ΜΕΡΟΣ Α | ΓΝΩΡΙΜΙΑ
1999). «(…)αφού για κείνη μπήκες. Αν σε πούλαγε, πάθαινε μεγάλη ζημιά. Αυτό ήταν νόμος απαράβατος» (Πισιμίσης, 2010). Βεβαίως, η οικονομική στήριξης της πόρνης στον φονιά-αγαπητικό της λειτουργούσε ανταποδοτικά, αφού κι εκείνος όταν θα τέλειωνε από το σχολείο «η πρώτη του δουλειά ήταν να τη στεφανωθεί. Απαραίτητος κανών!!!» (Καραντής, 1999), αποτραβώντας την από τη χαμέρπεια της ζωής της. Οι στίχοι του τραγουδιού ‘Στα σίδερα με βάλανε’, που ερμηνεύει ο Μ. Βαμβακάρης, το αποτυπώνουν γλαφυρά: Στα σίδερα με βάλανε, για τα δικά σου μάτια Το(ν) βλάμη που γουστάριζες, βρ’ αμάν αμάν, τον έκανα κομμάτια Φωτιά μεγάλη μ’ άναψες, βρε, άπιστη γυναίκα Μόλις θα `βγώ απ’ τα σίδερα, βρ’ αμάν αμάν, θα σφάξω κι άλλους δέκα Γιατί σε θέλω σπλάχνο μου, ολοτελώς δικιά μου Κι αλλοίμονο σ(ου), βρε βάσανο, βρ’ αμάν αμάν, σ’ όποιον βρεθεί μπροστά μου Στους τοίχους βρε της φυλακής, σίδερα το κορμί μου Χάραξα την καρδούλα σου, βρ’ αμάν αμάν, ασίκικο κουκλί μου.
78