Το γράμμα
The letter
Μιαν βολάν τζι’εναν τζιαιρόν, σ’ένα βουνό είσιε θκυο κοπέλλια πο’ν εκάμνασιν χωρκό. Γιατί εθέλαν τζείντες δέκα τες ελιές, μες το μιτσί χωράφιν του τζύρη τους, κατύσιη τους.
Once upon a time, on a mountain high two men could not see eye to eye. They each wanted, woe betide them, those ten olive trees in their father’s garden.
Τζιαι ποττέ έν εδεχτήκασιν, να μοιραστούν πέντε πέντε τα δεντρά, ν’αγγονιστούν. Αφού όσπου ήτουν ζωντανός ο τζύρης τους, να πκιάσειν έν τους είπεν, την γην του,
για χαττίριν τους.
They could not grant the other five to share their birthright equally. And while their father was alive he did not gift his land to them.
Τζι’οι ελιές εμείνασιν μες την πυράν, δίχα πότισμαν, κλάεμαν, λακάνωμαν. Μες τα παλλιόχορτα εγερημιάσαν, την ομορκιαν τους πρώτα που’χασιν, εχάσαν.
Κάμποσος τζιαιρός επέρασεν τζι’εσυντήχαν,
τζι’είπαν να βρεθούν στο σπίτιν που ενιωθήκαν.
Των γεννεθλίων ήτουν η ημέρα τους, τζι’ήβραν ενα χωσμένο γράμμα, του πατέρα τους.
“Θέλω μόνον έναν πράμα, πάντα να’σαστεν οι θκυο αντάμα
σαν τες δέκα τες ελιές μας, που εμιαλύναμεν με τις καρκιές μας.”
The trees they smouldered in the sun no watering or pruning done with weeds and grasses overrun their former beauty long since gone.
After a time their paths rejoined and led them to their childhood home. And on their birthday these father’s sons
did find a letter he had left behind.
“There is one single thing I pray that you should be by each other’s side,
just like the ten trees in our grove, that we have nurtured with our love.”