Αγγλοελληνικό Λεξικό οικονομικών Όρων

Page 128

Monetary parity Monetary reform Monetary reserve Monetary restraints Monetary snake Money Money at call Money broker Money changer Money economy Money grasping Money illusion Money in circulation Money income Money laundering Money maker Money market Money market instruments Money multiplier Money of short notice Money order Money price Money rate Money restriction Money show Money spinner Money supply Money taker Money wage Monolithic business Monometallism Monopolistic competition Monopolize

Νομισματική ισοτιμία Νομισματική μεταρρύθμιση Νομισματικό απόθεμα Νομισματικοί περιορισμοί Νομισματικό φίδι (σύστημα διακυμάνσεων συναλλαγματικών ισοτιμιών) Νόμισμα, χρήματα Τραπεζικό δάνειο που είναι εξοφλητέο σε πρώτη ζήτηση Χρηματομεσίτης Αργυραμοιβός, σαράφης Χρηματική οικονομία Φιλοχρήματος, φιλάργυρος Αυταπάτη του χρήματος Νομισματική κυκλοφορία Χρηματικό εισόδημα Ξέπλυμα παράνομου χρήματος Πρόσωπο που κερδίζει πολλά χρήματα, επικερδής επιχείρηση Χρηματαγορά, κεφαλαιαγορά Χρηματιστηριακά προϊόντα υψηλής ρευστότητας Πολλαπλασιαστής χρήματος Τραπεζικό δάνειο εξοφλητέο σε πρώτη ζήτηση Εντολή για μεταφορά χρημάτων Χρηματικό αντίτιμο Επιτόκιο βραχυπρόθεσμων δανείων Περιορισμός χορήγησης πιστώσεων Επιχειρηματική έκθεση Επικερδές είδος Προσφορά χρήματος Δωροδοκούμενος Χρηματικός μισθός Επιχείρηση οργανωμένη σύμφωνα με το συγκεντρωτικό σύστημα Μονομεταλλισμός Μονοπωλιακός ανταγωνισμός Μονοπωλώ


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.