Μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνο levga.gr Συντακτική Ομάδα: Βιβή Αντωνογιάννη, Στέφανος Βαμιεδάκης, Γιάννης Βογιατζής, Θοδωρής Δρίτσας, Γιώργος Καράμπελας, Κωστής Καρπόζηλος, Ελένη Κυραμαργιού, Αλέκος Λούντζης, Κώστας Περούλης, Κώστας Σπαθαράκης, Χρήστος Τσάκας, Νίκος Τσιβίκης Λεύγα 1 (Μάρτιος-Απρίλιος 2011) Φωτογραφίες: Hossam el-Hamalawi, Μπάμπης Λουιζίδης, Αντώνης Συνάχης Φιλοξενούμενος καλλιτέχνης: Γιώργος Μανουσέλης Γελοιογραφία: Τάσος Αναστασίου, Γραφιστική επιμέλεια: Γιώργος Ματθιόπουλος Για συμβολές, συμβουλές, συνεργασίες και διαφωνίες: levgamag@gmail.com
Εκδόσεις futura - Μιχάλης Παπαρούνης Χαριλάου Τρικούπη 72, 106 80 Αθήνα Τηλ. & Fax: 2105226361 futura@otenet.gr
levga.gr
levgamag@gmail.com
2
Θοδωρής Δρίτσας, Υπέρ της περιπλοκότητας
4
Κωστής Καρπόζηλος, Κάθε επιχείρηση και ένα σωματείο, κάθε σωματείο και μία επιχείρηση Χρήστος Τσάκας, ΝΕΟΓΑΛ : «business as usual»; Γιώργος Καράμπελας, Κίνημα των ανέργων Στέφανος Βαμιεδάκης, Οδός Εργασίας
9 12 17 20
Η σημασία της ενημέρωσης και η στάση των δημοσιογράφων σε γενική απεργία
Κώστας Σπαθαράκης, Η οικογενειακή αλληγορία και η αναζήτηση του πολιτικού 30 Ελένη Κυραμαργιού, Αντιμετωπίζοντας τα τέρατα 32 Θέσεις για την απεργία των ανέργων και επισφαλών 36 Κωστής Καρπόζηλος, Οι ιδιοκτήτες της προόδου στο δρόμο των μεγάλων μεταρρυθμίσεων Κώστας Περούλης, Οι μάσκες του Ντάριο Φο 40 και τα δύο πρόσωπα της ελληνικής αριστεράς 43 Αλέξης Φαρμάκης, Χρώματα εθνικής ευεργεσίας 26
45
48 52 56
Αλέκος Λούντζης, Σάι-φάι. Στιγμιότυπο πρώτο: Βάθος πεδίου Βιβή Αντωνογιάννη, Η κωμωδία των έντιμων συναισθημάτων Γιώργος Μανουσέλης: κόμιξ
[ ]
Υπέρ της περιπλοκότητας Σύμφωνα με τη λογική που κυριαρχεί τα τελευταία 15 χρόνια στην ελλη νική πολιτική πραγματικότητα, τα πράγματα είναι και οφείλουν να είναι απλά και αυτονόητα. Οι απλές και αυτονόητες λύσεις στα προβλήματα παρεμποδίζονταν μέχρι τώρα από ιδιοτελή συμφέροντα ισχυρών μειοψηφιών, και έφτασε η στιγμή που η πλειοψηφία της κοινωνίας θα αναγνωρίσει αυτό το αυτονόητο και προφανές και θα το επιβάλει στις ιδιοτελείς μειοψηφίες. Κάθε διαφωνία επί των λύσεων ή κάθε αναπροσανατολισμός του ενδιαφέροντος θεωρείται υπεράσπιση προνομίου ή τακτικός ελιγμός. Χρειάζεται μεγάλη ψυχική προσπάθεια για να μην ενδώσει κανείς, ειδικά όταν δεν τον βλέπουν οι άλλοι, στην κυριαρχία αυτής της μεθοδολογικής θέσης, και αυτή η αντίσταση μάλιστα τον βάζει σε δεύτερες σκέψεις για τα πραγματικά συμφέροντά του. Οι απόπειρες να συγκροτηθεί ένας λόγος διαφωνίας υιοθετούν συνήθως μία από τις ακόλουθες δύο στάσεις: είτε επιχειρούν να παρουσιαστούν ως έχουσες περισσότερη γνώση και φρόνηση από αυτούς που θέτουν τις αρχές, διαβλέπουν συνέπειες που δεν έχουν προβλεφθεί από τους άλλους και υιοθετούν έτσι το ρόλο του πιο ειδικού από τους ειδικούς, είτε προτάσσουν μια ηθική στάση, κάπως αυθαίρετη αν δεν θεμελιώνεται σε κάποιου είδους θεωρητική γνώση της πραγματικότητας. Και οι δύο αντιρρήσεις εξουδετερώνονται με αφοπλιστική αμεσότητα. Η απλότητα των αρχών δεν αμφισβητείται, γιατί είτε προβάλλονται άλλες απλές αρχές είτε συγκροτείται μια πιο σύνθετη τελική εικόνα με βάση τις ίδιες απλές αρχές. Η ανάγκη για απλούστευση είναι ισχυρότερη και σε τελική ανάλυση γίνεται καθολικά αποδεκτή. Η βασική αρχή της νεωτερικής μεταφυσικής, η απλότητα των αρχών, αφού άσκησε την ευεργετική της επίδραση στο μάνατζμεντ και τη διαφήμιση, επιδρά πλέον σε όλες τις πτυχές του δημοσίου λόγου και θέτει τους όρους του διαλόγου. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο παρουσιάζονται και οι απλές λύσεις υποκρύπτουν πολύ πιο σύνθετους συλλογισμούς που δεν εξωτερικεύονται. Τα απλοποιητικά σχήματα αφήνουν ανεξέταστο ένα υπόλοιπο, που αφορά τους όρους εφαρμογής τους στα πράγματα και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του κάθε πράγματος. Τα πάντα ασφαλώς αλληλεπιδρούν, το καθετί όμως έχει τον δικό του ιδιαίτερο χαρακτήρα και δέχεται με διαφορετικό τρόπο το απλό σχήμα που του επιβάλλεται. Πώς να διατηρήσει όμως κανείς τη συνείδηση της περιπλοκότητας όταν εμπλέκεται σε έναν δημόσιο διάλογο όπου όλα πρέπει να απλοποιούνται; Στην αφοπλιστικά ευθεία ερώτηση του άνκορμαν δεν δικαιούται κανείς να απαντά με επιφυλάξεις, εκείνος δείχνει πάντοτε να είναι προσγειωμένος στις ανάγκες τις παρούσας στιγμής, και αυτό είναι το χρέος και των υπολοίπων.
[ ]
Έστω λοιπόν ότι δεχόμαστε μια ριζική απλοποίηση, αποκαθιστούμε ένα modus vivendi, αναπόφευκτα προσωρινό, που θα διαρκέσει μέχρι να έρθει η στιγμή της επόμενης απλοποιητικής υπόθεσης. Πώς έρχεται αυτή, πώς μεταβαίνουμε από τη μία στην άλλη; Αυτή η μυστηριώδης γνώση υπερβαίνει πια κάθε σχήμα, είναι προνόμιο λίγων διορατικών. Ως ύψιστη πλέον κριτική σκοπιά θεωρούμε τη γνώση των μεταβάσεων από τη μία απλοποιητική υπόθεση στην επόμενη, το νόμο που περιγράφει τις γέφυρες ανάμεσα στις απλοποιήσεις. Και αυτή όμως η κριτική στάση αποκαθιστά μια ψευδή ολότητα, τη σκοπιά που συντίθεται από το σύνολο των απλοποιήσεων, από την αφήγηση της διαδοχής τους. Η απουσία ερεισμάτων στα ίδια τα πράγματα δεν κατανοείται ως πρόβλημα, αλλά ως το πραγματικό πνεύμα της κριτικής και της κοινωνικής δυναμικής. Αυτή ακριβώς η κριτική είναι που παραβλέπει τον κλειστό χαρακτήρα των απλοποιητικών σχημάτων, που επηρεάζονται μόνο από τον εαυτό τους και τις στρατηγικές αυτών που τα επιστρατεύουν, αλλάζουν χωρίς προφανή αιτία και καταλύουν οποιαδήποτε ιδέα δημοσίου διαλόγου που υπερβαίνει τον ορίζοντά τους. Τα σχήματα καθίστανται σχεδόν ντετερμινιστικά, θέτουν τα πράγματα έτσι όπως είναι επειδή έτσι-πρέπεινα-είναι. Η αντίρρηση στην όποια θέση δεν είναι απλή ανευθυνότητα, είναι μάλλον παραλογισμός. Τα παλαιότερα προβλήματα μας αφορούν απλώς και μόνο επειδή μπορούμε να δούμε τις συνέπειές τους, κανείς όμως δεν μπορεί να σκεφτεί κριτικά τη σχέση ανάμεσα στις διαφορετικές αφετηρίες από τις οποίες ξεκίνησε το καθένα. Οι ντετερμινισμοί που διαδέχονται ο ένας τον άλλον δεν είναι ασφαλώς άπειροι και μοιραία θα επανέλθουμε κάποια στιγμή στους ίδιους. Μπορούμε άραγε να γλιτώσουμε από την αιώνια επιστροφή χωρίς να καταφύγουμε στη λογική της ισχύος; Ίσως σε 20.000 λεύγες. Θοδωρής Δρίτσας
[ ]
Κωστής Καρπόζηλος
«Διατηρούμε στο απόλυτο την ψυχραιμία μας». Κάθε επιχείρηση και ένα σωματείο. Κάθε σωματείο και μία επιχείρηση. «
Η
υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλί σεων ζήτησε από το υπουργείο Δικαιοσύνης να συστήσει στα Πρωτοδικεία την επιτάχυνση των διαδικασιών σύστασης συνδικαλιστικών οργανώ σεων. Υπολογίζεται ότι στα Πρωτοδικεία εκκρε μούν περίπου εξακόσιες αιτήσεις για τη σύσταση επιχειρησιακών σωματείων.» Η είδηση πέρασε σχεδόν απαρατήρητη στις περισσότερες περιπτώσεις, ως ένα ακόμα επει σόδιο στη μακρά σειρά των εξελίξεων γύρ « ω από τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και τις διαπραγματεύσεις του υπουργείου Εργασίας με τους εκπροσώπους των ελεγκτικών μηχανισμών. Και όμως. Πρόκειται για μια είδηση ιδιαίτερης σημασίας, που περιγράφει τη ριζική τροποποί ηση των εργασιακών σχέσεων σε εκατοντάδες επιχειρήσεις και ταυτόχρονα προοικονομεί την περαιτέρω αποδιάρθρωση του ταλαιπωρημέ νου συνδικαλιστικού κινήματος. Η ταυτόχρονη ίδρυση εκατοντάδων νέων σωματείων αποτελεί προϊόν της νέας εργατικής νομοθεσίας, η οποία επιτρέπει και ενθαρρύνει την υπογραφή συμβά σεων μεταξύ επιχειρήσεων και επιχειρησιακών σωματείων, με στόχο τη συμπίεση του κόστους εργασίας προς όφελος της ανταγωνιστικότη τας της ελληνικής οικονομίας. Οι πρωτοβουλίες της υπουργού Εργασίας για την επίσπευση της διαδικασίας αναγνώρισης των επιχειρησιακών σωματείων επιβεβαιώνουν ότι η εμφάνισή τους εγγράφεται στους κοινούς σχεδιασμούς της κυ βέρνησης και των εργοδοτικών ενώσεων. Οι διαδικασίες συγκρότησης των νέων ερ γατικών σωματείων είναι κάτι παραπάνω από νομότυπες. Πίσω όμως από την επιφάνεια των νομικών διαδικασιών κρύβεται ένας γενικευμέ νος εκβιασμός, όπου η υπογραφή επιχειρησι ακής σύμβασης προβάλλεται ως ο μοναδικός τρόπος για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Στην αλυσίδα αυτή, η ίδρυση επιχειρησιακού σωματείου είναι η αναγκαία προϋπόθεση και έτσι οι εργαζόμενοι καλούνται να υπογράψουν
καταστατικά, τα οποία έχουν συνταχθεί από την πλευρά της εργοδοσίας. Το φαινόμενο των εργοδοτικά ελεγχόμενων εργατικών ενώσεων δεν είναι πρωτοφανές. Στον ιδιωτικό τομέα, ιδίως στους δυναμικούς κλάδους των τηλεπικοινωνιών και των τραπεζών, δεκάδες είναι τα παραδείγμα τα σωματείων που λειτουργούν ως προέκταση των κάθε λογής business plan. Η συμμετοχή σε προγράμματα εταιρικής ευθύνης, η οργάνωση ψυχαγωγικών εκδρομών και η κυκλοφορία ση μειωμάτων για την επίτευξη των στόχων της επι χείρησης συνιστούν τις κύριες δραστηριότητες δεκάδων σωματείων, που ορισμένες φορές δεν υπάγονται καν στις υπάρχουσες δομές του ερ γατικού κινήματος. Το παράδειγμα του Σωματείου Union στη Eurobank είναι ενδεικτικό αυτής της πραγματι κότητας. Στο εσωτερικό του κυριαρχεί η παράτα ξη του «ανεξάρτητου και ακηδεμόνευτου συνδι καλισμού» Union, η οποία συγκέντρωσε το 97% των ψηφισάντων στις τελευταίες αρχαιρεσίες. Το ποσοστό της κυριαρχίας της αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν αναλογιστούμε ότι μεταφράζεται σε ψήφους 4.762 εργαζόμενων και στην εκλογή 63 αντιπροσώπων στο συνέδριο της ΟΤΟΕ και 55 στο συνέδριο του Εργατικού Κέντρου Αθήνας. Ο προσανατολισμός του σωματείου εκφράζεται σε ανακοινώσεις όπως αυτή της συμμετοχής στις απεργιακές συγκεντρώσεις της Πρωτομαγιάς του 2010, η οποία καταλήγει: «Οι Τράπεζες στην Ελλάδα είναι ο ισχυρότερος μοχλός ανάπτυξης της Οικονομίας και ο βασικός στυλοβάτης των αναγκών των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Επιχειρούν με δόλο να πλήξουν την αξιοπιστία και την φερεγγυότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, γιατί γνωρίζουν ότι είναι το τελευ ταίο “οχυρό”, της ελληνικής άμυνας στους κερ δοσκόπους. Αποσιωπούν το γεγονός του ότι οι ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ στην Ελλάδα είναι ΕΓΓΥΗΜΕΝΕΣ και η κεφαλαιακή επάρκεια του συστήματος ισχυρή, αφού η φύση του Έλληνα ήταν και θα παραμεί
Μπάμπης Λουιζίδης
[ ]
νει αποταμιευτική και όχι τζογαδόρικη και κατευ θυνόμενη σε άγνωστους προορισμούς[…]. Δεν έφεραν οι Τράπεζες στην Ελλάδα την ύφεση, όπως συνέβη στις δικές τους χώρες. Το αντίθετο συνέβη. Ειδικά για την Eurobank που διαθέτει ένα εκ των ισχυρότερων μεγαλομετόχων παγκοσμίως ( Ό μιλος Λάτση) η κεφαλαιακή επάρκεια είναι 4,7% πιο πάνω από το ελάχιστο ποσοστό του 8% που ορίζουν, ως ποσοστό ασφάλειας, οι διεθνείς κανονισμοί της Βασιλείας! Οι εργαζόμενοι στην Eurobank στέκονται δίπλα στους πελάτες που οι ίδιοι έχουν προσελκύσει, διατηρούν στο από λυτο την ψυχραιμία τους και συμβάλλουν στην γενικότερη προσπάθεια της ανάκαμψης που θα ακολουθήσει.» Διατηρώντας την ψυχραιμία της στο απόλυτο, η διοίκηση του Σωματείου εκδί δει οδηγίες για τις διαδικασίες αξιολόγησης του προσωπικού (ανακοίνωση 10.1.2011), οργανώνει επιτυχημένες εκδρομές και beach party, προλα βαίνοντας ταυτόχρονα να καταδικάσει τις νέες εργασιακές σχέσεις, οι οποίες όμως είναι σαν να μην αφορούν τη Eurobank, εφόσον «την ασφά λεια της απασχόλησης […] εγγυάται η ευρωστία
και φερεγγυότητα της Τράπεζας» (ανακοίνωση 25.11.2010). Η ίδρυση των εξακοσίων επιχειρησιακών σω ματείων γενικεύει το φαινόμενο του εργοδοτικού ελέγχου των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο τρόπος δημιουργίας τους και η σύμπτωσή τους μέσα στο χρόνο προσδίδει στην εξέλιξη χαρα κτηριστικά μιας τομής, καθώς απουσιάζουν ακό μα και εκείνα τα προσχήματα που στο παρελθόν συγκάλυπταν τον εργοδοτικό έλεγχο. Αντίθετα, τα νέου τύπου επιχειρησιακά σωματεία εμφανί ζονται με προγραμματικό περιεχόμενο την προ ώθηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, τη μείωση των μισθών, την εμπέδωση των επιχει ρησιακών συμβάσεων, τον έλεγχο της εργατικής δυσαρέσκειας. Ταυτόχρονα, αποτυπώνουν τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκονται οι εργα ζόμενοι, την ηγεμονία που δημιουργεί ο φόβος της απόλυσης ή της χρεοκοπίας της επιχείρησης, τα πολλαπλά νήματα ελέγχου, εξαγοράς και πίε σης που διαπερνούν τους χώρους παραγωγής. Η απόσταση από την εποχή που η δημιουργία των επιχειρησιακών ή εργοστασιακών σωματείων
[ ]
ήταν σύμφυτη με την ανάπτυξη διεκδικητι κών αγώνων, δεν αντανακλά μόνο τη συνολική υποχώρηση του εργατικού κινήματος αλλά και τις ουσιαστικές αλλαγές που έχουν επέλθει στο εσωτερικό των επιχειρήσεων, τους πολλαπλούς κατακερματισμούς του κόσμου της εργασίας και την ισχύ της ατομικής διαπραγμάτευσης. Τα νέου τύπου σωματεία συμπυκνώνουν την αντί ληψη για τους κοινούς στόχους επιχείρησης και εργαζομένων, παραπέμποντας σε έναν ιδιότυπο κορπορατισμό, όπου σε συνθήκες κρίσης ο κό σμος του κεφαλαίου και ο κόσμος της εργασίας εμφανίζονται ως κοινωνικοί εταίροι με αλληλο συμπληρούμενα συμφέροντα. Η αντίληψη αυτή είναι κυρίαρχη στον κυβερ νητικό λόγο περί ίσης ευθύνης έναντι της κρίσης και της συνεπαγόμενης αναγκαιότητας κοινωνικής συναίνεσης γύρω από τα προγράμματα λιτότητας. Σε μια ταχέως μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, όπου το ζήτημα της μισθωτής εργασίας αποκτά όλο και πιο κυρίαρχη θέση, εξοβελίζοντας τις θεω ρίες του τέλους της εργασίας, η απονέκρωση και η ενσωμάτωση της εργατικής δυσαρέσκειας ανα δεικνύεται σε κεντρικό ζητούμενο. Υπό το πρίσμα αυτό, η ίδρυση των εκατοντάδων σωματείων δυ νητικά μπορεί να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο, καθώς θα επιτείνει τις τάσεις χειραγώγησης και υποταγής εντός του εργατικού κινήματος, μετα φέροντας στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές ενώσεις την αντίληψη της ταξικής συνεργασίας και της εθνικής ομοψυχίας. Μια τέ τοια εξέλιξη θα επιτείνει τα συσσωρευμένα φαινό μενα εκφυλισμού και τα δομικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν το αποκαλούμενο συνδικαλιστικό κίνημα. Η απραξία των εκατοντάδων κατακερμα τισμένων συνδικάτων, η παρασκηνιακή συνδιαλ λαγή των επικεφαλής της ΓΣΕΕ με την κυβέρνηση, οι τελετουργικές διαμαρτυρίες ανά δίμηνο στους δρόμους των κεντρικών πόλεων, η ανύπαρκτη εσωτερική λειτουργία και η οικονομική εξάρτηση από το κράτος αποτελούν χρόνιες εκφυλιστικές παθήσεις, που πλέον στρέφονται ευθέως κατά των συμφερόντων και της αξιοπρέπειας της ερ γαζόμενης πλειοψηφίας, των χιλιάδων άνεργων, των ευέλικτα εργαζόμενων, των μεταναστών και των μη συνδικαλισμένων εργατών. Η χαρτογράφηση των συνδικαλιστικών οργα
νώσεων αναδεικνύει το μέγεθος του κατακερμα τισμού, τη χειραγώγηση και την απονέκρωση του κεντρικού συνδικαλιστικού ιστού, τη διαιώνιση παρασιτικών φαινομένων. Τα σωματεία-σφραγί δες, τα σωματεία που λειτουργούν ως κλειστές λέσχες, τα σωματεία που τροφοδοτούν τον κρα τικό μηχανισμό και τις διοικήσεις των επιχειρή σεων με πρόθυμους συνομιλητές, τα σωματεία που η ύπαρξή τους εξαντλείται στην απορρόφη ση των κονδυλίων της Εργατικής Εστίας, λειτουρ γούν ανασταλτικά στην ανασυγκρότηση του ερ γατικού κινήματος, στη δημοκρατική λειτουργία των σωματείων, τη μετατροπή τους σε σημεία συνάντησης των προβληματισμών και οργάνω σης των διεκδικήσεων των εργαζομένων. Το Εργατικό Κέντρο Αθήνας, το μεγαλύτερο Εργατικό Κέντρο της χώρας, αποτελείται από 453 πρωτοβάθμια σωματεία, κλαδικά και επιχει ρησιακά (281 στον ιδιωτικό τομέα και 171 στον δημόσιο). Σε ορισμένους κλάδους ο σωματεια κός κατακερματισμός είναι πρωτοφανής. Οι ερ γαζόμενοι στα γραφεία τελετών διαθέτουν τρία κλαδικά σωματεία («Σωματείο εργατών τελετών “οι Άγιοι Θεόδωροι”», «Σωματείο εργατών κηδει ών “ο Άγιος Πέτρος”», «Σωματείο υπαλλήλων και εργατών τελετών κηδειών “η Έγερση του Λαζά ρου”»), οι θυρωροί και φύλακες οκτώ (ανάμεσά τους το «Σωματείο παραληπτών και φυλάκων εμπορευμάτων κεντρικής λαχαναγοράς Αθηνών “ο Άγιος Γρηγόριος”»), οι φορτοεκφορτωτές έντε κα (ανάμεσά τους το «Σωματείο Φορτοεκφορ τωτών ιχθύων και κενών κιβωτίων της κεντρικής αγοράς Αθηνών “ο Άγιος Νικόλαος”»), οι εργαζό μενοι στο «θέαμα-ακρόαμα» μόλις 23 (ανάμεσά τους το κλαδικό «Σωματείο Ηθοποιών Μελοδρά ματος και Οπερέτας»). Πρόκειται για ένα κληρο δότημα της διαμόρφωσης του συνδικαλιστικού κινήματος στα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, όταν η ίδρυση δεκάδων μικρών σωματείων ήταν ο πρό σφορος τρόπος για την αλλοίωση των συσχετι σμών στο εργατικό κίνημα, προς όφελος των πάσης φύσεως εθνικοφρόνων και τη διάσπαση της εργατικής τάξης. Απέναντι στις ισχυρές και ριζοσπαστικές ομοσπονδίες, όπως των σιδηρο δρομικών ή των καπνεργατών, με τα χιλιάδες μέλη, δημιουργήθηκε ένας γαλαξίας σωματείων –συχνά με τη διευκρίνιση του «Εθνικού» στον
[ ]
τίτλο– που εξέλεγαν αθροιστικά πολλαπλάσιους αντιπροσώπους στα Εργατικά Κέντρα και στα συ νέδρια της ΓΣΕΕ, έχοντας το καθένα μερικές δε κάδες μέλη. Έτσι, για παράδειγμα, στο συνέδριο της ΓΣΕΕ το 1950, οι περίπου 7.000 σιδηροδρομι κοί εξέλεξαν, βάσει του ισχύοντος μέτρου, δεκα πέντε αντιπροσώπους, έναντι των δεκαέξι αντι προσώπων από τα ισάριθμα «εθνικά» σωματεία της Πρέβεζας, στις αρχαιρεσίες των οποίων συ νολικά είχαν συμμετάσχει 395 εργαζόμενοι. Στον αντίποδα, η δημιουργία μορφών οργάνωσης με στόχο την ενοποίηση και όχι τον κατακερματι σμό υπήρξε βασικός στόχος του διεκδικητικού κινήματος και της αριστεράς. Η δομή του συνδι κάτου Οικοδόμων –ενός συνδικάτου με τοπικά παραρτήματα ανά γειτονιά και προγραμματική ενότητα όλων των εργαζόμενων στην οικοδο μή– υπήρξε απότοκος αυτών των προσπαθει ών. Αντίστοιχες σημερινές προσπάθειες μπορεί να διακρίνει κανείς σε σωματεία όπως αυτό των Μισθωτών Τεχνικών, το οποίο για χρόνια ήταν αποκλεισμένο από τις θεσμικές συνδικαλιστικές ενώσεις, που την ίδια στιγμή προσφέρουν κάλυ ψη στα σωματεία-σφραγίδες. Μια σχετικά άγνωστη πτυχή, που ερμηνεύει τη διαιώνιση των κατακερματισμένων σωματείων, εί ναι τα ποικίλα προνόμια που απολαμβάνουν τα μέλη των διοικήσεών τους. Η μεταξικής έμπνευ σης πρόσδεση των σωματείων στο κράτος, μέσω των επιχορηγήσεων του Οργανισμού Εργατικής Εστίας, έχει εκθρέψει δεκάδες περιπτώσεις πα ρασιτικών σωματείων και δημιουργημάτων, όπως η Ομοσπονδία Εργατικών Στελεχών Ελ λάδας. Η τελευταία υπήρξε δημιούργημα του εθνικόφρονος κόσμου της μετεμφυλιακής πε ριόδου και εξασφάλιζε συντάξεις στα μέλη της. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, ο Οργανισμός Εργατικής Εστίας εξακολουθεί να τη χρηματο δοτεί, καλύπτοντας τα λειτουργικά της έξοδα με επιχορηγήσεις που για το τελευταίο δίμηνο του 2010 έφτασαν τα 5.000 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι αστείο σε σχέση με τον πακτωλό των επιχορηγήσεων που, βάσει νόμου, απολαμβάνουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Οι δημοσιοποιημένες αποφάσεις του Οργανι σμού Εργατικής Εστίας κατά το τελευταίο τρί μηνο του 2010 αφορούν τη διάθεση 1.800.000
ευρώ σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, ομοσπον δίες και Εργατικά Κέντρα. Τα ποσά αυτά διατίθε νται για λειτουργικά έξοδα, για τη συνδρομή σε διεθνείς εργατικές ενώσεις, για τη διοργάνωση εκδηλώσεων και για την παρουσία αντιπροσώ πων σε διεθνείς διασκέψεις. Οι έδρες των Εργα τικών Κέντρων, τα οικήματα στα οποία στεγά ζονται, λαμβάνουν ξεχωριστές επιχορηγήσεις, κατά περίπτωση. Στην περίπτωση του Εργατι κού Κέντρου Πειραιά, τρεις τεχνικές εταιρείες εισέπραξαν 500.000 ευρώ από τον Οργανισμό Εργατικής Εστίας, για μελέτες και τεχνικές εργα σίες. Πρόκειται για μια απολύτως νόμιμη διαδι κασία επιχορήγησης, της οποίας οι ρίζες ανάγο νται στις νομοθετικές ρυθμίσεις του μεταξικού καθεστώτος, που ήθελε τα σωματεία οργανικά τμήματα του κορπορατιστικού κράτους. Η δια τήρησή της επί εβδομήντα χρόνια ανανεώνεται με νομοθετικές ρυθμίσεις και με τη συμπερίληψη στην Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας μιας παρακράτησης «υπέρ του Οργανισμού Εργατι κής Εστίας». Έτσι, κάθε εργαζόμενος συντηρεί έμμεσα τη διαιώνιση της κρατικής εξάρτησης των εργατικών συνδικάτων. Οι εργατικές ενώ σεις, το δημιούργημα των ίδιων των εργατών, που χρηματοδοτούσαν τη λειτουργία τους από το υστέρημά τους, τείνουν να μετατραπούν σε εργατικοφανείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, η λειτουργία των οποίων εξαρτάται αποκλειστικά από την κυβερνητική μεγαλοθυμία. Η οργανική αυτή υπαγωγή συνδέεται ταυ τόχρονα με το ρόλο που κλήθηκαν να διαδρα ματίσουν τα σωματεία, ιδιαίτερα του δημοσίου τομέα, στη λειτουργία της κρατικής μηχανής. Στις σήμερα αποκρατικοποιημένες ΔΕΚΟ, οι ομοσπονδίες των υπαλλήλων είχαν κομβικό ρόλο στη διαχείριση, μέσα από τη συμμετοχή σε επιτροπές και στη σύνθεση των διοικήσεων. Πέρα από την ευθύγραμμη πορεία από τις συνδι καλιστικές καρέκλες στους υπουργικούς θώκους, η συμμετοχή αυτή ενίσχυσε τον συντεχνιακό κα τακερματισμό, όπως αποτυπώνεται στα δεκάδες κλαδικά σωματεία που απαρτίζουν τις ισχυρές ομοσπονδίες. Ο πυρήνας των σωματείων του δη μοσίου τομέα εξέθρεψε επαγγελματίες συνδικαλι στές, ενώ πρωταγωνίστησε στον αποκλεισμό των μη μόνιμων εργαζομένων από τη συνδικαλιστική
[ ]
οργάνωση. Η ρύθμιση της «εθελούσιας εξόδου» για τα μέλη της ΟΜΕ-ΟΤΕ στηρίχτηκε στη συ ναίνεση της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας για τη διόγκωση των εργολαβικών αναθέσεων και την επέκταση των ελαστικών μορφών εργασίας. Οι συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι κατοχύρωναν την προνομιακή τους έξοδο από τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, ναρκοθετώντας το πεδίο για τους νεότερους συναδέλφους τους των εργολα βικών και υπερ-εργολαβικών έργων. Ταυτόχρονα, με την επίφαση της καταγγελίας της «ελαστικής εργασίας», τα σωματεία των πρώην ΔΕΚΟ εξα κολουθούν να μην εγγράφουν τους μη μόνιμους εργαζόμενους, με αποτέλεσμα να θυμίζουν όλο και περισσότερο κλειστές λέσχες προνομιούχων ή συντεχνιακές ενώσεις του 19ου αιώνα. Τα προ πύργια της ΠΑΣΚΕ στο εργατικό κίνημα είναι σύμ βολα των πολλαπλών διχασμών και κατακερμα τισμών της εργατικής τάξης, της αδιαφορίας για τη μεταναστευτική εργασία, της αλλοίωσης των συσχετισμών στο εργατικό κίνημα. Στο τελευταίο συνέδριο του Εργατικού Κέντρου Αθήνας, σε έξι σωματεία της ΔΕΗ ψήφισαν 3.200 εργαζόμενοι, εκλέγοντας τους ανάλογους αντιπροσώπους, στη συντριπτική τους πλειονότητα από τις τάξεις της ΠΑΣΚΕ. Σύμφωνα με καταγγελίες, οι 2.300 από αυτούς είχαν ψηφίσει «επιστολικά», μια συνηθι σμένη πρακτική με στόχο την αύξηση του αριθ μού των εκλεγμένων αντιπροσώπων. Στις 5 Μαΐου του 2010 δεκάδες χιλιάδες ερ γαζόμενοι στην Αθήνα συμμετείχαν σε μια δια δήλωση που έμελε να είναι ιστορική – με την τραγική εξέλιξη του εμπρησμού της Marfin Bank να επισκιάζει το πρώτο επεισόδιο μιας νέας επο χής για το εργατικό κίνημα. Δέκα μόλις μέρες μετά, οι αρχαιρεσίες του Εργατικού Κέντρου Αθήνας φάνταζαν ως μια διαδικασία εκτός τό
που και χρόνου. Η κενή αίθουσα, με τους ελάχι στους συνέδρους και το μηδαμινό ενδιαφέρον των εργαζομένων της πόλης για τα τεκταινό μενα, βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τα όσα είχαν μεσολαβήσει το τελευταίο διάστημα. Η διαδικασία κύλησε ομαλά με τις τεκμηριωμένες καταγγελίες περί νοθείας να παρακάμπτονται δίχως ιδιαίτερη ένταση και κορυφώθηκε με την πανηγυρική κυριαρχία της ΠΑΣΚΕ, η οποία κα τέλαβε 12 από τις 31 έδρες στη νέα διοίκηση. ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ είχαν μικρές αυξομειώσεις στη δύναμή τους, φτάνοντας αθροιστικά το 60%, και εξέδωσαν τις σχετικές κοινότυπες ανακοινώσεις για την «εμπιστοσύνη» με την οποία τις περιέβα λαν οι εργαζόμενοι και τα «αυξημένα καθήκο ντα» της νέας περιόδου. Στη νέα αυτή περίοδο, η διοίκηση του Εργατικού Κέντρου Αθήνας συ νεχίζει τις γνώριμες δραστηριότητες, της οργά νωσης ημερίδων, της υποβολής προτάσεων σε προγράμματα για τον κοινωνικό αποκλεισμό, της συμμετοχής σε καμπάνιες κατά της φτώχειας, της έκδοσης ενός περιοδικού για το περιβάλλον και της επικοινωνίας με τους εργαζομένους μέσα από μια δεκαπεντάλεπτη ραδιοφωνική εκπομπή σε εβδομαδιαία βάση. Άλλωστε, το 2008 το Ερ γατικό Κέντρο Αθήνας, προκειμένου να ερευνή σει το ζήτημα «Εργασία, Συνδικάτα και Συνθήκες Ζωής στο Λεκανοπέδιο Αττικής», είχε καταφύγει στις υπηρεσίες της εταιρείας δημοσκοπήσεων και έρευνας αγοράς VPRC. Το επεισόδιο αυτό είναι χα ρακτηριστικό για το βαθμό σύνδεσης του Εργατι κού Κέντρου Αθήνας με τους εργαζόμενους της πόλης και αποτυπώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη διολίσθηση σε μια κατάσταση όπου το Εργατικό Κέντρο είναι εξωτερικός παρατηρητής της πραγματικότητας και όχι παράγοντας διαμόρ φωσης πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων.
[ ]
Χρήστος Τσάκας
ΝΕΟΓΑΛ: «business as usual»;
Ό
ταν τον περασμένο Νοέμβριο δημοσιευό ταν η κατάταξη «Doing Business 2011» της Παγκόσμιας Τράπεζας, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα κατρακυλούσε στις τελευταίες θέσεις από άποψη επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ο Χριστόφορος Σεβαστίδης, μέλος της Διοίκησης του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτο κομικών Προϊόντων (ΣΕΒ-ΓΑΠ) δήλωνε στην εφη μερίδα Μακεδονία ότι «βασικός ανασταλτικός παράγοντας είναι η έλλειψη επιχειρηματικού ορά ματος, αλλά και η απουσία προϋποθέσεων για την ανάπτυξη του επιχειρείν. Τη γραφειοκρατία τη συ ναντάς σε πρώτο επίπεδο. Αμέσως μετά συναντάς το υψηλότατο εργατικό κόστος, αλλά και τη μικρή αγορά της χώρας μας.»1 Ο Χ. Σεβαστίδης είναι διευθύνων σύμβουλος μιας μεσαίας, για τα μέτρα του κλάδου, γαλακτο βιομηχανίας, της Βιομηχανίας Γάλακτος Δράμας «ΝΕΟΓΑΛ Α.Ε.», η οποία έγινε ευρύτερα γνωστή στις αρχές του 2011, καθώς σε αυτή έλαβε χώρα η πρώτη απόπειρα υπογραφής επιχειρησιακής σύμβασης, κάτω από την ΕΓΣΣΕ, προβλέποντας μειώσεις μισθών κατά 9% για δύο χρόνια. Για την υπογραφή της σύμβασης μάλιστα, τόσο ο ίδιος ο Χ. Σεβαστίδης όσο και ο πρόεδρος του επιχει ρησιακού σωματείου Μιχαηλίδης, ο οποίος υπε ραμύνθηκε της σύμβασης, δεν επικαλέστηκαν ζημίες λόγω κρίσης, αλλά την προληπτική απορ ρόφηση της νέας αύξησης του ΦΠΑ (από 11 σε 13%) για λόγους ανταγωνισμού. Η ανοιχτή παραδοχή του διευθύνοντος συμ βούλου της επιχείρησης ότι «πρόκειται για επιθε τική κίνηση, κι όχι για αμυντική»,2 καθιστά μάλ λον περιττή την παρατήρηση ότι η «ΝΕΟΓΑΛ» αποτελεί κερδοφόρα επιχείρηση, με κέρδη προ φόρων 1.893.975,99 ευρώ για το 2006, 2.113.667,73 για το 2007, 2.276.149,67 για το 2008 και 1.890.491,09 για το 2009.3 Εκείνο που θα 1. «Μας ξεπέρασε και η Αιθιοπία στο επιχειρηματικό πε ριβάλλον», εφ. Μακεδονία, 5.11.2010. 2. «Νεογάλ. Μείωση μισθών 9% για να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας», εφ. Το Βήμα, 5.1.2011. 3. Για τα οικονομικά στοιχεία, βλ. www.neogal.gr/ economy.html.
είχε ίσως μεγαλύτερη αξία, δεδομένου ότι η επι χείρηση επικαλείται τις συνθήκες ανταγωνισμού για την απόπειρα περικοπής των μισθών, θα ήταν να σημειώσουμε ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση συμμετέχει κατά 0,87% στα κέρδη προ φόρων του κλάδου, ποσοστό 10 φορές μεγαλύτερο από αυτό της μέσης επιχείρησης του κλάδου, ενώ η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων της είναι υπερδιπλάσια του κλάδου (13,19% έναντι 6%) και των συνολικών κεφαλαίων της πολλαπλάσια (9,03% έναντι 2,12%) για το 2008.4 Τι συμβαίνει όμως το 2009, έτος κρίσης, τα στοιχεία του οποίου χτυπούν το καμπανάκι της απώλειας ανταγωνιστικότητας για τις ελληνικές επιχειρήσεις; Πράγματι, τα κέρδη προ φόρων της ΝΕΟΓΑΛ εμφανίζονται ελαφρώς μειωμένα. Ωστόσο, ούτε το μέγεθος της μείωσης των κερ δών ούτε πολύ περισσότερο τα ποιοτικά στοιχεία των ισολογισμών της επιχείρησης δικαιολογούν την κινδυνολογία για επερχόμενη κρίση κερδοφο ρίας, καθώς η εταιρεία έχει στην πραγματικότητα βελτιώσει τη θέση της, μειώνοντας τον χρηματο οικονομικό κίνδυνο από 42% το 2005 σε 15,26% το 2009,5 ενώ ανάλογα υγιή είναι και άλλα κρίσιμα μεγέθη που αναφέρονται στη ρευστότητα.6 4. Αλ. Συμεωνίδου, Ανάλυση ανταγωνισμού στον κλάδο των γαλακτοκομικών προϊόντων και χρηματοοικονομική ανάλυση της γαλακτοβιομηχανίας Δράμας «ΝΕΟΓΑΛ Α.Ε.», αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, Γεωπονικό Πανεπι στήμιο Αθηνών 2010, σ. 75 και 101-102 (πίν. 22-23). 5. Λαμβάνοντας ως κριτήριο το δείκτη χρηματοοικο νομικής μόχλευσης (λόγος δανείων προς ίδια κεφάλαια). 6. Για τα στοιχεία αυτά, βλ. Αλ. Συμεωνίδου, Ανάλυση αντα γωνισμού, ό.π., σ. 80-88 και www.neogal.gr/economy.html.
[10]
Από την άλλη, με λετώντας τον ισολογι σμό του 2009, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η βασική αιτία μείω σης των κερδών είναι η μείωση των εσόδων από τις πωλήσεις, τα οποία για το 2009 διαμορφώθηκαν στα 17.771.873,11 ευρώ ένα ντι 19.627.304,14 για το 2008.7 Πού οφείλε ται όμως αυτή η σοβα ρή πτώση του τζίρου; Τάσος Αναστασίου Σίγουρα όχι στους ερ γαζόμενους πάντως… Από τις αρχές του 2009, ξεσπά στην αγορά γαλακτοκομικών ένας πόλεμος τιμών. Οι μεγάλες εταιρίες του κλάδου βλέπουν τις πωλήσεις τους να μειώνονται, καθώς η παρατετα μένη συνθήκη λιτότητας καθιστά την επιλογή των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας εξόχως ελκυστική για τα λαϊκά στρώματα. Τη σταδιακή μείωση των τιμών, χωρίς απώλειες κερδοφορίας, καθιστά, αρχικά, εφικτή η ανάλογη μείωση των τιμών που πιάνουν οι παραγωγοί από το πολυθρύλητο πλέον «καρτέλ του γάλακτος».8 Τα προβλήματα όμως αρχίζουν για τις γαλακτοβιομηχανίες στα μέσα του 2009, όταν ο πόλεμος κορυφώνεται, έπειτα από πρωτοβουλία της Vivartia (πρώην ΔΕΛΤΑ) να ανακοινώσει, διά στόματος Ανδρέα Βγενόπουλου, μείωση της τιμής του λίτρου στα 0,99 ευρώ, αφού οι τιμές των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας παρέμεναν σημαντικά χαμηλότερες. Το καλοκαίρι του 2009, ο διευθύνων σύμβου λος της ΝΕΟΓΑΛ, αφού διεκτραγωδούσε τις επι πτώσεις στον τζίρο του κλάδου και την αδυναμία επιπλέον αφαίμαξης των κτηνοτρόφων, διευκρί νιζε αναφορικά με την εταιρεία: «Και η ΝΕΟΓΑΛ προχώρησε σε μειώσεις τιμών, κατά 12% αφού όμως είχε φροντίσει να μειώσει τα κόστη της μέσα 7. www.neogal.gr/economy.html. 8. Η τιμή του παραγωγού από 0,43 ευρώ τον Αύγουστο του 2008 διαμορφώνεται στα 0,36 ευρώ τον Αύγουστο του 2009 (μείωση 14,5%), ενώ η μέση λιανική τιμή για την ίδια περίοδο μειώνεται από 1,43 ευρώ στα 1,34 το λίτρο. Για τα στοιχεία βλ., Αλ. Συμεωνίδου, Ανάλυση ανταγωνι σμού, ό.π., σ. 31 (διάγραμμα 1) και 33 (πίν. 5).
από τον εκσυγχρονι σμό των υποδομών της και να γίνει πιο ευέλικτη απέναντι στον αντα γωνισμό και τις πιέσεις, κάτι που ευνοείται από το μικρότερο μέγεθός της».9 Με άλλα λόγια, η ΝΕΟΓΑΛ δεν αντιμε τώπιζε ακόμη και στα μέσα του 2009 κανένα πρόβλημα, αφού ακό μη και ο πόλεμος τιμών είχε απλώς διορθωτι κές επιδράσεις στην κερδοφορία της, λόγω των υγιών μεγεθών της. Μάλιστα τον Αύγουστο του 2010, θα προχωρήσει σε περαιτέρω μείωση της τιμής του γάλακτος, την οποία συνόδευσαν οι γνωστές μεγαλοστομίες περί «εταιρικής κοινωνι κής ευθύνης» και «συμβολής στο ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης».10 Τι συνέβη λοιπόν και μια υγιής, κερδοφόρα επιχείρηση προέβη στο απονενοημένο διάβημα της προσφυγής στις διατάξεις περί επιχειρησια κών συμβάσεων, με μια αιτιολογική έκθεση που επικαλείται απλώς τις συνθήκες ανταγωνισμού της αγοράς και την απορρόφηση της αύξησης του ΦΠΑ, με προφανή κίνδυνο για την ίδια να απορ ριφθεί από το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας; Η απάντηση στην προκειμένη περίπτωση βρίσκεται μάλλον, πέρα από τους ισολογισμούς και τα οικο νομικά στοιχεία της επιχείρησης, στις ευρύτερες στοχεύσεις των επιχειρηματιών, που βλέπουν μπροστά τους την ιστορική ευκαιρία μετατροπής της χώρας σε νεοφιλελεύθερο παράδεισο. Ο Χ. Σεβαστίδης είχε απόλυτο δίκιο όταν ση μείωνε ότι η κίνηση της ΝΕΟΓΑΛ ήταν επιθετική και όχι αμυντική. Γιατί, πρώτα απ’ όλα, υπολογίζει στην πολιτική κάλυψη του υπουργείου Εργασίας, το οποίο κατάρτισε ένα νομοθετικό πλαίσιο που κλείνει το μάτι στους εργοδότες να προβούν σε 9. «Σε στενωπό η βορειοελλαδική γαλακτοβιομηχανία», εφ. Μακεδονία, 19.7.2009. 10. «Η γαλακτοβιομηχανία ΝΕΟΓΑΛ ανακοίνωσε τη μείω ση κατά δέκα λεπτά το λίτρο της τιμής του φρέσκου πα στεριωμένου γάλακτος», www.agrotypos.gr/index.asp? mod=articles&id=59347.
[11]
περικοπές μισθών. Ακόμη μάλιστα και μετά την αρνητική γνωμοδότηση του ΣΕΠΕ,11 η υπουργός Εργασίας, Λούκα Κατσέλη, δήλωσε πως «η γνω μάτευση του ΣΕΠΕ δεν ήταν αρνητική γιατί [η επισήμανση της κερδοφορίας της επιχείρησης] δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμφωνήσουν η εργοδοσία και οι εργαζόμενοι να υπογράψουν μια τέτοια συναινετική σύμβαση».12 Από την άλλη, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον στην περί πτωση μιας κερδοφόρας επιχείρησης φαίνεται να νομιμοποιεί εκ του αντιστρόφου την προ σφυγή στις διατάξεις αυτές όταν πράγματι μια επιχείρηση αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο ζημιών. Ενδεικτική από αυτή την άποψη αποτελεί η συ ζήτηση που έχει ανοίξει ήδη στον τοπικό Τύπο, ο οποίος στάθηκε, κατά κανόνα, επικριτικός έναντι της επιχειρησιακής σύμβασης.13 Επιπλέον, παρά το όποιο βραχυπρόθεσμο κό στος στο προφίλ της επιχείρησης και τις διαρκείς παλινωδίες (η ΝΕΟΓΑΛ αρχικά ανακοίνωσε πάγω μα της σύμβασης και επανεξέταση του μέτρου μπροστά στις αντιδράσεις.14 Μετά την αρνητική γνωμοδότηση του ΣΕΠΕ δήλωσε πως θα προχω ρήσει έτσι κι αλλιώς στην εφαρμογή της,15 ενώ τελικά υπέγραψε νέα σύμβαση, χωρίς μειώσεις16 ) το αρνητικό αποτέλεσμα ήταν πολλαπλάσιο για το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα: ο πρόεδρος του επιχειρησιακού σωματείου είναι μέλος17 του Δ.Σ. του Εργατικού Κέντρου Δράμας, το οποίο κατήγ γειλε τη σύμβαση κατόπιν εορτής, καλώντας σε …συνεργασία με το Επιμελητήριο Δράμας για την «αποτροπή παρόμοιων καταστάσεων».18 Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση ΝΕΟΓΑΛ, μα 11. Για το κείμενο και την επιχειρηματολογία της αρνητι κής γνωμοδότησης, βλ. «Αρνητικό το ΣΕΠΕ για ΝΕΟΓΑΛ», www.rthess.gr/articles_det.asp?artid=6074. 12. «Λ. Κατσέλη στον Flash: η Ελλάδα βγαίνει από το στό χαστρο των αγορών», εφ. Ισοτιμία, 13.1.2011. 13. «Έσχατο μέτρο... όχι πρώτο», εφ. Ηχώ (Δράμας), 12.1.2011. 14. Ό.π. 15. «Η διοίκηση της ΝΕΟΓΑΛ επιμένει στην επιχειρησιακή σύμβαση παρά την αρνητική γνωμοδότηση του ΣΕΠΕ», http://news.in.gr/economy/article/?aid=1231074335. 16. «ΝΕΟΓΑΛ: Νέα επιχειρησιακή σύμβαση, χωρίς μειώ σεις μισθών», εφ. Καθημερινή, 2.1.2011. 17. «Καταγγελία του ΠΑΜΕ Δράμας για τη μείωση μισθών στη ΝΕΟΓΑΛ», εφ. Ηχώ, 5.1.2011. 18. «Καταγγελία Εργατικού Κέντρου Δήμου Δράμας για τη συμφωνία στη ΝΕΟΓΑΛ», εφ. Ηχώ, 6.1.2011.
κράν του να αποτελέσει «μεμονωμένο περιστατι κό», προσφέρεται για ευρύτερο προβληματισμό, καθώς φαίνεται να προκαλεί μια σειρά στερεό τυπα: πρώτα απ’ όλα, καταρρίπτει το μύθο μιας φαντασιακής μικρομεσαίας επιχείρησης που πλήττεται από την κρίση, αφού στην πραγματι κότητα αναπαράγει σε τοπικό επίπεδο τα βασικά χαρακτηριστικά ενός μονοπωλίου,19 αναπτύσσο ντας παράλληλα τις πιο επιθετικές εργοδοτικές πρακτικές. Επιπλέον, παρά τη γειτνίαση με τη Βουλγαρία, η ΝΕΟΓΑΛ ανήκει σε έναν κλάδο που δεν έχει πληγεί από τα «ανταγωνιστικά ημερο μίσθια» της γείτονος. Αντίθετα, η βασική απει λή προέρχεται από τη μητροπολιτική Γερμανία, από την οποία προωθούνται προνομιακά εισα γόμενα προϊόντα, με ιδιωτική ετικέτα, από τις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ (γερμανικής ή άλλης προέλευσης). Παρεμπιπτόντως, η χρο νική σύμπτωση του διατροφικού σκανδάλου στη Γερμανία με την υπόθεση της ΝΕΟΓΑΛ ανοί γει ένα πρόσφορο πεδίο συζήτησης για το πού οδηγεί η διαρκής πίεση στις τιμές του γάλακτος, χωρίς να θυσιαστεί μέρος της κερδοφορίας των γαλακτοβιομηχανιών. Εδώ όμως βρισκόμαστε ίσως στο επίκεντρο του προβλήματος: σε μια συγκυρία όπου ευρύτερα κοινωνικά στρώμα τα υποχρεώνονται εξ ανάγκης να σκεφτούν ως «καταναλωτές» και όχι ως εργαζόμενοι, υπό την πίεση των περικοπών και της βίαιης υποβάθμι σης της αγοραστικής τους δύναμης, η αναζή τηση του φτηνότερου προϊόντος συγκροτεί τον ιδεολογικό μανδύα για τις περαιτέρω συμπιέσεις του μισθολογικού κόστους (άρα και της αγορα στικής δύναμης των μισθωτών), με ταυτόχρονη χαλάρωση των ελέγχων για την προστασία της δημόσιας υγείας.
19. Η ΝΕΟΓΑΛ κατέχει μερίδιο της τάξης του 85-88% της αγοράς του ν. Δράμας και του 70% του ν. Καβάλας, ενώ έχει υπογράψει συμβάσεις με νοσοκομεία της Αθήνας και με τα σουπερμάρκετ Carrefour στη Θεσσαλονίκη. Επι πλέον το προηγούμενο διάστημα ακολούθησε επιθετική τακτική εξαγοράς τοπικής γαλακτοβιομηχανίας του ν. Ροδόπης. Βλ., Αλ. Συμεωνίδου, Ανάλυση ανταγωνισμού, ό.π., σ. 68 και «Ο εργασιακός μεσαίωνας ξεκίνησε στη Δράμα», εφ. Ηχώ, 5.1.2011.
[12]
Γιώργος Καράμπελας
Κίνημα των ανέργων: «Aς ανθίσουν χίλιες συλλογικότητες στα ερείπια της πλήρους απασχόλησης»
Ό
ταν πήρε δημοσιότητα, έμοιαζε εντελώς αναμενόμενο, εντελώς λογικό και συνάμα παράδοξο, ακανόνιστο, όπως όλα τα συγχρονι σμένα πράγματα, όπως καθετί που είναι απολύ τως επίκαιρο, απολύτως του καιρού του: μέσα προς τέλη Απριλίου του 2010, εξαγγέλθηκε στη Γαλλία η πρώτη πανεθνική «Απεργία των Ανέρ γων» (Grève des Chômeurs), προγραμματισμένη για τις 3 Μαΐου. Η ίδια η δημόσια εξαγγελία της μαρτυρούσε την επικαιρότητά της: απρόσκλη τη παρέμβαση μερικών ανθρώπων σε κεντρικό τηλεοπτικό τοκ-σόου της κρατικής τηλεόρασης, που φιλοξενούσε τον (σοσιαλιστή) υπουργό Πολιτισμού και Επικοινωνιών του (δεξιού) προέ δρου Σαρκοζί, τον «σελέμπριτι» Φρεντερίκ Μιτε ράν, ανιψιό του θείου Φρανσουά· άπλωμα πανό· ζωντανοί διαξιφισμοί με τον παρουσιαστή και τον καλεσμένο· εντέλει, δημόσια ανάγνωση κει μένου-καλέσματος στην πρωτόγνωρη απεργία: Βαρεθήκαμε την ενοχοποίηση και την κατανα γκαστική εργασία. Έχουμε ανάγκη να επινοή σουμε μαζί μια απεργία των ανέργων, μια απερ γία όλων των επισφαλών. Καλούμε σε ξεκίνημα στις 3 Μαΐου. Επειδή δεν έχουμε εγκαταστάσεις για να συγκεντρωνόμαστε, δεν σημαίνει ότι δεν θα οργανωθούμε. Τι είναι όμως μια απεργία των ανέργων; Ξεκινά με ένα κίνημα άρνησης. Άρ νηση ν’ αφήνουμε να μας καταδιώκουν, να μας επιστρατεύουν, να μας ενοχοποιούν, να μας «εντάσσουν» με το ζόρι. Οι μεταρρυθμίσεις του Οργανισμού Απα σχόλησης ή του επιδόματος ανεργίας θέλουν να μας στριμώξουν στη γωνία, έναν έναν, για να μας κάνουν να δεχόμαστε δουλειές 10 ωρών την εβδομάδα, με μηδαμινές απολαβές, στους πιο δύσκολους τομείς. Πρέπει να δεχόμαστε οποιαδήποτε δουλειά μάς προτείνουν, αλλιώς μας κόβουν το επίδομα. Και επιπλέον, πρέπει να είμαστε κι ευγνώμονες.
Πρέπει μήπως να ντρεπόμαστε που δεν θέλου με να ξεπουλιόμαστε στον πάσα έναν εργοδό τη, πρέπει να ντρεπόμαστε που δεν θέλουμε να μετακομίζουμε για μια απλή δουλειά, πρέπει να ντρεπόμαστε που δεν δεχόμαστε ό,τι να ’ναι – με λίγα λόγια, που δεν σκύβουμε το κεφάλι μπροστά στην οικονομική λογική; Καμιά ντροπή: ειλικρινά, έχουμε καλύτερα πράγματα να κάνουμε. Έχουμε καλύτερα πράγ ματα να κάνουμε απ’ το να ψάχνουμε γι’ ανύ παρκτες δουλειές, έχουμε καλύτερα πράγματα να κάνουμε απ’ αυτά που απαιτούν από εμάς. Να γιατί αρνούμαστε να μας παρακολουθούν, να μας ελέγχουν, να μας καθοδηγούν, να μας ενοχοποιούν, να μας ακυρώνουν. Αυτή την επο χή, οι τράπεζες ξαναγεμίζουν με δημόσιο χρή μα και τολμάνε να μας λένε ότι εμείς πρέπει να σφίξουμε το ζωνάρι. Το 2010 θα είμαστε ακόμα ένα εκατομμύριο άνεργοι χωρίς δικαιώματα. Για άλλη μια φορά, θα χρησιμεύσουμε ως πρόφαση σε διαμάχες ειδικών επί των φτωχών εργαζομέ νων, που θα αποφασίσουν αυτοί στη θέση μας τι είναι καλό για εμάς.
[13]
Η απεργία των ανέργων σημαίνει, από τώ ρα κιόλας, ότι δεν μένουμε απομονωμένοι, ότι βγαίνουμε απ’ τα παγωμένα νερά του εγωιστικού υπολογισμού στα οποία μας βυθίζουν. Η απερ γία των ανέργων και των επισφαλών σημαίνει ότι αποφασίζουμε από κοινού να σταματήσουμε μια μηχανή παραγωγής της επισφάλειας που έχει φτιαχτεί για να μας οδηγήσει στο θάνατο. Καλούμε όλους τους επισφαλώς εργαζόμε νους, τους οργισμένους ημιαπασχολούμενους, τους προσωρινά εργαζόμενους στη βιομηχανία του θεάματος και της απασχόλησης, τους εποχι ακούς, τους απογοητευμένους πρακτικάριους, τους χωρίς πυξίδα φοιτητές, τους χαμηλοσυντα ξιούχους, τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, τους πτυχιούχους σε ομηρία, τους καταναγκαστικά εργαζόμενους, τα ηφαίστεια που τώρα πρό σφατα ξύπνησαν, να συναντηθούμε, να συζητή σουμε στις ουρές της Κοινωνικής Πρόνοιας και του Οργανισμού Απασχόλησης, στους δρόμους, παντού. Ήδη, στη Ρεν, στην Μπρεστ, στο Παρίσι, στο Μοντρέιγ, στην Τουρ και σε άλλες πόλεις, οι επισφαλείς και οι άνεργοι οργανώνονται. Ας ανθίσουν χίλιες συλλογικότητες στα ερείπια της πλήρους απασχόλησης.Ας επινοήσουμε μαζί την απεργία των ανέργων και των επισφαλών.
Ανασκαλεύοντας κανείς την υπόθεση, με ερέ θισμα και εργαλείο το ίδιο το κείμενο που δια βάστηκε στη γαλλική τηλεόραση, διαπίστωνε ότι φυσικά δεν επρόκειτο για παρθενογένεση. Ήταν απόρροια ενός εδραίου από χρόνια κινήματος των επισφαλώς εργαζόμενων, προπάντων στη βι ομηχανία του θεάματος, των εκατοντάδων χιλιά δων ανθρώπων που, στη Γαλλία, μια δουλεύουν και δυο είναι άνεργοι, βγάζοντας τα προς το ζην από το επίδομα ανεργίας, από ό,τι καταφέρνουν να βάλουν στην άκρη, με όποιον τρόπο βρουν πρόχειρο εν ολίγοις. Στα τέλη του 2009, όλο αυτό το υπόβαθρο φάνηκε να αποκτά κάτι σαν αυτο συνείδηση· ακολουθεί φανταστικός εσωτερικός μονόλογος μιας (εξίσου φανταστικής, αλλά όχι λιγότερο υπαρκτής) συλλογικής συνείδησης: «Μισό λεπτάκι… Τι διάολο είμαστε, τι διάο λο κάνουμε; Εντάξει, είμαστε επισφαλώς εργα ζόμενοι, είμαστε το φημισμένο “πρεκαριάτο”, η εργασία για εμάς είναι διαλείπουσα… Αλλά ποια είναι η υπόστασή μας, τι μας καθορίζει στην ουσία; Η δουλειά μας; Τρίχες. Η ζωή μας, ναι. Πώς, όμως, να προτάξουμε τη ζωή μας ως κύριο γνώρισμά μας, ως ταυτότητά μας; Αν η ζωή μας είναι το κοινό μας χαρακτηριστικό, είναι επειδή αυτή η κοινή ζωή μας εξαρτάται από το ότι, κατά βάση, ΔΕΝ δουλεύουμε, είμαστε για τόσο καιρό άνεργοι, και γι’ αυτό μπορούμε να ζούμε και να δρούμε μαζί. Άνεργοι λοιπόν! Να βγούμε και να το πούμε. Και να κάνουμε την ανεργία έργο μας, ζωή μας. Να δούμε πώς τη χειρίζονται οι κρα τούντες, πώς την εκμεταλλεύεται η εξουσία, πώς τη θίγει το κατεστημένο, πώς ένα κάρο θεσμικοί φορείς και παράγοντες προσπαθούν να μας την υπεξαιρέσουν, κάνοντάς μας παράλληλα τη ζωή αβίωτη…» Τις μέρες μετά την 3η Μαΐου, η απεργία (διαρ κείας) υλοποιήθηκε με κάθε λογής καθιερωμέ νους και καινοτόμους τρόπους «απεργιακής κινητοποίησης». Ήταν φανερό ότι έπεσε πολλή δουλειά στους απεργούς άνεργους: συγκεντρώ σεις διαμαρτυρίας, καταλήψεις δημόσιων υπη ρεσιών (ιδίως υποκαταστημάτων της κοινωνι κής πρόνοιας και του γαλλικού ΟΑΕΔ), ενεργές παρεμβάσεις στις υπό κατάληψη υπηρεσίες για να προωθηθούν υποθέσεις –καταβολή επιδομά των, εξέταση φακέλων κ.ο.κ.– που χρόνιζαν στα
[14]
γρανάζια της γραφειοκρατίας, διακίνηση ενημε ρωτικού υλικού, συζητήσεις, εκδηλώσεις. Υπό μία έννοια, η απεργία δεν σταμάτησε έκτοτε. Σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, μακριά από την κεντρική πολιτική σκηνή, χωρίς τυμπανο κρουσίες, οι κινητοποιημένοι άνεργοι, που στην πορεία γίνονταν και ξεγίνονταν ολοένα απεργοίάνεργοι-«πρεκαριάτο», συνέχισαν να δρουν και να φέρνουν αποτελέσματα – παρέχοντας συμ βουλές, διοργανώνοντας ημερίδες, συγκεντρώ σεις, διαμαρτυρίες, παρεμβάσεις, καταρτίζοντας ακόμα και προγράμματα επιμόρφωσης. Και όπως ξέρουμε πια όλοι, έστω και μόνο από τις εικόνες που είδαμε στις τηλεοράσεις μας, στη Γαλλία το 2010 φάνηκε ν’ ανθίζουν γενικότερα οι σπόροι που φυτεύτηκαν προ πολλού «στα ερείπια της πλήρους απασχόλησης». Πράγματι, δεν είναι υπερβολική η εκτίμηση ότι στις βίαιες, επίμονες και μεγάλης έκτασης απεργιακές κινητοποιήσεις που συγκλόνισαν τη Γαλλία τον περασμένο Οκτώβριο, με αφορμή την κυβερνητική μεταρρύθμιση του συνταξιοδο τικού καθεστώτος, υπήρξε καταλυτική η δράση αυτού του νέου (κοινωνικού; πολιτικού; ταξικού;) «υποκειμένου», των ανέργων και των επισφαλώς
εργαζόμενων, όχι πια ως παθητικού ή, στην κα λύτερη περίπτωση, αμυνόμενου «πρεκαριάτου», αλλά ως αυτοσυνείδητου και ενεργητικού φορέα (κοινωνικής; πολιτικής; ταξικής;) πάλης. Οι κοινω νικές ομάδες στις οποίες απευθυνόταν το κάλε σμα της «Απεργίας των Ανέργων» («επισφαλώς εργαζόμενοι, οργισμένοι ημιαπασχολούμενοι, προσωρινά εργαζόμενοι στη βιομηχανία του θεάματος και της απασχόλησης, εποχιακοί, απο γοητευμένοι πρακτικάριοι, χωρίς πυξίδα φοιτη τές, χαμηλοσυνταξιούχοι, μετανάστες χωρίς χαρτιά, πτυχιούχοι σε ομηρία, καταναγκαστικά εργαζόμενοι») ασφαλώς δεν είχαν κανένα στενά εννοούμενο συμφέρον να υπερασπιστούν το μα κρινό όνειρο μιας σύνταξης. Εκ των πραγμάτων όμως ήταν ο αυτονόητος φορέας μιας αντεξου σίας που κλήθηκε, και θα καλείται ολοένα, να τα βάλει με την επέκταση της καπιταλιστικής εξου σίας σε όλους τους τομείς της ζωής, ακόμα και τους πιο μύχιους. Όσοι και όσες βιώνουν στο πετσί τους τη «μη χανή παραγωγής της επισφάλειας» γνωρίζουν ότι επισφαλής, υπό αίρεση, δεν είναι τώρα πια μόνο η ανέκαθεν αλλοτριωμένη εργασία, αλλά η ίδια η ζωή. Οι θιγόμενοι δεν είναι τώρα πια οι εκάστοτε
[15]
μεμονωμένες κοινωνικές, επαγγελματικές ή ηλι κιακές ομάδες, αλλά, άμεσα και απροκάλυπτα, «το κοινό», το ίδιο ομογενές κοινό των ΜΜΕ, των δημοσκοπήσεων και των εθνικών εκλογών. Υπό κατάργηση βαίνει τώρα πια όχι μόνο η ανέκαθεν υπονομευόμενη «λαϊκή κυριαρχία», αλλά ο ίδιος ο λαός, ο πραγματικός στόχος των καθεστωτικών στηλιτεύσεων κάθε είδους «λαϊκισμού». (Σύντο μη παρέκβαση: για τη σημερινή καπιταλιστική εξουσία, ο λαϊκισμός είναι ο νέος κομμουνισμός: όταν στρέφεται εναντίον του, στην πραγματι κότητα καταδιώκει τον ίδιο το λαό, ζωντανούς ανθρώπους, όχι βέβαια λαϊκιστές πολιτικούς τα γούς, όπως και την εποχή του Ψυχρού Πολέμου η καταδίκη του κομμουνισμού σήμαινε διώξεις απλών κομμουνιστών, όχι βέβαια διώξεις πολιτι κών ταγών του «υπαρκτού».) Βεβαίως, όπως επίσης απέδειξε το γαλλικό παράδειγμα, για την υλοποίηση αυτής της αντε ξουσίας, που την είπαμε «αυτονόητη», απαιτού νται υλικές προϋποθέσεις οι οποίες ελάχιστα αυτονόητες φαντάζουν σήμερα, ιδίως στα καθ’ ημάς. Στη Γαλλία και στη Δυτική Ευρώπη ευρύτε ρα, το επίδομα ανεργίας και οι άλλες παροχές της κοινωνικής πρόνοιας, οι υλικές συνθήκες επιβίω σης του «υποκειμένου» μας, όσο και αν βαίνουν μειούμενες (10% μειώθηκε πρόσφατα το επίδο μα ανεργίας στη Γαλλία), παραμένουν υπαρκτές, σχετικά ασφαλείς ακόμα. Μετά το «τέλος της κοι νωνίας της εργασίας» που διαγνώστηκε εδώ και καιρό, το κράτος πρόνοιας διατηρεί στην προ ηγμένη Δύση κάποιες αντιστάσεις απέναντι στην πλήρη μετατροπή του σε κράτος ασφαλείας, αν όχι κι εκτάκτου ανάγκης, προφανώς επειδή ο ολοκληρωτικός καπιταλιστικός έλεγχος χωρίς ένα είδος κοινωνικής (ή, έστω, θείας…) πρόνοιας σύντομα θα αυτοαναιρούνταν σε δικτατορία και εμφύλιο πόλεμο. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την ενεργητικότητα, στη Γαλλία π.χ., ενός κινή ματος που, κατ’ αναλογία με την πρωτότυπη απεργία που περιγράψαμε, θα μπορούσαμε να το πούμε και αυτό «των ανέργων». Εξηγεί επίσης εν μέρει την αντίστοιχη έλλειψη ενεργητικότη τάς του, ή έστω θετικού αυτοπροσδιορισμού του, στην Ελλάδα, όπου το συντελούμενο κρατι κό-καπιταλιστικό πείραμα μοιάζει να αφορά τη δυνατότητα κατάργησης των μηχανισμών αυτο
ελέγχου του συστήματος, άρα και στέρησης από το «υποκείμενό» μας όλων δυνητικά των μέσων επιβίωσής του – υλικών όσο και συμβολικών. Ουδείς αμφιβάλλει ότι η Ελλάδα είναι προ νομιακό πεδίο για πειράματα καταργήσεων παντός είδους πραγμάτων, επειδή απλούστατα τα κατοχυρωμένα είναι εδώ πολύ λιγότερα από ό,τι αλλού. Η Ελλάδα των μηδαμινών επιδομά των ανεργίας και των ομοιοπαθών παροχών κοινωνικής πρόνοιας έχει κατά παράδοση άλλα ράμματα στη διάθεσή της για να μπαλώνει τον κοινωνικό ιστό της, βγαλμένα απ’ το σεντούκι της περιλάλητης ελληνικής οικογένειας (υπό τη μορφή ατομικής «καβάτζας» του κάθε νεαρού Νεοέλληνα) ή/και από τον εξίσου περιλάλητο δημόσιο κορβανά (της δομικής διαφθοράς, των «ημετέρων», και πάει λέγοντας). Μέχρι πρότινος αυτή η συλλογική συνείδηση που τη βάλαμε να μονολογεί λίγο πιο πάνω δεν έβρισκε κανένα χώρο έκφρασης, πόσο μάλλον αυτοσυνειδησί ας, εγκλωβισμένη για τα καλά στο τριπλό δόκανο της ατομικής «καβάτζας», του δημόσιου βολέμα τος και του συντεχνιακού, πατερναλιστικού ή ερ γοδοτικού συνδικαλισμού· και δεν είναι φυσικά να απορεί κανείς που η ιδέα ενός ελληνικού κινή ματος ανέργων εκφράστηκε π.χ. με την κωμική απόπειρα ίδρυσης ενός …«Κινήματος Ανέργων» το 1998 στη Θεσσαλονίκη ή, πιο πρόσφατα, με την άνωθεν πρωτοβουλία ίδρυσης ενός Συλλό γου Ανέργων στη Νέα Ιωνία, από τον …πρόεδρο της Ομοσπονδίας Βιομηχανικών Εργατοϋπαλλη λικών Σωματείων. Πάνω στην ώρα όμως: η σοσιαλιστική μας κυ βέρνηση είπε «να κάνει την κρίση ευκαιρία», το καπιταλιστικό πείραμα άρχισε να διεξάγεται για τα καλά, οι πιέσεις άρχισαν να γίνονται αφόρητες σε όλα τα επίπεδα για την όχι και τόσο ανομοιο γενή μάζα της πλειοψηφίας του πληθυσμού της χώρας… και όλα αυτά άρχισαν να γίνονται, εκ του αντιθέτου, λίπασμα για το ζητούμενο «υποκείμε νο». Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, τα πρωτοβάθμια σωματεία και οι εργατικές και επαγγελματικές συλλογικότητες βάσης άρχισαν να περιλαμβάνουν στους κόλπους και στις επω νυμίες τους και άνεργους, ενώ δεν άργησαν να φανούν και οι πρώτες αυτόνομες οργανώσεις ανέργων· στα τέλη του 2010, ενδεικτικά, ήρθαν
[16]
να προστεθούν στην παλιότερη Ανοιχτή Συνέ λευση Εργαζομένων-Ανέργων της Αθήνας η Επι τροπή Ανέργων Θεσσαλονίκης και η Ομάδα Πρω τοβουλίας Εργαζομένων-Ανέργων και Νεολαίας της Χαλκίδας. Όπως και στη Γαλλία, σπερματικός υπήρξε και εδώ ο ρόλος κινήσεων σε τομείς όπου η εργασιακή επισφάλεια ήταν ήδη καθεστώς πολύ πριν διαλυθεί και επισήμως η έννοια της εργασια κής ασφάλειας (βιομηχανία του θεάματος, ΜΜΕ, εκδόσεις, επισιτισμός, μεταφορές, κ.ο.κ.). Οι υποσχέσεις δεν λείπουν· αυτό που φαίνεται να λείπει είναι η δομική δυνατότητα εκπλήρωσής τους, οσοδήποτε μερικής, στο βαθμό που η ολο κληρωτική μορφή του «ελληνικού πειράματος» προορίζεται να επιτελέσει τη μετάβαση από την κοινωνία της εργασίας στο κράτος ασφαλείας χωρίς να έχει να αντιμετωπίσει (ή να χειριστεί) τις αντιστάσεις (ή τις ασφαλιστικές δικλείδες) ενός ακραία ελλειμματικού, ούτως ή άλλως, κράτους πρόνοιας. Αυτό που άλλοτε είχε ονομαστεί «εξω θεσμική συναίνεση κοινωνίας-κράτους» στην Ελλάδα κινδυνεύει πλέον να μετατραπεί αυτο μάτως σε κάτι σαν «κοινωνία ασφαλείας», όπου η συναίνεση θα έχει ενσωματωθεί πλήρως στο κοινωνικό σώμα, το οποίο θα επιτίθεται αυτο κτονικά στα ίδια τα μέλη του, προαποκλείοντας τη δυνατότητα ανάδυσης μιας αντεξουσίας σαν αυτή που είδαμε να εμφανίζεται ενεργητικά στο γαλλικό προσκήνιο (δρώντας παράλληλα και στο παρασκήνιο). Τα ακροδεξιά αντανακλαστικά που βρίσκουν πια ορατές πολιτικές εκφράσεις πιστο ποιούν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ηχώντας άλλω στε αισιόδοξα στ’ αυτιά του καθεστώτος: τα πιο ακραία καθεστωτικά φερέφωνα δεν παύουν να επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη ενδεχόμε να κυβερνήσεων «εθνικής σωτηρίας», την ώρα που οι καθεστωτικοί πυλώνες παπαγαλίζουν μακρόπνοα σχέδια περί δημιουργίας μιας νέας «εθνικής αφήγησης».
Ομολογουμένως, με την τόσο στενή, τόσο διαρκή και τόσο «ελληνική» διασύνδεση υλικών και συμβολικών μέσων επιβίωσης, δύσκολα βλέ πει κανείς σήμερα στην Ελλάδα πώς ένα κίνημα ανέργων μπορεί ν’ αναδειχθεί και να συντηρη θεί σε βάθος χρόνου, ανάμεσα στη Σκύλλα των εξωθεσμικών πόρων ασφαλείας, που μειώνονται και αυτοί όπως οι αντίστοιχοι θεσμικοί στη Δυτι κή Ευρώπη, και τη Χάρυβδη της ταυτοτικής συ ναίνεσης, που συμβάλλει και αυτή καθοριστικά στην κοινωνική ειρήνη, όσο εύθραυστη και αν φαίνεται η τελευταία από καιρού εις καιρόν. Και δεν είναι βέβαια μόνο ακροδεξιά, αυταρχική ή ξε νόφοβη αυτή η ταυτοτική συμβολική συναίνεση. Στη χώρα όπου «ό,τι δηλώσεις είσαι», οι δηλώσεις πολιτικών φρονημάτων, οι μανιώδεις διακηρύ ξεις περιχαρακωμένων πολιτικών ταυτοτήτων, μοιραία, δίνουν και παίρνουν, απαιτώντας κατά σύστημα διαπιστευτήρια από τον Άλλον, προτού ο εκάστοτε ομιλών Ίδιος καταδεχθεί να βγει, έστω και για λίγο, από το καβούκι του. Η συντεχνιακή, ιδιοτελής, μυωπική λογική που ενεργεί στο υλικό πεδίο χαίρει άκρας υγείας και στο συμβολικό, με αποτέλεσμα το μέτωπο της καπιταλιστικής εξου σίας ακόμα να μη βρίσκει στ’ αλήθεια αντιμέτωπη καμιά αντεξουσία, καμιά ενεργητική διεκδίκηση της ζωής στην πληρότητά της. Ας το επαναλάβουμε: οι υποσχέσεις στην Ελλά δα δεν λείπουν. Αν όλα τα προηγούμενα φαίνονται υπερβολικά ως εμπόδια προς υπέρβαση από ένα μελλοντικό, δυνητικό ή γεννώμενο κίνημα των ανέργων στη χώρα, η μεγαλύτερη υπόσχεση απ’ όλες παραμένει η πραγματική εμφάνιση των ίδιων των υποσχέσεων, η έμπρακτη, τμηματική αλλά διαφαινόμενη ανακίνηση της δυνατότητας ενός τέτοιου κινήματος εν μέσω ερειπίων. «Στον δρόμο γεννιούνται συνειδήσεις», μάθαμε να φω νάζουμε. Είναι δυσκολότερο να το κάνεις παρά να το λες – και γι’ αυτό εξακολουθεί να είναι αλήθεια.
Διαβάστε / δείτε: Συντονισμός των εποχιακά απασχολούμενων και επισφαλώς
Γαλλία: Παρέμβαση στην κρατική τηλεόραση για την «απεργία
εργαζομένων του Île-de-France (Παρίσι και περίχωρα): http://
των ανέργων»: http://katalipsiesiea.blogspot.com/2010/04/
www.cip-idf.org/index.php (στα γαλλικά).
blog-post_26.html (απ’ όπου αναδημοσιεύεται η ελληνική
Θέσεις για την Απεργία των Ανέργων και Επισφαλών: http://
μετάφραση του κειμένου που διαβάστηκε στη γαλλική τη
www.cip-idf.org/article.php3?id_article=4997 (στα γαλλικά·
λεόραση για την «Απεργία των Ανέργων»).
μετάφραση αποσπασμάτων στο ανά χείρας τεύχος, σ. 32-35).
[17]
Στέφανος Βαμιεδάκης
Οδός Εργασίας: ένα τεκμήριο βιομηχανικής ιστορίας
Η
οδός Εργασίας βρίσκεται στη Νέα Ιωνία και αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα για τη μεταβολή του ελληνικού βιομηχανικού ιστού τον 20ό αιώνα, και την αποτύπωσή του στον αστικό χώρο, ένα τεκμήριο για την προσφυγιά, την εργατική τάξη, τη βιομηχανία, την πολεο δομία, τη βιομηχανική αρχαιολογία. Πρόκειται για ένα δρόμο στη βιομηχανική περιοχή της Ελευθερούπολης, όπου λειτουργούσαν πλήθος βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες. Στον Με σοπόλεμο ο δρόμος ονομαζόταν Βιομηχανίας, ενώ στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά (6.5.1940) μετονομάστηκε σε Αριστείδη Δημη τράτου (συνδικαλιστής και υφυπουργός Εργασίας της δικτατορίας). Την 1.8.1941, στις αρχές δηλα δή της Κατοχής, ο δρόμος πήρε το σημερινό του όνομα, οδός Εργασίας. Η περιοχή ονομαζόταν Ποδαράδες και ανήκε στο Μετόχι του Πανάγιου Τάφου. Πρόκειται για μια λοφώδη έκταση στα βορειοδυτικά των Τουρκο βουνίων που τη διέσχιζε το ρέμα Ποδονίφτης. Μέ χρι το 1923 είχε περίπου 80 μόνιμους κατοίκους. Με την έλευση των προσφύγων από το 1923 αρχίζει να αναπτύσσεται ο οικισμός. Η επίσημη θεμελίωση έγινε στις 27 Ιουνίου του 1923 πα ρουσία του Νικόλαου Πλαστήρα και αρχικά πήρε την ονομασία Νέα Πισιδία. Η πρώτη αυτή ονο μασία οφειλόταν στο γεγονός ότι στην περιοχή είχαν εγκατασταθεί 500 οικογένειες ταπητουρ γών προσφύγων από τη Σπάρτη της Πισιδίας. Ραγδαία ανάπτυξη του οικισμού παρατηρείται μετά το 1924 και τη Συνθήκη της Λωζάννης με την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Τότε αρχίζει και η ανοικοδόμηση προσφυγικών κατοικιών από την Επιτροπή Απο καταστάσεως Προσφύγων: μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε 1.230 στρέμματα που αγο ράστηκαν από την ΕΑΠ χτίστηκαν και παραχω ρήθηκαν σε πρόσφυγες σχεδόν 4.000 σπίτια. Το 1934 η Νέα Ιωνία από συνοικία της Αθήνας με τατρέπεται σε αυτόνομο Δήμο με το Β. Διάταγμα της 18.1.1934 (ΦΕΚ 22/18.1.1934, τχ. Γ΄), ενώ το 1940 ενώνεται με τη Νέα Ιωνία και η μέχρι τότε κοινότητα Καλογρέζας.
Η ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση του δήμου αποτυπώνει την εγκατάσταση των προσφύγων, τη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού γύρω από τις βιομηχανίες και βιοτεχνίες της περιοχής, τα διαδοχικά ρεύματα της μετανάστευσης στα μεταπολεμικά χρόνια. Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα ο παραδοσιακός βιομηχανικός χαρακτήρας της περιοχής υποχωρεί προς όφε λος του λιανεμπορίου και της παροχής υπηρεσι ών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 οι κάτοικοι ήταν γύρω στις 16.000. Το 1934 ο δήμος Νέα Ιω νίας έχει 20.000 κατοίκους, ενώ το 1951 μετά και την προσάρτηση της Καλογρέζας 33.821. Στην απογραφή του 1981 καταγράφονται 59.202 κά τοικοι, ενώ το 1991 62.000. Βιοτεχνία-Βιομηχανία Πριν το 1924 δεσπόζει στην περιοχή η βιομηχα νία του Νικόλαου Κυρκίνη. Το συγκρότημα Κυρ κίνη ξεκίνησε από το 1919, όταν στις 1.10.1919 ο βιομήχανος από την Αρκαδία αγόρασε μια έκτα ση 35 στρεμμάτων στην τοποθεσία Πευκάκια στον Περισσό και άρχισε να ιδρύει εργοστάσια εριουργίας, μεταξουργίας, βαμβακουργίας, τα πητουργίας κ.λπ. (λειτουργούσαν υπό την επωνυμία «Ελληνική Εριουργία ΑΕ»), καθώς και συγκρότη μα εργατικών κατοικιών. Η περιοχή κρίθηκε από τον ίδιο ιδανική για τέτοιου είδους παραγωγή, καθώς τα νερά του Ποδονίφτη ήταν πολύ χρήσι μα για τις συγκεκριμένες βιομηχανίες. Το ιστορι κό κτήριο στο οποίο στεγαζόταν η Μεταξουργία του Κυρκίνη γκρεμίστηκε το 1960 και στη θέση του χτίστηκε τη δεκαετία του 1980 η έδρα του
[18]
ΚΚΕ. Το 1936 το συγκρότημα των εργοστασίων του Κυρκίνη περνάει στον όμιλο ΜποδοσάκηΑθανασιάδη, αφού ο Κυρκίνης είχε κατηγορηθεί για υπεξαίρεση (αργότερα αυτοκτόνησε). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής τα εργοστά σια επιτάσσονται, ενώ ταυτόχρονα οι Γερμανοί παίρνουν στα χέρια τους τη διοίκηση και εκμε τάλλευση και των λιγνιτωρυχείων της Καλογρέ ζας. Διευθυντής των εργοστασίων ορίζεται ένας Γερμανός, φίλος του Μποδοσάκη, ονόματι W. Deter. Μετά από μια μεγάλη απεργία των λιγνι τωρύχων της Καλογρέζας οι κατακτητές σε συ νεργασία με τα Τάγματα Ασφαλείας οργανώνουν αντίποινα. Στο λεγόμενο Μπλόκο της Καλογρέ ζας (15.3.1944) συλλαμβάνονται και εκτελούνται στο ρέμα του Ποδονίφτη 22 κάτοικοι. Ήδη από το 1924 έχει αρχίσει η ραγδαία ανάπτυξη των προσφυγικών καταυλισμών από την ΕΑΠ. Οι περισσότεροι πρόσφυγες αρχικά εργάζονταν στα εργοστάσια του Κυρκίνη, εκμε ταλλευόμενοι τη σχετική τους τεχνογνωσία ως ταπητουργοί. Μια στατιστική του 1928 τεκμηρι ώνει τον εργατικό χαρακτήρα του προσφυγικού συνοικισμού: 2.448 εργάτες/τριες υφαντουργίας, 1.000 ταπητουργοί, 550 ιδιωτικοί υπάλληλοι, 38 αρτοποιοί, 28 βαφείς, 361 ράφτες, 39 δάσκαλοι, 74 έμποροι, 14 επιπλοποιοί, 21 ζαχαροπλάστες, 14 γιατροί, 128 χτίστες, 91 κεντήστρες, 41 καρα γωγείς, 20 κρεοπώλες, 27 καφεπώλες, 42 κου ρείς, 121 ξυλουργοί και 56 στιλβωτές. Πολύ γρήγορα όμως αρχίζουν να στήνουν οι ίδιοι οι πρόσφυγες μικρές βιομηχανίες και βιο τεχνίες, καθώς τους παραχωρούνται σε χαμηλή τιμή οικόπεδα στον Περισσό και την Ελευθερού πολη για τη δημιουργία βιομηχανικών ζωνών, ενώ ταυτόχρονα τους δίνονται δάνεια με ευνοϊ κούς όρους. Η ΕΑΠ συνειδητά λοιπόν και συστη ματικά ενθαρρύνει τη βιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής και την ενασχόληση των αστών προσφύγων σε κλωστοϋφαντουργικές και ταπη τουργικές επιχειρήσεις, είτε ως εργάτες είτε ως συνεταιριζόμενοι επιχειρηματίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα σαράντα βιο μηχανικά οικόπεδα που παραχωρήθηκαν από την ΕΑΠ στους προσφυγικούς οικισμούς, τα εί κοσι πέντε παραχωρήθηκαν στη Νέα Ιωνία. Από αυτά τα δώδεκα ήταν στην περιοχή της Ελευθε
ρούπολης, η οποία απέκτησε καθαρά βιομηχα νικό χαρακτήρα. Έτσι την περίοδο 1923-1933 δημιουργή θηκαν δύο βιομηχανικές ζώνες: η μία στον Πε ρισσό, εκατέρωθεν των γραμμών του τραίνου (περιοχή Πευκάκια), και η άλλη στην Ελευθερού πολη, μια περιοχή μεταξύ Καλογρέζας και Νέας Ιωνίας, ανατολικά των γραμμών του τραίνου. Πρόκειται για μια περιοχή εκατό περίπου στρεμ μάτων, στην οποία εκτός από μονάδες παραγω γής (κυρίως κλωστοϋφαντουργία και ταπητουρ γία) χτίστηκαν και εργατικές κατοικίες για πάνω από τριακόσιες οικογένειες, ενώ λειτουργούσε και μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος ειδικά για τις μονάδες και τις εργατικές κατοικίες της περιοχής.Το εργατικό δυναμικό την περίοδο αυτή αριθμούσε 2.000-2.500 εργάτες και τεχνίτες. Ταυτόχρονα, αυτή η βιομηχανική δραστη ριότητα αρχίζει να εξαπλώνεται και στους γει τονικούς προσφυγικούς οικισμούς (Νέα Φιλα δέλφεια, Νέα Χαλκηδόνα, Νέο Ηράκλειο) με αποτέλεσμα η ευρύτερη περιοχή να αναδειχθεί σε κέντρο κλωστοϋφαντουργίας. Υπενθυμίζε ται ότι σε όλη αυτήν την περίοδο και μέχρι τον πόλεμο η κλωστοϋφαντουργία αποτελεί τον πιο δυναμικό κλάδο της ελληνικής βιομηχανίας. Η ταπητουργία από την άλλη, ήδη από τη δεκαετία του 1930 αρχίζει να φθίνει. Μετά τον Πόλεμο, η οικονομική ανασυγκρό τηση δημιουργεί ευνοϊκό έδαφος για τη δημιουρ γία εκατοντάδων ευέλικτων μικρομεσαίων μονά δων (οικοτεχνία, βιοτεχνία, βιομηχανία). Η δεκα ετία 1945-1955 άλλωστε θεωρείται η χρυσή δε καετία της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας. Η εσωτερική μετανάστευση, κυρίως ανειδίκευτων
[19]
εργατών, δίνει τεράστια ώθηση στην ανάπτυξή της: την περίοδο αυτή λειτουργούν 500 εργο στάσια, οι εργάτες υπολογίζονται σε 6-7.000 και παράγονται 200.000 μέτρα υφάσματος τη μέρα. Αντίστροφα, την ίδια περίοδο, η ταπητουρ γία παρακμάζει, και στη δεκαετία του 1960 τα εργοστάσια ταπητουργίας κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 πια, το μοναδικό μεγάλο εργοστάσιο ταπητουργίας που έχει απομείνει είναι το Ανατόλια, όπου απα σχολούνται περίπου 500 εργάτες. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 αρχί ζουν και τα πρώτα προβλήματα στην κλωστο ϋφαντουργία. Μετά το 1967 η βιομηχανία της περιοχής συρρικνώνεται: στη δεκαετία του 1970 οι βιομηχανίες που λειτουργούν υπολογίζονται σε 170 και οι εργάτες σε 4.500 περίπου. Την πε ρίοδο αυτή π.χ. κλείνει η «Ελληνική Εριουργία Α.Ε.» (Κυρκίνης), ενώ πολλά μεγάλα εργοστάσια επίσης κλείνουν ή απλώς φυτοζωούν. Ταυτόχρο
να πολλά εργοστάσια μεταφέρονται σε άλλες περιοχές, όπως τα Οινόφυτα και το Καπανδρίτι. Στις αρχές πια της δεκαετίας του 1990 οι κλω στοϋφαντουργικές επιχειρήσεις υπολογίζονται σε 100 περίπου και οι εργαζόμενοι σε αυτές εί ναι 900. Η πτώση αυτή συμπίπτει χρονικά με την ανάπτυξη του λιανεμπορίου στην περιοχή, ειδι κά από τη δεκαετία του 1970 και εξής. Σήμερα από τη μακρά αυτή παράδοση έχει απομείνει μόνο η ονομασία του δρόμου και τα άδεια βιομηχανικά κτήρια, να υπενθυμίζουν την ακμή και την παρακμή της ελληνικής βιομηχανί ας. Η ανάδειξη και η προστασία τους δεν θα έπρε πε να προσανατολίζεται απλώς στις πολιτιστικές χρήσεις που επιφυλάσσονται συνήθως στα βιο μηχανικά κτήρια, ούτε μόνο σε μια λογική βιομη χανικής ιστορίας. Σε μια εποχή που η Ελλάδα «δεν παράγει τίποτα», θυμίζουν μια άλλοτε ζωντανή παραγωγική δραστηριότητα με όλα τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που τη συνοδεύουν.
[20]
Η σημασία της ενημέρωσης και η στάση των δημοσιογράφων σε γενική απεργία Η στήλη Κοντραπούντο φιλοξενεί απόψεις για ένα επίμαχο ζήτημα ευρύτερου πολιτικού ενδια φέροντος. Στο 1ο τεύχος της λεύγας επιλέξαμε ως θέμα το ρόλο των δημοσιογράφων σε σχέση με τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις. Τα κείμενα που ακολουθούν τοποθετούνται επί του ανοιχτού αυτού ερωτήματος. «Συμμετοχή» στη γενική απεργία Ιωάννα Σωτήρχου, Ελευθεροτυπία Ενημέρωση και γενική απεργία είναι ίσως ένα θέμα. Η συμμετοχή των δημοσιογράφων σε μια γενική απεργία είναι ένα διαφορετικό θέμα. Αλλά σε ποια γενική απεργία να συμμετάσχουν; Μήπως η προκήρυξη γενικής απεργίας σχεδόν κάθε εβδομάδα υπονομεύει από μόνη της τη δυ ναμική του μέσου και αποβαίνει έτσι «επιζήμια» για τις όποιες διεκδικήσεις; Θεωρώ ότι η γενική απεργία είναι ένα πολύ σοβαρό μέσο, που κανο νικά αποτελεί την κορύφωση των κινητοποιή σεων και συνήθως έχει υψηλούς στόχους, όπως για παράδειγμα την ανατροπή μιας κυβέρνησης. Φοβάμαι όμως πως στη χώρα μας είμαστε συνη θισμένοι στην επαναστατική πλειοδοσία και μά λιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρούμε πλέον φυσικό να βάζουμε το κάρο πριν από το άλογο, έχοντας πλέον εξαντλήσει και αποδυναμώσει τα μέσα και τους σκοπούς. Δεν είμαι σίγουρη ότι δουλειά των δημοσιο γράφων είναι να συμμετέχουν στις γενικές απερ γίες έτσι γενικώς και αορίστως: ο λόγος και τα συγκεκριμένα αιτήματα είναι οι απαραίτητες κά θε φορά διευκρινήσεις, γιατί πολλές φορές τεί νουμε να ταυτίζουμε συντεχνιακές διεκδικήσεις διατήρησης προνομίων σε βάρος των πολλών, εν ολίγοις απαράδεκτες και σίγουρα «αντεπανα στατικές» συμπεριφορές επενδυμένες με ακραία συνθηματολογία ως «δίκαιο του εργάτη» και άρα άξιες υποστήριξης. Είναι έτσι όμως; Αν για κάτι εί μαι σίγουρη είναι πως δουλειά των δημοσιογρά φων είναι σε κάθε περίπτωση να ενημερώνουν
για τα αιτήματα, δίκαια ή μη, τις διεκδικήσεις, το εύρος και τη συμμετοχή σε μια κινητοποίηση, τη δυναμική της, την απήχησή της, την αποτελε σματικότητά της. Να μεταφέρουν πληροφορίες, απόψεις, ιδέες, γνώσεις και να αναδεικνύουν τους λόγους και τις αιτίες. Διαφορετικά, εξυπηρετείται ακριβώς ο αντίθετος στόχος: προωθεί διά της αποσιώπησης τα συμφέροντα των ισχυρών ή καταπνίγει, αν θέλετε, τα δίκαια του διαμαρτυρό μενου, ο οποίος δεν μπορεί να εισακουστεί. Ή μή πως κάθε κινητοποίηση δεν έχει ως στόχο την ευ ρύτερη γνωστοποίησή της, προκειμένου να τύχει συμπαράστασης, αν τα αιτήματά της θεωρηθούν από το κοινωνικό σύνολο δίκαια, ώστε η πίεση που θα ασκηθεί στην εξουσία να φέρει κάποιο αποτέλεσμα. Και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αν κανείς δεν μάθει για αυτήν; Και αν υπάρχει η τάση τα κυρίαρχα/συστη μικά μέσα να έλκονται από τη βία, έχοντας τη θεαματικότητα ως μοναδικό κριτήριο για τη με τάδοση μιας κινητοποίησης, αυτό δεν σημαίνει ότι οι δημοσιογράφοι θα αυτοκαταργηθούν και θα πάψουν να κάνουν τη δουλειά τους, ανεξάρ τητα από τις επιλογές των επιχειρηματιών που ελέγχουν τα μέσα. Το θέμα της χειραγώγησης ωστόσο ανήκει σε άλλη συζήτηση. Σε τούτη τη συζήτηση όμως σαφώς εντάσσεται το θέμα του Τύπου, έντυπου και ηλεκτρονικού, που παρέχει σε πολλές περιπτώσεις πληρέστερη κάλυψη. Μπορεί η μεγαλειώδης αντιπολεμική πορεία
[21]
της 15ης Φεβρουαρίου του 2003 να μην έτυχε της προβολής που είχε ο ...τέως, τα πράγματα όμως έγιναν απείρως πιο τραγικά τον περασμέ νο Μάιο όταν ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν τα ξένα μέσα –και οι ξένοι δημοσιογράφοι που δεν συμ μετείχαν σε καμία απεργία–, εκείνοι από τους οποίους μάθαμε για την πυρπόληση της τράπε ζας που είχε ως αποτέλεσμα τη φρικτή θανάτω ση τριών νέων ανθρώπων. Έτσι, υπό το βάρος και αυτού του γεγονότος, η αντίθεση αρκετών δημοσιογράφων στη συμμετοχή στις γενικές απεργίες διατυπώθηκε και εγγράφως λίγες μέ ρες αργότερα σε κείμενο που συνυπέγραψαν και ανάγκασε τη διοίκηση της ΕΣΗΕΑ να αναθε ωρήσει τη συμμετοχή μας σε μία ακόμη γενική απεργία. Σε αυτό το κείμενο οι υπογράφοντες διευκρίνιζαν ότι δεν έχουν στόχο την απείθεια και την ανυπακοή στις συλλογικές αποφάσεις, εξέφραζαν ωστόσο την αμφισβήτησή τους στις κατεστημένες συνδικαλιστικές συμπεριφορές και ασκούσαν κριτική στην προκλητική συντεχνια κή ρητορική και πρακτική που έχει καταστήσει το συλλογικό όργανο των δημοσιογράφων εντε λώς αναξιόπιστο τόσο για τους δημοσιογράφους όσο και για την κοινή γνώμη. Οι δημοσιογράφοι δεν απεργούν ούτε την Πρωτομαγιά. Και αν έλειπαν από ένα μεγάλο γεγονός ποιος θα το κατέγραφε για την ιστορία; Ίσως η «συμμετοχή» τους στη γενική απεργία να συνίσταται ακριβώς σε αυτό: ότι βρίσκονται εκεί για να κάνουν τη δουλειά τους. Δηλαδή να την καλύψουν. Απεργία, ενημέρωση …αντιπληροφόρηση Αποστόλης Φωτιάδης, Inter Press Service Ας συμφωνήσουμε καταρχήν ότι η ενημέρωση της κοινής γνώμης κατά τη διάρκεια γενικής απερ γίας είναι αναγκαία. Κάτι που μάλλον είναι αυτα πόδεικτο εάν αναλογιστεί κανείς τα γεγονότα του περασμένου Μαΐου. Το θέμα που προκύπτει λοι πόν είναι όχι εάν εργάζεται ή όχι εκείνη τη μέρα ένας δημοσιογράφος, ούτε εάν έχει υποχρέωση να καλύψει τα γεγονότα. Η ουσία είναι αν η εργα σία του βελτιώνει την εικόνα για τα γεγονότα και προσφέρει πραγματική πληροφόρηση; Πάλι εδώ γεγονότα, ίσως μικρολεπτομέρειες θα μπορούσε
να πει κανείς, συνηγορούν στο να αμφισβητεί κα νείς την ποιότητα της ενημέρωσης που παρέχουν πολλά καθιερωμένα μέσα. Σε μια κοινωνία όπου τα κυρίαρχα μέσα είναι βαθιά ιδεολογικοποιη μένα και συνταγμένα με συμφέροντα, η κάλυψη κοινωνικών κινητοποιήσεων δεν μπορεί να είναι αντικειμενική ή αδιάβλητη. Ο δημοσιογράφος που καλύπτει τα γεγονό τα τροφοδοτεί με πρώτη ύλη το μέσο του αλλά δεν μπορεί να προκαθορίσει την αξία και ποιό τητα του δημοσιογραφικού προϊόντος. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τα μονταρίσματα που υπέστη το βίντεο της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου, τις αμέτρητες παρωχημένες πληροφορίες και τα εξαφανισμένα αν και αναγγελλόμενα βίντεο από τη δολοφονία των υπαλλήλων της Marfin, τα ιδεολογικοποιημένα ρεπορτάζ που αντλούν ανεπιβεβαίωτη πληροφόρηση από θεσμικές πηγές κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση ακόμη και η δια βαλλόμενη ή χειραγωγημένη ενημέρωση είναι καλύτερη από την απουσία ενημέρωσης. Αυτό το υπερασπίζεται κανείς, εφόσον γνωρίζει ότι τα ΜΜΕ δεν είναι ολοκληρωμένοι εκτελεστικοί μηχανισμοί αλλά πολύπλοκα συστήματα παρα γωγής, μέσα στα οποία αρκετός κόσμος αντι παρατίθεται, συχνά με πενιχρά αποτελέσματα, με τα κυρίαρχα ιδιοκτησιακά και πολιτικά συμ φέροντα της εργοδοσίας του. Παρότι συχνά ο κοινωνικός αυτοματισμός υπαγορεύει την περι φρόνηση αυτής της πραγματικότητας στο όνο μα μιας καθολικής περιφρόνησης του δημοσιο γραφικού έργου, η αλήθεια είναι ότι έχει τη δική του σημασία. Το σημαντικότερο ερώτημα είναι αν υπάρχει τρόπος σήμερα να ενημερωθεί ο κόσμος από τους
[22]
επαγγελματίες δημοσιογράφους σε μια μέρα γε νικής απεργίας χωρίς από αυτό να ευνοούνται τα μεγάλα ΜΜΕ. Η απάντηση είναι ότι αυτό γίνεται ολοένα και περισσότερο εφικτό. Πολύ περισσότε ρο ωριμάζει μια κοινότητα, μεγάλη κρίσιμη μάζα κόσμου, που αναζητά αλλού (στο διαδίκτυο και σε εναλλακτικά μέσα) την ποιότητα που δεν παρέ χουν σήμερα τα κυρίαρχα μέσα. Οι τρεις χιλιάδες ακροατές του radiobubble.gr στις 15 Δεκέμβρη, οι δεκάδες χιλιάδες αναγνώστες του απεργιακού φύλλου Αντίχτυπος (όπως προέκυψαν από κρυφή δημοσκόπηση), το βίντεο καταγγελία για τη δρά ση μυστικών αστυνομικών στην ίδια απεργία, που πρωτοδημοσιεύτηκε στους Σχολιαστές Χωρίς Σύ νορα μερικές μέρες μετά, είναι σαφείς αποδείξεις ότι η εναλλακτική ενημέρωση αποκτά τεράστια δύναμη. Κάτι που λιγότερο ή περισσότερο κανείς πια δεν αμφισβητεί στην ελληνική κοινωνία. Πώς μπορεί να συνεισφέρει ένας δημοσιο γράφος λοιπόν σε μια μέρα γενικής απεργίας; Απλώς συντασσόμενος με τον μεγάλο όγκο πολι τών που πειραματίζονται παίρνοντας στα χέρια τους την ευθύνη για πληροφόρηση, ανεξάρτη τα και αδιαμεσολάβητα. Ίσως ο ανειδίκευτος ερασιτέχνης να μην μπορεί να συγκριθεί με τον επαγγελματία αλλά δεν είναι αναγκαία χειρό τερος από τον ποδηγετούμενο και εξαρτημένο δημοσιογράφο. Πόσο μάλλον που η συμμετοχή έμπειρων δημοσιογράφων σε αυτές τις απόπει ρες αντιπληροφόρησης μπορεί να βελτιώσει τα ρεπορτάζ και την ποιότητα και αξιοπιστία τους. Αυτό μπορεί να γίνει ανώνυμα ή επώνυμα, σε συνεργασία με κάποια από τα δημοφιλή εναλλα κτικά μέσα ή εντελώς ανεξάρτητα διαδίδοντας εμπεριστατωμένη πληροφορία στο διαδίκτυο ή σε πολλά εναλλακτικά μέσα. Η πρωτοβουλία
είναι καλοδεχούμενη έτσι κι αλλιώς. Όσο πιο μα ζική και πετυχημένη είναι η αντιπληροφόρηση στο μέλλον, τόσο περισσότερο θα περιορίζε ται και η αυθαιρεσία των κυρίαρχων μέσων, τα οποία φτάνουν πια να κατασκευάζουν ειδήσεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτές να καταρρέουν άμεσα και με μεγάλο κόστος για τα ίδια. Το πρό σφατο επεισόδιο της Γερμανίδας Φαίη Μάγερ μιλάει από μόνο του. Ενώ όλο και περισσότερα συμβατικά μέσα θα καταρρέουν υπό το βάρος της κρίσης, οι δημοσιογράφοι οφείλουν να ανα ζητήσουν καλύτερες και πιο ανεξάρτητες μεθό δους για να ενημερώσουν τον κόσμο σε μέρες γενικής απεργίας. Η στοιχειώδης υποδομή για αυτό υπάρχει πια και θα βελτιώνεται διαρκώς, και σε αυτή τη κατεύθυνση μπορούμε όλοι να προσφέρουμε λιγότερο ή περισσότερο αυτές τις μέρες που «ο κόσμος κατεβαίνει στο δρόμο». Τo ιδεολογικό επιχείρημα του απεργοσπάστη στα ΜΜΕ* Γιώργος Λαμπρόπουλος, επισφαλώς εργαζόμενος στα ΜΜΕ «Τα ΜΜΕ δεν πρέπει να απεργούν μαζί με τους υπόλοιπους κλάδους, γιατί έτσι δεν προβάλλε ται η απεργία». Το κύριο επιχείρημα των απερ γοσπαστών των ΜΜΕ υποστηρίζει ότι οι απερ γίες δεν έχουν νόημα αν δεν προβάλλονται από τα ΜΜΕ, οπότε οι εργαζόμενοι εκεί, για λόγους ταξικής αλληλεγγύης, δεν πρέπει να απεργούν μαζί με τους άλλους. Από πού να το πρωτοπιά σεις αυτό το επιχείρημα; Από την ταύτιση της απεργίας με τη θεαματική προβολή της, δηλαδή με ένα δίλεπτο ρεπορτάζ στις τηλεοράσεις, ένα δίστηλο στις εφημερίδες, δυο παραγράφους στο site, στο επίκεντρο των οποίων θα βρίσκονται δυο τσιτάτα του Παναγόπουλου; Από τη λανθά νουσα στο επιχείρημα θέση ότι οι επιχειρήσεις των ΜΜΕ έχουν όλη την καλή διάθεση να πα ρουσιάζουν αντικειμενικά τις απεργίες; Από την επίσης λανθάνουσα θέση ότι οι εργάτες των media επιτελούν μια «ανώτερη» εργασία και δεν
* Για μια εκτενέστερη, αλλά παλιότερη τοποθέτηση επί του συγκεκριμένου θέματος βλ. http://katalipsiesiea.blogspot. com/2009/04/blog-post_06.html.
[23]
αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με την υπό λοιπη εργατική τάξη; Ας το πιάσουμε αλλιώς: η πληροφόρηση είναι «κοινωνικό αγαθό»; Χμμμ… Βασικά, στον καπι ταλισμό, πρώτα απ’ όλα είναι εμπόρευμα, όπως και τα πάντα. Ως εμπόρευμα έχει και μια κοινωνι κή αξία χρήσης, πέρα από ανταλλακτική αξία, ή αλλιώς οι υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις χρειά ζονται τη διαμεσολάβηση αυτού του εμπορεύ ματος για να συνεχίσουν να αναπαράγονται. Η πληροφόρηση επομένως, όπως για παράδειγμα και οι συγκοινωνίες, δεν χρησιμεύει τόσο για να υπηρετεί κάποιες ιδεατές και «αγαθές» ανάγκες της «κοινωνίας» και των «πολιτών», αλλά, πρώτα και κύρια, για να υπηρετεί την ανάγκη αναπαρα γωγής του συστήματος της μισθωτής εργασίας και των εμπορευματικών σχέσεων. Όπως λοιπόν περισσότερα είναι τα δρομολό για των ΜΜΜ που πάνε προς Κηφισιά παρά αυτά που πάνε προς Πέραμα, έτσι και η πληροφόρηση των ΜΜΕ υπηρετεί κυρίως τις ανάγκες των αφε ντικών, και όχι των εργατών. Έτσι, όταν απεργούν οι άλλοι, π.χ. οι εργαζόμενοι στα ΜΜΜ, η «αντι κειμενική» πληροφόρηση των ΜΜΕ παρουσιάζει ελάχιστα, και διαμεσολαβημένα από τους εργα τοπατέρες, τις απόψεις, την αγανάκτηση, τις πρά ξεις των απεργών, και παρουσιάζει δυσανάλογα περισσότερο τα προβλήματα που δημιουργού νται στους υπόλοιπους εργαζόμενους. Ουσιαστικά, η κύρια λειτουργία των ΜΜΕ απέ ναντι στις απεργίες είναι η προσπάθεια να αναι ρεθεί η ίδια η φύση των απεργιών, το μπλοκάρι σμα δηλαδή της αναπαραγωγής του κεφαλαίου ως σχέσης· μόνο που αυτό, για προφανείς λόγους, επιχειρείται με το να στρέφονται οι εργαζόμενοι που δουλεύουν και αναπαράγουν τη σχέση αυτή εναντίον εκείνων που απεργούν κάθε φορά και την μπλοκάρουν. Αν τώρα πάρουμε το απεργο σπαστικό επιχείρημα και το αναποδογυρίσουμε (όπως κάνουν τα ΜΜΕ με την πραγματικότητα), θα φτάσουμε ακριβώς στο ίδιο συμπέρασμα: «Οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ δεν πρέπει να απεργούν», δηλαδή πρέπει να συνεχίζουν να αναπαράγουν την εμπορευματική-θεαματική πραγματικότητα, «γιατί πρέπει να προβάλλουν την απεργία», δηλα δή να στρέφουν τους υπόλοιπους εργαζόμενους ενάντια στους απεργούς.
Το απεργοσπαστικό επιχείρημα αποκτάει σάρκα και οστά όχι σε περιπτώσεις απεργιών δι αρκείας άλλων κλάδων (αφού έχει χαθεί η έννοια της «απεργίας αλληλεγγύης»), αλλά στις περιπτώ σεις των γενικών απεργιακών πυροτεχνημάτων που καλούν η ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ ή το ΠΑΜΕ. Όταν η ΕΣΗΕΑ συμμετέχει στις γενικές απεργίες (επειδή πιέζεται από τη βάση, παρεμπιπτόντως), διοχε τεύονται ψίθυροι στο διαδίκτυο για τη «συνεργία των εργατοπατέρων με τα αφεντικά έτσι ώστε να θάψουν τη γενική απεργία». Από την άλλη, όταν ακριβώς η ΕΣΗΕΑ, «για να βοηθήσει στην πλη ροφόρηση των πολιτών», δεν συμμετείχε στις γενικές απεργίες, είχαμε τα εξής αποτελέσματα: στις 5.5.10, έσπασε η απεργία για να διοχετευθεί ο οχετός των ΜΜΕ ενάντια στις μαζικές διαδηλώ σεις που ήθελαν να κάψουν τη Βουλή, και όχι τους εργαζόμενους της Marfin. Στις 20.5.10, οι δημο σιογράφοι δούλευαν κανονικά, αλλά η απεργία προβλήθηκε από καθόλου ώς ελάχιστα στη συ ντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ.1 Συνεπώς, όταν δουλεύουν τα ΜΜΕ, οι απεργίες θάβονται είτε στη λάσπη είτε στη σιωπή. Τέλος, το απεργοσπαστικό επιχείρημα στα ΜΜΕ επιθυμεί τον απόλυτο διαχωρισμό των πλη ροφοριακών εργατών των media από την υπό λοιπη εργατική τάξη. Αν και πολύ εύκολα το «αγω νιστικό» περιτύλιγμα της μη συμμετοχής σε γε νικές απεργίες αυτού του κλάδου μετατρέπεται στην πράξη σε μη συμμετοχή σε απεργίες γενι κώς, άλλο μάλλον είναι το κεντρικό διακύβευμα: να αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ να απεργήσουν σε περίπτωση που δη μιουργηθεί γενικό απεργιακό κίνημα διαρκείας 1. Βλ. http://katalipsiesiea.blogspot.com/2010/05/blog-post_ 24.html.
[24]
στην ελληνική κοινωνία, έτσι ώστε να μπορέσει ο συγκεκριμένος ιδεολογικός μηχανισμός του κρά τους να επιτελέσει την αντιπρολεταριακή, αντε παναστατική του λειτουργία. Το κόστος της σιωπής Γιάννης Παλαιολόγος, Free Sunday Τι εξυπηρετεί η συμμετοχή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σε μια γενική απεργία; Συμβάλλει με κάποιο τρόπο στην ενίσχυση των σκοπών της κινητοποίησης, και υπερβαίνει η ενίσχυση αυτή το προφανές κόστος, για τους απεργούς, της μη κάλυψης του γεγονότος; Ας θεωρήσουμε ως δεδομένο (που δεν είναι) ότι οι εργαζόμενοι στον κλάδο, στην πλειοψη φία τους, στηρίζουν την απεργία και αντιτίθε νται στην κυβερνητική πολιτική κατά της οποί ας στρέφεται. Η συμμετοχή τους στην απεργία ενισχύει το απεργιακό μέτωπο διαφυλάσσοντας την ενότητά του και διογκώνοντας σε κάποιο βαθμό –σίγουρα όχι καταλυτικό– το μέγεθος της πορείας διαμαρτυρίας. Αν ήμουν όμως στέλεχος της κυβέρνησης, θα προτιμούσα χωρίς δεύτερη σκέψη να έχω τους δημοσιογράφους χαμένους στη μάζα της πορεί ας ή σιωπηλούς στο σπίτι τους παρά μπροστά στις κάμερες και πάνω απ’ τα πληκτρολόγιά τους. Όσος κόσμος και να συμμετάσχει σε μια πορεία, αυτοί που θα μείνουν σπίτι θα είναι περισσότεροι. Αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι –που μπορεί να πλήτ τονται από τα κυβερνητικά μέτρα αλλά να μην εί ναι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένοι, που μπορεί να μη γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους γίνεται η απεργία ή να είναι βολεμένοι με το status quo και να μη θέλουν να τους ακούσουν– δεν δουν και ακούσουν την ημέρα εκείνη και δεν διαβά σουν την επόμενη ρεπορτάζ και αναλύσεις για τα τεκταινόμενα, η κινητοποίηση αποδυναμώνεται αποφασιστικά. Στο βαθμό που τα ΜΜΕ διαμορ φώνουν την πραγματικότητα, η μη κάλυψη της γενικής απεργίας της καταφέρει ένα οντολογικό πλήγμα: την κάνει να φαίνεται λιγότερο πραγμα τική, άρα προφανώς και λιγότερο σημαντική. Υπάρχουν φυσικά αυτοί που θα επιχειρη ματολογήσουν ότι ούτως ή άλλως, οι ειδήσεις (τουλάχιστον των «συστημικών» ΜΜΕ) είναι
προπαγάνδα και ότι συνεπώς είναι καλύτερα να αφεθεί η κινητοποίηση να δώσει το δικό της μή νυμα, χωρίς τα παραμορφωτικά φίλτρα που επι βάλλουν οι καναλάρχες και οι μεγαλοεκδότες. Η άποψη αυτή, κατά τη γνώμη μου, βασίζεται σε μια περιφρονητική αντιμετώπιση της ικανότη τας του μέσου πολίτη να διαχωρίζει μεταξύ της περίπου αμερόληπτης ενημέρωσης και της κα τευθυνόμενης παραποίησης. Βασίζεται επίσης σε μια αδικαιολόγητη ισοπέδωση της ποιότητας της δουλειάς πολλών έντιμων δημοσιογράφων και σε μια άγνοια (εσκεμμένη ή μη) της πολυφω νίας που υφίσταται στα εγχώρια ΜΜΕ, και που σίγουρα δεν αποκλείει την έκφραση των θέσεων των απεργών. Η αλληλεγγύη των δημοσιογράφων προς τους υπόλοιπους εργαζόμενους μπορεί να εκ φραστεί πολύ καλύτερα αν επιλέξουν να απερ γήσουν μία ημέρα πριν ή μία ημέρα μετά από τη γενική απεργία. Με αυτόν τον τρόπο, θα συμ μετάσχουν στη γενικότερη κινητοποίηση χωρίς να θυσιαστεί η αναμετάδοση των αιτημάτων των απεργών και της λαϊκής οργής. Αλλά πέρα και από αυτό, απέχοντας από την εργασία τους σε ημέρες ζωτικού δημοσιογραφικού ενδιαφέ ροντος, αθετούν, λόγω συνδικαλιστικού φετιχι σμού, τη βασική τους υποχρέωση ως επαγγελ ματίες, που είναι η κατά το μέγιστο δυνατό αντι κειμενική ενημέρωση των πολιτών για ζητήματα που καθορίζουν τις ζωές τους. Κάθε γενική απεργία και μια ήττα Νίκος Ξυδάκης, Καθημερινή Γενική απεργία με ή χωρίς ενημέρωση; Το ερώ τημα θα έπρεπε να τίθεται αλλιώς: τι είδους ενη μέρωση; Κυρίως επειδή τα ΜΜΕ υποφέρουν από έλλειψη αξιοπιστίας αλλά και πληρότητας στην ενημέρωση που παρέχουν. Τα ελλείμματα αυτά έχουν διογκωθεί τα τελευταία χρόνια, για πολλές αιτίες, που δεν είναι της παρούσης να αναλύ σουμε εκτενώς. Μερικές μόνο από τις αιτίες: ο χαμηλός επαγγελματισμός των δημοσιογράφων, η ακραία συμβατική προσέγγιση των πηγών των ειδήσεων, η άκριτη υποταγή σε στερεότυπα σκέψης, η ελλιπέστατη αυτοψία στα γεγονότα, και η ως εκ τούτου «παραθυροποίηση» της τη
[25]
λεόρασης και η εν συνεχεία «παραθυροποίηση» και των έντυπων μέσων. Η γενική απεργία είναι κορυφαίο πολιτικό γε γονός, και ως τέτοιο θα έπρεπε να καλύπτεται από τα μέσα, αμερόληπτα και με πληρότητα. Οι ελληνικές εφημερίδες όμως, σε μεγάλο βαθμό, και η τηλεόραση, σχεδόν στο σύνολο της, δεν μπορούν πλέον να καλύψουν με πληρότητα και αμεροληψία μείζονα πολιτικά-κοινωνικά γεγο νότα. Γιατί; Διότι έχουν χάσει την ικανότητα να παράγουν αξιόπιστη και πλουραλιστική δημο σιογραφία· ακόμη και όταν το θέλουν, ανακαλύ πτουν ότι η επιδεξιότητά τους είναι χαμηλή. Ένα παράδειγμα: οι εκτεταμένες και πολυήμε ρες ταραχές του Δεκεμβρίου 2008. Τα συμβατικά μήντια καθυστέρησαν χαρακτηριστικά να αντι ληφθούν, να αξιολογήσουν και να μεταδώσουν το φόνο του Αλ. Γρηγορόπουλου και τα επεισό δια που άρχισαν αμέσως μετά – κυρίως διότι πα ρέμειναν δέσμια των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων: περίμεναν την ενημέρωση της αστυνομίας και δεν έστειλαν ρεπόρτερ επιτόπου. Αντιθέτως τα διαδικτυακά social media αντέδρα σαν ακαριαία και παρείχαν άφθονη πληροφορία, που δεν απείχε πολύ από τα συμβαίνοντα. Στη συνέχεια δε των ταραχών του Δεκεμ βρίου, ενώ πολλά διεθνή μήντια έστειλαν έμπει ρους δημοσιογράφους για επιτόπια κάλυψη, στα ελληνικά μήντια η συντριπτική πλειονότης των δημοσιογράφων παρακολουθούσε τα συμβαί νοντα από τα γραφεία, από την τηλεόραση και ό,τι αυτή μετέδιδε επιλεκτικά. Την ίδια στιγμή, ανταποκριτές διεθνών μήντια βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των επεισοδίων. Εξού και η ερμηνεία που κυριάρχησε για τα πρωτοφανή σε διεθνή κλίμακα γεγονότα, στα εγχώρια μήντια, στηρίχθηκε εν πολλοίς στα γνω στά στερεότυπα περί κουκουλοφόρων και γνω στών-άγνωστων, χωρίς απολύτως καμία έρευνα, διερώτηση, ρεπορτάζ, αυτοψία.
Ανάλογη ήταν η στάση του Τύπου κατά τις απεργίες και διαδηλώσεις εναντίον του Μνημο νίου. Η τεράστια διαδήλωση της 5ης Μαΐου 2010 δεν περιγράφηκε ποτέ στις πραγματικές της δια στάσεις και στην εκρηκτική δυναμική της, πολύ περισσότερο που επισκιάστηκε από τον φρικτό θάνατο των τριών υπαλλήλων της τράπεζας στην οδό Σταδίου από εμπρησμό. Οι θάνατοι αυτοί ανάγκασαν τα μήντια να αντιληφθούν ότι τέτοιες γενικές απεργίες και διαδηλώσεις είναι καταστά σεις εκτάκτου ανάγκης και σαν τέτοιες πρέπει να αντιμετωπίζονται, εξού και η ΕΣΗΕΑ διέκοψε την απεργία και επέτρεψε τη ροή ενημέρωσης στα συμβατικά μήντια. Η τελευταία περίπτωση βροντώδους απου σίας των μέσων ήταν στη γενική απεργία και δια δήλωση της 15ης Δεκεμβρίου 2010, την πρώτη μεγάλη μετά την 5.5.2010. Στην περίπτωση αυτή, τα καινοφανή χαρακτηριστικά της διαδήλωσης –πληθώρα κουκουλοφόρων ασφαλιτών στις παρυφές και μέσα στη διαδήλωση, κατάχρηση χημικών πάνω στα μπλοκ χωρίς αφορμή, πει σματική παραμονή ανοργάνωτων διαδηλωτών στους δρόμους– δεν περιγράφτηκαν ούτε βέβαια αναλύθηκαν από τα ΜΜΕ. Το κενό καλύφθηκε στα social media από πολίτες που συμμετείχαν στη διαδήλωση και μετέφεραν τις εμπειρίες τους άμεσα, μέσω Twitter, μπλογκ, web radio, YouTube. Τα smartphones και οι ψηφιακές κά μερες έγιναν εργαλεία άμυνας και αποκάλυψης στα χέρια των πολιτών-δημοσιογράφων. Και σε αυτή την περίπτωση, τα παραδοσιακά ΜΜΕ έμειναν πίσω: αφενός, στο χρόνο μετάδοσης, όπως ήταν φυσικό λόγω απεργίας, αλλά κυρί ως στο περιεχόμενο, στη μεθοδολογία και στην εννοιολόγηση των συμβάντων. Υπό αυτή την έννοια, σε κάθε γενική απεργία, τα ΜΜΕ υφίστα νται μια ήττα και αδυνατίζουν οι δεσμοί τους με το ακροατήριό τους. Επιμέλεια: Αλέκος Λούντζης
[26]
Κώστας Σπαθαράκης
Η οικογενειακή αλληγορία και η αναζήτηση του πολιτικού
Τ
α τελευταία χρόνια ο ελληνικός κινηματογράφος εμφανίζει μια έντονη κινητικότητα και παραγωγικότητα. Ταινίες όπως ο Κυνόδοντας, η Στρέλλα, η Χώρα Προέλευσης, και το Attenberg, έργα νέων ανθρώπων, με μια ανομοιογενή μεν αλλά διακριτή αισθητική πρόθεση, παρότι δεν συγκροτούν ρεύμα, εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά αν όχι υφολογικά, σίγουρα ιδεολογικά. Δεν είμαι καθόλου αρμόδιος να μιλήσω για τα κινηματογραφικά σημεία αυτής της συμπόρευσης, για τη σχέση των δημιουργών με το ξένο σινεμά, για την τεχνική και την τέχνη του κινηματογράφου. Ένα από τα κοινά στοιχεία αυτών των ταινιών όμως είναι μια διερώτηση για την ελληνική κοινωνία, για τα εμφανή αλλά κυρίως για τα αφανή προβλήματά της, διερώτηση που περιστρέφεται κατά κύριο λόγο γύρω από την οικογένεια. Έγινε ήδη αρκετός λόγος για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί σήμερα η ελληνική οικογένεια και για το πώς παρουσιάζεται και συζητιέται στη σύγχρονή μας μυθοπλασία, είτε στην πεζογραφία είτε στον κινηματογράφο.1 Η συζήτηση, όπως τη συνοψίζει ο Δ. Κούρτοβικ, περιστρέφεται κυρίως γύρω από τη μεταλλαγή της εικόνας της οικογένειας: Το καινούργιο και ενδιαφέρον είναι ότι […] η ελληνική οικογένεια δεν περιγράφεται πια ως καταφύγιο, εγγύηση ασφάλειας, κύτταρο κοινοτικής συνοχής και αλληλοϋποστήριξης, παρά τις όποιες αντιθέσεις και τριβές της. Απεναντίας, παρουσιάζεται όχι απλώς προβληματική αλλά ανεπανόρθωτα διαβρωμένη, δηλητηριασμένη, εστία κινδύνων και πρόξενος κάθε λογής ψυχικών διαταραχών.
1. Βλ. ενδεικτικά Δημήτρης Παπανικολάου, «Κάτι τρέχει με την οικογένεια», περ. the books’ journal, τχ. 1, Νοέμβριος 2010, σ. 96-98, Νίκος Ξυδάκης, «Η βαριά φτερούγα της οικογένειας», εφ. Η Καθημερινή, 9.1.2011, και Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Οιωνοί, ξόρκια και προφητείες», εφ. Τα Νέα, 15.1.2011.
Η περιώνυμη «ελληνική οικογένεια» λοιπόν, από αντίδοτο στην όποια κρίση, γίνεται αιτία της, από ψυχικό και υλικό καταφύγιο γίνεται φυλακή, και από μονάδα της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης γίνεται εστία διαταραχής και αναταραχής. Η «διαίσθηση» της επερχόμενης κοινωνικής σύγκρουσης και η «προφητεία» για το τέλος της ευμάρειας διοχετεύονται και εξηγούνται μέσω της κατάρρευσης της οικογένειας. Τι δηλώνει λοιπόν αυτή η αντιστροφή της παραδοσιακής ωραιοποίησης της ελληνικής οικογένειας; Ο Δ. Παπανικολάου διαπιστώνει πως Αυτή η ιδέα μιας ευρύτερης κοινωνικής κριτικής που ξεκινάει από μια εικόνα της ελληνικής οικογένειας να σμπαραλιάζεται είναι πια, νομίζω, τόσο έντονη, ώστε να μην έχουμε πρόβλημα να μιλήσουμε για ευρύτερα κοινωνικά συμφραζόμενα ακόμα κι εκεί που σε πρώτη ανάγνωση λείπουν. Το ερώτημα όμως είναι ακριβώς γιατί λείπουν τα κοινωνικά συμφραζόμενα από μια σειρά αφηγήσεων που έχουν ως προγραμματικό στόχο την κοινωνική κριτική. Η σύγχρονη μυθοπλασία, επιχειρώντας να ανοιχτεί στο κοινωνικό πεδίο, προσπαθώντας να κατανοήσει τα προμηνύματα που έρχονται από την κοινωνική ζωή και να διερμηνεύσει αυτές τις «προφητείες», κατασκευάζει τελικά ένα χώρο στεγανό, στρέφεται προς τα έσω, προς την ψυχολογική και ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας. Η παρατήρηση του κοινωνικού κόσμου επιστρέφει εσωτερικευμένη ως οικογενειακός βίος, η κοινωνική ιστορία μεταμορφώνεται σε οικογενειακό αρχείο. Η πραγματικότητα δεν εισέρχεται σε αυτόν τον περίκλειστο κόσμο παρά αντεστραμμένα, ως αποτέλεσμα, ως συνέπεια μιας πρωταρχικής ανωμαλίας και διαταραχής που εντοπίζεται στην οικογένεια. Η αληθινή κοινωνική και ιδεολογική χώρα προέλευσης αυτής της αντιστροφής δεν είναι η «ελληνική κοινωνία» εν γένει αλλά η ελληνική οικογένεια των μορφωμένων μεσαίων στρωμά-
[27]
των, εκεί που ζουν οι πτυχιούχοι άνεργοι ή χαμηλά αμειβόμενοι, μαζί με ή κοντά στους γονείς, εγκλωβισμένοι υλικά και συμβολικά σε ένα χώρο που βαριούνται, κοροϊδεύουν και απεχθάνονται. Γι’ αυτούς τους φαντασιακά εξεγερμένους, το κοινωνικό «εκεί έξω» μοιάζει κάτι μακρινό, απειλητικό και επικίνδυνο, μια αχαρτογράφητη περιοχή, όπου κανείς δεν μπορεί να εξέλθει απροστάτευτος. Είναι μια «έρημη χώρα»,2 ένα αταξινόμητο χάος, ένα πεδίο που μπορεί κανείς απλώς να το ατενίσει σαν φυσικό τοπίο, αλλά είναι καλύτερα να φυλαχτεί από αυτό, μένοντας στις οικογενειακές αγκάλες. Κάθε εικόνα της πραγματικής (υλικής και πνευματικής) κοινωνικής ζωής διυλίζεται από την ιδιόλεκτο της οικογένειας (όπως στο εξαιρετικό εύρημα του Κυνόδοντα), από την εσωτερική της οργάνωση εικόνων, νοημάτων και ιδεών. Καθώς λοιπόν τίποτα αναγνωρίσιμο δεν υπάρχει έξω από την οικογένεια, όλη η κοινωνία καταλήγει να ταυτίζεται με αυτήν, και η κοινωνική κρίση προσλαμβάνεται αναπόφευκτα ως 2. Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, «Βιώνω την Ελλάδα ως μια έρημη χώρα», συνέντευξη με τη Βένια Βέργου, περ. Νέα Εστία, τχ. 1838, Νοέμβριος 2010, σ. 764.
εσωτερική οικογενειακή υπόθεση, ως παρακμή μιας οικογένειας. Θα έλεγα λοιπόν συνοπτικά, και περιοριζόμενος τώρα στο σινεμά, πως οι ταινίες που αναφέραμε θέτουν στο κέντρο του κοινωνικού προβληματισμού τους την οικογένεια, όχι μόνο επιχειρώντας να αναμετρηθούν με ένα υπαρκτό πρόβλημα, αλλά κυρίως αντιμετωπίζοντάς την ως μικρογραφία της κοινωνίας, ως κύτταρο, ως μονάδα, ως κέντρο και εικόνα του συνόλου της κοινωνίας. Ώστε ό,τι αρθρώνεται ως κριτική στο επίπεδο της μονάδας να ισχύει και για το σύνολο. Χρησιμοποιείται δηλαδή εδώ μια αλληγορία του κοινωνικού, την πληρέστερη μορφή της οποίας, αισθητικά και μορφολογικά, μας δίνει ο Κυνόδοντας. Αλλά και στο Attenberg (που άλλωστε ακολουθεί την ίδια αισθητική φόρμα με τον Κυνόδοντα) και στη Χώρα Προέλευσης και στη Στρέλλα, μια εικόνα της οικογενειακής ζωής λειτουργεί ως αλληγορία του κοινωνικού βίου. Πρόκειται δηλαδή για ένα μύθο, μια πλοκή στηριγμένη σε μια βασική ηθική ιδέα, γύρω από την οποία εικονίζεται όλο το σημερινό αδιέξοδο της ελληνικής κοινωνίας. Η οικογένεια του Κυνόδοντα, η σχέση πατέρα-κόρης στο Attenberg, η
[28]
σχέση πατέρα-γιου στη Στρέλλα, ο ευρύτερος οικογενειακός κύκλος στη Χώρα προέλευσης δεν περιγράφουν «ρεαλιστικά» μια κοινωνική πραγματικότητα, παρότι οι δύο τελευταίες ταινίες περιέχουν ρεαλιστικά στοιχεία και συγκεκριμένες αναφορές. Επιχειρείται μάλλον να συγκροτηθεί μια αλληγορία των κοινωνικών σχέσεων σε συνθήκες κρίσης και κατάρρευσης. Έτσι όμως γεννιέται το εξής παράδοξο: οι ταινίες αυτές ασκούν μια κριτική στην κοινωνία συνολικά χωρίς να επιστρατεύουν καμιά πολιτική κριτική. Η εστίαση στην οικογένεια αποκλείει την εικόνα της ίδιας της κοινωνικής πραγματικότητας, απορρίπτει εξ ορισμού το πολιτικό στοιχείο. Το παράδειγμα του Κυνόδοντα είναι χαρακτηριστικό: ετερόκλιτα ρεαλιστικά στοιχεία συγκροτούν μια σύνθεση που φαντάζει εξωπραγματική και απόμακρη, όπως η διακόσμηση και η αισθητική του σπιτιού, τοποθετημένη σε μια αδιευκρίνιστη δεκαετία του ’70, ενώ ο μοναδικός τόπος έξω από το σπίτι είναι ένα εργοστάσιο, χωρίς ανθρώπους και κίνηση. Η εικόνα του Κυνόδοντα είναι η διαστροφή της εικόνας της διαφήμισης, είναι όμως το ίδιο κενή και μη αναφορική. Δεν παραπέμπει στην πραγματικότητα, έχει ένα μήνυμα. Αντίστοιχα στο Attenberg, μια ολόκληρη βιομη χανική κωμόπολη λειτουργεί ως ντεκόρ, και δεν εμφανίζονται ποτέ, εκτός από ελάχιστες στιγμές, ζωντανοί άνθρωποι της πόλης ή εργάτες στη βιομηχανία για παράδειγμα. Στη Χώρα προέλευσης εξάλλου, οι φωτογραφίες από πολιτικές συγκεντρώσεις κ.λπ., αλλά κυρίως τα πλάνα από τις συγκρούσεις του Δεκέμβρη δεν είναι παρά διακοσμητικά στοιχεία, χωρίς καμιά άμεση σύνδεση με την κύρια πλοκή της ταινίας. Το βιομηχανικό ντεκόρ λειτουργεί διττά: από τη μια ως ένα τέχνασμα ανοικείωσης, σε μια προσπάθεια να φτιαχτεί ένας εξωπραγματικός μη τόπος, μια επιστημονική φαντασία. Από την άλλη αποτελεί ένα μακρινό απόηχο της κοινωνικής βάσης, της οικονομίας, της παραγωγής και της εργασίας. Ο απόηχος όμως αυτός δεν μετουσιώνεται σε κομμάτι της πλοκής, αφού δεν κατορθώνει να υπερβεί τη διακοσμητική του λειτουργία. Εντός αυτού του χώρου που κατασκευάζεται νοητά, η πλοκή κινείται αναπόφευκτα σε μια
πολύ περιορισμένη τροχιά, όπου όμως συμβαίνουν σημεία και τέρατα: η βία και η αιμομιξία επιστρατεύονται για να εντείνουν την εικόνα της κρίσης και της διάλυσης. Ειδικά η αιμομιξία (στοιχείο και των τεσσάρων ταινιών), παρότι η στόχευσή της είναι να προκαλέσει σοκ, να υπογραμμίσει την κρυφή βία και διαστροφή των οικογενειακών σχέσεων (σωματική και ψυχική), παραπέμποντας στην πραγματική κοινωνική βία, στην πράξη απλώς κλείνει και τις τελευταίες διεξόδους προς την πραγματικότητα. Τα πάντα συμβαίνουν στο οικογενειακό εντός. Το κομβικό πρόβλημα με τη χρήση της αλληγορίας είναι το εξής: κάθε αλληγορία συγκροτείται γύρω από έναν αρχικό νοηματικό πυρήνα, μια απλή ηθική ιδέα· αυτό συμβαίνει και στις ταινίες που συζητάμε. Μπορεί το αποτέλεσμα να είναι αισθητικά σημαντικό, όπως στον Κυνόδοντα, ή ατυχές, όπως στη Χώρα προέλευσης, όμως η ηθική και πολιτική βάση της αλληγορίας παραμένει εντός των ορίων του αυτονόητου, μια γενική, αφηρημένη και απλοϊκή ιδέα, η οποία δεν μπορεί να λειτουργήσει κριτικά. Γι’ αυτό εξάλλου καμιά από τις ταινίες αυτές δεν αποτελεί κατά βάθος πρόκληση για τη σημερινή ελληνική κοινωνία: η ηθική και πολιτική βάση της οικογενειακής αλληγορίας δεν τοποθετείται έξω ή κόντρα στις κυρίαρχες φιλελεύθερες αξίες. Όταν ο πατέρας της ηρωίδας του Attenberg εξομολογείται την αποτυχία του ίδιου και της γενιάς του (της γενιάς του Πολυτεχνείου, της ανάπτυξης κ.λπ.), αυτό γίνεται με τόσο γενικούς όρους και με τέτοια μεγαλοστομία ώστε να είναι ασαφές και ανώδυνο. Το ίδιο συμβαίνει και στη Στρέλλα, όπου η σχέση πατέρα-γιου, θεμέλιο της ανδρικής κυριαρχίας, από τη μια μεριά παρωδείται και γίνεται αντικείμενο χλεύης, αφού εκτίθεται ως ερωτικό ρομάντζο. Από την άλλη όμως αντιμετωπίζεται και ως δραματική-ανθρώπινη ιστορία ρέποντας προς ένα απονευρωμένο μελό. Στον Δεκέμβρη της Χώρας προέλευσης οι βόμβες φαίνεται να πυροδοτούνται μόνο από την ερωτική διάψευση και την οικογενειακή υστερία. Ποιο είναι λοιπόν το σχήμα πίσω από την οικογενειακή αλληγορία και πίσω από την ιδεο λογική και αισθητική εσωστρέφεια που αυτή συνεπάγεται; Η εικόνα μιας χώρας που τρώει τα
[29]
παιδιά της, που τα καταστρέφει γεννώντας δια στροφή, αναταραχή και, τελικά, βία και χάος. Πρόκειται για τον κοινό τόπο ενός εύκολου και ανώδυνου προοδευτισμού, μια ιδέα τόσο γενική και ασαφής, ώστε να μην εμπλέκεται πουθενά με οποιαδήποτε «βρώμικη» πολιτική. Με τους όρους ενός παλιού καλού μαρξιστικού αναγωγισμού, θα λέγαμε ότι πρόκειται, σε τελευταία ανάλυση, για τις αξίες και την οπτική της μορφωμένης μεσαίας τάξης, που διαισθάνεται την κοινωνική σύγκρουση, αλλά δεν μπορεί να τη δει, γιατί το πλάνο δείχνει μόνο τον εαυτό της και την οικογένεια. Το πρόβλημα είναι ότι έτσι κλείνει ένας πλήρης κύκλος και βρισκόμαστε εκεί από όπου ξεκινήσαμε: η οικογενειακή κρίση από σύμπτωμα και εκδήλωση της κοινωνικής κρίσης αντιστρέφεται (ελλείψει άλλου) σε βασικό αίτιο. Όταν όμως η πολιτική κριτική απουσιάζει εντελώς τότε επικρατεί ο κοινός τόπος, η απλούστευση, είτε ως διαπίστωση της γενικής σήψης είτε ως γενική και γι’ αυτό ανώδυνη καταγγελία της καταπίεσης και της βίας. Γι’ αυτό εξάλλου απουσιάζει κάθε πραγματικά ανατρεπτικό χιούμορ: μόνο η Στρέλλα, επιστρατεύοντας ένα βιτριολικό πνεύμα, αντιστρέφει στ’ αλήθεια την κυρίαρχη εικόνα των πραγμάτων. Η παρωδία της Μαρίας Κάλλας, η αποστροφή της γηραιής τρανς κυρίας «εγώ θα ’μουνα Γιάννα Δασκαλάκη-Αγγελοπούλου», και η αποδόμηση της ωραιοποιημένης εικόνας της ολυμπιακής Αθήνας λειτουργούν απολύτως απελευθερωτικά, πιο απελευθερωτικά από κάθε οργισμένη πολεμική ενάντια στην κυριαρχία. Και ενώ θα έτεινε κανείς να αποδώσει αυτή την εύκολη καταγγελία της «εξουσίας», των μηχανισμών κυριαρχίας που εκπροσωπεί στο αλληγορικό επίπεδο η οικογένεια, σε έναν εκλαϊ-
3. Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της Σεξουαλικότητας, τόμ. 1: Η δίψα της γνώσης, μτφρ. Γκλόρυ Ροζάκη, Κέδρος, Αθήνα 1978, σ. 124 κ.ε.
κευμένο και απλοποιημένο φουκωισμό –προς τα εκεί δείχνουν οι εικόνες του εγκλεισμού, η αιμομιξία, η υστερία–, στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Φουκώ καταγγέλλει σθεναρά στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας αυτή την αρχή της κοινωνικής ομοιομέρειας, την ιδέα ότι κάθε κύτταρο του κοινωνικού σώματος είναι αναγκαστικά μια εικόνα του όλου: «Έτσι ο πατέρας δεν είναι στην οικογένεια ο “εκπρόσωπος” του άρχοντα ή του Κράτους· όπως κι αυτά δεν αποτελούν τις προβολές του πατέρα σε μια άλλη κλίμακα. Η οικογένεια δεν αναπαριστά την κοινωνία· ούτε η κοινωνία μιμείται την οικογένεια.»3 Η θέση του Φουκώ στερεί κάθε έδαφος από τις παραδοσιακές (πατριαρχικές, οικογενειακές κ.λπ.) αλληγορήσεις του κοινωνικού. Το ότι η κοινωνική κριτική ανθρώπων νέων και δημιουργικών, που επιχειρούν να αποφύγουν τον κομφορμισμό και την ευκολία, καταφεύγει σε αυτό το τετριμμένο οικογενειακό αλληγορικό σχήμα για να αρθρωθεί και να εκφραστεί, δεν είναι οπωσδήποτε πρόβλημα προσωπικό· πολλώ μάλλον που το φαινόμενο αφορά, όπως αποδεικνύεται, κάθε μορφή μυθοπλασίας και πολύ δια φορετικούς μεταξύ τους δημιουργούς. Έχει να κάνει με μια γενικότερη υποχώρηση του αριστερού πολιτικού λόγου από ευρύτερα ακροατήρια. Στην πραγματικότητα όμως κανείς μας δεν ξεφεύγει από αυτή τη σκοπιά· ούτε υποστηρίζω ότι θα ήταν πιο πολιτική κάποια μορφή ρεαλισμού. Το ζήτημα είναι κατά πόσο συνειδητοποιούμε αυτόν τον κοινωνικό και ιδεολογικό περιορισμό. Μια τέτοια επίγνωση θα μπορούσε να λειτουργήσει εν τέλει ως αυτοπεριορισμός: θα προφύλασσε από την ηθικολογική μεγαλοστομία, στην οποία συμβάλλει και η επιλογή του αλληγορικού σχήματος της οικογένειας.
[30]
Ελένη Κυραμαργιού
Αντιμετωπίζοντας τα τέρατα
Τ
ο πρωινό της Κυριακής 18 Δεκέμβρη 2010 μια διάλεξη με τίτλο «Ζώντας στην εποχή των τεράτων. Η κρίση, η Ευρώπη, ο Κομμουνισμός» και ομιλητή τον Σλάβοϊ Ζίζεκ έκανε περισσότερους από 1.500 ανθρώπους να κατηφορίσουν στο Πολυτεχνείο. Το αμφιθέατρο γέμισε από νωρίς, η εισήγηση μοιράστηκε μεταφρασμένη ενώ η συζήτηση μέσα και έξω από το αμφιθέατρο γρήγορα φούντωσε. Τις επόμενες μέρες η βιντεοσκοπημένη εκδήλωση «ανέβηκε» σε δεκάδες σελίδες στο διαδίκτυο, η κοινή συνέντευξη των Κώστα Δουζίνα και Σλάβοϊ Ζίζεκ δημοσιεύτηκε και αναπαράχθηκε πολλαπλώς, οι απόψεις του Ζίζεκ για τον «κομμουνισμό» έγιναν αντικείμενο συζήτησης στους χώρους έκφρασης της αριστεράς. Η τρίτη κατά σειρά εκδήλωση του Αριστερού Βήματος Διαλόγου στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Συνιστά αυτή η επιτυχία ένα παράδοξο; Στην Ελλάδα τον ίδιο Δεκέμβριο θα ήταν κάτι παραπάνω από αφελές να ισχυριστεί κανείς ότι ο κομμουνισμός αποτέλεσε πολιτικό διακύβευμα ή έστω ότι τέθηκε ζήτημα εξουσίας. Ταυτόχρονα όμως, δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι ο στρατηγικός στόχος του «κομμουνισμού» –κατά Ζίζεκ ή μη– έχει μετατεθεί για το απώτερο μέλλον από την ίδια την αριστερά. Η γενική απεργία στις 15 Δεκέμβρη και η επί σκεψη Ζίζεκ μερικές μέρες αργότερα έφεραν με τον καλύτερο τρόπο στην επιφάνεια την αντίφαση που ταλανίζει την ελληνική αριστερά εδώ και πολύ καιρό. Στη σημερινή συγκυρία οι ιδέες που εκπορεύονται από προσωπικότητες της αριστεράς προσελκύουν το δημόσιο ενδιαφέρον. Η καταγγελία του καπιταλισμού κερδίζει συνεχώς έδαφος – βιβλία όπως το Επιστροφή στο μέλλον του Πέτρου Παπακωνσταντίνου και το Δόγμα του σοκ της Ναόμι Κλάιν σημειώνουν χιλιάδες πωλήσεις. Οι οικονομολόγοι και μη που συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση αναλύουν το τέλος μιας εποχής αδυνατώντας όμως –όπως άλλωστε και ο καπιταλισμός– να προτείνουν λύσεις. Αντίθετα, οι οργανωμένες δυνάμεις της αριστεράς δεν έχουν αντίστοιχη δυναμική. Τα κόμματα, οι
οργανώσεις και οι συλλογικότητες εμφανίζονται όχι μόνο ανίκανες να δημιουργήσουν γεγονότα, αλλά ούτε καν μπορούν να συμβάλουν στην υπεράσπιση των εργατικών κεκτημένων που καταπατούνται, να ανακόψουν τη διάλυση και των ελάχιστων δομών πρόνοιας που υπάρχουν ή να προασπίσουν τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα που ισοπεδώνονται – τα παραδείγματα αυτής της αδυναμίας καθημερινά πολλαπλασιάζονται. Η αριστερά συνεχίζει να ταλαντεύεται, αδυνατώντας να ανασυνταχτεί και να συσπειρώσει τους δικούς της ανθρώπους, αλλά κυρίως να επηρεάσει το δυνάμει ακροατήριό της: αυτούς που νιώθουν στο πετσί τους την κρίση. Η αριστερά βρίσκεται αντιμέτωπη με τη δική της κρίση, ανεξάρτητα από εφήμερες εκλογικές ανακάμψεις και αυτάρεσκους εντυπωσιασμούς. Αυτό που κυρίως λείπει είναι το σχέδιο, η απάντηση στο ερώτημα «τι να κάνουμε;», την ώρα που τα επιτελεία με ευκολία συζητούν για τη στάση πληρωμών και την αναδιάρθρωση του χρέους. Οι συλλογικότητες της αριστεράς μετατρέπονται από συγκροτήσεις γύρω από αρχές, παρά τις συχνές στρεβλώσεις που συνοδεύουν αυτό το μοντέλο, σε συγκροτήσεις γύρω από «προσωπικότητες», και αυτό συνιστά μία ακόμα όψη της κρίσης στην οποία βρισκόμαστε. Η κοινοβουλευτική και μη αριστερά αδυνατεί να δημιουργήσει πλαίσιο δράσης και να αναπτύξει μορφές πάλης, παρότι ο μεμονωμένος λόγος και η παρουσία των στελεχών της στη συζήτηση γύρω από την κρίση πληθαίνει. Σε αυτή τη συγκυρία, όπου η οικονομία είναι στο επίκεντρο, ξεχωρίζουν τα άτομα, οι «προσωπικότητες» και όχι το πρόγραμμα και η οργάνωση. Η ιδέα των φωτισμένων διανοουμένων που θα επεξεργαστούν το πρόγραμμα και μετά θα το σερβίρουν στο λαό της αριστεράς είναι σίγουρα αναντίστοιχη με τις απαιτήσεις της εποχής μας, πολλές φορές και απωθητική. Αντιστοιχεί βέβαια σε μια εποχή απαξίωσης των δεσμευτικών συλλογικοτήτων, αντιστοιχεί στο μοντέλο του ακαδημαϊκού-επαναστάτη τύπου Νόαμ Τσόμσκι, αντιστοιχεί στο μοντέλο μιας
[31]
αριστεράς που συζητά χωρίς να αναζητά πάντα λύσεις και δεν ενδιαφέρεται να μετουσιώσει τις ιδέες σε πράξεις, οργάνωση, πρόγραμμα. Η οικονομική κρίση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το Μνημόνιο έφεραν στο προσκήνιο της ελ ληνικής πραγματικότητας, πέρα από τα προβλήματα, και τα αδιέξοδα, τις αναζητήσεις της ευρωπαϊκής «μετα-μαρξιστικής» διανόησης. Η αριστερά σήμερα συζητά με τον Σλάβοϊ Ζίζεκ για τον κομμουνισμό, θεωρώντας τον «όχι το όνομα μιας λύσης, αλλά το όνομα ενός προβλήματος», με τον Ζακ Ρανσιέρ για την εποχή του «μίσους για τη δημοκρατία» όπου ζούμε, και με τον Αλαίν Μπαντιού για το «Τι σημαίνει να αλλάξουμε τον κόσμο;», αλλά αδυνατεί να δώσει
πολιτική προοπτική σε όλη αυτή τη συζήτηση που έχει ανοίξει. Ας σκεφτούμε την απόσταση που χωρίζει τον Καρλ Μαρξ –όχι ως αυθεντία αλλά ως παράδειγμα– από τους επιγόνους του· έγραψε το Κομμουνιστικό μανιφέστο, συμμετείχε στις διαδικασίες της Διεθνούς, προσπάθησε να συνδέσει τις αναλύσεις του με οργανωμένα σχήματα. Οι ιδεολογικοί του επίγονοι συχνά πλειοδοτούν στην ιδέα του κομμουνισμού, αποφεύγοντας όμως την προοπτική της πολιτικής οργάνωσης. Ίσως ο ευφυής Ζίζεκ αυτό προσπαθούσε να περιγράψει όταν έκανε λόγο για τις «καταστροφικές συνέπειες της αδράνειας».
[32]
*
Θέσεις για την απεργία των ανέργων και επισφαλών Συνηγορία για έναν πολιτικό συντονισμό των πράξεων αδιαφορίας απέναντι στην οικονομία I. Ζωντανή εργασία, άνεργοι και επισφαλείς 1. Η απεργία των ανέργων και επισφαλών δεν είναι παρά μια πολιτική διαδικασία χειραφέτησης της ζωντανής εργασίας, η συγκρότηση μιας πολιτικής ρήξης μεταξύ συνεργασίας και καπιταλιστικής εξουσίας. Η ζωντανή εργασία είναι η δραστηριότητα που δημιουργεί πλούτο, δεσμούς, κοινό, στο βαθμό που εγγράφεται στην ίδια τη ζωή, σχηματίζει τις μορφές ζωής των ανθρώπων. Η ζωντανή εργασία επαληθεύει την ισότητα των ομιλούντων όντων, την οποία πιστοποιεί ο άμεσα κοινός, υπερατομικός χαρακτήρας της ευφυΐας. Ωστόσο, η ζωντανή εργασία δεν υλοποιείται ποτέ παρά μόνο σε μοναδικές και θεσπισμένες μορφές οργάνωσης. Οι μορφές αυτές έχουν ως λειτουργία να επιτάσσουν τη ζωντανή εργασία στο πλαίσιο ενός θεσπισμένου καταμερισμού των εξουσιών και του πλούτου. Η επίταξη λοιπόν είναι αλληλένδετη με μια καθυπόταξη που αντιφάσκει, αντιτίθεται στην ισότητα των ευφυϊών αναγκάζοντάς τη να ασκείται στο πλαίσιο και στην υπηρεσία της κοινωνικά θεσπισμένης ανισότητας. Η χειραφέτηση, η αυτονομία της ζωντανής εργασίας, είναι η ίδια η πολιτική, πολιτική των λαϊκών τάξεων ή ακόμα και κομμουνιστική πολιτική, που αντιτίθεται στη θεσμική κατάσχεση της πολιτικής από την ολιγαρχία. Η κατάσχεση αυτή διενεργείται σήμερα υπό τη μορφή μιας υπόταξης της πολιτικής στην οικονομία, που επιδιώκει να επιβάλει την τελευταία ως οικουμενική πραγματικότητα, αναγκαίο ιστορικό ορίζοντα και ύστα* Μεταφράζουμε εδώ την πρώτη ενότητα (τις πρώτες 9 από τις 45 συνολικά θέσεις) της προκήρυξης που υπο γράφουν «Αγωνιστές του Κινήματος Μαχόμενων Ανέρ γων και Επισφαλών της Ρεν» (9 Απριλίου 2010). Για περισσότερες λεπτομέρειες και αναφορές, βλ. το άρθρο «Κίνημα των ανέργων: “Ας ανθίσουν χίλιες συλλογικό τητες στα ερείπια της πλήρους απασχόλησης”», στο ανά χείρας τεύχος, σ. 12-16.
το κλειδί ερμηνείας των ανθρώπινων σχέσεων. Η οικονομία, ως πολιτική του κεφαλαίου, μπορεί να θεωρηθεί η διακυβέρνηση των συμπεριφορών που αποσκοπεί να καθυποτάξει τη ζωντανή εργασία αποδίδοντάς της τη λειτουργία παραγωγικής δύναμης. 2. Μια παραγωγική δύναμη είναι υποκείμενο της εργασίας που παράγει υπεραξία, και συγχρόνως αντικείμενο, ανθρώπινο κεφάλαιο το οποίο παράγεται από το σύνολο των παραγωγικών διαδικασιών που επιτάσσουν, καταναλώνουν, αναπαράγουν τη ζωντανή εργασία. Αποδιαρθρώνοντας την παραγωγική διαδικασία, το υποκείμενο της εργασίας μπορεί να συγκροτηθεί ως πολιτικό υποκείμενο. Η αυτονομία της ζωντανής εργασίας είναι η πολιτική συγκρότηση αυτής της διάλυσης, που εκλαμβάνεται ως εξισωτική συνεργασία, σε ανοιχτή σύγκρουση με ό,τι δεν είναι τέτοια. Μια τέτοια συνεργασία, που παράγει αξεδιάλυτα
[33]
υλική επιβίωση, δεσμούς και κομμουνισμό, σημαίνει την αντιπαράθεση με όλους τους θεσμούς που έχουν επιφορτιστεί με την επαναφορά των παρεκκλινόντων ατόμων στην τάξη της κοινωνικής παραγωγικότητας, όπου όλοι οφείλουν να συμβάλλουν, με τη συμμετοχή τους στην οικονομία, στην απόσπαση υπεραξίας. 3. Η οικονομία αποσκοπεί να εγκαθιδρύσει ως αυταπόδεικτο, να φυσικοποιήσει το διαχωρισμό ανάμεσα στη ζωή, η οποία υποτίθεται ότι είναι από μόνη της μη παραγωγική, και την παραγωγική εργασία, και να κατεργαστεί την ψευδή συμφιλίωσή τους υπό τη μορφή μιας ιδεατής ενσωμάτωσης όλων των στιγμών της ζωής στο κύκλωμα αξιοποίησης. Η εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας συνεπάγεται επομένως την επίταξή της πέρα από το χρόνο εργασίας, στο χρόνο ζωής που είναι αναγκαίος για την ανάπτυξη και τη συντήρησή της, διατηρώντας ταυτόχρονα τη διάκριση ανάμεσα σε χρόνο εργασίας και ελεύθερο χρόνο. Η διάκριση αυτή είναι θεμελιώδης στον καπιταλισμό, επειδή ο τελευταίος διαφυλάσσει την εξουσία μιας τάξης να καθορίζει τι είναι παραγωγική εργασία (και τι ανταμείβεται ως τέτοια) και τι δεν είναι. Αυτή η εξουσία διαχωρισμού επιτρέπει επίσης τη μέτρηση και τον επηρεασμό αυτής της παραγωγικότητας, στη βάση εργασιακών ρυθμίσεων προσαρμοσμένων σε έναν συμβατικό χρόνο εργασίας, οι οποίες όμως αφομοιώνουν τα πλούτη που δημιουργούνται από παραγωγικούς χώρους που, επισήμως, αφήνονται απ’ έξω. Με άλλα λόγια, η διάκριση αυτή επιτρέπει να ορίζονται οι αποδεκτές μορφές δραστηριότητας και να καθοδηγούνται οι διαδικασίες που πραγματοποιούν αυτή τη δραστηριότητα, τόσο στην απασχόληση όσο και εκτός αυτής. 4. Για να εξασφαλίσει την ανάπτυξή του, ο καπιταλισμός δεν μπορεί παρά να θέλει την επ’ άπειρον επέκταση του ελέγχου του πάνω στη ζωντανή εργασία, δεν μπορεί δηλαδή παρά να επιδιώκει να εισαγάγει στο κύκλωμα αξιοποίησης καθετί που απορρίπτει επί της αρχής ως μη παραγωγικό. Την εργασία εκτός χρόνου εργασίας, αν και την εκμεταλλεύονται επίσης ιδιώτες καπιταλιστές, την εκμεταλλεύεται και γενικά το σύνολο των θεσμών που έχουν ως λειτουργία τους
να ελέγχουν τον καταμερισμό των εισοδημάτων και την ανάπτυξη, την εκπαίδευση, τη συντήρηση των παραγωγικών δυνάμεων. Οι άνεργοι, οι ελαστικά εργαζόμενοι, οι εποχιακοί, οι φοιτητές, όλοι εκείνοι για τους οποίους η μισθωτή εργασία δεν είναι ο κύριος τόπος υπεξαίρεσης και καθυπόταξης της ζωντανής εργασίας, οφείλουν να δίνουν ενώπιον των θεσμών αυτών διαπιστευτήρια μιας παραγωγικής πειθαρχίας ανάλογης με εκείνη που απαιτείται από τον μισθωτό στην επιχείρηση. Μια απεργία των ανέργων και επισφαλών, περισσότερο απ’ ό,τι μια απεργία ενάντια σε ένα μεμονωμένο αφεντικό, σε έναν μεμονωμένο κρατικό μηχανισμό ή σε μια μεμονωμένη διοίκηση εταιρείας, είναι λοιπόν μια απεργία ενάντια στην κοινωνία θεωρούμενη ως συλλογικό καπιταλιστή, ή ακόμα ως καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας. Αυτή χαρακτηρίζεται από μια μόνιμη εργασία εναρμόνισης και ρευστοποίησης των παραγωγικών διαδικασιών, κατασκευάζοντας μια λύση συνεχείας με τη δικτύωση αυτών των διαδικασιών σε όλες τις στιγμές της ζωής των υποκειμένων, όποιες κι αν είναι οι συγκυρίες τις οποίες τυχόν θα αντιμετωπίσουν ή θα προκαλέσουν αυτά. Αντιθέτως, το ζητούμενο για τη ζωντανή εργασία είναι να επιβληθεί ως πολιτική δύναμη που δεν πειθαρχεί στη θεσμική ενσωμάτωση, να αρνηθεί τον εαυτό της ως παραγωγική δύναμη και μοχλό ανάπτυξης – με άλλα λόγια: να συγκροτήσει αυτόνομες μορφές αυτοοργάνωσης, ικανές να αποδιοργανώσουν το σχηματισμό των παραγωγικών δικτύων και των υποκειμενικών προσχωρήσεων στην οικονομία. 5. Η απεργία των ανέργων και επισφαλών δεν είναι παρά μόνο εν μέρει απεργία με την τρέχουσα έννοια, και μόνο εν μέρει αφορά άνεργους και επισφαλείς όπως εννοούνται αυτοί σε κοινωνιολογικές και στατιστικές κατηγοριοποιήσεις. Είναι η συγκρότηση, με αφετηρία πράξεις διακοπής και μπλοκαρίσματος της οικονομικής δραστηριότητας, όλων όσα απαγορεύει υπερβολικά συχνά η συνήθης χρήση του δικαιώματος της απεργίας: αμφισβήτηση του δεσμού υπόταξης ως τέτοιου, απόρριψη του χρέους (το χρήμα που λαμβάνεται πρέπει πάντα να πληρώνεται, είτε μιλάμε για χρεωμένους είτε για μισθωτούς είτε για δικαιού
[34]
χους επιδομάτων) ως τρόπου διακυβέρνησης, επανιδιοποίηση μιας συλλογικής ευφυΐας πράξεων και τεχνικών προσαρμοσμένων στη διαδικασία χειραφέτησης. Υποδεικνύει λοιπόν το δυναμικό που εμπεριέχει πάντα η «παραδοσιακή» απεργία και το οποίο πραγματοποιεί όταν ξεπερνά την τελετουργική άσκηση συνδικαλιστικών «ημερών δράσης». Είναι όμως επίσης, με αφετηρία την απουσία σταθερής απασχόλησης και εγγυήσεων για το μέλλον που χαρακτηρίζει τις λαϊκές τάξεις, η επικαιροποίηση της διαρκούς απειλής που ασκείται πάνω στις συνθήκες ζωής, ακόμα και απλής επιβίωσης, του συνόλου εκείνων που υφίστανται την εκμετάλλευση. Είναι επομένως μια πρόταση πάλης που απευθύνεται στο σύνολο των υποτελών τάξεων, με φόντο την αποσύνδεση ανάμεσα στην ένταξη σε μια κοινωνικο-επαγγελματική κατηγορία και την πολιτική υποκειμενοποίηση. Το συναίσθημα απώλειας της ταξικής ταυτότητας, συναίσθημα μη ένταξης σε μια οργανική τάξη, που προκαλείται από την εξαφάνιση όχι των εργατών, αλλά του ιστορικού υποκειμένου «εργατική τάξη», πρέπει σήμερα να το οικειοποιείται κανείς ως αφορμή για μια εργασία συνένωσης και να το συγκροτεί ως αποτέλεσμα μιας πολιτικής διασύνδεσης των αγώνων, ικανής να συνθέσει μια κοινή προοπτική για τα ασύνδετα κομμάτια που απαρτίζουν τις υποτελείς τάξεις. Οι αγώνες αυτοί μπορούν να λέγονται ταξικοί εφόσον εκθέτουν την κοινή τους κατάσταση επισφάλειας, την οποία δεν μπορούν στ’ αλήθεια να οικειοποιηθούν παρά μόνο στοιχηματίζοντας στην τρωτότητα της κατεστημένης τάξης και διαλέγοντας την πολιτική επισφάλεια ως ρήξη μέσα στην παραγωγική λύση συνεχείας με την οποία παραμένει ομογενής η οικονομική επισφάλεια από μόνη της. 6. Ο άνεργος και ο επισφαλής είναι, μεταξύ των λαϊκών τάξεων, οι παραγωγικές μορφές που αντιστοιχούν στην τρέχουσα συστημική κρίση του καπιταλισμού. Αυτή εμφανίζει δύο τουλάχιστον όψεις, που καθεμιά τους υπόκειται σε αντιφατικές τάσεις. Κατά πρώτο λόγο, είναι αναγκαίο για το κεφάλαιο να θραύσει τις ανελαστικότητες του εργατικού κώδικα, των εργατικών καθεστώτων, των εργατικών συλλογικοτήτων
που έχουν φθαρεί σε διεκδικητικούς αγώνες, όλων όσα σχετίζονται με μια σχετικά σταθερή απασχόληση, μια σταθερή εργασιακή κατάσταση ή ένα σταθερό εισόδημα, όλων όσα συγκροτούν απέναντί του τον εργαζόμενο, ως ισάριθμοι φραγμοί στην αρπαγή υπεραξίας. Επίσης όμως έχει ανάγκη να ασκεί διακυβέρνηση στη ζωντανή εργασία, μια διακυβέρνηση που συμπεριλαμβάνει μορφές εξομοίωσης, ιδίως με την εμπέδωση μιας μαζικής κατανάλωσης που εξασφαλίζει τη διηνεκή ανάπτυξή του. Η κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου σηματοδοτεί την κατάφωρη αποτυχία του συνδυασμού των δύο αυτών απαιτήσεων, ως απόπειρα να γενικευτεί η λαϊκή χρέωση για να εμπεδωθεί αυτή η μαζική κατανάλωση (εν προκειμένω, η μαζική πρόσβαση στην ιδιοκατοίκηση) και να παρακαμφθεί η αναγκαιότητα αύξησης των εισοδημάτων των υποτελών τάξεων. Η άλλη όψη είναι αυτή της αναγκαίας «οικολογικής» μεταστροφής της οικονομίας, που δεν μπορεί να επιτελεστεί χωρίς να αμφισβητηθούν οι τρόποι της εκμετάλλευσης, της ανταλλαγής και της σχέσης με τα έμβια όντα που συγκροτούν την ίδια την ύπαρξη της οικονομίας. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, δεν είναι εφικτή καμιά λύση, καμιά «υπέρβαση». Εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, οι αγώνες ενάντια στις αναδιαρθρώσεις μάς έμαθαν ότι η «κρίση» έχει γίνει η δομική μορφή του κεφαλαίου και ότι αποτελεί τον κανονικό τρόπο ύπαρξης της παγκόσμιας οικονομίας. Έτσι ο καπιταλισμός δεν είναι διόλου καταδικασμένος να καταρρεύσει, όχι χωρίς τη συνειδητή δράση των λαϊκών τάξεων που θα επιδιώξουν να οδηγήσουν τις αντιφάσεις ώς το σημείο έκρηξής τους. Άνεργοι και επισφαλείς αποτελούν εκφράσεις μιας ατελούς και μη ικανοποιητικής υποκειμενοποίησης από μέρους των μισθωτών, ως παραδειγμάτων της καπιταλιστικής βιομηχανικής εργασίας που έχει μπει σε βαθιά κρίση. 7. Ο άνεργος ενσαρκώνει την κρίση της μισθωτής εργασίας ως δομικής, και καταδικασμένης να επιδεινώνεται, μη προσαρμογής ανάμεσα στη συνεργατική και οργανωτική δύναμη της εργασίας και τις μορφές διακυβέρνησης που επιβάλλονται σε αυτή τη δύναμη. Το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται
[35]
τη δραστηριότητα των ανέργων που λαμβάνει χώρα εκτός σύμβασης εργασίας (εκπαίδευση, παραγωγή αγαθών-γνώσεων, σχηματισμός δικτύων, παροχή συναισθηματικών φροντίδων…), εμποδίζοντας να αναγνωρίζεται πλήρως αυτή η εργασία και επομένως να ανταμείβεται ως τέτοια. Έτσι ενισχύει εν μέρει τον έλεγχό του πάνω στη δραστηριότητα, επιλέγοντας τι αξίζει να αναγνωρίζεται ως εργασία. Ως εκ τούτου όμως ανοίγεται αναπόφευκτα ένας χώρος στην αυτονομία, στην αυτοοργάνωση της εργασίας, ικανός να κρατήσει σε απόσταση τις πειθαρχικές προσταγές του κεφαλαίου. Πράγματι, ο άνεργος (chômeur) είναι ετυμολογικά αυτός που επιδίδεται στο caumare, στην ανάπαυση όταν έχει ζέστη· με άλλα λόγια, αυτός που πάντα θα τον υποψιάζονται ότι θέλει να ξεφύγει απ’ αυτές τις προσταγές. Μια υποψία που, για να είναι λειτουργική σε μια απόπειρα γενικευμένης ευθυγράμμισης του συνόλου των ανέργων, μεταφράζει επίσης έναν εντελώς ευνόητο φόβο μπροστά στο εύρος της αδιαφορίας, ιδιαιτέρως αισθητής στη νεολαία, για τους υποτελείς μισθωτούς εργαζόμενους. 8. Ο επισφαλής ενσαρκώνει την κρίση της οικονομίας εννοούμενης ως υπόθεσης υποκειμενοποίησης και μοντέλου πολιτισμού. Ο επισφαλής είναι αυτός του οποίου η οικονομική υποκειμενοποίηση, ελλείψει εξασφαλισμένου εισοδήματος και αναγνωρισμένων και εγγυημένων όρων εργασίας, και δομικά μη ικανοποιητική ως τέτοια, συνοδεύεται από μια διεκδίκηση αυτοπραγμάτωσης που, αν και μοχλός της αξιοποίησης, παραπέμπει, για να είναι αποτελεσματική, σε ένα επέκεινα των σχέσεων εκμετάλλευσης. Ο επισφαλής γίνεται επίσης έκφραση του συνόλου όσων υφίστανται την εκμετάλλευση και είναι υποταγμένοι στις δεσπόζουσες λογικές εξατομικευμένης αξιολόγησης και προαγωγής του ανταγωνισμού ως πρωταρχικού συλλογικού ερεθίσματος της
εργασίας. Είναι έκφραση του φευγαλέου χαρακτήρα της κοινωνικής αναγνώρισης που αποδίδεται προσωρινά για την κατοχή μιας δεξιότητας. Ο επισφαλής γίνεται τέλος έκφραση του είδους, αντιμέτωπου με τις κλιματικές και οικολογικές αλλαγές που επιφέρει η παγκόσμια ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού, αλλαγές που θέτουν σε κίνδυνο τις συνθήκες δυνατότητας για την επιβίωση του είδους. 9. Αυτό που θεμελιώνει ένα κίνημα ανέργων και επισφαλών δεν είναι ούτε η κατάφαση της αξίαςεργασίας ούτε η άρνηση της εργασίας ως τέτοιας, αλλά μια πολιτική κατάφαση της ζωντανής εργασίας, σύμφωνα με την οποία οι πολιτικές πράξεις διενεργούνται βάσει της κατάφασης μιας συνεργασίας, μιας κοινότητας ήδη υπαρκτής και εν τω γίγνεσθαι, εμπλεκόμενης και συγκρουόμενης με τις σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Αντιστρόφως, η συνεργασία συγκροτείται τότε βάσει μιας πολιτικής σκόπευσης που αναπτύσσεται σε μια διαδικασία συνένωσης των επιμέρους εμπειριών και αγώνων. Καθώς η σκόπευση είναι όντως να ενταθεί η μη αντιστοιχία ανάμεσα στη ζωντανή εργασία και ό,τι την κυβερνά, το ζητούμενο για ένα τέτοιο κίνημα δεν μπορεί να είναι να γίνει φορέας της διεκδίκησης μιας απασχόλησης για όλους εκείνους τους οποίους θα επέλεγε κανείς να ορίσει ως «στερούμενους απασχόλησης», αντί να τους ορίσει ως άνεργους και επισφαλείς. Μια τέτοια διεκδίκηση, πέραν του ότι προτείνει ως απάντηση στο πρόβλημα το ίδιο το πρόβλημα, επιτείνει την αύρα ιερότητας με την οποία επενδύεται η μισθωτή εργασία για να ξορκίσει τη βαθιά κρίση της. Το ζητούμενο είναι μάλλον να ληφθεί υπόψη η πραγματική συνοχή της ανεργίας, η οποία έχει γίνει μια πλήρης ξεχωριστή μορφή της εκμετάλλευσης, και όχι μια παρένθεση στην τελευταία. Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας
[36]
Κωστής Καρπόζηλος
Οι ιδιοκτήτες της προόδου στο δρόμο των μεγάλων μεταρρυθμίσεων
Σ
την εποχή της κρίσης, ο δημόσιος λόγος κατακλύζεται από έναν ορυμαγδό κοινοτο πίας. Η αρχιτεκτονική του κοινότοπου λόγου έχει ως θεμέλιο τη διαπίστωση της «κρισιμότητας της κατάστασης» και τους «κινδύνους που αυτή εγκυμονεί», αρθρώνεται γύρω από τις «αναγκαίες και αυτονόητες μεταρρυθμίσεις» και τη «σύγκριση με άλλες προηγμένες χώρες», κορυφώνεται με την καταγγελία των «αγκυλώσεων», που «καθηλώνουν» την «Ελλάδα» στο «παρελθόν» σε μία «εποχή σημαντικών προκλήσεων». Οι ανεξάντλητοι συνδυασμοί των παραπάνω παραπέμπουν σε εκείνον τον σατιρικό πίνακα της δεκαετίας του 1980 για τη ρητορική της σοβιετικής γραφειοκρατίας, όπου με τα ίδια φραστικά υλικά μπορούσε κανείς να δημιουργήσει δεκάδες –φαινομενικά με στά νοήματος– κείμενα. Στο πεδίο της λεκτικής κοινοτοπίας πρωταγωνιστούν πολιτικοί, διανοούμενοι, σχολιαστές και δημοσιολόγοι, οι οποίοι επιζητούν την επιτάχυνση των αναδιαρθρώσεων, την αλλαγή των νοοτροπιών, την περιθωριοποίηση της «κουλτούρας αντίστασης και ανυπακοής» που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Στη ρητορική αυτή δεσπόζουσα θέση κατέχει η «αριστερά» και ειδικότερα το διεκδικητικό κίνημα, οι πολιτικοί και οι κοινωνικοί χώροι που δεν υιοθέτησαν το προσφιλές δόγμα τού «προχωρώντας και ανα θεωρώντας», αλλά εξακολουθούν να υπερασπίζονται την προοπτική του ριζικού κοινωνικού με τασχηματισμού. Η πυκνότητα και η ένταση των τοποθετήσεων που περιστρέφονται γύρω από την αριστερά, τις συντεχνίες, τους θιασώτες της τελευταίας σοβιετικής κοινωνίας στην Ευρώπη, αποτυπώνουν μια ενδιαφέρουσα μεταβολή. Στις δύο δεκαετίες μετά το 1989 η απαξίωση όσων έθεταν το κοινωνικό ζήτημα στο προσκήνιο, συνοδευόταν από την παράκληση να συντονιστούν με τους ρυθμούς και τα αιτήματα της εκσυγχρονιστικής ανάπτυξης, προκειμένου να επιβιώσουν. Η «αριστερά» προβαλλόταν ως η φωνή της συνείδησης μίας ευημερούσας κοινωνίας, ένας χώρος
γραφικών και εραστών του παρελθόντος, που η παρουσία τους επιβεβαίωνε την πλουραλιστική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κάτι σαν τον γερασμένο συγγενή, ο οποίος, αν και αφόρητος συνομιλητής, βρίσκει πάντα μια θέση στο φιλόξενο οικογενειακό τραπέζι. Στις νέες συνθήκες της κοινωνικής πόλωσης και της κρίσης της πολιτικής εκπροσώπησης, ο κοινότοπος λόγος όλο και πιο συστηματικά επισημαίνει την αναγκαιότητα να αντιμετωπιστούν οι ιδέες της κοινωνικής ανατροπής ως επικίνδυνες και όχι απλώς ως γραφικές. Το ερώτημα της νομιμότητας αποκτά νέο περιεχόμενο, καθώς το δίκαιο προσαρμόζεται στις επιταγές της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ η κοινωνική ανυπακοή δεν εξετάζεται ως δίκαια ή άδικη – είναι παράνομη και ως τέτοια πρέπει να τιμωρείται, όπως και οι πολιτικοί χώροι που την ενθαρρύνουν. Κύριο γνώρισμα αυτής της συλλογιστικής είναι η βεβαιότητα ότι μια δαιμονική «αριστερά» κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα στους χώρους διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Η εκτίμηση αυτή στερείται κάθε τεκμηρίωση, απλώς επαναλαμβάνεται μονότονα παρουσιάζοντας τις εφημερίδες, τα συνδικάτα, τα πανεπιστήμια, τις κοινωνικές υπηρεσίες ως προπύργια μίας δεσποτικής αντίληψης, η οποία καθηλώνει την «Ελλάδα» –όρος που έχει εκτοπίσει την «ελληνική κοινωνία»– στον κρατισμό, τις συντεχνια κές διεκδικήσεις, στη στασιμότητα και στο βόλεμα. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Το αίτημα να κλείσει ο κύκλος της Μεταπολίτευσης –στην οποία αποδίδεται η απαρχή της αριστερής ηγεμονίας– διατηρεί τη γοητεία του σαράντα χρόνια μετά το 1974 και ύστερα από τουλάχιστον δύο δεκαετίες κυριαρχίας των αναδιαρθρώσεων και των μεταρρυθμίσεων, ηγεμονίας του δικομματισμού, μονοπώλησης της ενημέρωσης, διαμόρφωσης ευρύτατων κοινωνικών συμμαχιών γύρω από τις ιδέες της «ανάπτυξης», της «Ευρώπης» και του «εκσυγχρονισμού». Οι θριαμβευτές της ισχυρής Ελλάδας επιμένουν να ανακαλύπτουν
Μπάμπης Λουιζίδης
[37]
θύλακες ιδεολογικής αναπαραγωγής της αριστεράς, υποβαθμίζοντας συνειδητά τα κοινωνικά αίτια του προβλήματος με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι. Πληθωρικοί εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου, ανατρεπτικοί σχολιαστές και ενθουσιώδεις γενίτσαροι της φυλής των «πρώην» επισημαίνουν την ανάγκη αποφασιστικής υπέρβασης της ατολμίας του αστικού κόσμου, ο οποίος πρέπει επιτέλους να θέσει όρια και να αμφισβητήσει το ηθικό και ιδεολογικό πλεονέκτημα της αριστεράς στα πανεπιστήμια, στο χώρο των ιδεών, στη δημόσια ιστορία. Το παράδειγμα της μηνιαίας επιθεώρησης The Athens Review of Books (ARB) αποτυπώνει τις διεργασίες γύρω από τη συγκρότηση ενός διακριτού φιλελεύθερου ρεύματος στις τάξεις της ελληνικής διανόησης. Η εμφάνιση και πορεία του εντύπου αναδεικνύει ότι το αίτημα της αποφασιστικής ρήξης με την υποτιθέμενη αριστερή ηγεμονία στο χώρο των ιδεών δεν αφορά αποκλειστικά το πεδίο του κοινότοπου λόγου, αλλά ενεργοποιεί ιδεολογικές στρατεύσεις στους χώρους της επιστημονικής και κοινωνικής κριτικής. Άλλωστε το Athens Review of Books έθεσε προγραμματικά το στόχο η συζήτηση για το βιβλίο και την κίνηση ιδεών να συνδέεται με
τα ερωτήματα και τα αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας. Η καταστατική δήλωση αρχών ήταν σαφής: «ανήκουμε στον Δυτικό κόσμο, ενστερνιζόμαστε τις καταστατικές αξίες του. Την ελευθερία – στην έκφραση, στην αυτοδιάθεση, στο επιχειρείν. Τη δημοκρατία. Την καθολικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τη συνεχή επιδίωξη της προόδου, επιστημονικής, κοινωνικής και καλλιτεχνικής […]. Αντιστρατευόμαστε κάθε είδους φονταμενταλισμό. Είμαστε απέναντι σε κάθε ανορθολογισμό, πολιτικό, θρησκευτικό, ιδεολογικό. Και βεβαίως, είμαστε εχθροί οποιασδήποτε μορφής ολοκληρωτισμού. Δεν συναινούμε στους εθνικισμούς και στο επιθετικό πνεύμα τους· αποτελούν την πιο βάναυση εκδοχή του σύγχρονου ανορθολογισμού. Αντίθετα, ο διάλογος, η ώσμωση, η συμφιλίωση, η συνεργασία θεωρούμε ότι είναι μονόδρομος. Το ευρωπαϊκό παράδειγμα, έστω και με κουτσά βήματα, με ελλείψεις και με καθυστερήσεις, δείχνει το δρόμο στα έθνη, χαράζοντας, έστω και με αργά βήματα, την πορεία προς μια κατεύθυνση που θα τα ξεπεράσει.» Στο ενάμιση έτος που μεσολάβησε από τότε το ARB, αν και δεν συγκίνησε τεράστια ακροατήρια, αναδείχθηκε σε ένα ξεχωριστό έντυπο, με πρωτοποριακή ύλη και αφιερώματα, ενδιαφέρο-
[38]
ντα κείμενα και συνεργασίες, σημαντικές συμβολές στο πεδίο της κριτικής της λογοτεχνίας, των τεχνών, της κίνησης ιδεών. Ταυτόχρονα λειτούργησε ως σημείο συνάντησης γύρω από τους διακηρυγμένους στόχους του, επιτελώντας έτσι μια ουσιαστική λειτουργία στην συγκρότηση ενός φιλελεύθερου ρεύματος σκέψης, το οποίο περιλαμβάνει από ακραιφνείς υπερασπιστές των μεταρρυθμίσεων έως τμήματα της πάλαι ποτέ αριστεράς. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει τις ουσιώδεις μεταβολές που έχουν συντελεστεί στο χώρο της διανόησης. Η απόσταση που χωρίζει την οπτική και τις στρατεύσεις εντύπων όπως το Αντί και ο Πολίτης από τις ιδεολογικές ορίζουσες του ARB αντανακλά το οριστικό τέλος των συναισθηματικών και πολιτικών δεσμεύσεων που δημιουργούσε σε σημαντικά τμήματα της διανόησης η κοινή –έστω και παρελθοντική– πορεία στους χώρους της αριστεράς. Ταυτόχρονα, φανερώνει την αυτοπεποίθηση και τη συγκρότηση του ελληνικού φιλελευθερισμού, ύστερα από χρόνια θνησιγενών και αναιμικών παρεμβάσεων και πολιτικών συσσωματώσεων. Ένα ακροατήριο μορφωμένων μεσαίων στρωμάτων, που ασφυκτιά από τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και προσβλέπει στις μεταρρυθμίσεις, στη σταδιακή αλλαγή των όρων της καθημερινότητας, στην αναγνώριση των ατομικών δικαιωμάτων – εδώ ας αναλογιστούμε την ευθεία και διακηρυγμένη παραπομπή του αγγλόφωνου τίτλου του The Athens Review of Books στα αντίστοιχα αγγλοσαξονικά εκδοτικά πρότυπα. Τέλος, μαρτυρεί τη δια μόρφωση ενός νέου τύπου δημόσιου διανοουμένου, απαλλαγμένου από ηθικές, πολιτικές και κοινωνικές δεσμεύσεις έναντι του κόσμου της μισθωτής εργασίας, του διεκδικητικού κινήματος, της αριστεράς. Ενός δημόσιου διανοούμενου που δεν υπερασπίζεται αμήχανα τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές και τα επώδυνα μέτρα, αλλά τα επικροτεί ως αναγκαία και προοδευτικά. Η διευθυντική ομάδα του ARB, αρχικά ο Μανώλης Βασιλάκης και ο Ηλίας Κανέλλης, επιχείρησαν να εμφανίσουν το νέο έντυπο ως χώρο διαλόγου και συζήτησης διαφορετικών ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων. Σύντομα διαφάνηκαν τα όρια αυτής της εξαγγελίας. Ο διάλογος αφορούσε μόνο όσους συμμερίζονταν τους ιδεολο-
γικούς στόχους και τις στρατεύσεις του εντύπου – οι υπόλοιποι συγκαταλέγονταν στους εχθρούς της «ανοιχτής κοινωνίας», στους θιασώτες του «ανεύθυνου δημαγωγικού και φραστικού “ριζοσπαστισμού” θεολογικού ουσιαστικά χαρακτήρα» που «καλλιεργεί τη λογική της απόλυτης αδιαλλαξίας και τη λατρεία της “ρήξης” ως οιονεί αυτοσκοπούς». Από τη μια λοιπόν οι υποστηρικτές της «ανοιχτής κοινωνίας» και από την άλλη ένα ετερόκλιτο σύμπαν, στο οποίο το ARB κατέταξε τον Αχμαντινετζάντ και τον Τσάβες, τον θρησκευτικό σκοταδισμό και τα συνδικάτα, την άκρα δεξιά και την αριστερά που δεν ικανοποιεί τις εμμονές των φίλων της μεταρρύθμισης. Στην ουσία η αριστερά στο σύνολό της, εκτός από τις φωτεινές εξαιρέσεις της συνεπούς μεταρρυθμιστικής αριστεράς, ταυτίστηκε με τον «σοβιετικό ολοκληρωτισμό», ο οποίος στο καταστατικό κείμενο του πρώτου φύλλου εμφανιζόταν ως ισοδύναμος με τον «ναζιστικό ολοκληρωτισμό» και κατά συνέπεια εκτός συζήτησης. Εδώ εδράζεται η ουσία της αντίληψης του ARB. Στις σελίδες του η αριστερά μπορεί να εμφανίζεται σε μόνο δύο εκδοχές: είτε ως μία συναισθηματική ανάμνηση που σήμερα οδηγεί στη συναίνεση, είτε ως φορέας ολοκληρωτισμού και αντίπαλος της «ανοιχτής κοινωνίας» του 21ου αιώνα. Πρόκειται για μια λαθροχειρία που συνειδητά τσουβαλιάζει ετερόκλιτα ρεύματα ριζοσπαστικής σκέψης και θέτει εξαρχής ως προαπαιτούμενο για τη συζήτηση την αποδοχή του σχήματος περί «κόκκινου ολοκληρωτισμού». Στη διαμόρφωση αυτού του σχήματος καθοριστικός είναι ο ρόλος της φυλής των κάθε λογής «πρώην», οι οποίοι προσκομίζουν τις συνήθως περιφερειακές εμπειρίες της πολιτικής τους στράτευσης ως τεκμήρια της εμπειρίας του ολοκληρωτισμού. Τα συναισθηματικά αυτομαστιγώματα για τη συλλογική πλάνη της κόκκινης ουτοπίας που αποδείχθηκε ολοκληρωτική και τον καθ’ ημάς «σταλινογενή εθνολαϊκισμό» της Μεταπολίτευσης διανθίζουν κείμενα επιστημονικής αποτίμησης του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου και της εαμικής αντίστασης. Το ARB εμφανίζει εξαιρετική άνεση στη μονοσήμαντη προβολή του ιστοριογραφικού αναθεωρητικού ρεύματος για τον Εμφύλιο, καθώς οι βεβαιότητες της «κόκκινης τρομοκρατίας» εξυ-
[39]
πηρετούν τον ιδεολογικό του προσανατολισμό. Η συζήτηση για την «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης», που εμφανίζεται ως το κατεξοχήν αίτιο για τη σημερινή πολλαπλή κρίση, διαπλέκεται με τις ιστοριογραφικές ακροβασίες για το «ποια θα ήταν η μοίρα της χώρας αν είχαν επικρατήσει οι κομμουνιστές» και τις εκ βαθέων εξομολογήσεις για τη «στενοκεφαλιά» του κομματικού σύμπαντος. Είναι βέβαια εύκολο να λοιδορεί κανείς τις χρόνιες υστερήσεις ή τα συμπτώματα «στενοκεφαλιάς» της αριστεράς. Το δύσκολο είναι να υπερβεί τον εξυπνακισμό, τον ανεκδοτολογικό χαρακτήρα και τον αναγωγισμό, που διακρίνουν συχνά το ύφος των συγκεκριμένων παρεμβάσεων. Από εκεί και πέρα, ο Καρλ Μαρξ παρουσιάζεται ως αντισημίτης, οι εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή προστατευόμενες της στρατιωτικής δικτατορίας, η Κούβα μια σύγχρονη δικτατορία, ο Σλάβοι Ζίζεκ τσαρλατάνος, ο «ελληνικός κομμουνισμός των ετών 1943-1949» «μια ουτοπία που έχασε τα λογικά της», η «κουλτούρα του Δεκέμβρη» συνώνυμη της «κοινωνικής απορρύθμισης». Στον αντίποδα της κοινωνικής και πολιτικής καθυστέρησης που εκπροσωπεί η αριστερά βρίσκονται οι προκλήσεις του μέλλοντος, όπως αυτές διατυπώνονται από τους εκπροσώπους του ελληνικού αστισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η συστηματική παρουσία επώνυμων στελεχών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου διανθίζεται με κείμενα που μονότονα επαναλαμβάνουν το δίλημμα «γκρέμισμα του λαϊκίστικου μεταπολιτευτικού μοντέλου ή χρεοκοπία». Όσο και να ψάξει κανείς θα δυσκολευτεί να βρει κριτικό αντίλογο στην κυρίαρχη ιδεολογία της προώθησης των ιδιωτικοποιήσεων, της εμπέδωσης των ελαστικών σχέσεων εργασίας, της περιθωριοποίησης των κοινωνικών αντιστάσεων. Αν εξετάσει κανείς τις λεζάντες που συνοδεύουν τα σχετικά κείμενα θα διαπιστώσει τον τρόπο με τον οποίο ναρκοθετείται εκ προοιμίου κάθε δυνατότητα διαλόγου, αφού κυριαρχούν διατυπώσεις του τύπου «όλοι οι συνδικαλιστικοί “αγώνες” στον δημόσιο τομέα και στις ΔΕΚΟ δόθηκαν και δίνονται για ιδιοτελή συμφέροντα με σημαία το “εθνικό συμφέρον”». Αγώνες εντός εισαγωγικών, δεδομένα ιδιοτελή συμφέροντα και υπαγωγή στην εθνική ιδεολογία: το πλαίσιο της συζήτησης αφήνει λίγα περιθώρια για τους διακη-
ρυγμένους στόχους της ανταλλαγής ιδεών για τα ζητήματα της τρέχουσας επικαιρότητας. Αντί αυτού κυριαρχεί ένα μείγμα ιδεολογικής αλαζονείας και ιδιοκτησιακής αντίληψης της προόδου. Οι θιασώτες του ελεύθερου και απροκατάληπτου διαλόγου φάνηκαν ιδιαίτερα φειδωλοί όταν δοκιμάστηκε η συνοχή του ARB το καλοκαίρι του 2010. Η ουσιαστική διάσπαση του εντύπου, με την αποχώρηση συνεργατών και του Ηλία Κανέλλη από τη συντακτική ομάδα, οδήγησε από τον Νοέμβριο του 2010 στην έκδοση ενός δεύτερου μηνιαίου εντύπου με παρόμοιους προβληματισμούς και στοχεύσεις, το books’ journal. Το τελευταίο διατηρεί το ίδιο πρωτοποριακό σχήμα και την ίδια ιδεολογική οπτική, καθώς εμφατικά τονίζει την προσήλωση στις ιδέες της ελευθερίας, του Διαφωτισμού και του δημοκρατικού διαλόγου στον οποίο έχουν θέση όλοι εκτός από τους υπερασπιστές των δύο ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα: του ναζισμού και του κομμουνισμού. Σε μια αγορά που συντηρεί δέκα ημερήσιες αθλητικές εφημερίδες, η ύπαρξη δύο μηνιαίων εντύπων για το βιβλίο και την κίνηση ιδεών δεν αποτελεί από μόνη της παράδοξο. Παράδοξη είναι η σιωπή και η μυστικοπάθεια που συνόδευσε τη ρήξη στο εσωτερικό της συντακτικής ομάδας του ARB. Η ιδρυτική διακήρυξη αρχών του books’ journal δεν περιέχει καμία αναφορά στα αίτια της διάσπασης, ενώ ο υποψιασμένος αναγνώστης ίσως μπορεί να διακρίνει ορισμένες υπαινικτικές φράσεις, στις οποίες ξεχωρίζει η εμφατική δήλωση ότι το νέο έντυπο θα έχει φανερούς οικονομικούς πόρους. Αντίστοιχη ήταν και η επιλογή της σύνταξης του ARB, πιθανότατα με τη γνωστή λογική ότι μυγιάζεται μόνο όποιος έχει τη μύγα. Η στάση του έναντι των εξελίξεων παραπέμπει στην ευφράδεια του Ιάπωνα παλαιστή σούμο, ο οποίος διαφημίζει σταθερά και σιωπηλά τα κλιματιστικά του στην τελευταία σελίδα. Κάπως έτσι, η αυτοεπιβεβαιωμένη πρωτοπορία διαμορφώνει το ιδεώδες μοντέλο του δημοκρατικού διαλόγου. Σκιαμαχίες περί διαφάνειας, υπονοούμενα και μυστικά ξεκαθαρίσματα συνθέτουν το πεδίο διαφωνίας και (αυτο)κριτικής, ενώ κάτω από την αδιατάρακτη επιφάνεια της σιδηράς συναίνεσης η πυρετώδης κίνηση εκτυλίσσεται μέσα στον απόλυτο μικρόκοσμο: κάτι σαν τρικυμία σε δαχτυλήθρα.
[40]
Κώστας Περούλης
Οι μάσκες του Ντάριο Φο και τα δύο πρόσωπα της ελληνικής αριστεράς
Τ
ο να δεις μέσα στην εκρηκτική οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα του ελληνικού 2011 δύο έργα του αριστερού αντικομφορμιστή συγγραφέα των μεγάλων ιταλικών λαϊκών κινημάτων Ντάριο Φο, παιγμένα το ένα σε μια επετειακή παράσταση ηλικίας τριάντα ετών από το παλαίμαχο ζευγάρι θεατρανθρώπων και αγωνιστών Ληναίου-Φωτίου και το άλλο σε μια ολοκαίνουργια, με τον πολυτάλαντο αστέρα «της γενιάς του Πολυτεχνείου» Σπύρο Παπαδόπουλο, είναι σαν να βλέπεις τα δύο πρόσωπα της υπό ευρεία έννοια ελληνικής αριστεράς στην παρούσα συγκυρία, πίσω από την παραμορφωτική θεατρική μάσκα: ένα συνεπές και ακόμα γεμάτο αγωνιστική διάθεση μα παρωχημένο, αλυσιτελές και –στην καλύτερη εκδοχή του εν προκειμένω– νοσταλγικό, και ένα άλλο με χίλια προσωπεία, που βολεύεται παντού με τον εαυτό του, που καταφέρνει να αφοπλίζει την ίδια του την κριτική, και που σου δίνει, τελικώς, την αίσθηση μιας ευκαιρίας που κάποτε χάθηκε. Ο Ντάριο Φο έγινε διάσημος τη δεκαετία του 1960 για την πολιτική του σάτιρα στο θέατρο και την τηλεόραση. Ουδέποτε υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Κάνοντας συχνά λόγο είτε για ψεύτικη είτε για σταλινική αριστερά, κινήθηκε σταδιακά όλο και πιο αριστερά, πιστεύοντας πως μια καλύτερη κοινωνία μπορεί να προέλθει μόνο από μαζικά κινήματα και όχι από τις αίθουσες του Κοινοβουλίου. Συνεπής με τις θέσεις του, το ταραγμένο ’68 εγκαταλείπει με τη σύντροφό του Φράνκα Ράμε τα κατάμεστα για τις παραστάσεις τους εμπορικά θέατρα και το ρόλο του «γελωτοποιού της αστικής τάξης», και, με έδρα ένα παλιό εργοστάσιο στο Μιλάνο, το Θέατρο της Κομμούνας, αρχίζει μια δεκαετή περιοδεία στις επαρχίες της Ιταλίας, όπου παίζει στα «Σπίτια του Λαού», σε πλατείες, σε υπό κατάληψη εργοστάσια και σε γήπεδα, μπροστά σε εκατομμύρια Ιταλούς εργάτες, αγρότες και φοιτητές. Την περίοδο αυτή γράφει και ανεβάζει –ειδικά για ένα κοινό που συχνά δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του θέατρο– τα σημα-
ντικότερα έργα του: Μίστερο Μπούφο (1969), Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού (1970), Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω (1974). Για τα έργα του θα διωχθεί επανειλημμένα με πάνω από 40 δίκες, το σπίτι και οι σκηνές του θα γίνουν στόχος εμπρηστικών επιθέσεων, η σύντροφός του θα απαχθεί, βασανιστεί και βιασθεί από φασίστες. Το 1997, όταν η εποχή των μεγάλων κινημάτων έχει από καιρό παρέλθει και ο ίδιος έχει επιστρέψει στα θέατρα, η αστική τάξη θα ξανακαλέσει τον παλιό γελωτοποιό της για να του απονείμει το βραβείο Νόμπελ – γεγονός που ο συμπατριώτης του Φίνι θα αποκαλέσει «ντροπή», η ιταλική διανόηση θα αγνοήσει επιδεικτικά και η ιταλική τηλεόραση θα μεταδώσει για μόλις τέσσερα λεπτά. Αυτό για το οποίο εκατομμύρια Ιταλοί λάτρεψαν τον Φο, εκτός από την πολιτική του σάτιρα και το λόγο υπέρ των απανταχού καταπιεσμένων, είναι η ίδια η παρουσία του στη σκηνή. Ο Φο γράφει και κάνει ένα θέατρο βγαλμένο από τους γελωτοποιούς του ύστερου Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, τους μπουφόνους και τους «τρελούς» που γυρνούσαν στα χωριά και τις βασιλικές αυλές, καθώς και από την ιταλική λαϊκή κωμωδία της ίδιας περιόδου, την περίφημη
[41]
commedia dell’arte. Θέατρο σωματικό, αυτοσχεδιαστικό, λαϊκό, που προκαλεί το καρναβαλικό γέλιο, σατιρικό και ανατρεπτικό. Είναι αυτοί όλοι οι γελωτοποιοί άλλωστε που είχαν το μοναδικό προνόμιο να λένε την αλήθεια κατάμουτρα στον βασιλιά, όχι σπάνια όμως τελικά με τίμημα την ίδια τους τη ζωή. Στο Δεν πληρώνω… δεν πληρώνω τίποτα (σκηνοθεσία Στέφανου Ληναίου, Θέατρο Άλμα), μια προτροπή στη συλλογική ανυπακοή, δύο αντρόγυνα της εργατικής τάξης, ένα ηλικιωμένο και ένα νιόπαντρο, και μαζί τους μια ολόκληρη συνοικία, αφυπνίζονται σταδιακά μετά από μια ακόμη ανατίμηση στο σουπερμάρκετ, και αρνούνται να πληρώσουν τα είδη πρώτης ανάγκης με τις νέες τιμές γιατί απλώς… δεν έχουν. Σε μια δίνη κωμικών ευρημάτων και παρεξηγήσεων, προσπαθούν να ξε φύγουν από το νόμο που τους καταδιώκει με το δίδυμο πρόσωπο του Αστυνόμου, άλλοτε κακόμοιρου μισθωτού που ονειρεύεται και ο ίδιος τη δική του ανυπακοή, και άλλοτε πιστού σκυλιού του κεφαλαίου. Γραμμένο το 1974, όταν η Ιταλία βυθίζεται σε στασιμοπληθωρισμό, με την ύφεση να εκτοξεύει την ανεργία, τον πληθωρισμό να διπλασιάζει τις τιμές, και τα συμβούλια εργατών στα εργοστάσια της Fiat να απαντούν με ομαδι κές πληρωμές στις προ ανατιμήσεων τιμές, το έργο αποτελεί μια απολαυστική φάρσα και οξεία πολιτική σάτιρα που ο συγγραφέας επικαιροποίησε για πολλοστή φορά, προκειμένου να περιλάβει τα νέα δεδομένα του ακριβού ευρώ και της κρίσης. Οι Ληναίος-Φωτίου στο τέλος της παράστασης συνδέουν το ανέβασμα του έργου για μία ακόμη φορά μετά από τριάντα χρόνια (1979-1981 το πρώτο ανέβασμα) με τα πρόσφατα κινήματα πολιτών του «δεν πληρώνω» στην Ελλάδα και τις απαιτήσεις των καιρών, συνηγορώντας στο στρατευμένο της παράστασής τους. Από κει και πέρα, το να κάνει κανείς κριτική σε μια παράσταση τριάντα ετών, δεν θα μπορούσε παρά να είναι κάτι συμβολικό. Βλέποντας αυτό το σεμνό ζευγάρι, μπορείς απλά να το φανταστείς δεκαετίες πριν σε μια απαράλλαχτη πα ράσταση να υπηρετεί πιστά τους εκρηκτικούς ρυθμούς αυτής της απαιτητικής φάρσας και να μεγιστοποιεί το πολιτικό μήνυμα μέσα στο γέλιο. Σήμερα, όπως είναι φυσικό, το ζευγάρι αυτό
δεν διαθέτει πια την αντοχή για ένα τέτοιο θέατρο και πείθει μάλλον η ιστορία του παρά η φυσική του παρουσία. Η ίδια η σκηνοθεσία του Ληναίου υποδεικνύει χωρίς νεωτεριστικές ή άλλες εκπλήξεις τις παραστασιακές δυνατότητες του έργου, αφήνοντας τη δραστικότητά του στη μέση: γελάει κανείς αλλά όχι όσο θα μπορούσε. Το νεαρότερο ζευγάρι των Θανάση Μπριάνα και Μαρία Βλάχου αναγκάζεται κι αυτό να «κατεβάζει ταχύτητα», παρακολουθώντας με υπερβολικό σεβασμό το γηραιότερο. Εν ολίγοις, ο έντιμος αυτός θίασος αδυνατεί πια εν έτει 2011 να επιφέρει ολοκληρωμένο θεατρικό αποτέλεσμα με μια παράσταση «γερασμένη», που τα υλικά της πηγαίνουν πολλές δεκαετίες πίσω. Στις 12 Δεκεμβρίου 1969 μια βόμβα εξερράγη απροειδοποίητα στην Αγροτική Τράπεζα της πλατείας Φοντάνα στο Μιλάνο, σκοτώνοντας δεκαέξι ανθρώπους και τραυματίζοντας ενενή ντα. Είχε προηγηθεί, μία μέρα πριν, μεγάλη νίκη των συνδικάτων με αυξήσεις των μισθών, καθιέ ρωση 40ωρου εργασίας κ.ά. Όπως από την πρώτη στιγμή ψιθυριζόταν και επικυρώθηκε δικα στικά μόλις το 2001, τη βόμβα είχαν τοποθετήσει ακροδεξιοί κύκλοι σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες, εγκαινιάζοντας τη «στρατηγική της έντασης» που είχε σκοπό να πλήξει τα μαζικά κινήματα, και ακολουθήθηκε από περαιτέρω τυφλή βία τα επόμενα χρόνια. Η αστυνομία συλ λαμβάνει δύο αναρχικούς, τους Πιέτρο Βαλπρέντα και Τζουζέπε Πινέλι. Ο πρώτος θα παραμείνει φυλακισμένος χωρίς καταδίκη για τρία χρόνια. Ο δεύτερος, τρεις μέρες μετά την έκρηξη, τα μεσάνυχτα της 15ης Δεκεμβρίου, θα «πηδήξει» από το παράθυρο του τέταρτου ορόφου της Ασφάλειας. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, ο επιθεωρητής Καλαμπρέζε τον είχε σκοτώσει κατά την ανάκριση με μια «κοφτή» στο λαιμό και στη συνέχεια, με τους συναδέλφους του, σκηνοθέτησαν αρχικά την εκδοχή της αυτοκτονίας και στη συνέχεια του «τυχαίου ατυχήματος». Ο ίδιος ο «εκπαραθυρωτής», όπως αποκλήθηκε, θα δολοφονηθεί από τους φασίστες τρία χρόνια μετά. Ο Φο έγραψε άμεσα το έργο προκειμένου να αποκαλύψει την αλήθεια. Εκεί, ένας τρελός, στην παράδοση των σοφών-τρελών της Αναγέννησης, περιφέρεται στην Ασφάλεια καταφέρνοντας
[42]
να πείσει τους εμπλεκόμενους στον θάνατο του αναρχικού ότι είναι ειδικός ανακριτής του Υπουρ γείου Δικαιοσύνης προς διερεύνηση της υπόθεσης. Με το εύρημα της δικαστικής αναπαράστασης των συμβάντων, μια ιδιοφυής εκδοχή του «θεάτρου μέσα στο θέατρο», ο τρελός-ανακριτής, που αναπαριστά τον αναρχικό, ξεσκεπάζει την αλήθεια και διακωμωδεί τους αστυνομικούς. Στο τέλος, αποκαλύπτει την αλήθεια σε μια νέα μαχητική δημοσιογράφο που εισέρχεται στην Ασφάλεια για ρεπορτάζ, εκπρόσωπο της κοινοβουλευτικής αριστεράς αλλά όχι αρκετά ριζοσπαστική για να αλλάξει την κοινωνία, κατά την κριτική του συγγραφέα. Έργο με στόχο την κρατική και αστυνομική αυθαιρεσία, ήταν η πρώτη σκηνοθετική απόπει ρα του Παπαδόπουλου (Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού, Θέατρο Αλεξανδράκη), ο οποίος –στο μάτι του κυκλώνα τον τελευταίο καιρό για τις αμαρτωλές συμβάσεις του στην ΕΡΤ– δηλώνει πως εμπνεύστηκε από τα σύγχρονα Δεκεμβριανά. Η παράσταση ξεκινάει τηλεοπτικά με τον ίδιο τον Παπαδόπουλο και τους υπόλοιπους ηθο ποιούς να προβάλλονται σε οθόνη να τραγουδούν το ροκ «τραγούδι τίτλων» από τα Κίτρινα Ποδήλατα «Άμα τα πάρω» για μίζες, ρουσφέτια, διεφθαρμένους πολιτικούς κ.λπ. Πριν απ’ αυτό το κοινό έχει πληρώσει γενική είσοδο 18 ευρώ, απ’ τα φτηνότερα εισιτήρια στην πιάτσα για τόσο μεγάλο όνομα, ή τίποτα αν είναι ανάμεσα στους τριάντα ανέργους της ημέρας. Στην μακριά ουρά, μια κυρία λέει πως έχει έρθει από την επαρχία. Όσο η παράσταση πλησιάζει προς το τέλος όμως, το κοινό είναι όλο και πιο μουδιασμένο. Όταν στο παραλλαγμένο φινάλε που επιλέγει για την σκηνοθεσία του, ο Παπαδόπουλος ζητά τη συμμετοχή του κοινού για να αποφασίσει αν η δημοσιογράφος πρέπει να ελευθερώσει τους δέ σμιους αστυνόμους ώστε να αφοπλίσουν μια βόμβα που ενεργοποιεί ο «τρελός» –οπότε όμως και θα τον «καθαρίσουν» για να μην φανερώσει την αλήθεια–, ή να τους αφήσει να «πληρώσουν» –οπότε και ο συμπαθής «τρελός» να ζήσει και να φανερωθεί η αλήθεια–, η πλειοψηφία ψηφίζει να
ελευθερώσει τους αστυνόμους, ενώ ο «τρελός»Παπαδόπουλος, και κάποια μειοψηφία, να αφήσει τη βόμβα να κάνει τη δουλειά της. Κανείς από τους ηθοποιούς της παράστασης – με εξαίρεση τον αγαθό αστυφύλακα του μουταδόρου Στέλιου Πέτσου που κλέβει, για του λόγου το αληθές, το χειροκρότημα– δεν διαθέτει το ζωντανό, αυτοσχεδιαστικό θέατρο που αντιστικτικά στήνει μέσα στο ζοφερό πολιτικό μήνυμα ο Φο. Ειδικά ο Παπαδόπουλος με τον πιο απαιτητικό ρόλο, μετά τα πρώτα λεπτά που παρουσιάζει τον «τρελό» μέσα από μια σειρά κλισέ, τον ξεχνάει εντελώς, είναι απλώς ο τηλεοπτικός Παπαδόπουλος κι αδυνατεί απόλυτα να κάνει αυτό που παραδοσιακά κάνει ο «τρελός» στο θέατρο: να σχολιάσει και να πολλαπλασιάσει τα κειμενικά και παραστασιακά – εδώ δηλ. πολιτικά– τεκταινόμενα με το σώμα ή το μορφασμό του. Η παράσταση εξαντλείται απλώς σε μόνιμες στριγκλιές και υστερίες που εκβιάζουν το ρυθμό της φάρσας. Συνδυαστικά, από το έργο έχουν περικοπεί οι ευθείες καταγγελτικές παρεκβάσεις που συνηθίζει ο Φο. Η μαρκίζα αναφέρει εξάλλου το έργο απλώς ως «κωμωδία». Έτσι, μέσα στον βεβιασμένα υστερικό ρυθμό, όπου οι ηθοποιοί του θιάσου βρίσκονται μάλλον σε αμηχανία απέναντι στα πολιτικά σήματα, σταδιακά και οι πολιτικές αιχμές χάνουν την κόψη τους, σκηνές όπως οι ανακριτές να τραγουδούν το «Avanti popolo» δεν κάνουν καμία εντύπωση, και ακόμα και το τολμηρό φινάλε, που πρέπει να φέρει το κοινό ενώπιον του καθρέφτη του, χάνει το ειδικό του βάρος και περνάει γρήγορα γρήγορα στο τελικό χειροκρότημα για τον «Σπύρο». Όταν ανάβουν τα φώτα, ο πανελλήνιας αποδοχής Παπαδόπουλος, με τον ίδιο τρόπο που όλους τους καθίζει αριστερά και δεξιά του στο τραπέζι του, έχει καταφέρει να συγχωνεύσει «στην υγειά μας» τον αντικομφορμισμό του Φο, το επίκαιρο «λαϊκό αίσθημα» για αντίσταση γενικώς, και τους χορηγούς στην αφίσα της παράστασης, το Mega Channel, τη Zougla.gr και τα Public. Το φτωχό θεατρικό αποτέλεσμα όμως μένει σαν το ενοχλητικό υπόλοιπο, το λογιστικό λάθος αυτού που θα ήταν ο τακτοποιημένος ισολογισμός των καιρών.
[43]
Αλέξης Φαρμάκης
Χρώματα εθνικής ευεργεσίας
Η
ελληνική μεγαλοαστική τάξη φτιάχτηκε από το τίποτα… Καπάτσοι καπεταναίοι που ρίσκαραν (πουλώντας όπλα σε όσους πολεμούσαν ακόμα με σπαθιά), πολυμήχανοι πατριώτες της διασποράς (όχι δα και μετανάστες) που έστυψαν την ευκαιρία και ανήλθαν, ταλαντούχοι διαχειριστές του φυσικού πλούτου και του ανθρώπινου οίστρου (μπάζωσαν την μισή επικράτεια, έκαψαν την άλλη μισή και μετά ένωσαν τα δύο μέρη με μπετόν τοις μετρητοίς). Ευθυτενείς και μαυρισμένοι, Ανατολίτες στα παζάρια και Βορειοευρωπαίοι στους τόκους, ασπρόμαυροι Ωνάσηδες με πούρα και πολύτιμους λίθους σε κομπολόι· με σχέδιο δράσης, σχέδιο Μάρσαλ και πλάνο υστεροφημίας. Οι προνοητικοί στο έβγα του βίου τους εξασφάλισαν την αναπαραγωγή της δυναστείας σβήνοντας τα ίχνη της διαδρομής. Τα ιδρύματα των ύστερων χρόνων τους έχτισαν 2-3 νοσοκομεία, 7-8 μουσεία, καμιά 40αριά υποτροφίες και ξέπλυναν τα καλά φράγκα και τις ψιλές ενοχές στην κολυμπήθρα της εθνικής ευεργεσίας. Στο τέλος, το πεπρωμένο τους ήταν απροσδόκητα κοινό και αχάριστα παγωμένο. Έγιναν όλοι μαρμάρινοι ανδριάντες, να στέκονται απέναντί τους τρίτης κοπής γραφειοκράτες αναιδέστατα και κρεολικά αναφωνούντες: «Euxaristoume Ellada. Euxaristoume Athina» Οι επίγονοι δεν είχαν το μικρόβιο της ατομικής διάκρισης. Κουρασμένοι και βαρεμένοι από τη ραθυμία της καλοπέρασης και της νοικιασμένης ηδονής επένδυσαν εξαρχής στο σύνολο. Σε ανέμπνευστους καιρούς ιδιοτέλειας και ατομικισμού, εκείνοι ανανέωσαν το πνεύμα της «συλλογικότητας» και της συμπόρευσης για να συνεχίσουν την πιο φωτισμένη προσφορά των προγόνων, για να ανταποδώσουν κάτι ελάχιστο στην κοινωνία που τους καταξίωσε… Οι επίγονοι δεν περιορίστηκαν στη μηχανική ανάληψη των οικογενειακών ομίλων, δεν επαναπαύτηκαν στις δεδομένες «προμήθειες». Η επισταμένη μελέτη της ιστορίας τους ώθησε να προτάξουν το συλλογικό στο προσωπικό και να αναλάβουν την ευθύνη να φτιάξουν ομάδες. Η ανάγκη, και μόνο, τους επέβαλε να επενδύσουν και στην
επικοινωνία (εξαγοράζοντας μερίδια, χωρίς ιδεο λογικές αγκυλώσεις, σε όσα το δυνατόν περισσότερα Μέσα της παλιάς πολωμένης πολιτείας) προκειμένου να ενισχύσουν τον παιδευτικό χαρακτήρα του εγχειρήματος και να διασφαλίσουν τον απρόσκοπτο προσανατολισμό της κοινής γνώμης στον κοινό Σκοπό. Καλοταϊσμένοι απόφοιτοι ιδιωτικών σχολειών, φιλομαθείς φοιτητές με δωρισμένη την έδρα βαλκανικής ιστορίας στο όνομα του πατρός, ναρκοκορεσμένοι γιάπηδες που αρμενίζουν σε ιδιωτικά λιμάνια με ιδιόκτητα σκάφη και αγορασμένους φίλους. Οι επίγονοι δικαιούνται να ελπίζουν πως δεν θα πεθάνουν μέσα στην ομοιομορφία των λευκών μαρμάρων. Εκείνοι συσπειρώθηκαν εξαρχής στα ασφαλή και περίκλειστα παιδικά βιώματα των βορείων προαστίων και αδιαφορούν παντελώς για την υστεροφημία τους. Είναι αυστηρά προσηλωμένοι στο αιώνιο, αδηφάγο παρόν και με την πρώτη ευκαιρία της ύστερης κοινωνικής και επαγγελματικής εμπειρίας τους (λίγο μετά τα τριάντα) επέδειξαν το ήθος της ανατροφής, διάλεξαν μετερίζι άσκησης, αναλώθηκαν σε έναν ευγενικό αγώνα χωρίς σκοπιμότητα καμιά: άλλος για τον Παναθηναϊκό, άλλος για τον Ολυμπιακό και όλοι για την Ελβετία. Θα περίμενε κανείς το Harvard, το LSE, το Boston University έστω, να αφήσουν μαζί με την ευρύτητα πνεύματος και κάποια ψιχία ελιτισμού στους επιγόνους των ηγεμόνων. Συμβαίνει ασυνείδητα· ενάντια στην επιθυμία και τη μετριοπαθή προσπάθεια. Η επαφή με την καλλιέργεια, και τη βασανιστική ψυχική ενδοσκόπηση, προσωπικοτήτων και κύκλων προικισμένων, είναι αναπόφευκτο να βαρύνουν βιωματικά και να παρασύρουν οποιονδήποτε σε μανιέρα αθέλητης δυσπιστίας και σνομπισμού. Και όμως, ήρθε άλλο ένα χιλιοτραγουδισμένο ελληνικό Σαββατόβραδο να αποδείξει ότι η ελληνική μεγαλοαστική τάξη διατηρεί, μέσα στο κοσμοπολίτικο μεγαλείο της, τη λαϊκή απλότητα και ειλικρίνεια που γεφυρώνει κάθε προσωρινή αδικία στην ευλογημένη χώρα. Η ηθική διδασκαλία (σε νότες αυθεντικού αρρενωπού μικροαστικού παραληρήματος) του
[44]
νεαρού ηγεμόνα του τύπου και του λιμανιού υπενθυμίζει τη λεβεντιά και την ευθυμία των αυτοδημιούργητων προγόνων. Η περσόνα του μεγαλοαστού του 21ου αιώνα αρμενίζει ανεμπόδιστη σε ατραπούς συνάμα υπερμοντέρνες και παραδοσιακές. Η έπαρση, η αγραμματοσύνη, η μέθη της αναγνωρισιμότητας, το καφριλίκι, ο εκ του ασφαλούς (ελέω των ταγμάτων συνοδείας) τσαμπουκάς και η διαπλοκή με το δημόσιο (με τη Νέα Ελληνική Τηλεόραση, τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, τις Νέες Επιχειρησιακές Συμβάσεις, την εκάστοτε Νέα Ελληνική Κυβέρνηση
και ό,τι νεότερο διατίθεται) σκιαγραφούν τη γενεαλογία συγκινητικής ιστορικής συνέπειας που συγχέει τον κροίσο κληρονόμο-ιδιοκτήτη με τον άξεστο, φανατισμένο κοπρίτη. Πρόκειται δε περί σύγχυσης τόσο έντονης ώστε να δοκιμάζεται και η σπουδαγμένη από τους επιγόνους εγελιανή διαλεκτική. Ώστε να μην μπορείς να διακρίνεις τον αφέντη από τον δούλο, τον εκλεκτό από τους κοινούς, τον εργοδότη από τον άνεργο, τον εξευγενισμένο από το θηρίο, τον πρόεδρο από τη μισή ντουζίνα μπράβους που τον «συνεπικουρούν».
[45]
ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΔΙΑΘΕΤΕΙ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΖΕΙ ΤΟ ΕΦΙΚΤΟ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ Η ωριμότητα της ανθρωπότητας εξαρτάται απόλυτα από την ικανότητά της να διακρίνει τι είναι για αυτήν εφικτό και τι ανέφικτο. Σε τούτη τη διάκριση πρέπει να υποτάσσονται όλες οι σκέψεις και οι πράξεις μας, οι προσδοκίες και οι διαψεύσεις μας. Ας εξηγηθούμε: οπωσδήποτε έχουμε την ελευθερία της επιλογής των πράξεών μας· και λένε πως είναι τούτη ακριβώς η ελευθερία που μας ξεμακραίνει από την απλοϊκότητα του πρωτόγονου, από τον φυσικό καταναγκασμό στον οποίο υπακούουν τα ζώα και τα φυτά τούτου του κόσμου. Μα δεν έχουμε κι εμείς άραγε τη φύση μας; Δεν είμαστε πλεονέκτες; Δεν είμαστε βίαιοι; Δεν μας κατατρώει η επιθυμία για ανομολόγητες, καταστροφικές ηδονές; Ποτέ μην πιστέψετε πως δεν έχουμε μια φύση. Πολύ περισσότερο ποτέ μην πιστέψετε πως δεν έχουμε μια τέτοια φύση. Κι όμως, η ελευθερία του καθενός μας μάς επιτρέπει είτε να την τιμούμε είτε να την ποδοπατούμε αναίσχυντα, παριστάνοντας τους αγίους. Αλλά προσοχή! Η μέθη της προσωπικής ελευθερίας, η παραφορά της ατομικής μας βούλησης, δεν πρέπει να θολώνει τη λογική μας ικανότητα να διακρίνουμε το εφικτό από το ανέφικτο στη ζωή της ανθρωπότητας. Ο ίδιος μας ο στοχασμός μάς βεβαιώνει: κι αν ακόμη βρείτε έναν ή και περισσότερους αγίους να τριγυρνούν ανάμεσά σας ή μέσα σας, δεν θα βρείτε ποτέ την ανθρωπότητα ικανή για αγιοσύνη. «Δεν είμαι έτσι» μπορούμε να πούμε για τον εαυτό μας και ταυτόχρονα να λέμε την αλήθεια, αν πράγματι επιλέξαμε να μην είμαστε τόσο αμαρτωλοί, όσο μας προστάζει η φύση μας. Μα την ίδια φράση, σαν μεσολαβεί ένας διαβολικός πληθυντικός, τη φράση «δεν είμαστε έτσι», κανένας δεν την ξεστομίζει χωρίς να συνειδητοποιεί πως ψεύδεται! Μέσα στο σύνολο που ονομάζεται ανθρωπότητα, σε κάθε έναν που επέλεξε να γίνει άγιος θα αντιστοιχεί πάντοτε κάποιος που επέλεξε να γίνει άθλιος. Ιδού λοιπόν η ανθρωπότητα, ένα ρούχο λερωμένο με ανεξίτηλους λεκέδες· κι ας θυμηθούμε πως ένα τέτοιο λερό ρούχο το πετάμε δίχως δεύτερη κουβέντα και ποτέ δεν το κρατάμε, μόνο και μόνο επειδή κάποια μέρη του υφάσματος παρέμειναν καθαρά. Στη συλλογική μας ύπαρξη, εκεί είναι που ξεπροβάλλουν τα στίγματα της καθαρής μας φύσης, εκεί ξεγυμνώνονται οι καθολικές της ιδιότητες (όχι πια ο κακός μα η κακία, όχι ο αμαρτωλός αλλά η αμαρτία)· κι εμείς, με τη βοήθεια της κρίσης μας, είμαστε πλέον ώριμοι –επιτέλους– να ξεχωρίζουμε τι είναι εφικτό και τι ανέφικτο για την ίδια την ανθρωπότητα. Στους ονειροπόλους φιλοσόφους λοιπόν, στους μισότρελους μύστες, στους αλαφροΐσκιωτους πολιτικούς, που θα δοκιμάσουν να σας παρασύρουν, δεν βλάπτει διόλου (μη φοβάστε πως θα πείτε κάτι παράτολμο, επικίνδυνο, προκλητικό, πρωτότυπο) να δηλώσετε : «Ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά, αυτός μάλιστα! Μπορεί κι οφείλει να αλλάξει τον εαυτό του, γιατί η ατομική ελευθερία βαδίζει χέρι χέρι με την ίδια τη φύση των ανθρώπων». Αρκεί να συμπληρώσετε με σθένος και να επαναλαμβάνετε πεισματικά με κάθε ευκαιρία: «Όλες οι απόπειρες για την αλλαγή της ανθρωπότητας κατέρρευσαν. Πώς δεν το βλέπετε; Η ανθρωπότητα δεν μπορεί και δεν οφείλει να αλλάξει, γιατί η συλλογική ελευθερία αντιστρατεύεται την ίδια την ανθρώπινη φύση!» Άγης Πετάλας
[46]
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗΣ Χθες το πρωί, την ώρα που ετοιµαζόµουν να ανοίξω την είσοδο του γραφείου µου διέκρινα στο πεζοδρόµιο δύο ολόγυµνα οπίσθια, τα οποία ή ετοιµάζονταν να κάνουν ή µόλις είχαν κάνει το καθήκον που τους έταξε η φύση. Πριν προλάβω να στρίψω το κλειδί, πίσω από τα οπίσθια είχε προβάλει το κεφάλι ενός γενειοφόρου νέου το οποίο, προφανώς εκτιµώντας τη φλεγµατική µου στάση, µε καθησύχασε δηλώνοντάς µου ότι δεν έκανε αυτό που νόµιζα ότι έκανε. ∆ιακριτικός όπως είµαι, δεν τον ρώτησα τι έκανε. Σκέφτηκα πολύ απλά ότι είναι ανθρωπιστικό δικαίωµα του καθενός να υπηρετεί τη φύση του, όπως και είναι ανθρωπιστική µου υποχρέωση να µην εµποδίζω την άσκηση των σωµατικών δικαιωµάτων του οποιουδήποτε. […] ∆εν ξέρω πόσοι από σας θα συµφωνήσετε µε την εκδοχή του ανθρωπισµού που αναγκάστηκα να αποδεχθώ για να µην ξεκινήσω τη µέρα µου φωνάζοντας, βρίζοντας, ουρλιάζοντας ή απλώς µεµψιµοιρώντας για να οικτίρω τον εαυτό µου, τη χώρα µου, την κυβέρνηση, τον δήµο, το κράτος, τον ΟΑΣΑ, τις ∆ΕΚΟ και όποιον άλλον αρµόδιο ή αναρµόδιο παρέσυρε η ακατάσχετη έκκριση αδρεναλίνης που προκάλεσε η συνάντησή µου µε τα γυµνά οπίσθια. Ακόµη όµως και όσοι διαφωνείτε οφείλετε να παραδεχθείτε πως δεν είναι ούτε πρωτότυπη ούτε αιρετική. […]Πολλοί σιτίζονται απ’ αυτήν, και δεν εννοώ µόνον τους λαθρέµπορους από την Κεντρική Αφρική ή την Ασία που καλύπτουν τα κενά της οικονοµικής κρίσης. Εννοώ και όσους ασκούν το συµπαθές επιτήδευµα του «κοινωνικώς ευαίσθητου». […] ∆εν ξέρω αν και τα δικά τους καταστήµατα θα ανοίγουν τα Σάββατα, όµως εκείνο που ξέρω είναι πως πρέπει και το επάγγελµα του «κοινωνικώς ευαίσθητου» κάποτε, επιτέλους, να ανοίξει. […] Και εξεγείρονται µε την ιδέα του «τείχους». «Το τείχος συµβολικά περιφράσσει το τοπίο της κρίσης» λένε, και όποιος καταλάβει τι λένε πολύ θα ήθελα να µου το εξηγήσει. […] Έχουν και τα σύµβολα την αξία τους, θα µου πείτε. […] Η δηµόσια αφόδευση όµως δεν συµβολίζει τίποτε. Κατεβάζει την κοινωνική ζωή στο επίπεδο της στυγνής πραγµατικότητας, πνιγηρής, δύσοσµης, ανεξέλεγκτης. Και υπό το πρίσµα αυτής της πραγµατικότητας, οφείλουµε να αντιµετωπίσουµε και το πρόβληµα της λαθροµετανάστευσης, του τείχους ή των θαλάσσιων συνόρων. Να συνειδητοποιήσουµε κατ’ αρχάς πως, ασχέτως αριθµών, οικονοµικής κρίσης και λοιπών εύκολα µετρήσιµων παραµέτρων, µια κοινωνία η οποία έχει καταργήσει τα εσωτερικά της σύνορα, τα όρια της κοινωνικής συµπεριφοράς, είναι ανοχύρωτη πρωτίστως απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό. Τα συρµατοπλέγµατα στον Έβρο είναι µια σχεδόν γραφική λεπτοµέρεια στο όλο τοπίο. Οι αντιδράσεις όµως που προκάλεσαν δείχνουν, εκτός από την επαγγελµατική συνέπεια της εργολαβικής Αριστεράς, ότι τα ερείσµατα της κοινής λογικής, ακόµη και σ’ αυτό το ζήτηµα, αφήνουν τη σκέψη µας απροστάτευτη. […] Το θέµα είναι αν η ελληνική κοινωνία έχει ακόµη τα αντανακλαστικά για να µπορέσει να αποκαταστήσει τα όρια της κοινωνικής συµπεριφοράς που έχει η ίδια καταλύσει. Γιατί, ως γνωστόν, η ίδια η έννοια του δικαίου στηρίζεται στην αποδοχή των ορίων, µε συρµατοπλέγµατα ή χωρίς. Τάκης Θεοδωρόπουλος, συγγραφέας, προέδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου εφ. Τα Νέα, 14.1.2011
[47]
ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ Επομένως ο μηχανισμός της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής φροντίζει να μη συνοδεύεται η απόλυτη αύξηση του κεφαλαίου από αντίστοιχη αύξηση της γενικής ζήτησης εργασίας. Και αυτό ο απολογητής το ονομάζει αντιστάθμισμα για τη δυστυχία, τα βάσανα και τον πιθανό αφανισμό των εκτοπισμένων εργατών στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, που τους πετάει στις γραμμές του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού! Η ζήτηση εργασίας δεν είναι ταυτόσημη με την αύξηση του κεφαλαίου, η προσφορά εργασίας δεν είναι ταυτόσημη με την αύξηση της εργατικής τάξης, έτσι που να αλληλοεπηρεάζονται εδώ δυο ανεξάρτητες η μία από την άλλη δυνάμεις. Les dés sont pipes [τα ζάρια είναι πειραγμένα]. Το κεφάλαιο ενεργεί ταυτόχρονα και προς τις δύο κατευθύνσεις Αν συσσώρευσή του αυξάνει από τη μια μεριά τη ζήτηση εργασίας, από την άλλη αυξάνει την προσφορά εργατών με την «ελευθέρωσή» τους, ενώ ταυτόχρονα η πίεση των ανέργων εξαναγκάζει τους εργαζόμενους να κινητοποιούν περισσότερη εργασία, δηλαδή ώς ένα βαθμό κάνει την προσφορά εργασίας ανεξάρτητη από την προσφορά εργατών. Η κίνηση του νόμου ζήτησης και προσφοράς της εργασίας πάνω σ’ αυτή τη βάση ολοκληρώνει τη δεσποτεία του κεφαλαίου. Γι’ αυτό, μόλις οι εργάτες ανακαλύψουν το μυστικό του πώς συμβαίνει ώστε, όσο περισσότερο εργάζονται, όσο περισσότερο ξένο πλούτο παράγουν και όσο περισσότερο αυξάνει η παραγωγική δύναμη της εργασίας τους, τόσο πιο επισφαλής να γίνεται γι’ αυτούς ακόμα και η λειτουργία τους σαν μέσο αξιοποίησης του κεφαλαίου· μόλις ανακαλύψουν πως ο βαθμός εντατικότητας του συναγωνισμού μεταξύ τους εξαρτάται ολότελα από την πίεση του σχετικού υπερπληθυσμού· επομένως, μόλις επιχειρήσουν με τα εργατικά σωματεία κ.λπ. να οργανώσουν μια σχεδιασμένη συνεργασία εργαζομένων και ανέργων για να σπάσουν ή να εξασθενίσουν τις καταστρεπτικές για την τάξη τους συνέπειες αυτού του φυσικού νόμου της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής – βάζουν τις φωνές το κεφάλαιο και ο συκοφάντης οικονομολόγος του για καταπάτηση του «αιώνιου» και σαν να λέμε «ιερού» νόμου της ζήτησης και της προσφοράς. Γιατί κάθε αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργαζόμενους και τους άνεργους διαταράζει το «καθαρό» παιχνίδι αυτού του νόμου. Ενώ από την άλλη, λ.χ. στις αποικίες, μόλις δυσμενείς συνθήκες αρχίζουν και παρεμποδίζουν τη δημιουργία του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού και μαζί του την απόλυτη εξάρτηση της εργατικής τάξης από την τάξη των κεφαλαιοκρατών, εξεγείρεται το κεφάλαιο μαζί με τον ξεφτισμένο Σάντσο Πάντσα του ενάντια στον «ιερό» νόμο της ζήτησης και προσφοράς, και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με βίαια μέσα. Καρλ Μαρξ, Το κεφάλαιο
[48]
Αλέκος Λούντζης
Σάι-φάι. Στιγμιότυπο πρώτο: βάθος πεδίου … η πρώην οδός Σόλωνος με διάσπαρτες μικρές λακούβες. Κάτω από την άσφαλτο δεν υπάρχει αμμουδιά – τουλάχιστον εδώ· έχει έναν κακοστρωμένο χωματόδρομο, με μια τεράστια τρύπα σαν κρατήρα έξω από το κίτρινο κτήριο της πρώην Νομικής Σχολής. Η ήπια κατηφόρα που ξεκινάει καλύπτεται από πυκνό νέφος έως πέρα… Το παχύρευστο ωχροκίτρινο αέριο που έριξε η ειδική μονάδα υπέργειων καταστροφών των ΕΚΑΜ προκειμένου να εμποδίσει τους καταληψίες να επιστρέψουν στο κτήριο, επωφελούμενη από τη μαζική συμμετοχή στην πορεία της Δευτέρας, πέτυχε αρκετούς από τους στόχους του εμπνευστή του σχεδίου: δημιούργησε απερίγραπτη δυσφορία σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων. Ανάγκασε και τους τελευταίους φλύαρους ή αργυρώνητους σχετικιστές να το βουλώσουν. Τρόμαξε τους πάντες. Μετέτρεψε το πρώην κτήριο της πρώην Νομικής σε ένα τερατώδες πενταώροφο τρακαρισμένο ταξί … και φυσικά απέτρεψε τη μεγάλη μάζα των καταληψιών από να επιστρέψουν. Όσοι το επιχείρησαν τράπηκαν σε φυγή σε λιγότερο από μία ώρα βήχοντας σαν φυματικοί και ξύνοντας τα αηδιαστικά εκζέματα –σαν εκτεταμένα εγκαύματα– στα μέρη των άκρων τους που ήταν ακάλυπτα. Από τους δώδεκα –λένε– που είχαν παραμείνει στο κτήριο κατά τη διάρκεια της πορείας, οι επτά είναι νεκροί –με ονόματα και φωτογραφίες– από ασφυξία –λένε–, οι δύο νοσηλεύονται σε κρίσιμη κατάσταση –λένε– και για τους άλλους τρεις ακούγονται διάφορα αλλά δεν –λένε– τίποτα. Κατά μήκος του κτηρίου επί της οδού Σόλωνος διακρίνεται σαν αναγεννησιακή φθαρμένη τοιχογραφία ένα τελευταίο σύνθημα Να μπορούν οι μέρες να κυλούν χωρίς προορισμό. Να μην ακολουθούν οι πράξεις ένα σχέδιο1 Αγνοούμενοι, οδοφράγματα, αγουροξυπνημένοι τηλεθεατές στο κατώφλι πανικού, κίτρινη μπογιά, κόκκινο αίμα, μαύροι καπνοί… ανυπέρβλητες υπερβολές για την γκριζογάλανη ρουτίνα. Δεν ξέρεις τι βλέπεις απ’ όσα αντικρίζεις. Τα φωβιστικά χρώματα εξαπλώθηκαν στο αχνό φόντο σαν οδύνη νεανικού χωρισμού· όλοι τον θεωρούσαν αναπόφευκτο, κανείς δεν ήθελε να τον πιστέψει και όταν τελικά συνέβη δεν υπήρχε κανένα ικανό ανάχωμα στο κύμα. Η κλίση διευκολύνει το βήμα και η επιταχυνόμενη τριβή με το έδαφος την αίσθηση πραγματικότητας. Ο κατηφορικός δρόμος καταλήγει στην πρώην λεωφόρο Πατησίων. Ένας αχανής ακάλυπτος δημόσιος χώρος, όπως ήταν και πάγιο αίτημα του κινήματος. Μια αλάνα ασφάλτου σαν πίστα αεροπλάνων σε εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο. Στο έδαφος, ανάμεσα στο χαρτοπόλεμο από μάρμαρα και κομμάτια τσιμέντου, διακρίνονται μεγάλοι λεκέδες από ένα γλοιώδες μείγμα βενζίνης και λαδιών και στις γωνίες πρόχειρα στοιβαγμένοι σωροί από μπάζα και αποκαΐδια. Στις πεντέμισι το απόγευμα το βαλτωμένο νεφέλωμα από καπνούς, δακρυγόνα και εξατμίσεις δίνει την αίσθηση χαράματος με ομίχλη. 42 βαθμοί υπό σκιά, ερημιά ανθρώπων και μηχανών, και ένας διαπεραστικός ήχος από το συνεχές χτύπημα πλήκτρων που σημαίνει το αγχώδες δίωρο των γραφιάδων. Αμέσως μετά το πέρας της
1. Luther Blisset, Ο Εκκλησιαστής, μτφρ. Χ. Κακατσάκη, Τραυλός, Αθήνα 2001, σ. 837.
[49]
Hossam el-Hamalawi
ωριαίας ημερήσιας παροχής ρεύματος, όπου μέσα σε πανδαιμόνιο λυσσούν αφηνιασμένες οι απολύτως αναγκαίες –για να μην πέσει η τάση– ηλεκτρικές συσκευές, μεσολαβεί ένα εικοσάλεπτο ανάπαυσης και απόλυτης ησυχίας. Μετά αρχίζουν να ακούγονται, σποραδικά από το βάθος σαν τζιτζίκια και σταδιακά όλο και πιο έντονα και συντονισμένα, τα νευρικά χτυπήματα που καρφώνουν λέξεις όσο αντέχει η μπαταρία του υπολογιστή. Έμμισθοι καθησυχαστές, πρωτοπόροι καθοδηγητές, ερασιτέχνες χρονογράφοι και επίδοξοι συγγραφείς, αποσβολωμένοι μεσήλικες και ρομαντικοί έφηβοι… βαρούν κουρδισμένοι όλοι μαζί τα κουμπιά μέχρι να σβήσει ο ηλεκτρισμός. Χτίζουν διηγήματα, προκηρύξεις, απομνημονεύματα, ανταποκρίσεις, λιβέλους, σονέτα, καταγγελίες, ερωτικές επιστολές… ανορθογραφίες στο φύλλο του
[50]
καιρού που καλπάζει και στην οθόνη του υπολογιστή που τρεμοσβήνει επισημαίνοντας την ανάγκη του έσχατου save για να σωθεί η ιστορία. Η υποβλητική μουσική της εαρινής συμφωνίας των γραφιάδων… ο ήχος στην εισαγωγή ακούγεται σαν ψιλή βροχή και στην κορύφωση σαν πενήντα ξεκούρδιστα πιάνα αφημένα στη διάθεση μαθητών δημοτικού σε διάλειμμα. Ενίοτε η συναυλία διακόπτεται από φωνές· συνθήματα απ’ το δρόμο, ενδοοικογενειακές βρισιές ή ξεσπάσματα της Τζένης. Είχαμε να ακούσουμε τη φωνή της από την κηδεία. Είχε κλάψει ελάχιστα και πνιχτά, μόνο πάνω από το μνήμα. Όταν άφησε το λουλούδι, ακούστηκε σταθερή η τελευταία της πρόταση «τώρα δεν περνάει με τίποτα η ζωή». Η μοναχοκόρη της πέρασε από την εφηβική υπερκινητικότητα στη σοφή ακινησία μέσα σε δώδεκα ημέρες. Η αδιάκριτη ασθένεια δεν είχε καν όνομα. Γύρισε από το δημόσιο νοσοκομείο χωρισμένη δεύτερη φορά, με μια ακόμα άγνωστη λέξη –αυτοάνοσο–, αμίλητη. Τα τελευταία δέκα χρόνια οι σπάνιες αναφορές την περιέγραφαν ως την άτυχη πενηντάρα του τρίτου ορόφου. Η Τζένη δεν μιλούσε ποτέ· και όταν δεν μιλάς δεν αλλάζεις ηλικία. Τις τελευταίες εβδομάδες η φωνή της ακούγεται στεντόρεια σε όλη τη γειτονιά τουλάχιστον δύο φορές τη μέρα. Προαναγγέλλει, με αλάθητο ένστικτο, τις ομάδες των νεαρών που κατηφορίζουν κυνηγημένοι την πρώην οδό Ασκληπιού. Μισό λεπτό πριν τις φωνές ακούγεται η φωνή απρόσμενης αλληλεγγύης: «περνάει, περνάει, στο καλό». Έτσι και αλλιώς τα παράξενα ήταν πολλά και έγιναν πολύ γρήγορα· ή και πολύ αργά αν το σκεφτείς. Μέχρι το 2000 στις μισές χολλυγουντιανές παραγωγές το τέλος του κόσμου αποτρεπόταν την τελευταία στιγμή από κάποιον απίθανο μπουφόνο. Στις αντίστοιχης θεματικής ταινίες των αρχών του 21ου αιώνα η ιστορία του γελάει κατάμουτρα, ο μπουφόνος συνταξιοδοτείται, και στο πανί ανοίγεται η ερημοζωική περίοδος μιας ανθρωπολογίας χωρίς ανθρώπους. Η φυσική καταστροφή ήταν, φυσικά, το μόνο ενδεχόμενο που επέτρεπε το σενάριο. Στα πρώτα 30 λεπτά από την ανακοίνωση, εντός τεσσάρων τοίχων είχαν παραμείνει μόνο οι γέροντες και τα μωρά· σαν ισχυρός σεισμός. Κατά τη διάρκεια των πρώτων 20 ημερών της ρήξης είχαν σπάσει όλα τα σταθερά κρύσταλλα· σαν κινηματογραφικός σεισμός διαρκείας. Οι τζαμάδες δούλευαν με τρία χέρια· έκαναν την απέλπιδα μπάζα της καριέρας τους, μιλούσαν σε κινητό και σταθερό ταυτόχρονα, έβριζαν ή εξωράιζαν την ρήξη ανάλογα με τον πελάτη, παρείχαν υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης, υλικής αναστήλωσης, μετακομιστή διαμελισμένων αντικειμένων… ώσπου τελικά τη 19η ημέρα σώθηκαν οι προμήθειες. Ξεμείναμε από τζάμια. Αργά ή γρήγορα… όταν ξεκίνησαν να γίνονται, τα πράγματα δεν κώλωσαν πουθενά. Κάποιος φύσηξε τη λάθος στιγμή και τις υπερσύγχρονες ρήτρες ασφαλείας της συμφωνίας μας πήρε ο αέρας σαν μαντήλι και ο διάολος σαν βρισιά. Οι ημερομηνίες κόλλησαν ακριβώς για τον σεναριογράφο. Στις 20 ημέρες που έλειπαν στον Μάρτιο ο πρώτος κύκλος είχε ολοκληρωθεί και η βιολογική εξάντληση είχε επιβάλει τη μόνη δυνατή ανακωχή. Όταν ξημέρωσε πρωταπριλιά είχαμε αλλάξει μήνα και κόσμο μαζί. Την τελευταία εβδομάδα τα πράγματα πήγαν πέρα από την αγριάδα. Στους αρκετούς ελαφρούς, κατά τις συνήθεις συμπλοκές επιδρομέων και ιδιοκτητών, προστέθηκαν τρεις σοβαροί τραυματισμοί· εκ των οποίων ο ένας είχε και χαρακτηριστικά μανιακής βιαιότητας με δαγκωματιές και χαρακιές –λένε– και ένας νεκρός από συγκοπή –λέμε. Στις τελευταίες συναντήσεις οι καταστηματάρχες φορούσαν γιορτινά σκουφιά πάνω από τη σάρκινη μάσκα απελπισίας, και έσπευδαν να μοιράζουν απλόχερα τα υπάρχοντά τους. Περίμεναν στο πλατύσκαλο του καταστήματος τους ανυπόμονους
[51]
Hossam el-Hamalawi
πελάτες και μοίραζαν τα δώρα χωρίς δεύτερη σκέψη. Έμοιαζαν με φιλεύσπλαχνους Βέλγους εθελοντές μη κυβερνητικής οργάνωσης σε διανομή τροφίμων εν μέσω εμφύλιας σύγκρουσης· κάπου εκεί στη μακρινή φρίκη κάποιας μακρινής ηπείρου. Έκαναν ό,τι είναι δυνατόν για να κρατήσουν την αλαφιασμένη αγέλη έξω από τα καταστήματα. Τους άφηναν να διαλέξουν, τους πρότειναν τις καλύτερες ευκαιρίες, τους μιλούσαν σε έναν λυπημένο, ραγιάδικο πληθυντικό· δεν τους έφερναν αντίρρηση καμιά και δεν κουνούσαν ρούπι μέχρι να βεβαιωθούν ότι το μαγαζί φαίνεται τελείως άδειο από τη βιτρίνα. Χάριζαν τα τελευταία συσσωρευμένα αναλώσιμα για να μην αναλωθούν οι ίδιοι. Στα τελειώματα δεν έσπασε ούτε φλιτζανάκι. Ύστερα κλείδωναν βιαστικά –αν υπήρχε κλειδαριά– και κινούσαν για το σπίτι. Στον από κάτω όροφο κάποιο μέλος της αγέλης ξεκοκάλιζε λαίμαργα τα αγαθά τους, βγάζοντας σφυριχτά επιφωνήματα απόλαυσης. Και οι ήχοι δυστυχώς ταξίδευαν από τα σπασμένα παράθυρα σε όλη την πολυκατοικία. Η μυσταγωγική διέγερση είχε πολλά προσωπεία· την άγρια ευφορία της ανατροπής, τις ψιθυριστές κατάρες των καταβαραθρωμένων, τη σιωπηρή αναμονή των πολλών. Η πόλη άλλαζε δεν είχε αλλάξει. Στις παρυφές των έρημων λεωφόρων κάθε στενό πρόβαλε σαν δέσμη φωτός τη διάθεσή του. Από κάποια δεν έπαιρνες λέξη. Αλλού ακούγονταν μουσικές, γέλια και τσουγκρίσματα σαν δεκαπενταυγουστιάτικο πανηγύρι εκτός εποχής. Όταν σωθήκαν όλες όλες οι τροφές, οι κυνηγοί και συλλέκτες άνοιξαν τα δέματα να δουν τι είχαν μαζέψει. Η χριστουγεννιάτικη τελετουργία ανταλλαγής δώρων κράτησε δύο μέρες. Την τρίτη μέρα, στο δρόμο σχηματίστηκε μια αλλόκοτη αργόσυρτη παρέλαση. Τους τελευταίους έξι μήνες ο κόσμος λόγω της ανέχειας κοιτούσε τις βιτρίνες χωρίς να βλέπει τίποτα – ούτε καν το αινιγματικό μειδίαμα της κούκλας. Σταδιακά ο στερημένος καταναλωτής έμαθε να γυρίζει αυτόματα το κεφάλι από το ανεκπλήρωτο. Σήμερα το πρωί ωστόσο, τα βλέμματα της πομπής είχαν ασυναίσθητα στραφεί και χάζευαν τις άθικτες, άρτι επισκευασμένες, ολότελα άδειες βιτρίνες. Όσο και να προσέξεις δεν μπορείς ποτέ να υπολογίσεις την έκταση του χώρου όταν διαμεσολαβεί η διαφάνεια και το καθρέφτισμα της βιτρίνας. Σήμερα το πρόσεχαν όλοι. Και προχωρούσαν αργά… από άδεια σε άδεια, από γυαλί σε γυαλί, από πρώην σε πρώην… και ατένιζαν τον κενό χώρο, τις αόρατες εσωτερικές αυλές, το αρνητικό της αφθονίας, το βάθος (απουσία) των πραγμάτων…
[52]
Βιβή Αντωνογιάννη
Η κωμωδία των έντιμων συναισθημάτων
Έ
να γκρίζο απομεσήμερο στην αποβάθρα προς Πειραιά. Η τσάντα βαριά στους ώμους. Τα βιβλία στη σάκα ξαφνικά ζυγίζουν τόνους. Η κόπωση μετά το γραφείο μπερδεύεται με ένα χαρούμενο συναίσθημα ανακούφισης καθώς η επιστροφή στον οικείο χώρο και χρόνο πλησιάζει. Ο δρόμος ώς εκεί… φευγαλέες εικόνες ενός εναλλασσόμενου τοπίου με πρόσωπα άγνωστα που περνούν μπροστά από το βλέμμα δίχως να στέκονται. Άχρωμες αποβάθρες με πορτοκαλί λεπτομέρειες. Τόποι μετάβασης. Είναι η ώρα που το μυαλό αδειάζει από τις έγνοιες που προηγήθηκαν, η ώρα που το βλέμμα ψάχνει να περιπλανηθεί, να χάσει επιτέλους τη συγκέντρωση. Ταξιδεύει αδιάφορα γύρω, στους μέλλοντες συνεπιβάτες που στέκουν στην αποβάθρα για να συναντηθούν για λίγα λεπτά της ώρας σ’ αυτό το κοινό ταξίδι κι έπειτα να χωριστούν ξανά, χωρίς να έχουν μιλήσει ή κοιταχτεί όλο αυτό το διάστημα που κάθονται στα διπλανά καθίσματα. Άγνωστα πρόσωπα, κάποια με ζωγραφισμένη την κούραση στα ζαρωμένα χαρακτηριστικά τους, κάποια, νεότερα αυτά, θα ’λεγες αγουροξυπνημένα. Στέκονται σαν ακανόνιστα πιόνια σχηματίζοντας παράξενα σχήματα στα κενά διαστήματα ανάμεσά τους και περιμένουν. Σώματα ευθυτενή, νεανικά, γερασμένα, καμπουριασμένα, κρατώντας τσάντες, σακούλες, κινητά τηλέφωνα, mp3 με τα δάχτυλα στα κουμπιά και βλέμματα κενά, όλα με μια αστεία κλίση του κεφαλιού αριστερά προς το βάθος της σήραγγας, μήπως φανεί το κίτρινο φως του μεταλλικού κουτιού που θα τους μεταφέρει στο τραπέζι του μεσημεριανού γεύματος, στην πολυθρόνα κάποιου καφέ, στη συνάντηση με φίλους ή συνεργάτες για δουλειά. Νέα Ιωνία-Αττική, κι από κει μετρό για το Πανεπιστήμιο λόγω έργων στις ράγες. Η τσάντα γίνεται όλο και πιο βαριά, όταν επιτέλους το φως της μηχανής στο πρώτο βαγόνι αρχίζει να αχνοφαίνεται και η γεωμετρία των σωμάτων αλλάζει αστραπιαία. Τα κενά διαστήματα ανάμεσά τους εξαφανίζονται μονομιάς και όλα στοιβάζονται κατά ομάδες μπροστά από την πιθανή πόρτα κατά το σταμάτημα του τραίνου. Μια μικρή μετατόπιση των ομάδων όταν τελικά το τραίνο σταματά και οι πρώτοι είναι αυτοί που θα έχουν την καλύτερη τύχη στην αναζήτηση καθίσματος. Η γυναίκα με την τσάντα είναι ένας απ’ αυτούς. Το βαγόνι έχει γεμίσει. Ελάχιστοι έχουν παρέα σ’ αυτή τη διαδρομή, ελάχιστες λέξεις ακούγονται, την παράξενη, κουρασμένη σιωπή του βαγονιού σπάει μόνο ο θόρυβος των σιδερένιων τροχών στις ράγες. Στάση Περισσός. Το βαγόνι γεμίζει ασφυκτικά. Μια φωνή απ’ το υπερπέραν ακούγεται: «Ο ΗΣΑΠ σας υπενθυμίζει να προσέχετε τα προσωπικά σας αντικείμενα». Οι επιβάτες τής απαντούν σιωπηρά, σφίγγοντας κι άλλο τις τσάντες στα μπράτσα. Η γυναίκα κοιτάζει γύρω της. Άντρες και γυναίκες μετά το οκτάωρο, χαρούμενοι που πέτυχαν το τραίνο για το σπίτι χωρίς απεργία, έφηβοι με σχολικές τσάντες στους ώμους που γελούν δυνατά σκεπάζοντας το θόρυβο της μηχανής, νεαροί από μακρινούς τόπους με ασχημάτιστους μαύρους γυαλιστερούς μπόγους στα χέρια και φονικές κλειστές ομπρέλες στην άγια περίπτωση βροχής και πέντε ευρώ. Η πόρτα μένει ανοιχτή, η στάση διαρκεί πολύ, κάποιοι δυσανασχετούν. Ο γέρος βημάτισε διστακτικά με μάτια υγρά, υποβασταζόμενος από τη βακτηρία του και μια πολύχρωμη κοκκινομάλλα υπάλληλο με μπλε και κίτρινη στολή που φώναζε στο πλήθος του βαγονιού να παραμερίσει για να περάσει ο υπερήλικας επιβάτης στο εσωτερικό του τραίνου. Τα βλέμματα παύουν να πλανώνται αόριστα, συγκε-
[53]
ντρώνονται στην προσπάθεια του ηλικιωμένου άντρα να κάνει αυτά τα τρία βήματα δίχως να καταρρεύσει. Η θέση ακριβώς απέναντι από τη γυναίκα άδειασε αμέσως στο θέαμα του ανήμπορου γέροντα, που ούτε βήμα δεν μπορούσε να κάνει δίχως τη βοήθεια από δεξιά και αριστερά, αλλά και την έκκληση της δυναμικής υπαλλήλου να αδειάσει αμέσως μια θέση για τον παππού. Η γυναίκα από νωρίς πρόσεξε τα δάκρυα του ηλικιωμένου άντρα που φώναζε πως δεν χρειάζονται όλα αυτά, δεν έχει ανάγκη από καμία βοήθεια. Ο φτωχός γέροντας έκατσε τελικά, κρατώντας με το ένα του χέρι το μπαστούνι και το άλλο το μαντήλι που σκούπιζε τα μάτια του. Μονολογούσε διαρκώς, άλλοτε σιγανά κι άλλοτε πιο δυνατά, χωρίς να νοιάζεται αν τον ακούει κανείς. Τα πρόσωπα των γύρω επιβατών σκλήρυναν, τα δάχτυλα έσφιγγαν στις χούφτες στο θέαμα ενός ανθρώπου που έκλαιγε για τη μοίρα του δίχως ειδική αφορμή. Η γυναίκα προς στιγμήν δίστασε… να αποστρέψει το βλέμμα κάνοντας ότι χαζεύει τη θέα από το παράθυρο μήπως και γλιτώσει λίγη από την αμηχανία της στιγμής ή ν’ αρχίσει να παρηγορεί τον άγνωστο που πάντως δεν έμοιαζε να ψάχνει παραμυθία, έτσι βυθισμένος όπως ήταν στις σκέψεις του για το πώς ήταν και πώς κατάντησε… Η πόρτα έκλεισε, το τραίνο ξεκίνησε επιτέλους για το υπόλοιπο της διαδρομής, τα γέλια των παιδιών άρχισαν και πάλι το ίδιο δυνατά, μια γυναίκα προχώρησε προς την έξοδο σπρώχνοντας και φωνάζοντας στη διπλανή της που δεν παραμέρισε στη θέα της. Η γυναίκα δεν απάντησε, κανείς δεν μίλησε, μόνο μια φωνή σε σπαστά ελληνικά ακούστηκε στο βάθος από έναν μελαμψό άντρα που στεκόταν από ώρα όρθιος, ακουμπισμένος με την πλάτη στην πόρτα του βαγονιού, κρατώντας απ’ το χέρι την πεντάχρονη κόρη του και στηριζόμενος από το άλλο σε μια τεράστια πράσινη ομπρέλα.
[54]
—Γιατί φωνάζεις κυρία; Δεν βλέπεις γυναίκα κρατά τον άντρα της, δεν έχει χώρος, θα πέσει. —Ποιος σου μίλησε εσένα ρε Πακιστανέ, που έχετε μαζευτεί όλοι εδώ κι έχετε κάνει την Ελλάδα σαν τα μούτρα σας! απάντησε μανιασμένα η γυναίκα περνώντας την πόρτα του βαγονιού. —Τι να σου πω; Είσαι μια γυναίκα ανόητη, απάντησε στον αέρα ο ξένος από το βάθος του τραίνου. Ο γέρος σήκωσε το βλέμμα του και συνέχισε να μονολογεί, θαρρούσε κανείς πως δεν είχε προσέξει τίποτα απ’ όσα είχαν συμβεί. —Εγώ, ποτέ, βοήθεια, αναπηρία, εβδομήντα τοις εκατό, θέση, σήμερα, αδιαφορία, συνάνθρωποι, πολλοί, οι ξένοι… Χμμ… Η τελευταία λέξη δεν κολλάει με τις προηγούμενες, κι όμως ειπώθηκε πιο δυνατά από όλες τις άλλες, όταν τα δάκρυα ξαφνικά σταμάτησαν, το παράπονο υποχώρησε και την τελευταία λέξη ακολούθησαν κι άλλες φαινομενικά άσχετες με τις λέξεις οδύνης που είχαν προηγηθεί. —Μετανάστες, χώρα τους, μυρίζουν, εδώ, όλοι. Ο τόνος της φωνής είχε από ώρα τώρα αλλάξει, είχε αποκτήσει απεύθυνση και ακροατές που αυτή τη φορά άκουγαν τον ομιλητή κοιτάζοντάς τον απευθείας στο πρόσωπο. Η αυτολύπηση του γέροντα είχε δώσει τη θέση της σε μια δυναμική απόφανση για ένα θέμα που όλοι έχουν γνώμη… Οι πρώτες ήδη ακούστηκαν από κάποιους παρακαθήμενους επιβάτες που συναίνεσαν με τον ηλικιωμένο άντρα για την κατάντια της πατρίδας και τους ξένους που τη βρωμίζουν με την παρουσία τους. Οι υπόλοιποι, πρόσωπα βουβά, παρακολουθούσαν το συμβάν σαν θεατές μιας αιφνίδιας θεατρικής σκηνής που τους χαρίστηκε δωρεάν στο μέσο της ανιαρής καθημερινής τους διαδρομής. Ο γέροντας τώρα είχε πάρει φόρα, κατηγορούσε όσο πιο δυνατά μπορούσε τους μετανάστες για όλα τα δεινά της χώρας, της ανθρωπότητας και της κακής του μοίρας, φώναζε και σήκωνε απειλητικά τη μαγκούρα του προς ορατούς και αόρατους εχθρούς. Η γυναίκα της απέναντι θέσης, ξαφνιασμένη από την αναπάντεχη αλλαγή της συναισθηματικής κατάστασης του ηλικιωμένου επιβάτη αλλά και ευαισθητοποιημένη αρκούντως ώστε να μην αφήνει αναπάντητα τα ρατσιστικά σχόλια που άκουγε όλο και πιο συχνά τελευταία στα μέσα μεταφοράς που χρησιμοποιούσε καθημερινά για να πάει στη δουλειά της, είπε όσο πιο ήπια μπορούσε στον γέροντα απέναντί της πως αυτό που κάνει δεν είναι καθόλου σωστό· καλό θα ήταν να σταματήσει αμέσως. Ο τόνος της θύμιζε δασκάλα που επέπληττε τον μαθητή που παρεκτράπηκε, αδυνατώντας όμως να σβήσει τη λύπη που μόλις πριν πέντε λεπτά της είχε προκαλέσει το σκληρό θέαμα ενός γέροντα που κλαίει, προσπάθησε να είναι όσο πιο ευγενική και τρυφερή γίνεται. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της όταν τη φωνή της σκέπασε η δυνατή φωνή του μετανάστη με το κοριτσάκι, που ήταν προφανές ότι είχε νευριάσει για τα καλά με τα λόγια του γέρου και έξαλλος από θυμό κατευθύνθηκε φωνάζοντας προς το μέρος του, βρίζοντάς τον ως ρατσιστή, φασίστα που καλό θα ήταν να μπει στον τάφο του μια ώρα αρχύτερα μήπως και καθαρίσει ο τόπος! Οι δύο επιβάτες τσακώνονταν κανονικά τώρα καταμεσής του κατάμεστου βαγονιού, εξαπολύοντας ύβρεις ο ένας προς τον άλλο, υψώνοντας απειλητικά το μπαστούνι απ’ τη μια και την ομπρέλα απ’ την άλλη ως διασταυρούμενα ξίφη στον κενό χώρο πάνω από τα κεφάλια των επιβατών. Μα καλά πώς είναι δυνατόν να μην παρεμβαίνει κανείς; Είναι η αμηχανία που
[55]
ένιωσες κι εσύ προς στιγμήν στην αρχή, όταν καθισμένη ακριβώς απέναντι δεν ήξερες πώς να τα βάλεις με έναν γέρο που πριν από λίγο έκλαιγε ή η αδιαφορία και ο φόβος που φυλάει τα έρμα; Ο μετανάστης δεν μασάει, τα σούρνει στον γέροντα κι ας είναι και εκατό χρονών. Εκείνος παραληρεί. Δεν αντέχεις, σηκώνεσαι, λες στον ηλικιωμένο άντρα, αυστηρά αυτή τη φορά, να σταματήσει και να κρατήσει τις ρατσιστικές θέσεις του για αλλού και στον ξένο, κρατώντας του το χέρι που κράδαινε πάνω απ’ το κεφάλι του γέρου, πως έχει απόλυτο δίκιο αλλά πρόκειται για έναν ανάπηρο γέροντα· ας μη συνεχίσει. Δεν πείστηκε κανείς. Το μόνο καλό ήταν ότι αυτή τη φορά μίλησαν κι άλλοι προσπαθώντας να σταματήσουν τον καβγά. Η φωνή του μετανάστη ήταν ευτυχώς πιο δυνατή και ακούστηκε μόνη και καθαρή λίγο πριν κατέβει από το τραίνο, παίρνοντας ξανά απ’ το χέρι το κοριτσάκι του που είχε κουρνιάσει σε μια γωνιά. —Και τι σε νοιάζει εσένα τι είμαι ρε; Αλβανός είμαι, Πακιστανός είμαι, Έλληνας είμαι, τσιγγάνος είμαι, δεν έχω πατρίδα, είμαι κομμουνίστα! Καθώς ο άντρας προχωρούσε προς τη σκάλα της αποβάθρας, η γυναίκα του χαμογέλασε ντροπαλά. Ο γέρος κατέβηκε κι αυτός από τη διπλανή πόρτα, κοντοστάθηκε και άρχισε να βαδίζει κουτσαίνοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Λίγα ακόμη σχόλια από κάποιους συνεπιβάτες. Δίπλα ένας τριαντάχρονος άντρας έπιασε κουβέντα με μια γυναίκα από την Αλβανία που τόση ώρα στεκόταν σιωπηλή πλάι του κι άρχισε τώρα να του διηγείται τις δικές της ιστορίες. Κάποια κρυφά χαμόγελα που συνόδευαν συνωμοτικά βλέμματα που τώρα διασταυρώνονταν ελεύθερα, δυο γυναίκες που έβριζαν τον θρασύ μετανάστη που τολμούσε να έχει λόγο μες στη χώρα τους, δυο παιδιά γύρω στα δεκάξι έβγαλαν απ’ τη σχολική τσάντα τους μια τεράστια σημαία του Τσε κι άρχισαν να φωτογραφίζονται με φόντο το βαγόνι, ξεκαρδισμένα από τα γέλια. Σου είχαν μείνει πολλά υπόλοιπα… το ένα συνειρμικό. Επέστρεψες σπίτι, έψαξες στα ράφια της βιβλιοθήκης, από ψηλά τράβηξες το Περί ηρώων και τάφων. Βρήκες την τσακισμένη σελίδα… και τίτλο. Οι υπογραμμισμένες με μολύβι γραμμές έγραφαν: «Μισώ αυτή την παγκόσμια κωμωδία των έντιμων συναισθημάτων: σύστημα συμβιβασμών που, με έναν άλλο τρόπο, εκδηλώνεται στη γλώσσα: Συμβάσεις που στη λέξη “γεράκος” προτάσσουν το επίθετο “φτωχός”, σαν να μην ξέραμε όλοι μας ότι ένας ξετσίπωτος άνθρωπος που γερνά δεν παύει γι’ αυτό το λόγο να είναι ένας ξετσίπωτος […]. Χρειάζεται κάψιμο στη φωτιά όλων αυτών των απόκρυφων λέξεων που έχουν κατασκευαστεί από τη λαϊκή ευαισθησία και έχουν καθαγιαστεί από τους υποκριτές που χειραγωγούν την κοινωνία […]. Τι στρατιά Θεέ μου!»1
1. Ernesto Sabato, Περί ηρώων και τάφων, μτφρ. Μ. Παπαδολαμπάκης, Εξάντας, Αθήνα 1986, σ. 354-355.
[56]
Ενώ η ερμηνευτική της ταξικής πάλης και η εποχή που σφραγίστηκε από την επιστημολογική της κυριαρχία έκλεισε προ πολλού τον κύκλο της, η ορολογία της εμμένει ως ένα γραφικό άλλοθι της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης. Το βι βλίο-ορόσημο του Grape απογυμνώνει τον μονισμό και τη βία κάθε ουτοπίας, αποδομεί τα ανελεύθερα παράγωγά της και μας εισάγει πειστικά στο σύνθετο τοπίο του εικοστού πρώτου αιώνα. Ο Grape στις σελίδες του χαρτογραφεί την υπέρβαση της ιδεολογίας και αποκηρύττει την “εργασιακή μεταφυσική” της παλιάς πολιτικής θεωρίας. Η συναρπαστική του ανάλυση σηματοδοτεί την ειρηνική με τάβαση από το συλλογικό στο προσω πικό, από τις ολοποιητικές διαδικασίες στην αναστοχαστικότητα του υποκει μένου, από τη σχηματική ταυτότητα της ταξικότητας στο λαβύρινθο της νέας κοινωνικής πραγματικότητας. Ίσως το σημαντικότερο έργο της τελευταίας εικοσαετίας. Ένα λεξικό του σύγχρονου κόσμου χωρίς τις παρωχημένες παραδοχές εκείνου που εγκαταλείψαμε οριστικά. François Houellebecq, Chroniques de Montmartre Ένα σπάνιο βιβλίο που ανατρέπει τους όρους της παρωχημένης ταξικής ανάλυσης, φιλοδοξώντας να γίνει το μετα-μανιφέστο της γενιάς της πληροφορίας. Σκληρό και οδυνηρό. The Old Review Αιχμηρή και πικρή, απαισιόδοξη και προκλητική, η μελέτη αυτή θέτει τα θεμέλια για την ανάλυση της νέας κοινωνικής πραγματικότητας μακριά από τις αυταπάτες που ταλαιπώρησαν τον κουρασμένο 20ό αιώνα. Το βασικό εργαλείο για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο της νέας χιλιετίας. Dependent Επιτέλους ένας συγγραφέας που τολμά να αμφισβητήσει τις έως τώρα παραδοχές για την κοινωνική αναγκαιότητα και την έννοια της ταξικής πάλης. Μια επίθεση που απογυμνώνει τις θεωρίες της διαφωτιστικής παράδοσης και του θεωρητικού μαρξισμού, αποτυπώνοντας τη νέα κατάσταση ως ένα φωτεινό έρεβος. Προκαλεί και σοκάρει. New Labour Review