5 ο εσπερινό ΕΠΑΛ Πάτρας Πολιτιστικό Πρόγραμμα 2016-2017
Πριμαρόλια Φωτο…γραμμένα
Υπεύθυνες Καθηγήτριες Πατσιαλού Κωνσταντίνα, Σταμπουλή Ιωάννα
5 ο εσπερινό ΕΠΑΛ Πάτρας Πολιτιστικό Πρόγραμμα 2016-2017
Πριμαρόλια Φωτο…γραμμένα
Υπεύθυνες Καθηγήτριες Πατσιαλού Κωνσταντίνα, Σταμπουλή Ιωάννα
Συμμετείχαν οι μαθητές και οι μαθήτριες: Αβούρη Παναγιώτα Γκοτσοπούλου Ράνια Ιωαννίδης Ιάσονας Καραχάλιος Παναγιώτης Κατσαρέλη Κατερίνα Κλοκώνης Νίκος Κότση Ελένη Κούκιος Γιώργος Κουτσοδήμα Κατερίνα Μαντζαβίνου Κωνσταντίνα Ναστούλης Βασίλης Παναγόπουλος Κωνσταντίνος Παπαζαφείρη Ολυμπία Προκοπίου Άννα Σταματοπούλου Αγγελική Τοτάι Αλίκη Τσάβου Σοφία Τσιονάκας Παναγιώτης Τσομπανίδης Νάσος Τσουμπρή Αντωνία
Πριμαρόλια Φωτο…γραμμένα Το Πολιτιστικό μας Πρόγραμμα βασίζεται στο λογοτεχνικό έργο Πριμαρόλια της Αθηνάς Κακούρη. Οι μαθητές και οι μαθήτριες συμμετείχαν στην υλοποίηση του προγράμματος με μεγάλο ενθουσιασμό και ζήλο, και, εμπνεόμενοι από τα κείμενα του βιβλίου, βίωσαν και απέδωσαν τους ρόλους των βασικών ηρώων των σελίδων του. Το μυθιστόρημα εξελίσσεται στην Πάτρα των σταφιδέμπορων του 1890, την περίοδο που η κρίση της σταφίδας έχει αρχίσει. Τα πριμαρόλια ήταν πλοία που φόρτωναν τον πρώτο καρπό της σταφιδικής σεζόν. Παρέα με τα πριμαρόλια “ταξιδέψαμε” σε μία εποχή που τελικά δεν διαφέρει πολύ από τη δική μας. Έχοντας ως φόντο τοπία και κτήρια της Πάτρας, καθώς και χώρους γεμάτους με χρώματα νοσταλγίας, ακολουθήσαμε τους πρωταγωνιστές και νιώσαμε τα συναισθήματά τους, την αγάπη, το μίσος, την απελπισία και την αγωνία.
Μέσα από το ταξίδι μας: ανακαλύψαμε την αξία της Τοπικής Ιστορίας. ήρθαμε σε επαφή με την τέχνη και την τεχνική της Φωτογραφίας φωτο…γράψαμε τις σελίδες του βιβλίου δημιουργήσαμε το δικό μας έργο και το αναδεικνύουμε στο παρόν φωτογραφικό άλμπουμ. Οι Υπεύθυνες του Προγράμματος
Πατσιαλού Κωνσταντίνα & Σταμπουλή Ιωάννα Καθηγήτριες του Τομέα Εφαρμοσμένων Τεχνών του 5ου εσπερινού ΕΠΑΛ Πάτρας
Απόκριες του 1892. Στην απάνω αριστερή γωνία της πλατείας Γεωργίου, στο σπίτι του Κωνσταντίνου Παπαγιάννη με φάτσα σε τρεις δρόμους, ετοιμαζόταν μεγάλος χορός, ο πρώτος του καρναβαλιού φέτο.
Οι υπηρέτριες είχαν γυαλίσει με τη στάχτη τα μπρούτζινα πόμολα. Η καλοβαμμένη εξώπορτα έμεινε κλειστή και η τελειότητα τής εμφανίσεώς της άθικτη.
Το ρολόι της Παντάνασσας ακούστηκε να χτυπάει οχτώ, και μετά νταγκ, νταγκ, νταγκ τρία τέταρτα ακόμη.
Ο ουρανός είχε χάσει από ώρα τα πυρά χρώματα της δύσης και δεν του έμενε παρά μια διάχυτη γλαυκότητα, όπου διαγράφονταν σκούρες οι καμινάδες των σπιτιών και τα πήλινα αγάλματα που στόλιζαν το Θέατρο, δίπλα στο αρχοντικό του Θωμόπουλου.
Την ώρα αυτή, μπροστά στον καθρέφτη έστεκε η Καλλιόπη Σκούρκου χτενισμένη, με τα κοσμήματα στα αυτιά, το λαιμό, τα μπράτσα και τα δάχτυλά της, και άπλωνε λίγη πούδρα στο πρόσωπο και το λαιμό της.
Ετοιμαζόταν για το χορό όπου θα συναντούσε τον Κίμωνα Ζίγκαλη. Ο Κίμων δεχόταν από το πρόσωπό της, το βλέμμα, τις κινήσεις της, μηνύματα απροσδόκητα. Η Καλλιόπη ήταν η γυναίκα της ζωής του! Αυτή υπήρξε πάντα, η μοναδική. Γι’ αυτή δεν είχε συνδεθεί ποτέ σοβαρά με άλλη. Χωρίς την Καλλιόπη η ζωή ήταν μαύρη.
Ο Κίμωνας αποφάσισε να ράψει ένα κουστούμι που θα έστελνε ένα μήνυμα στην Καλλιόπη. Βλέποντάς τον ντυμένο ταυρομάχο, θα καταλάβαινε άραγε η Καλλιόπη πως «είμαι δικός σου», επιχειρούσε να της πει, «είμαι το ταίρι σου, πες μου πως μ’ αγαπάς και η μαυρίλα της καρδιάς μου θα αστράψει κόκκινη σαν τη μπέρτα μου»…
Η κυρία Άννα Ζίγκαλη και η κυρία Μέλπω Παπά ήταν αδερφές και κατοικούσαν μαζί και χώρια στη διπλοκατοικία που τους είχε χτίσει ο πατέρας τους. Ήταν χήρες και οι δύο, η κυρία Ζίγκαλη όμως αισθανόταν πολύ πιο τυχερή επειδή εκείνη είχε έναν γιο, τον Κίμωνα, ενώ η καημένη η Μέλπω είχε μείνει άτεκνη. Τώρα τελευταία είχε φέρει να μένει μαζί της μια ανιψιά του μακαρίτη του αντρός της, την Έλλη.
Η Έλλη ετοιμαζόταν επίσης για το χορό. «Αν βάλω ένα κόκκινο γαρύφαλλο εδώ και σφίξω τη μέση μου έτσι, κι αν κατεβάσω λιγάκι το ντεκολτέ μου, που δεν είναι και άσκημο… Κι αν αφήσω τα μαλλιά μου λυτά, και παίζω και λίγο τα μάτια μου έτσι, κι εμφανιστώ μέσα στα χτυπητά, ε τότε δεν θα τις σβήσω όλες;»
Στου Παπαγιάννη, στα δύο μεγάλα μπροστινά σαλόνια βασίλευε η πολυχρωμία των κουστουμιών.
Ανάμεσα στις καλλονές που έστεκαν και περίμεναν να τις θαυμάσουν, η Έλλη ξεχώριζε με την κινητικότητά της και με τη ζωηρόχρωμη τσιγγάνα της. Το κουστούμι της έδινε αυτομάτως κι έναν ρόλο να παίξει. «Να σε πω τη μοίρα σου, αφέντη, να σε πω το ριζικό σου… Ασήμωσε αφέντη…»
Σε ένα από τα δωμάτια, ο Παπαγιάννης ήταν απορροφημένος στη διαμάχη που είχε στηθεί ανάμεσα στον Θεόδωρο Βουρλούμη και τον Κωστή Φιλόπουλο. Ο Καυγάς ήταν για το άρθρο που είχε δημοσιευθεί στο τελευταίο φύλλο του Φορολογούμενου. Το υπέγραφε ο Γουσταύος Κλάους και ανέπτυσσε μία ακόμα πρόταση για τη λύση του σταφιδικού.
Αλλά, η μεγάλη βόμβα της βραδιάς ήταν η αναγγελία των αρραβώνων του Κίμωνος Ζίγκαλη με την Καλλιόπη Σκούρκου.
Αξιομνημόνευτος υπήρξε ο χορός για πολλούς. Συζητήθηκε με πάθος το αν έπρεπε ή όχι να είχε οργανωθεί - πολλοί κατέκριναν τον Παπαγιάννη που σε στιγμές οικονομικής δυσπραγίας σκόρπισε τόσες χιλιάδες δραχμές, για να γλεντήσουν οι πλούσιοι αντί να τις μοιράσει στους φτωχούς.
Πολλοί παίνεψαν τον Παπαγιάννη που σε στιγμές οικονομικής δυσπραγίας δημιούργησε κίνηση στην πόλη, έδωσε δουλειά σε μαγαζιά, τεχνίτες, αμαξάδες, και γενικά σε πλήθος φτωχούς εργατικούς ανθρώπους. Πολλοί είπαν πως τέτοια επίδειξη ανεμελιάς αποτελεί προσβολή για τον τρομαγμένο κοσμάκη. Πολλοί είπαν, όμως, πως με τέτοια επίδειξη ανεμελιάς αναπτερώνεται και το ηθικό του τρομαγμένου κοσμάκη.
Το σπίτι που νοίκιαζε η κυρία Μαριόγγα Μαρκέτου ήταν καλούτσικο, πάνω στην οδό Αράτου. Το σπίτι ήταν δίπατο, με δύο παράθυρα να πλαισιώνουν την εξώπορτα κι ένα ταρατσάκι έξω από τη σοφίτα του. Οι καμάρες του σπιτιού ήταν μικρές, το μπαλκόνι δεν έπαιρνε πάνω από μια καρέκλα να κοιτάζει τη θάλασσα και μια άλλη να κοιτάζει το Κάστρο.
Την είδηση του αρραβώνα έφερε στην κυρία Μαριόγγα πρωί πρωί ο Σωτήρης. Ο Σωτήρης ερχόταν από το χωριό Λαμπέτι, και έμενε στο σπιτικό της Μαριόγγας. Όλα εδώ τον θάμπωναν, καθώς τα περίλουζε με φως η παρουσία της Όλγας. Του φαινόταν πως ακόμα και μέσα στο πιο πηχτό σκοτάδι λαμπύριζε το λευκό της πρόσωπο. Τον μάγευαν οι απαλοί της τρόποι και η τρυφερότητά της προς τη μητέρα της.
«Καλός οιωνός» είπε η Μαριόγγα. «Να η πρώτη μου μεγάλη δουλειά. Όλο και κάποια παραγγελία θα μου δώσει η κυρία Καλλιόπη για το γάμο της».
Η Μαριόγγα είχε αρχίσει να βρίσκει ενδιαφέρον σε αυτήν την πάλη που προέβλεπε. Είχε βαρεθεί το ψυχοφθόρο πενταρολόγημα. Θα δοκίμαζε τις δυνάμεις της -θα τα κατάφερνε να αρπάξει τη φτώχεια της από τα μαλλιά και να την πετάξει έξω από το σπίτι της. Το κέντημα της άρεσε, ταίριαζε στον κλειστό της χαρακτήρα η μοναχική δουλειά, είχε ιδέες για σχέδια και, καθώς καινούργια μοτίβα γεννιούνταν στο μυαλό της, αναδευόταν μέσα της μια ζωντάνια και μια ανεξαρτησία, που την ύπαρξή τους δεν την είχε ποτέ φανταστεί.
Ο Διονύσιος Μαρκέτος, όμως, αδερφός του άντρα της Μαριόγγας, που την παράτησε για μία Ρουμάνα, διαφώνησε με την απόφασή της. Όχι να ξεστραβώνεται η δική του νύφη κεντώντας ξένες προίκες!
«Αποκλείεται να πιάσεις δουλειά, Μαριόγγα. Ό,τι σου χρειάζεται θα σου τα δίνω εγώ. Στη ζωή δεν κάνουμε αυτό που θέλουμε. Κάνουμε αυτό που πρέπει και που είναι το καθήκον μας. Το πρώτο καθήκον το δικό σου είναι το καθήκον προς την κόρη σου. Ποιο θα είναι το μέλλον της κόρης σου, Μαριόγγα, αν μεγαλώσει σε μία πόλη ως η κόρη της κεντήστρας;»
Την επόμενη του μεγάλου χορού ο Παναχαϊκός ήταν χιονισμένος και κατέβαζε ένα τσουχτερό αεράκι, αλλά στον ήλιο ήταν ευχάριστα και στα γαλανά βουνά απέναντι ξεχώριζες έως και τα αραιά δέντρα ένα ένα, τόσο καθαρή ήταν η ατμόσφαιρα.
Η Έλλη περπατούσε στην παραλία, κρατώντας αλαμπρατσέτα τη θεία Μέλπω και χαμογελώντας. Η Μέλπω δεν έβλεπε κανέναν λόγο για μειδιάματα, κι αν αυτό που διέκρινε στο πρόσωπο της ανιψιάς της ήταν πράγματι ευθυμία, το νόημά της ήταν άδηλο και οπωσδήποτε δεν την έβρισκε καθόλου σύμφωνη.
«Σιγά παιδάκι μου γιατί με τρέχεις έτσι;»
«Στάσου να χαιρετήσουμε - δεν μας κυνηγάει κανένας. Καλημέρα σας κύριε Μαρκέτο. Τι τρελοαέρας είναι κι αυτός σήμερα; Θα μας σηκώσει όλους σαν τα μπαλόνια».
«Ό,τι χρειάζεται για να ανοίξει η όρεξη κυρία Μέλπω μου. Πάτε για το μόλο, έτσι; Θαυμάσια μέρα. Θα έρθω κι εγώ μόλις ξεμπερδέψω - μετά το χτεσινό ξενύχτι ο θαλασσινός αέρας χρειάζεται».
Όσο πλησίαζαν το μόλο τόσο πύκνωναν οι γνωστοί. Οι Πατρινοί βρίσκονταν όλοι έξω να απολαύσουν τη λιακάδα. Όσοι δεν έκαναν τις βόλτες τους στην πλατεία του Γεωργίου τις έκαναν στην παραλία.
Ατημέλητος, ορμητικός, ο γιατρός Κορύλλος, φορώντας το αιώνιο ταμπάρο του, απότομος, αθυρόστομος, φιλάλληλος, δεσποτικός, διέκρινε την Έλλη να προπορεύεται με τη θεία της και έκανε άγρια:
«Γιατί δεν ήσουν χθες στο συμβούλιο για τον έρανο του Ερυθρού Σταυρού;» «Αού» ζάρωσε η κοπέλα προσπαθώντας να γλιτώσει. Τον εκτιμούσε τον γιατρό και τον θαύμαζε, αλλά ώρες ώρες είχε διάθεση να γυρίσει και να του αστράψει μια!
«Νοσοκόμες! Πρέπει όλες σας να μάθετε νοσοκόμες!» διέταξε φωναχτά το σύμπαν ο γιατρός, καθώς τις προσπερνούσε και απομακρυνόταν προς την Αγίου Νικολάου.
Ήταν ικανός, πενήντα χρονών άνθρωπος, να σκαρφαλώσει σαν το γίδι περνώντας ανάμεσα στον νέο και στον παλαιό ναό του Αγίου Νικολάου, ίσα τον απότομο ανήφορο, για να βρεθεί, μέσα σε λίγα λεπτά ψηλά, δίπλα στο Κάστρο, στο Δημοτικό Νοσοκομείο που διεύθυνε.
Στο μεταξύ η Έλλη συνάντησε τις φίλες της, την Αγνή και την Καρολίνα Άμβουργερ. «Στενοχωρήθηκα που σε κατσάδιασε ο γιατρός», είπε η Αγνή. «Κρύβει μεγάλη καλοσύνη μέσα του αλλά είναι λίγο απότομος».
«Μη σας νοιάζει και δεν στενοχωριέμαι τόσο εύκολα», είπε η Έλλη. «Καρφί δε μου καίγεται αν θύμωσε ο γιατρός Κορύλλος ή όχι».
Ο Καρατζάκης, πατέρας του Σωτήρη, είχε ζητήσει κάποτε από τον Μαρκέτο να τον συμβουλέψει για τις ελιές. «Λέω να τις ξεμπουντουλώσω τις ελιές και να βάλω αμπέλι!», ανήγγειλε θριαμβευτικά. «Δεν είσαι με τα καλά σου Καρατζάκη. Ακούς να ξεριζώσεις το λιοστάσι! Δεν ξεριζώνεις μωρέ καλύτερα τα μάτια σου και να φυτέψεις μέσα αμπέλι!»
Ο Καρατζάκης δεν άκουσε τις συμβουλές του Μαρκέτου. Οι ελιές έγιναν αμπέλια και τα αμπέλια έφεραν δάνεια. Κι ο Καρατζάκης αναγκάστηκε να δανειστεί από τον Παντελή Σκούρκο.
Η σταφιδαποθήκη του Παντελή Σκούρκου βρισκόταν στην βορεινή άκρη της πόλης, σε ίση απόσταση από τους Μύλους του Τριάντη και τα παλιά σπίτια του Μαγκλιβέρα, αυτά που γκρεμίστηκαν με το ζόρι, για να γίνει ο Αρκτικός Σιδηροδρομικός Σταθμός, όταν τελείωσε η γραμμή Αθηνών-Αιγίου-Πατρών. Σταθμός δηλαδή ονομάστηκε μια άθλια παράγκα, όπου κόβανε τα εισιτήρια.
Ο Σκούρκος είχε παρακολουθήσει την εξέλιξη της περιοχής με ενδιαφέρον. Θυελλώδεις συζητήσεις είχε ξεσηκώσει το που θα στηνόταν ο Σταθμός και αργότερα το αν θα περνούσε ή όχι η γραμμή του πάνω από την παραλία που με δικά του έξοδα είχε δημιουργήσει το Λιμενικό Ταμείο Πατρών.
«Η πόλη» έλεγαν, «θα αποκοπεί από τη θάλασσά της. Είναι ατιμία της Εταιρείας Σιδηροδρόμων να έρχεται, να βρίσκει έτοιμη την αιμασιά, που με τόσες θυσίες κατασκεύασαν από το βαλάντιό τους οι Πατρινοί, και να στρώνει εκεί βολικά βολικά τις γραμμές της. Να πάει να φτιάξει αλλού υποδομή για να περάσει το τραίνο της, παρακάμπτοντας μάλιστα την πόλη. Το ιδεώδες θα ήταν να περάσει πίσω από το Βουνάκι. Έτσι γίνονται τα πράγματα στις πολιτισμένες χώρες! Δεν περνούν τα τραίνα μέσα από το μέτωπο των πόλεων. Όχι! Το λιμάνι πρέπει να εξυπηρετηθεί με μια παρακαμπτήριο και οι αιμασιές, η παραλία μας, να μείνει για τούς Πατρινούς». Δύο τρία χρόνια μάνιαζε η διχογνωμία. Το τραίνο όμως ήταν εν μέρει έργο Δημόσιο, καθώς μόνον ένα ποσοστό των μετοχών της Εταιρείας είχε βρει ιδιώτες αγοραστές. Και σαν όλα τα Δημόσια Έργα, είχε τη λογική του χειμάρρου - δηλαδή να ακολουθεί ακατάσχετο τον ευκολότερο δρόμο με τη μεγαλύτερη δυνατή αδιαφορία για κόστος και καταστροφές.
Είχαν περάσει μερικές μέρες από την αναγγελία των αρραβώνων του Κίμωνα με την Καλλιόπη. Ο Δημήτρης Γρηγορογιάννης, αδερφός της Καλλιόπης, έφυγε από το δικηγορικό του γραφείο για να συναντήσει τον Παντελή Σκούρκο. «Πρόκειται για το γάμο της αδερφή σας, της νύφης μου», είπε ο Σκούρκος. «Ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό που επιθυμώ, ώστε να μη στερηθεί η εγγονούλα μου τίποτα, είναι να εμφανιστεί ένα χρηματικό ποσό σα να ανήκει στη κυρία Καλλιόπη. Θέλω να τους έρχεται μηνιαίως ένα ποσό. Όσο η Φροσούλα μου περνά καλά, τα λεφτά θα τα έχουν».
Ο γάμος της Καλλιόπης με τον Κίμωνα έγιναν αμέσως μετά το Πάσχα. Στην τελετή παρόντες ήταν μοναχά οι πολύ στενοί συγγενείς, ακολούθησε όμως μεγάλο πρόγευμα στον κήπο.
Μετά το τραπέζι του γάμου, η Έλλη, καθισμένη με την πλάτη προς τον αμαξά, μελαγχολούσε παρακολουθώντας το όμορφο σπίτι των Γρηγορογιάννη να απομακρύνεται, να μακραίνει εμπρός της ο δρόμος, να φεύγουν η μια μετά την άλλη οι εγγλέζικες επαύλεις με τους φοίνικες που άπλωναν ακίνητη τη βεντάλια των φύλλων τους σ’ έναν ουρανό που χλώμιαζε, να φεύγουν τα περιποιημένα περιβόλια, η εξοχή να φεύγει, να φεύγει η λαμπρή ημέρα, να φεύγουν οι ώρες αφήνοντάς την με αδειανά τα χέρια...
Κάποια στιγμή, ο Παντελής Σκούρκος επισκέφθηκε τον Μαρκέτο. Θέλημά του ήταν να αφήσει την εγγονή του και τα λεφτά της στα χέρια ενός ανθρώπου τίμιου. Η ευγνωμοσύνη του κυρίου Παντελή ήταν ιδιαιτέρως διαχυτική. Όταν ο Διονύσης του ανακοίνωσε πως γινόταν, του άρπαξε τα χέρια και γύρευε να τα φιλήσει, ενώ δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια του.
Τίποτα δεν έπαιρνε στα ελαφρά ο Διονύσης. Τη δουλειά του, τις υποχρεώσεις του προς τους συνανθρώπους του, τις σχέσεις του με τον άλλο κόσμο, τα καθήκοντά του μέσα στην οικογένεια. Προκειμένου να ταχτοποιήσει τη Μαριόγγα και την Όλγα, προμηθεύτηκε ένα βιβλίο εσόδων εξόδων και πήγε να επισκεφτεί τη Μαριόγγα.
«Λοιπόν, σου έφερα αυτό το βιβλίο. Εδώ, σ’ αυτή τη σελίδα θα γράφεις πόσα χρήματα σου δίνω, κι από δω, στην απέναντι σελίδα, θα γράφεις τι και τι ξοδεύεις».
«Δεν με εμπιστεύεσαι Διονύση;» ρώτησε η Μαριόγγα με πικρία. «Αν δεν σ’ εμπιστευόμουν, θα κρατούσα μόνος μου τη διαχείριση. Σε εμπιστεύομαι και πολύ μάλιστα. Ορίστε». Η Μαριόγγα ήθελε να του φωνάξει «Άσε με ήσυχη! Αν θες να μου δίνεις λεφτά, δίνε μου χωρίς να μου παίρνεις με το άλλο χέρι την αξιοπρέπειά μου!» Όμως, η Μαριόγγα δεν κατάφερε ποτέ να βγάλει σωστό το ταμείο της. «Έπρεπε να το γράψεις αμέσως στο βιβλίο σου, της συνιστούσε ο Διονύσης».
Ο Σωτήρης είχε παρακολουθήσει τις προσπάθειες της Μαριόγγας να εφαρμόσει τις οδηγίες του Διονύση. Μοναχά ένας τρόπος υπήρχε να διορθωθεί το κακό. «Κυρία Μαριόγγα», είπε «μη σκοτίζεστε. Θα σας τους φτιάξω εγώ τους λογαριασμούς και μετά εσείς θα τους αντιγράψετε. Δώστε μου όλα τα χαρτιά εδώ, να δείτε τι γρήγορα και τι σωστά που θα τα κάνω». Για το χατίρι της Όλγας, για να σκορπίσει την αχλύ εκείνη της λύπης που τύλιγε την κόρη και τη μάνα, ο Σωτήρης πρόθυμα θα τις υπηρετούσε ολημερίς.
Η Μέλπω Παπά, όταν η Έλλη με τον Διονύση βγήκαν για βόλτα στο αλώνι, κάλεσε τον γιατρό Κορύλλο και του είπε: «Έλα εδώ κοντά, γιατρέ μου, γιατί έχω κάτι να σου πω. Εδώ! Εδώ δίπλα μου!» του έδειξε την αδειανή θέση στο καναπεδάκι. «Θέλω έναν καλόν νέον, έναν νέον εργατικόν με αρχές και από οικογένεια, δηλαδή η οικογένεια δεν έχει τόση σημασία, φτάνει να έχει ο ίδιος αισθήματα και υπόληψη μέσα στην Πάτρα. Τον θέλω να έχει το μυαλό του συμμαζεμένο και να είναι σε ώρα γάμου… καλύτερα να έχει και μια μικρή περιουσία, αλλά και αν δεν έχει δεν θα σταματήσουμε εκεί, έχω εγώ αρκετά». »Γιατί, γιατρέ μου, τι θα γίνω εγώ αν μου φύγει η Έλλη; Ενώ αν της βρω εδώ έναν καλό άντρα και την εγκαταστήσω στην Πάτρα…»
Η Καλλιόπη Ζίγκαλη ήταν ευτυχής. Το καθημερινό ξύπνημα κοντά στον αγαπημένο Κίμωνα, οι έρωτές τους, το νοικοκυριό που ήταν επιτέλους δικό της, το όνομά της που αποτελούσε μέρος και συνέχεια του παιδικού της κόσμου. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και κρυσταλλένια και βγήκε μια βόλτα. Καθώς πήγαινες προς το φάρο αντίκριζες του τόνους του μπλε, μια θάλασσα λουλακιά και από μέσα της, καλλίγραμμοι ανάλαφροι όγκοι, υψώνονταν τα βουνά της Αιτωλίας στις λεπτές αποχρώσεις του γκριζογάλαζου έως το ροδαλό των γυμνωμένων κορυφών τους.
Ο Κίμων, όμως, ανησυχούσε σοβαρά. Αυτή τη στιγμή ισορροπούσε τα έξοδα με τα έσοδά του. Αλλά αύριο τι θα γινόταν; Οι προοπτικές δεν ήταν καλές.
Κόντευε να βγει ο Μάρτιος του ’93, όταν η Μέλπω αρρώστησε βαριά. Λίγες ώρες κάθε μέρα σηκωνόταν από το κρεβάτι. Παρακολουθούσε τον ήλιο να χαμηλώνει, να βάφει τον ουρανό, να βουλιάζει στο Ιόνιο. «Μ’ αρέσουν οι δύσεις, πόσο μ’ αρέσουν! Δεν βαριέμαι να τις κοιτάζω κι όμως είναι τόσο μελαγχολικές! Βλέπεις τον ήλιο να πέφτει, να πέφτει σίγα, και τα χρώματα να φεύγουν, να ξεγλιστρούν όπως ξεγλιστράει κι από εμάς το νήμα της ζωής μας κόμπο κόμπο...»
Ο Παντελής Σκούρκος ετοιμαζόταν για βόλτα με την εγγονή του. Άκουσε τη βαριά εξώπορτα να ανοίγει. Σε ποιον μιλούσε η εγγονή του; Η Φροσούλα είχε προβάλει στο κατώφλι της εξώπορτας ακριβώς τη στιγμή που περνούσε από εμπρός ο Μαρκέτος, κι αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο. «Ω! έκανε ζωηρά», σαν να ξαφνιαζόταν. «Ω! Εσείς είστε!» Ο Διονύσης χαμογέλασε από αμηχανία. Δεν ήξερε τι να πει σε μία κοπελούλα που πεταγόταν εμπρός του και απορούσε πως ήταν αυτός. «Περιμένω το αμάξι για να πάμε περίπατο με τον παππού», τον πληροφόρησε η Φροσούλα. «Μπράβο. Είναι ωραία μέρα», βρήκε να πει εκείνος.
«Ξέρετε… ξέρετε… σας είπα ψέματα», έκανε χαμηλόφωνα. «Δεν κατέβηκα επειδή περίμενα το αμάξι. Εσάς είδα από το παράθυρο και γι’ αυτό βγήκα… Ήθελα να σας χαιρετήσω». «Σ’ ευχαριστώ» απάντησε εκείνος σαστισμένος. «Είσαι πολύ ευγενικό παιδί». «Δεν είμαι παιδί!» διαμαρτυρήθηκε. «Με βλέπετε για παιδί; Κοιτάξτε! Κοιτάξτε που σας φτάνω. Να! Μέχρι εδώ σας φτάνω. Στην καρδιά σας». Όταν απομακρύνθηκε ο Μαρκέτος αναλογιζόταν τον κίνδυνο στον οποίο βρισκόταν ο ηθικός κόσμος αυτού του αθώου πλάσματος, που η μοίρα θέλησε να μεγαλώσει χωρίς πατέρα και δίπλα στη φθοροποιό επίδραση ενός παλιανθρώπου σαν τον γέρο Σκούρκο.
Τα δέκατα και το βηχάκι της Μέλπως δεν ξεκόλλαγαν και ο γιατρός Κορύλλος είπε πως μόλις έμπαινε η Άνοιξη έπρεπε να φύγει από την Πάτρα, με τις υγρασίες και τις ζέστες της και να πάει να ξεκαλοκαιριάσει στα Καλάβρυτα. Ο Κίμωνας πήγε την Έλλη και τη Μέλπω στο σταθμό, τις εγκατέστησε στο βαγόνι τους και τους έδωσε οδηγίες για την αλλαγή που έπρεπε να κάνουν στο Διακοφτό. Το τραίνο σφύριξε. Ο Κίμων φίλησε τη θεία του, αγκάλιασε την Έλλη. Χαιρέτησε τις δυο γυναίκες και πήρε το δρόμο προς το εργοστάσιο. Η μέρα τον περίμενε με δυσκολίες.
Η κυρία Ζίγκαλη επισκέφτηκε τη Μέλπω, όταν η περιπέτεια της υγείας της έμοιαζε να λήγει αισίως. «Με τη βοήθεια του Θεού είσαι πλέον καλά, και σε δύο, το πολύ τρεις βδομάδες, θα γυρίσεις σπίτι σου». «Μόλις γυρίσω στην Πάτρα» είπε η Μέλπω και τα μάτια της έλαμπαν από ευχαρίστηση, «το πρώτο που θα κάνω αφού με αξίωσε ο Θεός να ζήσω, είναι να γράψω του Κίμωνα ό,τι έχω κληρονομήσει από τον πατέρα μας».
«Πέντε λόγια είναι αρκετά» απάντησε η Άννα “Καθιστώ γενικό κληρονόμο όλης της περιουσίας μου, κινητής και ακινήτου, τον μοναδικό ανιψιό μου Κίμωνα.” Αυτό αρκεί».
Με δυσφορία είδε την αδερφή της να κουνά πέρα δώθε το κεφάλι και να σφίγγει τα χείλη της. Η ευθυμία της είχε εξανεμιστεί. Αγανάκτηση ανάβλυζε μέσα της, αγανάκτηση που την φούντωνε ο φόβος της ήττας.
«Εσύ πάντα θες να μου λες τι θα κάνω και τι δεν θα κάνω!» ξέσπασε η Μέλπω. «Εγώ έχω το σκοπό μου!» «Α! Με συγχωρείς!» έκανε ήρεμα η Άννα. «Δεν ήξερα πως θα σε στενοχωρήσει τόσο πολύ μια πληροφορία που σου έδωσα». «Δεν είναι η πληροφορία! Είναι αυτό που υπονοείς! Σε ξέρω εγώ! Πάντα με παίρνεις για κουτή» αντείπε πικαρισμένη η άλλη. «Θα κάνω αυτό που πρέπει. Θα αφήσω του Κίμωνος ό,τι έχω από τους δικούς μου και της Έλλης ό,τι έχω από τον Παπά. Αυτό είναι το δίκαιο και το σωστό».
Το βράδυ, πριν πέσει στο κρεβάτι της η Μέλπω, άρπαξε ένα κομμάτι χαρτί και με ωραία καθαρά γράμματα έγραψε:
Τα βαθιά χαράματα, η Μέλπω βρήκε τα τέλη της ζωής της, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Την είχε βρει πρωί πρωί η Άννα. Βρήκε και το σημείωμα της Μέλπως, και το έκρυψε στην τσέπη της.
Ο Διονύσης Μαρκέτος διάλεξε την όγδοη μέρα για να κάνει στην Έλλη άλλη μία επίσκεψη. Η Έλλη ήξερε με μια διαισθητική βεβαιότητα τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Ο Διονύσης κάθισε δίπλα της στο καναπεδάκι. Η Έλλη σήκωσε τα μάτια. Όλα όσα είχε κουραστεί να περιμένει στριμώχτηκαν στο βλέμμα της. «Δε αμφιβάλλω», άρχισε ο Διονύσης, «ότι οι προθέσεις μου θα σας είναι γνωστές. Περί των αισθημάτων μου είναι περιττόν να ομιλήσω». Ο Διονύσης της είπε όλε όσα θεωρούσε υποχρέωσή του να της εκθέσει. Μίλησε για τις σκέψεις που τον απασχόλησαν τους τελευταίους μήνες, για τις ευθύνες που έχει αναλάβει σχετικά με τη σύζυγο του αδερφού του, για τις δύσκολες εποχές, και εξέθεσε με κάθε ειλικρίνεια όλα τα πλεονεκτήματα που θα έχει από το γάμο του με την Έλλη. Ο Διονύσης παρατήρησε πως το κορίτσι είχε χλωμιάσει, αλλά αυτό το θεώρησε φυσικό και αναμενόμενο.
«Σας ευχαριστώ που μου αναπτύξατε με τόση πληρότητα και σαφήνεια τους όρους τού γαμήλιου συμβολαίου που προτείνετε. Δυστυχώς εγώ δεν μπορώ καν να εξετάσω αυτή την τόσο φιλόφρονα πρόταση, γιατί η καρδιά μου είναι ήδη δοσμένη» είπε η Έλλη και αρνήθηκε την πρόταση γάμου.
Τις επόμενες μέρες, η Έλλη αποφάσισε ότι χρειαζόταν μια δουλειά. Στην οδό Ρήγα Φεραίου, μισό τετράγωνο μετά την πλατεία της Όλγας και απέναντι στο στενό Ραδινού, υπήρχε ένα μεγάλο κτίριο που στέγαζε το ξενοδοχείον «Αι Πάτραι». Το ξενοδοχείο ήταν ωραίο και άνετο, αλλά δεν πρόκοψε.
Στο μεταξύ η πίεση για να αποκτήσει η πόλη ένα Αρσάκειο αυξανόταν και ο Δήμος, με τη βοήθεια του Αχιλλέα Γεροκωστόπουλου, του πατρινού Υπουργού Παιδείας, κατέληξε σε συμφωνία με τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Ο Δήμος θα της παρείχε το οίκημα και η Εταιρεία θα άνοιγε στην Πάτρα ένα από τα υποδειγματικά και ζηλευτά Παρθεναγωγεία της. Το κτίριο της Ρήγα Φεραίου, ιδιοκτησίας Νιανιάρα, θεωρήθηκε κατάλληλο, συμφωνήθηκε η ενοικίασή του, τροποποιήθηκαν ορισμένοι εσωτερικοί χώροι και στις 30 Ιανουαρίου 1892, στη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, έγιναν τα επίσημα εγκαίνια του Σχολείου.
Η δεσποινίς Μαρία Ξύδη, αριστοβάθμια πτυχιούχος δασκάλα, είχε φθάσει στο Αρσάκειο πριν από την έναρξη του σχολικού έτους για να το παραλάβει από την προηγούμενη Διευθύντρια. Δεν είχε καλά καλά πατήσει τα τριάντα.
Η Έλλη, σ’ αυτό το ήσυχο δωμάτιο αναμέτρησε για πρώτη φορά την αποκοτιά της. «Χαίρομαι που σας βρίσκω στην Πάτρα. Την επίσκεψή σας την περίμενα. Ποιος είναι ο λόγος που θέλετε να εργαστείτε;» ρώτησε η Διευθύντρια. «Δεν έχω άλλον πόρο ζωής», απάντησε με ειλικρίνεια η Έλλη και εξήγησε λακωνικά το θέμα της θείας της.
Η κυρία Ξύδη δεν είχε καμία αντίρρηση να εντάξει την Έλλη στη δύναμη του σχολείου. «Έχουμε μια θέση εσωτερικής δασκάλας» είπε και οδήγησε την Έλλη να της δείξει το δωμάτιό της.
Η Έλλη βγήκε στη Ρήγα Φεραίου και είχε ήδη αποφασίσει ότι θα αφοσιωνόταν στις μαθήτριές της.
Από τα μαρμάρινα σκαλιά της τράπεζας κατέβαινε ο γιος του, ο Σωτήρης! Είχε πολύ αλλάξει και ο Καρατζάκης δίστασε μέχρι να βεβαιωθεί πως δεν τον είχε γελάσει κάποια ξώφαλτση ομοιότητα. «Μεγαλοπιαστήκαμε τώρα, ε; Δεν χαιρετάμε τον πατέρα μας τώρα,ε;» «Πατέρα…» έκανε ο Σωτήρης με έκπληξη, με απορία, με αμφιβολία σχεδόν. «Πώς βρέθηκες εδώ;» «Χρωστάμε σου λέω! Μας έπνιξε το χρέος κι εσύ ούτε μια καλημέρα δεν μας λες!» Ο Σωτήρης άκουγε τον πατέρα του να μιλάει για φτώχεια και χρέη. Στο τέλος τον κατάφερε ο Καρατζάκης τον γιο του να του δώσει εκείνα τα κατοστάρικα και να γυρίσει πίσω με χρήματα.
Έκανε λαμπρές μέρες τον κρύο Δεκέμβρη του1894, λουσμένες σε έναν ήλιο που φώτιζε χωρίς να ζεσταίνει. Το τραίνο κατέφθασε με πολλά σφυρίγματα μέσα από τα οργωμένα χωράφια, και σταμάτησε στον Σταθμό του Αγίου Ανδρέα, για να ξεφορτώσει όπως κάθε μέρα, άντρες με σκούφους και γυναίκες κεφαλοδεμένες.
Ανάμεσά τους μια κοντή γυναικούλα, που απότομα φάνηκε να καταλαβαίνει πως το μεγάλο κτίριο εμπρός της ήταν η εκκλησία του πολιούχου. Έφθασε εμπρός στον νάρθηκα με τις καμάρες του, σήκωσε το κεφάλι και συνέχισε να το γέρνει πίσω, μέχρι να δει την κορυφή του καμπαναριού.
Κατόπιν κάθισε στα σκαλιά και βάλθηκε να κλαίει.
Ξεκίνησε κατά μήκος της παραλίας και βρέθηκε στο μικρό δίπατο της οδού Αράτου. Το παλικάρι της σάστισε βλέποντάς την και μετά την αγκάλιασε και την οδήγησε πάνω. Τρόμαξε να τον γνωρίσει τον Σωτήρη της τόσα χρόνια που είχε να τον δει.
Ο Σωτήρης κατάλαβε πως απανωτές συμφορές είχαν χτυπήσει το σπίτι του. Η Καρατζάκαινα είχε έρθει για να του πει πως τους είχαν συμβεί πράγματα φοβερά. Ο Σωτήρης έπρεπε να βοηθήσει…
Η Πρωτοχρονιά του1895 ήρθε και πέρασε, φέροντας μόνο ευχές που κι αυτές αντηχούσαν κούφιες. Ο Σωτήρης αποφάσισε να φροντίσει για τη σωτηρία του μόνος του. Με ορμή και σφίγγοντας τα δόντια, κατευθύνθηκε προς τη σταφιδαποθήκη. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Ο Σκούρκος, ορθός, μπροστά στο χρηματοκιβώτιό του ετοιμαζόταν να το ξεκλειδώσει.
Μισογύρισε το κεφάλι και είπε βαριά. «Σαν κάτι βιαστικό σε βλέπω. Πώς μπαίνεις έτσι μέσα; Χτύπα άλλη φορά. Τι θέλεις;» «Ήρθα να κάνουμε λογαριασμό κυρ Παντελή. Πάει ένας μήνας που ήρθα και σου δωσα 3.500 δραχμές. Θέλω να κάνουμε λογαριασμό τώρα». «Α μπα; Και τι λογαριασμό γυρεύεις να κάνουμε τώρα;» «Κυρ Παντελή, θέλω να μου πεις, και να το γράψουμε σ’ ένα χαρτί μην το ξεχάσω. Πόσα σου χρωστάει τώρα ο πατέρας μου και πώς θα λογαριάζουμε τους τόκους, κάθε που θα σου φέρνω έναντι.» Ο Σκούρκος, όμως, μίλησε σκληρά και άδικα στον Σωτήρη. Δεν δεχόταν καμία συμφωνία, αγρίεψε και, φωνάζοντας πως τον είχε κάνει να χάσει την υπομονή του, τον πέταξε έξω.
Η Φροσούλα που έμαθε ό,τι έκανε ο παππούς της έτρεξε να βρει τον Μαρκέτο. «Συμβουλέψτε με!» τον παρακάλεσε χαμηλόφωνα. «Βοηθήστε με. Όλοι λένε πως είστε τόσο δίκαιος και ευθύς. Ο παππούς μου έκανε κάτι άσκημο. Κράτησε τα λεφτά ενός παιδιού, του Σωτήρη. Δεν ξέρω τι να κάνω!»
«Τι χρήματα; Πώς το ξέρεις εσύ παιδάκι μου;» «Δεν προφταίνω… ρωτήστε τον Σωτήρη. Κάμετε κάτι να διορθωθεί το κακό!»
Το διάβημά της άφησε τον Μαρκέτο άναυδο. Αναζήτησε τον Σωτήρη και μαζί πλησίασαν στη σταφιδαποθήκη του Σκούρκου. Ο Μαρκέτος μπήκε ορμητικά από την μπρος πόρτα. Ο Σκούρκος προσηκώθηκε αμέσως καλωσορίζοντας και παράγγειλε καφέ.
«Να λείπει!» τον έκοψε ο Μαρκέτος. «Από τούτο το παιδί που φέρνω μαζί μου, καταλαβαίνεις για ποιο λόγο έρχομαι. Θα του δώσεις τα χρήματά του και θα φύγω.» «Και ήταν ανάγκη να μπει σε κόπο η αφεντιά σου;» έκανε με απορία. «Το δρόμο τον ξέρει ο μικρός. Σου τα είχα έτοιμα, όπως σου το υποσχέθηκα χθες. Πάρε τα παιδί μου.»
Η καλοσυνάτη έκφραση του κυρ Παντελή τον έβγαζε ψεύτη.
Αλλά και οι δουλειές του Κίμωνος δεν πήγαιναν καλά. Παρασύρονταν κι αυτές από τη γενική καχεξία της οικονομίας. Θα έπρεπε να είχε ενθουσιαστεί όταν ανοίχτηκε η διαθήκη της καημένης της Μέλπως και φάνηκε πως αυτός ήταν ο γενικός κληρονόμος. Εκείνος όμως είχε ταραχτεί, γιατί υπήρχε και η Έλλη. Ζήτησε τη γνώμη της Καλλιόπης. Να δεχτεί την κληρονομιά ή όχι;
«Αγαπημένε μου, κάμε ό,τι σου λέει η καρδιά σου. Αν θέλεις να παραιτηθείς υπέρ της Έλλης, δεν θα με βρεις εμένα αντίθετη. Ας τα πάρει το κορίτσι. Εμείς έχουμε να ζήσουμε, δεν θα μας λείπει τίποτα τώρα και στο μέλλον το εργοστάσιο θα μας δίνει ακόμα περισσότερα. Εσύ να’ σαι καλά Κίμων μου. Έλα τώρα, μη σκοτίζεσαι άλλο», τον καθησύχασε η Καλλιόπη.
Ο Κίμων πήγε να εισπράξει από την Ιονική το έμβασμα που έφτανε μηνιαίως στο όνομα της γυναίκας του. Με απογοήτευση όμως διαπίστωσε ότι οι καταθέσεις είχαν διακοπεί. Προσπαθώντας να μην δείξει την ταραχή του βγήκε από την τράπεζα και κάθισε στο πρώτο καφενείο. Προσπάθησε να βάλει το νου του να δουλέψει. Πώς ήταν δυνατόν να μην υπάρχουν τα χρήματα;
Αργότερα διέσχισε την πλατεία του Γεωργίου και ακολουθώντας τη Μαιζώνος μπήκε στην Ευαγγελίστρια. Στάθηκε μπρος στην εικόνα με σκυμμένο το κεφάλι. «Φύλαγέ μας, Παναγία μου», ψιθύρισε, «φύλαγε την ευτυχία μας. Εμείς δεν έχουμε πειράξει κανέναν».
Ο Κίμωνας ζήτησε τη βοήθεια του Δημήτρη Γρηγορογιάννη, που γνωρίζοντας την υπόθεση προθυμοποιήθηκε να την ξεμπλέξει. Επισκέφθηκε, λοιπόν, τον Σκούρκο ζητώντας εξηγήσεις για τα εμβάσματα Καλλιόπης.
«Κύριε Γρηγορογιάννη, καθίστε να τα πούμε. Έτσι όρθιοι θα στεκόμαστε;» Ο Σκούρκος προσπάθησε να πείσει τον Δημήτρη ότι ο ίδιος βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση. «Βγάλε καημένε από εδώ μέσα κάμποσες λίρες να ξεχρεώσεις», απάντησε ο Δημήτρης και επέμεινε να βρεθεί μία λύση για την αδερφή του…
Για το μεγάλο κύμα της φτώχειας που πλημμύριζε την Πάτρα, οργανώθηκε φιλανθρωπική γιορτή. Προκρίθηκε η ιδέα του Μουσικού απογεύματος στο Δημοτικό Θέατρο. Οι πόρτες, που έκλειναν έξω το θόρυβο του δρόμου, ξαφνικά άνοιξαν απότομα. Το ακροατήριο στράφηκε να δει τι τρέχει, καρέκλες έτριξαν, ψίθυροι απορίας και περιέργειας ανακατώθηκαν με τις νότες του βιολιού.
«Έναν γιατρό! Έναν γιατρό!» Ώσπου να ξεμπλέξει από εκεί μέσα ο Κορύλλος, ένας άντρας κοιτόταν κατά γης. Ο Πέτρος ο μπαλωματής είχε μπήξει τη φαλτσέτα του στον Σκούρκο που κανείς δεν μπορούσε πια να τον βοηθήσει.
Η Φροσούλα μέσα στο πένθος της επισκέφθηκε τον Μαρκέτο. «Εσείς έχετε τόσα άλλα να σκεφτείτε! Σας παρακαλώ όμως να με συμβουλεύετε, να με καθοδηγείτε. Θα μου λέτε τι είναι το σωστό; Σας παρακαλώ, οδηγήστε με να το κάνω πάντα! Εσάς, μονάχα εσάς, αναγνωρίζω δάσκαλο και οδηγό μου».
Η Φρόσω - παρά το νεαρόν της ηλικίας της αποδείχτηκε μυαλωμένη και ηθική. Η Έλλη παντρεύτηκε επιτέλους τον Μαρκέτο. Και ο Σωτήρης έφυγε για Αμερική…
Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Νίκο Μαρτζάκλη για την πολύτιμη υποστήριξη, με την παραχώρηση των αιθουσών τού Ηχότοπου Art Cafe (Αράτου 12-14 Πάτρα) για τις εσωτερικές λήψεις. Η φωτογραφία της σελ. 86 έχει ληφθεί στο Γαλακτοζαχαροπλαστείο Αφοι Καρακάση (Ζαΐμη 22 Πάτρα).
5ο εσπερινό ΕΠΑΛ Πάτρας 2017