[un]known destinations 15th high school kypseli athens
curated by Dr Kostas Prapoglou επιμελητής δρ Κώστας Πράπογλου
[α]γνωστοι προορισμoί 15o λύκειο
the politics
26.0624.07.2018
κυψέλη αθήνα
of being
PARTICIPATING ARTISTS KATERINA APOSTOLIDOU MARIA ADROMACHI CHATZINIKOLAOU EVANGELOS CHATZIS MARY CHRISTEA AIKATERINI GEGISIAN KLEIO GIZELI APOLLONAS GLYKAS YANNIS KONDARATOS ELENI LYRA DESPINA MEIMAROGLOU GIORGOS C. PALAMARIS RENA PAPASPYROU ANDREAS SAVVA RANIA SCHORETSANITI DIMITRIS SKOUROGIANNIS MARIANNE STRAPATSAKIS YANNIS THEODOROPOULOS NIKOS TRANOS PAVLOS TSAKONAS BETTY ZERVA ELENI ZOUNI
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΤΕΤΙΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΓΕΓΗΣΙΑΝ ΚΛΕΙΩ ΓΚΙΖΕΛΗ ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ ΓΛΥΚΑΣ ΜΠΕΤΤΥ ΖΕΡΒΑ ΕΛΕΝΗ ΖΟΥΝΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΣ ΕΛΕΝΗ ΛΥΡΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΕΪΜΑΡΟΓΛΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΠΑΛΑΜΑΡΗΣ ΡΕΝΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΒΒΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΚΟΥΡΟΓΙΑΝΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΣΤΡΑΠΑΤΣΑΚΗ ΡΑΝΙΑ ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗ ΝΙΚΟΣ ΤΡΑΝΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ ΜΑΡΙΑ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΤΖΗΣ ΜΑΙΡΗ ΧΡΗΣΤΕΑ
The exhibition [un]known destinations, chapter II: shell // the politics of being was held at the 15th High School of Kypseli, 46 Kypselis & Paxon Streets, Athens from June 26 until 24 July 2018 exhibition / catalogue curator & concept by Dr Kostas Prapoglou Photography Giorgos Biris © 2018 Kostas Prapoglou © texts Kostas Prapoglou © photographs the artists All rights reserved. No part of this publication may be reproduced or utilised in any form or by any means, electronic or mechanical, including photocopying or any information storage or retrieval system, without the prior permission in writing from the curator.
Η έκθεση [α]γνωστοι προορισμοί, κεφάλαιο ΙΙ: κέλυφος // η πολιτική της ύπαρξης πραγματοποιήθηκε στο 15ο Λύκειο Κυψέλης, Κυψέλης 46 & Παξών, Αθήνα από 26 Ιουνίου έως 24 Ιουλίου 2018 επιμέλεια έκθεσης / καταλόγου & concept δρ Κώστας Πράπογλου Φωτογράφιση έργων Γιώργος Μπίρης © 2018 Κώστας Πράπογλου © για τα κείμενα Κώστας Πράπογλου © φωτογραφίες έργων οι καλλιτέχνες Όλα τα δικαιώματα προστατεύονται. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση ή αναπαραγωγή, ολική ή μερική του περιεχομένου αυτής της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανισμό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του επιμελητή.
Acknowledgements Special thanks to the headmistress of the 15th Kypseli High School, Aphrodite Peveretou, associate school directors Sylvia Katsameni and Evangelos Skilaris, school teacher Kostas Maistros as well as Kleoniki Pleianthidou, Chair of the School’s Parent Teacher Association. A big thank you to the Municipality of Athens for granting me the permission to use the building. A huge thank you to the 21 participating artists (Katerina Apostolidou, Maria Adromachi Chatzinikolaou, Evangelos Chatzis, Mary Christea, Aikaterini Gegisian, Kleio Gizeli, Apollonas Glykas, Yannis Kondaratos, Eleni Lyra, Despina Meimaroglou, Giorgos C. Palamaris, Rena Papaspyrou, Andreas Savva, Rania Schoretsaniti, Dimitris Skourogiannis, Marianne Strapatsakis, Yannis Theodoropoulos, Nikos Tranos, Pavlos Tsakonas, Betty Zerva, Eleni Zouni) for their trust, enthusiasm and support towards the entire project as well as all volunteers (students from the Polytechnic School of Athens and students from the 15th High School) who took part in the exhibition. My deepest gratitude to: His Excellency Nicolaos Printezis, General Secretary of the Catholic Holy Synod of Greece; Dr Marco Grilli from Archivum Secretum Vaticanum, and father Davide Maria from the Abbey of Chiaravalle, Milan, Italy. I am also hugely appreciative to: Brigadier General Antonios Kotsirakis, MD, Director of the 251 Hellenic Air Force General Hospital; Colonel Constantinos Georganas, MD, Director of Education Sector of the 251 Hellenic Air Force General Hospital; Captain Mantziorou Anastasia; CIV. Nikolaos Makris, Director of Scientific Library of the 251 Hellenic Air Force General Hospital; Staff Sergeant Mavridou Panayiota, Librarian of Scientific Library of the 251 Hellenic Air Force General Hospital; the Security Office of the 251 Hellenic Air Force General Hospital, and Ret. Major General (RN) Stefa Michalitsa. I am also grateful to: Efthymios Karymbalis from the Department of Geography at Harokopeio University, Athens; Ioanna Iliadi, President of the Board of Directors at the Hospice for Neuro-disability (Ag. Zonis, Athens) and Eleni Marielli, Director; the team of the Kypseli Oral History; historian Tasoula Vervenioti; the Hellenic Army General Staff / Army History Directory. A special thank you to Louise Buttler, Stephen Hodson, Ioanna Kassapaki, Elizabeth Oppenheimer, Melanie Ridgeway, Yannis Sfyrakis, Smaragda Tsompani and Phaedra Zabatha-Pagoulatou for their support. I would also like to thank George Efremidis and the wine sponsor for the exhibition opening Kostas Manolopoulos of Kyathos winery.
Ευχαριστίες
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στην διευθύντρια του 15ου Λυκείου Κυψέλης, Αφροδίτη Πεβερέτου, στους υποδιευθυντές Σύλβια Κατσαμένη και Ευάγγελο Σκύλαρη, στον καθηγητή Κώστα Μαΐστρο καθώς επίσης και στην Κλεονίκη Πλειανθίδου, Πρόεδρο του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του σχολείου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Δήμο Αθηναίων για την παραχώρηση της άδειας για τη χρήση του σχολικού κτιρίου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους 21 συμμετέχοντες εικαστικούς (Κατερίνα Αποστολίδου, Αικατερίνη Γεγησιάν, Κλειώ Γκιζελή, Απόλλωνας Γλύκας, Μπέττυ Ζέρβα, Ελένη Ζούνη, Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Ελένη Λύρα, Δέσποινα Μεϊμάρογλου, Γιάννης Κονταράτος, Γιώργος Χ. Παλαμάρης, Ρένα Παπασπύρου, Ανδρέας Σάββα, Δημήτρης Σκουρογιάννης, Μαριάννα Στραπατσάκη, Ράνια Σχορετσανίτη, Νίκος Τρανός, Παύλος Τσάκωνας, Μαρία Ανδρομάχη Χατζηνικολάου, Ευάγγελος Χατζής, Μαίρη Χρηστέα) για την εμπιστοσύνη, τον ενθουσιασμό και τη στήριξή τους στο όλο εγχείρημα καθώς και σε όλους τους εθελοντές (φοιτητές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και μαθητές του 15ου Λυκείου) που έλαβαν μέρος στην έκθεση. Τη βαθύτατή μου ευγνωμοσύνη προς τον Σεβασμιότατο Νικόλαο Πρίντεζη, Αρχιγραμματέα της Καθολικής Ιεράς Συνόδου Ελλάδος, τον δρα Marco Grilli από το Archivum Secretum Vaticanum, και τον πατέρα Davide Maria από το Αββαείο Chiaravalle στο Μιλάνο της Ιταλίας. Εκφράζω επίσης την μεγάλη μου εκτίμηση προς τους: Ταξίαρχο (ΥΙ) Αντώνιο Κοτσιράκη, Διοικητή του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας, Σμήναρχο (ΥΙ) Κωνσταντίνος Γεωργανά, Διευθυντή Τομέα Επιχειρήσεων, Εκπαίδευσης, Οργάνωσης και Έρευνας, Σμηναγό (ΑΒΜΕ) Μαντζιώρου Αναστασία, ΜΥ με Α΄ Βαθμό Νικόλαο Μακρή, Προϊστάμενο Επιστημονικής Βιβλιοθήκης 251 ΓΝΑ, Επισμηνία (ΕΒ.ΒΙΒ) Μαυρίδου Παναγιώτα, Βιβλιοθηκονόμο Επιστημονικής Βιβλιοθήκης 251 ΓΝΑ, Γραφείο Ασφαλείας 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας και την Υποπτέραρχο (ΥΝ) ε.α. Στέφα Μιχαλίτσα. Είμαι επίσης ευγνώμων προς τον Ευθύμιο Καρύμπαλη από το τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου της Αθήνας, την Ιωάννα Ηλιάδη, Πρόεδρο Διοικητικού Συμβουλίου του Ασύλου Ανιάτων (Αγ. Ζώνης, Αθήνα) και την Ελένη Μαριέλλη, Διευθύνουσα, την ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης, την ιστορικό Τασούλα Βερβενιώτου, καθώς και το Γενικό Επιτελείο Στρατού / Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους: Louise Buttler, Stephen Hodson, Φαίδρα ΖαμπαθάΠαγουλάτου, Ιωάννα Κασαπάκη, Elizabeth Oppenheimer, Ντόρα Πάλλη, Melanie Ridgeway, Γιάννη Σφυράκη και Σμαράγδα Τσομπάνη για την αμέριστη βοήθειά τους. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω θερμά τον Γιώργο Ευφραιμίδη και τον χορηγό κρασιών των εγκαινίων της έκθεσης Κώστα Μανωλόπουλο από το οινοποιείο Κύαθος.
[un]known destinations chapter II: shell // the politics of being by Dr Kostas Prapoglou, curator
“..the distinction between past, present, and future is only a stubbornly persistent illusion”. – Albert Einstein
the story The eclectic building on the crossroads of Kypselis 46 and Paxon streets in the neighbourhood of Kypseli in Athens was constructed during the beginning of the 20th century and was the property of the national society of Italian expats in Athens. It was originally founded as an Italian nun’s convent school of the Dominican Order; the nuns were appointed upon the approval of the Catholic Archbishop of Athens Louis Petit (1912-1926). Τhe architect’s name remains unknown, it is possible that he was of Italian origin (Buaccaleone) but the building could have also been designed by Greek architect Alexandros Nikoloudis as it carries comparable art nouveau architectural elements to the Sarogleio Building (Armed Forces Officers Club) on Rigillis Street, central Athens. The school initially operated as a mixed nursery and primary school on the ground floor, and as a high school on the first floor. The private quarters and the office of Mother Superior as well as the chapel of the school attached to the main reception room for important visitors (decorated with venetian furniture and a grand piano) were also all situated on the first floor. A boarding school for 40 girls was located on the second floor; family members were allowed to visit once a week. The attic space was used as storage space for personal items and three nuns used to sleep there too. Kitchens, dining rooms, play rooms, cellar and the theatre were all located in the basement. The school was funded by the Italian government and all teachers were exclusively Catholic nuns.
In 1940, the boarding school was shut down as soon as the Greco-Italian War began. In 1941, it resumed as just a primary school and was run by the same nuns after permission was granted by the Germans, who it is said connected the building with Ď„he Evelpidon Military Academy (the oldest tertiary level educational institution in Greece founded in 1828) with an underground tunnel. In 1943, the school ceased to operate and was instead transformed into a hospital for the German forces while the nuns were persecuted and imprisoned. However, some of them did manage to escape to Italy. The school desks were replaced by beds, the teaching rooms were converted into hospital wards and the first floor was used for operating theatres. On March 24, 1945 the building was handed over to the Greek air force and it became the General Hospital of the Royal Air Force for the hospitalisation and care of officers, non-commissioned officers and other protected members of the military. It was moved from Cairo (where it had been established two years earlier) to Athens and it remained there for 30 years. During this period, the building underwent a series of alterations (floor replacements, room subdivisions, replacement of the old library with a new one comprising of medical books, the basement was turned into radiodiagnostic and microbiology labs; a pharmacy, two pathology clinics, a psychiatric unit and out-patient clinics were placed on the other floors while the morgues were repositioned at the yard outside). In 1976, the hospital was moved to the district of Katehaki (Goudi) where it still remains. The same year, the building became the 15th Boys High School. In 1981, it was renamed 60th High School and today it functions as the 15th High School of Kypseli.
the exhibition Departing from the first chapter of [un]known destinations that took place at the former Zarifi residence of 1924 at the crossroads of Eptanisou and Andros Streets in the district of Kypseli (September - October 2017), the second edition of the exhibition activates one of the most significant historical buildings in central Athens whose trajectory was parallel to those of all neighbouring buildings including the Zarifi residence. The negotiation of ideas encompassing the historical consciousness and transition based on socio-cultural and economic constraints that the first chapter of the exhibition surveyed back in 2017, now finds its echo in the
building of the 15th High School. Unavoidably, the building has been treated differently due to its unique nature and scale. The interplay of an ongoing flux between the private (boarding school) and the public (hospital, high school) sphere, altered the structure’s interior space according to contemporary political affairs and practical needs. The imprint of the passage of one century over the building’s body reshapes an existing conceptual background – which has become a vital part of Kypseli’s mythology – yet without reforming its exterior image. It remains and raises sturdily as a shell of a narrative that lends its inner self to the ravages of time. The emergence of spatial insertion or disruption is primarily linked to human will, it describes a noetic process that its extensions embrace the politics of being, the politics of ‘I am’, ‘I exist’, ‘I rule’, ‘I construct’ and ‘I destroy’. These are all indispensable components of the perpetual desire for supremacy and dominion. The current exhibition traverses across notions of antithetic situations pronouncing the oxymoron of life conditions such as peace and warfare, prosperity and deprivation, emotional exaltation and desolation, human mobility as well as immigration. With their hefty historical burden, both the area of Kypseli and Greece as a whole, provide a suitable backdrop for surveying realities that now find co-equal counterparts in most contemporary circumstances around the world. At the same time, the role of the building as a nucleus of educational activity to hundreds of students today (amongst whom are youngsters from immigrant and refugee families coming to Greece following the crisis in Syria and elsewhere), paramount location for the treatment of military personnel in the recent past and, again, a school of institutional-cum-religious character even earlier, accentuates a jigsaw of multiple identities. These were moulded according to conflict, violence, worship, diplomacy, imperialism, political change and freedom. This is the key reason that such a venue was chosen to feature the present exhibition. It emerges as a self-portrait of life itself, a documentation of the struggle for survival and advancement. The aim of the curatorial practice in this show is to peruse the building as a shell, a locus which is on loan from time itself; we are aware of its past, but we can only guess its future. We are passers-by and witnesses to a brief moment in its life story. The purpose of the exhibition is to partly explore the evolution of its spatial constituents as reflections of human activity through the flow of time. The audience is invited to perceive the building not as a high school but as a
vessel, where memories, dreams and voices of the past, present and future collide together. Re-discovering the hypostasis of the building and its initial use, viewers will come to terms with a recurrent cycle of events that reflect the liquidity of Greek history jumping between the switching and shifting of multiple realities. The practice of repurposed building materials and architectural elements (spolia) now utilised in a broader context and touching upon ideological and metaphorical readings, finds its resonance in the succession of different uses – or, simply the recycling – of the building per se in its entirety since its very beginnings. It renders the phenomenon of spoliation since ancient times, now interpreted through the prism of modern history, and playing a critical role in the urban transformation as well as the humanscape of the area that are subject to the phases of the building’s function. Shell // the politics of being brings together 21 contemporary artists from three generations to discover, through their cross-disciplinary visual vocabulary, their own thread of the story. They will follow the footprints of a mythology that is closely dependent on the location (site-specific) and will respond to its conceptual parameters (context-defined and site-responsive), simultaneously reflecting the reconsideration of values and those multidimensional emotional territories that co-exist and are all linked together. Katerina Apostolidou’s video installation Common Grounds (2018), conceptually nestles among the school’s chemistry laboratory and the library of the 251 Air Force General Hospital, which preceded the school and since 1976 is situated in the area of Katehaki. Disorientating the viewer with the use of images from both locations, the artist puts weight on the meaning of remembrance and its perpetuation through physical and non-physical space. Subconscious ties between realms constantly arise; the school lab could be the hospital’s clinical lab and, similarly, the hospital’s library could be that of the school’s. The reversing of spatial individuality and function does not only distract our perception of reality, but it also detaches us from the seeming objectivity of geography. It fleetingly contrives a common place where two domains merge together producing an intricate memory detection system. The female voiceover, belonging to a former member of staff of the Air Force Hospital when it was still based in this building, takes us on a journey of evocation. Traversing across realities progressively reveals the factual identity of sites, which are still attached to a mutual and shared history. Books belonging to the previous premises of the hospital are now safeguarded at its current venue. Going back, forth and back again over time, Apostolidou
utilises those books to highlight a taxonomy of self, commingled with the utopian realisation about the knowledge of time. In her Mapping the Forgetting (2018), Maria Adromachi Chatzinikolaou seeks to embody through her distinctive visual techniques the stratification of collective memory, historicity and personal mythology. Set in one of the building’s basement rooms that was lucky not to undergo major alterations during its various phases, the artist reads the original floor tile patterns as a metaphorical representation of a beehive or, in Greek, Kypseli which lends the term to the name of the Athenian district. The system of hexagonal tiles becomes Chatzinikolaou’s terrain to embed an abstract topographical map of the area utilising her signature paint that is black light activated. Visitors are encouraged to experience the room in its original state initially with lights on and then navigate themselves in darkness through the emerging building blocks and streets of Kypseli. A sound installation comprising of testimonies of people who lived in the area and witnessed its heyday back in the 1950s and 1960s, is interrupted by fractions of narratives from the Greek Civil War (19461949) that the artist sourced from the archives of Army History Directorate of the Hellenic Army General Staff. This recurrent theme deriving from such a dark period of time in Greek history, becomes a leitmotif that comes forth as an intrusion and disturbance, intersecting and interlocking the past with the present, light with shadow, life with death. Wandering between realities within the private and the public realms, the viewer consciously and subconsciously appreciates the trajectory of local history now buried underneath the surface of daily life. A pixelated point of view (2018) by Evangelos Chatzis, is a miscellany of works responding to the artist’s perception of urban consciousness as this has been shaped while observing Athens from the hill top of the Acropolis, where he spent plenty of time as a member of the Parthenon’s restoration staff. For him, the chaotic guise of the city that often tricks the eye with visual discontinuities initiates a rhythmic reverberation. Chatzis isolates fragments of this troubling spatial relationship, deconstructs its constituents, and eventually restructures a new urban landscape. The segregation of spatial elements and their subdivision into myriads of pixels becomes a tool for viewing and experiencing his new reality. Pixels become the tesserae of a mosaic that reflects the larger picture of an evolving city. Using satellite imagery and aerial photography through various platforms such as Google Earth, the artist zooms into specific parts of the city rearranging and incorporating them into a new abstract grid, bypassing special interest group criticisms entangled in invasion of privacy. The
works on display are a clear indication of the notion of symbiosis within a densely populated habitat, where at times architectural gems such as the present building, loom imposingly amid the forest of concrete blocks. Vigorously rising like an urban totemic edifice, this particular structure holds an unprecedented power of resistance, still elucidating the meaning of its existence. Breathing Space (2018), a two-channel video installation by Mary Christea, creates an oneiric situation where upon entering the basement area visitors are confronted by sea waves placidly invading the floor and its adjacent walls. Choosing this particular location – an area marking the physical beginning of the tunnel leading to τhe Evelpidon Military Academy, now blocked off – the artist acknowledges those parameters of historicity that attest to the multilayered uniqueness of the shell. Confined within its walls, memories from the past emerge to the surface interrupting the status of its current silence. These are the multifaceted experiences of being, an ontological cycle transmuted into a tide that violently pervades the empty space. Charged with emotional power, they claim their own existence within present time. Christea’s work unfolds as a mental excavation of the past, simultaneously signifying the displacement of memory that is very often suspended, initiating a hint of discontinuity and uttering the loss of historical balance. The poetic idiosyncrasy of this installation implores the spectator to consider the implications of historical disruption, their gradual segregation from the past and, eventually, their reconciliation with their very own identity. I was the Victim of my own History (2018) by Aikaterini Gegisian, is a sculptural collage that takes the shape of a memorial flower wreath and conquers the larger surface of one of the classrooms. It is constructed with a melange of found images, sourced from international flower arrangement books. Published in the 1970s and 1980s, such coffee table photographic editions were mainly addressed to a female audience looking to expand their horizons in the areas of social decorum, propriety and etiquette. Composed with imagery reflecting a middle-class domesticity, the wreath commemorates the histories that are inscribed in the shell of the building and pays tribute to all those lives and anonymous individuals that crossed its doors from its very beginning and through the numerous stages of its life span. The use of wreath from as early as ancient Greece and slightly later during the early Christian times, where they used to be presented to the burial grounds of Christian virgin martyrs, also establishes the representation of the circle of eternal life. Playing with the freshness of the blooms and the dead inactive surface of the
photographs, the work attests to the binary quality of images as both records of the past and as an ensemble of alive potentialities. Echoing the start of the building characterised by the female identity and celebrating female domesticity and crafts, I was the Victim of my own History deposits a feminist gaze on emotional lives dissolved in the passing of time and its progressive erasure by history. RAM (Random Access Memory) (2018) by Kleio Gizeli is a constellation of micro-environments that are impregnated within the screens of older technology computers. Meticulously working with miniature sculptures, Gizeli is interested in the realistic representation of every single detail and their parallel involvement in surreal conditions. Each of her settings indulges us in breathtaking images unravelling mysterious – almost cinematic – diegeses prompting the viewer to actively engage with them and scrutinise them thoroughly. The works on display transmit not only the conceptual backdrop of the exhibition but they are concurrently inspired by hypothetical situations that could supervene on what we are accustomed to, inevitably leading to futuristic extensions. The title of her installation, borrowed by the homonymous term in information technology, is a clear reference to the use of computers and technology in general, as the means to store data that could be accessible from anywhere. Appointing the carcass of computer screens, the artist spotlights the importance of skill and technology in our lives as well as the dangers encrypted in the storage of virtual memory. Her visual vocabulary affirms pivotal issues around data security and preservation through technology and how this may be hacked, deleted or lost. In a both metaphorical and literal sense, the images we encounter within the encapsulated scenes could be pixels of memory, perhaps partially recovered corrupted files. Aiming to acknowledge the significance of craft in a contemporary fast-paced culture, the world of Gizeli playfully excites our conscious and subconscious allowing our imagination to travel beyond the borders of a small screen. Think Tank (2018), is the installation by Apollonas Glykas situated in the boiler room in the building’s basement. Inspired by the dense network of pipes, valves and reservoirs that feed the entire building with heat, the artist discusses the theoretical framework echoing invisible infrastructures based on which societies and political mechanisms operate. Suspended from the ceiling, life size figures of headless technocratic looking male torsos, underline the secret and classified decision-making processes that occur behind closed doors. The tens of pipes that depart from the main body of the engine and disappear into
the walls to continue throughout the building, evoke the innumerable underground and overground channels, pipelines and routes that run across the globe supplying countries with petrol, natural gas and water. Engaging with aspects around the production, concentration, exploitation and distribution of energy, Glykas converses upon issues of control of natural resources and ecology extending to the encroachment of natural habitats, indigenous territories and human rights. The unnerving sound of a liquid drop permeating the room, broadcasts these controlled conditions that evince the games of power, command and dominance. Reinterpreting this subterranean room as a hidden cave analogous to a cabinet war room, the artist juxtaposes the darkness of such ambience against a source of light, mimicking that of dawn. It is the light – perhaps a wishful longing for new beginnings – that comes through the edge of the cave gently pervading space and time. It illuminates hidden corners revealing instructions of a possible escape plan, a passage towards a safer place for all. The two large-scale works on canvas Untitled (1999) and Untitled (1999-2000) by Yannis Kondaratos are positioned freestanding at the central corridor of the second floor proclaiming the monumentality of the interior and the dialogue between the depicted forms and the architecture of the surrounding environment. Created between 1999 and 2000 – a period of time for the artist when the appearance of symbols as well as natural formations were gradually succeeded by architectural structures – the works on view are imbued with an enigmatic ambience carefully corresponding to the almost muted colour palette and the geometric arrangement of the canvas surface. The profound symmetry at play with a dispersed abstraction generates an unorthodox perspective that enhances a feeling of metaphysical eeriness and a de Chirican unsettling calm. The introduction of the human presence in the shape of organic forms redolent of suffering and tormented bodies, renders manifold readings; it stimulates our collective memory while embracing the present as a pathway towards new mechanisms of self-awareness. Transitions (2018) by Eleni Lyra, is the vertical landscape of children’s beds covering the building’s back exterior overlooking the open space that is used today as the school yard. Comprising of nine life-size wooden beds, the installation receives its influence not only from the building’s previous function but also from its current status as a public institution for the education and upbringing of children. Pervaded with a poetic lyricism and a fairy tale-like quality, Lyra’s installation takes viewers on a journey reflecting their dreams and imagination. At the same time, her visual language tenderly speaks about
human nature and addresses those life conditions enfolding ideas of escapism, passage and migration. Containing a dash of impossibility, the artist’s objects defy gravitational forces and float mid-air to challenge our objective perception of reality and the way we interact with it. Evocative of vessels as conveyors of fragments of identity and memory, her beds become ethereal footprints rendering a social connection and new interpretations of being. The balancing act they perform escalates an expanded sculpture that gradually divulges itself through extended space harnessing the power of the surrounding urban scenery. It ascends as a crescendo for the hopes and expectations of life projected on to our psyche and our inner battle against our mortality. The Clear Valley Incident, 1615- 2018 by Despina Meimaroglou brings to the public eye a dark story portrayed on a 17th century fresco at the Chiaravalle Abbey in the commune of Milan, Italy, which the artist accidentally encountered in one of her travels. The narrative of the Martyrdom of Cistercian nuns in the monastery of Vittavia, (Fiammenghini brothers, 22.VI.1615), a 12 x 11 m mural, triggered her fascination with socio-political events and their recurrence across history. The atrocities of the massacre scenes reminded her of an analogous episode, centuries later, involving the kidnapping, sexual assault and murder of three American Catholic missionaries by the El Salvador National Guard that took place in 1980, shortly after the rise of the Revolutionary Government Junta. In a similar vein, the same plot is repeated once again with the unfortunate luck of the Dominican nuns from the Italian School here in Kypseli. Meimaroglou’s repeated visits to Milan proved pivotal in capturing the abbey’s fresco in snapshots with a low resolution digital camera. The result is 15 image panels that are suspended from the ceiling at variable heights and lengths creating a fragmented or even a distorted documentation of the event. The pixelated imagery aesthetics accompanied by the deliberate augmentation of colour layers evince an allegorical and confusing reality, concurrently blurring the boundaries between actual and abstract truth. It mediates modern day practices in news reporting where storylines are often dispensed through several filters, while we find ourselves caught between the real and the imaginary. Meimaroglou’s topical installation is a robust manifestation of the peculiarity of historical occurrences, masterfully emphasising on pressing aspects on human rights and how these may fluctuate and can be subjectified depending on elements of politics, diplomacy and personal interest.
The sculptural landscape by Giorgos Palamaris, Candles, Cotton and Tears (2018), features a conglomeration of objects dispersed around a classroom. Exploring the traces of rearrangement and reorganisation of the building’s space – still visible on the subdivision floor imprints – the artist constructs an arena where objects turn into hybrid forms. Reminiscent of disarticulated bodies, his sculptures are, in fact, fragments of items that once used to be alive in this place and are now metamorphosed into fossilised moments in time. Reflecting upon the practices of medicine and religion over the care and healing of the body and soul, Palamaris equates the building’s body with the human body. He conceives both as living organisms that need to be looked after and sustained. The process of upcycling that outlines the exhibited works, connotes the pervasive obligation to salvage and defend our architectural heritage. At times of societal crisis, economic dystopia and emotional fragility, Candles, Cotton and Tears is also a commentary on the luck of thousands of urban monuments in central Athens that remain idle and gradually fall into decay and disintegration. The employment of a collection of materials that echo a former use and a previous life, leads to the re-birth of objects that are not just carriers of memory, but they also emotionally benefit from each other. The interchange between terms of being and non-being, asserts the rotation of life infused with a positive viewpoint and faith in the virtues of humanity. The construction of the sculpture of Rena Papaspyrou Staircases - 9 Eptanisou Street (2017), coincided with the preparations of the first edition of the [un]known destinations exhibition at the former Zarifi residence in Kypseli. Entering her own new chapter of a body of work that incorporates a series of staircases, the artist was attracted by the architectural and spatial arrangement of the modernist staircase and decided to capture the imprint of a locus that momentarily became available to the public eye due to that exhibition. The decision to present it at this show derives from Papaspyrou’s need to create a metaphorical bond between the two sites and establish a conversation that swings between the private and the public sphere. Painstakingly casting parts of the staircase over many weeks with a variety of materials amongst which used handwritten paper, she produced the over three-metre long sculpture that is now attached to the immersive stairway of this building. Flirting with the ground floor part of the staircase, its tight curves and spirals that extend towards a different direction, instigate through a cadaverous and emaciated guise a sense of deconstruction, discreetly interrogating the pathologies of contemporary ideals. Although the interiority contained in her work could easily reflect upon theories of existentialism or even nihilism, Papaspyrou consciously chooses to expand the reading of her
staircases appraising the values of emotional exaltation and elevation, psychological empowerment and stimulation. The twofold effect of her work is a mirror of the viewer’s image; the path towards its understanding rests solely upon their emotional state, yet the clue is always there and is gazing upwards. Spanning the centre of the attic, the installation of Andreas Savva takes into consideration the agency that expounds the existence of the particular space in conjunction with other areas of the building that did not adapt to its later identities. The presence of the tunnel that once used to connect the building with the Evelpidon Military Academy, generated an homology in Savva’s mind based on common anatomy factors that the two spaces share. Entitled Vibrations and Waves (2018), the work on display is an oversized mouth of a well, constructed with hundreds of wooden sticks – one of the artist’s signature mediums – creating a vertical passageway that metaphorically interlinks the attic with the basement tunnel through all levels of the building. Evocative of tunnel warfare, a condition of war conducted utilising underground facilities from ancient Greek and Roman times until today, the form of his well is a reference to the buckets full of water that the Viennese set up as a warning system to detect the digging of tunnels by the Turks during the city’s siege in 1529. The oscillations on the water signalling the underground activity of the invader helped citizens defend their city successfully, a crucial moment in the geopolitical history of Europe. The obscure operation of this building’s tunnel which is unavoidably associated with dark events is paraphrased by the artist with shredded clothes and rags assimilated within the structure, proclaiming the tracks of those unknown people who went through it for reasons that we will never find out. Redolent of a portal towards imaginary places or another dimension, Vibrations and Waves, marks the point in time where a cause and effect relation becomes the conduit to partially decipher the past and better comprehend the present. The installation of Rania Schoretsaniti, Procession (2018), encompasses five female hands stylistically corresponding to Byzantine art and painted directly on to the walls of the building’s central staircase. The depiction of these human limbs references the gestural expression of sentiments and more particularly those associated with the act of supplication. This specific form of prayer wherein one party asks another party to provide help, appears in many cultures and religions such as Christianity and Islam (duʻā / dua). The artist investigates supplication in a transhistorical and societal perspective and connects it with incidents of human hardship and suffering, placing further focus on the crucial contemporary issues of war, forced population
displacement and the refugee crisis. The extended hands towards the sky evoke the call upon God or people of authority or, simply, a helping hand. The absence of the rest of the bodies is a declaration over those millions of anonymous people facing the agony and traumas of war. The upward movement of these unseen individuals implies an optimistic outlook of life circumstances, meeting its climax on the 100-goldleaf-on-wood piece installed on the opposite wall, which receives the procession. Some of these parts are inscribed with images of The Ladder of Divine Ascent (Saint John Climacus) – as seen in Orthodox Church iconography – with the 30 rungs representing the earthly vices and virtues that someone must go through in order to reach heaven and God. By canvassing a metaphor that engulfs the salvation of the human body as well as psyche, Schoretsaniti’s visual lexicon articulates the urgency of equality and change by interconnecting humanity. Inspired by the personal story of French actress Sarah Bernhardt (1844 - 1923), the work of Dimitris Skourogiannis Despite All (2018) delves into the intersection between the private and public domain through notions of identity and distinctiveness. Extracting particular events from Bernhardt’s life (sent to a boarding school for young ladies, then in later life admitted to an Augustine convent school before she started coaching to become an actress and had her right leg amputated due to gangrene at the age of 71), Skourogiannis stages an environment comprising of an assemblage of works that visitors are invited to inspect, following various routes within the room. Focusing on the dialectics of mortality and survival, the works on display react to the corporeality and the inescapable ruinous course of the human body. Pronouncing the event of amputation in his protagonist’s reality, which is juxtaposed against her determination to continue performing, Skourogiannis declares the prominence of human will and the pertinacious need to be, despite all the odds. This extends to the critical point of war and state of emergency, where, in spite of adversity and famine, entire populations outlast and carry on living in hope. The rapport that develops between an actor on stage and the observing audience which finds its equivalent to the affinity between a teacher and a student, is a symbolic statement of interactivity, collectiveness, sense of belonging as well as interplay between an individual and the community. Despite All (2018) is a life lesson, a parable of dignity, pride and amour propre. The Fear (2006-2018) by Marianne Strapatsakis is an installation comprising of a stainless-steel structure that contains a screen and a video created back in 2006, along with new mixed media photos and drawings. Working with
stainless-steel surfaces since 1980, the artist detected the peculiarity of such a medium whose properties entail the distortion of surrounding images reflected on the sheet metal’s surface. Being able, or not, to regulate the degree of such distortion, Strapatsakis soon realised the potential to reformulate the image, by further exploiting the element of subjectivity on this method. An ever-changing image depending on the viewer’s movement around her works, marked the beginning of a novel relationship between the two, which oscillates each time, based on the conditions of light and speed of motion. The dual interpretation of The Fear is timely and on a par with the building’s identity. The given form and silhouette of an egg, opening up into two parts, resembles the process of hatching and the emergence of a new life. Intermarrying the spasmodic and rash movements of a chick trying to detach itself from the eggshell with a distressing soundscape, the artist pronounces that crucial point when a new life enters our world, instantaneously posing the question of choice for being or not being. At the same time, the appearance of her work, performs as a clear reminder of a bombshell or a semi-active mine, still trapped deep inside the bowels of the building, a leftover from the dark ages of war. The visual utterance of Strapatsakis accents the philosophical stance of memento mori as well as memento vivere, giving us the choice to decide what side of the coin we feel comfortable with. Embarking from memories of his own and his family’s past, Yannis Theodoropoulos constructs an anthology of photographs and other material from his personal archive such as postcards and letters occupying one of the school’s classrooms. Bird’s eye view (2018), is an installation made up by found school desks which have been kept bearing student graffiti that the artist decided to subsume with his own imagery. Allowing visitors to walk between or sit at any desk, Theodoropoulos imparts a series of events extracted from his own life and brings to the forefront private information that reflects a certain typology of a Greek middle-class family. Attributing connotations to ideas related to a patriarchal system of society demarcating previous decades, the exhibited works originate a juxtaposition between stereotypes of the past and those of the present. Identifying himself with the teenagers of today, he inevitably collates the two realities and subliminally looks back nostalgically. Filtered with a strong autobiographical sense but also with humour and autosarcasm, the chosen themes are closely connected with the building’s past such as his duty service in the Air Force. Contrasting tropes of masculinity and narcissism against a more humble female presence in his family environment, Theodoropoulos strives to reconcile and reunite such polarities and reinterpret them through the lens of sentimentality and dedication to his own roots.
The installation of Nikos Tranos, Without Logos (2018), questions how human emotions and instincts have formed around the quotidian and contemporary culture. Employing as a symbolic tool the structure of the Roman Catholic Church confessional, he puts to the test those boundaries, beliefs and principles that undergo a constant renegotiation in today’s society. Entirely built with cardboard boxes of a motor vehicle manufacturer, Tranos’s life-size confessional turns into a man powered machine. It promotes transactions of morality and the undisclosed exchange of realities, while reimagining an idealistic approach for debt settlement. The conception of debt, linked with the doctrine of ancestral fault and the eternal punishment for the hereditary sin, conveys the latent human prerequisite for its cancellation which eventually redeems into securing a seat in paradise. For the artist, the confessional becomes a place that extends beyond the limits of belief; it drifts in and out of the vices of lust, sexual excitement and gratification, thirst for authority and a taste of surrender. It converts to a domain where anybody can confide and unburden themselves to someone, yet this someone might be the artist himself. Without identifying himself as a priest, oracle, fortune teller, prophet or just a random person who happened to sit in one of the compartments, Tranos is prepared to listen to the viewer’s real or non-real secrets and respond to them – humourously or not – in a context-specific mode. His device of social character becomes an agency of relief and decompression and may even assist in a self-confessional opus operandi where the subject takes ownership and reaches a catharsis purely on their own. Average Students Dream Club (2018), is the site-specific installation by Pavlos Tsakonas. His room is populated with one work on canvas, seven gypsum chalk sculptures and an assortment of sketches directly drawn on the wall surfaces. The painting receives its inspiration from the western astrological signs and the concept of the zodiac. The artist forces questions about the categorisation of human qualities and certain aspects of personal traits that define each one of us. Observing classification through astrology, Tsakonas expands his thinking on notions relating to the preservation of knowledge through conventional and non-conventional methods that were employed by cultures and civilisations attempting to untangle human nature. Such a process whose extensions entail the desire of control and the concentration of information is set against the prerogative of free will. At the same time, the star sign (Capricorn) chosen by the artist, is charged with unique characteristics based on ancient mythology symbolisms, embracing conflicting meanings such as life and death, decay and renaissance, good and evil. The wall interventions – suggestive of naïve graffiti messages – envision through the
praxis of gesture not just a playful attitude and the freedom of expression encountered in a school environment, but also disorder, anarchy and arbitrariness. The hypertrophic and inflated chalk sculptures scattered around the room, put a surreal twist on the artist’s imagery, while the objects per se could play for some the role of an instrument of expression and for others a weapon of destruction. Tsakonas’s installation is an incubator of mixed feelings unceasingly provoking the viewer and prompting them to dive into an adventure of self-exploration. The work of Betty Zerva, bellum omnium contra omnes (2018) (war of all against all), addresses the games and practices of warfare on a global scale. Dressing all surfaces of her room with maps of various types and sizes, the artist creates a setting that at first glance might seem like a tribute to the field and science of geography, yet the deployment of toy soldiers orchestrates a series of unconventional scenes. Touching upon sensitive issues involving war zones around the world, Zerva obliquely challenges not only those reasons and acts that – for some – could justify the breakout of war but also puts into perspective their consequences on local populaces. The marked geographical spots where her troops gather, are or have been warzones in modern history causing disaster and human pain. Such disturbing manifestations of contemporary civilisation of the Orient and the Occident produce critical reflections on the demise of the human race and its environment. The appearance of her military toys brings to the fore the paradoxical use of such objects by children and their unexplained familiarity with the savagery and brutality of war. Concerned with the disruption and fragmentation of both landscape and humanscape combined with ecological and environmental issues that are all related to the aggression of war, the artist underlines the high degree of insufficient knowledge that a student receives at school when it comes to such weighty topics. For Zerva, violence and its derivatives are all rooted in the early stages of a child’s life and it is our duty to guide them correctly through parenting and edification. Chronicles (2018) by Eleni Zouni is an esoteric meditational journey embracing the spiritual dimension of the building from its prior use and its tacit dialogue with the immediate urban habitat including the orthodox church of St. Demetrius situated across the road. Her vertical works covering all the windows in the room, engender a secluded space, sealed off from the outside world. Evocative of undeciphered writing systems such as Linear A and hieroglyphics, the array of innumerable symbols fabricates an occult and cryptic situation. Upon closer inspection, the systematic configuration of all these signs and
codes may seem like an archival account of life itself. Not being able to decode these scroll-like devices, the visitor suddenly feels an unfathomable equilibrium, a rhythmic adaptation and nexus with the surrounding space. The noetic mapping inscribed on the centrepiece of the installation – an expanded and reversed dome – enunciates the continuity and the reverberation of motion. Absorbed by an almost psychedelic and kaleidoscopic impression of movement, we defenselessly follow those unseen trails devised by the artist. The presence of the classroom blackboards along with the student desks and chairs considers another angle of school life involving writing-based punishments and the repetition of words and phrases, more common in older times. While discipline and strictness and their correlation with aspects of power and authority within the educational system have become the subject of theoretical psychoanalytic studies, Zouni indirectly confronts such practices, proving how her visual language can turn torment and trauma into a deep, clear and meditational thinking experience.
[α]γνωστοι προορισμοί κεφάλαιο ΙΙ: κέλυφος // η πολιτική της ύπαρξης δρ Κώστας Πράπογλου, επιμελητής “..η διάκριση ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι μόνο μια πεισματικά επίμονη ψευδαίσθηση”.
– Albert Einstein
η ιστορία Το εκλεκτικιστικό κτίριο στη συμβολή των οδών Κυψέλης 46 και Παξών στην περιοχή της Κυψέλης, χτίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και ανήκε στην ιδιοκτησία του εθνικού συλλόγου των Ιταλών στην Αθήνα. Ιδρύθηκε αρχικά ως Ιταλική σχολή καλογραιών του Τάγματος του Αγίου Δομίνικου με την έγκριση του Καθολικού Αρχιεπισκόπου της Αθήνας Λουδοβίκου Πετί (1912-1926). Tο όνομα του αρχιτέκτονα παραμένει άγνωστο, πιθανότατα ήταν Ιταλός (Buaccaleone), όμως το κτίριο θα μπορούσε να είναι και έργο του Αλέξανδρου Νικολούδη καθώς φέρει παράλληλα art nouveau αρχιτεκτονικά στοιχεία με το Σαρόγλειο Μέγαρο της οδού Ρηγίλλης. Η σχολή αρχικά λειτούργησε ως μεικτό νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο στο ισόγειο και ως γυμνάσιο στον πρώτο όροφο. Τα ιδιαίτερα διαμερίσματα της ηγουμένης, καθώς και το παρεκκλήσι που βρισκόταν δίπλα στην κυρίως αίθουσα υποδοχής για τους σημαντικούς επισκέπτες (διακοσμημένο με βενετσιάνικη επίπλωση και πιάνο με ουρά) τοποθετούνταν όλα στον πρώτο όροφο. Ένα οικοτροφείο για 40 κοπέλες υπήρχε στο δεύτερο όροφο και το επισκεπτήριο για τα μέλη των οικογενειών τους πραγματοποιούνταν μια φορά την εβδομάδα. Η σοφίτα χρησιμοποιούνταν ως αποθηκευτικός χώρος για προσωπικά αντικείμενα και τρεις καλόγριες κοιμούνταν εκεί. Οι κουζίνες, οι αίθουσες εστίασης, οι χώροι αναψυχής, το κελάρι και το θέατρο βρίσκονταν στο υπόγειο. Το σχολείο χρηματοδοτούνταν από την ιταλική κυβέρνηση και όλες οι δασκάλες ήταν αποκλειστικά καθολικές καλόγριες.
Το 1940 το οικοτροφείο κλείνει με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Το 1941 επαναλειτουργεί από τις ίδιες καλόγριες μόνο ως δημοτικό σχολείο με την συγκατάθεση των Γερμανών, οι οποίοι λέγεται πως τότε συνέδεσαν το κτίριο μέσω υπόγειας σήραγγας (τούνελ) με τη σχολή Ευελπίδων. Το 1943 η σχολή κλείνει οριστικά και μετατρέπεται σε νοσοκομείο των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων. Oι καλόγριες διώκονται και φυλακίζονται, ενώ κάποιες καταφέρνουν να διαφύγουν στην Ιταλία. Τα σχολικά θρανία αντικαθίστανται από κρεβάτια, οι αίθουσες διδασκαλίας μετασχηματίζονται σε νοσοκομειακές πτέρυγες και τον πρώτο όροφο καταλαμβάνουν τα χειρουργεία. Στις 24 Μαρτίου 1945 το κτίριο παραδίδεται στην Ελληνική Αεροπορία και μετατρέπεται σε Γενικό Νοσοκομείο της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας (ΓΝΕΒΑ) για την περίθαλψη του στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού και των προστατευόμενων μελών του. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα από το Κάιρο (όπου είχε ιδρυθεί δύο χρόνια νωρίτερα) και εγκαθίσταται εκεί για 30 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το κτίριο υπέστη μια σειρά περαιτέρω αλλαγών (αλλαγή δαπέδων, υποδιαιρέσεις δωματίων, αντικατάσταση της παλιάς βιβλιοθήκης με νέα αποτελούμενη από ιατρικά βιβλία, αναδιαρρύθμιση του υπογείου σε ραδιοδιαγνωστικά εργαστήρια, τοποθέτηση φαρμακείου, δύο παθολογικών κλινικών, ψυχιατρικής πτέρυγας και εξωτερικών ιατρείων στους υπόλοιπους ορόφους, ενώ τα νεκροτομεία μεταφέρθηκαν σε τμήμα της αυλής). Το 1970 μετονομάζεται σε 251 ΓΝΑ και στις αρχές του 1976 μεταφέρεται στην Κατεχάκη (Γουδί). Τον ίδιο χρόνο πρωτολειτουργεί εκεί το 15ο Γυμνάσιο Αρρένων. To 1981, μετονομάστηκε σε 60ο Γυμνάσιο και Λύκειο ενώ σήμερα στεγάζει το 15ο Λύκειο Κυψέλης.
η έκθεση Με αφετηρία το πρώτο κεφάλαιο της έκθεσης [α]γνωστοι προορισμοί που έλαβε χώρα στην πρώην οικία Ζαρίφη του 1924 στη συμβολή των οδών Επτανήσου και Άνδρου στην Κυψέλη (Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2017), το δεύτερο κεφάλαιο της έκθεσης ενεργοποιεί ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά κτίρια του κεντρικού τομέα της Αθήνας του οποίου η πορεία χαράχτηκε παράλληλα με αυτήν των γειτονικών της οικοδομημάτων, μεταξύ των οποίων και η οικία Ζαρίφη. Η διαπραγμάτευση εννοιών ιστορικής συνείδησης και μετάβασης, σύμφωνα με τις κοινωνικο-πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες που διαχειρίστηκε το πρώτο
κεφάλαιο της έκθεσης, βρίσκει τώρα τον απόηχό της στο 15ο Λύκειο Κυψέλης, οίκημα το οποίο έλαβε μια διαφορετική μεταχείριση λόγω του μοναδικού χαρακτήρα αλλά και του μεγέθους του. Παίζοντας με μια εναλλασσόμενη ροή μεταξύ του ιδιωτικού (οικοτροφείο) και δημόσιου (νοσοκομείο, λύκειο) στοιχείου, οι εκάστοτε συγκυρίες τροποποιούσαν τους εσωτερικούς χώρους ανάλογα με την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα αλλά και τις αντίστοιχες λειτουργικές ανάγκες. Η εγγραφή του περάσματος ενός αιώνα πάνω στο σώμα του κτιρίου μετασχηματίζει το υπάρχον πολυεπίπεδο εννοιολογικό πλαίσιο – το οποίο αποτελεί ζωτικό στοιχείο της μυθολογίας της Κυψέλης – χωρίς όμως να μεταλλάσσει την εξωτερική εικόνα και μορφή του. Παραμένει και υψώνεται αγέρωχα σαν κέλυφος μιας αφήγησης που με δάνειο παραχωρεί τους κόλπους της στη λεηλασία του χρόνου. Η ανάδυση μιας χωροταξικής παρεμβολής ή ανατροπής συνδέεται κατ’ ουσίαν με την ανθρώπινη βούληση, χαράσσει μια νοητική και οντολογική διαδικασία που προεκτάσεις της συντάσσουν την πολιτική της ύπαρξης, την πολιτική του είμαι, του υπάρχω, του κυβερνώ, του χτίζω και του καταστρέφω. Αυτά γίνονται αναπόσπαστα συστατικά της αιώνιας επιθυμίας για υπεροχή και κυριαρχία. Η παρούσα έκθεση πλέει ανάμεσα σε νοήματα αντιθετικών καταστάσεων δίνοντας έμφαση σε οξύμωρες εκφάνσεις της ζωής όπως η ειρήνη και ο πόλεμος, η ευμάρεια και η στέρηση, η συναισθηματική ανάταση και η απόγνωση, η ανθρώπινη κινητικότητα και η μετανάστευση. Με το βαρύ ιστορικό τους φορτίο, η περιοχή της Κυψέλης αλλά και η Ελλάδα στην ολότητά της, προσδίδουν ένα κατάλληλο υπόβαθρο για τη διερεύνηση πραγματικοτήτων που πλέον ταυτίζονται με ομότιμες περιπτώσεις στην πλειοψηφία των σύγχρονων συνθηκών ανά τον κόσμο. Την ίδια στιγμή, ο ρόλος του κτιρίου ως πυρήνας εκπαιδευτικής δραστηριότητας για εκατοντάδες μαθητές σήμερα (μεταξύ των οποίων νέοι από οικογένειες μεταναστών και προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα εξαιτίας της κρίσης στη Συρία και αλλού), τόπος υψίστης σημασίας για τη νοσηλεία στρατιωτικού προσωπικού στο κοντινό παρελθόν και, για άλλη μια φορά, σχολή θεσμικού και θρησκευτικού χαρακτήρα πιο πριν, εκπέμπει ένα παζλ πολλαπλών ταυτοτήτων. Αυτό διαμορφώθηκε ανάλογα μέσα από συνθήκες σύγκρουσης, βίας, πίστης, διπλωματίας, ιμπεριαλισμού, πολιτικής αλλαγής και ελευθερίας. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που ένας τέτοιος χώρος επιλέχτηκε για να φιλοξενήσει την παρούσα έκθεση. Αναδύεται ως μια αυτοπροσωπογραφία της ίδιας της ζωής, μια καταγραφή του αγώνα για επιβίωση και εξέλιξη.
Ο σκοπός της επιμελητικής πρακτικής σε αυτή την έκθεση είναι να αντιληφθούμε το κτίριο σαν κέλυφος, έναν τόπο ο οποίος μας έχει δοθεί ως δάνειο από τον ίδιο το χρόνο. Γνωρίζουμε το παρελθόν του, όμως είμαστε μόνο σε θέση να υποθέσουμε το μέλλον του. Είμαστε περαστικοί και μάρτυρες μιας σύντομης στιγμής στην ιστορία της ζωής του. Ο στόχος της έκθεσης είναι να διερευνήσουμε εν μέρει την εξέλιξη των χωροταξικών του στοιχείων ως αντανάκλαση της ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Το κοινό καλείται να αντιληφθεί το κτίριο όχι ως σχολείο αλλά ως ένα δοχείο, όπου μνήμες, όνειρα και φωνές του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος συγκρούονται. Ανακαλύπτοντας ξανά την υπόσταση του κτιρίου και την αρχική του χρήση, οι θεατές θα συνειδητοποιήσουν την επαναλαμβανόμενη ροή των γεγονότων που αντικατοπτρίζουν τη ρευστότητα της ελληνικής ιστορίας μέσα από την εναλλαγή και την τροποποίηση πολλαπλών πραγματικοτήτων. Η πρακτική της επαναχρησιμοποίησης κατασκευαστικών υλικών και αρχιτεκτονικών μελών (spolia) που τώρα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο εννοιολογικό πλαίσιο αγγίζοντας ιδεολογικές και μεταφορικές ερμηνείες, βρίσκει απήχηση σε μία αλληλουχία διαφορετικών χρήσεων – ή απλά στην ανακύκλωση – του κτιρίου per se ως προς το σύνολό του και από τις απαρχές της ύπαρξής του. Η πρακτική αυτή περιγράφει την αναπροσαρμογή υλικών μέσω της λεηλασίας (spoliation), φαινόμενο που υφίσταται από τα αρχαία χρόνια. Αυτό ερμηνεύεται τώρα υπό το πρίσμα της σύγχρονης ιστορίας, παίζοντας βαρυσήμαντο ρόλο στη μετάλλαξη του αστικού αλλά και του ανθρώπινου τοπίου της περιοχής που διαμορφώνεται ανάλογα με τις φάσεις λειτουργίας του κτιρίου. Η έκθεση κέλυφος // η πολιτική της ύπαρξης φέρνει κοντά 21 σύγχρονους εικαστικούς τριών γενεών για να ανακαλύψουν μέσω του πολυμεσικού οπτικού λεξιλογίου τους τον δικό τους μίτο. Θα διαβούν στα χνάρια μιας μυθολογίας άμεσα εξαρτώμενης από τον τόπο (site-specific) και θα ανταποκριθούν στις νοηματικές παραμέτρους αυτού (context-defined και site-responsive), αντανακλώντας παράλληλα την αναθεώρηση αξιών και εκείνων των πολυδιάστατων συναισθηματικών πεδίων που συνυπάρχουν και συνδέονται μεταξύ τους. Η βίντεο-εγκατάσταση της Κατερίνας Αποστολίδου, Σε Κοινό Έδαφος (2018), εννοιολογικά τοποθετείται μεταξύ του χημείου του σχολείου και της βιβλιοθήκης του 251 ΓΝΑ, που προϋπήρχε του σχολείου και που από το 1976 βρίσκεται στην περιοχή της Κατεχάκη. Αποπροσανατολίζοντας τον θεατή με τη χρήση εικόνων από τις δύο τοποθεσίες, η εικαστικός ρίχνει βάρος στη σημασία της ανάμνησης
και της διαιώνισής της μέσα από τον φυσικό και τον μη-φυσικό χώρο. Παρουσιάζονται διαρκώς υποσυνείδητες συζεύξεις ανάμεσα σε επίπεδα πραγματικότητας: το χημείο του σχολείου θα μπορούσε να είναι το μικροβιολογικό εργαστήριο του νοσοκομείου και ομοίως, η βιβλιοθήκη του νοσοκομείου θα μπορούσε να είναι αυτή του σχολείου. Η αντιστροφή της χωρικής ιδιαιτερότητας και λειτουργίας όχι μόνο αποσπά την αντίληψή μας για την πραγματικότητα, αλλά επίσης μας αποσυνδέει από τη φαινομενική αντικειμενικότητα της γεωγραφίας. Επινοεί στιγμιαία έναν κοινό τόπο όπου δύο χώροι ενώνονται δημιουργώντας ένα περίπλοκο σύστημα ιχνηλατήσης της μνήμης. Η γυναικεία φωνή που ανήκει σε πρώην εργαζόμενη του Νοσοκομείου της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας, όταν ακόμα λειτουργούσε σε αυτό το κτίριο, μας οδηγεί σε ένα ταξίδι αναμνήσεων. Η μετάβαση σε διάφορες καταστάσεις υποδεικνύει την προοδευτική αποκάλυψη της αληθινής ταυτότητας του κάθε τόπου, οι οποίοι εξακολουθούν να δεσμεύονται από μια αμοιβαία και κοινή ιστορία. Τα βιβλία που ανήκουν στις προηγούμενες εγκαταστάσεις του νοσοκομείου τώρα φυλάσσονται στον σημερινό τους χώρο. Πηγαίνοντας πίσω, μπρος, και πάλι πίσω στο χρόνο, η Αποστολίδου αξιοποιεί αυτά τα βιβλία, για να επισημάνει μια ταξινόμηση του ίδιου μας του εαυτού, αναμειγνύοντάς την με την ουτοπική συνειδητοποίηση της γνώσης του χρόνου. Υπήρξα Θύμα της δικής μου Ιστορίας (2018) της Αικατερίνης Γεγησιάν είναι ένα γλυπτικό κολάζ που αποκτά τη μορφή ενός στεφανιού λουλουδιών που είθισται να κατατίθεται σε μνημεία και καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη επιφάνεια μιας από τις αίθουσες διδασκαλίας. Είναι κατασκευασμένο από μια πλούσια συλλογή ευρεθεισών εικόνων που προέρχονται από διεθνή περιοδικά για ανθοστολισμούς. Δημοσιευμένες στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, αυτές οι εικονογραφημένες εκδόσεις απευθύνονταν κυρίως σε ένα γυναικείο αναγνωστικό κοινό που επιθυμούσαν να επεκτείνουν τους ορίζοντές τους στους τομείς της κοσμιότητας, της ευπρέπειας και της εθιμοτυπίας. Αποτελούμενο από εικόνες που αντικατοπτρίζουν μια μεσαίας κοινωνικής τάξης οικιακή ζωή, το στεφάνι τιμά τις ιστορίες εκείνες που είναι χαραγμένες στο κέλυφος του κτιρίου και αποτίει φόρο τιμής σε όλες αυτές τις ζωές και τους ανώνυμους ανθρώπους που διέσχισαν τις πόρτες του από την αρχή και μέσα από τα πολυάριθμα στάδια της ζωής του. Η πρώιμη χρήση του στεφάνου ήδη από την αρχαία Ελλάδα και λίγο αργότερα κατά τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους, όπου τοποθετούνταν στους τάφους των χριστιανών παρθένων μαρτύρων, γνωστοποιεί επίσης τον συμβολισμό του κύκλου της αιώνιας ζωής. Παίζοντας με τη φρεσκάδα των άνθεων και τη νεκρή ανενεργή επιφάνεια των φωτογραφιών, το έργο πιστοποιεί τη διττή ποιότητα των εικόνων ως καταγραφές του παρελθόντος αλλά και ως σύνολο ζωντανών πιθανοτήτων.
Απηχώντας την έναρξη του κτιρίου που είχε άμεση σχέση με τη γυναικεία ταυτότητα και παράλληλα εορτάζοντας τη γυναικεία οικιακή ζωή και χειροτεχνία, το Υπήρξα Θύμα της δικής μου Ιστορίας καταθέτει μια φεμινιστική ματιά σε μια ζωή γεμάτη συναισθήματα που εξανεμίζεται με το πέρασμα του χρόνου και την προοδευτική απαλοιφή της από την ιστορία. RAM (Random Access Memory, ελλ. Μνήμη Τυχαίας Προσπέλασης), (2018) από την Κλειώ Γκιζελή, είναι ένας αστερισμός από μικρο-περιβάλλοντα που ενσωματώνονται στις οθόνες υπολογιστών παλαιότερης τεχνολογίας. Σχολαστικά δουλεύοντας με γλυπτά-μινιατούρες, η Γκιζελή ενδιαφέρεται για τη ρεαλιστική αναπαράσταση της κάθε λεπτομέρειας και την ταυτόχρονη συμμετοχή τους σε σουρεαλιστικές καταστάσεις. Καθένα από τα περιβάλλοντά της μας εισάγει σαγηνευτικά σε μαγευτικές εικόνες ξετυλίγοντας μυστηριώδεις – σχεδόν κινηματογραφικές – διηγήσεις, προτρέποντας το θεατή να εμπλακεί ενεργά μαζί τους και να τις ελέγξει διεξοδικά. Τα έργα που εκτίθενται διαβιβάζουν όχι μόνο το εννοιολογικό πλαίσιο της έκθεσης αλλά είναι παράλληλα εμπνευσμένα από υποθετικές συνθήκες που θα μπορούσαν να υπερβαίνουν το σύνηθες, αναπόφευκτα προκαλώντας προεκτάσεις φουτουριστικής υφής. Ο τίτλος της εγκατάστασής της, δανεισμένος από τον ομώνυμο όρο της Πληροφορικής, είναι μια σαφής αναφορά στη χρήση των υπολογιστών και της τεχνολογίας γενικότερα, ως μέσο για την αποθήκευση δεδομένων που θα μπορούσαν να είναι προσβάσιμα από οπουδήποτε. Χρησιμοποιώντας το κουφάρι της οθόνης των υπολογιστών, η εικαστικός προτάσσει τη σημασία της ικανότητας και της τεχνολογίας στη ζωή μας, καθώς και τους κινδύνους που υποβόσκουν στην αποθήκευση της εικονικής μνήμης. Το οπτικό λεξιλόγιό της, επιβεβαιώνει τα καίρια ζητήματα γύρω από την ασφάλεια και τη διαφύλαξη στοιχείων μέσω της τεχνολογίας και την παράνομη πρόσβαση σε αυτά (hacking), τη διαγραφή ή τη λήξη τους. Υπό μια μεταφορική και κυριολεκτική έννοια, οι εικόνες που συναντάμε μέσα στις έγκλειστες σκηνές θα μπορούσαν να είναι εικονοστοιχεία (pixels) της μνήμης, ίσως μερικώς ανακτημένα αλλοιωμένα αρχεία. Με στόχο να αναγνωρίσουμε τη σημασία της χειροτεχνίας των κατασκευών σε ένα σύγχρονο ταχύρρυθμο πολιτισμό, ο κόσμος της Γκιζελή παιχνιδιάρικα διεγείρει το συνειδητό και υποσυνείδητό μας, επιτρέποντας στη φαντασία να ταξιδέψει πέρα από τα όρια μιας μικρής οθόνης. Think Tank (2018) είναι η εγκατάσταση του Απόλλωνα Γλύκα που βρίσκεται στο λεβητοστάσιο στο υπόγειο του κτιρίου. Εμπνευσμένος από το πυκνό δίκτυο σωλήνων, βαλβίδων και δεξαμενών που τροφοδοτούν όλο το κτίριο με θερμότητα, ο καλλιτέχνης εξετάζει το θεωρητικό πλαίσιο που θυμίζει αόρατες υποδομές πάνω στις οποίες λειτουργούν οι κοινωνίες και οι πολιτικοί
μηχανισμοί. Οι αναρτημένες φιγούρες φυσικού μεγέθους ακέφαλων και τεχνοκρατικής όψης αρσενικών κορμών υπογραμμίζουν τις μυστικές και απόρρητες διαδικασίες λήψης αποφάσεων που πραγματοποιούνται κεκλεισμένων των θυρών. Οι δεκάδες σωλήνες που αναχωρούν από το κύριο σώμα της μηχανής και εξαφανίζονται στους τοίχους για να συνεχίσουν σε όλο το οικοδόμημα, φέρνουν στο νου τα αναρίθμητα υπόγεια και υπέργεια κανάλια, αγωγούς και διαδρομές που τρέχουν σε όλο τον κόσμο προμηθεύοντας τις χώρες με πετρέλαιο, φυσικό αέριο και νερό. Κάνοντας μνεία σε θέματα γύρω από την παραγωγή, τον συγκεντρωτισμό, την εκμετάλλευση και τη διανομή της ενέργειας, ο Γλύκας πραγματεύεται ζητήματα ελέγχου των φυσικών πόρων και της οικολογίας με προεκτάσεις στην καταπάτηση των φυσικών οικότοπων, των αυτόχθονων εδαφών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο διαπεραστικός ήχος μιας σταγόνας που διαχέεται στο δωμάτιο μεταδίδει αυτές τις ελεγχόμενες συνθήκες που εκδηλώνουν τα παιχνίδια δύναμης, διοίκησης και κυριαρχίας. Επανερμηνεύοντας αυτό το υπόγειο δωμάτιο σαν μια κρυμμένη σπηλιά ανάλογη με αίθουσα πολεμικού συμβουλίου, ο καλλιτέχνης αντιπαραθέτει το σκοτάδι του εν λόγω περιβάλλοντος με μια πηγή φωτός, που μιμείται αυτό της αυγής. Είναι το φως – ίσως ο ευσεβής πόθος για ένα νέο ξεκίνημα – που εισέρχεται από την άκρη του σπηλαίου ευγενικά διεισδύοντας στο χώρο και το χρόνο. Φωτίζει κρυμμένες γωνιές αποκαλύπτοντας οδηγίες για ένα πιθανό σχέδιο διαφυγής, ένα πέρασμα προς κάποιο ασφαλέστερο μέρος για όλους. Το έργο της Μπέττυ Ζέρβα, bellum omnium contra omnes (2018) (πόλεμος όλων εναντίων όλων), εξετάζει τα παιχνίδια και τις πρακτικές του πολέμου σε παγκόσμια κλίμακα. Καλύπτοντας όλες τις επιφάνειες της αίθουσας με χάρτες διαφόρων τύπων και μεγεθών, η καλλιτέχνις δημιουργεί ένα περιβάλλον που με την πρώτη ματιά μπορεί να μοιάζει με αφιέρωμα στο πεδίο και την επιστήμη της γεωγραφίας, αλλά η ανάπτυξη των παιχνιδιών-στρατιωτών ενορχηστρώνει μια σειρά από μη συμβατικές σκηνές. Αγγίζοντας ευαίσθητα θέματα που αφορούν εμπόλεμες ζώνες σε όλο τον κόσμο, η Ζέρβα αμφισβητεί πλαγίως όχι μόνο εκείνους τους λόγους και τις πράξεις που – για κάποιους – θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν το ξέσπασμα ενός πολέμου αλλά πραγματεύεται και το ζήτημα των συνεπειών του στους τοπικούς πληθυσμούς. Τα γεωγραφικά σημεία που επισημαίνονται και είναι εκεί όπου συγκεντρώνονται τα στρατεύματά της είναι ή ήδη έχουν υπάρξει εμπόλεμες περιοχές στη σύγχρονη ιστορία προκαλώντας καταστροφές και ανθρώπινο πόνο. Τέτοιες δυσάρεστες εκφάνσεις του σύγχρονου πολιτισμού της Ανατολής και της Δύσης παράγουν κρίσιμους συλλογισμούς σχετικά με την αποδόμηση της ανθρώπινης φυλής και του περιβάλλοντός της. Η παρουσία των στρατιωτικών παιχνιδιών της εντείνει την παράδοξη χρήση τέτοιων αντικειμένων από τα παιδιά και την ανεξήγητη
εξοικείωσή τους με την αγριότητα και την κτηνωδία του πολέμου. Εκφράζοντας τους προβληματισμούς της για την αναστάτωση και τον κατακερματισμό τόσο του φυσικού όσο και του ανθρώπινου τοπίου σε συνδυασμό με οικολογικά και περιβαλλοντικά θέματα που σχετίζονται με την επιθετικότητα του πολέμου, η καλλιτέχνις υπογραμμίζει την ανεπαρκή γνώση που ένας μαθητής λαμβάνει στο σχολείο, όταν πρόκειται για βαρυσήμαντα ζητήματα όπως αυτό του πολέμου. Για τη Ζέρβα, η βία και τα παράγωγά της έχουν τις ρίζες τους στα πρώτα στάδια της ζωής ενός παιδιού και είναι καθήκον μας να τα καθοδηγήσουμε σωστά μέσω της ανατροφής και της διαπαιδαγώγησης. Τα Χρονικά (2018) της Ελένης Ζούνη είναι ένα εσωτερικό ταξίδι διαλογισμού που αγκαλιάζει την πνευματική διάσταση του κτιρίου μέσα από την προηγούμενή του χρήση και τον σιωπηρό του διάλογο με το άμεσο αστικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της ορθόδοξης εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου που βρίσκεται στον απέναντι δρόμο. Τα κάθετα έργα της που καλύπτουν όλα τα παράθυρα της αίθουσας, δημιουργούν έναν απομονωμένο χώρο σφραγισμένο από τον έξω κόσμο. Θυμίζοντας μη αποκρυπτογραφημένα συστήματα γραφής, όπως η Γραμμική Α και τα ιερογλυφικά, η διάταξη των αναρίθμητων συμβόλων κατασκευάζει μια απόκρυφη και αινιγματική κατάσταση. Έπειτα από στενότερη επιθεώρηση, η συστηματική διαμόρφωση όλων αυτών των συμβόλων και των κωδίκων μπορεί να δίνει την εντύπωση μιας αρχειακής καταγραφής της ίδιας της ζωής. Αδυνατώντας να αποκωδικοποιήσει αυτά τα αντικείμενα που μοιάζουν με παπύρους, ο επισκέπτης αισθάνεται ξαφνικά μια ακατανόητη ισορροπία και μια ρυθμική προσαρμογή και σύνδεση με τον περιβάλλοντα χώρο. Η νοητική χαρτογράφηση χαραγμένη στο κεντρικό έργο της εγκατάστασης – ένας διευρυμένος και ανεστραμμένος θόλος – διατυπώνει ξεκάθαρα τη συνέχεια και τον απόηχο της κίνησης. Έχοντας απορροφηθεί από μια σχεδόν ψυχεδελική και καλειδοσκοπική αποτύπωση αυτής της κίνησης, ακολουθούμε ανυπεράσπιστα τα αόρατα εκείνα μονοπάτια που επινοήθηκαν από την εικαστικό. Η παρουσία των πινάκων της τάξης μαζί με τα θρανία και τις καρέκλες των μαθητών, λαμβάνει υπόψη μια άλλη έκφανση της σχολικής ζωής που αφορά τις γραπτές τιμωρίες με την επανάληψη λέξεων και φράσεων, συχνό φαινόμενο σε παλαιότερες εποχές. Παρόλο που η πειθαρχία και η αυστηρότητα και η συσχέτισή τους με πτυχές εξουσίας και δύναμης στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος έχουν γίνει αντικείμενο μελετών στο πεδίο της θεωρητικής ψυχανάλυσης, η Ζούνη έμμεσα αντιπαρατίθεται σε τέτοιες πρακτικές, αποδεικνύοντας πώς η οπτική της γλώσσα μπορεί να αντιστρέψει το μαρτύριο και το τραύμα σε μια δυνατή και σαφή εμπειρία σκέψης και διαλογισμού.
Με αφετηρία τις μνήμες του δικού του παρελθόντος αλλά και της οικογένειάς του, ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος κατασκευάζει μια ανθολογία φωτογραφιών και άλλου υλικού από το προσωπικό του αρχείο, όπως καρτ-ποστάλ και επιστολές, καταλαμβάνοντας μία από τις σχολικές τάξεις. Η εγκατάσταση Bird’s eye view (2018), αποτελείται από ευρεθέντα σχολικά θρανία που έχουν διατηρηθεί με τα γκράφιτι των μαθητών τα οποία ο εικαστικός αποφάσισε να εντάξει παράλληλα με τις δικές του εικόνες. Επιτρέποντας στον θεατή να περπατήσει ανάμεσα ή να καθίσει σε οποιοδήποτε θρανίο, ο Θεοδωρόπουλος αποκαλύπτει μια σειρά από περιστατικά ως απαύγασμα της δικής του ζωής και φέρνει στο προσκήνιο ιδιωτικές πληροφορίες που αντικατοπτρίζουν μια συγκεκριμένη κατηγορία ελληνικής μεσοαστικής οικογένειας. Πραγματοποιώντας υπαινιγμούς για ιδέες που σχετίζονται με ένα πατριαρχικό σύστημα της κοινωνίας το οποίο οριοθετεί τις προηγούμενες δεκαετίες, τα έργα που εκτίθενται εκπληρώνουν μια αντιπαράθεση μεταξύ των στερεότυπων του παρελθόντος και αυτών του παρόντος. Ταυτίζοντας τον εαυτό του με τους εφήβους του σήμερα, αντιπαραβάλλει αναπόφευκτα τις δύο πραγματικότητες και υποσυνείδητα ατενίζει το παρελθόν νοσταλγικά. Φιλτραρισμένη με μια ισχυρή αυτοβιογραφική χροιά αλλά και με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, η θεματική που έχει επιλεγεί συνδέεται στενά με το παρελθόν του κτιρίου, όπως η θητεία του στην Πολεμική Αεροπορία. Αντιτάσσοντας εκφάνσεις ανδρισμού και ναρκισσισμού με μια πιο ταπεινή γυναικεία παρουσία στο οικογενειακό του περιβάλλον, ο Θεοδωρόπουλος προσπαθεί να συμφιλιώσει και να επανασυνδέσει αυτές τις πολώσεις και να τις επανερμηνεύσει μέσα από ένα πρίσμα συναισθηματισμού και αφοσίωσης στις δικές του ρίζες. Τα δύο μεγάλης κλίμακας έργα σε καμβά, Χωρίς Τίτλο (1999) και Χωρίς Τίτλο (1999-2000), του Γιάννη Κονταράτου, τοποθετούνται ελεύθερα στον κεντρικό διάδρομο του δεύτερου ορόφου, διακηρύσσοντας τη μνημειακότητα του εσωτερικού χώρου και του διαλόγου ανάμεσα στις απεικονιζόμενες φόρμες και της αρχιτεκτονικής που δρομολογείται σε αυτό το περιβάλλον. Έχοντας δημιουργηθεί μεταξύ του 1999 και του 2000 – μια χρονική περίοδος για τον καλλιτέχνη κατά την οποία η εμφάνιση των συμβόλων και των φυσικών σχηματισμών αρχίζουν σταδιακά να δίνουν τόπο στις αρχιτεκτονικές δομές – τα έργα που εκτίθενται είναι εμποτισμένα με μια αινιγματική ατμόσφαιρα που προσεκτικά επικοινωνεί με τη σχεδόν αθόρυβη χρωματική παλέτα και τη γεωμετρική διαρρύθμιση της επιφάνειας του καμβά. Η βαθυστόχαστη συμμετρία που ερωτοτροπεί με μια διάχυτη αφαίρεση, γεννά μια ανορθόδοξη προοπτική που επιτείνει τη μεταφυσική αίσθηση του απόκοσμου και μια ανησυχητική ηρεμία όμοια με αυτή του de Chirico. Η εισαγωγή της ανθρώπινης παρουσίας υπό τη μορφή οργανικών φορμών που παραπέμπει σε
ταλαιπωρημένα και βασανισμένα σώματα, αποδίδει πολλαπλές αναγνώσεις. Διεγείρει τη συλλογική μας μνήμη ενώ ενστερνίζεται το παρόν ως ένα μονοπάτι προς νέους μηχανισμούς αυτοεπίγνωσης. Οι Μεταβάσεις (2018) της Ελένης Λύρα, είναι το κάθετο τοπίο παιδικών κρεβατιών που καλύπτει την πίσω εξωτερική όψη του κτιρίου με θέα την ελεύθερη επιφάνεια που σήμερα χρησιμοποιείται ως αύλειος χώρος του σχολείου. Αποτελούμενο από εννέα ξύλινα κρεβάτια φυσικού μεγέθους, η εγκατάσταση δέχεται την επιρροή της όχι μόνο από την προηγούμενη λειτουργία του κτιρίου αλλά και από τη σημερινή του συνθήκη ως δημόσιο ίδρυμα για την εκπαίδευση και την ανατροφή παιδιών. Εμποτισμένη από έναν ποιητικό λυρισμό και έναν παραμυθένιο χαρακτήρα, η εγκατάσταση της Λύρα ταξιδεύει τους θεατές αντανακλώντας τα όνειρα και τη φαντασία τους. Ταυτόχρονα, η εικαστική της γλώσσα μιλάει τρυφερά για την ανθρώπινη φύση και αντιμετωπίζει εκείνες τις συνθήκες ζωής που εμπεριέχουν νοήματα σχετιζόμενα με τη διαφυγή, τη μετάβαση και τη μετανάστευση. Εσωκλείοντας μια δόση του απίθανου, τα αντικείμενα της εικαστικού αψηφούν τη δύναμη της βαρύτητας και επιπλέουν στον αέρα για να προκαλέσουν την αντικειμενική μας αντίληψη για την πραγματικότητα και τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούμε με αυτήν. Φέρνοντας στο νου δοχεία ως μεταφορείς θραυσμάτων ταυτότητας και μνήμης, τα κρεβάτια της γίνονται αιθέρια ίχνη που συγκροτούν μια κοινωνική σύνδεση και νέες ερμηνείες της ύπαρξης. Η πράξη ισορροπίας στην οποία αυτά υπόκεινται, κλιμακώνεται με μια συνθήκη ενός αναπτυσσόμενου γλυπτού που σταδιακά αποκαλύπτεται μέσα στον εκτεταμένο χώρο τιθασεύοντας τη δύναμη του περιβάλλοντος αστικού τοπίου. Ανέρχεται ως ένα crescendo ελπίδας και προσδοκιών της ζωής που προβάλλονται στην ψυχή μας και στον εσωτερικό μας αγώνα ενάντια στην θνητότητά μας. Το Περιστατικό της Φωτεινής Πεδιάδας, 1615 - 2018 της Δέσποινας Μεϊμάρογλου, φέρνει στο φως της δημοσιότητας μια σκοτεινή ιστορία που απεικονίζεται σε μια τοιχογραφία του 17ου αιώνα στο Αββαείο Chiaravalle στο Μιλάνο της Ιταλίας που η εικαστικός τυχαία συνάντησε σε ένα από τα ταξίδια της. Η αφήγηση του Μαρτυρίου των Κιστερκιανών καλογραιών στο μοναστήρι Vittavia (αδελφοί Fiammenghini, 22.VI.1615), τοιχογραφία διαστάσεων 12 x 11 m, εκπυρσοκρότησε το έντονο ενδιαφέρον της για τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα και την επανεμφάνισή τους στο φάσμα της ιστορίας. Η κτηνωδία και οι σκηνές σφαγής, της θύμισαν ένα ανάλογο επεισόδιο, αιώνες αργότερα, που σχετιζόταν με την απαγωγή, το βιασμό και τη δολοφονία τριών Καθολικών Αμερικανίδων ιεραποστόλων από την Εθνική Φρουρά του Ελ Σαλβαδόρ που συνέβη το 1980, λίγο μετά από την άνοδο της επαναστατικής κυβερνητικής
χούντας. Ομοίως, το ίδιο σενάριο επαναλαμβάνεται και πάλι με την άτυχη κατάληξη των Δομινικανών καλογραιών από την Ιταλική Σχολή εδώ στην Κυψέλη. Οι επανειλημμένες επισκέψεις της Μεϊμάρογλου στο Μιλάνο, αποδείχτηκαν καθοριστικές στην απαθανάτιση στιγμιότυπων του fresco στο Αββαείο με μια χαμηλής ανάλυσης ψηφιακή μηχανή. Το αποτέλεσμα είναι 15 πάνελ εικόνων που αιωρούνται από την οροφή σε διάφορα ύψη και μήκη, δημιουργώντας μια αποσπασματική ή ακόμα και διαστρεβλωμένη καταγραφή του γεγονότος. Η αισθητική της πιξελαρισμένης εικόνας (φωτογραφία με έντονα τα εικονοστοιχεία που την απαρτίζουν) συνοδευόμενης από την εσκεμμένη αύξηση των χρωματικών επιπέδων, υποδεικνύουν μια αλληγορική και περίπλοκη πραγματικότητα, συγχέοντας ταυτόχρονα τα όρια ανάμεσα στην αυτούσια και την αφαιρετική αλήθεια. Είναι ο απόηχος των πρακτικών που εφαρμόζονται στην ειδησεογραφία του σήμερα υπό την επεξεργασία αρκετών φίλτρων, ενώ εμείς βρίσκουμε τον εαυτό μας παγιδευμένο κάπου ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό. Η επίκαιρη εγκατάσταση της Μεϊμάρογλου αποτελεί μια ισχυρή δήλωση της ιδιαιτερότητας των ιστορικών συμβάντων. Δίνει έμφαση με μαεστρία σε βαρυσήμαντα ζητήματα που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και πώς αυτά μπορούν να διακυμαίνονται και να αποκτούν μια υποκειμενικότητα ανάλογα από παράγοντες πολιτικής, διπλωματίας και προσωπικού συμφέροντος. Το τοπίο γλυπτών του Γιώργου Παλαμάρη, Κεριά, Βαμβάκι και Δάκρυα (2018), περιλαμβάνει μια συσσώρευση αντικειμένων διάσπαρτων μέσα σε μια αίθουσα. Εξερευνώντας τα ίχνη αναδιάταξης και αναδιοργάνωσης του χώρου του κτιρίου – που είναι ακόμα ορατά στα αποτυπώματα υποδιαίρεσης των δαπέδων – ο καλλιτέχνης δημιουργεί μια σκηνή όπου τα αντικείμενα μεταλλάσσονται σε υβριδικές φόρμες. Φέρνοντας στο νου εξαρθρωμένα σώματα, τα γλυπτά του είναι, στην πραγματικότητα, θραύσματα αντικειμένων που κάποτε υπήρξαν ζωντανά σε αυτό το μέρος και τώρα έχουν μεταμορφωθεί σε απολιθωμένες στιγμές μέσα στο χρόνο. Αντανακλώντας τις πρακτικές της ιατρικής και της θρησκείας για τη φροντίδα, τη θεραπεία και την επούλωση του σώματος και της ψυχής, ο Παλαμάρης εξισώνει το σώμα του κτιρίου με αυτό του ανθρώπου. Αντιλαμβάνεται και τα δύο ως ζωντανούς οργανισμούς που χρήζουν φροντίδας και πρέπει να προστατευτούν. Η διαδικασία της ανακύκλωσης που χαρακτηρίζει τα έργα που εκτίθενται, υποδηλώνει τη διάχυτη υποχρέωση να διασώσουμε και να υπερασπιστούμε την αρχιτεκτονική μας κληρονομιά. Σε περιόδους κοινωνικής κρίσης, οικονομικής δυστοπίας και συναισθηματικής ευθραυστότητας, η εγκατάσταση Κεριά, Βαμβάκι και Δάκρυα παρουσιάζεται επίσης ως σχόλιο για την τύχη των χιλιάδων αστικών μνημείων στο κέντρο της Αθήνας που παραμένουν αδρανή και σταδιακά καταλήγουν σε παρακμή και
διάλυση. Η επιστράτευση μιας συλλογής υλικών που απηχούν μια πρώην χρήση και μια προηγούμενη ζωή, οδηγεί στην εκ νέου γέννηση αντικειμένων που δεν γίνονται μόνο φορείς μνήμης, αλλά επίσης επωφελούνται συναισθηματικά το ένα από το άλλο. Η ανταλλαγή μεταξύ των όρων της ύπαρξης και της μη ύπαρξης υποστηρίζει την εναλλαγή της ζωής που εμποτίζεται από μια θετική στάση και πίστη προς τις αρετές της ανθρωπότητας. Η κατασκευή του γλυπτού της Ρένας Παπασπύρου, Κλίμακες - Επτανήσου 9 (2017), συνέπεσε με τις προετοιμασίες του πρώτου κεφαλαίου της έκθεσης [α]γνωστοι προορισμοί στην πρώην οικία Ζαρίφη στην Κυψέλη. Ξεκινώντας ένα δικό της νέο κεφάλαιο δουλειάς που ενσωματώνει μια σειρά από σκάλες, η εικαστικός ένιωσε μια έλξη από την αρχιτεκτονική και χωροταξική διαρρύθμιση του μοντερνίστικου κλιμακοστασίου και αποφάσισε να αιχμαλωτίσει την αποτύπωση ενός τόπου που στιγμιαία έγινε διαθέσιμος για το κοινό με αφορμή εκείνη την έκθεση. Η απόφαση να την παρουσιάσει στην παρούσα έκθεση, προέρχεται από την ανάγκη της Παπασπύρου να δημιουργήσει ένα μεταφορικό δεσμό μεταξύ των δύο τόπων και να εγκαθιδρύσει μια συνομιλία που ταλαντεύεται μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας. Δουλεύοντας επιμελώς για εβδομάδες μέρος της σκάλας για τη δημιουργία του καλουπιού με άφθονα υλικά, μεταξύ των οποίων επαναχρησιμοποιημένα χειρόγραφα χαρτιά, δημιούργησε το πάνω από τρία μέτρα μήκους γλυπτό που τώρα επισυνάπτεται στο εντυπωσιακό κλιμακοστάσιο αυτού του κτιρίου. Ερωτοτροπώντας με το επίπεδο του κλιμακοστασίου που μόλις ξεκινά την πορεία του από το ισόγειο, οι στενές καμπύλες και οι σπείρες του έργου υποκινούν, μέσα από μια εικόνα ισχνότητας και εξασθένησης, την αίσθηση αποδόμησης, διακριτικά ανακρίνοντας την παθολογία των σύγχρονων ιδανικών. Αν και η εσωτερικότητα που διέπει το γλυπτό της θα μπορούσε εύκολα να βρίσκει τον απόηχό του στις θεωρίες του υπαρξισμού ή ακόμη και του μηδενισμού, η Παπασπύρου συνειδητά επιλέγει να επεκτείνει την ανάγνωση των σκαλών της εξυμνώντας αξίες συναισθηματικής ανάτασης και αναβάθμισης, ψυχολογικής ενδυνάμωσης και διέγερσης. Η διττή επίδραση του έργου της είναι ένας καθρέφτης της εικόνας του θεατή. Η πορεία προς την κατανόησή του στηρίζεται αποκλειστικά στη ψυχική του κατάσταση, όμως η ένδειξη είναι πάντοτε εκεί, και ατενίζει προς τα επάνω. H εγκατάσταση του Ανδρέα Σάββα που εκτείνεται στο κέντρο της σοφίτας, λαμβάνει υπόψη τον παράγοντα που εξηγεί την ύπαρξη του συγκεκριμένου χώρου σε συνδυασμό με άλλες περιοχές του κτιρίου οι οποίες δεν προσαρμόστηκαν στις μετέπειτα ταυτότητές του. Η παρουσία της σήραγγας που κάποτε συνέδεε το κτίριο με τη Σχολή Ευελπίδων, δημιούργησε μια αναλογία
στο μυαλό του Σάββα βασισμένη σε κοινούς παράγοντες ανατομίας που οι δύο χώροι μοιράζονται. Με τίτλο Δονήσεις και Κύματα (2018), το έργο είναι ένα υπερμεγέθες στόμιο πηγαδιού κατασκευασμένο από εκατοντάδες ξύλινες ράβδους – ένα από τα χαρακτηριστικά υλικά του καλλιτέχνη – δημιουργώντας ένα κατακόρυφο πέρασμα που μεταφορικά διασυνδέει τη σοφίτα με τη σήραγγα του υπογείου διαμέσου όλων των επιπέδων του κτιρίου. Ανακαλώντας τη συνθήκη του tunnel warfare (μια συνθήκη πολέμου που υλοποιείται χρησιμοποιώντας υπόγειες εγκαταστάσεις και υπάρχει από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή εποχή μέχρι σήμερα), η μορφή του πηγαδιού του είναι μια αναφορά στους κουβάδες γεμάτους νερό τους οποίους οι Βιεννέζοι χρησιμοποίησαν ως σύστημα προειδοποίησης για την ανίχνευση της εκσκαφής τούνελ από τους Τούρκους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης το 1529. Η ταλάντωση της επιφάνειας του νερού μαρτυρούσε την υπόγεια δραστηριότητα του κατακτητή και βοήθησε τους πολίτες να υπερασπιστούν την πόλη τους με επιτυχία, μια κρίσιμη στιγμή στη γεωπολιτική ιστορία της Ευρώπης. Η ασαφής λειτουργία του τούνελ αυτού του κτιρίου που αναπόφευκτα συνδέεται με σκοτεινά γεγονότα, παραφράζεται από τον καλλιτέχνη με τα κατεστραμμένα ενδύματα και τα κουρέλια που ενσωματώνονται στη δομή του πηγαδιού, διακηρύσσοντας τα χνάρια των άγνωστων ανθρώπων που πέρασαν από εκεί για λόγους που δε θα μάθουμε ποτέ. Θυμίζοντας πύλη προς φαντασιακούς τόπους ή προς μια άλλη διάσταση, το έργο Δονήσεις και Κύματα, σηματοδοτεί το σημείο στο χρόνο όπου μια σχέση αιτίας και αιτιατού γίνεται ο αγωγός μιας εν μέρει αποκρυπτογράφησης του παρελθόντος και κατανόησης του παρόντος. Εμπνευσμένος από την προσωπική ιστορία της Γαλλίδας ηθοποιού Σάρα Μπερνάρ (1844 - 1923), το έργο του Δημήτρη Σκουρογιάννη, Με Όποιο Τρόπο (2018), εμβαθύνει στο σημείο όπου η σφαίρα του ιδιωτικού τέμνεται με αυτή του δημόσιου διαμέσου εννοιών που σχετίζονται με την ταυτότητα και τη μοναδικότητα. Αποσπώντας συγκεκριμένα γεγονότα από τη ζωή της Μπερνάρ (στάλθηκε σε οικοτροφείο για νεαρά κορίτσια, έπειτα εισήχθη σε μοναστήρι Αυγουστίνων καλογραιών πριν αρχίσει τα μαθήματα υποκριτικής και αργότερα, στα 71 της χρόνια της ακρωτηρίασαν το δεξί της πόδι εξαιτίας προχωρημένης γάγγραινας), ο Σκουρογιάννης σκηνοθετεί ένα περιβάλλον αποτελούμενο από μια συλλογή έργων τα οποία ο επισκέπτης προσκαλείται να ερευνήσει ακολουθώντας διάφορες πορείες μέσα στην αίθουσα. Εστιάζοντας στη διαλεκτική της θνητότητας και της επιβίωσης, τα έργα που εκτίθενται ανταποκρίνονται στην υλική υπόσταση και στην αναπόφευκτη παρακμή του ανθρώπινου σώματος. Δίνοντας έμφαση στο συμβάν του ακρωτηριασμού στην πραγματικότητα της πρωταγωνίστριάς του, το οποίο έρχεται σε αντιδιαστολή με την αποφασιστικότητά της να συνεχίσει την υποκριτική, ο
Σκουρογιάννης δηλώνει τη σημασία της ανθρώπινης επιθυμίας και της επίμονης ανάγκης να ζήσουμε, παρ’ όλες τις αντιξοότητες. Οι προεκτάσεις αυτού φθάνουν μέχρι και το κρίσιμο σημείο του πολέμου και καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όπου, παρ’ όλες τις κακουχίες και την πείνα, ολόκληροι πληθυσμοί αντέχουν και εξακολουθούν να ζουν με την ελπίδα. Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ηθοποιό που βρίσκεται στη σκηνή και το κοινό που παρακολουθεί από κάτω, μια σχέση αντίστοιχη με αυτή του καθηγητή και του μαθητή, αποτελεί μια συμβολική κατάθεση διαδραστικότητας, συλλογικότητας, αίσθησης του ανήκειν, καθώς και μια αλληλεπίδραση μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας. Το Με Όποιο Τρόπο (2018) είναι ένα μάθημα ζωής, μια παραβολή αξιοπρέπειας, υπερηφάνειας και αγάπης για τον εαυτό μας, απαλλαγμένης από έπαρση και υπερβολή. Ο φόβος (2006-2018) της Μαριάννας Στραπατσάκη, είναι μια εγκατάσταση που δημιουργήθηκε το 2006, κατασκευασμένη από ανοξείδωτη λαμαρίνα που περιέχει οθόνη με βίντεο και συνοδεύεται από νέες φωτογραφίες και σχέδια μεικτής τεχνικής. Δουλεύοντας με ανοξείδωτες επιφάνειες από το 1980, η καλλιτέχνις εντόπισε την ιδιαιτερότητα ενός τέτοιου μέσου του οποίου οι ιδιότητες χαρακτηρίζονται από την παραμόρφωση της εικόνας του περιβάλλοντος χώρου που αντικατοπτρίζεται στη μεταλλική επιφάνεια. Ούσα σε θέση, ή όχι, να χαλιναγωγήσει το βαθμό μιας τέτοιας διαστρέβλωσης, η Στραπατσάκη σύντομα συνειδητοποίησε τη δυνατότητα ανασύνθεσης της εικόνας, αξιοποιώντας περαιτέρω τον παράγοντα της υποκειμενικότητας αυτής της μεθόδου. Μια συνεχώς μεταβαλλόμενη εικόνα που εξαρτάται από την κίνηση του θεατή γύρω από τα έργα της, σηματοδότησε την αρχή μιας νέας σχέσης μεταξύ των δύο, η οποία ταλαντεύεται κάθε φορά βάσει των συνθηκών του φωτός και της ταχύτητας της κίνησης. Η διττή ερμηνεία του Φόβου είναι επίκαιρη και παράλληλη με την ταυτότητα του κτιρίου. Η μορφή και η σιλουέτα ενός αυγού ανοιγμένο σε δύο κομμάτια, παραπέμπει στη διαδικασία της εκκόλαψης και της δημιουργίας μιας νέας ζωής. Συνδυάζοντας τις σπασμωδικές και βιαστικές κινήσεις ενός νεοσσού που προσπαθεί να αποσπαστεί από το κέλυφος με ένα ηχητικό τοπίο που προκαλεί ανησυχία και αναστάτωση, η καλλιτέχνις δηλώνει εκείνο το κρίσιμο σημείο όταν μια νέα ζωή εισέρχεται στον κόσμο μας, θέτοντας άμεσα το δίλλημα της επιλογής του να ζει κανείς ή να μη ζει. Την ίδια στιγμή, η εξωτερική εμφάνιση του έργου της λειτουργεί ως μια σαφής υπενθύμιση μιας βόμβας ή μιας ημι-ενεργούς νάρκης που βρίσκεται ακόμα παγιδευμένη στα έγκατα του κτιρίου ως απομεινάρι των σκοτεινών εποχών του πολέμου. Το οπτικό λεξιλόγιο της Στραπατσάκη τονίζει τη φιλοσοφική στάση του memento mori καθώς και του memento vivere (δηλαδή την αιώνια υπενθύμιση πως κάποτε θα αποβιώσουμε αλλά και την υπενθύμιση πως ακόμα ζούμε), δίνοντάς
μας την επιλογή να αποφασίσουμε με ποια πλευρά του νομίσματος εμείς αισθανόμαστε πιο άνετα. Η εγκατάσταση της Ράνιας Σχορετσανίτη, Πομπή (2018), περιλαμβάνει πέντε γυναικεία χέρια που στιλιστικά θυμίζουν Βυζαντινή τεχνοτροπία και είναι απευθείας ζωγραφισμένα πάνω στους τοίχους του κεντρικού κλιμακοστασίου του κτιρίου. Η απεικόνιση αυτών των ανθρώπινων μελών παραπέμπει στη χειρονομιακή έκφραση συναισθημάτων και πιο συγκεκριμένα αυτών που σχετίζονται με την πράξη της δέησης και της ικεσίας. Ειδικότερα, αυτός ο τύπος προσευχής κατά τη διάρκεια της οποίας μια πλευρά ζητά από κάποια άλλη την προσφορά βοήθειας, εμφανίζεται σε πολλούς πολιτισμούς και θρησκείες όπως ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ (duʻā / dua). Η εικαστικός διερευνά τη δέηση μέσα από μια διιστορική και κοινωνική προοπτική και τη συνδέει με περιστατικά ανθρώπινης κακουχίας και πόνου, εστιάζοντας περισσότερο σε ζητήματα καίριας σημασίας γύρω από τον πόλεμο, την εξαναγκαστική πληθυσμιακή μετατόπιση και την προσφυγική κρίση. Τα προτεταμένα χέρια προς τον ουρανό απευθύνουν έκκληση στο Θεό ή σε ανθρώπους με εξουσία, ή, απλά, σε μια χείρα βοηθείας. Η απουσία του υπόλοιπου σώματος είναι μια δήλωση σχετικά με τα εκατομμύρια ανώνυμων ανθρώπων που αντιμετωπίζουν την αγωνία και τα τραύματα του πολέμου. Η ανοδική κίνηση αυτών των αθέατων προσώπων υπονοεί μια αισιόδοξη στάση για τις συνθήκες της ζωής που συναντά την κλιμάκωσή της στο έργο αποτελούμενο από 100 μέλη φύλλων χρυσού πάνω σε ξύλο που βρίσκεται στον απέναντι τοίχο, όπου και καταλήγει η πομπή. Κάποια από τα τμήματα αυτά είναι εγχάρακτα με εικόνες από την Κλίμακα της Θείας Ανόδου (Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης) – όπως παρουσιάζεται στον εικονογραφικό κύκλο της ορθόδοξης εκκλησίας – με τις 30 βαθμίδες (Λόγοι) που συμβολίζουν τα γήινα ηθικά διλλήματα και τις αρετές που κάποιος πρέπει να περιδιαβεί και να φτάσει στον παράδεισο και στο Θεό. Προτάσσοντας μια μεταφορική συνθήκη που περικλείει τη σωτηρία του φθαρτού σώματος αλλά και της ψυχής, το οπτικό λεξιλόγιο της Σχορετσανίτη διατυπώνει τη σπουδαιότητα της ισότητας και της αλλαγής, επανασυνδέοντας την ανθρωπότητα. Η εγκατάσταση του Νίκου Τρανού, Without Logos (2018), υποβάλλει ερωτήματα σχετικά με το πώς τα ανθρώπινα αισθήματα και ένστικτα διαμορφώνονται σύμφωνα με την καθημερινότητα και το σύγχρονο πολιτισμό. Χρησιμοποιώντας ως συμβολικό εργαλείο την αρχιτεκτονική φόρμα του εξομολογητηρίου της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, υποβάλλει σε δοκιμή τα όρια, τα «πιστεύω» και τις αξίες που υφίστανται μια διαρκή επαναδιαπραγμάτευση στη σημερινή κοινωνία. Εξ ολοκλήρου χτισμένο με χάρτινα κουτιά εταιρείας κατασκευής μηχανοκίνητων δικύκλων, το φυσικού
μεγέθους εξομολογητήριο του Τρανού μεταμορφώνεται σε μια μηχανή με χειριστή. Προάγει συναλλαγές ηθικής καθώς και τη μυστική εξαργύρωση πραγματικοτήτων, παράλληλα επαναπροσδιορίζοντας μια ιδεαλιστική διαδικασία διακανονισμού χρέους. Η έννοια του χρέους που συνδέεται με το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος και της αιώνιας τιμωρίας, εκφράζει την άδηλη ανθρώπινη ανάγκη για την ακύρωσή του που εν τέλει εξαργυρώνεται με την εξασφάλιση μιας θέσης στον παράδεισο. Για τον καλλιτέχνη, το εξομολογητήριο μεταμορφώνεται σε έναν τόπο που εκτείνεται πέρα από τα όρια της πίστης. Κινείται ανάμεσα στις ανθρώπινες αδυναμίες όπως η λαγνεία, η ερωτική διέγερση και η ηδονή, η δίψα για εξουσία και η γεύση υποταγής. Μετατρέπεται σε μια σφαίρα πραγματικότητας όπου ο καθένας μπορεί να εκμυστηρεύεται τα μυστικά του και να ελαφρύνει το φορτίο του επιλέγοντας κάποιον, που όμως αυτός ο κάποιος είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Δίχως να ταυτίζει τον εαυτό του με ιερέα, μάντη, μελλοντολόγο, προφήτη ή απλά με ένα τυχαίο πρόσωπο που έτυχε να κάθεται σε έναν από τους χώρους του εξομολογητηρίου, ο Τρανός είναι διατεθειμένος να ακούσει τα αληθή ή μη αληθή μυστικά του επισκέπτη και να ανταποκριθεί σε αυτά – με χιούμορ ή χωρίς χιούμορ – με ανάλογο περιεχόμενο (context-specific). Η μηχανή κοινωνικού χαρακτήρα του Τρανού γίνεται μέσον ανακούφισης και αποσυμπιεστής, έχοντας τη δυνατότητα να βοηθήσει ακόμη και σε μια λειτουργία αυτοεξομολόγησης όπου το υποκείμενο αυτενεργεί και φθάνει σε κάθαρση εξολοκλήρου από μόνο του. Λέσχη Ονείρου Μέτριων Μαθητών (2018), είναι η site-specific εγκατάσταση του Παύλου Τσάκωνα. Αυτή απαρτίζεται από ένα έργο σε καμβά, επτά γλυπτά κιμωλίας από γύψο και μια συλλογή από σκίτσα που σχεδιάζονται απευθείας στις επιφάνειες των τοίχων. Το έργο σε καμβά λαμβάνει την έμπνευσή του από τα αστρολογικά ζώδια της Δύσης και την έννοια του ζωδιακού κύκλου. Ο καλλιτέχνης θέτει ζητήματα σχετικά με την κατηγοριοποίηση των ανθρώπινων ικανοτήτων καθώς και εκείνων των ιδιαίτερων πτυχών των προσωπικών γνωρισμάτων που καθορίζουν τον καθένα από εμάς. Παρατηρώντας την ταξινόμηση μέσω της αστρολογίας, ο Τσάκωνας επεκτείνει τη σκέψη του πάνω σε έννοιες που σχετίζονται με τη διατήρηση της γνώσης μέσω συμβατικών και μη συμβατικών μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν από παραδόσεις και πολιτισμούς επιχειρώντας να αποσαφηνίσουν την ανθρώπινη φύση. Μια τέτοια διαδικασία που προεκτάσεις της εμπεριέχουν την επιθυμία για έλεγχο και τη συγκέντρωση πληροφοριών, εναντιώνεται κατά του προνομίου της ελεύθερης βούλησης. Συγχρόνως, το ζώδιο (Αιγόκερως) που έχει επιλεγεί από τον καλλιτέχνη, είναι φορτισμένο με μοναδικά χαρακτηριστικά βασισμένα σε συμβολισμούς της αρχαίας μυθολογίας, εναγκαλιάζοντας αντικρουόμενες
έννοιες όπως η ζωή και ο θάνατος, η αποσύνθεση και η αναγέννηση, το καλό και το κακό. Οι παρεμβάσεις στον τοίχο – που θυμίζουν απλοϊκά συνθήματα γκράφιτι – οραματίζονται μέσα από την πράξη της χειρονομίας όχι μόνο μια παιχνιδιάρικη στάση και την ελευθερία της έκφρασης που απαντώνται σε ένα σχολικό περιβάλλον, αλλά και την αποδιοργάνωση, την αναρχία και την αυθαιρεσία. Τα υπερτροφικά και υπερβολικού μεγέθους γλυπτά κιμωλίας που βρίσκονται διάσπαρτα στο χώρο, υπογραμμίζουν τη σουρεαλιστική διάσταση των απεικονίσεων του καλλιτέχνη, ενώ τα καθαυτά αντικείμενα θα μπορούσαν για ορισμένους να παίξουν το ρόλο ενός οργάνου έκφρασης και για άλλους ενός καταστροφικού όπλου. Η εγκατάσταση του Τσάκωνα είναι μια θερμοκοιτίδα μικτών συναισθημάτων που προκαλούν ακατάπαυστα τον θεατή προτρέποντάς τον να βυθιστεί σε μια περιπέτεια εξερεύνησης του εαυτού του. Το έργο Χαρτογράφηση της λήθης (2018) της Μαρίας Ανδρομάχης Χατζηνικολάου επιδιώκει να ενσαρκώσει μέσω συγκεκριμένων οπτικών τεχνικών, τη διαστρωμάτωση της συλλογικής μνήμης, της ιστορικότητας και της προσωπικής μυθολογίας. Τοποθετημένο σε ένα από τα υπόγεια δωμάτια του κτιρίου που υπήρξε τυχερό στο να μην υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις κατά τη διάρκεια των διαφόρων φάσεών του, η εικαστικός ερμηνεύει τα μοτίβα των αυθεντικών πλακιδίων του δαπέδου ως μια μεταφορική απεικόνιση κυψέλης που δανείζει τον όρο για το όνομα της συγκεκριμένης αθηναϊκής περιοχής. Το σύστημα των εξαγωνικών πλακιδίων μετατρέπεται σε γόνιμο έδαφος για τη Χατζηνικολάου, η οποία ενσωματώνει έναν αφαιρετικό τοπογραφικό χάρτη της περιοχής χρησιμοποιώντας ειδικό υλικό χρώματος που ενεργοποιείται με λαμπτήρες τύπου black light. Οι επισκέπτες καλούνται να βιώσουν το δωμάτιο στην πρωταρχική του κατάσταση με τα φώτα αναμμένα και στη συνέχεια να περιηγηθούν στο σκοτάδι μέσα από τα αναδυόμενα δομικά στοιχεία και τους δρόμους της Κυψέλης. Μια ηχητική εγκατάσταση που αποτελείται από μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν στην περιοχή και υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της ακμής της κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960, διακόπτεται από θραύσματα αφηγήσεων που σχετίζονται με τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο (1946-1949), τα οποία η καλλιτέχνις ανέσυρε από αρχειακό υλικό της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Το επαναλαμβανόμενο αυτό θέμα που προέρχεται από μια τόσο σκοτεινή χρονική περίοδο της ελληνικής ιστορίας, είναι ένα καθοδηγητικό μοτίβο (leitmotif) που προτάσσεται ως μια παρέμβαση και διαταραχή τέμνοντας και αλληλοσυνδέοντας το παρελθόν με το παρόν, το φως με το σκοτάδι, τη ζωή με το θάνατο. Περιπλανώμενος ανάμεσα σε πραγματικότητες της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας, ο θεατής εκτιμά συνειδητά και ασυνείδητα την πορεία της
τοπικής ιστορίας που βρίσκεται πλέον θαμμένη κάτω από την επιφάνεια της καθημερινής ζωής. A pixelated point of view (2018) του Ευάγγελου Χατζή είναι μια επιλογή έργων που ανταποκρίνονται στην αντίληψη του καλλιτέχνη για την αστική συνείδηση, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μέσα του παρατηρώντας την Αθήνα από το λόφο της Ακρόπολης, όπου πέρασε άφθονο χρόνο ως μέλος του προσωπικού αποκατάστασης του Παρθενώνα. Για αυτόν, η χαοτική όψη της πόλης που πολλάκις ξεγελά το μάτι με οπτικές ασυνέχειες, προκαλεί έναν ρυθμικό απόηχο. Ο Χατζής απομονώνει θραύσματα αυτής της κλονισμένης χωροταξικής σχέσης, αποδομεί τα στοιχεία της και τελικά αναδιαρθρώνει ένα νέο αστικό τοπίο. Ο διαχωρισμός των χωροταξικών στοιχείων και η υποδιαίρεση τους σε μυριάδες pixels, μεταπλάθονται σε εργαλείο θέασης και αντιμετώπισης της νέας του πραγματικότητας. Τα pixels αυτά γίνονται οι ψηφίδες ενός μωσαϊκού που αντανακλά την ευρύτερη εικόνα μιας εξελισσόμενης πόλης. Χρησιμοποιώντας δορυφορικές εικόνες και εναέριες φωτογραφίες μέσα από διάφορες πλατφόρμες, όπως το Google Earth, ο καλλιτέχνης εστιάζει σε συγκεκριμένα μέρη της πόλης αναδιατάσσοντας και ενσωματώνοντάς τα σε έναν νέο αφηρημένο κάνναβο, παρακάμπτοντας τις ενστάσεις από ομάδες ειδικού ενδιαφέροντος που αφορούν θέματα παραβίασης της ιδιωτικότητας. Τα έργα που εκτίθενται είναι μια σαφής ένδειξη της έννοιας της συμβίωσης μέσα σε ένα πυκνοκατοικημένο περιβάλλον, όπου κατά καιρούς αρχιτεκτονικά κοσμήματα, όπως το παρόν κτίριο, αναδύονται επιβλητικά μέσα από το δάσος των οικοδομικών τετραγώνων. Το εν λόγω οικοδόμημα υψώνεται δυναμικά σαν ένα αστικό κτιριακό τοτέμ, κατέχοντας μια πρωτοφανή δύναμη αντίστασης που ακόμα αποσαφηνίζει την έννοια της ύπαρξής του. Breathing Space (2018), η δικάναλη βίντεο-εγκατάσταση της Μαίρης Χρηστέα, δημιουργεί μια ονειρική κατάσταση όπου, καθώς εισέρχονται στην περιοχή του υπογείου, οι επισκέπτες βρίσκονται αντιμέτωποι με κύματα θάλασσας που γαλήνια εισβάλλουν στο δάπεδο και στους όμορους τοίχους. Επιλέγοντας το συγκεκριμένο μέρος από όλο το υπόλοιπο κτίριο – μια περιοχή που σηματοδοτεί την αρχή της σήραγγας που οδηγεί στη Σχολή Ευελπίδων και που τώρα πλέον έχει φραγεί – η καλλιτέχνις αναγνωρίζει εκείνες τις παραμέτρους ιστορικότητας που μαρτυρούν τη μοναδικότητα πολλαπλών επιπέδων του κελύφους. Έγκλειστες μέσα στους τοίχους του, μνήμες από το παρελθόν αναδύονται στην επιφάνεια διακόπτοντας την τωρινή κατάσταση σιωπής του. Αυτές είναι οι πολυεπίπεδες εμπειρίες της ύπαρξης, ένας οντολογικός κύκλος που μεταλλάσσεται σε παλίρροια και βίαια διαχέεται στον άδειο χώρο. Φορτισμένες με συναισθηματική δύναμη, διεκδικούν την ίδια τους την ύπαρξη μέσα στον
παρόντα χρόνο. Το έργο της Χρηστέα ξετυλίγει μια νοητική ανασκαφή του παρελθόντος, εκφράζοντας ταυτόχρονα τον εκτοπισμό της μνήμης που πολύ συχνά αποσύρεται. Πυροδοτεί έναν υπαινιγμό διαταραχής δίνοντας έμφαση στην απώλεια της ιστορικής ισορροπίας. Η ποιητική ιδιοσυγκρασία της εγκατάστασης ζητά από το θεατή να αναλογιστεί τις επιπτώσεις της ιστορικής ασυνέχειας, τη διαδοχική τους απομόνωση από το παρελθόν και τελικά, την συμφιλίωσή τους με την ίδια τους την ταυτότητα.
Katerina Apostolidou Common Grounds (2018) single channel video installation, duration 14 mins
Κατερίνα Αποστολίδου Σε Κοινό Έδαφος (2018) μονοκάναλη βίντεο-εγκατάσταση, διάρκεια 14 λεπτά
Maria Adromachi Chatzinikolaou, Mapping the Forgetting (2018)
Maria Adromachi Chatzinikolaou audio-visual installation, sound, black light, acrylic paint oral testimonies from the archive of the artist and the team of the Kypseli Oral History and the courtesy of historian Tasoula Vervenioti narration of excerpts from the archives of HAGS / AHD by Makis Frangos map detail from the Hellenic Agency for Local Development sound editing: the artist & Spyros Tsalapatas technical supervision Spyros Tsalapatas
for audio click here
Μαρία Ανδρομάχη Χατζηνικολάου Χαρτογράφηση της Λήθης (2018) προφορικές μαρτυρίες από το αρχείο της εικαστικού και της ομάδας Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης και την ευγενική παραχώρησή τους από την ιστορικό Τασούλα Βερβενιώτη. Eκφώνηση αποσπασμάτων αρχείου ΓΕΣ/ΔΙΣ από τον Μάκη Φράγκο χάρτης (λεπτομέρεια) από το Υπουργείο Οικισμού και Ανοικοδομήσεως μοντάζ ήχου: η εικαστικός & Σπύρος Τσαλαπάτας τεχνική επιμέλεια: Σπύρος Τσαλαπάτας
για τον ήχο πατήστε εδώ
Evangelos Chatzis A pixelated point of view (2018) digital collage, digital prints, photographic paper on di-bond, lightbox, overhead projector, balsa wood, rice paper 120 gr
Ευάγγελος Χατζής A pixelated point of view (2018) ψηφιακό κολάζ, ψηφιακές εκτυπώσεις, φωτογραφικό χαρτί επικολλημένο σε di-bond, lightbox, επιδιασκόπιο, ξύλο balsa, ριζόχαρτο 120 gr
Mary Christea Breathing Space (2018) two channel video installation with sound, duration 10 mins (sound by Stefanos Barbalias)
Μαίρη Χρηστέα Breathing Space (2018) δικάναλη βίντεο-εγκατάσταση με ήχο, διάρκεια 10 λεπτά (ήχος Στέφανος Μπαρμπαλιάς)
Aikaterini Gegisian Aikaterini Gegisian, I was the Victim of my own History (2018) sculptural collage, found images, cardboard
Αικατερίνη Γεγησιάν Υπήρξα θύμα της δικής μου Ιστορίας (2018) γλυπτικό κολάζ, ευρεθείσες εικόνες, σκληρό χαρτόνι
Kleio Gizeli RAM (Random Access Memory) (2018) computer screens, LED lights, electric motor, artificial and dried plants, polystyrene foam, transparent film. clay, fabric, metal, acrylic colours, acrylic glass, sound by the artist for video click here
Κλειώ Γκιζελή RAM (Random Access Memory) (2018) (ελλ. Μνήμη Τυχαίας Προσπέλασης) οθόνες υπολογιστών, λαμπτήρες LED, μοτέρ, πλαστικά και αποξηραμένα φυτά, διογκωμένη πολυστερίνη, διαφανές φιλμ, πηλός, ύφασμα, μέταλλο, ακρυλικά χρώματα, ακρυλικό γυαλί, ήχος της καλλιτέχνιδος για βίντεο πατήστε εδώ
Apollonas Glykas Think Tank (2018) prints on rice paper, fluorescent lamp, sound
Απόλλωνας Γλύκας Think Tank (2018) εκτύπωσεις σε ριζόχαρτο, λαμπτήρας φθορίου, ήχος
Yannis Kondaratos Untitled (1999-2000), oil on canvas, 265 x 190 cm Untitled (2000), oil on canvas, 230 x 200 cm
Γιάννης Κονταράτος Χωρίς τίτλο (1999-2000), λάδι σε καμβά, 265 x 190 cm Χωρίς τίτλο (2000), λάδι σε καμβά, 230 x 200 cm
Eleni Lyra Transitions (2018) wood, paint, fabric, polystyrene foam, steel rope wire
Ελένη Λύρα Μεταβάσεις (2018) ξύλο, μπογιά, ύφασμα, διογκωμένη πολυστερίνη, συρματόσχοινο
Despina Meimaroglou The Clear Valley Incident, 1615 - 2018 15 120 x 90 cm panels printed on Somerset velvet paper, black and white image 121 x 243 cm on photographic paper, window film
Δέσποινα Μεϊμάρογλου Το Περιστατικό στη Φωτεινή Πεδιάδα, 1615 - 2018 15 πανό 120 x 90 cm τυπωμένα σε χαρτί Somerset velvet, ασπρόμαυρη εικόνα 121 x 243 cm τυπωμένη σε φωτογραφικό χαρτί, φιλμ παραθύρου
Giorgos C. Palamaris Candles, Cotton and Tears (2018) gauze, cotton, concrete, wax, school desks and chairs, parts of hospital beds
Γιώργος Χ. Παλαμάρης Κεριά, Βαμβάκι και Δάκρυα (2018) γάζες, βαμβάκι, μπετό, κερί, σχολικά θρανία και καρέκλες, τμήματα από νοσοκομειακά κρεβάτιa
Rena Papaspyrou Staircases - 9 Eptanisou st. (2017) paper, polyester, pencil
Ρένα Παπασπύρου Κλίμακες - Επτανήσου 9 (2017) καλουπόχαρτο, πολυεστέρας, μολύβι
Andreas Savva Vibrations and Waves (2018) wood, string, fabric, water, paint
Ανδρέας Σάββα Δονήσεις και Κύματα (2018) ξύλο, σχοινί, ύφασμα, νερό, μπογιά
Rania Schoretsaniti Procession (2018) hands in egg tempera wall piece: wood (100 pieces 5 x 5 cm), red clay, 24 karat gold leaf
Ράνια Σχορετσανίτη Πομπή (2018) χέρια από αυγοτέμπερα επιτοίχιο: ξύλο (100 τεμάχια 5 x 5 cm), κόκκινος πηλός, φύλλα χρυσού 24 καρατίων
Dimitris Skourogiannis Despite All (2018) digital prints on paper and on cardboard, wood, wax, artificial flowers
Δημήτρης Σκουρογιάννης Με Όποιο Τρόπο (2018) ψηφιακές εκτυπώσεις σε χαρτί και σε χαρτόνι, ξύλο, κερί, τεχνητά άνθη
Marianne Strapatsakis The Fear (2006 - 2018) video installation, 0.90 x 0.90 x 1.50m, stainless steel, screen photos - drawings mixed media. (sound by Theodoros Lotis | screen courtesy of M-Spirit)
Μαριάννα Στραπατσάκη Ο Φόβος (2006 - 2018) βίντεο - εγκατάσταση, 0.90 x 0.90 x 1.50m, ανοξείδωτη λαμαρίνα, οθόνη φωτογραφίες - σχέδια μικτή τεχνική (ήχος: Θεόδωρος Λώτης | οθόνη: ευγενική παραχώρηση M-Spirit)
Yannis Theodoropoulos Bird’s Eye View (2018) photographs, postcards, letters, leaflet, school desks and chairs, glass
Γιάννης Θεοδωρόπουλος Bird’s Eye View (2018) φωτογραφίες, καρτ-ποστάλ, επιστολές, φυλλάδιο, σχολικά θρανία και καρέκλες, γυαλί
Nikos Tranos, Without Logos (2018) typical Catholic confessional, dimensions 160 x 130 x 370 cm, carton carriage boxes for Piaggio scooter transportation, school chairs
Νίκος Τρανός, Without Logos (2018) κλασικό καθολικό εξομολογητήριο διαστάσεων 160 x 130 x 370 cm, χαρτόνια συσκευασίας μεταφοράς scooter Piaggio, σχολικές καρέκλες
Pavlos Tsakonas Average Students Dream Club (2018) acrylics, marker inks, coloured pencil and stickers on canvas gypsum sculptures, wall interventions with chalk
Παύλος Τσάκωνας Λέσχη Ονείρου Μέτριων Μαθητών (2018) ακρυλικά, μελάνι μαρκαδόρων, χρωματιστά μολύβια και αυτοκόλλητα σε καμβά, γλυπτά από γύψο, παρέμβαση στον τοίχο με κιμωλία
Betty Zerva bellum omnium contra omnes (2018) (war of all against all) maps, plastic toys
Μπέττυ Ζέρβα bellum omnium contra omnes (2018) (πόλεμος όλων εναντίων όλων) χάρτες, πλαστικά παιχνίδια
Eleni Zouni Chronicles (2018) six works, 260 x 90 cm, ink on transparent film one work, 370 x 370 cm, ink on canvas
Ελένη Ζούνη Χρονικά (2018) έξι έργα 260 x 90 cm, μελάνι σέ διαφάνεια ένα έργο 370 x 370 cm, μελάνι σέ καμβά
ARTIST BIOGRAPHIES
Katerina Apostolidou (b 1960, Athens), studied painting at the Athens School of Fine Arts. She has presented her work in several solo (Gazonrouge Gallery 2008, Macedonian Museum of Contemporary Art, Thessaloniki, Greece, 2007, Kalfayan Galleries, Thessaloniki 1997, Medousa Gallery, Athens, 1995) and group shows such as: Art Projections, 4th Thessaloniki Biennale of Contemporary Art, parallel programme, 2013; Visual Dialogues, Museum of Cinema, Thessaloniki, 2010, produced and organised by the Onassis Cultural Center; The First Image, Centre Regional d'Art Contemporain Languedoc-Roussillon (CRAC), Sete, France and MMCA, Thessaloniki, 2009; Video Zone2 - 2nd International Video Art Biennial, Tel Aviv, Israel, 2004; Αthina by Art, AICA Hellas, Athens, 2004; Open 2001, International Exhibition of Sculptures and Installations, Lido, Venice, Italy, 2001; Leaving the Island, PICAF, Busan Metropolitan Art Museum, Busan, Korea, 2000. Apostolidou mainly works with video, drawing and sculpture. In her work, time and space are featured simultaneously magical and demystifying. She negotiates issues of memory and the mechanisms of the unconscious through fragmented narrations, simultaneously interweaving the real and the fantastic in a poetic way in order to metaphorically address an esoteric state. Maria Adromachi Chatzinikolaou is a visual artist born in Volos, Greece (1973), where she has returned and works in recent years. She is currently studying for an MSc in Public History. She holds degrees from the Athens School of Fine Arts (1999-2004) as well as the Department of Graphical Arts of TEI of Athens (1992-1997) and has studied at the London School of Printing Technology (1997-1998). She was a founding member of the Filopappou group and the founder of the Artspirators group. She has participated in several exhibitions and projects in Greece and abroad such as [un]known destinations, chapter I, former Zarifi residence, Kypseli, Athens, 2017; Life Patterns, Volos, 2017; Nomadics vol 3, The other Where, Vienna 2014; Αδέλφια/Fratelli, Greece-Italy 2010; ROOMS, Athens 2010; Archive Virginia/Amphitheater Virginia, Volos 2007; Parallel Lives, Portugal, 2006; Urban Levels, Athens, 2004; Project Egnatia, Greece-Italy 2004-2005, etc. Her work address collective memory, oral history, communal identity and interaction among people and groups through archive research and interviews. They culminate in site-specific and in-situ exhibitions. Her preferred medium is installations incorporating sound and alternating phases of normal and black light. Evangelos Chatzis (b. 1982, Athens) studied marble crafts at the School of Fine Arts of Panormos Tinos, Greece, from where he graduated in 2010 and in 2016 he graduated from the Athens School of Fine Arts with distinction (department of sculpture under G. Lappas). He also attended photography and drawing courses as part of his studies at the Athens School of Fine Arts. He has been awarded from the Ministry for the Aegean in the field of marble crafts. His work encompasses sculpture installations and structures as well as digital collage art. He has participated in many group exhibitions, such as: Pillow gravity, Ekfrasi Gallery, Athens, 2018; Common Ground, Kappatos Galleries, Athens, 2017; 8th Fine Arts Students biennale, Thessaloniki Centre of Contemporary Art,
Thessaloniki, 2016; In art, Zina Athanassiadou Gallery, Thessaloniki, 2016; Shapes, Colour, Materials: the Garden of Sculptures, Italian Embassy, Athens, 2016; The City from Acropolis, Three Sculptors Gaze at Athens, Ekfrasi Gallery - Gianna Grammatopoulos, Athens, 2014; 7th Fine Art Students Biennale, Theocharakis Foundation, Athens, 2014; Art & the City II, city models, City Link, Athens, 2011. He lives and works in Athens. Mary Christea (b. 1949, in Athens) studied at the Athens School of Fine Arts with a scholarship from the National Scholarships Foundation under Nikos Nikolaou and Giannis Moralis (1967-1973). After completing her studies, she was admitted in the Raimund Girke painting lab at the Staatliche Hochschule f端r Bildende K端nste, Berlin, while she also attended literature and philosophy courses. She taught drawing for ten years at Plakas Center (1990-2000). Her work includes painting, construction, photography and video. She has presented her work in eight solo shows and several group exhibitions in Greece and abroad. She is a member of the Indoors plus group and Indoors group (awarded by AICA Hellas in 2010). Several of her works belong to the collections of Macedonian Museum of Modern Art in Thessaloniki, the Museum of Contemporary Art of Crete, the American College of Greece, and private collections. She lives and works in Athens. Aikaterini Gegisian (b. 1976, Thessaloniki, Greece) lives and works between the UK and Greece. Her multi-faceted work explores how images (from still to moving) operating within a global media environment that shapes the conscious and unconscious contain new possibilities for thought. For 2018, she is a Research Fellow at the Library of Congress, Washington DC and at K端nstlerhaus B端chsenhausen, Innsbruck, Austria developing a new episodic essay film on the image of Europe based on post WW2 USA newsreels. In 2015, she was one of the exhibiting artists at the Armenian Pavilion, 56th Venice Biennale, which received the Golden Lion for best national participation. She has been awarded the Nagoya University Award in 2001, and she was shortlisted for the First Book Award in 2015. In 2016, Middlesbrough Institute of Modern Art organised the first survey of her moving image practice. Her work was presented at recent survey exhibitions including the 6th Moscow Biennale, Russia, the 3rd Mardin Biennal, Turkey, the 2nd Tallin Photomonth, Estonia, the 1st Thessaloniki Biennale, Greece and the 6th Gyumri Biennale, Armenia. Her work has been shown in museums, galleries and festivals internationally including the National Arts Museum of China, Beijing; Kunsthalle Osnabruck, Germany; DEPO, Istanbul; BALTIC, Newcastle; Calvert 22 Foundation, London; Stavros Niarchos Foundation Cultural Centre, Athens; NARS Foundation, New York; Centre for Contemporary Art, Thessaloniki, Greece; Spike Island Gallery, Bristol, UK; Kasseler Dok Fest, Kassel, Germany; Oberhausen Film Festival, Germany among others. Works of the artist are included in prominent private and museum collections. She is represented by Kalfayan Galleries.
Kleio Gizeli (b. 1978, Athens) studied painting at the Fine Arts University of Athens, with tutor Tr. Patraskidis, scenography and photography (1997-2002). She attended courses at UniversitÊ Paris 8, France with an Erasmus exchange scholarship and completed a Master’s Degree in Fine Arts at Central Saint Martin's College of Art and Design, London (2005). Her work has been exhibited internationally in Europe and the United States, including numerous art fairs (Athens, London, London Art Fair, Glasgow, Kunst Zurich, Art Chicago, New York, Los Angeles) and has been represented by Flowers Gallery in New York and London (2005-2017), where she had two solo shows, Subtly Into The Night (2011) (Flowers/Cork Street) and Small Acts (2007). Exhibitions in Greece include: Ionios Parliament Corfu (2017), Zoumboulakis Gallery (2014), Piraeus municipal gallery (2004) and the Biennial of Young Artists from Europe and the Mediterranean (2003). From the early stages in her practice, her work has been based on forms of fragmental narratives, ordinary snapshots and imaginary characters that linger in between the familiar and the eerie. In her meticulously crafted dioramas and small-scale installations, constructed worlds come together as a staged scene, often with the use of a variety of mediums such as micro-sculpture, sound, animation, light and motion. She has also worked as a set designer in theatre and films, a storyboardartist and a miniature-set maker for the cinema for both Greek and international productions. Her work is in public and private collections in Greece and abroad. She lives and works in Athens and London. Apollonas Glykas (b. 1983, Athens) studied photography at Leica Academy and graduated from the Athens School of Fine Arts with distinction in 2011. His works have been presented in Greece and abroad and has been awarded by the National Post Bank (2009), Panathinaikos FC (2010), IOAS Institute for road safety (2010), and recently from the Hellenic Railways Organisation OSE - Code Rail Art (2017 - artwork will be permanently featured at a central train station in Athens). Solo exhibitions include: Past the plasmatic oasis, Nicosia, Cyprus, 2014; Showcase, the Office Gallery, Nicosia, 2011; Buildings, Casa Maccheroni, Milan, 2004. He has participated in numerous group exhibitions such as: Pillow gravity, Ekfrasi Gallery, Athens, 2018; Picture this, the symptom projects, Amfissa, Greece, 2017; [un]known destinations, chapter I, former Zarifi residence, Kypseli, Athens; To express the feelings of a chair when we sit on it, The Office Gallery, Nicosia, 2016; The eye and the finger, Cartabianca Arles, France, 2015. His work encompasses sculpture, installations, painting and photography. He collaborates with architecture firms developing installation projects. He works as a photographer since 2000 and teaches drawing and painting since 2010. Yannis Kondaratos (b. 1968, Athens) studied painting at the Athens School of Fine Arts (1987-1992). In 1991, he attended courses at Middlesex Polytechnic, London, with an Erasmus exchange scholarship. Since 2012, he holds a doctorate degree (PhD) from the Panteion University of Social and Political Sciences, Athens, and is currently an assistant professor at ASFA. He has presented his work in seven solo exhibitions: Medusa Art Gallery, 2017; Alpha C.K. Art Gallery, Nicosia, Cyprus, 2016; Medusa Art Gallery, Athens, 2015; About Art Gallery, Athens, 2010; Contemporary Art Centre
Ileana Tounta, Athens, 2006; Gallery M. Liacopoulou, Athens, 2002; Municipal Cultural Centre Technopolis, Athens, 1998. His work has been exhibited in many group shows. He has also participated in scientific conferences and he has published books and texts on art. Eleni Lyra (b. 1969, Athens) studied painting at the Athens School of Fine Arts (studio of Rena Papaspyrou) and scenography with professor G. Ziakas. She also attended the postgraduate programme in Digital Art Forms. Since 2001, she has been teaching at public secondary education. In 2009 and 2012 she taught at the Athens School of Fine Arts (studio of Marios Spiliopoulos) and in 2015 and 2016 at the National Technical University of Athens/School of Architectural Engineering. Solo exhibitions include: Agnus Angeli/Angelic Lambkins, Italian Cultural Institute of Athens, 2015; The thorn of beauty, beton7, Athens, 2012; Mysteries and miracles, Photosygyria, Tint Gallery, Thessaloniki, 2005; ARCO Madrid, participation for Gallery 7, 2004; Proposals, Gallery 7, Athens, 2001. She has participated in many group exhibitions in Greece and abroad among of which is [un]known destinations, chapter I, former Zarifi residence, Kypseli, Athens, 2017. The staged and digitally manipulated photography is a reference point for the work of Eleni Lyra, who creates anthropocentric environments addressing both the hypostasis of image and space. Despina Meimaroglou was born and raised in Egypt (1944) and her deep interest and continuous observation of the overpowering socio-political situations which rule and determine the human fate around the world usually become the ignition of her involvement in long term art-projects. In 1966, after the completion of her art studies (NDD) at Kent Institute of Art and Design in Maidstone, Kent, UK, and due to the political upheaval taking place in Egypt during that time, she moved with her family to Athens where she worked as a graphic artist and art director in advertising for 10 years. Since the end of the seventies she devoted her time entirely to her artistic endeavour. Since 1981, she has presented more than 30 solo exhibitions in Greece and abroad and has participated in important international shows at museums and art foundations, such as: [un]known destinations, chapter I, former Zarifi residence, Kypseli, Athens, 2017; the Pyramid Atlantic Art Centre, Washington DC; John Jay College of Criminal Justice/CUNY, NY; Columbia College, Chicago; Fondazione Mudima, Milan; Maison Européenne de la Photographie, Paris and other shows in Toronto, Czech Republic and the Library of Alexandria in Egypt among others. In 2009, she participated in the 2nd Biennale of Thessaloniki and the 1st International Women’s Biennale at Incheon South Korea. Since the mid 1990’s, her work has been presented repeatedly in a number of important art conferences mainly in the United States and she has been invited to several art workshops and residencies at American universities and foundations as well as at Quito University in Ecuador, Richmond American College in London and recently at MEU (Middle East University, in Amman, Jordan). Series of her works are included in important collections of American universities as well as museums in Greece (State museum of Contemporary Art
Thessaloniki, Rethymnon Centre for Contemporary Art, Crete, the Portalakis Collection), and in private collections both in Greece and abroad. Today, her art practices include photography, video, in situ installations, printmaking and a number of artists’ books. Giorgos Christophoros Palamaris (b. 1986, Leeds, UK, raised in Greece) studied marble sculpture at the School of Fine Arts of Tinos island, Greece (2006 - 2009) from where he was awarded a scholarship to enter the Athens School of Fine Arts (2009-2015). He studied at the workshop of the sculpture department under professor Nikos Tranos and scenography under professor Lili Pezanou. In 2012-2013, he studied Fine Arts at the University of Valencia in Spain with an Erasmus scholarship. He has presented two solo exhibitions, It’s about sharing, Athens, Greece, 2018 and Interpretaciones del Azar, Valencia, Spain, 2013. He has participated in several group shows in Greece and abroad such as: Pillow gravity, Ekfrasi Gallery, Athens, 2018; Common Ground, Kappatos Galleries, Athens, Greece, 2018; Tidal Flow Revisited, Municipality of Piraeus, Greece, 2017; Rock Steady, Dimitrakopoulou residence, Paros, Greece, 2017; Survival Kit, G&G Gallery, Munich, Germany, 2014; La Costa UPV, Valencia, Spain, 2012. He is a founding member of the Petra Luna music group and has co-operated with a variety of other groups and project spaces. For the last three years, he has been working with the Greek Ministry of Culture and the French Archaeological School for reconstruction and excavation projects. He has recently received the fellowship from the ARTWORKS 2018 programme funded by the Stavros Niarchos Foundation. He lives and works between Greece and Switzerland. Rena Papaspyrou (b. 1938, Athens) studied at the Athens School of Fine Arts (1956-61) and the École Nationale Supérieure des Beaux-Arts in Paris (1961-67). She worked as a professor at the Athens School of Fine Art (1993-2005) and was the director of the 3rd workshop of painting there. In 2006, she was awarded the title of Professor Emeritus at the same school. Her work includes 22 solo and many group exhibitions. Her most recent group shows (2017) include: Report on Cases, Zoumboulakis Gallery, Athens; ANTIDORON. The EMST Collection, Fridericianum, Kassel; [un]known destinations, chapter I, former Zarifi residence, Kypseli, Athens; The Garden Sees, Megaron - The Athens Concert Hall; 9 + 1, Eleftheria Tseliou Gallery, Athens; Geometries, Agricultural University of Athens and Imaginary Spaces (House of Cyprus, Athens). Since the mid1950s Papaspyrou works with surfaces within urban space. Assessing morphologically the ‘episodes’ – incorporating everything that happens on such surfaces as a result of use and time – the artist embraces an artistic praxis of association: she projects noetic associative images interlinking the micro-morphological elements of surfaces. She lives and works in Athens. Andreas Savva (b. Kyrenia 1970, Cyprus), a refugee since childhood, has been involved in his artistic output with social, political and financial issues. He studied painting at the Athens School of Fine Arts (1991-1996) and attended the postgraduate programme in Digital Arts at the same School (2002-2004). He has held over ten solo
shows and his work has been shown in many group exhibitions around Europe, including: Painting Notes, Art Seen, Nicosia, Cyprus, 2018; 10 Artists in the light of Caravaggio, Larnaca Municipal Art Gallery, Larnaca, Cyprus, 2018; [un]known destinations, chapter I, former Zarifi residence, Kypseli, Athens, Greece, 2017; What a wonderful, wonderful world…, ArtWall, Athens, 2017; Removement Athens 2017, Kairi Arcade, Athens, 2017; Imaginary Spaces, House of Cyprus, Athens, 2017; 2 decades +, Jannis Spyropoulos awards, Vorres Museum, Paiania, Attiki, Greece, 2017; Avlaia, Markideio Theatre, Pafos 2017 European Capital of Culture, Pafos, Cyprus; Fall 2017 Residency Exhibition, NARS Foundation, New York City, USA, 2017; So Close Yet So Far Away: Contemporary artists from Cyprus, Petah Tikva Museum of Art, Israel, 2017; Mona Hatoum Art Workshop, Villa Iris, Fundación Marcelino Botín, Santander, Spain, 2010; Open 12 International Exhibition of Sculptures and Installations, Venice Lido, Italy, 2009; Instant Europe, Villa Manin, Centre for Contemporary Art, Passariano, Italy, 2004; BIACS 1st International Biennale of Contemporary Art of Seville, The joy of my dreams, Spain, 2004; EUROPE EXIST, Macedonian Museum of Contemporary Art, Thessaloniki, Greece, 2003. Savva presents his ideas, positions and scepticism through different materials and in situ installations of large dimensions. His work is open to comprehension without leading the viewer. His installations are featured at The Fields Sculpture Park, OMI International Art Center, Ghent, New York, 2016-today, and at the 7th edition of CONTEXTS International Festival of Ephemeral Art, Sokolovsko, Poland, 2017-today. Rania Schoretsaniti (b. 1971, Trikala, Greece) studied at the School of Fine and Applied Arts, University of West Macedonia Greece with main tutors Y. Ziogas in painting and D. Siaterli in engraving (2009-2014). In 2014, she spent as an Erasmus exchange student one semester at NHL Hogeschool (The Netherlands). In 2017, she received her MFA Fine Arts from Slade School of Fine Arts, University College London, UCL (with distinction) with Ad Allington and Jo Volley as supervisors. She currently continues her studies at the Athens School of Fine Arts in Athens. She has participated in numerous group shows such as 9th International Printmaking Biennial of Douro, Portugal, 2018; Incisioni al femminile, Rassegna Biennale Internazionale - Edizione 2017, Napoli, Italy; 3rd Global Print 2017, Douro, Portugal; Tribuna Graphic 2017, Art Museum Cluj-Napoca, Romania, 2017; 1st Virtual Biennial, Douro, Portugal, 2016; The validity preciousness, Museu Da Vila Velha, 8th International Printmaking Biennial of Douro, Portugal, 2016. In 2017, she received the Desiree Painting Prize by Slade School of Art, UCL, London. Her works are in Greek and international collections as well as museums. Dimitris Skourogiannis (b. 1973, Athens, Greece) studied painting, sculpture, stage and costume design and mosaic at the Athens School of Fine Arts. He was honoured with an undergraduate scholarship of high performance during the whole period of his studies at the Athens School of Fine Arts (Department of Painting). He was a scholar of the ‘State Scholarship Foundation’ for sculpture. He attended the interdepartmental postgraduate programme ‘Design - Space - Culture’ at the National Technical University of Athens/School of Architectural Engineering. He taught
painting at the Fine Art and Art Sciences, Department of University of Ioannina. Since 2015 he teaches painting at the National Technical University of Athens/School of Architectural Engineering. He has presented his work in five solo exhibitions in Athens (2003, 2006, 2010, 2016) and Paros (2017) and has taken part in 63 group exhibitions. Ηis work attempts to restate the ontological question ‘what is art in our times?’ insisting on notions of deconstruction as well as figurative representation. His works are included in private collections in Greece and abroad. He lives and works in Athens. Marianne Strapatsakis (b. 1947, Athens) received her first degree from the Athens College of Technology in Interior Architecture. She continued her studies in Paris, with a five-year grand from the Academy of Athens, where she graduated with degrees from the École Nationale Supérieure des Beaux-Arts (diploma in painting and a certificate in sketch). She also received a certificate in History of Art from the École du Louvre and a diploma in Plastic Arts from the University of Sorbonne, Paris I. Since 1980, she has been a pioneer in video art in Greece, with emphasis on video installations in which she incorporates painting, sculpture and video. From 2004 to 2014, she was a founding member, professor and president of the Department of Audio and Visual Arts of the Ionian University, Greece. In 2005, she was appointed as visiting professor at the Athens School of Fine Arts. She continues her work by focusing on the possibilities of coexistence of moving images, sound and digital art; on the dialogue between contemporary digital art and civilisations of the past; on the presentation of large size digital works in public spaces. The latest presentation of her work was in May 2017, a projection mapping at the entrance of the Athens Concert Hall. She has presented 41 solo shows in Greece, France, England, Germany, Italy, Chile, Turkey, and has participated in 65 group exhibitions in Greece, France, England, Germany, Spain and the Netherlands. Yannis Theodoropoulos (b. 1962, Athens) studied photography at Focus school (19881990) and attended a Master’s degree in Fine Arts at Goldsmiths College (1998-99). He collaborated with the AD Gallery from 1999 to 2014 where he held four solo shows. In 2008, he presented a solo show at the Martinos Antique & Fine Art Gallery. Since 2017, he collaborates with Elika Gallery. He has participated in several group shows and projects in Greece and abroad, such as: Geometries, Agricultural School of Athens, 2018; Report on cases, Zoumboulakis Gallery, 2017; The Symptom Project, Angelos and Eva Sikelianos Museum, Delphi, Greece, 2015; Reframe Memory, Athens Photo Festival, Benakis Museum, Athens, 2015; Innocent categories Suspicious narratives, Archive Rights III, Athens, 2015; Depression Era, Benakis Museum, Athens. 2014; Bound for Tinos, Cultural Foundation of Tinos Island, Tinos, Greece, 2014; Visual Dialogues, Onassis Cultural Centre, Platonic Academy Park, Athens, 2013; Monodrome, 3rd Athens Biennale, Athens, 2013; Cabinets of Miracles, Zoumboulakis Gallery, Athens, 2010; 10 aspects of Hellenic Photography, Théâtre de la Photographie et de l’Image, Nice, France, 2008; Self-Aboutness, Canal Isabel II, ARCO 2004, Madrid, Spain, 2004. He lives and works in Athens.
Nikos Tranos (b. 1957, Evia, Greece) studied sculpture at the Athens School of Fine Arts (1983-88) and at the École des Beaux-Arts in Paris (1990-91). He has been teaching sculpture at the ASFA since 1995. He has presented his work in solo exhibitions and has participated in many group shows, such as: White Power, Zoumboulakis Gallery, Athens, 2017; A Glacier at Our Table, Antidoron, Fridericianum, Documenta14, Kassel, 2017; Between the Pessimism of the Intellect and the Οptimism of the Will, Thessaloniki, Greece, 2015; Agora, 4th Biennale of Athens, 2013; The Magic Circle, Gazon Rouge, Athens, 2012; Public Domain, Supermarket Art fair with Lo and Behold, Stockholm, 2012; Greek Art, Sem-Art Gallery, Monaco, 2011; Microgeographies, 1”Art Athina, Athens, 2011; Hommage a Galerie Artion, Kappatos Galleries, Athens, 2011; Battlefield, The Art Foundation, Athens, 2010; Paganism, OPA2 performances, Art Athina, 2009; Open Plan, Art Athina, 2008; Places, Macedonian Museum of Contemporary Art, Thessaloniki, 2007; Crimen Majestatis, A-D Gallery, Athens, 2007; Egnatia, Saledo, Italy, 2005; Makronissos project, Greece, 2005; Marubi 2004, National Gallery of Tirana, Albania, 2004; DESTE Prize, DESTE Foundation, Athens, 2002; Spell your name, Artio Gallery, Athens, 2002; Travel Warnings, Artio Gallery, Athens, 2000. The installations of Nikos Tranos reshape the surrounding space and function interactively activating the viewer’s senses and reactions. The quest for new balances between the canny and the unexpected, the commentary on social conditions, the desire for communication through a work of art as well as the multidimensional interpretation of recurring patterns (home, images of urban life, violence) are just but a few of the elements that define the conceptual content of his works. Pavlos Tsakonas (b. 1983, Athens) works mainly with painting. He studied at the Athens School of Fine Arts during 2003-2008, where he graduated with distinction. During this time, he also attended sculpture classes. He has presented his work in three solo exhibitions, has participated in numerous group shows and has received awards in prominent art competitions. Selected shows: Homo Faber, Magister, CAN Gallery, Athens, 2017; Something of exquisite beauty, Elika Gallery, Athens, 2016; PARALLEL Vienna 2015, Kunstraum am Shauplatz, Vienna, 2015; Light Walls, Κunstraum am Shauplatz, Wienier Art Foundation, Vienna, 2014; What lies hidden remain unfamiliar, CAN Gallery @ reMAP KM, Athens, 2013; Lustlands vol III, Thermisia, Argolida, 2013. He has worked on murals, interventions in public space, book illustrations, artworks for commercials and theatre sets. His works are in major private collections and in public space. He has recently received the fellowship from the ARTWORKS 2018 programme funded by the Stavros Niarchos Foundation. Betty Zerva (b. 1965, Arta, Greece) lives and works in Athens as a high school teacher in the public sector. She graduated from the Fine Arts School of Athens studying painting (studio of Rena Papaspyrou) and scenography, stage design as well as the art of mosaic. She received a scholarship for each year of her studies. She has been a member of the Filopappou art group, has worked as an illustrator for school books and participated in a large number of group exhibitions among of which is the exhibition [un]known destinations, chapter I, former Zarifi residence, Kypseli, Athens,
2017. Her in situ works are integrated with the surrounding environment reflecting her high interest in spatial intervention. Eleni Zouni (b. 1954, Piraeus, Athens) studied graphic design at the Vakalo School and painting at the Athens School of Fine Arts. She lived and worked in Barcelona between 1984 and 1986, and from 1989 to 1994 in Utrecht and Amsterdam. She has held ten solo exhibitions and taken part in numerous group shows. Selected solo exhibitions: In a manner of speaking, Medusa Art Gallery, Athens, 2016; Letterforms, Epigraphical Museum of Athens, 2013; Change of Distances, Medusa +1 Art Gallery, Athens, 1995; Linea Atenas-Barcelona, Vincent Bernat Gallery, Barcelona, Spain, 1989. Selected group shows: The art of artist statement, Hellenic Museum of Chicago, USA, 2004; Greek Artists, Quests, 1950-2000, Rethymnon Centre of Contemporary Artistic Creation, Crete; We are elsewhere, we are going elsewhere, Aeschylia 1998, Eleusis, Greece, 1999; Tribute to Greek Artists 1960-1990, 42e Salon de Montrouge, MontrougeAthènes, Athens, 1997. In 2009-2010, she undertook a postgraduate course in Visual Communication at the University of Derby - Vakalo Art and Design College. As part of her research, she delved into the dialectical relationship between writing and painting. Her book Where Does Painting begin? Where Does Writing Begin? was released in 2010. She lives and works in Athens.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ
Η Κατερίνα Αποστολίδου (γεν. 1960, Αθήνα) σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Έχει παρουσιάσει τη δουλειά της σε αρκετές ατομικές εκθέσεις (Gazonrouge 2008, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, 2007, Kalfayan Galleries, Θεσσαλονίκη, 1997, Μέδουσα, 1995) και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό όπως: Art Projections, 4η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, παράλληλο πρόγραμμα, Μουσείο ΚινηματογράφουΤαινιοθήκη Θεσσαλονίκης, 2013, Εικαστικοί διάλογοι, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 2010, Η πρώτη Εικόνα, Centre Regional d'Art Contemporain Languedoc-Roussillon (CRAC), Σέτε, Γαλλία και ΜΜΣΤ, Θεσσαλονίκη, 2009, Video Zone2 - 2nd International Video Art Biennial, Ισραήλ, 2004, Αθήνα by Art, AICA Hellas, Αθήνα, 2004, Open 2001, International Exhibition of Sculptures and Installations, Λίντο, Ιταλία, 2001, και Leaving the Island, PICAF, Busan Metropolitan Art Museum, Busan, Κορέα, 2000. Χρησιμοποιεί κυρίως βίντεο, σχέδιο και γλυπτική. Στα έργα της ο χώρος και ο χρόνος έχουν ένα χαρακτήρα παράλληλα μαγικό και απομυθοποιητικό. Μέσα από αποσπασματικές αφηγήσεις διαπραγματεύεται ζητήματα της μνήμης και των ασυνείδητων μηχανισμών που σχετίζονται μ’ αυτήν διαπλέκοντας το πραγματικό με το φανταστικό με ποιητικό τρόπο προκειμένου να αναφερθεί μεταφορικά σε μια εσωτερική κατάσταση. Η Αικατερίνη Γεγησιάν (γεν. 1976, Θεσσαλονίκη) ζει και εργάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ελλάδα. Το πολυδιάστατο έργο της διερευνά πώς οι εικόνες στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος των ΜΜΕ, οι οποίες διαμορφώνουν το ασυνείδητο και συνειδητό, έχουν τη δυνατότητα να παράγουν νέες μορφές σκέψης. Το 2018 είναι Research Fellow στην Βιβλιοθήκη του Κονγρέσου, Washington DC και στο Künstlerhaus Büchsenhausen, στο Innsbruck της Αυστρίας, οπού ερευνά την εικόνα της Ευρώπης μέσα από μεταπολεμικά newsreels της Αμερικής. Το 2015 ήταν μια από τους καλλιτέχνες που εξέθεσαν στο Αρμενικό Περίπτερο της 56ης Μπιενάλε της Βενετίας, το οποίο έλαβε το Χρυσό Λέοντα για την καλύτερη εθνική συμμετοχή. Της έχει απονεμηθεί το βραβείο του Πανεπιστημίου Nagoya το 2001, και ήταν υποψήφια για το First Book Award το 2015. Το 2016, το Middlesbrough Institute of Modern Art οργάνωσε την πρώτη έρευνα των ταινιών μικρού μήκους της. Το έργο της έχει παρουσιαστεί στην 6 η Μπιενάλε της Μόσχας, Ρωσία, 3η Mardin Μπιενάλε, Τουρκία, 2ο Tallin Photomonth, Εσθονία, 1η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, και 6η Gyumri Μπιενάλε, Αρμενία, ενώ δουλειά της έχει εκτεθεί σε πολλά ιδρύματα, μεταξύ των οποίων National Arts Museum of China, Πεκίνο, Kunsthalle Osnabruck, Γερμανία, DEPΟ, Κωνσταντινούπολη, BALTIC, Newcastle, Calvert 22 Foundation, Λονδίνο, Πολιτιστικό Κέντρο Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, Αθήνα, NARS Foundation, Νέα Υόρκη, Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη, Spike Island Gallery, Bristol, Oberhausen Film Festival, Ομπερχάουζεν, Γερμανία, Kasseler Dok Fest, Kassel, Γερμανία. Έργα της βρίσκονται σε σημαντικές συλλογές ιδιωτών και μουσείων. Εκπροσωπείται από τις Kalfayan Galleries, ΑθήναΘεσσαλονίκη. Η Κλειώ Γκιζελή (γεν. 1978, Αθήνα) σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, με καθηγητή τον Τρ. Πατρασκίδη, φωτογραφία και σκηνογραφία
(1997-2002). Φοίτησε με υποτροφία Εράσμους στο Arts Plastiques Université Paris 8 (Παρίσι) και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στο Central Saint Martin’s College of Art and Design (Λονδίνο, 2005). Έργα της έχουν παρουσιαστεί σε εκθέσεις και Art Fairs διεθνώς (Λονδίνο, Γλασκώβη, Ζυρίχη, Σικάγο, Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Αθήνα, Κέρκυρα κ.α.), ενώ τα χρόνια 2005-2017 εκπροσωπείται από τη Flowers Gallery σε Νέα Υόρκη και Λονδίνο, όπου παρουσιάστηκαν οι ατομικές εκθέσεις της Small Acts (2007) και Subtly Into The Night (2011). Παράλληλα η δουλειά της έχει παρουσιαστεί στην Ελλάδα, Ιόνιο Βουλή Κέρκυρας (2017), γκαλερί Ζουμπουλάκη (2014), Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά (2004) και Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Μεσογείου (2003). Η δουλειά της επικεντρώνεται σε μικρές ιστορίες και αφηγήσεις καθημερινών σκηνών και φανταστικών χαρακτήρων, άλλοτε αποσπασματικά και άλλοτε υπερρεαλιστικά δοσμένων, μέσα από μικρογραφίες και λιλιπούτειες εγκαταστάσεις που συνδυάζουν τη μικρογλυπτική και τον κόσμο της μινιατούρας με άλλα μέσα όπως ήχο, βίντεο, φως, κίνηση. Έχει κάνει σκηνικά για το θέατρο (Θέατρο Τέχνης, Θέατρο Πορεία, σποτ Εθνικού Θεάτρου 2016), μικροσκοπικά σκηνικά / μινιατούρες για τον κινηματογράφο σε ελληνικές και ξένες παραγωγές και storyboards. Έργα της βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και το Λονδίνο. Ο Απόλλωνας Γλύκας (γεν. 1983, Αθήνα) σπούδασε στην Ακαδημία Leica, Τμήμα Δημιουργικής Φωτογραφίας, ελεύθερο σχέδιο και στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (Ε΄ εργαστήριο) όπου αποφοίτησε με άριστα το 2011. Έργα του έχουν παρουσιαστεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει βραβευτεί από το Τ.Τ. Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο (2009), την Π.Α.Ε. Παναθηναϊκός (2010), το Ινστιτούτο Ι.Ο.Α.Σ. (2010), και πρόσφατα από τον Ο.Σ.Ε. (CODE RAIL ART 2017) έργο που θα τοποθετηθεί μόνιμα σε κεντρικό σταθμό του ΟΣΕ. Έχει τρείς ατομικές εκθέσεις: Μετά την πλασματική όαση, Φυτώριο, Λευκωσία, 2014, Η Βιτρίνα, The Office Gallery, Λευκωσία, 2011 και Buildings, Casa Maccheroni, Μιλάνο, 2004. Συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις περιλαμβάνουν: Pillow gravity, γκαλερί Έκφραση, 2018; Περί-λήψεως, the symptom projects, Άμφισσα, 2017, [α]γνωστοι προορισμοί, κεφάλαιο Ι, πρώην οικία Ζαρίφη, Κυψέλη, Αθήνα, To express the feelings of a chair when we sit on it, The Office Gallery, Λευκωσία, 2016, The eye & the finger, Cartabianca Arles, Γαλλία, 2015. Η δουλειά του περιλαμβάνει Σχέδιο, φωτογραφία, γλυπτική και εγκαταστάσεις. Έχει συνεργαστεί με αρχιτεκτονικά γραφεία υλοποιώντας εγκαταστάσεις και εικαστικές κατασκευές και έχει εργαστεί ως φωτογράφος από το 2000, παράλληλα διδάσκει σχέδιο και ζωγραφική από το 2010. Η Μπέττυ Ζέρβα (γεν. 1965, Άρτα) ζει στην Αθήνα όπου και εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στο εργαστήριο της Ρένας Παπασπύρου, σκηνογραφία και ψηφιδωτό. Διακρίθηκε με υποτροφία επίδοσης σε όλα τα έτη σπουδών της. Είναι μέλος των καλλιτεχνικής ομάδας Φιλοπάππου, εργάστηκε ως εικονογράφος σε σχολικά βιβλία και έχει πάρει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων η έκθεση [α]γνωστοι προορισμοί, κεφάλαιο Ι (πρώην οικία Ζαρίφη, Κυψέλη, Αθήνα). Τα in situ έργα της είναι
ενσωματωμένα στον περιβάλλοντα χώρο ενώ παράλληλα την ενδιαφέρει η εικαστική παρέμβαση σε ένα συγκεκριμένο τόπο. Η Ελένη Ζούνη (γεν. 1954, Πειραιάς) σπούδασε γραφικές τέχνες στη Σχολή Βακαλό και ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα (1978-1983). Από το 1984 έως το 1986 έζησε και εργάστηκε στην Βαρκελώνη, ενώ το χρονικό διάστημα 1989-1994 στην Ουτρέχτη και το Άμστερνταμ. Έχει πραγματοποιήσει δέκα ατομικές εκθέσεις και πολλές ομαδικές, μερικές των οποίων είναι: Τρόπος του Λέγειν, Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης, 2016, Γραμματομορφές, Επιγραφικό Μουσείο, 2013, Αλλαγές Αποστάσεων, Μέδουσα +1 Αίθουσα Τέχνης, 1995, Vincent Bernat, linea Atenas-Barcelona, 1989. Ομαδικές: The art of artist statement, Hellenic Museum Σικάγο, 2004, Αναζητήσεις, 1950-2000, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Ρέθυμνο, Είμαστε Αλλού και πάμε Αλλού, Αισχύλεια, 1998, Έλληνες Καλλιτέχνες, Αφιέρωμα Έλληνες καλλιτέχνες 1960-1990, 42e Salon de Montrouge, Montrouse-Athenes, 1997. Το 2009-2010 πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στον κλάδο Οπτική Επικοινωνία στο University of Derby Βακαλό Art and Design College. Ασχολείται διεξοδικά με την οπτική ή εικαστική διάσταση της γραφής και την διαλεκτική σχέση μεταξύ γραφής και ζωγραφικής. Το 2010 κυκλοφόρησε το βιβλίο της Πού αρχίζει η Ζωγραφική; Πού αρχίζει η Γραφή; Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος (γεν. 1962, Αθήνα) σπούδασε φωτογραφία στη σχολή Focus (1988-1990) και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Fine Arts του Goldsmiths College (1998-99) στο Λονδίνο. Από το 1999 μέχρι το 2014, συνεργάστηκε με τη γκαλερί ΑΔ όπου έχει πραγματοποιήσει τέσσερις ατομικές εκθέσεις. Το 2008, πραγματοποίησε ατομική έκθεση στο παλαιοπωλείο Μαρτίνος. Από το 2017, συνεργάζεται με την γκαλερί Ελικα. Έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις και projects στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μεταξύ αυτών είναι: Γεωμετρίες, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2018, Αναφορά περιπτώσεων, γκαλερί Ζουμπουλάκη, 2017, Τα στοιχεία που αδρανούν, The Symptom Project, Μουσείο Εύας και Άγγελου Σικελιανού, 2015, Reframe Memory, Athens Photo Festival, Μουσείο Μπενάκη, 2015, Αθώες κατηγορίες Ύποπτες αφηγήσεις, Δικαίωμα Αρχείου ΙΙΙ, ΙΣΕΤ, 2015, Depression Era, Μουσείο Μπενάκη, 2014, Προς Τήνο, Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, Τήνος, 2013, Εικαστικοί Διάλογοι, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Πάρκο Αναψυχής Ακαδημίας Πλάτωνος, Αθήνα, Μονόδρομος, 3η Μπιενάλε της Αθήνας, 2011, Προθήκες Θαυμάτων, γκαλερί Ζουμπουλάκη, 2010, Δέκα Όψεις της Ελληνικής Φωτογραφίας, Théâtre de la Photographie et de l’Image, Νίκαια, Γαλλία, 2008, Αμφίδρομη Αυτοαναφορικότητα, Canal Isabel II, ARCO, Μαδρίτη, 2004. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Ο Γιάννης Κονταράτος (γεν. 1968, Αθήνα) σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1987-1992). Το 1991, φοίτησε με υποτροφία Erasmus στο Middlesex Polytechnic του Λονδίνου. Το 2012, αναγορεύτηκε διδάκτορας στην Ιστορία και Θεωρία της Τέχνης από το Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Είναι επίκουρος καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Έχει πραγματοποιήσει επτά
ατομικές εκθέσεις: Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης, 2017, Alpha C.K. Art Gallery, Λευκωσία, 2016, Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης, 2015, Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα, 2006, About, 2010, Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, 2002, Τεχνόπολις Δήμου Αθηναίων - Γκάζι, 1998. Έχει λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις. Έχει επίσης δώσει διαλέξεις σε επιστημονικά συνέδρια και δημοσιεύσει βιβλία και κείμενα για την τέχνη. Η Ελένη Λύρα (γεν. 1969, Αθήνα) σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγήτρια τη Ρένα Παπασπύρου και σκηνογραφία με καθηγητή το Γιώργο Ζιάκα. Εκεί πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές με τίτλο Ψηφιακές Μορφές Τέχνης. Από το 2001 διδάσκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. To 2009 και το 2012 δίδαξε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στο εργαστήριο του Μάριου Σπηλιόπουλου ενώ το 2015 και το 2016 δίδαξε στο εργαστήριο Ζωγραφικής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Ατομικές εκθέσεις: Οι αμνοί των Αγγέλων, Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών, 2015, Το αγκάθι της ομορφιάς, beton7, 2012, Αθήνα, Μυστήρια και Θαύματα, Φωτοσυγκυρία, γκαλερί Tint, Θεσσαλονίκη, 2005, ARCO Μαδρίτη, συμμετοχή με την γκαλερί 7, 2004, και Προτάσεις, γκαλερί 7, Αθήνα, 2001. Έχει πάρει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό μεταξύ των οποίων η έκθεση [α]γνωστοι προορισμοί, κεφάλαιο Ι (πρώην οικία Ζαρίφη, Κυψέλη, Αθήνα, 2017). Σημείο αναφοράς στο έργο της Ελένης Λύρα αποτελεί η σκηνοθετημένη και ψηφιακά επεξεργασμένη φωτογραφία μέσω της οποίας δημιουργεί ανθρωποκεντρικά εικονικά περιβάλλοντα που πραγματεύονται τόσο το ζήτημα της εικόνας όσο και του χώρου. Η προσωπική ιστορία της Δέσποινας Μεϊμάρογλου (γεννήθηκε το 1944 και μεγάλωσε στην Αίγυπτο) συνετέλεσε στη διαμόρφωση των προτεραιοτήτων της και επηρέασε τις καλλιτεχνικές αλλά κυρίως τις ανθρώπινες επιλογές της. Το 1966 μετά την ολοκλήρωση των εικαστικών της σπουδών πάνω στη ζωγραφική, τυπογραφία και γραφικές τέχνες (N.D.D.) στο Kent Institute of Art and Design, Maidstone, Kent στην Αγγλία, και κυρίως λόγω των πολιτικών γεγονότων που λάμβαναν τότε χώρα στην Αίγυπτο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ξεκίνησε τη δεκάχρονη θητεία της στη διαφήμιση ως γραφίστας και στη συνέχεια ως art director. Από τα τέλη του ‘70 έχει αφοσιωθεί αποκλειστικά στο έργο της. Από το 1981 ως σήμερα έργα της έχουν παρουσιαστεί σε περισσότερες από 30 ατομικές και πολλές σημαντικές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό μεταξύ των οποίων: [α]γνωστοι προορισμοί, κεφάλαιο Ι (πρώην οικία Ζαρίφη, Κυψέλη, Αθήνα), 2017, Pyramid Atlantic Art Centre, Washington DC, το John Jay College of Criminal Justice/CUNY, Νέα Υόρκη, το Columbia College, Σικάγο, το Fondazione Mudima, Μιλάνο, το Maison Européenne de la Photographie, Παρίσι και άλλες εκθέσεις στο Τορόντο, Τσεχία, Λονδίνο και τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο. Συμμετείχε στη 2η Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης και την Women's International Biennale / Incheon στη Νότιο Κορέα το 2009. Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90 η δουλειά της έχει παρουσιαστεί επανειλημμένα σε σημαντικές εκθέσεις και συνέδρια τέχνης κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η ίδια έχει προσκληθεί επανειλημμένα σε σεμινάρια και residencies σε αμερικανικά πανεπιστήμια και ιδρύματα,
καθώς και στο Quito University του Εκουαδόρ, και το Richmond American College στο Λονδίνο και τελευταίως τον Δεκέμβριο του 2017 στο MEU (Middle East University) στο Αμμάν της Ιορδανίας. Σειρές έργων της περιλαμβάνονται σε σημαντικές συλλογές πανεπιστημίων στις ΗΠΑ και μουσείων στην Ελλάδα (Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης / Θεσσαλονίκη, Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ρεθύμνου, Συλλογή Πορταλάκη) καθώς και ιδιωτικές συλλογές. Η εικαστική πρακτική της σήμερα περιλαμβάνει φωτογραφία, βίντεο, εγκαταστάσεις μικτών τεχνικών στο χώρο, τυπώματα καθώς και ένα σημαντικό αριθμό artists books. Ο Γιώργος Χριστόφορος Παλαμάρης (γεν. 1986, Leeds της Αγγλίας και μεγάλωσε στην Ελλάδα) σπούδασε μαρμαρογλυπτική στην Σχολή Καλών Τεχνών της Τήνου (2006-2009) από όπου και εισήχθη με υποτροφία στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (2009-2015) στο Α’ εργαστήριο γλυπτικής με καθηγητή τον Νίκο Τρανό και στο εργαστήριο σκηνογραφίας με καθηγήτρια την Λίλη Πεζανού. Το 2012-2013, ήταν υπότροφος με το πρόγραμμα Erasmus στη Σχολή Καλών Τεχνών της Valencia στην Ισπανία. Έχει πραγματοποιήσει δύο ατομικές εκθέσεις, It’s about sharing, Αθήνα, 2018 και Ερμηνείες του Τυχαίου, Valencia, Ισπανία, 2013. Έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό όπως: Pillow gravity, γκαλερί Έκφραση, 2018; Common Ground, Kappatos Galleries, Αθήνα, 2018, Tidal flow revisited, Πινακοθήκη Πειραιά, 2017, Rock Steady, οικία Δημητρακοπούλου, Πάρος, 2017, Survival Kit, G&G Gallery, Μόναχο, 2014 και La costa UPV, Valencia, 2012. Είναι ιδρυτικό μέλος της μουσικής κολεκτίβας Petra Luna και έχει συνεργαστεί με διάφορες ομάδες και project spaces. Τα τελευταία τρία χρόνια έχει εργαστεί για το Υπουργείο Πολιτισμού και την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή σε αναστηλωτικά και ανασκαφικά προγράμματα. Είναι υπότροφος του προγράμματος ARTWORKS 2018 με χρηματοδότηση του ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Ζει και εργάζεται μεταξύ Ελλάδας και Ελβετίας. Η Ρένα Παπασπύρου (γεν. 1938, Αθήνα) σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1956-61) και στην École Nationale Supérieure des Beaux-Arts στο Παρίσι (1961-67). Εργάστηκε ως καθηγήτρια στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα (1993-2005) και υπήρξε διευθύντρια στο 3ο εργαστήριο ζωγραφικής εκεί. Το 2006 αναγορεύτηκε ομότιμη καθηγήτρια της ίδιας σχολής. Το έργο της περιλαμβάνει 22 ατομικές και πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πρόσφατες ομαδικές εκθέσεις (2017-2018) αποτελούν: Αναφορά Περιπτώσεων (γκαλερί Ζουμπουλάκη, Αθήνα), ΑΝΤΙΔΩΡΟΝ. Η συλλογή του ΕΜΣΤ (Fridericianum, Κάσελ), [α]γνωστοι προορισμοί, κεφάλαιο Ι (πρώην οικία Ζαρίφη, Κυψέλη, Αθήνα), O Κήπος Βλέπει (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών), 9 + 1 (Ελευθερία Τσέλιου Gallery, Αθήνα), Γεωμετρίες (Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και Φαντασιακοί Χώροι (Σπίτι της Κύπρου, Αθήνα). Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 η Παπασπύρου δουλεύει με τις επιφάνειες του αστικού χώρου. Αξιολογώντας μορφολογικά τα ‘επεισόδια’, δηλαδή τα όσα συμβαίνουν πάνω στις επιφάνειες αυτές και οφείλονται στη χρήση και το χρόνο, η καλλίτεχνις προβαίνει σε μια εικαστική πράξη συνειρμού: προβάλει νοητικά συνειρμικές εικόνες συνδέοντας μεταξύ τους τα μικρομορφολογικά στοιχεία των επιφανειών. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Ο Ανδρέας Σάββα (γεν. 1970, Κερύνεια, Κύπρος), πρόσφυγας από την παιδική του ηλικία, διαχειρίζεται μέσα από το εικαστικό του λεξιλόγιο θέματα κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής υφής. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή καλών Τεχνών της Αθήνας (1991-1996) και παρακολούθησε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Ψηφιακές Μορφές Τέχνης στην ίδια σχολή (2002-2004). Έχει παρουσιάσει πάνω από δέκα ατομικές εκθέσεις ενώ η δουλειά του έχει συμπεριληφθεί σε πολλές ομαδικές εκθέσεις μερικές εκ των οποίων είναι οι: Painting Notes, Art Seen, Λευκωσία, Κύπρος, 2018, 10 καλλιτέχνες υπό το φως του Caravaggio, Δημοτική Πινακοθήκη, Λάρνακας, Κύπρος, 2018, [α]γνωστοι προορισμοί, κεφάλαιο Ι (πρώην οικία Ζαρίφη, Κυψέλη, Αθήνα), 2017, Removement Athens 2017, Στοά Καΐρη, Αθήνα, 2017, Φαντασιακοί χώροι, Σπίτι της Κύπρου, Αθήνα, 2017, 2 δεκαετίες +, βραβεία Γιάννη Σπυρόπουλου, Μουσείο Βορρέ, Παιανία, Αττική, 2017, Αυλαία, Μαρκίδειο Θέατρο, Πάφος, Κύπρος, Fall 2017 Residency Exhibition, NARS Foundation, Nέα Υόρκη, ΗΠΑ, 2017, Τόσο Κοντά Κι Όμως Τόσο Μακριά | Σύγχρονοι Καλλιτέχνες από την Κύπρο, Μουσείο Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης Πετάχ Τίκβα, Ισραήλ, 2017, Mona Hatoum Art Workshop, Villa Iris, Fundación Marcelino Botín, Santander, Ισπανία, 2010, Open 12 International Exhibition of Sculptures and Installations, Βενετία Lido, Ιταλία, 2009, Instant Europe, Villa Manin, Centre for Contemporary Art, Passariano, Ιταλία, 2004, BIACS, 1st International Biennale of Contemporary Art of Seville, The joy of my dreams, Ισπανία, 2004, EUROPE EXIST, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη, 2003. Ο Σάββα παρουσιάζει τις ιδέες και θέσεις του καθώς και τον σκεπτικισμό του μέσα από διάφορα υλικά και in situ εγκαταστάσεις μεγάλων διαστάσεων. Η δουλειά του γίνεται αντιληπτή από το θεατή δίχως αυτή να τον χειραγωγεί. Εγκαταστάσεις του παρουσιάζονται στο Fields Sculpture Park, OMI International Art Centre, Ghent, Νέα Υόρκη, 2016-σήμερα και στο 7th edition of CONTEXTS International Festival of Ephemeral Art, Sokolovsko, Πολωνία, 2017σήμερα. O Δημήτρης Σκουρογιάννης (γεν. 1973, Αθήνα) σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική καθώς και σκηνογραφία και ψηφιδωτό στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Διακρίθηκε με υποτροφία επίδοσης σε όλα τα έτη σπουδών του (τομέας ζωγραφικής) και υπήρξε υπότροφός του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών για δύο χρόνια για εκτέλεση καλλιτεχνικού έργου (τομέας γλυπτικής). Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ (Διατμηματικό πρόγραμμα: Σχεδιασμός - Χώρος - Πολιτισμός). Δίδαξε ζωγραφική στο Τμήμα Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Από το 2015 διδάσκει ζωγραφική στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Έχει εκθέσει το έργο του σε πέντε ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα (2003, 2006, 2010, 2016) και στην Πάρο (2017) καθώς και σε εξήντα τρεις ομαδικές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Με τη δουλειά του προσπαθεί να επαναθέσει το οντολογικό ερώτημα τί είναι τέχνη σήμερα;, εμμένοντας συγχρόνως τόσο στην αποδόμηση όσο και στην αναπαράσταση. Έργα του βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Η Μαριάννα Στραπατσάκη (γεν. 1947, Αθήνα) ξεκίνησε τις σπουδές της από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο (Α.Τ.Ι.) στην Αθήνα, τομέας Εσωτερικής
Αρχιτεκτονικής. Με πενταετή υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι, στην École Nationale Supérieure des Beaux-Arts, δίπλωμα στην ζωγραφική, και certificate σχεδίου. Πραγματοποίησε παράλληλα σπουδές στην École du Louvre, certificate Ιστορίας της Τέχνης, και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, Paris I, licence Πλαστικών Τεχνών. Από το 1980 υπήρξε πρωτοπόρος στη βίντεο τέχνη στην Ελλάδα, με έμφαση στις βίντεο-εγκαταστάσεις στις οποίες ενσωματώνει τη ζωγραφική, τη γλυπτική και το βίντεο. Από το 2004 έως το 2014 υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος, καθηγήτρια και πρόεδρος του Τμήματος Τεχνών Ήχου και Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Το 2005 υπήρξε προσκεκλημένη καθηγήτρια στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας. Συνεχίζει τη δραστηριότητά της δίνοντας βαρύτητα στις δυνατότητες συνύπαρξης της κινούμενης εικόνας, του ήχου και της ψηφιακής τεχνολογίας στο χώρο της τέχνης, στην συνδιαλλαγή της σύγχρονης ψηφιακής τέχνης με παρελθόντες πολιτισμούς και στην παρουσίαση ψηφιακών έργων μεγάλων διαστάσεων σε δημόσιους χώρους. Τελευταία παρουσίαση έργου της ήταν το Μάιο 2017, μία χαρτογραφική προβολή (projection mapping) στην είσοδο του Μεγάρου Μουσικής της Αθήνας. Έχει πραγματοποιήσει 41 ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Χιλή, Τουρκία, και έχει λάβει μέρος σε 65 ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ισπανία και την Ολλανδία. H Ράνια Σχορετσανίτη (γεν. 1971, Τρίκαλα) σπούδασε στη Σχολή Καλών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας με καθηγητές τον Γ. Ζιώγα στη ζωγραφική και την Δ. Σιατερλή στη χαρακτική (2009 - 2014). Έχει φοιτήσει με το πρόγραμμα Erasmus για ένα εξάμηνο στο NHL Hogeschool (Ολλανδία). Κατέχει το Master of Fine Arts (με διάκριση) από το Slade, University College of London, UCL (20152017), με καθηγητές τους Ad Allington και Jo Volley. Συνεχίζει τις σπουδές της στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στον τομέα της χαρακτικής. Έχει εκθέσει δουλειά της σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις όπως: 9th International Printmaking Biennial of Douro, Πορτογαλία, 2018, Rassegna Biennale Internazionale - Edizione 2017, Napoli, Ιταλία, 3rd Global Print 2017, Douro, Πορτογαλία, 2017, Tribuna Graphic 2017, Art Museum Cluj-Napoca Ρουμανία, 2017, 1st Virtual Biennial, Douro, Πορτογαλία, 2016, και The validity preciousness, Museu Da Vila Velha, 8th International Printmaking Biennial of Douro, Πορτογαλία, 2016. Το 2017 βραβεύτηκε με το Desiree Painting Prize από το Slade, University College of London, UCL. Έργα της υπάρχουν σε συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό καθώς και σε μουσεία. Ο Νίκος Τρανός (γεν. 1957, Εύβοια) σπούδασε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1983-88) και στην École des Beaux-Arts στο Παρίσι (1990-91). Διδάσκει γλυπτική στην A.Σ.K.T. Αθήνας από το 1995. Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές. Ενδεικτικά: White Power, γκαλερί Ζουμπουλάκη, Αθήνα, 2017, Ένας παγετώνας στο τραπέζι μας, Αντίδωρον, Fridericianum, Documenta14, Kassel, 2017, Between the Pessimism of the Intellect and the Οptimism of the Will, Θεσσαλονίκη, 2015, Agora, 4η Μπιενάλε Αθήνας, 2013, The Magic Circle, Gazon Rouge, Αθήνα, 2012, Public Domain, Supermarket Art fair with Lo and Behold, Στοκχόλμη, 2012, Greek Art, Sem-Art Gallery, Μονακό, 2011,
Microgeographies 1”Art Athina, 2011, Hommage a Galerie Artion, Kappatos Galleries, Αθήνα, 2011, Battlefield, TAF, Αθήνα, 2010, Paganism, OPA2 performances, Art Athina, 2009, Open Plan, Art Athina, 2008, Places, ΜΜΣΤ, Θεσσαλονίκη, 2007, Crimen Majestatis, γκαλερί Α-Δ, Αθήνα, 2007, Egnatia, Saledo, Ιταλία, 2005, Makronissos project, Μακρόνησος, 2005, Marubi 2004, Εθνική Πινακοθήκη Τιράνων, Βραβείο ΔΕΣΤΕ, Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, Αθήνα, 2002, Spell your name, γκαλερί Άρτιο, Αθήνα, 2002, Travel Warnings, γκαλερί Άρτιο, Αθήνα, 2000. Οι εγκαταστάσεις του Νίκου Τρανού αναδιαμορφώνουν το χώρο και λειτουργούν διαδραστικά ενεργοποιώντας τις αισθήσεις και τις αντιδράσεις του θεατή. Η αναζήτηση νέων ισορροπιών μεταξύ του οικείου και του απροσδόκητου, ο σχολιασμός κοινωνικών καταστάσεων, η επιδίωξη της επικοινωνίας μέσω του έργου τέχνης και η πολυδιάστατη ερμηνεία επαναλαμβανόμενων μοτίβων (σπίτι, εικόνες της πόλης, βία) είναι μερικά από τα στοιχεία που καθορίζουν το εννοιολογικό περιεχόμενο των έργων του. Ο Παύλος Τσάκωνας (γεν. 1983, Αθήνα) εργάζεται κυρίως στον τομέα της ζωγραφικής. Φοίτησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στο Γ’ εργαστήριο την περίοδο 2003-2008 όπου αποφοίτησε με άριστα. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής. Έχει παρουσιάσει δουλειά του σε τρείς ατομικές και ποικίλες ομαδικές εκθέσεις και έχει διακριθεί σε σημαντικούς εικαστικούς διαγωνισμούς. Ενδεικτικές εκθέσεις: Homo Faber, Magister, CAN Gallery, Αθήνα, 2017, Kάτι το πολύ Ωραίον, ομαδική έκθεση, Elika Gallery, Αθήνα, 2016, PARALLEL Vienna 2015, Kunstraum am Shauplatz, Βιέννη, 2015, Light Walls, Κunstraum am Shauplatz, Wienier Art Foundation, Βιέννη, 2014, What lies hidden remain unfamiliar, CAN Gallery @ reMAP KM, Aθήνα, 2013, Lustlands vol III, Θερμίσια, Αργολίδα, 2013. Έχει κάνει τοιχογραφίες, παρεμβάσεις στο δημόσιο χώρο, εικονογραφήσεις βιβλίων, εικαστικά για διαφημίσεις και σκηνικά για το θέατρο. Έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές και στο δημόσιο χώρο. Είναι υπότροφος του προγράμματος ARTWORKS 2018 με χρηματοδότηση του ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Η Μαρία Ανδρομάχη Χατζηνικολάου είναι ζωγράφος - εικαστικός, γεννήθηκε στο Βόλο (1973) όπου έχει επιστρέψει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια. Ολοκληρώνει το μεταπτυχιακό στη Δημόσια Ιστορία στο ΕΑΠ, ενώ κατέχει τίτλους από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1999-2004), στο τμήμα Γραφικών Τεχνών του Τ.Ε.Ι. Αθήνας (1992-1997) και έχει σπουδάζει στο London School of Printing Technology (1997-1998). Υπήρξε Ιδρυτικό μέλος της ομάδας Φιλοπάππου, καθώς και ιδρύτρια και εμπνεύστρια της ομάδας Artspirators. Έχει συμμετοχές σε πολλές εκθέσεις και projects στην Ελλάδα και στο εξωτερικό όπως: [α]γνωστοι προορισμοί, κεφάλαιο Ι, πρώην οικία Ζαρίφη, Κυψέλη, Αθήνα, 2017, Life Patterns, Βόλος, 2017, Nomadics vol 3, The other Where, Βιέννη, 2014, Αδέλφια/Fratelli, Ελλάδα-Ιταλία, 2010, ROOMS, Αθήνα, 2010, Αρχείο Virginia/Αμφιθέατρο Virginia, Βόλος, 2007, Παράλληλοι Βίοι, Πορτογαλία, 2006, Αστικά Επίπεδα, Αθήνα, 2004, Project Egnatia, Ελλάδα-Ιταλία, 2004-2005, κ.α. Τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με το προσωπικό έργο της, οργανώνει projects σύγχρονης τέχνης με την ομάδα Artspirators με τη συνεργατική συμμετοχή και άλλων καλλιτεχνών (PIGS, Ισπανία-Πορτογαλία 2016, Refuge Project, Μήλος 2013-2014, Sanatorio Project, Πήλιο 2011-2012). To έργο της πραγματεύεται τη συλλογική μνήμη, την προφορική ιστορία, την κοινοτική ταυτότητα και
τη διάδραση μεταξύ ατόμων και ομάδων, μέσα από έρευνα σε αρχειακό υλικό και συνεντεύξεις, που ολοκληρώνονται με site-specific, in situ εκθέσεις. Το προτιμώμενο μέσο της είναι εγκαταστάσεις που περιλαμβάνουν ήχο και εναλλασσόμενες φάσεις κανονικού και black light. Ο Ευάγγελος Χατζής (γεν. 1982, Αθήνα) ολοκλήρωσε τις σπουδές του 2010 στο Προπαρασκευαστικό και Επαγγελματικό Σχολείο Καλών Τεχνών Πανόρμου Τήνου (μαρμαροτεχνία) και το 2016 αποφοίτησε με άριστα από το Β΄ Εργαστήριο Γλυπτικής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας με καθηγητή τον κ. Γ. Λάππα. Κατά την διάρκεια των σπουδών του στην ΑΣΚΤ, παρακολούθησε τα εργαστήρια φωτογραφίας και σχεδίου. Διακρίθηκε με βραβεία μαρμαροτεχνίας από το υπουργείο Αιγαίου. Η δουλειά του περιλαμβάνει γλυπτικές εγκαταστάσεις και κατασκευές καθώς επίσης και έργα με την μορφή ψηφιακού κολλάζ. Συμμετείχε σε πλήθος ομαδικών εκθέσεων μερικές από τις οποίες είναι: Pillow gravity, γκαλερί Έκφραση, 2018; Common Ground, Kappatos Galleries, Αθήνα 2017, 8η Biennale φοιτητών, Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη, 2017, in art, Zina Athanassiadou Gallery, Θεσσαλονίκη, 2016, Ο κήπος των γλυπτών, Ιταλική πρεσβεία, Αθήνα, 2016, Η πόλη από την ακρόπολη, τρείς γλύπτες κοιτούν την Αθήνα, γκαλερί Έκφραση - Γιάννα Γραμματοπούλου, Αθήνα, 2014, 7η Biennale φοιτητών, Ίδρυμα Θεοχαράκη, Αθήνα, 2014, Art & the City II, city models, City Link, Αθήνα, 2011. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Η Μαίρη Χρηστέα (γεν. 1949, Αθήνα) σπούδασε ζωγραφική με υποτροφία του ΙΚΥ στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, με δασκάλους τον Νίκο Νικολάου και τον Γιάννη Μόραλη (1967-1973). Αμέσως μετά τις σπουδές της έγινε δεκτή στο εργαστήριο ζωγραφικής του Raimund Girke, στην Staatliche Hochschule für Bildende Künste του Βερολίνου, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα λογοτεχνίας και φιλοσοφίας στην ίδια σχολή. Δίδαξε για δέκα χρόνια ελεύθερο σχέδιο στο Κέντρο Τεχνών Πλάκας (1990-2000). Η δουλειά της περιλαμβάνει ζωγραφική, κατασκευές, φωτογραφία και βίντεο. Έχει κάνει οκτώ ατομικές παρουσιάσεις και έχει λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είναι μέλος της ομάδας Indoors plus και Indoors (βραβείο AICA 2010). Έργα της βρίσκονται στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος και σε ιδιωτικές συλλογές. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
2 0
1
8