
© Δήμος Βορείων Τζουμέρκων Ιστορική – Λαογραφική Εταιρεία Τζουμέρκων
Εκδοτική παραγωγή: Ηπειρωτικές Εκδόσεις «Πέτρα» Οικονόμου 32, 106 83, Αθήνα Τηλ.: 210 8233.830 Email: ekdoseispetra@hotmail.com Πρώτη έκδοση: Ιούνιος 2021 Εξώφυλλο: Θέμα του γλύπτη Θ. Παπαγιάννη ISBN: 978-618-85487-1-8
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
2
Συντομογραφίες .................................. 9
Προλογικό σημείωμα Δημάρχου Βορείων Τζουμέρκων ..... 11
Προλογικό σημείωμα Προέδρου της Ι.Λ.Ε.Τ. ............ 13
Ευχαριστίες Κ.Γ. Κοτζιούλα ......................... 15
Πρόλογος Κ.Γ. Μαργώνη ........................... 17
Εισαγωγή Γ.Ν. Γιαννάκη ........................... 19 Τα κείμενα
Ηπειρώτικες περιοδείες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 33
Αποτίμηση από τον Γ. Κοτζιούλα της επίσκεψής του στην Άρτα ................... 149
Οι Ανωγιάτες .................................. 151
Ηπειρώτικα αφηγήματα και άλλα .................... 153 Στα βουνά τής Ηπείρου του Γ. Ανέμη (Κοτζιούλα) ....... 190 Σημειώσεις ενός φυσιολάτρη του Γ. Ανέμη (Κοτζιούλα) .... 205 Πίνακας των ταυτισμένων τοπωνυμίων ................ 217 Λέξεις αθησαύριστες, ιδιωματικές και σπάνιες .......... 219 Πίνακας βιβλιογραφίας ............................ 233
Συντομογραφίες
αγν.(ώστου)
αλβαν, ή αλβ.(ανικό)
al. (ii)
αμάρτ. (υρο ή -υρος)
αμετ.(άβατο)
αραβοτουρκ. (ικό)
αριθμ. (ός)
αρχ.(αίο)
ΒΔ (Βορειοδυτικών ή Βορειοδυτι
κά)
Bd (Band)
βλαχ. (ικό)
βλ.(έπε)
βουλγ.(αρικός, -ή, -ό)
γαλλ.(ικό)
γ.(ενική πτώση)
γερμαν.(ικό)
δηλ.(αδή)
εθν.(ικό)
ελνστ.(ελληνιστικά)
επίθ.(ετο)
επίρρ.(ημα)
ηχοπ.(οιημένο)
θηλ. (υκό)
Ιδ.(ίωμα) Φαρ.(άσων)
Ι.(στορική) και Λ.(αογραφική)
Ε(ταιρεία) Τ.(ζουμέρκων)
ιταλ.(ικό)
κ.(αι) ά.(λλα)
κ.(αι) ά(λλοι)
κ.(αι) α.(λλού)
Κ.(ώστας) Γ.Κ.(οτζιούλας)
κ.(αι) κ.(άτω)
κατ.(άλογος) Κ.(οινής) ΝΕ(Νεοελληνικής) λ.(έξη) λατιν.(ικό) Λεξ.(ικό) Λεξ.(ικό) Ινστ.(ιτούτου) ΝΕ(οελ ληνικών) Σ.(πουδών) Π.(αν/μίου Θεσ/νίκης) λ.(όγου) χ.(άριν) μ.(έτρων) Μ.(ορφωτικό) Ί.(δρυμα) Ε.(θνι κής) Τ.(ράπεζας) μεγεθ.(υντικό) μσν.(μεσαιωνικά) και μεσαιων. (ικό) μτφ.(μεταφορικά, -ός, -ή, -ό) μετχ. (μετοχή) ουδ.(έτερο) ό.(που) π.(παραπάνω) Οδύσσ.(εια) ομηρ.(ικό) ουσιαστικοπ.(οιημένη) παθ.(ητικό) π.(αραδείγματος) χ.(άριν) πβ. ή πβλ. (παράβαλλε) περιοδ.(ικό)
πληθ.(υντικού, -ός) ρ.(ήμα), ρρ.(ρημάτων) ρουμ.(ανικό) σ.(ελίδα), σσ.(σελίδες) σερβ.(ικό) σλαβ.(ικό) σλοβ.(ενικό)
στ.(ίχος)
στερ.(ητικό)
σύντμ.(ηση)
συντετμ.(ημένος)
τ.(ύπος), τ.(ης), τ.(όμος)
τοπν.(τοπωνύμιο)
τουρκ.(ικό)
τραγ.(ουδιού)
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
τροπ.(ική) τχ.(τεύχος)
Y.(πουργείο) Ε.(θνικής) Π. (αιδεί ας) και Θ.(ρησκευμάτων)
υποκορ.(ιστικό) υψόμ.(ετρο) φρ.(άση)
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΒΟΡΕΙΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ 2 Όταν το 2013 καταπιάστηκα ως σκηνοθέτης με τη θεατροποιημένη παρουσίαση του έργου του Γιώργου Κοτζιούλα σε μια παράσταση με λόγο και μουσική, ήρθα σε ευρεία επαφή με το ποιητικό και το πεζογραφικό έργο τού μεγάλου συμπατριώτη μας λογοτέχνη. Τρι άντα χρόνια πριν βέβαια είχα γνωρίσει τα θεατρικά του έργα, το «Θέατρο στα βουνά», όταν ως νέοι –μέλη θιάσων– βρίσκαμε μεγάλο ενδιαφέρον στο ανέβασμα των έργων του, που πλημμύριζαν από γνήσια τζουμερκιώτικη ατμόσφαιρα και αναφορές στα μύρια προ βλήματα και την καταπίεση του φτωχού λαού τής υπαίθρου. Με την ευκαιρία της παράστασης για τον Κοτζιούλα, γνώρισα και τον γιο τού ποιητή –τον φίλο πλέον– Κώστα Κοτζιούλα και πληροφορήθηκα για τον μεγάλο όγκο τού έργου τού λογοτέχνη, που δεν έχει εκδοθεί. Έτσι είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος, που ο Δήμος Βορείων Τζουμέρκων μπόρεσε να συμβάλει στην έκδοση ενός μέ ρους τού έργου αυτού και θέλω να συγχαρώ όλους όσοι συνέβαλαν. Τα πεζογραφήματά του αυτά έρχονται να προστεθούν στα ήδη γνωστά έργα του και μαζί με τα άλλα του, που θα εκδοθούν –εύχο μαι σύντομα!–, θα αποτελέσουν σημαντική πνευματική παρακαταθήκη για όλους τους Έλληνες και ιδιαίτερα για τους Ηπειρώτες και τους Τζουμερκιώτες. Γιάννης Σεντελές
για την έκδοση
μελέτης
της Ι.Λ.Ε.Τ. των –μέχρι τώρα ανέκδοτων– «Ηπει ρωτικών Περιοδειών», τού καταγόμενου από την Πλατανούσα, λο γοτέχνη Γ. Κοτζιούλα. Είναι γνωστό ότι η Ι.Λ.Ε.Τ. –από τη στιγμή σχεδόν τής ίδρυσής της– εκδήλωσε έντονα έμπρακτο ενδιαφέρον για τον συμπατριώ τη μας ποιητή, πεζογράφο, κριτικό και μεταφραστή Γ. Κοτζιούλα, διοργανώνοντας ημερίδες στα Τζουμέρκα για την ανάδειξη τού –όχι τόσο γνωστού στο ευρύ κοινό– έργου του. Το 2016 εξέδωσε αφιερωματικό τεύχος για τα εξήντα χρόνια από τον θάνατό του, το οποίο συμπεριλάμβανε και την ανέκδοτη συλλο γή του των δημοτικών τραγουδιών τής περιοχής. Είμαστε επίσης υπερήφανοι, γιατί την παρούσα μελέτη εκπόνη σαν δύο έγκριτοι φιλόλογοι, μέλη της Ι.Λ.Ε.Τ., ο κ. Γ. Γιαννάκης (ιδρυτικό μέλος και πρώην μέλος Δ.Σ.) και ο κ. Κ. Μαργώνης (πρώ ην πρόεδρος), των οποίων η αδιαμφισβήτητη επιστημονική κατάρτιση και η μεθοδικότητα εγγυώνται την ποιότητα του πονήματος. Ευχαριστούμε όλους
συμβολή
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 2 Η έκδοση αυτή οφείλεται στην αγάπη των Ηπειρωτών για τα Γράμ ματα, τους Έλληνες δημιουργούς και ιδιαίτερα για τους συμπατριώτες τους. Το ενδιαφέρον αυτό στην περίπτωση του έργου του Γιώργου Κο τζιούλα –για πολλοστή φορά μάλιστα– βρήκε γόνιμο έδαφος, φι λοξενήθηκε και κάρπισε στο πνευματικό θερμοκήπιο του Γιώργου Γιαννάκη και του Κώστα Μαργώνη, που με μεγάλο ζήλο, φροντίδα και προσήλωση στην επιστήμη τους το επιμελήθηκαν και τίμησαν με τον καλύτερο τρόπο τον συντοπίτη τους. Εκφράζω τις ολόψυχες ευχαριστίες μου και την ευαρέσκειά μου σε αυτούς, γιατί με την έκδοση αυτή παρέχουν τη δυνατότητα στους φιλαναγνώστες να γνωρίσουν άγνωστες πτυχές της Ηπείρου μας αλλά και το έργο σημαντικής πνευματικής μορφής της πατρίδας μας. Η έκδοση του βιβλίου τούτου θα ήταν αδύνατη χωρίς την καθορι στική αρωγή του γενέθλιου δήμου του Γ. Κοτζιούλα, του δήμου των Βορείων Τζουμέρκων. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο φιλότεχνος, φι λομαθής και δραστήριος δήμαρχος Γιάννης Σεντελές ασχολήθηκε και προέβαλε το έργο του πατέρα μου. Το έμπρακτο και εξακολουθητικό
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
του τόμου τούτου, γνώριζα ήδη ότι αυτός ο ομογάλακτος συντοπί της του Κοτζιούλα θα μας παρέδιδε ένα άρτιο πόνημακόσμημα. Ο Θόδωρος Παπαγιάννης έχει αυτόβουλα και αφιλοκερδώς, πολλές φορές στο παρελθόν, προβάλει τον Κοτζιούλα και το έργο του με τη φιλοτέχνηση της προτομής του και με παρουσιάσεις του έργου του. Εκφράζω τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη στον Θ. Παπαγιάννη, γιατί κόσμησε το βιβλίο αυτό με το ταλέντο του ξεχωριστού Ηπειρώτη καλλιτέχνη που έκανε γνωστή και διαφήμισε την ελληνική ηπειρώτικη ψυχή στον διεθνή πνευματικό χώρο. Ευχαριστώ πολύ το Δ.Σ. και τα μέλη της Ι.Λ.Ε.Τ. για την απλόχερη χορηγία τους για την έκδοση τούτη. Η Ι.Λ.Ε.Τ., ευεργετική αρωγός και τροφός τής ιστορίας και του πολιτισμού τών Τζουμέρκων και της Ηπείρου, στέκεται για μία ακόμη φορά συμβοηθός στην ανάδειξη του έργου του Γ. Κοτζιούλα. Ευχαριστώ ακόμη τον εκδότη και όλους όσοι, γνωστοί ή άγνωστοι σε μένα, συνέβαλαν με τις δικές τους δυνάμεις στην ολοκληρωμένη έκδοση του βιβλίου τούτου, ενός βιβλίου από Ηπειρώτες και Τζου μερκιώτες για όλους, μα περισσότερο για τους συμπατριώτες μας. Κώστας Κοτζιούλας
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 2 ΗΑθηνά Βογιατζόγλου στη βιογραφία του Γ. Κοτζιούλα απο καλύπτει «έναν σημαντικό ποιητή και νευρώδη πεζογράφο, έναν ευαίσθητο κριτικό και χαλκέντερο μεταφραστή. Εντέλει, έναν ακέραιου ήθους αριστερό μαχητή»1. Χωρίς αμφιβολία, τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για το έργο του ποιητή. Άξιοι μελετητές του έχουν αναδείξει τον ασυμ βίβαστο ιδεολόγο, τον δεινό φιλόλογο, τον ικανό μεταφραστή Αρ χαίων και Λατίνων συγγραφέων, τον πεζογράφο, τον ποιητή, τον κριτικό, τον αυθεντικό εκφραστή τής παράδοσης. Το έργο του είναι πλούσιο και πολύμορφο. Όσοι καταγόμαστε από την περιοχή των Τζουμέρκων έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με τον Γ. Κοτζιούλα. Η αγάπη για τον τόπο, η φτώχεια και η ανέχεια, η πίστη στις αξίες των ορεσίβιων –στην ειλικρίνεια, στη συνέπεια, στην εργατικότητα–, η αγωνιστική στάση στη ζωή, η ανθρωπιά, η μόρφωση αποτελούν τους ισχυρούς δεσμούς με τη ζωή και την τέχνη του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συγκροτούν το κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο που δεν ξεθωριάζει με τον χρόνο. Αντίθετα, αποτελεί μέσο κοινωνικής αυτογνωσίας και επανατοποθέτησης στην εποχή τής ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης. Τα τελευταία χρόνια, με μεγάλη καθυστέρηση, βλέπουν το φως
και μας ικανοποιεί. Του οφείλουμε ιδιαίτερες ευχαριστίες, γιατί με γενναιοδωρία έθεσε στη διάθεσή μας όχι μόνο το χειρόγραφο αλλά και σημαντικές πληροφορίες που φωτίζουν τη ζωή και το έργο του ποιητή. Οι πληροφορίες αυτές δηλώνονται στις σημει ώσεις με τα αρχικά Κ.Γ.Κ. Η μελέτη των «Περιοδειών», ανέκδοτου έργου του συγγραφέα, φέρνει στην επιφάνεια τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες της ηπειρωτικής ενδοχώρας, των Τζουμέρκων, τον Απρίλη του 1942. Με την αφηγηματική του τέχνη ο Γ. Κοτζιούλας καταγράφει την κοινωνική και πολιτική κατάσταση στα χωριά των Τζουμέρκων αποκαλύπτοντας παράλληλα την κοινωνική του ιδεολογία και τη δύναμη του στοχασμού του. Η περιπλάνησή του στα χωριά των Τζουμέρκων και του Ξηροβουνίου δεν αποτελεί μόνο μια ευκαιρία να ξανάρθει σε επαφή με τη φύση και να καθαρθεί από την καθημερινότητα της Αθήνας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο διευκολύνει τον συγγραφέα να γνωρίσει καλύτερα τους ανθρώπους της περιοχής και να μελετήσει την επίδραση των συνθηκών της ζωής στον χαρακτήρα τους. Εν ολίγοις, το έργο αυτό φωτίζει από μια ενδιαφέρουσα οπτική γωνία την κοινωνική οργάνωση και τη ζωή τών ανθρώπων στην Κατοχή και εμπλουτίζει τη γνώση μας για την τοπική περιοχή των Τζουμέρκων και την Ελλάδα ευρύτερα. Κ.Γ. Μαργώνης
ΕΙΣΑΓΩΓ Η 2
Ι. Βιοεργογραφία
Ι.1. Βιογραφία
Μα εγώ ξαναγυρίζω στον ποιητή με το αντιμόνιο στις φωλιές τού στήθους και την ξενιτιά κρεμασμένη στον φεγγίτη της ψυχής του, ν’ αγναντεύει τα βουνά Και τα ποτάμια που στερήθηκε τα χρόνια της φτώχιας, της πείνας, της αγάπης, με τα ξυλοπάπουτσα στις γιδόστρατες, το μανταρισμένο ρουτί στον λιανό λαιμό του. (Τάσου Πορφύρη, Το διπλό σονέτο: μνήμη Γ. Κοτζιούλα, από τη Συλλογή «Ισόβια θλίψη», [ύψιλον] Αθήνα 2019)
Ο Γιώργος Κοτζιούλας (23 Απρ. 1909 – 29 Αυγ. 1956) γεννήθηκε στην Πλατανούσα (κακοΡαψίστα) των Βόρειων Τζουμέρκων: πατέρας του ήταν ο Κώστας Κοτζιούλας, ταχυδρομικός διανομέας, και μητέρα του η Ευαγγελία, το γένος Μαντζούτσου, που καταγόταν από κτηνοτροφική οικογένεια. Ο ποιητής ήταν το πρώτο
στους στο σπίτι του στο χωριό του, τη Ράμια της Άρτας. Στη συνέχεια φοίτησε στο Σχολαρχείο του Καλετζιού Ιωαννίνων και στο τότε Γυμνάσιο της Άρτας. Με το απολυτήριο του Γυμνασίου (1926) στο χέρι φεύγει για την Αθήνα γεμάτος ελπίδα, όνειρα και σχέδια: έχει, λένε, δου λειές στην πρωτεύουσα· θα δουλέψει και θα τα πραγματοποιήσει. Μόλις φτάνει στο «πάλαι ποτέ κλεινόν άστυ», κάνει το πρώτο βήμα: εγγράφεται (1927) στην εκεί Φιλοσοφική Σχολή. Ενώ είναι φοιτητής, δουλεύει (1926 1931) σκληρά ως διορθωτής και επιμε λητής εκδόσεων, καθώς συνεργάζεται με το «Μπουκέτο» και τα «Ελληνικά Γράμματα». Αμείβεται με ψίχουλα κι αυτά τού δίνο νται πεντάρα σε δεκάρα, και δεν του φτάνουν για τη διατροφή του. Τον καιρό αυτής της δύσκολης βιοπάλης κατοικεί σε προσφυγικές παράγκες της Καλλιθέας και σε φτωχόσπιτα της Βάθης κ.α., κατά κανόνα νηστικός, ξυπόλητος και σχεδόν γυμνός (Κοσμάς 11). Πολλές φορές φιλοξενείται από φίλους του. Οι συνθήκες αυτές έδωσαν τη χαριστική βολή στην κλονισμένη υγεία του, καθώς τον βασανίζει από τα έντεκά του χρόνια «ο πόνος του αυτιού με τις σιχαμένες συνέπειές του» (Κοσμάς 9): αρρωσταίνει (1934) από φυματίωση. Για ένα χρόνο νοσηλεύεται (1935) στο Σανατόριο της Πάρνηθας κι ύστερα, βγαίνοντας από εκεί, μένει για ένα χρόνο επίσης (1936) σε καλύβες στο ίδιο μέρος και κρατιέται στη ζωή με τη βοήθεια φίλων (Άπαντα *8). Τον επόμενο χρόνο (1937) διορίζεται ημερομίσθιος υπάλληλος στο ιστορικό Σανατόριο «Σωτηρία» της Αθήνας, από όπου φεύγει ύστερα από λίγους μήνες, καθώς το να γράφει και να χαρακώνει καταστάσεις του
(1938) το Άγιον Όρος όπου μένει για λίγο. Καρπός τού ταξι διού αυτού είναι το οδοιπορικό του «Περιδιαβάζοντας στο Άγιον Όρος». Επιστρέφει (1938) στα περίχωρα της Αθήνας, όπου βιώ νει πάλι μεγάλες στερήσεις και κοντεύει να πεθάνει. Εντούτοις, ο οργανισμός του αντέχει τελικά, κι έτσι, πιστεύοντας ότι είναι ικανοποιητικά υγιής, κατεβαίνει στην Αθήνα. Λίγο πριν από την κατοχή (1940) χάνει τον αδελφό του τον Γιαννάκη. Στη συνέχεια μένει (1940 1941) πότε εδώ και πότε εκεί, στην Αθήνα και στην Πάρνηθα, όπου η πείνα αποδεκατίζει τους κατοίκους. Η λιμοκτονία τον στέλνει (1941 1942) στο χωριό του, όπου ζει τον θάνατο (1942) του πατέρα του: «Ο θάνατος του πατέρα μου με αναστάτωσε πολύ ψυχικά. Αισθάνθηκα, τις πρώτες βδομάδες προπάντων, θλίψεις και τύψεις που δεν τις είχα ποτέ μου υποψιαστεί» (Γονατάς 92-93). Και, σαν να μην φτάνει ο μεγάλος πόνος του, τον πικραίνει η συμπεριφορά στενών συγγενών και γειτόνων (Γονατάς 95). Η διάθεσή του είναι τέτοια που δεν τον βοηθάει να γράψει ποιήματα. Ευτυχώς που μπορεί να μεταφράζει Αρχαίους Έλληνες και Λατίνους ποιητές: «Η ευκολία με την οποία μεταφράζω αυτόν τον καιρό είναι και για μένα κάτι ασυνήθιστο. Τις περισσότερες φορές δε χρειάζεται παρά ν’ αρπάξει το μάτι μου το στίχο του κειμένου και με τη συνεργασία των χειλιών καταγράφεται σχεδόν έτοιμος, έτσι διασκευασμένος, στο χαρτί. Δεν ξέρω, αλλά μου φαίνεται πως αυτό μπορεί να ειπωθεί έμπνευση μεταφραστική! Νομίζεις πως έχω καμιά προτίμηση γι’ αυτά; Όχι, αλλά δεν περνάει αλλιώτικα ο καιρός» (Γονατάς 94). Τότε είναι που διορίζεται (Οκτ. 1942) καθηγητής
ψυχή στο στόμα, όπου τον καρτερεί με δύο άλογα ο απεσταλμένος του Άρη. Αυτός τον οδηγεί στην ανταρτοκρατούμενη περιοχή τών Τζουμέρκων, όπου τον περιμένει και τον αγκαλιάζει ο μεγά λος πολέμαρχος. Εκεί ιδρύει το Καλλιτεχνικό Τμήμα της VIIIης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ και με τον θίασό του, τη «Λαϊκή Σκηνή», περιοδεύει στις ελεύθερες περιοχές τής Ηπείρου, όπου παρουσι άζει θεατρικά έργα δικά του (Θέατρο στα βουνά). Μετά την απελευθέρωση, επανέρχεται στην Αθήνα και συνε χίζει να εργάζεται (1946 1956) και πάλι ως διορθωτής κι επι μελητής εκδόσεων σε τυπογραφεία, καθώς και μεταφραστής σε διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες. Παντρεύεται (1950) την Ευ μορφία Κηπουρού από την Τσαριτσάνη της Ελλασόνας, που την είχε συναντήσει ήδη δύο φορές, όταν βρέθηκε εκεί. Καρπός αυτού του γάμου είναι (1951) ο γιος του ο Κώστας που είναι κι αυτός φιλόλογος και ζει στην Αθήνα. Τον βρίσκουν νέες αρρώστιες που τον οδηγούν στον θάνατο (Αθήνα, 29 Αυγ. 1956). Ι.2. Εργογραφία Εγείρει τον ανθρώπινο θαυμασμό το πλούσιο και πολυσχιδές έργο που άφησε ο ποιητής, παρά το ότι πάλεψε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, με τη φτώχια, την αρρώστια, την πείνα και τους κακοπληρωτές εργοδότες του: αυτοδιδάχθηκε ξένες
και «Ηπειρωτικά». β΄ Πεζογραφήματα: «Το κακό συναπάντη μα κι άλλα διηγήματα», «Θεσσαλικό παζάρι», «Από μικρός στα γράμματα», «Όταν ήμουν με τον Άρη. Αναμνήσεις και μαρτυ ρίες», «Θέατρο στα βουνά», «Πικρή ζωή», η αλληλογραφία του και άλλα, όπως «Ηπειρώτικες περιοδείες». γ΄ Δοκίμια και κρι τικές μελέτες: «Ο Στρατής Μυριβήλης και η πολεμική Λογοτε χνία», «Η λογοτεχνική γλώσσα», «Φιλολογικές σχολές», «Ελ ληνικές ηθογραφίες», «Συγχρονισμένη ποίηση», «Μία επέτειος. Η καθιέρωση του Καρυωτάκη», «Η σχολή του Καρυωτάκη και ο κύκλος των ομογενών», «Η κριτική της κριτικής» και «Πού τραβάει η ποίηση». δ΄ Μεταφραστική προσφορά: Αριστοτέλους «Αθηναίων πολιτεία», Πλουτάρχου «Αλκιβιάδης», Θουκυδίδου «Ιστορίαι» (Α΄ βιβλίο), Ηροδότου «Ιστορίαι» (Ε΄και Η΄ βιβλία). Και επί πλέον: έμμετρες μεταφράσεις Αρχαίων Ελλήνων Ελεγειακών, Επιγραμματοποιών, Βουκολικών, Δραματουργών και Επικών, καθώς και των Λατίνων ποιητών Βιργιλίου, Κάτουλλου, Λουκρήτιου και Οράτιου. Αββάς Πρεβώ «Μανόν Λεσκώ», Αλέξανδρος Δουμάς «Η κυρία με τας καμελίας» και «Οι τρεις σωματοφύλακες», Αντρέ Ζιντ «Οι κιβδηλοποιοί», Βίκτωρ Ουγκώ «Οι Άθλιοι» και «Η Παναγία των Παρισίων», Καρλ Ντίκενς «Μεγάλες Προσδοκίες», Στέφαν Τσβάιχ «Μαρία Στιούαρτ», το αμερικανικό μυθιστόρημα του Λιου Ουάλλας «Μπεν Χουρ», Μαξίμ Γκόρκι «Τα Πανεπιστήμιά μου», Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι «Η σπιτονοικοκυρά», Γκυ ντε Μωπασσάν «Οι γυναίκες στον έρωτα», Α΄ άσμα του Φινλανδικού έπους «Καλεβάλα», «Το έπος του Ρολάνδου», Φιλίπ Σουπώλ «Μυθιστορηματική βιογραφία του Σαρλό» κ.ά. (Όλες οι παραπάνω πληροφορίες είναι βασισμένες στα Άπαντα του ποιητή [τ.1, σσ. *7-*18], και στις μονογραφίες του Επαμ. Χ. Γονατά [σσ. 9 14, 92 93 κ.α.], του Νίκου Β. Κοσμά [σσ. 9 13]
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
και του Μιχάλη Σταφυλά [σσ. 3 7], καθώς και στο Internet: syllogosplatanusas.gr Για πληρέστερη βιογραφική ενημέρωση βλ. Γιώργος Παίδαρος «Κοτζιούλας Γιώργος», άρθρο στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τ. 9, [Χάρη Πά τση] Αθήνα 1968. Βλ. επίσης και την πρόσφατη εργογραφία στο Internet: www.academia.edu Σταμάτης Μερσινιάς «Η εργογρα φία του Γιώργου Κοτζιούλα», Ιωάννινα 2017).
ΙΙ. Τα κείμενα ΙΙ.1. Γενικά Τα παρακάτω κείμενα διακρίνονται για τη βοτανολογική, διαιτολογική, εδαφολογική, εθιμολογική, ενδυματολογική, ηθογραφική, θρησκειολογική, προσωπογραφική και ψυχογραφική ενημέρωση που παρέχουν με αριστοτεχνικόν τρόπο, καθώς και για την αυτοκριτική τού ποιητή. Εκδίδοντάς τα, διορθώσαμε μόνο τις ελάχιστες εξόφθαλμες αβλεψίες, ενώ σεβαστήκαμε το προσωπικό του ύφος, καθόσον «Le style, c’ est l’homme» Comte de Buffon (το ύφος, αυτό είναι ο άνθρωπος), και κρατήσαμε τη στίξη του και τη δική του ορθογραφία ορισμένων λέξεων, όπως: τέτιος, αντί τέτοιος, ότι αντί ό,τι, βράδι αντί βράδυ, δουλιά αντί δουλειά, σκολιό αντί σκολειό, συνήθιο αντί συνήθειο κ.ά.
ΙΙ.2. Ηπειρώτικες περιοδείες ΙΙ.2. α΄. Γενικά
– Πώς είναι τα δικά σας χωριά; με ρωτούν. – Ά, κατώτερα, δε συγκρίνονται μαζί σας (=με
τα καθαυτό Τζουμερκοχώρια: δική μου επεξήγη ση), τους απαντώ μ’ ειλικρίνεια. (Γ. Κοτζιούλας, Ηπειρώτικες περιοδείες, σ. 142)
Είναι γνώριμο στον ποιητή το γραμματειακό είδος της περιηγη τικής πεζογραφίας: έχει δοκιμάσει ήδη την πένα του, γράφοντας το οδοιπορικό στο Άγιον Όρος, που το μνημονεύσαμε παραπάνω. Όπως σε όλα τα έργα του, κι εδώ τον βοηθάει πολύ η πλαστικό τητα της γλώσσας μας στο να πλάθει καινούργια σύνθετα. Στον αφηγηματικόν του αυτόν παράδεισο (=κήπο) καταχωρίζει σχεδόν όλα όσα παρατηρεί και σκέπτεται. Έτσι, «χωρίς φόβο και πάθος», διατυπώνει βαρύν χαρακτηρισμό για τους τουρκόγυφτους, παρά τη σοσιαλιστική ιδεολογία του: «-Λίγο ψωμάκι, μπάρμπα! Λίγο ψωμάκι. Μα πού να περισσέψει σήμερα ψωμί, για να ελεήσει κανείς αυτά τα βρωμερά σκουλήκια της γης» (βλ.πρκ.σ.50). Γι’ αυτή του την απόφανση δεν θα τον χαρακτήριζα ρατσιστή· απενα ντίας μάλιστα, τη θεωρώ ρεαλιστική. Πρόκειται για τη ράτσα την οποία δεν κατάφερε ούτε ο αείμνηστος Γκάντι να την εντάξει σε μία από τις κάστες της Ινδικής κοινωνίας. Οι Τσιγκάνοι εμφανί στηκαν τον 14ο αι. στο Βυζάντιο και, καθώς ήταν μελαχροινοί σαν τους γύφτους (=Αιγύπτιους) κι είχαν φτάσει εκεί από τα τουρκο πατημένα μέρη της Μ. Ασίας, ονομάστηκαν Τουρκόγυφτοι. Κι από τότε ζουν στον τόπο μας ασύδοτοι: κατά κανόνα, επιβιώνουν σε βάρος της κοινωνίας μας, στην οποία δεν θέλουν επουδενί να ενταχθούν. Το κατεξοχήν επάγγελμά τους είναι η ζητιανιά, το ψέμα, η απάτη, η κλοπή και η ληστεία, που το ασκούν χωρίς έλεος. Γι’ αυτό στις ευνομούμενες κοινωνίες είναι υποέλεγχον. Περαιτέρω
αληθινά το φαγητό, όταν κάθεται κάπου να ξεκουραστεί, έπειτ’ από αρκετή πορεία, μέσα σε κύκλο φιλικό (βλ.πρκ.σ.107). Παραθέτει επίσης απόψεις χωρικών που θεωρούν τον πόλεμο καλόν για τους ίδιους (κατεφαρμογήν τού «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστι, πάντων δε βασιλεύς» Ηράκλειτος 53), όπως π.χ.: «Ο πόλεμος θα τα ξεκαθαρίσει όλα. Αυτός θ’ ασφαλίσει το ψωμί σε όλον τον κοσμάκη. Δεν θα υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, όλοι θα ζούνε το ίδιο. Δε θα σκοτώνονται οι χωριάτες για τα σύνορα ούτε εμείς οι βλάχοι θα μαλώνουμε όπως τώρα για τις βοσκές. Τότε θάναι άπλα για όλους, γι’ ανθρώπους και ζωντανά» (βλ.πρκ.σ.89). Εντούτοις, προς το τέλος του οδοιπορικού του αυτού καταγρά φει και την αντιπολεμική του θέση: «Άχ, αυτός ο πόλεμος! Έχει καθίσει σα σύγνεφο βαρύ απάνω απ’ τα βουνά κι απ’ τις ψυχές των ανθρώπων. Όπου κι αν κάμεις, αυτός βρίσκεται μπροστά σου, εμπόδιο. Μας τα στέρησε όλα κι εξακολουθούμε να ζούμε σαν επιβιώσεις του εαυτού μας. Ότι κάνουμε, γίνεται μηχανικά» (βλ.πρκ.σ.148). Την ετυμολόγηση, τέλος των απλών λέξεων, των κυρίων ονομάτων και των τοπωνυμίων-οικωνυμίων, που απαντούν στο κείμενό του, είναι σαν να μου τη ζήτησε ο ίδιος ο ποιητής, δεδομένου ότι κάνει μια τέτοια απόπειρα κυρίως στα «Ηπειρώτικα αφηγήματα». Ως γνωστόν, ο τομέας αυτός της Γλωσσολογίας, καθώς πραγματώνει ενπολλοίς τη ζήτηση της αλήθειας, έχει απαιτήσεις, όπως: ειδικές σπουδές, γλωσσομάθεια – αρχαιομάθεια, υπομονή, επιμονή και προπάντων ευστροφία. Χωρίς αυτά τα εφόδια, ο ερευνητής υπόκειται στη θουκυδίδεια κρίση: «ούτως αταλαίπωρος τοις πολλοίς η ζήτησις
ΙΙ. 2.β΄. Περιεχόμενο Στις «Ηπειρώτικες περιοδείες» ο ποιητής αφηγείται την επί σκεψή του στα χωριά του Ξεροβουνιού, στην Άρτα και σε λίγα καθαυτό Τζουμερκοχώρια· ο ίδιος τις χωρίζει σε δέκα τέσσερες ενότητες όπου περιλαμβάνονται με τη σειρά η Σκούπα, η Νισί στα, τα Πιστιανά, το Γρίμποβο, η Γρεμμενίτσα, η Άρτα, το Χα νόπουλο, η Φανερωμένη, οι Σουμές, τα Μουλιανά, οι Κουμζιάδες, η Τσερκίστα, το Ανώι, η Βαλτσιώρα, η Ράμια, η Χόσεψη και οι Σκιαδάδες του Βουργαρελιού. ΙΙ.3. Παράρτημα ΙΙ. 3.α΄. Αποτίμηση από τον ίδιο τον ποιητή της επίσκεψής του στην Άρτα και έκφραση των ευχαριστιών του· πρόκειται για δημοσίευμά του σε τοπική εφημερίδα της Άρτας: 11.05.1942 (βλ. πρκ.σσ. 149-151). Σ’ αυτήν την επίσκεψη αναφέρεται και σε επιστολή του της ίδιας χρονιάς προς τον φίλο του Επαμ. Γονατά: «Άρτα, 3 Ιουλίου 1942. Αγαπητέ μου φίλε, Με την ευκαιρία ενός πανηγυριού που γινόταν σε γειτονικό μου χωριό, έφυγα από το δικό μου και σιγά σιγά έφτασα ώς εδώ, όπου θα μείνω για λίγες μέρες. Βρήκα φίλους μου παλιούς, από τα χρόνια του γυμνασίου, κι έτσι έδιωξα κάπως την πλήξη που με πολιορκεί ακαταμάχητη στο χωριό όπου μόνες μας ευχαριστήσεις είναι οι στομαχικές. Εξόν όμως από το φαΐ (και τον αέρα
ΙΙ. 3.β΄. Οι Ανωγιάτες. Είναι ποίημα με το οποίο ο ποιητής τιμωρεί τους ανθρώπους αυτούς που τους αποκαλεί «λυκοστάνη». ΙΙ.4. Ηπειρώτικα αφηγήματα και άλλα
ΙΙ. 4 α΄ Στης Πλάκας τον ανήφορο. Γίνεται αναφορά γενικότερα στη δύσβατη περιοχή τού ανατολικού Ξεροβουνιού και ειδικότερα στο πηγαινέλα από την Πλάκα «με τ’ ομώνυμο γεφύρι, το μονό τοξο, απάνω στον Άραχθο» προς το Καλέντζι των Ιωαννίνων. Με την ευκαιρία αυτή καταχωρίζεται κι ένα περιστατικό στο οποίο ο ίδιος είναι «αθέλητος συδαυλιστής μιας παλιάς έχθρας» (βλ. πρκ.σ.159). ΙΙ. 4.β΄ Στης Τρίχας το γεφύρι. Πρόκειται για συρμάτινη περαταριά πάνω από τον Άραχθο, η οποία συνέδεε την Κατσανοχωρίτικη περιοχή με τους Χουλιαράδες του Περιστεριού. Το κεντρικό θέμα του αφηγήματος βρίσκεται στην περιγραφή της ψυχικής ταραχής του ποιητή, καθώς περνάει αυτή «την περίφημη Λισιά». ΙΙ.4.γ΄ Οι γριές από τα χωριά. Καταγράφονται οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γερόντισες μανάδες, όταν από τα χωριά τους πηγαίνουν στην Αθήνα, για να ζήσουν με τις οικογένειες των γιών τους. ΙΙ. 4.δ΄ Υπηρεσία Εθνοφρουράς. Γίνεται λόγος για βάρδιες σε νεοσύστατον οικισμό της Αττικής τον καιρό της Γερμανοϊταλικής κατοχής. ΙΙ. 4.ε΄ Συλλαλητήριο. Αυτό έγινε στην Άρτα τις πρώτες μέρες της απαλευθέρωσης.
ΙΙ.4.στ΄ Περαστικός απ’ τα Μετέωρα. Ο ποιητής βρίσκεται τυχαία στην Καλαμπάκα «τον πρώτο χειμώνα της σκλαβιάς» κι ανεβαίνει «προσκυνητής της περίστασης, στα φημισμένα Μετέω ρα» μοναχός του: «Δυο φορές που επισκέφθηκα μεγάλα μοναστή ρια της χριστιανοσύνης –στο Άγιο Όρος κι εδώ– είχα την ατυχία να είμαι χωρίς συντροφιά» (βλ.πρκ.σ.185).
ΙΙ. 4.ζ΄. Αιχμάλωτοι. Διατυπώνονται σκέψεις, που είναι πάντα επίκαιρες, με την ευκαιρία των Γερμανών αιχμαλώτων της VIIIης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, οι οποίοι οδηγούνται στο κρατητήριο της Άρτας.
ΙΙ. 5. Στα βουνά της Ηπείρου: η συλλογή αυτή υπογράφεται με το φιλολογικό ψευδώνυμό του, το Γ. Ανέμης.
ΙΙ.5.α΄. Στο πρώτο αφήγημά της, που δημοσιεύτηκε χωρίς ιδιαίτερον τίτλο, προβάλλεται ο πατριωτισμός και η γενναιότητα, που επέδειξαν οι Ηπειρώτες αναχαιτίζοντας τους Ιταλούς εισβολείς (1940), και η απαράμιλλη εργατικότητά τους, η οποία τους διακρίνει τόσο στον «φτωχότοπό τους», όσο και στην ξενιτιά. ΙΙ.5.β΄. Η οικογενειακή ζωή της Ηπείρου. Θέμα του πεζογραφήματος αυτού είναι τα εδέσματα των ορεινών Ηπειρώτικων πληθυσμών και η ιερότητα της οικογενειακής τους «τάβλας»: «Οι Ηπειρώτες τρων όλοι αντάμα οικογενειακά. Όταν λείπη ο πατέρας, θα τον περιμένουν
ΙΙ.5.δ΄. Έδαφος και κάτοικοι. Αν εξαιρερθεί ο κάμπος της Άρ τας και της Φιλιππιάδας, ο υπόλοιπος τόπος της Ηπείρου είναι «πετρόσπαρτος, όλο κακοτοπιές και χαμόκλαδα» (βλ.πρκ.σ.201). Αυτός ο τόπος είναι που κάνει τη ζωή των κατοίκων του «τρα χειά» και τους εξασκεί στο περπάτημα και στο τρέξιμο.
ΙΙ.6. Σημειώσεις ενός φυσιολάτρη. Κι αυτή η συλλογή υπογρά φεται επίσης με το, ως άνω, φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή.
ΙΙ.6.α΄. Τα βότανα του δάσους. Το κείμενο είναι γραμμένο με τόση αγάπη για τα βότανα, που θα το ζήλευε και ο ειδικευμένος βοτανολόγος. Ίσως είναι απαραίτητο να βρεθούν τα επίσημα ονό ματα μερικών από αυτά. Περιγράφονται: οι κουνούκλες, η ασφάκα, η βλαχοπούλα, της οχιάς το χορτάρι, το λυκόλουρο, το ρείκι, το σφελάχτι, η αφάνα και άλλα χωρίς όνομα.
ΙΙ.6.β΄. Τροφές του λόγγου. Πέρα από τον «φρέσκον αέρα», με τον οποίον «χορταίνει» κανείς περπατώντας «κάτου από τα δέντρα», βρίσκει και «φαγώσιμα κιόλας εκλεχτά» (βλ.πρκ.σ.211212), όπως: σπαράγγια, σαλέπι, αλίσφακο, μανιτάρια («το νοστιμότερο […] είναι το ελατομανίταρο») και το ψωμί του κούκου. Γ.Ν. Γιαννάκης
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ 1 ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ 1942 Α΄1α
Οχειμώνας με τα κρύα –και μάλιστα τέτιος χειμώνας σαν τον περασμένο– κρατάει τους ανθρώπους του υπαίθρου κοντά στη γωνιά∙ τέτιον καιρό δε σου κάνει η καρδιά να βγεις ούτε όξω απ’ το σπίτι. Όταν όμως γυρίσει ο κούκος στα βουνά και χωρίσουν στις βέργες τα σταφύλια και πρασινοβολήσει ο τόπος όλος από την άνοιξη, τότε πια δε σε χωρούν οι τέσσεροι τοίχοι. Θέλεις να ξεβγείς, να σεριανίσεις, φτεροκοπά η καρδιά σαν πουλί φυλακισμένο. 1. Η Αθηνά Βογιατζόγλου φωτίζει πολυπρισματικά, με αφορμή τις περιο δείες του Γ. Κοτζιούλα, τη σχέση του με την ηπειρωτική γη, τη νοοτροπία των συντοπιτών του, τις ψυχολογικές του μεταπτώσεις και τον στενό δεσμό του με τη φύση: «Περιοδεύει στις γύρω περιοχές φορώντας ένα είδος πέδιλα, με παλιό λάστιχο από κάτω, δανεισμένα κι αυτά, για οικονομία των άθλιων παπουτσιών του», βλ. Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γ. Κοτζιούλα, Αθήνα 2015, Κίχλη, σ. 153 και σσ. 150-152, 154 159. Ο Ν. Σαραντάκος («Τα ημερολόγια του Γ. Κοτζιούλα», Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, Ο Γιώργος Κοτζιούλας και το συγγραφικό του έργο, Πρακτικά ημερίδας, Χανιά, 16 Ιουλίου 2018, Δρόμων, σσ. 48 57) κάνει αναφορά στις «Ηπειρωτικές περιοδείες» χαρακτηρίζοντάς τες «αυτοβιογραφικό αφήγημα». Ωστόσο περισσότερο εύστοχη είναι η φράση «ο αενάως
Έβγαινε ο Απρίλης (όχι όμως και με το παλιό ημερολόγιο2, που μ’ αυτό οι χωριάτες εξακολουθούν να λογαριάζουν ακόμα τον καιρό), άμα ξεκίνησα από το χωριό3 μου για την Άρτα. Είχα να τη δω πολλά, πάρα πολλά χρόνια και με συνδέαν, από τα μικρά μου χρόνια, πλήθος αναμνήσεις με την πόλη αυτή. Σαν τί να έμεινε τάχα από την παλιά εκείνη εικόνα με το πέρασμα του πολέμου και του χρόνου; Επειδή ακούγαμε πως δε βρίσκεται ψωμί πουθενά4, η μάνα κό από τα Γιάννενα στο Σιράκο κι αντίστροφα), «Το μυστικό του πνιγμένου» (οδοιπορικό στη Φιλιππιάδα-Καμπή), «Στης Τρίχας το γεφύρι» (οδοιπορικό στα Κατσανοχώρια και στα απέναντι Πράμαντα), «Οι βλάχοι στα βουνά» (φι λοξενία στα Τζουμοχώρια). Κώστας Γ. Κοτζιούλας. Κ.Γ.Κ.
2. Παλιό ημερολόγιο. Έτσι ονομάζεται το Ιουλιανό ημερολόγιο, επειδή το καθιέρωσε ο Ιούλιος Καίσαρας το 40 π.Χ. Βάση υπολογισμού αποτέλεσε το ηλιακό αντί του σεληνιακού έτους. Αυτό χωρίστηκε σε 12 μήνες ή σε 365 ημέ ρες –366 κάθε τέσσερα χρόνια– και κάθε μήνας σε 30 ή 31 ημέρες –εκτός του Φεβρουαρίου ο οποίος έχει 28 ημέρες (29 κάθε τέσσερα χρόνια)– και χρησι μοποιείται στη λατρεία των ορθόδοξων λαών, κατά 13 ημέρες διορθωμένο ή μη. Υπάρχει όμως ακόμη η άποψη ότι το παλιό ημερολόγιο ανταποκρίνεται περισσότερο απ’ ό,τι το Γρηγοριανό στις καιρικές συνθήκες.
3. Το χωριό τού Γ. Κοτζιούλα είναι η Πλατανούσα, που βρίσκεται στο νομό Ιωαννίνων, στον επαρχιακό άξονα που συνδέει τα ΒΔ Τζουμέρκα με την Άρτα. Απλώνεται στους πρόποδες του Ξηροβουνίου σε υψόμετρο 450 μέτρων και βρέ χεται από τον Άραχθο ποταμό. Στους Βυζαντινούς χρόνους τη συναντάμε με το όνομα Ραψίστα. Το όνομά του το χωριό το πήρε από τα πολλά πλατάνια που φυτρώνουν και αναπτύσσονται μόνα τους. Βλ. άρθρο του Ν. Μάνθου: «Ιστορία, τοπογραφία και δημογραφία της (κάτω) Ραψίστας», περιοδικό Τζουμεριώτικα
μας ζύμωσε από το τελευταίο μας αλεύρι μια κουλούρα μικρή και μου την έβαλε μέσα στον τρουβά: τούτος είναι ακόμα εδώ η κυρι ώτερη αποσκευή τού κάθε ταξιδιώτη. Για προσφάγι δεν είχαμε άλλο από τρία τέσσερα βρασμένα αβγά. Δεν ξέρεις τί σε βρίσκει στο δρόμο, πρέπει να έχεις κάμει το κουμάντο μοναχός σου. Συντροφιά μου είχα έναν μαχαλιώτη5 που άλλοτε διατηρούσε μαγεριό στην πρωτεύουσα, πρόσφυγα τώρα κι αυτόν της Αθήνας. Τραβούσε για κάποιο μέρος δώθε από την Πρέβεζα, είχε μαζί του δυο χτένια γι’ ανταλλαγή κι εξάλλου είταν ανακατωμένος σε μια προξενιά6. Εκείνην πήγαινε το περισσότερο να σιάξει, πάντεχε να βγάλει με τη μεσιτεία του λίγες οκάδες ρύζι ή τίποτε άλλο σχετικό. – Έ, πώς καταντήσαμε! έλεγε ολοένα στο δρόμο. Δεν το έβανα ποτέ στο μυαλό μου να ξαναπατήσω αυτά τα κακοτόπια. Και τώρα να τρέχω από τον Άραχθο στο Λούρο για να βάλω ένα βόδι του κρατικού μηχανισμού κ.ά. Ο υποσιτισμός προκάλεσε επιδημίες όπως τη φυματίωση στις πόλεις και την ελονοσία στην ύπαιθρο. Κατά κύριο λόγο δοκιμάστηκαν από την πείνα οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων.
5. Πρόκειται για τον Δημητράκη Δραγατάκη. Κ.Γ.Κ.
6. Η προξενιά ή το προξενιό (αρχαία λέξη προξενία που προήλθε από τη λέξη πρόξενος). Από την αρχαιότητα ώς και τα μέσα του περασμένου αιώνα τον πρώτο λόγο για τον γάμο δύο ανθρώπων τον είχαν συνήθως οι γονείς. Στις ανδροκρατούμενες κοινωνίες αποφάσιζε ο πατέρας. Όταν ένας νέος ήθελε να ζητήσει σε γάμο μια νέα από το ίδιο ή άλλο χωριό, έστελνε πρόσωπο της εμπι στοσύνης του –με τη συγκατάθεση των γονέων του– στους γονείς της κοπέλας. Το πρόσωπο αυτό, συνήθως γυναίκα, λεγόταν προξενητής ή προξενήτρ(ι)α. Επειδή η όλη διαδικασία γινόταν με μυστικότητα, τα άτομα, που την αναλάμ
και μια γελάδα στο ζυγό! Ποιός Θεός θα μου το σχωρέσει ποτές
αυτό που κάνω; Είχε μείνει ο μισός απ’ όσο τον θυμούμουν, αλλά το χάσιμο του πάχους τον ευκόλυνε τώρα στο βάδισμα. Έτσι γίνεται πάντα, κάθε ατύχημα έχει και την ευχάριστη πλευρά του. Παρακάτω, στη Σκούπα7, βρήκαμε κι έναν τρίτο χωριανό μας, πιο ηλικιωμένον από μας. Εκείνος τραβούσε για τον κάμπο, θα δούλευε κει στα χωράφια∙ είχε κάτι στρέμματα μεσιακά μ’ έναν καμπίσιον8. Εργαζόταν από καιρό το παιδί του, τώρα θα βοηθούσε κι ο ίδιος.
7. Το χωριό αυτό ανήκει στον δήμο Αρταίων κι είναι χτισμένο στις ανατο λικές πλαγιές του Ξεροβουνιού (υψόμ. 460). Το τοπωνύμιο μετονομάστηκε σε Καρυδέα από το 1971 έως το 1981. Πρέπει να είναι κυριωνύμιο: η (κατοικία, περιοχή τού) Σκούπα. Ως γνωστόν, η ακριβέστερη διάκριση των τοπωνυμίωνοικωνυμίων είναι η ακόλουθη: αγιωνύμια, κυριωνύμια, εδαφωνύμια, ζωωνύμια, φυτωνύμια, υδρωνύμια, καιρικοφαινωνύμια, κτισματωνύμια και διάφορα (Οικονόμου: Τα Οικωνύμια, σ. 291 πίνακας 1: Βλ. Βιβλιογραφία στο τέλος). Το επώνυμο Σκούπας πρέπει να είναι άσχετο προς την προσηγορική λέξη σκούπα «σάρωθρο», η οποία ανάγεται στην ιταλική λ. scopa (Ανδριώτης, Κωνσταντί νου, βλ. Βιβλιογραφία). Το επώνυμο αυτό απαντά στην Αθήνα (κατ. ΟΤΕ) και πρέπει να είναι σλάβικου ετύμου, όπως μαρτυρεί το σέρβικο skup «ακριβός» και το βουλγάρικο skap «πολύτιμος», «ακριβός»/ «αγαπητός» / «μονάκριβος». Το αντίστοιχο ελληνικό επώνυμο είναι το Ακρίβος, που το φέρουν πολλοί στα Γιάννενα (κατ. ΟΤΕ). Ο Vasmer (βλ. Βιβλιογραφία) δεν ασχολείται με το το πωνύμιο αυτό, προφανώς επειδή το θεωρεί ιταλικής προέλευσης. 8. Εδώ είναι φανερή η απαξιωτική αντίληψη των ορεσίβιων των Τζουμέρκων –και όχι μόνο– για τον κάμπο και τη ζωή σ’ αυτόν. Ήταν εδραιωμένη η πεποί θηση ότι το τρεχούμενο, καθαρό, κρύο νερό των βουνών αποτελούσε ένα είδος
για την αντιμετώπιση ασθενειών, όπως στη συγκεκριμένη περίπτω ση η ελονοσία. Η αντίληψη αυτή, που αποτελούσε στοιχείο της κουλτούρας των ορεινών, διαφοροποιεί τα δύο αξιακά συστήματα. Ο Ευάγγελος Αυδίκος γράφει: «Ο κάμπος ταυτίζεται με την ζέστη, την άπνοια, ενώ το βουνό σημαίνει αγέρας δροσερός, σημαίνει σκιερά πλατάνια. Σημαίνει καλύτερο καλοκαίρι. Ο κάμπος εξέφραζε έναν τρόπο ζωής επιβαρυμένο από την ελονοσία, τις μύγες
– Θα είχα κατέβει από γληγορώτερα, μας λέει, αλλά δε μ’ άφη ναν οι θέρμες. Με τέλεψαν για καλά όλον το χειμώνα, δεν έβλεπα μπροστά μου απ’ την αδυναμία. Βρήκα όμως κάμποσα σπειριά κινίνο κι απ’ αυτό μου φαίνεται πως σηκώθηκα ορθός. Είταν ωστόσο άντρας με κράση γερή και το πρόσωπό του δεν είχε καμιά κιτρινάδα. Την ελονοσία θα την είχε φερμένη από τον κάμπο, το νερό το δικό μας τα κόβει κάτι τέτια σα μαχαίρι. Στην αρχή προσπαθούσαμε, εγώ κι ο πρώτος, να τον αφήσουμε πίσω. Άκουγε την κουβέντα μας χωρίς να παίρνει μέρος σ’ αυτή και δεν ξέραμε ούτε τ’ όνομά του. Εμένα μάλιστα μου είχε φανεί πως εκούτσαινε ή βραδυπορούσε, καθώς τον εκοίταξα στον ανή φορο μιας ρεματιάς. Αλλά είχε στραβοπατήσει το παπούτσι του, αυτό είταν όλο. Σαν τον ρωτήσαμε για το επώνυμό του, δικαιολογημένοι για την άγνοιά μας επειδή λείπαμε τόσα χρόνια απ’ την πατρίδα, πήρε πια δρόμο η γλώσσα του. Αποδείχτηκε κιόλας πως είμασταν δεύτερα ξαδέρφια μαζί, από τη μεριά τής μητέρας μου. Πού να βρει κανείς άκρη στο συγγενολόγι του εδωπέρα! Μια χούφτα ανθρώποι αταξίδευτοι, συνδέονται, από στενότητα χώρου, με και τα κουνούπια. Το καλοκαίρι ήταν αφόρητο στον κάμπο. Οι κλιματολογικές ιδιαιτερότητες διαμόρφωναν ένα σταθερό στοιχείο διαφοροποίησης των δύο αξιακών συστημάτων» (Ευάγγελος Αυδίκος, Η ποίηση και η φύση, Κώστας Κρυστάλλης, Η επιστροφή, Αθήνα: Ηπειρωτικές εκδόσεις Πέτρα, 2018, σ. 109). Ο Απ. Μπενάτσης, σχολιάζοντας το ποίημα του Κ. Κρυστάλλη «Η περδι κομάτα», αναφέρεται στην πολιτισμική διαφοροποίηση των δύο χώρων, των βουνών και του κάμπου.
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
όλων των ειδών τις σχέσεις: φυσική συγγένεια, συμπεθεριά και
κουμπαριές. Στη βρύση τού Κακολάγκαδου, πριν μπούμε στην Νισίστα9, καθόμαστε κάτι να φάμε. Αποπάνω μας απλώνει τα κραταιά του κλωνάρια ένας γεροπλάτανος με τεράστιο, κουφαλιασμένο κορμό. Είδε να περνούν αποκάτω του γενεές διψασμένων ανθρώπων και αυτός στέκεται ατάραγος εκεί. Λογαριάζουμε πως στον καιρό τού Αλήπασα μόλις θα είταν κατιτί νεώτερος απ’ ότι φαίνεται σήμε ρα. Είναι ένα από τα στοιχιωμένα εκείνα δέντρα που εμπνέουν στις πρωτόγονες ψυχές ένα σέβας ανάμιχτο με τρόμο. Αντίκρυ μας μαυρολογά πυκνή λογγούρα, όλο αριές και φελίκια και αγριοβελανιδιές. Όποια ώρα κι αν περάσεις από κει μοναχός σου, ανατριχιάζεις απ’ την άγρια ερημιά. Καρακάξες και κίσσες ή άλλα πουλιά διακόπτουν από καιρό σε καιρό τη σιωπή με το στριγγό κράξιμό τους. Εδώ μπορεί να σε σκοτώσει ευκολώτατα ο άλλος χωρίς ν’ ακουστεί από κανέναν η φωνή σου. Τα κοντινώτερα σπίτια απέχουν απάνω από μια ώρα, χωμένα κι αυτά μες στα κλαριά. Δεν τ’ ονομάτισαν έτσι για γούστο οι παλιοί το μέρος ετούτο Κακολάγκαδο.
9. Βρίσκεται στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Ξεροβουνιού (υψόμ. 740), στα βορειοδυτικά της Άρτας και ανήκει στον ομώνυμο δήμο. Όσο μπορώ να γνωρίζω, το τοπωνύμιο πρέπει να είναι η μοναδική μαρτυρία της περιεκτικής αρβανίτικης λέξης nisishta, η οποία πλάστηκε ως εξής: nisi (η ελλ. λέξη νησί) + ishta «πολυνησιακή». Αν αυτό θεωρηθεί εδαφωνύμιο, πρέπει να προϋποτεθεί ότι τα υψώματα του χωριού αυτού ονομάστηκαν μεταφορικώς νησιά. Πρόκειται μάλλον για κυριωνύμιο: η (κατοικία, περιοχή του) Νισίστα (=του Πολυνησια κού). Προφανώς, ο πρώτος κάτοικος έφερε αυτό το όνομα, επειδή καταγόταν από κάποιο μέρος που είχε πολλά νησιά. Το εν λόγω χωριό ονομαζόταν Νη σίστα Νέας Ελλάδος ώς το 1971, οπότε και μετονομάστηκε σε Ροδαυγή (Στα ματελάτος: βλ. Βιβλιογραφία). Για ιστορικολαογραφική ενημέρωση βλ. Κ.Αθ. Διαμάντη, Η Ροδαυγή των Τζουμέρκων, Αθήνα 1984.
Προχωρώντας διαβαίνουμε από την κορφή τής Νισίστας. Ωραίο χωριό, δίχως τόσο πολλές κακοτοπιές, είναι το μόνο της περιοχής μας που το καλοκαίρι δέχονταν και ξένους. Υπάρχουν οικήματα για να μένει κανείς και, το κυριώτερο, η απόσταση απ’ την πόλη δεν είναι παραπάνω από μισή μέρα. Εμείς οι άλλοι πρέπει να περπατούμε απ’ το πρωί ώς το βράδι για να φτάσουμε στην Άρτα. Η δεύτερη στάση μας έγινε παρακάτω στα Πλατάνια. Εδώ βρί σκεται χάνι από τα παλιά χρόνια, το χάνι του Ντάλα, μα τώρα με τις χωραφοδουλιές μένει κλειστό την ημέρα. Τα χάνια, και στα μισά μάλιστα του δρόμου όπως εδώ, εξυπηρετούν με το πα ραπάνω τους περαστικούς, προπάντων το χειμώνα. Στοιχίζουν ελάχιστα κι έχουν μπόλικη φωτιά. Παρακάτω από τη θέση αυτή, περίφημη για το κρύο νερό της, προς το μέρος του ποταμού, βρίσκεται το χωριό Πιστιανά10, σωστό λογγοχώρι, τελευταίο της σειράς μας ίσαμε το γεφύρι της Πλάκας. Είναι όλα, με την αράδα (και με τις παλιές ονομασίες τους): Βροδό11,
10. Είναι κι αυτό Ξεροβουνοχώρι (υψόμ. 600), γειτονεύει με τη Ροδαυγή κι ανήκει στον ίδιο δήμο. Ο Vasmer καταγράφει το τοπωνύμιο ως Πιστιανά ή Πιστιενά και το ανάγει στην παλαιοσλάβικη λέξη pěsučanu που παράγεται από το pěsuku «άμμος». Ο Αραβαντινός (Β΄ 324, βλ. Βιβλιογραφία) το καταχωρίζει ως Πεστιανά και το ετυμολογεί από το Οπισθιανά. Από το 1940, το επίσημο όνομα του χωριού αυτού είναι Πιστιανά (Σταματελάτος). 11. Βρίσκεται στις βορειοανατολικές πλαγιές τού Ξεροβουνιού (υψόμ. 360), πάνω από τον Άραχθο, και υπάγεται στον δήμο Βόρειων Τζουμέρκων. Είναι καταγραμμένο και ως Βορδώ, το (Λιθοξόου: Βλ. Βιβλιογραφία, Σταματελάτος, Vasmer). Οι κάτοικοι του χωριού και οι γείτονές τους το γνωρίζουν ως Βροδό, το. Το τοπωνύμιο, κατά τον Vasmer, πιθανώς να είναι ταυτόσημο
Ραψίστα12, Τσουβίστα13, Σκούπα, Νισίστα, Πιστιανά. Από δω και κάτω αρχίζει άλλη περιοχή, αλλάζει ο χαβάς. Σταματούμε στη δεύτερη βρύση, λίγο παρακάτω. Έχουν χτίσει κι εδώ ένα δεύτερο μαγαζί, πανδοχείο κι αυτό. Δεν το θυμάμαι από τα παλιά χρόνια, όπου περνούσα για κάτω μαθητής ή ανέβαι να τις μεγάλες γιορτάδες. Τρώμε μ’ όρεξη τη νόστιμη μπομπότα, πίνουμε νερό και ξεκινάμε.
αρχική σημασία είναι «λόφος». «Εντούτοις, θα μπορούσε κανείς να αναγάγει το τοπωνύμιο αυτό και στο σλάβικο brodъ “πόρος”, “πέρασμα”», καταλήγει ο Vasmer. Μετονομάσθηκε σε Μονολίθι το 1927 (Οικονόμου).
12. Είναι χτισμένη στις ανατολικές πλαγιές του Ξεροβουνιού (υψόμ. 450) κι ανήκει στον ίδιο δήμο με το Μονολίθι. Σχετικά με την ετυμολογία του τοπωνυ μίου δεν υπάρχει ομοφωνία. Ο Φουρίκης (Συμβολή, βλ. Βιβλιογραφία) θεωρεί ότι πρόκειται για την αμάρτυρη αλβανική λέξη rrap’sista «πλατανιάς». Αυτή η άποψη ίσως να πρυτάνευσε κατά τη μετονομασία σε Πλατανούσα (1927: Οι κονόμου). Αποθησαυρισμένη είναι μόνον η αλβανική λ. rrapishta «πλατανιάς» (Παφίλης Λεξικό, Γκίνης Λεξικό: Βλ. Βιβλιογραφία). Ο Georgacas (Place, Βλ. Βιβλιογραφία) από την άλλη, κρίνει εσφαλμένη την ετυμολόγηση του τοπωνυ μίου αυτού με τη βοήθεια της αλβανικής γλώσσας και υιοθετεί την άποψη του Jokl, ότι αυτό ανάγεται στο σλάβικο τοπωνύμιο Vrabšišta που παράγεται από το επίσης σλάβικο vorbъ «σπουργίτης» (Οικονόμου). Οι σλαβόφωνοι έχουν πολλά τέτοια τοπωνύμια. Και στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν άλλα δύο χωριά με το ίδιο όνομα: η Ραψίστα του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων (Πεδινή από το 1928: Λιθοξόου, Οικονόμου, Σταματελάτος) και η Ραψίστα των Τρικάλων (Γόμφοι από το 1930: Λιθοξόου). Την Πλατανούσα πολλοί την έλεγαν και Κακοραψίστα. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Οικονόμου. 13. Βρίσκεται κι αυτή στις ίδιες πλαγιές του Ξεροβουνιού (υψόμ. 460) κι ανήκει στον δήμο Αρταίων. Το οικωνύμιο είναι αποθησαυρισμένο και ως Τσιο βίστα (Σταματελάτος) ή Τζοβίστα (Λιθοξόου). Πρέπει να είναι κυριωνύμιο: τούρκικο Tzova +αλβανική κατάληξη –ishta> Tzovishta. Ως επώνυμο απαντά με τους εξής τύπους: Τζιόβας (Ιωάννινα, Αθήνα), Τζόβας (Ιωάννινα, Αθήνα), Τζιώβας (Αθήνα) και Τσιόβας ή Τσιούβας (Αθήνα). Στην Αθήνα απαντά και το επώνυμο Τζοβίστας. Πιθανολογώ ότι η λέξη τζόβας έχει τη σημασία «αγροί κος», «χωριάτης». Κι αυτό, γιατί τη συσχετίζω με τη λ. καρατζόβας που στη Μακεδονία έχει τη σημασία «καράβλαχος», «μπουρτζόβλαχος», «χωριάταρος»
Η μια στράτα, δεξιά, τραβά προς τη Φιλιππιάδα14, περνώντας απ’ την Κιάφα15. Μπορείς να στρίψεις κι από κει αριστερά, για να βγεις στη Μπρένιστα16 κι από κει, σε δυο με δυόμιση ώρες, στην Άρτα. Είναι όμως προτιμότερο για μας να τραβήξουμε από δω ίσια κάτου, να διαβούμε από την Αβαρίτσα*17. Προπάντων στον ερχομό έχει μεγάλον ανήφορο εκεί, γι’ αυτό πολλοί που έρχονται
(slang.gr [Βικιπαίδεια]). Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, η επαρχία Αλ μωπίας ονομάστηκε Καρατζόβα, προφανώς επειδή ήταν τσιφλίκι κάποιου που έφερε αυτό το όνομα: καρατζόβας<kara+tzova. Το kara έχει επιτατική σημασία. Το χωριό μετονομάστηκε σε Δαφνωτή το 1927 (Λιθοξόου).
14. Η μεγαλύτερη από τις πέντε κωμοπόλεις του νομού της Πρέβεζας είναι χτισμένη στην κοιλάδα του ποταμού Λούρου (υψόμ. 20). Χωρίζεται σε Παλαιά και Νέα Φιλιππιάδα και είναι έδρα του δήμου Ζηρού. Ο Αραβαντινός (ό.π. 323) αναφέρει ότι στις ημέρες του η Φιλιππιάδα είχε είκοσι εφτά κατοίκους που ήταν όλοι τους χριστιανοί.
15. Έτσι ονομάζεται το σημείο όπου τώρα ο αυτοκινητόδρομος διακλαδίζε ται προς Άρτα και Φιλιππιάδα, στα νοτιοδυτικά των Πιστιανών. Ως βάση τού τοπωνυμίου λειτουργεί η αλβανική λέξη qáfa «λαιμός», «τράχηλος», «αυχένας» (Παπαφίλης Λεξικό, Γκίνης Λεξικό: βλ. Βιβλιογραφία). Πρόκειται για εδαφω νύμιο, καθώς αποδίδει τη διαμόρφωση του εδάφους. Απαντά και το επώνυμο Κιάφας (κατ. ΟΤΕ Αθήνας, βλ. και Ραχούτης, Επώνυμα: Βιβλιογραφία). Το αντίστοιχο ελληνικό επώνυμο είναι Λαιμός (κατ. ΟΤΕ Αθήνας).
16. Είναι οικισμός χτισμένος στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Ξεροβου νιού (υψόμ. 560) κι ανήκει στον δήμο Αρταίων. Ο Vasmer πιθανολογεί ότι το τοπωνύμιο ανήκει στη γλωσσική οικογένεια του παλαιοβουλγάρικου brunije «πηλός», «λάσπη»: Μπρένιστα <Bruništa<brunije. Συνεπώς, το τοπωνύμιο ση μαίνει λασπότοπος. Το χωριό όμως βρίσκεται στην κορυφή λόφου που δεσπόζει πάνω από τον Άραχθο, πράγμα που κάνει ασύμβατη την έννοια λασπότοπος με αυτό. Γι’ αυτό πρέπει το τοπωνύμιο να είναι κυριωνύμιο. Στην Αθήνα (κατ. ΟΤΕ) απαντά το επώνυμο Μπρένιστας. Αξιοσημείωτο είναι το ότι απαντά
φορτωμένοι απ’ το παζάρι, ακόμα περισσότερο οι αγωγιάτες, το βρίσκαν βολικώτερο –άλλοτε τουλάχιστο– ν’ ανεβαίνουν από την Κιάφα κάνοντας τήν κύκλα, με αργοπορία μιας ώρας το λιγώτερο. Από δω και κάτου δε βλέπεις τίποτε άλλο από πέτρες και δέ ντρα, άγρια εννοείται. Μονάχα στην αρχή του δρόμου απαντούμε κάμποσα σπίτια, νεοχτισμένα κι αυτά. Είναι Πιστιανίτες που θέ λησαν να βγούνε στο ξέφωτο, να ιδούνε κι αυτοί πρόσωπο Θεού. Με το νερό που τρέχει από τα Πλατάνια, καθώς το μέρος τους είναι προσηλιακό, δε θ’ αργήσουν να κάμουν έναν ζηλευτό συνοι κισμό. Οι δυο συντρόφοι μου τυλίγουν χοντροκομμένο καπνό σε χαρτί από φημερίδα και παρέχουν κάθε τόσο στον εαυτό τους τη δεύ τερη σε αξία, ύστερ’ από το πιοτό, ψυχαγωγία του χωριάτη. Το φουμάρισμα, στο δρόμο κιόλας, είναι γι’ αυτούς απόλαψη μεγάλη. Πριν πάρουμε τον ανήφορο της ρεματιάς, αποδώθε απ’ τη Μπρένιστα, ξανακάτσαμε –για τρίτη μόλις φορά– να ξεκουραστούμε. Ο τρίτος της παρέας, ο εργατικός, μόλις απόπιε το καινούργιο του τσιγάρο, έγειρε στην πέτρα όπου ακουμπούσε και σε λίγα λεπτά, πριν το παρατηρήσουμε καλά καλά, τον είχε πάρει. Ξαπλωμένος ανάσκελα, ρούχνιζε κιόλας. – Πάμε να φύγουμε! μου κάνει νόημα ο σύντροφός μου χαμογελώντας με προκαταβολική χαιρεκακία για το παιγνίδι που θα στήναμε στον άλλον. κατά τον Vasmer, στο αμάρτυρο παλαιοσλάβικο Avorica «σφενταμότοπος» ή στο παλαιοβουλγάρικο avorъ «πλάτανος». Πρόκειται συνεπώς για φυτωνύμιο. Ο συνοικισμός Αμπέλια του Αμμότοπου Άρτας ονομαζόταν Αβαρίτσα ώς το 1951 (Λιθοξόου, Σταματελάτος). Το ίδιο όνομα έφερε ώς το 1928 κι ο οικισμός Μελιταία της Φθιώτιδας (Σταματελάτος). Εξάλλου υπάρχει οικισμός στα βο ρειοανατολικά της Ηγουμενίτσας, που διατηρεί το όνομα Αβαρίτσα (Σταμα τελάτος). Αξιοσημείωτο είναι και το ότι στην Αθήνα (κατ. ΟΤΕ) απαντά το επώνυμο Αβαριτσιώτης.
Επειδή μέσα σ’ εκείνη τη μονοτονία δεν έμενε και άλλο μέσο για να διασκεδάσουμε λίγο, έγινα πρόθυμα συνένοχός του. Πα τώντας αλαφρά στ’ ανοιχτά λαστιχένια παπούτσια (είδος πέδιλα που μου δάνεισε ένας συγγενής μου), απομακρύνθηκα πρώτος απ’ τον κοιμισμένο. Αλλά θέλεις επειδή ο άλλος μετακίνησε κανένα λιθάρι στο ανέβασμά του, θέλεις γιατί ο λεγάμενος είχε και τον ξύπνο εύκολον όσο τον ύπνο, πριν κρυφτούμε στην κορφή ακούμε αποπίσω μας μια φωνή: – Έ! Πού πάτε μαναχοί σας; Είταν ο τρίτος της παρέας που ερχόταν σβέλτος καταπόδι μας. Εγώ, αδεκεί που κοιμάμαι, ξυπνάω στο φτίλι, μας εξήγησε. Δε φαινόταν θυμωμένος μαζί μας για κείνο που πήγαμε να του σκα ρώσουμε. Απεναντίας έγινε ομιλητικώτερος τώρα και, ύστερ’ απ’ τις περιπέτειες της Μικρασίας που μας είχε διηγηθεί, άρχισε τώρα να μιλάει για τα ταξίδια του στην Πελοπόννησο, στα μέρη του Αιγίου. Το κυριώτερο επάγγελμά του είταν χτίστης18. – Εκεί ζωίζουν ο κόσμος, μας έλεγε. Τρώνε λίγδα, πίνουν κρασί, χορταίνει η κοιλιά τους. Τί να σου κάμουμ’ εμείς που όλη η προκοπή μας είναι τα νεροφάσουλα και το ξινόγαλο. Εκεί βρίσκεις ζεστούς νοικοκύρηδες, όχι διακοναραίους σαν εμάς. Άσε που εγώ τις γιορτάδες πήγαινα σε δικούς μας ανθρώπους, στα παιδιά τού 18. H σύγκριση αποτελεί μέσο προσδιορισμού της τοπικής ταυτότητας. Ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει τη φτώχεια
Μαντζούτσου του μπάρμπα σου (απευθύνθηκε σ’ εμένα), που εί χαν τη στάνη τους εκεί κοντά, πεντακόσια πρόβατα κι απάνω. Θυμάμαι πρόπερσι τη Λαμπρή τί μπλέτσι που κάναμε. Τόχουν συνήθιο εκεί κάθε βλάχος να ετοιμάζει τ’ αρνί τής Λαμπρής. Κοι τάνε ποιος να θρέψει το καλύτερο, ν’ ακουστεί τ’ όνομά του. Τα παιδιά του Μαντζούτσου19 είχαν εκείνη τη χρονιά έν’ αρνί που δε μπορώ να σας το παραστήσω. Από εφτά πρατίνες βύζαινε και δε μπορούσε να σαλέψει απ’ το πολύ γάλα που του δίναν. Μέσα σε δυο βδομάδες πόσο είχε γίνει, νομίζετε;
– Πόσο; ρώτησε κι ο άλλος. – Εικοσιδυό οκάδες, αδερφέ μου!
– Μωρέ, τί λες! Κι είταν αρνί αυτό, δεν είτανε δαμάλι; – Ψέματα θα σου πω τώρα! Τί έχω να κερδίσω; Το περάσαμε που λες στη σούβλα και κάναμε ένα ζιαφέτι π’ ούτε ματαγίνεται. Είχαν γιαούρτη, μυτζήθρες, βουρλοτύρι...
– Άστα, άστα, τον έκοψε ο πρώην μάγερας, μη μας τα λες τέτια εποχή και μας έρχεται λιγούρα. Δεν πίστεψε όμως τις υπερβολές του. Κάθε τόσο, εκεί που ο άλλος μολογούσε , μου πατούσε με τρόπο ματιές κι όταν εκείνος έμενε λίγο παραπίσω έβρισκε την ευκαιρία να μου ψιθυρίσει: – Πωπώ ψεύτης! Ακούς εκεί να φάει αρνί δυο βδομάδων που ζύγιζε εικοσιδυό οκάδες! Δεν έχω ακούσει ποτέ μου τέτια ψευτιά. Όταν ο άλλος στο τέλος του δρόμου, το απόγεμα, ξανάρχισε τις παίνιες, πως θα πάει σ’ έναν κουμπάρο του το βράδι, στους Χαλκιάδες, και πως εκεί θα φάει το ένα και το άλλο, εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία του ο προξενητής και του πήρε το ψωμί, ως μια οκά μπομπότα. 19. Επώνυμο της μητέρας του Κοτζιούλα. Ο ένας αδελφός της είχε μετοική σει στην περιοχή της Αχαΐας. Κ.Γ.Κ.
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ
– Εσύ, του είπε, δεν το χρειάζεσαι. Δος το εμένα, που έχω να κάμω τόσο δρόμο, να σου σχωράω τα πεθαμένα. Αγαθή καρδιά κατά βάθος, του το έδωσε δίχως δεύτερο λόγο. Κι έτσι ο επικριτής ευεργετήθηκε απ’ τον ψεύτη ή, αν όχι ψεύτη, τουλάχιστο κοψιά, παινεσιάρη. Η Μπρένιστα είναι χωριό μήτε ορεινό σαν τα δικά μας μήτε καμπίσιο ακόμα. Μοιάζει με σύνδεσμο ανάμεσα στα βουνοχώρια και στα χειμαδιά, καθώς και το γειτονικό της Γρίμποβο20. Ξερό τοπο έχουν και τα δυο, από στέρνες παίρνουν νερό, αλλά ο αέρας κατεβαίνει από τις γύρω ράχες όλος υγεία. Το χώμα που τους λείπει αναπληρώνεται από οξυγόνο. Από δω και κάτω αρχίζει άλλη βλάστηση: χαμόκλαδα και σκί να, μπότσικες20α κι αγκάθια. Περνούμε από τη θέση που λέγεται «Παναγία» και μες στο κλείσμα της ομώνυμης εκκλησιάς πλήθος ασημόφυλλες ελιές είναι πιασμένες σε χορό. Παραδώθε βρίσκουμε καθισμένα δίπλα σε μια τούφα πεντέξη βλαχόπουλα. Είναι από την πολύκλαδη οικογένεια των Ζαρκαδαίων, χωριανά μας. Οι καλύβες τους φαίνονται λίγο παραπέρα. Εκεί έχουν τα κονάκια τους και άλλοι από τη γειτονιά μου, στενοί συγγενείς, αλλά προτιμώ να περάσω από κει στο γυρισμό μου,
αφού μπορούμε τώρα να φτάσουμε στην Άρτα με τέσσερες και πέντε ώρες μέρα. Οι βλάχοι στο μεταξύ ανεβαίνουν στα βουνά. Εδώ που ερχόμα σταν, βρήκαμε καραβάνια ολόκληρα απ’ αυτούς, που τραβούσαν για τα ορεινά τους χωριά –Πράμαντα, Συράκο, Καλαρύτες– με τα σέγια21 τους φορτωμένα σε μουλάρια. Έβλεπες απάνω απ’ τα σα κιά κι ανάμεσα από τις βελέντζες καπάκια, γάστρους, τσεκούρια, πλαστήρια, κότες, μωρά, ότι βάλει ο νους σου. Αποπίσω έρχονταν άντρες αμίλητοι με αξούριστα μούτρα και γυναίκες, που οι νεώ τερές τους φορούσαν κόκινα φουστάνια. Βλοσυρά μαντρόσκυλα, αδιάφορα όμως στους διαβάτες, πλαισίωναν αυτή την παρδαλή συνοδιά που η σιωπή τόνιζε περισσότερο τη δύναμή της. Οι Σα ρακατσάνοι αποτελούν δική τους ράτσα, ξεχωρίζουν χτυπητά μες στην ελληνική πανσπερμία. Αυτοί ερχόνταν από μακρύτερα. Εδώ που περνούμε τώρα, από το δεξί μέρος, έχουν τα στενοτόπια οι δικοί μας, οι κάτοικοι του Ξεροβουνιού. Από δω αρχίζουν κι απλώνονται ώς πέρα, κατά τη Φιλιππιάδα και την Πρέβεζα, σε όλα τα παλιά χειμαδιά που δεν έχουν απαλλοτριωθεί. Ο κάμπος όμως της Γρεμμενίτσας21α
21. σέγια, τα<τούρκικο şey (=πράμα): τα διάφορα πράγματα, τα κλινοσκε πάσματα και τα άλλα χρειαζούμενα του νοικοκυριού. Στα Ιωάννινα κι αλλού λένε σέια τα καλαμπαλίκια (=τα συγύρια του νοικοκυριού<τούρκικο kalabalik «πλήθος»).
21α. Είναι χτισμένη στα βόρεια της Άρτας (υψόμ. 50), στην αντίπερα όχθη του Αράχθου, και ανήκει επίσης στον δήμο Αρταίων: αν δεν τη χώριζε το πο τάμι, θα ήταν προάστιο. Ο Αραβαντινός (Β΄ 324) αποθησαύρισε το τοπωνύμιο ως Γρεμμενίτζα. Ο Hilferding (Ι 289) το ετυμολογεί από το αμάρτυρο σλάβικο Kremeninica που το συσχετίζει με το σλάβικο kremeni «χαλίκι», «πέτρα» και κυρίως με τα βουλγάρικα krémeń, krémik «πυρόλιθος», «τσακμακόπετρα». Πρέπει να είναι κυριωνύμιο: ο πρώτος κάτοικος του χωριού θα είχε το πα ρωνύμιο Γρεμμενίτσας «Τσακμακόπετρας». Στον σλαβόφωνο χώρο απαντούν αρκετά ομόηχα τοπωνύμια (Vasmer). Ο εξελληνισμός της Γρεμμενίτσας έγινε
μοιράστηκε από χρόνια στους χωριάτες∙ κι εκεί που λαλούσαν άλλοτε κουδούνια, φυτεύουν σήμερα καπνά ή στάρια. Να ποιος είναι ο λόγος που η κτηνοτροφία τών μερών μας, ονομαστή πριν από είκοσι χρόνια, βρίσκεται πια σε παρακμή. Λίγες από τις παλιές βλάχικες φάρες έμειναν στα γύρω χει μαδιά, θεματοφύλακες του περίφημου νομαδισμού. Σου δείχνουν εδώ εκεί συγκεντρωμένες καλύβες με τα ονόματα των γεναρχών τους: Ντονταίοι, Τσιουμαναίοι, Μεγαίοι. Μα οι περισσότεροι ξέ καμαν τα πρόβατά τους, έγιναν αγωγιάτες, γεωργοί, εργάτες των δρόμων. Με την εξαφάνιση της μικροκτηνοτροφίας22 κλείνει ένα ένδοξο κεφάλαιο της ιστορίας μας, η εποποιία του ελληνισμού. Αγριό τητες και κατορθώματα, λήσταρχοι και τσελιγκάδες, η ζωντανή συνέχεια του Εικοσιένα με όλη την ατίθαση ορμή της, αγώνες όλο μεγαλείο με τα φυσικά και ανθρώπινα στοιχεία έχουν την πηγή τους σ’ αυτόν τον ελεύθερο τρόπο ζωής που δεν ανέχεται καταπίεση του ατόμου ούτε και βλέπει άλλη σκοπιμότητα από την παλληκαριά. Στο διάστημα το μεταξύ τών δυο πολέμων διανύσαμε το δεύτερο στάδιο της εθνικής ζωής μας, το γεωργικό. Από δω και πέρα φαίνεται πως θα έχει τα πρωτεία, γέννημα των καιρών, η βιομηχανία. Έχετε γεια, κάπες και φλογέρες, μονάχα στη βουκολική
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
ποίηση σας επιτρέπουμε ακόμα να ζήτε. Πέρασε ο καιρός σας, πέρασε ο καιρός τής βλαχουριάς και των μοναστηριών, διπλής τού γένους μας αναλαμπής. O Καθώς στρίβουμε στο Μαράτι23 για να μπούμε στην Άρτα24 (το ποτάμι δεν περνάει ακόμα, για να κόψουμε αριστερώτερα), βρί23. Ο οικισμός με το τούρκικο ίδρυμα Ιμαρέτ βρίσκεται ανάμεσα στη Γραμ μενίτσα και το ιστορικό γεφύρι της Άρτας, στον δήμο της οποίας ανήκει. Το τοπωνύμιο πρέπει να προέκυψε από γλωσσικό μετασχηματισμό του Imaret (=Imarethane «πτωχοκομείο», «άσυλο»). Θεωρώ πιθανόν το ότι ο μετασχη ματισμός αυτός έγινε από επίδραση της λ. μάραθο(το) με σίγαση του αρκτικού ι-:Το Μαράτι<το Ιμαράτι<Imaret. Όσον αφορά το επώνυμο Μαρέτης, που επιχωριάζει στην Άρτα και στα περίχωρα, καθώς και το Μαρέτ(τ)ας, πρέπει να ανάγονται στην ιταλική λέξη maretta «ελαφρός κυματισμός τής θάλασσας». Είναι γνωστή η Ιταλική Βιομηχανία Ζυμαρικών με την επωνυμία Maretti. 24. Είναι η δεύτερη πόλη της Ηπείρου –μετά τα Ιωάννινα– και βρίσκεται στα βόρεια του Αμβρακικού (υψόμ. 30): από τη μια την αγκαλιάζει ο Άραχθος κι από την άλλη την προστατεύει από τους νοτιάδες ο μακρύλοφος της Περάνθης (Βαλαώρα). Είναι η έδρα του δήμου Αρταίων. Οι πόλεις του κόσμου, οι συνώ νυμες της Άρτας, είναι αρκετές· μόνον στη Μεσόγειο υπάρχουν επί πλέον άλλες τρεις: Arta Terme της περιοχής Udine στη βορειοανατολική Ιταλία, κοντά στην Τεργέστη, η Artà της Μαγιόρκας στην Ισπανία και η κωμόπολη Άρτα (Narte) στη Βόρεια Ήπειρο. Για περισσότερα βλ. Κατερίνα Καρανάσου «Οι Άρτες του κόσμου» (Arta Press 43, Ιούλιος-Αύγουστος 2009 και archive.artapress.gr), καθώς και Φώτης Βράκας, «Ετυμολογική προσέγγιση του τοπωνυμίου «Άρτα» (academia.edu). Όσον αφορά το τοπωνύμιο αυτό, έχουν γίνει αρκετές προσπά θειες ετυμολόγησής του. Ο Βράκας τις παρουσιάζει συνοπτικά έως εκείνην του Ιωάννου Τσούτσινου (περιοδ. Ηπειρωτική Εστία 1968). Θα σταθώ πρώτα πρώτα «στην άποψη στην οποία συγκλίνουν σήμερα οι περισσότεροι» (Βράκας), ότι δηλ. το τοπωνύμιο είναι λατινικής προέλευσης και ανάγεται στο θηλ. arta «στενή» του επιθέτου artus, -a, -um. Στη συνέχεια θα παραθέσω τις απόψεις των
σκουμε καθισμένους από δω κι από κει ένα μπουλούκι Τουρκό γυφτους. Τα μελαψά πρόσωπά τους, ανέκαθεν ισχνά, έγιναν πιο αδύνατα τώρα με την πανελλήνια πείνα. Μονάχα τα μάτια τους φαγγρίζουν, όλο λίμα κι αυτά, μα και με κάποια παράξενη λάμψη τυχοδιωκτισμού. Δυο απ’ τα παιδιά τους, άπλυτα, ξυπόλυτα, κουρελιασμένα, μας παίρνουν αποπίσω. Απλώνουν τα χέρια τους και νιαουρίζουν: γραπτόν ή προφορικόν- προσδιοριστικά, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να προσδιορίζει κάποιο εννοούμενο ουσιαστικό. Ποιο όμως; Ο γεννήτορας της ιδέ ας αυτής –δεν κατάφερα να τον εντοπίσω- ή δεν προβληματίστηκε καν ή μπορεί να είχε κατανούν το ουσιαστικό urbs. Για τους Ρωμαίους μόνον η Ρώμη ήταν urbs, ενώ οι άλλες πόλεις ήταν oppida. Εξάλλου, ουσιαστικοποιημένο είναι μό νον το ουδέτερο artum, -i «στενό μέρος», «στενό πέρασμα» (Λεξ. Lewis-Short). Επί πλέον είναι προφανές ότι άλλη σημασία έχει η φράση «στενή πόλη» κι άλλη η φράση «πόλη που βρίσκεται σε στενωπό». Συνεπώς, το όνομα Άρτα δεν μπορεί να είναι λατινικού ετύμου. Οι απόψεις των ειδικών: Ο A. Meyer (Die Sprache der alten Illyrier, Wien 1959, 2,13, [λ.Artas]) συνδέει το τοπωνύμιο με το αρχαίο ινδικό r ta «καθαρός», «λαμπρός» και το αρχαίο περσικό πρόθεμα Arta- σε προσωπωνύμια. Συγκεκριμένα, ο Μeyer θεωρεί ότι το Artas είναι ονοματοποίηση της προσηγορικής λέξης artas η οποία είναι ιλλυρικού ετύμου κι έχει τη σημασία «βασιλιάς». Πβ. και A.Walde, Lateinisches Wörterbuch, Bd. 1-2, Heidelberg 41965. Κατά τον Ph. Malingoudis (βλ. βιβλιοκρισία του για το έργο του G.Schramm, Eroberer und Eingesessene, τη δημοσιευμένη στο Byzantinoslavica τ.44 [1983], τεύχος 2,227), το εν λόγω τοπωνύμιο ανάγεται στον δυικό αριθμό rta της σλάβικης λέξης rt που προέρχεται από το αμάρτυρο σλάβικο riti «ύψωμα», «λόφος»: πβ. και το σέρβικο ŕt «ακρωτήριο». Ο Οικο νόμου, τέλος, έχει τη γνώμη ότι «δεν μπορεί να αποκλειστεί η προέλευση του τοπν. από την αλβανική γλώσσα και η απόδοσή του α) στο αλβ. επίθ. artë (i,e) “χρυσός, μαλαματένιος” ή στο επίσης αλβ. επίθ. nartë (i,e) “καθαρός”, “ανέφε λος”, “διαυγής”. β) στο αλβ. επίθ. arrtë (i,e) “καρυδένιος”<arrtë,-a “καρυδιά” (Γκίνης, Buchholz)». Το όνομα Άρτα πρέπει να είναι, κατά τη γνώμη μου, ελληνικού ετύμου και να είναι κυριωνύμιο, δεδομένου ότι στην Αθήνα φέρουν πολλοί το επώνυμο Άρτας (κατ. ΟΤΕ). Αυτό πρέπει να ανάγεται είτε στη λέξη
– Λίγο ψωμάκι, μπάρμπα! Λίγο ψωμάκι! Μα πού να περισσέψει σήμερα ψωμί, για να ελεήσει κανείς αυτά τα βρωμερά σκουλήκια της γης. Ας παν να ζητήσουν το δίκιο τους από τους ισχυρούς τού κόσμου, από κείνους που παριστάνουν στην ανθρωπότητα το Ναπολέοντα πατώντας με τη φτέρνα τους κάθε άσημο και ταπεινό.
Προχωρώντας βρίσκουμε δυο ανθρώπους απ’ την πόλη που περ νούν με ποδήλατο ψάχνοντας για κάτι.
– Μην ηύρατε κανένα πορτοφόλι; μας ρωτούν.
– Πού τέτιο τυχερό! τους απαντούμε.
Φαίνονται μελαγχολικοί, το έχασαν λοιπόν αληθινά.
– Είχε πολλά μέσα; θέλει να μάθει ένας από μας. Εκείνοι όμως δεν αποκρίνουνται, κοιτάνε πέρα και φεύγουν. Σε λίγο τους ξαναβρίσκουμε μπροστά μας, έχουν σταματήσει. Δείχνονται χαρούμενοι πια, μιλάνε και γελούν.
– Το βρήκατε; – Ναι, στο γυρισμό μας, εδώ που στεκόμαστε. – Και είχε μέσα πολλά.
– Εξήντα εβδομήντα παλιόχαρτα. – Κατοστάρικα. – Μπα! Υπολογίζονται σήμερα αυτά; Χιλιάρικα είταν. Έτσι πιάνουμε κουβέντα και γνωριζόμαστε μαζί τους. Με τον έναν απ’ αυτούς είχαμε ανταμωθεί πριν από μια δεκαετία, μα από τότε άλλαξαν οι φάτσες και των δυο μας. Οι δυο Αρτινοί ξαναμπαίνουν στο ποδήλατο κι αναχωρούν. Αλλά μόλις περάσαμε τα πρώτα περιβόλια, παραέξω απ’ το γε φύρι, βρίσκουμε ξανά το γνωστό μου να περιμένει στην είσοδο ενός μπαξέ.
– Σήμερα είναι Πρωτομαγιά! Το ξεχάσατε; Και βέβαια το είχαμε ξεχάσει. Μπορεί κανείς μέσα σε τόση δυστυχία να θυμηθεί Πρωτομαγιές; Οπωσδήποτε ανεβαίνουμε τις σκάλες ενός χαριτωμένου αγρο τόσπιτου με ωραία ταράτσα και ολόφωτο εσωτερικό. Γύρω από ένα μακρύ τραπέζι κάθονται και τρωγοπίνουν δε καπέντε είκοσι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες25. Τα ρούχα, οι κουβέντες, οι τρόποι τους μυρίζουν κάτι άλλο απ’ ότι με τριγύριζε ασφυχτικά ένα ολόκληρο ξάμηνο. Ξαναβρίσκομαι πια μέσα στον πολιτισμό. Αρχίζω ν’ αναπνέω ελεύθερα. Γιατί να κρύβει κανείς την αλήθεια; Έπειτ’ από τις συστάσεις αποδείχνεται πως είτανε συγκεντρω μένα εκεί μέσα τα καλύτερα ονόματα απ’ όσα διαθέτει σήμερα η Άρτα, όλη σχεδόν η πνευματική αριστοκρατία της, δικηγόροι και γιατροί. Πολλοί απ’ αυτούς είταν περίφημοι από τον καιρό που εγώ, μικρός μαθητής, γλιστρούσα δειλά στα σοκάκια με τ’ άκομψα χωριάτικα ρούχα μου, κρύβοντας όσο μπορούσα την ασήμαντη ύπαρξή μου. Άλλοι αναδείχτηκαν αργότερα στον κλάδο τους. Πάντως, με το να τους βοηθάει κι η οικονομική κατάστασή τους, λογαριάζονται όλοι αυτοί επίσημοι και παράγοντες της επαρχίας. Μήπως υπάρχει στα παραπάνω κάποιο ίχνος ειρωνείας; Ώ, 25. Η εικόνα των ευτυχισμένων ανθρώπων στην πόλη της Άρτας αποτελεί μια διέξοδο, ασφαλώς προσωρινή, στην απομόνωση του Γ. Κοτζιούλα. Τα πρό σωπα αποτελούν τα
καθόλου. Επαρχιώτες είμαστε όλοι μας, η πρωτεύουσα δεν είναι παρά θετή μας πατρίδα. Εδώ, στον τόπο μας έχουμε πάντα το βλέμμα γυρισμένο. Εδώ λαχταρούμε να γυρίσουμε μια μέρα κι απ’ τους δικούς του περιμένει ο καθένας ν’ αναγνωριστεί. Μπορεί να τους κατηγορεί καμιά φορά, να καμώνεται τον ακατάδεχτο απέναντί τους, αλλά κατά βάθος τον έπαινο το δικό τους προπά ντων περιμένει. Αυτό δε συμβαίνει μονάχα με τους πολιτικούς ή τους ανθρώπους της δράσης, παρατηρείται σε κάθε επίδοση και φιλοδοξία. Δεν ξέρω τί γίνεται με τους άλλους, μα η νοσταλγία των Ηπειρωτών είναι αγιάτρευτος καημός. Μου δίνουν θέση δίπλα σ’ έναν παλιό πολιτευόμενο, αρχοντική φυσιογνωμία. Ενώ παίζει το γραμμόφωνο, αρχίζουμε ψιλή κου βέντα. – Εγώ, μου λέει, ακολουθούσα ώς τα τελευταία το λαϊκό κόμμα. Νόμιζα πως αυτό εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα των αγροτών μας. Αλλά η βασιλεία χρεωκόπησε πια. Τ’ ομολογούμε κι εμείς οι παλιοί βασιλόφρονες. Από δω και πέρα θα επικρατήσουν οι νέες ιδέες. Αλλά προσέξτε εσείς οι νεώτεροι: μην απομακρύνεστε απ’ τον εθνισμό. Κοινή αγάπη και φροντίδα μας ας είναι η Ελλάδα, τίποτε άλλο. Εις υγείαν σας! Ένας άλλος δικηγόρος, από τους νεώτερους, πίνει στην υγειά τού Στάλιν, του χαλύβδινου αρχηγού. Τον ακούν χωρίς καμιά δυσφορία, τα πνεύματα έχουν αλλάξει παντού. Η επαρχία ξύπνησε κι αυτή. Καταπιέσεις και προπαγάνδες συσκοτιστικές έφεραν αντίθετο αποτέλεσμα. Οι Αρτινοί γλεντούν ακόμα. Οι Αρτινοί διατηρούν την αισι οδοξία τους. Έχουν κάμει τις προμήθειές τους, η μεσαία τάξη τουλάχιστο,
καλιές. Δεν καταστράφηκαν μόνο οι καρποί τους, ξεράθηκαν και τα δέντρα τα ίδια. Τις περισσότερες τις έχουν πριονίσει, στίβες κοίτουνται τα ξύλα μπρος στο σπιτάκι κάθε μπαξέ. Ίσαμε το γεφύρι και ακόμα παραμέσα δε βλέπεις τίποτε άλλο απ’ αυτά τα θλιβερά τρόπαια της παγωνιάς. Στην είσοδο του γεφυριού δε στέκουνται πια οι παλιοί γκέγκη δες που πουλούσαν στους ταβλάδες τους χαλβά, παστέλια και ζαχαράτα. Ούτε κι οι άλλοι με τις άσπρες σκούφιες τους, που σκάβανε στα περιβόλια, φαίνονται πια εδώ γύρω. Τους έδιωξε όλους ο πόλεμος ή μπορεί να φύγαν κι από πριν. Το αρχαίο γεφύρι της Άρτας υψώνει πάντα την κυρτή στέρεα ράχη26 του απάνω απ’ τα πρασινωπά νερά του Αράχθου. Κι από το δώθε μέρος τού κάνουν συντροφιά αιωνόβια πλατάνια που στο ένα απ’ αυτά κρεμάσαν, δεν ξέρω γιατί, τ’ όνομα του τυράννου
26. Η γλωσσική αναπαράσταση (περιγραφή) του ιστορικού γεφυριού και η ένταξή του στο οργανικό του περιβάλλον πραγματώνονται με τις παραπάνω χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Το οργανωτικό πρότυπο της λιτής περιγραφής είναι η ως άνω χωροταξική ακολουθία. Η αναφορά, με αφορμή τα «αιωνόβια πλατάνια», στον τύραννο της Ηπείρου, τον Αλή Πασά, προσδίδει ιστορική διάσταση στην περιγραφή. Το γεφύρι της Άρτας (γιοφύρι στη λαϊκή παράδοση) είναι λιθόκτιστη γέφυρα (17ος αι.), πάνω από τον ποταμό Άραχθο, η οποία έγινε πασίγνωστη από το ομώνυμο θρυλικό δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στην «εξ ανθρωποθυσίας» θεμελίωσή του. Ως όρος (της Άρτας το γιοφύρι) αποτελεί επίσης μεταφορική έκφραση που χρησιμοποιείται για έργα τα οποία αργούν να ολοκληρωθούν, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση: «Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμι ζόταν» (Wikipedia). Στην αριστερή όχθη του ποταμού, κοντά στην αρχή τής
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
της Ηπείρου, του αιμοβόρου Αλήπασα. Τα συναγωνίζονται όμως στο ύψος και κάτι θεόρατες λεύκες. Από δω χωρίζουν οι δρόμοι για τα χωριά τού κάμπου και για τη Φιλιππιάδα. Δίπλα απ’ το γεφύρι στήθηκε από τις αρχές κατοχής το δεύτερο ξύλινο γεφύρωμα για να περνούνε τ’ αυτοκίνητά τους. Ώς πότε θα παραμορφώνουν αυτά τα ικριώματα την περήφανη πέτρινη αψίδα του ανυπόταχτου ετούτου ποταμού; O
Κάθισα τέσσερες μέρες στην Άρτα. Βρήκα πολύ περισσότερους φίλους απ’ όσους φανταζόμουν. Μου διαθέσανε κρεβάτι για ύπνο σε δωμάτιο χωριστό, μου κάμαν το τραπέζι όλες τις φορές, με συντρόφεψαν όλες τις ώρες που έμεινα στην πόλη. Ευχαριστήθηκα πάρα πολύ απ’ την υποδοχή τους. Είτανε κάτι σαν εγκαρδίωση για μένα. – Τώρα που ήρθες, μου λέγαν, δε βρίσκεται τίποτα. Έπρεπε να είχες έρθει άλλα χρόνια ή και φέτο, αλλά σε καναδυό μήνες που θα βγούνε τα φρούτα, να σε πάμε στους μπαξέδες. Ελπίζω να ξανακατέβω, τους είπα. Στο μεταξύ τριγυρνούσα σε δικηγορικά γραφεία, σε καταστήματα, σε σπίτια, όπου θυμόμουν πως είχα γνωστούς. Οι περισσότεροι δε με αναγνωρίζαν. Αλλάζει πολύ ένα παιδί μέσα σε δεκαπέντε χρόνια. Θέλησα να περάσω κι από τα δυο σπίτια όπου έμενα όταν ήμουν μαθητής. Το ένα είταν μισογκρεμισμένο, ακατοίκητο από
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ
Αυτά πρέπει να μένουν μέσα στην καρδιά τού καθενός, ιερά του και απαραβίαστα. Μονάχα το μαγέρικο του Καπέ27, 28 δεν εβρήκα. Το είχε διαλύσει από κείνα τα χρόνια, παραδομένος στον πειρασμό τού πιοτού. Πήγε μάγερας στην Ιερατική Σχολή28α, έφυγε κι από κει με την κατάργησή της. Τώρα, έμαθα, γυρίζει από μαγεριό σε μαγεριό, βοηθός τους απ’ ανάγκη. Περνάει τα τελευταία του χρόνια παρα σιτικά –ποιος; ο γέρο Καπές που έθρεψε με τις κατσαρόλες του και με τα δεφτέρια τών πιστώσεων γενεές ολόκληρες μαθητών και ιεροσπουδαστών, πάντα γενναιόδωρος, πάντα μεθυσμένος. Ά, πολύ θα ήθελα να ξαναδώ το μάγερα των μαθητικών μου χρόνων. Δεν είχα την αξίωση να με γνωρίσει, να με θυμηθεί, εμέ να, έναν πιτσιρίκο αχνοπρόσωπο από τις εκατοντάδες που τους έδινε το πιάτο (να είτανε κι ακέριο, αλλά πού φτάναν τα λεφτά μας!), μεσημέρι βράδι. Τί νάχει απομείνει άραγε από τη στρογ-
27. To μαγέρικο του Καπέ λειτουργεί σε πρώτο επίπεδο ως αφορμή αναμνή σεων για τον Γ. Κοτζιούλα. Με αφετηρία το παρόν, ο ποιητής διευρύνει την προοπτική των αναμνήσεών του σε μια οιονεί εκδοχή «μετακειμενικότητας» (Βλ. Gérard Genette, Παλίμψηστα, σσ. 27 35, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 2018). Σύμφωνα με την τυπολογία του Ζενέ ή της «μετακειμενικότητας», «Ο τρίτος τύπος κειμενι κής υπέρβασης, είναι η σχέση «σχολίου» […] που ενώνει ένα κείμενο με κάποιο άλλο για το οποίο μιλά, χωρίς υποχρεωτικά και να το παραθέτει». […] «Αυτή είναι κατεξοχήν η κριτική σχέση». Με το σχόλιό του ο ποιητής εισάγει μια υπο κειμενική δεσπόζουσα. Οι πληροφορίες του για τον γέρο-Καπέ πραγματώνουν –από ένα χρονικό σημείο του παρόντος– μια κριτική σχέση με το παρελθόν. Με τον τρόπο αυτό διευρύνει τον «ορίζοντα των προσδοκιών» του αναγνώστη. 28. Στο «Από μικρός στα γράμματα» (Άπαντα, Β΄, Δίφρος 1957 και 2013, σσ.223 230), ο ποιητής αφιερώνει κεφάλαιο με τίτλο «Το μαγεριό του Καπέ». Κ.Γ.Κ.
γυλή εκείνη κοιλιά κι από την καραφλή κεφάλα με τα μικρά φι λήδονα μάτια; Ώ, γιατί να διαλέξει ως έδρα του εκείνη την κατα ραμένη γωνιά τού Τουρκοπάζαρου που δεν τη χώριζε παρά ένα μικρούλι μανάβικο, του θεοφοβούμενου Ναούμ, συνδρομητή τής «Ζωής», από τ’ αμαρτωλά εκείνα κόκινα τζάμια που μονάχα τη νύχτα φωτίζονταν, ανοιχτά μονάχα για τους μυημένους, από το άντρο εκείνο το κακόφημο όπου πίνανε σαμπάνια και σπάζανε μπουκάλες κι οργίαζαν ώς το πρωί; Εμείς μονάχα με τη φοβισμέ νη φαντασία μας ζυγώναμε πότε πότε κει μέσα, μα ο μάγεράς μας είταν πελάτης τού κέντρου ταχτικός κι εκεί πετούσε μαζωμένες τις πενιχρές οικονομίες μας. Και τώρα ξέπεσε και γυρίζει λαντζέ ρης, αυτός ο γεροκολασμένος. Αλλά ποιός θα βρεθεί να του ρίξει λίθον αναθέματος; Εγώ ποτέ! Μονάχα τα χέρια θα μπορούσα να του βρέξω με τα δάκρυά μου, αν καμιά φορά μ’ έβγαζε ο δρόμος μπροστά του, όσο βρισκόμαστε κι οι δυο απάνω απ’ το χώμα. Η Άρτα με παρασέρνει σε αναμνήσεις και πολυλογίες, ενώ εγώ δεν ήρθα παρά για ν’ αντικρύσω τη σημερινή της μορφή, το πρόσωπό της το πραγματικό. Αλλά τί να πρωτοδώ; Η κίνηση της πολιτείας κανονίζεται πάντα απ’ την κεντρική αρτηρία, την οδό Σκουφά. Τα περισσότερα καταστήματα μένουν κλειστά, δεν έχουν τί να πουλήσουν. Κι η μεγάλη ακρίβεια διώχνει τους χωριάτες, που είταν η ταχτική τους πελατεία. Το εμπόριο κόπηκε ολωσδιόλου. Μόνο χλωρά κουκιά έχουν στο παζάρι, διακόσιες σαράντα η οκά. Βγήκαν και τα πρώτα κεράσια, μα η τιμή τους είναι τριπλάσια από των κουκιών. Έξω από τα γαλατάδικα σχηματίζεται ουρά, όπως στην Αθήνα. Και το ξύρισμα έχει όσο εκεί, πενήντα δραχμές. Κάθισα σ’ ένα καφενείο. Από
ναγωνίζεται εντατικά την πρωτεύουσα, όταν το επιβάλλουν τα συμφέροντά της. Τα εξοχικά κέντρα έμειναν πια δίχως πελατεία∙ μερικά παρα τήθηκαν ολωσδιόλου. Μονάχα τριαντάφυλλα κι άλλα λουλούδια εξακολουθούν να δίνουν στο μέρος κάποιον τόνο τρυφερό. Αυτά μόνο δε μπόρεσε ν’ αφανίσει ο πόλεμος. Παίρνω το δρόμο προς τα διόδια και βγαίνω ώς έξω, παράλ ληλα προς την κατεύθυνση του ποταμού, κάτου απ’ τη μακριά δεντροστοιχία με τις λεύκες. Εδώ γινόνταν άλλοτε οι γυμναστικές επιδείξεις και οι σχολικοί αγώνες. Τώρα έχουν γυμναστήριο από την άλλη μεριά, στο δρόμο τής Κάτω Παναγιάς. Έχουν κάμει και σχολικό χτίριο πρώτης γραμμής. Το πρωί φιλοξενεί τις τάξεις των γυμνασίων και το απόγεμα τα δημοτικά. Στον καιρό το δικό μας στριμωγνόμαστε μέσα σε στενόχωρες αίθουσες δίχως φως, δίχως υγεία. Γι’ αυτό βλέπει κανείς, ακόμα και αξιωματικούς τής ηλικίας μου, να φαίνονται καχεκτικοί. Δεν πρόφτασα να πάω ούτε στο κάστρο τής Άρτας ούτε στην ονομαστή Παργιορίτσα με το βυζαντινό της μεγαλείο. Ανέβηκα μονάχα στο λόφο τής Περάνθης, εκεί που βρίσκεται ο στρατώνας (πρόσεξα μάλιστα από μακριά πως το κόκινο των κεραμιδιών του, πολύ ζωηρό, έρχεται σε δυσαρμονία με το σκούρο παλαιικό χρωματισμό των άλλων οικημάτων). Έχουνε βγει κιόλας τα σαλέπια και δείχνω στο συνοδό μου δυο είδη απ’ αυτά, να τα μαζεύει για την περίοδο του χειμώνα. Καθώς ανεβαίναμε για κει, περνώντας απ’ τη συνοικία που λέγεται «στα Πραμαντιώτικα», μου έτυχε ένα
σε απόσταση δυο τριών μέτρων ένα παιδί που έκανε να φύγει. Αυτό είταν ο δράστης του άπρεπου αστείου κι εκείνο που μου έριξε απάνω είταν μια ψόφια κουρούνα. Δεν πόνεσα βέβαια απ’ το χτύπημα μήτε και λερώθηκα διόλου. Μου κακοφάνηκε όμως πολύ για την πράξη και θέλησα να τιμω ρήσω το μικρό, που δε θάταν παραπάνω από έξη χρονών. Τον πήρα λοιπόν αποπίσω και τον ανάγκασα να κρυφτεί τρέχοντας μέσα σ’ ένα γειτονικό σπίτι, που θα είταν ίσως δικό του. Μπήκα κι εγώ δίχως να διστάσω, αφού μάλιστα δεν είδα και κανέναν άλλον απ’ την πόρτα. Το παιδί μαζώχτηκε σε μια γωνιά προφυλάγοντας το πρόσω πό του με τα χέρια. Έβαλε τις φωνές πριν ακόμα τ’ αγγίξω. Δε φανταζόταν, αυτό το κακομαθημένο ελληνόπουλο, πως θα παραβίαζα την ιερότητα του οικογενειακού ασύλου. Και φώναζε τώρα επειδή ο ξένος το είχε κυνηγήσει ώς εκεί. Θα είταν αστείο να του απευθύνω συστάσεις, σ’ εκείνη τη θέση, να μην ξαναπειράξει τους περαστικούς ή να το μάθω τί τρόπους πρέπει νάχουν τα φρόνιμα παιδιά. Του έδωσα λοιπόν ένα δυο μικρούς μπάτσους, μ’ όλο που σιχαινόμουν ν’ αφήσω το χέρι μου απάνω του, και βγήκα. Το κακοκουρεμένο, ξυπόλυτο, άνιφτο παιδί έτρεξε πίσω μου ξεφωνίζοντας απειλητικά, με ψευτοκλάματα, έτοιμο να με πετροβολήσει. Του έδειξα πως δεν είχα σκοπό να παίζω μαζί του κι έτσι ξεθύμανε με άναρθρες κραυγές. Αλλά δεν είχαμε προχωρήσει πολύ και φάνηκε αποπίσω μας μια γυναίκα έξαλλη, κατακόκινη, αναμαλλιασμένη.
τώσει το παιδί. Χειρονομούσε σα δαιμονισμένη κι απ’ το στόμα της έβγαιναν όλο κατάρες: – Να μη σώσεις να ματαπεράσεις από δω! Ού, που να σου σα πίσουν τα χέρια, Παναΐα μου! Μακέλεψες το μαξούμι, κακούργε! Μου ρχόταν να φτύσω με αηδία τα δυο αυτά ελεεινά πλάσμα τα που ήρθαν να χαλάσουν τη διάθεσή μου, αλλά προτίμησα να τραβήξω τον ανήφορο, έχοντας πάντα το νου μου να χειροδικήσω και πάλι, αν το αποτρόπαιο θηλυκό τολμούσε να πάρει πέτρα από χάμου. Έφυγα από κείνη τη φτωχογειτονιά, εγώ το γέννημα του λαού κι ο παραστάτης του με την ψυχή μου γεμάτη θλίψη για την αδικία. Τί τους έφταιγα να μου φερθούν μ’ αυτόν τον τρόπο; Άχ, έχω δίκιο ν’ αμφιβάλλω για την καταγωγή μας από τη φυλή των αρχαίων Ελλήνων και να πιστεύω πως χρειάζονται χρόνια και καιροί για να διωχτεί το μίασμα από μέσα μας29.
29. To δυσάρεστο περιστατικό, που περιγράφει με οξυδέρκεια ο Γ. Κοτζιού λας, αποτελεί αφορμή αναστοχασμού και διατύπωσης κρίσεων που αφορούν τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά τών Νεοελλήνων. Αμφιβάλλει για την καταγω γή τους από τους αρχαίους Έλληνες σε ό,τι αφορά το ήθος και τις αρετές τους. Αναφερόμενος έμμεσα στο Βυζάντιο και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, υποστηρίζει ότι οι αιώνες που μεσολάβησαν αλλοίωσαν τα χαρακτηριστικά τών Ελλήνων και ότι θα χρειαστούν «χρόνια και καιροί», για να καθαρθούν από το μίασμα που φέρουν μέσα τους. Ιδιαίτερα διαφωτιστικές για την κουλτούρα των Νεοελλήνων, ερμηνευτικές των εμπειρικών διαπιστώσεων του Κοτζιούλα, είναι οι επιστημονικές μελέτες του Νικηφόρου Διαμαντούρου και του Παναγιώτη Ιωακειμίδη. Διαβάζουμε στο βιβλίο
Αλλά για να μην καταλήξουμε στην απαισιοδοξία, πρέπει ν’
αναφέρω κι ένα άλλο περιστατικό. Το διηγήθηκε καθηγητής τού
γυμνασίου που είχε διορθώσει τις εκθέσεις.
Ένας λοιπόν μαθητής, από τάξη μικρή, θέλησε να περιγράψει έναν περίπατό του στους Χαλκιάδες, λίγο παραέξω απ’ το γεφύρι. Πήγε, λέει, στο μαγαζί τού χωριού –είταν Κυριακή προς το βράδι–κι είδε εκεί παρέες να γλεντούν. Είταν Ιταλοί στρατιώτες, αυτοί πλήρωναν και διασκέδαζαν. Αναμεταξύ τους όμως πήρε το μάτι του και μια γειτονοπούλα του. Καθόταν δίπλα σ’ έναν Ιταλό, έπινε και τραγουδούσε. Το παιδί πικράθηκε πολύ βλέποντας την πατρι ώτισσά του σ’ εκείνη την κατάντια. Τη φώναξε λοιπόν παράμερα και της είπε σιγά: «Άκουσε, Κατίνα. Όλα τα τραγούδια να τα πεις, μονάχα εκείνο που λέει για το χορό του Ζαλόγγου μήτε να το τραγουδήσεις μήτε και να το χορέψεις. Δε σου αξίζει, τ’ ακούς;». Ά, Ρωμιοσύνη με τη διπλή σου ψυχή, μητέρα των αντρείων και τροφός τών ποταπών! Πότε θα λάμψεις αστραφτερή και καθάρια, σε όλη σου τη δόξα και χωρίς καμιά κηλίδα;30 O Ο Παν. Ιωακειμίδης, εξάλλου, με αφορμή την κρίση στην Ελλάδα, υποστη ρίζει ότι αυτή στην κορυφή τής πυραμίδας είναι δημοσιονομική, ενώ κατά βάση είναι πολιτισμική (cultural). Οι θεμελιακές αντιφάσεις, που χαρακτηρίζουν την νεοελληνική κοινωνία, είναι πέντε: δυτική κατανάλωση-ανατολική παρα γωγή, δυτικοί πολιτικοί θεσμοί-ανατολική κουλτούρα συμπεριφοράς, κράτος προστάτης-κράτος εχθρός/αντίπαλος, μετανεωτερικό-προνεωτερικό κράτος, η Ελλάδα ευρωπαϊκή χώρα- η Ελλάδα αντιευρωπαϊκή χώρα (βλ. Κρίση, Ευρώπη και Αριστερά, Αθήνα: Παπαζήσης, 2016, σσ. 41 48). Βλ. και σχετικές μελέτες: Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ο χαρακτήρας των Ελλήνων: ανιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα, Θεσσαλονίκη: έκδοση του συγγραφέα, 1983, Michael Herzfeld, Η ανθρωπολογία μέσα από τον καθρέπτη. Κριτική εθνογραφία της Ελλάδας και της Ευρώπης, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 1998, Νίκος Μουζέλης, Νεο ελληνική κοινωνία. Όψεις υπανάπτυξης, Αθήνα, Εξάντας, 1978, κ.ά. 30. Η Ρωμιοσύνη, κατά τον Κοτζιούλα, έχει δύο όψεις: την ανδρεία και
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ
θα κοιμόμουν στο καλύβι άλλων βλάχων στο Γρίμποβο, σε αδερφή τής μητέρας μου31. Τα κονάκια διακρίνονταν καλά κάτω από το δρόμο, αλλ’ από πού ν’ ανέβει κανείς, όταν δεν γνωρίζει τον τόπο; Βρήκα τέλος ένα μονοπάτι και με πολλές προφυλάξεις έφτασα στη ράχη. Φυλα γόμουν –από τί άλλο;– από τα σκυλιά. Δε βαστούσα τίποτε στα χέρια μου και δεν είχα πρόχειρα γύρω μου μήτε λιθάρια. Κανένας άνθρωπος δεν φαινόταν εκεί κοντά. Δυστυχία μου αν έκανε να βγει από πουθενά κανένα τσοπανόσκυλο! Γι’ αυτό προχωρούσα με κρύα καρδιά, κοιτάζοντας ολοένα πόσο αλάργευα απ’ το δρόμο των άλλων ανθρώπων. Έπρεπε όμως να πάω οπωσδήποτε εκεί που το είχα σκοπό μου. Ήθελα να δω πώς 31. Η επίσκεψη του Γ. Κοτζιούλα στους συγγενείς του στο Γρίμποβο, μια λεπτομερής περιγραφή, παρουσιάζει ιδιαίτερο κοινωνιολογικό και ψυχολογικό ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τον Σένετ (ό.π. σ. 329), πρόκειται για την «ιδεολο γία της οικειότητας: οι κοινωνικές σχέσεις κάθε είδους είναι πραγματικές, αξιόπιστες και αυθεντικές όσο εγγύτερα βρίσκονται στα εσώτερα ψυχολογικά ενδιαφέροντα εκάστου προσώπου». Η αναζήτηση της εγγύτητας των συγγενι κών προσώπων αποκαλύπτει το ανθρωπιστικό πνεύμα της κλειστής κοινωνίας πριν από την αποσάθρωση που προκάλεσε η απότομη αστικοποίηση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ελλάδα. Το κοινοτικό αίσθημα είναι διάχυτο στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Η επίσκεψή του αυτή αποτελεί αφορμή για αυ τοκριτική, ένα στοιχείο που συγκροτεί την αυτοεικόνα του συγγραφέα. Η «εμπειρία εγγύτητας» (Σένετ) αποτυπώνεται παραστατικά στην περιγρα φή «μιας στρουμπουλής βλαχοπούλας». Ο ποιητής υλοποιεί την αντικειμενική περιγραφή, στην οποία όμως οι λεπτομέρειες, που επιλέγονται, συνυπάρχουν με τα συναισθήματα που του προκαλεί η παρουσία της κόρης. Με τον τρόπο αυτό
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ
τοι απ’ τους ανθρώπους οι σκύλοι και θα μ’ έκαναν κομμάτια. Δεν είχα καιρό να τρέξω μήτε προς τα μπρος μήτε κατά πίσω. – Μην έφυγαν τάχα για το χωριό; έβαλα τέλος στο νου μου. Αλλά έπρεπε να χαλάσουν τις καλύβες τους, συλλογιόμουν ο ίδιος. Γιατί να τις αφήσουν ορθές; Αλλά μπορεί να συνηθίζεται κι αυτό, έλεγα πάλι. Ώ, ήμουν ένας φτωχός πρωτευουσιάνος πε ριπλανημένος εδώ στις ερημιές δίχως οδηγό, δίχως πείρα. Όλες μου οι γνώσεις δε μου χρησίμευαν σε τίποτε δωπέρα. Ένα τσοπα νόπουλο αγράμματο θα τα κατάφερνε χίλιες φορές καλύτερα από μένα σε παρόμοια περίσταση. Το έβλεπα τώρα: η παλιά, η πρώτη μου ζωή μ’ εκδικιόταν επειδή την είχα εγκαταλείψει. Τριγυρνούσα τόση ώρα κολλητά σχεδόν στα καλύβια και δε μπο ρούσα να εξιχνιάσω αν είταν κατοικημένα ή όχι. Ναι, ναι, η θέση μου είταν γελοία. Τί νάκανα όμως; Τα τσοπανόσκυλα δε χωρατεύουν. Από την αμηχανία μου αυτή μ’ έβγαλε η εμφάνιση ενός τετραπόδου που θα είταν βέβαια σκύλος, αλλά μπορούσε να είναι και λύκος. Κάτι τέτιο υποψιάστηκα απ’ το γκρίζο τρίχωμά του, αν και δεν είχα δει ποτέ μου λύκο ζωντανό. Τελοσπάντων αυτό το επίφοβο ζώο είχε σταθεί απέναντί μου σ’ ένα ύψωμα, πολύ κοντά, και με κοιτούσε χωρίς ν’ ανοίξει το στόμα του. Η σιωπή αυτή μού προξένησε τρόμο περισσότερο από κάθε ουρλιαχτό που μπορούσα ν’ ακούσω. Κυριεμένος από πανικό, γύρισα αμέσως να φύγω. Μονάχα όταν, δρασκελώντας βιαστικά τις ασφάκες, βρέθηκα αρκετά μακριά, μονάχα τότε σκέφτηκα πως ο τρόπος αυτός της φυγής δεν είταν ο πιο συνετός. Κι άρχισα πια να βαδίζω σιγά, για να μη
Δοξασοιοθεός, έλεγα από μέσα μου, πάλι καλά, μπορούσα να εί μαι αυτή τη στιγμή κομματιασμένος. Κατεβαίνοντας λοξά προς το δρόμο τής Γρεμμενίτσας, βρέθηκα κοντά σε κάτι άλλα καλύβια. Μήπως τα ξαδέρφια μου κάθονταν εκεί κι έκανα λάθος; Έχασα τουλάχιστο μια ώρα σ’ εκείνη την άπραχτη παγάνα και τώρα πεινούσα για καλά. Μα πώς να ζυγώ σω πάλι απ’ τα σκυλιά; Σε κάποια στιγμή βλέπω να ξεπροβάλλει από κει ένας άνθρω πος της πολιτείας με κάτι πανικά. Θα είταν γυρολόγος και βγήκε από την Άρτα μην κολλήσει τίποτα στους βλάχους. Τραβούσε προς τα πέρα και δεν έβλεπε που τούγνεφα να σταματήσει. Του σφύριξα τέλος κι έτσι γίνηκε τρόπος να συνεννοηθούμε. – Πραματευτής είσαι; ρώτησα πηγαίνοντας κοντά του. – Ναι. Ήρθα μην πουλήσω τίποτε στους βλάχους. Από την προφορά του φαινόταν Οβραίος. Έχει η Άρτα πολλούς απ’ αυτό το σινάφι. Τον ρώτησα αν έχουν στις καλύβες σκυλιά. – Όχι, μου είπε. Δυο που έχουν, είναι δεμένα. Τ’ άλλα λείπουν στα πρόβατα. Έτσι πήρα θάρρος και ζύγωσα στην πρώτη καλύβα. – Τίνος είναι τούτ’ η στάνη; – Του Αλέξη Γιαννακούλη. Είτανε μια κοπέλα αυτή που μου αποκρίθηκε έτσι, μια στρουμπουλή βλαχοπούλα κοκκινομάγουλη με γαλάζιο φουστάνι, μονοκόμματο απ’ τις πλάτες ίσαμε τους αστραγάλους. Τα μάτια της τα μπιρμπιλωτά είχανε μια γλύκα που έφτανε ώς μέσα στην καρδιά σου. Το σύνολό της σκόρπιζε τη
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
Δε φοβόταν τους ξένους αυτή, δε χαμήλωνε τα μάτια μπροστά τους, μόνο ήθελε να πιάσει κουβέντα, ξεθάρρευτη. Στην πόρτα της καλύβας φαινόταν καθισμένη μια γερόντισσα32 με πολύ χλωμό το πρόσωπό της, σα νάχε περάσει από μεγάλη αρώστια. Ο πόνος είχε περάσει απάνω της άσβυστη σφραγίδα. Καθόταν αμίλητη και κοιτούσε προς τα έξω. Αργότερα έμαθα πως την ίδια βδομάδα είχε χάσει ένα παληκάρι εικοσιπέντε χρο νών, καρδιακό. Ακούμπησα σε μια μεγάλη πέτρα πλακερή, που θα την είχαν βέβαια για κάθισμα. Δίπλα της είταν στημένη μια φούρκα κι από τη φούρκα κρεμόταν μια τσαντίλα αδειανή. Με ρώτησαν από πού έρχουμαι, ποιος είμαι. Τους αποκρίθηκα. Η γριά ψιθύρισε κάτι. – Ακούς; μου εξήγησε η κοπέλα. Λέει πως είστε σόι, πως είστε δικοί. Έχουν ακόμα διάθεση ν’ ανακαλύπτουν εδωπέρα συγγένειες παλιές, σε μια εποχή όπου η έλλειψη τροφίμων έκαμε τους ανθρώπους να ξεχάσουν ως και την αδερφοσύνη. – Πεινάς; ξαναμίλησε η γριά. Έλα μέσα να φας. Εκείνη τη στιγμή αλύχτησε από κει μπροστά μας ένα σκυλί. Δεν το είχα καταλάβει ώς τώρα πως είτανε δεμένο μες στο πέτρινο γιατάκι του μήτε κι εκείνο μυρίστηκε ίσως πιο πριν την παρουσία μου. Ξαφνιάστηκα από τη βαρειά, κάπως τεμπέλικη φωνή του, την όλο γρυλλισμούς. Καθώς μάλιστα τινάχτηκε απότομα απ’ τη θέση του, έτοιμο να ορμήσει, τα χρειάστηκα.
είταν απολυτό, δε θα ζύγωνε άνθρωπος εδώ, θα τους έκανε κομ μάτια. Ρίχνεται ίσια στις πλάτες, μόνο τους άντρες ακούει. Πιάσαμε ξανά την κουβέντα κι έτσι μου ξέφυγε η ευκαιρία τού φαγιού. Μα η γριά δεν το είχε λησμονήσει. – Θα πεινάς, μου είπε ξανά. Έλα μέσα να σου τρίψω λίγο γάλα. Ήμουν έτοιμος να δεχτώ πια, όταν την ίδια στιγμή –κατα ραμένη σύμπτωση!– φάνηκε ένας ρασοφόρος. Τραβούσε από το καπίστρι του ένα μουλάρι και βαστούσε στα χέρια ένα κουτί με περικάλυμμα ασημένιο, απ’ αυτά που περιέχουν άγια λείψανα. Μπήκε στην καλύβα τής γριάς και άρχισε το διάβασμα. – Είναι ο καλόγερος από τους Κωστακιούς, μου είπε η κοπέλα πριν φύγει από κοντά μου. Περνάει κάθε χρόνο από τις καλύβες και μας διαβάζει. Θα πήγε, φαίνεται, να ετοιμάσει κι αυτή τη δική της. Έμεινα μόνος με το δεμένο απ’ τη φούρκα μουλάρι, που κοίταζε κάτι να βρει καταγής να μασουλήσει. Αφού τελείωσε το διάβασμά του, βγήκε ο ξανθογένης καλόγερος. Έκατσε δίπλα μου και πιάσαμε κουβέντα. Είταν αγιορίτης, από τη μονή τών Ιβήρων, είχε κάμποσα χρόνια εδώ. – Μου πήραν τα κελλιά οι χωροφύλακες, παραπονιόταν. Εμένα μια ακρούλα μ’ αφήσαν να κοιμάμαι, σα νάμουνα ξένος. Βάρβαροι άνθρωποι, παναθεμά τους! Αφού ξεθύμανε μιλώντας κατά των επιδρομέων τού ασύλου του, σηκώθηκε να φύγει. Στο μεταξύ έφυγε κι η γριά από την καλύβα, θα πήγε σε καμιά γειτονική της. Περίμενα κάμποσο ακόμα, μην ξαναφανεί, μη με ξανακαλέσει για φαΐ, αλλά η ώρα περνούσε έτσι κι η θέση μου είταν γελοία.
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
το θέλω. Τώρα θα βαδίσω τουλάχιστο δυο ώρες ακόμα ώσπου να πετύχω, αργά το δειλινό, φιλόξενο τραπέζι. Έ, καλόγερε του οξαποδώ! Είταν ανάγκη να μου κουβαληθείς στην καλύβα όταν ετοιμαζόμουν να φάω; Καλά κάνει ο κοσμάκης και άμα βλέπει ράσο σάς ξορκίζει κρυφά. O Ο περισσότερος κάμπος της Γρεμμενίτσας είναι σπαρμένος σιτάρι και πρωιμιές. Πρασινοβολά όλος ο τόπος αυτή την εποχή και τα στάχια σαλεύουν ανάλαφρα, σαν κύματα που τα πτυχώνει η αύρα. Μα δεν έβρεξε καθόλου τον τελευταίο μήνα κι αυτό ζημιώνει πολύ τα σπαρτά. – Αν έπιανε μια βροχή, θα είχαμε διπλάσια, τριπλάσια παραγωγή. Τί να σου κάμουν τώρα κι αυτά, στεγνώσαν απ’ την ξηρασία. Μείναν εκεί που βρεθήκαν, δεν παν παραπάνω. Τί σπειρί να σου πιάσουν με τέτια δίψα που έχουν!
Αυτά μου λέει ο συνοδός μου, κάτοικος του χωριού, απόφοιτος γυμνασίου, που προτίμησε αντί να παραδέρνει στις πολιτείες, σκλάβος τού ενός και του άλλου, ν’ αφοσιωθεί στα πατρικά χτήματά του. Έχουν και καμιά πενηνταριά γίδια, τα βολεύουν καλά. Μόνο που ήρθαν απ’ την Άρτα κι οι δυο παντρεμένες αδερφές του με τα παιδιά τους κι έτσι, από μια οικογένεια που είταν αρχικά, έχουν τώρα να ταΐσουνε τρεις. Αλλά τους πήγε καλά η περασμένη χρονιά, κι ελιές μπόλικες είχαν και καπνά κάμαν αρκετά. Ο νέος αυτός33 μιλάει με θετικότητα και αυτοπειθαρχία, όπως όλοι οι άνθρωποι οι δεμένοι με τη γη34. Δε θα ήθελε άραγε να ζή σει κι αυτός στην πολιτεία;
– Πώς, αλλά πρέπει κανείς να εξασφαλίσει πρωτύτερα τα μέσα του, όχι όπως ζουν σήμερα οι περισσότεροι, με τον εφιάλτη του επιουσίου. Πώς του φαίνονται οι χωριάτες, δεν τον απελπίζουν με τα ελατ τώματά τους; Τί να σου κάμουνε κι αυτοί! Δεν πρέπει να είμαστε και τόσο απαιτητικοί. Μήπως τους έδειξε ποτέ κανένας το σωστό; Οι κυ βερνήσεις μας το είχαν ρίξει όλες στη ρεμούλα35. Καμιά τους δεν τη θετικότητα (τη σταθερότητα, τη φερεγγυότητα, που εμπνέει εμπιστοσύνη και διαπνέεται από πνεύμα ρεαλισμού) και για την αυτοπειθαρχία. Ο Ι.Θ. Κα κριδής, στην Ελληνική Μυθολογία, αναζητά την προέλευση της γης, της θεάς Γης, μιας δύναμης που προσδιορίζει από τα αρχέγονα ακόμη στάδια τη φύση του ανθρώπου, που τον διαμορφώνει. Η Γη δίνει μορφή στο χάος και διαπλάθει τον άνθρωπο. Η μετάβαση από το Χάος –ως εμπειρία του φυσικού κόσμου και ως αλληγορία φαινομένων του ηθικού βίου και ως φιλοσοφική προσέγγιση– στη Γη συμβολίζει τη μετάβαση από τη χαοτική ζωή στη συντεταγμένη κοινωνική οργάνωση. Γράφει χαρακτηριστικά: «Θα λέγαμε μάλιστα ότι με όλες αυτές τις θεογονικές αρχές ο προεπιστημονικός άνθρωπος επιχειρεί να κατανοήσει την ίδια κατάσταση, δηλαδή την προκοσμική μορφή, που τη φαντάζεται χαοτική, σκοτεινή, παγερή, υγρή, ασταθή και χωρίς περιγράμματα» (βλ. Ελληνική Μυ θολογία, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1986, σ. 17). Ο Γ. Κοτζιούλας, έμμεσα, με κριτήριο κυρίως την αυτάρκεια των βιοτικών μέσων, διαχωρίζει τους κατοίκους των χωριών από τους κατοίκους των πόλεων, οι οποίοι ζούσαν «με τον εφιάλτη του επιουσίου». Για τους κατοίκους των χωριών η γη ήταν η alma mater. 35. Εδώ διατυπώνεται σαφής πολιτική θέση. Η ασκούμενη κριτική αφορά όλες τις κυβερνήσεις με τις διεφθαρμένες εξουσιαστικές πρακτικές. Η απόλυ τη διάκριση κυβερνήσεων (εξουσίας) και λαού εντοπίζεται στο καθεστώς τής
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ ενδιαφέρθηκε πραγματικά για το λαό. Η Τετάρτη Αυγούστου πια είταν σωστή τυραννία και βούρκος ηθικός. Μας κυνηγούσαν κι εδώ στην επαρχία οι νομάρχηδες κι οι νωματαρχαίοι να μπού με στην οργάνωση της Νεολαίας με το στανιό. Αλλά εγώ έμεινα πάντα μακριά απ’ τις αχρειότητές των. Μονάχα στους συνεται ρισμούς ανακατεύομαι, κι όχι επειδή έχω κανένα συμφέρο, παρά για να εξυπηρετήσω τους αμόρφωτους συμπατριώτες μου. Αποχαιρετώ με συγκίνηση αυτόν το φωτισμένο αγρότη που με περιποιήθηκε εξάλλου όσο μπορούσε την πρώτη βραδιά τού ταξιδιού, όπου κοιμήθηκα στο σπίτι του, ένα ωραίο αγροτόσπιτο παράμερα κάπως από το χωριό. Προπάντων όμως ευχαριστήθη κα διαπιστώνοντας με τη γνωριμία του πως υπάρχουν σήμερα παντού, και στο πιο απόμακρο χωριό μας, άνθρωποι που έχοντας ξυπνήσει οι ίδιοι από την αμάθεια μπορούν να γίνουν και για τους άλλους εστίες διαφωτισμού. Τελειώνοντας τον καμπότοπο της Γρεμμενίτσας με τα πολλά του χαντάκια, παίρνει κανείς το μικρό ανήφορο της Παναγίας. Εδώ είναι που θα σταματήσω για φαΐ, μπορεί κιόλας να κάτσω ώς το πρωί. – Πού είναι η καλύβα του Κίτσιου Φώτη36; ρωτάω ένα τσοπανόπουλο. Μου τη δείχνει, στην άκρη σχεδόν από τις άλλες. Μαθαίνοντας πως δεν έχουν σκυλί, τραβώ προς τα κει δίχως δισταγμό. Στην πόρτα στέκουν δυο κοπέλες που γνέθουν, μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Θα είναι οι μικρότερες ξαδέρφες μου που δεν τις γνωρίζω, αφού δεν έχουν πατήσει τα είκοσι ακόμα. Μήτε αυτές με γνώριζαν απ’ την όψη, με περνούσαν για ξένο. 36. Βασικό πρόσωπο στο διήγημά του «Στη Βαλτσιόρα με τους Σκανδα λαίους». Βλ. «Με τον κόμπο στο λαιμό κι άλλα διηγήματα» (Δρόμων, 2018: επιμέλεια, εισαγωγή και σχόλια Στέλιου Φώκου). Κ.Γ.Κ.
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ
– Κουβαλούσαμε φουσκί στους μπαξέδες με το γομάρι. Είχαν δικό τους γάϊδαρο, το ανάφερναν με περηφάνεια. Μιλήσαμε ύστερα για τη βάβω τους, τη γριά Φώτω –την επώ νυμη της οικογένειας–, που ζούσε τους χειμωνιάτικους μήνες μο ναχή της απάνω στο χωριό, στη μακρινή της γειτονιά. – Εγώ φοβήθηκα μην παγώσει με κείνα τα χιόνια που έπεσαν φέτο. – Αυτή; Δεν έχει ανάγκη από τέτια. Να την ιδείς, φαίνεται νιώτερη απ’ τη μάνα μας. Και πλησιάζει τώρα η Φώτω τα εκατό. Δε θα πάτησε ούτε μια φορά σε πολιτεία μήτε θάχει ακούσει ποτέ της τη λέξη, ας πούμε, πολιτισμός. Ώ ναι, Άρτα κι Ευρώπη θάναι συνώνυμα γι’ αυτήν. Κόντευε πια να σουρουπώσει όταν ακούστηκαν παρακάτω οι κύπροι των γιδιών τους. Σε λίγο μπήκε στην καλύβα κι ο νοικοκύρης ο ίδιος, ανοιχτοπρόσωπος, γελούμενος άνθρωπος. Είχαμε να ιδωθούμε δέκα χρόνια και δε μ’ άφηνε με κανέναν τρόπο να φύγω. Άλλωστε εκείνοι που σκόπευα να μείνω το βράδι, στην αδερφή τής μητέρας μου, είταν φευγάτοι απ’ τα προχτές. Ξεστανεύουν όλοι τώρα για να μην τους παίρνει τα γάλατα η τράπεζα, κι ο ίδιος τα πρόβατά του τάστειλε απάνω. Έμεινε παραπίσω με τα γίδια, μα σε μια βδομάδα θάχει αδειάσει κι αυτός την καλύβα. Τότε θυμήθηκα να ρωτήσω για τα παιδιά του Μαντζούτσου. – Ά, έχουν τρεις μέρες που έφυγαν αυτοί. – Καλά και δε χαλάνε τις καλύβες όσοι φεύγουν;
πρωτεύουσα και προπαντός πολιτικά. Παραξενεύονταν πολύ με όσα ακούγαν για τις στερήσεις τών Αθηναίων, για την απίστευτη πείνα που τους είχε πλακώσει. – Καλά να πάθουν οι αφιλότιμοι! λέγαν με χαιρεκακία. Ώς τα τώρα έτρωγαν κι έπιναν και δε λογάριαζαν κανέναν στον κόσμο. Ή ζούσαμε ή πεθαίναμε, κανένας δεν έδινε πεντάρα για μάς. Ας ιδούν τώρα τί αξίζει κι η παλιοκαπότα, το καλαμπόκι που δεν το δίναν ούτε στα σκυλιά τους. Ζάχαρη τους φαίνεται τώρα, καλύ τερο από σεμιγδάλι. Επειδή δυο απ’ αυτούς θα φεύγαν το πρωί για το Χανόπουλο, συμφωνήσαμε να πάμε μαζί ώς εκεί. Εγώ δε βιαζόμουν να γυρίσω στο χωριό, ας αργούσα λοιπόν και μια μέρα περισσότερο, φτάνει να έβλεπα μέρη που δεν τα είχα δει ακόμα. Κινήσαμε λοιπόν απ’ τα καλύβια πριν ακόμα βγει ο ήλιος και αφήνοντας τη Μπρένιστα από το δεξί μας μέρος τραβήξαμε προς το Γρίμποβο, ένα ξεροχώρι με λιγοστή χλωρασιά εδώ κι εκεί. Κάπου κάπου φαινόταν και κανένα δέντρο, ήμερες αχλαδιές ή αγριογκορτσιές. Βρήκαμε και μια τετράγωνη στέρνα, που θα είταν κατώγι σπιτιού παρατημένου και που τα νερά πρασίνιζαν στο βάθος της. Το καλοκαίρι σχηματίζονταν εξάπαντος κουνούπια εδώ, αλλά ποιος να φροντίσει για το βούλωμα του έλους, που χρησιμεύει κιόλας για πότισμα των μουλαριών; Στενοί ανώμαλοι δρόμοι, όλο πέτρες και δίχως ομορφιά, οδηγούν στην άκρη τού μικρού ετούτου χωριού, που το περνά κανείς μες σε πέντε λεπτά χωρίς διάθεση να το γνωρίσει περισσότερο.
φανερώνει την παλιά εκείνη –πριν τριάντα χρόνια– αιματοχυσία. Χορτάρια κι ασφάκες σκεπάζουν τη ραχούλα και την αποκείθε πλαγιά που βλέπει κάτου προς τον κάμπο.
– Πού παν αυτοί οι άνθρωποι; ρωτώ για ένα καραβάνι, άντρες και γυναίκες, που έρχονται σκόρπιοι από πίσω μας, σε όλη τη λουρίδα του δρόμου, έχοντας και ζώα μαζί τους.
– Είναι χωριανοί, Γριμποβιώτες, και τραβούν για τον κάμπο, εκεί πέρα που πάμε κι εμείς, μου απαντούν τα παιδιά. Όλος ο κάμπος αντίκρυ μας είναι μοιρασμένος σε χωράφια που τα καλλιεργούν άνθρωποι των γύρω χωριών. Μερικά χλοΐζουν από τα σπαρτά, μα τα περισσότερα έχουν σπαρθεί καλαμπόκι που δεν ψήλωσε ακόμα. Κάθε μπάλωμα έχει και χρώμα δικό του, ανάλογα με το είδος και το χρόνο καλλιεργείας. Αυτός είναι ο τόπος, συλλογίζουμαι, που θρέφει την περιφέρεια Άρτας και Φιλιππιάδας. Εδώ είναι το χώμα το παχύ που χρειάζεται να το σβαρνίσουν και να το διβολίσουν, μια και δυο φορές, για να βγάλει από μέσα όλα του τα πλούτη. Εδώ χρησιμοποιούν τ’ αλέτρια τα μεταλλικά που τα τραβούν άλογα γερά ή μεγαλόσωμα βόιδια καμπίσια. Τρων οι άνθρωποι χορτάτα το ψωμί, μα το καλοκαίρι δε βρίσκουν ησυχία απ’ τα κουνούπια. Και μ’ όλη τους την καλοπόρεψη τα πρόσωπα των κατοίκων είναι κιτρινιάρικα, μαραζιασμένα. Οι βουνίσιοι πάλι χορταίνουν καθαρό αέρα, μα το μισό χρόνο τρέχουν δώθε κείθε για να κονομήσουν το καλαμπόκι που τους λείπει. Έτσι δόθηκαν τ’ αγαθά σ’ αυτόν τον κόσμο, μισά και μισά, να μην παραπονιέται
η φαγάνα, που χρησιμεύει για το στέγνωμα του εδάφους από τα λασπονέρια. Αριστερά μας μια γυναίκα δεματιάζει κομμένες ασφάκες και τις απολάει κάτου στην πλαγιά. Είναι μια ευκολία στον τρόπο τής μεταφοράς και όσο για τη χρήση προορίζονται για τη φωτιά. Δεν υπάρχουν εδώ καλύτερα ξύλα. – Έλα τώρα να ιδείς και μια χράσπα, με καλούν λίγο παράμερα απ’ το δρόμο οι συνοδοί μου. Εδώ μέσα βρήκαν τον πατέρα τών Ρεντζαίων37 σκοτωμένο και σηκώθηκαν αυτοί κατόπι κλέφτες. Είναι ένα στόμιο στενό, μισοσκεπασμένο απ’ τα κλαριά, που προχωρεί σα χωνί μες στα βάθη τής γης, δεν ξέρω πόσα μέτρα. Μονάχα κάπου εδώ προς την κορφή μπορεί να σκαλώσει κανείς, από κει και κάτω δε βρίσκει κανένα εμπόδιο στο κύλημά του. Τα παιδιά μού διηγούνται σ’ όλον τον υπόλοιπο δρόμο γι’ αυτή τη ληστρική εποποιία που εκεί, σε μια κάθετη αυλάκωση της γης, έχει το αιματηρό προοίμιό της. Κι έτσι ένα κοινό τοπωνύμιο γίνεται ύστερα θρύλος. O Το Χανόπουλο είταν άλλοτε χειμαδιό και τώρα είναι χωριό∙ δηλαδή τα περισσότερα καλύβια του μετατράπηκαν σε σπίτια. Μα κι οι καλύβες που έμειναν άλλαξαν σχήμα, έγιναν τετράγωνες. Οι κάτοικοι προέρχονται όλοι από τη Φανερωμένη, βουνοχώρι τής περιοχής Ξεροβουνιού, και ξεχειμωνιάζουν με τα πρόβατά
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ (που μονάχα ο δημόσιος δρόμος τούς χωρίζει απ’ αυτόν) κι έτσι λογαριάζονται από δυο μεριές νοικοκυραίοι. Τώρα που καλοκαιριάζει ανεβάζουν τα πρόβατα στο πρώτο τους χωριό. Αφήνουν όμως κι ανθρώπους για την καλλιέργεια της γης, για το μάζωμα ύστερα του καρπού. Αυτοί μόλο που γεννηθήκαν στο βουνό, έχουν συνηθίσει πια τον κάμπο. Η ανάγκη τούς έκαμε να προσαρμοστούν με τον τόπο, μα όχι και να αφομοιωθούν με τους άλλους του κατοίκους. Για να εξασφαλίσουν το καλαμπόκι τής χρονιάς τους θυσίασαν ένα μέρος της ελευθερίας των, στερή θηκαν τη δροσιά τού βουνού. Φαίνονται όμως από μακριά πως δεν είναι καμπίσιοι, δε μοιάζουν ούτε στο ντύσιμο ούτε σε τίποτε μ’ αυτούς. Δεν είχα σκοπό να σταματήσω καθόλου εκεί πέρα, γιατ’ είταν ακόμα πρωί κι οι άνθρωποι έφευγαν για τις δουλιές τους. Αλλά βρίσκονταν εκεί κάτι συγγενείς από τον πατρικό μου παπούλη, άκουγα από χρόνια τ’ όνομά τους κι ήθελα να τους γνωρίσω. Είταν οι ονομαστοί Γκιολντασαίοι, που κανένας δεν περνούσε απ’ τα κονάκια τους χωρίς να φάει ψωμί. Το επώνυμό τους είταν συνώνυμο της φιλοξενίας38, 38α .
38. Η απόφαση του ποιητή να επισκεφθεί τους συγγενείς του πηγάζει από την εσωτερική ανάγκη να τους γνωρίσει. Οι άνθρωποι αυτοί φημίζονταν για τη φιλοξενία («το επώνυμό τους ήταν συνώνυμο της φιλοξενίας»). Με τον τρόπο αυτό αναδεικνύεται η σημασία των κοινωνικών συγγενικών σχέσεων στο πλαί σιο της κοινοτικής ζωής. Πρόκειται για μια κατηγορία κοινωνικού κεφαλαίου με ευδιάκριτα χαρακτηριστικά που συγκροτούν το κοινοτικό αξιακό σύστη μα (αμοιβαιότητα,εμπιστοσύνη,
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ
Πέρασα απ’ το σπίτι του ενός απ’ αυτούς, που ο αφέντης τού τό που, ο μπέης, τον άφησε έμπιστό του στο κοτσέκι38β. Συγκεντρώ νει εκεί το καλαμπόκι του τσιφλικά και γενικά διαχειρίζεται την εκεί περιουσία του. Είταν έτοιμος ν’ αναχωρήσει και δε θέλησα να τον κρατήσω περισσότερο. – Πάμε να ιδείς τη γριά που δεν την ξέρεις, μου είπε στο τέλος. Τραβήξαμε σ’ ένα γειτονικό σπίτι, όπου έμενε ο αδερφός του κι η μητέρα τους μαζί. Στο κατώφλι μάς περίμενε μια ψηλή γε ρόντισσα, μαυροφορεμένη, όχι και τόσο παχουλή, ώς εβδομήντα χρονών. Φορούσε γιαλιά. – Σου φέρνω έναν ξένο, με παρουσίασε ο γιος της, π’ ούτε θα τον είδες ποτέ ούτε και τον βάνει το μυαλό σου. – Έτσι φαντάζεσαι, του αποκρίθηκε. Μα εγώ τον είδα μια φορά, όταν θα είταν πεντέξη χρονώ, και τον γνωρίζω ποιος είναι. – Μπα, δεν το πιστεύω, χαμογέλασε ο μεσόκοπος συνοδός μου. Τότε η γριά με καλωσόρισε στ’ όνομά μου το μικρό και άρχισε να με ρωτάει για τους δικούς μου. Μείναμε απορημένοι κι οι δυο. Από πού είχε μαντέψει την ταυτότητά μου; Δεν προειδοποίησα κανέναν πως θα περάσω από κει μήτε και στο σπίτι τού γιου της βρισκόταν κανένας άλλος να της τοπικής κοινότητας (civic identity) και την ανάπτυξη σχέσεων αποδοτικότη τας και εμπιστοσύνης ανάμεσα στα μέλη (Putman et al., 1993). Ωστόσο, όπως προκύπτει από σχετικές έρευνες, ο κοινοτικός βίος (το κοινωνικό κεφάλαιο) δεν έχει μόνο θετική επίδραση. Παράλληλα με την κοινωνική ευημερία μπορεί να προκαλέσει φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού και αναπαραγωγής κοινω νικών ανισοτήτων. Βλ. σχετικά: Ανδρέας Τσώνης, Παύλος Σαράφης, Κοινω νικό κεφάλαιο: μια απόπειρα εννοιολογικής οριοθέτησης του όρου, https: www. researchgate.net/publication/306358699.
38α. Γιολδάσης < τούρκ. yoldaș, σύντροφος, φίλος, συνάδελφος, συναγωνι στής (Τζέμος, Tuncay-Καρατζάς).
δώσει χαμπέρι. Ά, μυστήρια του κόσμου, μικρά και μεγάλα, που κανένας δε θα σας ξεδιαλύνει ποτέ!
Μήτε κι η ίδια μπορούσε να εξηγήσει καθαρά την ανακάλυψή της.
– Μόλις σας είδα να περνάτε το κλείσμα, λέω μέσα μου: αυτός ο μουσαφίρης έρχεται για μένα κι είναι το παιδί του Κωσταντάκη που έλειπε ώς τα πέρσι στην Αθήνα.
Ήξερε πού βρισκόμουν, με παρακολουθούσε από μακριά, χωρίς εγώ να υποψιάζουμαι την ύπαρξή της. Ελκυσμένος από την κουβέντα της, θέλησα να κάτσω λίγη ώρα στο πεζούλι, μα δεν έφυγα παρά αργά το απόγεμα από κει. Τόσο πολύ με τράβηξε η συνομιλία και το θέλγητρο αυτής της άγνω στης γυναίκας, που με περιποιήθηκε εννοείται με το παραπάνω. Πού έμαθε να μιλάει με τέτιον τρόπο αυτή η βλάχα τού παλιού καιρού, που κατοικία της είταν τα βουνά και δουλιά της το κοπάδι; Μιλούσε παραστατικά, με πλούσιο λεχτικό, με ζωντανές εικόνες, ψυχογραφούσε ανθρώπους, ανάλυε χαρακτήρες, έθιγε το καθετί, αστειευόταν, επέκρινε, γελούσε. Μπορούσες να συζητήσεις μαζί της για ότι σου περνούσε απ’ το κεφάλι, βέβαιος πως θα σε κατανοούσε όσο ένας πολιτισμένος συνομήλικός σου. Μυαλό ανοιχτό, χωρίς προλήψεις, με κριτήριο γερό, τοποθετούσε τον καθέναν και το καθετί στην ανάλογη θέση του με αμείλιχτη δικαιοσύνη, που τη χρωμάτιζε ωστόσο η επιείκεια του φύλου της. Την άκουγα ώρες και ώρες μαγεμένος, αυτή τη θαυμάσια κυρά Λένη, που ερχόταν να μου αποκαλύψει με το φυσικώτερο τρόπο μια καλλιέργεια ψυχική, έναν κανόνα ήθους, ένα υπόδειγμα λόγου αφάνταστα για την καταγωγή της και για το μέρος εκείνο. – Ά, γριά μάγισσα, της φωνάζω
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ
– Μα δε θα ξαναϊδωθούμε, της λέω, θα χαθούμε απ’ αυτή τη ζωή έχοντας μιλήσει μισή ώρα μονάχα; – Όχι! απαντά με κάποια πίκρα κι αυτή. Το χινόπωρο φεύγο ντας απ’ τη Φανερωμένη θα περάσω από το σπίτι σου και θα κου βεντιάσουμε ακόμα μια βραδιά. Κάτσε τώρα αυτού, εγώ θα πάω μέσα να ζυμώσω, γιατί ο άνθρωπος δε χορταίνει μόνο με λόγια. Εκεί που καθόμουν στο πεζούλι, βλέπω να περνάει αντίκρυ ένας χωριανός μου φορτωμένος ένα σακούλι με μικροπραμάτιες39. Εί ναι από τους εμπορευόμενους του ποδαριού, που δημιούργησαν οι περιστάσεις. Πουλάνε κλωστές, σπάγγους, μαντήλια, βαφές και μαζώνουν αβγά, τομάρια, καλαμπόκι, ότι βρουν. Του γνέφω να ζυγώσει κι εκείνος πλησιάζει διασταχτικά, επει δή δε με γνώρισε στην αρχή. – Τί θέλεις εδώ; με ρωτάει απιθώνοντας τις πραμάτιες στο πεζούλι. Η νοικοκυρά είναι μέσα, δε μας ακούει. Έμπνευση της στιγμής μού υπαγορεύει ένα αθώο παιγνίδι. Ας γελάσουμε και λίγο, εδώ που βρισκόμαστε.
– Δεν ξέρεις; Παντρεύτηκα. Ήρθα σώγαμπρος.
– Πάψε! Αλήθεια λες; Και σε ποιό σπίτι; – Σε τούτο εδώ. Αλλά είμαι νεοφερμένος. Σιγώτερα μίλα.
– Μπα, και πώς δεν το έμαθα γω; – Θα το μάθεις άμα γυρίσεις.
Ο γυρολόγος με κοιτούσε στα μάτια και χαμογελούσε δύσπι στος ακόμα. – Τί νά κανα απάνω στο χωριό, του λέω. Εκεί κοντεύουμε να πεθάνουμε απ’ την πείνα. Εδώ έχει ψωμί, κοίταξε πέρα... Και του δείχνω τον κάμπο, σα νάταν προικιό μου. – Πεθερά σου* είν’ αυτή; μου ψιθυρίζει για τη νοικοκυρά που
έρχεται τώρα προς εμάς. – Ναι, προφταίνω να του πω. Εκείνη με σοβαρό ύφος, όπως ταιριάζει στη θέση της, παίρνει στο χέρι μια κουβαρίστρα, ρωτάει για την τιμή, παζαρεύει. – Έ, πώς τα πάτε μ’ αυτό το παιδί; αποφασίζει ο πραματευτής να εξετάσει. –Πώς να τα πάμε! Δεν τον ξέρουμε ακόμα, τώρα ήρθε. – Τί λες, θα κάμει σ’ αυτόν τον τόπο; επιμένει εκείνος. – Πρέπει να κάτσει δυο τρία χρόνια και τότε θα ιδούμε την προκοπή του, απαντά εκείνη σα δασκαλεμένη.
Ο χωριανός μου σηκώνεται να φύγει. Αλλά πρωτύτερα κάτι θέλει να της πει. Μπαίνουν μέσα για λίγες στιγμές κι ύστερα τραβά πέρα, με το σακούλι στον ώμο.
– Τί σ’ ήθελε; ρωτώ. – Μου γύρεψε ένα κομμάτι ψωμί. Ά, ντρεπόταν από μένα και το πήρε κρυφά. Θα είχε βέβαια δικό του, μα γιατί να μη ζητήσει και λίγο; Το απλωμένο στην αυλή καλαμπόκι μαρτυρούσε ευπορία του σπιτιού. Έπειτα αισθανόταν πως είχε και κάποιο δικαίωμα ο άνθρωπος ύστερ’ απ’
– Ά, είσαι κι εσύ ένας κατεργάρης! με απειλεί στ’ αστεία. Φύγε γρήγορα από δω, γιατί δεν ξέρω τι φωτιά μπορείς να μας ανάψεις. – Δε μένω ούτε στιγμή, κακιά πεθερά, γιατί κοντά σου δεν αισθάνομαι σίγουρο τον εαυτό μου.
Έτσι, με τα ψέματα, ετοιμάζομαι να φύγω. Την αποχαιρετώ τη στιγμή που ο γιος της, γυρνώντας απ’ το σπάρσιμο, ξεφορτώνει στην αυλή τα σύνεργά του από δυο εύρωστους γαϊδάρους. – Τί, δε θα κάτσουμε το βράδι; μου παραπονιέται. Ά, όχι, πόσο να μείνω ακόμα; Φοβάμαι στ’ αλήθεια τώρα. Κο ντά σ’ αυτούς τους ανθρώπους θα μπορούσε να περάσει κανείς ολόκληρη ζωή, σκλάβος τους παντοτινός.
Ξεκινώ με την ψυχή αλαφρωμένη και τραβώ ίσια, ίσια προς τ’ απάνω. Αριστερά μου απλώνεται ο βάλτος, δεξιά υψώνεται μια λοφοσειρά χωρίς χαράδρες, με κάτι αριές βελανιδιές εδώ κι εκεί. Περνώ από τα βρωμονέρια, που αναβλύζουν παχύρευστα κατά μήκος του δρόμου, και φτάνω σ’ ένα σταυροδρόμι. Εδώ χρειάζεται προσοχή∙ μπορεί να βρεθεί κανείς άθελά του στη Φιλιππιάδα και δεν ξέρω τί χειρότερο θα μπορούσε να μου ευχηθεί ένας εχθρός μου. Προχωρώ μοναχός μου, απαντώ κάτι δέντρα μεγάλα, βρίσκουμαι στην άκρη τού χωριού, που το κλείνουν ακόμα πέτρινοι όγκοι. Τα σπαρτά κοντεύουν κι εδώ να ξεραθούν, τ’ αφάνισε η αναβροχιά. Φτάνω στα πρώτα σπίτια την ώρα που σουρούπωνε. Για να βρω εκείνον που ζητούσα, περνώ απ’ το μαγαζί. Αλλά εκεί πέφτω σ’ ενέδρα. Πίνουν ρακί κι εγώ, για να ξεφύγω, δείχνω του μαγαζάτορα μια μπουκάλα με μαύρο υγρό. Κρασί είναι, με πληροφορεί. Σε
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ40
Πού βρέθηκαν τα ρόδα, πού βρέθηκε η Ιωάννα, πώς μ’ έφερε κι εμέναν’ ο δρόμος από κει; Νάειταν Σαβάτο βράδι, να σήμαινε καμπάνα, για μην αλλούθε ερχόταν εκείνη η μουσική;
Πνοή δροσάτη βγήκε να με ξεπροβοδίσει, κακόκεφον διαβάτη, στην άκρη απ’ το χωριό. Με τη δική σου εικόνα θα περπατώ ώς τη δύση, μακριά απ’ την άθλια τάξη κι απ’ το νοικοκυριό. Τις άχαρες ασφάκες έχει στολή του ο δρόμος, χωριατοπούλες βγάζουν για βόσκημα τα ζα, κι εσύ προβάλλεις ίδια – με τί πανάχραντο όμως; ώ ανθέ των λογισμών μου και φέγγος στα πεζά. O Τα περισσότερα χωριά θα τα δούμε –αυτό γινόταν πάντα– με την ευκαιρία των πανηγυριών. Η Φανερωμένη δεν απέχει ούτε δυο ώρες από μας, αλλά επειδή βρίσκεται ψηλότερα από τ’ άλλα χωριά, στο νοτιώτερο άκρο του Ξεροβουνιού, δεν έτυχε να την έχω δει ώς τα σήμερα, ούτε από κοντά ούτε από μακριά, μια που εξαιτίας του ύψους της δε φαίνεται. Ξεκινήσαμε για κει την ημέρα του Αγίου Πνεύματος, 25 Μαΐου, γιατί τότε γιορτάζουν οι Φανερωμιώτες. Εγώ είχα συντροφιά τη μάνα μου, αλλά στο δρόμο βρήκαμε κι άλλους από τα γύρω χωριά, έτσι που φτάσαμε απάνω μπουλούκι, απάνω από δέκα. Περάσαμε 40. Το ποίημα αυτό περιλήφθηκε στα Άπαντα, Γ΄, (επιμέλεια Λέανδρου Βρανούση), 1959, σ.286. Κ.Γ.Κ.
από μονοπάτια και κακοτοπιές που έναν ασυνήθιστο διαβάτη θα τον ανάγκαζαν να γυρίσει πίσω από την αρχή. Αλλά όλοι εμείς είμασταν μαθημένοι από τον τόπο και το ανέβασμα εκείνο μες απ’ τις ρεματιές και τους γκρεμούς είταν, μπορεί να πει κανείς, μια ευχαρίστηση για μας. Το καλό είταν που δεν έρχεται απότομη η ανηφοριά, μόνο προχωρεί με βαθμιαίες στροφές, πέρ’ απάνω, καθώς λεν. Η Φανερωμένη δε φαίνεται αμέσως μόλις φτάσει κανείς στην κορφή τού βουνού. Πρέπει να κατεβούμε λιγάκι, να τραβήξουμε αριστερά και τότε θα φανεί το χωριό. Βρίσκεται σ’ ένα μικρό στε νόμακρο λεκανοπέδιο, που κλείνεται ολούθε από λόφους∙ δεσπό ζουν όμως προπάντων ο απ’ το μέρος της ανατολής κι ο δυτικός. Μόνο στην άλλη άκρη του χωριού υπάρχει μια διέξοδο, κι αυτή δεν είναι παρά ο δρόμος που κατεβάζει στη Νισίστα, πάλι μες από βουνά. Το χωριό είναι, όπως τα πιο πολλά της περιφέρειας, αριοκατοικημένο και κάθε σπίτι έχει ολόγυρα τη δική του περιοχή, που την αποκαλούν χωράφια ή κλείσματα. Είναι όλα χτισμένα με άσπρη πέτρα και οι πλάκες τής σκεπής των είναι άσπρες κι αυτές. Δεν έχουν παρά μια κάμαρη για όλες τις ανάγκες τής οικογενείας, οι πόρτες και τα παράθυρα έγιναν κι αυτά με οικονομία. Ένα μικρό ίσιωμα, καθαρισμένο κάπως, αυτό χρησιμεύει γι’ αυλή. Μια αγριογκορτσιά ή κανένα γέρικο πουρνάρι τούς δίνει το καλοκαίρι τον ίσκιο του. Απ’ τα κλαδιά του βλέπει κανείς κρεμασμένα ζυγάλετρα ή άλλα χρειαζούμενα του σπιτιού. Στη ρίζα έχουν δεμένη καμιά
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
μέρος είναι πολύ ζερβό, το κριθάρι και τη φακή τα σπέρνουν αργά, το Φλεβάρη: πρωτύτερα θα τα πάγωνε το χιόνι. Μόνο μια φορά τα περνούν με το ζευγάρι, τις άκρες τις αφήνουν ατσάπιστες. Δεν έχουν και τόση ανάγκη όμως, επειδή όλοι τους σχεδόν διαθέτουν γεωργικούς κλήρους κάτου στο Χανόπουλο, εκεί που ο τόπος εί ναι αληθινά εύφορος. Εδώ ανεβαίνουν μονάχα για ξεκαλοκαιριό. Και τα σπίτια τους δε χτίστηκαν παρά τα τελευταία χρόνια, πριν εζούσαν σε καλύβες. Σήμερα μονάχα πεντέξη σώζονται απ’ αυτές. Η εκκλησιά βρίσκεται στο κέντρο τού χωριού, δίπλα από μια μικρή ρεματιά που περνάει από τη μιαν άκρη σχεδόν ώς την άλλη. Νερό βγάζουν από πηγάδια, έχουν όμως και βρύσες. Τα πηγάδια τους είναι μεγάλα, πρώτη φορά στη ζωή μου είδα τέτια στόμια πλατιά. Αν δεν ανάβλυζε το νερό από μέσα κι αν δεν είτανε βαθιά, θα μοιάζανε με στέρνες. Στη λάκκα έξω απ’ την εκκλησιά έχει συγκεντρωθεί πολύς κόσμος. Ανέβηκαν προπάντων απ’ τα δικά μας χωριά, που η πείνα τούς έχει περονιάσει περισσότερο και μπορούν να περπατήσουν ολόκληρα χιλιόμετρα, φτάνει να βρούνε κάπου φαΐ. Από τους Φανερωμιώτες δε θάχουν ανέβει απάνω ακόμα ούτε δεκαπέντε –οι άλλοι μείνανε στο βάλτο για την καλλιέργεια–, μα δε χρειάζουνται περισσότεροι για να γενεί το πανηγύρι. Αυτοί θα πάρουν μουσαφιραίους όλους τούς ξενοχωρίτες. Ο ένας είναι κουμπάρος, ο άλλος δούλεψε στο σπίτι τους, με τον τρίτο έχουν απλή γνωριμιά. – Στη Φανερωμένη
Από τους πανηγυριώτες που συγκεντρωθήκαν άλλοι χορεύουν, άλλοι κάθονται και κάνουν γούστο ή κουβεντιάζουν κάτου από τα δέντρα για υποθέσεις τους. Οι περισσότεροι έχουν και δουλιές που ήρθαν εδώ, ήρθαν ν’ αλλάξουν είδη και να κοιτάξουν για εργα σίες. Κουβέντες έχουν όλοι πολλές, αλλά πιοτά δε ζητιούνται και τόσο. Πού να τα βγάλει κανείς πέρα κερνώντας με τόση ακρίβεια! Χορεύει προπαντός η νεολαία, και όχι μόνο χορούς από τους παλαιικούς. Οι οργανοπαίχτες έμαθαν να παίζουν και νεώτερους σκοπούς, τραγούδια των πολιτειών. Οι βαριές μελωδίες, που ακούγονταν άλλοτε αποκλειστικά σ’ αυτά τα μέρη, έχουν ανα κατευτεί τώρα με μια μουσική πιο παιγνιδιάρα, κάποτε ελαφρή, όπως των νησιών. Η μονοτονία τού τοπίου, που επιδρούσε σ’ όλες τις εκδηλώσεις τών ανθρώπων, δεν ασκεί πια την πρώτη της επιροή. Νέος αέρας φύσηξε κι εδώ, τον έφερε η επικοινωνία με τους άλλους, τα συχνά ταξίδια, ο πολιτισμός. Το βλέπει κανείς αυτό διάχυτο παντού, στο ντύσιμο, στα φερσίματα, στον τρόπο τής ομιλίας. Ακόμα κι οι τσοπαναραίοι άφησαν τα παλιά τους άσπρα τσακτσίρια, τις κάπες και τα σταυρωτά, τα σελάχια και τις σκούφιες. Φοριούνται πιο σκέτα, σε λίγο θάχουν αφομοιωθεί ολότελα με τους πολλούς. Για την ώρα βλέπει κανείς ένα κράμα εικόνων, ένα μωσαϊκό που αρχίζει απ’ τη γκλίτσα για να καταλήξει στη γραβάτα. Η ίδια ποικιλία επικρατεί και στα επαγγέλματα των ανθρώπων. Σ’ αυτό το πανηγύρι βρίσκει κανείς πρώην ληστές (δε λέω τίποτε για ληστοτρόφους, τέτιοι είταν όλοι σχεδόν οι χωριανοί), απαντούμε όμως κι επιστήμονες, έναν νεαρό γιατρό41 από τα μέρη μας.
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
Ας πάμε όμως καλύτερα να ιδούμε τις βλάχισσες, τις γυναίκες τού χωριού42, πώς τις διαβάζουν οι παπάδες μες στην εκκλησιά. Πλέοντας μες στα γαλάζια τους φουστάνια, με τους σάκους των κάτω από τη μέση, κουμπωμένες ώς το λαιμό και μαυρομαντη
42. Ιδιαίτερο γνώρισμα του οδοιπορικού τού Γ. Κοτζιούλα είναι η εικονοποιία, η τέχνη τού να συγκροτούνται ποιητικές εικόνες που διεγείρουν συναισθήμα τα, ανακινούν συγκινήσεις και ανοίγουν δρόμους στη διάνοια. Αναπαριστάται η πραγματικότητα με εικόνες που στηρίζονται στα εμπειρικά δεδομένα, τα οποία όμως επεξεργάζεται η συνείδηση. Ως κλασικός παντογνώστης αφηγητής («ετε ροδιηγητικός») ο ποιητής, με τις κατάλληλες λεκτικές επιλογές (κυρίως ουσι αστικά και ρήματα), διασώζει μια θρησκευτική τελετουργία στη Φανερωμένη. Η εικόνα των γυναικών και των «ασπρογένηδων» ιερέων, η σμιλεμένη αιώνες από τη βαθιά θρησκευτική πίστη, είναι ρεαλιστική και υποβλητική περιγραφή τής μυσταγωγίας suo in situ (= στον δικό της χώρο, δηλ. στον ιερό ναό). Τα «ακατάληπτα λόγια», εντούτοις, ανήκουν στη σφαίρα της εξωλογικής, της ανορ θόλογης, της μεταφυσικής πραγματικότητας. Πρόκειται για μια διαδικασία οικείωσης μιας μυστηριακής αντικειμενικότητας σε μια διαφορετική εποχή. Ο συγγραφέας, φορέας της παραδοσιακής μιμητικής θεωρίας, συνεχιστής τού Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, αναπαριστά το «ήθος» (τον χαρακτήρα) των προ σώπων –των γυναικών πρωτευόντως και των παπάδων δευτερευόντως– στην εκκλησία. Οι ήρωες (και οι ηρωίδες) δεν πράττουν για να μιμηθούν τα ήθη, αλλά τα ήθη περιλαμβάνονται στη μίμηση για χάρη των πράξεων. Η επιλογή αυτή στην κατασκευή τής εικόνας έρχεται σε αντιδιαστολή προς τις φορμαλι στικές-δομιστικές θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες οι χαρακτήρες είναι υποταγ μένοι στη δομή-πλοκή τών λογοτεχνικών έργων και δεν αποτελούν «αληθινά πρόσωπα». Εκτιμούμε ότι πρόκειται για συνειδητή επιλογή. Η εικόνα αυτή απαρτίζεται από δύο μέρη (λειτουργική θέση): από την αναπαραστατική λει τουργία και από το σχόλιο του αφηγητή. Με τον τρόπο
λούσες, με τα σεμνά τους πρόσωπα χαμηλωμένα, στέκουν ανά μεσα σε τέσσερους πέντε ασπρογένηδες με τριμμένα πετραχήλια κι ακούν ακατάληπτα λόγια, μαγικά, που εκείνοι τα βγάζουν από παλιά βιβλία με μαύρα και κόκινα γράμματα, γεμάτα σταξίματα κεριών. Μουρμουρίζουν όλοι μαζί και γίνεται μια χάβρα. Η βλάχα στο μεταξύ δε σηκώνει καθόλου τα μάτια. Στο τέλος ένας απ’ τους ιερωμένους βουτάει το κερί του μες στο καντήλι τής διπλανής ει κόνας και σταυρώνει με το λάδι το πρόσωπο της θεοφοβούμενης γυναίκας: το μέτωπο, το σαγόνι, τα δυο μάγουλά της. Έπειτα της αλείφει και το χέρι, από την απαλάμη και την απέξω μεριά. Μερικές από τις χλωμές αυτές γυναίκες βαστούν στην αγκαλιά τους φασκιωμένα μωρά. Τα φέραν για διάβασμα, να τους περά σει το μάτι ή άλλη αρώστια. Εκείνα βάνουν τις φωνές, σκούζουν, τσιρίζουν, καθώς οι παπάδες τ’ αγγίζουν με το λαδωμένο κερί, μα εκείνοι συνεχίζουν με απάθεια το έργο τους, ιατροί ψυχών και σωμάτων, μάγοι με δικές τους σολομωνικές, που ξορκίζουν με το Πνεύμα το Άγιον άλλα πνεύματα κακοποιά. Παρακολουθώ σιωπηλός απ’ το στασίδι μου την αλλόκοτη εκείνη τελετή που με όλο το θρησκευτικό της χαρακτήρα δεν παύει να μου θυμίζει επικλήσεις και θεραπείες όπου ανακατεύονται οι δαιμόνοι. Κοιτάζω γύρω τις παλιές τοιχογραφίες με τους φωτοστέφανους των αμέτρητων αγίων και μου φαίνονται όλα καμωμένα για τον ίδιο σκοπό: να καλλιεργήσουν μες στην ψυχή τών απλοϊκών την έννοια και το δέος τών υπερφυσικών φαινομένων. Τί γυρεύω, λέω, εγώ εδώ μέσα; Είμαι ένας άπιστος, ένας βέβηλος. Και τραβώ ίσια προς το μέρος του χωριού, εκεί που λαλεί το κλαρίνο
χωριάτες, δεν εννοούν ν’ ανοίξουν το στόμα τους παρά μόνο για το τυπικό καλωσόρισμα. Κάθουμαι σε μια πέτρα τής αυλής και κοιτάζω με τρόπο τις ασχολίες τους. Μια έφερε τα σκουπίδια ώς την άκρη τής πόρτας με τη σκούπα κι εκεί, μην έχοντας τενεκέ ή τίποτ’ άλλο, τα παίρνει αφελέστατα στη χούφτα της και τα πετάει όξω. Μήπως πρόκειται να πλύνει αργότερα τα χέρια της; Ά, μπα. Έτσι θα τσακίσει το ψωμί, έτσι θα μας απιθώσει το φαΐ. Αφού δε μαζεύτηκαν ακόμα οι νοικοκυραίοι και δε μας εμποδίζει κανένας, ας πάμε στον άλλον ξάδερφο, λίγο παραπάνω. Εκεί μπο ρεί να έχουν σκουπίσει από νωρίς, να μη βλέπει τουλάχιστο κανείς. Εδώ η νοικοκυρά μιλάει ελεύθερα και ξέρει να περιποιηθεί τους καλεσμένους. Μας έστρωσε καταγής και καθίσαμε γύρω γύρω δι πλοπόδι. Πλούσιο είναι το τραπέζι κι η μπουκάλα πηγαινόρχεται απ’ τον έναν στον άλλον. Θα είμαστε καμιά δεκαπενταριά μουσαφιραίοι. Μα κάθε τόσο παρουσιάζονται κι άλλοι, ακάλεστοι. Αυτοί έρχονται έτσι, με το θάρρος. Έτσι τόχουν εδώ στα βουνά.
– Καλημέρα, χρόνια πολλά. – Καλώς ορίσεταν. Κατσήτε. Οι καθισμένοι μαζεύονται ακόμα μια φορά, νέα καπάκια με κρέας απιθώνονται μπρος στους νεοφερμένους. Αυτή η δουλιά κρατάει μια ώρα τώρα. Μα πώς θα τα βγάλει πέρα ο νοικοκύρης με τόσους νοματαίους; Έννια σας κι έχει κάμει αυτός το κουμάντο του. Έσφαξε ζώο, έφκιασε πήτες, έπηξε γιαούρτι. Ακόμα και χλωρά φασόλια έφερε από την Άρτα. Μια φορά γίνεται το πανηγύρι τής Φανερωμένης. Δεν έχει σκοπό να ντροπιαστεί μπροστά σους ξένους. Ας έρθουν όσοι θέλουν, μακάρι κι είκοσι, μακάρι και τριάντα. – Ένα μονάχα ήθελα να ιδώ, λέει με την τραχιά του φωνή, και τώρα που το είδα θα κλείσω τα μάτια μου φχαριστημένος. Δοξά στηκε μια φορά και τ’ αλέτρι, πήραμαν όνομα κι εμείς οι βλάχοι. Ώς τα τώρα δεν ήθελαν να ζυγώσουμε κοντά τους, βρωμάγαμε
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ
διατήρησης αφενός και της συγκρότησης αφετέρου της κοινωνικής (εθνοτικής) συνείδησης και ταυ τότητας. Εκφράζει την ανάγκη της κοινότητας να εξωτερικεύσει τη φιλόξενη διάθεση-στοιχείο που
ντρωνόταν. Εξαιτίας των περιστάσεων, η διασκέδαση είχε περι οριστεί σε μισή μέρα. Βρήκα αμέσως παρέα για το χωριό και θάφευγα μαζί τους. Αλλά πριν θ’ αργούσα πέντε με δέκα λεπτά στην εκκλησιά. Η πόρτα είταν κλεισμένη, μα ο συνοδός μου –παλιός αντάρτης–έσπρωξε με το δείχτη του το μάνταλο κι άνοιξε μεμιάς. Σε λίγο μπαίνει μέσα ένας βλάχος κι αφού μας κοίταξε με περι έργεια, που συλλαβίζαμε κατά τη δυτική πλευρά τού ναού, ξανα βγήκε αμίλητος. Δεν άργησε να ξανάρθει, αλλά μαζί με τον παπά τού χωριού, έναν γηραλέο που φαινόταν κάτου από τ’ ανοιχτό μάλλινο ράσο το μακρύ πουκάμισό του. – Με τί μπήκεταν μέσα; μας ρώτησε αυστηρά. Εγώ είχα κλει δώσει. Φαίνεται πως δε θάχε πιάσει το κλειδί, αυτή την εξήγηση του δώσαμε. – Και τώρα τί κάνετε αυτού; Τί γράφει το παιδί; Του εξήγησα πως ήθελα να ξεσηκώσω την κτιτορική επιγραφή, δε θα ξανάρχομουν εδώ και ίσως να μου χρειαζόταν∙ γι’ αυτό μπήκα αρώτητα στην εκκλησιά. Ο παπά Γιωργάνος ακούει με προσοχή. Τώρα βεβαιώθηκε πως δεν τρυπώσαμε στον οίκο τού Θεού, στο μέρος το δικό του, με ιερόσυλους σκοπούς. Πάντως είταν απρέπεια να μπούμε χωρίς την άδεια του αρμόδιου και το καταλαβαίνει αυτό, μόλο που ζει μέσα σε αγράμματους ανθρώπους, μισοαγράμματος κι ο ίδιος. – Καλό βράδι, παπούλη! τον αποχαιρετώ φιλώντας του κιόλας
χτώσει. Περνούμε δίπλα απ’ τα οργωμένα χωράφια, σχολιάζουμε τα σπαρτά που βρίσκουμε μπροστά μας. Ένα άρωμα λεπτό μάς έρχεται από γύρω, άρωμα που δεν το περίμενε κανείς σ’ αυτά τ’ αγριοτόπια. – Τ’ είναι τούτα τ’ ανθισμένα κλαριά; ρωτώ περίεργος τους συνοδούς μου. – Μουρζιές! Μουρζιές τόσο μεγάλες; Αδύνατο! Και όμως τ’ αγκαθωτά εκεί να θάμνα που μεταχειριζόμαστε στα χωριά μας για φράξιμο κή πων ή δέντρων, εδώ γίνονται ψηλά σαν τις κορομηλιές. Και τώρα είναι η εποχή που ανθίζουν, βγάζουν άσπρα λουλούδια. Όλο το χωριό είναι γεμάτο απ’ αυτές κι απ’ άγριες απιδιές, που είναι αληθινά κρίμα γιατί να μην τις κεντρώνουν. – Γιατί όμως αυτές οι μικρότερες μουρζιές έχουν αγκάθια κι οι άλλες οι μεγάλες δεν έχουν; – Δεν καταλαβαίνεις; μου απαντά γελώντας ο παλιός οπλαρχηγός. Όσο γεράζουν τα δέντρα, ημερεύουν κι αυτά σαν τον άνθρωπο, χάνουν την πρώτη τους αψιάδα. Να, γιατί μου πέφτουν εμένα τα δόντια; Θα περνούσαμε καλά μαζί του, αν ερχόταν μαζί μας ώς το τέλος. Αλλά τον κρατήσαν οι Βετσαίοι, στα έβγα τού χωριού, να συμφωνήσουν ίσως για τίποτε μανάρια, μια που κάνει το ζωέμπορα σ’ αυτές τις περιστάσεις. Τραβούμε μοναχοί μας το δρόμο, αλλά –Θεέ μου!– τί γιδόστρατες είναι αυτές που έχουμε να διαβούμε στο μεταξύ; Τρέμουμε κάθε τόσο μη βρεθούμε κάτου στα λαγκάδια και κάθε τόσο απλώνουμε το χέρι πασπατεύοντας
ξαναφέρνει στο σώμα τις χαμένες του δυνάμεις, όταν τουλάχιστο είναι νέος κανείς. Το άλλο πρωί μού φωνάζουν από το δημόσιο δρόμο να πάμε σ’ άλλο πανηγύρι44. Γιορτάζουν στις Σουμές45, όπου υπάρχει εκκλη
44. Το ως άνω πανηγύρι (μσν. πανηγύρι, ελνστ. πανηγύριον, υπαίθρια αγορά, υποκορ. του αρχαίου πανήγυρις∙ γενική συγκέντρωση), όπως το περιγράφει ο Γ. Κοτζιούλας, δεν αποτελεί μόνο ένα κοινωνικό και πολιτιστικό γεγονός, αλλά και αφορμή για τη διατύπωση –κατά τη συνήθειά του- προσωπικών κρίσεων (σχο λίων). Το πανηγύρι στις Σουμές, που είναι μικρός συνοικισμός της Νισίστας, αποκαλύπτει χαρακτηριστικές όψεις της κοινοτικής συνείδησης των κατοίκων του ορεινού αυτού οικισμού. Αν και ο ποιητής δεν παρουσιάζει το τελετουρ γικό του πανηγυριού (βλ. σχετική μελέτη με τίτλο: «Χορός, εθνοτικές ομάδες και συμβολική συγκρότηση της κοινότητας στο Πωγώνι της Ηπείρου», Αλεξάκης Ελευθ.Π., στο βιβλίο «Ταυτότητες και ετερότητες. Σύμβολα, συγγένεια, κοινότητα στην Ελλάδα Βαλκάνια», Αθήνα Δωδώνη, 2006), καταφέρνει με την επιλεκτική εστίαση του ενδιαφέροντος σε χαρακτηριστικές εικόνες από τον χορό να φωτίσει τη χρονική στιγμή. Η ενδυμασία των γυναικών αποτυπώνει τη μεταιχμιακή περίοδο των κοινωνικών ηθών∙ το παραδοσιακό αντικαθίσταται σταδιακά από το μοντέρνο. Η εστίαση μάλιστα της περιγραφής στην εξωτερική εμφάνιση της «γυναίκας από την πόλη» αποτελεί κατάλληλη αφορμή, για να διατυπωθούν προ σωπικές κρίσεις τού συγγραφέα και να ανατάμει το κοινωνικό γεγονός η διεισδυ τική του κριτική ματιά και κυρίως η εκτονωτική διάσταση του χορού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η περιγραφή μιας «νεαρής χωριατοπούλας» από την οπτική γω νία του ποιητή. Σύμφωνα με τη Σωτηρία Μελετίου, το διήγημα αποτελεί για τον Γ. Κοτζιούλα «μια πραγματική περιγραφή, μια αλήθεια δοσμένη με ήρεμο τόνο, πράο ύφος και φυσικό λόγο, όπως ακριβώς ήταν κι η φυσική του λαλιά –χωρίς υπερβολές και φτιασίδια που αλλοιώνουν την πραγματική εικόνα των γεγονό των» (Γ. Κοτζιούλας, Πικρή Ζωή και άλλα πεζογραφήματα, Αθήνα: Νηρέας, 2015, σ. 15 21). Στην περιγραφή αυτή υπολανθάνει ο λεπταίσθητος ερωτισμός του ποιητή, που όμως δεν αποδυναμώνει την κοινωνική του ιδεολογία, την πίστη του στην «κοινωνική απελευθέρωση με δικαιοσύνη» (Σ. Μελετίου, ό.π., σ. 19). 45. Σουμές, οι (θηλ.πληθ.: Κοτζιούλας), Σουμέση, η (Διαμάντης, Ροδαυ γή 131), Σουμέσιον, το (γραμμένο σε πινακίδα, τοποθετημένη στην άκρη τού επαρχιακού δρόμου Άρτας –ΒΔ Τζουμέρκων). Είναι το όνομα της βορειοανατο λικής συνοικίας της Ροδαυγής, στην αριστερή πλευρά τού Κακολάγκαδου. Το
σιά τής Αγίας Τριάδας, απάνω στο ντερβένι, λίγο πριν φτάσουμε στο Κακολάγκαδο. Είν’ εκεί ένας συνοικισμός από καμιά τριαντα ριά σπίτια, μαχαλάς τής Νισίστας, κι οι κάτοικοί του ευπορούν –σχετικά με τ’ άλλα χωριά. Έχουν λόγγο πολύν για να βόσκουνε τα ζωντανά τους και τα χωράφια εξάλλου τους δίνουν αρκετή σο διά. Φέτος, με τη δυσκολία τής διατροφής, πολλοί Σουμεσιώτες προμηθεύτηκαν όλα τους τα χρειαζούμενα με ανταλλαγή καλα μποκιού. Γι’ αυτό έχουν όρεξη να πανηγυρίσουν, επειδή δεν πεινάσαν το χειμώνα ούτε και τώρα τους λείπει το ψωμί. Στη σημερινή περίσταση, λογαριάζονται αρχόντοι. Τόχουν σε ντροπή τους να περάσει ο χρόνος δίχως να λαλήσουν στο μεσοχώρι τους βιολιά. Οι ίδιοι σχεδόν άνθρωποι που ανεβήκαν στη Φανερωμένη, βρίσκονται κι εδώ. Είναι οι φίλοι τού γλεντιού που δεν εννοούν να χάσουν ούτε φέτο τις διασκεδάσεις τους. Θα χορέψουν αυτοί, θα πιούνε όσο τούς τραβάει, κι ας πα να χαλάσει ο κόσμος. Οι γυναίκες έχουν πιάσει το χαγιάτι, το πουρνάρι παραέξω, και παρακολουθούν το χορό. Οι μεσόκοπες κι οι γριές φορούνε μαύρα, οι κοπέλες παρδαλά. Οι νεώτερες συγχρονίζονται ολοένα στο ντύσιμο: στα πόδια τους βλέπει κανείς παπούτσια με σχέδιο τής πολιτείας, κάλτσες ψιλές, αγοραστές. Οι πιο πολλές πετάξανε και τα μαντήλια, η ποδιά έγινε σπάνιο είδος. Κατεβαίνουν τώρα ταχτικά στην πολιτεία, δε ζουν αποκλεισμένες στα χωριά τους. Κοιτάνε τί γίνεται και παραπέρα, τους αρέσει το κομψό, αντιγράφουν ότι μπορούν. Τα τσεμπέρια και τα τοπωνύμιο αυτό είναι τουρκαρβανίτικο· su (τούρκικο=νερό) +mes (αρβανίτικο δάνειο από τα Ελληνικά= «στη μέση»): «νερό στη μέση», πράγμα που σημαίνει ότι πρόκειται για υδρωνύμιο. Όντως, στο μέσον της πλαγιάς τού Ξεροβουνιού, όπου βρίσκεται η συνοικία αυτή, υπάρχει βρυσομάνα. Για τα δύο συνθετικά τού τοπωνυμίου βλ. Λεξξ. Faruk Tuncay-Λεων. Καρατζάς, Γκίνης και Παπαφίλης.
τσουρέπια τούς φαίνονται αναχρονισμός, ας φωνάζουν όσο θέλουν
οι γιαγιάδες τους. Άλλωστε και οι άντρες αυτό ζητούν, το καινούργιο. – Κοίτα σε ποιόν χορό έχουν όλοι τα βλέμματά τους, μου δείχνει ένας δάσκα λος από γειτονικό χωριό, απ’ την παρέα μας. Στο χορό εκείνο υπάρχει γυναίκα, και μάλιστα γυναίκα από την πόλη, όπως φαίνεται απ’ το εξωτερικό της. Το φουστάνι μόλις κατεβαίνει λίγο παρακάτου από τα γόνατα, στο χέρι της γιαλίζει ρολογάκι, τα μαλλιά κυματίζουν ελεύθερα. Πίνει αράδα και χο ρεύει ακούραστη. Πώς βρέθηκε αυτό το ξένο θηλυκό εδώ απάνω, μες στις φελίκες και τα ρείκια; Τη γνώρισε κάπου ένας χωροφύλακας από τα μέρη μας και την πήρε γυναίκα του. Τώρα που πεινούν στις πολιτείες, ήρθε κι αυτή εδώ, μαζί με τόσους άλλους. Όσο ανάβει ο χορός, τόσο κορώνει κι η φλόγα τών αντρών. Χειρονομούν, ξεφωνίζουν, ανακατώνονται, με κέντρο πάντα την ξενοφερμένη. Στο τέλος θα χυθούν όλοι αρειμάνια να σπάσουν το μπουζούκι, μπρος στα μάτια εκείνης, για να δει την αντρεία τους. Με χίλια βάσανα και παρακάλια θα γλυτώσει ο γύφτος τ’ όργανό του. Αλλά εγώ είχα σταθεί και κοίταζα μια νεαρή χωριατοπούλα που χόρευε προς την άλλη πλευρά. Το φόρεμά της, κόκινο ανοιχτό, σκέπαζε ένα κορμί που δεν είχε δέσει ακόμα καλά. Το εύγραμμο πόδι της πατούσε τη γη σταθερά. Κυρίαρχη των κινήσεών της, έσερνε το χορό με σίγουρους βηματισμούς, σεμνή και περήφανη μαζί. Το ιδρωμένο μέτωπό της έμοιαζε με λουλούδι όπου είχε πέσει πρωινή δροσιά. Χόρευε, χόρευε, λιγερή χωριατοπούλα! Σάλευε στον ήλιο σαν το ξανθό στάχι
– Το μεσημέρι θάμαστε μαζί, μου δήλωσε ο φίλος μου δάσκα λος46 απ’ το γειτονικό χωριό. – Μα εγώ δεν είμαι καλεσμένος εκεί που θα πας. Δε με γνωρί ζουν εδώ. – Δεν έχει να κάμει. Σε παίρνω μαζί μου εγώ. Τον ακολούθησα δισταχτικός, μες στις ρεματιές και στις τού φες, τραβώντας προς τα κάτου. Μπήκαμε σ’ ένα σπίτι παστρικό, ευρύχωρο, με καρέκλες και στρωμένο τραπέζι. Ο νοικοκύρης μάς υποδέχτηκε με πρόσωπο γελούμενο, χωρίς όμως εκείνο το προσποιητό γέλιο που χαλάει τη φάτσα, παρά το άλλο, το άδολο και φυσικό. Τα μάτια του έλαμπαν από αναβρυστή καλωσύνη και τα μεγάλα του μουστάκια γελούσανε κι αυτά. Μονάχα με το γιο του είταν λίγο θυμωμένος, που εκείνος είχε πιάσει το χορό και δε φρόντισε να μαζέψει μουσαφιραίους. – Μα λίγοι είμαστε μαζωμένοι εδώ, μπάρμπα Γιώργη; ρώτησε ο διπλανός μου δείχνοντας τον κύκλο των προσκαλεσμένων. – Τί να σας κάμω εσάς! ξεφώνισε ο αγαθός νοικοκύρης. Εγώ ήθελα νάρθουν πολλοί, όλος ο κόσμος εδώ. Για ποιον ετοίμασα τα φαγιά μου, για τους ξένους! Τί να το κάμω το έχος μου και τα καλά μου, άμα δεν έρθει ο ένας κι ο άλλος να τους περιποιηθώ; Εγώ χαίρουμαι να βλέπω ξένους στο σπίτι μου, τότε ανοίγει η καρδιά μου. Σήμερα τσακώθηκα με τον άλλο γιο μου, τον παντρεμένο, που κάθεται χώρια. Τους νομάτους που ήθελα γω ήθελε να τους πάρει κι αυτός. Γι’ αυτό δε βλέπετε στο σπίτι μου πολλούς, οι περισσότεροι βρίσκονται κει. Άχ, τι μούκαμε αυτός ο άλλος, ο μικρότερος. Ακούς να μην ξεκολλάει ακόμα απ’ το χορό!
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
Φίλοι μ’, καλώς ορίσεταν, να φάμε και να πιούμε, κι αύριο καλές αντάμωσες...
Η βαρειά μελωδία προχωρεί αργά, επίσημα, ειπωμένη κι από τα δυο μέρη, σαν ένα έπιπλο που δε μπορεί να το σηκώσει ένας μοναχός του. Φωνές ραγισμένες, παραπονετικές σμίγουν με άλ λες που αντηχούν ανάλαφρα, νεανικά. Στον αέρα κυματίζουν, σαν οπτασίες αρχαίες, η μορφή τού Κατσαντώνη, ο Γεροδήμος, η Κυρά Βασιλική, θρύλοι και ινδάλματα του παρελθόντος. Δεν είναι αναισθησία τούτο, να πεινάν άλλοι κι εμείς να τραγου δούμε. Τραγουδούμε την εθνική μας ιστορία, πόνους και παιδε μούς τών προπατόρων μας. Υψωνόμαστε με τη φωνή μας ίσαμε τις ιερές πηγές απ’ όπου ξεπήδησε η αλκή και το φρόνημα της ρωμιοσύνης. Κι απάνω στο τραγούδι μας διασταυρώνονται ευχές όλο θέρμη: – Και του χρόνου καλύτερα! – Του χρόνου δίχως Ιταλούς! O Των Αγίων Αποστόλων, στις 29 Ιουνίου, γίνεται πανηγύρι στα Μουλιανά47, 48, 49 .
47. Είναι χωριό που ανήκει στον δήμο Ζηρού Πρέβεζας, χτισμένο στις νοτι οδυτικές πλαγιές τού Ξεροβουνιού (υψόμ. 700): συγκεκριμένα, βρίσκεται στα σύνορα των δύο πρώην νομών, της Πρέβεζας και της Άρτας. Το όνομα Μουλιανά καταγράφεται επίσημα έως το 1927 (Λιθοξόου), ενώ κατά τη διετία 1927 1928 χρησιμοποιείται το Μουλιάνοι (Λιθοξόου) από επί δραση, προφανώς, του τοπωνυμίου Γεωργάνοι. Το 1928 δόθηκε στο χωριό το νέο επίσημο όνομα Γοργόμυλος (Λιθοξόου). Είναι πιθανόν, κατά την τελευ ταία μετονομασία του, να θεωρήθηκε ότι το παλαιό τοπωνύμιο ανάγεται στην αλβανική λέξη mulli «μύλος». Τα Μουλιανά πρέπει να είναι κυριωνύμιο: Τα Μουλιανά (κτήματα ή χωράφια)< τα (κτήματα ή χωράφια του) Μούλια. Το
Το χωριό αυτό τόχα από μικρός ακουστά, γιατί οι χωριανοί μου έχουν με τους Μουλιανίτες πολλές δοσοληψίες και συναλλαγές, αλλά δεν έτυχε να το επισκεφτώ ποτέ μου. Αποφάσισα λοιπόν να πάω τώρα με το πανηγύρι να το ιδώ. Ίσαμε τη Φανερωμένη –ενδιάμεσο σταθμό– πήγα μοναχός μου. Κοιμήθηκα εκεί στα ξαδέρφια μου και το πρωί με ξύπνησαν νωρίς κάτι άλλοι χωριανοί μου που τραβούσαν κι αυτοί για το πανηγύρι με μικροπραμάτιες. Ακολουθήσαμε δυτικά μια μεγάλη λαγκάδα, περάσαμε το Μακρύκαμπο με το κατάκρυο πηγάδι του και περπατώντας πάντα μέσα σ’ εκείνη τη στενούρα, που έστριβε στο τέλος προς τα κάτω, φτάσαμε έπειτ’ από δυο ώρες στη βρύση του χωριού. Τότε μόλις φάνηκε κι αυτό, πέρα, χαμηλά. επώνυμο Μούλιας απαντά στα Ιωάννινα, στην Αθήνα κ.α. (κατ. ΟΤΕ) και εί ναι παράγωγο της αλβανικής λέξης múll/ë «κοιλιά», «στομάχι», «μούλα = το δεύτερο στομάχι των μηρυκαστικών (Μπόγκας Β΄ 229)» (Παφίλης). Το αντί στοιχο ελληνικό επώνυμο είναι Κοίλιας και απαντά στην Άρτα και στην Αθήνα (κατ. ΟΤΕ). Διατηρούνται ακόμη στην Κρήτη τα κυριωνύμια Μούλια (τα) στα νοτιοδυτικά του Ηρακλείου και Μουλιανά(τα) στα νοτιοανατολικά τού Αγίου Νικολάου (Σταματελάτος). Όσον αφορά τη σημασία των καταλήξεων -ανός και -άνος, βλ. Ανδριώτης.
48. Βλ. και το ομότιτλο «Πανηγύρι στα Μουλιανά», «Με τον κόμπο στο λαιμό…» ό.π. Κ.Γ.Κ.
49. Το πανηγύρι στα Μουλιανά αποτελεί, όπως και το πανηγύρι στις Σου μές, ένα σύμβολο της συλλογικής συνείδησης της κοινότητας και ευρύτερα των χωριών. Είναι ένα κοινωνικό και πολιτιστικό γεγονός που απηχεί την ιδιαιτερότητα του λαϊκού πολιτισμού του χωριού. Οι διαφορές με το πανηγύρι στις Σουμές δεν είναι σημαντικές, ωστόσο είναι φανερές. Το τελετουργικό δεν
Ο δρόμος ώς εκεί προχωρούσε μες σε πέτρες και κοτρώνια, πατιόταν όμως καλά. Γύρω υψώνονταν ραχούλες, γυμνές κι αυτές από δέντρα. Οι άνθρωποι που περνούν από δω είναι συνηθισμένοι από τις ερημιές∙ ένας ξένος θα τρόμαζε αντικρύζοντας την τραχύ τητα ενός τέτιου τοπίου. Τα Μουλιανά είναι το πιο απλωμένο και σκόρπιο χωριό τής περιφερείας. Γειτονεύει με δέκα περίπου χωριά, προς όλα τα ση μεία τού ορίζοντα, κι αποτελείται από άλλους τόσους μαχαλά δες. Έχει προς τα κάτω κι έναν κάμπο στενόμακρο, που παρόλη τη φετεινή ξηρασία χλοΐζει από τα καλαμπόκια. Οι λόφοι του, κατάφυτοι από τσαπούρια, ευνοούν τη συντήρηση γιδιών και τα πρόβατα βόσκουν παραέξω, στις πλαγιές. Η κτηνοτροφία είναι, για το χωριό τούτο, ο κυριώτερος πόρος του. Καθένας έχει το κοπάδι του, μεγάλο ή μικρό. Με τα γάλατα που είχαν, φέτος δεν πείνασε κανένας. Τους βλέπεις, άντρες και γυναίκες, ροδοκόκινους, γεμάτους ζωή. Έξω από την εκκλησιά υψώνονται κάτι πελώρια πουρνάρια. Εδώ γίνεται η συγκέντρωση των πανηγυριστών, σε μια μικρή πλατεία κάπως κατηφορική, που φέτος όμως δεν την καθάρισαν από τις πέτρες όπως άλλοτε. Δεν έχει όρεξη ο κόσμος για γλέντια, έτσι για το καλό τής ημέρας θα μαζευτούν, όχι από διάθεση να διασκεδάσουν. Ξένοι ωστόσο έχουν έρθει αρκετοί. Άλλος πουλάει χτένια, άλλος βαρέλια, οι γύφτοι τα σιδερικά τους. Έχουν κρεμασμένα και δυο τρία σφαχτά, μα λίγοι αποφασίζουν ν’ αγοράσουν κρέας τόσο ακριβό, 1500 δραχμές την οκά. Οι περισσότεροι εξάλλου από τους ντόπιους έχουν σφάξει κάτι δικό τους. Αλλά γιατί
τα πέρα παίζοντας αργά το κομπολόγι του. Μοιάζει σαν ένας άλλος κόσμος, ξεχασμένος. Γιατί όμως δεν έρχουνται ο χωριανοί; Ά, πρέπει να κολατσίσουν πρώτα, να φάνε καλά, κι ύστερα θα κοπιάσουν στο μεσοχώρι. Θα συμμαζέψουν τα ζωντανά τους, θα τα βάλουν στους ίσκιους και τότε θα συγκεντρωθούν, θα κάτσουν ώς αργά το δειλινό και, όταν θα χρειαστεί να ξανασκαρίσουν τα κοπάδια τους, θα διαλυθούν για την άλλη μέρα. Δε γίνονται δη λαδή δυο συγκεντρώσεις, πρωινή κι απογευματινή, όπως σε άλλα χωριά. Οι ανάγκες τών ζωντανών, που μόνο με τη δροσιά μπο ρούν να βοσκήσουν, υποχρεώνει τους ανθρώπους να τροποποιή σουν την εθιμοτυπία, να βγουν απ’ τον κανόνα. Έχει όμως να παρατηρήσει κανείς κι άλλα παράξενα εδώ. Μια που δεν ξαναβγαίνουν τ’ απόγεμα στο μεσοχώρι, ο καλεστής κρατεί τους μουσαφιραίους του και το βράδι. Τρώνε δηλαδή στις τέσσερες με πέντε –την ώρα τής διάλυσης– και σε λίγο στρώνονται πάλι για το δείπνο, χορτάτοι ακόμα από το μεσημεριανό. Έπειτα τόχουν συνήθιο στη συνοικία τής εκκλησίας νάρχουνται μουσαφιραίοι κι από τους άλλους μαχαλάδες, τους αλαργινούς. Έτσι κάθε νοικοκύρης εξόν από τους ξένους έχει να περιποιηθεί, αυτές τις δυο μέρες, και τους χωριανούς του. Το μεσημέρι με πήρε ο πρόεδρος του Ανωγιού, ένας λεβεντάνθρωπος με ξύλινο το ένα ποδάρι από συμπλοκή του παλιά με απόσπασμα, και πήγαμε μαζί σ’ ένα σπίτι αντίκρυ από την εκκλησιά. Καθίσαμε απέξω στην αυλή, κάτω από μια σκιά σκεπασμένη με φτέρες. Είχαν στρώσει χάμου τσόλια καθαρά κι ακουμπούσαμε
την πλάτη και κάτω έλειπε το δεξί του χέρι, κάποιος αντίπαλός του τον είχε πυροβολήσει με μπαμπεσιά και του το κόψαν. Αλλά κι ο ίδιος είχε διαπράξει πολλά κατορθώματα στον καιρό του. Δικάστηκε πολλές φορές, έκαμε χρόνια φυλακή κι επιτουρκίας είχε βγει στο κλαρί. – Είταν ευτύχημα που έχασε το χέρι του, μου λέει ο αποσπα σματάρχης50, ένας μεσόκοπος ξεραγκιανός από τα μέρη του Ρα ντοβιζιού51. Αν δεν σακατευόταν, θα είχε κάμει πολλά και θα τον 50. Το περιστατικό αυτό με τον αποσπασματάρχη περιγράφεται και στο διή γημα «Πανηγύρι στα Μουλιανά» (ό.π.): «Αυτή ήταν η θεωρία που βάλθηκε να μου αναπτύξει εύγλωττα ο αποσπασματάρχης, εκεί στην ώρα του φαγιού. –Τον βλέπεις εκείνον εκεί πέρα με το στριμμένο μουστάκι, με το γαλάζιο σουλτούκο, πρόσθεσε δείχνοντας προς το μέρος του συμπεθέρου του. Ξέρεις ποιος είναι; Να σου πω εγώ, που τα γνωρίζω όλα εδώ απάνω, που γνωρίζω κάθε πέτρα
τί κρύβεται αποκάτω της. Είναι ο Θύμιο Γιώρ’ς, πρόεδρος του Ανωγιού, τίμιος άνθρωπος, που δεν απλώνει το χέρι του σε ξένο πράμα. Ξέρεις τί ψυχή έχει μέσα του αυτός; Ούτε μπροστά στο Χάρο δεν κιοτεύει. Τον βλέπεις τώρα; Κάθεται στην άκρη του και πίνει. Αλλά στον καιρό του ήταν στοιχιό. Όλα τ’ αποσπάσματα, όλοι οι βρακάδες απ’ την Κρήτη, δεν τον έκαναν ζάπι». Κ.Γ.Κ.
51. Είναι ονομασία επαρχίας του πρώην νομού Άρτας, αποθησαυρισμένη ως Ραδοβίζι ή Ραδοβύζι (Vasmer, Οικονόμου) ή Ραδοβίσδι (Αραβαντινός Β΄ 140, έγγραφο του 1756: Lampros 1, 54 [628] και Σπανός, «Η ανέκδοτη πρόθεση 39 της Μονής Δούσικου», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 20 [1991], 34 και 71). Πρόκειται για την περιοχή που βρίσκεται βορειοανατολικά της Άρτας και συνορεύει με τα βουνά του Βάλτου στα νότια, με τον Αχελώο στα ανατολικά και τα Τζουμερ κοχώρια στα βορειοδυτικά. Το όνομα Ραδοβίζι προέρχεται από τον γλωσσικό τύπο Ραδοβίσδι, ο οποίος ανάγεται στο σλαβικό Radoviždi που είναι παράγωγο του επίσης σλαβικού επιθέτου radu «εύθυμος», «πρόθυμος» (Οικονόμου). Πβ. Το σέρβικο rado «ευχαρίστως», «μετά χαράς», «πρόθυμα» (Marković) και το βουλγάρικο radvam «χαροποιώ» (Σωτήροβα). Από το radъ προέρχεται και το επώνυμο Ράδος. Αξιοσημείωτο είναι και το ότι το τοπωνύμιο Ράδοβο του Σιδηροκάστρου Σερρών μετονομάστηκε
σκότωναν δέκα φορές. Αλλά και με το αριστερό που διαθέτει, μπορεί να στρίβει ευκολώτατα τσιγάρο και, όποτε του καπνίσει, να πυροβολεί. Το κουμπούρι δε λείπει ποτέ από τη μέση του. Τα παιδιά είναι αντάξια του πατέρα. Κοιτάζω με προσοχή ένα ψηλόσωμο ξανθό παληκάρι που σέρνει απ’ ώρα το χορό (γιατί έχουν πάρει στο σπίτι και τους βιολιτζήδες, τον Τόλια απ’ τη Φι λιππιάδα). Χορεύει πατώντας στερεά και με κινήσεις ανάλαφρες μαζί, όλος προσήλωση και νεύρο, σα να εκτελεί κάποιο έργο πολύ σοβαρό. Φορές φορές τινάζεται με ορμή και τότε πρέπει να τον κρατήσει πολύ δυνατά από το μαντήλι ο διπλανός του∙ δε θα μπο ρούσε να τον βαστάξει όποιος όποιος εκείνες τις στιγμές. Άλλοτε ακουμπά το δεξί του πίσω από το σβέρκο διατηρώντας το εκεί, σε μια στάση σχεδόν ιερατική. Φορεί κυλότα από δίμιτο υφαντό* και πλατύ γαλάζιο ζουνάρι με δυο σειρήτια στην άκρη ανοιχτογάλανα: το τελευταίο αυτό συνηθίζεται πολύ από τους νέους τού χωριού. – Αυτός που βλέπεις, μου εξηγεί ένας άλλος δίπλα μου, είχε δικαστεί δεκατρία χρόνια φυλακή για ληστείες. Έκατσε καναδυό και τώρα τελευταία με την αναμπουμπούλα βγήκε από μέσα. Δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς τις τωρινές του ασχολίες. Θα καταγίνεται πάλι με κλεψιές και με τέτια. Μα τ’ αποσπάσματα τώρα δεν τους πειράζουν. Μήπως υπάρχει κράτος; Οι χωροφυλάκοι αγωνίζονται να εξοικονομήσουν την τροφή τους, τέτια θα κοιτάξουν! Γι’ αυτό πλήθυναν ξανά οι ζωοκλοπές και δεν κοτάει να περπατήσει κανείς μόνος
αντεκδίκηση. Τους ξέρουν οι χωριάτες, αλλά δεν τους μαρτυράν∙ τί θάχαν να κερδίσουν; – Έχω τη χειρότερη περιφέρεια του κράτους, μούλεγε την ίδια μέρα ο νωματάρχης του χωριού. Όλα τα κακοποιά στοιχεία έχουν μαζευτεί σ’ ετούτα τα χωριά, Κλεισούρα, Αηγιώργης, Μουλιανά, Φανερωμένη, Ανώι. Όλοι τους οπλοφορούν, όλοι κλέφτουν. Ποιον να πρωτοπιάσεις; Αυτοί δε φοβούνται κανέναν. Έναν καιρό είχαν ησυχάσει, τώρα ξαναρχίσαν τα παλιά τους με περισσότερο ζήλο. Μίλησα και μ’ έναν από τους δασκάλους τού χωριού, που μ’ είχε καλέσει για το βράδι στο σπίτι του, επειδή θάλειπε τη δεύτε ρη μέρα τού πανηγυριού. – Μ’ έχουν μάρτυρα σε μια δίκη, μου εξήγησε. Ήρθαν να πά ρουν με το ζόρι μια γειτονοπούλα μου, παρά λίγο να γίνει φονικό. Δυο μπήκαν μέσα κι άλλοι πέντε φύλαγαν απέξω. Ο πατέρας όμως της κοπέλας, ένας άντρας ψυχωμένος, πρόφτασε και τους άδραξε, τον έναν απ’ τη μέση, τον άλλον από τα μαλλιά. «Την τσεκούρα, μωρή, φέρε την τσεκούρα!» φώναξε στην άλλη θυγατέρα του, την πιο μικρή. Εκείνη, ασυλλόγιστη, πήγε να τη φέρει κι αν δεν πρόφταινα εγώ με τους άλλους γειτόνους θάχαν λιανιστεί. – Και τί απόγινε η κοπέλα; – Την παντρέψαμε ίσια μ’ έναν άλλον, που την ήθελε και τον ήθελε από καιρό. Και τώρα με σεργιανούν, άνθρωπο οικογενειάρχη, με τέτια ζέστη, στην Άρτα. Φάγαμε έξω, κάτω απ’ το φως των αστεριών, και ύστερα ο δάσκαλος έβαλε να του ετοιμάσουν το μουλάρι. Θα ξεκινούσε από τώρα με τους άλλους μαρτύρους και θα κοιμούνταν στα μισά τού
νένα συνέδριο, είχαμε κάποια επαφή μεταξύ μας. Αλλά σιγά σιγά τα χάσαμε όλα. Ο δάσκαλος εδώ πέρα βρίσκεται απομονωμένος. Έτσι ξεχνάει κι εκείνα τα λίγα που ξέρει. Οι γύρω του δε συζη τούν παρά μόνο για τα χωράφια και τα ζώα. Οι νέες ιδέες αργούν πολύ να φτάσουν ώς εδώ ή δε φτάνουν καθόλου. Να, εγώ ξέρετε πόσον καιρό είχα να συζητήσω για θέματα σαν αυτά που θίξαμε
απόψε; Μήνες ολόκληρους, ίσως και χρόνια. Τώρα θα περιμένω
να ξαναπεράσει κανένας άλλος σαν εσάς, για να πούμε ξανά κάτι το αλλιώτικο, κάτι το ελκυστικό. Εδώ ζούσαμε πάντα περιορισμέ να, χωρίς ψυχαγωγία. Τώρα παραπονιούνται για την κατάσταση, για τη στέρηση και την ακρίβεια. Δεν εσημειώθηκε όμως καμιά διαφορά από τα πριν. Προϊόντα τής αγοράς ελάχιστα αγοράζαν, σχεδόν όλοι αρκούνταν στη δική τους την παραγωγή. Το ίδιο γίνεται και σήμερα, έχουν το καλαμπόκι, το γάλα, το μαλλί τους. Το μόνο που τους λείπει είναι το ρακί. Άλλοτε βγαίναμε στο μαγαζί το βράδι και πίναμε πεντέξη ούζα. Τώρα κοπήκαν, αυτό είναι όλο. Τη δεύτερη βραδιά συγκεντρώθηκαν σ’ ένα σπίτι φιλικό τρεις τέσσεροι νέοι και με παρακάλεσαν να τους λύσω διάφορες απορίες. Συζητούσαν μοναχοί τους για το Θεό, για την κοινωνία, για τα κακά που πρέπει να λείψουν απ’ τον κόσμο. Αλλά δεν είχαν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, στις κρίσεις τους, γιατί δεν είχαν μόρφωση μεγάλη. Και ζητούσαν έναν άνθρωπο σπουδασμένο να τους τα εξηγήσει. – Μάθαμε πως θα ρθεις, μου είπαν, και σε καρτερούσαμε
– Άμ’ αν ήξερα πως θα κουβεντιάζατε για τέτια πράματα, θα είχα κοιμηθεί αποβραδίς, μας είπε ένας γέρο ράφτης με ήμερο πρόσωπο, ξαπλωμένος στην άκρη τής παρέας. Και ποιος σ’ εμπόδιζε να κοιμηθείς; τον ψευτομάλωσε ένας απ’ τη συντροφιά. Φαίνεται όμως πως τα ζητάει κι εσένα η όρεξή σου κάτι τέτια, κι ας κάνεις πως δε σου αρέσουν. Το άλλο μεσημέρι το πέρασα σε μια ξαδέρφη μου παντρεμένη έξω απ’ το χωριό. Ο άντρας της είχε χωρίσει από τους δικούς του και δεν πρόφτασε να φκιάσει σπίτι καινούργιο. Ζούσαν λοιπόν σε μια καλύβα52. – Τ’ είναι τούτο; ρωτάω δείχνοντας κάτι ξύλα βαλμένα στη σειρά, οριζόντια, πάνω σ’ ένα πουρνάρι. Ά, είναι το γιατάκι τού νοικοκύρη μου. Εκεί ψηλά κοιμάται τώρα το καλοκαίρι. Και δε φοβάται μην πέσει; Ά μπα, έχουν ανάγκη αυτοί! Άνθρωποι του λόγγου, βολεύονται όπως τύχει. Χρειάστηκε να μείνω και τρίτο βράδι στα Μουλιανά με τις πολλές ραχούλες. Ένας απόστρατος λοχαγός, ανάπηρος από το πόδι, που πήγα να τον επισκεφτώ, δε με άφησε να φύγω. Το θεωρούσε προσβολή να περάσω από το σπίτι του και να μη φιλοξενηθώ εκεί μια νύχτα. – Εγώ με τους χωριανούς σου έχω πολλά νταραβέρια, μου είπε. Αυτοί μου έχτισαν το σπίτι, αυτοί μου άνοιξαν και τη στέρνα που βλέπεις. Έχεις λοιπόν δικαιώματα κι εσύ, αστειεύτηκε ο φιλόξενος άνθρωπος που φρόντισε να με περιποιηθεί
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ
Έρχεσαι να πάμε κάπου για προσωρινά μέτρα; μου πρότεινε ένας φίλος μου δικηγόρος54 απ’ την Άρτα, τη δεύτερη φορά που πήγα εκεί. Είν’ ένα χωριό που το λένε Τσερκίστα, δυο τρεις ώρες πέρα από το Πέτα. Μια που δεν είχα ξαναπάει εκεί, δέχτηκα την πρόσκλησή του. Ξεκινήσαμε το δειλινό, που έπεσε κάπως η ζέστα, έχοντας μαζί μας κι έναν αγωγιάτη σταλμένον επίτηδες από κει με μουλάρι για το δικηγόρο. Στην είσοδο του Πέτα, στη μικρή ανηφοριά που μας χώριζε από το χωριό, βρήκαμε ένα δάσκαλο του τόπου π’ ανέβαινε κι εκείνος προς τα κει. Δείχνοντάς μας τα γύρω υψώματα, μας εξιστόρησε με ονόματα και αριθμούς την ονομαστή μάχη τού Εικοσιένα, όπου έλαβε μέρος ο Μάρκος Μπότσαρης και σκοτωθήκαν τόσοι φιλέλληνες. Βλέποντας τις οχυρές τοποθεσίες, καταλαβαίναμε την κάθε λεπτομέρεια, μπαίναμε στην ουσία τού θέματος. Έτσι θάπρεπε να διδάσκεται η ιστορία, μ’ επιτόπου επισκέψεις, όχι με σελίδες ξερές απ’ το βιβλίο. Στην πλατεία τού χωριού ανταμώσαμε το νεόφερτο γιατρό και μαζί με λίγους άλλους ανεβήκαμε ώς το μνημείο των πεσόντων, όπου υπάρχει εξοχικό κέντρο. Καθίσαμε κει μιλώντας για το ένα και το άλλο ίσαμε που νύχτωσε καλά. Από κει οδηγεί δρόμος αρκετά κανονικός, μες από ρείκια και κουμαριές και σκοίνα, προς την Τσερκίστα55, συνοικισμό τού Πέτα μετονομασμένο σε Κλειστό. 54. Πρόκειται για τον Ιωάννη Παπά από τους Μελισσουργούς Άρτας. Κ.Γ.Κ. 55. Το τοπωνύμιο αυτό καταγράφεται ως Τσερκίτσα ή Συρκίστα (Vasmer, Λεξικόν,
Προχωρούμε κάτου απ’ την αστροφεγγιά, μπαίνοντας πότ’ ο ένας και πότ’ ο άλλος στο μουλάρι, ενώ οι γρύλλοι τονίζουν το γλυκό μονότονο σκοπό τους κι οι νυχτερίδες κυκλοφέρνουν απάνω απ’ τα κεφάλια μας. Η ώρα περνάει ευχάριστα έτσι, σούρχεται διάθεση για τραγούδι και παίρνεις με τη συντροφιά κανένα κλέ φτικο ή ερωτικό. Φτάνοντας σ’ ένα ύψωμα βλέπουμε αντίκρυ, χαμηλά, μια μεγά λη φωτιά. Τί γίνεται κει πέρα, ποιός νάβαλε στο δάσος πυρκαγιά; – Αυτό γίνεται κάθε βράδι, μας εξήγησε ο αγωγιάτης. Βάνουν φωτιά γύρω απ’ τα χωράφια, έξω στο λόγγο, γιατί παν τ’ αγριο γούρουνα και ρημάζουν τα καλαμπόκια. Προψές έπεσε κάπου ένα κοπάδι απ’ αυτά και σε τρία στρέμματα δεν έμεινε τίποτε ορθό. Καμιά φορά πέφτουν και τσακάλια. Τ’ αγριογούρουνα τη φωτιά μονάχα φοβούνται. Γι’ αυτό βαρούν και τενεκέδες, ακούτε! Μόνο έτσι μαθαίνει κανείς τη ζωή, περπατώντας στο ύπαιθρο και προσέχοντας το καθετί. Οι άνθρωποι των πόλεων διαβάζουν εφημερίδες και φαντάζονται πως παρακολουθούν την κίνηση του κόσμου. Άστους εκεί στην αυταπάτη τους, μην τους ξεχνάς. Θάταν μεσάνυχτα όταν φτάσαμε σε μια ραχούλα, στο σπίτι του προορισμού μας. Οι νοικοκυραίοι μάς υποδέχτηκαν εγκάρδια, μας έφεραν ρακί, ετοίμασαν κατόπι και το δείπνο. Η φιλοξενία συνεχίζεται ακόμα εδώ σαν παράδοση απαραβίαστη, δεν την έχουν εκτοπίσει τα νεώτερα ήθη. Κι απολαβαίνεις αληθινά το φαΐ όταν κάθεσαι κάπου να ξεκουραστείς, έπειτ’ από αρκετή πορεία, μέσα
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
Προς τα νότια, χαμηλά, φαίνεται μια λουρίδα τού Αμβρακικού, ανατολικά μαυρίζουν τα δάση τού Ραντοβιζιού και αριστερώτερα προβάλλουν τα περήφανα Τζουμέρκα. Κι αντίκρυ τους, παράλλη λα μ’ αυτά, ξεκινώντας από κει που τελειώνει ο κάμπος, χάνεται στο βάθος, κυματίζοντας, η γραμμή τού άδεντρου Ξεροβουνιού. Μπροστά μας, προς τα δυτικά, προχωρεί προς τα κάτω μια ρεματιά, κατάφυτη από πλατάνια, που ανταμώνεται χαμηλά με την κοίτη τού Αράχθου∙ αυτήν θ’ ακολουθήσουμε στο δρόμο τής επιστροφής μας. Γύρω μας διακρίνονται παντού μπαλώματα από εκχερσωμένα μέρη που προορίζονται για ρόγγια. Οι χωριάτες βάνουν στα λόγγα τους φωτιά, ξεπαστρεύουν τα χαμόκλαδα με το τσεκούρι και σπέρνουν ύστερα σιτάρι. Έτσι αντιμετωπίζουν τα χρόνια τού λιμού. Παίρνουμε το δρόμο για το γειτονικό μαχαλά, εκεί όπου έχει ο φίλος μου δουλιά. Μας συνοδεύει κι ο νοικοκύρης που μας φιλοξένησε το περασμένο βράδι. ξαναβλέπω το ένα του αφτί σακατεμένο, γεμάτο αίματα που έχουν τώρα ξεραθεί. Ας τον ρωτήσω τώρα τί έπαθε. – Με κλώτσησε το μουλάρι μας, παρά λίγο να μ’ αφήσει στον τόπο. Πήγα να το πιάσω και στα καλά καθούμενα σηκώνει τα πισινά του ποδάρια και μου δίνει μια, εδώ στο ριζάφτι. Έπεσα κάτου αναίσθητος, οι άλλοι με συμμάζεψαν κατόπι. Λιγάκι πιο πίσω να με πετύχαινε, θάμουν τώρα μακαρίτης. Έτσι του ήρθε, αυτό δεν κλωτσούσε ποτέ. Αλλά πάλι δόξα νάχει ο Μεγαλοδύναμος που βρίσκουμαι στη ζωή. Σε λίγο συγκεντρώθηκαν όλοι οι μαχαλιώτες έξω από την εκ κλησιά, την Κοίμηση της Θεοτόκου. Από μια ελιά κρέμεται η καμπάνα, που απάνω της διαβάζει κανείς: «αφιέρωμα Ευαγγ. Λ.
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ
χειρίζονται οι άνθρωποι για να σώσουν την ψυχή τους, για να διαιωνίσουν τ’ όνομά τους! Οι ενδιαφερόμενοι για το ζήτημα που μας έφερε κει έρχονται ένας ένας και πιάνουν θέση στο πεζούλι, καμιά εικοσαριά όλοι όλοι, σουλούπια κάθε λογής και μωσαϊκό στη ντυμασιά τους. Ο δικηγόρος τούς ζητάει πληροφορίες, τί απαιτήσεις έχουν για το επίμαχο μέρος, κι αυτοί απαντούν όλοι μαζί, γίνεται μια βαβυλω νία που εξακολουθεί κάμποση ώρα. Στην άκρη απ’ όλους στέκεται ένας άνθρωπος με το πρόσωπο χαμηλωμένο που κρατάει ένα ξυλαράκι και το πελεκά με το σου γιά του. Αυτός δε σαλεύει από κει ούτε μπερδεύεται στη συζήτη ση των άλλων. Φαίνεται βυθισμένος σε κόσμο δικό του. Τα μάτια του έχουν σκοτεινιάσει για πάντα. Είναι τυφλός. – Έμειν’ έτσι από εφτά χρονών παιδί, μου λέει κάποιος άλλος. Δεν έχει άλλον από τη μάνα του στο σπίτι. Αλλά είναι πιτήδιος για όλες τις δουλιές. Ακόμα και τον τοίχο τού σπιτιού του αυτός τον έχει φκιάσει απ’ τη μέσα μεριά. Πλέκει καλάθια που τα πουλάει εδώ γύρω. Σοφίζεται και άλλα που δεν τα βάνει ο νους τού καθενός. Φαντάσου, κατάφερε να στεριώσει κι ένα ξύλινο πιστόλι. Βάνεις μέσα σφαίρα και πυροβολεί καθώς τ’ αληθινά. Όσο για το δρόμο, τον βρίσκει καλύτερα από μας τους άλλους. Γυρίζει ξυπόλυτος χειμώνα καλοκαίρι. Ο αόμματος εξακολουθεί να πελεκά το ξυλαράκι του προσέχοντας όλη τη συζήτηση των χωριανών. Γι’ αυτό βγήκε κι ο ίδιος
Μπαλαδήμας<αλβαν. ball/ë (=μέτωπο)+ ελλ.Δήμας (=Δημοσθένης) «Ευρυμέ τωπος Δημοσθένης». 55β. Επώνυμο που απαντά στην Άρτα, την Πρέβεζα και την Αθήνα (κατ. ΟΤΕ). Πρέπει να ανάγεται στο σλάβικο piklu «φωτιά», «φουγάρο», από το οποίο με την προσθήκη της κατάληξης -ari, σχηματίζονται nomima agentis (Miklosich: Etymologisches 270, Bildung 211, 305, Vasmer: Slaven 303, REW 2,330): Πεκλάρης<piklu+-ari = Πυρπόλος. Πβ. Οικονόμου 191 2.
εδώ, ν’ ακούσει τί γίνεται με τα κοινοτικά. Δε θέλει να μείνει πίσω από τους άλλους. Τον πλησιάζω και μιλώ λίγο μαζί του. Γιατί να μη γνωριστώ μ’ έναν αδερφό που ζει μες στο σκοτάδι, που δεν πρόκειται ίσως να τον ξαναδώ παρά μες στην αιωνιότητα, στη δίχως τέλος σκοτεινιά; – Πάμε τώρα να σου δείξω και κάτι αρχαία, μου προτείνει ο ίδιος πληροφορητής, ένας νέος τού χωριού που έχει πάει στο γυ μνάσιο και που ο μεγάλος καημός του είναι η φωνητική μουσική. Τραβούμε προς τ’ απάνω μες στο λόγγο και σε λιγώτερο από να τέταρτο φτάνουμε σ’ ένα μέρος όπου διασώζονται πάμπολλα ίχνη αρχαίου οικισμού, από μαύρη πέτρα μαλακή. Ποιος ξέρει ποιοι να κάθονταν εδώ πριν από αιώνες, τί φυλή που δεν ξέρουμε σήμερα ούτε τ’ όνομά της! – Κάποτε μου είπε ο πατέρας μου πως βρήκε εδώ γύρω ένα λιθάρι με γράμματα αρχαία, που τ’ άφησε αδεκεί. Θα τον βάλω να ψάξει μην το ξαναβρεί. Παλιότερα ζούσε δω ένας νοικοκύρης που τον έλεγαν Σκουληκαρίτη, θάταν φερμένος από τη Σκουληκαριά. Αυτουνού ο τσοπάνος βρήκε κάπου εδώ τρεις λίρες, μες στο χώμα, και τις έδωσε του αφεντικού του. Ήρθε ύστερα ο ίδιος, έσκαψε και βρήκε, λένε, μια χρυσή καμπάνα. Τί την απόκαμε δεν ξέρω. Εκεί που περπατούμε συναντώντας κάθε τόσο αρχαία θεμέλια και τοίχους, βρίσκουμε κι ένα φιδοπουκάμισο. Θα το κρατούσα (μου αρέσει να χαρίζω τέτια σε γυναίκες, που πιστεύουν πως τους φέρνει τύχη), αλλά είταν πολύ μακρύ, διπλάσιο από κανονικό. – Είναι από λουρίτη, με πληροφορεί ο συνοδός μου, φίδι πολύ μεγάλο, μα που δε δαγκώνει άνθρώπους. Αυτός έχει την ικανότητα
πια με το ζήτημα των διαφιλονικούμενων συνόρων τού χωριού, και παίρνουμε τη ρεματιά που θα μας βγάλει κάτου στο δημόσιο δρόμο. Παρ’ όλο που πέρασε η ώρα και ψήλωσε ο ήλιος αρκετά, η διαδρομή μάς φαίνεται πολύ ευχάριστη, γιατί περνούμε ανάμε σα σε ρείκια και σε κουμαριές ακολουθώντας ομαλά μονοπάτια. Χαμηλότερα απαντούμε από δω κι από κει χωράφια σπαρμένα καλαμπόκι. Ποτίζονται από νερά, γι’ αυτό είναι τόσο χλοϊσμένα. Θεόρατα πλατάνια υψώνονται από τη μια μεριά τής ρεματιάς κι από την άλλη. Καθόμαστε σ’ έναν ίσκιο, που δίπλα του αναβλύζει νεράκι, και κολατσίζουμε γενναία με σταρένιο ψωμί, τυρί, αβγά κι αγγούρια. Όλ’ αυτά τα πήρε από το σπίτι του ο συνοδός μας και τα κουβαλούσε μαζί του στον τρουβά. – Άχ, αναστενάζει, δε θα μπορέσω να τελειοποιηθώ στη μουσική! Πρόπερσι τόσκασα και πήγα στο Αίγιο, σ’ ένα μουσικοδιδάσκαλο, να γίνω μαθητής του. Κάθισα ένα μήνα εκεί, αλλά δε μ’ αφήσαν από το χωριό. Φοβούνταν μην τους πάνε χαμένα τα χωράφια και μου τηλεγράφησαν πως πεθαίνει τάχα ο πατέρας μου. Άφησα τη δουλιά στη μέση κι ήρθα εδώ για να μη μπορώ πια να ξεκολλήσω. Στο μεταξύ χαλάει κι η φωνή μου απ’ το ρακί και το τσιγάρο, άστα να παν κατά διαόλου! Δε θα μας τραγουδήσει τώρα κάτι; Έ, θα μας ψάλει κανένα εκκλησιαστικό, ξέρει κι από τέτια, έκαμε δεξιός ψάλτης στην Άρτα. Ένα κύμα μελωδίας ξεχύνεται άξαφνα από το λαρύγγι
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
Άλλα, εξόν απ’ την Τσερκίστα, είναι: Δημαριό, Χόσιανα56, Πάνω Πέτα, Λιβίτσικο57 και Μαρκινιάδα58. Έχουν όλα τους δάση και κτηνοτροφία. Κάπου εκεί βρίσκεται και το μοναστήρι Μελάτες59. Ποιος ξέρει, μπορεί να τα δούμε κι αυτά καμιά φορά.
56. Ανήκουν στον δήμο Νικολάου Σκουφά Άρτας κι είναι χτισμένα σε λόφο 500 μ. με μοναδική θέα προς τον Αμβρακικό και τα Ακαρνανικά όρη (Μπούμ’στος). Το τοπωνύμιο πρέπει να προέκυψε από σλάβικη παραφθορά του τουρκοπερσικού hodža «Τούρκος ιερέας» με προσθήκη της κατάληξης -jana: Χόσιανα <hodž+jana<hodža. Το 1953 το χωριό μετονομάστηκε σε Φωτεινό (Λιθοξόου, Σταματελάτος). Πβ. Το τοπωνύμιο Χόσεψη. 57. Χωριό που βρίσκεται βορειοανατολικά τής Άρτας σε υψόμ. 470 και ανή κει στον ίδιο δήμο με τα Χόσιανα. Το τοπωνύμιο πρέπει να είναι κυριωνύμιο που πρέπει να προέρχεται από το αμάρτυρο σλάβικο Ljubičisko: το έπλασε ο Vasmer με βάση τα κύρια ονόματα, το ρώσικο Ljubeči, το σερβοκροάτικο Ljubač και το πολωνέζικο Lubiecko, που ανάγονται στο σλάβικο ljubu «αγα πητός». Θεωρώ πολύ πιθανό το ότι ο πρώτος κάτοικος λεγόταν Λιβίτσικος «Αγαπητός»: Λιβίτσικο<Λιβίτσικο κτήμα = κτήμα του Λιβίτσικου<ljubu. Το 1927 μετονομάστηκε το χωριό σε Ζυγό (Λιθοξόου).
58. Ο οικισμός αυτός είναι χτισμένος επίσης στα βορειοανατολικά της Άρτας σε υψόμ. 380 και ανήκει στον ως άνω δήμο. Το παλαιό όνομά του, το Μακρυνιές (πληθυντικός αριθμ.: βλ. Vasmer, Σταματελάτος), πρέπει να είναι υδρωνύμιο σλάβικου ετύμου· ο Vasmer υποθέτει ότι αντιστοιχεί –με τη σημασία «υδρό τοπος», «νοτερό μέρος»- στα εξής σλάβικα τοπωνύμια: στο σερβοκροάτικο Mokrine και στα τσέχικα Mokřiny και Mokřinky. Πρόκειται για σλάβικη γλωσσική οικογένεια στην οποία ανήκουν και τα επώνυμα, όπως το Möckern. Για την απόδοση του σλάβικου φθόγγου –ο– με τον ελληνικόν –α–, όσον αφορά τα οικωνύμια, βλ. Οικονόμου (σσ. 249 50). Πβ. και το υδρωνύμιο Μακρίνο στο Ζαγόρι Ιωαννίνων (Οικονόμου). Η μετονομασία του χωριού σε Μαρκινιάδα έγινε το 1940 (Σταματελάτος). 59. Πρόκειται για συνοικισμό της Μαρκινιάδας, ο οποίος
Τώρα θα πάρουμε το δημόσιο δρόμο, πλάι στο ποτάμι, και περ νώντας από το Θεοτοκιό –άλλο μοναστήρι– θα γυρίσουμε στην Άρτα. O – Μεθαύριο γίνεται στ’ Ανώι ένας γάμος60, μα τι γάμος! Τρεις μέρες θ’ αχάν οι ρεματιές από το ντουφεκίδι. Μ’ αυτά τα λόγια με πρωτόβαλε σε πειρασμό ένας γείτονας και συγγενής μου, ο Δημητράκης του Γιάννη, φίλος τού γαμπρού, που θα χρησιμοποιόταν επιπλέον κι ως μάγερας τις ημέρες τού γάμου. Είχε ιδέα από μαγειρική; Να, θα λιάνιζε κρέας και θα συμπούσε τη φωτιά στο καζάνι, δε χρειαζόταν περισσότερες γνώσεις γι’ αυτή τη δουλιά. Το κυριώτερο έργο του θα είταν να στέκει απάνω απ’ τα φαγιά, ώστε να μη συμβούν αρπαγές και καταχρήσεις. Παίρνοντας θάρρος από την εμπιστευτική θέση που είχε ο Δη μητράκης στο γάμο αυτό, αποφάσισα, μολονότι ακάλεστος από τον ίδιο το γαμπρό που δεν τον γνώριζα καθόλου, ν’ ανέβω στ’ Ανώι κι εγώ, με τις πλάτες πάντα του αλλουνού που μ’ είχε προ σκαλέσει από λογαριασμό του. Άλλωστε δεν τα λεπτολογούν κάτι τέτια οι βλάχοι, που όταν παντρεύονται τους αρέσει να έχουν όσο μπορούν περισσότερον κόσμο για να διασκεδάσει. Επειδή ο Δημητράκης ανέβηκε στο σπίτι τού γαμπρού από πολύ νωρίς, εγώ έμεινα παρακοντά. Το Σαβάτο τ’ απόγεμα, βρίσκοντας συντροφιά έναν συμπέθερό μου που τόχε κι αυτός για το ίδιο χω ριό, πήρα μαζί του τον ανήφορο και παρ’ όλη την κάψα φτάσαμε το
γρήγορα στη ράχη. Αυτή χωρίζει τ’ Ανώι από μας, η κορυφο γραμμή τού πανύψηλου Ξεροβουνιού, που έρχεται σχεδόν αντι κρυστά με το Τζουμέρκο, απάνω από χίλια πεντακόσια μέτρα. Κουράζεσαι αληθινά ώσπου να πατήσεις το πόδι σου εκεί ψηλά, γιατί ο δρόμος ανεβαίνει σα μαχαίρι, αλλά σαν τελειώσει αυτή η απότομη ανηφοριά η θέα που απλώνεται απέναντί σου είναι κάτι το θεσπέσιο. Κάτου από το μονοκόμματο όγκο των Τζουμέρκων, όμοια με κάστρο υψωμένο εκεί από την αρχή των αιώνων, ξεχω ρίζουν μες στα δέντρα πλήθος χωριά, όλα σε κακοτοπιές, κατα πράσινα απ’ τα καλαμπόκια τέτια εποχή. Κι ανάμεσά τους περνά ο ποταμός, προαιώνια θεότητα κι αυτός. Ο συνοδός μου στο μεταξύ μού έχει διηγηθεί κάμποσες ιστορί ες από τον καιρό των ληστών, που τους γνώριζε όλους καλά, προπάντων τους περίφημους Ρεντζαίους61. Έραφτε αυτός στ’ Ανώι, 61. Η ομάδα των Ρετζαίων, μια συμμορία ενόπλων με πανελλήνια φήμη, αποτελεί χαρακτηριστικό φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας και μιας ιδιό τυπης κρίσης στην περιοχή σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Η δράση τους –οι ληστρικές δραστηριότητες– συνέχιζε την παράδοση της ληστοκρατίας του προηγούμενου αιώνα. Βλ. σχετικά: Χ. Δερμεντζόπουλος, Το ληστρικό μυ θιστόρημα στην Ελλάδα: μύθοι παραστάσεις ιδεολογία, Αθήνα: Πλέθρον 1997, Στ. Δαμιανάκος, Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, Αθήνα: Πλέθρον 1987, Ν. Καρατζένης, Οι νομάδες κτηνοτρόφοι των Τζουμέρκων, Άρτα 1991. Οι αδελφοί Θύμιος και Γάκης Ρέτζος είχαν ως ορμητήριο το χωριό Ανώγειο. Οι Ρετζαίοι με τους ένοπλούς τους αποτελούσαν μια ληστρική συμμορία με πλήθος παράνομων και εγκληματικών δραστηριοτήτων: ληστείες και εκβια σμούς, απαγωγές με σκοπό τα λύτρα, δολοφονίες, συμπλοκές με χωροφύλακες. Η σημαντικότερη πολυαίμακτη ληστεία ήταν αυτή της Πέτρας Πρεβέζης, στις 13 Ιουνίου 1926, την οποία διέπραξαν οι συνεργάτες τους. Τα στοιχεία που παραθέτει
το χωριό τους, κι από κει τους είχε γνωρίσει. Φαίνεται πως τους εξυπηρετούσε κιόλας όσο είταν στο κλαρί, αυτό συμπέρανα από τα λεγόμενά του. – Κάποτε μου διάβασαν ένα βιβλίο για τους Ρεντζαίους, μου είπε. Έγραφε πολλά, μα τα περσότερα είταν ψέματα. Πού στο διάβολο τα κατεβάζει το κεφάλι τους, είναι να θιαμαίνεται κανένας. Αυτός που είχε παρακολουθήσει από κοντά την πραγματική δράση των δυο φοβερών αδερφιών, απορούσε τώρα με τη φαντα σία που διαθέταν οι συγγραφείς τών δεκάλεπτων ληστρικών φυλ λαδίων. «οικείες» πρακτικές, ακόμα και όταν αυτές προσδιορίζονται ως παράνομες από το κράτος. Άλλο ένα σημαντικό γεγονός ήταν η ικανότητα των ηγετών της ομά δας να διαπραγματεύονται με τους τοπικούς «προύχοντες». Οι Ρετζαίοι λοιπόν εμπλέκονταν σε συναλλαγές με πολιτευτές, διεκδικούσαν την αμνηστία, εντάσ σονταν στη χωροφυλακή και επανέρχονταν στη ληστρική τους πρακτική, όποτε θεωρούσαν ότι το επέτρεπαν οι συνθήκες. Με την έννοια αυτή, η δράση των Ρετζαίων εντάσσεται στα όρια του «πολιτικού» και μιας οικονομίας βίας στο πλαίσιο της οποίας σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η παρουσία δικτύων» (Βαγγ. Τζούκας, Οι οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο 1942 44. Τοπικότητα και πολι τική ένταξη, Αθήνα, βιβλιοπωλείον της Εστίας 2013). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την προσέγγιση του φαινομένου της ληστοκρατίας στην προκοινωνική ζωή έχει η ανάλυση του G. Agamben: «Όλα τα χαρακτηριστικά του sacer esse αποδει κνύουν ότι δεν γεννήθηκε πάνω στο έδαφος μιας συντεταγμένης έννομης τάξης, αλλά, αντιθέτως, ανάγεται στην προκοινωνική ζωή. Αποτελεί ένα θραύσμα της πρωτόγονης ζωής των ινδοευρωπαϊκών λαών… Η γερμανική και σκανδιναβική αρχαιότητα μας προσφέρουν πέρα από κάθε αμφιβολία έναν αδερφό του homo
Είχα μεγάλη περιέργεια να ξαναδώ αυτό το χωριό, πηγή των ληστών, που μόνο μια φορά το είχα επισκεφτεί, πολύ μικρός. Πρόφτασα τότε ζωντανούς και τους περισσότερους δράστες δια βόητων κατόπι εγκλημάτων, που κορωνίδα τους είταν η ληστεία τής Πέτρας. Αλλά το χωριό δε φαινόταν ακόμα. Μας χώριζαν ράχες και ραχούλες απ’ αυτό. Το έδαφος αναδιπλωνόταν αδιάκοπα μπρο στά μας και, γυμνό από δέντρα, δεν είχε να παρουσιάσει παρά μόνο πέτρες, μεγάλες και μικρές. Εδώ κι εκεί φύτρωνε κανένα γαϊδουράγκαθο, λίγη βλάσανη62, μα είχαν στεγνώσει κι αυτά από τον πολύν ήλιο, από την έλλειψη βροχής. Το φετεινό καλοκαίρι είταν από τα χειρότερα που θυμούνται οι άνθρωποι του υπαίθρου. Εδώ οι στράτες γίνονται πιο κανονικές, επειδή πηγαινόρχονται ζώα. Οι Ανωγιάτες έχουν μουλάρια και άλογα, δεν είναι σαν εμάς που δε μας βρίσκεται ούτε ζαντραβέλι63 για τις χρείες μας. Τα μονοπάτια, που είχαν ανοίξει αρχικά τα κοπάδια, πατήθηκαν ύστερ’ από δυνατώτερες οπλές, και τώρα χαραχτήκαν ευδιάκριτες αρτηρίες στο βουνό. Μονάχα το τοπίο εξακολουθεί, όσο κι αν κατεβαίνουμε, να μένει τραχύ και σκυθρωπό, με την πρωτόγονη
αγριωπή του γύμνια. Τέλος, στην έξοδο μιας λαγκαδιάς, αντικρύζουμε δεξιά το πρώτο σπίτι. Απέξω υψώνεται ένα δέντρο, δε θάναι άλλο από γράβος. Όπου βρέθηκε κανένα κλαρί, εκεί στηθήκαν τα κονάκια. Με τον καιρό οι καλύβες έγιναν σπίτια, μια κάμαρη σκέτη με πόρτα κι ένα παράθυρο στην ίδια πλευρά, από άσπρα λιθάρια και με άσπρη σκεπή. Τα περισσότερα τάχτισαν μαστόροι δικοί μας, από το 62. Έτσι ονομάζεται κάποιο είδος χόρτου στη Δρόβιανη της περιοχής Δέλ βινου στη Βόρειο Ήπειρο (Μπόγκας, Β΄, σ.13). 63. Το γαϊδούρι, το μικρόσωμο γαϊδούρι, μτφ. ο κουτούτσικος άνθρωπος (Πα πακίτσος, Χρηστίδης). Αξιοσημείωτο είναι το ότι στην Πρέβεζα και στην Αθή να (κατ. ΟΤΕ) απαντά το επώνυμο Ζαντραβέλης. Αγνώστου για μένα ετύμου.
χωριό μου. Και για πληρωμή έπαιρναν τυρί, βούτυρο, μαλλιά, είδη κτηνοτροφίας, προϊόντα του τόπου. Κοντεύει πια να σουρουπώσει. Πέρα από τις ράχες ακούγονται κουδούνια, γαυγίσματα σκυλιών. Είναι επίφοβο να περπατεί τέτια ώρα κανείς εδώ μοναχός του. Καταλαβαίνω καλύτερα τώρα την αξία τού συντρόφου μου, τη σημασία τής γκλίτσας του. Μόλις ριχτήκαμε αποπέρα σε μια λαγκαδια, που αποπάνω της έβοσκε ένα κοπάδι ζυγούρια, βλέπουμε έναν άνθρωπο σκυφτό που προχωρούσε κατά μάς. Στη μέση του είχε περασμένο μαχαίρι με κίτρινη λαβή. – Έ, πού πάτε; μας κάνει με δήθεν άγριο ύφος. Είταν ο Δημητράκης. Μας είχε γνωρίσει από παραπέρα. Καθί σαμε σε μια πέτρα κι οι τρεις. Κατέβηκαν από πάνω κι οι τσοπαναραίοι, να λάβουν μέρος στην κουβέντα κι αυτοί. Ο Δημητράκης σε λίγο μας άφησε. Είχε δουλιά κάπου εκεί κοντά, θάσφαζε ένα κριάρι από το κοπάδι τού γαμπρού. Συμφώνησε με τον άλλον να με οδηγήσει εκείνος στο κονάκι. Μα εκείνος άλλαξε γνώμη κατόπι. Αν περνούσε από κει, θα τον κρατούσαν με το ζόρι, ενώ τον καρτερούσαν το ίδιο βράδι αλλού. Αποφασίστηκε λοιπόν να μείνει αυτός και να περιμένω εγώ το Δημητράκη ώσπου να γυρίσει. Η ώρα περνούσε. Οι σκιές πυκνώναν τριγύρω μου. Από την αντικρινή ράχη φάνηκε ένας βλάχος. Ερχόταν έχοντας στην πλάτη του ένα μακρύ ξύλο εξογκωμένο στη μέση. Όταν ζύγωσε αρκετά, είδα πως είτανε σφαχτό έτοιμο για ψήσιμο. Τέτια κανίσκια συνηθίζουν να φέρνουν στο γάμο εδώ, ακέριες γίδες
ΓΙΩΡΓΟΥ
ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ – Μη σκιάζεσαι, μου λέει η βλάχισσα. Δεν τρώει εδώ στη στράτα. Πέρασε κι αυτή, έμεινα πάλι μοναχός μου. Πότε θα ρθεί ο Δη μητράκης; Άρχισα ν’ ανησυχώ. Δεν είν’ ευχάριστο να νυχτώνει κανείς σ’ ένα ξένο χωριό, τριγυρισμένος από τσοπανόσκυλα κι ανήμερους ανθρώπους, φάρα ληστών. Το σκοτάδι μ’ εμπόδιζε πια να διακρίνω έστω και πέντε μέτρα παραπέρα. Φύλαγα ωστόσο τη θέση μου πιστά, δεν κουνιόμουν καθόλου. Τί θάκανα αν δεν ερχόταν εκείνος; Θα κοιμόμουν αδεκεί, κάτου από καμιά πέτρα. Μόνος μου ντρεπόμουν να παρουσιαστώ στο σπίτι τού γαμπρού. Κόντευα πια ν’ απελπιστώ. Άξαφνα ακούω πατήματα, κουβέντες. Ερχόνταν δυο τρεις από πέρα. Όταν πλησίασαν πολύ κοντά, γνώ ρισα τον άντρα απ’ τη φωνή του. Είταν εκείνος που περίμεναν. Τον ακολουθούσε η κόρη του και μια άλλη φορτωμένες σακιά, θάχανε μέσα το κρέας. Μόλις στρίψαμε την πρώτη ράχη, βρεθήκαμε μπροστά στο σπίτι τού γαμπρού. Αναμμένες φωτιές έδειχναν το μέρος όπου βράζαν τα καζάνια και γύριζαν στη σούβλα τα σφαχτά. Παραπέρα είτανε τ’ αλώνι, όπου είχαν αρχίσει να κάθουνται οι καλεσμένοι. Αλλά οι περισσότεροι έστεκαν ορθοί, πηγαίναν πέρα δώθε και κουβέντιαζαν. Φορούσαν βλάχικα, τσακτσίρες άσπρες, μάλλινα σακάκια, ζωνάρια στη μέση. Στο κεφάλι τους είχαν κάτι στρογγυλά καλπάκια χνουδωτά. Εγώ ακολούθησα το Δημητράκη στο ιδιαίτερό του. Είταν ένα πρόχειρο παράπηγμα με πέτρες γύρω γύρω, σκεπασμένο με τσαντήρι. Μέσα εκεί μαζεύαν τα σφαχτά και τις μπουγάτσες που έφερνε κάθε καλεσμένος. Τα σφαγμένα ζώα τα έστηναν ορθά, περασμένα όπως είταν στις φούρκες, και σε λίγο είχε γεμίσει το μέρος απ’ αυτά. – Κοίτα δω, μου λέει ο Δημητράκης δείχνοντάς μου ένα σφαχτό πολύ μεγάλο κι όλο ξύγκια. Έχεις ματαδεί τέτιο ποτέ σου; Θα βγαί νει ώς εικοσιπέντε οκάδες. Τόφεραν δυο Ανωγιάτες φορτωμένο.
Έπιασα μιαν άκρη και κοίταζα τη φωτιά που έλαμπε ωραία μες στο σκοτάδι, ενώ ετοιμαζόταν το φαΐ και τα ψητά. Μεγάλη κίνηση γινόταν γύρω απ’ το σπίτι, χαιρετιούνταν αναμεταξύ τους, έδιναν ευκές. Ύστερα καθίσαμε όλοι στ’ αλώνι, που φωτιζόταν από ένα δο χείο με ασετυλίνη. Καθίσαμε διπλοπόδι, γύρω γύρω, απάνω σε βλάχικα στρωσίδια με προσκέφαλα αποπίσω μας για ν’ ακουμπά με. Μπρος μας έστρωσαν μεσάλια, όπου φέρανε μπουκάλες ρακί για να πιούμε, και στη μέση στήθηκε ο χορός. Έπειτ’ αρχίσαν να κουβαλούν τα φαγιά, καπάκια γεμάτα κρέας, όλο κοψίδια. Κα μιά δεκαριά άνθρωποι πηγαινορχόνταν αδιάκοπα τροφοδοτώντας τούς μουσαφιραίους. Δεν πρόφταιναν ν’ αδειάσουν τα καπάκια κι έφερναν άλλα. Έτρωγαν όλοι με όρεξη μεγάλη. Στο τέλος μοιράσαν το ψητό. Πετούσαν τα κομμάτια μες απ’ τα ταψιά με το πλόχερο, σαν τα σπειριά τού καλαμποκιού που ταΐζουν οι νοικοκυράδες τις κότες. Οι βλάχοι έπαιρναν πλάτες ακέριες και τις ξεκοκαλίζαν σαν αρκούδια. Ποτές ένας άνθρωπος της πολιτείας, όσο κι αν είναι ορεξάτος, δε μπορεί να κατεβάσει τόσο φαΐ∙ θα έσκαγε απ’ την πολυφαγία. Ετούτοι όμως τρων όσο βλέπουν τα μάτια τους, γι’ αυτό είναι τα μάγουλά τους έτσι κόκινα κι οι σβέρκοι τους χοντροί. Ανοίγουν το στόμα τους και σειέται ο τόπος64. Έτρωγαν κι έπιναν ώς πέρα απ’ τα μεσάνυχτα. Ύστερα ξαναρχίσαν το χορό. Πηδούσαν μ’ όλη τους τη δύναμη, για να βαστάξεις έναν τέτιον στο χορό πρέπει να στέκεις ακλόνητος σα βράχος. Έφερναν γύρες με φόρα και πίσω τους τιναζόνταν
έβλεπες κάμες πελώριες με κεντημένο μανίκι. Ά, όλα κι όλα, δεν αποχωρίζονται ποτέ τ’ άρματα οι Ανωγιάτες. Όσοι δε μπόρεσαν να βαστάξουν στο ξενύχτι ώς το πρωί κοιμή θηκαν όπως βρεθήκαν, σκεπασμένοι με τα ίδια τους τα πανωτά. Το βιολί με το κλαρίνο λαλούσαν όλη νύχτα και τα βλαχόπουλα με τα πιπεράτα πρόσωπά τους εξασκούνταν στις κωλοκαθιές ωσότου πήρε η μέρα. Το γιόμα συνάχτηκαν όλοι γύρω απ’ το γαμπρό ενώ οι γυναίκες με τα μαύρα μαντήλια και τα μακριά φουστάνια πήραν με τόνο αργό, βαριά και σα λυπητερά, το τραγούδι: Σήμερα νιος ξουρίζεται65 , σήμερα μπερμπερίζεται, ξουράφια από τα Γιάννενα, ψαλίδια από τα Τρίκκαλα. Μπερμπέρη μου περήφανε, για σπούδιαξ’ το χεράκι σου, τ’ έχουμε στράτα αλαργινή, θάλασσες να περάσουμε... Καμιά θάλασσα, μονάχα βουνά χώριζαν τ’ Ανώι από το χωριό τής νύφης, τα γνωστά μας Μουλιανά. Σε λίγο ετοιμαστήκαν και τα ζώα –καμιά πενηνταριά– εκείνων που θα συνοδεύαν το γα μπρό. Πριν φύγουν, αυτοσχέδιοι ντελάληδες φωνάζαν στις γύρου ραχούλες: – Ποιος είναι να πάει για τη νύφη, νάρθουν όλοι για φαΐ! Έ, συμμαζωχτήτε! 65. Πβ. Τζουμερκιώτικα Χρονικά (Αφιέρωμα στον ποιητή), ο Γ. Κοτζιούλας για τα Τζουμέρκα, δημοτικά τραγούδια, λαογραφικές σελίδες, Κ. Κρυστάλλης, (Ι.Λ.Ε.Τ.) Αθήνα 2016, 103-104, αριθμ. τραγ. 148. Κ.Γ.Κ.
Ύστερα μπήκαν στις άσπρες φοράδες και στ’ άλογα τα ρούσα και στα σελωμένα μουλάρια που ξεκίνησαν με καλπασμό κατά πέρα, ενώ πίσω τους αντηχούσαν μπαταριές. Άργησαν πολύ, γέρμα ηλιού γυρίσανε πίσω με τη νύφη. Ένα παιδί ανεβασμένο στις πλάκες τής σκεπής, απάνω από την πόρτα, έσπειρε κατά το έθιμο με ρύζι τη νεοφερμένη. Αυτή, τσελιγκο πούλα από σόι ονομαστό, μόλις είχε γλυτώσει εκείνες τις ημέρες από απόπειρα απαγωγής. Είχε επιχειρήσει να την κλέψει ένας πρώτος ξάδερφος τού γαμπρού, δραπέτης των φυλακών με την τελευταία αναμπουμπούλα, έχοντας δεκατριών ετών καταδίκη στη ράχη του. Σεμνή κοπέλα ώς εικοσιδυό χρονών, αντιπροσώ πευε την αρχοντιά μπρος στη στιβαρότητα του γαμπρού, ενός παληκαριού γεροδεμένου, που τον πατέρα του τον είχαν σκοτώσει οι Ρεντζαίοι, ως επίφοβο αντίπαλό τους, στην αρχή τού αιματηρού τους σταδίου. Το βράδι στρώθηκε δείπνο πλουσιώτερο απ’ το χτεσινό, γιατί τώρα προστεθήκανε κι οι συμπεθέροι. Σε μιαν άκρη του αλωνιού στεκόταν η νύφη, περικυκλωμένη από συγγενισσές της, που ξαναλέγαν κι αυτές το τραγούδι των αντρών. Κάθε τόσο σηκωνόταν ορθή και, με τα μάτια της χαμηλωμένα, προσκυνούσε. Ύστερα την ξαναβάναν να καθίσει. Από την άλλη μεριά έβλεπε κανείς τσελιγκάδες μ’ άσπρα μαλλιά, ισοβίτες που είχαν πάρει χάρη, απλούς τσοπαναραίους. Εγώ καθόμουν δίπλα σ’ έναν γέρο που είχε μείνει
σαραντάρης ακόμα, ο Γιώργο Καραμπάτσης, πρώην ληστής με
δυο αμνηστίες. Είχα πέσει μέσα σε λυκοφωλιά που δεν την έβανε
ο νους μου. Πέρασε κι η νύχτα εκείνη μ’ αδιάκοπο φαγοπότι, τραγούδια και χορούς. Είμασταν τόσο πολύ στριμωγμένοι, που δε μπορούσε ν’ απλώσει κανείς ούτε τα πόδια του τα μουδιασμένα. Προς το πρωί αποκοιμηθήκαμε ο ένας απάνω στον άλλον. Πολλοί όμως δεν έκλεισαν μάτι. Ήρθε το μεσημέρι τής τρίτης ημέρας, καθίσαμε και πάλι για φαΐ. Αντίκρυ γιόρταζε ο Αηλιάς, ελάχιστοι όμως πήγαν εκεί. Σα να μην έφτανε τόσο ρακί που είχαν πιεί, άρχισαν τώρα ν’ αδειάζουν από μια μπουκάλα ο ένας, μονορούφι, σα νάταν νερό. Το σύνθημα το έδωσε ο γαμπρός, που τον μιμήθηκαν αμέσως ο κουμπάρος κι οι άλλοι. Πού τα είχαν κρυμμένα εκεί γύρω τόσα ντουφέκια, που τα ξετρυπώσαν μονομιάς μες απ’ τα χάσματα της γης και γονατίζοντας γύρω από τ’ αλώνι αρχίσαν τις ομοβροντίες; Αντιλαλούσαν οι ρεματιές, αχολογούσαν τα βουνά, καιγόταν ο τόπος απ’ το ντουφεκίδι. Τότε ξεφανερώθηκε από κάπου κι ο Δημητράκης τού Γιάννη, μυρίζοντας όλος κρεασίλας. – Αυτοί αγρίεψαν τώρα, μου είπε, και μπορεί να στραβώσουν κανέναν. Δεν έχουν σκοπό να σταματήσουν, μόνο πάμε να φύγουμε εμείς. Δεν είχε πια ούτ’ αυτός κανέναν προορισμό στο χωριό τών ανυπόταχτων παλληκαράδων. Τα σφαχτά κι οι μπουγάτσες,
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ
τρέχαμε αλλού. Έπειτα είχε ρθει απ’ άλλο χωριό η παντρεμένη θυγατέρα του, δεν έκανε να φύγει. Εξάλλου θέλαν κι οι άλλες του κοπέλες να κατεβούν στο πανηγύρι, ποιός θάμενε για το κοπάδι; Τέλος ο ανήφορος είταν πολύ μεγάλος, ίσως δε θα μπορούσα να τον βγάλω. Τώρα τις είχε βρει ο Κίτσο Φώτης αυτές τις δικαιολογίες και προφάσεις. Την περασμένη βδομάδα που συμφωνάγαμε και με προσκαλούσε για κει, κανένα εμπόδιο δεν παρουσιαζόταν. Αλλά πού να φανταστεί πως εγώ θα έπαιρνα κατά γράμμα τα λόγια του. Είχε δώσει μια υπόσχεση αυθόρμητα, χωρίς όμως να υπολογίσει τις συνέπειές της. Ά, θα ξεχάσει αυτός, μπορεί να είπε με το νου του, πού νάρθει τόσο δρόμο να με βρει, παραμονή πανηγυριού! Αλλά εγώ, που είχα ξεκινήσει επίτηδες για κει, δεν εννοούσα να χάσω την ευκαιρία. Έτσι αναγκάστηκε κι ο Κίτσος, αφού έσφαξε ένα ζυγούρι για τη φαμιλιά του, να βάλει τα καλά του και με την κλίτσα στο χέρι να τραβήξει μπροστά. Φορούσε ένα χοντρό σακάκι καινουργοραμμένο, γελέκο από μέσα και κατάσαρκα μια φανέλα, μάλλινα όλα. Στα πόδια του είχε κάτι παπούτσια παπαδίτικα, από πετσί πολύ σκληρό, που είτανε του γιου του. Πήραμε τον ανήφορο, ενώ ο ήλιος είχε ψηλώσει αρκετά και μας έκαιγε τις πλάτες. Ο Κίτσος περπάταγε κανονικά κι έτσι τον ακολουθούσα χωρίς δυσκολία. Σ’ ένα μονοπάτι, κοντά στα τελευταία χωράφια, σταμάτησε. – Από δω πέρασε τη νύχτα ζουλαπικό, είπε. Από πού το μάντεψε, πώς το ήξερε αυτό; Μου έδειξε πάνω στο χώμα τα χνάρια μιας πατησιάς που δεν είταν ανθρωπινή ούτε από γιδερό. Ή σκαντζόχερας διάβηκε από δω
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ
Ο πρώτος είναι της Βαλτσιώρας, ο παρέκει των γειτόνων τους Κατσάνων68. Από δω φαίνονται όλα τα Κατσανοχώρια69 σχεδόν: Κορίτιανη70, Πλέσια71, Καλέντζι72, Πάτερο73, Νίστορα74 κι άλλα
68. Είναι όνομα ηπειρώτικης φάρας, που απαντά και ως επώνυμο και τοπω νυμικό, παράγωγο της τούρκικης λέξης kaçan «φυγάς», «δραπέτης». Βλ. Δ. Γεωργακά (Ηπειρωτικά Χρονικά 1934, 74). Βλ. και Τζέμος.
69. Πρόκειται για έντεκα χωριά που βρίσκονται στα νότια της πόλης των Ιω αννίνων, στις ανατολικές και νότιες πλαγιές τής οροσειράς Αετοράχης και στις βόρειες του Ξεροβουνιού, και ανήκουν στον δήμο Βόρειων Τζουμέρκων. Φαί νεται απίθανη η άποψη ότι το όνομα Κατσανοχώρια προέκυψε από παραφθορά τού αμάρτυρου Κασσιανοχώρια, το οποίο ανάγεται στον βυζαντινόν άρχοντα Κασσιανόν (Μπόγκας). Και το τοπωνύμιο Κατσάνα, εξάλλου, της περιοχής τών Καλαβρύτων είναι κυριωνύμιο, δεδομένου ότι απαντά το επώνυμο Κατσάνας, που ανάγεται επίσης στο τούρκικο kaçan. Βλ. Δημήτρη Σταθακόπουλου, «Κα τσάνα –μία ετυμολογική προσέγγιση…» (kalabryta press.gr).
70. Το χωριό βρίσκεται απέναντι και βορειοδυτικά από τα Πηγάδια (υψόμ. 820). Ο Vasmer εικάζει ότι το τοπωνύμιο ανάγεται στον αμάρτυρο παλαιοσλά βικον τύπο Korytiˆane που παράγεται από το σλάβικο koryto «σκάφη», από το οποίο προέρχεται το ελληνικό δάνειο κουρίτος «σκαμμένος κορμός δέντρου, που χρησιμοποιείται ως ποτίστρα ζώων». Βλ. και Οικονόμου. 71. Βρίσκεται αντικριστά στα Πηγάδια και στη βορειοδυτική πλευρά του κα μπίσκου που εκτείνεται ανάμεσα στη νότια απόληξη της οροσειράς Αετοράχης Ιωαννίνων και στις βόρειες υπώρειες του Ξεροβουνιού (υψόμ. 620). Το τοπωνύ μιο φερόταν προπολεμικά σε θηλυκό γένος (Η Πλέσια: Λαζάνης, Κατσανοχώρια 1,434). Κατά τον Vasmer προέρχεται από το παλαιοσλάβικο plěši, «γυμνός τό πος», «φαλάκρα». Δεδομένου ότι απαντά το επώνυμο Πλέσιας-Πλέσσας «φαλα κρός» (κατ. ΟΤΕ Αθήνας), το οικωνύμιο πρέπει να είναι κυριωνύμιο. Επίσημα το χωριό γράφεται και ονομάζεται Τα Πλαίσια, αναλογικά και παρετυμολογικά αντίστοιχο προς το ελληνικό ουσιαστικό πλαίσιο (το). Βλ. και Οικονόμου. 72. Μετά τα Πηγάδια, το Καλέντζι είναι το δεύτερο Κατσανοχώρι στον δρόμο από την Πλάκα προς τα Ιωάννινα. Βρίσκεται στην ανατολική άκρη του καμπίσκου στον οποίον απολήγουν οι βόρειες πλαγιές του Ξεροβουνιού (υψόμ. 620). Σύμφωνα με τον Vasmer (36, 71, 80, 111, 122, 134, 163 και 205), το τοπω νύμιο ανάγεται ή στο παλαιοσλάβικο kalici ή στο επίσης παλαιοσλάβικο υπο κοριστικό kalenici, παράγωγο του kali «κόπρος», «λάσπη». Όσοι το θεωρούν (Λάμπρος, Οικονόμου κ.ά.) αλβανικής προέλευσης, χωρίς καμία ετυμολογική
πιο ψηλά. Δάση δεν υπάρχουν ούτ’ εδώ, μα έχουν τουλάχιστο, χαμόκλαδα, τσαπούρια. Το μάτι δε συναντά ξεραΐλα όπως στα μέρη τού Ξεροβουνιού. Η Βαλτσιώρα είναι το τελευταίο χωριό τής οροσειράς Ξερο μαρτυρία, ερευνούν με λήψη του ζητουμένου: βαφτίζουν αλβανικό το επώνυμο Καλέντζης, το οποίο δεν είναι αλβανικού ετύμου. Το όνομα αυτό δεν έχει σημα σιολογική συγγένεια –ούτε ετυμολογική– με το Καλατζής, το επαγγελματικό επώνυμο που είναι τούρκικης προέλευσης: kalay-ci. Κατά τη γνώμη μου, το οικωνύμιο είναι κυριωνύμιο, μιας και στην Αθήνα (κατ. ΟΤΕ) απαντά το επώ νυμο Καλέντζης «Λασπιάς». Αξιοσημείωτο είναι το ότι απαντά και το επώνυμο Λασπιάς (κατ. ΟΤΕ Αθήνας). Βλ. και Οικονόμου.
73. Είναι συνοικισμός της κοινότητας Φορτώσι των Κατσανοχωριών. Ο δρόμος από Καλέντζι προς Ιωάννινα τον αφήνει στα δεξιά του, πάνω από τον Άραχθο (υψόμ. 730). Έως το 1940 ονομαζόταν Τάτερο (Σταματελάτος). Πρό κειται για τοπωνύμιο που ανάγεται στο αμάρτυρο τουρκογενές επίθετο τατερός (tat «η γλύκα», «η νοστιμιά»), το οποίο έγινε κύριο όνομα με ανέβασμα του τόνου, πράγμα που είναι συνηθισμένο γλωσσικό φαινόμενο. Ο τόπος αυτός κάθε άλλο που είναι «γλυκερός», το αντίθετο μάλιστα θα έλεγε κανείς. Είναι πιθανόν να ονομάστηκε έτσι κατευφημισμόν (πβ. γλυκάδι – ξίδι). Προφανώς, το όνομα δεν άρεσε στους κατοίκους και το άλλαξαν μόνοι τους –χωρίς τη μεσολάβηση κάποιας εξουσιοδοτημένης επιτροπής. Έτσι έριξαν στον καιάδα μία λέξη. Ονόμασαν τον συνοικισμό τους Πάτερο, αλλάζοντας μόνο το αρκτικό γράμμα του ονόματος, και πέτυχαν έτσι την ελληνοποίησή του. Το επώνυμο Πάτερος (κατ. ΟΤΕ Αθήνας) ανάγεται στη λέξη πάτερο «ξύλο πατώματος» (Ανδριώτης). Είναι, συνεπώς, κυριωνύμιο. Βλ. και Οικονόμου. 74. Είναι επίσης συνοικισμός τής ως άνω κοινότητας, ονομάζεται και Νί στορας (ο), βρίσκεται σε υψόμ. 880 και κατέχει μεγάλη κι άγονη έκταση. Το τοπωνύμιο ανάγεται (Miklosich, Etymologisches 215, Vasmer REW 2, 222) στο παλαιοβουλγάρικο επίθετο ništi «φτωχός», από το οποίο παράγεται –με προσθήκη της κατάληξης –ori –το επίσης επίθετο ništiori (=nistor) «άγονος» (τόπος). Ως επώνυμο (Nistor) η λέξη αυτή «μετανάστευσε» στη Ρουμανία και με τα καραβάνια τής εποχής εκείνης πρέπει να «μετοίκησε» στα Κατσα νοχώρια. Στην Αθήνα ζουν Ρουμάνοι φερώνυμοι (κατ. ΟΤΕ): η κυρία Elena Nistor μας έδωσε την πληροφορία ότι το επώνυμο
βουνιού, που αρχίζει κάτου από τα Μουλιανά. Όλη αυτή η κο ρυφογραμμή κατοικείται από κτηνοτρόφους, που το χειμώνα κατεβαίνουνε στα χειμαδιά. Ντύνονται ομοιόμορφα, έχουν τα ίδια φαγιά, ξεχωρίζουν απ’ τους άλλους. Εμείς, που κατοικούμε ανατολικώτερα, έχουμε άλλη κόψη∙ το ίδιο κι οι Κατσάνοι, που ζουν σε ομαλώτερη περιοχή, πέρα προς τα Γιάννενα. Δεν κατεβήκαμε αμέσως στο χωριό, που φαίνεται κρυμμένο μες στα δέντρα, καμιά τριανταριά σπίτια. Λοξέψαμε αριστερά και περνώντας κάτι ραχούλες βγήκαμε αντίκρυ στις στάνες τών Σκανταλαίων. – Στάσου εδώ να βγει κανένας από τα κονάκια, είπε ο Κίτσος, γιατί θα μας σκίσουν τα σκυλιά. Δεν ξέρεις τί ζαβά σκυλιά έχουν εδώ. Περιμείναμε κάμποσο και τέλος φάνηκε νάρχεται κάποιος από κει, μ’ ένα άλογο μπροστά. Τον γνώριζε ο σύντροφός μου, είταν απ’ τους Σκανταλαίους, γιος του Κώτσιου Βασίλη. – Εγώ τώρα πάω σε γάμο, μας είπε, μα εσείς να καθίστε στο κονάκι, να φάτε και να κοιμηθείτε. Θα βρείτε πέρα τον πατέρα. Το δειλινό κατεβαίνετε κι εσείς στο χωριό. Έτσι έγινε. Μας έστρωσαν έξω απ’ την καλύβα, κάτου από κάτι κορομηλιές, τα μόνα δέντρα που είχαν βλαστήσει σ’ εκείνη την άδροση ερημιά. Τα κονάκια των Σκανταλαίων βρίσκονται το ένα κολλητά στο άλλο, αδερφωμένα καθώς οι ένοικοί τους. Έχουν όμως και σπίτια κάτου στο χωριό, αυτά εδώ είναι για την εξυπηρέτησή τους. Με τα γιδοπρόβατά τους και τα χοντρικά –φοράδες, μουλάρια, γελάδια– περνούν όλοι αρχοντικά. Στα έβγα χινόπωρου μετακινούνται κι αυτοί. – Το μισό χωριό το κρατάμε εμείς, μου εξηγούν. Είμαστε,
Ένας είταν ο πρόγονός τους, ο Σκαντάλης, που είχε ρθει απ’ την κοιτίδα τους, το Βασταβέτσι75, πίσω από τους Χουλιαράδες. Αλλά το πραγματικό τους όνομα δεν είναι αυτό, στα παλιά χρόνια λέγονταν Γουλαίοι και κατάγονται απ’ τη γενιά τού Κατσαντώνη. Επειδή όμως παρενοχλούσαν τον Αλήπασα στήνοντας καρτέρι στους δρόμους όθε περνούσαν τα καραβάνια, γι’ αυτό τούς έβγαλε σκάνταλα κι από τότε τους έμεινε το παραγκώμι. Αυτά και άλλα πολλά μου τα διηγήθηκε το ίδιο βράδι ο Αλέξη Σκαντάλης, ένας μαυρειδερός άντρας, ψηλός και λιγνός, όλος νεύ ρα και σβελτάδα, νοικοκύρης με τετρακόσια σφαχτά. Δεν επήγα ούτε ένα μήνα στο σκολιό, διακηρύττει με δίκαιη περηφάνεια, μα μπορώ να σου βγάλω κάθε λογαριασμό και διαβάζω φημερίδα· σα γραμματισμένος76.
75. Είναι χωριό των Ιωαννίνων, χτισμένο στις νοτιοδυτικές παραφυάδες του Περιστεριού (Λάκμου) σε υψόμ. 1030, και ανήκει στον δήμο Βόρειων Τζουμέρ κων. Ο Vasmer έχει τη γνώμη ότι το σλάβικο τοπωνύμιο Baštevo βρίσκεται ετυμολογικά εγγύτατα στο όνομα του χωριού αυτού, ενώ ο Οικονόμου θεωρεί πιθανότερη την εξής ετυμολόγησή του: Βασταβέτσι <η σερβοκροάτικη πρόθεση va «εις»+το αμάρτυρο σλάβικο υποκοριστικό stavici της λέξης stavi «υδατοφρά χτης», «μικρή λίμνη»/ «άρθρωση», «αρμός»/ «υποταγμένος». Πβ. το βουλγάρι κο stava «κλείδωση», «άρθρο» και το σέρβικο stav «θέση», «άποψη», «στάση»/ «μέρος μουσικού έργου». Πιστεύω ότι υπήρξε το επώνυμο Βασταβέτσης και ότι το οικωνύμιο είναι κυριωνύμιο. Το χωριό μετονομάστηκε το 1927 σε Ταξιάρχες και το 1928 σε Πετροβούνι (Οικονόμου). 76. Ο ποιητής, βαθύς γνώστης των αφηγηματικών τεχνικών, επιλέγει όχι μόνο τον πλάγιο και τον ευθύ λόγο, προκειμένου να παρουσιάσει τους χαρα κτήρες, αλλά και τον ελεύθερο πλάγιο
Ο Κώτσο Βασίλης πάλι, ο ξάδερφός του, όπου καθίσαμε το μεσημέρι, μας άρχισε κουβέντες που δεν είχανε σταματημό. Κα θόμουν και τον κοίταζα με το μικρό γενάτο πρόσωπό του και τα μάτια που καθρέφτιζαν άπειρη νοημοσύνη. Τα μαλλιά του είχαν πάρει ν’ ασπρίζουν και το παντελόνι του πιανόταν στη μέση με σούφρα∙ δεν είταν παρά τσακτσίρα βαμμένη γαλάζια, όπως και η φανέλα που φορούσε αντίς πουκάμισο. Αυτός ξεχειμωνιάζει πέρα στην Κατούνα, εκεί βρίσκει βοσκές και προκοπή. Στην αρχή, που πρώτος και μόνος αυτός έκαμε την κουτουράδα να πάει τόσο μακριά, οι άλλοι συγγενείς του φαντά στηκαν πως θα χανόταν. Έπειτα όμως αναγνώρισαν πως είχε δίκιο να ζητήσει αλλού χειμαδιό. Δίπλα μας, στον τοίχο, είναι δεμένα δυο τραγιά. Δεν τ’ απολύσαν ακόμα στις γίδες, δεν ήρθε ο καιρός τους. Μυρίζουν όμως δυνατά, η αρσενική τους οσμή διαποτίζει τον αέρα. – Αυτό με τα λιανά κέρατα, δείχνουν αναμεταξύ τους οι δυο βλάχοι, θα βγάλει κατσικάδες, το άλλο κατσίκια, σερνικά. Η νοικοκυρά στο μεταξύ έχει ανάψει φωτιά στη γωνιά και καίει το γάστρο. Θέλουν να μας περιποιηθούν καλά, με κρέας ψημένο, όχι με ότι τύχει. – Δεν ξέρετε πώς μούρθε να ξεκινήσουν άνθρωποι δικοί μου και νάρθουν να μας δουν, λέει συγκινημένη η ασπρόμαλλη γερόντισσα, που τα μάγουλά της όμως έχουν το χρώμα τού μήλου. Εμείς τη λογαριάζουμε πολύ τη συγγένεια, μας έρχεται καλά να γλέπουμε ανθρώπους απ’ το σόι μας. Το τραπέζι που μας στρώσαν είταν πλουσιώτατο. Φάγαμε στο τεψί, έτσι όπως βγήκε απ’ τη φωτιά. Εγώ το προτίμησα έτσι, για πιο απλά∙ μα η νοικοκυρά είχε και πιάτα, μπορούσε να μας μοιράσει σ’ αυτά. – Γιατί δεν είναι ξινό αυτό το γιαούρτι; ρωτώ σε λίγο τον άρ χοντα της καλύβας.
– Ά, δεν είναι γιαούρτι, μου λέει γελώντας. Είναι γάλα γινω μένο, κορφή. Μας αδειάζει και ξαναδειάζει από τον τάλαρο, τρώμε όσο που δε χωράει άλλο η κοιλιά μας. – Φάτε καλά να χορτάστε, στέκουν απάνω μας οι δυο γερόντοι. Φάε, δεν ξαναβρίσκεις τέτιο γάλα, με παρακινούν εμένα. Κι ο Κώτσιο Βασίλης δε σταματά τις κουβέντες, απολαυστικός ομιλητής: – Τον άλλον χειμώνα, που λες, πήγαινα κάθε μέρα ξινόγαλο, τριάντα οκάδες, στην Πρέβεζα και το πουλούσα. Μια μέρα με σταματούν κάτι μαθητούδια, θέλανε να γελάσουν μαζί μου, και μου φωνάζουν: «Βλάχε! Έ, βλάχε!». «Βλάχος είμαι, τους λέω, αλλά τέτιους σαν εσάς εγώ σας πουλάω και σας αγοράζω». «Και τί ξέρεις εσύ;». «Μπορώ να σας ρίξω μέσα στη θάλασσα και να σας βγάλω αποπέρα στεγνούς». «Εσύ;». «Για, εγώ». «Να βάλουμε στοίχημα κι από ένα πρόβλημα, όποιος θα το λύσει». «Μετά χαράς». Εκείνα τα χαζά ζητήσαν να τους απαντήσει σε δυο μέρες πόσες οκάδες κάνουν τα τετρακόσια δράμια. Αυτός όμως τους έβαλε ένα πρόβλημα που παιδεύονταν μια βδομάδα χωρίς να το λύσουν, αυτά κι οι δάσκαλοί τους. Στο τέλος πλήρωσαν τις τρεις οκάδες το κρασί με τα ψάρια και μόνο όταν μάθανε τη λύση. Ά, πολύ γελάστηκαν οι γυμνασιόπαιδες της Πρεβέζης, αν φαντάστηκαν πως μπορούν να τα βγάλουν πέρα μ’ έναν Κώτσιο Βασίλη, από τη
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
τσο Φώτης είχε αρκετούς γνωστούς ανάμεσα στο πλήθος και κάθε τόσο χαιρετιόταν μαζί τους Εγώ πρόσεχα στα τραγούδια των γυναικών την ώρα που ξεκίναγαν τη νύφη. Τάλεγαν αλλιώ τικα εδώ, σε κατσάνικο τόνο. Η φωνή τους υψωνόταν λυγερή και πειθαρχημένη, σα σε χορωδία, μια μελωδία περήφανη και σοβαρή. Έπειτ’ απ’ τη στέψη που έγινε στην εκκλησιά, προσκολληθή καμε ανεπίγνωστα στους άλλους και βρεθήκαμε στο σπίτι τού γαμπρού. Εγώ ακολουθούσα τον Κίτσο Φώτη κι ο Κίτσο Φώτης τους καλεσμένους. Έτσι μας πήρε το σχέδιο να μείνουμε κι εμείς στη διασκέδαση, ακάλεστοι. Μα οι παρατυπίες αυτές δεν παρε ξηγούνται εδώ. Εξάλλου οι άνθρωποι που έκαναν το γάμο είταν κι αυτοί Σκανταλαίοι, δηλαδή πλούσιες καρδιές. Μείναμε ξυπνητοί ώς τα μεσάνυχτα και τότε ο Κίτσο Φώτης, που δεν αισθανόταν τον εαυτό του καλά, ζήτησε μέρος να πλαγιάσει. Βρήκαμε παράμερα ένα κρεβάτι στρωμένο με φτέρες και ξαπλωθήκαμε μαζί. Τα παπούτσια του ο Κίτσος τάβαλε δίπλα στο προσκέφαλο να μην του τα κλέψουν, εγώ τ’ άφησα για καλύτερα ποδεμένα. Το πρωί με κεντούσε το δάχτυλό του να ξυπνήσω. Σηκωθήκαμε χαράματα, κεράσαμε τη νύφη και κινήσαμε για το χωριό. Είχαμε όλο τον ανήφορο της προηγούμενης ημέρας κι έπρεπε να βιαστούμε, να μη μας πάρει ο ήλιος. Αλλ’ από δω αρχίζει μια περιπέτεια άλλης μορφής. Κάθε εκατό, διακόσια μέτρα ο Κίτσος άφηνε την κλίτσα του να πέσει κι απιστομιόταν καταγής λέγοντας: – Τράβα εσύ. Εγώ θα κοιταστώ.
να του δώσω κουράγιο, μα το κακό δεν περνούσε. Κάθε τόσο στα μάταγε κι έκανε μισή ώρα να ξανασηκωθεί. Τρομάξαμε να φτάσουμε το μεσημέρι ψηλά στο Ξεροβούνι του Βροδού, στους Μεγαίους. Η αδερφή τής μάνας μου έλειπε, την προηγούμενη μέρα είχε παντρέψει μια κόρη της. Μας περιποιή θηκαν όμως οι άλλοι. Ο Κίτσος, παρά την αδιαθεσία του, έφαγε ένα καπάκι βραστό γάλα, όπου έτριψε και ψωμί. Το απόγεμα εξακολουθήσαμε την πορεία μας στην κορφή τού άδεντρου Ξεροβουνιού, με τον καυτερό ήλιο απάνω απ’ το κεφάλι μας, ενώ αποκάτω μας έχασκαν γκρεμοί. Ο Κίτσος όλο βογγού σε. Όταν φτάσαμε δώθε στην άκρη, απ’ όπου φαινόταν τα πρώτα σπίτια τού χωριού, εκεί χωριστήκαμε. Τότε άνοιξε το στόμα του κι ο σύντροφός μου. – Ξέρεις τί θάναι αυτό πόπαθα; μου λέει. Θα μου ξεστρίφτηκε ο αφαλός, έτσι βάνω με το μυαλό μου. Με αυτή την ιδέα έμεινα κι εγώ. Αλλά κάτω στο χωριό θέλησαν να μου αλλάξουν τη γνώμη (από πείρα τάχα προσώπων ή από συνηθισμένη κακεντρέχεια): – Ποιόν πιστεύεις, τον Κίτσο; Από το πολύ φαΐ αρώστησε, να ξέρεις! Αλαιμάργησε, έφαγε για προκοπή και δε μπορούσε κατόπι να σαλέψει. Αυτό είταν όλο. O
μου στενούς απ’ την Αθήνα που με προσκάλεσαν απ’ την αρχή
να τους επισκεφτώ, αλλά δίσταζα να κάμω τόσο δρόμο δίχως συ ντροφιά. Τέλος πήρα στο μαντήλι μου κάμποσες βραστές πατάτες και τράβηξα για το ποτάμι. Στην ακροποταμιά έβοσκαν τα ζωντανά τους κάτι παιδούρια απ’ το γειτονικό μου χωριό. Αυτά μου έδειξαν πούθε να περάσω κι από πού ν’ ανεβώ προς τη Ράμια78, ενδιάμεσο σταθμό μου για το Βουργαρέλι. Τσοπανόπουλα και βοσκοπούλες, περνούσαν τις ώρες τους εκεί στην ερημιά, με αθώες κουβέντες και παιγνίδια. Μια που περνούσα το ποτάμι, σκέφτηκα πως δε θα πείραζε να Άρτας 2012, σ. 57. Έως το 1951 το χωριό ονομαζόταν Βουλγαρέλι κι ώς το 1981 Δροσοπηγή. Έκτοτε φέρει το επίσημο όνομα Βουργαρέλι. 78. Χωριό που είναι χτισμένο στις δυτικοκεντρικές πλαγιές των Τζουμέρ κων (υψόμ. 620) –στα βορειοδυτικά της Άρτας– και που υπάγεται στον ως άνω δήμο. Το τοπωνύμιο ανήκει στην ίδια γλωσσική οικογένεια με τη Ρά μνα του πρώην νομού Κιλκίς (Μονολίθι 1928: Σταματελάτος) –στα βόρεια της πρωτεύουσας–, καθώς και με εκείνην του πρώην νομού Σερρών (Ομαλό 1928: Σταματελάτος). Στον Vasmer είναι καταγραμμένο το οικωνύμιο Ράμνια χωρίς γεωγραφικόν προσδιορισμό. Ο σλαβολόγος αυτός δηλώνει απερίφραστα ότι «μπορεί το όνομα να ερμηνευτεί αναμφίβολα καλά από τα Νεοελληνικά και μό νον (η υπογράμμιση είναι δική μου) από αυτά». Και πράγματι, το όνομα Ράμια ανάγεται στην αρχαία και μεταγενέστερη λέξη ράμνος(η) «αγκαθωτός θάμνος διαφόρων ειδών» (Liddell et Scott-Jones), από την οποία πρέπει να πλάστηκε αρχικά –με την προσθήκη της κατάληξης -άς (Ανδριώτης)– το ουσιαστικό ραμνιάς «τόπος με πολλές ράμνους» (Πβ. τον Ραμνούντα, τον αρχαίο δήμο τής Αττικής). Η προσηγορική αυτή λέξη –ραμνιάς– έγινε κύριο όνομα με ανέβασμα του τόνου: Ράμνιας «αυτός που κατοικεί στον ραμνιά». Απαντά στην Άρτα (κατ. ΟΤΕ) και στην Αθήνα (κατ. ΟΤΕ) το επώνυμο Ράμιας, το οποίο πρέπει να έχει καταγραφεί έτσι από κάποιον γραμματικό που θεώρησε ότι πρόκειται για κάτι αντίστοιχο προς το μνια<μια. Συνεπώς, το οικωνύμιο είναι κυριω νύμιο: Η (κατοικία, περιοχή του) Ράμια (επί το ορθότερον: Ράμνια). Προς επίρρωση της ετυμολογίας μου αυτής πβ. Πλατανιάς (επώνυμο: κατ. ΟΤΕ Αθήνας)<πλατανιάς «τόπος με πολλά πλατάνια». Οίκοθεν νοείται ότι κατά τη διαδικασία αυτή δεν είναι υποχρεωτικό το ανέβασμα ή κατέβασμα του τόνου.
πλύνω λίγο το κορμί μου. Να κάμω κανονικό μπάνιο, αυτό δε γινόταν, επειδή το νερό τού Αράχθου είναι τέτια εποχή λιγοστό κι εξάλλου παρουσιάζει βίρες επικίνδυνες εδώ εκεί. Καθώς είχα βουτήξει ώς τη μέση και πλυνόμουν, άκουσα κυ προκούδουνα που πλησιάζαν προς τα κει. Τα παιδιά έφερναν τα γιδοπρόβατά τους για να τα ποτίσουν. Έ, διάλεξαν κι αυτά τα ευλογημένα την ώρα. Και τώρα τί να κάμω; Φάνηκαν και κοπέλες αντίκρυ. Επειδή δε μπορούσα να κάθουμαι όλη την ώρα στο νερό, βγήκα έξω∙ και για να μη στεγνώνω ακίνητος, άρχισα να κάνω ελαφρές σουηδικές ασκήσεις. Τα παιδιά κοίταζαν το θέαμα με περιέργεια. Οι μεγαλύτερες απ’ τις τσοπανοπούλες είχαν γυρίσει το βλέμμα τους αλλού. Σίγουρα δε θα είχε γίνει άλλη φορά εκεί κάτι τέτιο: ένας άντρας απάνω απ’ τα τριάντα να κολυμπάει στο ποτάμι κι ύστερα να κάνει στο γιαλό γυμναστική. Ποιός άνθρωπος με τα σωστά του αποφασίζει τέτιες κουτουράδες; Ά, είχαν δίκιο ο κοσμάκης να ψιθυρίζουν περίεργες κατηγορίες για το άτομό μου. Το απόδειχνα κι ο ίδιος πως ήμουν ένας τέλειος αναρχικός. Αφού αποστέγνωσα, πήρα ένα στενό μονοπάτι κι ανηφορίζοντας κάμποση ώρα βγήκα κοντά σ’ ένα χάνι. Αυτό το κρατεί ο Κουμπούρας, παρατσούκλι ενός παλιού δραγάτη που θέλησε τώρα να γίνει χαντζής*. Βρισκόταν απάνω στο δημόσιο δρόμο μια στρατώνα από την εποχή τής τουρκιάς κι
– Ηύρες κάνα πράμα δω παραπάνω; με ρώτησε χωρίς άλλη προεισαγωγή. Ναι, είχα δει κάποιο μουλάρι πιο μπροστά∙ μα η κοπέλα δε στάθηκε να της δώσω περισσότερες εξηγήσεις. Ο νους της είταν πολύ μακριά από την περιοχή τών ειδυλλίων. Ανεβαίνοντας προς τη Ράμια μες από το λόγγο, απάντησα έναν πλάτανο μεγάλο με βρύση στη ρίζα του. Εδώ κάθονται οι περαστι κοί και γιοματίζουν. Εδώ έφαγα τις πατάτες μου κι εγώ. Στο κάτω μέρος τού χωριού απαντά κανείς δάσος ολόκληρο από δέντρα ή ντούσκα. Κλάρες στρωμένες ολούθε, με μισόξερα φύλλα, δείχνουν πως αυτές είναι η κυριώτερη τροφή τών γιδερών σ’ αυτά τα μέρη. Ακόμα κι αυτή την ώρα ακούς χτυπήματα τσε κουριού πέρα, μες στο λογγιά. Παρέκει απαντάς πελώριους δρυς που τους έβαλαν το χειμώνα φωτιά και στέκουν εκεί μισοκαμένοι, σαν πλάσματα των θρύλων. Τη νύχτα θα τρόμαζε κανείς να περάσει από δω. Φτάνω στη συνοικία Τραντζαίικα. Δεν απέχει από δω παρά λίγα λεπτά το χωριό. Δεξιώτερα, στο βάθος, είναι άλλος μικρομαχαλάς: τα Σιαπεραίικα. Κοιμήθηκα κει ένα βράδι τού περασμένου Δεκέμβρη. Μας φιλοξένησε, εμένα και το συνοδό μου, ένας απ’ τους Σιαπεραίους, νοικοκύρης βαρύς. Το πρωί που ξυπνήσαμε μας έδειξε και το υδραγωγείο του, που το είχε κάμει με σύστημα δικό του, επινόηση πρώτης γραμμής. Το σπίτι του είταν τριγυρισμένο από κουμαριές και χαιρόταν κανείς να τις βλέπει γεμάτες κατακόκινους καρπούς. Σήμερα θάμαι φιλοξενούμενος του παλιού μου δασκάλου,
παιδαρέλι ακόμα κι εκείνος. Πέρασαν από τότε τόσα χρόνια! Ο δάσκαλός μου απόχτησε φαλάκρα, μα κι εγώ έφτασα στα μισά τής ζωής μου. Μιλάμε ατέλειωτα*, όλο το μεσημέρι, για παλιά και καινούρ για. Μου διηγείται με τί στερήσεις είχε σπουδάσει, τί αντιδρά σεις βρήκε μπροστά του άμα ζήτησε να σταδιοδρομήσει. Αλλά δοξασοιοθεός πέρασαν όλα, τώρα είναι παντρεμένος, έχει και δυο παιδάκια. – Πάμε τώρα στη μέσα κάμαρη, με προσκαλεί, να ιδείς και τις ζωγραφιές μου. Ένας ταπεινός δημοδιδάσκαλος, που έχει μέσα του τη σπίθα τής τέχνης, με οδηγεί στο εργαστήριό του. Μου δείχνει δυο τρεις πετυχημένες προσωπογραφίες, μερικές «νεκρές φύσεις», που ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωρίζω κάτι φυσικώτατα κρεμμύδια και καλαμπόκια, προϊόντα τού τόπου. Τα χρώματα είναι βαλμένα με γούστο, οι ομοιότητες τονισμένες όσο πρέπει. – Έκαμα και μια έκθεση στην Άρτα το ’29, μου διηγείται, αλλά μου άφησε ζημία. Τα έξοδα για τα κάδρα και για την παραμονή μου στην πόλη ξεπέρασαν εκείνα που πήρα από καμιά δεκαριά πίνακές μου. Αλλά κι αυτούς μήπως μου τους πλήρωσαν όλοι; Άλλοι ανάλαβαν να μου τους εξοφλήσουν με μηνιαίες δόσεις, που τις σταμάτησαν ύστερ’ από δυο τρεις μήνες. Άλλοι μου γύρισαν τα έργα μου πίσω μόλις έλαβα το θάρρος να τους θυμίσω το χρέος τους. Έχω την ιδέα πως οι περισσότεροι αγοραστές μου κράτησαν από ένα κομμάτι μόνο και μόνο για να περαστεί τ’ όνομά τους στην εφημερίδα.
πάρει, με ορισμένη ωστόσο τιμή. Μονάχα μια δασκάλα θέλησε ν’ αποτελέσει εξαίρεση σ’ αυτή την επαρχιώτικη κακομοιριά. Και τώρα δε σκοπεύεις να ξανακάμεις έκθεση; – Εδώ γύρω; Ά, μπα. Δεν την ξαναπαθαίνω. Στην Αθήνα ίσως ν’ αποφάσιζα, μα πού να βρείς αίθουσα εκεί. Πρέπει να διαθέτεις μέσα, συστάσεις, γνωριμίες, ενώ εμάς εδώ στην επαρχία δε μας γνωρίζει κανένας. Τί είμαι γω; Ένας ζωγράφος χωρίς σπουδές, ένας ερασιτέχνης. Καλλιτέχνες σαν εμένα είναι καταδικασμένοι στην αφάνεια και στη στασιμότητα, όσο τουλάχιστο δεν αλλάζουν οι συνθήκες τής ζωής. Να, τώρα βλέπεις με τί καταγίνομαι; Μπογιατίζει μαξιλάρια και πάντες κρεβατιών, ζωγραφίζει απάνω τους πουλάκια και λαγούς, για να τ’ αλλάξει κάτου στον κάμπο με καλαμπόκι. Αλλά θα τα πάρουν οι καμπίσιοι, θα τα ζηλέψουν οι κοπέλες τους για προίκα; Οπωσδήποτε αυτός θα κάμει έναν κόπο να πάει ώς εκεί. Η Ράμια είναι εύφορο χωριό, αλλά φέτος με την ξηρασία η παραγωγή του λιγόστεψε κατά πολύ. Τα περισσότερα χωράφια είταν ξερικά και δεν έδωσαν παρά μόνο το σπόρο τους σχεδόν. Αυτό το παράπονο ακούς στα πιο πολλά Τζουμερκοχώρια. Το δειλινό που ξεκινάω για το διπλανό χωριό, σηκώνεται να με ξεβγάλει ώς παραπέρα ο υποχρεωτικός δάσκαλός μου που τώρα έγινε φίλος. Τα σπίτια βρίσκονται εδώ συμμαζωχτά, οι δρόμοι παρουσιάζονται κανονικοί, το σύνολο φανερώνει κάποιον πολιτισμό. Και οι περισσότεροι φράχτες αποτελούνται από μεγάλες σκίζες τοποθετημένες σε παράλληλη γραμμή. Αυτό δείχνει πως υπάρχει εδώ μπόλικη ξυλεία. Στο κέντρο τού χωριού
Στην έξοδο του χωριού ο συνοδός μου μ’ αφήνει, να τραβήξω από κει και πέρα μοναχός μου. – Πρέπει να βιαστείς όμως, μου συσταίνει. Για να φτάσεις στη Χόσεψη80, πρέπει να πατήσεις τρεις ώρες στα γεμάτα. Λογαριάζω να φτάσω εκεί ίσα ίσα με το σούρουπο και δεν ανη συχώ. Μου αρέσει το μέρος, ευχαριστιέμαι που πεζοπορώ και ξέρω πως θα βρεθεί κάπου μια φιλόξενη γωνιά για τη νύχτα. Στο μεταξύ μπορούμε να ρωτήσουμε και κανέναν, αν μας μπερδέψει ο δρόμος πουθενά. Πίνω νερό απ’ όποια βρύση απαντώ, κάνω συλλογή και δειγ ματολόγιο από τα νερά τής πατρίδας. Αυτές τις βρύσες και τα πλατάνια μπορεί να τα θυμάται κανείς ύστερα σ’ όλη τη ζωή του. Ο δρόμος από δω και πέρα είναι ομαλός. Ανάμεσα στ’ άλλα χαμόκλαδα βλέπει κανείς και κέδρα με τους ωραίους καστανούς των σπόρους. Παίρνω και δοκιμάζω, δεν τα βρίσκω δυσάρεστα στη γεύση. Κοιτάζω τις τούφες, τα χωράφια, κανένα λαγκάδι που τυχαίνει μπροστά μου. Εκεί που είχαν σπείρει πρωιμιές, φαίνονται ακόμα τ’ απομεινάρια τού σανού. Εδώ είναι αλλιώτικος ο τόπος, δεν τον πιάνει και τόσο ο ήλιος. Γι’ αυτό, παρ’ όλη την αναβροχιά, χλοΐζουν ακόμα τα καλαμπόκια. Κάτι θα μαζέψει ο κοσμάκης, δε θα μείνουν ολότελα αδειανοί. Η ώρα περνάει, εγώ περπατώ. Δε βρίσκω κανέναν για συντροφιά, προχωρώ μοναχός μου. Διαβαίνω ρεματιές, παίρνω ανήφορους, 80. Το χωριό αυτό βρίσκεται επίσης στις δυτικοκεντρικές
στρίβω κατάφυτους λόφους. Αλλά το χωριό δε φαίνεται ακόμα. Σε κάποιο σημείο διστάζω: απάνω να κάμω ή κάτω; Καλύτερα ας ανηφορίσω, είν’ εύκολο ύστερα να ξαναβρεθώ στον κάτω δρό μο∙ ενώ θα σου φανεί διπλός ο κόπος αν μάθεις άξαφνα πως πρέ πει να πεταχτείς εκεί στην κορφή, στη στράτα που είχες αφήσει. Κοντά σε μια βρυσούλα, βλέπω ένα σπιτάκι. Δεν έχει άλλα σπί τια εδώ, είν’ ερημιά. Κοντεύει πια να σουρουπώσει. – Από δω πάει στη Χόσεψη; ρωτώ μια κακοντυμένη γυναίκα που βγήκε όξω και κοιτάει. – Όχι, μου εξηγεί, από εδώ έρχονται να πάρουν νερό. Πρέπει να κατεβείς εκεί παρακάτω, για να ξαναπιάσεις το δρόμο. Με ρωτάει από πού έρχομαι, της φαίνεται πολύ μακριά. Περι ορισμένοι στα ζωντανά τους, στις δουλιές τού σπιτιού, δεν ξέρουν από παραπέρα. – Και πού θα μείνεις απόψε; Γνωρίζεις κανέναν στο χωριό; Της αναφέρω ένα όνομα, να βρίσκονται τάχα εδώ; – Πώς, εδώ είναι, κι αυτός κι η θυγατέρα του, εκείνη που μάθαινε τα πολλά γράμματα στην Αθήνα. Είχε τη διάθεση να με κρατήσει στο σπίτι της κι αυτή, αλλά εκεί που θα πάω είναι καλύτερα, – τρανοί άνθρωποι, με βεβαιώνει. Και βέβαια τρανοί θα είναι, αφού πρόκειται για οικογένεια στρατηγού. Δεν υπάρχει άλλος στρατηγός απ’ αυτόν στα Τζουμέρκα.
– Δε μου λες, μην άκουσες τίποτε για στρατιωτικό, μην παίρνουν τίποτε ηλικίες; θυμάται να με ρωτήσει η άγνωστη από μακριά. – Όχι, δεν άκουσα τίποτε, κυρά μου. – Είπα κι εγώ, πετάει η φτωχιά γυναίκα τα λόγια στον αέρα, γιατί έχω ένα παιδί και σκιάζομαι μη μου το πάρουν. Ο μεγαλύτερος εφιάλτης τών γυναικών
Μπαίνω στη Χόσεψη με νύχτα. Τρομάζω να κατεβώ μες από τις ρούγες, από τα νερά, ώσπου να φτάσω στο μεσοχώρι, εκεί που διακρίνεται, ψηλότερη από τ’ άλλα χτίρια, η εκκλησιά. Φως δεν υπάρχει πουθενά. Ο συνταξιούχος στρατηγός81, καθισμένος κάπου, συζητεί με την παρέα του. Περιμένω να ξεχωρίσει απ’ τους άλλους και τον πλησιάζω.
– Θα πάμε στο σπίτι, μου λέει.
– Μήπως έχω να μείνω κι αλλού πουθενά; του αποκρίνομαι γελώντας. – Στάσου μονάχα, με παρακαλεί, γιατί έχω λίγη δουλιά και θα ξαναγυρίσω. Έλειψε ώς μισή ώρα. Είχε πάει, όπως εξακριβώθηκε, με δυο τρεις άλλους ν’ ακούσουν απ’ το τηλέφωνο νέα. Βάνουν αλλού, παραπέρα, το ραδιόφωνο του Λονδίνου κι έτσι μαθαίνουν κι αυτοί. «Στο ρωσικό μέτωπο οι Γερμανοί προχωρούν. Στην καμπή τού Ντον συνάπτονται μεγάλες μάχες. Ο εχθρός έχει τρομερές απώλειες. Τόσα αεροπλάνα καταστράφηκαν από τη μια μεριά, τόσα από την άλλη». Μια φωνή βιαστική αραδιάζει μέσα στο σκοτάδι αριθμούς, ονόματα, τοποθεσίες. Είναι δασκάλα αυτή που μας μεταδίνει, εκεί στα σκοτεινά, τις πολεμικές ειδήσεις. Δεν τη βλέπω, αλλά πρέπει νάναι, φαντάζομαι, νέα. Μονάχα μια νέα έχει αυτή την ανυπόμονη, με μουσικές αναπάλσεις φωνή. Βρήκαμε τη γυναίκα τού στρατηγού άρρωστη*, κρεβατωμένη.
Μου διαθέτουν ιδιαίτερη κάμαρη να κοιμηθώ. Το σπίτι, παλιό αρχοντικό, με κατώγι πέρα πέρα, έχει αρκετά δωμάτια. Μπροστά στο παραθύρι ξεπροβάλλουν, αγίνωτα ακόμα, τα σταφύλια.
Το πρωί που σηκώθηκα, βρήκα μπόλικα βιβλία στη βιβλιοθήκη. Μου κίνησαν προπαντός τήν προσοχή κάτι χοντροί τόμοι τού Σατωμπριάν.
– Ποιός τα μελετάει αυτά; ρωτώ τη δεσποινίδα τού σπιτιού, φοιτήτρια82 γνωστή μου απ’ την Αθήνα.
– Ο μπαμπάς.
– Ξέρει γαλλικά; – Αρκετά για να διαβάζει, όχι όμως και για να μιλά.
– Καλά, και πότε τάχει μάθει; – Κάποια εποχή που τον είχαν αποτάξει. Καθόταν εδώ απομονωμένος και μην έχοντας τί άλλο να κάμει έμαθε γαλλικά με λεξικό. Έχει σ’ αυτά τρομερή υπομονή. Διάβασε, μου φαίνεται, όλον το Θιέρσο. Την άνοιξη έσκαβε ο ίδιος τα χωράφια, σκάλιζε τις ρόκες, σαν τους χωριάτες. Πολλές ασχολίες κι επιδόσεις που δεν τις είχε κανένας στο νου του, έκαμαν την εμφάνισή τους τώρα με τον καταναγκασμό τού πολέμου. Ο άνθρωπος είναι ικανός να θαυματουργήσει, όταν κεντριστεί απ’ την ανάγκη. Ακόμα, κάθε δυσάρεστο περιστατικό, κάθε συμφορά έχει και την καλή της πλευρά. Χωρίς την πολεμική
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ
στη Χόσεψη για το φόρο τής δεκάτης83. Σε λίγο αρχίζουν τα έλα τα. Είναι πρωί ακόμα και χαίρεται κανείς τη δροσιά περπατώντας μες στην ωραία αυτή τοποθεσία. Σε μια ρεματιά βλέπουμε νάρχεται πηδώντας προς εμάς, ξεκι νημένος από ψηλότερα, ένας νέος με γιαλιά, τραγιάσκα κι αρβύ λες. Είναι φίλος μου, φίλος στενός που τον έχω πιάσει απ’ την Αθήνα. Έμαθε πως ερχόμαστε και κατέβηκε, ανυπόμονος, να μας υποδεχτεί. Στα μάτια του λάμπει φλόγα νεανική, είναι απ’ τη νεο λαία που πιστεύει σε κάτι, που δεν ενδιαφέρεται μόνο για τσιγάρα και γυναίκες. Προχωρώντας ολοένα κάτου απ’ τα ελάτια, φτάνουμε σε μια ραχούλα με κόνισμα. Μαζί όμως με τα θεία εξυπηρετεί και τους ανθρώπους, επειδή φροντίσαν να το κάμουν υπόστεγο προσθέτοντας και δυο πλάγιες πλευρές. Έτσι μπορεί να προφυλαχτεί εδώ ένας περαστικός, άμα τον πιάσει στο δρόμο βροχή. Στο σημείο αυτό χωρίζεται η στράτα. Η μια προχωρεί πέρα, κατά το Βουργαρέλι, κι η άλλη τραβά κάτω, προς το μαχαλά όπου θα πάμε κι εμείς∙ δεν απέχει παρά λίγα λεπτά από δω, μολονότι δε φαίνεται ακόμα, επειδή μας κλείνουν τον ορίζοντα τα δέντρα. Και λέγεται ο συνοικισμός, όπου θα μείνουμε σήμερα, Σκιαδάδες84.
τού επαγγελματικού ουσιαστικού σκιαδάς (αθησαύριστη λέξη) «σκιαδοποιός»: πρόκειται για επάγγελμα που συγκαταλέγεται ανάμεσα σε αυτά που χάθηκαν πολύ νωρίς. Μοναδικοί μάρτυρες του ότι ασκήθηκε κάποτε αυτό είναι το εν λόγω οικωνύμιο και το πολύ συνηθισμένο επώνυμο Σκιαδάς (βλ. κατ. ΟΤΕ, π.χ., Άρτας, Ιωαννίνων και Αθήνας), το οποίο απαντά και ως οικωνύμιο (Στα ματελάτος). Είτε στον
Οι Σκιαδάδες δεν αποτελούνται παρά από καμιά κοσαριά σπί τια, έχουν όμως σχετική επάρκεια σε χωράφια και τα βολεύουν καλά. Επιπλέον, έχοντας βγάλει καθηγητές, δασκάλους και άλλους υπαλλήλους, έπαιρναν αρκετά απ’ το δημόσιο κι αυτό τους επέ τρεπε να βελτιώνουν ολοένα τις συνθήκες της ζωής των. Σε όποιο λοιπόν σπίτι και να μπεις, θα παρατηρήσεις πάστρα και τάξη, αξιόλογο νοικοκυριό. Έχουν τον τρόπο τους εδώ να περιποιηθούν έναν ξένο, δε ντροπιάζονται άμα τους κοπιάσει μουσαφίρης. Τα σπίτια βρίσκονται σε κανονική απόσταση τόνα από τ’ άλλο, τριγυρισμένα από χωράφια, αμπέλια και κλήματα. Φυτρώνουν εδώ και κρανιές, κάθε νοικοκύρης έχει τις δικές του. Μια μάλιστα απ’ αυτές, που έτυχε κιόλας απάνω στο δρόμο, τη λένε Βασιλοκρα νιά: τόσο εξαιρετικά θεωρούνται τα κράνα της απ’ τους κατοίκους. Η οικογένεια που με φιλοξενεί έχει κι ένα δάσκαλο ανάμεσα στα μέλη της. Οι γυναίκες ξέρουν από κουβέντα και φέρσιμο, μιλούν ελεύθερα, λέμε αστεία. Στο παράθυρο υπάρχουν βιβλία και περιοδικά, περνάει ευχάριστα την ώρα του κανείς. – Πώς είναι τα δικά σας τα χωριά; με ρωτούν. – Ά, κατώτερα, δε συγκρίνονται μαζί σας, τους απαντώ μ’ ειλικρίνεια. Η απάντησή μου φαίνεται να ευχαριστεί ιδιαίτερα τις γυναίκες. Το φύλο τους έχει έμφυτη μέσα του τη φιλαρέσκεια, τους αρέσει να τις παινεύουν, ίσως και να κατακρίνει κανείς άλλες μπροστά τους. Οι άνθρωποι σ’ αυτό το μέρος είναι πολύ περιποιητικοί. Σου απιθώνουν
μένα εκεί πριν από αιώνες. Το κοινοτικό αυτό έργο έγινε μ’ έξοδα του ντόπιου καθηγητή Χρίστου Λαμπράκη, που είχε σπουδάσει και κάμει πλούσιο γάμο στην Ελβετία. Αναδειγμένος από φτω χόπαιδο, προοριζόταν να παίξει σπουδαίο ρόλο στην εκπαίδευση της χώρας μας, αλλά τσακίστηκε από τη νευρασθένεια. Και αυ τοκτόνησε εδώ, στη γενέθλια γωνιά του, κοντά σε κάτι βάτους, αυτός ο υπερευαίσθητος και καλλιεργημένος, το καλοκαίρι του 1925. Ήρθε για το κλίμα και τον θανάτωσε η μοναξιά. Εξόν από τη βρύση τού χωριού του ο Χρίστος Λαμπράκης85 (που θα μιλάμε γι’ αυτόν με γνωστούς του σε όλο το διάστημα της εδώ παραμονής μου, τόσο αξέχαστος και θαυμαστός τούς έχει μείνει) φρόντισε ν’ αφήσει πίσω του κι ένα άλλο έργο εθνικής σημασίας, ένα βωμό στο παγκόσμιο πνεύμα. Η έδρα τής Νεοελληνικής φιλολογίας που λειτουργεί από κάμποσα χρόνια στο πανεπιστήμιο Γενεύης συστήθηκε και μισθοδοτείται με δική του δωρεά. Τα χρήματα που είχε πάρει από την προίκα τής γυναίκας του, μιας ξένης, δε θέλησε να ρθούν ύστερ’ απ’ το θάνατό της –πέθανε πριν απ’ αυτόν– στην Ελλάδα. Προτίμησε να μείνουν εκεί που τα βρήκε: τόσο φιλότιμος είταν αυτός ο χωριάτης από τα Τζουμέρκα. Αφήνοντας τη βρύση παίρνουμε τον ανήφορο και βγαίνουμε σ’ ένα ξάγναντο, στην κορφή τής πλαγιάς όπου είναι χτισμένα τα σπίτια. Εδώ η τοποθεσία, που λέγεται Τζιούμα, ξεπερνάει τα χίλια μέτρα σε ύψος. Το μέρος είναι κατάφυτο από έλατα, με ρουπάκια ανάμεσά τους και κέδρα. Υπάρχουν και λουρίδες που πρασινίζουν απ’ τη φτέρη. Στεκόμαστε κάπου και κοιτάμε τον ήλιο που γέρνει στην
ρυφογραμμή τού Ξεροβουνιού. Δεξιά μας προβάλλει ο σταχτής όγκος των Τζουμέρκων, που τα έλατα φτάνουν γύρω γύρω στα ριζά του. Πίσω απ’ τη βορειοανατολική απόκλισή του πέφτουν τα Θοδώριανα, το ακρινώτερο χωριό προς τα σύνορα της Θεσσαλίας. Πιο πίσω ακόμα ξεπροβάλλουν οι προεξοχές των τρικκαλινών βουνών κι από δω μεριά, δεξιά μας, διαβαίνει ο Ασπροπόταμος. Σε δυο τρεις μεριές φαίνεται κι ο δικός μας ο Άραχθος, που κα τεβαίνει προς την Άρτα. Ο παρατηρητής έχει μπροστά του από δω ψηλά όλο το νομό τής Άρτας: περικλείνεται στο τρίγωνο που σχη ματίζουν τα γειτονικά βουνά Ξεροβούνι, Τζουμέρκα, Χελώνα∙ η Χελώνα χωρίζει την Ήπειρο από το Βάλτο. Φαίνεται ακόμα και ο Αμβρακικός από δω, καθώς και η Πρέβεζα με τη Λευκάδα, όταν δεν υπάρχει καταχνιά. Τότε μπορεί να διακρίνει κανείς και καράβια. Σε τέτια μέρη ευχαριστείται κανείς να κάθεται πολλή ώρα και να κοιτάζει μπροστά του. Ίσως όμως αυτό να συμβαίνει μονάχα με τους περαστικούς, οι ντόπιοι να έχουν συνηθίσει τις φυσικές ομορφιές τού περιβάλλοντός των. Έπειτα οι περισσότεροι απ’ αυτούς δε δίνουν σημασία σε τέτια∙ καταγίνονται με την καλλιέργεια της γης, που τους δίνει και τρων. Η φυσιολατρία καταντά υπόθεση των αργοσχόλων. Εξόν από το σπίτι του φίλου μου, φιλοξενήθηκα εδώ και σ’ άλλα δυο. Επισκέφτηκα και την κατοικία ενός απόστρατου ταγματάρχη, μια επιβλητική οικοδομή από γερή πέτρα, με πρόσοψη κάπως βαρειά κάτου απ’ το φως του φεγγαριού, όπως ταιριάζει στο ερημητήριο ενός στρατιωτικού. Ο ταγματάρχης ζει μόνος του, με μια υπηρέτρια απ’ το ίδιο χωριό, και
δεν ξέρω πούθε ξεκίνησε, κυνηγημένος απ’ τους Τούρκους, κι ήρθε να τρυπώσει σ’ αυτή την απόμερη άκρη με τα πολλά έλατα –για βοσκή– και το ριπωτό χώμα –γι’ αμπέλια. Πλήθυνε η γενιά του από τότε και σήμερα οι απόγονοί του κατέχουν απάνω απ’ το μισό μαχαλά. Μας φιλοξένησε και μια κυρία απ’ την Αθήνα, ο άντρας της διατηρεί εκεί εστιατόριο. Μας είχε ένα γεύμα εξαίρετο γι’ αυτή την εποχή: κρέας, πήτα, μπουρέκια. Πού τα βρήκε τα υλικά για κείνο το αλησμόνητο φαΐ; Της τάστελναν απ’ την πρωτεύουσα ή μπορούσε ορισμένα είδη από κει να τ’ ανταλλάξει με προϊόντα τού τόπου. Οπωσδήποτε το μεσημέρι εκείνο είδα καθαρά πως ο πολιτισμός προέρχεται κατευθείαν από την οικονομική ευεξία. Φαντάζονται μερικοί πως δεν υπάρχουν στα χωριά μας μέρη για παραθερισμό. Αυτό δεν είναι σωστό. Οι Σκιαδάδες π.χ. συγκεντρώνουν εξαιρετικά πλεονεχτήματα για διαμονή καλοκαιριού. Λείπει όμως ένα ξενοδοχείο και λείπει προπάντων η συγκοινωνία. Ώσπου να γίνουν δρόμοι, ώσπου να ιδεί κι η ύπαιθρος αυτό το αγαθό, οι άνθρωποι που έμαθαν να καλοζούν θα μένουν πάντα στα κέντρα. Μονάχα τίποτε ορειβάτες θα ξεβγαίνουν ώς εδώ, να μάθουν τί παναπεί φύση. Κάθουμαι στην αυλή τού φίλου μου και κοιτάζω αντίκρυ τις υπώρειες των Τζουμέρκων. Από κει πέρα που είμαστε εμείς το βουνό φαίνεται μονοκόμματο, γρανιτικό. Έχουμε την εντύπωση πως στην άκρη του, ανατολικά, τελειώνει στ’ αλήθεια, κι όσο για το πίσω μέρος, τί μπορεί να κρύβει αποπίσω, αυτό δεν περνάει καθόλου από το νου μας. Είναι σα μια αυλαία κι εμείς είμαστε, από κει πέρα, οι θεατές. Αλλά η οφθαλμαπάτη
κα ενιαία συνέχεια ώς το τέλος, παρά απλώνουν απ’ τη μέση τους
διακλαδώσεις τους προς την ανατολή, εκεί κοντά στα Θοδώριανα. Υπάρχουν από δω μονοπάτια που ανεβάζουν ψηλά στα Τζου μέρκα. Θέλει κανείς πεντέξη ώρες ώσπου να φτάσει εκεί. Αλλά πρέπει ν’ ανεβεί από νύχτα για να προφτάσει την ανατολή τού ήλιου, ένα θέαμα μοναδικό, καθώς διηγούνται. Το καλύτερο είναι να μείνει κανείς και λίγες μέρες εκεί∙ αλλά χρειάζεται να γνωρίζει βλάχους, από κείνους που ξεκαλοκαιριάζουν εκεί με τα κοπάδια τους. Είναι αδύνατο να βαστάξεις τη νύχτα εκεί, αν δεν έχεις σκε παστεί με μάλλινα ρούχα. Πότε όμως θ’ αξιωθώ ν’ ανέβω εκεί; – Μη στενοχωριέσαι, μου λεν. Κάποτε θα γίνει κι αυτό. – Άμα γεράσω, άμα δε θα λυγάνε τα πόδια μου; – Όχι, γρηγορώτερα. Μόλις τελειώσει ο πόλεμος. Τότε. Άχ, αυτός ο πόλεμος! Έχει καθίσει σα σύγνεφο βαρύ απάνω απ’ τα βουνά κι απ’ τις ψυχές τών ανθρώπων. Όπου κι αν κάμεις, αυτός βρίσκεται μπροστά σου, εμπόδιο. Μας τα στέρησε όλα κι εξακολουθούμε να ζούμε σαν επιβιώσεις τού εαυτού μας. Ότι κάνουμε, γίνεται μηχανικά. Επιχείρησα κι εγώ αυτή την περιοδεία ζητώντας μια διέξοδο στη μόνωσή μου. Μα είν’ ένα ταξίδι που δεν το ευχαριστιέμαι∙ δε βρίσκω τους ανθρώπους στη φυσική τους διάθεση ούτε κι ο ίδιος έχω το κέφι που έπρεπε. Είμαστε όλοι μας αφιονισμένοι. Αλλά πότε θα πάρει τέλος αυτή η θεομηνία86; 86. Η ακροτελεύτια ερωτηματική πρόταση, καθώς αποτελεί υπέρβαση των προσωπικών αδιεξόδων του ποιητή, συνιστά μια μετατόπιση από το ατομικό στο συλλογικό, από το τοπικό στο οικουμενικό, από τον πόλεμο στην ειρήνη.
ΠΑΡ Α ΡΤΗΜΑ
2 (Αποτίμηση από τον ίδιον τον Γ. Κοτζιούλα της επίσκεψής του στην Άρτα – ευχαριστίες)
Την Άρτα, την πνευματική μου κοιτίδα και τροφό, είχα να την ιδώ δέκα ολόκληρα χρόνια. Μα και την τελευταία φορά που πέρασα από δω –τότε– ψυχική περιπέτεια πολύ οδυνηρή μ’ εμπόδισε, βιαστικός κιόλας όπως ήμουν, ν’ αντικρίσω πραγματικά και να χαρώ κατά βάθος το πρό σωπο της Άρτας: κάτι σα σκοτεινή και απαίσια ομίχλη χώριζε την ψυχή μου από τον έξω κόσμο. Μπορώ να ειπώ λοιπόν πως έλειπα από την αλησμόνητη πόλη με την Παργιορίτσα και τους μπαξέδες της από τον καιρό που, απλός μαθητής, πηγαινοερχόμουν στο γυμνάσιό της. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε, μολονότι κι εμείς εξα κολουθούμε να είμαστε νέοι. Είταν πάντα όνειρό μου να επισκεφτώ σε καλύτερες μέρες την Άρτα· όμως τα εμπόδια το ένα ύστερ’ από τ’ άλλο δεν μ’ αφήναν. Και τώρα που ήρθα, κατέβηκα απ’ το χωριό μου οδηγημένος από
αλλάξει, πολλά έχουν λείψει, άνθρωποι φευγάτοι προσωρινά ή για πάντα, σπίτια που τ’ αφάνισε η πολυκαιρία. Μα ό,τι μένει ακόμα είναι αρκετό για να συγκρατεί την οντότητα της πολιτείας και να διατηρεί την έκφρασή της. Στο διάστημα των τριών ημε ρών που έμεινα εδώ είδα ένα μεγάλο μέρος από το άψυχο και το ανθρώπινο υλικό της, από τα πρόσωπα και τ’ αντικείμενα του ζωηρού ενδιαφέροντός μου. Ξαναείδα παλιούς μου συμμαθητές87 –επιστήμονες σήμερα τους περισσότερους–, παλιούς μαχαλάδες κι εξοχές, τα μαγαζιά, το παζάρι. Γνωρίστηκα με καινούργιους φίλους, με άτομα σεβαστά στην κοινωνία, φημισμένα στο επάγ γελμά τους. Πέρασα πολλές ώρες μιλώντας μαζί τους, με νέους κι ηλικιωμένους, στα σπίτια, στα γραφεία ή στο δρόμο. Και μένω εξαιρετικά συγκινημένος απ’ τις αυθόρμητες εκδηλώσεις με τις οποίες οι πραχτικοί αυτοί άνθρωποι, οι εργατικοί επαγγελματίες, οι έντιμοι νοικοκυραίοι θέλησαν να τιμήσουν στο πρόσωπό μου τη λογοτεχνία. Είταν για μένα μια αναγνώριση αυτό, αλλά με ευχαρίστησε ακόμα πιο πολύ γιατί διαπίστωσα πως η Άρτα εξακολουθεί να είναι αισιόδοξη και να ενδιαφέρεται πάντα για ζητήματα πνευματικά. Φεύγοντας ξανά για τη γωνιά μου απευθύνω μέσω του αγαπητού «Ελεύθερου Λόγου» τις θερμές, τις εγκάρδιες, τις εξαιρετικές ευχαριστίες μου σε όλους, από κείνον που μου διέθεσε το ατομικό του κρεβάτι για ύπνο ίσαμε τους άλλους που μ’ εγκαρδίωσαν μ’ ένα φιλοφρόνημα στο δρόμο, προπάντων σε όσους φάνηκαν πρόθυμοι να κάνουμε συντροφιά στην ταβέρνα, δείχνοντας όλοι τους απέναντί μου μια συμπάθεια που ίσως το ταπεινό μου έργο να μην
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ήθελα ν’ αποφύγω εδώ τις διακρίσεις, τους δικηγόρους της Άρτας που αποτελούν χωρίς άλλο την πνευματική πρωτοπορία της.
Άρτα 05.05.1942. Ελεύθερος Λόγος Άρτας φ. 485 (11.05.1942) H
Ανωγιάτες88 του Γ. Κοτζιούλα
Αδελφοξάδελφα όλοι, φάρα του διατάνου, που τ’ άρπαμά σας είν’ η τέχνη κι η αντρειά, το Ξεροβούνι εσείς έχετε πιάσει απάνου, χώρια απ’ τους άλλους και απ’ τους ήσυχους μακριά.
Πρατάρηδες88α λεροί με τούφες στο κεφάλι, δίβουλοι, πόνηροι, μα αποφασιστικοί, κλέβουνε τη μισή ζωή τους και την άλλη γυρεύουν χάρες μεσ’ από τη φυλακή.
Σιδερικό ποτέ απ’ τη μέση τους δε λείπει
κι ούτ’ άλλος ρίχνει, λέω, με τόση πιτυχιά.
Περαστικού φαΐ τού δίνουν με το ζόρι, πρώτοι στο φίλεμα, σ’ αυτό πάρα καλοί·
μα έχουν το νου τους σαν περνούν οι πεζοπόροι, μπορεί να σου απολύσει ο ίδιος το σκυλί.
Σαν τις βαριές κοτρώνες πό ’χει το χωριό τους
πέτρα κι η γνώμη τους, με λόγια δε γυρνά, που αντί να τρέξουν, λέω, κοντά μας απ’ τους πρώτους
πήγαν μ’ εκείνους που τους έδεναν ξανά.
Γι’ αυτό ο γενάδας88γ, η κατάρα της Ηπείρου, τους βλόησε με χρυσή κορόνα το ραβδί, να γίνουν των χωριών οι μάστιγες τριγύρου, στραβοί στη λύσσα τους, θεριά μ’ ανθρώπου ειδή. Ξεκάπνισμα ήθελε μια τέτια λυκοστάνη, μα δεν προφτάσαμε, είχαν άλλοι τυχερό. Μη χαίρεστε όμως. Αν τ’ όπλο μας πια δεν πιάνει, σας γράφω στα χαρτιά μου για όλον τον καιρό. H
88γ. Έτσι αποκαλεί ο ποιητής τον Ναπολέοντα Ζέρβα: γενάδας «γενειοφόρος».
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
Στης Πλάκας τον Ανήφορο89 2
Έχουν καναδυο χρόνια τώρα πούναι όλο χαρά οι χωριανοί και οι πατριώτες από τα Τζουμέρκα. Απόχτησαν κι αυτοί συγκοι νωνία, αμαξωτό δρόμο. Εκεί που δεν περνούσαν πριν ούτε κάρα ούτε ταλίκες, τώρα παν αυτοκίνητα. – Απ’ την Άρτα μεριά φτάνει ως απάνω στη Νισίστα μια αδρα σκελιά τόπο ίσαμε το χωριό – υπολογίζουν, κι ας είναι αυτή η αδρασκελιά κάπου τέσσερες ώρες πεζοπορία. Δεν τους φαίνεται όμως, γιατί πρωτύτερα θέλαν ολόκληρη μέρα για να φτάσουν ώς το κοντινώτερο αστικό κέντρο: Άρτα, Φιλιπ πιάδα ή Γιάννενα. Πρόκειται για τους βασανισμένους κατοίκους που έτυχε να βρεθούν, ξεφυτρωμένοι εκεί σαν τ’ αγριόδεντρα του τόπου, μες στη μακρουλή λεκάνη που ανοίγεται ανάμεσα Ξερο βούνι και Τζουμέρκο, δεξιά κι αριστερά απ’ την κοίτη του Άρα χθου, καθώς κατηφορίζει βουίζοντας προς το θρυλικό γιοφύρι. Πόσες γενιές ανθρώπων ήρθαν και σβύσανε σ’ εκείνα τα έρημα μέρη χωρίς να χρησιμοποιούν άλλο μεταφορικό μέσο από τα πο λύπαθα πόδια τους! Τ’ αμάξια –και τ’ αυτοκίνητα ύστερα– τά χαν μόνον
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
Περπατούσαν άντρες και γυναίκες, γέροι και παιδιά, γεροί και άρρωστοι, εχούμενοι και παρακατιανοί, περπατούσαν μέρα και νύχτα, σα μερμηγκολόι αρμαθιασμένο, με χιονιά και με κάψα, απ’ τα πρώτα τους χρόνια ώσπου να βγει η ψυχή τους. Μια εικο σιτετράωρη άδεια νάπαιρνε ο φαντάρος, έπρεπε να τη φάει στο δρόμο, αν δεν απανώβανε, αναγκαστικά, κι απ’ την τσέπη του. Μια δύσκολη γέννα, αν δεν την έβγαζε πέρα η αυτοσχέδια μαμή τής οικογένειας, –μάνα ή πεθερά–, μπορούσε να καταλήξει σε ορφάνεμα του σπιτιού, αφού ο μοναδικός γιατρός βρισκόταν στον άλλο... νομό, πέρ’ απ’ το ποτάμι το συχνά κατεβασμένο. Το αλάτι ή το καλαμπόκι ή τα μαλλιά για το σαμαροσκούτι που αγοράζαν, τάφερναν κι αυτά φορτωμένα τόσο δρόμο. Και το χειρότερο, το απίστευτο για τους ξενοτοπίτες, είναι πως το κουβάλημα τόσων βαρών –χιλιάδες «μεριές» και «φορτιά»– γίνονταν όχι στη ράχη ζώων, αλλά στην πλάτη των γυναικών. Από έλλειψη υποζυγίων σ’ εκείνα τ’ άγονα μέρη, το αδύνατο φύλο είχε αναλάβει κι αυτόν τον πρόσθετο ρόλο. Οι μαρτυρικές, οι ασύγκριτες γυναίκες των Τζουμέρκων και των γειτονικών περιοχών κουβαλούσαν, ίδια φορτιάρικα, γνέθοντας κιόλας ή τραγουδώντας μες στις ερημιές. Τώρα όλα αυτά ξεχάστηκαν, άλλαξαν μέσα σε λίγα χρόνια. Η συγκοινωνία το προαιώνιο αυτό παράπονο (γιατί μες στην άπειρή του διακριτικότητα δεν είχε ποτέ το σθένος να το διατυπώσει σαν αίτημα ή σαν απαίτηση, όπως αλλού) του ορεσίβιου Ηπειρώτη έγινε πια, με το πλήρωμα
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
Ακατάλυτες τοπωνυμίες, αλησμόνητες τοποθεσίες! Πόσες φο ρές σας έχω σεργιανίσει κι εγώ, πόσες φορές σας μελέτησα ξενη τεμένος! Δε βρίσκονται σημειωμένες σε κανένα χάρτη, γιατί τα μέρη εκείνα είναι ταπεινά, χωρίς σημασία, ενδιαφέρουν μόνο τους ντόπιους. Κι όμως τί ανθρώπινη σημασία που έχουν, έξω και πέρ’ απ’ τη γεωγραφία. Ουρσίδες, λέξη κοινότατη στη βουνίσια ορολογία, λέγονται οι απότομες χαράδρες, τα τσιουγκάνια καλύτερα που αφήνουν απ’ τα πλευρά τους να ροβολούν οι ξεγυμνωμένες απ’ τη βλάστηση πέ τρες, που ξεπλένονται απ’ το χώμα και μένουν σκέτος «χαλιάς», δηλαδή κοτρόνια και πετράδια ανάκατα, πυκνά, όπου δεν μπορεί να φυτρώσει πρασινάδα. Στη Ρούμελη αυτά τα λένε σάρες89α. Η μεράντζα πάλι είναι άκαρπο δέντρο, συγγενικό με το γράβο και χρησιμεύει μόνο για κλάρισμα των γιδιών. Ο Σγκαριώτης εξάλλου, αν δεν είναι παρατσούκλι δυσφημιστικό (Ισκαριώτης, «Γιούδας»), θα παράγεται απ’ τον αντικρινό συνοικισμό Σγκάρα90, που πάντως δεν έχει καμιά σχέση με την (ε)σχάρα ούτε με το σκάρο. Αφήσαμε τελευταία την Πλάκα με τ’ ομώνυμο γεφύρι, το μονότοξο απάνω στον Άραχθο. Ο ποταμός εκεί πέρα είναι γνωστός και ως Μέγας, ίσως γιατί λίγο παραπάνω έχει προστεθεί και το
τελευταίο παρακλάδι απ’ την κατσάνικη Κλίφκη91. Πλάκα λέγο νται δυο μικροί μαχαλάδες, πέρα και δώθε απ’ το ποτάμι, που άλ λοτε ανήκαν σε δυο χωριστά βασίλεια, αφού το γιοφύρι αποτελού σε όριο μεταξύ της ελεύθερης και της υπόδουλης Ελλάδας ώς το πάρσιμο των Ιωαννίνων. Το σημείο αυτό, στρατηγικό κλειδί από φυσικού του, ικανό να κρατηθεί και με μικρή φρουρά, χρησίμευε κι αργότερα σα σύνορο με δυο αντίμαχα καπετανάτα ώσπου υπο γράφηκε το σύμφωνο της Πλάκας. Πολλά έγιναν εκεί πέρα απ’ τον καιρό του Εικοσιένα ώς τις μέρες τις δικές μας. Τα τελευταία τα ξέρουμε καλά, τα παλιά λησμονηθήκαν. Ποιος ξέρει πόσες φορές διάβηκε από κει ανεμίζοντας τη σπάθα του ο Μάρκος ο ξα κουστός με τους Σουλιώτες του, ποιος μέτρησε πόσα κορμιά Αγα ρηνών έστρωσε ο ατρόμητος τριγύρω! Λιγόλογες ειδήσεις χρονογραφικές, σα μακρινή μισόσβυστη απήχηση των κατορθωμάτων του, διασώζονται στο σύγχρονό του τύπο. Δεν κουβαλούσε μαζί του γραμματικούς ο σεμνός ήρωας ούτε αξιώθηκε να επιζήσει για να υπαγορέψει απομνημονεύματά του. Και το έργο τής πάλας μένει μισό χωρίς την πένα. Ο Όμηρος έγινε ο δεύτερος πατέρας τού Αχιλλέα, αυτός που παρέδωσε τ’ όνομά του στην αιωνιότητα. Αλλ’ έτσι ξεμακραίνουμε απ’ την Πλάκα. Ας δούμε λοιπόν πρώτα πρώτα –ή τελευταία όπως έγινε πια– την ονομασία της. Ονομάστηκε έτσι, γιατί στα μισά περίπου του ανήφορου (που με διαδοχικές καμπύλες χάνεται πίσω κατά το Ξεροβούνι) απ’ το ποτάμι ώς την πρώτη ράχη του Ξεροβουνιού, σ’ εκείνη την ανηφόρα λοιπόν απλώνεται μια γυμνή στρογγυλωπή έκταση ώς ενός χιλιομέτρου, όπου δε φυτρώνουν καθόλου δέντρα, επειδή αποτελείται από σχιστόλιθο, άσπρου χρώματος, που με τον καιρό έγινε στα
χτί. Είναι μ’ άλλα λόγια μια μεγάλη πλάκα ή, όπως λεν αλλιώς, πλακανήθρα. Ποιος ξέρει γιατί και πότε ξεσκεπάστηκε το μέρος απ’ τη χωμάτινη πέτσα του κι απόμεινε έτσι γυμνό. Από ανάλογη αιτία πιστεύω να προέρχεται και τ’ όνομα της Αθηναϊκής Πλά κας, εκτός αν ήταν αρχικά τοπωνύμιο στ’ Πλιάκ’ (Πλιάκου, απ’ τους Αλβανούς που κατοικούσαν τότε ένα γύρο) και με τον καιρό ξεχάστηκε το έτυμο, όπως στο Καλπάκι92 (απ’ το Καλυβάκι) και πολλά τέτια. Πόσες φορές περάσαμε το ξερό, τραχύ, άνυδρο εκείνο μέρος τον καιρό που ήμαστε μαθητούδια του σχολαρχείου ακόμα και τα πόδια μας είχαν φτερά. Τρέχαμε γυρνώντας στο χωριό με τις γιορτές, γιατί μας περίμεναν εκεί οι χαρές και τα καλούδια, αφήνω που τότε ήταν ίσιωμα και κατήφορος μπροστά μας. Αλλά κι όταν φεύγαμε ξανά για την έδρα του ελληνικού σχολείου, πάλι δεν κοπιάζαμε στο δρόμο, γιατ’ είχαμε καλοφάει και ξαποστάσει λίγες μέρες. Εκείνο που μας στοίχιζε περσότερο ήταν που δε βρίσκαμε καθόλου νερό στο μεταξύ∙ γι’ αυτό κι ο τόπος ώς τα γειτονικά Κατσανοχώρια είχε μείνει ακατοίκητος. Μόνο γίδια βόσκαν ώς ένα διάστημα. Κι αυτά τα γίδια ήταν η παντοτινή ανησυχία, η στερνή έγνια των γυναικών του σπιτιού όταν μας ξεπροβοδούσαν με κανένα θελί γαλατόπητα ή καμιά συκομαΐδα στο χέρι: – Άιντε, καλό μου, και νάχετε το νού σας εκεί στην έρμη την Πλάκα από κείνα τα λυκοσκισμένα του Τσιλίκη... έτσι μας ορμήνευαν με το απότομο λεχτικό και την πλούσια στοργή τους η βάβω ή η μάνα ή καμιά θειάκω
χαμόκλαδο ή βοτάνι ξεφυτρωμένο ανάμεσα στις σκισμάδες της πέτρας. Αλλά σ’ αυτά τους τα τριγυρίσματα ξέκοβαν και καμιά πέτρα, κανένα «μουχάλι», που κυλούσε παρασέρνοντας ύστερα κι άλλα για να φτάσει με πολλαπλάσια ορμή στον άμοιρο περαστικό, καθώς περνούσε, αδειανός ή φορτωμένος, απάνω σ’ ένα σύρμα, πες σ’ ένα ψευτομονοπάτι ανοιγμένο μόνο με τις πατησιές των ανθρώπων κι όχι, ποτέ, με κανένα εργαλείο, πάνω σ’ εκείνη τη γλιστερή επιφάνεια που σ’ έπιανε τρόμος να τη βλέπεις, πολύ περσότερο να σούρχεται και το μασγκαβάλι συστημένο από ψηλά! Και γιατί δεν έφκιαναν ένα δρομάκι της προκοπής; θα ρωτή στε. Αφελείς απορίες! Ποιός να κάμει την αρχή; Θάπρεπε ίσως οι κάτοικοι του διπλανού (σ’ απόσταση μιας ώρας) χωριού. Αλλ’ αυτοί δεν ευκαιρούσαν ποτέ απ’ τις «ερμοδουλιές» τους, ούτε ίσως ήθελαν να κοπιάσουν οι ίδιοι αποκλειστικά για ένα έργο που εξυπηρετούσε τριάντα χωριά. Οι άλλοι, σαν πιο μακρινοί, πρόβαλλαν ανάλογη πρόφαση μ’ όλο τους το δίκιο. Έτσι δεν ανακατεύονταν κανένας κι οι γενιές κληρονομούσαν αυτή την εκκρεμότητα η μια απ’ την άλλη. Ξέχασα να πω πως πιο πάνου ήταν κι άλλος δρόμος, βατός αυτός, αλλά «της γύρας», που για τούτον το λόγο, την άργητά του, τον απόφευγαν όλοι αφήνοντάς τον μόνο για κανένα μουλάρι που ερχόταν αριά αριά φορτωμένο απ’ το παζάρι! Πιο δώθε απ’ τη Μεράντζα είν’ ένα ύψωμα πετραδερό, σα φυσική έπαλξη. Κάποτε που φεύγαμε απ’ το σχολαρχείο για τις θερινές διακοπές, περνώντας από κει σταματήσαμε για ξεκούραση. Γύρω ήταν πολλά κλαδιά από φελίκες που τάχαν κλαρίσει οι βο σκοί και
ταχυδρομικό σάκο, γιατί το καλοκαίρι βοηθούσα τον πατέρα μου στην υπηρεσία του. Όταν απόλυσε η εκκλησιά και βγήκαν οι αγράμματοι εκείνοι γιδαραίοι έξω, κάτω απ’ τα αιωνόβια πουρ νάρια, πριν ακόμα αρχίσουν την κυριακάτικη ψυχαγωγία τους, την κολτσίνα ή ξερή, βλέπω να προχωρεί και να λαβαίνει το λόγο ο γέρο Τσιλίκης, ο γενάρχης των Τσιλικαίων, με το σουφρωτό απ’ τα γεράματα πρόσωπο, με τη βλάχικη σκούφια και τσακτσίρα του, που μ’ όλο το κύρος τής ηλικίας του, αλλά και την ορμή τού βουνίσιου, στρέφοντας προς τους δασύμαλλους κτηνοτρόφους τού χωριού του, σα να δημηγορούσε σε καμιά εκκλησία του δήμου ή πολεμικό συμβούλιο αρχίζοντας με το «άνδρες Αθηναίοι» ή «Υίες Αχαιών» βροντοφώνησε ο βοήν αγαθός τα εξής: – Ακούτε χωριανοί! Προχτέ που πήρα τον ανήφορο με τα γίδια, σταματάω αποδώθε απ’ τη Μεράντζα και τί γλέπω; Απάνω σ’ ένα κουντρί είχαν στημένο ένα τσατάλι μ’ ένα βρωμόπανο αποπάνω, σαν της παζαρκάνας το παλιορούτι... (κι ο αγορητής έφτυσε μ’ αηδία καταγής). Καταλαβαίνετε ποιοι τα σοφίζονται αυτά. Κι άρχισε έναν τρομερό εξάψαλμο για τους Κατσάνους, τους κατοίκους της δυτικής μεριάς του Ξεροβουνιού, αυτούς τούς άσπονδους γειτόνους της πατριάς των Τσιλικαίων και των άλλων γιδαραίων, που δεν τους έφτανε ο τόπος ο δικός τους κι ήθελαν μαθές να καταπατήσουν τα ξένα χώματα, τη γη Χαναάν, την αποδώθε. Γι’ αυτό γύρευαν να κατεβάσουν το σύνορο ψηλά απ’ τη ράχη, όπως το είχαν παραδομένο, χαμηλά στο πλάγι κι έστησαν σημαδιακά, πεισματικά οι φοβιτσιάρηδες εκείνο το ρεντζοπάνι... φώναζε κουνώντας με ιερό μένος τη γκλίτσα του ο γεροτσοπάνος
τιά. Κάθομαι τώρα και πικρογελώ. Τόσα χρόνια πέρασαν από τότε! Πόσες αλλαγές δεν έγιναν στο μεταξύ. Ο γέρο Τσιλίκης, παρ’ όλο που φαίνονταν καμωμένος πραγμα τικά απ’ ατσάλι, δεν άνθεξε ούτ’ εκείνος τη σκουριά του χρόνου. Σε λίγον καιρό πέθανε, έστω κι αν όχι από θάνατο κοινό. Κοκά λωσε! Ναι, μανούρωσε, κρυστάλλιασε ολάκερος όξω στο λόγγο, χειμώναν καιρό, το Δωδεκαήμερο, που είχε ξεβγεί για τα γίδια του στα συνηθισμένα κατατόπια, πέρα κατά τους γκρεμούς, κά που εκεί στις Σαράντα Τσεκούρες με τ’ όνομα. H
Στης Τρίχας το Γεφύρι93 2
Βορειοανατολικά τών Κατσανοχωριών τής Ηπείρου, στον πάτο από τον κάμπο του χωριού Καλέντζι (υπάρχει ομώνυμο και στην Πάτρα: ποιά νάναι τάχα η ετυμολογία τους;), λίγο πιο κάτω από την πλαγιά με τ’ αρχαία, τα κυκλώπεια τείχη (όπως μας έλε γε έναν καιρό ο σχολάρχης μας∙ αλλά τίνος εποχής, τίνος φυλής νάναι; τα μελέτησε κανένας ειδικός;), εκεί λοιπόν που τελειώνουν τα χωράφια και στρίβοντας αρχίζει κάτι σαν κλεισούρα, νάσου και ξεπροβάλλει, κάτω από βράχια θεαματικά, περήφανες αϊτοφωλιές, ένας μύλος. Είναι η Κλίφκη. Τρέχα γύρευε τώρα γιατί τον λεν έτσι. Όποιος τα λαγαρίσει αυτά, θα φωτίσει την ιστορία του τόπου. Εκεί ξεμπουκάρει, πιδακίζει από τα πετρώματα μπόλικο νερό. Αλέθει νυχτοήμερα, όταν χρειάζεται, κι είναι ο μοναδικός μύλος των άνυδρων, χωρίς νερά τρεχούμενα, Κατσανοχωριών. Κουβα λούν αλέσματα από παντού, φορτωμένα όμως σε ζωντόβολα κι όχι απάνω στις ράχες των γυναικών, όπως συνηθίζεται στα γειτονικά τους Τζουμέρκα. Εδώ ο τόπος βγάζει θροφή για τα υποζύγια, εκεί δεν περισσεύει από τα γίδια. Εδώ έχουν χορτάρι, εκεί βλάστηση. Κατηφορίζοντας απ’ το μύλο της Κλίφκης φτάνουμε στο ποτά μι, στον Άραχθο. Άλλωστε ένα από τα παρακλάδια του είναι και τούτο εδώ. Τ’ άλλο έρχεται ψηλά απ’ τους Καλαρίτες, απ’ το Πε ριστέρι, και το τρίτο είναι το αρχικό κεφαλάρι, ακόμα μακρύτερα. Το σημείο όπου ενώνονται εδώ κοντά λέγεται σμίξη. Εδώ μέσα, σ’ αυτά τα φαράγγια που μας τριγυρίζουν,
των ορνέων. Ιερές ώρες αληθινής μυσταγωγίας, γαλήνη δυναμο γόνα, μέθεξη με τη φύση. Υπάρχει εκεί παραπάνω ένα γεφυράκι που συνδέει το δώθε μέ ρος με το από κει, δηλαδή το χωριό Σκλούπο93α (τα γράφω με τις παλιές τους ονομασίες, γιατί είναι πιο εκφραστικές και αυτές έχει συνηθίσει ο λαός). Αλλά δεν έχει κίνηση, δεν περνούν πολλοί από κει. Περισσότερο εξυπηρετικό είναι το παρακάτω γεφύρι, το πέτρινο της Πλάκας, απ’ τα πιο παλιά και περίφημα, έπειτ’ απ’ της Άρτας βέβαια και του Κοράκου πέρα στον Ασπροπόταμο. Ακολουθούμε την κοίτη ανηφορίζοντας, από τ’ αριστερά, και θυμούμαστε πως από δω κάπου θα πέρασε ο Κρυστάλλης στη διαφυγή του, όταν τον κυνηγούσαν για τα καθαρευουσιάνικα πρω τόλειά του, για τη φλογερή φιλοπατρία του, οι Τούρκοι. Τώρα έχουμε τους Γερμανούς απάνω απ’ το κεφάλι μας (η μοίρα αυτού του τόπου είναι να δέχεται όλες τις μπόρες), αλλά αυτή την ώρα δε μας κυνηγάει κανένας, δόξα τω Θεώ. Ανηφορίζουμε λοιπόν, ή καλύτερα ακολουθούμε ανάστροφα την ποταμιά, του ασίγαστου, βουερού, πατρώου μας Αράχθου, αν όχι με την μακαριότητα του περιηγητή, τουλάχιστο με σχετική ησυχία. Κι ανοίγουμε τα μάτια μας, τεντώνουμε τ’ αυτιά μας, εκθέτουμε τις αισθήσεις μας, για να χορτάσουμε χρώματα, ήχους, σχήματα, δέντρα, κοτρώνες, πουλιά, σάμπως να προμαντεύαμε πως θάρθει καιρός που θα τα στερηθούμε και πάλι για χρόνια αυτά τ’ ατίμητα αγαθά, πιασμένοι άδοξα στα ξόβεργα της ασφάλτου, με φυλακή μας γύρω τ’ άχαρα τσιμέντα. Ας είναι. Πηγαίναμε αγάλι αγάλι με το σύντροφό μου, δε μας βίαζε κανέ νας. Εκείνος είχε ξαναπεράσει από δω, εγώ ήμουν πρωτόφερτος. Ήταν ανήμερα τ’ Άη Κωνσταντίνου. Και σκοπεύαμε να ριχτούμε 93α. Σκλούπο (Αμπελοχώρι). Για την ετυμολογία του βλ. Ι.Λ.Ε.Τ. Πρακτικά Α΄ Επιστημονικού Συνεδρίου για τα Τζουμέρκα, Ιωάννινα 2008, σ. 42
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
αντίπερα, στους Χουλιαράδες, που είχαν πανηγύρι. Μαύρο πανη γύρι, της κατοχής και της πείνας. Αφού προχωρήσαμε αρκετά μες στις αξέχαστες εκείνες δρο σιές, στ’ ανθισμένα χαμόκλαδα και στη βουή τού ποταμού, όλο και κοντοζυγώναμε στον τόπο του προορισμού μας. Αντίκρυ μας φαινόταν η πλαγιά του χωριού, κάπου μισής ώρας ανήφορος από την ποταμιά. Κάπου εκεί ανταμώσαμε κι έναν άλλον, ένα Χου λιαριώτη, που έκανε ασβεσταριά στο δώθε μέρος, το Κατσάνικο, το δασωμένο.
– Για πού με το καλό; μας ρώτησε. – Πέρα για το χωριό σου, του λέει ο συνοδός μου.
ο χωριάτης με ειρωνική μετριοπάθεια. Αλλά η δική μας η Λισιά δεν είναι παίξε γέλασε. Κρέμεται στον αέρα, σα ράμμα, της Τρί χας το γεφύρι που λεν. Λίγοι πνίγηκαν αυτά τα χρόνια; Τους πήρ’ η σούδα και παν καλλιά τους. Τους έρχεται σκοτούρα, βλέπεις, θαλαμπώνουν καμιά φορά. Έφυγαν και τα ξύλα απ’ τον πόλεμο και δώθε, ποιος να την κοιτάξει! Μου φαίνεται, πρόσθεσε, πως της έκοψαν και το σύρμα. Εδώ ήταν στα καλά της και σκιάζονταν να την περάσουν, ακόμα και οι ντόπιοι. Να, πρόπερσι ο τάδε... Και μας ανάφερε έναν αξιωματικό, γεννημένον και μεγαλωμέ νον εκεί, που όταν θέλησε να επισκεφτεί με χρόνια το χωριό του, μόλις έκαμε λίγα βήματα απάνω στη συρματένια περαταριά, τον έπιασε ζάλη κοιτάζοντας χαμηλά το κινούμενο χάος και μόλις πρόφτασε να γλυτώσει με κανονική ή μάλλον άτακτη υποχώρηση. – Πήγε της γύρας που λες ο λεβέντης, από πάνω, έδειξε αόριστα ο αφηγητής, κατά την αόρατη, μακρινή γέφυρα του Τσίμποβου94 ή ίσως προς κανέναν άλλον πόρο πιο δω, μισογελώντας τώρα φανερά με το πάθημα του χωριανού του.
94. Ο τύπος αυτός τού οικωνυμίου, που είναι γνωστός σε πολλούς τών Ηπειρωτών, προέκυψε προφανώς παρετυμολογικά από επίδραση του ρήματος τσιμπώ κι έτσι απόχτησε νόημα ο πρωταρχικός τύπος Τσίμοβο, που είναι τούρκικου ετύμου: Τσίμοβο< Τσίμοβος< τούρκικο ουσιαστικό çim «χλόη», «βρύον» (Λεξικόν Δημητριάδου) +σλαβική επιθετική κατάληξη –ovo. Κατά συνέπεια, το αμάρτυρο επώνυμο Τσίμοβος αντιστοιχεί στο ελληνικό Χλωρός που απαντά στην Αθήνα (κατ. ΟΤΕ) κ.α. Πρόκειται για κυριωνύμιο: Το Τσί μοβο (μέρος) = το (μέρος, τιμάριο, τσιφλίκι του) Τσίμοβου. Για την ύπαρξη του πρωταρχικού τύπου Τσίμοβο πβ. Γέφυρα Τσιμόβου που
αυτό
Αυτό δε μου άρεσε. Ήταν σα να γελούσε και μ’ εμένα προκα ταβολικά. – Καλά, κι οι γυναίκες σας πώς τα καταφέρνουν; τούδωσε κιό λας από σπόντα ο συνοδός μου.
– Ποιές γυναίκες; ρώτησε ο άλλος ώσπου να βρεί καιρό να ετοι μάσει την απάντηση.
– Να οι Χουλιαριώτισσες που μας αφανίζουν το λόγγο κου βαλώντας κάθε μέρα δεμάτια το χειμώνα που ξεχειμάζετε στην ποταμιά, εδώ αποπέρα.
– Έ, κόβουν λίγο κλαρί για τις γίδες, τί να κάμουν; απάντησε ο άλλος με το μαλακό. Ο τόπος μας, βλέπεις, είναι ζάρκος, δεν έχει χλωρασιά. – Ναι, αλλά κοντεύετε να ξεπατώσετε και τον δικό μας, επέμεινε ο πρώτος που ήταν Κατσάνος (ξέχασα να το πω απ’ την αρχή).
– Έ, κάτι μας είπες τώρα! Έχει ανάγκη το Κατσάνικο από λίγες τούφες δάφνες που κόβουν τα κοπελούδια! – Μωρέ τί κοπελούδια και βουκολούδια! Εδώ βάνετε κλαδευτήρι να μη μας αφήσετε ρίζα για ρίζα! Βρήκατε την ευκαιρία που δεν έχουμε δραγάτες, συνέχισε ο άλλος μισοθυμωμένος, κουνώντας και κάτι σιδερικά που φορούσε. – Και τί θα μας έκαναν! Άλλο που θα μας γιόμιζαν σκάγια! το έριξε στ’ αστεία ο λαθροϋλοτόμος μπροστα στον Κατσανοχωρίτη. Και για να τον καλοπάρει περσότερο άνοιξε την ταμπακέλα του
ναστική επήρεια του τσιγάρου και τράβηξα μόνος μου τη στράτα, να ιδώ τελοσπάντων από κοντά αυτό το μετέωρο γεφύρι που κρυ βόταν ακόμα απ’ τη διαμόρφωση του εδάφους. Στο δρόμο πάλευαν μέσα μου δυο αντιθέσεις, δυο εικόνες: ο ντόπιος αξιωματικός που παραδέχτηκε την ήττα του, οι χωριάτισσες που περνούσαν ψηλά φορτωμένες. Εγώ με ποιούς μέλλονταν να πάω: με τον άντρα ή με τις γυναίκες; Σε λίγη ώρα είχα φτάσει. Τί είδα μπροστά μου; Ας προσπαθή σω να θυμηθώ. Η δώθε μεριά, η νότια, ήταν βράχια. Το μονοπάτι που ακολου θούσα σταμάτησε σ’ ένα σημείο, αρκετά ψηλά, επίτηδες διαλεγμέ νο: από κει ξεκινούσε το μετέωρο γεφύρι. Κι αντίκρυ, σε αρκετό διάστημα, υψωνόταν ένα μακρόστενο ντουβάρι, το τέρμα, η πέρα μεριά. Ανάμεσά τους απλωνόταν η εναέρια περαταριά. Σε τί ύψος; Ας πούμε δέκα μέτρα. Και το ποτάμι κυλούσε ορμητικό, δυναμωμένο απ’ τα μακρινά χιόνια που έλιωναν. Ούτε το καλοκαίρι δε λιγοστεύουν τα νερά, ν’ αφήσουν κανέναν πόρο γι’ αράδισμα. Εδώ μπαίνει στην κυριολεξία το δίλημμα: ή του ύψου ή του βάθου. Τί θα κάμω τώρα εγώ; Κοντοζύγωνα στην αφετηρία μουδιασμένος, αμφίροπος. Ήμουν διαθέσιμος και για παληκαριά και για λάκισμα. Ποιό θα υπερίσχυε απ’ τα δυο; πίσω μου με παρακολουθούσε η δήλωση του συνοδοιπόρου μου πως αυτός περνούσε, δε γινόταν ζήτημα, η διάβασή μας εξαρτόταν από μένα, και το έτοιμο περίγελο παρακοντά τού καρβουνιάρη, που στο παράδειγμα του βαθμοφόρου θα πρόσθετε κι εμένα, έχοντας μάθει στο μεταξύ την «περιδιαγραμμάτου» ιδιότητά μου. Κι ήταν ίσα ίσα εποχή που έτυχε να ζητάμε να σηκώσουμε λίγο το κεφάλι –αυτό μεταξύ μας. Αλλά το νερό φαινόταν άγριο εδώ. Κυλούσε μολυβένιο,
δηλαδή με μια βάρκα ανάερη που την κουμαντάριζε ο ειδικός απ’ την όχθη. Μα εδώ δεν είχες βοήθεια από πουθενά. Εδώ χρειαζό ταν αυτενέργεια και ψυχραιμία. Κι ο Θεός βοηθός, όπως λεν οι απλοί (απλοί για τους δήθεν σοφούς). Το γεφύρι που λέμε δεν ήταν παρά λίγα τέλια στον αέρα. Πέντε για την ακρίβεια: δυο απάνω και τρία κάτω. Τ’ απάνω έπρεπε να τα πιάνεις ξαλλάζοντας τα χέρια, και τα κάτω να τα πατάς, αλλά μόνο δυο κάθε φορά. Ήταν γερά σύρματα, δε λέω, καλώδια, μα όσο νάναι ψιλά, σα μετάλλινος σπάγγος. Κι απ’ την περίφημη Λισιά δεν είχαν απομείνει παρά κάτι λιανόξυλα εδώ κι εκεί, συ ναρμοσμένα κάθετα στο πατινό σύρμα για να δίνουν πιο στέρεα βάση στο πέλμα και για να κρύβουν ίσως το κενό. Απ’ αυτά τα κοντόκλαδα τα πιο πολλά είχαν τριφτεί και φύγει, χωρίς ν’ αντικατασταθούν στο μεταξύ. έμεναν μερικά για δείγμα, σαν παρηγοριά, εδώ κι εκεί... Αδιάφορα τάχα στην αρχή, σα μαθημένος από τέτια, σαν από γενετής ορεσίβιος (αλλά εδώ ήταν ποτάμι, τί λέω!), επιχείρησα τα πρώτα μου βήματα σχοινοβασίας, χωρίς οδηγία, χωρίς εγκαρδίωση. Τραμπαλιζόμουν άγαρμπα, η καρδιά μου κλωτσούσε. Τί διάολο! Εδώ ήταν σα νάχα ανέβει σε κάνα χαμόκλαδο, κάνα αγριόκλημα, γρέντζελο του λόγγου, κι αυτό ανάστατο, σαν έμψυχο, διαμαρτυρόταν για το βάρος ζητώντας να με γκρεμίσει. Κάτω μου έχασκε τώρα το στοιχιό. Τί να κάμω; Κόντευα να γυρίσω, καθώς δε μ’ έβλεπαν κιόλας. Αλλά δεν ήταν ντροπή; Θαρρώ πως εκείνο που μ’ εμπόδισε περισσότερο ήταν η αδυναμία μου να κάμω μεταβολή, να έρθω τα πίσω μπρος, σ’ εκείνη την ανάερη στάση, που με μια τέτια δοκιμή θάχανα
καθώς έστεκα ψηλά, σαν Ίκαρος του Άραχθου, αθέλητο πετούμε νο, ανάπεμψα ολόψυχη στιγμιαία επίκληση σε πνεύμα πρόσφατου νεκρού μου, αντρίκιο, περήφανο, κι ευθύς μ’ αυτή την αυτοσχέ δια προσευχή, έβαλα τσιλίκι στην καρδιά μου, καθώς λέει στη γλώσσα του ο Οράτιος95 μιλώντας για τους πρώτους θαλασσομά χους πραματευτάδες. Πατώντας γοργά και σβέλτα, χτυπώντας τα χέρια μου κουπιά στον αέρα, μ’ ένα μονάχα δείλιασμα, να μην κοιτάξω κάτω, σα μεθυσμένος απ’ την ιδέα του κενού, πέρασα την άβυσσο, δρασκέλισα το χάος και γρήγορα κι αργά, γιατί το τρομερό εκείνο δραμπάλισμα δε βάσταξε παρά κάμποσα λεπτά. Το σύρμα έπιανε όλη την κοίτη κι η κοίτη έχει αρκετό πλάτος. Διάβηκα πέρα και περίμενα. Ο φίλος μου εξακολουθούσε να φουμέρνει και να κουβεντιάζει με τον άλλον σχεδόν βέβαιος πως θα γύριζα πίσω. Όταν δε μ’ είδε να επιστρέφω, ήρθε ώς το φρύδι του βράχου να κοιτάξει. Κι όταν μ’ αντίκρυσε αποπέρα, μόνο που δε σταυροκοπήθηκε. Σε λίγο πέρασε το μετέωρο γεφύρι κι αυτός, με υπολογισμένες κινήσεις, γλιστρώντας πιο πολύ παρά πατώντας, λίγο βαρύτερος από μένα, είν’ η αλήθεια, γιατί φορούσε την αρμάτα του (που μέλλονταν αργότερα να γίνει αιτία του χαμού του –αλλ’ αυτή την ιστορία θα τη διηγηθώ κάποτε αλλού). Καθώς παίρναμε τον ανήφορο για τους Χουλιαράδες, εκεί στο πλάι, στα σπαρμένα πεζούλια που κατέβαιναν ακανόνιστα προς το ποτάμι, αποτελώντας την καλλιεργημένη έκταση του άγονου πετροχωριού, μας περίμενε παράξενο θέαμα. Άνθρωποι πολλοί,
95. Horati Carmina I 3,9 12: Illi robur et aes triplex/circa pectus erat, qui fragilem truci/commisit pelago ratem/ primus, nec timuit praecipitem Africum: Δέντρινο ξύλο, τρίδιπλο/ χαλκό στα στήθη του είχε κειος π’ άφησε πρώτος/ σχεδία ευκολοσύντριφτη /στου πέλαου τη φουρτούνα ουδέ φοβήθη Λίβα. (Ανέκ δοτη μετάφραση Γ. Κοτζιούλα).
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ
Οι Γριές απ’ τα Χωριά96 2
Ποιός θ’ ανιστορήσει το δράμα των καψομανάδων που απομέ νουν έρημες στα χωριά τα πατρογονικά τους; Πριν είχαν έναν μονάχα εφιάλτη: το στρατό που τους έπαιρνε τα παιδιά. Τώρα έχουν κι άλλο σεκλέτι χειρότερο, τον εκπατρισμό τους. Δεν είναι η παλιά ξενιτιά, που έλειπαν για πέντε δέκα χρόνια, μονοκοπα νιάς ή με διαλείμματα, και ξαναγύριζαν πάλι, με λίγους ή πολλούς παράδες, για να παντρευτούν και να φαμπιλέψουν στα χωριά, με προξενιά των δικών τους, μες στη σειρά που βρήκαν από τους γονιούς. Ο σύγχρονος ξενιτεμός έχει κάτι το ύπουλο και το αλύ πητο. Φεύγουν πολλοί μαζί, κατεβαίνουν στα κέντρα, βολεύονται σε ψευτοδουλίτσες και λιγοστοί γυρίζουν πίσω. Οι άλλοι μένουν αδεκεί, στις ξένες πολιτείες, τους χάνει το χωριό. Τι κακό είν’ αυτό! Οι γειτονιές αριώνουν απ’ τα καλύτερα βλα στάρια τους. Μονάχα στα πανηγύρια ξαναφαίνονται, σαν περαστι κοί, μουσαφιραίοι πες. Φορούνε γραβάτες χτυπητές, ρολόγια του χεριού, κολλαριστά πουκάμισα, ίσα ίσα για να τους ζηλεύουν οι άλλοι και να θέλουν να φύγουν κι αυτοί. Κονομάνε τα ναύλα τους και χάνονται ένας ένας. Πού παν; Στο χαμό! Έτσι λεν οι γεροντό τεροι. Μα οι υπόλοιποι δε συμφωνούν. Βλέπουν, ή φαντάζονται, τους φευγάτους να ζουν καλύτερ’ απ’ αυτούς. Ντυμένοι πάντα τού κουτιού, έχουν και την τσέπη τους ζεστή. Βγαίνουν λεφτά στις πό λεις, χέρια νάχεις να μαζεύεις. Κι ο πιο φτωχός θα πάρει το άσπρο του καρβέλι, θα πιεί το κατοσταράκι το κρασί. Αυτά λεν οι κρά χτες. Κι οι άλλοι τους ακούν. Έτσι ρημώνουν σιγά σιγά τα χωριά. Στην αρχή στέλνουν γράμματα, κάπου κάπου και καμιά επιτα 96. Περ. Παν, Ιαν. 1956, σσ. 7 9.
γή. Το κάνουν από πόνο στους δικούς των και για επίδειξη στους χωριανούς. Είναι, βλέπεις, υποψήφιοι νυμφίοι. Άμα περάσουν όμως τα χρόνια, αν τύχει κιόλας να ξενοπαντρευτούν, τότε το οι κογενειακό φίλτρο αδυνατίζει, η νοσταλγία λίγο λίγο ξεθυμαίνει. Πίσω μένουν τ’ αδύνατα μέρη, οι γερόντοι, οι γυναίκες. Αυτοί είναι που καρτερούν και λαχταρούν. Πιάνουν τη στράτα για τον ταχυδρόμο, ρωτάν όσους έρχονται απ’ την πόλη. – Μην είδες πουθενά το Χαρίλη το δικό μου; – Που να τον ιδώ, θειάκω Ρίνα! Θαρρείς πως η Αθήνα είναι σαν το μαχαλά μας; Εκεί δε βολεί απ’ τ’ αυτοκίνητα να περπατήσεις. – Ξέρω, γιε μ’, αλλά είπα κι εγώ... κάν’ η Ρίνα σκύβοντας το κεφάλι της σα ντροπιασμένη. Ήθελε να ρωτήσει κι άλλα η καψαρή, αλλά δεν τολμούσε. Είχε ακούσει πως ο Χαρίλης της, εκεί πέρα στη μεγαλούπολη, ζούσε τάχα με μια γυναίκα ματαπαντρεμένη, μια ξένη, απ’ την άκρη του κόσμου, απ’ την Κεφαλονιά λέει. Κι από τότε που μαθεύτηκε αυτό δεν της ξανάβαλε εικοσάρικο μέσα στο γράμμα. – Ας είναι καλά το παιδί κι ας μη μου στέλνει, έλεγε μόνη της. Και σφούγγιζε κρυφά ένα δάκρυ με το μαύρο κεφαλομάντηλο της πολύχρονης χηρείας.
– Εσένα, Λένω, δεν σου γράφει ο Νάκος; ρωτούν οι γειτόνοι άλλη μάνα ορφανεμένη κι αυτή απ’ το μονάκριβο γιο της. – Για, έχει χρόνον καιρό, απαντάει αόριστα εκείνη. – Θα σ’ αλησμόνησε, φαίνεται! συμπούν οι άλλοι τη φωτιά. – Μπα! κάν’ η αγράμματη γερόντισσα με χιούμορ. Δε θα βρίσκει μολύβι και χαρτί. Κι αυτό να λέγεται
στους άλλους που τα σταματούν στο δημοτικό και τάχουν κοντά τους, να τα χαίρονται και να τα συμπονούν, σε καλό και σε κακό. Μερικές αποφασίζουν να κάνουν το μεγάλο ταξίδι. Έρχονται σ’ αυτή τη μυθική πολιτεία, τη σειρήνα μαζί και καταβόθρα, που κρατάει τα παιδιά τους μαγεμένα, αιχμαλωτισμένα. Έτσι κίνησε κάποτε για την Αθήνα κι η Μήτρο Δήμαινα, να ιδεί το παιδί της τον τραπεζίτη, που λέγαν στο χωριό, έναν απλό κλητήρα σε κά ποιον από τους ναούς του χρήματος. Αλλά δεν της πήγε φαΐ στην καρδιά, καθώς μολογούσε, γιατί τής ερχόταν όλο αχαμνά από κάτι που μύριζε έξω στους δρόμους. Κι ήταν αυτό οι βενζίνες, οι απόπνοιες των αυτοκινήτων. – Κι άμα μπήκα μέσα σ’ ένα διάτανο που βρόνταε και σβαρ νίζονταν, μούρθε σα να μου γύριζαν τα συκώτια και μ’ έπιασε αναγούλα. Οι ακροατές απ’ το χωριό γελούσαν με τα παθήματά της. Τ’ ήταν αυτός ο διάτανος που λες, Μήτραινα; Σούστα; – Όχι – Παπόρι; – Τς! – Αυτοκίνητο; Ούτε εφτακίνητο, αλλά κάτι που έμοιαζε μ’ αυτό. Τρόμαξαν να το πετύχουν, επιστρατεύοντας όλες τους τις γνώσεις. Ήταν τραμ! Όσο ζούσε ύστερα η Μήτρο Δήμαινα, έφτυνε στον κόρφο της κι έλεγε για την Αθήνα: Ξορκισμένη νάναι! Αυτήν τη στάση κρατούν λίγο ή πολύ όλες οι γερόντισσες
την προκοπή τους, αφού αυτές δε βλέπουν τίποτε; Η ξενιτιά τούς χαίρεται, ξένοι τούς στεφανώνουν και γίνονται κουμπάροι τους. Καμιά φορά τίς παραζορίζει ο πόνος για τ’ αγγόνια τους που γεννήθηκαν στα ξένα και πάνε να τους ιδούν. Όταν τους δίνουν δικά τους ονόματα, πάει κι έρχεται: είναι ένας δεσμός, η συνέχεια. Κάποτε όμως τα νοματίζουν αλλιώτικα, με κάτι ξωπαρμένα, να μην τα πετυχαίνεις. Μπέμπω σου λέει, βάλε με το νου σου! Βρίσκουν εκεί και κάτι νύφες ψηλομύτες, φαντασμένες, ανοι κοκύρευτες, που όλα τάχουν έτοιμα και τίποτα δεν τους αρέσει. Ούτε βαρέλα κουβαλούν στη ράχη τους από μακρινή βρύση ούτε σκουτιά πάνε να πλύνουν στο ρέμα, μισή ώρα δρόμος. Μ’ ένα στρίψιμο τρέχει το νερό, κρύο, ζεστό. Με το κρατς! ενός κου μπιού, φαπ! έχουν το φως, καλύτερο απ’της λάμπας. Γυρίζουν μια άλλη βίδα κι ανάβει η φωτιά, χωρίς προσανάμματα ούτε ξεφυσήματα. Αυτές κάθονται και κοιτάν και θιαμαίνονται μ’ αυτά τα παράξενα. Όσο και αν δώσουν όμως προσοχή, δε μπορούν να μάθουν τούτες τις ευκολίες. – Καλέ μητέρα! Εσύ θα μας κάψεις έτσι που κάνεις! Και η νύφη παραπονιέται για την πεθερά της πως δεν ξέρει ν’ ανάψει ούτε καμινέτο. Μα και τ’ άλλα μισά τα κάνει. Τη στέλνουν στο μανάβη κι εκείνος τη φορτώνει ό,τι έχει για πέταμα. Αν πάει ένα στενό παραπέρα, χρειάζεται οδηγό για να γυρίσει. Δε ξέρει ούτε ονόματα οδών ούτε γράμματα για να τα διαβάσει. Τα ψάρια δεν τα πολυτρώει, για να μην της σκαλώσουν στο λαιμό. Ένα δάχτυλο κρασί να πιεί, θα της έρθει ζάλη. Κάθεται σε μια καρέκλα, σαν καρφωμένη, στη μέση της αυλής, και δέχεται
θεται, πώς να τρώει, τί να λέει. Ο λόγος ήταν να μη ντροπιάσει το γιο της, τον αποκαταστημένο ορεσίβιο. Αλλά φτάνοντας στην πόλη ξέχασε το ωραίο εκείνο μάθημα. Έδειξε όλες τις πληγές, φανέρωσε όλες τις αδυναμίες, ξεσκέπασε τη δυναστεία του χω ριού. Όλη η γειτονιά ξέρει τώρα πως εκεί πέρα τρων καλαμπόκι, πως δεν έχουν ούτε ακουστά τις μελιτζάνες. – Μα τί κάνει ο τόπος σας, εκεί στα κατσάβραχα; – Βελάνια για τα πράματα! λέει κι αυτή με κάποιο πείσμα.
Δεν της αρέσει ούτε το κουβάλημα του γιατρού με το παραμι κρό.
– Θα το σακατέψουν το παιδί μ’ αυτές τις ανέσεις, λέει για τις ενέσεις.
Όλ’ αυτά πειράζουν τη νύφη, τη δαιμονίζουν, για την αδεξιότητα, την αδαημοσύνη της πεθεράς. Ό,τι και να κάμει η καημένη είναι στραβό. Μια μέρα που έκλαιγε το μωρό, του έδωσε να βυζάξει το δάχτυλό της, όπως συνήθιζε στα παιδιά της μικρά, για να σωπάσει. – Καλέ, τί κάνεις αυτού; την αποπήρε η νύφη. Τότε δεν κρατήθηκε κι αυτή: – Γιατί; σάματ’ είναι λωβιασμένο; είπε με παράπονο για το χέρι της το πολυδουλεμένο. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, δεν τη χωράει ο τόπος ούτε στο νοικιασμένο δωμάτιο ούτε στη στενόχωρη αυλή. Τη στέλνουν με συνοδό στον κοντινό λοφίσκο να πάρει αέρα, να ξεδώσει το μυαλό της. Κοιτάζει πέρα τα βουνά της Αττικής, ερευνά τον ορίζοντα, μα δε βλέπει γνώριμο σημάδι. Όλα είναι ξένα εδώ, τα μέρη
κι ο άλλος. Υπάρχουν βέβαια κι οι σπιτικές ανάγκες, υπάρχει κι η νοσταλγία στη μέση. Αλλ’ αυτό είναι πιο πολύ μια έμμεση απο δοκιμασία της νέας Βαβυλώνας παρά μια τάση φυγής, επιστροφής στο καθήκον. Οπωσδήποτε η δυσαρέσκεια διαβιβάζεται στους ενδιαφερομέ νους. Και το αντρόγυνο, σε οικογενειακό συμβούλιο, αποφαίνεται πως η γριά «βαρέθηκε» τη ζωή τής πρωτεύουσας. Δεν την πιάνει η μεγαλούπολη, το κοσμοπολιτικό κλίμα. Θέλει να φύγει. Έτσι είναι πλασμένοι αυτοί οι παλιοί. Δεν τους ευχαριστούν τ’ αγαθά του πολιτισμού, προτιμούν τα παλιά, τα δικά τους. Μπροστά στην ηλεκτρική σόμπα τούς φαίνεται καλύτερο το γωνολίθι με τα κούτσουρα. Η κάνουλα της Νεραϊδόβρυσης τους φαντάζει ιερή μπρος στο σωλήνα του Μαραθώνα. Κι έχουν καλύτερη τη σταχτοκούλουρα με την κολοκυθόπητα απ’ τη ρωσική σαλάτα και τις ακριβές τσιπούρες. Ώρα καλή σου, γριούλα, καλή μάνα ολουνών μας, που μας άξηνες με τα παιδεμένα σου χέρια και μας έβαλες στο δρόμο τής προκοπής με το παράδειγμά σου. Αληθινά, η Αθήνα δεν είναι για σένα. Εσύ ανήκεις σ’ άλλον κόσμο. Όσο κι αν μεταμφιεστείς, όσο κι αν προσποιηθείς εδώ, δε μπορείς να μοιάσεις με τη νέα γενιά του κινηματογράφου και του ραδιοφώνου. Τράβα στο χωριό σου, εκεί που τους ξέρεις και σε ξέρουν. Σύρε να τσαπίσεις, να κουβαλήσεις ξύλα και να σαλαγήσεις τα ζωντανά. Άιντε ν’ ανάψεις και κάνα κερί στην εκκλησιά, που εδώ κόντευες να κολαστείς κάθε Κυριακή με κείνον τον πειρασμό, πώς τον λεν, όπ’ ακούς ψαλσίματα, φωνάρες, και δε βλέπεις κονίσματα ούτε λειτουργό. H
Υπηρεσία Εθνοφρουράς97 2
άνθρωποι του μικρού συνοικισμού μας, που από καλοκαιρι νός στην αρχή, απόχτησε σιγά-σιγά και με τη βοήθεια των πε ριστάσεων μια μόνιμη μορφή, πλούτισαν τελευταία τις πενιχρές τους ασχολίες με μιαν ακόμα, που δεν της λείπει και κάποιος επί σημος τόνος. Γέννημα του πολέμου, θα βαστάξει όσο κι εκείνος. – Ξέρεις, άκουσα ένα πρωί στο καφενείο, σήμερα σ’ έχουν νυχτο φύλακα. Για κοίταξε απέξω να ιδείς σε ποια βάρδια θα φυλάξεις. Έτσι μάθαμε ο καθένας τα καινούργια μας καθήκοντα, διαβά ζοντας περίεργοι όσο και περήφανοι το τοιχοκολλημένο χαρτί. Το στερεότυπο αυτό χαρτί βρίσκεται κάθε μέρα στη θέση του με ανανεωμένο το περιεχόμενο. Έξη είναι οι βάρδιες, δίωρες, από τις έξη το βράδυ ως τις έξη το πρωί, κι η καθεμιά τους αποτελεί ται από δυο άτομα. Στην αρχή σε ρωτούσαν: θέλεις να πας με τον τάδε; Οι μικροδιαφορές δε λείπουν από πουθενά και στα στενά περιβάλλοντα οι άνθρωποι, απ’την πλήξη, καυγαδίζουν συχνότερα αναμεταξύ τους. Οι συντάχτες, λοιπόν, του καταλόγου, σάρκα από τη σάρκα μας, έκριναν αναγκαίο το προληπτικό τούτο μέ τρο – την ερώτηση. Αλλ’ αφότου έδωσε κάποιος το παράδειγμα της συμφιλίωσης, παραμερίστηκε κάθε ατομικός εγωισμός. Έτσι συλλογίζουμαι κι εγώ πως δε θα δυσαρεστηθώ καθόλου άμα μου δοθεί τώρα κοντά, μια φορά από τις πολλές,
Οι
Ο συνοικισμός μας, είπα εξαρχής, είναι από τους νεοσχηματι σμένους. Τον συγκροτούν άνθρωποι περαστικοί· έρχεται κανείς για ένα μήνα και κάνει ολόκληρο χρόνο. Σου πονεί ν’ αποχωρι στείς ύστερα τα πεύκα, να ξαναπάς στη σκόνη τής πρωτεύουσας. Έτσι πολιτογράφεσαι κι εσύ στη ρευστή τούτη κοινότητα που δεν έχει ζωή παραπάνου από τριών ετών. Γνωριζόμασταν απ’ τις φάτσες ή απ’ τα μικρά μας ονόματα. Είναι η πρώτη φορά που βρισκόμαστε στην ανάγκη να μαθαί νουμε και τα επώνυμα ο ένας του αλλουνού έπειτ’ από αμέτρητα μερόνυχτα όπου χαιρετιστήκαμε από μακριά ή φάγαμε μαζί ή παίξαμε χαρτιά. – Ποιος είναι αυτός ο Βαρβαρίδης, αναρωτιέσαι φωναχτά, που πρέπει να τον ξυπνήσω στις δώδεκα, ύστερ’ απ’ το νούμερό μου; Κάποιος θα βρεθεί να σε πληροφορήσει πως αυτός ο Βαρβαρίδης δεν είναι άλλος από τον κυρ Στάθη το μαραγκό που έχει και την ειδικότητα να εξηγεί, σαν Πόντιος, στους διπλανούς του τα νέα τής τουρκικής εκπομπής. Δυσκολώτερη απ’ όλων στάθηκε η προσπάθεια των πρώτων νυχτοφυλάκων τής βάρδιας 6-8, που ανάβουν τα φώτα. Σ’ αυτό τ’ απόμερο ύψωμα της Αττικής, όπου δεν έρχουνται κάθε μέρα φημερίδες κι ο κόσμος ζει σαν έξω από την κίνηση και την κοινωνία, δεν είχαν εννοήσει απ’ την αρχή τη σημασία που έχει το ζήτημα του φωτισμού για το ενδεχόμενο των αεροπορικών επιδρομών. Περιορίζονταν λοιπόν να κλείνουν
μια, πότε προς την άλλη πλαγιά του βουνού, να συνεχίζει τις συ στάσεις, να επιβάλλει τον κανονισμό, εθελοντής όλο ζήλο, στρα τιώτης τών μετόπισθεν που είχε πάρει πολύ σοβαρά τη δουλειά του. Αλλά με τις φωνές αυτουνού και των άλλων σπάνια πια θα διακρίνεις να ξεμυτίζει τη νύχτα κάποια κρυφή αναλαμπή. Προχτές, εγώ επινόησα ένα καινούργιο τέχνασμα για την ανα κάλυψη των παραβατών. Πήγαινα να παραλάβω υπηρεσία, όταν είδα τους δυο προκατόχους μου να κατεβαίνουν στην πλατεία κά πως σκυθρωποί. – Τρεις φορές κάναμε παγάνα εκεί ψηλά για κείνο το φως που φέγγει ακόμα, και δε μπορέσαμε να το βρούμε. Δε μπαίνει, βλέ πεις, κανένα σημάδι από δω, έτσι που μοιάζουν μεταξύ τους οι παράγκες, η μια κοντά στην άλλη, μες στα σπίτια. – Kαι γι’ αυτό στενοχωριέστε; τους κάνω. Τραβάτε ακόμα μια φορά κι άμα φτάσετε σ’ εκείνη την περιοχή αρχίστε να χτυπάτε με το ραβδί, όχι πολύ δυνατά όμως, την κάθε παράγκα. Και κοιτάτε να ιδείτε ποιανού είταν εκείνη πούχατε χτυπήσει λίγο πριν ακουστεί το σφύριγμά μου. Θα φοβηθεί και θα το σβήσει αμέσως. Ο ένοχος βρέθηκε έτσι με ασφάλεια. Είταν μια γριά απ’ τα μέρη της Ανατολής που μη μπορώντας, φαίνεται, να κοιμηθεί νωρίς θα έβραζε φασκόμηλο ή θα έπλεκε την κάλτσα της. Το άλλο πρωί τής έκανα ολάκερη θεωρία περί αεροπλάνων και βομβαρδισμών. Τρεις τέσσερις φορές που φύλαξα βάρδια, είχα συντροφιά μου έναν ταβερνιάρη, έναν χρωματοπώλη, έναν πρώην τροχιοδρομικό, έναν μεταπράτη βουτύρου. Τον τελευταίο δεν τον έβλεπα μπροστά μου παρά για πρώτη φορά· ερχότανε τα βράδια κάπου-κάπου,
φεγγάρι αλησμόνητο κι ο αττικός κάμπος ξεπερνούσε κάθε φα ντασμαγορία, μεταμορφωμένος σε κάτι το ασύλληπτο.
– Ακούς, ακούς; μου έδειξε προς ένα σημείο τής διπλανής ρε ματιάς ο σύντροφός μου. Είναι κουκουβάγια αυτή. Το λάλημά της βγαίνει πάντα σε κακό. Για τους Ιταλούς όμως, όχι για μας, πρόσθεσε γελώντας ανοιχτόκαρδα ο νυχτοφύλακας.
Έτσι περνάν οι βάρδιες, πολύ ευχάριστα ακόμα. – Καλά, κι αργότερα που θα βρέχει, που θα τσούζει το κρύο; ρωτούν οι ολιγόπιστοι.
– Έννια σας, τους καθησυχάζουν. Θα μας δώσουν, μάθαμε, φακούς, ίσως και κάπες, δεν αποκλείεται κι από κανένα πιστόλι. – Α, και πιστόλι! Επαναλαβαίνουν, με μια σχεδόν παιδιάτικη λαχτάρα, οι απλοί αυτοί άνθρωποι που είναι όλοι τους, άλλος λίγο, άλλος πολύ, εξοικειωμένοι με το πνεύμα του πολέμου. Αν μας δώσουνε πιστόλια, τί άλλο θέλουμε... H
Όσοι παρακολούθησαν προχτές το λαό που είχε ξεχυθεί στην πλατεία, δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους. Είταν ένα θέαμα που είχαν χρόνια να το ιδούν. Κι ούτε πρόκειται να το ξεχάσουν ποτέ. Γίνονταν τέτοιες συγκεντρώσεις και στην περίοδο της 4ης Αυ γούστου. Πώς μαζεύονταν όμως ο κόσμος; Με το στανιό, με το ζόρι. Όποιος έλειπε, σημειωνόταν απ’ την αστυνομία για τα «περαιτέ ρω». Έτσι έβλεπες ένα κοπάδι ανθρώπων, άβουλο, φοβισμένο, που τόσερναν οι σταυρωτήδες για να πανηγυρίσει τις διάφορες επε τείους που είχε καθιερώσει ο αλήστου μνήμης Μπαρμπαγιάννης. Τώρα ο λαός, ελεύθερος, αυτεξούσιος, χωρίς τυράννους στο κεφάλι του, έρχεται αυθόρμητα να δείξει σ’ εκείνους που τον πα ραγνώριζαν και τον συκοφαντούσαν πόσο αγαπάει τη λευτεριά του. Αυτήν τη λευτεριά τού τη χάρισε ο λαϊκός μας στρατός αλλά πάντα με τη δική του βοήθεια. Και τώρα θα τη φυλάξει ο ίδιος, θα την υπερασπίσει και θα την ολοκληρώσει με τον τρόπο που ξέρει. Χιλιάδες είχαν έρθει στο προχτεσινό συλλαλητήριο. Ξεκίνησαν από κάθε άκρη τής πόλης, απ’ τα χωριά τού κάμπου, μα κι απ’ την ορεινή περιφέρεια. Είταν ωραία να βλέπει κανείς βλάχους που είχαν κατέβει απ’ τα βουνά με κοντοκάπια και σκούφιες, ερ γατικούς με λερωμένα ρούχα και τραγιάσκες, γυναίκες τού λαού φορτωμένες σακιά που περνούσαν και σταμάτησαν ν’ ακούσουν. Δίπλα τους στεκόνταν καλοντυμένες δεσποινίδες, άνθρωποι με κολάρα. Όλοι αυτοί είχαν μέσα σε μια μέρα αδερφωθεί, δεν τους χώριζε τίποτε πια. 98. Εφ. «Δράση Άρτας», φ. 09.01.1945.
Απάνω απ’ τη λαοθάλασσα υψώνονταν σημαίες, κοντάρια με συνθήματα. Έβλεπες ένα καλάμι και στην κορφή του τετράγωνο σανίδι, σαν ταμπέλα. Άλλα είταν γραμμένα με μπογιά κι άλλα με κάρβουνο, πότε κανονικά, πότε μ’ ανορθογραφίες. Σημασία είχε το τί γράφαν. Κι έγραφαν πως ο λαός ξύπνησε πια, δεν εννοεί να ξαναβάλει κάτου το κεφάλι. Αυτές οι σημαίες, αυτά τα κοντάρια σάλευαν κάθε τόσο μαζί με το πλήθος τριγύρω, σαν μια επιφάνεια που κυματίζει, σαν τρικυμία που είν’ έτοιμη να ξεσπάσει. Ζητωκραυγές ακούγονταν, κατάρες για τους εχθρούς, επαναστατικά τραγούδια. Κάθε ομάδα έλεγε τα δικά της κι όλα μαζί ενώνονταν σε μια συναυλία πρωτά κουστη, όλο ζωντάνια. Δίπλα μου έτυχε ένας χωριάτης ώς πενήντα χρονών. Φορούσε μάλλινα σκουτιά, όχι καινούργια και το πρόσωπό του έδειχνε άνθρωπο που έβγαζε με τον ιδρώτα του το ψωμί. Χειρονομούσε κάθε τόσο, ξεφώνιζε από ενθουσιασμό, άρχιζε τραγούδια, έκανε το μαέστρο στους άλλους. Είταν σαν μεθυσμένος από τη χαρά του. Πολλοί τέτιοι είχαν ξεκινήσει απ’ τα μακρινά τους χωριά, μια και δυο μέρες πορεία, με τη βροχή, μες στις λάσπες, έχοντας ένα κομμάτι ψωμί στο σακούλι τους, για να ιδούν τη λεύτερη Άρτα, για να δώσουν κι αυτοί το παρών τους στο προσκλητήριο του αγώνα. Η Ήπειρος που τυραννούσαν τόσον καιρό οι δυνάστες, αποτίναξε πια το ζυγό της. Οργανώνεται, κινητοποιείται, βρίσκεται σ’ αναβρασμό. Δεν εγκρίνει τις διορισμένες κυβερνήσεις. Αγαναχτεί με την επέμβαση των ξένων. Θα βοηθήσει με όλα της τα μέσα την
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ Περαστικός απ’ τα Μετέωρα99
Θυμάμαι τον πρώτο χειμώνα τής σκλαβιάς και της πείνας, το μαύρο χειμώνα τού ’41. Τότε μ’ έφερε η τύχη να περάσω κι εγώ για πρώτη φορά απ’ την Καλαμπάκα. Τότε ανέβηκα κι εγώ, προσκυνητής τής περίστασης, στα φημισμένα Μετέωρα. Σαν πουλιά που τα κυνηγάει ανεμική, έφευγαν οι άνθρωποι μπουλούκια απ’ τη ρημαγμένη πρωτεύουσα, που φτωχομάνα τών επαρχιωτών ώς τα χτες, είχε καταντήσει τώρα με τους Γερμα νούς κολασμένο στρατόπεδο, κοιλάδα των δακρύων. Πουλούσαν ό,τι είχαν ο καθένας κι όσο όσο, κοιτάζοντας όπως μπορούσαν να βγάλουν την άδεια απ’ τους Ιταλούς για να πάρουν τα μάτια τους μια ώρα αρχύτερα και να ζητήσουν άσυλο στις πρώτες φωλιές τους, στις φτωχούλες πατρίδες που καρτερούσαν όλο στοργή τα κακότυχα παιδιά τους. Έτσι κι εγώ χωρίς να καταλάβω πώς, βρέθηκα ριγμένος στην άγνωστη Θεσσαλία. Σταμάτησα κάνα δυο μέρες στην Καρδίτσα για να ψυχοπιάσω κοντά σε φίλο απ’ την αναφαγιά, πέρασα μια ματιά κι απ’ τα Τρίκαλα με την ασήκωτη καταχνιά τού ποταμού, που πότιζε όλη την ατμόσφαιρα υγρασία και στο τέλος, πάτησε το πόδι μου στην Καλαμπάκα. Ύστερ’ από τόσες άθελες φουρ τούνες – Γραβιά και Μπράλο και Λαμία, επιτέλους βρισκόμουν –έστω και με την ψυχή στο στόμα– στα σύνορα της γειτόνισσας
του Νοέμβρη, χιόνιζε ψηλά στην Κατάρα απ’ όπου έπρεπε να δια βώ για να φτάσω στο σπίτι μου κι εγώ περίμενα, αποκλεισμένος στην Καλαμπάκα, πότε να ξεχιονίσουν με τις μηχανές εκείνο τ’ ανάποδο πέρασμα, τ’ ολότελα σύμφωνο με τ’ όνομά του. Αλλά στο μεταξύ πώς περνούν; Καθόμουν σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο, μια βελτιωμένη έκδοση χα νιού, που τόχαν μισοεπιτάξει ο ιταλικός στρατός. Άφησαν όμως κάμποσα κρεβάτια για τους ταξιδιώτες που θα έφερνε η ανάγκη να περάσουν από κει. Εκεί έκαμα και μια τράμπα με το παιδί τού ξενοδοχείου. Μου το δίνεις αυτό το λεξικό; Με ρωτάει για ένα μικρό ελλη νοϊταλικό λεξικό τής τσέπης που είχα βγάλει να ξεφυλλίσω για να περνάει η ώρα. Του τόδωσα για ένα κομμάτι ψωμί – κυριολεχτικά, γιατί μόνο τούτο είχε πέραση τότε. Έτσι στερήθηκα αυτή την ελαφριά (έτσι κι αλλιώς) αποσκευή, αυτόν το βολικό μεσίτη μεταξύ υπόδουλων και καταχτητών, που δε θα μου χρειάζονταν εμένα στ’ απόκεντρα τ’ απροσκύνητα Τζουμέρκα, όπου πολέμαγα να φτάσω ύστερ’ απ’ τις πολυήμερες περιπλανήσεις μου, έρημος ναυαγός που τον πετάν τα κύματα από δω κι από κει. Μα για καλή μου τύχη, όταν σώθηκε εκείνο το ψωμί, πέτυχα κι άλλο. Καλά λεν πως οι ταξιδεμένοι βρίσκουν γνώριμους ολούθε. Όποιος έζησε χρόνια στην Αθήνα και κυλήσει ύστερα στην επαρχία, δε μπορεί, κάποιος γνωστός του θα του τύχει. Έτσι κι εγώ βρήκα εκεί έναν υπάλληλο Τραπέζης που με σύστησε πάλι σ’ ένα νέο γιατρό, κι έτσι σχετίστηκα με τον κύκλο τους. Ήμουν
κατιτί απ’ τα χέρια μου έπειτ’ από τόσων χρόνων θυσίες εκεινού και τέτια ανάδειξή μου, εμένα στα γράμματα! Τελοσπάντων, μ’ έσωσαν εκείνοι οι φίλοι απ’ την Καλαμπάκα, που είχαν αναλάβει μόνοι τους να μου φέρνουν από ακέριο ή μισό καρβέλι ψωμί την ημέρα, μέσα σ’ εκείνη την έλλειψη των πάντων. Έτρωγα και σ’ ένα μικρό μαγέρικο, στην άκρη της πόλης, που το βαστούσε κάποιος Κοζανίτης, απλός άνθρωπος, όχι σφιχτός στις μερίδες, σωστό λαχείο για μένα. Μωρέ, τί γίνεται δωπέρα! Κάθε μέρα σφάζουν αρνιά, μαγει ρεύουν κρέας και σου δίνουν όσο τραβάει η καρδιά σου κι ούτε σου παίρνουν ακριβά στην πληρωμή και τρως και ξανατρώς και χορταίνεις χωρίς να σου αδειάζει η τσέπη. Τί διάολο, δεν πήραν είδηση τί συμβαίνει αλλού; Γιατί δεν κρύβουν τα τρόφιμα; Γιατί δεν ανεβάζουν τις τιμές; Μπα σε καλό τους! Αυτά συλλογίζομουν και ξανασυλλογίζομουν εκεί που γυρνούσα ολημέρα στους δρόμους φροντίζοντας στο μεταξύ να την τυλώσω για καλά. Εκδικούμουν έτσι τις πείνες που είχα τραβήξει. Ένα μεσημέρι, θυμάμαι, είχα φάει τρία πιάτα κρέας, τριών ειδών, αφού είχα αδειάσει πρωί δυο τσανάκες από μισή οκά γάλα με τριμμένο ψωμί και σε λίγο κολάτσισα άλλους δυο πατσιάδες, πραγματικούς όμως, όχι νεροπλύματα σαν της Αθήνας. Σα να μην έφταναν αυτά, ύστερ’ απ’ το κρέας που σας είπα, πήρα και κάμποσα κομμάτια κοκορέτσι νόστιμο, ζεστό, που τότρωγα στο δρόμο (τύπους θα κοιτάζαμε δω!) δαγκώνοντας συνάμα κι απ’ το καρβέλι των φίλων μου. Βρε, θα σκάσω με τούτα που έφαγα! σκέφτηκα για μια στιγμή. Μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας με την ιδέα πως μπορούσα να πάθω
καράβι καθώς γύριζε από ένα μαθηματικό συνέδριο της Ευρώπης. – Έχει γούστο να την πάθω κι εγώ σαν το μακαρίτη! συνέχισα τη σκέψη μου παρ’ όλο που ήξερα καλά πως δεν έφτανα ούτε το μικρό δάχτυλο του διάσημου Ρεμούνδου. Τότε μου ήρθαν στο νου, στο βλέμμα μου καλύτερα σαν έσχατο καταφύγιο, τα επιβλητικά, τα παράξενα Μετέωρα, που ορθώνο νταν απάνω απ’ την Καλαμπάκα σαν προαιώνιοι φύλακες, σαν αρχαία στοιχειά που ρίζωξαν σ’ εκείνη τη γη και σιγά σιγά έγι ναν ένα μαζί της, τετράγωνοι όγκοι, κύβοι από τεμπεσίρι, που κάποιος πρωτόγονος τεχνίτης τα πέρασε από πάνω με κάρβουνο για να κάνει γούστο με τη δική μας απορία. Έτσι θυμήθηκα απάνω στην ανάγκη μου τα Μετέωρα, τη συ στάδα των μοναστηριών, κι αποφάσισα με την ευκαιρία να τα επισκεφτώ, για να πεθάνω τουλάχιστο απάνω στην εκτέλεση ενός ιερού χρέους, «προσκυνητής» αφού είχα κάνει το θανάσιμο αμάρτημα να φάω εκείνη την ημέρα όσο δε χωρούσε η κοιλιά μου. Τράβηξα λοιπόν μοναχός μου, στέκοντας εδώ κι εκεί να ρωτήσω για το δρόμο, χωρίς εννοείται να μου συμβεί τίποτα απ’ ό,τι φοβόμουν. Μπορώ μάλιστα να πω πως το ανέβασμα εκείνο με βοήθησε στη χώνεψη πρώτη και ίσως τελευταία περίπτωση της ζωής μου. Κάθομουν λίγο στη ρίζα των βράχων κι άκουγα τις στάλες που έσταζαν από ψηλά δίνοντας στη λεία επιφάνεια εκείνο το φαιό χρώμα. Δυο φορές που επεσκέφθηκα μεγάλα μοναστήρια της χριστιανοσύνης –στο Άγιον Όρος κι εδώ– είχα την ατυχία να είμαι χωρίς συντροφιά.
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ
Μολαταύτα σεργιάνισα και τα τέσσερα ή πέντε κυριώτερα μο ναστήρια, που κατοικιούνται ακόμα από καλογέρους, πιάνοντας κουβέντα μαζί τους με την ασπίδα της ανωνυμίας, δίνοντάς τους και κανένα τσιγάρο (που μου το ζητούσαν μόνοι τους οι φτωχοί) για να τους καλοπιάσω. Μούδειχναν και κάτι ηλιακά ωρολόγια, κάτι πέρα δώθε που νόμιζαν πως ενδιαφέρουν τους επισκέπτες. Αλλά τ’ αρχαία βιβλία και τα χειρόγραφά τους (που ποιος ξέ ρει πόσα μερόνυχτα είχε σκύψει απάνω τους ο δάσκαλός μου ο Βέης99β, άγουρος ακόμα, για να τα ξεσηκώσει με υπομονή), αυτά δεν τα είδα, γιατί κάπου τάχαν κλειδωμένα, ούτε είχα άλλωστε και τον καιρό να τα ιδώ. Ο νους μας ολουνών ήταν εκείνες τις ώρες σε άλλα, πιο άμεσα, πιο υλικά. Σ’ ένα μοναστήρι βρήκα κι έναν καλόγερο απ’ τα μέρη μου, δε θυμούμαι πια τ’ όνομά του. Ήταν εξηντάρης περίπου, άνθρωπος του Θεού, αλλά και με φέρσιμο κοινωνικό: Κάναμε μαζί έναν περίπατο σ’ εκείνα τα ορθόπετρα ψηλώματα, όπου μόνο φιλέρημα πετούμενα έπρεπε να κουρνιάζουν. Ο γέροντας με το ράσο κι εγώ με τα δικά μου, σα δυο βιγλάτορες απαντημένοι στην τύχη, μιλάγαμε για το ριζικό των υπόδουλων Ελλήνων. – Μη φοβάσαι, μου έλεγε ο γέροντας. Η σκλαβιά θα μας δυναμώσει, θα βγάλει από μέσα τις κρυμμένες αρετές μας. Ο ελληνισμός και άλλοτε θαυματούργησε επί ξένων κατακτητών. Θα σφιχτούμε περισσότερο, αλλά κάτι καλύτερο θα βγει. Το μαρτύριο θα μας εξαγνίσει. Να ζει άραγε ο καλός εκείνος συνοδός μου στον περίπατο
Μετεώρων; Πριν φύγω, μου ευχήθηκε καλό ταξίδι για την πατρί δα και βγάζοντας κάτω απ’ το ράσο του μου πρόσφερε με άπειρη διάκριση κάτι που ήταν σωστή ευλογία: ένα καρβέλι ζεστό, μόλις βγαλμένο απ’ το φούρνο τους. Ώσπου να φτάσω κάτω στην πόλη, στέκοντας κάθε τόσο εκεί στις πλαγιές, τραγανίζοντάς το λίγο λίγο, τόχα κιόλας εξαφανί σει. Τί δώρο ήταν αλήθεια ένα ψωμί εκείνον τον καιρό! Ευλογημένη Καλαμπάκα! Δε σε ξαναείδα από τότε, η τύχη μου μ’ έφερε αλλού, μακριά. Μα αν ποτές οι εννιά μούσες μού στεί λουν έμπνευση για σένα, μην καρτερείς να σε υμνήσω ποιητικά, με τα σχήματα και τα μαγνάδια που ξέρουν να βάνουν οι στιχουρ γοί γύρω απ’ τα κούφια, συχνά, είδωλά τους. Όχι, εγώ θα σε τραγουδήσω αλλιώτικα, πιο χεροπιαστά, ω τροφοδότισσα της πείνας μου, γη της επαγγελίας για μένα! 27-5-48 H
ΓΙΩΡΓΟΥ Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ Αιχμάλωτοι100 2 Σ τις τελευταίες επιχειρήσεις οι αντάρτες τής Μεραρχίας μας είχαν μια ζωντανή λεία. Μαζί με τα λάφυρα έφεραν μαζί τους και κάμποσους Γερμανούς αιχμαλώτους. Τους πέρασαν για το κρατητήριο τον έναν πίσω απ’ τον άλλον. Καταπτοημένοι, με τσουβάλια στα πόδια, έγερναν ακουμπώντας στα ραβδιά, αξύρι στοι και θλιβεροί. Σου έδιναν την εικόνα τού ζωντανού πτώματος. Ήταν φανερό πως είχαν χάσει το κουράγιο και την ελπίδα τους, πως δεν είχαν να περιμένουν τίποτε απ’ τη ζωή... Αυτοί που ήταν γεμάτοι έπαρση και αλαζονεία, έτοιμοι να πιστολίσουν κάθε πα ραβάτη με το παραμικρό, τώρα που έπεσαν στα χέρια τών ανταρ τών μας άλλαξαν αμέσως ύφος. Πάει ο παληός τους αέρας, αέρας καταχτητών. Έχουν μαζευτεί στην άκρη τους ρίχνοντας γύρω μα τιές όλο εχθρότητα κι αποθάρρυνση. Ακόμα δεν πιστεύουν εκεί νο που έπαθαν. Έπεσαν στα χέρια τών εκδικητών, εκείνων που αποκαλούσαν συμμορίτες και που τους απειλούσαν με εξόντωση. Τί θ’ απογίνουν, αυτό είναι που τους ανησυχεί. Θα τους σκοτώ σουν; Θα τους κρατήσουν; Έχουν διαπράξει τόσα εγκλήματα οι περισσότεροι απ’ αυτούς, ώστε δεν έχουν ελπίδα σωτηρίας. Τα χέρια τους είναι βαμμένα μ’ αίμα, αίμα αθώων. Τα κατορθώματά τους είναι σκοτωμοί, πλιάτσικα, ατιμίες. Αυτά τα ξανθά κτήνη απολύθηκαν στις χώρες της Ευρώπης έχοντας εντολή απ’ τον αφέντη τους να μην αφήσουν τίποτε ορθό. Έκαψαν, βίασαν, ρή μαξαν, σκόρπισαν το θάνατο και την καταστροφή. Όργανα τυφλά τού λυσσασμένου φασισμού, θέλησαν να μεταβάλουν τον κόσμο 100. Εφημ. «Λαϊκός Αγωνιστής» (Αντίσταση Άρτας), (χωρίς ημερομ.) 1944, σ. 2.
σε απέραντο σφαγείο, σ’ αγέλη ανδραπόδων. Αλλά δεν άργησαν να βρουν το δάσκαλό τους. Η Χιτλερική θύελλα βρήκε μπροστά της το Ρωσικό κολοσσό, την αντίσταση όλων των Συμμάχων. Ο “Υπεράνθρωπος” του μανιακού Νίτσε χτυπάει την κεφάλα του απάνω στο βράχο. Όσο δυνατώτερα είναι τα χτυπήματα, όσο πιο πολύ αίμα τού φεύγει, τόσο τα ουρλιάσματα της λύσσας με γαλώνουν, τόσο τον κυριεύει η έξαψη του χαλασμού. Αλλά πόσα θα κάμουν ακόμα; Έφτασε το τέλος τους. Το τέρας το χτυπούν από παντού με το στρατό, με την αεροπορία, με τα τσεκούρια, σύμμαχοι, αντάρτες, όλοι οι λαοί. Ακόμη και εμείς εδώ απάνω, που ώς τώρα εξαιτίας των συνθηκών κρατιόμασταν σε άμυνα, κατεβαίνουμε στους δρόμους, χτυπάμε αυτοκίνητα, τους αρπά ζουμε υλικό. Και αυτό είναι ακόμα η αρχή. Τα τιμημένα παιδιά τού λαού που γυρίζουν στα βουνά με τ’ όπλο στον ώμο δε θα περιοριστούν σε αψιμαχίες! Θ’ αρχίσουν από δω και πέρα τους αιφνιδιασμούς, τις εξορμήσεις, μην αφήνοντας ούτε στιγμή ησυχίας στους επιδρομείς. Ο τόπος μας πρέπει πια να ησυχάσει απ’ αυτόν τον εφιάλτη. Αλλά δεν θα ησυχάσει πριν διωχτεί και το τελευταίο κάθαρμα του Χίτλερ από δω, πριν βουλώσουν για πάντα το στόμα τους κι οι ντόπιοι προδότες. Ο λαϊκός μας στρατός έχει τώρα τη δύναμη να δείξει σ’ όλους τους εχθρούς του πως δε μπορούν να εγκληματούν και να οργιάζουν εις βάρος τού λαού. Καθένας που αντέδρασε στην Εθνική μας υπόθεση, όποιος με τη στάση του βοήθησε τους τυράννους, θα έχει την οργή των νεκρών. Η ώρα τής πληρωμής πλησιάζει και το οικοδόμημα της ελεύθερης πατρίδας και της λαοκρατίας θα στηθεί
ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ101, 102 ΤΟΥ Γ. ΑΝΕΜΗ (ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
2
Όταν εδώ και δυόμιση μήνες ένας ύπουλος γείτονας κινήθηκε αιφνιδιαστικά για να υποδουλώση την πατρίδα τής ελευθε ρίας, οι Ηπειρώτες ήταν εκείνοι που προβάλλοντας τα στήθη τους του κόψανε τη φόρα και τον ανάγκασαν σε λίγο να πάρη τρεχάλα το δρόμο προς τη θάλασσα. Και του αντιστάθηκαν πρώτοι αυτοί, γιατί αυτοί βρέθηκαν μπροστά του. Την ίδια στάση θα κρατούσε βέβαια κάθε περιφέρεια ελληνική∙ ο πατριωτισμός όμως και η γενναιότητα που έδειξε η Ήπειρος στις κρίσιμες εκείνες μέρες προσθέτουν ακόμα έναν τίτλο στην ένδοξη ιστορία της, ιστορία αδιάκοπων πολέμων αλλά και θετικής εργασίας. Οι Ηπειρώτες είναι οι πιο εργατικοί άνθρωποι της χώρας μας. Όπου βρεθούν εννοούν να δουλέψουν. Και ποτέ δε σηκώνουν το κεφάλι απ’ τη δουλειά. Θέλουν να βγάλουν το ψωμί τους με τον ίδρωτα, με τον τίμιο κόπο, κι όχι με σταυρωμένα χέρια ή επιτήδειους συνδυασμούς. Η μια γενιά παραδίνει την εργασία σα δίδαγμα στην άλλη κι όλοι τους μαθαίνουν από μικροί να μην τρων το καρβέλι τους χαράμι. Άλλοι στα χωράφια, άλλοι πίσω από τα
ζωντανά τους, άλλοι κατεβασμένοι στις πολιτείες, άλλοι φευγάτοι στα ξένα, ταξιδεμένοι και πολυτεχνίτες, όλοι παιδεύονται ν’ αφή σουν στα παιδιά τους κάτι περισσότερο απ’ ό,τι κληρονόμησαν αυτοί απ’ τους πατεράδες τους. Και ποτέ τους δε βαρυγκομούν. Αισιόδοξοι κι αλέγροι, τρα βάνε μπροστά και περνάν τα πιο μεγάλα βάσανα με το τραγούδι στο στόμα. Γιατί, εξ άλλου, και σε ποιον να παραπονεθούν; Η φτώχεια είναι μια φυσική κατάσταση γι’ αυτούς. Δεν πρόκειται λοιπόν ν’ αποχτήσουνε πλούτη, μα να βγάλουν πέρα το δύσκολο καιρό. Άλλο μέσο από τη δουλειά δεν υπάρχει. Πρέπει να δουλέ ψουν∙ κι αφού υπάρχει συναγωνισμός, πρέπει να δουλέψουν καλά, για να τους προτιμούν. Η βιοθεωρία τους είναι, καθώς βλέπετε, πολύ απλή. Δε χρειάζεται να ξέρει κανείς γράμματα με το τσουβάλι για να την καταλάβη. Η Ήπειρος είναι μέρος φτωχό, από τα φτωχότερα που έχει ο τόπος μας. Φτωχομάνα τη λένε κι οι ίδιοι. Τρεις ήταν ανέκαθεν οι πόροι της: γεωργία, κτηνοτροφία, ξενιτιά. Τ’ άλλα δυο περιωρίστηκαν τα τελευταία χρόνια, δεν απόμεινε παρά μόνο το πρώτο. Τα δάση έπρεπε οπωσδήποτε να φυλαχτούν, να γίνουν πυκνά και λογγωμένα όπως στους παλιούς καιρούς. Έτσι τα κοπάδια τών γιδιών χαθήκαν απ’ τα πλάγια και μονάχα τις μανάρες του κράτησε κάθε νοικοκύρης. Η διέξοδος πάλι του εξωτερικού κόπηκε κι αυτή, ούτε Βλαχιά πια ούτ’ Αμερική. Ο Ηπειρώτης σήμερα είναι υποχρεωμένος να ζη αποκλειστικά από τη γη του. Ξεφεύγει και στις πόλεις ένα μικρό ποσοστό,
Γ. ΑΝΕΜΗ (ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
όμως τους βλέπεις προσκολλημένους στο έδαφος, ένα μ’ αυτό. Βουλιάζουν καμμιά φορά τα χωριά των, τους προτείνουν να κα τοικήσουν αλλού, σε πιο εύφορα μέρη. Μα πού να το κουνήσουν αυτοί από κει! Με τίποτε δεν αλλάζουν την πατρίδα. Τους ποτίζει πίκρες κι όμως δεν την απαρνιούνται. Η χειρότερη κατάρα που μπορείς να τους δώσης είναι να πεθάνουν μακριά απ’ τα πατρικά τους χώματα, στα ξένα. Η φιλοπατρία τού Ηπειρώτη είναι τέλος πάντων κάτι το ανεξήγητο. Κι οι ίδιοι μόνο που τη νιώθουν δε μπορούν να την εκφράσουν. Τους είπαν αποδημητικά πουλιά, μα δεν είναι. Η ανάγκη τούς έκανε να ξενιτεύουνται. Αν είχαν στο σπίτι τους όλα τα καλά τού Θεού, δε θα βγαίναν παραέξω απ’ το χωριό. Αυτό που λέμε τυχο διωκτικό πνεύμα –με την καλή και την κακή του σημασία– δεν το έχει καθόλου ο Ηπειρώτης. Καμμιά τάσι φυγής δεν τον βασανίζει. Κοιτάει μονάχα τη δουλειά του, το συμφέρο, και μ’ αυτό κανονίζει την πορεία του. Είναι σε όλα του θετικός, μετρημένος υπολογιστής. Αλλά σε μια στιγμή ενθουσιασμού μπορεί να θυσιάση όλα τ’ αγαθά που σύναξε με κόπους και στερήσεις. Τέτιος είναι, δε λογαριάζει καμμιά θυσία όταν αισθανθή τήν καρδιά του να χορεύη. Λένε τον Ηπειρώτη λιτοδίαιτο και σκληραγωγημένο. Είναι πραγματικά· το έδαφος και η ανέχεια τον έκαμαν έτσι. Μπορεί να περάσει την ημέρα του με μπομπότα και κρεμμύδι. Δεν του αρέσουν οι πολυτέλειες, δεν τις κυνηγά. Τα ρούχα που φοράν οι χωριάτες είναι γνεσμένα με τη ρόκα, υφαμένα με τον αργαλειό. Ελάχιστα είδη προμηθεύονται από το μπακάλικο ή το παζάρι, λάδι, ζάχαρι, πετρέλιο. Για τα υπόλοιπα βολεύονται με τη δική τους παραγωγή. Αντί καφέ βράζουν τσάι του βουνού που το μα ζεύουν από
ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
Ο Ηπειρώτης δεν παρασταίνει τον παλληκαρά, δεν ξαμώνει ποτέ χωρίς λόγο. Από φυσικού του ανεπίδειχτος, αποφεύγει χει ρονομίες που τις κρίνει περιττές.
194 Γ. ΑΝΕΜΗ (ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
Η Οικογενειακή Ζωή τής Ηπείρου103 Β΄.
2
Οαναγνώστης ας μην παραξενευτή που μιλώντας για τους Ηπειρώτες αφιερώνουμε ιδιαίτερο κεφάλαιο στην τροφή τους. Είναι και το φαΐ ένα από τα κυριώτερα προβλήματα που ενδιαφέρουν τους ανθρώπους. Στην Ήπειρο μάλιστα είναι πολύ συνηθισμένος ο όρκος: «μα το ψωμί». Τα παιδιά μάλιστα, θέλο ντας καμμιά φορά ν’ αστειευτούν, ορκίζονται ψέματα αλλάζοντας ελαφρά την προφορά: «να το ψωμί». Τη μπομπότα, που αποτελεί τη βάσι τής τροφής των, την υπο λήπτονται εξαιρετικά οι Ηπειρώτες. Ποτέ δεν πετούν το ψωμί που τους περισσεύει. Ακόμα και τα ψίχουλα φυλάγονται να μην πέσουν καταγής. Είναι κρίμα, λεν, να πατήσης το ψωμί∙ ο Θεός το βλέπει και μπορεί να κάμης στα μάτια από την πείνα μια μέρα. Το ψωμί τους είναι συνηθέστερα καλαμποκίσιο, από άσπρο ή κίτρινο καλαμπόκι. Κάπου κάπου ζυμώνουν οι νοικοκυράδες και σμιγό, ανάμικτο δηλαδή με σιτάρι, βρίζα ή κριθάρι. Σε σπάνιες περιστάσεις φτειάνουν ψωμί κι από καθαρό σιτάρι που, που όταν προσθέσουν και αρκετό λάδι, λέγεται καθαρόπηττα. Αυτό γίνεται μονάχα τίποτα γιορτάδες και για το καλό τού χρόνου. Οι περισ σότεροι όμως, οι πιο φτωχοί, δεν γνωρίζουν το σταρόψωμο παρά μόνο από τα «υψώματα», δηλαδή τα πρόσφορα
ξεσταχτώνουνε με τη μασιά. Για να μην καή το ψωμί, το σκε πάζουν με φύλλα γκουτσουπιάς, που τα βγάζουν ύστερ’ απ’ το ψήσιμο. Αποπάνου ακουμπούνε τη γάστρα, είδος μεγάλου καπα κιού καμωμένου από λαμαρίνα, όλο κάρβουνα και στάχτη για να καλοψηθή το ψωμί. Μιλούμε για τους ορεινούς πληθυσμούς, αυτούς που ζουν μα κριά απ’ τα κέντρα και που δεν έχουν ιδέα από φούρνο. Σε άλλα μέρη όμως, που βρίσκονται κοντά στις πολιτείες, χρησιμοποιούν φούρνους και ψήνουν καρβέλια κανονικά. Όταν είναι το ψωμί ζεστό, τρώγεται με πολλή όρεξι. Ό,τι και να πάρης τότε για προσφάι, τυρί, ελιές ή κρεμμύδια, σου φαίνεται βασιλικό φαΐ, που λεν. Για την κρυωμένη μπομπότα που δεν ροκα νίζεται, έχουν εφαρμόσει μιαν άλλη μέθοδο. Την κόβουν με μαχαίρι στη μέση, κομμάτια κομμάτια, και τοποθετώντας τα αντίκρυ στη φωτιά τ’ αφήνουν ώσπου να ροδοκοκκινίσουν. Έτσι γίνονται οι νοστιμώτατες «πυρωμάδες», που δε λείπουν, προ πάντων το χειμώνα, από κανένα σπίτι. Απ’ αυτές παίρνουν μαζί τους και τα τσοπανούδια καθώς και οι ταξιδιώτες, για το δρόμο. Οι βουνίσιοι μεταχειρίζονται πολύ περισσότερο το βούτυρο παρά το λάδι∙ κι αυτό, επειδή το πρώτο το παράγουν οι ίδιοι, από το κοπάδι τους, ενώ το δεύτερο πρέπει να τ’ αγοράσουν, να δώσουνε παράδες. Βούτυρο βάνουν και στις λαχανόπηττες, που μοσκομυρίζουν έτσι από τη λίγδα. Άλλες πήττες που συνηθίζονται στον τόπο τους είναι οι τυρόπηττες, οι κρεατόπηττες κι οι κολοκυθόπηττες. Για το ξύσιμο
Γ. ΑΝΕΜΗ (ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
τελείται συχνά από γκορτσοζούμι, δηλαδή βρασμένα αχλάδια. Στην ανάγκη βράζουν και κορόμηλα, λιασμένα από το καλοκαίρι, και όχι μόνο μια παρά δυο και τρεις φορές. Την εποχή που έχουνε γαλακτερά, δε λείπει από κανένα σπίτι το ξινόγαλο. Αυτό είναι γάλα βαρεμένο που του έχουνε βγάλει το βούτυρο. Αν το ξαναβράσουν, μπορεί να δώση πρέντζα. Το γάλα που δεν το έχουν αποβουτυρώσει, άμα τ’ αφήσης μια δυο μέρες, γίνεται «κορφή», τροφή πολύ θρεπτική. Από βούτυρο ανακατω μένο με ζεστό ψωμί γίνεται κι η «μούστα» ή «μπουκουβάλα» που αρέσει εξαιρετικά στα παιδιά. Γευστικώτατο είναι και το λεγόμενο τηγανιστό, δηλαδή αυγά με αλεύρι και γάλα ψημένα στο τηγάνι. Τ’ αυγά τα τρων εκεί πάντα ομελέττα, ποτέ μάτια. Καμμιά φορά τα σπασμένα τα ψήνουν απάνω στα κάρβουνα. Στη φωτιά ψήνουν και τις ρόκες, τους καρπούς τού καλαμποκιού, όσο είναι ακόμα τρυφεροί. Τους ίδιους τους βράζουν και μεσ’ στην τέντζερη. Αγαπημένο φαΐ τους είναι κι ο τραχανάς. Οι Ηπειρώτες τρων όλοι αντάμα, οικογενειακά. Όταν λείπη ο πατέρας, θα τον περιμένουν όσο κι αν αργήση. Μαζεύονται γύρω απ’ την τάβλα, το χαμηλό στρογγυλό τους τραπέζι, καθισμένοι σε σκαμνιά ή καταγής, κάνουν δυο τρεις φορές το σταυρό τους κι αρχίζουν το φαΐ. Στα περισσότερα σπίτια μεταχειρίζονται ξύλινα χουλιάρια, καλοπελεκημένα, εννοείται. Παίρνουν από το καπάκι ή το νταβά ή το ταψί, που είναι ένα για όλους. Όταν αποφάν, σταυροκοπιούνται πάλι και δεν ξεχνούν ποτέ να ρίξουν τ’ αποφάγια τους στο σκυλί, τον πιστό φύλακα του σπι τιού. Το πρωί κινάν για τις δουλειές τους χωρίς
ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
Γ. ΑΝΕΜΗ (ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
Πώς Ντύνονται στην Ήπειρο104 Γ΄.
2
Τ ο ντύσιμο ενός λαού έχει κι αυτό την ιστορία του. Δε ντύνονται ολούθε με τον ίδιο τρόπο και κάθε μέρος έχει τις δικές του παραδόσεις στο κεφάλαιο αυτό. Οι κάτοικοι μιας περιφερείας μπορεί να γνωριστούν από την κατατομή τους,από την προφορά τους, αλλά κι απ’ την αμφίεσί τους. Στις πόλεις και στα κέντρα ντύνονται κανονικά και ομοιόμορ φα όπως στην πρωτεύουσα. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και με τα χωριά. Εκεί ντύνονται αλλιώτικα. Ξεχωρίζουμε μάλιστα τους Ηπειρώτες σε δυο κατηγορίες, ανάλογα με τις στολές τους: σε βλάχους και χωριάτες. Οι βλάχοι, οι τσοπαναραίοι, αυτοί που περνάν τη ζωή τους στα βουνά φυλάγοντας κοπάδια, διατηρούν την παλιά ενδυμασία, την πατροπαράδοτη. Στο κεφάλι τους φοράνε σκούφια, οι περισσότε ροι μάλιστα στραβά, έπειτα γελέκο σταυρωτό, γαλάζιου χρώματος ή μαύρου, και στα πόδια άσπρη «τσακτσίρα», ή «μπουραζάνα», που στους πιο φτωχούς είναι καμωμένη από τραγόμαλλο και έχει τότε χρώμα σκούρο προς το κόκκινο. Το πουκάμισο –κεντημένο συχνά στις τραχηλιές και μπροστά, στην αράδα τών κουμπιών–τελειώνει στα χέρια στη λεγόμενη μανίκα, που είναι ανοιχτή, πο λύπτυχη και φουσκώνει. Οι φανέλλες τους, λίγο πιο πάνου απ’ τον καρπό, έχουν κι αυτές κεντήματα που λέγονται χερότια. Απάνου απ’ το πουκάμισο και το σταυρωτό γελέκο φορούν
τους τα ρούχα εξόν απ’ το πουκάμισο. Με τα κρύα όμως και τις βροχές φορούνε κάπες ή κοντοκάπια. Η κάπα είναι πιο ευρύχωρη απ’ το κοντοκάπι και δεν έχει ιδιαίτερα μανίκια για τα χέρια σαν εκείνο. Αυτή την αφήνουν άβαφη ενώ το κοντοκάπι το βάφουνε μαύρο. Εκείνο καταλήγει απάνω σε κατσούλα, που προστατεύει το κεφάλι. Με την κάπα μπορείς να κοιμηθής έξω, χρησιμοποι ώντας την για στρώμα και για σκέπασμα ταυτόχρονα. Με το κοντοκάπι εξασφαλίζεται κανείς, στέκοντας όρθιος, απ’ τη βροχή. Γι’ αυτό δε λείπει από κανέναν γιδοβοσκό, επειδή αυτοί περνούν όλη την ημέρα τους έξω. Φουστανέλλες δε φορούν πια παρά μόνο λίγοι βλάχοι τής παλιάς γενιάς, που δεν εννοούν ν’ απαρνηθούν τις συνήθειες του καιρού τους. Ασυνήθιστο έχει καταντήσει κι ένα άλλο είδος ντυσίματος, ανάλογο με των τσολιάδων, που βάσι του αποτελεί το λεγόμενο «μαντύο». Είναι κι αυτό παραλλαγή τής φουστανέλλας, νεώτερη έκδοσή της να πούμε. Οι χωριάτες όμως, αυτοί που ασχολούνται με τη γεωργία ή με άλλα επαγγέλματα –τις τέχνες, που λένε αυτοί– ντύνονται πιο απλά. Το σακάκι τους είναι μάλλινο πάλι, αλλά οι τσέπες του πάνε προς τα κάτω και γενικά μοιάζει πιο πολύ με το ευρωπαϊκό. Το ίδιο μπορούμε να πούμε, ακόμα περισσότερο, για το γελέκο και το παντελόνι. Το χρώμα τους είναι πάντα ή μαύρο ή γαλάζιο βαθύ. Όσο για τσουράπια, οι βλάχοι δε συνηθίζουν να πολυφορούν. Κι όταν φορούν, τα θέλουν άβαφα, από άσπρο γνέμα, ενώ οι άλλοι τα προτιμούνε βαμμένα. Τα τσαρούχια τους τέλος οι
200 Γ. ΑΝΕΜΗ (ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
φύλαγαν το μαχαίρι, το σουγιά, την καπνοσακούλα, τις τσακμα κόπετρες και όλα τους τα χρειαζούμενα. Ήτανε μια κινητή θήκη που εξυπηρετούσε περίφημα τον κάτοχό της. Σήμερα όμως έγιναν σπάνια κι αυτά. H
Έδαφος και Κάτοικοι105 2
Η Ήπειρος είναι πετρόσπαρτη, όλο κακοτοπιές και χαμόκλαδα. Κάμπο δε θα βρης παρά μονάχα έξω από την Άρτα και τη Φιλιππιάδα. Εκεί έχει ελιές, από κει βγαίνουν και τα ονομαστά πορτοκάλια. Προς το εσωτερικό τής Πρέβεζας καλλιεργούν ακό μα ρύζι και βαμπάκι. Μα στ’ άλλα μέρη όπου το χώμα είναι φτενό και λιγοστό,δε φυτρώνει παρά καλαμπόκι. Μ’ αυτό τρέφονται άλλωστε οι περισσότεροι Ηπειρώτες, με μπομπότα. Την έχουν παράπονο οι βουνίσιοι αυτήν τη φτώχια, αυτή τούς αναγκάζει να γυρεύουν μακριά απ’ τα σπίτια τους δουλειά. Όσο χώμα είχε ο Θεός, λέγαν οι παλιότεροι, τόριξε κάτου στο Μωριά∙ για μας δεν απόμειναν άλλο από τις πέτρες. Το κυριώτερο μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιείται στην Ήπειρο είναι τα πόδια! Ξεκινάς, ας πούμε, απ’ το χωριό κι ύστερ’ από μιας μέρας πορεία βρίσκεσαι στην πόλι. Πόσο απέχει, ρωτάς, το τάδε χωριό απ’ τα Γιάννενα; Μισή μέρα, σου λεν, κι εννοούν πεζοπορία. Σιδηρόδρομος δεν έφτασε ακόμα ώς εκεί. Με τ’ αυ τοκίνητα επικοινωνούν μονάχα οι πόλεις. Αλλά ο πολύς κόσμος περπατά. Κρεμούν το σακούλι τους στον ώμο, παίρνουν το ραβδί τους (που θα τους χρειαστή για τα σκυλιά) και τραβούν αχάραγα για το παζάρι, με μουλάρι, μόνοι τους ή με συντροφιά. Το βράδι θα το περάσουν σε κανένα χάνι. Την άλλη μέρα θα βρίσκωνται πίσω στο σπίτι. Και μη νομίσετε πως μπορεί να περπατήση κανείς εύκολα στον
Γ. ΑΝΕΜΗ (ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
κάθε τόσο ανωμαλίες και δεν είναι γι’ ανθρώπους συνηθισμένους
από ίσιο μέρος. Εδώ χρειάζεται σβελτάδα κι αντοχή, γυμνασμέ νες άντζες και γερά πνεμόνια. Τόσοι ανήφοροι, τόσες ρεματιές, τόσα μονοπάτια, μεσ’ στις πέτρες και στα νερά, δεν περνιούνται με σεργιάνι, με βήμα κανονικό, απαιτούν ευκινησία. Οι διαβάτες περπατούν ώρες συχνά το καλοκαίρι χωρίς να βρουν στο δρόμο τους ίσκιο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη βροχή, τους μήνες τής κακοκαιρίας, όπου άδικα πολλές φορές ζητάς να τρυπώσεις σε καμμιά σπηλιά. Τέτοιος είναι ο τόπος στην Ήπειρο, μα τους Ηπειρώτες δεν τους νοιάζει γι’ αυτό. Τα έχουν συνηθίσει τα κατσάβραχά τους, δεν τους κάνουν εντύπωσι. Μαθημένοι από μικροί να φυλάνε τα γίδια, αναγκασμένοι συχνά να νυχτοπερπατούν, ξέρουν την περιοχή τους σπιθαμή με σπιθαμή και μπορούν να τη γυρίζουν με κλεισμένα τα μάτια. Βλέπουν σαν κουκουβάγιες μέσα στο σκοτάδι. Σπάνια μεταχειρίζονται στις πορείες τους φανάρια. Ένας ξένος θα τάχανε εκεί πέρα, μόλις νύχτωνε να κλεινότανε μέσα. Μα πώς μπορεί να ζήση κανείς έτσι; Δεν προφταίνονται όλες οι δουλειές την ημέρα. Όταν λοιπόν έχουν να πάνε στα χωράφια τους ή να κατεβούν στο παζάρι, ξεκινούν από πολύ νωρίς, με δυο, με τρεις ώρες νύχτα. Και κυκλοφορούν στις έρημες στράτες σα φαντάσματα. Στα χρόνια τα παλιά, που τα μέσα τής συγκοινωνίας ήσαν ακόμα δυσκολώτερα, οι Ηπειρώτες περπατούσαν ολόκληρες μέρες χωρίς διακοπή. Αυτά γίνονταν μ’ όσους
λαξιά στον τρουβά, έρριχναν αποπάνω τους ένα κοντοκάπι και τραβούσαν με τα πόδια. Περπατούσαν μέρες και μέρες ώσπου να φτάσουν στον τόπο τού προορισμού τους, εκεί που θα βρίσκαν ερ γασία. Με τον ίδιο τρόπο, αποστολικά, γυρνούσαν αργότερα στο χωριό τους, φορτωμένοι αυτή τη φορά και καλούδια. Έτσι λοιπόν με τους Ηπειρώτες∙ δε φοβούνται μήτε το περ πάτημα μήτε τις κακοτοπιές. Ανεβαίνουν στους γκρεμνούς σαν κατσίκια. Βγάζουν ανήφορο μιας ώρας χωρίς να πάρουν ανάσα. Η ελαστικότητά τους είναι κάτι το απίστευτο. Στο τρέξιμο δεν τους φτάνει κανένας, τόσο πολύ αντέχουν. Και μήπως έχουν γυ μναστή από μικροί, μήπως έκαμαν σουηδικές ασκήσεις; Δεν τις έχουν ούτε ακουστά, τί λογής είναι. Μα η τραχειά ζωή τους, οι ανάγκες οι καθημερινές, τους εξασκούν με το πιο σίγουρο σύστημα. Δεν κάθονται ποτέ τους. Δεν έχουν να ξεκοκκαλίσουν έτοιμα. Γι’ αυτό βρίσκονται όλο στους δρόμους, στο ύπαιθρο, μέσα στη φύσι. Όταν έρθη καιρός να πάνε στρατιώτες, βαστούν πιο καλά απ’ όλους στις πορείες. Το Ηπειρωτικό έδαφος με τις άπειρες ανωμαλίες και το βαρύ του κλίμα σκληραγωγεί τους κατοίκους από μικρούς. Συνηθίζουν στον αγώνα τής ζωής από παιδιά. Οι χρείες τού σπιτιού τούς θέλουν πάντα ορθούς, στο ποδάρι. Παιδεύονται για να ζήσουν, ολοένα σφουγγίζουν το ιδρωμένο μέτωπό τους. Αλλά κανένα ψωμί στον κόσμο δεν έχει τη νοστιμάδα τής μπομπότας τους. Την τρων με όρεξι, τους φαίνεται στην πείνα τους σα σιμιγδάλι. Μπομπότα και κρεμμύδι, μπομπότα και τυρί, αυτό είναι το κυριώτερο φαΐ τους, αυτό είναι το ανώτερο φαΐ τους. Στα φτω χόσπιτα το χειμώνα, όταν λείπη το προσφάγι, περνούνε μ’ άγρια λάχανα, βγαλμένα από την εξοχή με το σουγιά, καμμιά φορά χωρίς λάδι, μονάχα με ξίδι. Κι όμως βλέπεις τα μάγουλα των παιδιών τους νάναι κόκκινα σα μήλο. Άλλα που έχουν όλα τα καλά τού Θεού ζηλεύουν την υγεία τους. Τα θρέφει ο αέρας, η
204 Γ. ΑΝΕΜΗ (ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
κίνηση κι η εργασία. Όταν μεγαλώσουν αυτά, θα γίνουν οι πιο ακούραστοι δουλευτάδες, οι καλύτεροι στρατιώτες. Θα φανούν χρήσιμοι στην πατρίδα τους με κάθε τρόπο. Αυτό αποτελεί πια παράδοσι γι’ αυτούς.
H
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΗ Τα Βότανα του Δάσους106
2
Έχω κάμποσον καιρό που διάλεξα για κατάλυμα ένα δάσος, έναν ήμερο πευκότοπο κατοικημένο. Το χειμώνα βέβαια δεν βρίσκει κανείς πολύν κόσμο εδώ απάνου, είμαστε όμως αρκετοί όσο για να κρατούμε συντροφιά ο ένας στον άλλον. Τις νύχτες, που δέρνουνται όξω τα πεύκα με τις κουκουβάγιες τους κι ο άνε μος παίζει τις δαιμονικές του συναυλίες, δε μπορείς να κοιμηθής ήσυχα αν δεν νιώθης κάπου κοντά έναν όμοιό σου. Μα οι ανάποδοι καιροί πέρασαν πια, και τώρα έχουμε άνοιξι, λιακάδες, χαρά Θεού. Όλα χρειάζουνται, συλλογιέμαι σήμερα, όλα έχουν το σκοπό τους. Αν δεν έβρεχε ολάκερες βδομάδες κι αν η γη δεν είχε πιη τόσο νερό, από πού θα φύτρωναν όλ’ αυτά τα χορτάρια και θ’ άνθιζαν τα χαμόκλαδα και θα ξεπετιόνταν τα λουλούδια; περπατείς μέσ’ στο λόγγο και δεν έχεις τί να πρωτοκοιτάξης, τόσες κρυμμένες ομορφιές σε τριγυρίζουν. Πού τα φύλαγε μέσα στους κόρφους της τόσους μήνες η φύση τα μικρά τούτα φύτρα, που άξαφνα φανερώνουνται με όλη την ταπεινή τους δόξα! Είναι μυστήριο το τί κλείνει το χώμα, το κοινό αυτό στοιχείο που το πιστεύουμε αναίσθητο. Κι όμως μπορείς να περάσης από δίπλα τους χωρίς να προσέξης καθόλου τις απέριττες
Γ. ΑΝΕΜΗ (ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
σημασία σε μικροπράματα, και τότε σου ορκίζουμαι πως δε βγαί νει κανένας άλλος από σένα ζημιωμένος. Αχ, πόσα μας ξεφεύγουν ολοένα –και πολλές φορές για πάντα– επειδή δεν καταδεχόμαστε να σκύψουμε λιγάκι! Τα ζωντανά έχουν φωνή και μας ειδοποιούν. Τα πουλιά τα βλέπουμε, γιατί φτερουγίζουν απάνου απ’ το κεφάλι μας. Μα τί να ειπή κανείς για τα φτωχά χορτάρια, που τους λεί πουν η γλώσσα μαζί και τα φτερά; Μπροστά στο τραπέζι μου έχω ένα μάτσο ανόμοια φυτά που τάφερα από τον σημερινό μου περίπατο στο δάσος. Δεν έκανα πολύ δρόμο για να τα βρω, κάθε άλλο. Χώθηκα απλούστατα στο σύδε ντρο κι απλώνοντας τα χέρια μου τα μάζεψα από δω κι από κει. Δεν είναι ποικιλίες που μπορεί να τις ιδή κανείς στα περιβόλια∙ εκεί καλλιεργούν άλλα είδη ήμερα και ακριβά. Τα δικά μας είναι αγριολούλουδα και βοτάνια, απ’ αυτά που βγαίνουν κάθε χρόνο μοναχά τους και που μπορείς να τα κόψης χωρίς να σου μιλήση κανένας. Αυτά εδώ τα λουλούδια που δεν έχουν παραπάνω από πέντε φύλλα, λέγονται κουνούκλες. Είναι δυο λογιών, άσπρα και κόκκινα. Τα πρώτα μοιάζουν στο χρώμα και στο σχήμα με τ’ άνθη τής αγριοτριανταφυλλιάς, μόνο που δεν έχουν γύρω τους αγκάθια. Φυτρώνουν πολλά μαζί πάνου στο θάμνο τους με τα μαλακά φύλλα, χώρια όμως το ένα σόι, χώρια τ’ άλλο. Την κίτρινη καρδιά τους, που μυρίζει κι ωραία, πάνε τέτοιον καιρό και τη βυζαίνουν οι μέλισσες. Στην παραγωγή τού μελιού έχουν να κάνουν και τα λουλούδια
να βγάλης ένα μέρος τού λουλουδιού. Αν βυζάξης τη ρίζα του απ’ το άνοιγμά της, θα νιώσης μια γεύσι γλυκειά, που τη στερείς όμως από τη μέλισσα. Η θήκη αυτή άμα περάση ο καιρός της και στε γνώση, παρουσιάζει αρκετή ομοιότητα με τη σφηκοφωλιά, όπως τη βρίσκει κανείς σε ξεροτοίχια ή μέσ’ στο τρυπημένο χώμα. Τον ίδιο περίπου χυμό περιέχουν και τα λουλούδια –ας τα πού με έτσι, μολονότι δε μας γεμίζουν το μάτι– ενός άλλου χορταριού που το λένε στην επαρχία «βλαχοπούλα». Το κοτσάνι του, που φτάνει ως σαράντα πόντους, έχει χρώμα κοκκινωπό∙ το ίδιο και τα φύλλα του που σχηματίζουν ευρύχωρο περίβλημα, μ’ ένα κάτι σα γλωσσίδι στη μέση. Αυτό πάλι το χορταράκι με τα κίτρινα σκάγια, χωρισμένο τόνα με τ’ άλλο στην κορφή δε θα μπορούσα να το καθορίσω καλύτερα, αν δε μου έλεγε τ’ όνομά του ένα τσοπανόπουλο, που του το έδειξα μέσα στο δάσος. – Είναι της οχιάς το χορτάρι, μου είπε χωρίς δισταγμό. Δεν ξέρω γιατί τόβγαλαν έτσι, αλλά τα φύλλα του κάτου στη ρίζα έχουν ευωδιά. Οι γυναίκες οι δικές μας τα βάνουν μέσ’ στα σκουτιά τους και στις κασέλες για να μοσκοβολούν.
– Αμ’ ετούτο πώς το λέτε εσείς; το ρώτησα με διπλωματία. – Λυκόλουρο! φώναξε μόλις το πήρε στα χέρια του και το μυρίστηκε. Αυτό είναι γιατρικό. Έβλεπα τον πατέρα μου να μαζώνη αγκαλιές απ’ αυτό. – Και γιατί το λέτε έτσι; Το τσοπανόπουλο μου απάντησε με
Γ. ΑΝΕΜΗ (ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
Αυτή την ωραία φούντα μπορεί κανείς να τη γνωρίση με το πρώτο πως δεν είναι άλλο από ρείκι. Έχει κι αμέτρητα μικρά λου λούδια, πριν από λίγες μέρες ήταν άσπρα, τώρα έγιναν καφετιά. Μα πόσες φορές το χρόνο ανθίζουνε τα βλογημένα; Το χινόπωρο βλέπει κανείς ολόκληρη πλαγιά σκεπασμένη από το λουλουδι σμένο αυτό χαμόκλαδο. Ο χρωματισμός των ανθέων του παίζει ανάμεσα στο λευκό, το τριανταφυλλί και, όταν παίρνουν πια να στρίβουνε, στο καστανό. Ετούτη η άλλη βέργα η αγκαθωτή (τόσο που να τρομάζης να την κόψης) με τα όμορφα κίτρινα άνθη είναι το σφελάχτι106α, θά μνος που φτάνει σε ύψος αρκετό. Αγκάθια έχει –μα όχι τόσο μεγάλα, βαμμένα μάλιστα στην άκρη σαν του παραπάνου– και η αφάνα που, απλωτή μάλιστα όπως είναι, μοιάζει με δίχτυ. Άνθισε τώρα κι αυτή, έβγαλε πλήθος φυλλαράκια κι έναν καρπό από μικρούς κόκκινους σβώλους. Σ’ ένα μέρος εμέτρησα δώδεκα απ’ αυτούς. Έχουν μάλιστα από τ’ απέξω μέρος κι ένα περίεργο πράσινο κόσμημα σε σχήμα σταυρού. Πού να τελειώσουμε ακόμα! Έχουμε αυτό το πραματάκι που την επιφάνειά του την προστατεύουν δυσανάλογα στο μέγεθος αγκάθια και που η πλατειά του βάσι ρίζωνε σχεδόν απ’ ευθείας στο χώμα. Είναι ένα αρχαίο αγγείο ολόιδιο, ένα βάζο που δεν του λείπουν κιόλας ούτε τα λουλούδια από πάνου. Τί θαυμαστή που είναι, αλήθεια, η φύσι! Πώς να το λένε τάχα αυτό το απλό κομψοτέχνημα και πώς ετούτο τ’ άλλο, το κόκκινο, που μοιάζει τόσο πολύ με χωνί
Μένουν ακόμα: ένα ψηλό γαλάζιο λουλούδι που το κοτσάνι του είναι φορτωμένο από δω κι από κει με κάτι σακκουλάκια τριγωνι κά με σπόρους μέσα∙ ένα άλλο όμοιο με τα κοντάρια που κρατούν τα παιδιά στις λαμπαδηφορίες και που αναδίνει στην κορφή του ένα είδος αστερόσχημα στολίδια. Πώς να τα περιγράψη κανείς, που είναι τόσο μικροσκοπικά και τόσο πολυσύνθετα! Εκείνο τ’ άλλο πάλι δεν είναι πυροτέχνημα, αφού μπορείς μ’ ένα απλό φύσημά σου να σκορπίσης στον αέρα το ημικυκλικό του επιστέγασμα; Πουφ κάνεις κι ένα σωρό άσπρες μυγίτσες ξεκινούν με μιας από το στόμα σου. Και πώς να κρατήσεις το θαυμασμό σου μπροστά σ’ αυτήν, έπειτα, τη λυγερή κόρη τής γης, που η φουντίτσα της είναι χρωματισμένη τόσο παράξενα με πιτσιλίσμα τα μελιτζανιά στο μέσα μέρος; Άλλα δυο χορταράκια θα μπορούσε να μην τα ξεχωρίση κανείς εξ αρχής, συγγενεύουν τόσο πολύ αναμεταξύ τους. Αλλά δεν είναι το ίδιο. Το ένα μοιάζει με τουλούπα, σαν αυτές που γνέθουν ακόμα στα χωριά. Μέσ’ απ’ την απαλή μάζα ξεπροβάλλουν κάτι αδρότερες τρίχες, όμοιες με τα μουστάκια τού γάτου. Στο άλλο πάλι διακρίνεις μικρές κλωστές κοκκινοβαμμένες. Άφησα για το τέλος αυτό το περίεργο σαρκερό λουλούδι με την κάπως ξινή μυρουδιά και τα σα βελούδα κόκκινα φύλλα που ξεπροβάλλουν τα μακρουλά κίτρινα μπουμπούκια του. Το σχήμα του μου θυμίζει στο σύνολό του το περίφημο κέρας τής Αμαλθείας από την αρχαία μας μυθολογία. Κι εσένα πώς να σε ονομάσω μικρούλικο, τρισχαριτωμένο, γαλανομάτικο
210 Γ. ΑΝΕΜΗ (ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
γιών ξεμυτίζουν τέτοια εποχή στις εξοχές, στα ρέματα, στις λάκ κες, κάτου απ’τα μεγάλα δέντρα, δίπλα σε πετρούλες ή σε τρύπες που άνοιξαν τα σκαθάρια. Μπορείς να περάσης από πάνω τους χωρίς να υποψιαστής, τόσο διακριτική είναι η παρουσία τους. Ζουν απόμερα χωρίς φιλοδοξίες, ένας κόσμος που ακολουθεί τον ατάραχο, τον αιώνιο ρυθμό του κάτου απ’ το πράο βλέμμα τού Δημιουργού. Οι διαβασμένοι άνθρωποι σπάνια στέκουνται μπροστά τους. Βιαστικοί κι ανυπόμονοι, κυνηγάνε τους μεγάλους σκοπούς, τις χίμαιρές των, μη νιώθοντας πως επιταχύνουν έτσι την πορεία προς το τέλος τους. Κι αν καμμιά φορά θελήσουν να μάθουν τα μυστικά τού φυτικού βασιλείου, δεν ξέρουν τίποτ’ άλλο παρά ν’ ανοίγουνε χοντρά βιβλία και να συλλαβίζουν ακαταλαβίστικα λατινικά. Τα λουλούδια και τα χορταρικά, σοφοί πιο άμαθοι από τους βοσκούς, τα ξέρουνε μονάχα απ’ τις εικόνες τους. Κι όταν τύχη ποτέ να φέρουν τα βήματά τους στην ανοιχτωσιά, δεν έχουνε μάτια να δούνε πώς κουνάνε πίσω το κεφάλι τους αυτοί οι μικρόσωμοι κάτοικοι τού δάσους που τους επάτησαν σχεδόν και δεν τους πήραν είδησι, οι τυφλοί. H
Τροφές τού Λόγγου107 2
Μα δε βαριέσαι να σεργιανάς όλη μέρα μέσ’ στο δάσος; Θα με ρωτούσε κανείς βλέποντας τους καθημερινούς μου περι πάτους. Τί ευχαρίστηση μπορεί να βρη κανείς, αλήθεια, σ’ ένα μέρος που το κλείνουν ολούθε τα πεύκα και που σπάνια περνάει άνθρωπος από εκεί; Δεν έχω καμμιά διάθεσι για τον τίτλο τού μισάνθρωπου, μα οι όμοιοί μας –για ποιο λόγο να το κρύψουμε;–δεν είναι πάντα ποθητή συντροφιά. Μας πικραίνουν πολλές φορές και κάποτε δίχως να το θέλουν. Οι άνθρωποι έχουν μέσα τους τον εγωισμό – εκεί θαρρώ βρίσκεται το φταίξιμο. Τέλος πάντων έρχο νται ώρες που γυρεύεις να μείνης με τον εαυτό σου, να πάψης να σκουντιέσαι με τους άλλους. Σε τέτοιες περιστάσεις το καλλίτερο καταφύγιο είναι το δάσος. Έπειτα μη φανταστή κανείς ποτέ πως σε μια κατάφυτη πε ριοχή μπορεί να μην υπάρχη ποικιλία. Κάθε εποχή έχει τα δικά της, κάθε γωνιά τα μυστικά της. Χρειάζεται όμως λίγη αγάπη γι’ αυτό, ένα είδος συγκατάβασι που ξεπληρώνεται άλλως τε με το παραπάνω. Σιγά σιγά, με τις συχνές επισκέψεις, δημιουργεί ται μια οικειότητα ανάμεσα στον περιπατητή και στα πλάσματα του λόγγου, έτσι που τα τελευταία δεν έχουν λόγο στο τέλος να κρύβουνε τα ιδιαίτερά τους. Τράβα, τράβα κάτου από τα δέντρα, θα χορτάσης φρέσκον αέρα! Έτσι θα μπορούσε κανείς να με ειρωνευτή. Κι όμως τί θα λέγατε αν σας βεβαίωνα πως δεν τρέφομαι μονάχα μ’ οξυγόνο μεσ’ στο δάσος, παρά βρίσκω πάντα κάτι τι για κολατσιό; 107. Περ. Νεολαία, έτος Β΄, περίοδος Β΄, τ. 39/90, 29.06.1940, σ. 1231.
Γ. ΑΝΕΜΗ (ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
Μη γελάτε, υπάρχουν και φαγώσιμα εδώ μέσα, φαγώσιμα κιό λας εκλεχτά. Ήταν ένα διάστημα που έβγαινα κάθε πρωί και κο λάτσιζα σπαράγγια. Ένα είδος απ’ αυτά τα φυτεύουνε, είδα, και στα σπίτια, σύρριζα στους τοίχους, σε μια στενόμακρη λουρίδα που τη γεμίζουνε χώμα. Τα σπαράγγια αυτά είναι ανοιχτοπρά σινα και διακλαδίζονται σε πολλά φύλλα μυτερά, σαν αγκάθια. Όταν είναι τρυφερά τρώγουνται ώς κάτου∙ με το πέρασμα όμως του καιρού μονάχα η κορφή μπορεί να φαγωθή. Υπάρχουν κι άλλης λογής σπαράγγια: εκείνα θάναι τ’ άγρια, πιστεύω. Ο κορμός τους, μελιτζανί χρώμα, υψώνεται κάθετα, χωρίς διακλαδώσεις. Δεν έχει από δω κι από κει παρά κάτι προ σφύματα που μοιάζουν με αγκίστρι του ψαρέματος. Αυτά είναι χοντρότερα και πιο ζουμερά από τ’ άλλα, τα μασάς και το στόμα σου γεμίζει χυμό. Η γεύσι τους δεν έχει εκείνο το χορταρένιο των άλλων. Έπειτα τρώγονται ώς τη μέση κι ακόμα παρακάτου. Είναι μια ξέχωρη χαρά να προχωρής μοναχός σου μέσ’ στα μικρά φιδωτά μονοπάτια και ν’ ανακαλύπτης κάθε τόσο, δεξιά, αριστερά, τις τρυφερές αυτές βεργούλες που λικνίζονται ανάλαφρα στο πρωινό φως. Καταλαβαίνεις πού θα τις κόψης, το μάτι σου κανονίζει σωστά. Όταν μαζέψης αρκετά, μπορείς και να τα βράσης ή να τα κάμης τηγανητά. Καμμιά φορά χρειάζεται και να λοξέψης λιγάκι, δεν παρουσιάζονται έτοιμα μπροστά σου. Έχω προσέξει ακόμα πως το μάτι βλέπει κάθε φορά ό,τι του αρέσει, ό,τι το ενδιαφέρει. Αν εβγήκες για σπαράγγια, αυτά θα ξετρυπώνη, αν για τίποτα άλλο, εκείνο το άλλο. Η άσκησι παίζει παντού σπουδαίο ρόλο. Τα σπαράγγια βαστούν κανένα μήνα, όχι όμως περισσότερο. Εξ αιτίας τής όψιμης κακοκαιρίας, είχα μια βδομάδα να περπα
ελαστικότητα, είχανε ξυλιάσει. Στη θέσι τους βρήκα ένα χορτάρι αγκαθωτό, τίποτ’ άλλο. Μαζί μ’ αυτά ξεράθηκε, μέσα Μαΐου, και το λουλούδι τού σα λεπιού. Στέγνωσαν και τα φύλλα τής ρίζας του, καψαλιστήκανε, μα έτσι πια ωρίμασε ο καρπός. Από δω και πέρα μπορεί κανείς, εφοδιασμένος μ’ ένα ξύλινο σουβλί, να σκάβη το χώμα και να μα ζεύη σαλέπι. Πρέπει όμως να προσέχη να μην του κόψη τη ρίζα, γιατί τότε θα δυσκολευτή να φτάση στο σκοπό του. Εκείνη θα τον οδηγήση να βρη τον κρυμμένο καρπό. Αυτός αποτελείται από δυο σβώλους, τον έναν πάντα μικρότε ρο από τον άλλον, αν όχι ολότελα ζούφιον, αδειανό. Τους καθαρί ζεις απ’ το χώμα κι ύστερα τους πλένεις στην κοντινή πηγή. Οι στρογγυλοί τούτοι βολβοί γίνονται τότε άσπροι, φίλντισι, και δεν έχεις παρά να τους περάσης με βελόνι από μια κλωστή και να τους κρεμάσης κάπου να λιαστούν. Σαν έρθη ο καιρός, ξεσπειρίζεις τις αρμάθες και τις στουμπάς να γίνουν σκόνη. Εξασφάλισες έτσι για το χειμώνα ένα ρόφημα πρώτης γραμμής. Έτσι κάνουν στα χωριά, όπου ο καφές τούς φαίνεται ακριβός και προσπαθούνε να τα βγάλουν πέρα με προϊόντα τού τόπου. Με μια πρέζα έχεις να πιης ολόκληρη κούπα. Το σαλέπι ξεχωρίζει κι αυτό από τα λουλούδια του σε τρία τέσσερα είδη. Σ’ ένα το άνθος, με καφετιές αποχρώσεις, μοιάζει εξαιρετικά με μέλισσα. Πώς να εξηγηθή η αντιστοιχία αυτή ανάμεσα σε δυο βασίλεια διαφορετικά; Των άλλων δυο λογιών το χρώμα είναι του ενός όμοιο με του γκούτσουπου, κόκκινο προς
Γ. ΑΝΕΜΗ (ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
αυτός μέσα στη γη. Πώς διακρίνεται όμως τότε, αφού το κοτσά νι έπαψε νάναι πια λουλουδισμένο; Σ’ αυτό μονάχα τα φύλλα θα βοηθήσουν, ένα δυο φύλλα που ξεβγαίνουν απ’ το χώμα και που
είναι σε όλα τα είδη το ίδιο. Τι άλλο μπορεί να μαζέψη κανείς αυτόν τον καιρό από την εξοχή: Αλίσφακο, που είναι ένα κι ένα για το στομάχι. Δεν απαι τείται σπουδαία όσφρηση για να τον ανακαλύψης. Μια φορά να μυρίσης τα φύλλα του τα σταχτερά, καταλαβαίνεις απ’ την ευω διά τους πως πρόκειται για φυτό με αγαθοποιό προορισμό. Συνη θέστερα λέγεται φασκομηλιά. Το κίτρινο λουλούδι και το χρώμα τών φύλλων του σε κάνει να διαβλέπης στενή συγγένεια με το ντόπιο μας τσάι τού βουνού. Δεν υπάρχει απ’ αυτό εδώ απάνου∙ αλλιώς είμαι βέβαιος πως, αν τάβανε κανείς πλάι-πλάι, θα μοιάζανε σαν πρώτα ξαδέρφια. Οι τελευταίες αδιάκοπες βροχές, βροχές ολωσδιόλου ασυνήθιστες για τέτοιαν εποχή, είχαν και το παράξενο επακόλουθο να φυτρώσουν την άνοιξι μανιτάρια! Ο καιρός τους είναι τέλη φθινοπώρου με αρχές τού χειμώνα. Τότε βρίσκουνε την υγρασία που τους είναι απαραίτητη για να μεγαλώσουν. Τη βρήκαν όμως και τώρα, φαινόμενο από τα σπανιώτερα ίσως, κι έτσι ξεπρόβαλαν εδώ κι εκεί, προπάντων φούσκες. Υπάρχουν πολλών ειδών μανιτάρια, κάθε λόφος και πλαγιά έχουν τα δικά τους. Εδώ, σε τούτο το βουνό, βγαίνουν πολλοί κουμαρομανίτες. Τ’ όνομά τους δεν έχει απόλυτη σχέσι με την κουμαριά, γιατί μπορούν να φυτρώσουν και δίπλα σε άλλες τούφες, στη ρίζα τών πεύκων, οπουδήποτε. Έχουνε χρώμα κοκκινωπό και το κοτσάνι τους το ίδιο. Απ’
στις πουρναρότουφες ή ανάμεσα στα ρείκια, άλλοτε ριζώνουνε δίπλα στις πέτρες και τις περισσότερες φορές είναι σκεπασμένα απ’ τα πευκόφυλλα. Χρειάζεται να σκαλίση κανείς τις βελόνες αυτές με το χέρι του για να τ’ ανακαλύψη. Και δεν πρέπει να περάσουν μέρες απ’ το φύτρωμά τους. Αν δεν τα σηκώσης στην ώρα τους θα τα βρης ύστερα σκουληκιασμέ να, ολόκληρα ή μέρος τους. Αυτό φαίνεται απ’ τη ρίζα τους αν την κόψης πέρα-πέρα, που θάχει μικρές αυλακιές αν είναι πειραγμένη απ’ το σκουλήκι. Τα σκουλήκια τούτα, μικροσκοπικά εξ άλλου, τα γεννάει ο ίδιος ο καρπός (όπως η πρέντζα τα πηδούλια, για όσους ξέρουν από γαλατερά). Μα υπάρχουν και φαρμακερά μανιτάρια, θα μου πήτε. Δεν απαιτείται παραπάνου από μια πηρουνιά για να σε στείλουνε στον άλλον κόσμο. Ε, τί να γίνη, αφού τα ώρισε έτσι η φύσι, θα το δεχτούμε κι αυτό. Η ύπαρξί τους όμως δεν είναι λόγος να μας εμποδίση να δοκιμάσουμε έναν ωραίο μεζέ. Μπορεί να μάθη κανείς τις ποικιλίες που δεν τρώγονται και να θυμάται για όλη του τη ζωή όσα δεν κάνουνε κακό. Αυτά εξ άλλου φαίνονται μοναχά τους, σε οδηγούνε με το χρώμα και τη μυρουδιά τους. Κάτι που μοιάζουν με ίσκες αρκεί να ζυγώσης τη μύτη σου και να ιδής πώς βρωμούν. Από τότε που βγαίνουν κι οι άνθρωποι της πολιτείας στην εξοχή, προστέθηκε ένας κίνδυνος ακόμα. Καμμιά φορά τυχαίνει να βρεθή εκεί κοντά τενεκές, σίδερο ή καρφί και τότε η σκουριά, προχωρώντας μέσ’ απ’ τις ρίζες, ποτίζει θανάσιμα το μανιτάρι, μολονότι αυτό δεν ήταν απ’ τα ύποπτα. Οι ειδικοί συλλέκτες τα ξέρουν όλ’ αυτά κι όταν ύστερ’ από τις μεγάλες βροχές κουβαλούν ολάκερα μαντήλια, οι άλλοι δέχονται άφοβα την προσφορά τους. Το νοστιμώτερο όμως απ’ όλα θαρρώ πως είναι το ελατομα
Γ. ΑΝΕΜΗ (ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ)
νει βυζαίνοντας τους καθάριους χυμούς του. Αυτά βγαίνουν πολ λά μαζί, ολόκληρη συστάδα, σχηματίζοντας δυο και τρεις σειρές απανωτές. Μ’ ένα τέτοιο μανιτάρι μπορεί κανείς να εξασφαλίση το φαΐ μιας οικογένειας. Όσο για τη νοστιμάδα του μόνο με συ κωτάκια πουλιών μπορεί να συγκριθή. Τελειώνοντας με τα φαγώσιμα του δάσους θ’ αναφέρω ακόμα κάτι, που συνηθίζουν να το τρώνε κι αυτό τα χωριατόπουλα. Είναι το λεγόμενο «ψωμί τού κούκου», ένας μικρός κόκκινος καρπός που βγάζουν τα κοντοπούρναρα τέτοια εποχή. Ο λαός συνδύασε την εμφάνισί του με τον ερχομό τού κούκου, φαίνεται, για να του δώση το ποιητικό αυτό όνομα. Σαν πόσα δεν κρύβει ακόμα στους κόλπους της η γης η πλου τοδότρα! Υπομονετικά και στοργικά φυλάει τους μικρούλικους σπόρους μήνες, ώσπου ναρθή ο καιρός τους ν’ αναδώσουν. Άμα φανή ο μεγαλόδωρος ήλιος και σκορπίση απλόχερα τη θαλπωρή του, τότε ζεσταίνεται κι αναθαρρεύει κάθε τι που έχει μέσα του ζωή. Τα θάμνα βγάζουν τη γιορτινή τους στολή για να υποδεχτούν επάξια την άνοιξι. Το μούσκλο πάνου στην πέτρα παίρνει το καλλίτερο χρυσαφί του χρώμα. Και τα χορτάρια τα ταπεινά δένουν κι αυτά μυστικά τον καρπό τους για να μη σβήση μαζί μ’ αυτά κι η σειρά τους. Μια λαχταριστή πνοή δημιουργίας ξεχύνεται από τα έγκατα της γης.
Πίνακας των ταυτισμένων τοπωνυμίων
Αβαρίτσα σ. 41
Άρτα σσ. 34, 41, 53, 54, 56, 57, 61, 65 (δις), 68, 72, 74, 89, 102, 106, 111, 113, 125, 137, 146, (δις), 149 (τρις), 150, 151 (τρις), 153 (δις), 162, 181
Βαλτσιώρα (Πηγάδια) 123 (δις)
Βασταβέτσι (Πετροβούνι) 129
Βουργαρέλι 133, 134, 138 (δις), 143
Βροδό (Μονολίθι) 39, 133
Γρεμμενίτσα (Γραμμενίτσα) 46, 65, 68, 70
Γρίμποβο 45, 62, 73 (δις)
Ζιάκα 125
Καλέντζι 126, 161
Καλπάκι 157
Καλυβάκι 157
Κατσανοχώρια 126, 154, 157, 161 (δις)
Κιάφα 41, 42 Κλειστό 106
Κλίφκη 156, 161 (δις)
Κορίτιανη 126
Κουμζιάδες (Αμμότοπος) 104
Λιβίτσικο (Ζυγός) 112
Μαράτι 48, 61 Μαρκινιάδα 112 Μελάτες 112
Μουλιανά (Γοργόμυλος) 96, 98, 101, 102, 104, 120, 128 Μπρένιστα (Κορφοβούνι) 41, 45, 73 Νισίστα (Ροδαυγή) 38, 39, 40, 83, 93, 153 Νίστορα 126 Πάτερο 126 Πιστιανά 39, 40 Πλάκα 153, 154, 155, 156 (τρις), 157 (δις) Πλέσια (Πλαίσια) 126 Ράμια 134, 136, 138 Ραντοβίζι 108, 111 Ραψίστα 40 Σγκάρα 155 Σκιαδάδες 143, 144, 147 Σκούπα 36, 40, 90 Σουμές 92 Τσερκίστα (Κλειστό) 106 (δις), 112 Τσίμποβο (Τσίμοβο) 164 Τσουβίστα (Δαφνωτή) 40 Φιλιππιάδα 41, 46, 54, 74, 101, 153 Χόσεψη (Κυψέλη) 139, 140, 141, 143 Χόσιανα (Φωτεινό) 112
α
Λέξεις αθησαύριστες, ιδιωματικές και σπάνιες
αγριογκορτσιά, η (<αγρι-[ος]+ο+γκορτσιά<από τη βουλγ. gornice ή την αλβαν. goricë)· η αγριοαχλαδιά.
αγριότοπος, ο (<αγρι-[ος]+ο+τόπος)· δύσβατη και άγονη περιοχή. Στο Τζου μερκιώτικο ιδίωμα είναι ετερογενές: πληθ. τα αγριοτόπια.
αδεκεί επίρρ.· εκεί δα.
αδράζω· αδράχνω.
αδρασκελιά, η· δρασκελιά.
αλαιμαργία, η· λαιμαργία.
αλαιμαργώ· λαιμαργώ.
αλίσφακο, το· φασκόμηλο.
αναβρυστός, επίθ. (<αναβρύζω)· πηγαίος, π.χ. αναβρυστή καλοσύνη.
ανεπίδειχτος, επίθ (<στερ.α-ν+επιδείχνω<επιδεικνύω<επιδείκνυμι)· αυτός που δεν επιδεικνύεται.
ανοιχτοπράσινος, επίθ. (<ανοιχτ-[ος]+ο+πράσινος)· αυτός που έχει τη φωτεινή απόχρωση του πράσινου.
ανοιχτοπρόσωπος, επίθ. (<ανοιχτ-[ος]+ο+πρόσωπο)· άνθρωπος με φωτεινό πρόσωπο.
αξαίνω, άξηνα, ρ. αμετάβατο και μεταβατικό (<αυξάνω)· μεγαλώνω εγώ, με γαλώνω κάποιον.
απαντημένοι, μετχ. (<απαντιέμαι<απαντώμαι)· συναπαντημένοι, που έχουν ανταμώσει.
απανωβάνω (<απάνω+βάνω)· ξοδεύω επί πλέον.
απαραπόνευτος, επίθ. (<στερ.α +παραπονεύομαι<παραπονιέμαι)· αυτός που δεν παραπονιέται.
απιστομιέμαι (<απίστομα)· πέφτω με το κεφάλι προς τα κάτω (μπρούμυτα).
άπατος, επίθ. (<στερ.α+πάτος)· αυτός που δεν προλαβαίνει να πατήσει· σ’ έπαιρνε (το ρεύμα του νερού) άπατον: σε εξαφάνιζε.
αποκείθε, επίρρ. (<από +κείθε<εκείθε)· από πίσω.
απολάω (<απολύω)· απελευθερώνω.
απολυτός, επίθ. (<απολύω)· απολυμένος, ελευθερωμένος: απουλ’τές γίδες (Τζουμέρκα).
ανάπαλση, η (<αρχ. ανάπαλσις: Αριστοτέλους Περί κόσμου 369a9)· υψίπτηση, υψιπέταγμα.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
αποστεγνώνω (<από+στεγνώνω<στεγνός)· γίνομαι εντελώς στεγνός.
αράδισμα, το (<αραδίζω)· η κυκλοφορία, το πηγαινέλα.
αριά αριά, επίρρ. (<αραιά)· πού και πού.
αρμάτα, η (<άρματα, τα: εξοπλισμός)· ο εξοπλισμός, τα στολίδια.
αρώτητα, επίρρ. (στερ.α + ρωτώ)· χωρίς ερώτημα, χωρίς συγκατάθεση· ανι ρώτ’γα (Τζουμέρκα: Μπόγκας).
ασβεσταριά, η (<ασβεστ-[ης]+-αριά)· παραδοσιακή κατασκευή παραγωγής ασβέστη.
ασημόφυλλος, επίθ. (<ασημ-[ι]+ο+φύλλο)· αυτός που έχει ασημιά φύλλα: κυρι ολεκτείται προπάντων για τα λιόδεντρα. αστερόσχημος, επίθ. (<αστερ-[ι]+ο+σχήμα)· αυτός που έχει το σχήμα του αστεριού. αστρουλάκι, το (<αστρούλι<αστέρι)· το πολύ μικρό αστέρι. ατάραγος, επίθ. (<στερ.α+ ταράζω= κουνώ, μετακινώ)· ασήκωτος, πολύ βαρύς. αχάλαγος, επίθ. (<στερ.α+*χαλαγος<χαλαστός)· αχάλαστος (με ηθική σημα σία), αδιάφθορος.
αχαμνά, επίρρ. (<αχαμνός)· απαντά στη φράση «μόρχιτι αχαμνά» αισθάνομαι λιποθυμία.
αχάν, αχάνε, αχούνε (<ηχούν)· βγάνουν ήχο.
αψιάδα, η (<αψύς)· η καυστικότητα/η αψιθυμία, η οξυθυμία, η νευρικότητα. αχνοπρόσωπος, επίθ. (<αχν-[ος]+ο+πρόσωπο)· κιτρινοπρόσωπος.
β
βασιλοκρανιά, η (<βασιλ-[ιας]+ο+κρανιά)· έτσι ονόμαζαν στους Σκιαδάδες Τζουμέρκων την κρανιά που έκανε εξαιρετικά κράνα. Βερσαλλιέροι, οι (<Βερσαλλίες)· επίλεκτες μονάδες τού Ιταλικού στρατού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
βίρα, η (<σλαβ. vir)· κοίλωμα με πολύ νερό σε ποτάμι ή χείμαρρο· βίρα, επίρρ.· ανυπολόγιστα, αφειδώς (Μπόγκας Β΄ 210). Απαντά και η λ. οβίρα, η (<σλοβ. ovira) με την ίδια σημασία.
βλάσανη, η (<αγνώστου ετύμου)· είδος χόρτου (Μπόγκας Β΄ 13).
βλάχισσα, η (<βλάχος: κτηνοτρόφος, βουνήσιος< μεσαιων. εθν.Βλάχος (<σλαβ. Vlah <αρχ. γερμαν. Valah <λατιν. Volcae: Μπαμπινιώτης)· η τσοπάνισσα.
βλαχοπούλα, η (<βλάχος: θηλ. υποκορ.)· είδος χορταριού.
βουκολούδι, το (<βουκόλος: ουδ. υποκορ)· το βοσκόπουλο.
βουνοχώρι (<βουν-[ο]+ο+χωρι-[ο])· το ορεινό χωριό.
βουρλοτύρι, το (<βουρλ-[ον]: μεσαιων.αγνώστου ετύμου+ο+τυρί· πβλ. και βουρ
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
λός «τρελός» και βουρλιζω, βουρλισμένος)· το τρελοτύρι (αμάρτυρη λέξη). Ονομαζόταν έτσι το τυρί αυτό, επειδή δεν γινόταν με τον κανονικόν τρόπο της φέτας: πηζόταν το βραστό γάλα στην τσαντίλα κι ύστερα τοποθετούνταν στο καρδάρι (ή μαστέλο) με αλάτι. Στα καθαυτό Τζουμερκοχώρια το ονό μαζαν –κατά κανόνα- τσιαλαφούτ’< τσιαλαφός «τρελός», αγνώστου ετύμου. βρωμόπανο, το (<βρωμ-[α] «δυσοσμία»+ο+παν-[ι])· το παλιόπανο. γ γαλατερός, επίθ. (<γάλα: γαλατ-[α]+-ερος [Ανδριώτης])· τα γαλατερά: τα γα λακτοφόρα πρόβατα· η πιο συνηθισμένη λ. είναι «τα γαλάρια» (Μπόγκας).
γαλανομάτικος, επίθ. (<γαλανοματ-[ης]+-ικος)· αυτός που έχει γαλάζια μάτια, αυτός που τα μάτια του έχουν το χρώμα του ανέφελου ουρανού.
γάστρος, ο (<αρχ.γάστρα)· η γάστρα: τζιουμερκιώτικος φούρνος (Παπακί τσος).
γελούμενος, επίθ. (<γελώ)· γελαστός.
γεροτσοπάνος, ο (<γερ-[ος]+ο+τσοπάνος)· ο γεροβοσκός.
γιδαραίοι, οι (<γιδαρ-[ης]+αίοι)· οι γιδοβοσκοί· στον ενικό: γιδάρης, βλ. Μπό γκας Β΄ 116. γιδερό, το (<γιδ-[α]+-ερός)· το γίδι· μτφ. ο απολίτιστος άνθρωπος. γκορτσοζούμι, το (<γκορτσ-[ο]+ο+ζουμι)· ο χυμός από άγρια αχλάδια. γκούσια, η (<αλβ. gúsh/ë ο πρόλοβος, το σαγόνι, η βρογχοκήλη· πβλ. το βλαχ. gusˆ, το ρουμ. gkuša και το ιταλ. gozzo)· το μισό καυκί τού κολοκυθιού. Απαντά και το επώνυμο Γκούσιας, «αυτός που έχει μεγάλο κατωσάγονο» (Ραχούτης). Βλ. Γκίνης, Κωνσταντίνου, Μπόγκας, Προκόβας και Τζέμος. Προφανώς, η μτφ. σημασία οφείλεται στην ομοιότητα του κολοκυθόκαυκου με τη βρογχοκήλη. Κατά τον Παπακίτσο, η λ. σημαίνει «νεκροκεφαλή». γκουτσουπιά, η (<κουτσουπιά: αγν. ετύμου)· η αγριοχαρουπιά. γκούτσουπο, το (<γκοτυσουπιά)· ο καρπός τής κουτσουπιάς.
γλέπω = βλέπω.
γρέντζελο, το(<ιταλ. greggio άγριος, τραχύς)· το αγριοστάφυλο· το φυτό ονο μάζεται γρεντζελιά. Απαντούν και τα: γρέντζιλο, γκρένζιλο, αγράντζαλο, γρέντσελο και γλέντζικο (Μπόγκας).
δ
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
δασύμαλλος, επίθ. (<δασυ-[ς]+μαλλ-[ι]+-ος)· πυκνόμαλλος· μαρτυρείται από το 1894: Μπαμπινιώτης.
διασέλα, η = το διάσελο.
δραμπάλισμα, το (<τραμπάλισμα (αμάρτ.)<τραμπαλίζομαι<ιταλ. trabbalare ταλαντεύομαι)· η ταλάντευση.
δυναστεία, η (<δυναστεύω)· η καταδυνάστευση, ο δεσποτισμός. ε
ελατομανίταρο, το (<ελατ-[ος]+ο+μανιταρ-[ι]+-ο)· μανιτάρι φυτρωμένο σε έλα το.
ερμοδουλειά, η (<ερημοδουλειά<ερημ-[ος]+ο+δουλειά)· η δουλειά του ταλαι πωρημένου ανθρώπου. εφτακίνητο, το (<αυτοκίνητο)· λαϊκή παρετυμολόγηση από συσχετισμό προς το εφτά· πβλ. Ηλύκειο (Λύκειο) από επίδραση της λ. ηλικία. έχος, το (<έχω)· ο πλούτος, η περιουσία. Πβλ. Μπόγκας: έχους α) περιουσία, β) «αγόρασε αρνί για έχους», δηλ. για μανάρι και όχι για σφάξιμο. Στην Κρήτη λένε «τα έχη», όπως «τα πλούτη».
εχούμενος, ο, ουσιαστικοπ. μετοχή (<έχω)· αυτός που έχει πολλά χρήματα, ο εύπορος· βλ. Μπόγκας: εχούμενος ή χούμινος. Βλ. και Παπακίτσος. ζ
ζαντραβέλι, το (<αγν. ετύμου)· το γαϊδούρι. Στην Πρέβεζα απαντά το επώνυμο Ζαντραβέλης (κατ. ΟΤΕ).
ζάρκος, επίθ. (<ρωσσ. žarko πολύ ζεστός)· ημίγυμνος. Η λ. απαντά στην Ελλά δα και ως τοπωνύμιο, βλ. Vasmer 90. Υπάρχει επίσης και το επώνυμο Ζάρ κος (κατ. ΟΤΕ Αθήνας). Είναι απίθανη η αναγωγή της λ. στο ελλ. σαρκώνω και ζαρκάδι (Μπόγκας).
ζιαφέτι, το (<τουρκ. ziyafet)· η φιλοξενία με πλούσιο φαγοπότι (Μπόγκας, Παπακίτσος).
ζυγάλετρα, τα (<ζυγ-[ος]+αλετρ-[ι]+-α)· το αλέτρι κι ο ζυγός με τις λαιμαργιές για τη ζεύξη (ξέψιμο) των καματερών, δηλ. των βοδιών, του αλόγου και του μουλαριού.
ζωίζω (<ζω)· ζω καλά, καλοτρώγω. θ
θαλαμπώνω (<ίσως να προέκυψε από συμφυρμό τών ρρ. θαμπώνω [αμετ.] και
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
λάμπω: θα[μπ] –λαμπ[ω]+-ώνω)· θαμπώνω, συσκοτίζεται η όρασή μου. Εί ναι αθησαύριστο ρ. του προφορικού τζιουμερκιώτικου λόγου.
θάμνα, τα (<θάμνος)· οι θάμνοι. Μόνον ιδιωματικά είναι ετερογενές.
θειάκω, η (<θεία)· η ηλικιωμένη θεία, καθώς και η ξένη γυναίκα. θελί, το (<φελί ή φιλί)· κομμάτι ψωμιού ή πίτας. Στο Ηπειρώτικο ιδίωμα απαντά και ο τύπος θιλί.
θιαμαίνομαι (<αρχ. θαυμαίνομαι, παθ. του θαυμαίνω, «θαυμάζω»)· παραξενεύ ομαι, απορώ, ως αμετ./θαυμάζω: «σι θαιαμαίνουμι». κ
καθαρόπιτα, η (<καθαρ-[ος]+ο+πίτα)· πίτα από καθάριο (=σιταρένιο) αλεύρι· κανονικά θα έπρεπε να ονομάζεται καθαριόπιτα. κακοκουρεμένος, μετχ. (<κακ-[ος]+ο+κουρεμένος)· αυτός που δεν είναι σωστά κουρεμένος. κακοτόπια, τα (<κακ-[ος]+ο+τοπος)· μέρη ανώμαλα και δύσβατα· ιδιωματικά είναι ετερογενές: ο κακότοπος, τα κακοτόπια. καλλιά, επίρρ. (<κάλλια<κάλλιο<αρχ. κάλλιον)· στο καλό: στον τζιουμερκιώ τικο λόγο απαντά η φρ. «κάλλια τό ’χω να ξενιτευτώ πέρι (=παρά) να πει νάσω». Πβλ. και «κάλλια λάχανα μ’ ειρήνη, πέρι ζάχαρη μι γκρίνια» (Μπό γκας). Προφανώς, το κατέβασμα του τόνου, από κάλλια σε καλλιά, πρέπει να οφείλεται σε επίδραση του επιρρ. καλά· πβλ. καλλιώς (Μπόγκας Β΄ 129). Όσο «απίθανες είναι οι παραγωγές τού Α. Πάλλη από το αρχ. καλιά (=φωλιά), και του Μ. Πομόνη από το καλιάσου (=κρεμάσου)» (Ανδριώτης), άλλο τόσο απίθανη είναι και η παραγωγή τού Γ. Χατζηδάκη «από πληρέστερη φρ. κά[με τη δυο]λειά σου!». Ο Αντριώτης και τα Λεξικά υιοθετούν τον τύπο καλειά. Η φρ. του Κοτζιούλα «παν καλλιά τους», που είναι λαϊκότροπη, σημαίνει «πνίγηκαν», «χάθηκαν» και διατυπώνεται κατ’ ευφημισμόν. Συχνά ακούγεται η φρ. «Να πας στο καλό σου!» την ώρα που ενταφιάζεται ο νεκρός.
καλοπαίρνω (<καλ-[ος]+ο+παίρνω)· καλοπιάνω.
καλοπόρεψη, η (<καλ-[ος]+ο+πόρεψη<αρχ.πόρευσις)· η καλοπέραση.
καλοπροσέχω (<καλ-[ως]+ο+προσέχω)· δίνω ιδιαίτερη προσοχή, προσέχω πολύ.
καμπότοπος, ο (<καμπ-[ος]+ο+τοπος)· η πεδιάδα.
καστανοκίτρινος, επίθ. (<κασταν-[ος]+ο+κίτρινος)· καφεκίτρινος.
κατσήτε!= καθίστε!
κατσικάδα, η (<κατσίκα)· η νεαρή κατσίκα, βλ. Μπόγκας κατσ’κάδα.
καψαρός, επίθ. (<καψερός)· καημένος.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
καψομάνα, η (<καψο-: χρησιμοποιείται «ως πρώτο συνθετικό πολλών Ηπειρω τικών λέξεων, δηλωτικό συμπάθειας» [Μπόγκας]+μανα)· η καημένη η μάνα.
κεφαλομάντηλο, το (<κεφαλ-[η] +ο+μαντηλο< μαντήλι)· μαντήλι που δένεται στο κεφάλι· στα Λεξικά τής Κ.ΝΕ. γράφεται μαντίλι.
κλαρούδι, το (<κλάρα)· το μικρό κλαδί.
κλείσμα, το (<κλείνω <αρχ. κλείω)· λιθόκτιστος περίβολος, χωράφι περιφραγ μένο με ξερολιθιά. Πβλ. και Μπόγκας.
κοιτάζομαι (<κοίτη<αρχ. κείμαι)· πέφτω στο κρεβάτι, είμαι κρεβατωμένος (=άρρωστος), πλαγιάζω, ξαπλώνω, βλ. κοιτασμένους (Μπόγκας).
κοντοκάπι, το (<κοντ-[ος]+ο+καπι<κάπα)· η μικρή κάπα με μανίκια.
κοπελούδι, το (<κοπέλι)· το μικρό αγόρι.
κορέας, ο =κοριός, ο.
κορφή, η (<κορυφή)· το πηγμένο γάλα.
κοτσέκι, το (<αλβ. koçek ντουλάπι, μαντρί, περίφραγμα)· αποθήκη τού τσι φλικά, του σπαχή ή του εισπράκτορα της δεκάτης, όπου συγκεντρώνονταν η συγκομιδή την εποχή τής Τουρκοκρατίας· βλ. κ’τσέκ, Μπόγκας.
κουμαρομανίτης, ο (<κουμαρ-[ια]+ο+μανίτης)· το μανιτάρι το φυτρωμένο στον κορμό της κουμαριάς.
κονούκλα, η (<αγν.ετύμου)· άνθος του δάσους. κουντρί, το (<πιθανόν να ανάγεται στο αλβ. kodrin/ë λοφίσκος)· μεγάλος μυ τερός βράχος.
κουρίτα, η (<σερβ. korito σκάφη, σκάφος/ποτίστρα ζώων/κοίτη)· σκαμμένος κορμός δέντρου, που χρησιμοποιείται για ποτίστρα ζώων (Μπόγκας).
κόψη, η, κοψιά, η (<κόβω)· η θωριά
κοψιάς, ο (<κοψιά<κόβω)· καυχησιάρης, παινεσιάρης.
κρεασίλα, η (<κρεασ-+-ίλα)· η κρεατίλα: «μυρίζοντας όλος κρεασίλας» (γεν. τροπ.) αποπνέοντας την οσμή τού νωπού κρέατος.
κύκλα, η (<κύκλος)· η γύρα.
κωλοκαθιά, η (<κωλ-[ος]+ο+καθ[ισ]ιά)· η σύγκλιση των κάτω άκρων έτσι ώστε τα οπίσθια να εγγίζουν τις φτέρνες. Πρόκειται για φιγούρα του χορευτή δημοτικών χορών. Πβλ. και Μπόγκας Β΄ 223. κωλοκουρίζω (<κωλ-[ος]+ο+κουρ-[ευω]+-ιζω)· κουρεύω το πρόβατο στην ουρά, τα σκέλη, την κοιλιά, εκτός από τις πλάτες. Απαντά και το ρ. κωλοκουρεύω. Πβλ. και το κωλόκουρο «το μαλλί τού λαιμού και της κοιλιάς τών αιγοπρο βάτων» (Μπόγκας).
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
λ
λογγιάς, ο (<λόγγος<μεσαιων. λόγγος< σλαβ. logu: λογγ-[ος]+-ιας)· πυκνό θαμνώδες δάσος.
λογγούρα, η (<λογγ-[ος]+-ουρα)· ο λόγγος.
λογγοχώρι, το (<λογγ-[ος]+ο+χωρι-[ο]· το χωριό που τα σπίτια του είναι χτι σμένα μέσα σε λόγγο.
λούρα, η (<λουρ-[ι]+-α)· η βέργα.
λουρίτης, ο (<λουρ-[ι]+-ίτης)· είδος δεντρογαλιάς (φίδι) που είναι ευλύγιστη σαν το λουρί. λυκόλουρο, το (<λύκ-[ος]+ο+λουρ-[ι]+-ο)· είδος χορταριού. λυκοσκισμένος, επίθ. (<λυκ-[ος]+ο+σκισμένος<σκίζω)· ο κομματιασμένος από λύκο: κυριολεκτούνταν για τα γιδοπρόβατα· ήταν μάλιστα και βρισιά για τα ζημιάρικα. μ μανάρα, η (<μαν-[α]+-αρα)· η γίδα που τρέφεται στο σπίτι, η μη κοπαδιάρα. Η λ. είναι αποθησαυρισμένη με μεταφ. σημασία: «μανάρα (μεγεθ.) ως θαυ μαστικό επιφώνημα σε ωραία, άγνωστη γυναίκα» (Λεξ. Ινστ. ΝΕ Σπ. Θεσ/ νίκης). Μεταφορικά χρησιμοποιείται επίσης και η λ. μανάρι.
μανίκα, η (<μανίκ-[ι]+-α)· είναι μεγεθ. της λ.μανίκι: μεγάλο μανίκι. μανουρώνω και μανουριάζω (<μανουρ-[ι]+-ωνω ή –ιάζω)· κρυώνω πολύ, ξεπα γιάζω, κρυσταλλιάζω.
μαντύο, το (<μανδύ-[ας]+-ο)· παραλλαγή φουστανέλας.
μαξούμι, το (<τουρκ. mahdum υιός: Ανδριώτης, Ιδ. Φαρ. 77)· το νήπιο.
μασγκαβάλι, το (<αγν. ετύμου)· η μικρή πέτρα.
ματαβλέπω (<ματα=μετα+βλέπω)· ξαναβλέπω.
ματαπαντρεμένος, μετχ. (<ματα=μετα+παντρεμένος)· ξαναπαντρεμένος.
ματαπερνώ (<ματα=μετα+περνώ)· ξαναπερνώ.
μαχαλιώτης, ο (<μαχαλ-[ας]+-ιώτης)· αυτός που κατοικεί στην ίδια συνοικία.
μεράντζα, η (αγν.ετύμου)· το αγριόδεντρο που συγγενεύει με τον γράβο. Στην Άρτα, Γιάννενα, Αθήνα κ.α. απαντά το επώνυμο Μεράντζας (κατ. ΟΤΕ).
μικρομαχαλάς, ο (<μικρ-[ος]+ο+μαχαλάς)· η συνοικία με λίγα σπίτια.
μεριά, η και μιριά, η (<μερ-[ος]+-ιά)· το ένα από τα δύο σακιά τού φορτωμένου ζώου (Μπόγκας), το σακί, το τσουβάλι· λέγεται και σάκινα, η (Παπακίτσος).
μερμηγκολόι, το (<μερμηγκ-[ι]+ο+-λοι)· τα πάρα πολλά μυρμήγκια.
μικροπραμάτια, η (<μικρ-[ος]+ο+πραμάτεια)· το λίγο εμπόρευμα, ιδίως των γυρολόγων.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
μισοαγράμματος, επίθ. (<μισ-[ος]+ο+αγράμματος)· αυτός που δεν είναι εντε λώς αγράμματος.
μισοκομμένος, μετχ. = μεσοκομμένος (<μεσ-[η]+ο+κομμένος)· αυτός που η μέση του, λόγω του ότι πονάει, τον χώρισε στα δύο, με την έννοια ότι δεν μπορεί να σταθεί όρθιος και να βαδίσει.
μόνωση, η (<μονώνω)· η απομόνωση.
μουρζιά, η (<αγν. ετύμου)· ο φυλλοβόλος θάμνος με σκληρά αγκάθια.
μούστα, η (<μούστ-[ος]+α)· το τριμμένο σε λίγο λάδι ή βούτυρο ψωμί. Το ρ. μουστάω ή μουστίζω σημαίνει βουτώ ψωμί στο λάδι ή στη σάλτσα. Η κυρι ολεκτική σημασία του είναι: πιέζω, συνθλίβω: μουστάω τα σταφύλια = τα πατάω, για να τα κάμω μούστο. μουχάλι, το (<τουρκ. muhal άτοπος, απραγματοποίητος/ παράλογος)· λέγεται και μόχαλο, το: το τρόχαλο, «το λιθάρι ίσαμε γρόθο» (Μπόγας). Απαντούν και τα επώνυμα Μουχάλης, Μουχάλος (Τζέμος, κατ. ΟΤΕ Αθήνας), καθώς και Μουχάλας και Μουχαλές (κατ. ΟΤΕ Αθήνας). μπακέτο, το (<πακέτο<ιταλ. pacchetto, γαλλ. paquet)· το πακέτο. μπερμπέρης, ο (<μπαρμπέρης<ιταλ. barbiere< λατ. barba)· ο κουρέας. μπερμπερίζομαι (<μπαρμπερίζομαι, σπάνιο< μπαρμπέρης)· ξυρίζομαι.
μπήκεταν = μπήκατε.
μπλέτσι, το (<σερβ. bletska, πλευρά, κόρφος)· ως επίρρημα: χωρίς ρούχα. Τα μπλέτσια· «τα γυμνά στήθια» (Μπόγκας). Σχετικά με την πίτα μπλέτσ’ βλ. Παπακίτσος.
μπότσικα, η (<αλβ. bóçk/ë)· σκιλλοκρέμμυδο.
μπουκουβάλα, η (<αλβ. búkë válë βραστό ψωμί, πβλ. και Προκόβας)· παιδικό πρόχειρο φαγητό καμωμένο με τυρί και τριμμένο ξερό ψωμί· το μίγμα δέ νεται σφιχτά σε πετσέτα και χτυπιέται με τη γροθιά, ώσπου να γίνει μια μεγάλη μπουκιά. Το επώνυμο Μπουκουβάλας απαντά σε πολλά μέρη, π.χ. στην Αθήνα (κατ. ΟΤΕ). ν
νοματίζω (<ονοματίζω< όνομα)· ονομάζω, αναφέρω κάποιον ή κάτι με το όνο μά του.
ντερβένι, το (<δερβένι<τουρκ. derbent στενό πέρασμα, μεθοριακό μικρό φρού ριο)· δημόσιος δρόμος. πβλ. ντριβένου, η (Μπόγκας).
ντούσκα, τα (<αλβ. dush/k η δρυς, η βαλανιδιά)· τα χαμόδεντρα/οι μικρές βαλανιδιές σε αντιδιαστολή προς τις μεγάλες που κατά τόπους παίρνουν διάφορα ονόματα, όπως: πλαντίτσες, μεροδέντρια και τζέροι (Μπόγκας Α΄).
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Στον ενικό: ντούσκο, το· η ήμερη δρυς (Μπόγκας Β΄). Απαντούν και τοπωνύ μια (φυτωνύμια), όπως Ντουσκιές και Ντουσκάρα (η περιοχή Ραδοβυζιού, Κεράσοβου και Μάζι Ιωαννίνων).
ντράβαλο, το=ντράβαλα ή τράβαλα: φασαρία, τσακωμός.
ντυμασιά, η= η ενδυμασία.
ξ
ξανασκαρίζω (<ξανα+σκαρίζω<σκάρος)· ξαναβγάζω τα γιδοπρόβατα, για να βοσκήσουν.
ξεθάρρευτος, επίθ. (<ξεθαρρρεύω)· αυτός που έχει πολύ θάρρος.
ξεκαλοκαιριό, το= το ξεκαλοκαίριασμα.
ξενοτοπίτης, ο= ο ξενομερίτης.
ξεραγκιανός, επίθ. = ξερακιανός, επίθ.
ξεροτοίχι, το (<ξερ-[ος]+ο+τοιχ-[ος]+-ι)· τοίχος χτισμένος χωρίς ασβέστη ή λάσπη.
ξεστανεύω (<ξε-+αμάρτ. στανεύω< στάνη, πβλ. στανίζω και στανιάζω «βάνω στη στάνη» Προκόβας)· αδειάζω τη στάνη.
ξεσταχτώνω (<ξε-+σταχτώνω «γεμίζω κάτι με στάχτη»< στάχτη)· απομακρύ νω τη στάχτη. ξεστρίβομαι (<ξε-+στρίβομαι< στρέφομαι)· εκστρέφομαι, ξεβιδώνομαι: «ξε στρίφτηκε ο αφαλός» ξεβιδώθηκε ο αφαλός. ξεφανερώνομαι (<ξε[επιτατ.]-+φανερώνομαι)· παρουσιάζομαι. ξωπαρμένος, μετχ. (<συντετμ. τύπος τού αμάρτ. ξωτικοπαρμένος: ξω-[τικο]+ παρμένος<παίρνω)· ο βλάκας, ο αφηρημένος. Πβλ. ξουπαρμένος (Μπόγκας) και ξώπαρμα (Παπακίτσος). ο
ορθόπετρος, επίθ. (<ορθ-[ιος]+ο+πετρα)· αυτός που είναι όρθια πέτρα: Τα ορ θόπετρα ψηλώματα: τα ψηλώματα που είναι όρθιες πέτρες= Τα Μετέωρα. ορίσεταν = ορίσατε.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
χρησιμοποιείται και ως χαϊδευτική επιφώνηση. Βλ. Μπόγκας και Internet: books.google (Bazirkan).
παιδούρια, τα (<παιδ-[ι]+-ούρια)· το παιδομάνι, πολλά μαζί παιδιά. Βλ. και Παπακίτσος. Απαντά μόνον στον πληθυντικό.
παίνια, η (<μεσαιων. παινώ<επαινώ: παιν-[ω]+-ια)· η παινεσιά, το παίνεμα, η καυχησιά.
παλιοκαπότα, η (<παλι-[ος]+ο+καπότα<κάπα)· η φθαρμένη κάπα.
παλιορούτι, το (<παλι-[ος]+ο+ρουτί «πουκάμισο»<σερβ.ruta τούφα μαλλιών ή τριχών)· το φθαρμένο πουκάμισο (Μπόγκας).
πανωτό, το (<πανω+-το)· το σακάκι.
παπαδίτικος, επίθ. (<παπαδ-[ες]+-ίτικος)· αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή ται ριάζει σε παπά: παπαδίστικος. Βλ. Λεξ. Ινστ. ΝΕΣ Π. Θεσ/νίκης. παπαδίτσα, η (<παπαδ-[ες]+-ιτσα)· ο ψημένος καλαμποκόσπορος που μοιάζει με το έντομο παπαδίτσα. παραζορίζω (<παρα+ζορίζω<τουρκ. zor βία)· ασκώ μεγάλη βία.
παρακοντά, επίρρ. (<παρα+κοντά)· πολύ κοντά. πατινός, επίθ. (<πατ-[ος]+-ινός)· αυτός που είναι ο τελευταίος μιας σειράς. Βλ. πατ’νός (Μπόγκας). περαταριά, η (<περαταρ-[ης]+ιά)· το κατάλληλο πέρασμα σε ποτάμι ή χεί μαρρο, από το οποίο διαβαίνουν οι άνθρωποι και τα ζώα. Βλ. και Μπόγκας: πιραταριά. «περιδιαγραμμάτου» ιδιότητα, η (<περι+δια+γραμματ-[α] +ου)· η ιδιότητα του γραμματισμένου, του σπουδαγμένου. πετραδερός, επίθ. (<μεσαιων. πετράδιν «μικρή πέτρα»: πετραδ-[ιν]+ -ερός)· πετρώδης. πετρόσπαρτος, επίθ. (<πετρ-[α] +ο+σπαρτός)· αυτός που είναι γεμάτος πέτρες. πετροχώρι, το (πετρ-[α]+ο +χωρι-[ο])· το γεμάτο πέτρες χωριό. πηδούλι, το (<πηδ-[ω]+-ουλι)· το σκουλίκι του τυριού. Πβλ. πήδουλας, μπ’δούλ’, πηδούλια (Μπόγκας Β΄ 91, 242).
πίκα, η: είναι αθησαύριστη η σημασία «το στίγμα», «η φακίδα». Για άλλες σημασίες βλ. Λεξικά της Κοινής Νεοελληνικής, Μπόγκας Β΄ 54, 242 και Παπακίτσος.
πλακανήθρα, η (<πλακα+ν (ευφων.)+-ήθρα)· λέγεται και πλακανίδα και πλα καριά: βράχος επίπεδος, πλακωτός.
πλακερός, επίθ. (<πλακ-[α]+-ερός)· πλακοειδής. πληροφορητής, ο (<πληροφορ-[ω]+-ητής)· «η λ. μαρτυρείται από το 1840· αυ τός που δίνει πληροφορίες (γλωσσικές κυρίως ή ειδικού ενδιαφέροντος) στον
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ερευνητή ενός θέματος» Μπαμπινιώτης. Διαφέρει σημασιολογικά από τον πληροφοριοδότη, βλ. Μπαμπινιώτης.
πλουτοδότρα, η (<πλουτ-[ος]+ο+ δοτρ[ι]α)· αυτή που δίνει άφθονο βιός. πλόχερο, το (<απλόχερος)· η χούφτα του ενός χεριού: «ένα πλόχειρου αλεύρ’» Μπόγκας. πουρναρότουφα, η (<πουρναρ-[ι]+ο+τουφα)· ο θάμνος του πουρναριού, ο πουρ ναρόθαμνος. πρασινοβολώ (<πράσιν-[ος]+ο +-βολω<παρασινοβόλος)· είμαι καταπράσινος. πρατίνα, η = η προβατίνα. πρατσαλώ (<ηχοπ.ρ.: από το πρατς πρατς που κάνει το αλάτι, όταν ρίχνεται στη φωτιά, ή τα χλωρόξυλα, όταν καίγονται)· κάνω πρατς πρατς, πετάω σπίθες. Βλ. και πρατσαλάους (Μπόγκας) πρέντζα, η (<ρουμ. brinză τυρός: Κωτολούλης)· το στραγγισμένο και πηγμένο βραστό ξινόγαλο: η πρέντζα διαφέρει από τη μυζήθρα η οποία γίνεται από βρασμένο τυρόγαλο. Πβλ. και ιταλ. sbrinz είδος ελβετικού τυριού. πρεντζοτύρι, το (<πρεντζ-[α]+ο+τυρι)· μείγμα πρέντζας (βλ. λ.) και τυριού. Πβλ. Μπόγκας. προγκάω, πρόγκηξα (<πρόγκα: βλ. Μπαμπινιώτης)· ορμώ, όρμησα: η σημασία αυτή είναι αθησαύριστη. προκοπή, η: η σημασία, που έχει η λ. στη φρ. «έφαγε για προκοπή»= έφαγε του σκασμού, είναι αθησαύριστη. πρωτόφερτος, επίθ. (<πρωτ-[ος]+ο+φερτος)· αυτός που ήρθε ή που μεταφέρθηκε από αλλού για πρώτη φορά. πυρωμάδα, η (<πυρωμ-[α]+-άδα)· η ξαναψημένη στη φωτιά του τζακιού φέτα από σιταρένιο ή καλαμποκίσιο ψωμί: η φέτα τοποθετείται σε απόσταση από τη φωτιά, ώστε να τη φτάνει η πύρα. ρ ρεντζοπάνι, το (<από σύντμ. τ.λ. ρεντζελοπάνι<ρεντ-[ελο]+ο+πανί: ρέντζελο «κουρέλι»<ίσως από το τουρκ. renci στενοχωρημένος, αμήχανος)· το κου ρελόπανο. ριπωτός, επίθ. (<ριπ-[α]+-ωτος: ρίπα «άργιλος»< αλβ. rrip/ë κατηφοριά<ιταλ. ripa χείλος χαράδρας<λατ. ripa όχθη)· ο αργιλώδης.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ρουχνάω και ρουχνίζω (<από παραφθορά του αμάρτ. ρογχίζω< ρόγχος)· ρο χαλίζω. σ σάκος, ο (<αρχ. σάκκος)· γυναικεία ζακέτα: τη σημασία αυτή την καταχωρίζει ο Μπόγκας. σάρα, η (<σαρώνω)· αυλακιά σε πλαγιά ή υπώρεια βουνού, η οποία είναι γεμάτη χαλίκια· σάρα, η και σιάρα, η (<αγν.ετύμου)· μεγάλο πριόνι με δύο λαβές (για δύο χειριστές), το οποίο είναι προσαρμοσμένο σε ορθογώνιο ξύλινο πλαί σιο: οι χειριστές του ονομάζονταν σ(ι)αρτζήδες (Τζουμερκοχώρια). Απαντά και το επώνυμο Σαρτζής (κατ. ΟΤΕ Αθήνας). σαρκερός, επίθ. (<σαρκ-[α]+-ερός)· σαρκώδης. σέγια, τα (<τουρκ. şey πράμα)· απαντά στον πληθ. μόνον (pluralium tantum): τα διάφορα πράγματα, όπως κλινοσκεπάσματα και άλλα χρειαζούμενα του νοικοκυριού. σκάλος, ο (<σκάλισμα<σκαλίζω)· το σκάλισμα του χωραφιού. σκαντζόχερας, ο = ο σκαντζόχοιρος. σμίξη, η (<σμίξιμο<σμίγω: σμίξ-[ιμο]+-η)· το σημείο συνάντησης δύο ή και περισσότερων παραποτάμων ή χειμάρρων. σούδα, η (<αρχ. επίρρ. σύδην «ορμητικά», «βίαια»: σύδην αίρονται φυγήν, Αι σχύλου Πέρσες 480<αρχ.σεύω)· μεγάλη κατεβασιά νερού/ρεύμα αέρος σε στε νωπό, μπουγάζι. Χρησιμοποιείται και επιρρηματικά στην Ηπειρώτικη φρ. «κλεισ’ του παραθύρ’, γιατί μπαίν’ ου αέρας σούδα (=ορμητικά)»: Μπόγκας. Η ενλόγω λέξη είναι άσχετη σημασιολογικά και ετυμολογικά προς τη λατινογενή σούδα «χαντάκι», την οποία καταχωρίζουν ο Ανδριώτης, ο Μπαμπινιώτης και το Λεξικό των εκδόσεων Πελεκάνος. Βλ. και το τοπων. Σούδα των Χανίων της Κρήτης. Βλ. Μπόγκας και Παπακίτσος. Ο Ν. Πολίτης ανάγει τη λ. στο αμάρτ.αρχ. σύδη, η: Μπόγκας. Βλ. και Ησύχιο: σύδην· ταχέως και ορμητικώς. σουφρωτός, επίθ (<σουφρ-[α]+-ωτός)· ζαρωμένος.
σπουδιάζω (<αρχ. σπουδή «βιασύνη»)· βιάζομαι.
στάλια, τα· είναι ετερογενές ιδιωματικά. Στον ενικό (στάλος,ο) είναι αποθη σαυρισμένη η λ.
σταρόψωμο, το (<σιταρ-[ι]+ο +ψωμ-[ι]+-ο)· το σιταρένιο ψωμί, το καθάριο.
σταυρωτήδες, οι= οι χωροφύλακες. Βλ. Λεξ. Ινστ. ΝΕΣ Θεσ/νίκης.
στενότοπος, ο -στενοτόπια, τα· στενό μέρος.
στρογγυλωπός, επίθ. (<στρογγυλ-[ος]+ -ωπός)· ο στρογγυλοπρόσωπος.
συδαυλιστής, ο (<συνδαυλισ-[η]+-της)· αυτός που ανακινεί τα πάθη.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
συμμαζωχτός, επίθ. (<συμμαζώνω, αντί του συμμαζωτός: συμμαζ[ώνω]+ -ωτός)· ο ένας κοντά στον άλλον: «συμμαζωχτά τα σπίτια» το ένα σπίτι κοντά στο άλλο.
συσκοτιστικός, επίθ. (<συσκοτισ-[η]+-ικός)· αυτός που είναι φκιαγμένος (κα τάλληλος) να προκαλεί σύγχυση.
σφελάχτι, το (<αγν. ετύμου)· ο Μπόγκας το αποθησαυρίζει ως σφιλαχτό, το: «είδος αγκαθωτού θάμνου με ωραία κίτρινα άνθη». Βλ. και Π. Αραβαντινού, Ηπειρωτικόν Γλωσσάριον, Αθήναι 1909. τ τάλαρος, ο -ταλάρια, τα: ετερογενές στο τζιουμερκιώτικο ιδίωμα (<ομηρ. τά λαρος)· μεγάλο βαγένι για τον μούστο, το οποίο αλλού το χρησιμοποιούν για το τυρί, ενώ οι Τζουμερκιώτες τοποθετούν το τυρί στην καρδάρα που είναι πολύ μικρότερη. Πβλ. Οδύσσ. ι 246 247: «…ήμισυ μεν… λευκοίο γάλακτος/ πλεκτοίσ’ εν ταλάροισιν… κατέθηκεν…».
ταλίκα, η=νταλίκα, η.
ταμπακέλα, η =ταμπακιέρα, η.
τεψί, το=ταψί, το.
τζιούμα, η (<αλβ. tşume Μπόγκας, tšume Λιθοξόου «Αρβανίτικες λέξεις στα Ρωμαίικα…»· lithoksou.net: πέτρινο γουδί)· δενδρόφυτη μυτερή κορφή λό φου ή βουνού. Απαντά και ως εδαφωνύμιο (Τζιούμα), καθώς και ως επώνυμο (Τζιούμας, βλ. π.χ. κατ. ΟΤΕ Ιωαννίνων και Αθήνας). Το επώνυμο Τζούμας όμως ανάγεται στο τουρκ. cuma η ημέρα Παρασκευή, κατά τον Τζέμο. τηγανιστό, το (<τηγανισ-[μα]+-το)· πρόχειρο τζιουμερκιώτικο φαγητό που γί νεται με καθάριο ή καλαμποκίσιο αλεύρι και χτυπημένα αυγά, ανακατωμένα στο νερό ή στο γάλα. Το επίθ. τηγανιστός (=τηγανητός) με τη γενικότερη σημασία του είναι αποθησαυρισμένο: βλ. π.χ. Μπαμπινιώτης.
Τουρκοπάζαρο, το: παλιός συνοικισμός της Άρτας. τρισχαριτωμένος, επίθ.· ο πολύ χαριτωμένος.
τσακτσίρα, η -τσακτσίρες, οι ή τσακτσίρια, τα (<τουρκ. çakşir ανδρική βράκα)· παρωχημένης εποχής ανδρικό παντελόνι –φαρδύ στους μηρούς και στενό στα γόνατα- χωρίς κουμπιά στο μπροστινό μέρος, δεδομένου ότι άνοιγε στα πλάγια όπου υπήρχαν πτυχώσεις.Απαντά και το επώνυμο Τσακτσίρας (κατ. ΟΤΕ Ιωαννίνων). τσαπούρια ή τσαπόρια ή τσιάπρα ή τσιόπρα, τα (<πιθανόν να ανάγονται στο τουρκ. çöp ξυλάκι)· τα χαμοπούρναρα. Βλ. Μπόγκας. τσιουγκάνι, το (<; αλβ. çuk/ë κορυφή)· μεγάλος βράχος με αιχμηρή κορυφή ο
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
οποίος βρίσκεται σε γκρεμό (Παπακίτσος). Λέγεται και τσιουγκρί, το. Βλ. και Μπόγκας: τσιουγγάν’ ή τσουγγρί, το.
τσοπαναραίοι, οι (<αμάρτ.τ. τσοπανάρης< τσοπάνης< τσομπάνης< τουρκ. çoban: τσοπαναρ-[ης]+-αίοι)· οι βοσκοί.
τσοπανούδι, το =το τσοπανόπουλο.
τσουρέπι, το =το τσουράπι.
τυρίλα, η (<τυρ-[ος]+-ίλα)· η έντονη μυρωδιά τυριού. «Μυρίζαμε τυρίλας»· τυρίλας: γενική τού τρόπου. φ φαγγρίζω (<φεγγρίζω, βλ. Μπαμπινιώτης)· θαμποφέγγω. φαμπιλεύω (<φαμπίλια<φαμίλια)· κάνω οικογένεια. φελίκη, η –φελίκες και φελίκι, το –φελίκια, τα (<; λατιν. filix, -icis η φτέρη)· αειθαλές δέντρο που είναι όμοιο με πουρνάρι, αλλά δεν έχει αγκαθωτά φύλλα. φορτιάρικο, το (<φορτι-[ο]+-άρικο)· το φορτηγό άλογο ή μουλάρι ή γαϊδούρι: «φουρτιάρ’κα, τα· τα φορτηγά αλογομούλαρα» (Μπόγκας). φουντίτσα, η (υποκορ. της λ. φούντα)· μικρό κλαδί με πολλά φύλλα. χ χαβάς, ο: η λ. είναι αποθησαυρισμένη με τη μεταφορική της σημασία. Η κυρι ολεκτική της είναι «ο αέρας» (τουρκ. hava), «το κλίμα». χαλιάς,ο –χαλιάδες, οι και χαλιάδια, τα (<χαλικιάς<χαλίκι<αρχ. χάλιξ)· «τό πος γιομάτος χαλίκια» Μπόγκας. χαντζής,ο (<χανιτζής, ο<χάνι, το< τουρκ.han πανδοχείο: χάνι+-τζης)· «ο παν δοχέας, ο ξενοδόχος» Παπακίτσος· χαντζής ≠χατζής, ο· ο προσκυνητής τών Αγίων Τόπων<τουρκ. haci ο προσκυνητής τής Μέκκας (Ανδριώτης).
χερότια, τα (<από παραφθ.τ.λ. χειρόκτιο ή χερόχτιο «το γάντι»)· τα κεντήματα στα μανίκια από τις φανέλες.
χλωρόξυλο, το (<χλωρ-[ος]+ο+ξυλο)· το φρεσκοκομμένο ξύλο.
χοντροπάλουκο, το (<χοντρ-[ος]+ο+παλουκ-[ι]+-ο)· ο κακοπελεκημένος πάσ σαλος.
χράσπα ή χρούσπα ή γρούσπα, η (<αλβ. grop/ë, πβλ. και το βλαχ. γκροάπα)· το βαθύ άνοιγμα στη γη ή σε βράχο (Μπόγκας, Παπακίτσος, Χρηστίδης). χωροφοδουλιά, η (<χωραφ-[ι]+ο+δουλεια)· η εργασία στο χωράφι. ψ ψευτομαλώνω = ψευδομαλώνω: προσποιούμαι ότι επιπλήττω κάποιον. το ψωμί του κούκου· ο κόκκινος καρπός του κοντοπούρναρου.
Πίνακας Bιβλιογραφίας
Ανδριώτης Ν.Π., Το Γλωσσικό ιδίωμα των Φαράσων, (Ίκαρος) Αθήνα 1948 —, Ετυμολογικό Λεξικό τής Κοινής Νεοελληνικής, Θεσσαλονίκη 21967. Αντιστασιακό αρχείο Γ. Κοτζιούλα, Θέατρο στα βουνά, (Θεμέλιο) Αθήνα 1980. Αραβαντινός Π., Χρονογραφία τής Ηπείρου τών τε ομόρων ελληνικών και Ιλλυρικών χωριών, τ. 1 2, (Σ.Κ.Βλαστός) Εν Αθήναις 1856.
Walde Alois, Lateinisches etymologisches Wörterbuch, Bände 1 2, Heidelberg 41965.
Buchholz Oda, Fidler Wilfried, Uhlisch Gerda, Wörterbuch AlbanischDeutsch, Leipzig 21981.
Βράκας Φώτης, «Ετυμολογική προσέγγιση του τοπωνυμίου Άρτα», Internet: academia.edu.
Georgacas D., «Place and other Names in Greece of various Balkan origins», (Harrassowits Verlag, Wiesbaden) Zeitschrift für Balkanologie.
Γιώτη Κλαίρη, Ιερατική Σχολή Άρτας (1903 1940), Ιστορική διαδρομή-Εκπαι δευτικές προσεγγίσεις, (Εντύπωσις) Άρτα 2013.
Γκίνης Ν.Χ., Ελληνο-αλβανικό Λεξικό (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) Ιωάννινα 1993.
Γονατάς Ε.Χ., Γιώργου Κοτζιούλα Ανέκδοτα γράμματα, (Κείμενα) Αθήνα 1980.
Δημητριάδης Μενέλαος, Λεξικόν Ελληνοτουρκικόν –Τουρκοελληνικόν, (Κα κουλίδης) Αθήνα 52001
Διαμάντης Κ. Αθ., Η Ροδαυγή τών Τζουμέρκων, Αθήνα 1984.
Ελευθερουδάκης Κ., «Νεοελληνικά Γράμματα» περιοδικό, Αθήνα 1935-1941.
Επιτροπή εκδόσεως, Γιώργος Κοτζιούλας Άπαντα, τ. 1ος, (Δίφρος) Αθήνα 1956. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη] Πανε πιστημίου Θεσσαλονίκης, Λεξικό τής Κοινής Νεοελληνικής, (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) Θεσσαλονίκη 1999. Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Τζουμέρκων (ΙΛΕΤ), Τζουμερκιώτικα χρο νικά, περιοδικό, Άγναντα Άρτας. ——, Πρακτικά Α΄ επιστημονικού συνεδρίου για τα Τζουμέρκα, Ιωάννινα 2008. ——, Πρακτικά Ημερίδας «Τοπικά Πολιτισμικά Στοιχεία τής Ταυτότητας των Τζουμερκιωτών», Άγναντα Άρτας 2012.
Καρανάσου Κατερίνα, «Οι Άρτες του κόσμου», (Arta Press 43, Ιούλιος-Αύγου στος 2009) Άρτα 2009 και Internet: archive.arta press Καραπατσόπουλος Κώστας (επιμελητής), Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσ σας, (Πελεκάνος) Αθήνα χ.χ.
Κοσμάς Ν.Β., Γιώργος Κοτζιούλας: ο ποιητής τής Εθνικής Αντίστασης, («Δω δώνη») Αθήνα-Γιάννινα 1990.
Κωνσταντίνου Ηλίας Ι., Λεξικό τών ξένων λέξεων στην ελληνική γλώσσα: Προέλευση-Ερμηνεία – Παράγωγα, (Επικαιρότητα) Αθήνα 1992. Κωτολούλης Σωκράτης, Ρουμανοελληνικό Λεξικό, («Δωρικός») Αθήνα 2000.
Lambros S.P., Catalogue of the Manuscripts on Mount Athos, τ. 1 2, Amster dam 1966 (=Cambridge 1892).
Lewis Ch.T. and Short Charles, Latin Dictionary, Oxford 1969.
Liddell Henry G. d.d. and Scott Robert d.d. – Jones Henry St.d.litt., A GreekEnglish Lexicon, Oxford 1961. Λιθοξόου Δημήτρης, Μετονομασίες τών οικισμών Ηπείρου και Θεσσαλίας, www.lithoksou.net
——, Αρβανίτικες λέξεις στα Ρωμαίικα ή αλβανικά δάνεια στη δημοτική γλώσ σα, Internet: lithoksou.net
Mandeson, Τέλειο Ιταλο-ελληνικό Λεξικό, σύνταξη-επιμέλεια: Κώστας Τρια νταφύλλου, (Διαγόρας) Αθήνα χ.χ.
Marković Aleksandra, Σερβο-ελληνικό Λεξικό, (Μιχ. Σιδέρης) Αθήνα 2001.
Meyer Anton, Die Sprache der alten Illyrier, 2 Bände, Wien 1957, 1959.
Μηλιαράκης Αντώνιος, Γεωγραφία πολιτική, νέα και αρχαία, του νομού Αρ γολίδος και Κορινθίας, Αθήναι 1886.
Miklosich Franz, Die Bildung der slavischen Personen– und Ortsnamen, Hei delberg 1927.
, Etymologisches Wörterbuch der slavischen Sprachen, Amsterdam 1970 (=Wien 1886).
Μπαλόγλου Λία Ελισ. και Νίντος Νικόλαος, Αρεόπολη – Τσίμοβα: Ιστορική – πολεοδομική – αρχιτεκτονική μελέτη, Internet: web.archive.org
Μπαλτά Νάση, Αγαπητέ Κοτζιούλα: η αλληλογραφία τού ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα 1927 1955, (Οδυσσέας) Αθήνα 1994. Μπαμπινιώτης Γεώργιος Δ., Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας: με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων, (Κέντρο Λεξιλογίας Ε.Π.Ε.) Αθήνα 1998. Μπόγκας Ευάγγελος Αθ., Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου, τ. 1 2, (Εται ρεία Ηπειρωτικών Μελετών) Ιωάννινα 1964, 1966.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Οικονόμου Κ.Ευ., Τα οικωνύμια του Νομού Ιωαννίνων: Γλωσσολογική εξέτα ση, Ιωάννινα 1997. Παπακίτσος Χρήστος Αρ., Από την Τζουμερκιώτικη Λαλιά στη Λαϊκή μας Παράδοση, (δήμος Αγνάντων) Αθήνα 2006. Παπαφίλης Κωνσταντίνος Γεωρ., Αλβανο-ελληνικό Λεξικό, (Μ. Σιδέρης) Αθή να χ.χ. Περιοδικό «Θέατρο» 26 τεύχη, (Θ. Κρίτας) Αθήνα 1957 1969. Philippson Alfred, Thessalien und Epirus: Reisen und Forschungen in nördli chen Griechenland, Berlin 1897. Προκόβας Κώστας Ε., Λεξικό τής Κουτσοβλαχικής τού Λιβαδίου Ολύμπου – λέξεις, ιστορία, παράδοση και λαϊκός πολιτισμός: παράγωγα- συνώνυμα – ετυμολογία, (Σύλλογος Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης) Θεσσαλονίκη 2006. Ραχούτης Κώστας Π., Τα επώνυμα των Ελλήνων και οι αρβανίτικες ρίζες τους, (Ν. και Σ. Μπατσούλας Ο.Ε.) Αθήνα 2013. Σταματελάτος Μιχαήλ και Βάμβα-Σταματελάτου Φωτεινή, Επίτομο Γεωγρα φικό Λεξικό τής Ελλάδος, (Ερμής) Αθήνα 2006. Σταφυλάς Μιχάλης, Μνήμη Γιώργου Κοτζιούλα κι ανέκδοτα κείμενά του, (Στέφ. Δ. Βασιλόπουλος: Νεοελληνικά αφιερώματα-4) Αθήνα χ.χ. Σωτήροβα Νταφίνκα, Βουλγαροελληνικό Λεξικό, (Ελληνοεκδοτική) Αθήνα χ.χ. Τζέμος Γιάννης, Τα τουρκικής προέλευσης ελληνικά επώνυμα, (Κεσόπουλος) Θεσσαλονίκη 2003.
Τσιλιγιάννης Κωνσταντίνος Α., Η Εκπαίδευση στην Άρτα κατά τη χρονική περίοδο 1881 1941, (Μένανδρος) Αθήνα 2013. Tuncay Faruk-Καρατζάς Λεωνίδας, Τουρκοελληνικό Λεξικό, (Κέντρο Ανατο λικών Γλωσσών και Πολιτισμού) Αθήνα 2000. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας: Διεύθυνσις Στατιστικής, Λεξικόν τών δή μων, κοινοτήτων και συνοικισμών τής Ελλάδος, επί τη βάσει τής απογραφής τού πληθυσμού τού έτους 1920, Αθήνα 1923.
Vasmer Max, Die slaven in Griechenland, Leiptzig 1970 (=Berlin 1941). , Russisches etymologisches Wörterbuch (REW), Bd. 1 3, Heidelberg (1953, 1955, 1958).
Φουρίκης Πέτρος, «Συμβολή εις το τοπωνυμικόν τής Αττικής» (περιοδικό «Αθηνά» τής Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας, τχ. 41, 42), Αθήναι 1929, 1930.
Χρηστίδη Κυριακούλα Ε. και Χρηστίδης Παναγιώτης Ηρ., Ιδιωματικές Λέξεις και Αλληγορίες τού Τόπου μας, (δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων) Βουργαρέλι 2013.