πανάρχαιες καταβολές τους και την αδιάλειπτη παρουσία τους στον ελλαδικό χώρο. Αναφέρουμε την τοποθέτηση της σπαραγγιάς και του σταυρού στην κορυφή της καλύβας Σ. και νομάδων της Ν. Πίνδου. Ο σταυρός ως σύμβολο πανάρχαιο παρακολουθεί όλες τις εκδηλώσεις της ζωής και της τέχνης των Σ. και φαίνεται πως έχει σ’ αυτούς παλιότερη προέλευση από τη χριστιανική (Χατζημιχάλη 1997: ρις΄). Η σπαραγγιά και όλα τα δέντρα που έχουν αγκάθια: γκορτζιά, παλιούρι, μαυραγκαθιά… θεωρούνται αποτρεπτικά του κακού στις προϊστορικές κοινωνίες. Η πίστη στην καθαρτική και αποτρεπτική δύναμη της ιερής φωτιάς, την οποία άναβαν οι ποιμένες των Τζουμέρκων και οι Σ. μέσα στα ορθά καλύβια τους, στη γωνιά (εστία), εκπορεύεται πιθανόν από τους αρχαίους Αθαμάνες, οι οποίοι λάτρευαν τον Απόλλωνα68, τον θεό του ήλιου και θεωρούσαν τη φωτιά σύμβολο πνευματικού εξαγνισμού. Σ. και νομάδες των Τζ. κατέφευγαν σε μορφές μαντείας, οι οποίες ανάγονται σε προϊστορικά ήθη, όπως η εξέταση της πλάτης και των σπλάχνων του ψημένου προβάτου από κάποιον ειδήμονα ποιμένα της στάνης προκειμένου να εξιχνιασθούν τα πεπρωμένα. Στην οικογένειά μας «την πλάτη έβλεπε» η μάνα μου, η οποία μυήθηκε στην τέχνη του «μελλοντολόγου» από τον πατέρα της. Προελληνικές καταβολές φαίνεται πως έχει η συνήθεια των ποιμένων των Τζ. και των Σ. να τοποθετούν ανεστραμμένη την πυροστιά έξω από τα κονάκια τους, όταν μαίνονταν οι καταιγίδες και οι κεραυνοί γιατί πίστευαν πως τα φαινόμενα αυτά θα κοπάσουν με την επενέργεια της «ανωτέρας δύναμης», του θεού. Οι Πελασγοί, κατά τους Α. και Χ. Μακρυγιάννη69, για να εξευμενίζουν τον Δία, τον θεό του καιρού, άφηναν την πυροστιά ανάποδα γιατί αυτή παρίστανε τους χάλκινους τρίποδες του μαντείου της Δωδώνης επάνω στους οποίους οι ιερείς του Δία, οι «ανιπτόποδες» Σελλοί είχαν τοποθετήσει λέβητες από τον ήχο των οποίων ερμήνευαν τη θέληση του Δωδωναίου Διός. Οι νομάδες των Τζ. είχαν μια ιδιότυπη σχέση με τη χριστιανική θρησκεία. 68. Χρυσηίς Τζουβάρα-Σούλη, Λατρείες στην Αθαμανία, «Τζουμερκιώτικα Χρονικά», τ. 2/2001, σ. 72-73. 69. Αθαν. Και Χρ. Μακρυγιάννης, Ιστοριογραφία της Πίνδου, 2010, σ. 29. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
147
Οι γυναίκες των βοσκών, πέρα από την ακοίμητη έγνοια τους για τις πολύτεκνες οικογένειές τους, δίνουν παρόν ακόμη και στις βαριές εργασίες. Η Γεωργία Δ. Τσιαντούλη από το Ματσούκι με τους γιούς της Πέτρο και Μιχάλη στην πρώτη γραμμή της ποιμενικής βιοπάλης, στων προβάτων την αρμεγή. Στην Αφεντική της Κακαρδίτσας, Ιούλιος 2016.
Έκαναν τον σταυρό τους καθημερινά, κατά την έναρξη και το τέλος του αρμέγματος των προβάτων, πριν από τον απογαλακτισμό των αρνιών, προτού αρχίσουν το κούρεμα των κοπαδιών, πριν από το ξεκίνημα για τα χειμαδιά ή τα βουνά, πριν από το φαγητό και προτού πέσουν για ύπνο το βράδυ. Επειδή θεωρούσαν ότι τα πρόβατα είναι υπεράνω ανθρώπων και θεών, πίστευαν ότι ο Χριστός τους απαλλάσσει από τον εκκλησιασμό. Όταν βρίσκονταν τις κυριακές ή κάποιες γιορτές στα χωριά τους, «έβγαιναν στην αγορά», όμως δεν έμπαιναν στην εκκλησία, ρύθμιζαν τις οικονομικές, οικογενειακές και κοινωνικές τους υποθέσεις, χωρίς τον φόβο του θεού, λόγω παράλειψης του θρησκευτικού καθήκοντος. Στην εκκλησία πήγαιναν οι παντρεμένες και οι προχωρημένης ηλικίας γυναίκες (οι βάβες). Ο συμβολισμός είναι σαφής. Οι παντρεμένες σχετίζονται με τη γονιμότητα και την προκοπή της οικογένειας, έχοντας διέλθει επιτυχώς τα καθοριστικά στάδια της ζωής του ανθρώπου: εφηβεία, γάμο, τεκνοποιΐα, οι δε ηλικιωμένες συμβολίζουν τη μακροβιότητα. Οι εν λόγω ποιμένες δεν ήταν όμως Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
148
Νικόλαος Β. Καρατζένης
απαλλαγμένοι και από τις προχριστιανικές αντιλήψεις τους γιατί ο τραχύτατος νομαδικός τους βίος τους έφερνε «ενώπιους ενωπίοις» με το υπερφυσικό, το ανεξήγητο, το απειλητικό, με «τα σημεία» όπως αποκαλούσαν τις βιβλικές χειμέριες θύελλες, τους τρομώδεις κεραυνούς, την αρχέγονη βοή των δασών, τις βροχόδαρτες αξημέρωτες νύχτες, τους βρυχηθμούς των θολών ποταμών και των οργισμένων ανέμων. Παρόμοια σχέση με τη θρησκεία είχαν και οι Σ. Οι Σ. ήταν δεισιδαίμονες και προληπτικοί, γράφει ο Γιαν. Μποτός, θρησκόληπτοι δεν ήταν. Τον παπά τον σέβονταν και τον υπολόγιζαν ως ένα σημείο, γιατί τους χρειάζονταν ο αγιασμός του, να φύγει κανιά αρρώστια απ’ τα πράματα ή για καμιά λεχώνα να τη διαβάσει, για κάνα γάμο… (Γ. Μποτός 1982: 222). Κατά την Χατζημιχάλη (Χατζ. 1957: ρλζ΄) οι Σ., που είναι αναγκασμένοι να αγωνίζονται σκληρά με τη φύση στήθος με στήθος, δεν είναι εύκολο να εξοικειωθούν με τον κόσμο του χριστιανισμού, δέχονται σχεδόν τυπικά τη χριστιανική θρησκεία εξακολουθώντας να μένουν προσδεμένοι στα έθιμα της πανάρχαιας μαγείας, που τους εξασφαλίζουν τη ζωή και την επιτυχία του αγώνα τους. Θεό και πατέρα έχουν ένα, τον Αη, τον Αφέντη, όπως λένε τον Χριστό. Η ανεπίσημη αυτή αντιτριαδική μονοθεΐα τους, η αποκλειστική λατρεία του Χριστού έχει ανδροκρατικές προεκτάσεις. Για τους Σ. και τους νομάδες των Τζουμέρκων οι γιορτές του Αγίου Δημητρίου και Αγ. Γεωργίου είναι βαρύνουσας σημασίας γιατί ορίζουν τον ποιμενικό χρόνο, αποτελούν ορόσημα καθώς διαιρούν τον ετήσιο ποιμενικό κύκλο σε δυο εξάμηνα. Οι δυο έφιπποι άγιοι, Αϊ Δημήτρης και Αϊ Γιώργης, έχουν ισχυρό συμβολισμό γιατί συνδέονται με την κάθοδο και την άνοδο των νομάδων, με το ενοικιοστάσιο των λιβαδιών, με τη σύναψη συμφωνιών μεταξύ σμιχτών, μισθωτών βοσκών (ρογιασμένων) και τσελιγκάδων (Ν. Β. Καρατζένης 1991: 273, Α. Χατζημιχάλη 1957: ρλη΄, Ε. Μακρής 1990: 147). Λάτρευαν έντονα την Παναγία και την Αγία Παρασκευή. Οι ποιμένες των Τζ. πίστευαν ότι η Αγία Παρασκευή είναι θαυματουργός και θεραπεύει τις ασθένειες των προβάτων. Κατά μαρτυρία του Β. Σ. Καρατζένη καταγόμενου από τα Πράμαντα, το 1932 τα κοπάδια του υπέφεραν από παρμάρα. Αυτός τοποθέτησε τότε την εικόνα της Αγ. Παρασκευής επάνω από την έξοδο της στρούγκας (στο μπροστοστρούγκι) και κατεύθυνε τα πρόβατα να διαβούν κάτω από αυτή. Ύστερα από λίγες μέρες η ασθένεια εξαλείφθηκε. Κοινό χαρακτηριστικό Σ. και νομάδων των Τζ., ανδρών και γυναικών, ήταν η τήρηση της νηστείας τετάρτης και παρασκευής με ασκητική ευλάβεια. Οι προχωρημένης ηλικίας γυναίκες «κρατούσαν» και τη Σαρακοστή. Άπαντες αιτιολογούσαν τη νηστεία με τη στερεότυπη πίστη «είναι καλά για τα πράματα». Την Μεγάλη Πέμπτη την είχαν αφιερωμένη σε ζωντανούς και πεθαμένους. Πίστευαν πως οι πεθαμένοι με την άδεια του Άδη άφηναν τον κάτω κόσμο και έρχονταν στον επάνω έως της Αναλήψεως. Με τη νηστεία οι ποιμένες των Τζ. πίστευΤζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
149
αν πως χρειάζονται την εύνοια του Θεού, όχι τόσο για να καλύψουν εσώτερες ψυχικές τους ανάγκες, αλλά για να εξασφαλίσουν την καλή υγεία, την ευγονία των προβάτων και την απόδοσή τους σε γάλα και μαλλιά, προϊόντα που ήταν απαραίτητα για την επιβίωση των πολύτεκνων οικογενειών τους. Αυτή η ιδιότυπη θρησκευτικότητά τους διαπιστώνεται από τα ακόλουθα. Μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο πολλοί εκ των νομάδων των χωριών των Τζουμέρκων από Πράμαντα έως Νεράιδα εγκατέλειψαν τον πλάνητα βίο και άσκησαν άλλα επαγγέλματα, λόγου χάρη του αγωγιάτη, του μικροεμπόρου προβάτων ή μαλλιών, του τυροκόμου, του κατασκευαστή ασβεστοκάμινων… Αυτοί στο σύνολό τους έπαψαν να τηρούν τη νηστεία, όπως στο ποιμενικό τους παρελθόν, αλλά «αρταίνονταν» συχνά διότι θεώρησαν πως δεν τους ενδιέφερε τόσο η ευμένεια ή η δυσμένεια της «Ανωτέρας δύναμης», εφόσον δεν είχαν πλέον πρόβατα. Η προσπάθεια των νομάδων να εναρμονίσουν τις δεισιδαίμονες με τις χριστιανικές αντιλήψεις φαίνεται από τα λεγόμενα της Ελένης Θ. Μολώνη, συζύγου τσέλιγκα από τα Πράμαντα (Ιούλιος 1991). «Παραμονές παρασκευής και κάθε βαριάς γιορτής με το βασίλεμα ηλιού όλες οι γυναίκες αφήναμε στη μέση το γνέσιμο, το κέντημα, το πλέξιμο ή το μπάλωμα. Όσες «είχαμε ταμένη» κάποια μέρα στην Παναγία, δεν μαλάζαμε τίποτε στα χέρια μας όλη τη μέρα». Παρομοίως ενεργούσαν και οι Σαρακατσιάνες (Γιάν. Μποτός 1982: 402). Ένα άλλο στοιχείο το οποίο αποδεικνύει ότι οι νομάδες των Τζ. και οι Σ. έχουν κοινό ιστορικό και ιδεολογικό παρελθόν είναι τα «Καλημέρια» τα θρηνητικά ξεσπάσματα των γυναικών. Το ιδιάζον σε αυτό ήταν ότι «τα καλημέρια» δεν ήταν ομαδικοί θρήνοι αλλά ατομικοί. Κάποια γυναίκα, όταν βρισκόταν εντελώς μόνη και καταλάβαινε ότι δεν την ακούει κανείς, ξεσπούσε σε θρηνητικά τραγούδια, αυτοσχέδια πολλές φορές ή δημιουργούσε παραλλαγές δημοτικών τραγουδιών. Το περιεχόμενό τους, ενώ ήταν μοιρολόγια, αναφερόταν στους ζωντανούς, δηλ. σε αγαπημένα πρόσωπα τα οποία βρίσκονταν μακριά από την οικογένεια, στον στρατό, στη φυλακή, σε μακρινό χειμαδιό. Θεωρώ, με κάποια επιφύλαξη, ότι «παρόμοιο προηγούμενο» δεν συναντάται σε άλλες κοινωνικές ομάδες στον ελληνικό χώρο, παρά κατ’ αποκλειστικότητα στους Σ. και στους νομάδες των Τζουμέρκων (Ν. Καρατζένης 1991: 261-262). Τα καλημέρια ήταν τραγούδια νοσταλγίας που λέγοντάς τα οι γυναίκες ξαλάφρωναν από τον πόνο γιατί έρχονταν σε πνευματική επικοινωνία με το αγαπημένο πρόσωπο (Ε. Μακρής 1990: 258-259). Η Ε. Ράπτη70 παρατηρεί: προσωπικό ύφος, κυριαρχική παρουσία της μοναξιάς, απουσία αγαπημένου προσώπου, υπερευαισθησία, είναι τα στοιχεία από ένα «Καλημέρι» που οφείλει την ονομασία του στην ευχή «καλημέρα σου» που ακολουθούσε μετά από κάθε στίχο. Οι γυναίκες τότε ξα70. Ελένη Ράπτη, «Καλ(η)μέρια» περ. Σαρακατσαναίοι, έτος 6ο 1989, σ. 22. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
150
Νικόλαος Β. Καρατζένης
ναζούσαν την κάθε στιγμή που σχετιζόταν με το αγαπημένο τους πρόσωπο. Ύστερα από το προσωπικό ξέσπασμα, όταν λεπτή βροχή από δάκρυα μαζί με τη δύναμη των στίχων χάνονταν, οι γυναίκες γύριζαν πίσω στις δουλειές. Τέλος η στροφή προς τα γράμματα και η εκπληκτική πρόοδος στις επιστήμες ως γενικευμένου φαινομένου μετά το 1950, τόσο των ποιμένων των Τζουμέρκων όσο και των Σ., προκειμένου να επιχειρήσουν την «έξοδο από τα καλύβια» και ν’ αλλάξουν την ποιμενική τους μοίρα, είναι δηλωτικό της ίδιας νοοτροπίας και της κοινής στάσης ζωής των εν λόγω νομάδων. Το γεγονός αυτό είναι ένα ακόμη τεκμήριο, το οποίο ενδυναμώνει την πεποίθησή μου ότι αυτοί είχαν στο απώτερο παρελθόν κοινούς προπάτορες. Πέραν της συλλογικής μνήμης, του ιστορικού παρελθόντος, της δημοτικής ποίησης και της Τζουμερκιώτικης και Σαρακατσιάνικης γραμματολογίας, αναφορές στη μόνιμη εγκατάσταση Σ. στην περιοχή των Τζουμέρκων εντοπίζονται στους κάτωθι ερευνητές. Η Α. Χατζημιχάλη στο έργο της (Χατζημ. 1957: νγ΄, λς΄, οθ΄, π΄, πβ΄, πγ΄, πδ΄, πε΄, πη΄, ργ΄, ρι΄, ρλη΄) κάνει λόγο για την πολύμορφη σχέση των Σ. με την ευρύτερη περιοχή των Αθαμανικών ορέων. Ο ιστοριοδίφης Δ. Φ. Καρατζένης71 στην προσπάθειά του να ανιχνεύσει την προέλευση των πατριών, οι οποίες κατά καιρούς εγκαταστάθηκαν στα Πράμαντα, συγκαταλέγει μεταξύ αυτών και Σ. νομάδες, οι οποίοι επέλεξαν το χωριό αυτό ως τόπο μόνιμης διαμονής τους κατά τους θερινούς μήνες. Η Α. Χιωτάκη72 σημειώνει ότι η εγκατάσταση των Σ. σε γενικές γραμμές δεν άλλαξε τις εποχικές μετακινήσεις τους· απλώς ο οικισμός έγινε το σταθερό σημείο αναφοράς τους απ’ όπου έφευγαν το φθινόπωρο και ξαναγύριζαν την άνοιξη. Στα Πράμαντα και στους Μελισσουργούς βρίσκουμε Σ., ενώ στους Καλαρρύτες και στο Ματσούκι βλαχόφωνους κτηνοτρόφους. Από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους73 αντλείται η πληροφορία ότι η οικογένεια του λήσταρχου Τάκου Αρβανιτάκη ανήκει εις την φυλήν νομάδων Σαρακατσιάνων, κατοικούσα εις χωρίον Πράμματα της επαρχίας Τζουμέρκων, η οποία εισήλθε εις την Ελλάδα το 1819. Ο Ν. Β. Καρατζένης (Ν. Καρατζένης 1991: 77, 82-87) παραθέτει στοιχεία με τα οποία υποστηρίζει την κοινή καταγωγή Σ. και νομάδων της Ν. Πίνδου. Ο ιστοριογράφος Χ. Μακρυγιάννης74 αναφερόμενος στους προγόνους του γράφει: οι Μακρυγιανναίοι από τον Καταρράκτη Τζουμέρκων ζουν νομαδική σαρακατσιάνικη ζωή με βαθιές ρίζες που φτάνουν 71. Πράμαντα Τζουμέρκων Ιωαννίνων, Αθήνα 1977, σ. 93, 95-97, 99. 72. Αμαλία Χιωτάκη, Η συμπεριφορά του τραπεζικού κεφαλαίου σε μια αγροτική κοινωνία (τέλη ιθ’ αιώνα), εκδ. Μορφ. Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1994, σ. 201. 73. Γ. Α. Κ., Αρχείον Π. Βακάλογλου Κ. 24, αριθμ. 536, 1 Αυγ. 1873. 74. Χρ. Ηλ. Μακρυγιάννης, Η γενεαλογία των Μακρυγιανναίων, περ. «Τζουμερκιώτικα Χρονικά» τ. 12, 2011, σ. 156-157. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
151
έως το 2000 π.Χ. Ήταν γνωστοί από το Ξηρόμερο μέχρι την Πρέβεζα. Έστηναν τα σαρακατσιάνικα κονάκια τους με προϊστορική τέχνη κουβαλώντας την εμπειρία της ποιμενικής ζωής από την Πελασγική ακόμη εποχή. Ψηλόλιγνοι, λιπόσαρκοι με δωρική κορμοστασιά, γνήσιοι απόγονοι των Αθαμάνων και των Μολοσσών με ομηρικό τρόπο ζωής. Ο Ε. Μακρής σημειώνει ότι το γλωσσικό ιδίωμα των Σ. είναι το ίδιο σχεδόν με εκείνο της περιοχής των Τζουμέρκων και των Ραδοβιζίων της Άρτας, του Σακαρετσίου και των δώθε και πέρα χωριών του Ασπροποτάμου μέχρι τ’ Άγραφα. Πουθενά αλλού δεν υπάρχει στον ελληνικό χώρο ταύτιση προφοράς και λεξιλογίου. (Ε. Μακρής 1990: 57). Επιβάλλεται να επισημανθεί ότι πολλοί από τους ημινομάδες των Τζουμέρκων και από τους απογόνους τους, οι οποίοι εγκατέλειψαν το κτηνοτροφικό επάγγελμα από τα μέσα του 20ου αι., δεν έχουν συνείδηση της σαρακατσιάνικης καταγωγής τους, παρά το γεγονός ότι η φιλοσοφία τους και η νοοτροπία τους ταυτίζονται σχεδόν απόλυτα με αυτή των Σ., όπως αυτή εκδηλωνόταν έως τους χρόνους που οι Σ. ασκούσαν τον νομαδικό βίο. Ακόμη και ημινομάδες των Τζουμέρκων, οι οποίοι φέρουν επώνυμα, τα οποία αναγράφονται στους καταλόγους που συνέταξε η Χατζημιχάλη αγνοούν ότι υπάρχει πιθανότητα να έχουν σαρακατσιάνικες ρίζες ή είναι αδιάφοροι για τούτο. Η κοινή αντίληψη η οποία επικρατεί μεταξύ των ημινομάδων των Τζουμέρκων είναι ότι οι πρόγονοί τους υπήρξαν ανέκαθεν βοσκοί προβάτων, οι οποίοι το καλοκαίρι ανέβαιναν στα βουνά της Ν. Πίνδου και τον χειμώνα κατέβαιναν στις πεδιάδες της Άρτας και της Ακαρνανίας. «Έτσ’ βρέθκαμαν πραταραίοι από πάπο προς πάπο, τις οίδι πούθι κρατάει η σκούφια μας!!!» Είναι επίσης γεγονός ότι οι νομάδες των χωριών των Τζουμέρκων από Πράμαντα έως Νεράιδα ενταγμένοι πλήρως στις κοινωνίες των χωριών όπου κατοίκησαν δεν διεφύλαξαν την αίσθηση «του κοινώς ανήκειν» ως ξεχωριστή ποιμενική οντότητα εντός της «αστικής» του χωριού, ούτε έτρεφαν φιλοδοξία να διακριθούν και σε τομείς της οικονομικής και πολιτικής ζωής, όπως έπραξαν οι βλαχόφωνοι ημινομάδες του Συρράκου, των Καλαρρυτών, του Μετσόβου, της Σαμαρίνας, οι οποίοι επιδόθηκαν και στο εμπόριο. Επέλεξαν να φροντίζουν μόνον τα κοπάδια τους μένοντας μάλλον αμέτοχοι στα πολιτικά πράγματα λόγω της φύσεως του νομαδικού επαγγέλματος (ελάχιστος ελεύθερος χρόνος, διαρκείς μετακινήσεις, ατολμία, άγνοια των πραγμάτων λόγω αγραμματοσύνης, έλλειψη πολιτικής κουλτούρας), αρκούμενοι στον ρόλο του ψηφοφόρου και της συμμετοχής ορισμένων στην τοπική αυτοδιοίκηση ως κοινοτικών συμβούλων (Ν. Β. Καρατζένης 1991: 99-101). Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αι. και τις πρώτες του 21ου, παιδιά κτηνοτρόφων, ασχολούμενα όμως με «αστικά» επαγγέλματα άσκησαν ρόλο προέδρου ή δημάρχου. Αναφέρουμε μοναδικές περιπτώσεις. Ο πολιτικός μηχανικός Χρήστος Θ. Μολώνης διετέλεσε Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
152
Νικόλαος Β. Καρατζένης
πρόεδρος Πραμάντων, ο καθηγητής Φυσικών Γιάννης Π. Μποχώτης, πρόεδρος Μελισσουργών, ο ελεύθερος επαγγελματίας Δημήτριος Κανής, πρόεδρος Αθαμανίου, ο δάσκαλος Κώστας Κωστούλας, πρόεδρος Θεοδωριάνων, ο ιδιοκτήτης καφενείου Γρηγόρης Γαλαζούλας, πρόεδρος Μεσούντας, ο οικονομολόγος Οδυσσέας Δράκος, δήμαρχος δήμου Αθαμανίας. Εξαίρεση αποτελούν οι εν ενεργεία κτηνοτρόφοι Γεώργιος Αθ. Γκορόγιας και Χρήστος Βλαχογιάννης, οι οποίοι άσκησαν καθήκοντα προέδρου μετά το 2010, ο πρώτος στην κοινότητα Θεοδωριάνων και ο δεύτερος στην κοινότητα Νεράιδας καθώς και ο Γιάννης Γ. Χάιδος από τα Θεοδώριανα, που διετέλεσε πρόεδρος δημοτικού συμβουλίου στον δήμο Αθαμανίας την ίδια χρονική περίοδο. Σχετικά με την αντίληψη, η οποία είναι ευρέως διαδεδομένη στην περιοχή της Ν. Πίνδου, ότι οι κάτοικοι αυτής, οι οποίοι φέρουν δισύλλαβα επώνυμα, κατάγονται από μέρη του Σουλίου και μετοίκησαν κατά καιρούς στα Τζουμέρκα, πολλοί δε εξ αυτών στις αρχές του 19ου αι., όταν ο Αλής των Ιωαννίνων κατέκτησε το Σούλι, η άποψή μου είναι η ακόλουθη: όσοι από τους εγκατασταθέντες στα Τζουμέρκα με σουλιώτικη καταγωγή άσκησαν το επάγγελμα του μικροκαλλιεργητή, του κτίστη, του ράφτη, του παπουτσή, του μικροεμπόρου… και στην περιοχή του Σουλίου παρόμοια ασχολία είχαν. Όσοι από τους μετοικήσαντες στα Τζουμέρκα ασχολήθηκαν με την προβατοτροφία, είναι βέβαιο ότι και στα χωριά του Σουλίου ποιμένες υπήρξαν. Εικάζεται δε ότι αυτοί είχαν σαρακατσιάνικες καταβολές. Η Α. Χατζημιχάλη (Α. Χατζημ. 1957: λγ΄, λς΄ (σημ. υπ. αριθμ. 3 και 4), ος΄, οζ΄, οη΄, οθ΄) υποστηρίζει ότι η περιοχή του Σουλίου με τις παρακείμενες πεδιάδες του Ιονίου πελάγους υπήρξε επί αιώνες τόπος ξεκαλοκαιριών και χειμαδιών για μεγάλες στάνες Σ., οι οποίοι εκδιώχθηκαν από ντόπιους κτηνοτρόφους λόγω στενότητας λιβαδιών. Από έρευνα και προσωπική εμπειρία διεπίστωσα ότι στην ευρύτερη περιοχή των Τζουμέρκων από τις αρχές του 20ου αι. δεν υπάρχει περίπτωση ανθρώπου που να ακολούθησε ημινομαδικό βίο χωρίς να έχει οικογενειακές ποιμενικές καταβολές διότι το νομαδικό επάγγελμα είναι απαιτητικό, ιδιαζόντως σκληρό και ουδόλως ελκυστικό. Αντιθέτως πλήθος ημινομάδων εγκατέλειψε τον πλάνητα βίο και άσκησε με μέγα ψυχικό κόστος προσαρμογής αρχικά αλλά με επιτυχία στη συνέχεια το επάγγελμα του εργάτη στην οικοδομή ή στα κτήματα της Άρτας, της Πρέβεζας, της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, του γεωργού, του μικροεμπόρου, του φούρναρη, του οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου, του εργαζομένου σε περίπτερα ή σε καταστήματα εστίασης… Η αποφυγή του ποιμενικού επαγγέλματος διαιωνίζεται, αφού και στις μέρες μας (αρχές 21ου αι.) παρά τη δεινή και παρατεταμένη ανεργία, η οποία πλήττει τη χώρα μας, ουδείς νέος επιθυμεί να εργασθεί σε νομαδικό κοπάδι ως βοσκός. Μόνον αλλοδαποί Αλβανικής ή Ρουμάνικης καταγωγής απασχολούνται ως μισθωτοί βοσκοί στην Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Ο Νομαδισμός στη ροή των αιώνων
153
εναπομείνασα νομαδική κτηνοτροφία. Ενδιαφέρουσα είναι εν προκειμένου η άποψη της Α. Χατζημιχάλη (Α. Χατζημ. 1957: ρδ΄) με την οποία συντάσσομαι διότι εκτιμώ ότι δίνει πειστική ερμηνεία περί του ελληνικού νομαδισμού. Γράφει λοιπόν η ερευνήτρια: «Σύμφωνα με τα διδάγματα της ανθρωπογεωγραφίας η φυσική εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας φέρνει τους νομάδες σε μόνιμους κατοίκους και όχι τους μόνιμους κατοίκους στη νομαδική ζωή. Αλλ’ αν καμιά φορά τύχει εντελώς εξαιρετικά το αντίθετο, η τέλεια προσαρμογή των μόνιμων κατοίκων στις συνθήκες της νομαδικής ζωής είναι αδύνατη, όσο μεγάλη και αν είναι η επίδραση από άλλες γειτονικές νομαδικές φυλές. Τότε, αν υποτεθεί πως οι Σ. ήταν πρώτα μόνιμοι κάτοικοι που απαρνήθηκαν ύστερα και το ελάχιστο σημάδι της προγενέστερης ζωής τους, πρέπει να τους παραδεχτεί κανείς και σαν μοναδικό και ξεχωριστό παράδειγμα στην ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού». * Ο Νικόλαος Β. Καρατζένης είναι φιλόλογος
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Μανόλης Μαγκλάρας*
Η αστικοποίηση των Συρρακιωτών ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Σ
το προηγούμενο τεύχος των Τζουμερκιώτικων Χρονικών ανοίξαμε νέα ενότητα που αφορά στην αστικοποίηση των Συρρακιωτών στα αστικά κέντρα της Ηπείρου, την Αθήνα και την Πάτρα, όπου επέλεξαν να εγκατασταθούν με τις οικογένειές τους. Το πρώτο κεφάλαιο αφορούσε, όπως ήταν επόμενο, στην πρώιμη εγκατάσταση των Συρρακιωτών στην πόλη της Πρέβεζας, στο σφύζον την εποχή εκείνη εμπορικό λιμάνι της ομώνυμης πόλης, από όπου οι ανήσυχοι και δραστήριοι Συρρακιώτες έμποροι των μάλλινων υφαντών και της περιζήτητης τραγόκαπας (απαραίτητου στρατιωτικού επενδύτη) στην αρχή, καθώς και των τυροκομικών προϊόντων τους στα ύστερα χρόνια, εξήγαν και εμπορεύονταν την πραμάτεια τους στα μεγάλα εμπορικά λιμάνια της Αδριατικής και της Δ. Ευρώπης. Απότοκο της πλούσιας αυτής ευρωπαϊκής κερδοφόρας εμπορικής δραστηριότητας αποτελούν τα μεγαλόπρεπα δίπατα και τρίπατα νεοκλασικά κτήρια που ανήγειραν τόσο στην πόλη της Πρέβεζας όσο και στη γενέτειρά τους, το Συρράκο, όπου και τα αφήκαν ως δωρεά και ευεργεσία μετά τον θάνατό τους. Η ιστορία των Συρρακιωτών και η παρουσία τους στην πόλη των Ιωαννίνων, μαζική εννοώ, είναι σχετικά μικρή και χρονολογείται από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα (20ός),αν και οι πηγές μάς πληροφορούν ότι υπήρξε περίοδος (μέσα 19ου αι.)που το εμπόριο των Ιωαννίνων είχε κατακλυστεί από Συρρακιώτες και Καλαρρυτιώτες, μια αναφορά του γιατρού Λαμπρίδη μάλλον υπερβολική, που ελέγχεται για το κύρος της. Σήμερα ο μισός πληθυσμός των Συρρακιωτών έχει εγκατασταθεί με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο στα Γιάννενα και μάλιστα η πλειοψηφία του στις νότιες παρυφές της πόλης. Η εγκατάσταση των Συρρακιωτών στα Γιάννενα υπήρξε μακροχρόνια και διήλθε από διάφορες φάσεις. Σχηματικά θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε τέσσερις φάσεις. Στη δεκαετία του ’20,όταν οι Συρρακιώτες αγωγιάτες, οι μετέπειτα καραγωγείς, αγόρασαν τα πρώτα αυτοκίνητα κι έκαναν τις μεταφορές Γιάννενα Φιλιππιάδα-Άρτα - Πρέβεζα, αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα στα Γιάννενα, σε μια ευοίωνη προοπτική των μεταφορικών δραστηριοτήτων τους, με έδρα και ορμητήριο την πολλά υποσχόμενη πρωτεύουσα της Ηπείρου, που την περίοδο αυτή ήλεγχε την ευρύτερη περιοχή της Β.Δ. Ελλάδος. Από τα Αρχεία Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η αστικοποίηση των Συρρακιωτών
155
Καραγωγέας χαμάλας.
της Κοινότητας πληροφορούμαστε ότι το έτος 1924 μεταδημοτεύουν πολλοί Συρρακιώτες και με βάση το έγγραφο διαβάζουμε και τα ονόματά τους. Η δεύτερη νησίδα δημιουργήθηκε στη γνωστή περιοχή της Καλούτσιανης, τη δεκαετία του ’30.Επελέγη αυτός ο τόπος, γιατί κατά πρώτον εκδηλώθηκε καταστροφική πυρκαγιά στην ως άνω περιοχή των ‘’Τούρκικων Καφενέδων’’, πράγμα το οποίο λειτούργησε αποτρεπτικά για περαιτέρω εγκατάσταση και κατά δεύτερον, γιατί εδώ προς τη μεριά της λίμνης υπήρχε αρκετά μεγάλη έκταση, εντελώς υποβαθμισμένη, εξαιτίας της βαλτώδους σύστασής της και γι’ αυτό φθηνά εξαγοράσιμη, την οποία θα μπορούσαν οι Συρρακιώτες, παράλληλα με τα πολλά και ποικίλα επαγγέλματά τους, αυτοκινητιστές, αμαξηλάτες, καρολόγοι, καραγωγείς, μαγαζάτορες, έμποροι, χαντζήδες, να διατηρούν και ζώα, άλογα για τις δουλειές τους και γαλακτοφόρα (γελάδια, πρόβατα) για τη διατροφή τους. Οι πρώτες οικογένειες που εγκαθίστανται στην Καλούτσιανη είναι: Ζιώγας, Συγγούνας, Φίτσας, Κουκούλης, Ζαβογιάννης, Τζουβάρας κ.ά. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι την ίδια αυτή περίοδο (1936), και με βάση έγγραφο της Κοινότητας, παρατηρείται αθρόα μεταδημότευση Συρρακιωτών στον Δήμο Ιωαννιτών. Από μια πρώτη ματιά ο ερευνητής εκτιμάει, εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας τους, κάτω των τριάντα(30) ετών στην πλειοψηφία τους, ότι στόχος Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
156
Μανόλης Μαγκλάρας
Τα κάρα, όπως και οι χαμάλες, ήταν από τα πρώτα δίτροχα μεταφορικά μέσα τα οποία τα κινούσαν άλογα, λίγο πριν από το αυτοκίνητο.
αυτής της μόνιμης μετακίνησης ήταν η επαγγελματική προοπτική και αποκατάσταση, μέσα στα νέα δεδομένα της αγοράς που διαμορφώνει το αστικό κέντρο, σε μια εποχή που το κέντρο βάρους της οικονομικής και κοινωνικής ζωής μετατοπίζεται από την περιφέρεια στην πόλη. Η τρίτη μεγάλη νησίδα προέκυψε κατά τη μεθεπόμενη δεκαετία του ’50 και συγκεκριμένα προς το τέλος της, όταν ένας Συρρακιώτης, ο Φίτσας, αγόρασε ένα μεγάλο λιβάδι στις δυτικές παρυφές της πόλης, ψηλά στον αφιλόξενοκαι εντελώς απροστάτευτο από τους ακατάπαυστους ισχυρούς ανέμους και το έντονο κρύο -λόφο της Κιάφας, που ωστόσο εξελίχθηκε, λόγω του ξηρού του κλίματος και της πανοραμικής θέας, σε έναν πολυάνθρωπο οικισμό, περιζήτητο και απλησίαστο πλέον λόγω της μεγάλης αξίας της γης. Να πω εδώ παρενθετικά ότι το αφόρητο κρύο της Κιάφας το ‘’γεύτηκε’’ και ο γράφων, όταν στο Α’ φοιτητικό μου έτος είχα νοικιάσει εκεί δωμάτιο με τον αχώριστο φίλο μου Τάκη. Τον πρώτο οικιστή, για να επανέλθω, ακολούθησαν κι άλλες οικογένειες, Συγγούνας, Μουστακλής, Γαλάνης, Ιωάννου, Αυδίκος, Μπούτικος και άλλοι, για να δημιουργηθεί ένας ολόκληρος οικισμός, αμιγώς Συρρακιώτικος, εξού και το όνομα που δόθηκε στην περιοχή, ’’Νέο Συρράκο’’. Άνθρωποι μεροκαματιάρηδες, μικροεπαγγελματίες, τσαγκάρηδες, κουρείς, ραφτάδες, μαραγκοί, βιοπαλαιστές στην πλειοψηφία τους. Για να ακολουθήσει τα ύστερα χρόνια η τέταρτη και τελευταία φάση, που Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η αστικοποίηση των Συρρακιωτών
157
Το Χάνι Τσίναβου στην Καλούτσιανη.
ήταν και η μαζικότερη αλλά και η καθοριστική, γιατί έκτοτε τα Γιάννενα αποτέλεσαν πόλο έλξης και όνειρο ζωής για κάθε συρρακιώτικη οικογένεια που διέμεινε εκτός της ηπειρωτικής πρωτεύουσας. Πρόκειται για την περιοχή της Βρυσούλας, στις νότιες παρυφές της πόλης. Ο πρώτος συρρακιώτης που εγκαταστάθηκε εδώ ήταν ο Σήφης Ζιώγας. Ανεκμετάλλευτη η περιοχή, φτηνή ακόμη η γη, πάνω σε λοφίσκους, για να προστατευτεί από την υγρασία και το κουνούπι του παραλίμνιου βάλτου, κι ήταν επιπλέον και προς τη μεριά του Συρράκου και με κατεύθυνση τη Φιλιππιάδα, την Άρτα και την Πρέβεζα, τις τρεις πόλειςχειμαδιά όπου κατοικούσαν εκατοντάδες και χιλιάδες Συρρακιώτες, πριν ακόμη οι περισσότεροι πάρουν και αυτοί το δρόμο για τα Γιάννενα και την οριστική τους εκεί εγκατάσταση. Η αλήθεια είναι πως στην ίδια περιοχή, Μποϊνίλα τη λέγανε, από τον ΑϊΓιάννη Μποϊνίλα (Ανατολή σήμερα), παραχείμαζαν ανέκαθεν συρρακιώτικες κτηνοτροφικές οικογένειες, όχι βέβαια μεγάλης έκτασης. Κάποιοι απ’ αυτούς αγόρασαν γη στον τόπο που είχαν στήσει τα μαντριά τους και είναι από τους πρώτους που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, ως αστοί πλέον, αφού απαλλάχθηκαν από το κοπάδι, ανταποκρινόμενοι στα νέα δεδομένα της τεχνολογικής, οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης. Είναι οι οικογένειες Γείτονα, Μαγκλάρα, Ρίζου κ.ά. Από τότε που για πρώτη φορά εγκαταστάθηκε ο μπαρμπα-Σήφης με την ποΈ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
158
Μανόλης Μαγκλάρας
λυμελή φαμίλια του στη Βρυσούλα, έχουν περάσει πολλές δεκαετίες και η συρρακιώτικη παροικία έχει αποκτήσει τεράστια έκταση. Ακροβολισμένοι οι Συρρακιώτες ένθεν κακείθεν των οδικών αρτηριών, Γιάννενα-Άρτα, Φιλιππιάδα, Πρέβεζα, Αθήνα και Γιάννενα-Συρράκο, έχουν δημιουργήσει πια ένα δεύτερο Συρράκο στις νότιες παρυφές της πόλης των Ιωαννίνων, που κάθε λίγο δέχεται και νέους συνοίκους είτε Συρρακιώτες είτε κατοίκους της ευρύτερης περιοχής Βορείων Τζουμέρκων. Δειλά-δειλά δε και με μεγάλη διστακτικότητα αρχίζουν τα νέα ζευγάρια να μετατοπίζονται προς το εσωτερικό της πόλης ενοικώντας στο διαμέρισμα όπου επένδυσε τα κόπια του ο γονιός τους, για να είναι πιο κοντά ασφαλώς στο χώρο εργασίας τους. Παρότι ο αριθμός των συρρακιώτικων οικογενειών αυξήθηκε σημαντικά και μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο, πάνω από 600 οικογένειες, παρότι έχει αλλάξει ο τρόπος ζωής και δεν έχουμε πια την κλειστή κοινωνία του χωριού αλλά ένα πανομοιότυπο και ισοπεδωτικό modus vivedi, ωστόσο μεταξύ των Συρρακιωτών υπάρχει μια μοναδική συσπείρωση και αλληλεγγύη που εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους και εκδηλώσεις. Η συλλογική συνείδηση ‘’Α νόστρι’’ (οι δικοί μας) είναι βαθιά εδραιωμένη και εμπεδωμένη, η οποία εκφράζεται μέσα από τα συνοικέσια, τους γάμους και τις κουμπαριές, μέσα από την προτίμηση των συρρακιώτικων καταστημάτων, επιχειρήσεων και υπηρεσιών, με τη συμμετοχή
Από τα παραδοσιακά επαγγέλματα που η κρίση τα ανάστησε. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η αστικοποίηση των Συρρακιωτών
159
Γιάννενα 1955. Το φορτηγό των Δημητρίου, Αθανασίου και Βασιλείου Μπάγκα. Φωτ. αρχείο Βασιλείου Μπάγκα
στον πόνο και στη χαρά του πατριώτη. Έχουν συσπειρωθεί δε γύρω από τον Σύνδεσμο Συρρακιωτών Ιωαννίνων, όπου εμπιστεύονται τα παιδιά τους από πολύ μικρά, για να τα μυήσουν στην πλούσια μουσικοχορευτική παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδας τους, να τους διδάξουν τη λαμπρή ιστορία του Συρράκου και τοιουτοτρόπως να αγαπήσουν τη γενέτειρα των προγόνων τους. Χρήζει εν προκειμένω να σταθώ για λίγο στις επαγγελματικές προτιμήσεις του Συρρακιώτη, αν και υπό τις σημερινές εγχώριες και διεθνείς συνθήκες παρατηρείται μια ομοιογενής και παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα. Σε μια από τις συνεντεύξεις μου πριν από χρόνια (1999), στο πλαίσιο της συλλογικής έρευνας για την καταγραφή της ιστορίας του Συρράκου, συνομίλησα με τους τότε Πρόεδρο του Αστικού Κ.Τ.Ε.Λ. Ιωαννίνων, μακαρίτη πια Κ. Τσουμελέκα, και τον Αντιπρόεδρο του Υπεραστικού Β. Δήμα και τους ζήτησα την άποψή τους για την προτίμηση του Συρρακιώτη στο επάγγελμα του σωφέρ. Η απάντησή τους ήταν ότι οι Συρρακιώτες των Ιωαννίνων κατά παράδοση και στην πλειοψηφία τους ασχολούνται, αρχής γενομένης από τους αμαξηλάτες και καραγωγείς, με τη ρόδα. Τα πρώτα-πρώτα αυτοκίνητα-φορτηγά (τότε) στα Γιάννενα Συρρακιώτες τα είχαν. Αυτά με τον καιρό γίνανε λεωφορεία, άλλα αστικά και άλλα υπεραστικά και σήμερα στα Γιάννενα τα περισσότερα λεωφορεία είναι συρρακιώτικα. Είναι μια δουλειά εύκολα προσπελάσιμη, χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις, αρκεί ένα καλό κομπόδεμα, εξασφαλίζει δε ένα σίγουρο μεροκάματο, χωρίς προβλήματα και πολλές σκοτούρες κι έτσι οι Συρρακιώτες τσοπάνηδες Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
160
Μανόλης Μαγκλάρας
Γιάννενα 1948. Κοντά στο Δικοικητήριο. Λεωφορείο 19 θέσεων ιδιοκτησίας Ευαγγελου Μπάγκα και Ηλία Αυδίκου. Αριστερά διακρίνονται ο Ηλίας Λούπας και πάνω στο φτερό του αυτοκινήτου κάθεται ο Δημήτριος Μπάγκας. Φωτ. αρχείο Βασίλειου Μπάγκα.
βρέθηκαν ξαφνικά από το μαντρί και το τετράποδο άτι να καβαλάνε μηχανοκίνητο άτι. Παράλληλα ασχολούνται, μου έλεγαν, και με τα φορτηγά, με τα ψυγεία, τα φορτοταξί και πάρα πολλοί με τα επιβατικά ταξί. Επαγγέλματα ασφαλώς όλα τούτα της υπομονής και της εργατικότητας, στοιχεία τα οποία τα έχει σε μεγάλο βαθμό ο Συρρακιώτης. Μετά ο Συρρακιώτης θέλει να πατάει στα σίγουρα, δεν ρισκάρει, δεν ανοίγεται, διστάζει να συνάψει δάνειο, φοβούμενος μήπως δεν είναι σε θέση να το εξοφλήσει έγκαιρα. Φυλάει σε κάθε περίπτωση τα νώτα του κι είναι χαρακτηριστική η αρωμούνικη φράση, με την οποία αυτοσαρκάζεται, «κούρλου του π’τούλιου» (φύλαξε τα οπίσθιά σου). Διακρίνεται από μια συστολή γενικότερη, εμπορική, και επιχειρηματική, θέλει να μην χρωστάει, να μην τον κουβεντιάζουν στο παζάρι, θέλει να’ χει το κεφάλι ψηλά, μια περηφάνια που μάλλον σε καλό του έχει βγει, αν κάνει κανείς έναν απολογισμό της μεγάλης προκοπής που έχει πετύχει ο Συρρακιώτης σε όλα τα επίπεδα. Μέχρι πριν από δεκαετίες φέρναμε το όνομα Βλάχος, μου έλεγε ο Βασίλης Δήμας, βαρέως και με μεγάλη ντροπή, καθώς η έννοια είχε ταυτιστεί με τη φτώχεια, τη μιζέρια, τη χοντροκοπιά, την οπισθοδρόμηση και την καθυστέρηση. Τώρα πια, όχι μόνο στα Γιάννενα, αλλά και σε άλλες περιοχές, όπου ζουν Συρρακιώτες, το όνομα Βλάχος (βλαχόφωνος μόνον πια), το όνομα Συρρακιώτης, το φέρνεις με καμάρι, με περισσή περηφάνια, αλλά και με «ολίγη» έπαρση. «Α!, εσείς είστε προκομμένοι, είστε άνθρωποι της προόδου, έχετε κατακτήσει τα Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Η αστικοποίηση των Συρρακιωτών
161
Πρέβεζα 1938. Μπροστά στο κάστρο του Αγίου Ανδρέα. Αριστερά διακρίνεται ο Ηλίας Μακρυγιάννης και δεξιά ο Βασίλειος Ντόντορος, οδηγός του λεωφορείου 18 θέσεων. Οι Συρρακιώτες, τολμηροί και φιλοπρόοοδοι όπως ήταν, από αγωγιάτες και καραγωγείς έγιναν αυτοκινητιστές και δημιούργησαν παράδοση στις συγκοινωνίες. Ο Συρρακιώτης έμπορος των Ιωαννίνων. Βασίλειο Χ. Χολέβας, το 1914 αγόρασε και έθεσε σε κυκλοφορία το πρώτο λεωφορίο (αστικό) που έκανε δρομολόγια στην πόλη των Ιωαννίνων. Φωτ. αρχείο Γιάννη Μακρυγιάννη.
Γιάννενα, η μισή Πρέβεζα είναι Συρράκο, στη Φιλιππιάδα, στον Κάμπο (της Άρτας) έχετε τα πιο περιποιημένα κτήματα και τις καλύτερες επιχειρήσεις». Όπως κάθε περιοχή της πατρίδας μας, έτσι και το Συρράκο σήμερα έχει να καυχιέται για τους λαμπρούς του επιστήμονες, για τους πετυχημένους επιτηδευματίες του, για τους σπουδαίους τεχνίτες μαραγκούς, ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, αλουμινάδες, γκαραζέρηδες, ζαχαροπλάστες, φουρνάρηδες, για τους λογής καταστηματάρχες. Επαγγέλματα όλα τούτα σε κάθε περίπτωση προνομιακά, με ένα κοινωνικό προφίλ και εύρος, επαγγέλματα που εκφράζουν το αγέρωχο και υπερήφανο πίνδιο φρόνημα του Συρρακιώτη. Σπανίως θα δεις για παράδειγμα - και δεν υποτιμώ απολύτως κανένα επάγγελμα - Συρρακιώτη λούστρο, λαχειοπώλη, παλαιοπώλη, ψιλικατζή, κουλουρά, πλανόδιο εμποράκο, πολύ περισσότερο επαίτη στους δρόμους. Μιαν υπερηφάνεια που αντλεί από τη λαμπρή ιστορία των προγόνων του, που μεγαλούργησαν τόσο στην ελλαδική ενδοχώρα, όσο και στις μεγάλες αγορές και τα εμπορικά λιμάνια της αλλοδαπής.
*Ο Μανόλης Μαγκλάρας είναι φιλόλογος Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Βαγγέλης Βλάση Ντόκας*
Μια ιδιότυπη εσωτερική μετακίνηση του χωριού μου
Σ
το πολύ μακρινό παρελθόν οι Παλαιοχωρίτες και οι Συρρακιώτες είχαν κοινή αφετηρία. Κατοικούσαν χαμηλά στην ανατολική παρόχθια κοιλάδα του Αράχθου, ως εκεί που ο ποταμός χανόταν στα στενά του Τσιμπόβου. Με την πάροδο των καιρών και με τη ραγδαία ανάπτυξη του κτηνοτροφικού παράγοντα, ο χώρος δεν επαρκούσε, οπότε οι μεγαλοκτηνοτρόφοι μετοίκησαν στην Πολιάνα και μετά στο Συρράκο. Οι απομείναντες μικροκτηνοτρόφοι αγόρασαν τότε τα κτήματα εκείνων που έφυγαν προς τα βουνά και επεκτάθηκαν στον τόπο τους, ασχολούμενοι πια και με την γεωργία, μια και ο τόπος ήταν κατάλληλος για την καλλιέργεια σιταριού και καλαμποκιού. Το παραπάνω γεγονός επιβεβαιώνει ο Κώστας Κρυστάλλης στα πεζογραφήματά του, στο κεφ. «Το Μαλακάσι» σελ. 570 -έκδοσης βιβλιοαθηναϊκή, επιμέλειας Γ. Βαλέτα, όπου περιγράφει: «Κάτωθεν ημών είχομεν το Παλαιοχώρι του Συρράκου, την πρώτη κοιτίδα των Συρρακιωτών...». Την άποψη αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει η λαογράφος συγγραφέας, αείμνηστη Ερμηνεία Φωτιάδου, η οποία σε μία τηλεοπτική εκπομπή με ημερομηνία 24-9-2010, λέει: «Εμείς (οι Συρρακιώτες) δεν ήμασταν ούτε κόντηδες ούτε δόγηδες. Ανεβήκαμε από το
Εικονικό αλώνισμα, Αύγουστος του 2014. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Μια ιδιότυπη εσωτερική μετακίνηση του χωριού μου
163
Παλαιοχώρι με τα πρόβατά μας στην Πολιάνα. Εκεί ο χειμώνας τα κατέστρεψε όλα και ο κόσμος πήγε κι εγκαταστάθηκε σ’ αυτόν τον πολυέλαιο (εννοούσε το Συρράκο) κι έχτισε τα σπίτια του. Πώς θα ζούσαν όμως, αφού πια δεν είχαν χωράφια; Οι κτηνοτρόφοι ζούσαν με τα πρόβατα και όσοι δεν είχαν πρόβατα έγιναν έμποροι. Έπαιρναν και πουλούσαν τα μαλλιά και εξασφάλιζαν το εισόδημά τους». Οι ραφτάδες έραβαν τα ρούχα που υφαίνονταν σε αργαλειούς. Κτηνοτρόφοι λοιπόν, ραφτάδες, έμποροι, συνεργαζόμενοι σχημάτισαν το ξακουστό κεφαλοχώρι του Συρράκου. Το Παλαιοχώρι, κάποια περίοδο (1880-1885), χώρισε μονομερώς από το Συρράκο και αποτέλεσε ξεχωριστή κοινότητα, με όρια την Τσούμα του Δράκου, την Πρίζα και τις πηγές Καλέντζη. Μια απέραντη γεωγραφική έκταση είκοσι δύο τετραγωνικών χιλιομέτρων βρισκόταν στη δικαιοδοσία της νεοσύστατης Κοινότητας που αριθμούσε τότε κάπου εξακόσιους μόνιμους κατοίκους. Το νέο Κοινοτικό Συμβούλιο αποφάσισε πια να δημιουργήσει μια εσωτερική νομαδική ζωή, να σχηματίσει δύο γεωγραφικά τμήματα, το ΒΔ και το ΝΑ, δηλ. το «δώθε» και το «κείθε», στα βλάχικα: γκουλιά-γκουλό. Οι Παλαιοχωρίτες, εργατικοί άνθρωποι, φρόντισαν να έχουν και στα δύο διαμερίσματα αυτοτελή υποστατικά (διπλοκατοικίες) και να ανεγείρουν δύο σχολεία και πολλές εκκλησίες. Στις 4.6.1930 ο επιθ/τής Γ. Σπετσέρης έγραφε
Ι. Ν. Παναγίας Βίνιτσας, Ν. Α. τμήματος. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
164
Β αγ γ έ λης Βλάσ η Ντόκ ας
Οι δυό Εκκλησίες (Αγ. Νικόλαος), Β.Δ. τμήματος.
στην ετήσια έκθεσή του: «Οι κάτοικοι του χωριού τούτου μετοικούσι κατ’ έτος και ένεκεν τούτου διατηρούσι δύο διδακτήρια». Τα όρια δε των δύο άτυπων χωριών ήταν το Μαυρολάγκαδο και η ρεματιά της Πόρτας, που κατέβαινε από τα Λάπατα. Η ιδιότυπη εσωτερική μετακίνηση από το ένα μέρος στο άλλο τελούνταν με όρους απαράβατους, ορισμένη περίοδο μετακινήσεων, χρονική διάρκεια, ομοιόμορφη καλλιέργεια, μετακίνηση Σχολείου κ.λπ. Και την εκτέλεση αυτού του εθίμου-άγραφου νόμου επέβλεπε το εκάστοτε Κοινοτικό Συμβούλιο με το δικαίωμα να επιβάλλει και κυρώσεις, στους τυχόν παραβάτες. Η μετακίνηση λοιπόν από το «δώθε» στο «κείθε» κι αντίστροφα βοηθούσε στην αλλαγή σποράς των χωραφιών - αμειψισπορά - και στην ελεύθερη βοσκή των κοπαδιών (αζάτι). Οι περίοδοι των μετακινήσεων οριοθετούνταν με το διδακτικό έτος των Δημοτικών Σχολείων. Μετά τις σχολικές εξετάσεις που λάβαιναν στο χωριό πανηγυρικό χαρακτήρα, και γίνονταν πάντα Κυριακή κι αυτή η Κυριακή ήταν η πρώτη του τρίτου δεκαημέρου του Ιουνίου. Την επομένη λοιπόν των εξετάσεων ομαδικά πια, και σε διάστημα δεκαημέρου, τα νοικοκυριά κατευθύνονταν από το ένα χωριό στο άλλο. Πίσω άφηναν τα χωράφια με τα καλαμπόκια και μπροστά θα έβρισκαν τα σιτάρια που ώριμα πια περίμεναν το θερισμό. Οι εικόνες αυτής της μετακίνησης του πληθυσμού ήσαν γραφικές, αφού έπαιρναν νομαδικό χαρακτήρα. Οι άνθρωποι ξεκινούσαν πολύ πρωί, για να μην Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Μια ιδιότυπη εσωτερική μετακίνηση του χωριού μου
165
Όργωμα 1952.
τους πιάσει ο ήλιος που θα έβγαινε απ’ την κορυφογραμμή των Τζουμέρκων. Τα γιδοπρόβατα πήγαιναν μπροστά με κάποιο παιδόπουλο που τα καθοδηγούσε. Ακολουθούσαν τα βόδια που βάδιζαν νωχελικά και τελευταία τα μουλάρια, φορτωμένα με μπόγους, με σκεπάσματα, με είδη νοικοκυριού. Πολλές φορές ξαφνιάζονταν, γιατί κακάριζαν οι κότες που ήταν δεμένες απ’ τα ποδάρια ή νιαούριζαν οι γάτες μέσα απ’ τις πλεχτές σακκούλες. Όσα παιδάκια δεν τοποθετούνταν πανωσάμαρα είχαν στους ώμους τους σταυρωτά τα τρουβαδάκια με τα βιβλία και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Τα τρουβαδάκια είχαν κόκκινες και άσπρες ρίγες και γίνονταν από μάλλινα, χειροποίητα στους αργαλειούς, σκουτιά. Αγουροξυπνημένα, όπως ήταν, τα παιδιά προχωρούσαν νωθρά και γκρίνιαζαν ή έκλαιγαν. Δεξιά και αριστερά του κοπαδιού έτρεχαν τα σκυλιά, γιατί κάθε σπίτι τάιζε και ένα σκυλί για την ασφάλειά του. Τα σκυλιά γαύγιζαν απειλητικά, όταν συναντούσαν ξένον άνθρωπο. Τ’ αφεντικά τους τα καθησύχαζαν, τα δε πιο άγρια τα έσερναν με την αλυσίδα. Στο διαμέρισμα προορισμού όλους τους περίμενε σκληρή εργασία. Τα σιτάρια, που χρύσιζαν στη λάμψη του ήλιου, ήθελαν θερισμό. Πόση ήταν η λαχτάρα των ανθρώπων μην ξεσπάσει κάποια μπόρα με χαλάζι και τους πάρει από τα χέ-
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
166
Β αγ γ έ λης Βλάσ η Ντόκ ας
ρια τη σοδειά. O θερισμός, η μεταφορά των δεματιών στ’ αλώνια, το αλώνισμα, το λίχνισμα, το λιάσιμο του σιταριού ήταν βαριές δουλειές. Με λιτό φαγητό και πολλές φορές στο πόδι, ένα ολόκληρο δίμηνο, οι βιοπαλαιστές της ζωής ήταν έξω απ’ το σπίτι. Οι οικιακές ασχολίες και τα συνακόλουθα αποτελούσαν περιττή πολυτέλεια... Και μόνο με τον ερχομό του χειμώνα και την ολιγόμηνη ανάπαυλα οι γυναίκες και οι υποψήφιες νυφούλες θα ύφαιναν στους αργαλειούς τα προικιά τους. Θα έφτιαχναν τα πολύχρωμα υφαντά, για τις ενδυμασίες ή το στρώσιμο των σπιτιών τους. Τότε θα κεντούσαν τα τραπεζομάντηλα ή θα έπλεκαν τις μάλλινες κάλτσες με τις όμορφες γιρλάντες. Τότε θα έστρωναν τραπέζι και θα έτρωγαν ένα ζεστό καπάκι ή στις γιορτές μια μερίδα κρέας γιαχνί. Όλες δε οι θρησκευτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις (Χριστούγεννα-Απόκριες-Πάσχα) τελούνταν στο μέρος όπου βρίσκονταν την κάθε φορά. Μετά τον θερισμό επικρατούσε το έθιμο του «αζατιού», δηλ. της ελεύθερης βοσκής μικρών και μεγάλων ζώων σε όλο το μήκος και το πλάτος του χωριού. Κι αυτό το «αζάτι» θα κρατούσε ως τον Μάρτη ή του Απρίλη, οπότε και θ’ άρχιζε πια η σπορά του καλαμποκιού. Κατά τη διάρκεια αυτού του καλοκαιριού κάποιος μεγαλύτερος στην οικογένεια είχε τη φροντίδα -εφ’ όσον τα χωράφια ήταν ποτιστικά - του ποτίσματος των καλαμποκιών στο άλλο διαμέρισμα. Εκεί, τον Σεπτέμβρη, θα μάζευαν τα καλαμπόκια θα τα ξεφλούδιζαν και θα τα στούμπιζαν με τα στειλιάρια. Για το καθάρισμα των χωραφιών απ’ τις καλαμιές έφερναν για λίγες μέρες τα ζωντανά τους και ιδίως τα μεγάλα ζώα. Μετά θα έσπερναν το σιτάρι, πετώντας το σπόρο
Δ. Σχ. Βίνιτσας, Ν.Α. τμήματος. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Μια ιδιότυπη εσωτερική μετακίνηση του χωριού μου
167
πεταχτά σε σποριές, και θα επέστρεφαν στο κείθε χωριό, για να ξεχειμωνιάσουν. Οι αγροτικές εργασίες άρχιζαν από το Μάρτη με τον καθαρισμό των χωραφιών από τις πέτρες και το διπλό όργωμα για τη σπορά του καλαμποκιού. Όλη η οικογένεια πάλι στο πόδι. Το καλαμπόκι ριχνόταν σπυρί-σπυρί στο αυλάκι, Δ. Σχ. Τρίκας, Β.Ν. τμήματος. γι’ αυτό τις μέρες αυτές τα παιδιά απουσίαζαν από το Σχολείο. Τα ζώα φυλάγονταν πια από τα βοσκόπουλα που αναλάμβαναν τη φροντίδα να τα οδηγούν στα βοσκοτόπια ή στις πλαγιές των βουνών. Με τις σχολικές εξετάσεις άρχιζε η αντίστροφη κίνηση, δηλ. η επιστροφή στο δώθε διαμέρισμα για θέρισμα, αλώνισμα του νέου σιταριού. Μια ζωή κοπιώδης για τον επιούσιο άρτο, που έφτασε ώς τις μέρες μας. Και κάπου στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα εξέλειψε. Το κλείσιμο των Σχολείων (1970) και οι απαιτήσεις για μια καλύτερη ζωή ώθησαν τον κόσμο να εγκαταλείψει το χωριό μας. Η φυγή προς τα αστικά κέντρα του εσωτερικού της χώρας και του εξωτερικού ήταν σχεδόν καθολική. Μονάχα λιγοστοί ηλικιωμένοι παρέμειναν στον τόπο τους και επέλεξαν ένα από τα δύο τους σπίτια. Τα χωράφια έμειναν χέρσα, οι βρύσες καλύφτηκαν από αγκάθια και βάτα και τα νερά τρέχουν ελεύθερα στις ρεματιές. Η μετανάστευση μπορεί να έφερε καλύτερες συνθήκες ζωής, αλλά έφερε και την κρίση με την έλλειψη αγροτικής παραγωγής γενικότερα. Το Παλαιοχώρι Συρράκου σήμερα είναι ένα θερινό χωριό. Από το 1977 άρχισε η συγκέντρωσή του στη θέση «Σαλατούρα» και με τη συμβολή του τοπικού Συλλόγου και της Αδελφότητας Αθήνας έχει αναπτύξει μεγάλες πολιτιστικές δραστηριότητες, έστω και για ένα δίμηνο. Το περιοδικό «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑ ΛΑΙΟΧΩΡΙΤΩΝ» αποτελεί κρίκο σύνδεσής τους και βήμα ανταλλαγής απόψεων.
*Ο Βαγγέλης Βλάση Ντόκας είναι δάσκαλος
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Βασίλης Γκουρογιάννης*
Λάλον ύδωρ: Η μυστηριακή ιδιότητα του νερού.
Π
ροφανώς ο τίτλος της ομιλίας μου, που σας είναι ήδη γνωστός, παραπέμπει τη σκέψη σας στον πασίγνωστο χρησμό, για την ακρίβεια στον φερόμενο ως χρησμό του μαντείου των Δελφών, που δήθεν δόθηκε στον αυτοκράτορα Ιουλιανό, για να τον βεβαιώσει αμετάκλητα ότι ο αρχαίος κόσμος των πατρώων θεών έχει πεθάνει. «Είπατε τω βασιλεί χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ουδέ παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και το λάλον ύδωρ». Δηλαδή, στέρεψε και το προφητικό, το ομιλούν, το καθαρτήριο νερό της Κασταλίας πηγής. Κάτι τέτοια είχα στο μυαλό μου να πραγματευτώ, κάποιες τέτοιες μυστηριακές, εξαγνιστικές, θεραπευτικές, παραφυσικές ιδιότητες του νερού σκεφτόμουν να αναπτύξω, μέχρις ότου άρχισα να ασχολούμαι με τη στοιχειοθέτηση του μικρού αυτού κειμένου που σας διαβάζω, οπότε ανακάλυψα ότι όλα έχουν γραφεί και περιγραφεί από αρμοδιότερους από μένα επιστήμονες και μελετητές και μπορεί ο καθένας αυτή τη στιγμή, με ένα πάτημα στο κινητό του τηλέφωνο, συνδεδεμένο με το ίντερνετ, να μπει στο θέμα και να καταστήσει την ομιλία μου κοινόχρηστη και περιττή. Όμως δεν μου διαφεύγει ότι στον κατακλυσμό της διαδικτυακής πληροφορίας θα επιζήσει μόνον η προσωπική ματιά πάνω στα πράγματα, όπως ακριβώς συμβαίνει στις καλές τέχνες. Νομίζω η παρουσία μου εδώ με την ιδιότητα του λογοτέχνη αυτή την πλευρά του θέματος πρέπει να καλύψει και αυτό προσπάθησα να κάνω. 0 καθένας κατανοεί ότι το νερό είναι ένα θαύμα, με ριζική όμως διαφοροποίηση από τα λοιπά χαρακτηριζόμενα ως θαύματα. Ο επιστημονικός ορισμός του θαύματος είναι εκείνο το φαινόμενο ή το γεγονός που δεν εξηγείται με τους φυσικούς νόμους, δεν επαληθεύεται με πειράματα, ανατρέπει τα διδάγματα της εμπειρίας, της κοινής λογικής και της επιστήμης.’ Όμως, το θαύμα του νερού ανατρέπει πλήρως τον κλασικό ορισμό του θαύματος, εφόσον η ύπαρξή του και ερμηνεύεται και υπακούει στους νόμους της φυσικής και της επιστήμης. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να είναι θαύμα μεγαλύτερο και συνθετότερο από τα ανεξήγητα θαύματα. Μπορούμε να τα έχουμε καλά και με την επιστήμη, που είναι καχύποπτη στα μυστηριακά φαινόμενα, και να φτάσουμε από άλλον διανοητικό και ποιητικό δρόμο στις μυστηριακές ιδιότητες του νερού, ακόμα και στις ερμηνευτικές, θεραπευτικές και προφητικές ιδιότητες. Πρωτίστως ανακαλύπτουμε την ικανότητα της ομιλίας του νερού, οπότε βρισκόμαστε μπροστά στο «λάλον ύδωρ». Το νερό, λοιπόν, σε οποιαδήποτε κατάσταση και αν βρίσκεται, στη φύση ή στο διάστημα, ομιλεί, όπως μιλούσε και το νερό της Κασταλίας πηγής των Δελφών στους αρχαίους χρόνους, αλλά απαιτούνταν και τότε και τώρα η διαμεσολάβηση των
Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Λάλον ύδωρ: Η μυστηριακή ιδιότητα του νερού
169
σοφών παρατηρητών, για να αποκρυπτογραφήσουν τη φωνή του και να την κάνουν συμβατή με τον εγκέφαλο του ανθρώπου που την προσλαμβάνει. Το νερό είναι πράγματι λάλον, αλλά ομιλεί την νοηματική γλώσσα. Με τη γλώσσα αυτή των κινήσεων του σώματός του μας εξηγεί τον κόσμο, μας συμβουλεύει, μας προειδοποιεί, προφητεύει το μέλλον, μας ευφραίνει, μας θεραπεύει, μας τρομάζει και κυρίως μας διδάσκει φιλοσοφία. Αν έχουμε την ποιητική ικανότητα να παρατηρήσουμε και να ακούσουμε την ομιλία του νερού, θα διδαχτούμε περίπου τα παρακάτω: * Το νερό μάς λέει: Άνθρωποι, κοιτάξτε με, εμφανίζομαι μπροστά σας σε τρεις διαφορετικές μορφές: Ως πάγος, ως υγρό, ως υδρατμός. Είμαι όμως το ίδιο στοιχείο, αλλά μεταβάλλω συνεχώς τη μορφή μου για να ζω αιωνίως. Λοιπόν, διδαχτείτε από μένα να μην επικεντρώνεστε εγωιστικά στη μορφή σας και μην την κλαίτε ως υπαρξιακή απώλεια, όταν ο χρόνος ή ο θάνατος την αφανίζει. Αποδεχθείτε τη μεταβολή ως πρωταρχικό στοιχείο της ζωής, διότι, όπως έλεγε και ο μέγας συνάνθρωπός σας ο Ηράκλειτος, το μόνο αιώνιο που υπάρχει στον κόσμο είναι η αλλαγή και η μεταβολή. * Ενώ άνθρωποι με πίνετε και προς στιγμήν ξεδιψάτε, πάλι διψάτε και έχετε ανάγκη και επιθυμία να με ξαναπιείτε. Έτσι, λοιπόν, βιώστε τη ζωή σας, σαν μια αιώνια δίψα που θα σας υποχρεώνει να βρίσκετε πηγές, για να ξεδιψάτε. Μόνον οι πνιγμένοι πίνουν όλο το νερό μια φορά και παντοτινή. * Όσο κινούμαι και ρέω, δεν εγκλωβίζομαι. Βρίσκω ρωγμές ή τις δημιουργώ ακόμα και στα πλέον σκληρά και συμπαγή πετρώματα και πηγαίνω παρακάτω. Έτσι ζήστε την ζωή σας , με διαρκή κίνηση , με το μάτι στις ρωγμές που θα σας επιτρέψουν να δραπετεύσετε από τις δεξαμενές όπου είστε εγκλωβισμένοι και γίνεστε εστία μολύνσεων και εκτροφείο κουνουπιών. Γίνετε λοιπόν ελεύθεροι, όσο ελεύθερο είναι το τρεχούμενο νερό και σίγουρα στο ρυάκι σας κάποιο φυτό και ζώο, κάποιος ζωντανός ή ζωντανή θα σκύψουν διψασμένοι από πάνω σας να ξεδιψάσουν. * Δεν επιστρέφω ποτέ. 0 προορισμός μου είναι το εμπρός και η θάλασσα. Παρομοίως και σεις, μη γυρίζετε πίσω στα περασμένα, στις κακοτυχίες και τις λύπες αλλά και στις περασμένες ευτυχίες. Ο προορισμός είναι το ταξίδι ως τη θάλασσα. * Έχω τη φυσική τάση να φτάνω στο ίδιο υψόμετρο που έχει η πηγή μου, όσο μακριά και αν βρίσκομαι από αυτήν. Μπορώ έτσι να ακολουθήσω με άνεση και τον ανηφορικό δρόμο, όπως συμβαίνει με τα υδραγωγεία, διότι αντλώ δύναμη από το υψόμετρο των πηγών μου. Παρομοίως, στην πορεία της ζωής σας θα κινηθείτε πολύ μακριά, ακόμα και σε μεγάλα ανηφορικά ύψη, αν οι πηγές σας είναι σε μεγάλο υψόμετρο και διατηρείτε τη μνήμη της πρωταρχικής πηγής. * Έχω τεράστια ενέργεια και δύναμη, όταν σχηματίζομαι και λειτουργώ ως Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
170
Β α σ ί λ η ς Γκ ο υ ρ ο γ ι ά ν ν η ς
ωκεανός, αλλ’ όμως έχω μεγαλύτερη δύναμη, όταν λειτουργώ ‘ως σταγόνα’! Οπως το ακούτε, ως σταγόνα. Η σταγόνα δυνατότερη από τον ωκεανό ! Κοιτάξτε γύρω σας και δείτε τι θαύματα έκανε η σταγόνα στη φύση, τι καλλιέργειες ποτίζει η σταγόνα της βροχής, πόσους σταλακτίτες-έργα τέχνης σχηματίζει στα σπήλαια, πόση ποίηση παράγει η φθινοπωρινή σταγόνα στο σκονισμένο παρμπρίζ του αυτοκινήτου, όταν κυλάει στα παράθυρα των σπιτιών και κάποια θλιμμένα μάτια βρίσκονται από μέσα και κοιτάζουν. Γίνομαι και σφαίρα που... σκοτώνει το καλοκαίρι, όπως έγραψε ο Ελύτης. Εγώ η μικρή, η ταπεινή , η υπομονετική σταγόνα σχηματίζω τους ποταμούς και τους ωκεανούς. Γι’ αυτό να είστε ευγνώμονες στη ζωή, αν σας έκανε μικρές σταγόνες και όχι περίφημους και ένδοξους ποταμούς. Αυτοί κυλούν γρήγορα και εξαφανίζονται νωρίτερα από εσάς στη θάλασσα, χωρίς να λαμπυρίσουν ως πρωινή δροσιά στα πέταλα κάποιου λουλουδιού, χωρίς να στάξουν ως πένθιμο ή ερωτικό δάκρυ στην άκρη ενός ευαίσθητου ματιού. * Κοιτάξτε το παρελθόν μου και προσδιορίστε με ακρίβεια το παρελθόν σας και το μέλλον σας. Ερευνάτε με τόση υπομονή και τεράστιες δαπάνες τα ίχνη μου στα ουράνια σώματα. Αυτοί που κάνουν το κυνήγι του νερού στο διάστημα, ξέρουν ότι ακολουθούν τα ίχνη ενός πολύτιμου θηράματος που πέρασε από εκεί πριν δισεκατομμύρια χρόνια, αλλά τα χνάρια του είναι ανεξίτηλα. Όπου υπάρχω, υπάρχετε. Εξάλλου περιέχομαι στα σώματά σας σε ποσοστό πάνω από 70%. Δηλαδή, όταν ομιλώ εγώ προς εσάς, στην πραγματικότητα ομιλείτε και συμβουλεύετε τους εαυτούς σας. * Η διαδρομή μας έχει τις ίδιες διακυμάνσεις. Ορμή, θόρυβο και καταρράχτες στην αρχή της πορείας μας και κατόπι, όταν το ρεύμα πλησιάζει προς τη θάλασσα, δηλαδή προς τον αντίστοιχο ανθρώπινο θάνατο, η κοίτη γίνεται ομαλή, το βάθος, όσο μεγαλώνει, δίνει ηρεμία στη ροή στην πορεία μας και εκβάλλουμε ο καθένας στη θάλασσά μας, που μας διαλύει ως διακριτές οντότητες, παραδίδοντάς μας τελικά στην αδιαίρετη ολότητα. * Εφόσον εξακολουθείτε να με ρυπαίνετε, στο παραμικρό μου ρυάκι, αλλά και στα βάθη των ωκεανών, προφητεύω το τέλος της ζωής σας στον πλανήτη γη. * Τέλος, σας εξομολογούμαι μια σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα μου, που οφείλετε να μην την αγνοείτε, για να έχουμε αγαθή συνεργασία. Έχω μνήμη και μάλιστα τόσο ισχυρή, όσο κανένα άλλο φυσικό στοιχείο, οργανικό ή ανόργανο. Θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια τους πανάρχαιους δρόμους που βάδισα . ¨Ομως, είμαι και μνησίκακο, όσο κανένα άλλο στοιχείο. Όποιοι αλλοιώνουν ή δυσκολεύουν τους δρόμους μου, τους εκδικούμαι ανελέητα στην κατάλληλη στιγμή και τότε αφρίζω από εκδικητική μανία και σαρώνω τα πάντα στο πέρασμά μου. Όταν έχω το σχήμα ποταμού, δεν ανέχομαι κατασκευαστικά εμπόδια στην ορμητική ροή μου. Αργά ή γρήγορα τα εξαφανίζω και οι καταστροφές είναι οδυνηΤζουμερκιώτικα Χρονικά
Λάλον ύδωρ: Η μυστηριακή ιδιότητα του νερού
171
ρές, αλλά η ευθύνη ολόκληρη δική σας. Αυτή τη στιγμή ακούτε τη φωνή μου ως φωνή του ποταμού Αράχθου και εκφράζω τη λύπη μου, που πέρσι σε μια έκρηξη θυμού και αγανάκτησης γκρέμισα το γεφύρι. Σας είχα όμως προειδοποιήσει επανειλημμένως και με αγνοήσατε. Τα βάθρα του γεφυριού είχαν από καιρό αποσαθρωθεί, δυσκόλευαν τη ροή μου και εγώ άρχισα να δυσανασχετώ και να νιώθω το γεφύρι στην πλάτη μου σαν κατεστραμμένο σαμάρι που πληγώνει τα πλευρά του αλόγου. Το γκρέμισα λοιπόν από πάνω μου. Σας παρακαλώ λοιπόν, ανακατασκευάστε το, γιατί μου λείπει, ειλικρινά στενοχωριέμαι, μου φαίνεται σα να έχασα από το χέρι μου τη βέρα, που με έδενε με τον φυσικό μου χώρο σε αρμονικό γάμο για περισσότερα από 150 χρόνια. Τέλος, χαιρετίζω αυτό το συνέδριο που οργανώσατε προς τιμή μου. Σας ευχαριστώ. Όμως, λόγω της μικρής απόστασης που μας χωρίζει, ακούω και βλέπω ό,τι συμβαίνει τριγύρω. Λέτε τα καλύτερα για μένα και με παινεύετε για τις θαυμαστές μου ιδιότητες. Όμως οι περισσότεροι από σας, μηδέ του ομιλούντος πληρεξουσίου μου εξαιρουμένου, διαπράττετε απέναντί μου απιστία, διότι παρά τα όσα λέτε, εν τούτοις δεν με πίνετε αλλά πίνετε τσίπουρα ! Δεν πειράζει. Εύχομαι στην υγειά σας, διότι και το τσίπουρο και το κρασί με περιέχουν ! Χωρίς εμένα δεν υπάρχει ζωή. Αγαπητοί σύνεδροι, ακούσατε με την ερμηνευτική διαμεσολάβησή μου το «λάλον ύδωρ». Προφανώς χάθηκαν πολλά νοήματα και κυρίως αποχρώσεις νοημάτων κατά τη μετάφραση, αλλά δυστυχώς αυτό είναι αναπόφευκτο, όταν κάποιος μεταφράζει τη νοηματική, τη μυστηριακή γλώσσα της φύσης και τη μεταφέρει στο ανθρώπινο γλωσσικό ιδίωμα της Βαβέλ.
*Ο Βασίλης Γκουρογιάννης είναι νομικός και λογοτέχνης
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Γεώργιος Ν. Βήχας*
Μια Τζουμερκιώτισσα Μάνα
Ο
ρόλος του πατέρα στην ελληνική κοινωνία ήταν και παραμένει σημαντικός και κρίσιμος. Ιδιαίτερα στον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα και μάλιστα σε περιοχές σαν τα Τζουμέρκα, ήταν καταλυτικός, θα έλεγα. Γι’ αυτό και η απώλεια του πατέρα δημιουργούσε δραματικές συνθήκες για την οικογένεια που άφηνε ορφανή πίσω του. Σχετική μ’ αυτό είναι η ιστορία που θα σας αφηγηθώ. Ήταν Σεπτέμβρης του 1936. Το Φθινόπωρο είχε κάνει δειλά- δειλά την εμφάνισή του. Η φύση γύρω μας καλωσόριζε την καινούρια εποχή κι εμείς μπαίναμε, χωρίς να το ξέρουμε ακόμα, σε μια καινούρια ζωή. Μια ζωή χωρίς τον προστάτη μας. Ήταν Σεπτέμβρης, λοιπόν, όταν έφτασαν στο χωριό μας, την Κουσοβίστα, τα θλιβερά μαντάτα από το Καρπενήσι. Σεπτέμβρης κι έπιασε βαρυχειμωνιά στην ψυχή, στην καρδιά, στο κορμί. Η είδηση που μεταδόθηκε έλεγε: « ο Νίκο Βήχας πέθανε». Αυτό έκοψε την ανάσα όλων μας. Όλοι λυπηθήκαμε κατάκαρδα για τον ξαφνικό χαμό του πατέρα μας κι ήμασταν απαρηγόρητοι. Η καμπάνα του χωριού μετέδιδε κι αυτή το θλιβερό μαντάτο με το λυπητερό ήχο της, καθώς χτυπούσε πένθιμα, και οι χωριανοί, ο ένας μετά τον άλλον, ρωτούσαν να μάθουν ποιος πέθανε. Σαν κεραυνός η ζωή χτύπησε ξαφνικά στο σπιτικό μας. Ο πατέρας δε θα ερχόταν ποτέ ξανά κοντά μας. Πόσο βαρύ μού ηχεί ακόμα και σήμερα αυτό το «ποτέ»! Εγώ δεν είχα προλάβει να τον γνωρίσω, δεν είχα γευτεί την αγκαλιά του, δεν είχα νιώσει δίπλα μου την περπατησιά του. Ο ίσκιος του δεν με είχε ζεστάνει, δεν ήξερα το χρώμα των ματιών του, το χαμόγελό του, ήξερα μόνο πόσο με πλήγωνε η απουσία του. Θυμάμαι ακόμα ότι τότε οι προεστοί του χωριού μας, ο πρόεδρος, ο παπάς και ο δάσκαλος, επισκέφθηκαν τη χαροκαμένη μάνα μας, για να τη συλλυπηθούν και να την παρηγορήσουν. Έτσι, η οικογένειά μας έμεινε ορφανή από προστάτη. Η μάνα, σαν μια αληθινή ηρωίδα, μας είπε να μην ανησυχούμε και ότι εκείνη θα έπαιρνε τώρα τη θέση του. Και πράγματι, έτσι έγινε! Από την άλλη μέρα, κιόλας, άρχισε να ξενοδουλεύει, πηγαίνοντας σε διάφορες εργασίες που θα μπορούσε να κάνει. Ανάλογα με την εποχή, άρχισε να πηγαίνει σε κάμπους για θερισμό, για το μάζεμα του καλαμποκιού, για το λιομάζωμα και όποιες άλλες δουλειές έβρισκε να κάνει, προκειμένου να μας εξασφαλίσει τα αναγκαία για τη ζωή μας.
Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Μια Τζουμερκιώτισα Μάνα
173
Ο αγώνας της μάνας δεν είχε σταματημό. Κάθε Φθινόπωρο, όταν ωρίμαζαν τα σταφύλια, φορτωνόταν ένα κασόνι γεμάτο Ροζακί σταφύλια και έκανε δρομολόγια στα Βλαχοχώρια( Ματσούκι, Συρράκο, Καλαρρύτες), για να τα πουλήσει. Πολλές φορές έπαιρνε κι εμένα μαζί της για συντροφιά, επειδή ξεκινούσε πολύ πρωί, να έχει κάποιον να μιλάει, γιατί φοβόταν το σκοτάδι. Ενώ εγώ τότε πήγαινα στο Δημοτικό Σχολείο και έχανα πολλές φορές τα μαθήματα. Πολλοί χωριανοί μας, που ήθελαν να μεταφέρουν από την Άρτα λάδι ή άλλα πράματα, καλούσαν τη μάνα, για να τους μεταφέρει με το κορμί της ό,τι πράματα είχε ανάγκη ο καθένας τους, για να πάρει το ξάι. Η μεγαλύτερη αδελφή μας η Όλγα, δώδεκα χρονών τότε, με εντολή της μάνας, ανέλαβε να φροντίζει εμάς τα μικρότερα, μέχρι να γυρίσει εκείνη, που με λαχτάρα την περιμέναμε κάθε φορά που επρόκειτο να επιστρέψει. Έτσι μπήκαμε σιγά-σιγά σε μια σειρά, έχοντας εξασφαλίσει το ψωμάκι μας, χάρη στον τιτάνιο αγώνα που έδινε η μάνα μας. Κάθε φορά που βρισκόμουνα στο σπίτι του μπάρμπα-Ανδρέα Βήχα, άκουγα την κόρη του Γκόλφω να φωνάζει «Πατέρα…» κι εγώ τη ζήλευα κι άρχισα να φωνάζω κι εγώ «Πατέρα…», πράγμα που συγκινούσε τον μπάρμπα μου και προσπαθούσε να με παρηγορήσει με καλοσυνάτο τρόπο, λέγοντάς μου ότι ο πατέρας μου, όπου να ‘ναι θα επιστρέψει στο σπίτι μας, κοντά στην οικογένειά του. Τελικά ο πατέρας δεν επέστρεψε ποτέ. Τη θέση του πήρε η μάνα μας. Αξέχαστη ηρωίδα Μάνα, θα σε ευγνωμονούμε για πάντα, για όλα όσα έκανες για μας, κάτω από αυτές τις τόσο δύσκολες, τις τόσο απάνθρωπες και σκληρές συνθήκες.
* Γεώργιος Ν. Βήχας είναι δάσκαλος
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Τ Ε Χ Ν Η - Π Α ΡΑ Δ Ο Σ Η - Π Ο Λ Ι Τ Ι Σ Μ Ο Σ Αφροδίτη Καμάρα*
Συντηρώντας τις φορητές εικόνες του Αγίου Νικολάου: Το πρόγραμμα MoCaCu στους Καλαρρύτες
Η
φορητή μονάδα καταγραφής, ανάλυσης και συντήρησης (MoCaCu= Mobile Care for the Documentation, Characterization and Conservation of Movable Cultural Heritage in Remote Areas of Greece) κινητών έργων πολιτιστικής κληρονομιάς βρέθηκε στους Καλαρρύτες από τις 25 Μαρτίου ως τις 5 Απριλίου 2015. Τα μέλη της ομάδας εφάρμοσαν ένα πρωτόκολλο αναλύσεων και προληπτικής-επεμβατικής συντήρησης στις εικόνες του τέμπλου καθώς και σε μεγάλο μέρος από τις φορητές εικόνες του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου, αποτρέποντας την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασής τους και δίνοντάς τους ένα μέρος από την παλιά αίγλη τους. Η υποδοχή και υποστήριξη από την τοπική κοινωνία ήταν καίρια και συγκινητική. Το πρόγραμμα θα προβληθεί μέσα από την ιστοσελίδα του προγράμματος www.onsitepreservation.eu, ενώ έγινε προσπάθεια για μια συνολική παρουσίαση του στα τέλη του καλοκαιριού 2015.
Καλαρρύτες
Άποψη των Καλαρρυτών νωρίς το πρωί
Καλαρρύτες 8 π.μ. Ο ήλιος έχει μόλις φανεί πάνω από τα βουνά. Οι γύρω κορφές αστράφτουν ολόλευκες από το χιόνι, κι ας είναι πια Απρίλιος. Τα ζαμπάκια, οι ασφόδελοι και οι ανεμώνες, που έχουν ήδη σκάσει μύτη, σηκώνουν τα κεφαλάκια να χαρούν το φως. Περπατώντας στο χωριό ακούς μόνο τιτιβίσματα πουλιών. Και νερά. Πολλά νερά. Από καταρράκτες,
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
176
Αφροδίτη Καμάρα
από ρυάκια, από πετρόκτιστες κρήνες...Το χωριό δεν θα μπορούσε να έχει πιο ταιριαστό όνομα. Βλέποντας τα καλντερίμια, θαυμαστά έργα της μαστορικής των πετράδων, να διακλαδίζονται, αναδύονται νοερά κι άλλοι ήχοι: ο ρυθμικός κρότος από τις οπλές των υποζυγίων που έφευγαν φορτωμένα υφαντά, κοσμήματα και αγυρά σκεύη με προορισμό τις μεγάλες εμποροπανηγύρεις των Ιωαννίνων και της Ντόλιανης, αλλά και τα λιμάνια της Ηγουμενίτσας και της Παραμυθιάς. Απο εκεί, τα εμπορεύματα και οι πραματευτάδες ταξίδευαν για Τεργέστη και Βενετία και ανηφόριζαν προς τον Δούναβη. Στο δρόμο τους πουλούσαν και αγόραζαν προϊόντα... Σιγά σιγά κάποιος γιος ή αδελφός εγκαθίστατο μόνιμα στην Ευρώπη κι άρχισαν έτσι να δημιουργούνται εμπορικοί οίκοι1. Πίσω στο χωριό, οι πραματευτάδες γύριζαν με εμπορεύματα αγορασμένα στο εξωτερικό, καθρέφτες από την Ιταλία, πορσελάνες από την Ολλανδία, βαρύτιμα υφάσματα και προϊόντα πολυτελείας...Το αλισβερίσι πλήρωνε καλά κι όσοι από τους χωριανούς δεν ταξίδευαν οι ίδιοι ήταν πρόθυμοι να επενδύσουν τα λεφτά τους στους εμπόρους που τα επέστρεφαν αυγατισμένα. Οι περιηγητές αναφέρουν ότι λειτουργούσε εδώ ένα άτυπο χρηματιστήριο, που προσείλκυε κεφάλαια ακόμη κι από τις γύρω περιοχές. Όμως οι κάτοικοι, παρά τα προνόμια, ενίσχυσαν τη Φιλική Εταιρεία και, με την έναρξη του Αγώνα του 1821, επαναστάτησαν κι αυτοί για να εμποδίσουν την κάθοδο των οθωμανικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Οι Οθωμανοί στάθηκαν αμείλικτοι: κατέκαυσαν το χωριό και οι κάτοικοι , όσοι γλίτωσαν, έφυγαν στα Επτάνησα κυρίως. Άρχισαν να επανέρχονται μετά το 1830, το χωριό όμως δεν έφτασε ποτέ δημογραφικά τα προεπαναστατικά του επίπεδα. Ωστόσο οι πέτρινες οικίες με τα σαχνισιά και τα ξύλινα πορτοπαράθυρα μαρτυρούν ότι μαζί με τους κατοίκους επέστρεψε και η ευημερία. Οι Καλαρρύτες απελευθερώθηκαν το1881, με τη συνθήκη του Βερολίνου, αποτελώντας μάλιστα το όριο μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (στον ποταμό Καλαρρύτικο). Διοικητικά αρχικά υπάγονταν στην Άρτα, ενώ μετά την απελευθέρωση και των Νέων Χωρών το 1912 υπήχθησαν στα Ιωάννινα. Ο πληθυσμός παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό βλαχόφωνος με βασική ασχολία την κτηνοτροφία και μεταποίηση κτηνοτροφικών προϊόντων ως τη δεκαετία του 1960, όταν άρχισε η μαζική μετανάστευση προς τα αστικά κέντρα και το εξωτερικό. 1. Τη διαδικασία αυτή έχει περιγράψει περίφημα ο διεθνούς φήμης ιστορικός Trajan Stoianovich στο άρθρο του “Ο κατακτητής Ορθόδοξος βαλκάνιος έμπορος”, στο Σπ. Ασδραχάς (1979), Η Οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, Αθήνα: 287-345. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Σ υ ν τ η ρ ώ ν τ α ς τ ι ς φ ο ρ η τ έ ς ε ι κ ό ν ε ς τ ο υ Αγ ί ο υ Ν ι κ ο λ ά ο υ
177
Η ανάπτυξη των τεχνών Η οικονομική ευημερία στους Καλαρρύτες τον 17ο και ιδιαίτερα τον 18ο αιώνα έφερε ανάπτυξη και των τεχνών. Είναι γνωστό ότι η αργυροχρυσοχοϊα άκμασε στο χωριό. Μάλιστα, η ανάπτυξή της χρήζει περισσότερης και βαθύτερης ιστορικής μελέτης, καθώς οι απόψεις διίστανται για το αν η ανάπτυξη της τέχνης αυτής στο χωριό προηγείται χρονικά ή έπεται της ανάπτυξής της στα κοντινά Ιωάννινα. Γεγονός πάντως είναι ότι πολλοί γνωστοί ασημουργοί, που έδρασαν όχι μόνο εντός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και στα βενετοκρατούμενα τότε ακόμη Επτάνησα ή και στην Ιταλία, κατάγονταν από εδώ. Η λάρνακα του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο, δια χειρός Μπάφα, και τα Ευαγγέλια του Τσιμούρη είναι μερικά από τα γνωστότερα δημιουργήματα εκκλησιαστικών σκευών από Καλαρρυτινούς τεχνίτες. Η οικογένειες Βούλγαρη (Bulgari) και Νέσση (Nessi) εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ιταλία ιδρύοντας οίκους κοσμηματοτεχνίας, που κρατούν ως τις μέρες μας. Πτυχές της δημιουργίας αυτής πρόκειται σύντομα να εκτεθούν τόσο στο μουσείο αργυροτεχνίας στα Ιωάννινα, που δημιουργήθηκε και λειτουργεί υπό την αιγίδα του ΠΙΟΠ, όσο και σε τοπικό μικρό μουσείο-εργαστήριο, αλλά και κέντρο πληροφόρησης, που πρόκειται να λειτουργήσει στους Καλαρρύτες. Παράλληλα με την αργυροχρυσοχοϊα άκμασε και η εκκλησιαστική ζωγραφική. Καλαρρυτινοί ζωγράφοι δραστηριοποιούνταν ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα τόσο σε κοντινές περιοχές (Χώσεψη, μονή Βύλιζας κ.α.), όσο και στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Ενυπόγραφα έργα Καλαρρυτινών, οι οποίοι μάλλον μετακινούνταν ως συνεργεία, έχουν βρεθεί σε μονές και εκκλησίες στην Καλαμπάκα, τα Τρίκαλα, την Κρανιά Γρεβενών και σε άλλα σημεία του Θεσσαλικού κάμπου ο οποίος ήταν στενά δεμένος με τους Καλαρρύτες λόγω της κτηνοτροφίας, καθώς η Θεσσαλία ήταν κυρίως ο τόπος όπου παραχείμαζαν οι Καλαρρυτινοί κτηνοτρόφοι.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου Μπαίνοντας κανείς από την είσοδο Γκόντρο στο χωριό (είναι η είσοδος στην οποία καταλήγει ο δρόμος από τα Πράμαντα) βλέπει να υψώνεται σε ένα πλάτωμα πάνω σχεδόν από την είσοδο ο Ι. Ν. Αγίου Νικολάου. Πρόκειται για ένα επιβλητικό πέτρινο οικοδόμημα με εξωνάρθηκα που ορίζεται από αψιδωτή κιονοστοιχία και ψηλό καμπαναριό. Η τοπική παράδοση θέλει το ναό να έχει ιδρυθεί στα 1480. Ωστόσο ούτε αρχιτεκτονικά ούτε ιστορικά δεν μπορεί να στηριχθεί με βεβαιότητα μια τέτοια θέση. Πρόκειται για μια μεγάλη, τρίκλιτη βασιλική με ψηλό τρούλο. Μια εκκλησία τέτοιου μεγέθους, και μάλιστα τρουλωτή, δεν θα Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
178
Αφροδίτη Καμάρα
μπορούσε να κτιστεί στην πρώτη φάση της οθωμανικής περιόδου, όταν ακόμη οι περιορισμοί των Οθωμανών για την ανοικοδόμηση εκκλησιών ήταν αυστηροί. Επίσης ούτε οι πόροι ούτε ο πληθυσμός της ορεινής και νομαδικής ακόμη κοινότητας δικαιολογούν τέτοιο ναό την περίοδο αυτή. Το πιθανότερο είναι Ο Άγιος Νικόλαος Καλαρρυτών. ότι ο ναός με τη σημερινή του μορφή κτίστηκε περί τα τέλη του 17ου ή και στις αρχές του 18ου αιώνα, την περίοδο της ακμής πια των εμπορικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων των Καλαρρυτινών οι οποίοι αισθάνονταν ασφαλείς στα προνόμιά τους και είχαν την οικονομική δυνατότητα όχι μόνο να κτίσουν μια τέτοια εκκλησία, αλλά και να πληρώσουν οθωμανούς αξιωματούχους για να κάνουν “τα στραβά μάτια” στις κατάφωρες παραβιάσεις των αρχικών οικοδομικών αδειών. Φυσικά δεν αποκλείεται στη θέση να προϋπήρχε προγενέστερος ναός και δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί η επιγραφική μαρτυρία για το 1480. Ωστόσο θα πρέπει να ήταν μικρότερος και η ανοικοδόμηση θα έγινε μάλλον με άδεια επισκευής και όχι εκ νέου ανοικοδόμησης. Κάποιες δοκιμαστικές ανασκαφικές τομές στο μέλλον ίσως λύσουν το μυστήριο οριστικά. Η εκκλησία εσωτερικά είναι κατάγραφη με τοιχογραφίες οι οποίες χρήζουν όχι μόνο συντήρησης αλλά και μελέτης. Γνωρίζουμε πάντως ότι διακρίνονται τουλάχιστον τρία διαφορετικά στρώματα τοιχογραφιών. Η πυρπόληση του ναού το 1821 είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των φθαρτών μερών της. Το 1845 τα ξύλινα εσωτερικά μέρη, κυρίως το τέμπλο, ο άμβωνας και το δεσποτικό ανακατασκευάστηκαν από μετσοβίτη τεχνίτη. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα άρχισαν να συρρέουν δωρεές από τους απανταχού Καλαρρυτινούς, που λάμπρυναν την εκκλησία: ο κεντρικός πολυέλαιος δωρήθηκε από την οικογένεια Νέσση, αργυρά σκεύη, όπως ο δίσκος που αφιερώθηκε από τον Νικόλαο Βοϊάρο εκ Τεργέστης το 1861, αλλά και δυτικότροπα έργα, όπως η καταπληκτική δέση τύπου Pieta και το πανέμορφο ρώσικο μηνολόγιο.
Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Σ υ ν τ η ρ ώ ν τ α ς τ ι ς φ ο ρ η τ έ ς ε ι κ ό ν ε ς τ ο υ Αγ ί ο υ Ν ι κ ο λ ά ο υ
179
Το πρόγραμμα MoCaCu στους Καλαρρύτες To 2013 συστήθηκε, με επικεφαλής το εργαστήριο αρχαιομετρίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, μια φορητή μονάδα καταγραφής, ταυτοποίησης και συντήρησης φορητών κειμηλίων πολιτιστικής κληρονομιάς, με χρηματοδότηση από την Ομοσπονδιακή Διεύθυνση Πολιτισμού της Ελβετίας (BAK/FOC). Στόχος της μονάδας ήταν οι αποστολές σε απομακρυσμένες περιοχές της Ελλάδας. Μεταξύ των περιοχών, που επελέγησαν για τις πρώτες αποστολές της ομάδας, ήταν και οι Καλαρρύτες. Τον Ιούνιο του 2014, σε συνεννόηση με το τοπικό Στιγμιότυπο από την πρώτη, διερευνητική αποστολή στους Καλαρρύτες εκκλησιαστικό συμβούλιο και με τον κ. Ναπολέοντα Ζάγκλη, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αναγνωριστική αποστολή στο χωριό, από την γράφουσα και τον συντηρητή Αλέξανδρο Φλώρο. Μετά από επιθεώρηση των φορητών και δεσποτικών εικόνων και των λοιπών κειμηλίων καταλήξαμε σε έναν κατάλογο από 30 τέχνεργα που έχρηζαν άμεσης επέμβασης. Ο κατάλογος αυτός υποβλήθηκε προς έγκριση στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων, ο προϊστάμενος της οποίας, δρ. Κ. Σουέρεφ, ενέκρινε τις προτεινόμενες επεμβάσεις και έδωσε τις σχετικές άδειες. Έχοντας εν τω μεταξύ εξασφαλίσει τη χορηγία ενός βαν από την εταιρεία ενοικιάσεων αυτοκινήτων AutoUnion, η ομάδα των συντηρητών του MoCa Cu2
Η ομάδα συντήρησης εν δράσει
Αφαίρεση καμένων τμημάτων από εικόνα
2. Η ομάδα των συντηρητών απαρτίζεται από τους: Δρ. Ελένη Κουλουμπή, Δρ. Χρήστο Καρύδη, Καλλιόπη Παπακωνσταντίνου, Ευάγγελο Σιώκο, Αλέξανδρο Φλώρο και Αλέξανδρο Κωνσταντά. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
180
Αφροδίτη Καμάρα
ξεκίνησε ανήμερα του Ευαγγελισμού του 2015 και υπό καταρρακτώδη βροχή το ταξίδι για τον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων. Το εργαστήρι συντήρησης στήθηκε στο παρεκκλήσι του ναού. Οι πρώτες μέρες ήταν δύσκολες, καθώς ο κρύος και υγρός καιρός δυσχέραινε το έργο των συντηρητών. Επιπλέον, όλα τα εργαλεία και εφόδια έπρεπε να μεταφέρονται με υποζύγια από το βανάκι στην εκκλησία. Στις 3 Απριλίου στην ομάδα προστέθηκαν και η γράφουσα, ως υπεύθυνη ιστορικής τεκμηρίωσης, ο καθ. Νικόλαος Ζαχαριάς, επικεφαλής του εργαστηρίου αρχαιομετρίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, και η Μαρία Δενδροπούλου, υπεύθυνη για το συμπληρωματικό φωτογραφικό υλικό και τη βιντεοσκόπηση συνεντεύξεων. Συνολικά, στις 10 περίπου ημέρες που διήρκεσε το πρόγραμμα, συντηρήθηκαν οι εικόνες του τέμπλου και αρκετές φορητές εικόνες, ενώ εφαρμόστηκαν μη καταστροφικές τεχνικές αναλύσεων (Fiber Optics Microscopy – FOM και X-Rays Fluorescence - XRF) κυρίως στα μεταλλικά στελέχη των εικόνων, αλλά και αργυρά σκεύη, ενώ έγιναν και αναλύσεις με RAMAN στα μεταλλικά κράματα και σε δείγματα που ελήφθησαν από τρεις εικόνες. Οι συντηρημένες εικόνες του τέμπλου επανατοποθετήθηκαν, ενώ οι υπόλοιπες τοποθετήθηκαν σε προθήκες του μικρού εκκλησιαστικού μουσείου που δημιουργήθηκε στο βόρειο παρεκκλήσιο του ναού. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν δελτία καταγραφής με πληροφορίες για το κάθε αντικείμενο, αλλά και τις επεμ-
Εφαρμογή XRF σε μεταλλικά πάμφιλα εικόνων Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Σ υ ν τ η ρ ώ ν τ α ς τ ι ς φ ο ρ η τ έ ς ε ι κ ό ν ε ς τ ο υ Αγ ί ο υ Ν ι κ ο λ ά ο υ
181
Η ομάδα του ΜοCaCu με τον ομότιμο καθ. Γεωγραφίας Απόστολο Κατσίκη και τον Ναπολέοντα Ζάγκλη
βάσεις που έγιναν, προκειμένου να αποτελέσει πολύτιμο οδηγό για μελλοντικές επεμβάσεις.
Επίλογος Η εμπειρία από την εφαρμογή του προγράμματος MoCaCu στους Καλαρρύτες ήταν όχι μόνο πολύτιμη επιστημονικά, αλλά και βαθιά ανθρώπινη. Ο οικισμός αυτός, που τους χειμερινούς μήνες έχει ελάχιστους κατοίκους, αντιστέκεται στο χρόνο διατηρώντας ζωντανές τις μνήμες του ανθούντος ελληνισμού της ύστερης οθωμανικής περιόδου. Θα θέλαμε να επιστρέψουμε στους Καλαρρύτες στο εγγύς μέλλον, όχι μόνον για να παρακολουθήσουμε την πορεία των συντηρημένων αντικειμένων, αλλά και για να συμβάλουμε στην αντιμετώπιση, από κοινού με τις τοπικές αρχές και φορείς διαχείρισης και με το εκκλησιαστικό συμβούλιο, των προβλημάτων συντήρησης του ίδιου του ναού και των τοιχογραφιών του. Ας ελπίσουμε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων ότι σύντομα ένα άλλο πρόγραμμα θα μας δώσει τη δυνατότητα αυτή. * H Αφροδίτη Καμάρα είναι ιστορικός Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Ν. Κολέζας*
Δημητρίου Χρ. Στάμου: Το γλωσσικό ιδίωμα των Πραμάντων
Σ
τοὺς δύσκολους καιρούς, μὲ τὸ διάχυτο κλίμα δυσανεξίας, τὴν ρευστὴ ἀνασφάλεια, τὸν κλονισμὸ τῶν συσχετισμῶν, τὴν καταστροφὴ τῶν βεβαιοτήτων, ἡ ὓπαρξη ἀνθρώπων ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴ γλώσσα, εἶναι ὄχι μόνο ἐπαινετή, ἀλλὰ καὶ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ ὅσους θὰ θελήσουν νὰ καταγράψουν τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τοῦ γενέθλιου τόπου τους. Τὸ ἐπιστημονικὸ πόνημα τοῦ Δημητρίου Χρ. Στάμου, μὲ τίτλο «Τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τῶν Πραμάντων», ἀναφέρεται στὶς ἀλλοιώσεις τῆς γλώσσας, ποὺ ὑπῆρχαν ἐπὶ αἰῶνες στὸν προφορικὸ λόγο τῶν ἀνθρώπων τοῦ συγκεκριμένου γεωγραφικοῦ χώρου. Παρόμοιες ἀλλοιώσεις ὑπῆρχαν σὲ ὅλα τα τοπικὰ ἰδιώματα τοῦ βορείου Ἑλλαδικοῦ χώρου μὲ ἐξαίρεση τὰ τῆς Πελοποννήσου καὶ τὰ τῆς Ἀττικῆς. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ νότιο ἰδίωμα, ποὺ διατηρεῖ τὰ φωνήεντα στὸν προφορικὸ λόγο, στὸ βόρειο ἰδίωμα, τὸ ἄτονο -ο (-ω) τρέπεταί σε ου (-u), και το -ε (-η, -υ, -ει, -οι). Καὶ τὰ μὴ τονιζόμενα -ου (-u) και -ι συγκόπτονται ἢ ἀποβάλλονται ἢ προφέρονται ἀτελῶς π.χ. ψουμὶ (ἀντὶ ψωμὶ) /οὐχτρὸς (ἀντὶ ἐχθρὸς) / σι λίγου (ἀντὶ σὲ λίγο) / οὖλος ἀντὶ ὅλος κ.ἄ. Γιὰ τὴ μελέτη του αὐτή, ὁ συγγραφέας ἐπέλεξε ἕνα ἀριθμὸ λέξεων ἀπὸ τὸ ἰδίωμα τοῦ γενέθλιου τόπου του. Καὶ μὲ βάση τοὺς ἰσχύοντας γλωσσικοὺς νόμους γιὰ τὸ βόρειο ἰδίωμα, καθὼς καὶ τὰ σχετικὰ πορίσματα τῆς γλωσσολογίας, κατέγραψε τὰ αἴτια τῶν οἱωνδήποτε παραμορφώσεων ποὺ ὑπάρχουν σὲ αὐτὸ τὸ τοπικὸ λεξιλόγιο. Ἀπὸ τοὺς ὡς ἄνω νόμους σημειώνονται τὰ ἀκόλουθα: 1) Νόμος ὀργανικὸς τοῦ βορείου ἰδιώματος ὁρίζει ὅτι ἀποβάλλονται οἱ κλειστοὶ φθόγγοι -ι, -ου, ὅταν βρίσκονται σὲ ἄτονο χώρα, π.χ. Τρίτη > τρίτ’ /κ.ἄ. 2) Νόμοι ἀναλογικοὶ Σύμφωνα μὲ αὐτοὺς τὸ 1ο πρόσωπο τῶν περισπωμένων ρημάτων, ἂν καὶ τονίζεται, ἔχει κατάληξη –ου, π.χ. θὰ πιῶ > θὰ πιοὺ / καρτερῶ > καρτεροὺ κ.ἄ. 3) Φωνητικοὶ νόμοι: Αὐτοὶ διέπουν τὴ διατήρηση ἢ μὴ τῶν ἄτονων φωνηέντων, ἀλλὰ δὲν εἶναι παντοῦ οἱ ἴδιοι: π.χ. ἂν σώζεται σὲ ἕνα ἰδίωμα τὸ ἄτονο φωνῆεν μιᾶς λέξεως, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι τὸ ἴδιο γίνεται καὶ σὲ ἄλλα Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
184
Ν. Κολεζας
ἰδιώματα π.χ. στὸ Ζαγόρι λένε «παρατηράου», στὰ Τζουμέρκα «παρατ’ράου», στὸ Αἰτωλικὸ «τ’ράου». Μιὰ γενικὴ εἰκόνα τῶν ἀλλοιώσεων ποὺ ὑπάρχουν στὰ τοπικὰ λεξιλόγια τοῦ βορείου ἰδιώματος εἶναι ἡ ἀκόλουθη: 1) Στὰ φωνήεντα: α) Μετατροπὴ τῶν ἀτόνων φωνηέντων: τὸ ο (-ω) σὲ ου, π.χ. ψωμί > ψουμί. β) Ἀποβολὲς φωνηέντων Τὰ ἀρχικὰ ἄτονα -ο, -ι ἀποβάλλονται μὲ μετάθεση, π.χ. ὄνειρο > ἤνορο. γ) Στὰ σύμφωνα Το -ζ ἀκούγεται δυνατὰ πρὸ τοῦ -μ, π.χ. ζ’μώνου. δ) Στὰ ὀνόματα Ἀλλάζει τὸ γραμματικὸ γένος τῶν οὐσιαστικῶν π.χ. ὁ ἀσβέστης > ἡ ἀσβέστη / Ἀθανάσιος > Νάσιος / Ἠλίας / Λιᾶς. ε) Στὰ ρήματα Τὰ περισπώμενα ρήματα ἀκούγονται ἀσυναίρετα, π.χ. πουνάου. Καὶ τὰ λήγοντα σε –ίζω καταλήγουν σε –άου, π.χ. λαχταρίζω > λαχταράου. στ) Στὰ ἐπιρρήματα ἀκούγονται τὰ ἀκόλουθα: Σιακάτ’ἀντί (πρὸς τὰ κάτω) / ξώκαρδα (ἀντὶ χωρὶς ἐνδιαφέρον) / μπόλικο (ἀντὶ πολύ, ἄφθονο). Παρόμοιες μελέτες συμβάλλουν σημαντικὰ στὶς ἔρευνες γιὰ τὰ ΒόρειοἙλλαδικὰ τοπικὰ ἰδιώματα καὶ βοηθοῦν στὸ νὰ γνωρίσουμε τὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας. Στὸν συγγραφέα ἀνήκει ὁ δίκαιος ἔπαινος.
* Ο Ν. Κολέζας είναι Ὁμότιμος Καθηγητὴς Κλασικὴς Φιλολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Κωνσταντίνα Ζήδρου*
Ν. Καρατζένης Με τους ποιμένες στην Πίνδο την αρχέγονη εστία του Νομαδισμού
Ο
ι απαρχές του νομαδισμού, δηλαδή της εποχικής μετακίνησης των κτηνοτρόφων και των κοπαδιών τους, χάνονται στα βάθη της προϊστορίας. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος τρόπος διαβίωσης εξακολουθεί έως σήμερα, διατηρώντας μάλιστα αναλλοίωτα τα βασικά χαρακτηριστικά του, παρά την εισαγωγή των τεχνολογικών μέσων και τη σημαντική μείωση των ποιμένων. Σχεδόν όλα τα αρχαία φύλα, συμπεριλαμβανομένων και των Ηπειρωτών, διαβίωσαν ως νομάδες για αιώνες. Επιπλέον αρκετοί πολιτισμοί π.χ. των Μογγόλων, φυλών Ινδιάνων κ.α. δημιουργήθηκαν αποκλειστικά από νομάδες. Ειδικά στην Ήπειρο, μόλις στον 4ο π.Χ. αιώνα, γίνεται η μετάβαση από τον νομαδικό τρόπο ζωής στην εγκατάσταση σε μόνιμους τειχισμένους οικισμούς. Βασική κοιτίδα των Ηπειρωτών κτηνοτρόφων, από την προϊστορία έως σήμερα, υπήρξε η Πίνδος, η επιβλητική και εντυπωσιακή αυτή οροσειρά η οποία με τα παρακλάδια της διαμόρφωσε και διαμορφώνει το κλίμα, το ανάγλυφο, την ιστορία και τον πολιτισμό της περιοχής. Ακριβώς αυτό το αδιαίρετο και ιδιαίτερο δίδυμο «Πίνδος και νομάδες» πρωταγωνιστεί στο νέο βιβλίο του Ν. Καρατζένη, με τίτλο «Με τους ποιμένες στην Πίνδο την αρχέγονη εστία του Νομαδισμού». Πρόκειται για μια πρωτότυπη λαογραφική πηγή η οποία εμπεριέχει επίσης τοπογραφικά, γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία, αλλά και ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο, στα μέρη και στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του νομαδισμού, όπως κληροδοτήθηκαν από τους αρχαίους Ηπειρώτες και επιβιώνουν έως σήμερα. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο, ο τίτλος «Ένα φθινόπωρο με τα πρόβατα στα χιόνια και στα ποτάμια» συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο και το περιεχόμενο. Περιλαμβάνει μία λεπτομερειακή αφήγηση της πορείας των νομάδων, στα μέσα του Οκτώβρη, από τα Πραμαντιώτικα βουνά προς τα χειμαδιά με τις στάσεις, τις δυσκολίες και τις ομορφιές της. Πιο συγκεκριμένα, μέσα από μία γλαφυρή και αναλυτική περιγραφή, που μετατρέπεται σε βιωματική εμπειρία, ο αναγνώστης κατεβαίνει προς τα χειμαδιά με τους κτηνοτρόφους και τα κοπάδια τους, ακολουθώντας τα διαχρονικά μονοπάτια του νομαδισμού. Παράλληλα, παρατηρεί και θαυμάζει τη μοναδική και αγέρωχη φύση, μαθαίνει να αναγνωρίζει τα σημάδια του καιρού, αλλά και τον τρόπο να προφυλάσσεται. Κυρίως όμως επικεντρώνεται στους μεγάλους πρωταγωνιστές, τους νομάδες, Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
186
Κωνσταντίνα Ζήδρου
στην ενδυμασία τους και τη σημασία κάθε αντικειμένου π.χ. της γκλίτσας, της κάπας, της πίπας, της καπνοσακούλας κ.ά. για αυτούς, στην τροφή τους, στα ήθη και τα έθιμά τους, στις σκέψεις, στα συναισθήματα, στις επιθυμίες τους, στις ελπίδες, στις χαρές, στις λύπες, στις αναμνήσεις, στην πορεία της καθημερινότητάς τους, δηλαδή την εποχική μετακίνηση, τη βόσκηση, το άρμεγμα, το κούρεμα κ.ά., στη συνεχή και αέναη μάχη τους τόσο με τις φυσικές δυνάμεις: τη βροχή, τις καταιγίδες, την παγωνιά, τους κεραυνούς, από τους οποίους έχουν σκοτωθεί πολλοί, τις χιονοθύελλες, τη διάβαση των υπερχειλισμένων ποταμών, όσο και με τις ποικίλες δυσκολίες: τη σκόνη, τη λάσπη, τις νυχτερινές πορείες, την κούραση, την πείνα, τη δίψα, την αγρύπνια, τα φίδια, τους σκορπιούς, τους ψύλλους, τα τσιμπούρια, τους ζωοκλέφτες, τους ληστές, τους αγροφύλακες και εν τέλει με την αβάσταχτη για εκείνους προκατάληψη, καθώς παρά την τεράστια και πολύπλευρη προσφορά τους χαρακτηρίζονταν ως κατώτεροι και «χωριάτες». Επιπλέον, μπροστά στα μάτια του αναγνώστη ξετυλίγεται με κάθε λεπτομέρεια η τοπογραφία της εκάστοτε περιοχής, τα δύσβατα, τα επικίνδυνα σημεία, τα τυχόν καταφύγια, η διάβαση των ποταμών κ.ά., μαζί με μοναδικά και πολύτιμα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία. Στο δεύτερο μέρος και πάλι ο τίτλος του «Ποιμένες, πρόβατα, τζομπανόσκυλα» είναι ενδεικτικός του περιεχομένου του. Σε αυτό ο αναγνώστης αντλεί περισσότερες πληροφορίες για τα ζώα, τις διαφορές τους, τις ανάγκες τους, τους τρόπους που τα ξεχώριζαν οι ποιμένες, τα προβλήματά τους π.χ. τραυματισμοί, ασθένειες και τις λύσεις που εφάρμοζαν ή επινοούσαν σε κάθε περίπτωση οι νομάδες, για τα τσοπανόσκυλα, την ιστορική τους διαδρομή και τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στη διατήρηση της ακεραιότητας του κοπαδιού, όπως και για τον αιώνιο εχθρό τους, τον λύκο. Στη συνέχεια, συμπληρώνεται και διανθίζεται με επιπλέον στοιχεία, συχνά με στίχους ή και αποσπάσματα λογοτεχνικών κειμένων, η προσωπογραφία του τσέλιγκα. Ακολουθούν τόσο η παράθεση μιας σύντομης ιστορικής αναδρομής του νομαδισμού, όσο και οι απόψεις των ίδιων των πρωταγωνιστών για τη νομαδική ζωή και τη σημασία της για την οικονομία, την κοινωνία, την ιστορία και τη διαφύλαξη της παράδοσης του έθνους. Μοναδικού επιστημονικού ενδιαφέροντος θα πρέπει να θεωρούνται οι πληροφορίες που εξάγονται από τις διηγήσεις των ίδιων των νομάδων αναφορικά με τη βόσκηση των κοπαδιών, τα σημεία που προτιμούσαν, τη διατροφική αξία των παραγόμενων προϊόντων π.χ. του τυριού, τη διαδικασία παραγωγής τους, την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και τη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας ως συνέπεια της βόσκησης. Ιδιαίτερη μνεία, μέσα από μία ζωντανή και αληθινή όσο και συγκινητική αφήγηση, γίνεται στη γυναίκα, στη μαρτυρική και ηρωική αυτή μορφή, η οποία με τον πολλαπλό ρόλο της ως σύζυγου, μητέρας, συχνά εγκυμονούσα, νοικοκυράς αλλά και ποιμένος η ίδια κατάφερΤζουμερκιώτικα Χρονικά
Με τους ποιμέν ες στην Πίν δο την αρχέγονη εστία του Νομαδισμού
187
νε, με αξιοθαύμαστο τρόπο, να δαμάζει τα στοιχεία της φύσης, να ξεπερνά τις δυσκολίες, να κερδίζει τον ίδιο τον χρόνο σε έναν αμείλικτο αγώνα δρόμου, να βρίσκεται παντού, να φροντίζει τα πάντα, να μεγαλώνει και να αγαπά τα παιδιά της, να προσφέρει σε όλους, χωρίς να ζητά τίποτα για εκείνη και χωρίς να παραπονιέται ποτέ. Το δεύτερο μέρος, όπως και το βιβλίο στο σύνολό του, ολοκληρώνεται με λίγες νοσταλγικές και παράλληλα συγκινητικές γραμμές, -πλαισιωμένες από μία φωτογραφία-, οι οποίες αναφέρονται στην καταλυτική μείωση του αριθμού των νομάδων και κατά συνέπεια στην εγκατάλειψη των ορεινών όγκων από τα κοπάδια και τους τσέλιγκες. Μέσα από ένα σχεδόν ποιητικό κείμενο περιγράφεται η σύγχρονη κατάσταση της ερήμωσης, σε αντίθεση προς τους ήχους, τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας και εν τέλει τη ζωή που αντηχούσε στα βουνά με την ύπαρξη των ποιμνίων. Το σύνολο των κειμένων διανθίζεται από ποικίλες πηγές, οι οποίες παραπέμπουν τόσο σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας όσο και σε σύγχρονα βιβλία ιστορικά, λαογραφικά, λογοτεχνικά κ.α., αλλά και από ένα πλήθος εικόνων που συχνά οπτικοποιούν τις περιγραφές. Επιπλέον, οι επεξηγήσεις, η ετυμολογία ποιμενικών γλωσσικών όρων, ο λόγος που ρέει αβίαστα, το πλούσιο λεξιλόγιο και ο άψογος χειρισμός της γλώσσας από τον συγγραφέα καθηλώνουν τον αναγνώστη, υπενθυμίζοντας τη διπλή ιδιότητα του Ν. Καρατζένη, ως ποιμένα αλλά και ως φιλολόγου, που του προσδίδει και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα γραφής. Επιπρόσθετα, οι αναφορές σε κείμενα της κλασικής αρχαιότητας, η προέλευση γλωσσικών όρων από την ίδια ιστορική περίοδο, η χρήση θέσεων και μονοπατιών τα οποία ακολουθούσαν και οι αρχαίοι Ηπειρώτες νομάδες αποδεικνύουν, με τον πιο πειστικό και αδιάψευστο τρόπο, τον διαχρονικό και αναλλοίωτο χαρακτήρα του νομαδισμού. Το χαρακτηριστικό όμως εκείνο που καθιστά το βιβλίο του Ν. Καρατζένη μοναδικό είναι ότι τα γραφόμενά του δεν πηγάζουν από τις θεωρητικές μελέτες του σε βιβλιοθήκες και λαογραφικά μουσεία. Αντίθετα, πρόκειται για προσωπικά βιώματα και επιτόπια έρευνα, για αλήθειες, ομορφιές και δυσκολίες που ο ίδιος έζησε και που αποφάσισε, με τρόπο εύληπτο και αντικειμενικό αλλά και με άριστη γνώση του θέματος να μεταφέρει στο χαρτί, υποκινούμενος από μια βαθιά εσώτατη ανάγκη να διαφυλάξει από τη λήθη τις αναμνήσεις του και εν συνεχεία να τις μεταβιβάσει σε όλους εμάς ως οφειλή και τιμή στους αδελφούς του κτηνοτρόφους που πάλεψαν και εξακολουθούν να παλεύουν. Συνολικά, ο Ν. Καρατζένης, στο παρόν πόνημά του, μέσα από το πλούσιο λεξιλόγιο, τις γλαφυρές περιγραφές, τις πολυάριθμες λεπτομέρειες, μας ανοίγει την ψυχή του, μας αποκαλύπτει τα βιώματά του, μας απαριθμεί αναλυτικά, αντικειμενικά, σχεδόν κινηματογραφικά τα θετικά και τα αρνητικά της ποιμενικής Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
188
Κωνσταντίνα Ζήδρου
ζωής, καθώς και την πολύπλευρη σημασία του νομαδισμού, ενώ φιλοτεχνεί και την προσωπογραφία του τσέλιγκα. Επιπλέον, μας κομίζει την ελευθερία που νιώθει κάποιος στις ψηλές βουνοκορφές, μας ταξιδεύει στον χώρο και στον χρόνο μέσα από τα κοινά στοιχεία των σύγχρονων και των αρχαίων Ηπειρωτών νομάδων, διασώζει πολύτιμες πληροφορίες για τον ειδικό επιστήμονα και νοσταλγικά στοιχεία για όσους γνώρισαν τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής αλλά και για όσους επιθυμούν να έλθουν σε επαφή μαζί του. Εν κατακλείδι, μέσα από μια σειρά αντιθέσεων, με τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του, πετυχαίνει να αναγαλλιάσει τόσο η δική του ψυχή, αποτυπώνοντας στο χαρτί το πλήθος των βιωμάτων του, όσο και η δική μας, ερχόμενη σε επαφή με τη μοναδική φυσική ομορφιά των τοπίων και την αυθεντικότητα των ποιμένων.
* Η Κωνσταντίνα Ζήδρου είναι αρχαιολόγος, υποψήφια διδάκτωρ
Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Κώστας Ζώνιος*
Βασίλης Μάργαρης: Γιάννινα πέτρινα Κι η Ήπειρος όλη μια πέτρα ’ναι χτισμένη μένα, το καλύτερο από τα λευκώματά μου». Μια ομολογία του Βασίλη «ΓιαΜάργαρη στον γράφοντα, σε παραλίμνιο καφέ με εκπληκτική θέα τη λί-
μνη και πέρα από αυτή, όπου φτάνει το μάτι. Γλυκό πρωινό του Σεπτέμβρη με το καλοκαίρι ακόμα θρονιασμένο και το φθινόπωρο να μετράει αναμονές. Μια συνάντηση, λίγο πριν από την ολοκλήρωση αυτού του μικρού πονήματος, χωρίς να έχει ενημερωθεί σχετικά, από τον γράφοντα. Απολαμβάνοντας γουλιά-γουλιά τον γευστικό καφέ, μιλούσαμε παράλληλα για πολλά και διάφορα, σε μια «ύστατη» προσπάθεια μέσα από το διάλογο να δώσουμε διέξοδο στις αγωνίες μας-καλλιτεχνικές και καθημερινές- στους στεγνούς καιρούς που ζούμε πια. Ξεκινώντας από τον πρόλογο-εισαγωγή του συγγραφέα στο ως άνω τιτλοφορούμενο βιβλίο του-μπαίνω στο χορό της αρχής του κειμένου. «Τα βουνά είναι η μοίρα της Ηπείρου. Τούτες οι αναπάντεχες εξάρσεις της γης, οι συμπήξεις και οι ζαρωματιές που φουντωμένες και καταπράσινες κι άλλοτε σαν ατσάλι πρωτόπλαστο λαμποκοπούν στο φως σκαρώνοντας δύσβατες κορυφώσεις, τούτες οι συνεχείς κι αγριωπές αναδιπλώσεις της γης, που πιάνουν όλον τον τόπο, δημιούργησαν από παλιά και τους μελλοντικούς δρόμους, την περπατησιά των κατοίκων της και των γενεών τους μες στον χρόνο. Σε καμιά άλλη γωνιά της χώρας μας δεν ανθίζει τούτος ο ξαφνικός, αδρός και παρδαλός γεωγραφικός τάπητας, σε καμιά άλλη μεριά δεν τραγουδά το βουνίσιο σκοπό της, πολύθελκτη, αντρίκεια τούτη κορυφογραμμή: Γράμμος, Σμόλικας, Γκαμήλα (Τύμφη), Περιστέρι, Τζουμέρκα, Κασσιδιάρης, Τόμαρος, Γκορίλας κ.λπ. Ορθοπλαγιές και τρομακτικά φαράγγια που δεν τ’ αντέχεις, γκρεμοί και κράκουρα, πετρωμένα, καμωμένα όλα με το σκληρό, στερεό ζυμάρι της πέτρας, τη μεστή, την αδρή, την άτεγκτη δύναμή της…» Το περιεχόμενο του βιβλίου, όπως σημειώνει επί λέξει στις σελίδες του ο συγγραφέας, «περιλαμβάνει 414 μαυρόασπρες φωτογραφίες με κεντρικό θέμα την πέτρα, ως μοναδικό ή δεσπόζον στοιχείο στο ηπειρωτικό παραδοσιακό κτίσμα. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
190
Κώστας Ζώνιος
Με μέτρο τη γεωγραφική διάταξή τους, χωρίζεται σε δύο μέρη: «Γιάννινα πέτρινα και όλη η Ήπειρος μια πέτρα ‘ναι χτισμένη» Οι φωτογραφίες του βιβλίου επελέγησαν από ‘να πολύ μεγαλύτερο σύνολο φωτογραφιών (ίδιας θεματικής) που «τραβήχτηκαν» οι μισές τα τελευταία δυο χρόνια. Η επιλογή των φωτογραφιών για το λεύκωμα βασίστηκε σε δυο κριτήρια: Στην παλαιότητα, αλλά και στο ενδιαφέρον των κτισμάτων που εικονίζουν, ως προς το ύφος και τη δόμηση. Για την παλαιότητα κρατήθηκαν χρονικά όρια: «Τα παριστάμενα κτίσματα να μην ξεπερνούν τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα…». Η ποιητική διάσταση, γενικά στο έργο του, είναι εμφανής. Φωνή με πλούσιο ηχόχρωμα κι άρωμα μελωδικότητας σε όλα τα πνευματικά του δημιουργήματα. Ανεξάρτητα αν αυτά είναι ποίηση, δοκίμια, πεζά, κριτική βιβλίου και θεάτρου, ταξιδιωτικά κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες. Η αποτύπωση της ομορφιάς (όπως αναφέρεται κι αλλού) σε κάθε μορφή δημιουργίας, στην απόλυτη έκφρασή της είναι ποίηση και ο Βασίλης Μάργαρης έχει αυτό το χάρισμα στις σωστές διαστάσεις του. Η πνευματική του επάρκεια, ως γνώστης του αντικειμένου, είναι πλήρης. Πρώτα απ’ όλα είναι ποιητής. Η πρώτη του «ματιά» και η «ανάγνωση» του κόσμου είναι σίγουρα ποιητική. Η μελέτη των κειμένων του το αποδείχνει περίτρανα! Η γλώσσα του, που έχει πηγή το λυρισμό, ξεδιψάει και δροσίζει. Δημιουργός πραγματικός. Με ό,τι καταπιάνεται, το τοποθετεί στο βάθρο της σωστής διάστασης, όπου το έντονα ξεχωριστό αποκτάει υπεροχή και επιβολή. Καθαρίζει το τοπίο από κάθε αχλύ. Μένει, θαρρείς, αυτό που είναι στις φυσικές του διακηρύξεις και διαστάσεις. Το έργο του πολυδιάστατο και μέσα στα όρια της αυτογνωσίας και της βαθιάς γνώσης του αντικειμένου του δίνει οντότητα και χαρακτήρα. Ξυπνάει μνήμες, φλογίζει αισθήματα σε μια διάσταση και διάταξη του χώρου, όπου χαίρεσαι, παιδί ανέμελο, τη ζωή. Φτάνει συχνά στο «απόλυτο» σαν έκφραση, χωρίς την ταραχή της θάλασσας μέσα του. Εδώ παίρνει το αίμα του πίσω! Ό,τι του χάρισε η φύση σε ταλέντο, της το επιστρέφει με όπλο την πένα του κι εργαλείο το φωτογραφικό φακό. Ό,τι απαντάει σ’ αυτήν, καθώς και στα έργα του ανθρώπου, το τυπώνει μέσα από το φωτογραφικό μάτι, εικόνα καθαρή και στην παραμικρή λεπτομέρεια στην αποτύπωσή της. Η ποιητική του διάσταση φτάνει στην κορύφωσή της στην απεικόνιση των αντικειμένων που από μόνα τους είναι συχνά έργα τέχνης. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Β α σ ί λ η ς Μ α ρ γ α ρ ή ς : Γι ά ν ν ι ν α Π έ τ ρ ι ν α
191
Δαμάζει εδώ χώρους, χρόνους και φτάνει την προσδοκία στο επιστέγασμα της παρουσίας του. Το φωνάζει μέσα από τις δημιουργίες του, πολύπλευρες οι διαστάσεις στο έργο του. Χύνεται η άβυσσος μέσα του- όπως και σε κάθε πραγματικό δημιουργό-και βγαίνει άνεμος δημιουργίας στα αντικείμενα του ήρεμου πόθου, που αποπνέουν άρωμα μέθης και οίστρο υπεροχής. Χρωματίζεται έντονα η διάσταση της πνευματικότητας στο χώρο, έξω από όρθρους και παραστάσεις. Είναι, θαρρείς, πεπρωμένο, γίνεται καθολική συνείδηση. Για το έργο του και την προσφορά του στα Νεοελληνικά Γράμματα έχουν γραφτεί κι έχουν κατατεθεί σχετικά, μέσα από κριτικές κι αφιερώματα, που όλα είναι: Έπαινοι, ύμνοι, εγκώμια! Πιο συγκεκριμένα διοργανώθηαν τιμητικές βραδιές και εκδηλώσεις από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, τον Δήμο Πρέβεζας, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το Ίδρυμα Εγνατία Ήπειρος και την εφημερίδα Νέοι Αγώνες Ιωαννίνων.
* Ο Κώστας Ζώνιος είναι λογοτέχνης
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Γ.Ν. Γιαννάκης*
Κώστα Μπόση: Ο Κραβαρίτης, μυθιστόρημα, (Σύγχρονη Εποχή), Αθήνα 1983, σσ. 528 α) Σύντομη βιοεργογραφία του συγγραφέα Το Μπόσης είναι λογοτεχνικό επώνυμο του Κώστα Πουρναρά και έχει τούρκικη προέλευση: bos στα τούρκικα σημαίνει τον μάταιο, τον διαθέσιμο, τον άχρηστο και τον άεργο. Προφανώς, το χρησιμοίησε ο συγγραφέας λόγω του ότι υπάρχει στο χωριό του το οικωνύμιο Στου Μπόση. Ο Κώστας Πουρναράς γεννήθηκε το 1908 στη σημερινή Κυψέλη Άρτας, που παλαιότερα –πριν από το 1971- ονομαζόταν Χώσεψη. Το όνομα αυτό προήλθε από σλάβικη παραφθορά του τουρκοπερσικού hodza (M. Vasmer, Die Slaven in Griechenland, Leipzig 1970 = Berlin 1941, σ.61). Αποφοίτησε από το τότε Γυμνάσιο της Άρτας και ήταν συμμαθητής του Γιώργου Κοτζιούλα, όπως διαπιστώνεται από το μαθητολόγιο της εποχής εκείνης και από το διήγημα Τελειόφοιτοι του Γυμνασίου (σειρά: Από μικρός στα γράμματα, Άπαντα Γ. Κοτζιούλα, Διηγήματα και άλλα πεζά, τ. 2ος, έκδ. 2η, «Δίφρος» Αθήνα 2013, σσ. 254-5): «Κοντεύαμε πια να ξεσκολίσουμε από την Άρτα. Και είχαμε πάρει τώρα κάποιο θάρρος εμείς τα χωριατόπουλα, δεν ήμασταν φοβισμένοι, όπως στην αρχή… Μας έδειχναν τώρα, μας ήξεραν με τα ονόματά μας, όπως κι εμείς παλιότερα κοιτάζαμε όλο σεβασμό τους πρεσβύτερους αριστούχους: […] Και τώρα μελετούσαν το Νάκο, εμένα, τον Κουτσαρίδα, τον Παπαθανασίου, ακόμα και τον Πουρναρά που είταν άσσος στα μαθηματικά.» Στη συνέχεια, ο Πουρναράς αποφοίτησε από τη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων και υπηρέτησε ως δάσκαλος στη Θράκη και στην Ανέζα Άρτας. Με την επιβολή τής μεταξικής δικτατορίας συλλαμβάνεται και καταδικάζεται ως “επικίνδυνος δια την δημόσιαν τάξιν”, μεταφέρεται στις φυλακές τής Κέρκυρας και αργότερα εκτοπίζεται στον Αη Στράτη όπου τον βρίσκει η γερμανική κατοχή. Τις 17 Ιουνίου του 1943 συμμετέχει στη μεγάλη απόδραση από το νησί αυτό της εξορίας και καταφεύγει στη Χαλκιδική, για να αγωνιστεί με όλες του τις δυνάμεις ενάντια στον στυγνό κατακτητή. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου φτάνει ως πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη. Έπειτα βρίσκεται για ανώτατες σπουδές στη Μόσχα και τελικά εγκαθίσταται στη Ρουμανία όπου προσφέρει από το πλούσιο πνευματικό και ψυχικό του απόθεμα – όντας μονόφθαλμος από τραύμα στο κεφάλι – ό,τι μπορεί για την αγαπημένη του πατρίδα, συγγράφοντας, αρθρογραφώντας και μεταφράζοντας. Παντρεύεται την ρουμάνα Ιλεάνα Μπιρσάν, μένει στη χώρα της με τον Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Κώστα Μπόση: Ο Κραβαρίτης
193
καημό του επαναπατρισμού και πεθαίνει στο Σιμπίου τις 2 Απριλίου του 1994. Κατά έγκυρη μαρτυρία, προτού να φύγει από τη ζωή, παρακάλεσε τη γυναίκα του, αν δεν μπορέσει να μεταφέρει και να αποθέσει την τέφρα του στην αγαπημένη του Χώσεψη, να τη ρίξει στο ποτάμι κι αυτή με τη βοήθεια της θάλασσας θα φτάσει στον προορισμό της. Η Ιλεάνα όμως, όταν μπόρεσε, τη μετέφερε και την τοποθέτησε στο χωριό του μέσα σε σεμνό μνήμα. Κατά κοινή ομολογία, ήταν “φωτισμένος δάσκαλος, ακατάβλητος αγωνιστής και καταξιωμένος συγγραφέας.” (“Αη Στράτης”, Αθήνα 1995, οπισθόφυλλο). Η ΙΛΕΤ θα πρέπει να συγκεντρώσει και να αγκαλιάσει στοργικά το πλούσιο έργο του τζιουμερκιώτη λογοτέχνη, μεταφραστή και λόγιου Κώστα Πουρναρά, από το οποίο έχουν εκδοθεί τα εξής βιβλία: Αη Στράτης, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941, Αθήνα 1995 (=Ιστορικές Εκδόσεις 1977= Εκδοτικό Τμήμα, Αθήνα 1947). Εμείς θα νικήσουμε, Εκδοτικό “Νέα Ελλάδα” 1953 Δύσκολες μέρες, (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις) Ρουμανία 1956. Αναμνήσεις, Αθήνα 1978. Ο Θωμάς Καρατζάς, (Σύγχρονη Εποχή) Αθήνα 1978. Ο Κραβαρίτης, μυθιστόρημα, (Σύγχρονη Εποχή) Αθήνα 1983. … και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα, (Σύγχρονη Εποχή) Αθήνα 2013 (=Πολιτικές και Λογοτεχνικές εκδόσεις 1962 = Σύγχρονη Εποχή Αθήνα 1998).
β) “Ο Κραβαρίτης, μυθιστόρημα” i. Το ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος του. Το μυθιστόρημα αυτό χωρίζεται σε τρία μέρη από τα οποία το πρώτο διαιρείται σε έξη κεφάλαια και τα άλλα δύο σε πέντε το καθένα. Πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, για μυθιστόρημα της εθνικής αντίστασης στα Τζουμέρκα. Τα στοιχεία, που κατοχυρώνουν αυτόν τον χαρακτηρισμό, είναι τα παρακάτω. Η υπόθεση του έργου εξελίσσεται ως εξής: ξ ε κ ι ν ά ε ι από τη μεσοπολεμική περίοδο που «Ήταν μια εποχή μπερδεμένη. Το ένα κίνημα ακολουθούσε το άλλο και η κοινοβουλευτική περίοδος δεν ξεχώριζε απ’ τη διχτατορία.» (σ. 26) και φ θ ά ν ε ι στη δικτατορία του Μεταξά, κατά την οποία “στο Κακοχώρι” – το χωριό του βασικού ήρωα, του Θανάση Κραβαρίτη στον οποίο το μυθιστόρημα οφείλει το όνομά του – έρχεται μια “απανταχούσα” της αυτοαποκαλούμενης τότε εθνικής κυβέρνησης να ιδρυθεί ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας). Η κατάσταση δεν αφήνει περιθώριο επιλογής: «Να φτιάξουμε την ΕΟΝ, θα μας δείρει ο κόσμος. Να μην τη φτιάξουμε, θα μας τσοκανίσει ο νομάρχης. Μπρός βαθύ και πίσω ρέμα.» (σ.130). Στη συνέχεια περνάει μέσα από τη γερμανοϊταλική Κατοχή και τ ε ρ μ α τ ί ζ ε τ α ι με την αποΈ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
194
Γ . Ν . Γι α ν ν ά κ η ς
χώρηση των Γερμανών και την εκτέλεση του πρωτοήρωα από την γκεστάπο. Για τις πολεμικές επιχειρήσεις που παρουσιάζει το μυθιστόρημα, υπάρχουν τρία terminus postquem: μνημονεύονται το Σύμφωνο του Λιβάνου και η Συμφωνία της Πλάκας (σ.434), καθώς και το όνομα του Ζέρβα: «Βγήκε ο Ζέρβας … έφτασε κιόλας η είδηση πως δίνει δύο λίρες.» (σ.218). Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο. Από την άλλη δίνεται ο τόπος του αντιστασιακού αγώνα και της πορείας του πρωτοήρωα ο οποίος πλάθεται “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση” του συγγραφέα. Ο Θανάσης Κραβαρίτης κατεβαίνει από το ορεινό χωριό του, για να φοιτήσει στο Γυμνάσιο της «πολιτειούλας» (σ.16), της οποίας δεν καταγράφεται το όνομα. Προφανώς πρόκειται για την Άρτα, όπως φαίνεται από τα παρεχόμενα τοπογραφικά στοιχεία της: Έχει δίπλα της ποτάμι που έρχεται από τα ορεινά, διαθέτει κεντρικό δρόμο που τη χωρίζει σε δύο μέρη, στο ένα που είναι προς το κάστρο και το ποτάμι και στο άλλο που είναι προς το βουναλάκι με τα πεύκα και τις αμυγδαλιές («Βαλαώρα» σ.261). Έξω από τη «μικρή αυτή πόλη» είναι χτισμένο το μοναστήρι της Θεοτόκου (το “Θεοτ’κιό”). Στο ποτάμι υπάρχει γιοφύρι. Στο κέντρο της συναντάει κανείς το «Φαρμακείο του Αρβανίτη» (σ.97) και «Το καφενείο του Βήχα». Κατά μαρτυρία του μεσουργιώτη κ. Σπύρου Αθαν. Τρομπούκη (γεννημένου το 1927, τηλ.26810-73952), το φαρμακείο του Αρβανίτη στεγαζόταν στο σωζόμενο κτήριο των αδελφών Τσέτη (Σκουφά 74), εκεί που βρίσκεται τώρα η Τράπεζα Eurobank. Στην ίδια οδό (Σκουφά 95) ήταν και το «Καφενείο του Βήχα»(σ.97), εκεί που από το 1953 εγκαταστάθηκε η επιχείρηση Βασιλείου «Αντιπροσωπείες – Εμπόριο». Την εποχή εκείνη σύχναζε κανείς στο “Καφενείο Αφοι Βήχα”. Ο κ. Τρομπούκης θυμάται ότι οι Βηχαίοι αυτοί ήταν τρία αδέλφια και δύο αδελφές από τις οποίες η μία λεγόταν Δανάη. Από τα αδέλφια ο Λεφτέρης ήταν υπάλληλος σε τράπεζα και ο Θανάσης στη μητρόπολη. Πιθανόν να μην παρέλκει η αναφορά ότι όσοι φέρουν το επώνυμο Βήχας κατάγονται, κατά κανόνα, από τους Κτιστάδες (Κουσοβίστα) Άρτας. Ένα επί πλέον τοπογραφικό στοιχείο είναι ο δημόσιος δρόμος που αρχίζει από την «πολιτειούλα», κατευθύνεται νοτιοανατολικά και ελέγχεται από τις κατοχικές δυνάμεις, από τους ταγματασφαλίτες και τους εδεσίτες. Εξάλλου, οι επιχειρήσεις των ελασίτικων τμημάτων ενάντια στους Γερμανοϊταλούς διεξάγονται στο «τρίγωνο» που έχει τις εξής πλευρές: α) Η μια είναι το ποτάμι που, λίγο πριν εκβάλει στη θάλασσα, φθάνει στην «πολιτειούλα» και την αγκαλιάζει. Στην δεξιά όχθη της κοίτης του κάνουν αντίσταση οι εδεσίτες με τον δικό τους τρόπο. Είναι προφανές ότι πρόκειται για τον Άραχθο. β) Η άλλη πλευρά είναι ο ως άνω δημόσιος δρόμος και γ) η τρίτη είναι τα ριζά του βουνού (Τζουμέρκα). Ως γνωστόν, στην έκταση του τριγώνου αυτού είναι ριζωμένα τα καθαυτό Τζουμερκοχώρια. Επί πλέον, κοντά στη νοτιοδυτική γωνία του τριγώνου απλώνεται η «μικρή πόλη» (Άρτα). Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Κώστα Μπόση: Ο Κραβαρίτης
195
ii. Η υπόθεση του έργου Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο πρωτοήρωας Θανάσης Κραβαρίτης κατεβαίνει στη μικρή πόλη και φοιτά για τέσσερα χρόνια στο τότε μικτό Γυμνάσιό της: («Ο Κραβαρίτης είναι φρόνιμος μαθητής. Τέσσερα χρόνια στο γυμνάσιο δεν παρουσίασε ούτε ένα, έστω και το παραμικρότερο, κρούσμα απειθαρχίας. Αν για έναν παιδικό τσακωμό τον αποβάλουμε 40 μέρες, θα χάσει τη χρονιά, ίσως και όλο το μέλλον του.»(σ.22) «Ομολογώ, δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε. Η επίδοση του μαθητή <Κραβαρίτη>, αν εννοείτε αυτό, δεν αποτελεί αιτία να πάρω μεροληπτική στάση απέναντί του. Άλλωστε, σ’ όλα τα μαθήματα είναι καλός.» Είναι, αυτά και τα παραπάνω, λόγια του μαθηματικού Στασινόπουλου που απευθύνονται προς τον Γυμνασιάρχη Γρηγοριάδη στη συνέλευση των καθηγητών: σσ. 22-3. Έχουμε επί πλέον και την εξής μαρτυρία του ενλόγω μαθηματικού: « Παρακαλώ! Παρακαλώ! … Το λες εσύ; Ο Κραβαρίτης; Ο καλύτερος μαθητής μου; …»: σ.148). Το ότι όμως ήταν φτωχό χωριατόπουλο έφτασε και περίσσεψε, για να αποβληθεί από το Γυμνάσιο για έναν παιδικό τσακωμό «επί 40ημέρας δι’ ανάρμοστον διαγωγήν και φθοράν της σχολικής περιουσίας»(σ.36). Μέσα στην απελπισία του ο Κραβαρίτης αποφασίζει στα δέκα πέντε με δέκα έξη του χρόνια να επιστρέψει στην οικογένειά του. Οι καλοθελητές του χωριού του προλαβαίνουν και δηλητηριάζουν τον πατέρα του με την πληροφορία ότι είναι με τους οξαποδώ, με αυτούς που πολεμούν τη θρησκεία, την οικογένεια και την πατρίδα. Δεν είναι μόνο το ότι σ’ αυτήν την ηλικία μοχθεί, σχεδόν γυμνός και ανυπόδητος, στα χωράφια “απ’ άστρο σ’ άστρο”, έχει ενάντιά του και τον πατέρα του, τον γέρο Κωνσταντή Κραβαρίτη: είναι «ο αντίχριστος, ο Γιούδας». Περνούν τα χρόνια, μεγαλώνει ο Θανάσης κι είναι το στήριγμα της οικογένειας. Με τις πράξεις του και με τον μεστωμένο λόγο του ξανακερδίζει την αγάπη και την εκτίμηση του πατέρα του. Ενδιαφέρεται και εργάζεται για την προκοπή της οικογένειάς του και του χωριού του και γι’ αυτό έχει μαζί του σχεδόν όλους τους χωριανούς. Ωστόσο τον εχθρεύονται όσοι νέμονται την εξουσία: ο πρόεδρος Τσικνής, ο ιερέας Παπατζιόκας, ο δάσκαλος Γκάνης, ο Μπαζίνας κ.ά. Τον αγαπούν και τον συμβουλεύονται – παρά το νεαρόν της ηλικίας του -, πέρα από την οικογένειά του, όσοι μοχθούν και είναι θύματα των επιτηδείων και των συμφεροντολόγων. Και, όταν επιβάλλεται η δικτατορία του Μεταξά, οι «άνθρωποι» της τάξης και της θρησκείας, οι «προστάτες» της οικογένειας, της πατρίδας και του έθνους, όλοι αυτοί οι «τίμιοι» και «εθνικόφρονες», πληροφόρησαν την αστυνομία της «πολιτειούλας» σχετικά με το καταστροφικό του έργο. Η πληροφόρηση αυτή ήταν υπεραρκετή, για να συλληφθεί και να μεταφερθεί σιδηροδέσμιος στο κρατητήριό της, όπου του ζητήθηκε να κάνει «δήλωση μετανοίας» για κάτι που δεν έκανε και δεν πίστευε. Και, επειδή αρνείται, εξορίζεται σε κάποιο νησί. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
196
Γ . Ν . Γι α ν ν ά κ η ς
Αργότερα, ύστερα από δύο με τρία χρόνια μαρτυρικής ζωής στην εξορία και στυγνής κατοχής της πατρίδας, επιστρέφει στον τόπο του κι, ανεβαίνοντας ολομόναχος για τις «Αετοφωλιές», αντικρύζει «το περήφανο πεύκο» - στην άκρη της οροσειράς, εκεί που είναι το Καραούλι του Κλέφτη και η Σπηλιά τ’ Αντρούτσου – να παλεύει μονάχο του με τα στοιχειά της φύσης. Αυτό του υποδεικνύει τον δρόμο του αγώνα: να παλέψει κι αυτός νυχτόημερα μαζί με λίγους στην αρχή, ώσπου να φουντώσει το αντάρτικο. Πράγματι, τα καταφέρνει, καθώς τρέχουν στο πλευρό του όλοι οι κατατρεγμένοι που η περίσταση τους κάνει ήρωες. Δημιουργούνται σ’ εκείνο το «καυκί» αντάρτικα τμήματα. Σε ένα από αυτά – στο τμήμα του χωριού του, που τώρα λέγεται Καλοχώρι – γίνεται διοικητής. Φθάνει όμως εκεί και ο «εγγλέζος Άντονυ» (Γούντχαους) που θέλει «να ελέγχει και τα δύο “βασίλεια”. Την εδεσίτικη περιοχή δεξιά, πέρα από το ποτάμι και το δημόσιο δρόμο, και την εαμίτικη αριστερά…» (σσ.405-6). Αυτός ο Άντονυ είναι που θα στείλει τον Θανάση Κραβαρίτη με το τμήμα του Καλοχωριού στην επιχείρηση ανατίναξης του γιοφυριού, προκειμένου να παρεμποδιστεί η συγκοινωνία των Γερμανών, ενόψει της επικείμενης απόβασης των συμμάχων στην περιοχή. Αυτός είναι που την εγκαταλείπει, με συνέπεια να πέσει το καλοχωρίτικο τμήμα στο έλεος των εδεσιτών, να αποδεκατιστεί και να τραυματιστεί ο διοικητής του, ο Θανάσης Κραβαρίτης, κοντά στον γνωστό δημόσιο δρόμο, να συλληφθεί από τους γκεσταπίτες και να μεταφερθεί πρώτα στο νοσοκομείο της μικρής πόλης κι ύστερα στις φυλακές της. Καθώς φθάνει το ελασίτικο τμήμα με διοικητή τον Δημητρό, για να απελευθερώσει τους φυλακισμένους, και καθώς οι Γερμανοί του Φρίτς, αποχωρώντας, καταστρέφουν ό,τι προλαβαίνουν, ο πρωτοήρωας οδηγείται από έναν γκεσταπίτη σε «υψωματάκι» (σ.525) – πάνω από την πόλη – και εκτελείται δίπλα σε μια «βρυσούλα που σιγοτραγουδάει» (σ.525), σύμφωνα με την επιθυμία του. «Στο βάθος – μες στην καταχνιά – φαίνεται η κορυφογραμμή σαν αχνή πινελιά. Στην άκρη της οροσειράς, πάνω απ’ τον γκρεμό … στέκει ο πεύκος ο περήφανος. Ο αέρας τ’ άρπαξε τούτο το πρωινό ένα κλωναράκι. Μα αυτός ψηλώνει και φουντώνει, σειέται και λυγιέται και παίρνει δύναμη για καινούριο πάλαιμα.» (σ.525). Δεν παρέλκει, καθώς η βιβλιοπαρουσίαση αυτή βρίσκεται στο τέλος της, να δοθεί η ερμηνεία των παραπάνω συμβόλων: Προφανώς, ο πεύκος σημαίνει τον ΕΛΑΣ, το κλωναράκι τον Θανάση Κραβαρίτη και το πάλαιμα τους επόμενους αγώνες των ελασιτών. Επιβάλλεται, τέλος, να τονιστεί ότι το ενλόγω ιστορικό μυθιστόρημα της εθνικής αντίστασης στα Τζουμέρκα παρουσιάζει - πέρα από την ιστορικής σημασίας υπόθεσή του – γλωσσοφιλολογικό ενδιαφέρον, καθώς περιέχει τζουμερκιώτικες λέξεις, λαϊκές φράσεις και παροιμίες. * Ο Γ.Ν. Γιαννάκης είναι πρώην Αναπληρωτής Καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Σ Χ Ο Λ Ι Α Γ Ι Α ΤΑ « Τ Ζ Ο Υ Μ Ε Ρ Κ Ι Ω Τ Ι Κ Α Χ Ρ Ο Ν Ι Κ Α » Γ.Κ. Χατζόπουλος*
Πρωινός τύπος Δράμας, 5 Νοεμβρίου 2016
ΤΖΟΥΜΕΡΚΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
Ο
Τεύχος 17ο, Καλοκαίρι 2016
μολογώ ότι κάθε φθινόπωρο αναμένω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την έκδοση του νέου τεύχους των Τζουμερκιώτικων Χρονικών. Δεν το κρύβω. Με διακατέχει διπλή αγωνία. Πρώτη, αν θα ξαναδούν το φως της δημοσιότητας, και δεύτερη, αν σημειώθηκε πρόοδος στην ύλη, αλλά και στην εμφάνιση. Με χαρά μου διαπιστώνω ότι και «ζουν και βασιλεύουν» τα ΤΖ. ΧΡ. σε μια εποχή όπου η πνευματική κίνηση αφυδατώνεται, το βιβλίο είναι υπό διωγμό, ενώ οι συγγραφείς βάζουν το χέρι βαθιά στην τσέπη παλεύοντας ενάντια στην υλοκρατία. Ευτυχώς, εκεί στην Ήπειρο υπάρχουν ακόμη Μαικήνες, που δεν το βάζουν κάτω. Και αυτό είναι κάτι που τους τιμά ξεχωριστά. Εύχομαι να μη στερέψει αυτή η άδολη αγάπη τους για το πνεύμα. Και μεγαλύτερη ακόμα είναι η χαρά μου από τη διαπίστωση ότι τα ΤΖ.ΧΡ. ανεβαίνουν ποιοτικά. Αποθησαυρίζουν ύλη αξιόλογη, προσεγμένη ποιοτικά, που ξεπερνά τα όρια τα στενά της παραμελημένης πνευματικά επαρχίας και διεκδικούν με το δικαίωμά τους να καταστούν (πολιτογραφηθούν) πολίτες στην πόλη των ιδεών που αναμφίλεκτα αποτελούν το γνήσιο αλάτι της ζωής, που μας προστατεύει από τη ραγδαία επέλαση της πνευματικής σαπίλας. Χωρίς αμφιβολία τα ΤΖ.ΧΡ. αντιμάχονται σθεναρά τον πνευματικό ευνουχισμό, κρατούν ολόγερη τη λύρα τους και διασαλπίζουν σεμνά, ως κήρυκες του εθελοντισμού, ότι το πνεύμα δεν υποτάσσεται στην ύλη, όσο κι αν το θέλουν οι πρωθιερείς του Μαμωνά. Στητή κι ολόρθη μια ομάδα αξιόλογων εθελοντών, που έταξαν στη ζωή τους να φυλάγουν Θερμοπύλες, αναστηλώνει μέσα από την καλαίσθητη έντυπη φωνή της ότι δεν θα επιτρέψει να ξεθωριάσει η μυρόπνοη και ζωογόνα παράδοσή της με το DNA ατόφιο ελληνικό και ανεξίτηλο στο διάβα των αιώνων. Δεν γνωρίζω προσωπικά αυτούς τους πρωτεργάτες του πνεύματος, όμως μέσα από την τηλεφωνική επικοινωνία και την επιστολογραφία τους αγάπησα Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
198
Γ.Κ. Χατζόπουλος
ειλικρινά, τους έβαλα στο Παλλάδιο της φιλίας μου και τους σφίγγω εγκάρδια το χέρι, προτρέποντάς τους να μην καμφθούν, μα να συνεχίσουν, σε πείσμα της άρνησης, της προμελετημένης και έντεχνα κατασκευασμένης, που ενεργεί δόλια, ενάντια στον καλό αγώνα της Ελλάδος που όσο κι αν χτυπιέται αλύπητα από τους διακατεχόμενους από το σύμπλεγμα της κατωτερότητας, όμως εξακολουθεί να φωτίζει ανιστόρητους και πλαστογράφους κονδυλοφόρους. Καθιερώνοντας νέες τομές στο χώρο της πνευματικής ενασχόλησης εύστοχα επινοήσανε το θερινό Σχολείο και πολύ εύστοχα συγκροτήσανε τις ομάδες εργασίας και έρευνας για την καταγραφή του γλωσσικού και λαογραφικού πλούτου. Αυτή κι αν είναι προσφορά στην Ελλάδα. Μα δεν είναι επίζηλη προσφορά η διατήρηση ζωντανής της μνήμης μιας ζωής πολυβασανισμένης, όμως καθ΄όλα έντιμης; (Νικ. Καρατζένης, Ν. Μπριασούλης, Λ. Στάμου, Ν. Καραγιάννης). Στην ίδια μοίρα και η αναστήλωση της τοπικής ιστορίας (Δ.Καρατζένης, Α. Μπουρνάκας, Χρ. Μακρυγιάννης, Δ. Καλούσιος). Σε μια εποχή που κηρύξαμε ανηλεή πόλεμο στο περιβάλλον, κόβοντας ειλικρινά το κλαδί όπου καθόμαστε σαν τον Ανατολίτη Χότζα, αφελή επιφανειακά, σοφό όμως στην πραγματικότητα, από εκεί, από τα Τζουμέρκα, οι ερίτιμες κυρίες Χ. Μπίσα και Β.Καλτσούνη αποτυπώνουν όλη τους την ευλάβεια στην αφιλοκερδή πηγή της ζωής και ταυτόχρονα εκπέμπουν μήνυμα ηχηρό για συνετισμό, προτού έλθει το ανεπανόρθωτο κακό. Ορθή η σκέψη για καθιέρωση χώρου για βιβλιοπαρουσίαση. Μακρηγόρησα, όμως δεν το έκανα για να χαϊδέψω αυτιά. Είναι ένα χρέος προς τους ιερουργούς του πνεύματος, που αρνούνται να μεταβληθούν ως υλικό της κρεατομηχανής της υλοκρατίας. Ειλικρινά, τους πρέπει ο δίκαιος έπαινος και ευχαριστίες πολλές τους αποδίδονται γι’ αυτόν τους τον αγώνα. Ας επιτραπεί στην ταπεινότητά μου η βγαλμένη από την ψυχή μου προτροπή: Καλοί μου φίλοι, κρατήστε ψηλά και ζωντανή τη φλόγα του Ελληνικού Πνεύματος. Να είστε βέβαιοι ότι η δικαίωση δεν θα αργήσει!
* Ο Γ.Κ. Χατζόπουλος είναι τ. Λυκειάρχης
Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Δημήτριος Γ. Καλούσιος Πρωινός Λόγος, Εφ. Τρικάλων, 1.11.2016, σελ. 29
ΤΖΟΥΜΕΡΚΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
Κ
Τεύχος 17ο, Καλοκαίρι 2016, Σελίδες 240
υκλοφόρησε ο νέος τόμος των Τουμερικιώτικων Χρονικών, με πλούσια και ενδιαφέρουσα ύλη, όπως πάντοτε. Τα θέματα κατανέμονται στις ενότητες: Ιστορικά-Αρχαιολογικά, Λαογραφικά, Φυσικό περιβάλλον. Γίνεται επίσης λόγος για τα νέα βιβλία καθώς και τις δραστηριότητες της ΙΛΕΤ (Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Τζουμέρικων). Το νέο διοικητικό συμβούλιο, ολοκληρωτικά, σχεδόν, ανανεωμένο, αισθανόμενο έντονα το βάρος της ευθύνης, κινείται “Στα χνάρια των προηγουμένων…”. Αξιοπρόσεχτες οι επισημάνσεις της νέα προέδρου Λαμπρινής Στάμου, φιλολόγου: “…τώρα είναι καιρός να πλαισιώνουμε συλλόγους και σωματεία, να έλθουμε κοντά με ανθρώπους που έχουν κοινά πιστεύω και οράματα με εμάς, και ενθαρρύνοντας ο ένας τον άλλον, να πορευτούμε μαζί, ενώνοντας δυνάμεις και φωνές, ώστε να αλλάξουμε τα πράγματα γύρω μας”. Επίσης: “…να κάνουμε μια προσπάθεια προσέγγισης των νέων της περιοχής των Τζουμέρκων και θεωρήσαμε σκόπιμο να έρθουμε σε επαφή με τη μαθητιώσα νεολαία… Ήδη η πρώτη “συγκομιδή” έγινε! Δειλά-δειλά κάποιοι μαθητές έδωσαν την πρωτόλεια εργασία τους, ανατρέχοντας σε μνήμες κει εμπειρίες των παλαιοτέρων”. Συνεχίζει: “Επιθυμία μας επίσης είναι η συνεργασία και η αλληλεγγύη ανάμεσα στα χωριά μας. Υπάρχει μια εδραιωμένη κακοδαιμονία, την οποία πρέπει να πολεμήσουμε. Δεν βλέπουμε με καλό μάτι και δεν στηρίζουμε προσπάθειες που γίνονται σε διπλανά χωριά…” Ακόμα: “Σκοπός μας είναι να έχουμε κάθε χρόνο όλο και περισσότερο καινούριους συνεργάτες, έτσι ώστε να εμπλουτίζονται τα τεύχη μας με νέο υλικό”. Συμπέρασμα: “Συνεχίζουμε, λοιπόν, με αισιοδοξία! Όλοι μαζί! Κανείς δεν περισσεύει!” Όλα τα ενδιαφέροντα περιεχόμενα του παρόντος τόμου: Λαμπρινή Στάμου Στα χνάρια των προηγουμένων
ΙΣΤΟΡΙΚΑ – ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ Δημήτριος Γ. Καλούσιος: Εκλογικός κατάλογος του Ματσουκίου το έτος 1882 Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
200
Δημήτριος Γ. Καλούσιος
Δημήτριος Καρατζένης: Η Πράμαντα εις την Επανάστασιν του 1821 Απόστολος Μπουρνάκας: Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των αντάρτικων οργανώσεων ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ στο Μυρόφυλλο και στην Πλάκα τον Φεβρουάριο του 1944 Χρήστος Ηλ. Μακρυγιάννης: Η ιστορική εκστρατεία τον Κων/νου Παλαιολόγου στο Τζερμένικο (Τζουμέρκα) και η ίδρυση του παρεκκλησίου του Αγίου Κων/νου στο χωριό Σχωρέτσαινα (νυν Καταρράκτης)
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ Νικόλαος Β. Καρατζένης: Ένα φθινόπωρο με τα πρόβατα στα χιόνια και στα ποτάμια Νίκος Γ. Μπριασούλης: Ευχές και κατάρες Λαμπρινή Αρ. Στάμου: Από τη ζωή της γιαγιάς Ρίνας Ναπολέων Γ. Καραγιάννης: Κινηματογράφος, Θέατρο, Τηλεόραση στο Αθαμάνιο πριν από μισό αιώνα Μανόλης Μαγκλάρας: Η αστικοποίηση των Συρρακιωτών Δημήτριος Στ. Παππάς: Η τεχνολογία και το δαμάλι κουτριώνται: Κων/να Ζήδρου: Η μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική στα Τζουμέρκα Γεώργιος Ν. Βήχας: Τα παράπονα του γεροπλάτανου
ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Χαρίκλεια Μπίσα – Βασιλική Καλτσούνη: Η ανάγκη προστασίας και διαφύλαξης του φυσικού πλούτου των Τζουμέρκων με βάση τον σύγχρονο τρόπο ζωής Δημήτριος Γ. Καλούσιος: Το Ματσούκι Ιωαννίνων 1937-1951. Β΄. 2. Η Γεωργία
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Νίκος Γ. Μπριασούλης: Αθηνά Βογιατζόγλου: «Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γ. Κοτζιούλα» Κώστας Γ. Μαργώνης: Μάνθου Σκαργιώτη: «Στο δρόμο των αρωμάτων» Σωτηρία Μελετίου: Γιώργου Κοτζιούλα: «Όταν ήμουν με τον Άρη» Γεώργιος Αθ. Μπαζούκας: Σπύρου Χ. Νεραϊδιώτη: «Εν χορώ και οργάνοις (επί των ορέων ωραιότης)» Παναγιώτα Π. Λάμπρη: Ο ΗΛΙΟΣ και το ΦΩΣ στην ποίηση του Σωτήρη Ζυγούρη Ευάγγελος Αυδίκος: Μανόλης Μαγκλάρας: Στ’ αχνάρια του Ηπειρώτη της Αχαΐας Ηπειρώτες έμποροι στην αστική τάξη των Πατρών. Η ιστορία του Πανηπειρωτικού Συλλόγου Πατρών, Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Τζουμερικώτικα Χρονικά
201
ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΑ «ΤΖΟΥΜΕΡΙΚΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» Σπύρος Εργολάβος: Τοπική Ιστορία και Λαϊκή Παράδοση, «ΤΖΟΥΜΕΡΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» Δημήτριος Γ. Καλούσιος: Νέες εξαίρετες Ηπειρωτικές εκδόσεις, Τζουμερκιώτικα Χρονικά Γεώργιος Κ. Χατζόπουλος: Από τον κόσμου του εντύπου (Πρωινός Τύπος Δράμας), «ΤΖΟΥΜΕΡΚΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» Λαμπρινή Αρ. Στάμου: Από τη δράση της ΙΛΕΤ 2015-2016
ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΛΑΒΑΜΕ ΘΕΡΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ ΚΑΙ Ν.Α. ΠΙΝΔΟΥ Θερινό Σχολείο Τζουμέρκων – Άσκηση επιτόπιας έρευνας στο Βουργαρέλι και στο Συρράκο 30-31/8/2013
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ Συνεντεύξεις μαθητών: Πρώτη εργασία: Η συζήτησις μιας εγγονής με τη γιαγιά της για το πώς ζούσα οι άνθρωποι τότε και πως ζούνε τώρα. Δεύτερη εργασία: Η ζωή, η κοινωνία και η ασχολία των κατοίκων της περιοχής αλλά και ευρύτερα. Τα Τζουμερκιώτικα Χρονικά αναδιφούν την πλούσια και ένδοξη τοπική ιστορία των Τζουμέρκων, δίνουν την ευκαιρία στους ερευνητές να δημοσιεύουν τις πολύτιμες εργασίες τους, προβάλλεται δικαίως και επωφελώς ο ωραίος τόπος μας, συνεχίζουμε ενωμένοι και ανανεωμένοι.
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
I N M E MOR IA M Κ.Γ. Μαργώνης*
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡ. ΠΑΠΑΚΙΤΣΟΣ
Τ
ον Οκτώβριο του 2015 έφυγε από κοντά μας ο αγαπητός φίλος, ο αξιαγάπητος συμπατριώτης και λάτρης της τζουμερκιώτικης παράδοσης Χρήστος Παπακίτσος. Το πένθος βαρύ· για την οικογένειά του, τους συγγενείς του, τους φίλους και τους συνεργάτες του στην Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Τζουμέρκων. Ο Χρήστος Παπακίτσος γεννήθηκε το 1933 στην Άγναντα του νομού Άρτας και φοίτησε στο οκτατάξιο Γυμνάσιο Αγνάντων. Διακρίθηκε ως μαθητής του γυμνασίου και στη συνέχεια ως σπουδαστής της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων. Ως δάσκαλος σε ορεινό χωριό των Τζουμέρκων έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη σίτιση των μαθητών και συνέβαλε καθοριστικά στη λειτουργία των μαθητικών συσσιτίων στο Γυμνασιακό Οικοτροφείο Αγνάντων. Το 1966, υπάλληλος του ΟΤΕ πλέον, μετατέθηκε στην Αθήνα όπου και υπηρέτησε σε καίριες θέσεις του Οργανισμού, από τη διοίκηση του οποίου τιμήθηκε για το ήθος, την απόδοσή του και τις προτάσεις του. Εξίσου σημαντική είναι η επί μισό και πλέον αιώνα προσφορά του στη διατήρηση και ανάδειξη του λαϊκού πολιτισμού της Ηπείρου με την ενεργό συμμετοχή του στους φορείς της Αποδημίας και στα έντυπα των Ηπειρωτών. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Τζουμέρκων και πρώτος αντιπρόεδρος της Εταιρείας στον τομέα Αττικής. Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Ένωσης Ηπειρωτών Περιστερίου επί τρεις συνεχείς περιόδους. Το 2011 βραβεύτηκε από τον Δήμο Περιστερίου «για την πνευματική και πολιτιστική προσφορά του στον τόπο μας». Οι πολυσχιδείς δραστηριότητές του δεν τον εμπόδισαν να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, με τον πεζό και τον έμμετρο λόγο. Έγραψε πολλά ποιήματα και διηγήματα, ανάμεσα στα οποία και το διήγημα με τίτλο «Η ζωντανή αφίσα» που απέσπασε το πρώτο βραβείο διηγήματος στον πανελλήνιο διαγωνισμό του έτους 2010 της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Η πλούσια αρθρογραφία του σε περιοδικά και σε εφημερίδες της Αποδημίας αποκαλύπτει τις αρετές του λόγου του, όπως η στοχαστική διάθεση, η βιωματική σοφία, ο καυστικός τόνος, ο υπαινικτικός λόγος. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
204
Κ.Γ. Μαργώνης*
Το 2006 κυκλοφόρησε, στις εκλεκτές εκδόσεις του Δήμου Αγνάντων, το βιβλίο του με τον τίτλο «Από την Τζουμερκιώτικη λαλιά στη λαϊκή μας παράδοση». Πρόκειται για μια αυθεντική καταγραφή του γλωσσικού πλούτου των Τζουμέρκων. Ο ίδιος, με σεμνότητα, το χαρακτηρίζει «λίγες σταγόνες λάδι στο καντήλι των τοπικών μας παραδόσεων για να διατηρηθεί, όσο γίνεται, αναμμένο το τρεμάμενο φως του». Ο μελετητής όμως θαυμάζει τον μόχθο του συγγραφέα που δεκαετίες ολόκληρες συγκέντρωνε όσα άκουγε, για να φτάσει σ’ έναν πληρέστατο κατάλογο με ιδιωματικές λέξεις και να δώσει την ερμηνεία τους. Η εργασία αυτή προϋποθέτει μια σπάνια αρετή, την ανόθευτη αγάπη για τον τόπο, το καθήκον απέναντι στη μικρή ορεινή πατρίδα. Κατά την άποψη του καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας κ. Ευάγγελου Αυδίκου «…Το βιβλίο είναι μια συνεισφορά όχι μόνο στα Τζουμέρκα, αλλά σ’ όλους εκείνους που πιστεύουν ότι το μέλλον μας δεν είναι η ομοιομορφία, αλλά η πολυχρωμία. Καταφέρατε, γράφει ο καθηγητής, με συστηματικότητα και ευαισθησία να καταγράψετε ένα υλικό που χάνεται». Πρόκειται για μια απόπειρα καταγραφής της γλωσσικής ποικιλοχρωμίας και επαφής με τους ήχους των λέξεων που παραπέμπουν σε εικόνες των Τζουμέρκων, τη στιγμή που εξαφανίζεται η ακουστική σχέση των ανθρώπων με το παρελθόν. Το έργο αυτό αποτελεί αξιόλογη συμβολή στην καταγραφή του λαϊκού πολιτισμού των Τζουμερκιωτών, βιβλίο αναφοράς για τους γλωσσολόγους, τους λαογράφους και τους μελετητές, εν γένει πολύτιμη κιβωτό του ιδιόμορφου πολιτισμού των Τζουμέρκων. Όπως έγραψε ο Ν. Μπριασούλης, «Όλο το βιβλίο του είναι ένα απόσταγμα ενός άγρυπνου νου και μιας ευαίσθητης καρδιάς που δονείται διαρκώς από την ιερή έγνοια για τον τόπο, από την ασίγαστη αγάπη για τη γενέθλια γη. Η αγάπη του για την παράδοση αγγίζει τα όρια της λατρείας». Η συνεισφορά του Χρήστου Παπακίτσου στην ΙΛΕΤ υπήρξε ουσιαστική. Δεν αποτέλεσε μόνο ένα από τα δραστήρια ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας, αλλά ήταν πάντοτε παρών στις εκδηλώσεις και τις δραστηριότητές της. Ήταν απόλυτα πεπεισμένος για την αναγκαιότητά της και συνέβαλλε με πολλούς τρόπους στη στήριξή της και στην επίτευξη των στόχων της. Ήταν άνθρωπος προικισμένος με οξυδέρκεια και διορατικότητα και είχε αντιληφθεί την ανάγκη μιας επιστημονικής εταιρείας που θα υπερέβαινε τους τοπικισμούς και θα αποτύπωνε την τζουμερκιώτικη ματιά. Υπήρξε άλλωστε σταθερός συνεργάτης των «Τζουμερκιώτικων Χρονικών». Ο Χρήστος Παπακίτσος ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος, δάσκαλος και λόγιος. Ήταν πνεύμα ανήσυχο, βαθύς γνώστης και σχολιαστής της επικαιρότητας, ακαταπόνητος ερευνητής και ιχνηλάτης του τζουμερκιώτικου πολιτισμού. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω το 2004, στη Συνδιάσκεψη των ΠολιτιστιΤζουμερκιώτικα Χρονικά
Νεκρολογία για τον Χρήστο Παπακιτσο
205
κών Συλλόγων του Δήμου Αγνάντων στα Γουριανά, γεγονός που επηρέασε καθοριστικά και τη σχέση μου με την ΙΛΕΤ. Μέχρι τότε γνώριζα την ύπαρξη της Εταιρείας. Όταν ο Χρήστος μού απηύθυνε την πρόσκληση να συμμετάσχω, ανταποκρίθηκα αμέσως. Η συνεργασία μας στο πλαίσιο της Εταιρείας συνέβαλε στη σφυρηλάτηση μιας στέρεης και γόνιμης φιλίας. Τότε γνώρισα τον άνθρωπο Χρήστο Παπακίτσο· ήταν καλοπροαίρετος, ευγενικός, προσηνής, άνθρωπος που αγαπούσε τη ζεστή συντροφιά, πρόθυμος να στηρίξει κάθε συλλογική προσπάθεια. Με συναισθήματα συγκίνησης, εκτίμησης και ευγνωμοσύνης αποχαιρετάμε τον ακάματο πνευματικό εργάτη, τον λάτρη της Τζουμερκιώτικης Παράδοσης, τον στενό συνεργάτη και τον πολύτιμο φίλο. Η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία των Τζουμέρκων του οφείλει πολλά.
* Ο Κ.Γ. Μαργώνης είναι φιλόλογος, πρώην πρόεδρος της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Τζουμέρκων
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Νίκος Μπριασούλης*
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤ. ΠΑΠΠΑΣ
Τ
ην προηγούμενη χρονιά, στις 12 Ιουλίου 2016, έφυγε ξαφνικά από κοντά μας, για το ταξίδι που δεν έχει γυρισμό, ο πιστός συνεργάτης και πολύ καλός μας φίλος, ο αξιαγάπητος συμπατριώτης μας Δημ. Παππάς που καταγόταν από τη Χώσεψη (σημ. Κυψέλη). Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος την οικογένεια, τους συγγενείς του, καθώς και όλους εμάς τους συνεργάτες και φίλους του στην Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Τζουμέρκων. Είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε και να συνεργαστούμε μαζί του από τότε που η ΙΛΕΤ συγκροτήθηκε σε σωματείο και ξεκίνησε το ερευνητικό και καταγραφικό της έργο στα Τζουμέρκα. Γι’ αυτό και επιθυμώ πρώτα ν’ απευθύνω, εκ μέρους όλων των μελών και φίλων της Εταιρείας μας, τα θερμά και ολόψυχα συλλυπητήριά μας στην οικογένειά του και να τους διαβεβαιώσω ότι ο Δημήτρης στάθηκε ένας τέτοιος φίλος, αδελφός και συμμαχητής στην κοινή προσπάθεια, που δεν πρόκειται να τον ξεχάσουμε ποτέ, αλλά αντίθετα θα τον θυμόμαστε πάντα με αγάπη, συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Η πρώτη μας γνωριμία με τον Δημήτρη έγινε το καλοκαίρι του 1999 στην Άγναντα όπου έγινε η πρώτη Γενική μας Συνέλευση που σηματοδότησε και την επίσημη έναρξη του έργου μας. Ήταν ο χαρακτήρας του τόσο πρόσχαρος, αυθόρμητος και φιλικός, που συνδεθήκαμε αμέσως με μια αμοιβαία συμπάθεια και φιλία. Ήρθαμε ψυχικά κοντά, ανταλλάξαμε ιδέες και απόψεις, ταυτιστήκαμε σε πολλά θέματα και βρήκαμε έναν κοινό βηματισμό, καθώς αφοσιωθήκαμε και οι δυο στις επιδιώξεις και τους σκοπούς του σωματείου μας, που έκανε τότε τα πρώτα του βήματα. Η συνεισφορά του στην ΙΛΕΤ ήταν έμπρακτη, καίρια και ουσιαστική. Με την ευστροφία, που τον διέκρινε, αντιλήφθηκε από την πρώτη στιγμή ότι η Εταιρεία έφερνε κάτι καινούριο και είχε σαν βασική επιδίωξη να καλύψει ένα μεγάλο κενό στα Τζουμέρκα. Γι’ αυτό και υιοθέτησε εξαρχής τους καταστατικούς μας στόχους και μόχθησε με κάθε τρόπο, για να συμβάλει στην υλοποίησή τους. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν σταθερός συνεργάτης των «Τζουμερκιώτικων Χρονικών» όπου δημοσίευσε πολύ ενδιαφέροντα άρθρα και μελέτες του σχετικά με τη λαϊκή παράδοση του τόπου μας.
Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Νίκος Μπριασούλης
207
Ο Δημήτρης ήταν ένας άνθρωπος με ξεχωριστή προσωπικότητα. Εργατικός, επιμελής, σοβαρός και υπεύθυνος. Ό, τι αναλάμβανε προσωπικά, το έφερνε σε πέρας με τον καλύτερο τρόπο. Καλοπροαίρετος και καλοσυνάτος, πρόσχαρος και ευγενικός, είχε πάντα να πει έναν καλό λόγο. Ως μορφωμένος άνθρωπος, παιδαγωγός και δάσκαλος, ήταν πάντα πρόθυμος να στηρίξει, να συντρέξει και να ενθαρρύνει κάθε δημιουργική προσπάθεια. Κοντολογίς, μια ακένωτη δεξαμενή αισιοδοξίας και καλοσύνης. Μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα και σημαντική πλευρά της προσωπικότητάς του ήταν εκείνη του ακούραστου ερευνητή και συγγραφέα, καρπός της οποίας ήταν οι τρεις θαυμάσιοι τόμοι του έργου του «Τζουμερκιώτικα Λαογραφικά». Πρόκειται για ερευνητική εργασία πολλών ετών, που την πραγματοποίησε μόνος του με υποδειγματική αφοσίωση και ζήλο, γυρνώντας από γειτονιά σε γειτονιά και από σπίτι σε σπίτι και συγκεντρώνοντας πολύτιμο λαογραφικό υλικό που τα τελευταία χρόνια κατάφερε να το δημοσιεύσει και να πλουτίσει σε μεγάλο βαθμό την επιστημονική βιβλιογραφία για τη λαϊκή παράδοση των Τζουμέρκων. Πρόκειται για πνευματικό έργο που θα ενισχύσει πολύ την επιστημονική έρευνα και τη συστηματική μελέτη του λαϊκού μας πολιτισμού. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορεί ο αναγνώστης και κάθε ενδιαφερόμενος να ανατρέξει στις αναλυτικές βιβλιογραφίες που δημοσιεύτηκαν στα «Τζουμερκιώτικα Χρονικά*» γι’ αυτήν την αξιόλογη και άκρως επιμελημένη εργασία του Δημήτρη. Με έντονα συναισθήματα συγκίνησης, φιλίας, εκτίμησης και ευγνωμοσύνης αποχαιρετάμε τον καλό μας φίλο, το στενό συνεργάτη και τον ακάματο συνοδοιπόρο μας στη μελέτη και διάσωση των μνημείων του λαϊκού μας πολιτισμού. Η ΙΛΕΤ του οφείλει πολλά. Όλοι εμείς θα τον έχουμε μπροστά μας ολοζώντανο πρότυπο για τον χαρακτήρα, το ήθος, την πνευματικότητα και την καλοσύνη του.
* Ο Νίκος Μπριασούλης είναι φιλόλογος, επίτ. πρόεδρος της ΙΛΕΤ
* Τεύχος 10/2009, σελ197. Τεύχος11/2010, σελ 209. Τεύχος16/2015, σελ.173. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Α Π Ο Τ Η Δ ΡΑ Σ Η Τ Η Σ Ι Λ Ε Τ Γιάννης Σπ. Βάνας 5 Αυγούστου: Στο Πνευματικό Κέντρο Κτιστάδων πραγματοποιήθηκε σεμινάριο με τίτλο «Μεθοδολογία συλλογής Λαογραφικού υλικού» με ομιλητή τον κ. Δημήτρη Ράπτη, διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Το σεμινάριο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της συνάντησης των υπευθύνων και των μελών των Ομάδων Έρευνας της ΙΛΕΤ, όπου έγιναν παρεμβάσεις και συζήτηση σχετικά με την πορεία καταγραφής και επεξεργασίας του λαογραφικού υλικού της περιοχής που έχει συγκεντρωθεί μέχρι τώρα. 7 Αυγούστου: Στο Γυμνάσιο Αγνάντων διεξήχθη η Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση της ΙΛΕΤ. Η πρόεδρος της Εταιρείας κ. Λαμπρινή Στάμου ενημέρωσε τα μέλη και τους φίλους της για τις δραστηριότητες και το έργο της. Στη συνέχεια μέλη του Δ.Σ. και άλλοι παρευρισκόμενοι έλαβαν τον λόγο κάνοντας προτάσεις για την πορεία της Εταιρείας και για άλλα ζητήματα της περιοχής των Τζουμέρκων. Η Συνέλευση ολοκληρώθηκε με την έγκριση του Διοικητικού και Οικονομικού Απολογισμού καθώς και του Προγραμματισμού των δραστηριοτήτων της Εταιρείας. 13 Αυγούστου: Πραγματοποιήθηκε στα Πράμαντα, και συγκεκριμένα στο Συνεδριακό Κέντρο του Δημαρχείου Βορείων Τζουμέρκων, ημερίδα αφιερωμένη στον πρωτομάστορα Κώστα Χρ. Μπέκα και τους Πραμαντιώτες μαστόρους. Στη συνέχεια ακολούθησαν τα αποκαλυπτήρια του γλυπτού προς τιμήν του πρωτομάστορα και των μαστόρων και η ονομασία της πλατείας έμπροσθεν του Δημαρχείου σε ‘‘Πλατεία Πρωτομάστορα Κώστα Χ. Μπέκα’’. Το βράδυ της ίδιας ημέρας στην ίδια πλατεία πραγματοποιήθηκε συναυλία λαϊκής και έντεχνης μουσικής. Στις εκδηλώσεις αυτές παρευρέθηκαν μέλη του Δ. Σ. με επικεφαλής την πρόεδρο κ. Λαμπρινή Στάμου. 14 Αυγούστου: Πραγματοποιήθηκε η Ετήσια Συνδιάσκεψη των Πολιτιστικών Συλλόγων του πρώην Δήμου Αγνάντων στα Λεπιανά. Εκ μέρους του Δ. Σ. παρευρέθηκαν τα μέλη Δημήτρης Λιανός και Γιάννης Βάνας ο οποίος απηύθυνε χαιρετισμό. 20 Αυγούστου: Στον Μακρύκαμπο Λεπιανών πραγματοποιήθηκε το αντάμωμα των απανταχού Μακρυκαμπιωτών, κατά τη διάρκεια του οποίου Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
210
Γι ά ν ν η ς Σ π . Β ά ν α ς
πραγματοποιήθηκε ειδική εκδήλωση στη μνήμη του παπα-Μήτρου Παππά. Την ΙΛΕΤ εκπροσώπησε η πρόεδρος κ. Λαμπρινή Στάμου η οποία μίλησε για το έργο του αείμνηστου ιερέα και την ενεργό συμμετοχή του στην Εταιρεία. 22-27 Αυγούστου: Πραγματοποιήθηκε η 4η Συνάντηση του Θερινού Σχολείου Τζουμέρκων και Ν. Α. Πίνδου, στην Πλάκα του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων με θέμα: ‘‘Νερό: φυσικό και κοινωνικό / πολιτισμικό αγαθό’’ σε συνεργασία με το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τον Δήμο Βορείων Τζουμέρκων και τον Σύλλογο Προστασίας Αράχθου. Η συνάντηση ήταν αφιερωμένη στο Ιστορικό Γεφύρι της Πλάκας. Οι εκπαιδευτικές δράσεις, τα μαθήματα, και η διαμονή των συμμετεχόντων έγιναν στο ξενοδοχείο ‘‘Τελωνείο’’, στη Γέφυρα Πλάκας. Πραγματοποιήθηκαν και άλλες δραστηριότητες, όπως επιτόπια έρευνα στα χωριά Συρράκο, Καλαρρύτες, Άγναντα και Μελισσουργούς, πρωινές μικρές πεζοπορίες και ράφτινγκ στον Άραχθο. 12 Οκτωβρίου: Στη Θεσσαλονίκη συναντήθηκαν τα μέλη της ΙΛΕΤ της πόλης στην αίθουσα της Ηπειρωτικής Εστίας. Η πρόεδρος ενημέρωσε τους παρευρισκομένους για τις εκδηλώσεις της Εταιρείας, που πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι. 4 Δεκεμβρίου: Ο Δήμος Βορείων Τζουμέρκων, ο Σύλλογος Κατσανοχωριτών Ιωαννίνων και η Τοπική Κοινότητα Αετορράχης εόρτασαν την 104η επέτειο της απελευθέρωσης των Κατσανοχωρίων και της Μάχης της Αετορράχης. Παρευρέθηκαν μέλη του Δ.Σ., ενώ ο αντιπρόεδρος κ. Χρήστος Καρακώστας κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο πεσόντων. 15 Μαρτίου: Στο πλαίσιο των σεμιναρίων που οργάνωσε ο Τομέας Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία– Λαογραφία») πραγματοποιήθηκε ομιλία του Βαγγέλη Τζούκα, δρ. Κοινωνιολογίας- διδάσκοντος στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ), με θέμα: ‘‘Η μυθολογία του ναζισμού και η επικίνδυνη σαγήνη της’’. Εκ μέρους της ΙΛΕΤ παρευρέθησαν τα μέλη του Δ.Σ. Νίκος Μάνθος και Γιάννης Βάνας. 30 Μαρτίου: Στην αίθουσα του Συλλόγου Σκουφάς έγινε η παρουσίαση του βιβλίου του Λευτέρη Παπακώστα ‘‘Μέρες ... Αντίστασης: Απομνημονεύματα Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Απο τη δράση της ΙΛΕΤ 2016 - 2017
211
του οπλαρχηγού του ΕΔΕΣ Απόστολου Παπακώστα’’. Εκ μέρους της ΙΛΕΤ παρέστη ο υπεύθυνος Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων Γιάννης Βάνας. 6 Απριλίου: Στον Πολιτιστικό Πολυχώρο «Δ. Χατζής» στα Ιωάννινα έγινε παρουσίαση του βιβλίου του Βαγγέλη Αυδίκου ‘‘Τελευταίες Πεντάρες’’. Η ΙΛΕΤ εκπροσωπήθηκε από μέλη του Δ.Σ. 14 Μαΐου: Πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση του μυθιστορήματος του κ. Βαγγέλη Αυδίκου «Οι τελευταίες πεντάρες» στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη. Την εκδήλωση συνδιοργάνωσε η ΙΛΕΤ με τον εκδοτικό οίκο «Ταξιδευτής». Προλόγισε η πρόεδρος κ. Λαμπρινή Στάμου, ενώ τη συζήτηση συντόνισε ο επίτιμος πρόεδρος κ. Νίκος Μπριασούλης. Παρευρέθηκαν αρκετά μέλη του κλιμακίου της Θεσσαλονίκης. 15 Μαΐου: Πραγματοποιήθηκαν με μέριμνα του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων τα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφίας του Βαγγέλη Γιωτόπουλου με θέμα ‘‘Γνωριμία με την Ανεμότρυπα’’ στον εκθεσιακό χώρο του πολιτιστικού πολυχώρου ‘‘Δ. Χατζής’’ στα Παλιά Σφαγεία στα Γιάννενα. Πρόκειται για μια σειρά από εντυπωσιακές φωτογραφίες από το Σπήλαιο ‘‘Ανεμότρυπα’’, το οποίο βρίσκεται τρία χιλιόμετρα από τα Πράμαντα σε υψόμετρο 900 μέτρων. Η έκθεση παρέμεινε ανοικτή για το κοινό έως τις 21 Μαΐου. Στα εγκαίνια εκ μέρους της ΙΛΕΤ παρέστη ο αντιπρόεδρος κ. Χρήστος Καρακώστας. Έγινε η δεύτερη ετήσια συνάντηση των μελών της ΙΛΕΤ στη Θεσσαλονίκη. Η πρόεδρος ενημέρωσε τα μέλη για τις εκδηλώσεις του καλοκαιριού. Ακολούθησε συζήτηση των μελών και ανταλλάχτηκαν απόψεις.
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Νίκος Μπριασούλης
«Πολεμιστήριο σάλπισμα» Παλιά τραγούδια
Ν
ιώθω την ανάγκη, πριν από κάθε άλλο, να κάνω ακόμη μια σύντομη αναφορά στο έργο των Ομάδων Έρευνας και Καταγραφής(ΟΕΚ). Γιατί, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, αυτό το έργο, που ήταν εξαρχής και ο βασικός στόχος της ΙΛΕΤ, θα πραγματοποιηθεί από αυτές τις ομάδες. Επιβάλλεται, λοιπόν, να τις στηρίξουμε όλοι, με κάθε τρόπο. Γι’ αυτό και κάνω έκκληση σ’ όλα τα συνειδητά μέλη της Εταιρείας, να συνδράμουμε όλοι το έργο της ΟΕΚ του χωριού μας, όσο και όπως ο καθένας μπορεί, γιατί βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο της όλης καταγραφικής εργασίας κι επομένως είναι απολύτως αναγκαία η συνεισφορά όλων μας. Σ’ αυτό «το πολεμιστήριον σάλπισμα» θα ήθελα να ανταποκριθούν, από το δικό τους πόστο και με τον δικό τους τρόπο, και τα μέλη του Διοικητικού μας Συμβουλίου, καθώς και όσοι άλλοι έχουν αναλάβει, στο διάστημα που λειτουργεί η ΙΛΕΤ, κάποιον συντονιστικό ή καθοδηγητικό ρόλο. Καθένας το λιθάρι του, για να θυμηθούμε και τον μεγάλο εθνικό βάρδο, τον Κ. Παλαμά. Τον περασμένο χρόνο οι ΟΕΚ ασχολήθηκαν, κυρίως, με την καταγραφή στοιχείων από τον κύκλο «Ευχές και κατάρες» και ελπίζω ως το καλοκαίρι, που θα συναντηθούμε στα Τζουμέρκα, να έχουν ολοκληρώσει τον σχετικό φάκελο. Όσο για τον επόμενο κύκλο μνημείων της προφορικής μας παράδοσης, βρίσκω σκόπιμο να ξαναγυρίσουμε στα «παλιά τραγούδια» τα Δημοτικά όπως καθιερώθηκε να τα λέμε, για το λόγο ότι αρκετές ΟΕΚ δεν μας έφεραν ακόμη το σχετικό υλικό, παρόλο που την καταγραφή του την αρχίσαμε το 2014. Μ’ αυτή την ευκαιρία, θα ασχοληθούμε με αυτή την ενότητα, ελπίζοντας πως θα διευκρινίσουμε κάποιες πτυχές της και θ’ απαντήσουμε έτσι στους προβληματισμούς και τις επιφυλάξεις των συνεργατών μας. Προτίμησα αυτόν τον τίτλο, για να υπογραμμίσω ότι μας διευκολύνει καλύτερα στην επικοινωνία με τους ηλικιωμένους συγχωριανούς και πατριώτες μας. Γιατί κάποιοι μπορεί να μην ξέρουν ακριβώς το νόημα «δημοτικά τραγούδια» και να ‘ναι διστακτικοί στο να μας βοηθήσουν στο έργο μας, ενώ, αν τους μιλήσουμε για παλιά τραγούδια, όλοι θα καταλάβουν για ποιο πράγμα μιλάμε. Όσοι ζήσαμε στα χωριά μας κατά την παιδική κι ένα μέρος της εφηβικής μας ηλικίας στις δεκαετίες του ’40, του ’50 και ’60, πιστεύω πως έχουμε οι ίδιοι μια καλή εικόνα των τραγουδιών εκείνης της εποχής, την οποία ασφαλώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε. Πρέπει όμως να ανατρέξουμε και στη μνήμη των πιο ηλικιωμένων συγχωριανών μας, που ζουν ακόμα, και να τους παρακαλέσουμε να μας πουν «παλιά τραγούδια» που θυμούνται ακόμη. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Πολεμιστήριο σά λπισμα
213
Και βέβαια, η αποστολή μας δεν τελειώνει με την καταγραφή των στίχων ενός τραγουδιού, γιατί μας ενδιαφέρει και η μουσική του. Αυτό αφορά περισσότερο τα πολύ παλιά τραγούδια, που, ως επί το πλείστον, κοντεύουν να σβηστούν εντελώς από τη μνήμη των νεότερων γενεών. Το μόνο που χρειαζόμαστε, για να διασώσουμε τις μελωδίες, είναι ένα απλό μαγνητόφωνο και να παρακαλέσουμε τον συγχωριανό μας να μας το τραγουδήσει. Εκτός από τους στίχους και τη μελωδία, καλό είναι να ρωτήσουμε και για το χορό, δηλαδή πώς χορεύονταν. Οι πιο γνωστοί ήταν ο Τσάμικος και ο Συρτός ή Καλαματιανός. Υπήρχε και το Καγκελάρι ή «Κύκλες» και ένα είδος χασάπικου «δύο μπρος κι ένα πίσω». Τέλος πάντων εμείς θα καταγράφουμε ό,τι μας πουν οι συνομιλητές μας κι, ίσως, ανακαλύψουμε πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για τη μουσική μας παράδοση. Μια ακόμη λεπτομέρεια έχει τη σημασία της και μπορεί να μας βοηθήσει πολύ στην καταγραφή και διάσωση παλιών τραγουδιών. Και στο δικό μου χωριό (Κουσοβίστα), αλλά και σ’ άλλα κοντινά, υπήρχαν κάποια άτομα, άντρες και γυναίκες, που στους γάμους και στα γλέντια έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτοί αγαπούσαν πολύ τη μουσική και το χορό, ήταν αυτό που λέγαμε «μερακλήδες», είχαν, κατά κανόνα, καλή φωνή και ήταν η ψυχή της διασκέδασης: Ξεκινούσαν πρώτοι το τραγούδι, κρατούσαν το ρυθμό όλης της ομήγυρης κουνώντας το κεφάλι, τα χέρια και όλο τους το σώμα και ενθάρρυναν τους διστακτικούς με κινήσεις και νοήματα να πάρουν κι αυτοί μέρος στο τραγούδι και το χορό. Γιατί, σ’ ένα γάμο, σ’ ένα γλέντι ή σ’ έναν αρραβώνα ήταν καθιερωμένο και θεωρούνταν σωστό να συμμετέχουν όλοι. Ήταν σπάνιο κάποιος ή κάποια να μην συμμετέχει, θεωρούνταν παράξενη συμπεριφορά ή γρουσουζιά και θα σχολιάζονταν αρνητικά για πολύ καιρό. Εν κατακλείδι, οι «αρχιτραγουδιστές» ήταν ένας θεσμός, που απαντούσε στις ευαισθησίες και τις ανάγκες των μικρών ορεινών κοινωνιών από καταβολής τους μέχρι και τη δεκαετία του ’50. Σημασία για μας έχει ότι, ψάχνοντας για καλούς πληροφορητές σχετικά με το δημοτικό τραγούδι, αξίζει να τους αναζητήσουμε και να ζητήσουμε τη συνδρομή τους, γιατί τα τραγούδια τα ήξεραν καλά, τα αγαπούσαν· και χαίρονται πολύ, όταν βλέπουν ότι οι νεότεροι έχουν ενδιαφέρον για τα δικά τους χρόνια, και είναι πρόθυμοι να μιλήσουν μαζί μας και, αν τους το ζητήσουμε, χωρίς καμιά δυσκολία, να μας τα τραγουδήσουν. Το έργο της καταγραφής των μνημείων της λαϊκής παράδοσης ασφαλώς και δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά οι δυσκολίες ξεπερνιούνται με τη συνεργασία και την ανταλλαγή απόψεων με όσους έχουν στρατευτεί σ’ αυτόν τον υψηλό και ευγενικό στόχο. ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ θα τα καταφέρουμε!
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Θ Ε Ρ Ι Ν Ο Σ ΧΟΛ Ε Ι Ο Τ Ζ Ο Υ Μ Ε Ρ Κ Ω Ν Κ Α Ι Ν . Α . Π Ι Ν Δ Ο Υ Μαρία Παρασκευά*
Στους δρόμους των νερών και των κοπαδιών Ακολουθώντας την πορεία τους στο χώρο και στο χρόνο μέσα από αφηγήσεις από τους Καλαρρύτες και τους Μελισσουργούς Τζουμέρκων1
Σ
το νομό Άρτας υψώνεται ο κεντρικός και πιο μεγάλος ορεινός όγκος της Πίνδου. Τα Αθαμανικά όρη ή Τζουμέρκα τα οποία βρίσκονται ανάμεσα σε δύο ποταμούς τον Άραχθο και τον Ασπροπόταμο, όπου και είναι χτισμένα σαράντα επτά χωριά, γνωστά ως Τζουμερκοχώρια με κοινή παράδοση και ιστορία που χάνεται στον χρόνο. Χάρη στο επιβλητικό τοπίο που χαρακτηρίζει αυτά τα χωριά με τα ψηλά βουνά, τα λιβάδια και τα ορμητικά νερά ο αρχαϊκός άνθρωπος προσπάθησε να τα αντιληφθεί μέσα από την κατασκευή μύθων, αφού το άγνωστο του δημιουργούσε ένα αίσθημα φόβου, ενώ η οικειοποίηση του περιβάλλοντος στο οποίο ζούσε μέσω του μύθου περιόριζε το αίσθημα αυτό. Ο μύθος, σύμφωνα με την ανθρωπολογική ερμηνεία του όρου, είναι η ιερή ή θρησκευτική αφήγηση όπου το θέμα του σχετίζεται με την προέλευση ή τη δημιουργία φυσικών, υπερφυσικών ή πολιτισμικών φαινομένων. Σύμφωνα με τον Μπρωντέλ(2001:63): «ο κάθε πολιτισμός είναι συνυφασμένος με ένα χώρο», έτσι και ο παρακάτω μύθος είναι μια εκδοχή της πολιτισμικής ταυτότητας της περιοχής των Τζουμέρκων. Στην κορυφή του όρους Περιστέρι της Πίνδου ζούσαν τρία αγαπημένα αδέρφια. Ο Άραχθος, η Σαλαβρία (Πηνειός) και ο Άσπρος (Αχελώος). Κάποιο βράδυ η Σαλαβρία κρυφά από τα αδέρφια της που κοιμόντουσαν, πήγε προς τον κάμπο για να συναντήσει στα κρυφά κάποιον από τους θεούς του Ολύμπου. Όμως ο θεός την ξεγέλασε, δεν ήρθε ποτέ και αυτή απογοητευμένη πήγε στην πλησιέστερη θάλασσα και πνίγηκε. Ο Άσπρος ανησύχησε όταν είδε πως η αδερφή του λείπει και ορμητικός όπως ήταν κατρακύλησε στα βουνά ψάχνοντάς την. Ο Άραχθος (=αράττω, χτυπάω με δύναμη), αφού είδε ότι χάθηκαν τ’ αδέρφια του στενοχω1. Το πρωτογενές εθνογραφικό υλικό που παρουσιάζεται στην εργασία αυτή συγκεντρώθηκε στα πλαίσια του 4ου Θερινού Σχολείου Τζουμέρκων και Νοτιανατολικής Πίνδου (22-27 Αυγούστου 2016) με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή κ. Ε. Αυδίκο και αποτέλεσε αντικείμενο της επιτόπιας άσκησης της ομάδας στην οποία συμμετείχαν οι: Αθανασοπούλου Ελένη, Αντωνακούδη Σουζάνα, Ισέτε Σεμπένε, Κωνσταντινίδης Αριστείδης, Λιάπη Ασάνη, Ντόντουλος Βασίλης, Παπαλαμπρόπουλος Δημήτρης,, Παρασκευά Μαρία, Σπίνου Χάιδω υπό την εποπτεία της κ. Ανδρομάχης Οικονόμου, Διευθύντριας Ερευνών ΚΕΕΛ, της Ακαδημίας Αθηνών, την οποία ευχαριστώ για τη συμβολή της στην εκπόνηση της παρούσας εργασίας. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
216
Μαρία Παρασκευά
ρήθηκε και με ορμή άρχιζε να διασχίζει τα βουνά της Ηπείρου, ώσπου έπεσε στο Ιόνιο Πέλαγος και πνίγηκε. (Ντόσκας, 2002:106) Αυτή είναι μια από τις πολλές εκδοχές του μύθου ωστόσο μπορούμε να καταλάβουμε τον γεωγραφικό δύσβατο χώρο που διασχίζεται από τον Άραχθο, ο οποίος επηρέασε τη διαμόρφωση του ανθρώπινου γεωγραφικού χώρου της περιοχής. Ο Levi – Strauss υποστηρίζει πως «σκοπός του μύθου είναι να καταστήσει τον κόσμο εξηγήσιμο, να λύσει με μαγικό τρόπο τα προβλήματα και τις αντιφάσεις του» (Claude Levi-Strauss, 1967:229). Η ιστορία του ανθρώπου συνδέεται άμεσα με την ιστορία του νερού με τον πρωτόγονο άνθρωπο να ζει κοντά σε πηγές, ποταμούς ή λίμνες. Όλοι οι αρχαίοι πολιτισμοί άνθησαν κατά μήκος μεγάλων ποταμών (ο Αιγυπτιακός στην κοιλάδα του Νείλου, κ.ά..) μιας και οι μετακινήσεις συνδέονταν με την αναζήτηση νερού. O Μπρωντέλ, υποστηρίζει πως ο χώρος επιβάλλει το είδος του πολιτισμού και των οικονομικών δραστηριοτήτων. (Μπρωντέλ, 2001:61)Ο Αριστοτέλης υποστήριξε πως το νερό είναι ένα από τα τέσσερα στοιχεία της φύσης μαζί με τη φωτιά, τον αέρα και τη γη συνθέτουν τον κόσμο. Το μεγαλύτερο μέρος της γης αποτελείται από νερό. Το νερό είναι βασικό συστατικό όλων των φυτικών και ζωικών οργανισμών, χρησιμοποιείται στην παραγωγή προϊόντων, ενώ είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ευημερία ενός τόπου και την ανθρώπινη υγεία (ιαματικά λουτρά). Επίσης το νερό έχει χρησιμοποιηθεί ως πηγή ενέργειας για αιώνες. Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τους νερόμυλους για να αλέσουν σιτάρι, μπαρουτόμυλους κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, νεροτριβές για το πλύσιμο μεγάλων υφασμάτων, και στα νεότερα χρόνια για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, κ.ά. Στα συγκεκριμένα χωριά, τόσο στους Μελισσουργούς όσο και στους Καλαρρύτες, το νερό παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην ύπαρξη και επιβίωση των ανθρώπων καθώς και στην ανάπτυξη τους πολιτισμού τους. Η κτηνοτροφία μέσα από την οποία ζουν εδώ και πολλά χρόνια αναπτύχθηκε χάρη στις πλούσιες πηγές που υπάρχουν σ’ αυτά τα χωριά αφού έτσι επιβίωσαν οι άνθρωποι και τα ζώα είτε τις χρησιμοποιούσαν στα θερινά τους χειμαδιά είτε στα χειμερινά τους γνωρίζοντας όλες τις πηγές που υπήρχαν κατά τη διάρκεια της διαδρομής προς αυτά. Επίσης οι αλευρόμυλοι και οι νεροτριβές λειτουργούσαν με τη δύναμη του νερού. Έτσι πρόσφεραν στους ανθρώπους το αλεύρι, ένα επίσης σπουδαίο αγαθό που τρέφει τον άνθρωπο εδώ και αιώνες. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ένα από τα κυριότερα ηπειρωτικά φύλα που εγκαθίστανται στην περιοχή ήταν οι Αθαμάνες, οι οποίοι διήγαν ποιμενικό βίο, μετακινούμενοι από τους χειμερινούς στους θερινούς βοσκοτόπους και αντίστροφα. Ήδη από τον 5ο -4ο αιώνα π. Χ. άρχισαν να διαβιώνουν σε οργανωμένους οικισμούς. (Meineke, 1969: 7.7.8) Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Στ ο υ ς δ ρ ό μ ο υ ς τ ω ν ν ε ρ ώ ν κ α ι τ ω ν κ ο π α δ ι ώ ν
217
Ο χώρος της έρευνάς μας είναι δύο χωριά οι Καλαρρύτες και οι Μελισσουργοί από όπου αντλήσαμε αρκετές πληροφορίες μέσω άσκησης επιτόπιας έρευνας από πρώην κτηνοτρόφους και μυλωνάδες που μας περιέγραψαν πόσο απαραίτητο και συνδεδεμένο ήταν το νερό με το επάγγελμά τους αλλά και με την κοινωνία. Οι Μελισσουργοί, είναι ένα χωριό δυτικά των Τζουμέρκων ανάμεσα στα σύνορα Πίνδου και Τζουμέρκων στα 900 μέτρα υψόμετρο. Η ιστορία των Μελισσουργών ξεκινά από τους χρόνους του βασιλιά Αθάμα· μετά την πτώση του Βυζαντίου γίνεται θέρετρο διακοπών τις καλοκαιρινές περιόδους για την Άννα Παλαιολογίνα και όταν γίνεται το δεσποτάτο της Άρτας αποκτάει προνόμια. Κατά την ελληνική επανάσταση έλαβε μέρος ως χωριό στην κλοπή όπλων και πυρομαχικών από τον Χουρσίτ και στην έξοδο του Μεσολογγίου. Απελευθερώνεται το 1881 και αναπτύσσεται ήρεμα πια σε κεφαλοχώρι στους αγώνες του 1912-1913. Στην Αντίσταση έλαβε μέρος στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και στον ΕΔΕΣ και φυσικά στον Εμφύλιο το χωριό χωρίζεται σε παρατάξεις, γεγονός που είχε θύματα και μακροχρόνιο μίσος. Στα δύσκολα χρόνια συγκαταλέγεται και η δικτατορία αλλά και ο καταστροφικός σεισμός στις 2-5-1967, το χωριό όμως κατάφερε να ορθοποδήσει και είναι σήμερα καλοκαιρινό θέρετρο. Οι Μελισσουργοί από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν μεταβατικό χωριό με μεγάλη δύναμη την
Βρύσες Παναγιάς (Μελισσουργοί).
Βρύσες στους Μελισσουργούς. Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
218
Μαρία Παρασκευά
κτηνοτροφία και έπειτα τους αγωγιάτες και τους ραφτάδες, γι’ αυτό το λόγο υπήρχαν και δύο εργαστήρια επεξεργασίας μαλλιού (μαντάνια, νεροτριβές). Σε περιόδους ακμής είχε δύο ενορίες και εφτά ιερείς με περίοπτους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς ναούς που καταστράφηκαν και ξαναχτίστηκαν (τρεις φορές από τους Τούρκους, ολοσχερώς το 1664). Σήμερα τα μόνα επαγγέλματα που επιβιώνουν ακόμη είναι η κτηνοτροφία και η τυροκομία. Όσο αφορά το σύστημα της τυροκομίας και της γαλακτοπαραγωγής στην Πίνδο, ο ετήσιος κύκλος εκμετάλλευσης του κοπαδιού συνδέεται με τον απογαλακτισμό των αρνιών από τον θηλασμό. Έτσι στις 23 Απριλίου (του Αγίου Γεωργίου) με την εγκατάσταση των μεταβατικών κοπαδιών στα θερινά βοσκοτόπια, η τυροκόμηση γινόταν στο πλαίσιο των φαλκαριών και των τσελιγκάτων. Κάθε φαλκάρι είχε μια στρούγκα που ήταν η κτηνοτροφική εγκατάσταση και ο χώρος που παρασκευάζονταν τα τυριά. Λέγοντας φαλκάρι εννοούσαν τη δημιουργία τριών ως πέντε μικρών κτηνοτρόφων αλλά και το κοινό κοπάδι που σχηματιζόταν για τη χειμερινή ή τη θερινή περίοδο, στο οποίο προσαρτούσαν και άλλα μικρά κοπάδια (είκοσι ζώων το καθένα) που άνηκαν στους χωρικούς που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στα ορεινά με αποτέλεσμα το κοπάδι να έφτανε στα πεντακόσια ζώα. Η οργάνωση σε φαλκάρια βοηθούσε στην εξοικονόμηση εργατικού δυναμικού με αποτέλεσμα η παραγωγή και η εμπορευματοποίηση των γαλακτοκομικών προϊόντων να γίνει πιο εύκολη. Η τυροκόμηση σε στρούγκες ήταν σε άνοδο από τις αρχές Μαΐου ώς τις 20 Ιουλίου, όταν η γαλακτοπαραγωγή μειωνόταν και τα φαλκάρια διαλύονταν. Η διαδικασία του γαλομετρήματος ήταν σημαντική γιατί κάθε κτηνοτρόφος, ακόμη και αν είχε μικρό κοπάδι, έπαιρνε το γάλα που του αντιστοιχούσε μια συγκεκριμένη ημέρα και μπορούσε να τυροκομήσει. Η διαδικασία της τυροκόμησης γινόταν στο μπατζαρειό και τα κύρια γαλακτοκομικά προϊόντα ήταν ο μπάτζος, το βούτυρο, το μανούρι και η μυζήθρα. Για παράδειγμα η μυζήθρα γινόταν ως εξής: το τυρόγαλο που περίσσευε από την παρασκευή του μπάτζου και του βουτύρου το τοποθετούσαν σε ένα καζάνι. Το έβαζαν στη φωτιά και όταν η θερμοκρασία ξεπερνούσε τους 77ο C, η τυρομάζα ξεχώριζε και επέπλεε πάνω στο μείγμα. Τη μάζευαν με την κουτάλα και την έβαζαν στην τσαντήλα. Οι τσαντήλες στέγνωναν για μια μέρα και μετά η μυζήθρα αλατιζόταν και τοποθετούνταν μέσα στα δοχεία. (Καραμανές, 2005:427-431) Οι Καλαρρύτες είναι ορεινός οικισμός που βρίσκεται στις δυτικές πλαγιές της οροσειράς της Πίνδου του Νομού Ιωαννίνων στην Ήπειρο. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 56 χλμ. ΝΑ των Ιωαννίνων. Ο οικισμός άκμασε ιδιαίτερα τον 18ο αι. με το εμπόριο (υφαντά, μετάξι από τη Θεσσαλία, ακατέργαστα δέρματα ζώων κ. ά.) και την ανάπτυξη της χειροτεχνίας (έργα σε ασήμι και χρυσό). Κατά την περίοδο αυτή αρκετοί κάτοικοι των ΚαλαρΤζουμερκιώτικα Χρονικά
Στ ο υ ς δ ρ ό μ ο υ ς τ ω ν ν ε ρ ώ ν κ α ι τ ω ν κ ο π α δ ι ώ ν
219
ρυτών διατηρούσαν εμπορικούς οίκους σε πολλά ευρωπαϊκά κέντρα. Υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Βορείων Τζουμέρκων.Ως τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204 – 1430) αλλά και αργότερα, παρά την υποταγή των Ιωαννίνων στους Τούρκους το 1430, οι Καλαρρύτες θα παραμείνουν ανεξάρτητοι μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία ως το 1478. Αφού τέθηκαν υπό την προστασία της Βαλιντέ Σουλτάνας τους χορηγούνταν προνόμια, όπως αυτοδιοίκηση και ετήσια μερική φοροαπαλλαγή. Η καλαρρυτινή αργυροχοΐα άρχισε να ανθεί από τον 17ο αιώνα. Οι Καλαρρυτινοί φέρεται να μαθήτευσαν στα εργαστήρια ασημουργίας των Ιωαννίνων. Στη συνέχεια μετέφεραν την τέχνη στα εργαστήρια του χωριού τους. Ασχολήθηκαν με όλα τα είδη των αργυρών αντικειμένων. Είναι όμως περισσότερο γνωστοί για τα εκκλησιαστικά αντικείμενα που φιλοτέχνησαν. Αρκετοί από τους τεχνίτες του ασημιού ήταν πλανόδιοι.Με τον τρόπο αυτόν διέσωσαν την τέχνη της αργυροχοΐας σε όλη τη Βαλκανική, τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο, την Ιταλία και την Αυστρία2.Οι Καλαρρύτες, συμμετέχουν ενεργά στην απελευθέρωση και της υπόλοιπης Ηπείρου. Το 1906, ιδρύεται η Ηπειρωτική Εταιρία, με σκοπό την προετοιμασία του εδάφους για την απρόσκοπτη διείσδυση του Ελληνικού στρατού με σκοπό την απελευθέρωση της Ηπείρου. Δύο από τους οδικούς άξονες ανεφοδιασμού του Ελληνικού στρατού για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ξεκινούν από τους Καλαρρύτες, μέσω του χωριού Κράψη και μέσω της Κηπίνας αντίστοιχα. Με την απελευθέρωση της Ηπείρου (1913) επέρχεται η διοικητική προσάρτηση των Καλαρρυτών στο νομό Ιωαννίνων (1925) ως κοινότητας Καλαρρυτών. Τον πόλεμο του 1940-41 και την γερμανική κατοχή πληρώνουν με πολλές ανθρώπινες απώλειες, με οικονομικές και οικιστικές καταστροφές, όπως άλλωστε όλα τα χωριά της περιοχής. Στην Αντίσταση και τον εμφύλιο που διεξάγονται στα χωριά των Τζουμέρκων οι Καλαρρύτες συμμετέχουν ενεργά και γίνονται αποδέκτες των συνεπειών τους. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από την πρόσκαιρη αύξηση του πληθυσμού, αφού πολλοί είναι εκείνοι που από τα αστικά κέντρα καταφεύγουν εκεί, για να αποφύγουν τις συνέπειες του πολέμου και της κατοχής3. Η επέκταση της κτηνοτροφίας στα Τζουμέρκα αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες εξέλιξης του τοπίου και διαχείρισης των πρακτικών της γης. Ως τις αρχές του 20ου αιώνα η δομή και η λειτουργία του τοπίου βασιζόταν στις αρχές της αυτοκατανάλωσης και αυτοσυντήρησης, έχοντας διάφορες καλλιέργειες και αγροτικά ζώα στις λιβαδικές εκτάσεις σε μια προσπάθεια εκμετάλλευσης των φυσιογραφικών παραγόντων για καλύτερη απόδοση των 2. Βλ. http://www.voreiatzoumerka.gr. 3. Βλ. Τζούκας Βαγγέλης, {2013}, Οι οπλαρχηγοί της ΕΔΕΣ στην Ήπειρο 1942-1944 Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
220
Μαρία Παρασκευά
καλλιεργειών (Σμύρης, 2014:190). Η ποιμενική δραστηριότητα εξαρτάται από τη μετακίνηση των κοπαδιών, δηλαδή ομαδικών μετακινήσεων ζώων και ανθρώπων σε πολλές χωρικές και χρονικές κλίμακες. Ιστορικοί, ανθρωπολόγοι, γεωγράφοι, αρχαιολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «transhumance» για να περιγράψουν αυτές τις μετακινήσεις όπου σημαίνει τη μετακίνηση, το πέρασμα από διαφορετικά εδάφη και κλίματα (trans=διαμέσου, humus=χώμα, γη). Ο τύπος της μετακίνησης προσδιορίζεται από το ποιος είναι ο τόπος μόνιμης κατοικίας. Από τον 20ο αιώνα η κάθοδος το χειμώνα των κτηνοτρόφων που έχουν την βάση τους στον ορεινό χώρο χαρακτηρίστηκε ως αντίστροφη (inverse) και εκείνη των κτηνοτρόφων που έχουν την έδρα τους στον πεδινό χώρο ως ευθεία (directe ή normale). H «μεικτή» μεταβατική κτηνοτροφία αφορά τα κοπάδια που έχουν την έδρα τους σε μέσο υψόμετρο και κινούνται σε διπλή κατεύθυνση ανάλογα με την εποχή. (Ακοβιτσιώτη-Hameau - Οικονόμου, 2008-2010:10-11) Στην κτηνοτροφία καθοριστικό ρόλο παίζει και ο τελετουργικός χρόνος ο οποίος ορίζεται για τα χωριά αυτά τους καλοκαιρινούς μήνες που ταυτίζονται με την κοινωνική και συμβολική αναπαραγωγή της κοινότητας (Gell, 1996:38). Ο χρόνος αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα της οικονομίας και της κοινωνικής συμπεριφοράς των κτηνοτρόφων, αφού η μετακίνηση του πληθυσμού είναι συνδεδεμένη με την κτηνοτροφία. Για τους πληθυσμούς αυτούς η μετακίνηση γίνεται στο δίπολο βουνό – κάμπος, δηλαδή το βουνό ταυτίζεται με το καλοκαίρι, άρα γίνεται μέρος του ετήσιου κύκλου και ο κάμπος με τον χειμώνα. Ο ετήσιος κύκλος χωρίζεται σε δύο εξάμηνα· το ένα είναι η χειμωνιάτικη περίοδος (κάθοδος από τα βουνά 26η Οκτωβρίου, του Αγίου Δημητρίου, ως τα τέλη Απριλίου- αρχές Μαΐου, δηλαδή 23 Απριλίου, του Αγίου Γεωργίου). Η εναλλαγή του χρόνου είναι κυκλική και κάθε περίοδος προϋποθέτει την άλλη, ο κτηνοτροφικός χρόνος είναι συνάρτηση της οικονομικής τους δραστηριότητας -αναπαραγωγή, επιβίωση και αύξηση ζωικού κεφαλαίου-.(Αυδίκος, 2011:36-37). Τόσο για το καλοκαίρι όσο και για τον χειμώνα σταθερό σημείο αναφοράς και για τις δύο χρονικές περιόδους είναι το ζωικό κεφάλαιο, αφού η επιβίωση και η ανάπτυξή του καθορίζουν την τύχη των μετακινούμενων πληθυσμών. Το ζωικό κεφάλαιο εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες που μεταβάλλονται και προσδιορίζουν την κοινωνική οργάνωση και τον τρόπο σκέψης των κτηνοτρόφων.(Αυδίκος Ε, 2012:25-26) Στη συγκεκριμένη περίπτωση ασκείται ημινομαδική κτηνοτροφία από βλαχόφωνους πληθυσμούς ( έξι μήνες στο βουνό που οι βλάχοι το θεωρούσαν μόνιμη κατοικία και άλλους έξι σε συγκεκριμένους τόπους τον χειμώνα). Η μετακίνηση ανάμεσα στα ορεινά και τα πεδινά, σε δύο σταθερά σημεία, ορίζει την ημινομαδική κτηνοτροφία.(Αλεξάκης, 2009:51). Τόσο στους Μελισσουργούς όσο και στους Καλαρρύτες μέσα από την ασχολία της κτηνοτροφίας ξεπήδησε και η βιοτεχνία (παραγωγή κτηνοτροφικών Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Στ ο υ ς δ ρ ό μ ο υ ς τ ω ν ν ε ρ ώ ν κ α ι τ ω ν κ ο π α δ ι ώ ν
221
προϊόντων ) και η ποικιλία μάλλινων υφαντών. (Ντόκας, 2005:115-116) Ο Π. Ζέρβας, από τους Καλαρρύτες πρώην κτηνοτρόφος και αργότερα χειριστής φορτηγών, αναφέρει ότι καταγόταν από κτηνοτροφική οικογένεια αφού και ο πατέρας του ήταν κτηνοτρόφος, μάλιστα εκείνα τα χρόνια είχαν δικά τους εξακόσια πρόβατα. Αυτά τα πήγαιναν στην Παραμυθιά, στο Καρβουνάτι, στο Μαργαρίτη, όσο για το αν θα εξασφάλιζαν το απαραίτητο νερό για τις μετακινήσεις τους δεν ανησυχούσαν γιατί καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής υπήρχαν διάφορες πηγές και σημεία με νερό. Ο Γκοτζόγιας, συνταξιούχος και πρώην κτηνοτρόφος, θυμάται πως στους Καλαρρύτες έρχονταν το καλοκαίρι και πήγαιναν το χειμώνα σε διάφορα σημεία της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας, της Κόνιτσας και της Θεσσαλίας ώσπου να καταλήξουν μόνιμα σ’ ένα χωριό έξω από τη Λάρισα, το Σοφούλι. Όλες οι μετακινήσεις γίνονταν οικογενειακώς και διαρκούσαν μέρες, συχνό ήταν το φαινόμενο οι γυναίκες να γεννούν κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής. Μια χαρακτηριστική διαδρομή που ακολουθούσε ο Γκοτζόγιας για να βρουν χειμερινά χειμαδιά ήταν: Καλαρρύτες → Λεπενίτσα (σημ. Ανθούσα) → Κοντοβάλτα (σημ. Καλομοίρα) → Κανάρα → Μοργκάνι →Χάσια → Κατσαβούνι → Βλαχογιάννη. Οι Καλαρρύτες ως θερινό χειμαδιό είχαν αρκετά μεγάλο αριθμό κατοίκων με δικά τους σπίτια· μάλιστα υπήρχε και σχολείο για τα παιδιά που έρχονταν το καλοκαίρι γιατί τον χειμώνα ήταν αναγκασμένα να ακολουθήσουν τις οικογένειες τους στην ανεύρεση χειμερινών χειμαδιών. Τα μαντριά βρίσκονταν πάνω στα βουνά που ήταν γεμάτα λιβάδια για να μπορούν να βοσκήσουν τα πρόβατα καθώς υπήρχαν και πάρα πολλές πηγές. Στα μαντριά πήγαιναν μόνο οι άντρες αφού οι γυναίκες κάθονταν σπίτι τους, φρόντιζαν το νοικοκυριό, ύφαιναν στον αργαλειό, έπλεναν τα ρούχα των αντρών τους και τους ετοίμαζαν φαγητό που το έστελναν στα μαντριά τους με άλλους βοσκούς όταν κατέβαιναν στο χωριό. Οι κτηνοτρόφοι έσφαζαν τα πρόβατα, τα έδιναν στον χασάπη που τα πουλούσε στο χωριό και πληρώνονταν με χρήματα. Το γάλα από τα ζώα το έδιναν στον γαλατά και τα δέρματα ερχόταν και τα μάζευε ο«δερματαγωγός». Κάθε μαντρί είχε το δικό του μπατζαρειό όπου έφτιαχναν το τυρί. Περιγράφει χαρακτηριστικά ο Γκοτζόγιας: : «Μπατζαρειό και εδώ το καλοκαίρι είχε το κάθε μαντρί. Εμείς εδώ έχουμε πέντε μαντριά, πέντε στάνες και κάθε στάνη ανάλογα με τα πρόβατα έβγαζε μπατζαρειό. Έβγαινε ο έμπορος και αγόραζε το γάλα ή το κεφαλοτύρι που το έφτιαχνε ο ίδιος ή πρωτύτερα το έφτιαχναν βοσκοί και το έστελναν στις κασαρίες. Ύστερα όπου είχαν κασαριάτο έφτιαχναν μπασκί ή ό,τι ήθελαν ξαναζεσταίνοντας το. Το μπασκί να τι ήταν: το τυρί το μάζευες, το γάλα το ζέσταινες ώσπου να πήξει κάτω-κάτω και το δοκιμάζανε βάζοντας το χέρι έτσι από πάνω από το καζάνι. Όταν το γάλα δεν κουνιόταν έπαιρνες το τυρί στα χέρια, κατέβαζε λίγα υγρά, το έκανες έτσι όταν ξεκολλούσε από το καζάνι, τότε το τυρί ήταν γενομένο, Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
222
Μαρία Παρασκευά
ήταν έτοιμο να το κόψεις. Το έκοβαν λίγο, το ζέσταιναν πάλι στο καζάνι και το μάζευαν ώσπου να γίνει ένα σώμα. Απ’ το καζάνι ύστερα το έβαζαν ανάλογα με την ποσότητα που είχαν σε τσαντίλες, μεγάλες τσαντίλες. Ύστερα μέσα στις τσαντίλες αυτές το πήγαιναν στις κασαρίες για να μην σπάσει στη μετακίνηση και εκείφούσκωνε όπως φουσκώνει το ψωμί, το έκοβαν, το ζέσταιναν και του έδιναν σχήμα «κεφαλιού» ή «κεφάλι», όπως το λέτε το τυρί και διάφορα άλλα. Η φέτα βγαίνει αν αρμέξουμε τα πρόβατα, στραγγίσουμε το γάλα γιατί κάτι θα έχει ώστε να είναι καθαρό. Αν ήταν κρύο το γάλα το παίρναμε, το ζεσταίναμε· γιατί αν είναι κρύο το γάλα δεν πήζει, ρίχναμε πυτιά. Εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε πυτιές όπως έχουμε τώρα, μαζεύαμε πυτιές από τα’ αρνάκια όταν ήταν μικρά, απ’ τα κατσίκια ακόμη καλύτερη πυτιά και την φτιάχναμε μόνοι μας. Βάζαμε και μούσκερη και παίρναμε από αρνάκι, κατσικάκι που το σφάζαμε και ήταν μαλακιά, την κρεμούσαμε κάπου ώσπου στέγνωνε και την μαζεύαμε. Ύστερα δεν είχε ανάγκη και όποτε θέλαμε να την δουλέψουμε την παίρναμε (την πυτιά), την ανοίγαμε και την βάζαμε σ’ ένα βάζο ανάλογα με την ποσότητα ώσπου μαλάκωνε η πυτιά, την στεγνώναμε, την στραγγίζαμε και την βάζαμε στο πιατάκι και ανάλογα με την δύναμη που είχε παίρναμε και την αναλογία για να μην ρίξουμε πολύ ή λίγη γιατί άμα ρίχναμε πολύ χάναμε ποσότητα τυριού.Κοβόταν η πυτιά και χανόταν το κομπόδεμα εάν δεν γινόταν το τυρί καλό, δεν στράγγιζε.Την πυτιά την φτιάχναμε, την παίρναμε με μέτρο, με το κουτάλι ας πούμε και ήξερε ότι ετούτο το γάλα θέλει δύο κουτάλια πυτιά, το άλλο που είναι περισσότερο θέλει τέσσερα, πέντε κουτάλια αναλόγως με την ποσότητα αλλά δουλεύαμε την πυτιά, την ντόπια, τη δική μας». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ένα είδος πρόβατου που υπήρχε (υπάρχει και σήμερα αλλά σε περιορισμένο αριθμό) στα μέρη αυτά: το μπούτσικο. Ο Ζάγκλης Ναπολέων αναφέρει πως το μπούτσικο είναι ένα είδος προβάτου με σπουδαία θρεπτικά συστατικά, έχει το καλύτερο κρέας και γάλα και αυτό οφείλεται στο γονίδιο που έχει η συγκεκριμένη προβατίνα. Άλλο ένα επάγγελμα που αναπτύχθηκε ήταν αυτό του αγωγιάτη. Οι αγωγιάτες πήγαιναν παρέα για να βοηθάει ο ένας τον άλλον. Ο κάθε αγωγιάτης είχε συνήθως πάνω από τρία ζώα και μετέφεραν εμπορεύματα για τα καταστήματα του χωριού. Στις πλάτες των ζώων έβαζαν τα πράγματα και αυτοί ακολουθούσαν με τα πόδια. (Τζουμάκας Σ., 2005: 20). Ο πατέρας του Ν. Ζέρβα είχε κάνει και αγωγιάτης και πήγαινε στην Λάρισα, στο Κοπέρδο, στις αλυκές και έφερνε στο χωριό αλάτι, λάδι, ελιές. Είχε είκοσι μουλάρια με τα οποία έκαναν εμπόριο , έπαιρναν τα μισά κουβαλώντας και πουλώντας σιτηρά και με τ’ άλλα μισά έφερναν στους Καλαρρύτες αλάτι, λάδι και ελιές. Οι Καλαρρύτες, όπως αναφέραμε και παραπάνω, είναι γνωστοί και για την ανάπτυξη της αργυροχρυσοχοΐας για την ύπαρξη εργαστηρίων και σπουδαίων τεχνιτών οι οποίοι κατά τον 19ο αιώνα Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Στ ο υ ς δ ρ ό μ ο υ ς τ ω ν ν ε ρ ώ ν κ α ι τ ω ν κ ο π α δ ι ώ ν
223
σκορπίστηκαν σε όλη την Ελλάδα, έτσι και οι αγωγιάτες μετέφεραν ασημικά τα οποία πουλούσαν σε πανηγύρια. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σταματούσαν σε χάνια, αφού οι στάσεις ήταν απαραίτητες τόσο για τους ίδιους όσο και στο να ξεκουραστούν τα ζώα και να πλυθούν. Βέβαια υπήρχαν και διάφορα ρέματα όπου και δροσίζονταν, και μερικά από αυτά ήταν: στο Κουκούλι, στη Φωλιά, στο Μαυρολάγκαδο, στο Παλιοχώρι. Ο Μπακογιάννης μας είπε ότι ήταν αγωγιάτης ο ίδιος, είχε εφτά – οχτώ μουλάρια και πήγαινε στα Γιάννενα, στην Καλαμπάκα, στα Τρίκαλα. Εκεί κουβαλούσε συνήθως τυριά, αλεύρι, λάδι και έφερνε προϊόντα αντίστοιχα που δεν υπήρχαν στο χωριό για τα μαγαζιά. Μέχρι και σήμερα ασκεί αυτό το επάγγελμα κουβαλώντας με τα ζώα πλάκες, άμμους, τσιμέντα στα μαγαζιά μιας και το αυτοκίνητο δεν φτάνει μέσα στο χωριό. Η πιο διαδεδομένη μορφή ενέργειας στην προβιομηχανική ηπειρωτική Ελλάδα ήταν η υδάτινη. Με βάση αυτή τη μορφή ενέργειας τα δημητριακά μετατρέπονταν σε αλεύρι αποτελώντας έναν σπουδαίο τομέα παραδοσιακής μεταποίησης (Νομικός, 1991:191). Τα υδροκίνητα αυτά εργαστήρια βρίσκονται έξω από οικισμούς σε αποστάσεις για να είναι προσιτά με τα πόδια ή τα ζώα και αποτελούσαν μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις που εξυπηρετούσαν τις τοπικές ανάγκες σε διατροφή και ένδυση (Οικονόμου, 1992:170). Τόσο στους Καλαρρύτες όσο και στους Μελισσουργούς οι μύλοι ανήκαν στις εκκλησίες, ήταν «βακούφικοι», και έβγαιναν σε δημοπρασία κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια ενώ τους δούλευαν σε οικογενειακή βάση. Οι μυλωνάδες πληρώνονταν με λεφτά ή αν δεν υπήρχαν έπαιρναν μερίδιο το λεγόμενο «ξαγάρι» στο καλαμπόκι. Στους Μελισσουργούς συναντάμε τρεις νερόμυλους. Ο πρώτος ανήκε στον Ι. Ν. Αγίου Νικολάου, αυτός που ανήκε στο μοναστήρι της Παναγιάς και ο μύλος του Γεωργάκαινα. Το να είναι κάποιος μυλωνάς την εποχή εκείνη σήμαινε πολλά, καθώς ήταν κάτι σίγουρο, αρκεί να δούμε και στο πρακτικό της επαναληπτικής δημοπρασίας του υδρόμυλου του Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Μελισσουργών Άρτας το 1927, ο αριθμός των συμμετεχόντων είχε εικοσαπλασιαστεί σε σχέση με αυτόν της δημοπρασίας του 1911 (Καρζής - Μαγκλάρας: 96-97). Η πηγή που εξασφάλιζε το νερό στον νερόμυλο ήταν η πηγή «Αγκάθι».Ο νερόμυλος δεν ήταν μόνο ένας μύλος που έβγαζε αλεύρι, αλλά το νερό που κινούσε τον νερόμυλο πήγαινε στη συνέχεια στο μαντάνι όπου γινόταν η επεξεργασία χοντρών υφαντών όπως οι κάπες και στη συνέχεια στη νεροτριβιά όπου οι γυναίκες έπλεναν τα ρούχα. Το ίδιο νερό περνούσε από τρία διαφορετικά «εργαστήρια»: νερόμυλος→μαντάνι→νεροτριβιά. Χαρακτηριστικά ο Τασούλης, πρώην αγωγιάτης, μας περιγράφει: «ο μύλος είναι ένα εργαστήριο που εργάζεται με νερό έχει μυλόπετρα που φέρνει γύρα το μύλο, φτιαγμένη από στουρνάρι. Το νερό ερχόταν από την πηγή Αγκάθι. Το νερό ερχόταν από μέσα από το ποτάμι πέρα, με αυλάκι ερχόταν στον μύλο και έπεφτε μέσα σε ένα κανάλι που είχε δέκα μέτρα Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
224
Μαρία Παρασκευά
ύψος 50 επί 70. Στον πάτο από την δεξαμενή αυτή είχε ένα ειδικό σφούνι. Το σφούνι είναι πέντε με επτά πόντους ή οχτώ με δέκα, αναλόγως το νερό. Αφού γεμίζει η δεξαμενή αυτή πηγαίνει κάτω και από κάτω έχει μια φτερωτή σιδερένια και αμολάς τον μύλο και έρχεται γύρα και γυρίζει το καλαμπόκι μέσα το βγάζει το αλεύρι. Το νερό έφευγε από τον μύλο και πήγαινε στο μαντάνι. Το μαντάνι είναι ένα εργαστήριο με τέσσερα κοπάνια μεγάλο και Δημοπράτηση μοναστηριακού νερόμυλου το 1927 (Με- χοντρό με φτερωτή, μπροστά λισσουργοί - αρχείο παπά-Γιώργη Καρακίτσου). είχε μια σκαψίδα έβαζαν τα ρούχα μέσα και τα χτύπαγαν και τα έφτιαχναν τα ρούχα. Τα ρούχα που φόραγαν οι παλιοί οι Βλάχοι, τα μάλλινα ας πούμε, πλένονταν με αυτό και τα έβαφαν. Η βαφή γινόταν σπίτι τους σε μεγάλα καζάνια με βραστό νερό. Τα μαντάνια χτυπούσαν τα ρούχα να καθαρίσουν. Κάτω από το μαντάνι υπήρχε η νεροτριβιά. Με το ίδιο νερό εργάζονταν όλα. Το νερό περνούσε πρώτα από το καλαμπόκι (ενν. τον νερόμυλο) μετά ήταν το μαντάνι και μετά έφευγε και πήγαινε στη νεροτριβιά. Στη νεροτριβιά έφτιαχναν τις κάπες και τις κουβέρτες και είχε την κάναλη από πάνω που έπεφτε το νερό στο στούμπο μετά η νεροτριβιά ήταν βαθιά. Μπορεί να ήταν τρία μέτρα, η νεροτριβιά είναι χτισμένη από πάνω ένα τσιμέντο, δύο και μαζεύεται στον πάτο. Ήταν χωνί, δεξαμενή ήταν». Οι νεροτριβές (ή ντριστέλα ή δριστέλλα, κ.ά.) Μύλος Κουϊάσας. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Στ ο υ ς δ ρ ό μ ο υ ς τ ω ν ν ε ρ ώ ν κ α ι τ ω ν κ ο π α δ ι ώ ν
225
συναντώνται περισσότερο στον Ηπειρωτικό χώρο, στην Πελοπόννησο ως την Θράκη παρά στον νησιωτικό. Λογικό είναι το συμπέρασμα ότι οι νεροτριβιές συνδέονται άμεσα με την κτηνοτροφία αφού το υλικό που δουλεύουν είναι το μαλλί από αιγοπρόβατα, φλοκάτες, πατανίες, κ.ά.. (Οικονόμου 1999:95-96) Στους Καλαρρύτες υπήρχαν οι εξής μύλοι: α) ένας Πηγή Τζάμινα κάτω στο ποτάμι (Καλαρρυτινός) όπου στην απέναντι μεριά δούλευε όλο τον χρόνο μαζί με μαντάνια και νεροτριβιές. Ο μύλος αυτός χτίστηκε το 1600 και λειτούργησε ως το 1881 ( έτος κατά το οποίο ο Καλαρρυτινός κατέστη το όριο του ελληνικού και του τούρκικου κράτους). Το 1912-1913 απελευθερώθηκε η Ήπειρος και το 1919-1920 ξαναδημιουργήθηκε στη θέση «Κουϊάσα». Ο δεύτερος μύλος ήταν στη θέση «Νταμίρη», ψηλότερα στο χωριό, και ο τρίτος ήταν ο νερόμυλος του Γιάννη Αρλέτου στην Κηπίνα, από το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, χτίστηκε το 1950 από τον Γ. Αρλέτο. (Καρζής – Μαγκλάρας 2002:171-172). Τα ονόματα των πηγών και των βρυσών που υπάρχουν στους Καλαρρύτες είναι: η Γκούρα, το Στούπι, το Κόντρο, η Πάτη, το Φύτρο, η Τσόρα, η βρύση του Μπούφου, η βρύση του Παράσχη, το Κελί, η Τζιάμενα, το Τουρκέλι, η Ζωγόπετρα, η βρύση του Σούτου, του Τσαπούνου, του Ζουρμπαλά. Οι αντίστοιχες πηγές στους Μελισσουργούς είναι: Αγκάθι, Χάβαλη, Κεφαλόβρυσο και οι βρύσες: η βρύση στον Αϊ – Μάρκο, η βρύση του Μπουτσιώλη, η βρύση «πάμε για Παναγιά κάτω». Μέσα από την έρευνα αυτή διαπιστώσαμε τη σπουδαιότητα του νερού. Πέρα από το ότι είναι ένα απαραίτητο στοιχείο για να μπορέσει Βρύση Μπούφου Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
226
Μαρία Παρασκευά
Βρύση Γκούρα
Βρύση Παράσχη
ο άνθρωπος να επιβιώσει είναι και αυτό που οριοθετεί τη δημιουργία κοινωνιών, επαγγελμάτων και μέσω της δυναμικής του προσφέρει την υδάτινη ενέργεια του μέσω υδροκίνητων εγκαταστάσεων στο να παραχθεί ένα σημαντικό αγαθό όπως είναι το αλεύρι. Εξαιτίας αυτής της σπουδαιότητάς του το νερό συχνά αποτελούσε το «μήλον της έριδος» μεταξύ χωριών και οικισμών. Η πηγή Αγκάθι για παράδειγμα υπήρξε αιτία διένεξης ανάμεσα σε Μελισσουργούς και Πράμαντα. Το όνομά της με την οποία η πηγή αυτή το πήρε από την ορμή, που έβγαινε το νερό, αφού ήταν σαν να σε τρυπούσε αγκάθι αν πήγαινες να την πλησιάσεις. Άλλη εκδοχή είναι ότι εκεί ανθίζει ένα πολύ ωραίο αγκάθι, το γαϊδουράγκαθο. Η παλιότερη διαφωνία ανάμεσα στα δύο χωριά ξεκινάει από την πηγή Κεφαλόβρυσο, που είναι εκεί που ξεκινάνε τα Πράμαντα, αλλά ο καταρράκτης που σχηματίζεται είναι 250 μέτρων και πέφτει στον Μελισσουργιώτικο. Δεν διστάζανε να χρησιμοποιούν και χρωστική ουσία, ώστε όλες οι βρύσες να βγάζουν κόκκινο νερό. Έτσι επικρατούσε η άποψη ότι, αφού το Κεφαλόβρυσο βγαίνει στο Πραμαντιώτικο ήταν Πραμαντιώτικη πηγή. Εξακολούθησε να είναι σοβαρή αιτία διένεξης η πηγή Αγκάθι, εξαιτίας της οποίας τα δύο χωριά παραλίγο να έρθουν σε σοβαρή σύγκρουση, αλλά χάρη σε επιδότηση που έδωσε το Υπουργείο Εσωτερικών τόσο στους Μελισσουργούς όσο και στα Πράμαντα με σκοπό να γίνουν τα σχετικά έργα είχαν ως αποτέλεσμα και τα δύο χωριά να υδροδοτούνται από την πηγή Αγκάθι. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – Αλεξάκης, Ε.Π.(2003), “Τα τσελιγκάτα και οι μετακινήσεις των Αρβανιτόβλαχων κτηνοτρόφων της Ηπείρου”, Γεωγραφίες 5, σελ.114-134. – Αλεξάκης, Ε.Π.(2009), Οι Βλάχοι του Μετζιτιέ και η ειρωνεία της ιστορίας. Αθήνα: Δωδώνη. – Ακοβιτσιώτη –Hameau,Α. –Οικονόμου, Α. (2008-2010),“Κτηνοτρόφοι στην Κωπαΐδα: Διευθέτηση χώρων, διαχείριση κοπαδιών, συγκρότηση ταυτοτήτων”, Εθνολογία 14, σ.7-51 – Αυδίκος, Ε. (2011), “Χρόνος και κοινωνική οργάνωση στους νομάδες του ελληνικού χώρου”, Αρχαιολογία 76, σελ.35-41. Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Στ ο υ ς δ ρ ό μ ο υ ς τ ω ν ν ε ρ ώ ν κ α ι τ ω ν κ ο π α δ ι ώ ν
227
– Αυδίκος, Ε. (2012), Πολιτισμοί και κοινωνίες της νότιας Πίνδου. Αθήνα: Πεδίο. – Καραμανές, Ε. (2005), «Συστήματα τυροκομίας της Πίνδου: συνέχειες και ασυνέχειες: από η ιστορία του Ελληνικού γάλακτος και των προϊόντων του», Ι τριήμερο εργασίας, Ξάνθη 7-9 Οκτωβρίου 2005, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς σ.425-449. – Κάρζης, Α. και Μαγκλάρας Μ. (2002), Μύλοι και Μυλωνάδες, προβιομηχανική Ήπειρος. Πάτρα: Περί Τεχνών. – Κασκάνης, Β.Κ.(2006),“Οδοιπορικό στους υδρόμυλους των Καλαρρυτών”, Τζουμερκιώτικα Χρονικά 2006, σελ.185-198. – Νομικός,Στ.(1988),«Άλεσμα με υδραυλική και αιολική ενέργεια [Νερόμυλοι-Ανεμόμυλοι]», Ιστορία της Νεοελληνικής Τεχνολογίας Α΄ Τριήμερο εργασίας, Πάτρα 21-20 Οκτωβρίου 1988, ΠΤΙ. ΕΤΒΑ 1991, σελ.191-201. – Ντόσκας, Β.(2005), “Η Οικονομική ζωή στα Βλαχοχώρια των ΒΔ Τζουμέρκων”. Τζουμερκιώτικα Χρονικά 2005, σελ.114-121. – Οικονόμου, Α.(1992), «Οι υδροκίνητοι αλευρόμυλοι της περιοχής Δημητσάνας: πρώτη προσέγγιση στο [Ο Άρτος Ημών από το σιτάρι στο ψωμί]», Πρακτικά Γ΄ τριήμερο εργασίας, Πήλιο 10-12 Απριλίου 1992, εκδ ΠΤΙ ΕΤΒΑ, σελ.170 -175. – Οικονόμου, Α. (1999), «Νεροτριβές: Η λειτουργία και η χρήση τους στον Ελλαδικό χώρο», από πρακτικά επιστημονικής συνάντησης με τίτλο: «Νερό πηγή Ζωής Κίνησης Καθαρμού, Αθήνα 1999, σελ.93-98. – Τζούκας, Β. (2013),Οι οπλαρχηγοί της ΕΔΕΣ στην Ήπειρο 1942-1944, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. – Τζουμάκας, Σπ. (2005), “Τα Χάνια, οι Χατζήδες και οι Αγωγιάτες”. Τζουμερκιώτικα Χρονικά 2006, σελ.19-22. – Φερνάν, Μπ. (2001), Γραμματική των πολιτισμών (μετ. Άρης Αλεξάκης). Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ – Claude, Levi – S.(1967a), Structural Anthropology. New York.:Anchor Books – Gell, A. (1996), The Anthropology of time.Oxford-Washington:DC: Berg. – Meineke,Α. (1969), Strabonis Geographica Vol.2.Graz :Akad. Dr.- und Verl.-Anst
* Η Μαρία Παρασκευά είναι Κοινωνική Ανθρωπολόγος-Ιστορικός, Msc: «Εκπαίδευση και Πολιτισμός»
Έ τ ο ς 1 8 ο - Τε ύ χ ο ς 1 8 - Κ α λ ο κ α ί ρ ι 2 0 1 7
Διοικητικό Συμβούλιο της Ι.Λ.Ε.Τ. Στάμου Λαμπρινή, Πρόεδρος Θεσσαλονίκη, 6944169408 και 2310276923, lampstamou@sch.gr Καρακώστας Xρήστος, Αντιπρόεδρος Ιωαννίνων Ιωάννινα, 6944634721 και 2651093465 Τσατσούλης Σωκράτης, Αντιπρόεδρος Αθηνών Αθήνα, 6944541261, sokratis.tsatsoulis@gmail.com Μάνθος Νίκος, Γραμματέας Ιωάννινα, 6989148520, nmanthos@uoi.gr Γιαννάκη Νίκη, Ταμίας Ιωάννινα, 6978632832 και 2651037356 Λιανός Δημήτριος, Οργανωτικός Γραμματέας Ιωάννινα, 6977057110 και 2651043156 Βάνας Ιωάννης, Υπεύθυνος Τύπου και Δημ. Σχέσεων Άρτα, 6984403122, giannvan@hotmail.com Μανούσης Νίκος, Έφορος, Βουργαρέλι, 6979912980, nikosmanousis@gmail.com Καρατζένης Φώτης, Μέλος Αθήνα, 6977571222, fkaratz@otenet.gr
ΤΟ 18Ο ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ
ΤΖΟΥΜΕΡΚΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ Μ. ΣΠΥΡΟΥ Α.Ε. ΚΑΙ ΔΕΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΤΣΙΑΔΗΣ & ΥΙΟΙ ΣΕ ΧΑΡΤΙ ΣΑΜΟΥΑ 100 ΓΡ., ΣΕ 800 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 2017 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΣΧΕΔΙΑΣΑΝ ΟΙ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "Πέτρα"