Annual Review of History, Society and Politics, Issue 5, 2019

Page 1



ΕΤΗΣΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ

Ιστορίας, Κοινωνίας και Πολιτικής

Γράφουν Νίκος Μούδουρος Νίκος Χριστοφής Παναγιώτα Άρνου Αιμιλία Βήλου Χρύσανθος Τάσσης Νίκος Καρφάκης

Εκδοτική Επιμέλεια

Ινστιτούτο Ερευνών ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

2019


Επιμέλεια: Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας Σχεδιασμός: Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας Εκτύπωση: Print XPress Έκδοση Ινστιτούτου Ερευνών Προμηθέας ISSN 2421-7700

© Copyright Εκδόσεις Ινστιτούτου Ερευνών ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ 2019


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Νίκος Μούδουρος,

(Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών Πανεπιστημίου Κύπρου)

Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ως «εκτός συνόρων» ηγεμονία ...................7

Νίκος Χριστοφής (Επίκουρος Καθηγητής, Κέντρο Τουρκικών Σπουδών,Σχολή Ιστορίας και Πολιτισμού, Shaanxi Normal University, Xi’an, Κίνα. Eρευνητής, Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη)

Ανοικοδομώντας τη «Νέα Τουρκία»: Μεταξύ Κεμαλισμού και «Ερντογανοποίησης» .........................................................................................30

Παναγιώτα Άρνου,

(Διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών)

Πρόοδος και οπισθοδρόμηση: βαρβαρότητες μιας σύγχρονης εποχής..............48

Αιμιλία Βήλου,

(Υποψήφια Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Υπότροφος ΓΓΕΤ-ΕΛΙΔΕΚ)

Από την «Πραγματική Αλλαγή» στην «Αλλαγή με κατεύθυνση το Σοσιαλισμό»: Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980, μέσα από τα συνέδρια του......................................................................................64


Χρύσανθος Τάσσης,

(Λέκτορας με αντικείμενο Πολιτική Κοινωνιολογία και Ελληνικό Πολιτικό Σύστημα ,Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης)

Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτική: Ριζοσπαστική θεώρηση, πολυσυλλεκτική στρατηγική και νεοφιλελεύθερη αποδοχή (;) ..........................92

Νίκος Καρφάκης,

(Λέκτορας Οργανωσιακής Θεωρίας, Alexander College)

Οικοσοσιαλισμός: Μια εισαγωγή στη σκέψη του Μικαέλ Λεβί.......................... 121

Σημ.: Το περιεχόμενο των κειμένων της παρούσας έκδοσης αποτελεί προσωπική άποψη έκαστου συγγραφέα και δεν δεσμεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το Ινστιτούτο.


Ετήσια Επιθεώρηση Ιστορίας, Κοινωνίας και Πολιτικής, Τεύχος 5, σσ. 7-29, 2019

Νίκος Μούδουρος

Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ως «εκτός συνόρων» ηγεμονία

Περίληψη Το άρθρο αυτό επιδιώκει να προσεγγίσει την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας μέσα από την επικέντρωση στον μετασχηματισμό του πλέγματος κράτους-κοινωνίας και της σύνδεσης των εσωτερικών εξελίξεων με τις διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις. Το κείμενο επικεντρώνεται ιδιαίτερα σε βασικές αιτίες που οδήγησαν στην αλλαγή του γεωπολιτικού οράματος του ΑΚΡ, ιδιαίτερα την περίοδο της οικονομικής κρίσης του 2008 και του ξεσπάσματος της Αραβικής Άνοιξης το 2011. Για την πληρέστερη μελέτη της επιρροής που έχει ο συνδυασμός εσωτερικών και εξωτερικών πτυχών στην αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, το άρθρο βασίζεται στην γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας, καθώς και στην ανάλυση του Bob Jessop για την μετάβαση σε στρατηγικές ηγεμονίας «δύο εθνών», έτσι όπως αυτές εμφανίζονται σε περιόδους οικονομικής κρίσης και αποσταθεροποίησης. Με βάση τα πιο πάνω, η εξωτερική πολιτική του ΑΚΡ αντιμετωπίζεται ως ένα συστατικό μέρος ενός ευρύτερου ηγεμονικού πρότζεκτ. Στο τελευταίο μέρος του άρθρου μελετάται η ρητορική νομιμοποίησης της αναζήτησης περιφερειακού ηγεμονικού ρόλου από το ΑΚΡ, στην υπό εξέταση σύντομη περίοδο.

7


Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ως «εκτός συνόρων» ηγεμονία

Εισαγωγή Αξιολογώντας την πορεία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) από το Νοέμβριο του 2002 όταν για πρώτη φορά ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Τουρκίας μέχρι και τις ανακατατάξεις που προκάλεσε η διαδικασία της Αραβικής Άνοιξης μετά το 2011, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που διαπερνούν ολόκληρη την περίοδο είναι η εμφάνιση μιας επιθετικής «εμπορικής κουλτούρας» που δέχεται ως νόμιμη κάθε ανταλλαγή με στόχο την σταθεροποίηση της εξουσίας του κόμματος (Açıkel, 2016, 11). Το «ήθος» που απορρέει από τη διεκδίκηση μονιμοποίησης της εξουσίας του ΑΚΡ μεταφράζεται πρακτικά στην ικανότητα του κόμματος να προσαρμόζεται σχεδόν άμεσα στις τοπικές, περιφερειακές και διεθνείς κοινωνικοοικονομικές συγκυρίες και να ενεργοποιεί όλα τα στοιχεία που απαιτεί η εκάστοτε στιγμή, ούτως ώστε να παραμείνει στην εξουσία. Αυτή λοιπόν η ικανότητα ή/και ο εξαναγκασμός του ΑΚΡ να αξιοποιεί τις διαφορετικές συγκυρίες, προκαλεί ποικίλες αναζητήσεις που αγγίζουν θέματα όπως το «από που ξεκίνησε και πως κατέληξε να είναι» το κυβερνών κόμμα της Τουρκίας. Πολύ χαρακτηριστικά, η «μεταμόρφωση» του ΑΚΡ σε σχέση με το «τι ήταν και πως έγινε» περιγράφηκε από τον δημοσιογράφο Ruşen Çakır (2017a) ως εξής: «Εάν εμφανιστεί σήμερα ένα πολιτικό κίνημα ή κόμμα με το πρόγραμμα και τα συνθήματα της περιόδου ίδρυσης του ΑΚΡ, μπορεί να γίνει μια πολύ αποτελεσματική αντιπολίτευση ενάντια στην παρούσα πολιτική εξουσία». Η προαναφερθείσα παρατήρηση δεν αφορά βεβαίως μόνο στην εξέλιξη της διακυβέρνησης του ΑΚΡ στο εσωτερικό της Τουρκίας κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου. Επεκτείνεται και στην εξέλιξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Στην υπό εξέταση περίοδο, το ΑΚΡ φαίνεται ότι κατέγραψε σημαντικές μετακινήσεις από την συνεπή προώθηση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης του προς την αναζήτηση ηγεμονικού ρόλου στην περιφέρεια και σχετικής αυτονόμησης από τη Δύση τη δεύτερη περίοδο μέχρι και την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Το άρθρο αυτό λοιπόν, επιδιώκει να εξετάσει τους εσωτερικούς παράγοντες της εξέλιξης της διακυβέρνησης του ΑΚΡ, οι οποίοι επηρέασαν στο ένα ή στον άλλο βαθμό την εμφάνιση διαφορετικών γεωπολιτικών οραμάτων σε αυτή την περίοδο. Για αυτό το σκοπό, το άρθρο επιλέγει την επικέντρωση στο θεωρητικό πλαίσιο διασύνδεσης της εξωτερικής πολιτικής με τις εσωτερικές ανακατατάξεις σε μια χώρα. Στη βάση της θεωρίας της ηγεμονίας και τις διάφορες ακαδημαϊκές εργασίες που έγιναν για την τουρκική εξωτερική πολιτική σε αυτό το πλαίσιο, το άρθρο προσπαθεί να μελετήσει τις αλλαγές του γεωπολιτικού οράματος του ΑΚΡ μέσα από τις επιρροές της οικονομικής κρίσης του 2008. Στο πρώτο μέρος του κειμένου επιχειρείται

8


Νίκος Μούδουρος

μια σύντομη θεωρητική συζήτηση για την χρησιμότητα κατανόησης της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους μέσα από τη σύνδεση των εσωτερικών, των περιφερειακών και των διεθνών κοινωνικοοικονομικών μετασχηματισμών. Επίκεντρο της συζήτησης αυτής είναι οι πιθανότητες μετάβασης από μια στρατηγική διευρυμένης ηγεμονίας σε μια στρατηγική περιορισμένης ηγεμονίας, ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και αποσταθεροποίησης. Η μετάβαση αυτή φαίνεται να επηρεάζει τους προσανατολισμούς ενσωμάτωσης μιας χώρας στο παγκόσμιο περιβάλλον και συνεπώς να μεταβάλλει τις προτεραιότητες της εξωτερικής της πολιτικής. Το δεύτερο μέρος του κειμένου επιδιώκει να υπογραμμίσει τη διαφοροποίηση των γεωπολιτικών αναζητήσεων του ΑΚΡ μεταξύ της περιόδου πριν από την κρίση του 2008 και αυτής που ακολουθεί, σε συνδυασμό με το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης το 2011. Οι συνθήκες οικονομικής εξάρτησης της Τουρκίας από το ΔΝΤ στις απαρχές του 21ου αιώνα σε συνδυασμό με τις αναζητήσεις διεύρυνσης της εσωτερικής και εξωτερικής νομιμοποίησης του ΑΚΡ την πρώτη περίοδο, οδήγησαν το κόμμα στην ανάπτυξη μιας σχετικά πετυχημένης στρατηγικής διευρυμένης ηγεμονίας που είχε ως γεωπολιτική έκφραση την προσπάθεια ενίσχυση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας. Αντίθετα η πολιτική και οικονομική κρίση του 2008, καθώς και η Αραβική Άνοιξη, επηρέασαν προς την αλλαγή των κοινωνικών συμμαχιών του ΑΚΡ, την υιοθέτηση στρατηγικής περιορισμένης ηγεμονίας και την αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής προς την αναζήτηση ηγεμονικού ρόλου στην περιφέρεια της Τουρκίας. Τέλος, το τρίτο μέρος του κειμένου επικεντρώνεται στην ανάλυση της αλλαγής του δημόσιου λόγου με τον οποίο το ΑΚΡ και η ισλαμική ελίτ της Τουρκίας επιδίωξαν να νομιμοποιήσουν την στροφή προς την περιφερειακή ηγεμονία. Οι ιδεολογικές προσεγγίσεις μέσα από τις οποίες το ΑΚΡ και η νέα ελίτ της χώρας περιέγραφαν τις παγκόσμιες αλλαγές, αλλά και τη θέση που έπρεπε να έχει η Τουρκία στο παγκόσμιο περιβάλλον, συνιστούν μέρος ενός «νέου εθνικού ρόλου» που διεκδικήθηκε ιδιαίτερα έντονα στην περίοδο αμέσως μετά την οικονομική κρίση του 2008. Μια σύντομη θεωρητική συζήτηση Εάν είναι ορθή, έστω και σε κάποιο βαθμό, η άποψη ότι μια πτυχή της εξωτερικής πολιτικής διεξάγεται «από μέσα», δηλαδή στο εσωτερικό ενός κράτους (Kutlay, 2012, 119), τότε η μελέτη των προσανατολισμών της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας θα πρέπει να επικεντρώνεται και στις συνδέσεις που έχει με τον ευρύτερο μετασχηματισμό της χώρας στο επίπεδο της οικονομίας και του πολιτικού συστήματος. Με αυτό το σκεπτικό, η

9


Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ως «εκτός συνόρων» ηγεμονία

εξωτερική πολιτική μιας χώρας δεν θα πρέπει να θεωρείται ξεκομμένη από τις διάφορες οικονομικές και πολιτικές δομές που προκύπτουν σε αυτήν ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης (Rosenberg, 1994, 6). Αντίθετα, θα πρέπει να τοποθετείται μέσα στην ολότητα των κοινωνικών σχέσεων (Lacher, 2002, 161-162) έτσι όπως εξελίσσονται στο εσωτερικό της, στην περιφέρεια της, αλλά και διεθνώς. Όπως παρατηρεί ο Cox (1981, 127) για πάρα πολλές δεκαετίες το κράτος αποτελούσε σχεδόν την αποκλειστική συνιστώσα μελέτης των διεθνών σχέσεων και των εξελίξεων στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Το εντονότερο ίσως χαρακτηριστικό αυτού του πλαισίου μελέτης των διεθνών σχέσεων είναι η εισαγωγή του στοιχείου της «οντολογικής εξωτερικότητας» (Yalvaç, 2016, 4) στο επίπεδο της σχέσης μεταξύ κράτους, κοινωνίας και εξωτερικής πολιτικής. Τα τελευταία χρόνια όμως καταγράφεται μια επίσης αξιόλογη προσπάθεια αναζητήσεων στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, στις οποίες ξεχωρίζει η υπογράμμιση του ρόλου που μπορεί να έχουν οι εσωτερικές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις σε μια χώρα, στον καθορισμό και την υλοποίηση της εξωτερικής πολιτικής. Μέρος της έρευνας που προσπαθεί να αναλύσει την εξέλιξη των διεθνών σχέσεων συνδέοντας τους δρώντες της εξωτερικής πολιτικής με τις δομές των κοινωνικών σχέσεων και με τις κοινωνικές δυνάμεις που γεννήθηκαν από αυτές τις σχέσεις, εισάγει την μεθοδολογία του ιστορικού υλισμού (Apeldoorn, 2014, 2). Η ενεργοποίηση του ιστορικού υλισμού ως αναλυτικό πλαίσιο, στηρίζεται κυρίως στην ευαισθησία του για την μελέτη των αλλαγών στη σφαίρα της παραγωγής, η οποία με τη σειρά της μπορεί να επηρεάσει άλλες σφαίρες όπως η μορφή του κράτους και η παγκόσμια τάξη πραγμάτων (Cox, 1981, 135). Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο αναδύεται το πλέγμα των σχέσεων κράτους-κοινωνίας και η επιρροή αυτού του πλέγματος στην εξελικτική πορεία των διεθνών σχέσεων στη βάση τριών αλληλένδετων διαστάσεων. Σύμφωνα με την ανάλυση του Cox (1981, 138), η πρώτη διάσταση είναι η αλλαγή στην οργάνωση της παραγωγής που προκαλεί και την εμφάνιση νέων κοινωνικών δυνάμεων. Η δεύτερη διάσταση είναι η δυνατότητα των νέων κοινωνικών δυνάμεων να προκαλέσουν αλλαγές στη μορφή του κράτους. Η τρίτη διάσταση είναι αυτή που απορρέει από τη γενίκευση των αλλαγών στη δομή των κρατών, η οποία δημιουργεί τις προοπτικές ποιοτικών ανακατατάξεων στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Εντός του προαναφερθέντος πλαισίου λοιπόν, ένα κρίσιμο στοιχείο για την αποκωδικοποίηση της εξέλιξης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι και η επικέντρωση στις στρατηγικές ενσωμάτωσης της χώρας στο παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον (Kaya, 2011, 83). Οι διαφορετικές στρατηγικές ενσωμάτωσης αφορούν στα ζητήματα της οικονομικής ανάπτυξης, των κοινωνικών συμμαχιών που προκύπτουν

10


Νίκος Μούδουρος

από αυτή, καθώς και στα ζητήματα της διαλεκτικής σύνδεσης αυτών των αλλαγών με το περιφερειακό περιβάλλον της χώρας. Υπό αυτή την έννοια, μια στρατηγική ενσωμάτωσης σχετίζεται στον ένα ή στον άλλο βαθμό και με μια στρατηγική συσσώρευσης, δηλαδή του καθορισμού ενός συγκεκριμένου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με τον Jessop (1991, 160), για την επιτυχία του μοντέλου ανάπτυξης που επιλέγεται σε συγκεκριμένες συγκυρίες απαιτείται η ενοποίηση των διαφορετικών στιγμών της κυκλοφορίας του κεφαλαίου (του χρηματοπιστωτικού, του βιομηχανικού και του εμπορικού) υπό την ηγεμονία ενός μέρους της επιχειρηματικής ελίτ ή της συνεργασίας διαφορετικών μερών της. Στο σημείο αυτό ο Jessop (1991, 160-161) διακρίνει την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας «οικονομικής ηγεμονίας» ως απαραίτητο συστατικό επιτυχίας της στρατηγικής συσσώρευσης που έχει επιλεγεί. Η οικονομική ηγεμονία κατοχυρώνεται σε συνθήκες στις οποίες το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης τυγχάνει μιας ευρείας αποδοχής τόσο από τα διαφορετικά μέρη της επιχειρηματικής ελίτ, όσο και από πλατιά στρώματα των εργαζομένων. Επομένως οι στρατηγικές και οι επιδιώξεις της Τουρκίας που σχετίζονται με την ενσωμάτωση της στο παγκόσμιο περιβάλλον και τη θέση που διεκδικεί να έχει στις διεθνείς ισορροπίες, μπορούν να αναλυθούν και ως δομικό μέρος ενός ολοκληρωμένου «ηγεμονικού πρότζεκτ» (Coşkun, et al., 2017). Το ηγεμονικό πρότζεκτ είναι έννοια που δεν συμπεριλαμβάνει μόνο οικονομικούς στόχους, έστω και αν εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την δυνατότητα του ιστορικού μπλοκ εξουσίας να προβεί σε κάποιες παραχωρήσεις αναφορικά με τα αιτήματα κατώτερων τάξεων του πληθυσμού (Jessop, 1991, 174). Συνεπώς το πετυχημένο ηγεμονικό πρότζεκτ χαρακτηρίζεται και από την δυνατότητα που έχει στο να ενοποιήσει το ιστορικό μπλοκ εξουσίας, το οποίο στην Γκραμσιανή αντίληψη περιλαμβάνει την οργανική σχέση μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος (Gramsci, 1971, 137, 168). Λαμβανομένου υπόψη του δεδομένου ότι η έννοια της ηγεμονίας διαθέτει εσωτερικές και εξωτερικές πτυχές, η επιτυχία του «ηγεμονικού πρότζεκτ» εξαρτάται όχι μόνο από τις τοπικές, αλλά και από τις διεθνείς η/και περιφερειακές συνθήκες, καθώς και από την επικρατούσα στρατηγική ενσωμάτωσης. Το ηγεμονικό πρότζεκτ είναι την ίδια στιγμή η ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής ρητορικής που περιγράφει στόχους εξωτερικής πολιτικής (Yalvaç, 2016, 9). Ως τέτοιο, ένα ηγεμονικό πρότζεκτ συμπεριλαμβάνει συμβιβασμούς και συναινέσεις που γίνονται για τους προσανατολισμούς της ανάπτυξης της χώρας και της ενσωμάτωσης της στο παγκόσμιο περιβάλλον. Ωστόσο, η ηγεμονία δεν είναι μια έννοια που παραπέμπει στην χωρίς όρους ύπαρξη οικουμενικής αποδοχής και στήριξης ενός συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος. Αντίθετα σημειώνονται ρήξεις και ανατροπές. Σύμφωνα με τον Jessop (1991, 175-

11


Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ως «εκτός συνόρων» ηγεμονία

176) η προαναφερθείσα αντίφαση μπορεί να εξηγηθεί με το διαχωρισμό ανάμεσα σε μια στρατηγική ηγεμονικού πρότζεκτ «ενός έθνους» και σε μια στρατηγική ηγεμονικού πρότζεκτ «δύο εθνών». Το πρώτο στοχεύει σε μια διευρυμένη ηγεμονία που συμπεριλαμβάνει την στήριξη σχεδόν ολόκληρου του πληθυσμού μέσα από υλικές συναινέσεις και συμβολικές επιβραβεύσεις. Το δεύτερο σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια περιορισμένη ηγεμονία, η οποία συμπεριλαμβάνει την στήριξη συγκεκριμένων μερών της κοινωνίας και μεταφέρει το κόστος του ηγεμονικού πρότζεκτ σε άλλα μέρη της κοινωνίας. Σε περιόδους οικονομικής κρίσης, δηλαδή σε περιόδους που μειώνονται αισθητά τα περιθώρια υλικών συναινέσεων, ενισχύεται η προοπτική περάσματος σε ένα ηγεμονικό πρότζεκτ «δύο εθνών». Σε τέτοιες συγκυρίες επομένως είναι αναμενόμενη η άνοδος της κοινωνικής πόλωσης και των αντιπαραθέσεων που αγκαλιάζουν πλέον το σύνολο του πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Η ενίσχυση της προοπτικής περάσματος σε μια περιορισμένη ηγεμονία «δύο εθνών», ως χαρακτηριστική εξέλιξη της βαθιάς κρίσης του νεοφιλελευθερισμού (McNally, 2011, 61-70), δεν είναι αποκομμένη από τις επιπτώσεις ενός δραματικά μεταβαλλόμενου γεωπολιτικού περιβάλλοντος (Cohen, 2011). Άρα οι πτυχές ενός ηγεμονικού πρότζεκτ που αφορούν στην εξωτερική πολιτική δεν θα πρέπει να θεωρούνται αποκομμένες από τις γενικότερες τοπικές, διεθνείς και περιφερειακές αλλαγές, ιδιαίτερα αυτές που προκαλούν μια συνολική αναδιάταξη στόχων πολλών κρατών στην εξωτερική τους πολιτική (Lindberg & Scheingold, 1970, 137-135). Τέτοιας ποιότητας διεθνείς ή/και περιφερειακές αλλαγές συνιστούν ένα πλαίσιο συνολικής αναδιοργάνωσης στο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα, όπως είναι για παράδειγμα η περίοδος που ακολουθεί το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όπου και εμφανίζεται μετάβαση στην υπόθεση της παγκόσμιας ηγεμονίας με νέες δυναμικές και πρωταγωνιστές (Arringhi & Silver, 2001, 271-272). Σε αυτό ακριβώς το μεταβατικό περιβάλλον που συνόδευσε τις αρχές του 21ου αιώνα, η παραδοσιακή στρατηγική ενσωμάτωσης της Τουρκίας στο παγκόσμιο σύστημα με βασικό άξονα τη Δύση, άρχισε σταδιακά να αμφισβητείται (Kaya, 2011, 83). Από τη μια πλευρά, η μετάβαση σε ένα πολυπολικό σύστημα που αμφισβητούσε την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ, οι κρίσεις που δημιούργησαν οι πόλεμοι σε Αφγανιστάν και Ιράκ, καθώς και η βαθιά οικονομική κρίση της περιόδου 20072008 δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ενίσχυσης της επιρροής των «μη-δυτικών» δυνάμεων (Usul, 2013, 8), οι οποίες με τη σειρά τους απέκτησαν μια σχετική αυτονομία στον καθορισμό και την υλοποίηση των γεωπολιτικών τους οραμάτων. Οι διεθνείς αλλαγές οδήγησαν στη δημιουργία κενού εξουσίας και ενός μικρού πεδίου αυτόνομων κινήσεων των περιφερειακών δυνάμεων, οι οποίες μπόρεσαν σε κάποιο βαθμό και υπό ορισμένες προϋποθέσεις να καθορίσουν τη δική τους ατζέντα χωρίς

12


Νίκος Μούδουρος

να παρουσιάζονται μόνο ως οι «εκτελεστές» των στρατηγικών επιλογών των ισχυρότερων ανεπτυγμένων χωρών (Öniş & Kutlay, 2013, 1410). Από την άλλη πλευρά όμως, η «σχετική αυτονομία περιφερειακών κρατών» (Alnasseri, 2011, 122), όπως η Τουρκία, προέκυψε και μέσα από άλλες πολύπλοκες διαδικασίες. Μερικές από αυτές ήταν η εμφάνιση ενός περιφερειακού χώρου συσσώρευσης εξαιτίας των διαφόρων κενών ισχύος που δημιούργησε το μεταβατικό περιβάλλον, η σχετική αυτονόμηση των αποφάσεων των κρατών αυτών από διεθνή οικονομικά σώματα, καθώς και η εδραίωση μιας νέας ιδεολογικής περιγραφής της (περιφερειακής) σφαίρας επιρροής τους (Alnasseri, 2011, 133). Επομένως η «σχετική αυτονόμηση» με το σύνολο των διαδικασιών που προαναφέρθηκαν, ήταν προϊόν και της αλλαγής των εσωτερικών κοινωνικών ισορροπιών με την επικράτηση νέων ηγεμονικών δυνάμεων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η στιγμή σταδιακής αμφισβήτησης της παραδοσιακής στρατηγικής ενσωμάτωσης της Τουρκίας στο παγκόσμιο περιβάλλον με βασικό άξονα τη Δύση, συμπίπτει με την μεταβατική διαδικασία ισχυροποίησης νέων μερών της επιχειρηματικής ελίτ της Τουρκίας, τα οποία διεκδίκησαν νέους χώρους δραστηριότητας και αύξησης της επιρροής τους κυρίως προς την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ασίας (Kaya, 2011, 83). Τα συγκεκριμένα μέρη της τουρκικής επιχειρηματικής ελίτ, εκφράστηκαν πολιτικά μέσα από το ΑΚΡ. Συνεπώς ο συνδυασμός των μεταβαλλόμενων διεθνών και περιφερειακών συγκυριών, των επιπτώσεων της οικονομικής αποσταθεροποίησης και των σοβαρών ανακατατάξεων στις εσωτερικές ισορροπίες στην Τουρκία, αποτελεί μια περιεκτική βάση κατανόησης των διαφορετικών αναζητήσεων του ΑΚΡ στην εξωτερική πολιτική κατά την περίοδο που ακολουθεί την οικονομική κρίση του 2008. Η κρίση και το πέρασμα του ΑΚΡ στην ηγεμονία των «δύο εθνών» Το ΑΚΡ ιδρύθηκε και ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Τουρκίας μέσα σε ιδιαίτερες συνθήκες για το ισλαμικό κίνημα της χώρας. Η «μεταμοντέρνα» πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης Erbakan το 1997 και η γενικότερη πίεση ενάντια στο πολιτικό Ισλάμ, απελευθέρωσαν ένα κύμα «άντλησης διδαγμάτων και αυτοκριτικής» (Dağı, 2008) οδηγώντας τους «μουσουλμάνους εκσυγχρονιστές» υπό την ηγεσία Erdoğan στην σύσταση του νέου κόμματος τον Αύγουστο του 2001. Το ΑΚΡ επιδίωξε να εμφανιστεί από την αρχή ως ένας πολιτικός οργανισμός με αποστάσεις από την ιδεολογική πλατφόρμα του παραδοσιακού ισλαμικού κινήματος του Erbakan (Çınar, 2017, 9). Για παράδειγμα απέρριπτε έννοιες όπως «ισλαμικό» και προωθούσε το πρόγραμμα της «συντηρητικής δημοκρατίας» (Akdoğan, 2004, 12-21) με τον υπαινιγμό ότι το Ισλάμ δεν

13


Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ως «εκτός συνόρων» ηγεμονία

θα ήταν πλέον μέρος της πολιτικής ατζέντας του ΑΚΡ, αλλά ένα συστατικό κομμάτι της πολιτιστικής ταυτότητας (Sambur, 2009, 121-123). Με αυτό τον τρόπο δημιουργούσε τις προϋποθέσεις να γίνεται αντιληπτό ως ένα συντηρητικό κόμμα στα πρότυπα των Ευρωπαίων χριστιανοδημοκρατών. Διεθνώς, η επικράτηση του ΑΚΡ στις εκλογές του 2002 επηρεαζόταν από το ιδεολογικό περιβάλλον των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ. Η «ανάγκη» για την εμφάνιση ενός νέου παραδείγματος διακυβέρνησης και οικονομικής ανάπτυξης στον Μουσουλμανικό κόσμο, ήταν μια από τις κορυφαίες διεθνείς αναζητήσεις και το ΑΚΡ τοποθετήθηκε σχεδόν άμεσα στα συγκεκριμένα πλαίσια (Açıkel, 2016, 22). Η περίπτωση της Τουρκίας υπό τη διακυβέρνηση του ΑΚΡ και με έντονα τα χαρακτηριστικά μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής, καθιστούσε την τουρκική έκδοση του «μετριοπαθούς Ισλάμ» ελκυστική ανά το παγκόσμιο (Çakır, 2017). Οι διεθνείς προσδοκίες για ένα τουρκικό μοντέλο «ισλαμικού φιλελευθερισμού» που θα απευθυνόταν στην ευρύτερη Μέση Ανατολή ως το «μουσουλμανικό αντίβαρο» στην τρομοκρατία, ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο την αναζήτηση νομιμοποίησης του νέου κυβερνώντος κόμματος στην Τουρκία. Σε συνδυασμό με τα πιο πάνω, οι βασικοί προσανατολισμοί της εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησε την πρώτη περίοδο η νέα κυβέρνηση της Τουρκίας, επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική κατάρρευση που προηγήθηκε. Μετά την βαθιά κρίση του Φεβρουαρίου 2001 η Άγκυρα υιοθέτησε το «πρόγραμμα περάσματος σε μια ισχυρή οικονομία» και υπέγραψε επιπλέον συμφωνία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) (Seyidoğlu, 2003, 150-151). Το πλαίσιο που επιβλήθηκε οδηγούσε στην εφαρμογή πολιτικών αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, μείωσης του πληθωρισμού και των κρατικών εξόδων, αύξησης των κρατικών εσόδων, ιδιωτικοποιήσεις και βαθιές αλλαγές στον τραπεζικό τομέα (Gürsel, 2013, 55). Η νέα κυβέρνηση του ΑΚΡ υιοθέτησε πλήρως το πρόγραμμα του ΔΝΤ και μάλιστα το εφάρμοσε με ιδιαίτερη συνέπεια αλλάζοντας ριζικά το οικονομικό πρόσωπο της Τουρκίας μέσα σε λίγα χρόνια (Gürsel, 2013, 56). Το ξεπέρασμα της γενικευμένης κρίσης μέσα από την οποία εμφανίστηκε το ΑΚΡ (Akça, 2014, 13-14) σε συνδυασμό με την σταθεροποίηση και ανάπτυξη της οικονομίας τουλάχιστον μέχρι και το 2007 (Öniş & Bakır, 2007), αποτελούν σημαντικά στοιχεία κατανόησης βασικών πυλώνων του ηγεμονικού πρότζεκτ «ενός έθνους» που επιδίωξε να υλοποιήσει το κόμμα την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης του. Εσωτερικά η ανάπτυξη μιας διευρυμένης ηγεμονίας («ενός έθνους»), στηρίχθηκε στην αρχική επιτυχία του ΑΚΡ να αμβλύνει τις διαφοροποιήσεις εντός της επιχειρηματικής ελίτ της Τουρκίας. Από τη μια πλευρά, η εφαρμογή του προγράμματος του ΔΝΤ, η διευκόλυνση των ξένων επενδύσεων, οι μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις

14


Νίκος Μούδουρος

και η ενθάρρυνση του εξωτερικού εμπορίου – κυρίως προς τις αγορές της Ε.Ε – ήταν πολιτικές που ικανοποιούσαν τους επιχειρηματικούς κύκλους του TÜSİAD, δηλαδή την «κοσμική» μερίδα του κεφαλαίου με ισχυρή θέση στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Από την άλλη πλευρά, ένα μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρηματικών κύκλων που εκπροσωπούσε κυρίως ο MÜSİAD, δηλαδή η «ισλαμική» μερίδα του κεφαλαίου, αν και με σκεπτικισμό έναντι του ΔΝΤ συνέχιζε να επεκτείνεται στη βιομηχανία φαγώσιμων, ειδών ρουχισμού, στο εξαγωγικό εμπόριο, αλλά και μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις (Akça & Özden, 2014, 19-20). Την ίδια στιγμή οι επενδύσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση και στον κατασκευαστικό τομέα επίσης διευκόλυναν την ενίσχυση των συντηρητικών επιχειρηματικών κύκλων που στήριζαν σε καθοριστικό βαθμό το ΑΚΡ (Buğra & Savaşkan, 2010, 98-102). Βεβαίως αυτή η μορφή συμβίωσης των διαφορετικών μερών της επιχειρηματικής ελίτ δεν ήταν εντελώς ομαλή, ωστόσο οι ιδεολογικές, αξιακές και άλλες διαφωνίες που είχαν αμβλύνονταν σε ένα πλαίσιο «ανοχής» που δημιουργούσε η σταθεροποίηση της οικονομίας. Η στρατηγική ηγεμονίας «ενός έθνους» τουλάχιστον μέχρι και το 2007, αποκτούσε περισσότερες προοπτικές υλοποίησης καθώς το ΑΚΡ πέτυχε σε μεγάλο βαθμό να μεταφέρει τον άξονα της πολιτικής αντιπαράθεσης στο δίπολο «δημοκρατία εναντίον αυταρχικού κεμαλισμού». Έτσι ο εκδημοκρατισμός της Τουρκίας, υποστηριζόμενος από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, μετασχηματίστηκε από το ΑΚΡ σε μια έννοια που αφορούσε αποκλειστικά και μόνο την μείωση της επιρροής του παλιού κεμαλικού στρατιωτικού-γραφειοκρατικού κατεστημένου (Akça, 2014, 15). Σχεδόν σε πλήρη αντιστοίχιση με το εσωτερικό πρόσωπο της ηγεμονίας «ενός έθνους» μέχρι και το 2007, ήταν σε γενικές γραμμές και η εξωτερική πολιτική που ακολουθούσε το ΑΚΡ. Ο Fethi Açıkel ονομάζει την βασική φυσιογνωμία του ΑΚΡ μέχρι και το 2009 ως μια ιδεολογία νομιμοποίησης μέσα από «τον ισλαμικό φιλελευθερισμό και τη δυτικότροπη γεωπολιτική» (Açıkel, 2016, 22). Οι Öniş και Yılmaz υπογραμμίζουν ότι τουλάχιστον μέχρι και το 2005 όταν άρχισαν και επίσημα οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις Τουρκίας-Ε.Ε, ήταν «η χρυσή περίοδος του εξευρωπαϊσμού» (Öniş & Yılmaz, 2009, 13). Σε αυτή τη συγκυρία η εξωτερική πολιτική του ΑΚΡ, χωρίς να παραβλέπει την περιφέρεια της Τουρκίας, διέθετε ως βασικό γεωπολιτικό άξονα τη Δύση και πιο συγκεκριμένα την Ε.Ε. Τόσο η εξάρτηση της χώρας από εξωτερικά δάνεια, όσο και η ανάγκη του κυβερνώντος κόμματος να ξεπεράσει τα προβλήματα των εσωτερικών πιέσεων από το κεμαλικό γραφειοκρατικό κατεστημένο, φαίνεται ότι λειτούργησαν προς την κατεύθυνση υιοθέτησης ενός σχετικά σταθερού δυτικού γεωπολιτικού προσανατολισμού. Η οικονομική κρίση του 2001 και η παρουσία του ΔΝΤ έφερε την Τουρκία ακόμα πιο κοντά στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και η κυβέρνηση του ΑΚΡ ήταν αναγκασμένη να λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες της οικονομικής

15


Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ως «εκτός συνόρων» ηγεμονία

αποσταθεροποίησης στην υλοποίηση των εξωτερικών της στόχων (Balcı, 2013, 253). Παράλληλα, η προοπτική πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε αποδείχθηκε ένας βασικός μηχανισμός νομιμοποίησης του ΑΚΡ και διεύρυνσης της ηγεμονίας του στο εσωτερικό (Yalvaç, 2012, 172). Ο ευρωπαϊκός άξονας στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του ΑΚΡ λειτούργησε προς δύο διαλεκτικά συνδεδεμένες κατευθύνσεις: Από την μια η ίδια η Ε.Ε εμφανιζόταν σε γενικές γραμμές ως υποστηριχτής των «μετριοπαθών και φιλελεύθερων προσεγγίσεων» του ΑΚΡ. Από την άλλη, το ίδιο το ΑΚΡ προώθησε αποφασιστικά την μεταρρυθμιστική ατζέντα της Ε.Ε αφού ένα σημαντικό μέρος των μέτρων εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο αμφισβητούσε περαιτέρω την πολιτική επιρροή του στρατού και των άλλων μερών του κεμαλικού κατεστημένου (Şarlak, 2009, 102-105). Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, το κόμμα πέτυχε να διευρύνει την ηγεμονική του θέση σε τρεις παράλληλους άξονες. Στο διεθνές περιβάλλον και ιδιαίτερα στη Δύση μπορούσε να εδραιώνει τη θέση του ως μια προοπτική «μοντέλου για τον Ισλαμικό κόσμο» (Uzgel, 2017). Στο εσωτερικό μπορούσε να μετριάζει τις πιέσεις ενός μέρους της κοσμικής Τουρκίας που ανησυχούσε για την πιθανότητα μιας «κρυφής ισλαμικής ατζέντας» και να αφοπλίζει την πρώην κεμαλική ελίτ από τα επιχειρήματα της στο επίπεδο του εκδυτικισμού της χώρας (Coşkun, et al., 2017, 89). Παράλληλα, διαμέσου της φαινομενικής μείωσης της αντίδρασης του ισλαμικού κινήματος ενάντια στο «δυτικό υλισμό», το ΑΚΡ μπορούσε να ενσωματώνει περαιτέρω κοινωνικές δυνάμεις της χώρας στο παγκόσμιο περιβάλλον και να αυξάνει το μέρισμα των ισλαμικών κύκλων από τον τουρκικό καπιταλισμό (Hendrick, 2009, 345). Η προαναφερθείσα πραγματικότητα άρχισε να αλλάζει αισθητά ήδη από την περίοδο 2007-2009, μέσα από ένα σύνολο σοβαρών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων στην Τουρκία. Ήδη από τις αρχές του 2007 με αφορμή την επικείμενη εκλογή του νέου Προέδρου της χώρας, το κεμαλικό κατεστημένο κορύφωσε τις πιέσεις του ενάντια στην προοπτική ανάληψη της προεδρίας από στέλεχος του ισλαμικού κινήματος της χώρας. Η ένταση κορυφώθηκε με τη δημόσια παρέμβαση του στρατού τον Απρίλιο του 2007 για τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που έπρεπε – κατά την άποψη του – να έχει ο νέος Πρόεδρος της Τουρκίας. Το γνωστό και ως «διαδικτυακό πραξικόπημα» προκάλεσε τις πρόωρες εκλογές του Ιουλίου 2007, μέσα από τις οποίες το ΑΚΡ κατάφερε να εξέλθει ενισχυμένο. Το 2008 εγκαινίασε μια νέα κορύφωση της πόλωσης μέσα από την υπόθεση κλεισίματος του ΑΚΡ στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Στο μεταξύ, στο φόντο αυτών των εξελίξεων ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση, οι συνέπειες της οποίας σε συνδυασμό με την πολιτική κρίση της Τουρκίας, συνέβαλαν στην αλλαγή των γεωπολιτικών προσανατολισμών του ΑΚΡ. Η περίοδος που ξεκινά από την εμβάθυνση της πολιτικής και οικονομικής κρίσης στην Τουρκία το 2008, σηματοδοτεί ταυτόχρονα και το πέρασμα του ΑΚΡ στην

16


Νίκος Μούδουρος

στρατηγική ηγεμονίας «δύο εθνών», δηλαδή σε μια περιορισμένη ηγεμονία με πιο ξεκάθαρο το συντηρητικό-ισλαμικό περιεχόμενο των κοινωνικών συμμαχιών του κυβερνώντος κόμματος (Akça & Özden, 2014, 16, 19). Στις αρχές της κρίσης του 2008, ο Recep Tayyip Erdoğan είχε υπογραμμίσει ότι «αυτή πρόκειται να μας επηρεάσει μόνο ελαφρώς» (Cumhuriyet, 2008). Αυτή η εκτίμηση φαίνεται ότι πήγαζε από την προηγούμενη εμπειρία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που εφαρμόστηκε στη χώρα εξαιτίας της κρίσης του 2001 (Öniş & Güven, 2011, 585). Το επίκεντρο της σχετικής αισιοδοξίας του Erdoğan ήταν το γεγονός ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας της Τουρκίας εμφανιζόταν τότε πιο ασφαλής σε σύγκριση με πολλές ανεπτυγμένες χώρες. Οι τράπεζες της χώρας ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση και υπό αυτή την έννοια η εκτίμηση του τότε Πρωθυπουργού ήταν ως ένα βαθμό ορθή (Oğuz, 2011, 2). Όμως το κενό της προαναφερθείσας εκτίμησης ήταν ότι ενώ η κρίση του 2008 εκφράστηκε πρώτα στον χρηματοπιστωτικό τομέα πολλών ανεπτυγμένων χωρών, στην Τουρκία εκφράστηκε αρχικά στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα. Συγκεκριμένα με το ξέσπασμα της κρίσης καταγράφηκαν αρνητικές συνέπειες στις εξαγωγές του τουρκικού μεταποιητικού τομέα προς τις χώρες της Ε.Ε και τις ΗΠΑ, οι οποίες ήταν ήδη σε βαθιά ύφεση. Αυτή η εξέλιξη επηρέασε αλυσιδωτά προς τον περιορισμό των πηγών ρευστότητας από το εξωτερικό, ενώ δυσκόλεψε περαιτέρω την εσωτερική κατανάλωση (Akça & Özden, 2014, 21). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι επιχειρήσεις δεν είχαν άλλη απάντηση παρά να προχωρήσουν σε μαζικές απολύσεις προκαλώντας την κατακόρυφη αύξηση στην ανεργία (Öniş & Güven, 2011, 589). Επομένως, η κρίση του 2008, μπορεί όντως να μην είχε τις ίδιες επιπτώσεις στην Τουρκία όπως σε άλλες χώρες, όμως οι ανακατατάξεις που προκάλεσε επηρέασαν καθοριστικά την αλλαγή των κοινωνικών συμμαχιών του ΑΚΡ και υποβοήθησαν στην αλλαγή των γεωπολιτικών προσανατολισμών της χώρας. Με την εμβάθυνση της κρίσης του 2008 επανήλθαν στην επιφάνεια ακόμα πιο ξεκάθαρα οι βασικές παράμετροι των διαφωνιών μεταξύ των διαφορετικών μερών της επιχειρηματικής ελίτ της Τουρκίας. Σε συνθήκες κρίσης και μείωσης των προοπτικών συναίνεσης, εντάθηκε ο ανταγωνισμός τους για μια καλύτερη θέση στην οικονομία της χώρας, οι διαφωνίες τους σε σχέση με την κατεύθυνση ενσωμάτωσης της Τουρκίας στο παγκόσμιο περιβάλλον, καθώς και οι αντιπαραθέσεις σε σχέση με τα ζητήματα ιδεολογίας και ταυτότητας (Tanyılmaz, 2013, 159). Οι μεγαλύτεροι επιχειρηματικοί όμιλοι με εντονότερο βαθμό ενσωμάτωσης στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, είχαν διαφορετικές επιπτώσεις από άλλους επιχειρηματικούς ομίλους και εταιρείες με λιγότερη έκθεση προς τις αγορές της Δύσης. Συνεπώς και τα αιτήματα που εκφράζονταν προς

17


Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ως «εκτός συνόρων» ηγεμονία

την κυβέρνηση με στόχο την λήψη μέτρων άμβλυνσης των επιπτώσεων της κρίσης, ήταν διαφορετικά και σε πολλές περιπτώσεις συγκρουόμενα (Tanyılmaz, 2013, 143). Για παράδειγμα ο TÜSİAD, ανάμεσα στα μέλη του οποίου βρίσκονται ισχυροί επιχειρηματικοί όμιλοι με ιδιαίτερες σχέσεις στις δυτικές αγορές, επιδίωκε να πιέσει την κυβέρνηση ΑΚΡ για να προχωρήσει σε μια νέα συμφωνία με το ΔΝΤ (Sağlam, 2008). Ο TÜSİAD διέβλεπε ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να μετατρέψει την κυβέρνηση σε ένα είδος εγγύησης για τα χρέη ή και ζημιές των επιχειρηματικών ομίλων προς το εξωτερικό (Oğuz, 2011, 2-3). Η εξωτερική χρηματοδότηση ήταν αναγκαία – σύμφωνα με εκπροσώπους του συνδέσμου – ούτως ώστε να συνεχιστούν οι εισαγωγές αλλά και οι πληρωμές του εξωτερικού χρέους. Έτσι οι κύκλοι της «πρώτης γενιάς κεφαλαίου» (Kaya, 2011, 87), επέμεναν περισσότερο στην ενίσχυση των σχέσεων της Τουρκίας με τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και το ΔΝΤ, υποστήριξαν έντονα την αύξηση των επιτοκίων, καθώς και την αύξηση των εισαγωγών κεφαλαίων από την Ευρώπη. Αντίθετα, άλλα τμήματα του επιχειρηματικού κόσμου και πιο συγκεκριμένα οι κύκλοι του MÜSİAD, τάσσονταν ενάντια στην πιθανότητα μιας νέας συμφωνίας με το ΔΝΤ (Sönmez, 2010, 77-78). Ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί και απέναντι στο ενδεχόμενο περιορισμού των δαπανών προς την τοπική αυτοδιοίκηση, ενδεχόμενο που ενισχυόταν στην περίπτωση νέας συμφωνίας της Τουρκίας με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα (Akça & Özden, 2014, 22). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι κυριότεροι εκπρόσωποι της «δεύτερης γενιάς» κεφαλαίου διεκδίκησαν περισσότερη κρατική στήριξη στις επενδύσεις τους στην βιομηχανία, απαίτησαν την μείωση των επιτοκίων, αλλά και τη συνέχιση της προσπάθειας για αύξηση των εξαγωγών προς την Ανατολή και Ασία (Kaya, 2011, 87). Ενόψει των δημοτικών εκλογών του 2009, ο Erdoğan συναντήθηκε ακόμα πιο εύκολα με τις βασικές ανησυχίες του λεγόμενου ισλαμικού κεφαλαίου. Συνειδητοποιούσε ότι σε ένα πλαίσιο πολιτικής του ΔΝΤ δεν θα μπορούσε να ελέγξει ούτε τις κρατικές δαπάνες προς την τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά ούτε τη φορολογία για την οποία οι διεθνείς οργανισμοί ζητούσαν δημιουργία ανεξάρτητων μηχανισμών ελέγχου (Oğuz, 2011, 3). Τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να περιορίσουν αισθητά την δυνατότητα του ΑΚΡ να μεταφέρει πηγές κερδοφορίας και άλλες χρηματοδοτήσεις σε συγκεκριμένους επιχειρηματικούς κύκλους. Τελικά το ΑΚΡ, έστω και μέσα από ένα πλαίσιο πιέσεων εσωτερικών και εξωτερικών, αποφάσισε να μην προχωρήσει σε νέα συμφωνία με το ΔΝΤ. Μέσα από το δίπτυχο της αλλαγής προσανατολισμών του εξωτερικού εμπορίου ως ένα αναγκαστικό αποτέλεσμα της ύφεσης των δυτικών αγορών και της αλλαγής των κοινωνικών συμμαχιών του ΑΚΡ μέσα από το πέρασμα σε μια ηγεμονία «δύο εθνών», οι γεωπολιτικές αναζητήσεις της Τουρκίας επηρεάστηκαν καθοριστικά. Μερικά οικονομικά στοιχεία

18


Νίκος Μούδουρος

της περιόδου είναι ενδεικτικά για την κατανόηση των ευρύτερων αλλαγών στους προσανατολισμούς της Τουρκίας, μέσα από τις συνέπειες της κρίσης του 2008. Συγκεκριμένα το 2008 οι χώρες της Ε.Ε ήταν ο μεγαλύτερος αγοραστής των τουρκικών εξαγωγών σε ποσοστό που έφταναν το 48% των συνολικών εξαγωγών της Τουρκίας (Babacan, 2010, 8). Μέχρι και το 2009 το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 46.3%, ενώ το 2012 βρέθηκε στο 40% (TÜİK, 2016). Η Βόρεια Αμερική μέχρι και το 2000 απορροφούσε το 11.9% των εξαγωγών της Τουρκίας, ενώ το 2010 μειώθηκε στο 3.7%, όσο δηλαδή και το ποσοστό που απορροφούσαν οι λεγόμενες τουρκόφωνες Δημοκρατίες την ίδια χρονιά (Kaya, 2011, 85-86). Αντίθετη πορεία είχαν οι εξαγωγές της Τουρκίας προς τις περιοχές της Μέσης και Εγγύς Ανατολής. Το 2002 οι περιοχές αυτές αγόραζαν μόλις το 9.5% των τουρκικών εξαγωγών, ενώ μέχρι και το 2012, δηλαδή στα δέκα χρόνια διακυβέρνησης του ΑΚΡ, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 20.3%. Τα κράτη-μέλη της Οργάνωσης Ισλαμικής Διάσκεψης, το 2002 αποτελούσαν το 13.1% των εξαγωγών της Τουρκίας, ενώ το 2010 αυξήθηκαν στο 28.4%. Διπλασιασμός των εξαγωγών της Τουρκίας καταγράφηκε την περίοδο 2007-2009 και στις χώρες της Αφρικής (TÜİK, 2016). Η σταδιακή μετακίνηση του εξωτερικού εμπορίου της Τουρκίας ιδιαίτερα κατά την περίοδο που ακολουθεί την κρίση του 2008, υπογραμμίζει την «χωρική αλλαγή» των προσανατολισμών κυρίως των βιομηχανικών προϊόντων προς την ευρύτερη Μέση Ανατολή και την Ασία. Λαμβανομένου υπόψη ότι ένα σημαντικό μέρος της βιομηχανικής παραγωγής της Τουρκίας ελέγχεται από τους εκπροσώπους της «δεύτερης γενιάς» επιχειρηματιών (Kaya, 2011, 86), τότε γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρος τόσο ο αναβαθμισμένος ρόλος της συγκεκριμένης μερίδας της επιχειρηματικής ελίτ, όσο και ένα μέρος των λόγων που οδήγησαν στην αλλαγή γεωπολιτικών προτεραιοτήτων από την κυβέρνηση του ΑΚΡ. Η ενίσχυση της ιδεολογίας για περιφερειακή ηγεμονία της Τουρκίας Οι προαναφερθείσες εξελίξεις μετά την κρίση του 2008 στην Τουρκία συνδέθηκαν με την εμβάθυνση των ανακατατάξεων στην περιφέρεια της χώρας έτσι όπως αυτές εμφανίστηκαν στη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης από τα τέλη του 2010. Το σύνολο των κοινωνικοπολιτικών ρηγμάτων που αθροίστηκαν στην εντατικοποίηση των χαρακτηριστικών της μεταβατικής περιόδου, φαίνεται ότι έγιναν η βάση πάνω στην οποία το ΑΚΡ άρχισε να προωθεί με ένα διαφορετικό ιδεολογικό πλαίσιο τις γεωπολιτικές του προτεραιότητες για την κατεύθυνση ενσωμάτωσης της Τουρκίας. Οι περιφερειακές και εσωτερικές ανατροπές στην Τουρκία, βοήθησαν ούτως ώστε το ΑΚΡ να αναπτύξει μια συγκεκριμένη ρητορική διεκδίκησης της αλλαγής της διεθνούς τάξης πραγμάτων προς δύο κύριες κατευθύνσεις:

19


Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ως «εκτός συνόρων» ηγεμονία

Η πρώτη ήταν η υπογράμμιση των κύκλων που στήριζαν το ΑΚΡ ότι ενισχύθηκε η αναγκαιότητα άρσης της δυτικο-κεντρικής ανάγνωσης του κόσμου. Η δεύτερη ήταν η προσπάθεια «αποκατάστασης» του Ισλάμ ως φορέα της υπό δημιουργία νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Η πορεία εδραίωσης του ΑΚΡ στην εξουσία ήταν παράλληλη με τη μετάβαση της νέας πολιτικής και οικονομικής ελίτ της χώρας σε ένα στάδιο «πρόσληψης» του «νέου κόσμου», το χαρακτηριστικό του οποίου δεν είναι η δυτική επιβολή μέσα από την αποικιοκρατία, αλλά η ικανότητα διαφόρων πολιτισμικών λεκανών πέραν της Δύσης να δημιουργούν ζωτικό χώρο (Bayhan, 2012, 141-142) για τον εαυτό τους μέσα από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Σύμφωνα με τις γενικότερες αντιλήψεις του ΑΚΡ, οι μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές που προκλήθηκαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αποδυνάμωσαν τη θέση της Δύσης ως του κυρίαρχου πολιτικού και οικονομικού κέντρου του κόσμου, ενώ την ίδια στιγμή εμπόδισαν τη συγκρότηση μιας νέας συμφωνίας μεταξύ των κρατών για τη λειτουργία της μεταβατικής αυτής παγκόσμιας κατάστασης. Σε αυτό το σημείο η κατάσταση περιγράφηκε ως προβληματική γιατί οι διεθνείς σχέσεις παρήγαγαν ελλείψεις σε ζητήματα όπως η παγκόσμια διακυβέρνηση, η παγκόσμια οικονομία και η δίκαιη συμπερίληψη όλων των πολιτισμών στη παγκόσμια δομή (Davutoğlu, 2012, 7-8). Αυτή η «αταξία» στις διεθνείς σχέσεις σύμφωνα με τον Davutoğlu, συντηρήθηκε από τρεις μεγάλους «σεισμούς»: Ο πρώτος ήταν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος αναδιαμόρφωσε τη σημασία της Ευρασίας με την εμφάνιση νέων κρατών, γεωοικονομικών και γεωπολιτισμικών παραμέτρων. Ο δεύτερος ήταν τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τα οποία προκάλεσαν την ιδεολογική μετακίνηση από τις έννοιες της δημοκρατίας και της ελευθερίας προς την έννοια της ασφάλειας και δημιούργησαν τον κίνδυνο για την επιβολή ενός παγκόσμιου στρατιωτικού νόμου. Ο τρίτος ήταν η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 που συνοδεύτηκε από την Αραβική Άνοιξη, προκαλώντας διεθνείς οικονομικές και πολιτικές ανακατατάξεις (MFA, 2011). Όλη αυτή τη διαδρομή στο μεταψυχροπολεμικό πλαίσιο και ιδιαίτερα η τελευταία φάση της οικονομικής κρίσης του 2008 και της Αραβικής Άνοιξης, σύμφωνα με την ελίτ του ΑΚΡ, άνοιξε τις προοπτικές ενίσχυσης της επιρροής των «φυγόκεντρων» δυνάμεων στα περιφερειακά τους συστήματα (Kalın, 2011, 6). Η ρητορική παραπομπή που έκανε στο σημείο αυτό η ισλαμική ελίτ της Τουρκίας είναι ξεκάθαρη: εφόσον η χώρα βγήκε «αλώβητη» από τις συγκεκριμένες δυναμικές παγκόσμιων ανακατατάξεων, μπορεί να είναι μία από εκείνες τις δυνάμεις που θα πρωταγωνιστήσουν στη δημιουργία μιας πιο «δίκαιης» διεθνούς τάξης πραγμάτων. Όντως το ΑΚΡ και οι κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπεί παρουσιάστηκαν πεπεισμένες ότι λόγω των εσωτερικών και εξωτερικών αλλαγών, η Τουρκία

20


Νίκος Μούδουρος

μπορούσε να αυξήσει την επιρροή της πέραν της γεωγραφίας της και διαμέσου αυτής της εξέλιξης να μετατραπεί σε συνιδρυτικό μέρος μια νέας παγκόσμιας διευθέτησης. Ο Davutoğu, ένας από τους συνεπέστερους εκφραστές της συγκεκριμένης φιλοδοξίας, ανέφερε: «Αυτή τη στιγμή δημιουργείται μια νέα παγκόσμια τάξη και η Τουρκία κάνει ότι είναι δυνατό για να συμβάλει στην πετυχημένη ολοκλήρωση αυτής της μεταβατικής περιόδου» (Çağaptay, 2014, 59). Σύμφωνα με το πιο πάνω σκεπτικό, ο ρόλος της Τουρκίας ως συνιδρυτικό μέρος στην αλλαγή της παγκόσμιας τάξης, προέκυψε ως αναγκαιότητα εξαιτίας της αδικίας που επικρατούσε σε σχέση με τη λειτουργία των διεθνών οργανισμών. Η υφιστάμενη παγκόσμια «άδικη τάξη», σύμφωνα με το ΑΚΡ χαρακτηρίζεται από την περιθωριοποίηση λεκανών αρχαίων πολιτισμών, αλλά και συγκεκριμένων θρησκειών όπως το Ισλάμ (Davutoğlu, 2001, 256). Για παράδειγμα, η ισορροπία των μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ θεωρείται αναχρονιστική αφού εκφράζει ένα κόσμο που οικοδομήθηκε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο οποίος σήμερα λόγω των γεωπολιτικών αλλαγών δεν υπάρχει (Bumin, 2012). Ο Erdoğan είχε σημειώσει χαρακτηριστικά ότι «Η ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι μόνο η πορεία ενός μέρους της, δεν είναι μόνο το παραμύθι μιας κοινότητας… όσοι νομίζουν ότι ο κόσμος αποτελείται μόνο από τα δικά τους συμφέροντα δε διαβάζουν σωστά το δυναμικό πνεύμα της εποχής μας» (Erdoğan, 2012, 171). Στο σημείο αυτό, η στρατηγική της τουρκικής κυβέρνησης δεν παρέπεμπε στην ανατροπή των ποιοτικών χαρακτηριστικών της παγκόσμιας τάξης, αλλά στην καταξίωση του Ισλάμ ως «δικαιούχου» στο διεθνές πολιτικό σύστημα. Η νέα παγκόσμια τάξη που περιγραφόταν δεν προϋπέθετε την ποιοτική αλλαγή, αλλά την ενσωμάτωση της πρώην περιφέρειας (Ισλαμικής) στο πολιτικό και οικονομικό κέντρο (δυτικό), ως μιας ξεχωριστής ταυτότητας. Προϋπέθετε την αποδοχή του Ισλαμικού κόσμου ως ισότιμου εταίρου στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Η νομιμοποίηση αυτής της διεκδίκησης φαίνεται ότι προέκυψε από την πεποίθηση των νέων ελίτ της Τουρκίας ότι το Ισλάμ έπαψε εκ των πραγμάτων να βρίσκεται στο περιθώριο της παγκόσμιας ιστορίας, έτσι όπως πιθανόν να συνέβαινε τους προηγούμενους αιώνες. Σύμφωνα με τον Karagül της εφημερίδας Yeni Şafak, το Ισλάμ βγήκε από την εποχή της περικύκλωσης από τη Δύση (Karagül, 2012a), αφήνοντας πίσω του την «ανυπαρξία» του 20ου αιώνα, δηλαδή μιας εποχής «σκλαβωμένων κοινοτήτων, θυματοποιημένων χωρών, υποτιμημένων αξιών» (Karagül, 2012b). Πλέον, η ισλαμική ταυτότητα «ξαναβγαίνει στην ιστορική σκηνή με δυναμικά στοιχεία» (Davutoğlu, 2001, 250) και μπορεί να διεκδικήσει για τον εαυτό της να είναι μέρος στον καθορισμό του οικουμενικού πολιτισμού.

21


Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ως «εκτός συνόρων» ηγεμονία

Η διεκδίκηση αυτή με τη σειρά της, βασίστηκε στη διαπίστωση ενός «οντολογικού δικαίου» σύμφωνα με το οποίο το Ισλάμ είναι ούτως ή άλλως κομμάτι του οικουμενικού πολιτισμού. Ο Erdoğan σημείωνε χαρακτηριστικά ότι οι αρχές όπως η δημοκρατία, η διαφάνεια, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η υπεροχή του νόμου και η καλή διακυβέρνηση, παρόλο που θεωρήθηκαν δυτικές έννοιες, εντούτοις έχουν τις ρίζες τους σε διάφορες κουλτούρες και ιδιαίτερα στις ισλαμικές κοινωνίες (Erdoğan, 2012, 32-33). Με βάση τον ισχυρισμό αυτό, η ισλαμική θρησκεία, αν όχι ανώτερη, είναι τουλάχιστον ισάξια με τις δυτικές αξίες και ως εκ τούτου δικαιωματικά πρέπει να πάρει τη θέση της ως συνδημιουργός του οικουμενικού πολιτισμού. «Είμαστε μέλη ενός πολιτισμού που πρόσφερε πάρα πολλά στην επιστήμη και στην τέχνη κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Από την αστρονομία στα μαθηματικά, από τη χημεία στην ιατρική, από τη φιλοσοφία στη ψυχολογία, σε πολλές επιστήμες οι βάσεις έχουν τεθεί σε αυτά τα χώματα» (İnsel, 2012, 19). Με αυτά τα λόγια, ο Erdoğan ουσιαστικά πρότεινε μια νέα ερμηνεία της παγκόσμιας ιστορίας που να αφαιρεί τη δυτική οριενταλιστική αντιμετώπιση και να αποκαθιστά το Ισλάμ ως παγκόσμιο παράγοντα σύμφωνα με τις δυναμικές του 21ου αιώνα. Αυτή η πρόταση φαντάζει καταρχήν πολιτιστική, άλλα φέρει ένα κατεξοχήν πολιτικό περιεχόμενο αφού θα πρέπει να αντικατοπτριστεί με πρακτικό τρόπο στο διεθνές σύστημα και ισορροπίες. Μέσα από τη θέληση για αλλαγή της δομής του ΟΗΕ (Aral, 2013, 20-22), μέσα από την προσπάθεια ανάδειξης της σε περιφερειακή δύναμη, καθώς και μέσα από την ενεργοποίηση της ισλαμικής ρητορικής, η Τουρκία ουσιαστικά διεκδίκησε να της αναγνωριστεί καθοριστικός ρόλος στην «αποκατάσταση της παγκόσμιας δικαιοσύνης», να μετατραπεί σε «κράτος-εκκρεμές» (Yeşiltaş, 2013) στην υπό δημιουργία νέα τάξη ακριβώς λόγω και των πολιτισμικών κωδίκων που εκπέμπει. Με λίγα λόγια, μέσα στις συνθήκες που δημιούργησε η κρίση του 2008 και η Αραβική Άνοιξη, το ΑΚΡ εμφανίστηκε να προωθεί ένα νέο «εθνικό όραμα», το οποίο ήταν ταυτόχρονα και η κυρίαρχη κατανόηση για την αποστολή της χώρας διεθνώς. Ο «εθνικός ρόλος» που προώθησε το ΑΚΡ στην συγκεκριμένη περίοδο επικεντρώθηκε στην έννοια του «περιφερειακού ηγέτη» και «περιφερειακού προστάτη» (Aras & Görener, 2010, 81). Οι έννοιες αυτές φέρουν ένα δυναμικό και κάποτε αλαζονικό αυτοπροσδιορισμό της Τουρκίας σε σχέση με καθήκοντα και ευθύνες που έχει η ίδια απέναντι στην άμεση της περιοχή (Holsti, 1982, 261). Προς αυτή την κατεύθυνση το προεκλογικό πρόγραμμα του ΑΚΡ το 2011 ανέφερε ότι: «Η Τουρκία δεν είναι πλέον μια χώρα που παρακολουθεί τα γεγονότα, αλλά που τα καθοδηγεί» (AK Parti, 2011, 143). Άρα ο ρόλος του περιφερειακού ηγέτη ή/και προστάτη δεν αναφέρεται σε μια δυνατότητα «απλής» περιφερειακής παρέμβασης, αλλά σε μια δυναμικότερη λειτουργία εγγύησης της προστασίας των περιθωριοποιημένων περιοχών, σε

22


Νίκος Μούδουρος

ένα ρόλο που παράγει ηγεμονία και συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων. Χαρακτηριστικός επί τούτου ο Davutoğlu: «Η Τουρκία θα πρέπει να μετατρέψει τον περιφερειακό της ρόλο σε μέρος του παρελθόντος της και να τον προσαρμόσει σε μια νέα θέση: Αυτή της εγγυήτριας ασφάλειας και σταθερότητας όχι μόνο για την ίδια αλλά και για τις γειτονικές περιοχές» (Davutoğlu, 2008, 79). Η υλοποίηση ενός τέτοιου ρόλου από την Τουρκία, πάντα σύμφωνα με το ΑΚΡ, ήταν εφικτή γιατί η χώρα έχει τα αναγκαία ποιοτικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, το «στρατηγικό βάθος» που επεξεργάστηκε ο Davutoğlu, σε πρακτικό επίπεδο φαίνεται να παίρνει τη μορφή επιβεβαίωσης ότι η Τουρκία κατέχει μια «κεντρική θέση» με όρους ιστορίας, γεωγραφίας και πολιτισμού που της επιτρέπει να επηρεάζει τόσο το περιφερειακό, όσο και το παγκόσμιο σύστημα. Η περιγραφή της «κεντρικής θέσης» που έχει η Τουρκία, παρέπεμπε σε δύο προσανατολισμούς: ο πρώτος ήταν η δυνατότητα της Τουρκίας να συμπεριλάβει ξανά στο διεθνές σύστημα μια μεγάλη πολιτισμική λεκάνη όπως είναι ο Ισλαμικός κόσμος. Ο δεύτερος ήταν ο ρόλος που έχει στη μεταρρύθμιση τόσο των διεθνών οργανισμών, όσο και του ίδιου του Ισλαμικού κόσμου (Yeşiltaş, 2013). Με τη σειρά τους αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά συνέβαλλαν ούτως ώστε η Τουρκία να είναι σε θέση να αποφεύγει, τουλάχιστον σε επίπεδο δημόσιου λόγου, το ρόλο του «φερέφωνου» άλλων ισχυρότερων δυνάμεων (Davutoğlu, 2001, 74-79). Το τουρκικό «κεντρικό κράτος» λοιπόν, αποτέλεσε μια έννοια εγκατάλειψης της παλιάς αντίληψης περί «περικύκλωσης από εχθρούς» και της υιοθέτησης της δυνατότητας όχι μόνο του διαλόγου με την περιφέρεια (AK Parti, 2007, 215) αλλά και της επιδίωξης για ηγεμονία στη συγκεκριμένη περιοχή. Ανεξάρτητα από το βαθμό επιτυχίας του προαναφερθέντος στόχου μερικής αυτονόμησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η αντίληψη αυτή καταγράφεται ξεκάθαρα στα πολιτικά κείμενα του ΑΚΡ. Συγκεκριμένα στο ντοκουμέντο «πολιτικού οράματος για το 2023» που εξέδωσε το κόμμα στο τακτικό του συνέδριο το 2012 αναφέρεται ότι: «Όπως στις σχέσεις μας με τις ΗΠΑ έτσι και αναφορικά με την ιδιότητα μας ως μέλος του ΝΑΤΟ, κινηθήκαμε με πλήρη συνείδηση ότι ο πραγματικός δρόμος ενίσχυσης των παραδοσιακών συμμαχικών μας σχέσεων περνά μέσα από την ισότιμη συμμετοχή της Τουρκίας και μέσα από την ισότιμη αντιμετώπισή της» (AK Parti, 2012, 60). Συμπεράσματα Όπως σημειώνει ο Yalvaç (2016, 17) τα ηγεμονικά πρότζεκτ όπως και η ίδια η έννοια της ηγεμονίας, περνούν μέσα από συνεχείς κύκλους παραγωγής συναινέσεων, αναπροσαρμογής, αλλά και εξαναγκασμού. Αυτές οι δυναμικές μετακινήσεις από την επικράτηση μιας ευρείας

23


Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ως «εκτός συνόρων» ηγεμονία

συναίνεσης μέχρι και την επικράτηση του εξαναγκασμού επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές αντιδράσεις σε μια χώρα, αλλά και τις στρατηγικές της εξωτερικής πολιτικής. Με τη σειρά τους αυτές οι αλλαγές μπορούν να επηρεάσουν μερικώς ή γενικώς τη θέση ενός κράτους στο γεωπολιτικό περιβάλλον. Μέσα από το προαναφερθέν σκεπτικό λοιπόν μπορεί να διακριθεί ίσως πιο ολοκληρωμένα η μετακίνηση του ΑΚΡ από μια εξωτερική πολιτική με βασικό άξονα τη Δύση στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του σε μια εξωτερική πολιτική αμφισβήτησης του δυτικού άξονα και αναζήτησης ηγεμονικού ρόλου στην περιφέρεια, ιδιαίτερα την περίοδο που ακολουθεί την οικονομική κρίση του 2008 και το ξέσπασμα της Αραβικής άνοιξης το 2011. Στα πλαίσια του συγκεκριμένου άρθρου, η μερική αμφισβήτηση του γεωπολιτικού άξονα της Δύσης από το ΑΚΡ στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου της διακυβέρνησης του, υπογραμμίζεται ως μια αναζήτηση άλλων διόδων ενσωμάτωσης της Τουρκίας στο παγκόσμιο περιβάλλον μέσα από την ενίσχυση διαφορετικών μερών της κοινωνίας. Η κρίση του 2008 φαίνεται να είχε καθοριστικό ρόλο στην επιλογή πολιτικών περιφερειακής ενσωμάτωσης και ηγεμονίας, εξαιτίας των παγκόσμιων και περιφερειακών αλλαγών που προκάλεσε, αλλά και εξαιτίας της αλλαγής των κοινωνικών συμμαχιών που επέλεξε το ΑΚΡ εντός Τουρκίας. Έτσι μέσα από την δημιουργία μεταβατικών περιόδων και κενών ισχύος σε διεθνή κλίμακα έγινε εφικτή η «εμφάνιση» ενός ελκυστικού περιφερειακού χώρου ενίσχυσης της τουρκικής επιρροής, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση της Τουρκίας αποφάσιζε να μειώσει την επιρροή της εξάρτησης από διεθνείς χρηματοπιστωτικούς θεσμούς όπως το ΔΝΤ. Τέλος, η παράλληλη επικράτηση ενός νέου μπλοκ εξουσίας στο εσωτερικό της χώρας επέτρεψε την οικοδόμηση ενός ηγεμονικού περιφερειακού οράματος στο πολιτικό πρόγραμμα του κυβερνώντος κόμματος. Συνεπώς η αλλαγή στο γεωπολιτικό όραμα του ΑΚΡ εκφράστηκε πιο ξεκάθαρα ως αποτέλεσμα πολύπλοκων κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών διαδικασιών τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό περιβάλλον της Τουρκίας. Όμως η προσπάθεια της Τουρκίας για αύξηση της επιρροής της στην περιφέρεια με πιο έντονο τρόπο μετά την οικονομική κρίση του 2008 και στα αρχικά στάδια της Αραβικής Άνοιξης, δεν φαίνεται να οδήγησε σε άμεση και χωρίς όρους αποδοχή της. Η αναζήτηση ηγεμονικού ρόλου δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή και υπογραμμίζει ότι σε συνθήκες μιας ευρύτερης αποσταθεροποίησης η Άγκυρα αντιμετωπίζει συγκεκριμένες δυσκολίες στην παραγωγή συναινέσεων που θα οδηγήσουν σε αποδοχή του ηγεμονικού της προγράμματος από τις κοινωνίες της περιφέρειας της.

24


Νίκος Μούδουρος

References Açıkel, F., 2016. AKP İslamcılığının üç ideolojik ve üç jeopolitik dönüşümü. İslami liberalizm, pan – İslamist popülizm ve İslamcı ulusalcılık. Birikim, Volume 332, pp. 10-40. AK Parti, 2007. Durmak Yok. Yola Devam, Ankara: AK Parti Seçim Beyannamesi. AK Parti, 2011. Türkiye Hazır. Hedef 2023, Ankara: AK Parti Seçim Beyannamesi. AK Parti, 2012. 2023 Siyasi Vizyonu. Siyaset, Toplum, Dünya, Ankara: AK Parti. Akça, İ. & Özden, B. A., 2014. AKP ve Türkiye’de Neoliberal Otoriterizmin Sınıfsal Dinamikleri. Başlangıç, Issue 2, pp. 13-37. Akça, İ., 2014. AKP, Hegemonya Projesi ve Kriz Dinamikleri. Başlangıç, Issue 1, pp. 11-30. Akdoğan, Y., 2004. AK Parti ve Muhafazakar Demokrasi. İstanbul: Alfa Yayınları. Alnasseri, S., 2011. Imperialism and the Social Question in (Semi)-Peripheries: Tha Case for a Neo-National Bourgeoisie. Global Discourse, 2(2), pp. 121-144. Apeldoorn, B. V., 2014. Geopolitical Strategy and Class Hegemony: Towards a historical materialist foreign policy analysis. Spectrum: Journal of Global Studies, 6(1), pp. 1-20. Aral, B., 2013. Birleşmiş Milletler ve Uluslararası Eşitsizlik, İstanbul: SETA Analiz 72. Aras, B. & Görener, A., 2010. National role conceptions and foreign policy orientation: theideational bases of the Justice and Development Party’s foreign policy activism in the Middle East. Journal of Balkan and Middle Eastern Studies, 12(1), pp. 73-92. Arringhi, G. & Silver, B. J., 2001. Capitalism and World (Dis) order. Review of International Studies, Volume 27, pp. 257-279. Babacan, M., 2010. Whither Axis Shift: A Perspective from Turkey’s Foreign Trade, İstanbul: SETA Policy Report.

25


εξωτερική πολιτικήΈνας της παγκόσμιος Τουρκίας ωςαπολογισμός «εκτός συνόρων» ηγεμονία ΗΗΕποχή της Φρίκης: της πενταετίας Balcı, A., 2013. Türkiye Dış Politikası. İlkeler, Aktörler, Uygulamalar. İstanbul: Etkileşim Yayınları. Bayhan, F., 2012. Dip Dalga Davutoğlu. Türkiye’nin stratejik aklı. İstanbul: Paradoks Kitap. Buğra, A. & Savaşkan, O., 2010. Yerel Sanayi ve Bugünün Türkiyesi’nde İş Dünyası. Toplum ve Bilim, Issue 118, pp. 92-123. Bumin, K., 2012. Yalan değil, Güvenlik Konseyi gerçekten anakronik. Yeni Şafak, 22 November. Çağaptay, S., 2014. The Rise of Turkey. The Twenty-First Century’s First Muslim Power. Nebraska: Potomac Books. Çakır, R., 2017a. AKP: Dün, bugün, yarın. Prof. Menderes Çınar ile söyleşi. Medyascope.tv, 1 January. Çakır, R., 2017b. Bir büyük iflas olarak Türkiye İslamcılığı. Medyascope.tv, 12 January. Çınar, M., 2017. 16 yaşında AKP: Nereden nereye?. Birikim, Volume 341, pp. 8-13. Cohen, S. B., 2011. Turkey’s Emergence as a Geopolitical Power Broker. Eurasian Geography and Economics, 52(2), pp. 217-227. Coşkun, B. B., Doğan, S. & Demir, M., 2017. Foreign Policy as a Legitimation Strategy for AKP’s Hegemonic Project of the “New Tukey”. In: Authoritarian Politics in Turkey. Elections, Resistance and the AKP. London & New York: I.B. Tauris, pp. 83-98. Cox, R. W., 1981. Social Forces, States and World Orders: Beyond International Relations Theory. Millennium: Journal of International Studies, 10(2), pp. 126155. İnşallah kriz bizi teğet geçecek. Cumhuriyet, 18 October 2008. Dağı, İ., 2008. Islamist Parties and Democracy: Turkey’s AKP in Power. Journal of Democracy, 19(3), pp. 25-30.

26


Ν ί κ οΝίκος ς Τ ρΜούδουρος ιμικλινιώτης Davutoğlu, A., 2001. Stratejik Derinlik. Türkiye’nin Uluslararası Konumu. İstanbul: Küre Yayınları. Davutoğlu, A., 2008. Turkey’s Foreign Policy Vision: an assessment of 2007. Insight Turkey, Issue 10, pp. 77-96. Davutoğlu, A., 2012. Global Governance, Ministry of Foreign Affairs Republic of Turkey. Erdoğan, R. T., 2012. Küresel Barış Vizyonu. İstanbul: Medeniyetler İttifakı Yayınları. Gramsci, A., 1971. Selection from the Prison Notebooks. New York: International Publishers. Gürsel, S., 2013. Ekonomi. In: B. Oran, ed. Türk Dış Politikası. Kurtuluş Savaşından Bugüne Olgular, Belgeler, Yorumlar. İstanbul: İletişim Yayınları, pp. 52-70. Hendrick, J. D., 2009. Globalization, Islamic Activism, and Passive Revolution in Turkey: The Case of Fethullah Gülen. Journal of Power, 2(3), pp. 343-368. Holsti, K. J., 1982. Why Nations Realign. Foreign policy restructuring in the postwar world. London: Allen and Unwin. İnsel, A., 2012. Güvenin tesisinden özgüven patlamasına. Birikim, Issue 283, pp. 15-21. Jessop, B., 1991. Accumulation Strategies, State Forms and Hegemonic Projects. In: The State Debate. New York: Palgrave, pp. 157-182. Kalın, İ., 2011. Soft Power and Public Diplomacy in Turkey. Perceptions, Volume XVI, pp. 5-23. Karagül, İ., 2012a. Yüz yıllık hesaplaşma. Yeni Şafak, 21 November. Karagül, İ., 2012b. Yüz yıllık yalnızlık bitti. Yeni Şafak, 19 November. Kaya, Y., 2011. “Turkey’s Turn to the East” and the Intra-Class Contradictions in Turkey. Global Discourse, 2(2), pp. 81-95. Kutlay, M., 2012. ‘Yeni Türk Dış Politikası’’nın Ekonomi Politiği: Eleştirel Bir Yaklaşım. Uluslararası İlişkiler, 9(35), pp. 101-127.

27


εξωτερική πολιτικήΈνας της παγκόσμιος Τουρκίας ωςαπολογισμός «εκτός συνόρων» ηγεμονία ΗΗΕποχή της Φρίκης: της πενταετίας

Lacher, H., 2002. Making Sense of the International System: the promises and pitfalls of contemporary Marxist theories of international relations. In: M. Rubert & H. Smith, eds. Historical Materialism and Globalization. London: Routlegde, pp. 147-164. Lindberg, L. N. & Scheingold, S. S., 1970. Europe’s Would-be Polity: Patterns of change in the European Community. Englewood Clifts N.J: Prentice-Hall. McNally, D., 2011. Global Slumb. The Economics and Politics of Crisis and Resistance. Oakland: PM Press. MFA, 2011. “Dışişleri Bakanı Sn Ahmet Davutoğlu’nun IV. Büyükelçiler Konferansı Açış Konuşması”. Türkiye Cumhuriyeti Dışişleri Bakanlığı, 23 December. Oğuz, Ş., 2011. Krizi Fırsata Dönüştürmek: Türkiye’de Devletin 2008 Krizine Yönelik Tepkileri. Amme İdaresi Dergisi, 44(1), pp. 1-23. Öniş, Z. & Bakır, C., 2007. Turkey’s Political Economy in the Age of Financial Globalization: The significance of the EU Anchor. South European Society and Politics, 12(2), pp. 147-164. Öniş, Z. & Güven, A. B., 2011. Global Crisis, National Responses: The Political Economy of Turkish Exceptionalism. New Political Economy, 16(5), pp. 585-608. Öniş, Z. & Kutlay, M., 2013. Rising Powers in a Changing Global Order: the political economy of Turkey in the age of the brics. Third World Quarterly, Volume 34 , pp. 1409-1426. Öniş, Z. & Yılmaz, Ş., 2009. Between Europeanization and Euro-Asianism: Foreign Policy Activism in Turkey during the AKP Era. Turkish Studies, 10(1), pp. 7-24. Rosenberg, J., 1994. The Empire of Civil Society. London: Verso. Sağlam, E., 2008. TÜSİAD’dan Bakanlara, ‘faiz dışı fazla neden düştü’ mektubu. Hürriyet, 10 May. Sambur, B., 2009. The Great Transformation of Political Islam in Turkey: The Case of Justice and Development Party and Erdogan. European Journal of Economic and Political Studies, 2(2), pp. 117-127.

28


Ν ί κ οΝίκος ς Τ ρΜούδουρος ιμικλινιώτης Şarlak, Z., 2009. Milli Güvenlik Kurulu. In: A. Bayramoğlu & A. İnsel, eds. Almanak Türkiye 2006-2008. Güvenlik Sektörü ve Demokratik Gözetim. İstanbul: TESEV Yayınları, pp. 99-114. Seyidoğlu, H., 2003. Uluslararası Mali Krizler, IMF Politikaları, Az Gelişmiş Ülkeler, Türkiye ve Dönüşüm Ekonomileri. Doğuş Üniversitesi Dergisi, 4(2), pp. 141-156. Sönmez, M., 2010. Teğet’in Yıkımı. İstanbul: Yordam Yayınevi. Tanyılmaz, K., 2013. Türkiye Büyük Burjuvazisinde Derin Çatlak. In: N. Balkan, E. Balkan & A. Öncü, eds. Neoliberalizm, İslamcı Sermayenin Yükselişi ve AKP. İstanbul: Yordam Yayınevi, pp. 143-179. TÜİK, 2016. Ülke Gruplarına göre yıllık ihracat, TÜİK. Usul, A. R., 2013. Batı-Sonrası Dünyaya Doğru Türk Dış Politikası, İstanbul: MÜSİAD. Uzgel, İ., 2017. Trump’a tutunamamak. Gazete Duvar, 23 October. Yalvaç, F., 2012. Strategic Depth of Hegemonic Depth? A Critical Realist Analysis of Turkey’s Position in the World System. International Relations, 26(2), pp. 165-180. Yalvaç, F., 2016. A Hisorical Materialist Analysis of Turkish Foreign Policy: Class, State, and Hegemony. Uluslararası İlişkiler, 13(52), pp. 3-22. Yeşiltaş, M., 2013. Küresel sarkaç ve Türkiye. Star, 5 January.

29


Ετήσια Επιθεώρηση Ιστορίας, Κοινωνίας και Πολιτικής, Τεύχος 5, σσ. 30-47, 2019

Νίκος Χριστοφής 1

Ανοικοδομώντας τη «Νέα Τουρκία»: Μεταξύ Κεμαλισμού και «Ερντογανοποίησης» Εισαγωγή Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Τουρκία υφίσταται σημαντικές αλλαγές οι οποίες θεωρείται ότι κυρίως αφορούν στον ρόλο της θρησκείας την οποία και τοποθετούν στο κέντρο της συζήτησης. Έτσι, αρκετά συχνά διάφορες μελέτες καταλήγουν πως η Τουρκία τελεί υπό διαδικασία «ισλαμοποίησης» ή «απο-ισλαμοποίησης», ανάλογα με το πού τοποθετείται ο συγγραφέας αναφορικά με το θέμα της θρησκείας. Η θρησκεία και ο εθνικισμός ανέκαθεν διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην οικοδόμηση της τουρκικής ταυτότητας παρά την ισχυρή κοσμική φύση του τουρκικού κράτους. Είτε περιορίζοντας τη θρησκεία στην ιδιωτική σφαίρα είτε μέσω της εκμετάλλευσής της, ως μέσου κινητοποίησης των μαζών, η κυρίαρχη ελίτ την έχει μετατρέψει σε σοβαρό πολιτικό ζήτημα. Ωστόσο, για την κατανόηση της Τουρκίας, με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στο προσκήνιο, θεωρείται ευρέως ότι η όποια ανάλυση θα πρέπει να υπερβεί τα όρια μεταξύ δυαδικών αντιθέσεων και διχοτομικών γραμμών, καθώς τα όποια δίπολα αναπόφευκτα προσφέρουν αναξιόπιστα συμπεράσματα αφού αδυνατούν να συλλάβουν μια ολιστική, επομένως πιο περιεκτική, ανάλυση. 1. Ο Νίκος Χριστοφής είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Κέντρο Τουρκικών Σπουδών και στη Σχολή Ιστορίας και Πολιτισμού, Shaanxi Normal University, Xi’an, Κίνα. Επίσης, είναι ερευνητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη.

30


Ν ί κΝίκος ο ς ΧΧριστοφής ρισ τοφής Χωρίς να ισχυριστεί ότι εξαντλεί όλους τους σχετικούς παράγοντες, το παρόν άρθρο υποστηρίζει ότι η τρέχουσα διαδικασία που ακολουθεί η Τουρκία συνεπάγεται την ενίσχυση μιας συλλογικής ταυτότητας που είναι συνυφασμένη με την ελεύθερη οικονομία της αγοράς, δηλαδή τον νεοφιλελευθερισμό που περιλαμβάνει και ισλαμικές ευαισθησίες. Με άλλα λόγια, υποστηρίζεται ότι η θρησκεία, ανεξαρτήτως της σημασίας που προσδίδουν σε αυτήν πολιτικοί, αλλά και ερευνητές, δεν είναι ο κύριος ή ο μοναδικός παράγοντας της νέας τουρκικής ταυτότητας που το ΑΚΡ προσπαθεί να οικοδομήσει αφότου ανήλθε στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Κεντρικό στοιχείο είναι η νέα «ιδεολογία» του κράτους από τις αρχές του 2010, η αποκαλούμενη «Νέα Τουρκία», ως μέσο για την οικοδόμηση ενός νέου παραδείγματος για την ταυτότητα του κράτους και μιας αντι-ηγεμονικής αφήγησης για την αντικατάσταση του ιστορικά εδραιωμένου στην Τουρκία Κεμαλισμού (από τον Mustafa Kemal, ιδρυτή και πρώτου προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923) αναμεμειγμένου με την παγκόσμια τάση του νεοφιλελευθερισμού. Σε αυτό το άρθρο υποστηρίζεται ότι σε αυτή τη διαδικασία η κυβέρνηση του ΑΚΡ εφαρμόζει τους μηχανισμούς που καθιέρωσε ο Κεμαλισμός στην προσπάθειά του να σφυρηλατήσει μια νέα συλλογική ταυτότητα για την τουρκική κοινωνία και να αναδιαρθρώσει το κράτος. Το άρθρο ξεκινά έτσι με μια σύντομη περιγραφή της κεμαλικής εθνοποιητικής διαδικασίας από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 και συνεχίζει με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου με έμφαση στην τουρκο-ισλαμική σύνθεση. Στη συνέχεια, επικεντρώνεται στην κυβέρνηση του AKP αναφορικά με την εργαλειοποίηση της θρησκείας και την ανάμειξή της με νεοφιλελεύθερες πολιτικές για να διευκολύνει τη συνεχιζόμενη διαδικασία οικοδόμησης της ταυτότητας στην Τουρκία. Η Κεμαλική Εθνοποιητική Διαδικασία Η Δημοκρατία της Τουρκίας ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1923, αφότου ο Mustafa Kemal ηγήθηκε ενός νικηφόρου πολέμου εναντίον των Ελλήνων που είχαν εν μέρει εισβάλει στη Δυτική Ανατολία. Τα νέα σύνορα ορίστηκαν και κυρώθηκαν με τη Συνθήκη της Λωζάνης και η Τουρκική Δημοκρατία εδραιώθηκε ως εθνικό κράτος εντός αυτών των συνόρων. Όσον αφορά τη νέα ταυτότητα των Τούρκων, ο Mustafa Kemal δήλωσε: «Έχω την πεποίθηση ότι ούτε ο παν-ισλαμισμός ούτε ο παντουρκισμός είναι μια λογική πολιτική για εμάς [τους Τούρκους]» (Üstel, 1996: 30) σε μια ομιλία που έδωσε στο Εσκίσεχιρ τον Ιανουάριο του 1923 και προσδιόρισε τα όρια της νέας τουρκικής ταυτότητας. Παρόλο που ο παντουρκισμός δεν εξαλείφθηκε στο σύνολό του, το αλυτρωτικό όραμα αποκλείστηκε από τις κρατικές πολιτικές της ρημαγμένης από τον πόλεμο και νεοσύστατης δημοκρατίας.

31


Ανοικοδομώντας τη «Νέα Τουρκία»: Μεταξύ Κεμαλισμού και «Ερντογανοποίησης»

Η ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας συνεπάγεται τρία διαφορετικά πράγματα: α) τη δημιουργία μιας ιδεολογίας που θα οικοδομήσει και θα εδραιώσει τη νομιμότητα του νέου καθεστώτος∙ β) τη συγκέντρωση της εξουσίας και την επιβολή της σε θρησκευτικές, εθνοτικές και άλλες ομάδες, και μεμονωμένα άτομα και γ) την οικοδόμηση μιας εθνικής ταυτότητας που θα προωθήσει την κοινωνική κινητοποίηση σύμφωνα με τις προτιμήσεις της κυρίαρχης ελίτ (Toprak, 1981: 38). Οι κρατικές προσπάθειες εκσυγχρονισμού στην οθωμανική εποχή επιταχύνθηκαν και ριζοσπαστικοποιήθηκαν κάτω υπό την ηγεσία του Mustafa Kemal, ο οποίος ήταν ο ίδιος ένας μεταρρυθμιστής αξιωματικός του οθωμανικού στρατού. Η αναπτυξιοκρατία, ο κοσμικός εθνικισμός και ο εκδυτικισμός αποτέλεσαν τα δομικά στοιχεία των μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν στις δύο πρώτες δεκαετίες της Δημοκρατίας. Και στα τρία αυτά στοιχεία, το Ισλάμ θεωρήθηκε ως εμπόδιο στην πρόοδο του τουρκικού έθνους. Η Toprak (1981) υποστηρίζει ότι η θεολογική σπουδαιότητα που δίνει το Ισλάμ στις θεϊκές βάσεις των κοινωνικών, νομικών και πολιτικών δομών θεωρήθηκε ασυμβίβαστη με την ιδεολογία μιας κοσμικής Δημοκρατίας. Στα μάτια της κυρίαρχης ελίτ, το Ισλάμ ήταν επίσης ενάντια στην έννοια μιας Δημοκρατίας βασισμένης στη λαϊκή κυριαρχία. Πίστευαν επίσης, ότι η έμφαση του Ισλάμ στη μουσουλμανική συλλογικότητα και η αποτελεσματική του ικανότητα να διαμορφώνει κοινωνικές ομαδοποιήσεις ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την έννοια μιας ανεξίθρησκης εθνικής ταυτότητας όσον αφορά τη συλλογική ένταξη. Με κάθε βεβαιότητα, ο Κεμαλισμός απέρριπτε το Ισλάμ ως συστατικό στοιχείο του εθνικισμού. Ο Mustafa Kemal, με τα δικά του λόγια, δήλωνε το 1929/30 ότι: Κάποιοι λένε ότι η «ενότητα της θρησκείας» είναι αποτελεσματική στη διαμόρφωση ενός έθνους. Αλλά εμείς βλέπουμε το αντίθετο όταν εξετάζουμε το τουρκικό έθνος. Οι Τούρκοι ήταν ένα μεγάλο έθνος πριν αποδεχτούν τη θρησκεία των Αράβων... Η θρησκεία του Αραβικού κόσμου δεν επηρέασε την οικοδόμηση ενός τουρκικού έθνους. Αντίθετα, χαλάρωσε τους εθνικούς δεσμούς του τουρκικού έθνους. μείωσε τα εθνικά αισθήματα και συναισθήματα (Çetinsaya, 1999: 363). Ενώ το Σουνιτικό Ισλάμ που περιλάμβανε τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας περιθωριοποιήθηκε και μετατράπηκε σε αποδιοπομπαίο τράγο, μια αντισταθμιστική τάση προώθησε την προϊσλαμική τουρκική κληρονομιά, πραγματική ή φανταστική (Grigoriadis, 2013: 65). Αυτό γιορτάστηκε και μεγαλοποιήθηκε ως ένδειξη για τη δυνατότητα του τουρκικού έθνους να δημιουργήσει πολιτισμούς χωρίς την αρνητική επιρροή του Ισλάμ. Η αναφορά στην πρωταρχική τουρκικότητα

32


Ν ί κΝίκος ο ς ΧΧριστοφής ρισ τοφής διευκόλυνε την παρουσίαση των μεταρρυθμίσεων του Mustafa Kemal ως πρωτότυπες πρωτοβουλίες που δεν χρειάζεται να αναπαράγουν ξένες (δυτικές) ιδέες και θεσμούς και αποσκοπεί στην αποκατάσταση των προισλαμικών αξιών. Στο θεσμικό επίπεδο, για παράδειγμα, η δημοκρατική κυβέρνηση κατάργησε το σουλτανάτο το 1922 και το χαλιφάτο δύο χρόνια αργότερα. Έκλεισε τα Κορανικά σχολεία το 1926 και αντικατέστησε τη Σαρία ως πηγή δικαίου με μια προσαρμοσμένη έκδοση του Ελβετικού Αστικού Κώδικα. Το 1928, η ηγεσία του Kemal αφαίρεσε το Ισλάμ από το Σύνταγμα ως θρησκεία του κράτους και τερμάτισε τη θρησκευτική νομιμοποίηση της πολιτικής τάξης, σε αντίθεση με το Σύνταγμα του 1924, το οποίο χαρακτήρισε το Ισλάμ ως θρησκεία του κράτους. Το 1937, ο κοσμικός χαρακτήρας υιοθετήθηκε από το Σύνταγμα σηματοδοτώντας την έναρξη μιας επίσημα κοσμικής Τουρκίας (βλ. Zürcher 2017). Συνολικά, οι κεμαλικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να θεωρηθούν ως ριζική συνέχεια των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων που είχαν αναληφθεί κατά τη διάρκεια του οθωμανικού δέκατου ένατου αιώνα (Alkan, 2001: 21). Η οθωμανική κληρονομιά ήταν εμφανής στην πολιτική νοοτροπία της κυρίαρχης ελίτ της Ρεπουμπλικανικής εποχής. Στην πράξη, η Τουρκία δεν έχει πραγματικό διαχωρισμό θρησκείας και κράτους, και ο κοσμικός χαρακτήρας υπονοεί περισσότερο την ώθηση της θρησκείας στο ιδιωτικό πεδίο. Μετά την κατάργηση του χαλιφάτου, ο Mustafa Kemal δημιούργησε έναν τεράστιο θεσμό, τη Διεύθυνση Θρησκευμάτων (Diyanet), για να παρέχει θρησκευτικές υπηρεσίες και να ελέγχει τον θρησκευτικό λόγο. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και συγκεκριμένα το 2002, δηλαδή στα πρώτα χρόνια του ΑΚΡ, η Διεύθυνση Θρησκευμάτων διηύθυνε πάνω από 75.000 τζαμιά και απασχολούσε περίπου 90.000 δημόσιους υπαλλήλους και εργοδοτούσε 75.000 άτομα με συνολικό προϋπολογισμό 400 εκατομμυρίων ευρώ. Η αποστολή της Διεύθυνσης Θρησκευμάτων ήταν «να εκτελεί λειτουργίες που επηρεάζουν τις πεποιθήσεις, τη λατρεία και την ηθική του Ισλάμ, να διαφωτίζει το κοινό για τη θρησκεία του και να διαχειρίζεται τους ιερούς χώρους λατρείας» (Gözaydın, 2009: 108) και να προστατεύει «τη συνταγματική αρχή της κοσμικότητας» (Massicard, 2005: 55). Οι περισσότερες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις σηματοδοτούν ριζική ρήξη με το ισλαμικό παρελθόν. Η αντίληψη της κοσμικότητας από τη Δημοκρατία ήταν, και σε μεγάλο βαθμό παραμένει, πιο κοντά στη γαλλική αντίληψη περί λαϊκισμού παρά στην αγγλοσαξονική εμπειρία του κοσμικού χαρακτήρα. Η Δημοκρατική ελίτ απείχε από κάθε επίδειξη θρησκευτικής πρακτικής ως οι κατεξοχήν δρώντες στη δημόσια σφαίρα. Η νέα διοίκηση περιθωριοποίησε τα άτομα που εφάρμοζαν το Ισλάμ στην προσωπική τους ζωή, λοιδορώντας τους ως φανατικούς και θεωρώντας τους αντιδραστικούς και απολίτιστους. Αυτές οι περιθωριοποιημένες ομάδες ήταν που αργότερα αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του Πολιτικού

33


Ανοικοδομώντας τη «Νέα Τουρκία»: Μεταξύ Κεμαλισμού και «Ερντογανοποίησης»

Ισλάμ από το οποίο προήλθε το AKP (Toprak, 2005), το κυρίαρχο τουρκικό κόμμα επί δεκαέξι συναπτά έτη. Οι βασικές αρχές του κεμαλισμού διαμορφώθηκαν και προσαρμόστηκαν στο συνέδριο του κυβερνώντος Δημοκρατικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) τον Μάιο του 1931 (Tunçay, 1992). Αυτές οι αρχές ήταν: ο ρεπουμπλικανισμός (cumhuriyetçilik), ο εθνικισμός (milliyetçilik), ο λαϊκισμός (halkçılık), ο κρατισμός (devletçilik), η κοσμικότητα (laiklik) και ο επαναστατισμός (devrimcilik). Στο σύνολό τους, ονομάζονταν «τα έξι βέλη» και αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του Κεμαλισμού, ως «επίσημη» κρατική ιδεολογία. Αυτές οι αρχές υποδηλώνουν τη διαδικασία της συντεχνιακής κοινωνικής ενσωμάτωσης, κατά την οποία το κράτος και το έθνος συγκροτούν έναν ενιαίο οργανισμό. Η κοινωνία παρουσιάστηκε ως ένα αταξικό οργανικό σύνολο (κορπορατισμός), σε πλήρη ενότητα. Όλες οι διαφορετικές πτυχές της τουρκικής κοινωνίας, όπως: θρησκεία, πολιτισμός, εθνική ταυτότητα, πολιτική, οικονομία, οικογένεια και όλοι οι θεσμοί που διευκόλυναν τη λειτουργία της κοινωνίας αυτής θεωρούνταν διαφορετικά μέρη του ιδίου συνόλου. Η κεμαλική ταύτιση κράτους και έθνους βασίζεται σε αυτό το «αδιαίρετο» των συστατικών στοιχείων. Στο ίδιο πνεύμα, ο σχηματισμός πολιτικών κομμάτων σήμαινε διαίρεση μέσα στο έθνος. Ως τέτοια, η κεμαλική αντίληψη της Τουρκίας μπορεί να συνοψιστεί στην προσέγγιση «το κράτος είναι ο λαός συσπειρωμένος γύρω από τον ηγέτη του» (Köker, 1990: 161). Όπως άλλωστε δήλωσε και ο ίδιος ο Mustafa Kemal: «Το έθνος μας δεν συσπειρώνει πλέον τον λαό γύρω από θρησκευτικές ή κοινοτικές ταυτότητες, αλλά τον κρατά ενωμένο με τους δεσμούς του τουρκικού εθνικισμού» (Alp, 1998: 119∙ Kızılyürek, 2006). Με άλλα λόγια, η θρησκεία ως το ενοποιητικό στοιχείο της κοινωνίας κατά την οθωμανική εποχή περιθωριοποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από τις σύγχρονες έννοιες του εθνικού κράτους, ενώ ο κεμαλικός εθνικισμός παρείχε το συνδετικό παράδειγμα έθνους και κράτους. Εν συντομία, το κεμαλικό εγχείρημα αφορούσε μια ελιτιστική, μεταρρυθμιστική αλλά παράδοξα συντηρητική και εκ των άνω προς τα κάτω εκσυγχρονιστική διαδικασία μέσω του κοινωνικού επανασχεδιασμού πάνω στα απομεινάρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιδίωξε να δημιουργήσει έναν Homo Kemalicus – δηλαδή «έναν Τούρκο μουσουλμάνο με έναν κοσμικό τρόπο ζωής που είναι αφοσιωμένος σε ένα κρατικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού» (White, 2013: 9), με κυρίαρχο σύνθημα Tek Millet, Tek Parti, Tek Şef (Ένα έθνος, Ένα κόμμα, ένας ηγέτης) (Yıldız, 2001: 195).

34

Αυτό που έχει σημασία, όμως, είναι να σημειωθεί ότι μια συνεχής ανοιχτή αντιπαράθεση μεταξύ Κεμαλισμού και Ισλάμ θα ήταν ασύμφορη και επιζήμια για το εκσυγχρονιστικό έργο της κεμαλικής ελίτ. Το Ισλάμ έπρεπε να ενσωματωθεί και να στεγαστεί στη νέα ταυτότητα και, κατά συνέπεια, όπου δυνατόν, το Ισλάμ χρησιμοποιήθηκε για να υπηρετήσει το σχέδιο κατασκευής ταυτότητας των κεμαλιστών, και, κατ’ επέκταση, το τουρκικό έθνος.


Ν ί κΝίκος ο ς ΧΧριστοφής ρισ τοφής Η αυξανόμενη σπουδαιότητα του Ισλάμ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου Το τελευταίο αυτό σημείο έγινε εμφανές κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και της πολυκομματικής πολιτικής, που εισήχθη μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το πραξικόπημα της 27ης Μαΐου 1960, το πρώτο στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας, η θρησκεία, η οποία κατ’ εξοχήν αντιπροσώπευε τον εχθρό της κοσμικής Τουρκίας, αντικαταστάθηκε από τον «κόκκινο κίνδυνο» του κομμουνισμού. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1960, και ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1980, το κράτος ανεχόταν τους αστικούς θρησκευτικούς σχηματισμούς, όπως οι ΜΚΟ και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία παρείχαν θρησκευτική εκπαίδευση, ενώ οι μαρξιστικές ιδέες κέρδισαν δημοτικότητα ιδιαίτερα στους νέους αλλά και στην κρατική γραφειοκρατία οδηγώντας σε κρατική παράλυση μετά τα γεγονότα του 1968 (Χριστοφής 2019). Η θρησκεία, επομένως, γινόταν ανεκτή ως αντίδοτο του κομμουνισμού και τελικά βρήκε τον δρόμο της στην πολιτική. Περαιτέρω, ενσωματώθηκε στην κρατική ιδεολογία από τη στρατιωτική γραφειοκρατία υπό την ονομασία Τουρκο-Ισλαμική Σύνθεση (Türk-İslam Sentezi, ΤΙΣ). Οι ρίζες της ΤΙΣ, τόσο ως συλλογικού όρου όσο και ως διορθωτικού πόλου προς τις ρέπουσες προς τα αριστερά και ισλαμικές τάσεις, βρίσκονται μέσα στο περιβάλλον μιας πνευματικής κοινότητας που ονομάζεται Εστία των Φωτισμένων (Aydınlar Ocağı) εκείνης της περιόδου (Şen, 2017: 258-259). Ως συντηρητικό κίνημα, η ΤΙΣ τόνισε την αναβίωση της παράδοσης και των εθνικών αξιών ως τη λύση στα προβλήματα της Τουρκίας. Ο τουρκικός «εθνικός πολιτισμός», σύμφωνα με αυτή, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ενάντια στον κομμουνισμό (Kaplan, 2005). Ο θεωρητικός πίσω από την ιδεολογία την ΤΙΣ ήταν ο Ibrahim Kafesoğlu, ιστορικός και συνιδρυτής της Εστίας των Φωτισμένων, του οποίου το μετά θάνατον δημοσιευμένο βιβλίο, Turk-Islam Sentezi, περιείχε το ιδεολογικό μανιφέστο της ΤΙΣ (Kafesoğlu, 1985; Güvenç et. al., 1991). Ο Kafesoğlu ισχυρίζεται ότι η προ-ισλαμική θρησκεία των Τούρκων είχε ήδη συμπεριλάβει στοιχεία της ισλαμικής πίστης και ως εκ τούτου η τουρκικότητα και το Ισλάμ συμφιλιώθηκαν μέσω του ισχυρισμού ότι οι Τούρκοι ασπάστηκαν εθελοντικά το Ισλάμ και έγιναν πιστοί υπηρέτες του. Αναβίωσαν, τελειοποίησαν και διέδωσαν το Ισλάμ στην οθωμανική εποχή ως σημαιοφόροι του. Ως εκ τούτου, ο τουρκισμός και το σουνίτικο ισλάμ ήταν απόλυτα αρμονικά και συμπληρωματικά μεταξύ τους (Grigoriadis, 2013: 71). Η ΤΙΣ κατόρθωσε να ασκήσει ευρεία επιρροή σε κόμματα και πολιτικές κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και ιδιαίτερα στις κυβερνήσεις που ακολούθησαν το στρατιωτικό πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980. Η επιρροή της ΤΙΣ στον στρατό μάλιστα, αυξήθηκε ταχύτατα και διαμόρφωσε

35


Ανοικοδομώντας τη «Νέα Τουρκία»: Μεταξύ Κεμαλισμού και «Ερντογανοποίησης»

τις πολιτικές ασφαλείας του για την αντιμετώπιση της ακραίας πολιτικής πόλωσης στην τουρκική κοινωνία. Και πάλι, ο στρατός παρουσίασε τον εαυτό του ως φρουρό και θεματοφύλακα της ΤΙΣ και με το σύνταγμα του 1982 στόχευσε σε μια συνεκτική και βαθιά αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας. Μετά το πραξικόπημα, η θρησκεία κλήθηκε να υπηρετήσει ως κοινοτική δύναμη σφυρηλάτησης της κοινωνικής συναίνεσης. Στο πλαίσιο αυτού του επαναπροσανατολισμού, το Ισλάμ ανακαλύφθηκε εκ νέου από την κυρίαρχη ελίτ ως πηγή νομιμότητας για την αντιμετώπιση του πολιτικού εξτρεμισμού, ιδίως του κομμουνισμού, και τη διατήρηση της κοινωνικής και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Έτσι, η ΤΙΣ πρόσφερε ευκαιρίες για ιδεολογική χειραγώγηση των πολιτών και νομιμοποίηση της κυρίαρχης ελίτ. Μολονότι η ολοένα αυξανόμενη σπουδαιότητα του Ισλάμ ήταν περισσότερο από εμφανής στην πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της χώρας, μόνο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 η εκλογική επίδοση των ισλαμιστικών κομμάτων, και ειδικότερα του Κόμματος Ευημερίας (Refah Partisi, RP), δημιούργησε αίσθηση στις δημοτικές εκλογές μεγάλων πόλεων το 1994. Όπως ισχυρίζεται η Buğra, αυτό μπορεί να αποδοθεί στην ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των τουρκικών εγχώριων θεσμών και των σύγχρονων μετασχηματισμών της παγκόσμιας οικονομίας, που διευκόλυναν την εμφάνιση του Ισλάμ ως στρατηγικής σημασίας μέσου με σημαντικές πολιτιστικές, οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις. Με άλλα λόγια, η σπουδαιότητα του πολιτικού Ισλάμ χαρακτηρίζεται από τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, οι οποίες αποδυνάμωσαν τις εθνικές μορφές ταυτότητας και συμμετοχής και τη νέα λογική της παραγωγής, κυρίως τη νέα λογική της «ευέλικτης παραγωγής» που άρχισε να κάνει την εμφάνισή της από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 (Buğra, 2002: 112). Αυτή η νέα λογική της «ευέλικτης παραγωγής» μείωσε τον ρόλο του εθνικού κράτους στην οικονομική ζωή. υποβάθμισε τη σπουδαιότητα των εργατικών συνδικάτων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων. έφερε περισσότερα εξατομικευμένα και ρευστά καταναλωτικά μοντέλα. αναβάθμισε τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δεν θεωρούνταν πλέον ως τεχνολογικά υπανάπτυκτες και λιγότερο αποδοτικές. καθιέρωσε «βιομηχανικές περιοχές» που υποστηρίζονταν από τοπικούς θεσμούς. και τέλος, αύξησε τη σπουδαιότητα των διεθνών δυνάμεων του ανταγωνισμού (Buğra, 2002: 113). Με την παρακμή των επίσημων και απρόσωπων μηχανισμών κρατικής και οργανωμένης εκπροσώπησης συμφερόντων, τα «μη αντιπροσωπευόμενα» τμήματα της κοινωνίας άρχισαν «να στρέφονται σε οργανικές μορφές συμμετοχής σε δίκτυα αλληλεγγύης που ορίζονταν βάσει συγγένειας, γειτονίας, εθνότητας ή θρησκείας» (Buğra, 2002: 113). Η γλώσσα και η πρακτική του σύγχρονου πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, τις δεκαετίες του 1980, του 1990 και του 2000 υπό την κυβέρνηση του ΑΚΡ, αντικατοπτρίζει σε

36


Ν ί κΝίκος ο ς ΧΧριστοφής ρισ τοφής μεγάλο βαθμό αυτές τις τάσεις και από πολλές απόψεις αποτελεί μια καλά διαρθρωμένη στρατηγική προσαρμογής στις σύγχρονες εξελίξεις της παγκόσμιας οικονομίας. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και η αναδιάρθρωση της Τουρκίας Ο νεοφιλελευθερισμός, ως παγκόσμιο φαινόμενο, αναπτύχθηκε σε διάφορα μέρη του κόσμου ακολουθώντας διαφορετικές διαδρομές. Στο τουρκικό πλαίσιο, η πορεία του έχει οικοδομηθεί με βάση την ισλαμική πολιτική. Με άλλα λόγια, ο ισλαμισμός έχει παράσχει το νεοφιλελεύθερο πρότυπο με έναν κατάλληλο χώρο για να αναπτυχθεί στη χώρα ήδη από τη δεκαετία του ‘80. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, αυτός ο χώρος εκπροσωπείται από το φιλελεύθερο-συντηρητικό, αρχικά, και εν συνεχεία αυταρχικό-συντηρητικό και βαθιά λαϊκιστικό και εν τοις πράγμασι εθνικιστικό ΑΚΡ. Μέχρι τη στιγμή που το AKP κέρδισε τις εκλογές του 2002, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που εκπόνησαν από κοινού το ΔΝΤ και οι τουρκικές αρχές μετά από την οικονομική κρίση του 2001 είχαν ήδη εφαρμοστεί ως επί το πλείστον και είχαν προετοιμάσει τους λόγους για την οικονομική ανάκαμψη. Η κυβέρνηση του AKP δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ακολουθήσει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα και αποτέλεσε τόσο την έκβαση όσο και την ώθηση αυτού που ο Tuğal ονομάζει «παθητική επανάσταση» που κατέληξε στην πλήρη ενσωμάτωση των ισλαμιστικών-συντηρητικών μαζών στο ευρύτερο νεοφιλελεύθερο κοινωνικό πρόγραμμα (Bekmen, 2014: 62). Έτσι, το ΑΚΡ ως πολιτικό κίνημα εγκρίθηκε τόσο από τον μουσουλμανικό όσο και από τον δυτικό κόσμο (Tuğal, 2016: 4) και κατάφερε «να απορροφήσει τόσο τα ριζοσπαστικά ισλαμικά κινήματα που αντιτίθεντο στο καπιταλιστικό σύστημα όσο και στο όραμα της παγκόσμιας πόλης, καθώς επίσης, και μερικούς εθνικιστές, φιλελεύθερους, καπιταλιστές, δημοκράτες και άλλους οπαδούς της προόδου» (Çavusoğlu και Strutz, 2014: 149). Η συμμόρφωση του AKP με τη νεοφιλελεύθερη άποψη είναι εμφανής στο σύνθημα του «κράτους παρόχου υπηρεσιών», που το κόμμα άρχισε να χρησιμοποιεί το 2007 σε μια προσπάθεια να εξηγήσει την προσέγγισή του στο κράτος: Το κράτος πρέπει να [αναδιαρθρωθεί] έτσι ώστε να περιοριστεί στις βασικές του λειτουργίες, [να είναι] μικρό, αλλά δυναμικό και αποτελεσματικό. πρέπει να χρησιμεύει ως κράτος που ορίζεται, ελέγχεται και διαμορφώνεται από τον πολίτη του και όχι ως κράτος που καθορίζει, ελέγχει και διαμορφώνει τον πολίτη του (Yalman, 2012: 27-28).

37


Ανοικοδομώντας τη «Νέα Τουρκία»: Μεταξύ Κεμαλισμού και «Ερντογανοποίησης»

Αυτός ο ορισμός του κράτους συνιστά εξέχοντα λόγο για τον χαρακτηρισμό του ΑΚΡ ως «μεταϊσλαμιστικού» (Bayat, 2013), σε συνδυασμό με την απόσχιση του κόμματος από το κίνημα του Εθνικού Οράματος (Μilli Görüş), πράγμα που συνάδει με την παρατήρηση ότι «τα ευνοϊκά διακείμενα προς το Ισλάμ κινήματα επικεντρώνονται υπερβολικά σε ζητήματα ηθικής που βασίζονται στην πίστη και δεν ακολουθούν παγκόσμια πρότυπα διακυβέρνησης, τα οποία περιφρονούν ως “δυτικά”» (Cizre, 2016: 1). Το κόμμα αντιμετώπισε την αντίφαση ανάμεσα στις ρίζες του και τον τρέχοντα πολιτικό λόγο που υιοθέτησε για τους εξής δύο στρατηγικούς στόχους: «1. Να πείθει σταθερά το δημοκρατικό καθεστώς ότι δεν έχει ένα ριζοσπαστικό ισλαμικό όραμα, όπως συμβαίνει με το κίνημα του Εθνικού Οράματος και τα αντιπροσωπευτικά κόμματα αυτού του κινήματος, του παρελθόντος και του παρόντος, αλλά ότι είναι ένα κόμμα του κέντρου. 2. Με αυτό τον τρόπο, έπρεπε επίσης να κρατά μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη θρησκειοκεντρική του εκλογική βάση και στη μέριμνά του για επιβίωση, μπροστά στον κίνδυνο εξάλειψής του, το οποίο είχε γίνει σχεδόν παράδοση για τα κόμματα του Εθνικού Οράματος» (Çosar, 2012: 79-80). Εν ολίγοις, το AKP αντιπροσωπεύει έναν συνασπισμό της νέας εξωστρεφούς επαρχιακής αστικής τάξης και των φιλελεύθερων/ συντηρητικών διανοουμένων της Τουρκίας και ισχυρίζεται ότι καταλαμβάνει την κεντροδεξιά θέση που έμεινε κενή στη δεκαετία του 1990, καθώς η «αντίσταση στον νεοφιλελευθερισμό έχει πλέον καμφθεί [αποκτώντας] ευρύτερη αποδοχή της “πραγματικότητας της αγοράς” σε βασικούς τομείς. [και] για πρώτη φορά στην τουρκική ιστορία, οι ενεργοί μουσουλμάνοι αποτελούν την αιχμή του δόρατος για τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. είναι ο θρησκευτικός τρόπος ζωής τους που τους εξασφαλίζει μαζική συναίνεση» (Yöruk, 2016: 240. Tuğal, 2007: 22). Από αυτή την άποψη, το AKP είναι «ένα σαφώς κοσμικό κόμμα, στον βαθμό που ο κοσμικός χαρακτήρας νοείται ως ο διαχωρισμός της θρησκευτικής από την πολιτική και οικονομική σφαίρα, και όχι η εκδίωξη της θρησκείας από τον δημόσιο βίο» (Tuğal, 2007: 22). Οι περισσότερες δυτικές αναλύσεις τοποθετούν το ΑΚΡ στο πλαίσιο του «μετριοπαθούς Ισλάμ» και, ως τέτοιο, στην παγκόσμια καπιταλιστική τάξη, δηλαδή την οικειοποίησή του με όρους συμμόρφωσης με το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Πράγματι, η εποχή του ΑΚΡ που αντιστοιχεί στην περίοδο της μετά-Ουάσινγκτον Συναίνεσης παρουσιάζει μια συνέχεια του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 στην Τουρκία υπό τον Turgut Özal (Öniş και Şenses, 2005). Αυτό υποδηλώνει επίσης μια «σύνθεση των ισλαμικών παραδόσεων με τα μοντέλα διακυβέρνησης της ΕΕ, τα οποία βασίζονται πρωτίστως σε δυτικές φιλελεύθερες και δημοκρατικές αξίες» (Yalman, 2012: 32).

38


Ν ί κΝίκος ο ς ΧΧριστοφής ρισ τοφής Η ενσωμάτωση στο νεοφιλελεύθερο σύστημα παρέχει επίσης τα μέσα για την αναθεώρηση της τουρκικής πολιτικής ιστορίας έτσι ώστε να παρουσιαστεί ως «κανονική» και ως τέτοια να θεωρηθεί ως «αντικειμενική αναφορά» που τελικά λειτουργεί ως μέσο για να κυριαρχήσει στην πολιτική σκέψη (Yalman, 2012: 32-33) και να διαμορφώσει πολιτικές ταυτότητες που υφίστανται συνεχείς προκλήσεις και αλλαγές ως αποτέλεσμα και συστατικό στοιχείο του πολιτικού αγώνα (Tilly, 2002: 68). Ενός πολιτικού αγώνα που έχει ως στόχο την κυριαρχία στην πολιτική σκέψη στην Τουρκία, ενδυναμωμένος από τις διαλογικές πρακτικές του κόμματος μέσω της συνεκτικής, περισυλλεκτικής σύλληψης περί Νέας Τουρκίας (Yeni Türkiye) (βλ. σχετικά Christofis, 2018). O όρος Νέα Τουρκία πρωτακούστηκε το 2010 (Bora, 2018: 11), αλλά αποδόθηκε επίσημα στον λόγο της τουρκικής κυβέρνησης κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2014. Ως σύλληψη, αντηχεί δυνατά «απόηχους της αυτοκρατορίας» (Onar, 2015: 149), υπονοώντας την «αναγέννηση της Τουρκίας μέσα από τις στάχτες» με την έννοια της αναβίωσης των ένδοξων οθωμανικών χρόνων και ως εκ τούτου, την ολοκληρωτική ρήξη με το κεμαλικό παράδειγμα (Kocamaner, 2015). Πράγματι, η αναδιάρθρωση της Τουρκίας υπό το ΑΚΡ πέρασε μέσα από την εκ νέου εφεύρεση της τουρκικής ταυτότητας με την ενσωμάτωση ρητά ισλαμικών κωδίκων. Ο Erdoğan χρησιμοποίησε τη λέξη Fatiha σε μία από τις ομιλίες του για να υποδηλώσει την αρχή μιας νέας εποχής αναφερόμενος στο Κοράνι, αφού η Fatiha είναι το αρχικό κεφάλαιο του βιβλίου (Μούδουρος, 2014). Το περιεχόμενο αυτής της νέας εθνικής ταυτότητας θα παρεχόταν από τα παραδοσιακά ισλαμικά στοιχεία περιθωριοποιημένα από τη διαδικασία της κεμαλικής εθνικής οικοδόμησης. Ο στόχος ήταν ο πυρήνας της τουρκικής ταυτότητας να επαναπροσδιοριστεί με ισχυρές αναφορές στην παράδοση. Από αυτή την άποψη, το πρόγραμμα του κόμματος ήταν αρκετά αποκαλυπτικό: «οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις του AKP δεν υπήρξαν απλώς κυβερνήσεις, διοίκησαν το κράτος, άσκησαν πολιτικές ή κατείχαν εξουσία αλλά προωθούσαν μια πολιτιστική ενοποίηση» (AKP, 2014), μια αποστολή που στοχεύει στον «επανασχεδιασμό της Τουρκίας, στην επανίδρυσή της μετά από εκατό χρόνια» (Karaveli και Cornell, 2014). Με μια ρητορική που θυμίζει αυτήν της τουρκικής Αριστεράς της δεκαετίας του ’60 περί «Δεύτερου Πολέμου της Ανεξαρτησίας», το ΑΚΡ άρχισε να διαχωρίζει τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Τουρκίας σε Κεμαλική και μετα-Κεμαλική (Kocamamer, 2015). Όπως προαναφέρθηκε, η πρώτη αναφέρεται στην από τα πάνω και ομογενοποιητική διαδικασία εθνικής οικοδόμησης πάνω στα απομεινάρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που επιδίωκε να δημιουργήσει έναν Homo Kemalicus, ενώ η δεύτερη, ούσα φαινομενικά διαφορετική από την πρώτη, εμφανίζεται από το ΑΚP ως η αντίθεση στην παλιά Τουρκία (Χριστοφής, 2017). Η διαδικασία της

39


Ανοικοδομώντας τη «Νέα Τουρκία»: Μεταξύ Κεμαλισμού και «Ερντογανοποίησης»

Νέας Τουρκίας, έτσι, συμπληρώνει το κενό που δημιουργήθηκε από την εξάλειψη της κοσμικής, συγκεντρωτικής και αυταρχικής διακυβέρνησης της κεμαλικής περιόδου. Αυτή η υποτιθέμενη νέα κύρια αφήγηση του τουρκικού έθνους έρχεται ως αντικατάσταση της πρώην κυρίαρχης (δηλαδή της κεμαλικής) ανάγνωσης της εθνικής ιστορίας και αποκτά μια ευρεία νομιμοποίηση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό μέσα σε ένα νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Ο Alaranta επισημαίνει ότι η Νέα Τουρκία είναι ταυτόχρονα ένα «σύνθημα που διαδίδεται στο κοινό για να καθορίσει τα βασικά στοιχεία ενός συγκεκριμένου εθνικού φαντασιακού που στοχεύει στην ηγεμονία [...] και εργαλείο κινητοποίησης καθώς και εργαλείο απο-αμφισβήτησης αυτού που θεμελιακά αμφισβητείται – δηλαδή της εθνικής ταυτότητας» (Alaranta, 2015: 94). Με αυτόν τον τρόπο, η Νέα Τουρκία καλύπτει τόσο την πολιτική όσο και την οικονομία της Τουρκίας και υποδηλώνει ότι η κοινωνική και πολιτική τάξη υπό την ηγεσία του κόμματος υποστηρίζεται από ένα νέο σύνολο κανόνων και αξιών, που το ίδιο το AKP φιλοδοξεί να ορίσει. Πράγματι, οι εκλογές του 2015 απεικονίστηκαν από το ΑΚΡ ως η επιλογή μεταξύ μιας «νέας Τουρκίας» και μιας επιστροφής στις παλιές μέρες της στρατιωτικής κηδεμονίας, των βραχύβιων κυβερνήσεων συνασπισμού και της οικονομικής αστάθειας (Waldman και Çalışkan, 2016: 79). Μέσα από τέτοιες διαλογικές πρακτικές, το ΑΚΡ ανέπτυξε και εφάρμοσε «έναν ανορθόδοξο εναλλακτικό ορισμό της τουρκικότητας και του έθνους που φαντάζεται την Τουρκία, όχι ως ένα έθνος οχυρωμένο στα σημερινά πολιτικά του σύνορα, αλλά ως μια ευέλικτα οριοθετημένη Τουρκία που είναι ο γεμάτος αυτοπεποίθηση διάδοχος των Οθωμανών ενός ανακαλυμμένου (και επανεφηυρημένου) παρελθόντος» (White, 2013). Η νέα τουρκική ταυτότητα αποτελείται από αφοσιωμένους μουσουλμάνους Τούρκους, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια της Jane White, «των οποίων η υποκειμενικότητα και το όραμα για το μέλλον διαμορφώνεται από ένα αυτοκρατορικό οθωμανικό παρελθόν που επικαλύπτεται από ένα δημοκρατικό κρατικό πλαίσιο, αλλά διαχωρίζεται από το κεμαλικό κρατικό σχέδιο» (White, 2013). Με άλλα λόγια, τα πάντα, από τον τρόπο ζωής μέχρι τη δημόσια και την εξωτερική πολιτική, πρέπει να επανεξεταστούν σύμφωνα με μια ιδιαιτέρως τουρκική μετα-αυτοκρατορική λογική που τελικά μειώνει τα χνάρια του Ατατούρκ ως αναχρονιστικά. Έτσι, αποφεύγεται η τοποθέτηση της Νέας Τουρκίας σε αντίθεση με τις ιδέες του Atatürk, με το σκεπτικό ότι η εποχή του παρήλθε, ανεξάρτητα από το τι έκανε, και ως εκ τούτου, δεν υπάρχει λόγος αντιπαράθεσης (White, 2013). Ως γενική ιδέα, η Νέα Τουρκία τείνει να καλύψει όλες τις πτυχές της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής της Τουρκίας και να προχωρήσει προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης μιας «φαντασιακής» εθνικής ταυτότητας, η οποία είναι θεμελιωδώς διαφορετική από αυτή

40


Ν ί κΝίκος ο ς ΧΧριστοφής ρισ τοφής που έχει επιβληθεί από τον Κεμαλισμό. Από την άποψη αυτή, ο Erdoğan επέκρινε το πολιτικό παρελθόν της χώρας σε ομιλία του στο Γιοζγκάτ στις 10 Ιουλίου 2014, αλλά απέκλεισε τους Mustafa Kemal και Celal Bayar, δύο κατ’ εξοχήν κοσμικούς προέδρους και εκπροσώπους της πρώτης περιόδου της δημοκρατίας. τον Turgut Özal, τον ιθύνοντα νου του τουρκικού νεοφιλελεύθερου συστήματος μέσω του οποίου το AKP κερδίζει την εγχώρια και ξένη υποστήριξη και έγκρισή του. και τέλος τον Abdullah Gül, επί σειρά ετών σύντροφό του Erdoğan, ως τους αυθεντικούς εκπροσώπους του έθνους. Κατά την κατασκευή αυτής της ιστορικής αφήγησης, ο Erdoğan θεωρεί τον εαυτό του ως τη συνέχιση των «δίκαιων» και νόμιμων προέδρων της Δημοκρατίας (Alaranta, 2015). Πρόσφατα μάλιστα, στις 10 Νοεμβρίου 2017, στον 79ο εορτασμό της επετείου του θανάτου του Mustafa Kemal, ο Erdoğan εξέφρασε τον θαυμασμό του προς τον ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, ως την ενσάρκωση της τουρκικότητας, αλλά κατηγόρησε τις μεταγενέστερες κεμαλικές ελίτ για την τρέχουσα κατάσταση της χώρας2. Η ηγεσία του Mustafa Kemal «εξισλαμίζεται» στο λόγο του κόμματος, αναφέροντάς τον ως «Γαζί», τον τίτλο των νικηφόρων ισλαμιστών πολεμιστών στην τουρκο-ισλαμική ιστορία. Θεωρήθηκε επίσης, ως ο σωτήριος ηγέτης που εξασφάλισε την τουρκική ανεξαρτησία, κατατροπώνοντας τις «Δυτικές δυνάμεις». Έτσι, οι υποστηρικτές του ΑΚΡ δεν δυσκολεύονται να συμμετάσχουν σε επίσημες εορταστικές εκδηλώσεις για τον Atatürk, καθώς το εκσυγχρονιστικό κοσμικό έργο του Atatürk υποβαθμίζεται στον ισλαμικό λόγο που υιοθέτησε το κόμμα (βλ. σχετικά Alaranta, 2015: 96). Αυτή η «υποτίμηση» του Mustafa Kemal, ωστόσο, δεν είναι καινοφανής. Όπως έκανε στο παρελθόν ο Mustafa Kemal, ο Erdoğan επέλεξε να επαναπροσδιορίσει τα στοιχεία του παρελθόντος της χώρας παρά να τα απορρίψει σε μια προσπάθεια να αλλάξει την κοσμική εθνικ(ιστικ)ή ιστορική αφήγηση. Αυτή η μίμηση (mimesis) δείχνει την τελική διάσταση του λόγου της Νέας Τουρκίας. Παρότι οι διαλογικές πρακτικές του AKP δρουν υπονομευτικά για τα κεμαλιστικά δόγματα και κώδικες, [το AKP] μιμείται ορισμένες πτυχές του παλαιού Κεμαλισμού. Χρησιμοποιεί τους ίδιους μηχανισμούς κρατικής διαχείρισης που χρησιμοποίησε η κεμαλική Τουρκία στο παρελθόν. Η ανάλυση του Necati Polat σχετικά με τη μίμηση επισημαίνει εντυπωσιακές ομοιότητες μεταξύ των λόγων που χρησιμοποίησε ο Mustafa Kemal στα χρόνια της διαμόρφωσης της Δημοκρατίας και του Erdoğan τη δεκαετία του 2010. Ένα εκτενές απόσπασμα από μια φιλοκυβερνητική εφημερίδα δυο μέρες πριν ορκιστεί ο Erdoğan είναι αρκετά αποκαλυπτικό:

2 https://www.cnnturk.com/turkiye/erdogan-ataturke-ataturk-dedik-diye-birileri-senaryo-yaziyor (10 Νοεμβρίου 2017).

41


Ανοικοδομώντας τη «Νέα Τουρκία»: Μεταξύ Κεμαλισμού και «Ερντογανοποίησης»

Για τα μάτια που μπορούν να δουν, τα λαμπερά φώτα της γέννησης μιας νέας Τουρκίας γίνονται ορατά... Ο αρχιτέκτονας αυτής της νέας Τουρκίας είναι ο Recep Tayyip Erdoğan... Υπό την ηγεσία του... Υπό την καθοδήγησή του... Με όλο και πιο διακριτές γραμμές, το προφίλ αυτού του αληθινού ηγέτη έρχεται στο προσκήνιo... (...) Ο λαός της Τουρκίας πρόκειται να εμπιστευτεί το μέλλον του στη διορατικότητα και τη σύνεση αυτού του ηγέτη... Ή, μάλλον, το έκαναν ήδη... Θεωρούν ότι ο ηγέτης τον οποίο δοκίμασαν αρκετές φορές θα κάνει και πάλι τους ανθρώπους και τη χώρα περήφανους... Στέκονται δίπλα του ακόμη και στις περιπτώσεις που όλοι οι άλλοι τον εγκαταλείπουν... Η νέα Τουρκία αποκτά μορφή υπό την ηγεσία του... Όσο για τον ηγέτη, ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ως απλός στρατιώτης ανάμεσα στον λαό του και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αγαπιέται... (Polat, 2016: 11). Επίλογος Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα αναφέρονται σε αυτό το κεφάλαιο, είναι προφανές ότι η αναδιάρθρωση του τουρκικού κράτους περιλαμβάνει μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ θρησκείας, πολιτικής και οικονομίας. Τα διπολικά σχήματα, όπως Κεμαλισμός εναντίον Ισλαμισμού ή «Ισλαμισμού» εναντίον «απο-Ισλαμισμού», δεν παρέχουν σαφή εικόνα ώστε να απαντήσουν στην προβληματική της τρέχουσας κατάστασης της Τουρκίας. Το ίδιο ισχύει και για τη σύγκριση του Erdoğan με «σουλτάνο», κυρίως λόγω των διαλογικών πρακτικών του κόμματος του περί οθωμανικού παρελθόντος, σύγκριση που τονίζει τον υπόρρητο «εξισλαμισμό» της Τουρκίας. Παρόλο που η έννοια του «εξισλαμισμού» φαίνεται ταιριαστή και συναφής εν πρώτοις, η «από-κοσμικοποίηση» θα περιέγραφε καλύτερα την πολιτική του ΑΚΡ, καθώς ο πρώτος συνεπάγεται την αποκατάσταση του ισλαμικού νόμου. Η άνοδος του ΑΚΡ στην εξουσία και η σημερινή του ηγεμονική θέση απαιτούν μια ανάλυση που επικεντρώνεται στην επιτυχή συγχώνευση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών με τις ισλαμικές ευαισθησίες. Μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ότι η νοοτροπία και οι πολιτικές του ΑΚΡ για την αναδιάρθρωση της Τουρκίας μοιάζουν περισσότερο, τηρουμένων των αναλογιών, με το κεμαλικό παρελθόν των δεκαετιών του 1920 και του 1930 παρά με το οθωμανικό παρελθόν, που είναι παρόν σε ρήξεις και συνέχειες με το κεμαλικό έργο. Φαίνεται μια ταυτόχρονη διαδικασία δύο επιπέδων μέσω της οποίας το AKP επιχειρεί να αποδομήσει

42


Ν ί κΝίκος ο ς ΧΧριστοφής ρισ τοφής το κεμαλικό πάνθεον και τους θεσμούς του, αλλά ωστόσο παλινδρομεί σε παλαιές πρακτικές του Κεμαλισμού. Η Rabia, το βασικό σύμβολο που χρησιμοποιεί ο Erdoğan για να τονίσει το «ένα έθνος, μία σημαία, μία χώρα, ένα κράτος», θυμίζει το συγκεντρωτικό και ανελεύθερο πνεύμα του παλαιού καθεστώτος που εκφραζόταν στο σύνθημα Tek Millet, Tek Parti, Tek Şef. Στοιχεία και πρακτικές όπως ο συντηρητισμός, η δημιουργία μιας αστικής τάξης – κοσμικής κατά την κεμαλική περίοδο, ισλαμικής από το 2002 και έπειτα επί Erdoğan – ελιτισμός, εκσυγχρονισμός «από τα πάνω» μέσω της κοινωνικής μηχανικής, και τέλος, η προσπάθεια να ταυτιστεί πλήρως το κράτος με το κόμμα, είναι όλα βγαλμένα από το κεμαλικό εγχειρίδιο. Συνολικά, γίνεται φανερό ότι η προσπάθεια της Νέας Τουρκίας να βάλει ένα τέλος στους μηχανισμούς του παρελθόντος του κεμαλικού status quo με έναν μιμητικό τρόπο, δηλαδή το AKP μιμείται τον κεμαλισμό για να τον αντικαταστήσει (βλ. σχετικά Polat, 2016). Ταυτόχρονα, παρατηρείται ότι το ΑΚΡ υποσυνείδητα βλέπει τον κεμαλισμό με εκτίμηση και αποτροπιασμό συνάμα, ενώ ο ίδιος ο Erdoğan παρουσιάζει μια εικόνα ενός «αντι-Ατατούρκ Ατατούρκ» (Çağaptay, 2017: 8), προκειμένου να εκπληρώσει το όραμά του για την αναδιάρθρωση της Τουρκίας.

43


Ανοικοδομώντας τη «Νέα Τουρκία»: Μεταξύ Κεμαλισμού και «Ερντογανοποίησης»

Bιβλιογραφία AKP (2014) 62. Hükümet Programı. Türkiye Cumhuriyeti Başbakanlık. Alaranta, T. (2015) National and State Identity in Turkey: The Transformation of the Republic’s Status in the International System. New York and London, Rowman & Littlefield. Alkan, M. Ö. (2001) Giriş. Στο Alkan, M. Ö. (επιμ.) Cumhuriyet’e Devreden Düşünce Mirası. Tanzimat ve Meşrutiyet’in Birikimi. Modern Türkiye’de Siyasi Düşünce, τ. 1. Istanbul, İletişim, σελ. 17-22. Alp, T. (1998) Kemalizm. Ιstanbul, Toplumsal Dönüşüm Yayınları. Bayat, A. (επιμ.) (2013) Post-Islamism: The Changing Faces of Political Islam. Oxford, Oxford University Press. Bekmen, A. (2014) State and Capital in Turkey during the Neoliberal Era. Στο Akca, İ., Bekmen A. και Özden, B. A. (επιμ.) Turkey Reframed: Constituting Neoliberal Hegemony. London, Pluto Press, σελ. 47-74. Bora, T. (2018) Zamanın Kelimerleri: Yeni Türkiye’nin Siyasî Dili. Istanbul, Birikim. Buğra, A. (2002) Political Islam in Turkey in Historical Context: Strengths and Weaknesses. Στο Balkan, N. and Savran S. (επιμ.) The Politics of Permanent Crisis: Class, Ideology and State in Turkey. New York, Nova Science, σελ. 107-144. Christofis, N. (2018) The AKP’s Yeni Türkiye: Challenging the Kemalist Narrative?. Mediterranean Quarterly. 29(3), 11-32. Cizre, Ü. (2016) Introduction: The Politics of Redressing Grievances—the AK Party and its Leader. Στο Cizre, Ü. (επιμ.) The Turkish AK Party and its Leader: Criticism, Opposition and Dissent, London, Routledge, σελ. 1-19. Çağaptay, S. (2017) The New Sultan: Erdoğan and the Crisis of Modern Turkey. London, I. B. Tauris. Çavusoğlu E. και Strutz, J. (2014) ‘We’ll Come and Demolish Your House!’: The Role of Spatial (Re)Production in the Neoliberal Hegemonic Politics of Turkey. Στο Akca, İ., Bekmen A. και Özden, B. A. (επιμ.) Turkey Reframed: Constituting Neoliberal Hegemony. London, Pluto Press, σελ. 141-156.

44


Ν ί κΝίκος ο ς ΧΧριστοφής ρισ τοφής Çetinsaya, G. (1999) Rethinking Nationalism and Islam: Some Preliminary Notes on the Roots of “Turkish-Islamic Synthesis” in Modern Turkish Political Thought. The Muslim World. 89(3-4), 350-376. Çosar, S. (2012) The AKP’s Hold on Power: Neoliberalism Meets the TurkishIslamic Synthesis. Στο Coşar S. και Yücesan-Özdemir, G. (επιμ.) Silent Violence: Neoliberalism, Islamist Politics and the AKP Years in Turkey, Ottawa: Red Quill Books, σελ. 67-92. Gözaydın, İ. (2009) Diyanet: Türkiye Cumhuriyeti’nde Dinin Tanzimi. Istanbul, İletişim. Grigoriadis, I. N. (2013) Instilling Religion in Greek and Turkish Nationalism: A “Sacred Synthesis”. Basingstoke, Palgrave. Güvenç, B. et. al. (1991) Türk-Islam Sentezi. Istanbul, Sarmal. Kafesoğlu, I. (1985) Türk-Islam Sentezi. Istanbul. Kaplan, S. (2005) “Religious Nationalism”: A Textbook Case from Turkey. Comparative Studies of South Asia, Africa and the Middle East. 25(3), 665676. Karaveli H. και Cornell, S. (2014) Davutoğlu and the “New Turkey”: The Closing of a “Hundred Year Old Parenthesis”. Bipartisan Policy Centre 26 August. Kızılyürek, N. (2006). Κεμαλισμός: Η γένεση και η εξέλιξη της επίσημης ιδεολογίας της σύγχρονης Τουρκίας. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα. Kocamaner, H. (2015) How New is Erdoğan’s New Turkey. Middle East Brief (Crown Center for Middle East Studies, April). Köker, L. (1990) Modernleşme, Kemalizm ve Demokrasi. Istanbul, İletişim. Massicard, E. (2005) Islam in Turkey: A ‘Secular Muslim’ State. Στο Roy¨, O. (επιμ.) Turkey Today: A European Country?. London, Anthem Press, σελ. 55-66. Μούδουρος, Ν. (2014) Αποκωδικοποιώντας τη «νέα Τουρκία» του Ερντογάν. TVXS, 24 Ιουλίου (https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/ apokodikopoiontas-ti-%C2%ABnea-toyrkia%C2%BB-toy-erntogan).

45


Ανοικοδομώντας τη «Νέα Τουρκία»: Μεταξύ Κεμαλισμού και «Ερντογανοποίησης»

Onar, N. F. (2015) Between Memory, History and Historiography: Contesting Ottoman Legacies in Turkey, 1923-2012. Στο Nikolaidis, K., Sebe, B. και Maas, G. (επιμ.) Echoes of Empire: Memory, Identity and Colonial Legacies. London, I. B. Tauris, 2015, σελ.141-154. Öniş Z. και Şenses, F. (2005) Rethinking of the Emerging Post-Washington Consensus. Development and Change. 36(2), 263-290. Polat, N. (2016) Regime Change in Contemporary Turkey: Politics, Rights, Mimesis. Edinburgh, Edinburgh University Press. Şen, G. (2017) Religion and Nation Building in Turkey: The Role of Institutionalised Religion in the case of Diyanet. Στο Demichelis M. και Maggiolini P. (επιμ.) The Struggle to Define a Nation: Rethinking Religious Nationalism in the Contemporary Islamic World. NJ, Gorgias Press, σελ. 251-276. Tilly, C. (2002) Stories, Identities, and Political Change. Oxford, Rowman & Littlefield. Tuğal, C. (2015) The Fall of the Turkish Model: How the Arab Uprisings Brought Down Islamic Liberalism. London and New York, Verso. Tuğal, C. (2007) NATO’s Islamists: Hegemony and Americanization in Turkey. New Left Review. 44, 5-34. Toprak, B. (2005) Secularism and Islam: The Building of Modern Turkey. Macalester International, 15(9) Toprak, B. (1981) Islam and Political Development in Turkey. Leiden, Brill. Tunçay, M. (1991) Türkiye Cumhuriyeti’nde Tek Parti Yönetiminşn Kurulması, 1923-1931. Istanbul, Cem Yayınları. Üstel, F. (1996) Türk Milliyetçiliği ya da Vatandaşlığın Kültğrel Boyutu. Στο Türkiye’nin Kürt Sorunu. Istanbul, Tüses. Waldman S. A. και Çalışkan, E. (2016) Turkey and its Discontents. London, Hurst & Co. White, J. (2013) Muslim Nationalism and the New Turks. Princeton, Princeton University Press.

46


Ν ί κΝίκος ο ς ΧΧριστοφής ρισ τοφής Χριστοφής, Ν. (2017) «Νέα» εναντίον «Παλαιάς» Τουρκίας: Συνέχειες και Ασυνέχειες. Σύγχρονα Θέματα. 137, 8-10. Yalman, G. (2012) Politics and Discourse under the AKP’s Rule: The Marginalisation of Class-Based Politics, Erdoganisation, and PostSecularism. Στο Coşar S. και Yücesan-Özdemir, G. (επιμ.) Silent Violence: Neoliberalism, Islamist Politics and the AKP Years in Turkey, Ottawa: Red Quill Books, σελ. 21-42. Yıldız, A. (2001) Ne Mutlu Türküm Diyebilene Türk Ulusal Kimliğinin EtnoKültürel Sınırları (1919-1938). Istanbul, İletişim. Yöruk, E. (2014) Neoliberal Hegemony and Grassroots Politics:The Islamist and Kurdish Movements. Στο Akca, İ., Bekmen A. και Özden, B. A. (επιμ.) Turkey Reframed: Constituting Neoliberal Hegemony. London, Pluto Press, σελ. 234-246. Zürcher, E. J. (2017) Turkey: A Modern History. 4η έκδοση, London και New York, I. B. Tauris. Διαδίκτυο https://www.cnnturk.com/turkiye/erdogan-ataturke-ataturk-dedikdiye-birileri-senaryo-yaziyor).

47


Ετήσια Επιθεώρηση Ιστορίας, Κοινωνίας και Πολιτικής, Τεύχος 5, σσ. 48-91, 2019

Παναγιώτα Άρνου

Πρόοδος και οπισθοδρόμηση: βαρβαρότητες μιας σύγχρονης εποχής

Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με μια έννοια που συναντάμε και χρησιμοποιούμε συχνά στον πολιτικό λόγο, την έννοια της Προόδου. Μια έννοια που συνήθως θεωρούμε δεδομένη ως προς τη σημασία και το περιεχόμενό της. Το ζήτημα της προόδου μας ενδιαφέρει όχι μόνο ακαδημαϊκά, αλλά και γιατι αποκτά πολιτικό νόημα και τυγχάνει πολιτικής χρήσης. Η πρόοδος αλλά και ο τρόπος που εκλαμβάνουμε την πρόοδο, είναι κάτι σχετικό. Επίσης, δεν αποτελεί κάτι δεδομένο στην ιστορία του ανθρώπου, αλλά συνδέεται με την ισορροπία δυνάμεων στην κοινωνία και τις κοινωνικές κατακτήσεις κάθε εποχής. Συνεπακόλουθα, η έννοια της προόδου έχει άμεση σχέση με την έννοια της οπισθοδρόμησης. Μάλιστα, πολλές φορές αυτό που εμφανίζεται ή που γίνεται αντιληπτό ως πρόοδος, μπορεί να επιφέρει σημαντικές οπισθοδρομήσεις στις ζωές των ανθρώπων. Όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, που εμφανίζεται ως ένα προοδευμένο κοινωνικό σύστημα, αποτελεί μια συγκαλυμμένη σχέση εκμετάλλευσης.

48


Ν ίΠαναγιώτα κ ο ς Χ ρ ι σΆρνου τοφής Η σχετικότητα της προόδου Η προοπτική της προόδου παρακινεί μεγάλο μέρος της ανθρώπινης δράσης, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, και μπορεί να αφορά διάφορους τομείς: κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό. Εκτός από ζητούμενο, συνιστά ή γίνεται αντιληπτό και ως κάτι δεδομένο, κάτι που έχει ήδη επιτευχθεί: «Ζούμε σε σύγχρονες, προοδευμένες κοινωνίες», λέγεται συχνά. Το ίδιο το περιεχόμενο της προόδου γίνεται αντιληπτό πολλές φορές ως κάτι το δεδομένο: το γεγονός ότι δεν ζούμε σε σπήλαια καθιστά τη ζωή μας πλέον προοδευμένη. Επομένως, η πρόοδος είναι πάντοτε κάτι το σχετικό. Συνιστά μια εξέλιξη προς το καλύτερο, σε σχέση με μια πρότερη κατάσταση, αποτελεί μια βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Έτσι, εάν είναι να αξιολογήσουμε την πρόοδο, θα πρέπει καταρχήν να εκτιμήσουμε την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Η πρόοδος είναι σχετική και ως προς το ποιον αφορά και ποιον δεν αφορά. Με μια απλή ματιά στο σύγχρονο κόσμο διαπιστώνουμε ότι δεν βρίσκονται όλες οι κοινωνίες στα ίδια επίπεδα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Μάλιστα, τα πιο ανεπτυγμένα κράτη βασίζονται στην εκμετάλλευση και εξάρτηση άλλων, συνήθως λιγότερο ανεπτυγμένων κρατών. Αλλά και εντός των κοινωνιών οι διάφορες κοινωνικές ομάδες διαβιούν σε διαφορετικές συνθήκες και με σχέσεις εξάρτησης και εκμετάλλευσης μεταξύ τους. Κάθε ταξική κοινωνία, ακόμη κι αν αυτή θεωρείται προοδευμένη σε σχέση με άλλες κοινωνίες, βασίζεται σε σχέσεις εκμετάλλευσης και εξάρτησης, και σε διαφόρων ειδών αποκλεισμούς. Έτσι βλέπουμε ότι δεν μπορεί να μελετηθεί μια κοινωνία χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ηγεμονικές σχέσεις εξουσίας που την καθορίζουν, όπως δεν μπορούμε να μελετήσουμε την όποια πρόοδο χωρίς να αναρωτηθούμε για τα συμφέροντα που αυτή εξυπηρετεί. Τίθεται λοιπόν και το ερώτημα: ποιο είναι το περιεχόμενο της έννοιας της προόδου σήμερα, ποια είναι η κυρίαρχη αντίληψη για την πρόοδο; Με ποια κριτήρια εκτιμούμε την πρόοδο; Με το ύψος της ατομικής καταναλωτικής δύναμης, για παράδειγμα, ή με την πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά; Σε μια κοινωνία όπου υπάρχουν αναγνωρισμένα βασικά πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες, ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης - κατά μέσο όρο - και πληθώρα προσβάσιμων καταναλωτικών αγαθών, αλλά η πρόσβαση σε δωρεάν υπηρεσίες υγείας καταρρέει, σε ποιο βαθμό και ως προς τι μπορεί να χαρακτηριστεί η κοινωνία αυτή προοδευμένη; Επίσης, μπορεί η οικονομική ανάπτυξη να ταυτίζεται με την πρόοδο; Η ανάπτυξη για την οποία γίνεται σήμερα λόγος είναι κατά κύριο λόγο οικονομική και λιγότερο κοινωνική. Είναι μια ανάπτυξη που δεν αφορά όλους, ούτε είναι αειφόρα. Σκεπασμένη από το πέπλο την άγνοιας και

49


Πρόοδος και οπισθοδρόμηση: βαρβαρότητες μιας σύγχρονης εποχής

μιας κυρίαρχης ιδεολογίας που προτάσσει μια πρόοδο κυρίως οικονομική και ατομική, βλέπουμε πολλές φορές την οπισθοδρόμηση να βαφτίζεται πρόοδος. Βαφτίζεται πρόοδος για παράδειγμα, το δημοκρατικό κράτος να μην παρέχει βασικά αγαθά υγείας και πρόνοιας στους πολίτες του. Βαφτίζεται πρόοδος η εγκατάλειψη της δημόσιας δωρεάν, ποιοτικής εκπαίδευσης και η στήριξη της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Βαφτίζεται πρόοδος η ατομική διεκδίκηση των εργασιακών δικαιωμάτων, και οπισθοδρόμηση η συλλογική οργάνωση. Η πρόοδος στην Ιστορία Το όραμα για τη δημιουργία ενός καλύτερου μέλλοντος προϋποθέτει να μην πιστεύει κανείς στο πεπρωμένο, στο μοιραίο (Pieiller, 2018). Σε αντίθεση με τις αντιλήψεις που επικρατούσαν από την αρχαιότητα μέχρι και την επικράτηση του Χριστιανισμού στη Δύση, η ανάπτυξη των επιστημών και της φιλοσοφίας του 17ου αιώνα επέτρεψαν την απελευθέρωση του ανθρώπου από προκαταλήψεις που ήθελαν τη ζωή και το μέλλον του ανθρώπου προκαθορισμένο (Pieiller, 2018). Η πρόοδος είναι κάτι που μπορεί να επινοηθεί, όπως το μέλλον είναι κάτι που μπορεί να γραφτεί και δεν είναι προκαθορισμένο (ό.π., 2018) . Η κοινωνική πρόοδος συνδέεται με τις κοινωνικές κατακτήσεις της κάθε ιστορικής εποχής. Η σύγχρονη ιστορία ειδικά, προσδιορίστηκε από την ανάπτυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την αναγνώριση της δημοκρατίας ως καθολικής αρχής. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η πρόοδος συντελείται αυτόματα και γραμμικά. Κατ’ ακρίβεια, η πρόοδος δεν αποτελεί βεβαιότητα και φαινόμενα ή τάσεις αντίθετα με την πρόοδο βρίσκονται σε κάθε κοινωνία, κάθε εποχής. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι και η ανάπτυξη του φασισμού τον 20ο αιώνα φανερώνουν περίτρανα τα πιο πάνω. Η πρόοδος δεν είναι το αποτέλεσμα μιας προδιαγεγραμμένης πορείας στην ιστορία, γι’ αυτό και δεν είναι εγγυημένη. “Ιστορικά και κοινωνικά καθορισμένη, με τη συνοδεία οπισθοδρομήσεων που την ακολουθούν όπως η σκιά της, η πρόοδος δεν είναι ποτέ απόλυτη και οριστική” (Μπενσαΐντ, 2013, σ.89). Η πορεία των πνευματικών αλλά και υλικών δυνάμεων της ανθρωπότητας δεν οδηγούν αυτόματα σε μεταβολές προς την πρόοδο. Κάθε ιστορική εξέλιξη δεν είναι παρά μόνο μια από τις πολλές δυνητικές εξελίξεις που θα μπορούσαν να λάβουν χώρα (βλ. ανάλυση Μπενσαΐντ, 2013). Στο χρονικό παρόν υπάρχουν πολλές δυνητικές εξελίξεις, υπάρχουν πολλά ενδεχόμενα για την έκβαση των γεγονότων. Τα πραγματικά γεγονότα που εν τέλει λαμβάνουν χώρα, καθορίζονται από τις

50


ΠΝαίΠαναγιώτα κνοαςγ ιΧώρτιασΆρνου τΆορφν ήο ςυ συγκεκριμένες συνθήκες, επιλογές και δράσεις των ανθρώπων. Αυτές οι επιλογές λαμβάνουν χώρα στο παρόν. Ακριβώς, ο χρόνος της πολιτικής είναι το παρόν, λέει ο Ν. Μπενσαΐντ (ό.π., σ.78). Είναι η χρονική στιγμή της - πολιτικής - δράσης. Έτσι, η δυνατότητα της προόδου μετουσιώνεται σε πραγματική (υλική και πνευματική) πρόοδο όταν υλοποιείται ή πραγματώνεται με την ανθρώπινη δράση. Με την παραπάνω ανάλυση ο Μπενσαΐντ, αντιτίθεται σε ιστορικές αναλύσεις που θεωρούν την πρόοδο ως μια αυτόματη ιστορική εξέλιξη, και που ως αποτέλεσμα θεωρούν φαινόμενα όπως ο φασισμός μια εξαίρεση που δεν ταιριάζει και δεν έχει καμία σχέση με τη σύγχρονη εποχή. Αντιτίθεται στη λογική που ερμηνεύει σύγχρονες «βαρβαρότητες» όχι ως αυτό που είναι, όχι ως φαινόμενα της σύγχρονης εποχής, αλλά ως αναβίωση ή επάνοδο παλαιών μορφών «βαρβαρότητας»: «Μια εκτίμηση της ιστορικής εξέλιξης με όρους προόδου και οπισθοδρόμησης βάσει ενός χρονολογικού άξονα βλέπει την καταστροφή υπό τη μορφή της επανόδου σε ένα παρωχημένο παρελθόν ή των επιβιώσεών του, αντί να σημάνει συναγερμό εναντίον πρωτόγνωρων, καινοφανών και απολύτως σύγχρονων μορφών μιας βαρβαρότητας που είναι πάντα ενός συγκεκριμένου παρόντος, μιας βαρβαρότητας του καιρού μας» (ό.π., σ.89). Μια τέτοια εκτίμηση που ανάγει σύγχρονες βαρβαρότητες σε κάτι ξένο για τη σύγχρονη εποχή, το προβάλλει ως κάτι που δεν αναπτύσσεται μέσα στις σύγχρονες παραγωγικές σχέσεις. Έτσι, όταν τα αίτια αποδίδονται αλλού, η επίλυση ή αντιμετώπισή τους οδηγείται σε εσφαλμένη κατεύθυνση «απενοχοποιώντας» τις πραγματικές, σύγχρονες συνθήκες και πολιτικές επιλογές, συντείνοντας ταυτόχρονα σε μια εσφαλμένη εικόνα για την πρόοδο: κάθε στοιχείο ελευθερίας ανάγεται στη σύγχρονη εποχή, ενώ κάθε βαρβαρότητα ανάγεται στο παρελθόν και άρα εκτός της αφήγησης των «σύγχρονων προοδευμένων κοινωνιών». Σχετικός είναι και ο προβληματισμός του Walter Benjamin. Όταν έγραφε τις «Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας» το 1940, έχοντας υπόψη την εμπειρία του φασισμού, εξέφραζε τον προβληματισμό του για τον τρόπο που το φαινόμενο αυτό τύγχανε ερμηνείας από τους σύγχρονούς του. Μιλούσε για την κατάπληξη την οποία εξεφραζαν πολλοί για το γεγονός ότι φαινόμενα όπως ο φασισμός «ήταν ακόμη δυνατά στον εικοστό αιώνα» (Benjamin, 1969, σ. 253-264, Θέση VIII). Ο φασισμός ερμηνευόταν ως μια κατάσταση εξαίρεσης του σύγχρονου κράτους, ως κατάλοιπο άλλων εποχών, ως ένα φαινόμενο ξένο προς τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, σαν ο φασισμός να προέκυψε ανεξάρτητα από τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα της εποχής του.

51


Πρόοδος και οπισθοδρόμηση: βαρβαρότητες μιας σύγχρονης εποχής

Ο Benjamin αντιτίθεται σε μια αντίληψη της ιστορίας που στο όνομα της προόδου δεν αναγνωρίζει την καταπίεση και την εντάσσει στην εξαίρεση. «Η παράδοση των καταπιεσμένων» λέει, “μας διδάσκει ότι η ‘κατάσταση έκτακτης ανάγκης’ στην οποία ζούμε δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας” (ό.π., Θέση VIII). Μια τέτοια αντίληψη της ιστορίας θέλει να παρουσιάσει το φασισμό ως την εξαίρεση, ως το ατυχές γεγονός, ως κατάλοιπο άλλων, πιο βάρβαρων και λιγότερο προοδευμένων εποχών και όχι ένα φαινόμενο γεννημένο στη σύγχρονη κοινωνία. Είναι μια αντίληψη που αρνείται την καταπίεση, τη βία και τη βαρβαρότητα που υπάρχει, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, σε κάθε κοινωνία. Είναι μια στρεβλωμένη αντίληψη για το παρόν αλλά και το παρελθόν, όπως η λατρεία του «ένδοξου παρελθόντος», αγνοώντας τη βαρβαρότητα και τη βία που αποτελούσε μέρος του. Τα επιτεύγματα κάθε πολιτισμού κρύβουν ταυτόχρονα το μόχθο των συγχρόνων τους και τη βαρβαρότητα της εποχής τους, λέει ο Benjamin (ό.π., σ.253, Θέση VII). Ο Benjamin προχωρά ένα βήμα παρακάτω. Μπορεί να βλέπουμε την ιστορία και ό,τι έχει γίνει μέχρι σήμερα ως μια αλυσίδα συμβάντων προς την πρόοδο, ως μια πορεία προς την πρόοδο, αλλά το παρελθόν δεν είναι παρά ένας σωρός ερειπίων, ένας σωρός γεγονότων από τα οποία προέκυψε ιστορικά, μαζί με άλλα πράγματα - και πρόοδος (ό.π., Θέση VIIII). Αυτό μας φέρνει στον L. Althusser και στο κείμενο του «Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού του αστάθμητου» (Althusser, 2006), που διερευνά τη διαδικασία αστάθμητων παραγόντων, τυχαίων συναντήσεων ανάμεσα σε διαφορετικά και ανεξάρτητα στοιχεία που καθορίζουν την ιστορική εξέλιξη, χωρίς καμιά σχέση αναγκαιότητας μεταξύ τους. Αναφέρεται ιδιαίτερα στη συγκρότηση των διαφόρων τρόπων παραγωγής, και ιδιαίτερα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Για το παρόν άρθρο, μας ενδιαφέρει να αναγνωρίσουμε ότι δεν υπάρχει μια προδιαγεγραμμένη εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων, δεν υπάρχει προδιαγεγραμμένο τέλος ή σκοπός στην ιστορία, και ως εκ τούτου η επίτευξη προόδου δεν είναι ούτε προδιαγεγραμμένη, ούτε εγγυημένη. Σε αυτό το πλαίσιο, το τυχαίο και το πιθανό στην ιστορία έχει την έννοια ότι δεν οφείλεται ούτε σε κάποιο υποτιθέμενο σκοπό της ιστορίας, αλλά ούτε σε κάποιους απόλυτους νόμους των εκάστοτε διαμορφωμένων συνθηκών ή του εκάστοτε τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας και της παραγωγής. Είναι τυχαίο με την έννοια του ιστορικού, αυτού που είναι, που ήταν, που έγινε, αυτού που υπάρχει, που υπήρξε ιστορικά, χωρίς να ανάγεται σε κάποιο άλλο νόημα ή κανόνες (και όχι αυτό που έγινε για να οδηγήσει σε κάτι άλλο). Σε αυτό το ιδιαίτερο κείμενό του, ο Althusser αναπτύσσει τη μη-τελεολογική αντίληψη της ιστορίας. Στην ιστορία δεν υπάρχει κάποιος σκοπός, κάποιο τέλος, είτε με ηθικούς, πολιτικούς ή άλλους όρους. (Althusser, 2006, σ. 190). Πώς μπορεί άλλωστε να υπάρξει τέλος ως σκοπός στην ιστορία,

52


ΠΝαίΠαναγιώτα κνοαςγ ιΧώρτιασΆρνου τΆορφν ήο ςυ όταν και αυτό το τέλος δεν μπορεί παρά να είναι παροδικό, να ξεπεραστεί από κάτι άλλο στη συνέχεια; Η ιστορία δεν διέπεται από ένα γενικό Νόημα, λέει ο Althusser, από ένα σκοπό που (σε αντιδιαστολή με φιλοσοφικές προσεγγίσεις όπως, για παράδειγμα, του Hegel) να τη διαπερνά από την αρχή μέχρι το τέλος. Ωστόσο νόημα στην ιστορία μπορεί να βρεθεί στα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα, είτε αυτά είναι ευχάριστα είτε δυσάρεστα για τους δρώντες ή για τις μελλοντικές γενιές ( βλ. Althusser, 2006, σ. 194). Η ιστορία δεν προϋποθέτει τίποτα και δεν υπόσχεται τίποτα. Η ιστορία δεν σκέφτεται, δεν κρίνει, δεν τιμωρεί. Τα υποκείμενα της ιστορίας είναι που ενεργούν, προσδοκούν, ονειρεύονται, κρίνουν και αποφασίζουν, μέσα σε άπειρους αστάθμητους παράγοντες και τυχαίες συνευρέσεις/ συναντήσεις. Όπως οτιδήποτε δεν μπορεί να είναι προκαθορισμένο, έτσι ούτε και η πρόοδος, λοιπόν. Γιατί μας ενδιαφέρουν όλα αυτά όμως; Διότι, όπως λέει ο Benjamin, έχει τίμημα αυτή «η αγύριση πίστη στην πρόοδο» (Θέση Χ). Η πίστη ότι ακολουθούμε τη ροή ενός ποταμού που η κλίση του είναι η ανάπτυξη, αυτό δεν αποτελεί παρά μια ψευδαίσθηση! (Benjamin, Θέση ΧI). Πρόοδοι και οπισθοδρομήσεις μπορούν να λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα. Έτσι, μπορούμε να θαυμάζουμε την τεχνολογική πρόοδο, αλλά να κλείνουμε τα μάτια στις οπισθοδρομήσεις της κοινωνίας. Τεχνολογική και κοινωνική πρόοδος Μια βασική παραδοχή της κυρίαρχης, αστικής αντίληψης είναι ότι η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος εγγυώνται την κοινωνική πρόοδο, την ευημερία, την ελευθερία του ανθρώπου. Ωστόσο, αυτή «η παντοδυναμία της γνώσης και της τεχνικής» δεν είναι παρά αυταπάτες της αστικής ιδεολογίας (Μπιτσάκης, 2008, σ. 3). Όπως τα κοινωνικά ζητήματα δεν μπορούν να αναχθούν σε τεχνικά προβλήματα, έτσι και η τεχνική πρόοδος δεν είναι συνώνυμη της κοινωνικής προόδου. Παρά την τεράστια τεχνολογική και επιστημονική ανάπτυξη, οι κοινωνικές ανισότητες τόσο εντός των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών όσο και στις σχέσεις μεταξύ τους και μεταξύ ανεπτυγμένων και λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών φανερώνουν το αντίθετο. Η επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη συμβαδιζει με την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, την εξάντληση των ενεργειακών αποθεµάτων και των πρώτων υλών, με τη διάλυση των κοινωνικών σχέσεων (ό.π., σ.1). Εξάλλου, ορισμένα από τα μεγαλύτερα τεχνολογικά άλματα συντελέστηκαν για στρατιωτικούς και πολεμικούς σκοπούς (ραντάρ, δορυφορική πλοήγηση και αεριωθούμενα αεροσκάφη είναι κάποια παραδείγματα του εικοστού αιώνα).

53


Πρόοδος και οπισθοδρόμηση: βαρβαρότητες μιας σύγχρονης εποχής

Στο ερώτημα ποια είναι η πραγματική πρόοδος σήμερα και ποιον αφορά, η E. Pieiller (2018) απαντά ότι αυτό που επιβάλλει ο καπιταλισμός είναι η πρόοδος του καπιταλισμού. Είναι η πρόοδος του καπιταλισμού ως σύστημα παραγωγής, ως ιδεολογία και ως ισορροπία δυνάμεων που το εξυπηρετεί (Pieiller, ό.π.). Έτσι, όταν μιλάμε για ανάπτυξη χρειάζεται να αναρωτιόμαστε για ποια ανάπτυξη μιλάμε. Η ανάπτυξη δεν είναι ουδέτερη έννοια: υπάρχει καπιταλιστική ανάπτυξη και ανάπτυξη προς όφελος των εργαζοµένων (Μπιτσάκης, 2008, σ. 1). Ακριβώς, οι πραγματικοί φορείς βελτίωσης και συλλογικής απελευθέρωσης, οι αυθεντικές πρόοδοι υπήρξαν οι αγώνες και οι κατακτήσεις (Pieiller, 2018). Πρόοδος και συγκαλυμμένη βαρβαρότητα Μπορεί οι καπιταλιστικές κοινωνίες των ελεύθερων εργαζομένων και των ελεύθερων καταναλωτών να εμφανίζονται ως η απόλυτη πρόοδος, ωστόσο η πρόοδος που επιφέρουν είναι μερική, αφού ταυτόχρονα συνεπάγονται και πολλές κοινωνικές οπισθοδρομήσεις. Η ίδια η γέννηση της αστικής κοινωνίας δεν συντελέστηκε ως ειρηνική μετάβαση από τη φεουδαρχία, αλλά επρόκειτο για μια βίαιη μετάβαση, με απόσπαση της γης των καλλιεργητών, προλεταριοποίηση του αγροτικού πληθυσμού, καταστροφή των παραδοσιακών κοινωνικών σχέσεων και εν τέλει δημιουργία νέων μορφών εκμετάλλευσης της εργασίας και νέων συνθηκών ζωής των ξεριζωμενων πληθυσμών στις πόλεις (Μπιτσάκης, 2008, σ. 3-4). Είναι η διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου που αναλύει ο Κ. Μαρξ στο «Κεφάλαιο». Η Ellen Μ. Wood αναλύει τον τρόπο με τον οποίο το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, που εμφανίζεται ως ένα προοδευμένο κοινωνικό σύστημα, συγκαλύπτει και βασίζεται σε σχέσεις εκμετάλλευσης. Στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες η εξαγωγή της υπεραξίας ήταν μια εξωοικονομική διαδικασία, ξεχωριστή από την παραγωγική διαδικασία (Wood, 2016, σ. 31). H ιδιοποίηση από την κυρίαρχη τάξη ενός μέρους του προϊόντος που παράγει η παραγωγική τάξη, συνδεόταν με την πολιτική κυριαρχία της τάξης αυτής. Η κυρίαρχη τάξη η οποία κατείχε πολιτική εξουσία και στρατιωτική δύναμη, χρησιμοποιώντας πολύ συχνά και βία (ιδιοποίηση μέρους της παραγωγής από τους άρχοντες, είτε λόγω πολιτικής εξουσίας είτε με τη βία, ιδιοποίηση περιουσίας με τη βία κ.α.). Δηλαδή, η εξουσία ιδιοποίησης της υπεραξίας ανήκε είτε στο κράτος είτε σε έναν ιδιώτη άρχοντα και ως εκ τούτου ήταν συνδεδεμένη με την εκτέλεση στρατιωτικών, δικαστικών και διοικητικών λειτουργιών (Wood, 2016, σ. 31). Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ελαχιστοποιείται η σημασία της πολιτικής κυριαρχίας για την εξαγωγή της υπεραξίας, αφού η εξαγωγή

54


ΠΝαίΠαναγιώτα κνοαςγ ιΧώρτιασΆρνου τΆορφν ήο ςυ της υπεραξίας λαμβάνει χώρα κατά την ίδια την παραγωγική διαδικασία, στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η εκμετάλλευση στον καπιταλισμό δεν χρειάζεται ούτε φορολογία, ούτε το κύρος και το φόβο της εξουσίας του άρχοντα ή του Βασιλιά, ούτε - κατά κανόνα φυσική βία. H Wood αναλύει την ιδιαιτερότητα του καπιταλισμού ως προς το διαχωρισμό της οικονομικής και κοινωνικής σφαίρας: «Η μακρά ιστορική διαδικασία που τελικά οδήγησε στον καπιταλισμό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια αυξανόμενη - και μοναδικά καλά αναπτυγμένη - διαφοροποίηση της ταξικής εξουσίας ως κάτι διαφορετικό από την κρατική εξουσία, μια δύναμη εξαγωγής υπεραξίας που δεν στηρίζεται άμεσα στον καταναγκαστικό μηχανισμό του κράτους» (Wood, 2016, σ. 33). Κατ’ επέκταση, στον καπιταλισμό η κυρίαρχη τάξη δεν έχει οποιαδήποτε κοινωνική υποχρέωση ή δημόσιες ευθύνες, όπως στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, αφού η ιδιωτική ιδιοποίηση της υπεραξίας διαχωρίζεται ολοένα και περισσότερο από την εκτέλεση των δημόσιων λειτουργιών. «Έτσι, για να κατανοήσουμε τη μοναδική εξέλιξη του καπιταλισμού, πρέπει να καταλάβουμε πως οι σχέσεις ιδιοκτησίας και οι ταξικές σχέσεις, καθώς και οι λειτουργίες της ιδιοποίησης και διανομής της υπεραξίας, κατά κάποιο τρόπο απελευθερώνονται από - και όμως εξυπηρετούνται - από τους καταναγκαστικούς θεσμούς που αποτελούν το κράτος, και αναπτύσσονται αυτόνομα» (Wood, 2016, σ. 33). Η Wood (2016, σ. 19) αναλύει αυτό που στον καπιταλισμό εμφανίζεται ως ένας διαχωρισμός σφαιρών, ιδιαίτερα ανάμεσα στο «οικονομικό» και το «πολιτικό». Αναφέρεται στον εξοστρακισμό της πολιτικής από το πεδίο της εξαγωγής της υπεραξίας, έτσι που η εξαγωγή της υπεραξίας να παύει να αποτελεί ένα άμεσα πολιτικό ζήτημα (ό.π., σ. 44). Κατά συνέπεια και ο αγώνας κατά της ιδιοποίησης της υπεραξίας εμφανίζεται όχι ως πολιτικός αγώνας αλλά ως ζήτημα όρων και συνθηκών απασχόλησης (ό.π.). Αντιθέτως, στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες η αντίδραση ενάντια, για παράδειγμα, στην υποχρέωση να δίνεται μέρος της παραγωγής στον άρχοντα ήταν αγώνας κατά της πολιτικής εξουσίας. Έτσι, τα πολιτικά δικαιώματα στις καπιταλιστικές κοινωνίες αναπτύσσονται σε ένα περιορισμένο χώρο, που εξ’ορισμού δεν αφορά την πηγή της καπιταλιστικής σχέσης εκμετάλλευσης. Η δημοκρατία περιορίστηκε στη διαχωρισμένη «σφαίρα» της πολιτικής, ενώ η εξαγωγή της υπεραξίας διεξάγεται ελεύθερα στη «σφαίρα» της οικονομίας (ό.π., 201). Η αυτονομία της οικονομικής σφαίρας από την πολιτική, η ανεξαρτησία των σχέσεων καπιταλιστικής εκμετάλλευσης από την άμεση καταναγκαστική εξουσία,

55


Πρόοδος και οπισθοδρόμηση: βαρβαρότητες μιας σύγχρονης εποχής

ο διαχωρισμός της εξαγωγής υπεραξίας από την εκτέλεση δημόσιων λειτουργιών, καθιστά δυνατή για πρώτη φορά μια δημοκρατία που είναι μόνο πολιτική (ό.π., 275). Στον καπιταλισμό, η δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι τυπική δημοκρατία (formal democracy), αφού από τη στιγμή που η πολιτική έχει διαχωριστεί από την εξαγωγή της υπεραξίας - η οποία διεξάγεται στην οικονομική σφαίρα - τότε η πολιτική, ακόμη και η δημοκρατική πολιτική, δεν μπορεί να καταργήσει την οικονομική εκμετάλλευση και ανισότητα. Κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν την κατάργηση του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ακριβώς, η ύπαρξη δημοκρατικών στοιχείων στο καπιταλιστικό κράτος δεν είναι αυτονόητη και δεν σχετίζεται τόσο με τα επίπεδα πολιτισμικής ανάπτυξης όσο με τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων. Αποτέλεσμα μιας μακράς και όχι πάντα γραμμικής πορείας διεκδικήσεων του εργατικού κινήματος και παραχωρήσεων των κυρίαρχων τάξεων, η ανάπτυξη των πολιτικών δικαιωμάτων και η κατοχύρωση της «καθολικής ψήφου» αποτέλεσαν κοινωνικές κατακτήσεις που ταυτόχρονα συνέβαλαν στη συνοχή των ταξικά διαιρεμένων καπιταλιστικών κοινωνιών. Σε αντίθεση με αυτό που προτάσσει η κυρίαρχη ρητορική, ο εκδημοκρατισμός δεν είναι αυτόματο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο αγώνας για επέκταση της ψήφου ήταν άμεσα συνδεδεμένος με την εργατική τάξη αφού ακριβώς αφορούσε την επέκταση του δικαιώματος της ψήφου και στους πολίτες που δεν είχαν περιουσία (βλ. ανάλυση Hobsbawm, 1987, σ. 96). Η αστική δημοκρατία, ή η «τυπική δημοκρατία» όπως αναφέρει η Wood, αποτελεί βεβαίως μια βελτίωση σε σχέση με πολιτικές μορφές χωρίς πολιτικές ελευθερίες, κράτος δικαίου και πολιτική αντιπροσώπευση (Wood, 2016, σσ. 252-253). Αλλά συνιστά, εξίσου και ταυτόχρονα, μια αφαίρεση από την ουσία της δημοκρατικής ιδέας και είναι ιστορικά και δομικά συνδεδεμένη με τον καπιταλισμό (Wood, 2016, σ.253). Ο Macpherson, υποδεικνύοντας τον διαχωρισμό ανάμεσα στο δικαίωμα ψήφου και την πραγματική άσκηση της πολιτικής εξουσίας, υποστηρίζει ότι παρά την επέκταση του δημοκρατικού δικαιώματος ψήφου, η πολιτική εξουσία παραμένει ουσιαστικά και κατά κύριο λόγο στην τάξη των ιδιοκτητών (Macpherson, 1986, σ. 362). Η φιλελεύθερη δημοκρατία εμφανίζεται, με βάση το κυρίαρχο αφήγημα, προϋπόθεση της λειτουργίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Συνιστά προϋπόθεση, ωστόσο, μόνο στο βαθμό που η δημοκρατία δεν παρεμβαίνει στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. «Το θέμα είναι μάλλον ότι η σύνδεση του καπιταλισμού με την “επίσημη δημοκρατία” αντιπροσωπεύει μια αντιφατική ενότητα προόδου και υποχώρησης, τόσο την ενίσχυση όσο και την υποτίμηση της δημοκρατίας» (Wood, 2016, σ.252).

56


ΠΝαίΠαναγιώτα κνοαςγ ιΧώρτιασΆρνου τΆορφν ήο ςυ Η αύξηση του κέρδους και οι κοινωνικές ανάγκες Με βάση την ανάλυση του Μαρξ, αποτελεί χαρακτηριστικό του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής το γεγονός ότι η παραγωγή καθορίζεται από το ποσοστό του κέρδους και όχι από τις ανάγκες της κοινωνίας. Η οικονομική παραγωγή στον καπιταλισμό αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση της αξίας του κεφαλαίου, ανεξάρτητα και από τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις μέσα στις οποίες συντελείται η παραγωγή (Μαρξ, 1978, σ. 316). Η παραγωγή είναι παραγωγή μόνο για το κεφάλαιο, και όχι το αντίστροφο, δηλαδή δεν αποσκοπεί στην ανάπτυξη των συνθηκών ζωής των παραγωγικών τάξεων (Μαρξ, 1978, σ. 316). Έτσι βλέπουμε, για παράδειγμα ότι, παρά την αύξηση της παραγωγικότητας - στην οποία επενδύονται τόσοι υλικοί και ανθρώπινοι πόροι - οι ώρες εργασίας των εργαζομένων τείνουν να αυξάνονται αντί το αντίθετο, το ίδιο και τα όρια συνταξιοδότησης. Επιπλέον, όλα αυτά συμβαίνουν ενώ υψηλά ποσοστά του ικανού για εργασία πληθυσμού βρίσκονται στην ανεργία. Το κεφάλαιο είναι μια κοινωνική δύναμη που είναι αποξενωμένη από την κοινωνία και αντιπαρατίθεται με αυτήν (Μαρξ, 1978, σ. 334). Ωστόσο οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες αντιπροσωπεύουν μια γενική πρόοδο στη ζωή του ανθρώπου, σε σχέση με προηγούμενες κοινωνίες (παρόλο που η πρόοδος που συνεπάγεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν αφορά με τον ίδιο τρόπο όλες τις κοινωνικές ομάδες, ή δεν αφορά όλες τις πτυχές της ζωής, ή μπορεί να μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου). Σε ποιο βαθμό όμως ένα σύστημα που, όπως το περιγράφει ο Μαρξ, δεν επιτρέπει να τεθούν ως προτεραιότητα οι κοινωνικές ανάγκες, ιστορικά αντιπροσωπεύει την πρόοδο σε σχέση με προηγούμενες κοινωνίες; Το γεγονός ότι οι καπιταλιστικές κοινωνίες είναι συνδεδεμένες με μια αντίληψη της προόδου, έχει να κάνει με διάφορους παράγοντες. Έχει να κάνει με την αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας που συνεπάγεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, την επέκταση της οικονομικής παραγωγής και τη διασφάλιση ικανοποιητικών εισοδημάτων για τις παραγωγικές τάξεις ούτως ώστε να καταναλώνεται το παραγόμενο προϊόν. Έχει επίσης να κάνει με τη φαινομενική ελευθερία του εργαζόμενου να προσφέρει την εργασία του στον εργοδότη, σε αντίθεση με το καθεστώς της δουλοπαροικίας ή της δουλείας1. Πέρα από αυτά, έχει ακόμη να κάνει και με το γεγονός ότι μαζί με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αναπτύχθηκε ο σύγχρονος αστικός πολιτισμός, άρρηκτα συνδεδεμένος με μια συγκεκριμένη αντίληψη της προόδου. Είναι η αντίληψη της προόδου που αντιπροσωπεύει ο Διαφωτισμός αναφορικά με την οργάνωση της κοινωνίας και την κοινωνική αναπαραγωγή και γενικότερα με την ιδέα της 1 Η ελευθερία είναι φαινομενική, αφού εν τέλει ο εργαζόμενος υποχρεώνεται να συμβληθεί σε μια σχέση μισθωτής εργασίας μη έχοντας άλλη επιλογή.

57


Πρόοδος και οπισθοδρόμηση: βαρβαρότητες μιας σύγχρονης εποχής

ευημερίας και του τρόπου ζωής των ανθρώπων (Cohen-Seat, 2011, σ. 57). Πρόκειται για την επικρατούσα αντίληψη για την κοινωνική οργάνωση και για το τι αποτελεί ευδαιμονία και ευημερία των ανθρώπων. Όμως, η βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης δεν είναι αυτόματο αποτέλεσμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ούτε και οι πολιτικές για μερική αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου ούτως ώστε να διασφαλίζονται τα εκάστοτε κοινωνικά αποδεκτά επίπεδα διαβίωσης. Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και των διεκδικήσεων του οδήγησε σε σημαντικά κεκτημένα, τόσο εργασιακά αλλά και ευρύτερα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά κεκτημένα. Οδήγησε στην ανάπτυξη της σύγχρονης μορφής του καπιταλιστικού κράτους, αναπόσπαστο μέρος των καθιερωμένων λειτουργιών του οποίου είναι η παροχή κοινωνικών δικαιωμάτων και υπηρεσιών (υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση). Όπως αναφέρει ο Streeck, υπάρχουν δύο διαφορετικά και συγκρουόμενα κριτήρια διαχείρισης των πόρων μιας κοινωνίας, τα οποία πρέπει να συμβιβάσει ο καπιταλισμός μετά την ανάπτυξη της αστικής δημοκρατίας2: η οριακή παραγωγικότητα του κεφαλαίου - η αύξηση του κέρδους δηλαδή - και οι κοινωνικές ανάγκες, όπως αυτές επικυρώνονται από τις συλλογικές επιλογές της δημοκρατικής πολιτικής (Streeck, 2011, σ. 7). Η ανάπτυξη των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων προκύπτει μέσα από αυτή τη συγκρουσιακή σχέση και είναι αντικείμενο διεκδίκησης και αγώνων, αλλά και επίμαχο σημείο σε περιόδους κρίσης. Στο πλαίσιο της σύγκρουσης συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων και των εργατικών διεκδικήσεων πραγματοποιούνται βήματα επέκτασης προς, αλλά και οπισθοδρόμησης από τα διάφορα κεκτημένα, ανάλογα με το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων. Έτσι, όταν οι συνθήκες και οι ταξικοί συσχετισμοί το επιτρέπουν, μπορούν να συντελούνται οπισθοχωρήσεις σε κεκτημένα δικαιώματα. Γέννηση και κρίση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης της προόδου Η τάση για παγκοσμιοποίηση της οικονομίας από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επικράτησαν την περίοδο αυτή δυσχεραίνουν τον συμβιβασμό στον οποίο αναφέρεται ο Streek (βλ. πιο πάνω). Σε αντίθεση με τις κεϋνσιανές πολιτικές των δεκαετιών 1950 και 1960, συστατικό μέρος των οποίων ήταν το κράτος πρόνοιας και οι πολιτικές βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου και ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών, από τη δεκαετία του 1980 και μετά κυριαρχεί η ιδέα της απελευθέρωσης των αγορών από το στενό πολιτικό έλεγχο, στο όνομα της οικονομικής ανάπτυξης, της αποδοτικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.

2

58

Ο Streeck χρησιμοποιεί τον όρο “δημοκρατικός καπιταλισμός”.


ΠΝαίΠαναγιώτα κνοαςγ ιΧώρτιασΆρνου τΆορφν ήο ςυ Η μονοδιάστατη αντίληψη της ανάπτυξης ως αύξησης του ποσοστού του κέρδους στο ΑΕΠ, είναι βασικό χαρακτηριστικό του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης, που δεν αφήνει περιθώριο στην ικανοποίηση των ευρύτερων κοινωνικών αναγκών. «Πρόκειται για ένα μοντέλο που ενώ αρνείται να ικανοποιήσει βασικές κοινωνικές ανάγκες (περιλαμβανομένων των αναγκών παιδείας και πολιτισμού, υγείας και ποιότητας ζωής, ελεύθερου χρόνου και δημιουργικής αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου), παράγει χλιδή αφενός και φτώχεια αφετέρου» (Τομπάζος, 2010, σ. 128). Η υποβάθμιση του κοινωνικού ρόλου του κράτους, η αύξηση του κέρδους χωρίς ανάλογη αύξηση των μισθών, η ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων, η αποδυνάμωση των ενδιάμεσων κοινωνικών θεσμών όπως τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα κ.α., φαινόμενα που χαρακτηρίζουν την νεοφιλελεύθερη περίοδο, διασαλεύουν την κοινωνική συναίνεση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών. Οι τελευταίες μερικές δεκαετίες χαρακτηρίζονται από την εξασθένιση θεσμών που παλαιότερα θεωρούνταν απαραίτητοι στη διαμεσολάβηση μεταξύ εξουσίας και πολιτών, τόσο ως προς την ατομική κοινωνικοποίηση αλλά και την απόκτηση ενός κοινωνικού ήθους αναγκαίου για την ενσωμάτωση στην καπιταλιστική οικονομία (Δουζίνας, 2011, σ. 63). Ήταν οι θεσμοί μέσω της λειτουργίας των οποίων διοχετεύονταν και περιορίζονταν οι κοινωνικές συγκρούσεις, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η γενικότερη κοινωνική ειρήνη και συναίνεση. Αντιστάθμισμα στον περιορισμό των κοινωνικών παροχών και στη συρρίκνωση των κοινωνικών θεσμών διαμεσολάβησης τη νεοφιλελεύθερη περίοδο ήταν η δημιουργία ενός καινούριου ήθους, με έμφαση στην ατομική ευμάρεια και την επιδίωξη της ατομικής επιτυχίας, μέσω σκληρού ανταγωνισμού ανάμεσα στους εργαζόμενους, είτε ως άτομα είτε ως επαγγελματικές ομάδες. Σε οικονομικό επίπεδο, οι ατομικές αυτές επιδιώξεις χρηματοδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με δάνεια που συμπλήρωναν την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων – καταναλωτών (βλ.ανάλυση Τομπάζου, 2010). Όταν η διευθέτηση αυτή δεν ήταν πλέον εφικτή και βιώσιμη, όταν δηλαδή έφτασε η ώρα της αποπληρωμής του χρέους, μαζί με την παγκόσμια οικονομία κλονίστηκε και ολόκληρο το σύστημα ατομικής αυτοπραγμάτωσης. Ο καπιταλισμός, ως μια κοινωνική τάξη πραγμάτων που συγκρατείται από την υπόσχεση της απεριόριστης συλλογικής προόδου, βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση, λέει ο Streek (2016, σ. 72). Η ανάπτυξη υποχωρεί υπέρ της διαρκούς στασιμότητας και η όποια οικονομική πρόοδος απομένει, είναι όλο και λιγότερο κοινή (ό.π). Οι σύγχρονες κοινωνίες θέτουν ως προτεραιότητα μια εκδοχή της ανάπτυξης, η οποία δεν αφορά την ευημερία του κοινωνικού συνόλου, δεν εστιάζει στην αποκατάσταση και αύξηση των μισθών των εργαζομένων και του βιοτικού επιπέδου τους

59


Πρόοδος και οπισθοδρόμηση: βαρβαρότητες μιας σύγχρονης εποχής

αλλά αντιπροσωπεύει περισσότερο τον περιορισμό του οικονομικού κόστους για τις επιχειρήσεις. Οι πολιτικές και τα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόζουν πολλοί λαοί, αντιστρέφουν τις πολιτικές των προηγούμενων είκοσι τουλάχιστον ετών που ώθησαν στον εύκολο δανεισμό, την κατανάλωση, τις επενδύσεις στο χρηματιστήριο κ.α. ως μέσα οικονομικής ανάπτυξης και ταυτόχρονα μέσα και κριτήρια επίτευξης προσωπικής ευτυχίας και κοινωνικού κύρους (Δουζίνας, 2011 σ. 75). Ενώ ο ατομικισμός, η επιδίωξη ευδαιμονίας, ο ατομικός και ο γενικευμένος ανταγωνισμός κ.α. αποτέλεσαν την κυρίαρχη ηθική της εποχής του νεοφιλελευθερισμού, στην εποχή της οικονομικής κρίσης, τα παραπάνω καθίστανται όλο και περισσότερο δυσεφάρμοστα για τη μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών. Οι άνεργοι, οι υποαπασχολούμενοι και οι επισφαλώς εργαζόμενοι δεν αποτελούν την εξαίρεση, αλλά ένα αυξανόμενα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας, γεγονός που κατέστησε ανέφικτο το καταναλωτικό πρότυπο της νεοφιλελεύθερης περιόδου για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Όπως επισημαίνει ο Δουζίνας, αν το δημόσιο χρέος έχει αναχθεί στο κεντρικό ζήτημα, τα μέτρα αντιμετώπισής του που ακολουθούνται από τις κυρίαρχες πολιτικές είναι τέτοια που οι συνέπειες τους στις συνθήκες ζωής και εργασίας, και στις ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα θα συνεχίσουν να υφίστανται ανεξάρτητα από το ίδιο το χρέος ( ό.π. σ. 66). Κυνισμός και βαρβαροτητα στις συνειδησεις των ανθρωπων Στην προσπάθεια αντιμετώπισης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, πολλές κυβερνήσεις επέλεξαν να προχωρήσουν μέσω υποβάθμισης των κοινωνικών, εργατικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Η βάση νομιμοποίησης των πολιτικών αποφάσεων έχει μετατοπιστεί στην επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισης της κρίσης, στο πλαίσιο μιας λογικής που μετά δυσκολίας εντάσσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις δημοκρατικές διαδικασίες ή την εργασιακή ασφάλεια και αξιοπρέπεια. Έτσι, η οικονομική κρίση μετατράπηκε σε νομιμοποιητικό παράγοντα για οπισθοδρόμηση σε κοινωνικά αλλά και πολιτικά κεκτημένα. Μήπως τα πιο πάνω συνιστούν παράπλευρες απώλειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και των κοινωνικών της διαστάσεων; Φαίνεται ότι είναι κάτι πέρα από αυτό…Το θεωρητικό θεμέλιο για τις πολιτικές που αφήνουν στο περιθώριο τις κοινωνικές μάζες έδωσε η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και η πίστη σε ένα συρρικνωμένο κράτος, απαλλαγμένο από κοινωνικές δημόσιες δαπάνες αλλά και από εργασιακά κεκτημένα που επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

60


ΠΝαίΠαναγιώτα κνοαςγ ιΧώρτιασΆρνου τΆορφν ήο ςυ Η άμεση ή έμμεση κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση είχε άμεση σχέση με την επιστροφή στον πυρήνα των νεοφιλελεύθερων αρχών. Πρόκειται για προϋπάρχουσες ιδέες και αντιλήψεις που βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να θεριέψουν στις συνειδήσεις, που καλλιεργούνται και λιπαίνονται από τον κυρίαρχο λόγο. Έτσι, οικονομικά επιχειρήματα προτάσσονται έναντι αναγνωρισμένων δικαιωμάτων. Η ανταγωνιστικότητα και η οικονομική ανάπτυξη τίθενται πιο πάνω από θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην αξιοπρεπή εργασία και την κοινωνική ασφάλιση, το δικαίωμα στη συνδικαλιστική οργάνωση και στην απεργία. Η συλλογική οργάνωση και συλλογική διεκδίκηση απαξιώνεται στο πλαίσιο ενός ήθους που προάγει τον ατομικό ανταγωνισμό. Στις συνειδήσεις των ανθρώπων κερδίζει έδαφος ο κυνισμός έναντι της αλληλεγγύης ανάμεσα σε διαφορετικές εθνικές, επαγγελματικές ή άλλες κοινωνικές ομάδες. Όταν οι αξίες της δημοκρατίας, της ελευθερίας του συνέρχεσθαι, της κοινωνικής αλληλεγγύης, υποσκελίζονται από άλλες οικονομικές προτεραιότητες, τότε μιλάμε για μεταβολή του συστήματος αξιών των σύγχρονων κοινωνιών και μεταβολή του πολιτισμού που αντιπροσωπεύουν. Όταν θεμελιώδη δικαιώματα χάνουν τη νομιμοποίησή τους στη συλλογική συνείδηση της κοινωνίας, στρώνεται ο δρόμος για την αμφισβήτησή τους. Η αμφισβήτηση με τη σειρά της είναι που επιτρέπει το άδειασμα, τον περιορισμό ή και την κατάργηση των δικαιωμάτων αυτών. Τα κοινωνικά κεκτημένα δεν είναι δεδομένα, αλλά μπορούν να καταστρατηγηθούν, είτε εμφανώς είτε συγκαλυμμένα. Βλέπουμε στην εποχή μας τα κεκτημένα να μετατρέπονται σε μια παραποιημένη εκδοχή του εαυτού τους, στο όνομα των οποίων η ελευθερία του ανθρώπου εν τέλει καταπατείται. Ταυτόχρονα, οι βασικοί συλλογικοί στόχοι που τίθενται αφορούν αποκλειστικά την επάνοδο στην οικονομική ανάπτυξη ενώ απουσιάζει η προοπτική ενός συλλογικού οράματος για την πρόοδο της κοινωνίας. Η πρόοδος ως κοινωνικό όραμα Τα κεκτημένα της Γαλλικής Επανάστασης, του καθολικού δικαιώματος ψήφου και του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους - κορυφαίες κατακτήσεις των αστικων κοινωνιών - δεν ήταν αποτέλεσμα, αλλά ούτε και ακολουθήθηκαν από μια γραμμική πορεία προόδου. Ανάμεσα στα διάφορα ενδεχόμενα και δυνατότητες, αυτό που επικράτησε – υπό συγκεκριμένους οικονομικούς, ταξικούς και πολιτικούς όρους – ήταν μια εκδοχή της “ανάπτυξης” η οποία σε καιρούς κρίσης μπορεί να λησμονεί τόσο την κοινωνική ευημερία όσο και τη δημοκρατία. Αυτό που εμφανίζεται σήμερα ως οπισθοδρόμηση στα κοινωνικά κεκτημένα αλλά και στην

61


Πρόοδος και οπισθοδρόμηση: βαρβαρότητες μιας σύγχρονης εποχής

προσδοκία για κοινωνική πρόοδο, είναι απότοκο της σύγχρονης εποχής. Πρόκειται για νέας μορφής βαρβαρότητες στις συγκεκριμένες συνθήκες της περιόδου του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της κρίσης του. Η πρόοδος στην καπιταλιστική κοινωνία πρέπει να εκτιμάται στο πλαίσιο της συνεχούς εξισορρόπησης ανάμεσα στη διατήρηση και αύξηση του ποσοστού του κέρδους και στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Βρισκόμενο συνεχώς υπό διαμόρφωση, το περιεχόμενο της “προόδου” σήμερα διακατέχεται ολοένα και περισσότερο από τη λογική της περικοπής, της λιτότητας και της ύφεσης, από το πνεύμα της υπαγωγής του κοινωνικού στο οικονομικό και του δημόσιου/συλλογικού στο ιδιωτικό/ατομικό. Οι εκάστοτε ταξικοί συσχετισμοί μπορούν να επιτρέψουν είτε βελτίωση των όρων και συνθηκών ζωής και επέκταση δικαιωμάτων, είτε οπισθοχώρηση από κοινωνικές κατακτήσεις. Η ίδια η καπιταλιστική κοινωνία δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή παρά στο πλαίσιο μια ενότητας προόδου και οπισθοδρόμησης. Μια τελεολογική αντίληψη της ιστορίας, του ανθρώπινου βίου ουσιαστικά, αρνείται την ενδεχομενικότητα της δράσης του ανθρώπου, τη δυνατότητα παρέμβασης μέσω της πολιτικής δράσης και των κοινωνικών διεκδικήσεων. Αρνείται την ίδια τη δυνατότητα αναγνώρισης των πιθανών εναλλακτικών επιλογών και του οραματισμού μελλοντικών στόχων. Η αντίληψη της προόδου ως δυνατότητας είναι βαθιά πολιτική και βρίσκεται στην καρδιά της πολιτικής δράσης και των αγώνων που διευρύνουν την ελευθερία και τη χειραφέτηση του ανθρώπου. Η αναγνώριση της δυνατότητας της προόδου επιτρέπει την ανάπτυξη του οράματος της προόδου, όχι απλά ως ατομικό ζήτημα, αλλά ως συλλογικό όραμα για την κοινωνική πρόοδο. Το στοίχημα της προόδου, για την εποχή μας, είναι η οριοθέτηση των κοινωνικών οραμάτων για το μέλλον και για το αν οι επόμενες γενιές θα ζουν καλύτερα από τις προηγούμενες.

62


ΠΝαίΠαναγιώτα κνοαςγ ιΧώρτιασΆρνου τΆορφν ήο ςυ Βιβλιογραφία Althusser Louis, (2006), Philosophy of the Εncounter: Later Writings, 197887, London and New York, Verso. Benjamin W., (1969), Illuminations. Schocken Books, New York. Cohen-Seat P., (2011), “At the Heart of the “Crisis of Civilisation”: The Issue of “Living Well””, in Transform !, Issue 08/2011 Δουζίνας Κ., (2011), Αντίσταση και Φιλοσοφία στην Κρίση. Πολιτική, ηθική και Στάση Σύνταγμα. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα. Hobsbawm E.J., (1987) The Age of Empire, 1875-1914, Weidenfeld and Nicolson, London. Μαρξ, Κ., (1978) Το Κεφάλαιο, Τόμος Τρίτος. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα. Μπενσαΐντ Ν., (2013) Ο Μαρξ της Εποχής Μας (μτφ Γ. Καυκιάς). Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα. Μπιτσάκης Ε. (2008), “Η έννοια της προόδου: Η αστική και η μαρξιστική αντίληψη”, http://www.survey.ntua.gr/main/studies/environ/keimena/ bitsakis.pdf (προσβαση 20/8/2018). Macpherson C.B., (1986), Ατομικισμός και Ιδιοκτησία. Η Πολιτική Θεωρία του Πρώιμου Φιλελευθερισμού από τον Hobbes ως τον στον Locke. Μετάφραση Ε. Κασίμη, Γνώση, Αθήνα. Pieiller Evelyne (2018), “Du futur, faisons table rase…”, Manière de voir, no 161, Octobre-Novembre 2018. Streeck W. (2011), “The Crises of Democratic Capitalism”. New Left Review Vol. 71, Sept-Oct 2011. Streeck W. (2016), How Will Capitalism End?: Essays on a Failing System. Verso, New York. Τομπάζος Σ. (2010), Φυγόκεντροι Καιροί. Η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση 2007, 2008, 2009… Παπαζήσης, Αθήνα. Wood Meiksins Ellen (2016). Democracy Against Capitalism. Renewing Historical Materialism. London: Verso.

63


Ετήσια Επιθεώρηση Ιστορίας, Κοινωνίας και Πολιτικής, Τεύχος 5, σσ. 64-91, 2019

Αιμιλία Βήλου1

Από την «Πραγματική Αλλαγή» στην «Αλλαγή με κατεύθυνση το Σοσιαλισμό»: Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980, μέσα από τα συνέδρια του. Εισαγωγή Οι προγραμματικές θέσεις του ΚΚΕ είναι αποτέλεσμα τόσο των ιδεολογικών διεργασιών όσο και των επιδράσεων της κοινωνικοοικονομικής συγκυρίας. Ιδιαίτερα στην, τρικυμιώδη, πρώτη περίοδο της μετάβασης στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, 1974-1981, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η πολιτική του ΚΚΕ ήταν ένα μείγμα «realpolitik», ως προς τους βραχυπρόθεσμους στόχους, και μαρξιστικής-λενινιστικής επαναστατικής γραμμής, ως προς τους μακροπρόθεσμους στόχους. Ενώ το επόμενο διάστημα τόσο ο στρατηγικός στόχος όσο και οι μέθοδοι παρέμβασης του κόμματος «σοσιαλδημοκρατικοποιούνται» μιας και το ΚΚΕ εναρμονίζεται με τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Η εσωκομματική διαμάχη που σοβεί την κομβική περίοδο 1989-1991 και η «ομφαλοσκόπηση» του ΚΚΕ λειτούργησαν εν τέλει προστατευτικά απέναντι στην ανατροπή του κομμουνιστικού του σύμπαντος, όπως το γνώριζε έως τότε. 1 Υποψήφια Δρ. Πολιτικής Επιστήμης, Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπότροφος ΓΓΕΤ-ΕΛΙΔΕΚ <aimilia.vilou@gmail.com This research has been financially supported by General Secretariat for Research and Technology (GSRT) and the Hellenic Foundation for Research and Innovation (HFRI). Scholarship Code: 189. Η πρώτη μορφή αυτού του άρθρου παρουσιάστηκε, τον Φεβρουάριο του 2018, στο πλαίσιο των σεμιναρίων των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) «ΠροΣχέδια Ιστορίας». Η γράφουσα θα ήθελε να ευχαριστήσει τους Γ. Μπαλαμπανίδη και Κ. Ελευθερίου για τις γόνιμες παρατηρήσεις τους επί του άρθρου. Αυτονόητα οι απόψεις και οι, όποιες, παραλείψεις βαραίνουν τη συγγραφέα.

64


Αιμιλία Νίκο ς Χ ρ Βήλου ισ τοφής

Το κείμενο αρθρώνεται σε δύο μέρη: στο πρώτο μέρος συμπυκνώνεται η αντίληψη του ΚΚΕ για την κοινωνική, οικονομική, πολιτική πραγματικότητα. Και στη συνέχεια αποτυπώνεται ο μηχανισμός παραγωγής των θέσεων του ΚΚΕ, η μέθοδος μελέτης και εξαγωγής συμπερασμάτων. Στο δεύτερο μέρος περιγράφονται, συνοπτικά, οι προγραμματικές διακηρύξεις του ΚΚΕ από το 1974 έως το 1991, με έμφαση στην έννοια της Αλλαγής. Παράλληλα γίνεται σύγκριση των μετατοπίσεων των κομματικών θέσεων και μια πρώτη απόπειρα ερμηνείας. Για το συγκεκριμένο άρθρο χρησιμοποιήθηκαν τα επίσημα ντοκουμέντα του κόμματος και, όπου χρειάστηκε, θεωρητικά κείμενα τα οποία είχαν παραχθεί ή εκδοθεί ή μεταφραστεί μέσα στη δεκαετία του 1980, ή το προηγούμενο διάστημα αλλά εξακολουθούσαν να θεωρούνται επιδραστικά στη δεκαετία του 1980. Στόχος είναι να αποφευχθούν, όσο είναι δυνατό, οι αναχρονισμοί στη διαδικασία ανασύστασης των αντιλήψεων του ΚΚΕ της περιόδου. Το οικονομικό-κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο, σύμφωνα με το ΚΚΕ του ’80 Σύμφωνα με τα «ορθόδοξα»2 κομμουνιστικά κόμματα, από τα αρχές του 20ου αιώνα ο καπιταλισμός βρίσκεται στο ανώτατο στάδιο, στο μονοπωλιακό, στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, συνεπώς η επερχόμενη κοινωνικοπολιτική αλλαγή θα είναι σοσιαλιστική. Σε αυτό το πλαίσιο, του ιμπεριαλισμού, το ΚΚ της κάθε χώρας αναπτύσσει ένα συγκροτημένο και εξατομικευμένο πρόγραμμα, για κάθε ξεχωριστό εθνικό παράδειγμα. Το πρόγραμμα του εκάστοτε ΚΚ συντάσσεται και οριοθετείται βάσει του επιπέδου ανάπτυξης της κάθε χώρας, ενώ παράλληλα λαμβάνεται υπόψη η ανισόμετρη ανάπτυξη των χωρών.3 Στις πιο ανεπτυγμένες χώρες (α) η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, σε βαθμό που να εξασφαλίζει τη διευρυμένη αναπαραγωγή, (β) η ίδρυση και λειτουργία εκτεταμένων βιομηχανικών συγκροτημάτων και (γ) η επιστημονική πρόοδος, έρχονται σε οξύτατη αντίθεση με την 2 Ο προσδιορισμός «ορθόδοξο», όσων αφορά τα ΚΚ, είναι περιγραφικός και όχι αξιολογικός όρος. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, με τη χρήση αυτού του όρου, περιγράφονται τα ΚΚ της περιόδου τα οποία δεν επέλεξαν τον ευρωκομμουνιστικό δρόμο και παρέμειναν, ως το τέλος(;), σε ένα «φιλοσοβιετικό» προσανατολισμό. 3 Υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις και προσεγγίσεις τόσο για το επίπεδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης όσο και για τον ιμπεριαλισμό. Υπάρχει διαφωνία για τη ακρίβεια της μετάφρασης και της απόδοσης από το πρωτότυπό, ακόμη και για τη νοηματοδότηση της λέξης «ανώτατο», αν σημαίνει «τελευταίο» ή αν σημαίνει «το πιο πρόσφατο». Η συζήτηση είναι πολύ ενδιαφέρουσα αλλά, για τις ανάγκες αυτού του άρθρου, υιοθετείται η εκτίμηση του ΚΚΕ (της περιόδου) για το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, μιας και θέτει το πλαίσιο της συζήτησης. Δηλαδή, προσεγγίζεται η έννοια «Ιμπεριαλισμός» όπως την αντιλαμβάνεται το συλλογικό πολιτικό υποκείμενο ΚΚΕ, εκείνη τη στιγμή και βάσει αυτής ερμηνεύει τον κόσμο.

65


Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980

ατομική, καπιταλιστική ιδιοκτησία και συνεπώς καθίσταται αναγκαία η αντικατάσταση της με την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Σε αυτή την περίπτωση το κράτος παρεμβαίνει στην οικονομία ώστε να εξομαλύνει τις ενδοαστικές αντιθέσεις. Παράλληλα, οι αναδιανεμητικές και οι διαμεσολαβητικές λειτουργίες του κράτους λειτουργούν, όλο και περισσότερο, προς όφελος του κεφαλαίου. Το κράτος εξακολουθεί να διατηρεί μια, σχετική, αυτοτέλεια αλλά, εν τέλει, συνενώνει τη δύναμη του με τη δράση του κεφαλαίου· αυτή η σύμφυση ονομάζεται Κρατικομονοπωλιακός Καπιταλισμός (ΚΜΚ).4 Το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΚΚΕ, εισάγεται στο κρατικομονοπωλιακό στάδιο μεταπολεμικά5 ενώ αυτή η εκτίμηση είναι εν ισχύ έως σήμερα.6 Το κράτος αποτελεί, επομένως, εργαλείο κυριαρχίας της μονοπωλιακής αστικής τάξης7 και η εκτίμηση για τον ΚΜΚ παραμένει σταθερή. Ωστόσο, η 4 Ενδεικτικά: Ινστιτούτο Οικονομικών Επιστημών της ΕΣΣΔ - Συλλογικό, Πολιτική Οικονομία του Καπιταλισμού, Δημήτρης Σάρλης (μτφ), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 91985, σ. 127-155 και 161-179 · Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Οικονομικό Ινστιτούτο - Συλλογικό, Πολιτική Οικονομία, Αθήνα, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις - Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1961, σ. 321-334 · Eugen S. Varga, Twentieth Century Capitalism, George H. Hanna (μτφ.), Foreign Languages Publishing House, Moscow, 1960, σ. 140-157 · Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ – Ινστιτούτο Κράτους και Δικαίου – Συλλογικό, Ο πολιτικός μηχανισμός της δικτατορίας των μονοπωλίων, Αλέκος Κουτσούκαλης (μτφ. για τον εκδοτικό οίκο Ναούκα Μόσχα 1974), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 31987, σ. 17-116 · Αλέκος Γεωργιάδης, Γιάννης Δραγασάκης, Μιχάλης Μιχαήλ και Μάνος Νικολαίδης, Η καπιταλιστική εκμετάλλευση στην Ελλάδα, Γιάννης Δραγασάκης (επιμ.), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 21985, σ. 157-161 · ΣΚ, «Σχετικά με τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό», Ο Ριζοσπάστης, Ένθετη Έκδοση «7 μέρες», φ. 7903, 18 Φεβρουαρίου 2001, σ. 9 · ΣΚ, «Για τον Ιμπεριαλισμό», Ο Ριζοσπάστης, Ένθετη Έκδοση «7 μέρες», φ. 7962, 6 Μαΐου 2001, σ. 9. 5 «9ο συνέδριο του ΚΚΕ: Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας», ΚΚΕ Προγραμματικά Ντοκουμέντα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2008, σ. 347-382. 6 Στις θέσεις του 16ου Συνεδρίου (2000) υπάρχει αναφορά στον ΚΜΚ, ενώ στην απόφαση του 17ου Συνεδρίου (2005) αναφέρεται ότι ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται στην «κρατικομονοπωλιακή βαθμίδα». Από εκεί κι έπειτα έχει εξαφανιστεί πλήρως η αναφορά. Όμως δεν έχει αντικατασταθεί με κάποια εναλλακτική εκτίμηση. [Βλ: 16ο συνέδριο του ΚΚΕ: Ντοκουμέντα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2001 · 17ο συνέδριο του ΚΚΕ: Ντοκουμέντα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2005 · 18ο συνέδριο του ΚΚΕ: Ντοκουμέντα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2009 · «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριο», Ο Ριζοσπάστης, φ.11428, Ένθετη Έκδοση, 9 Δεκεμβρίου 2012 · «Η πολιτική απόφαση του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΕ», Ο Ριζοσπάστης, φ.11532, Ένθετη Έκδοση, 21 Απριλίου 2013 · «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 20ο Συνέδριο», Ο Ριζοσπάστης, φ.12609, Ένθετη Έκδοση, 18 Δεκεμβρίου 2016 · «Η πολιτική απόφαση του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΕ», Ο Ριζοσπάστης, φ.12698, 9 Απριλίου 2017, σ. 13-20] 7 Χριστόφορος Βερναρδάκης, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1974-1985. Σχέσεις εκπροσώπησης και σχέσεις νομιμοποίησης στο φως του πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού, Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1995, σ. 169-172.

66


μςι λΧί αρ Βήλου Αιμιλία Ν ίΑκιο ιΒσήτ λοοφυή ς μετακίνηση του ΚΚΕ σε πιο μεταρρυθμιστικές θέσεις (από το 1973 στο 1991) προϋποθέτει ένα κράτος ουδέτερο και όχι υποχείριο, κάτι που δημιουργεί αντιφάσεις στη θεωρητική αντίληψη του ΚΚΕ. Πώς μελετάμε το ΚΚΕ; Για να αναλυθούν ο λόγος, οι προτάσεις, οι θέσεις, οι αποφάσεις, οι επιλογές, οι διαφωνίες, οι αφορισμοί οποιουδήποτε πολιτικού υποκειμένου, ατομικού ή συλλογικού, είναι απαραίτητο να έχει γίνει κατανοητός ο μηχανισμός παραγωγής τους. Στην περίπτωση του ΚΚΕ οι συμπαγείς θέσεις που εκφράζει προς την κοινωνία καθιστούν ευκολότερη την εμβάθυνση σε αυτές. Πάντα με την επιφύλαξη oτι γίνεται αντιληπτό προς τα έξω μόνο το αποτέλεσμα μιας εσωκομματικής διαδικασίας, η οποία βρίθει αντιθέσεων, αντιφάσεων και πολύ συχνά, προκύπτει από ιδεολογικο-πολιτική διαπάλη. Οπότε από τα επίσημα κείμενα του ίδιου του κόμματος μπορεί να απομονωθεί η εξής διαδικασία προγραμματικού επιχειρήματος, η οποία ισχύει για κάθε χρονική περίοδο: Προσδιορίζεται η θέση της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα· εκτιμάται ο χαρακτήρας της αλλαγής· εντοπίζονται οι «κινητήριες δυνάμεις της επαναστατικής διαδικασίας»· με γνώμονα τα παραπάνω προκύπτει το μετωπικό, συμμαχιακό σχήμα που προτείνει το ΚΚΕ στην κοινωνία.8 Αναλυτικότερα: Κατ’ αρχάς προσδιορίζεται, σε κάθε χρονική στιγμή, από τα συλλογικά όργανα του κόμματος, η θέση της χώρας στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και οι κυρίαρχες κοινωνικές αντιθέσεις. Εδώ παρεκβατικά, άλλα αναγκαία, χρειάζεται να παρουσιαστεί η αντίληψη του ΚΚΕ για τον ιμπεριαλισμό, όπως προκύπτει από τα επίσημα κείμενα του ίδιου του κόμματος. Βασικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού αποτελούν: η εμφάνιση και δημιουργία του μονοπωλίου. Η διεθνοποίηση του καπιταλισμού μέσω του εμπορίου και της παγκόσμιας αγοράς. Η εξαγωγή κεφαλαίων και η συγχώνευση εταιρειών σε διεθνή τράστ. Η οριστικοποίηση του καταμερισμού των εδαφών από τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις. Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργούνται πολύπλοκα δίκτυα πολιτικο-οικονομικο-στρατιωτικής εξάρτησης μεταξύ των εθνικών καπιταλιστικών κρατών. Αποτέλεσμα των (αλληλο)εξαρτήσεων είναι οι ανισοβαρείς σχέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, σύμφωνα με το «Νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης, οι οποίες μπορούν να περιγραφούν ως σχέσεις εξουσίας και υποταγής.9 Στο έργο του Λένιν το σύστημα αυτό 8 Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ, Θεωρητικά ζητήματα στο πρόγραμμα του ΚΚΕ, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2015, Εισαγωγή σ. 9-17. 9 Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Οικονομικό Ινστιτούτο - Συλλογικό, ό.π, σ. 335-339.

67


Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980

περιγράφεται ως «παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα».10 Καθήκον ενός ΚΚ είναι να διαπιστώσει τη θέση της χώρας ευθύνης του στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και να διαμορφώσει κατάλληλα την στρατηγική11 του, ώστε να ανταποκρίνεται στην οικονομική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις αντιθέσεις που σοβούν στην υπό μελέτη κοινωνία. Παρ’ όλο που, η βασική αντίθεση στον καπιταλισμό είναι η αντίθεση «κεφαλαίου - εργασίας» ενυπάρχουν και άλλες αντιθέσεις, διαφορετικές σε κάθε χώρα, οι οποίες ενδέχεται να είναι οξύτερες από τη βασική αντίθεση. Αυτές ονομάζονται κύριες ή κυρίαρχες αντιθέσεις. Στη χάραξη της στρατηγικής ενός ΚΚ λαμβάνονται υπόψη τόσο η βασική όσο και η κυρίαρχη αντίθεση της δοσμένης κοινωνίας. Αν είναι ασύμπτωτες μεταξύ τους τότε προϋποτίθεται η επίλυση της κυρίαρχης αντίθεσης, ώστε να επιλυθεί η βασική, δηλαδή η αντίθεση «κεφαλαίου – εργασίας». Βάσει του προσδιορισμού της θέσης της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα γίνεται εκτίμηση, από το ΚΚ, του χαρακτήρα της αλλαγής. Όπου η αλλαγή μπορεί να έχει οποιοδήποτε πρόσημο και νοηματοδοτείται ποικιλοτρόπως, όχι μόνο “επαναστατικώ τω τρόπω”, με την τρέχουσα ερμηνεία του όρου, δηλαδή τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Αν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μιας χώρας έχει υπερβεί τα όρια που θέτουν οι σχέσεις παραγωγής12 τότε αναπτύσσονται τόσο ισχυρές αντιφάσεις στην κοινωνία, 10 Παράλληλα προτείνεται η θεωρία του «αδύναμου κρίκου». Δηλαδή η σοσιαλιστική επανάσταση θα λάβει χώρα σε εκείνο το κράτος όπου θα έχουν συσσωρευθεί οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος και θα έχει οξυνθεί η κοινωνική διαπάλη σε τέτοιο το βαθμό ώστε δε θα είναι πλέον δυνατό να διευθετήθούν/επιλύθούν εντός του καπιταλιστικού συστήματος. Σε αυτή τη χώρα θα είναι αναπόφευκτη η πολιτική έκφραση της αντίθεσης «κεφαλαίου – εργασίας» και η συνακόλουθη εκκίνηση της επαναστατικής διαδικασίας. Φυσικά τη θεωρία του «αδύναμου κρίκου» την υιοθετεί και το ΚΚΕ αλλά δε θα μας απασχολήσει, τουλάχιστον για την περίοδο 1974-1991, μιας και δεν υπήρχε η εκτίμηση ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ο «αδύναμος κρίκος». 11 Για το ΚΚΕ, τουλάχιστον για έως το 18ο Συνέδριο (Αθήνα 2009), υφίσταται διάκριση μεταξύ της «τακτικής» και της «στρατηγικής». Η «στρατηγική» αποτελεί την κύρια κατεύθυνση της ταξικής πάλης και μένει αμετάβλητη καθ όλη τη διάρκεια αυτής ενώ η «τακτική» αποτελεί μέρος της «στρατηγικής», υποτάσσεται σε αυτή, επιδιώκει επί μέρους στόχους ενώ μπορεί να υπάρχουν εναλλαγές στις «τακτικές» που επιλέγει ένα ΚΚ στη διαδικασία της ταξικής πάλης. [Δημήτρης Γ. Κασιούρας, Σύντομο Κοινωνικοπολιτικό Λεξικό, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 101995, σ. 237-8]. Στο παρόν κείμενο δεν υιοθετείται η κομματική ορολογία και η συνακόλουθη διάκριση «τακτικής-στρατηγικής», όπου είναι αναγκαία η διαφοροποίηση επισημαίνεται. 12 Στα κείμενα τα οποία έχουν εκδοθεί έως, περίπου, τα μέσα της δεκαετίας του 1990 διαβάζουμε «παραγωγικές σχέσεις» και όχι «σχέσεις παραγωγής». Συν το χρόνω η φράση «παραγωγικές σχέσεις» θεωρήθηκε ως εσφαλμένη μετάφραση, η οποία αντικατοπτρίζει διαφορετικού τύπου σχέσεις και αντικαταστάθηκε. Στο παρόν κείμενο χρησιμοποιείται η, κατά το ΚΚΕ, ορθή φράση «σχέσεις παραγωγής» για πρακτικούς λόγους, ώστε να υπάρχει συμβατότητα με πιο σύγχρονα κείμενα και να μπορεί να γίνει συγκριτική ανάγνωση.

68


μςι λΧί αρ Βήλου Αιμιλία Ν ίΑκιο ιΒσήτ λοοφυή ς ώστε να οδηγούνται σε σύγκρουση οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή οι σχέσεις παραγωγής.13 Παρ’ όλες τις αντιφάσεις που αναπτύσσονται είναι πιθανό να μην επέρχεται άμεση ανατροπή στο δεδομένο κοινωνικοπολιτικό σχηματισμό. Και ενώ η παγκόσμια ανάπτυξη του καπιταλισμού ορίζει ως βασική αντίθεση την αντίθεση «κεφαλαίου – εργασίας» ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της αλλαγής επηρεάζεται από την κύρια/κυρίαρχη αντίθεση της κάθε χώρας. Οπότε, ναι μεν η αλλαγή θα είναι σοσιαλιστική όμως, σε μια χώρα με βαθιές εξαρτήσεις από άλλες καπιταλιστικές χώρες (όπως υπήρχε η κομματική και όχι μόνο, εκτίμηση ότι ήταν η ελληνική περίπτωση) πρέπει πρώτα να επιλυθεί η κύρια/κυρίαρχη αντίθεση. Κατά συνέπεια: είναι πιθανό να προτεραιοποιείται η εθνικοαπελευθερωτική ή η αντιιμπεριαλιστική ή η αντιαποικιοκρατική πάλη, με προσδοκώμενα τα αντίστοιχα αποτελέσματα και εν συνεχεία η αντικαπιταλιστική πάλη, με στόχο το σοσιαλισμό.14 Από τα παραπάνω, τη θέση της χώρας στο καπιταλιστικό σύστημα και το χαρακτήρα της αλλαγής, προκύπτουν οι κινητήριες δυνάμεις της αλλαγής/επανάστασης. Οι κινητήριες δυνάμεις της αλλαγής/ επανάστασης είναι ταξικά προσημασμένες και προσδιορίζονται με βάσει τα λενινιστικά κριτήρια για τις τάξεις, όπως τα προσλαμβάνει και τα ερμηνεύει το αντίστοιχο ΚΚ στην ανάλογη περίσταση.15 Προφανώς τα ΚΚ απευθύνονται, κατά κύριο λόγο, στην εργατική τάξη, άλλωστε αντιλαμβάνονται εαυτά ως κόμματα της εργατικής τάξης, όμως οι κοινωνίες συμπεριλαμβάνουν παραπάνω από δύο τάξεις, εντός των οποίων ενυπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, άρα είναι αναγκαία η διαπίστωση της δυνατότητας και των ορίων, συνεργασίας. Συνεπώς, σε μια χώρα αποικιοκρατούμενη τα συμφέροντα της εργατικής τάξης συμπλέουν με τα συμφέροντα των μεσαίων στρωμάτων και με τα συμφέροντα σχεδόν του συνόλου της αστικής τάξης, μιας και αυτή 13 Καρλ Μάρξ, Το Κεφάλαιο III, Παναγιώτης Μαυρομμάτης (μτφ.), Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1978, σ. 305-337. 14 Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Οικονομικό Ινστιτούτο - Συλλογικό, ό.π., σ. 354-377 και 406-411. 15 «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους, από τη θέση που έχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους που είναι στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη με νόμους, προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλιά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα στο καθορισμένο ιστορικά σύστημα της κοινωνικής παραγωγής.» [Βλαντιμιρ Λένιν, «Η μεγάλη πρωτοβουλία», Άπαντα, τόμος 39, Θ. Λιακόπουλος (επιμ. Μτφ.), Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1988, σ.15]

69


Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980

καταπιέζεται από την αστική τάξη της χώρας-αποικιοκράτη. Σε αυτή την περίπτωση η έγκληση που μπορεί να απευθύνει το ΚΚ της χώρας είναι αντιαποικιοκρατική και γι’ αυτό διαταξική, μιας και ο χαρακτήρας της αλλαγής, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, θα είναι εθνικοαπελευθερωτικός. Σε μια χώρα όπου είναι εξαρτημένη οικονομικά, άρα πολλαπλώς, από μια άλλη χώρα (ή σύμπλεγμα χωρών), όμως θεσμικά είναι φιλελεύθερη δημοκρατία, η πάλη λαμβάνει χαρακτηριστικά αντιιμπεριαλιστικά και η έγκληση, ενδεχομένως, είναι λιγότερο ευρεία, απ’ ότι στην προηγούμενη υπόθεση. Για παράδειγμα, σίγουρα δεν περιλαμβάνεται η μονοπωλιακή αστική τάξη της χώρας και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες στους πιθανούς συνεργάτες της εργατικής τάξης. Σε μια χώρα όπου δεν έχει ισχυρές εξαρτήσεις από άλλες χώρες, απολαμβάνει μια φιλελεύθερη δημοκρατία και οι παραγωγικές δυνάμεις της είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένες, τότε η πάλη θα είναι αντικαπιταλιστική και η έγκληση θα απευθύνεται προς την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, δηλαδή τα φτωχοποιημένα μεσαία στρώματα και τους μικρούς αγρότες. Βάσει των παραπάνω διαμορφώνεται η μετωπική πολιτική ενός ΚΚ. Κατ’ επέκταση, μέσω αυτού του σχήματος, μπορεί να γίνουν κατανοητές οι επιλογές που αφορούν στην πολιτική συμμαχιών, ενώ είναι δυνατό να ερμηνευθούν οι επιμέρους αποφάσεις και δράσεις του κόμματος. Οι μετωπικές συμμαχίες μπορεί να είναι σε πολιτικό επίπεδο, με άλλες πολιτικές δυνάμεις ή σε κοινωνικό επίπεδο.16 Ενδέχεται να αποτελεί συνδυασμό, δηλαδή να είναι ένα μετωπικό σχήμα με πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, το οποίο εκβάλει και στα δύο πεδία. Μπορεί να έχει ένα μικρό χρονικό ορίζοντα, ή να συγκροτηθεί με μακρόπνοο σχεδιασμό. Επομένως, η προγραμματική πρόταση ενός ΚΚ αποτελεί το όχημα συσπείρωσης δυνάμεων γύρω από το κόμμα και της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών. Το πρόγραμμα του ΚΚ είναι η επί χάρτου αποτύπωση της επαναστατικής διαδικασίας, ο στόχος και τα μέσα επίτευξής του. Δεν αποτελεί εκλογικό μανιφέστο, αν και δεν αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί ως τέτοιο και είναι σχέδιο μακράς πνοής. Αποφασίζεται από το συνέδριο του κόμματος, συνδιαμορφώνεται από το σύνολο των μελών και, συνήθως, βρίσκεται εν ισχύ για περισσότερες από μια μεσοσυνεδριακές περιόδους.17 16 Μεταπολιτευτικά το ΚΚΕ έχει αξιοποιήσει δύο βασικούς τύπους κινητοποίησης και συνεπώς τα αντίστοιχα μετωπικά σχήματα, στο συνδικαλιστικό και στο αντιϊμπεριαλιστικό/ φιλειρηνικό πεδίο, τους οποίους αξιοποιεί έως και σήμερα. [Βλ. Κώστας Π. Ελευθερίου, Η στρατηγική του ΚΚΕ στην ύστερη Μεταπολίτευση: ανάμεσα σε δύο μοντέλα κινητοποίησης, Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2017] 17 Το πρόγραμμα του 9ου συνεδρίου (1973) προσαρμόστηκε στο 10ο συνέδριο (1978) ενώ αποφασίστηκαν ουσιαστικές αλλαγές στο 12ο συνέδριο (1987) χωρίς όμως να αλλάξει το σώμα του κειμένου. Εν τέλει το πρόγραμμα προτάθηκε να αλλάξει, επί της ουσίας, στο 13ο συνέδριο (1991) όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Το 15ο συνέδριο (1996) ψήφισε νέο πρόγραμμα, του οποίου διατάξεις συγκεκριμενοποιήθηκαν στο 16ο συνέδριο (2000). Το 19ο

70


μςι λΧί αρ Βήλου Αιμιλία Ν ίΑκιο ιΒσήτ λοοφυή ς Η υλοποίηση του προγράμματος του ΚΚ αποτελεί ένα αναγκαίο βήμα της επαναστατικής διαδικασίας και τουλάχιστον σε επίπεδο σχεδιασμού, αναπόσπαστο κομμάτι αυτής. Η δημιουργία μετωπικών σχηματισμών είναι απότοκο της υλοποίησης του προγράμματος του κόμματος. Συνοπτικά, ο χαρακτήρας της επανάστασης και οι κινητήριες δυνάμεις ορίζουν το εύρος του μετωπικού σχήματος, ενώ το πολιτικό περιβάλλον το πλαίσιο του. Ασφαλώς η βραχυπρόθεσμη πολιτική πρακτική, «τακτική» στην κομματική ορολογία, επηρεάζεται έντονα από το πολιτικό περιβάλλον. Η ιστορικοποίηση των συνθηκών και η προσαρμογή της θεωρίας στους συγχρονικούς καταναγκασμούς αντανακλάται στη χάραξη στρατηγικής. Οπότε, αν και δεν αναφέρεται ρητά, το ΚΚΕ προσπαθεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας και της συγχρονίας, οπότε διαμορφώνει με ρεαλισμό τον τρόπο δράσης του. Κατά συνέπεια, της χάραξης της μετωπικής/συμμαχιακής στρατηγικής ενός ΚΚ –θα έπρεπε να- προηγείται η «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης». Από τη νομιμοποίηση στη διάσπαση Τόσο στην εκπνοή της δικτατορίας όσο και μεταπολιτευτικά, ήταν σαφές ότι οποιαδήποτε ριζοσπαστικοποίηση του λαού μπορούσε να γίνει μόνο μέσα από τις διαδικασίες εκδημοκρατισμού της χώρας, Συνεπώς για να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε κοινωνικοπολιτική αλλαγή στην ελληνική κοινωνία ήταν απαιτητό ένα δημοκρατικό πλαίσιο. Η επίδραση των κομμάτων στον εκδημοκρατισμό της χώρας, ενισχυμένη και καθοριστική στην ελληνική περίπτωση, απαιτούσε μια ευρεία συναίνεση και η συμμετοχή του ΚΚΕ σε αυτήν κρινόταν αναγκαία. Το ΚΚΕ φαίνεται ότι κατανοούσε τις συνθήκες και τελικά συμμετείχε στο δημοκρατικό μετασχηματισμό της χώρας και στον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας. Συνυπολογίζοντας τον κομβικό ρόλο των συνεδρίων, τα οποία καταλαμβάνουν κορυφαία θέση στην «πυραμίδα» της καθοδήγησης, και σημαντικές ιστορικές στιγμές μπορεί κανείς να διακρίνει τρείς περιόδους στην ιστορία του ΚΚΕ από τη νομιμοποίηση του ως τη διάσπαση:18 συνέδριο (2013) άλλαξε εξ’ ολοκλήρου το πρόγραμμα, το οποίο εμπλουτίστηκε στο 20ο συνέδριο (2017). [Βλ. «Χρονικό Συνεδρίων του ΚΚΕ», ΚΟΜΕΠ, έκτακτο τεύχος, 2000] 18 Αντλώντας την ιδέα από διάφορους θεωρητικούς (βλ. R. Michels, A. Pizzorno) για την οργανωτική εξέλιξη ενός κόμματος, έτσι όπως συνοψίζεται από τον A. Panebianco, αναγνωρίζουμε δύο «κύκλους εξέλιξης» του ΚΚΕ μεταπολιτευτικά. Στον κάθε έναν από αυτούς τους «κύκλους» το ΚΚΕ (ανα)γεννάται, σταθεροποιείται και εισέρχεται σε κρισιακή περίοδο. Η πρώτη περίοδος είναι: 1974-1981, 1982-1987 και 1988-1991. Η δεύτερη περίοδος είναι: 19911995, 1996-2004 και 2005-…. [Angelo Panebianco, Political Parties: Organization and Power, Marc Silver (tr), Cambridge, Cambridge Studies University Press, 1988, σ. 17-20].

71


Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980

1974-1981, η περίοδος της (ανα)γέννησης.

1982-1987, η περίοδος της σταθεροποίησης

1987-1991, η περίοδος της κρίσης.

Η διαδικασία της μετατόπισης των θέσεων του ΚΚΕ από το 1974 έως το 1991 μπορεί να αναχθεί σε τρία, σχετικά, διακριτά επίπεδα τα οποία συνδέονται μεταξύ τους, το ένα αποτελεί συνέχεια και συμπλήρωση του άλλου. Πρώτο επίπεδο: Οι εξελίξεις στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Δεύτερο επίπεδο: οι αλλαγές στο ελληνικό κομματικό σύστημα. Τρίτο επίπεδο: οι εσωκομματικές διεργασίες. Η επιρροή καθενός από αυτούς τους παράγοντες αναζητείται στις τρείς υπο-περιόδους (1974-1981, 1982-1987, 1988-1991) και εξηγεί, μερικώς, τις επιλογές μετατόπισης των προγραμματικών θέσεων του ΚΚΕ. 1974-1981: η περίοδος της αναγέννησης. 9ο Συνέδριο19 και 10ο Συνέδριο ΚΚΕ20 Μια σειρά από διεθνή γεγονότα και τα «απόνερα» της πετρελαϊκής κρίσης (όπου η οικονομία της ΕΣΣΔ βρίσκεται ακόμη σε ύφεση σε αντίθεση με την ανάκαμψη των οικονομιών στη Δυτική Ευρώπη), περιπλέκουν περαιτέρω το ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής. Η διάσκεψη του Ελσίνκι και η συνακόλουθη συγκρότηση επιτροπών Ελσίνκι21 δημιουργεί στις σοσιαλιστικές δημοκρατίες ένα, όχι ιδιαίτερα επιδραστικό αλλά εμφανές, κύμα αμφισβήτησης, το οποίο περιορίζεται στο χώρο των διανοουμένων. Οι προσπάθειες περιορισμού του, παράλληλα με την παρέμβαση της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν (1979) και την καταστολή των απεργιακών κινητοποιήσεων στο Γκντανσκ της Πολωνίας (1980-1), ανασύρουν

72

19 Ανατολικό Βερολίνο, Δεκέμβριος 1973. 20 Γήπεδο Μίλωνα, Νέα Σμύρνη, Μάιος 1978. 21 Τον Αύγουστο του 1975 υπογράφεται η τελική πράξη του Ελσίνκι για την ασφάλεια και τη συνεργασία στην Ευρώπη. Προβλέπονται μέτρα ανοικοδόμησης και εμπιστοσύνης μεταξύ ανατολής και δύσης, ενώ διασφαλίζεται έμμεσα η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα των σοσιαλιστικών δημοκρατιών, όπως και το καθεστώς μη επέμβασης στο εσωτερικό των χωρών. Η ΕΣΣΔ το θεωρεί πολύ σημαντικό, ενώ η έβδομη πράξη/αρχή προέβλεπε ότι τα τριανταπέντε κράτη που συμμετέχουν «να προάγουν και να ενθαρρύνουν την αποτελεσματική άσκηση των ατομικών, πολιτικών, οικονομικών κοινωνικών, πολιτιστικών και άλλων δικαιωμάτων και ελευθεριών» όπως και να «αναγνωρίζουν και να σέβονται την ελευθερία του ατόμου να πρεσβεύει και να ασκεί, μόνος του ή σε κοινότητα με άλλους , τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις του δρώντας σύμφωνα με τις επιταγές της συνείδησης του ». Η αρχή αυτή έδινε ερείσματα στην αντιπολίτευση των δημοκρατιών οπότε άρχισαν να κάνουν την εμφάνισης τους «Επιτροπές Ελσίνκι», οι οποίες συσπείρωναν κόσμο γύρω από τέτοιες θεματικές.


μςι λΧί αρ Βήλου Αιμιλία Ν ίΑκιο ιΒσήτ λοοφυή ς ερωτήματα και δημιουργούν μια έκδηλη αμηχανία στα σοβιετόφιλα ΚΚ. Στην ελληνική περίπτωση το ΚΚΕ καλείται να λάβει θέση για τα προαναφερθέντα γεγονότα και εγκαλείται για τις επιλογές των αδελφών ΚΚ, κυρίως του ΚΚΣΕ.22 Εντονότερες πιέσεις δέχεται από το χώρο της νεολαίας και κυρίως της σπουδάζουσας νεολαίας, στον οποίο δραστηριοποιούνται νεολαιίστικες οργανώσεις με ριζοσπαστικό προσανατολισμό.23 Το 9ο συνέδριο του ΚΚΕ συγκαλείται σε καθεστώς παρανομίας στο Ανατολικό Βερολίνο το Δεκέμβριο του 1973 και λόγω των συνθηκών βασικό μέλημα του κόμματος αποτελούσε η αποκατάσταση της δημοκρατίας. . Σε εκείνο το συνέδριο ψηφίστηκε το νέο πρόγραμμα του ΚΚΕ, το οποίο εμπλουτίστηκε, αναθεωρήθηκε, αναδιαμορφώθηκε στο 10ο συνέδριο (Αθήνα, Μάιος 1978).24 Στο πρόγραμμα του ΚΚΕ (1973) χαρακτηρίζεται η τρέχουσα περίοδος ως «πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό», όμως αν και διαπιστώνεται ότι ο καπιταλισμός αδυνατεί να αλλάξει το συσχετισμό των δυνάμεων προς όφελος τους, παραμένει ανοικτή η δυνατότητα μετάβασης στο σοσιαλισμό με ειρηνικό τρόπο.25 Επανεπιβεβαιώνεται η εκτίμηση περί ΚΜΚ, «οικονομική ισχύς των μονοπωλίων με δύναμη του κράτους» και ενώ οξύνεται η αντίθεση «κεφαλαίου εργασίας» ταυτόχρονα ενδυναμώνονται οι κύριες αντιθέσεις, «πόλης-χωριού», «ντόπιου κεφαλαίου-ξένου κεφαλαίου», «μονοπωλιακής αστικής τάξης – μη μονοπωλιακής αστικής τάξης».26 Οπότε: ο χαρακτήρας της αλλαγής θα είναι σοσιαλιστικός 22 Tony Judt, Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο, τ.3, Ελένη Αστερίου (μτφ), Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2012, σ.76-78, 179-194 και 207-210. 23 Κατά τη διάρκεια της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου δραστηριοποιούνται αρκετές δεκάδες οργανώσεις στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς οι οποίες διεισδύουν κυρίως στο νεολαιΐστικό χώρο. Σημαντικότερη, κατά τη γράφουσα, εξέλιξη αποτελεί η διάσπαση της ΕΚΟΝ – Ρήγας Φεραίος, η συγκρότηση και εν τέλει η διάλυση της Β Πανελλαδικής (1979-1981). 24 Οι αλλαγές που έγιναν από στο πρόγραμμα από το 9ο στο 10ο συνέδριο αφορούν, κατά βάσει θέματα που άπτονται του αντιδικτατορικού αγώνα, στο παρόν κείμενο εξετάζεται το αναθεωρημένο πρόγραμμα του 1978. Να σημειωθεί ότι, αν και γίνεται αμέσως μετά την εξέγερση του πολυτεχνείου η οποία σε κάποιο βαθμό απασχόλησε το συνέδριο, οι θέσεις της ΚΕ είχαν ανακοινωθεί αρκετά νωρίτερα οπότε η επιδραστικότητα του γεγονότος μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι ασθενής. 25 «Η Ελλάδα, χώρα καπιταλιστική, ανήκει στο παγκόσμιο σύστημα του καπιταλισμού, που περνά την Τρίτη φάση της γενικής του κρίσης. Οι συνέπειες της κρίσης αυτής γίνονται αισθητές και στη χώρα μας, ιδίως εξαιτίας της μεγάλης εξάρτησής της από το κεφάλαιο». [«9o Συνέδριο του ΚΚΕ…», ό.π., σ. 348-350]. 26 «Η ανάπτυξη του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, από τη μια, και το μεγάλωμα της έντασης της εξάρτησης της χώρας από το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο, μαζί με τη στενή πρόσδεσή της στο άρμα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, από την άλλη, όξυναν

73


Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980

μιας και η βασική αντίθεση είναι η αντίθεση «κεφαλαίου-εργασίας», άρα υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για το «πέρασμα» της χώρας στο σοσιαλισμό. Παράλληλα, κυριαρχεί η αντίθεση μεταξύ της «ντόπιας μονοπωλιακής ολιγαρχίας» και του «ιμπεριαλισμού». Το συνέδριο εκτιμά ότι η χώρα θα φτάσει στο ευκταίο αποτέλεσμα, το σοσιαλισμό, μέσω μιας «ενιαία(ς) επαναστατική(ς) διαδικασία(ς) που θα περιλαμβάνει δύο στάδια επαναστατικών μετασχηματισμών, τα οποία είναι στενά συνδεδεμένα». Πρόκειται για ένα αντιiμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό στάδιο και ένα σοσιαλιστικό στάδιο.27 Το πρώτο σκέλος αναμένεται να οδηγήσει στη «δημοκρατία του λαού», στην οποία την εξουσία θα έχουν οι αντιιμπεριαλιστικές, αντιμονοπωλιακές, δημοκρατικές δυνάμεις.28 Για το δεύτερο σκέλος, το σοσιαλιστικό, δεν υπήρξε πρόβλεψη μιας και η εξέλιξη του σχεδιασμού θα ήταν συνάρτηση του συγχρονικού συσχετισμού δυνάμεων, επομένως θα ήταν αποτέλεσμα μελλοντικών επεξεργασιών.29 Η πιθανότητα για μετάβαση στο σοσιαλισμό με ειρηνικό τρόπο, ακόμη και δια της κοινοβουλευτικής οδού, οδηγεί το ΚΚΕ στη διατύπωση κατάλληλου σχεδιασμού. Αιχμή αποτελεί ένα μετωπικό σχήμα το οποίο θα βασιστεί σε ισχυρό μαζικό κίνημα, μην αποκλείοντας την πιθανότητα ένοπλης κλιμάκωσης,30 μιας και αποτυπώνονται ανησυχίες ότι σε ένα τόσο διευρυμένο μετωπικό σχηματισμό είναι πιθανές οι αντεπαναστατικές διεργασίες από μερίδα των συμμάχων. Παρατηρείται, επίσης, η χρήση δικαιωματικού λόγου με αναφορές στην καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τον ιμπεριαλισμό. Ενώ αναπτύσσεται μια λογική πολυεπίπεδης «εξάρτησης», κατά πρώτον οικονομικής και κατά δεύτερον πολιτικής, από άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες ή αστικές τάξεις άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών. Μνημονεύεται και εγκαλείται πολλαπλώς ο ελληνικός λαός, μια σαφώς διαταξική έγκληση,31 ενώ οι «κινητήριες δυνάμεις» για τον «αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό επαναστατικό μετασχηματισμό» είναι: η «εργατική τάξη», η όλες τις αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας και δημιούργησαν νέες [….]Η Ελλάδα είναι χώρα καπιταλιστική, βιομηχανική-αγροτική, βρίσκεται σε μέσο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και έχει σα βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμά την πολύ μεγάλη εξάρτησή της από το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο και το διεθνή ιμπεριαλισμό. Δυναμώνει σε αυτή και αναπτύσσεται ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός». Στο ίδιο, σ.σ. 355-359. 27 Στο ίδιο, σ. 360-361. 28 Στο 9ο συνέδριο του ΚΚΕ (1973) η «Δημοκρατία του Λαού» αναφερόταν ως «Νέα Δημοκρατία» και μετονομάστηκε στο 10ο συνέδριο του ΚΚΕ. Βασικός λόγος είναι η ίδρυση, τον Οκτώβριο του 1974, του κόμματος «Νέα Δημοκρατία», βασικό εκπρόσωπο της συντηρητικής παράταξης εφεξής, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλη. 29 «9o Συνέδριο του ΚΚΕ…», ό.π., σ. 361-362 30 Στο ίδιο, σ.363-364. 31 Στο ίδιο, σ. 350.

74


μςι λΧί αρ Βήλου Αιμιλία Ν ίΑκιο ιΒσήτ λοοφυή ς «αγροτιά», οι «επαγγελματοβιοτέχνες», οι «εργαζόμενοι επιστήμονες», «τεχνικοί και γενικότερα, διανοούμενοι», καθώς και «άλλα μεσαία στρώματα». Υπό όρους συμμετέχουν, ή καλούνται να συμμετάσχουν, οι «μικροί ακόμη και μεσαίοι επιχειρηματίες». Ενώ επιφυλάσσεται ιδιαίτερος ρόλος στη νεολαία, αλλά και σε άλλες «κατηγορίες του πληθυσμού» όπως: η «δημοκρατική διανόηση», οι «δημοκράτες υπαξιωματικοί και αξιωματικοί», ο «λαϊκός κλήρος». Στην ουσία εξαιρείται από την απεύθυνση μόνον η αστική τάξη, είτε μονοπωλιακή είτε μη μονοπωλιακή. Το καλοκαίρι του 1974 το ΚΚΕ λειτούργησε, όπως όλα τα κόμματα της περιόδου, ως φορέας σταθεροποίησης της θεσμικής ανασυγκρότησης της χώρας. Το εν λόγω διάστημα, από την αποκατάσταση της δημοκρατίας έως την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ (Οκτώβριος 1981), βασικά πολιτικά διακυβεύματα και κοινωνικά αιτούμενα ήταν η αποχουντοποίηση και ο εκδημοκρατισμός, αιτήματα τα οποία το ΚΚΕ υιοθετεί. Τόσο η αβεβαιότητα της σταθερότητας του πολιτεύματος, όσο και η ανάμνηση της μακράς περιόδου παρανομίας οδήγησαν το ΚΚΕ σε έναν εξορθολογισμό των επιλογών του, ο οποίος εκφράστηκε με τη στήριξη του δημοκρατικού πολιτεύματος που προέκυψε από τη μετάβαση. Σε αυτό το πλαίσιο το νεοπαγές ΠΑΣΟΚ γίνεται αντιληπτό και αντιμετωπίζεται, ως πιθανός συνοδοιπόρος του ΚΚΕ, μιας και υιοθετεί ριζοσπαστικό λόγο και συγκαταλέγεται στις αντι-δεξιές πολιτικές δυνάμεις. Οι εκλογές του 1974 καταδεικνύουν το θνησιγενές (τουλάχιστον για την ώρα) ενός ευρέως συνασπισμού του αριστερού τόξου, ενώ μετά τις εκλογές του 1977 παγιώνεται η θέση και η σχέση, του ΚΚΕ στο χώρο της αριστεράς, όπως και η θέση του την μεταπολιτευτική ελληνική κοινωνία.32 Η περίοδος αυτή αποτελεί για το ΚΚΕ (ανα)γέννηση. Την -de factoνομιμοποίηση του ΚΚΕ τον Αύγουστο 1974 ακολούθησε μια ραγδαία αύξηση του αριθμού των μελών και οικοδόμησης –εκ νέου- κομματικών

32 Στις εκλογές του 1974 το ΚΚΕ επέλεξε να συμμετάσχει εντός ενός εκλογικού συνασπισμού το οποίο αποτελείτω από το ίδιο, τα εναπομείναντα μέρη της προδικτατορικής ΕΔΑ και το ΚΚΕ(εσ) υπό το όνομα «Ενωμένη Αριστερά». Η συμμαχία δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη σε επίπεδο συνεργασίας και έληξε την επόμενη των εκλογών. Το ΚΚΕ στις επόμενες εκλογές (1977 και 1981) κατήλθε μόνο του και κατίσχυσε του ΚΚΕ(εσ), το οποίο για τα επόμενα χρόνια, έως τη μετονομασία του, διατηρούσε ιδιαιτέρως χαμηλά ποσοστά. Ήδη από τις εκλογές του 1974 το ΚΚΕ φαινόταν ότι ήταν η ηγεμονική δύναμη στο χώρο της Αριστεράς. [Kalyvas Stathus and Marantzidis Nikos, «Greek Communism, 1968 – 2001», East European Politics and Societies, Vol. 16, No 3, Sage Publication, 2002, σ. 665690. doi:10.1177/088832540201600303 · Χριστόφορος Βερναρδάκης, ό.π., σ. 51-56 · Γιάννης Βούλγαρης, Η μεταπολιτευτική Ελλάδα 1974-2009, Αθήνα, Πόλις, 2008, σ. 316-319].

75


Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980

οργανώσεων. Το ΚΚΕ (ανα)δομεί τις οργανώσεις του και συγκροτεί μια σύγχρονη μπολσεβίκικη ταυτότητα. Οι (προ)υπάρχουσες διαφωνίες, αλλά και όσες γεννιούνται στη διάρκεια εκείνης της περιόδου, παραμερίζονται στο βωμό του κοινού στόχου που είναι η επιβίωση του ΚΚΕ και η εδραίωση του κόμματος στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. 1982-1987: 11ο Συνέδριο33 και 12ο Συνέδριο ΚΚΕ34 «Η πραγματική Αλλαγή» και «Αλλαγή με κατεύθυνση το Σοσιαλισμό» Τους αλλεπάλληλους θανάτους και τις αντίστοιχες διαδοχές στην ηγεσία του ΚΚΣΕ35 ακολουθεί το 1985 η εκλογή του Μ. Γκορμπατσωφ, στη θέση του γγ της ΚΕ του ΚΚΣΕ. Η περεστρόικα σε συνδυασμό με τη διαφάνεια (γκλάσνοστ) στο δημόσιο βίο αποτέλεσαν παράδειγμα για τα «αδελφά» ΚΚ του ΚΚΣΕ, τα οποία έσπευσαν να ευθυγραμμιστούν, τουλάχιστον σε επίπεδο λόγου. Η επίδραση της περεστρόικα στην ελληνική περίπτωση ήταν η απόφαση του 12ου συνεδρίου του ΚΚΕ για τη δημιουργία του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου. Τα πρώτα χρόνια όπου το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στην εξουσία (1981-1985_ το ΚΚΕ εφαρμόζει το λεγόμενο «moratorium» κινητοποιήσεων στηρίζοντας, έμμεσα, το εγχείρημα της Αλλαγής. Όσο το ΚΚΕ αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ ως πιθανό εταίρο αλώνονται, από το ΠΑΣΟΚ, ένα προς ένα παραδοσιακά «κάστρα» του ΚΚΕ, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση και το συνδικαλιστικό μέτωπο. Μετά τη συντηρητική στροφή του ΠΑΣΟΚ (1985) και την προώθηση ενός προγράμματος περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής ως προσπάθεια αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, το συνδικαλιστικό κίνημα προχώρησε σε μαζικές κινητοποιήσεις, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν από την κυβέρνηση με αστυνομική καταστολή. Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει, πλέον, το ΠΑΣΟΚ με έντονη δυσπιστία (1985 και έπειτα) και η οριστική ρήξη εμπεδώνεται στις δημοτικές εκλογές του 1986.36 Η αυτοδιάλυση και μετονομασία του ΚΚΕ(εσ) σε Ελληνική 33 Αίθουσα της ΚΕ του ΚΚΕ, Περισσός, Δεκέμβριος 1982. [11ο συνέδριο του ΚΚΕ: Ντοκουμέντα, Αθήνα, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1983] 34 Αίθουσα της ΚΕ του ΚΚΕ, Περισσός, Μάιος 1987 [«12ο Συνέδριο του ΚΚΕ: Πολιτική Απόφαση», ΚΚΕ: Προγραμματικά Ντοκουμέντα, ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2008, σ. 383-400] 35 1982 Λ. Μπρέζνιεφ, 1984 Γ. Αντρόπωφ, 1985 Κ. Τσερνιένκο [Tony Judt, ό.π., 216-220 · Geoff Eley, Σφυρηλατώντας τη Δημοκρατία. Ιστορία της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, 1923-2000, Κατσικερός Αθανάσιος (μτφ), Γεράσιμος Μαρκέτος (επιμ.), Αθήνα,Σαβάλλας, 2010, σ. 734-751] 36 Σε μια, πρωτοφανή, κίνηση χειραφέτησης των μελών και ψηφοφόρων του κόμματος η ΚΕ του ΚΚΕ, στο δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών, σε όσους δήμους δεν είχε δικό του υποψήφιο, καλεί τους ψηφοφόρους του να επιλέξουν οι ίδιοι με ποιο τρόπο θα απαντήσουν στα «εκβιαστικά διλήμματα» που θέτουν οι υποψήφιοι. Η απόφαση αυτή

76


μςι λΧί αρ Βήλου Αιμιλία Ν ίΑκιο ιΒσήτ λοοφυή ς Αριστερά, πρακτικά η αποκομμουνιστοποίηση του, έδωσε δυνατότητα επαναπροσέγγισης των δυο κομμάτων για πρώτη φορά μετά το 1968.37 Το ΚΚΕ δέχεται πιέσεις από το πολιτικό περιβάλλον, μιας και αφενός εκτιμάται, από το ίδιο το κόμμα, ότι είναι ορατή η πιθανότητα της κατάληψης της κοινοβουλευτικής εξουσίας από τις δυνάμεις της αριστεράς, αφετέρου το ΠΑΣΟΚ έχει απολέσει τη νομιμοποίηση στον προοδευτικό χώρο.38 Το 11ο συνέδριο του ΚΚΕ (1982) δεν ήταν προγραμματικό, όμως στις θέσεις του και νωρίτερα στην εκλογική διακήρυξη των εκλογών του 1981, αναπροσαρμόζεται η έννοια της Aλλαγής και συγκεκριμενοποιούνται τα «καθήκοντα» του ΚΚΕ και του λαϊκού παράγοντα. Για το ΚΚΕ Aλλαγή «σημαίνει πραγμάτωση του νοήματος της νίκης στις βουλευτικές εκλογές τον Οχτώβρη ΄81».39 Η συσπείρωση των λαϊκών δυνάμεων γύρω από το όραμα της Aλλαγής γίνεται αντιληπτή ως ένα λαϊκό διαταξικό ρεύμα με ποικίλα επίπεδα συνείδησης. Το ΚΚΕ επιδιώκει, σε αυτό το πλαίσιο, να διαμορφώσει στόχους σε αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, οι οποίοι θα μπορούν να αποτελέσουν βάση συνεργασίας των προοδευτικών δημοκρατικών δυνάμεων. Στην ουσία αυτό που προτείνεται είναι μια δέσμη στόχων, οι οποίοι να είναι «σαφείς αλλά ευλύγιστοι» και θα στηρίζουν κριτικά την προοδευτική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Μέσα από τις αποφάσεις του συνεδρίου προτείνεται στα μέλη και στους οπαδούς του ΚΚΕ να αντιμετωπίζουν την κυβέρνηση και τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με ένα διπλό κριτήριο: το περιεχόμενο της πολιτικής της και τον τρόπο άσκησης της. Πρακτικά το συνέδριο του ΚΚΕ αποφασίζει να στηρίξει και να πιέσει το ΠΑΣΟΚ, να λειτουργήσει ως οιονεί αριστερή συνείδησή του, ώστε εκείνο να εκπληρώσει τις προεκλογικές του διακηρύξεις. Ο στόχος είναι διττός: αφενός ο εκδημοκρατισμός και η βελτιστοποίηση της καθημερινότητας, αφετέρου η ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων. Ούτε το 12ο συνέδριο του ΚΚΕ (1987) ήταν προγραμματικό όμως η πολιτική απόφαση για «Αλλαγή με κατεύθυνση το Σοσιαλισμό» επηρεάζει τον πυρήνα του προγράμματος, τις συμμαχιακές πρωτοβουλίες, τις κοινωνικές και πολιτικές εγκλήσεις.

είναι κατά παρέκκλιση της αντιδεξιάς τακτικής που ακολουθούσε πιστά το ΚΚΕ από το 1974. Θεωρήθηκε ότι αυτή η τακτική επέτρεψε στη ΝΔ να κατακτήσει μια σειρά δήμων, με κυριότερους τους τρεις μεγάλους δήμους της χώρας (Αθηναίων, Θεσσαλονίκης, Πειραιά). 37 Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Ευρωκομμουνισμός, Αθήνα, Πόλις, 2015, σ.216-219 38 Γιάννης Βούλγαρης, ό.π, σ.102-121, 300-312 και 316-324 · Νικολακόπουλος Ηλίας, «Η εκλογική Επιρροή των πολιτικών δυνάμεων», Εκλογές και Κόμματα στη δεκαετία του ’80. Εξελίξεις και προοπτικές του πολιτικού συστήματος, Χρήστος Λυριντζής – Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ), Αθήνα, Θεμέλιο, 1990, σ. 203-237. 39 «11ο συνέδριο του ΚΚΕ…», ό.π., σ. 23.

77


Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980

Στην πολιτική απόφαση διαγιγνώσκεται η ύπαρξη αντικειμενικών προϋποθέσεων για μια νέου τύπου ανάπτυξη «οικονομική, κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική», ενώ παράλληλα επισημαίνεται η οπισθοδρόμηση της πολιτικής ζωής της χώρας, η οποία εκφράζεται με υποχώρηση της δημοκρατίας. Τέλος εκτιμάται ότι η απίσχνανση θα συνεχίζεται ανεξάρτητα με το κόμμα, ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ, που θα βρίσκεται στην εξουσία. Επομένως, για την ελληνική κοινωνία υφίστανται, ως επιλογές, δύο δρόμοι ανάπτυξης: ο δρόμος του «δικομματισμού» και ο δρόμος της Αριστεράς.40 Ως μοναδική «προοδευτική λύση για τα προβλήματα του λαού» προτείνονται ριζοσπαστικοί μετασχηματισμοί, οι οποίοι θα οδηγήσουν στην «αλλαγή» με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Στόχος του ΚΚΕ και ταυτόχρονα μέσο επίτευξης της Αλλαγής, είναι η συγκρότηση του κοινωνικοπολιτικού συνασπισμού της Αλλαγής δηλαδή, ενός συνασπισμού της Αριστεράς με μια σχετική σταθερότητα και πολλαπλά μετωπικά προτάγματα. Προτείνεται μια διαταξική συμμαχία, με έμφαση στην κινηματική δράση και σεβασμό στις ιδιαιτερότητες των σύμμαχων στρωμάτων και των κοινωνικών ομάδων που συμμετέχουν. Η συμμαχία θα αποτελείται από: «την εργατική τάξη, την εργαζόμενη αγροτιά, τα μεσαία στρώματα των πόλεων, την εργαζόμενη διανόηση, τη ριζοσπαστικοποιημένη νεολαία και άλλες κοινωνικές ομάδες και στρώματα της ελληνικής κοινωνίας». Δηλαδή, γι’ άλλη μια φορά, πρόκειται για ένα διαταξικό κάλεσμα από το οποίο αποκλείεται(;) η αστική τάξη. Εκτός από την έγκληση στις προαναφερθείσες κοινωνικές ομάδες γίνεται αντίστοιχη έγκληση, πολιτική πλέον, στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, στον οποίο συνυπολογίζονται και μέλη/οπαδοί της κεντροαριστεράς, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ.

40 Οι «δυο δρόμοι ανάπτυξης» ενδεχομένως να θυμίζουν το σύνθημα του ΚΚΕ της δεκαετίας του 1990 «πέντε κόμματα – δύο πολιτικές». Η διαφορά είναι ότι: στη δεκαετία του 1980 αναγνωριζόταν η ύπαρξη της Αριστεράς ως διακριτού ενιαίου χώρου (με τις όποιες εσωτερικές διαφορές), με κοινό αξιακό πλαίσιο απέναντι στα «κόμματα του δικομματισμού». Στη δεκαετία του 1990 η διαχωριστική γραμμή τέθηκε μεταξύ των αστικών και των μη αστικών κομμάτων, δηλαδή μεταξύ όλων και του ΚΚΕ. Το εντυπωσιακό είναι ότι ακόμη και μετά τη μεταστροφή του ΠΑΣΟΚ, το 1985, με την υιοθέτηση αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, ή έστω την διαπίστωση από πλευράς ΚΚΕ μιας μεταστροφής, το ΚΚΕ εξακολουθεί να θεωρεί ότι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ διαφοροποιούνται σημαντικά και ποιοτικά, τουλάχιστον σε ότι αφορά στους ψηφοφόρους τους. Διαβάζουμε στα ντοκουμέντα του 12ου συνεδρίου: «παρόλο που η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε ουσιαστικά την υπόθεση της Αλλαγής και η δεξιά στροφή της έγινε ολοφάνερη, οι περισσότεροι απ όσους το ψήφισαν παραμένουν οπαδοί της Αλλαγής».

78


μςι λΧί αρ Βήλου Αιμιλία Ν ίΑκιο ιΒσήτ λοοφυή ς Πρόκειται για μια συμμαχία στο κοινωνικό πεδίο, μεταξύ των ταξικών υποκείμενων που προαναφέρθηκαν, η οποία θα εκφράζεται πολιτικά από το συνασπισμό της Αριστεράς, ο οποίος αποτελεί μια πολιτική συμμαχία. Στόχος της συμμαχίας είναι η κοινοβουλευτική κατάληψη της εξουσίας από τον εν λόγω σχηματισμό και η δημιουργία των υλικών προϋποθέσεων για την εκκίνηση των διεργασιών της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας· δηλαδή αποτελεί πρώτο μέρος της της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας όπως αποφασίστηκε στο 9ο Συνέδριο (1973).41 Προτείνεται ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα με βασικούς πυλώνες: την, οικονομική, ανεξαρτησία από ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς· την επίλυση εθνικών θεμάτων εκτός ιμπεριαλιστικών οργανισμών· και τον εκδημοκρατισμό της χώρας (πάγιο αίτημα από το 1974) με έμφαση σε θεσμικούς μετασχηματισμούς. Ενώ, γι’ άλλη μια φορά, το μαζικό λαϊκό κίνημα καλείται να λειτουργήσει ως οιονεί επαναστατική συνείδηση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.42 Σε αυτό το πλαίσιο, σχεδιαζόταν «να δοθεί μάχη του προγράμματος της αλλαγής ενάντια στον ΚΜΚ» και, ίσως, να αποτελέσει το πρελούδιο της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας. Υπ’ αυτούς τους όρους η «αλλαγή» αποτελεί «στρατηγικής»43 σημασίας στόχο. Η συγκεκριμένη λογική αναπτύσσεται μέσα από το πρίσμα της περεστρόικα. Η πρόταση της περεστρόικα, για το ΚΚΕ, γίνεται αντιληπτή ως μια πρόταση ανασυγκρότησης, η οποία προβλέπει επαναστατικού χαρακτήρα μετασχηματισμούς. Όμως, ήδη από το 11ο συνέδριο (1982), εντός του ΚΚΕ έχουν αναπτυχθεί πυρήνες οι οποίοι διαφωνούν με την ευνοϊκή μεταχείριση που επιφυλάσσει το κόμμα στο ΠΑΣΟΚ, επιζητώντας την περεταίρω ριζοσπαστικοποίηση του προγράμματος και των μεθόδων του. Παράλληλα μερίδα των νέων, τόσο σε κομματική όσο και σε φυσική ηλικία, στελεχών του ΚΚΕ θέτει, εμμέσως, ζητήματα «φιλελευθεροποίησης» του κόμματος. Η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 έχει εφησυχάσει το ΚΚΕ, το οποίο θεωρεί ότι δε διακυβεύεται, τουλάχιστον άμεσα, το πολίτευμα και οι δημοκρατικές ελευθερίες. Συν τοις άλλοις, έχει εδραιώσει τη θέση του, ως ο «τρίτος πόλος», στο ελληνικό δικομματικό σύστημα. Η ολοκλήρωση της σταθεροποίησης του κόμματος απεγκλωβίζει δυνάμεις οι οποίες είχαν στρατευθεί σε αυτή τη διαδικασία. Σε αυτή τη συνάφεια, δημιουργούνται διακριτές τάσεις εντός του ΚΚΕ και της ΚΝΕ. Πλέον μέριμνα των κομματικών στελεχών δεν αποτελεί απλώς η επιβίωση του κόμματος, αλλά η μέθοδος και η «κατεύθυνση» της επιβίωσης αυτής.

41 «12ο Συνέδριο του ΚΚΕ…», ό.π., σ. 387-8 42 Στο ίδιο, σ. 388. Έχει ενδιαφέρον ότι τον ίδιο ρόλο επιφυλάσσει για το κίνημα (ή τα κινήματα) ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογικές διακηρύξεις τόσο το 2012 όσο και το 2015. 43 Εδώ με την «κομματική» έννοια του όρου και τη διάκριση μεταξύ τακτικής και στρατηγικής.

79


Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980

1988-1991: 13ο Συνέδριο ΚΚΕ44 και 14ο Συνέδριο ΚΚΕ 45 Η κλονισμένη εικόνα του ΠΑΣΟΚ σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες και άκαρπες εκλογικές αναμετρήσεις του 1989 συνθέτουν ένα παράδοξο πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα.46 Το ΚΚΕ: καλείται να διαχειριστεί τη συντηρητικοποίηση του ΠΑΣΟΚ και τον κενό χώρο που εκείνο αφήνει εξ αριστερών του. Καλείται να ανταποκριθεί στην ευκαιρία που του δίνεται για να πραγματώσει βασικά, διαχρονικά αιτήματα. Καλείται να εκπληρώσει το αίτημα της κάθαρσης, ενδεχομένως ως μια ελληνική ερμηνεία της γκλασνοστ. Καλείται να αντιμετωπίσει, εκ των πραγμάτων, την πρόκληση της κυβέρνησης.47 Σε αυτό το πλαίσιο, συγκροτείται ο λεγόμενος «ενιαίος» Συνασπισμός, μια εκλογική συμμαχία η οποία συσπειρώνει, ως βασικούς πολιτικούς φορείς το ΚΚΕ, την ΕΑΡ,48 και άλλα κόμματα του αριστερού φάσματος, όπως και αρκετούς «ανένταχτους δημοκράτες». Εν μέσω κοσμογονικών αλλαγών, θεωρείται, από τα συμμετέχοντα μέρη, ότι ο Συνασπισμός μπορεί να αντικαταστήσει το ΠΑΣΟΚ στο, παγιωμένο πλέον, δικομματικό ελληνικό κομματικό σύστημα και ενδεχομένως να καταλάβει στην εξουσία κοινοβουλευτικά.49 Οι διαφωνίες ανάμεσά 44 Ολυμπιακό Στάδιο, Αθήνα, Φεβρουάριος 1991 [«Προγραμματικές κατευθύνσεις του ΚΚΕ», ΚΚΕ: Προγραμματικά Ντοκουμέντα, ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2008, σ. 401-429] 45 Αίθουσα Συνεδριάσεων της ΚΕ του ΚΚΕ, Περισσός, Δεκέμβριος 1991 [14ο συνέδριο του ΚΚΕ: Ντοκουμέντα, Αθήνα, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ,1992] 46 Ο πρωθυπουργός της χώρας και εμβληματικός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Α. Παπανδρεόυ, το 1988 λίγο μετά την αποκάλυψη του «σκανδάλου Κοσκωτά», μιας υπόθεσης με οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις στο οποίο φαινόταν να εμπλέκεται και ο ίδιος, μεταφέρεται εσπευσμένα στην Αγγλία για να αντιμετωπιστεί ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Με την επιστροφή του συνδέεται το όνομα του και με ένα προσωπικό σκάνδαλο. Πλέον το ΠΑΣΟΚ, μετά και την εφαρμογή της σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής, φαίνεται να είναι είναι απονομιμοποιημένο πλήρως απέναντι στην ελληνική κοινωνία. [Βασίλης Ασημακόπουλος, Πρώτη Φορά Αριστερά, Αθήνα, 2017, σ. 315-329 · Γιάννης Βούλγαρης, ό.π., σ. 102-125 47 Susannah Verney, «Between coalition and one‐party government: The Greek elections of November 1989 and April 1990», West European Politics, Volume 13/ Issue 4, 1990, σ. 131138 · Γιάννης Βούλγαρης, ό.π., σ.120-125. 48 ΕΑΡ: Ελληνική Αριστερά, κόμμα το οποίο ιδρύθηκε από τη πλειοψηφία των μελών και των στελεχών του ΚΚΕ(εσ) μετά τη διάσπαση τελευταίου. Εντάσσεται στο ευρωκομμουνιστικό ρεύμα και αυτοδιαλύεται το 1992. 49 Νίκος Κοτζιάς, Ο συνασπισμός της Αριστεράς, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987. «Κοινό Πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ», Αθήνα, 1987. https://www.scribd.com/document/94022663/%CE%9A%CE%BF%CE%B9%C E%BD%CF%8C-%CF%80%CF%8C%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE %B1%CE%9A%CE%9A%CE%95-%CE%95%CE%91%CE%A1-1988 (Πρόσβαση Νοέμβριος 2018).

80


μςι λΧί αρ Βήλου Αιμιλία Ν ίΑκιο ιΒσήτ λοοφυή ς τους εντοπίζονται: στη φύση της μετάβασης στο σοσιαλισμό. Για την ενδεχόμενη συμμετοχή του Συνασπισμού σε κοινοβουλευτικό σχήμα συνεργασίας και εν τέλει η συμμετοχή του. Για τη θέση της χώρας σε υπερεθνικούς θεσμούς, κυρίως την ΕΟΚ. Και η πιθανότητα διάχυσης του ΚΚΕ στον «ενιαίο» Συνασπισμό, οδήγησαν στην πρώτη διάσπαση το 1989, με την αποχώρηση των ¾ της ΚΝΕ και τη συγκρότηση του ΝΑΡ. Εν τέλει το συμμαχιακό σχήμα δεν αποδεικνύεται πειστικό προς το εκλογικό σώμα, συγκεντρώνοντας μόλις ένα 13% των ψήφων, ενώ για τη συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας με το συντηρητικό κόμμα της ΝΔ, μια υπέρβαση(;) της διαιρετικής τομής αριστεράς/δεξιάς, το ΚΚΕ εγκαλείται έως και σήμερα.50 Η επίκληση στο «βρώμικο ‘89» είναι το πρώτο και τελευταίο καταφύγιο της κεντροαριστεράς απέναντι στο ΚΚΕ, λειτουργεί εναλλακτικά ως επιχείρημα και μομφή και είναι υπόμνηση της τρίμηνης συγκυβέρνησης. Με φόντο τις ανατροπές του 1989-1991 συγκαλείται το 13ο συνέδριο του ΚΚΕ (1991). Το νέο πρόγραμμα και καταστατικό που προτείνονται απο-μπολσεβικοποιούν επί της ουσίας το κόμμα, το απεκδύουν από τις βασικές ιδεολογικές του ορίζουσες και πιέζουν προς την κατεύθυνση της μετατροπής της πολιτικής συμμαχίας του Συνασπισμού σε ενιαίο κόμμα. Το 13ο συνέδριο του ΚΚΕ συνδέεται με μια σειρά ιδιαιτερότητες: η Κεντρική Επιτροπή δεν κατάφερε να συμφωνήσει στο περιεχόμενο των θέσεων για το συνέδριο και ανέλαβε την ευθύνη της συγγραφής τους το Πολιτικό Γραφείο. Το συνέδριο έγινε σε καθεστώς πλήρους δημοσιότητας, με απευθείας τηλεοπτική κάλυψη από τον τηλεοπτικό σταθμό του κόμματος τον 902, κατ’ αντιστοιχία με το 28ο συνέδριο του ΚΚΣΕ. Δόθηκε στη δημοσιότητα ο αριθμός των αντιπροσώπων και στοιχεία για την οργανωτική κατάσταση του κόμματος. επίσης, αν και το κείμενο είναι αριστοτεχνικό, δεν το συνέχει μια συνεπής, σταθερή στάση. Η προσπάθεια συγκερασμού δύο τάσεων (ανανεωτών και ορθόδοξων) φαίνεται ότι οδηγεί σε θέσεις αλληλοαποκλειόμενες.51 Στις θέσεις του 13ου Συνεδρίου οι εξελίξεις στις σοσιαλιστικές δημοκρατίες αναφέρονται ως «κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού» σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο. Επιβεβαιώνονται οι αποφάσεις του 12ου συνεδρίου, δηλαδή η επιλογή συγκρότησης του Συνασπισμού και η προοπτική της «αλλαγή[ς] με κατεύθυνση το σοσιαλισμό». Με μεγάλη προσοχή διαπιστώνεται η αντίθεση «κεφαλαίου-εργασίας» και ως επίλυση 50 Νικολακόπουλος Ηλίας, ο.π.«Η εκλογική Επιρροή των πολιτικών δυνάμεων», Εκλογές και Κόμματα στη δεκαετία του ’80. Εξελίξεις και προοπτικές του πολιτικού συστήματος, Χρήστος Λυριντζής – Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ), Αθήνα, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1990, σ. 203-237. 51 Κωνσταντίνος Ζαγάρας, Η Ελληνική Κομμουνιστική Αριστερά με Κρίσεις Ταυτότητας και Πολιτικής. Η κομβική στιγμή του 1991, Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2017, σ. 234-255.

81


Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980

της προτείνεται η υπέρβαση του συγκεκριμένου τρόπου ανάπτυξης, που έχει «…ως πυρήνα τα συμφέροντα και τη διασφάλιση των όρων κυριαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου, των πολυεθνικών εταιριών και των ανισότιμων διεθνών οικονομικών σχέσεων…». Προτάσσεται ένας άλλος τρόπος ανάπτυξης, που έχει ως πυρήνα «…τα συμφέροντα και τις αξίες της εργατικής τάξης και όλων των πραγματικών δημιουργών του υλικού και πνευματικού πλούτου της χώρας».52 Για τη «νέου τύπου ανάπτυξη» που προτείνεται κρίνεται αναγκαία μια νέα αναπτυξιακή διαδικασία, ενώ αναδεικνύεται η δημοκρατία ως βασικό συστατικό του σοσιαλισμού. Σύμφωνα με το κείμενο, σε αυτές τις συνθήκες και σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, η επαναστατική διαδικασία λαμβάνει μορφές που είναι πιο συμβατές με τις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες της εποχής, οι οποίες θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στη φράση: «Η διαλεχτική σχέση της επαναστατικής δράσης με τη μεταρρυθμιστική πολιτική που αποκτά ένα νέο πιο βαθύ περιεχόμενο». 53 Σε αυτό το πλαίσιο τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ συμμετέχουν στην «αναβάθμιση του πολιτικού προγραμματισμού», με την ενεργό συμμετοχή τους στην επέκταση των οργανώσεων βάσης του Συνασπισμού, χωρίς να υποκαθίσταται η λειτουργία των κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ. Ως φορέας συσπείρωσης αναδεικνύεται η εργατική τάξη, γύρω από την οποία συγκεντρώνονται ακριβώς οι ίδιες δυνάμεις που περιγράφονται στο 12ο συνέδριο του ΚΚΕ (και στο 11ο και στο 10ο και στο 9ο…): η «εργαζόμενη εργατιά» και συνολικά ο αγροτικός χώρος, ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα της πόλης, νεολαία και γυναίκες. Η διαφορές βρίσκονται στη διατύπωση και στην προσέγγιση, όπως επίσης και στα κριτήρια κατάταξης των σύμμαχων στρωμάτων και κατηγοριών, τα οποία είναι κυρίως εξωοικονομικά.54 Τέλος, για τα μέτωπα πάλης θα μπορούσαμε να πούμε ότι προτείνεται συσπείρωση γύρω από προβλήματα καθημερινότητας και διαχείρισης του υπάρχοντος συστήματος. Οι προγραμματικές κατευθύνσεις που ψηφίστηκαν στο σώμα του 13ου συνεδρίου έμειναν στο στάδιο των προτάσεων, τελικά δεν αποτέλεσαν πρόπλασμα για τη συγγραφή του νέου προγράμματος του ΚΚΕ. Στο 14ο συνέδριο, που έλαβε χώρα αμέσως μετά τη διάσπαση του κόμματος, τέθηκε ως μείζον ζήτημα η, επί της ουσίας, ανυπαρξία προγράμματος και το σώμα αντιμετώπισε το εξής δίλημμα: να ψηφιστεί πρόγραμμα χωρίς να έχουν προηγηθεί οι ανάλογες μελέτες ή να πορευτεί το ΚΚΕ χωρίς πρόγραμμα έως ότου ολοκληρωθούν οι απαραίτητες επεξεργασίες; Τελικά επελέγη η λύση της αναμονής και της περαιτέρω διερεύνησης. Το ΚΚΕ επέστρεψε στο πρόγραμμα του 10ου συνεδρίου (1978), έτσι όπως αυτό αναδιαμορφώθηκε και μετά τις επεξεργασίες του 12ου συνεδρίου 52 53 54

82

ΚΚΕ: Προγραμματικά Ντοκουμέντα…, ό.π., σ. 419. Στο ίδιο, σ. 415-416. Στο ίδιο, σ. 426-428.


μςι λΧί αρ Βήλου Αιμιλία Ν ίΑκιο ιΒσήτ λοοφυή ς (1987). Το επόμενο διάστημα το ΚΚΕ προχώρησε σε επεξεργασίες αναφορικά με τις ανατροπές55 και στη συγγραφή του πρώτου τόμου του δοκιμίου ιστορίας του κόμματος,56 έως και το 15ο συνέδριο (Μάιος, 1996) οπότε και κατέληξε σε καινούργιο πρόγραμμα και καταστατικό, τα οποία ίσχυσαν έως το 19ο συνέδριο (Απρίλιος 2013). Η εσωκομματική διαπάλη που καταλήγει στη διπλή διάσπαση (1989 και 1991) αναπτύσσεται παράλληλα με τις αλλαγές στον προγραμματικό λόγο του ΚΚΕ. Ήδη η προσυνεδριακή διαδικασία του 11ου συνεδρίου (1982)57 αποκαλύπτει την ύπαρξη έντονων ιδεολογικών, πολιτικών, στρατηγικών διαφωνιών στο εσωτερικό του ΚΚΕ. Έχουν συγκροτηθεί τέσσερις διακριτές ομάδες, οι οποίες διατελούν ως φράξιες εντός του κόμματος. Αρθρώνονται οριζόντια σε όλη την επικράτεια και κάθετα σε αντιστοιχία με τα κομματικά όργανα, έχουν ιδεολογική πλατφόρμα και τα μέλη τους συντονίζουν τη δράση τους.Οι ομάδες είναι: μια ομάδα γύρω από τον Χ. Φλωράκη, οι «ορθόδοξοι»,58 με βασικό χαρακτηριστικό τη διατήρηση του μαρξισμού-λενινισμού, η οποία προτείνει έναν επαναστατικό δρόμο προς 55 Τον Ιούλιο του 1995 πραγματοποιήθηκε, στην αίθουσα συνεδριάσεων της ΚΕ του ΚΚΕ, πανελλαδική συνδιάσκεψη του ΚΚΕ για «τα αίτια της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη». Το κείμενο το οποίο αποτέλεσε βάση συζήτησης «Προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η επικαιρότητα και αναγκαιότητα του σοσιαλισμού» και η εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ στην πανελλαδική συνδιάσκεψη «Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού» αποτελούν τα ντοκουμέντα της συνδιάσκεψης και μια πρώτη εκτίμηση για τα αίτια των ανατροπών. [http://www.kke.gr/zhthmata_sosialismoy/ektimhseis_kai_problhmatismoi_gia_toys_paragontes_poy_kathorisan_thn_anatroph_toy_sosialistikoy_systhmatos_sthn_eyroph] Ακολούθησε μια δεύτερη συζήτηση στο πλαίσιο του 18ου συνεδρίου του ΚΚΕ (Φεβρουάριος 2009) για «τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ο αιώνα». [http://www.kke.gr/18o_synedrio/apofash_toy_18oy_synedrioy_toy_kke_gia_to_sosialismo] 56 Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1995. Το ΚΚΕ, μετά το 1991, νοηματοδοτεί την ύπαρξη του στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, συγκροτεί την πολιτική του ταυτότητα και συσπειρώνει μέλη και οπαδούς με άξονα την ιστορική του προσφορά. Σε αυτό το πλαίσιο η μελέτη της ιστορίας προτεραιοποιείται. [Βλ. Αιμιλία Βήλου – Κώστας Ελευθερίου, «Η “κομματική ιστορία” ως μέρος της κομματικής στρατηγικής: χρήσεις του “Εμφυλίου” στον πολιτικό και ιστορικό λόγο του ΚΚΕ (19912017)», Τετράδια πολιτικού διαλόγου έρευνας και κριτικής, τ. 70-71, Χειμώνας 2017 – Άνοιξη 2018, σ. 99-112.] 57 Κωνσταντίνος Ζαγάρας, ό.π., σ. 83-89. 58 Βρίσκουμε αρκετές προσφωνήσεις της εποχής με διαφορετικές ερμηνείες και συνδηλώσεις, επιλέχθηκε η λιγότερο αξιολογικά φορτισμένη: άλλες αναφορές «ορθόδοξοι», «συντηρητικοί», «δογματικοί», «σκληροπυρηνικοί».

83


Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980

το σοσιαλισμό. Η δεύτερη, εξίσου μεγάλη ομάδα, συγκροτείται γύρω από νεότερα στελέχη του ΠΓ, οι «ανανεωτές»,59 η οποία προτείνει αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του κόμματος (πχ απεμπόληση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, σχετική αυτονομία των οργανώσεων, οριζόντια επικοινωνία μεταξύ των οργανώσεων), και σχεδιάζει τη μετάβαση στο σοσιαλισμό μέσω μεταρρυθμίσεων. Η τρίτη ομάδα εδράζεται στο χώρο της νεολαίας, συγκροτείται γύρω από το πρόσωπο του γραμματέα του ΚΣ της ΚΝΕ Γ. Γράψα, εξ’ ου και η ονομασία «Γραψαίοι», και αντιτίθεται στη δημιουργία του ενιαίου Συνασπισμού, στη συμμετοχή στην κυβέρνηση Τζανετάκη και σε άλλες κομβικές επιλογές της ηγεσίας.60 Τέταρτη, σαφώς μικρότερη ομάδα, είναι οι αυτοαποκαλούμενοι «μορμόνοι», οι οποίοι δηλώνουν «σταλινικοί» και προτείνουν ένα κόμμα πιο επιλεκτικό τόσο στη στρατολόγηση μελών όσο και στην πολιτική συμμαχιών. Από τη στιγμή που συγκροτείται ο Συνασπισμός και καλείται να συμμετάσχει στο σχηματισμό κυβέρνησης (1989) είναι φανερό ότι το ΚΚΕ πρέπει να προχωρήσει σε επιλογές οι οποίες θα διαμορφώσουν το χαρακτήρα του κόμματος και την προοπτική του για το ορατό μέλλον. Συνεπώς, οι διακριτές ομάδες διοχετεύουν την ενέργεια τους στην κατάληψη του κόμματος, μιας και η συσπείρωση δυνάμεων και η διακριτή εσωτερική διαπάλη, στο πλαίσιο του καταστατικού, δεν αποτελεί επιλογή. Η ανοικτή αντιπαράθεση είναι απότοκο των πιέσεων που δέχεται από τις διεθνείς εξελίξεις, από τις αλλαγές στο ελληνικό κομματικό σύστημα αλλά και από τις διεργασίες που έχουν προηγηθεί στο ΚΚΕ το προηγούμενο διάστημα. Η λειτουργία φραξιών εντός του κόμματος έχει διαλυτικά αποτελέσματα, κυρίως διότι διαρρηγνύεται ο ιστός εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών. Ο αριθμός των μελών του κόμματος έχει μειωθεί σημαντικά, κατά 20% μέσα σε μια διετία (1987: 62.212, 1990: 54.187 και 1991: 50.348) και βαίνει αντιστοίχως μειούμενη η επιρροή του. Οι αλλαγές στην εσωκομματική δομή, η σύμπτυξη οργανώσεων και η υποχώρηση της εσωκομματικής δημοκρατίας ωθούν έτι περαιτέρω στα άκρα τη διαμάχη.61

59 Βρίσκουμε αρκετές προσφωνήσεις της εποχής με διαφορετικές ερμηνείες και συνδηλώσεις, επιλέχθηκε η λιγότερο αξιολογικά φορτισμένη: άλλες αναφορές «ορθόδοξοι», «συντηρητικοί», «δογματικοί», «σκληροπυρηνικοί». 60 Κωνσταντίνος Ζαγάρας, ό.π., σ. 225-234. 61 George Doukas, «The thirteenth congress of the KKE: Defeat of the renovators», Journal of Communist Studies, Volume 7/ Issue 3, 1991, σ.393-398. Και Vassilis Karabakakis, «Greek communist party 1940–1990 from social patriotism to social democracy», Critique: Journal of Socialist Theory, Volume 25 / Issue 1, 1997, σ. 97-117.

84


μςι λΧί αρ Βήλου Αιμιλία Ν ίΑκιο ιΒσήτ λοοφυή ς Οι τεκτονικές αλλαγές62 στις σοσιαλιστικές δημοκρατίες αναδιαμορφώνουν σημαντικά το διεθνές πλαίσιο και συμπαρασύρουν τα ΚΚ κάθε προσανατολισμού. Συσσωρεύονται ερωτήματα, με το κομβικό ερώτημα «ποια θα είναι η μορφή του ΚΚ σε έναν μετακομμουνιστικό/μεταδιπολικό κόσμο;» να αποκτά οντολογική σημασία, χωρίς να διαφαίνονται ευοίωνες προοπτικές, πολλώ δε μάλλον λύσεις. Η αντίδραση του ΚΚΕ σε αυτές τις εξελίξεις είναι, αρχικά η σύμπλευση με το ΚΚΣΕ και επιλογές που εντάσσονται στη λογική της περεστρόικα. Όμως, από τις αρχές του 1990, το ΚΚΕ καταβυθίζεται στην εσωτερική διαμάχη που έχει ξεσπάσει πλέον ανοικτά, μετά και την πρώτη διάσπαση του 1989. Η ομφαλοσκόπηση και η έντονη εσωτερική διαμάχη επιτρέπουν στο ΚΚΕ να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη ψυχραιμία, και ενδεχομένως αποστασιοποίηση, τις εξελίξεις στις σοσιαλιστικές δημοκρατίες. Για παράδειγμα: κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος-οπερέτα στην ΕΣΣΔ (Αύγουστος 1991) το ΚΚΕ προσπαθούσε, στην κυριολεξία, να μαζέψει τα κομμάτια του, δεδομένου ότι τον Ιούλιο του 1991 είχε αποχωρήσει η μισή ΚΕ, είχε καταρρεύσει ο κομματικός μηχανισμός και είχε κατακερματιστεί η κομματική του βάση. Η υποστολή της σημαίας στο Κρεμλίνο (Δεκέμβριος 1991) συμβαίνει μια εβδομάδα μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του 14ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, το οποίο προκήρυξε την έναρξη της περιόδου ανασυγκρότησης του κόμματος. Σύνοψη μεταβολών ή απo «αλλαγή» σε «αλλαγή» Η «αλλαγή», ως μεταβολή, είναι έννοια κομβική στην κομμουνιστική σκέψη, αφορά την «πρόοδο» της κοινωνίας, έχει κοινωνικές και πολιτικές συνδηλώσεις και είναι μετρήσιμη κυρίως ποιοτικά - σπανίως ποσοτικά. Την έννοια της «αλλαγής» τη συναντούμε στα προγραμματικά «ντοκουμέντα» του ΚΚΕ ως αναφορά από το 195363 όμως αποκτά κεντρικότερη θέση στα ντοκουμέντα από το 1957.64 Στην «Προγραμματική 62 Ενδεικτικά: 1989. Αίτημα ανεξαρτητοποίησης των βαλτικών χωρών. Σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων της ΕΣΣΔ από τις χώρες συμφώνου της Βαρσοβίας. Προκήρυξη εκλογών στην Πολωνία. Αποχώρηση σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν. Τα γεγονότα της πλατείας Τιέν Αν Μεν. Άνοιγμα των ουγγρικών συνόρων. Πτώση του τοίχους στο Βερολίνο. Αλλαγή καθεστώτος σε Τσεχοσλοβακία, Βουλγαρία, Ρουμανία. 1990. Επανένωση Γερμανιών. Εκλογή Αλληλεγγύης στην Πολωνία. 1991. Διάλυση ΚΟΜΕΚΟΝ και συμφώνου Βαρσοβίας, διάλυση της ΕΣΣΔ. 63 «4η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ: Σχέδιο Προγράμματος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας», ΚΚΕ: Προγραμματικά Ντοκουμέντα, ό.π., σ. 195-263. 64 Τάσος Τρίκκας, ΕΔΑ 1951-1967. Το νέο πρόσωπο της Αριστεράς. Αθήνα, Εκδόσεις Θεμέλιο, 2009, σ. 394-430.

85


Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980

διακήρυξη του ΚΚΕ προς τον ελληνικό λαό».65 Στην απόφαση αναπτύσσεται «επί χάρτου» η συνολική πρόταση του ΚΚΕ, με εξαντλητικές λεπτομέρειες, για τις μεταρρυθμίσεις που προτείνονται στις δομές της χώρας. Εν τέλει, ως μετωπικό σχήμα της «αλλαγής» προτείνεται το «Πατριωτικό Μέτωπο» το οποίο έχει κοινωνικό-πολιτικά χαρακτηριστικά και είναι διαταξικό, «πανεθνικό». Μεταπολιτευτικά, από το πρόγραμμα του 9ου συνεδρίου (1973) έως το πρόγραμμα του 13ου συνεδρίου (1991) μπορούμε να παρατηρήσουμε μια μετατόπιση του ΚΚΕ σε θέσεις πιο «κεντρώες» , πιο συμπεριληπτικές και διαταξικές. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, δίνεται έμφαση στην Αλλαγή μέσω μεταρρυθμίσεων και στην πρόταξη ενός κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό. Είναι προφανές ότι το ΚΚΕ μετακινείται σε θέσεις πιο κοντά σε ένα «σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο». Καθ’ όλη την περίοδο διατηρείται το σχήμα της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, εν τούτοις: ενώ στο πρόγραμμα του 9ου και του 10ου συνεδρίου (1973 και 1978 αντιστοίχως) η μεταβολή που προτεινόταν (μετάβαση στη δημοκρατία του λαού) αποτελούσε το ένα από τα δύο «βήματα» της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, βλέπουμε στο πρόγραμμα του 12ου και του 13ου συνεδρίου (1987 και 1991) ότι εισάγεται ένα τρίτο βήμα που προετοιμάζει τις συνθήκες (αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες) για την εκκίνηση της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας. Πρόκειται για μια επιλογή μετάβασης στο σοσιαλισμό σε μια μεταρυθμιστική κατεύθυνση και μάλιστα με στόχο τη θεσμοποίηση των αλλαγών μέσω συνταγματικών μεταβολών. Η μετατόπιση των θέσεων αποτελεί -και- αντίδραση του ΚΚΕ στο πολιτικό περιβάλλον. Κατά την πρώτη περίοδο, 1974-1981, το εθνικό διακύβευμα ήταν η αποχουντοποίηση και ο εκδημοκρατισμός της χώρας, συνεπώς το κόμμα ανταποκρίθηκε στην αναγκαιότητα της θεσμικής συγκρότησης της χώρας ως φιλελεύθερη δημοκρατία. Παράλληλα επιβεβαίωνε εκτός από την de-facto και την de-jure νομιμοποίηση του, δεδομένου ότι ήταν είτε παράνομο είτε ημιπαράνομο από ιδρύσεως του. Στη δεύτερη περίοδο 1982-1987 και αφότου το ίδιο το ΚΚΕ είχε ισχυροποιηθεί και σταθεροποιηθεί επαρκώς, ριζοσπαστικοποιεί τις αντιδράσεις του και αντιμετωπίζει ευθέως το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, όχι μόνο στον εκλογικό ανταγωνισμό αλλά και στο κοινωνικό πεδίο. Και κατά την τρίτη περίοδο, 1988-1991, θεωρώντας ότι ανοίγεται ένα παράθυρο πολιτικής ευκαιρίας διεκδικεί να αντικαταστήσει το ΠΑΣΟΚ και στοχεύει στην κοινοβουλευτική εξουσία. Οι δυνάμεις που συμμετέχουν στη διαδικασία μετάβασης είναι οι ίδιες με εκείνες που αναφέρονται στο πρόγραμμα, όμως οι αναφορές στο λαό λαμβάνουν κεντρικότερη θέση μετά το 12ο συνέδριο, ενώ αναβαθμίζονται εξωοικονομικά κριτήρια, όπως είναι η κοινωνική κατηγορία «νεολαία». 65 «Προγραμματική Διακήρυξη του ΚΚΕ προς τον ελληνικό λαό», Το ΚΚΕ Επίσημα κείμενα 1949-1955, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1995, σ 192-218. Τεκμήριο 976 7η πλατειά ολομέλεια (Αναδημοσίευση από το Περιοδικό Νέος Κόσμος, τ.3/1957, σ. 19-41).

86


μςι λΧί αρ Βήλου Αιμιλία Ν ίΑκιο ιΒσήτ λοοφυή ς Πλέον αποτελεί στόχο η εμπέδωση εννοιών και αντιλήψεων, από τον υποκειμενικό παράγοντα, ώστε να «διαπαιδαγωγηθεί» στο πλαίσιο της λαϊκής (δια)κυβέρνησης. Ενδεικτικά: προτείνεται ο δημοκρατικός προγραμματισμός, η λαϊκή συμμετοχή και ο εργατικός έλεγχος. Η διπλή διάσπαση του ΚΚΕ, αν και αποτελεί ακόμη και σήμερα μια οδυνηρή ανάμνηση και μια ανοικτή πληγή για το κόμμα, εν τέλει λειτούργησε ως ασπίδα και το προστάτεψε από τη σφοδρότητα των συνεπειών των ανατροπών. Επίσης, η εκκαθάριση της βάσης και της ηγεσίας του κόμματος, τόσο από αριστερές όσο και από δεξιές παρεκκλίσεις, άφησε πίσω ένα συμπαγές σώμα το οποίο μοιραζόταν τις ίδιες αντιλήψεις με ελάχιστες, και δευτερεύουσες εκείνη τη στιγμή, διαφωνίες. Ίσως κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να ερμηνευτεί η επιβίωση του ΚΚΕ στη μετακομμουνιστική συνθήκη υπ’ αυτή τη μορφή, ενός «ορθόδοξου» κομμουνιστικού κόμματος.

87


Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980

Βιβλιογραφία Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ – Ινστιτούτο Κράτους και Δικαίου – Συλλογικό, Ο πολιτικός μηχανισμός της δικτατορίας των μονοπωλίων, Αλέκος Κουτσούκαλης (μτφ. για τον εκδοτικό οίκο Ναούκα Μόσχα 1974), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 31987. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Οικονομικό Ινστιτούτο - Συλλογικό, Πολιτική Οικονομία, Αθήνα, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις - Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1961. Βασίλης Ασημακόπουλος, Πρώτη Φορά Αριστερά, Αθήνα, 2017. Χριστόφορος Βερναρδάκης, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 19741985. Σχέσεις εκπροσώπησης και σχέσεις νομιμοποίησης στο φως του πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού, Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1995. Αιμιλία Βήλου – Κώστας Ελευθερίου, «Η “κομματική ιστορία” ως μέρος της κομματικής στρατηγικής: χρήσεις του “Εμφυλίου” στον πολιτικό και ιστορικό λόγο του ΚΚΕ (1991-2017)», Τετράδια πολιτικού διαλόγου έρευνας και κριτικής, τ. 70-71, Χειμώνας 2017 – Άνοιξη 2018, σ. 99-112 Γιάννης Βούλγαρης, Η μεταπολιτευτική Ελλάδα 1974-2009, Αθήνα, Πόλις, 2008. Αλέκος Γεωργιάδης, Γιάννης Δραγασάκης, Μιχάλης Μιχαήλ και Μάνος Νικολαίδης, Η καπιταλιστική εκμετάλλευση στην Ελλάδα, Γιάννης Δραγασάκης (επιμ.), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 21985. Κώστας Π. Ελευθερίου, Η στρατηγική του ΚΚΕ στην ύστερη Μεταπολίτευση: ανάμεσα σε δύο μοντέλα κινητοποίησης, Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2017. Κωνσταντίνος Ζαγάρας, Η Ελληνική Κομμουνιστική Αριστερά με Κρίσεις Ταυτότητας και Πολιτικής. Η κομβική στιγμή του 1991, Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2017. Ινστιτούτο Οικονομικών Επιστημών της ΕΣΣΔ - Συλλογικό, Πολιτική Οικονομία του Καπιταλισμού, Δημήτρης Σάρλης (μτφ), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1985.

88


μςι λΧί αρ Βήλου Αιμιλία Ν ίΑκιο ιΒσήτ λοοφυή ς Δημήτρης Γ. Κασιούρας, Σύντομο Κοινωνικοπολιτικό Λεξικό, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1995. Νίκος Κοτζιάς, Ο συνασπισμός της Αριστεράς, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987. Βλαντιμιρ Λένιν, «Η μεγάλη πρωτοβουλία», Άπαντα, τόμος 39, Θ. Λιακόπουλος (επιμ. Μτφ.), Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1988 Καρλ Μάρξ, Το Κεφάλαιο III, Παναγιώτης Μαυρομμάτης (μτφ.), Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1978. Νικολακόπουλος Ηλίας, «Η εκλογική Επιρροή των πολιτικών δυνάμεων», Εκλογές και Κόμματα στη δεκαετία του ’80. Εξελίξεις και προοπτικές του πολιτικού συστήματος, Χρήστος Λυριντζής – Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ), Αθήνα, Θεμέλιο, 1990, σ. 203-237. ΣΚ, «Για τον Ιμπεριαλισμό», Ο Ριζοσπάστης, Ένθετη Έκδοση «7 μέρες», φ. 7962, 6 Μαΐου 2001, σ. 9 ΣΚ, «Σχετικά με τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό», Ο Ριζοσπάστης, Ένθετη Έκδοση «7 μέρες», φ. 7903, 18 Φεβρουαρίου 2001, σ. 9 Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Ευρωκομμουνισμός, Αθήνα, Πόλις, 2015. Τάσος Τρίκκας, ΕΔΑ 1951-1967. Το νέο πρόσωπο της Αριστεράς. Αθήνα, Θεμέλιο, 2009. Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 19181949, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1995. «Χρονικό Συνεδρίων του ΚΚΕ», ΚΟΜΕΠ, έκτακτο τεύχος, 2000 George Doukas, «The thirteenth congress of the KKE: Defeat of the renovators», Journal of Communist Studies, Volume 7/ Issue 3, 1991, σ. 393-398. Geoff Eley, Σφυρηλατώντας τη Δημοκρατία. Ιστορία της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, 1923-2000, Κατσικερός Αθανάσιος (μτφ), Γεράσιμος Μαρκέτος (επιμ.), Αθήνα,Σαβάλλας, 2010. Tony Judt, Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο, τ.3, Ελένη Αστερίου (μτφ), Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2012.

89


Η προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1980

Kalyvas Stathis and Marantzidis Nikos, «Greek Communism, 1968 – 2001», East European Politics and Societies, Vol. 16, No 3, Sage Publication, 2002, σελ. 665-690. doi:10.1177/088832540201600303 Vassilis Karabakakis, «Greek communist party 1940–1990 from social patriotism to social democracy», Critique: Journal of Socialist Theory, Volume 25 / Issue 1, 1997, σ. 97-117. Angelo Panebianco, Political Parties: Organization and Power, Marc Silver (tr), Cambridge, Cambridge Studies University Press, 1988. Susannah Verney, «Between coalition and one-party government: The Greek elections of November 1989 and April 1990», West European Politics, Volume 13/ Issue 4, 1990, σ. 131-138. Eugen S. Varga, Twetieth Century Capitalism, George H. Hanna (μτφ.), Foreign Languages Publishing House, Moscow, 1960

Κομματικά Τεκμήρια 11ο συνέδριο του ΚΚΕ: Ντοκουμέντα, Αθήνα, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1983 14ο συνέδριο του ΚΚΕ: Ντοκουμέντα, Αθήνα, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ,1992 16ο συνέδριο του ΚΚΕ: Ντοκουμέντα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2001. 17ο συνέδριο του ΚΚΕ: Ντοκουμέντα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2005. 18ο συνέδριο του ΚΚΕ: Ντοκουμέντα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2009. Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού, Απόφαση Πανελλαδικού Σώματος ΚΚΕ, Αθήνα, 1995. http://www.kke.gr/zhthmata_sosialismoy/ektimhseis_kai_ problhmatismoi_gia_toys_paragontes_poy_kathorisan_thn_anatroph_ toy_sosialistikoy_systhmatos_sthn_eyroph (πρόσβαση Νοέμβριος 2018) «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριο», Ο Ριζοσπάστης, φ.11428, Ένθετη Έκδοση, 9 Δεκεμβρίου 2012.

90


μςι λΧί αρ Βήλου Αιμιλία Ν ίΑκιο ιΒσήτ λοοφυή ς «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 20ο Συνέδριο», Ο Ριζοσπάστης, φ.12609, Ένθετη Έκδοση, 18 Δεκεμβρίου 2016. «Η σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ο αιώνα», Απόφαση 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, Αθήνα, 2009. http://www.kke.gr/18o_synedrio/apofash_toy_18oy_synedrioy_toy_kke_ gia_to_sosialismo (πρόσβαση Νοέμβριος 2018). ΚΚΕ: Προγραμματικά Ντοκουμέντα, ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2008. «Η πολιτική απόφαση του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΕ», Ο Ριζοσπάστης, φ.11532, Ένθετη Έκδοση, 21 Απριλίου 2013. «Η πολιτική απόφαση του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΕ», Ο Ριζοσπάστης, φ.12698, 9 Απριλίου 2017, σ. 13-20. «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 20ο Συνέδριο», Ο Ριζοσπάστης, φ.12609, Ένθετη Έκδοση, 18 Δεκεμβρίου 2016. «Κοινό Πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ», Αθήνα, 1988. https://www.scribd.com/document/94022663/%CE%9A%CE%BF%CE% B9%CE%BD%CF%8C-%CF%80%CF%8C%CF%81%CE%B9%CF%83%CE% BC%CE%B1-%CE%9A%CE%9A%CE%95-%CE%95%CE%91%CE%A1-1988 (Πρόσβαση Νοέμβριος 2018). Προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η επικαιρότητα και αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1995. http://www.kke.gr/zhthmata_sosialismoy/ektimhseis_kai_ problhmatismoi_gia_toys_paragontes_poy_kathorisan_thn_anatroph_ toy_sosialistikoy_systhmatos_sthn_eyroph. (πρόσβαση Νοέμβριος 2018). «Προγραμματική Διακήρυξη του ΚΚΕ προς τον ελληνικό λαό», Το ΚΚΕ Επίσημα κείμενα 1949-1955, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1995, σ 192-218. Τεκμήριο 976 7η πλατειά ολομέλεια (Αναδημοσίευση από το Περιοδικό Νέος Κόσμος, τ.3/1957, σ. 19-41).

91


Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος στη διαδικασία παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης Ετήσια Επιθεώρηση Ιστορίας, Κοινωνίας και Πολιτικής, Τεύχος 5, σσ. 92-120, 2019

Χρύσανθος Δημ. Τάσσης1

Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτική: Ριζοσπαστική θεώρηση, πολυσυλλεκτική στρατηγική και νεοφιλελεύθερη αποδοχή (;). Εισαγωγή Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αναλύσει τη σχέση των κομμάτων της σοσιαλιστικής οικογένειας με την ανάπτυξη και εφαρμογή της κοινωνικής πολιτικής κυρίως στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη και να αναδείξει τις σχέσεις, τις διακυμάνσεις και τις αντιφάσεις αυτής της πορείας μετασχηματισμού της κοινωνικής πολιτικής σε συνάρτηση με την πολιτική, οργανωτική και ιδεολογική εξέλιξη της σοσιαλιστικής οικογένειας. Για τη συγκεκριμένη ανάλυση, ο όρος «κοινωνική πολιτική» αναφέρεται ως μια συγκεκριμένη διαδικασία θέσμισης και ρύθμισης του καπιταλιστικού οικονομικού και κοινωνικού συστήματος που αναφέρεται χρονικά μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι την πετρελαϊκή κρίση του 1973/1974. Ο όρος «κοινωνική πολιτική» αναπτύσσεται δηλαδή ταυτόχρονα με έναν συγκεκριμένο μετασχηματισμό του καπιταλιστικού συστήματος σε επίπεδο οικονομίας κοινωνίας και πολιτικής. Γι’ αυτό και η συγκεκριμένη ανάλυση προτιμά τον όρο «κοινωνικό κράτος» για να υποδηλώσει τη συγκεκριμένη τάση μετασχηματισμού, αντί του όρου «κράτος πρόνοιας» που μάλλον υποδηλώνει αποσπασματικές προνοιακές πολιτικές. Επίσης όταν αναφερόμαστε στα κόμματα της σοσιαλιστικής οικογένειας αναφερόμαστε στα εργατικά/σοσιαλιστικά/ 1. Ο Χρύσανθος Δημ. Τάσσης είναι λέκτορας με αντικείμενο Πολιτική Κοινωνιολογία Ελληνικό Πολιτικό Σύστημα στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης. Ο γράφων θα ήθελε να ευχαριστήσει τον Κώστα Ελευθερίου και τον Χριστόφορο Σκαμνάκη για τα εποικοδομητικά σχόλια και τις παρατηρήσεις τους. Email: ctassis@socadm.duth.gr.

92


λομοφουής ς Χρύσανθος ΝΆίΑκνιομ ιήΒσσήτιΤάσσης τ ςηι λςΧί αρ ΖΔημ. σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και στην εξέλιξή τους. Το παρόν άρθρο, θα ασχοληθεί κυρίως με τις γενικές κατευθύνσεις των εξελίξεων τόσο στη σοσιαλιστική οικογένεια, όσο και στην κοινωνική πολιτική, καθώς και μέσα από παραδείγματα σε κάθε χώρα θα δειχθεί ότι ο κάθε κοινωνικός σχηματισμός έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες, τη δική του οικονομική, πολιτική και κοινωνική ανάπτυξη. Επιπλέον, θα αποδείξει πως υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στα κόμματα της σοσιαλιστικής οικογένειας με συγκεκριμένες πτυχές της κοινωνικής πολιτικής, τόσο στη θεωρητική της σύλληψη τον 19ο αιώνα όσο και στην εφαρμογή της ως κυρίαρχου μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής αναπαραγωγής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και με τους μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα μετά την κρίση του 1973/1974 μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από την κρίση του κοινωνικού κράτους, αλλά και περίοδος κρίσης (πολιτικής στρατηγικής αλλά και εκλογικής επιρροής) για τα κόμματα της σοσιαλιστικής οικογένειας Η μετάβαση στον Καπιταλισμό: Αόρατο χέρι της αγοράς, φιλανθρωπία και σοσιαλιστική οργάνωση Η μετάβαση από τη Φεουδαρχία στον Καπιταλισμό, δεν πραγματοποιήθηκε μόνο με την αλλαγή των μέσων παραγωγής και την κυριαρχία του εμπορίου, της βιοτεχνίας (1780-1820) αλλά και μετά τον 19ο αιώνα της βιομηχανίας, αλλά και με την αλλαγή στο επίπεδο των ιδεών. Το Κίνημα του Διαφωτισμού διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία της μετάβασης από τη φεουδαρχική στην καπιταλιστική κοινωνία. Η έμφαση στο άτομο με υποχρεώσεις και δικαιώματα που θα αντικαταστήσει τον παραδοσιακό ρόλο της εκκλησίας αποτέλεσε θεμελιώδη διάσταση του Διαφωτισμού και οδήγησε στη Γαλλική Επανάσταση, η οποία σε συνδυασμό με τη βιομηχανική επανάσταση σηματοδότησαν τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, από την προ-νεωτερικότητα, στη νεωτερική κοινωνία (Hall & Gieben: 2003). Στο πλαίσιο αυτό, την ίδια εποχή αναπτύσσεται η κλασσική πολιτική οικονομία, όπου ο βασικότερος εκπρόσωπός της Adam Smith στο έργο του Πλούτος των Εθνών (1776) υποστηρίζει ότι το κράτος - Λεβιάθαν έχει οδηγήσει σε μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και ότι η αγορά μπορεί πιο αποτελεσματικά από το κράτος και να συντονίσει τις ανεξάρτητες δραστηριότητες παραγωγών και καταναλωτών με σκοπό τη μείωση των ανισοτήτων αλλά και των προνομίων. Έτσι, ενώ το κράτος πριν τη γαλλική επανάσταση υποστήριζε τα απολυταρχικά προνόμια, τον μερκαντιλιστικό προστατευτισμό και έθετε εμπόδια στην ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα, ο Α. Smith υποστηρίζει ότι με την εισαγωγή του μηχανισμού που θα βασίζεται στο αόρατο χέρι της αγοράς, θα μπορούσε να επιτευχθεί και η βέλτιστη χρήση των ανθρώπινων και

93


Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτικήστη διαδικασία Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

φυσικών πόρων, αλλά και οι αγορές θα ρύθμιζαν με τέτοιο τρόπο την οικονομία ώστε να επιτευχθεί η υλική πρόοδος για όλη την κοινωνία, μια διαδικασία ουσιαστικής ανατροπής της ταξικής κοινωνίας. Ενώ θεωρούσε ότι το κράτος δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει στην οικονομική δραστηριότητα, μια διαδικασία που την ανέθετε, όπως είπαμε, στην απρόσωπη διαδικασία της αγοράς, αναγνώριζε ωστόσο τη λειτουργία του Κράτους στους τομείς της Εθνικής Άμυνας, της Δικαιοσύνης και των Δημόσιων Έργων. Επίσης θεωρούσε πως η εκπαίδευση θα πρέπει να παρέχεται δωρεάν και εξέφραζε την ανησυχία του για την ύπαρξη μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων (Bowles, Edwards & Roosevelt, 2014: 129-132). Η δυναμική που αναπτύσσει ο καπιταλισμός κατά τον 19ο αιώνα με την ανάπτυξη των μεγάλων βιομηχανιών, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, διαφοροποιεί ριζικά και την παραγωγική διαδικασία, αλλά και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Στη νέα εποχή αλλάζει και ο παγκόσμιος καταμερισμός της εργασίας με την Αγγλία να αναδεικνύεται ως επίκεντρο/μητρόπολη για τον νέο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. (Bowles, Edwards & Roosevelt, 2014: 43-45). Τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου συστήματος είναι η δημιουργία μιας νέας τάξης της εργατικής η οποία διαχωρίζεται από τα μέσα παραγωγής και για να ζήσει πρέπει να διαπραγματεύεται την πώληση της εργασίας της. Με αυτό τον τρόπο θεσμοθετείται η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, και ο καπιταλισμός έχει τη δυνατότητα να ελέγχει πλήρως και την παραγωγική διαδικασία, αλλά και την ανάπτυξη και την εφαρμογή της τεχνολογίας (Gough, 2008: 61-75). Επίσης, η μαζική μετακίνηση των πληθυσμών από την ύπαιθρο στις νέες βιομηχανίες, αλλάζει ακόμα και τον τρόπο κατοικίας γύρω από τις νέες βιομηχανικές πόλεις που αναπτύσσονται γύρω από τις βιομηχανίες, όπως για παράδειγμα στο Manchester, αλλά και με διακριτές ζώνες όπως στην περίπτωση του Λονδίνου (Knox & Pinch, 2009: 65-66). Είναι η εποχή όπου με την έκρηξη της βιομηχανίας, σπάει και κάθε μορφή προστασίας που χαρακτήριζε την προ-βιομηχανική κοινωνία, όπως για παράδειγμα η κατάργηση των συντεχνιών και η ουσιαστική αλλαγή του καθεστώτος των αυτοαπασχολούμενων τεχνιτών που πλέον οδηγούνται σε προλεταριοποίηση, αλλά και η σημαντική αύξηση των απασχολούμενων στη βιομηχανία σε σχέση με τους εργάτες γης στον γεωργικό τομέα (Tilly, 2007: 71). Η ραγδαία ανάπτυξη του καπιταλισμού, ωστόσο, με βάση το «αόρατο χέρι της αγοράς» δεν δικαίωσε τις προσδοκίες του A. Smith για τη μείωση των ανισοτήτων και την κατάργηση των κοινωνικών τάξεων. Αντίθετα, ο καπιταλιστικός έλεγχος σε όλη την παραγωγική διαδικασία και η ευρεία προλεταριοποίηση του πληθυσμού σε συνδυασμό με τη μεγάλη παραγωγικότητα λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας, οδήγησε το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας σε οικονομική ανέχεια. Και σε αυτή την

94


λομοφουής ς Χρύσανθος ΝΆίΑκνιομ ιήΒσσήτιΤάσσης τ ςηι λςΧί αρ ΖΔημ. εξέλιξη σημαντική ήταν η συμβολή «κράτους – νυχτοφύλακα» το οποίο λειτουργεί στο πλαίσιο του Έθνους - Κράτους και συμβάλει άμεσα στη συγκεκριμένη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης, (Μίλιμπαντ, 2016: 19-20) μέσω της αστικής φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και των βασικών κατασταλτικών μηχανισμών, της αστυνομίας και του στρατού. Καθώς υπάρχει περιορισμένο δικαίωμα ψήφου, αλλά και μεγάλη απροθυμία να δεχθούν οποιαδήποτε μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης είτε μέσω συνδικάτων είτε μέσω κομμάτων, η δημοκρατία τον 19ο αιώνα εκλαμβάνεται ως κίνδυνος για τη μείωση των προνομίων των νέων ισχυρών κοινωνικών τάξεων που δημιουργεί ο καπιταλισμός, όπως επίσης και βασικός κίνδυνος για την ανάπτυξη της αγοράς. Σε αυτό το πλαίσιο απουσίας των πολιτικών δικαιωμάτων, την ίδια πορεία είχαν τα κοινωνικά δικαιώματα καθώς ο προσανατολισμός του κράτους νυχτοφύλακα ήταν να εντάξει όλους τους ανθρώπους στην αγορά. Έτσι, με τον «Νέο Νόμο των Φτωχών» (Poor Law Amendment Act, 1834) καθορίζεται μια μορφή κοινωνικής βοήθειας προς τους απόλυτα φτωχούς και ουσιαστικά αδύναμους προς εργασίας, με ελάχιστες αποδοχές, η οποία όμως συναρτάται με την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων του δικαιούχου. Επίσης επέφερε βαρύτατο κοινωνικό στιγματισμό καθώς ο δικαιούχος θα έπρεπε να κυκλοφορεί φορώντας ειδική στολή και να επιστρέψει στον τόπο γέννησής του. Είναι μια κίνηση η οποία ουσιαστικά σηματοδοτεί μια διαδικασία φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης και όχι παρέμβαση κοινωνικής πολιτικής, καθώς η ιδιότητα του πολίτη συνδέεται τη συγκεκριμένη εποχή αποκλειστικά με τη δυνατότητά του να μετέχει ενεργά στην καπιταλιστική αγορά (Κατρούγκαλος 2008: 21-22). Παραταύτα, η αγορά δημιουργεί τεράστιες ανισορροπίες και ανισότητες. Έτσι, ο Φ. Εγκελς στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, περιγράφει τις συνθήκες ζωής και εργασίας, ανδρών, γυναικών και ανήλικων παιδιών ως εξής: «δούλευαν 12-16 ώρες κάθε ημέρα με μισθό ο οποίος δεν επαρκούσε να καλύψει τις βασικές βιοτικές ανάγκες, ζώντας παράλληλα σε τέτοια μέρη που μόνο πρόσωπα εκφυλισμένα και χωρίς καμμιά ανθρωπιά μπορούσαν να μένουν» (αναφέρεται σε Φόστερ, 1956: 27). Είναι η εποχή που ο Κ. Marx βλέποντας τη μεγάλη οικονομική πολιτική και κοινωνική ανισότητα που αναπτύσσεται, προσθέτει νέα στοιχεία για την ανάλυση του καπιταλισμού και ασκεί κριτική στην πολιτική οικονομία των κλασσικών οικονομολόγων. Πιο συγκεκριμένα θεωρεί πως οι συνθήκες ανταλλαγής των αγαθών διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα αποτελέσματα της ανταλλαγής στα άτομα και πιο συγκεκριμένα στον καπιταλισμό η δυνατότητα των ιδιοκτητών μέσων παραγωγής να έχουν εισόδημα μέσω της περιουσίας τους αντιδιαστέλλεται με αυτήν της εργατικής τάξης, η οποία στην πλειονότητά της δεν κατέχει τέτοια δικαιώματα. Το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι να υπάρχουν έντονες διαφορές ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Τέλος υποστηρίζει

95


Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτικήστη διαδικασία Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

πως ο καπιταλισμός αποτελεί εμπόδιο για την αριστοποίηση της παραγωγής. Η διαιρετική τομή κεφαλαίου εργασίας οδηγεί τελικά σε πιο αργή ανάπτυξη των παραγωγικών τομέων της οικονομίας καθώς ακόμα και η στην περίπτωση που θα οδηγούσε σε αυξημένη παραγωγικότητα σε έναν τομέα της οικονομίας, θα αποτελούσε εμπόδιο είτε με την πτωτική τάση του κέρδους σε μια παραδοσιακή βιομηχανία οπότε θα υπήρχε αντίδραση από την πλευρά του καπιταλιστή είτε ακόμα και απώλεια θέσεων εργασίας στη συγκεκριμένη βιομηχανία οπότε θα προκαλούνταν αντίδραση από τα εργατικά συνδικάτα (Bowles, Edwards & Roosevelt, 2014: 132-136). Με βάση τη συγκεκριμένη θεώρηση ο Κ. Μαρξ θεωρεί πως η έμφαση στο αόρατο χέρι της αγοράς όχι μόνο δεν οδηγεί στην ισότητα όπως υποστήριζε ο A. Smith αλλά αντίθετα, η τάση του καπιταλισμού για κεφαλαιακή συσσώρευση οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερες ταξικές διαιρέσεις. Έτσι, θέτει ως κεντρικό ζήτημα της πολιτικής του την ανατροπή του καπιταλισμού και τη δημιουργία του κόμματος της εργατικής τάξης. Όπως εύστοχα αναφέρεται, «κατά τον Μάρξ [...] η απελευθέρωση της εργατικής τάξης ήταν πολιτικό ζήτημα. Αυτό ίσχυε για τρεις λόγους: πρώτον η εργατική τάξη έπρεπε να οργανωθεί και να συντονιστεί πολιτικά από ένα ταξικό σοσιαλιστικό κόμμα, δεύτερο το κόμμα έπρεπε να διοχετεύσει τη συλλογική δύναμη των εργατών σε ένα κεντρικά διευθυνόμενο κίνημα ικανό να αντιμετωπίσει την πολιτική εξουσία της άρχουσας τάξης και τρίτον επειδή το κράτος ήταν η έκφραση της κυριαρχίας της αστικής τάξης δεν θα έπρεπε να διατηρηθεί από την εργατική τάξη αλλά να καταστραφεί. Αυτό επέβαλλε τη δημιουργία μιας μεταβατικής κρατικής εξουσίας δηλαδή της δικτατορίας τους προλεταριάτου» (Eley, Α΄ 2002: 105). Σε αντίθεση με την φιλελεύθερη λογική περί ουδέτερου κράτους, ο Κ. Marx θεωρεί πως το φιλελεύθερο κράτος είναι ένα κράτος βαθύτατα ταξικό το οποίο την κρίσιμη στιγμή θα σταθεί στο πλευρό των αναγκαιοτήτων του κεφαλαίου και όχι της εργατικής τάξης. Έτσι θεωρεί πως ο καπιταλισμός, αλλά και η αστική φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία, θα πρέπει να ανατραπεί με ρήξη και επανάσταση, με στόχο την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής αλλά και με την προσωρινή εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, δηλαδή την κατάλυση του αστικού κράτους και την αντικατάσταση των επαγγελματιών πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστών με εκπροσώπους του λαού με μια άμεση συμμετοχική διαδικασία αντίθετη προς την ελιτίστικη προσέγγιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας του 19ου αιώνα (Eley, Α΄ 2002: 105) Για την οργάνωση της εργατικής τάξης οι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς απορρίπτουν τη συνωμοτική στρατηγική και κυρίως τη στρατηγική του Μπλανκί και θεωρούν ότι η εργατική τάξη θα έρθει στην εξουσία μέσω της οικοδόμησης ενός μαζικού κόμματος που θα έχει ως βασικό υποκείμενο την εργατική τάξη αλλά και τους συμμάχους της που είναι η πλειοψηφία της κοινωνίας (Duverger, 1964). Με το σοσιαλιστικό κόμμα, η εργατική τάξη μέσω της επανάστασης θα απαλλάξει την κοινωνία από την καταπίεση και τις βαθιές ανισότητες της καπιταλιστικής

96


λομοφουής ς Χρύσανθος ΝΆίΑκνιομ ιήΒσσήτιΤάσσης τ ςηι λςΧί αρ ΖΔημ. συσσώρευσης καθώς με την ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού, ο ίδιος ο καπιταλισμός θα οδηγούσε στην ανάπτυξη μιας μεγάλης εργατικής τάξης που θα πρωτοστατήσει στη μετάβαση στον σοσιαλισμό. (Eley, Α΄ 2002: 104) Στο πλαίσιο αυτό συγκροτείται η Πρώτη Διεθνής το 1864 για την οποία κυρίαρχο ζήτημα αναδεικνύεται η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη. Τελικά, παρά τις διαφορετικές στρατηγικές που αναπτύσσονται στους κόλπους της Διεθνούς, το 1880 υιοθετείται η μαρξιστική στρατηγική για την πάλη των τάξεων και την κατάκτηση της εξουσίας. Με τη δημιουργία της Δεύτερης Διεθνούς το 1889 τίθεται το πολιτικό πλαίσιο για την ανάπτυξη των κομμάτων της σοσιαλιστικής οικογένειας. Πιο συγκεκριμένα η εργατική τάξη αναδεικνύεται ως το βασικό πολιτικό υποκείμενο των κομμάτων της σοσιαλιστικής οικογένειας η οποία γίνεται η ηγέτιδα τάξη που ενώνει την κατακερματισμένη κοινωνία στην επαναστατική προοπτική και γίνεται η βασική διάκριση μεταξύ της εργατικής τάξης και των φτωχών. Προωθείται η κοινωνική συμμαχία με στρώματα της διανόησης τα οποία θα εκλαϊκεύσουν την πολιτική, την στρατηγική και την τακτική στα μέλη του κόμματος. Επίσης, στο πρόγραμμα του κόμματος προωθούνται οι βραχυπρόθεσμοι στόχοι που είναι η βελτίωση των συνθηκών της εργατικής τάξης [μείωση ωρών εργασίας, αύξηση μισθών, υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση, στέγαση], τίθεται η κοινοβουλευτική διαδικασία της πολιτικής υπό τον έλεγχο του κόμματος και ο μακροπρόθεσμος στόχος δεν είναι άλλος από την αλλαγή του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος του καπιταλισμού και η αντικατάστασή του από τον σοσιαλισμό. Η Μεγάλη Ύφεση της περιόδου 1873-1895 οδηγεί στην οργανωτική και πολιτική επέκταση των σοσιαλιστικών κομμάτων. Έτσι, υπό την επιρροή του Κάουτσκυ το γερμανικό SPD υιοθετεί τις βασικές θέσεις του Μαρξ και πιο συγκεκριμένα τη «Θεωρία κατάρρευσης» του καπιταλισμού, και τη «Θέση περί εξαθλίωσης» της εργατικής τάξης στο πρόγραμμα της Ερφούρτης το 1891, όπου το καπιταλιστικό σύστημα αναλύεται ως σύστημα που παράγει συνεχώς κρίσεις και βαθαίνει η ταξική σύγκρουση και ουσιαστικά βαδίζει προς τον θάνατό του (Μπέρμαν, 2012: 69). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται από τη Σ. Μπέρμαν «ο ρόλος των σοσιαλιστικών κομμάτων δεν ήταν να προωθήσουν τη μετάβαση στον σοσιαλισμό αλλά να κατανοήσουν τη φύση της καπιταλιστικής κοινωνίας και να προετοιμαστούν για την αναπόφευκτη ταξική πάλη που θα έφερνε τη συντριβή της κοινωνίας αυτής. Από αυτή την αντίληψη του Κάουτσκυ απορρέει ο περίφημος χαρακτηρισμός του γερμανικού σοσιαλιστικού κόμματος ως επαναστατικού κόμματος αλλά όχι κόμματος που κάνει την επανάσταση» (Μπέρμαν, 2012: 69). Η βασική συνεισφορά του Μαρξ είναι ότι προσφέρει μια θετική εικόνα για τη λειτουργία του κόμματος, καθώς τη συγκεκριμένη εποχή η κυρίαρχη ιδεολογία ήταν αρνητική στην ύπαρξη και

97


Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτικήστη διαδικασία Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

λειτουργία μαζικών κομμάτων. Αντίθετα, τα κόμματα της σοσιαλιστικής οικογένειας έθεσαν την εργατική τάξη ως το βασικό πολιτικό υποκείμενο και το πολιτικό κόμμα πολιτικοποίησε τα αιτήματα της εργατικής τάξης που μια βασική συνιστώσα είναι η υιοθέτηση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Είναι η εποχή που κάτω από την πίεση της εργατικής τάξης, κυρίως μετά την Κομμούνα του Παρισιού, υιοθετήθηκαν κρατικές πολιτικές πρόνοιας το «Μοναρχικό Κράτος Πρόνοιας» όπως έχει χαρακτηριστεί - ως απάντηση στις επαναστατικές και ριζοσπαστικές ιδέες με στόχο την αναχαίτισή τους και τη διατήρηση της συγκεκριμένης κοινωνικής ιεραρχίας και της συγκεκριμένης ισορροπίας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, μια διαδικασία που από τη σκοπιά της συντηρητικής θεώρησης κατέχει ρόλο φυσικής ισορροπίας. Μάλιστα όπως υποστηρίζει η συγκεκριμένη συντηρητική αντίληψη η οικοδόμηση ενός αυταρχικού κράτους μπορεί να εξασφαλίσει την κοινωνική ευημερία καθώς παρουσιάζεται «ανώτερο από το χάος των αγορών» (Esping - Andersen, 2006: 42). Την ίδια εποχή και πριν τελειώσει ο 19ος αιώνας ο Μπερνστάιν στο έργο του Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας διατυπώνει τη θεωρία του «Εξελικτικού σοσιαλισμού» που ουσιαστικά αναθεωρεί τον βασικό πυρήνα της θεωρίας του Μαρξ. Πιο συγκεκριμένα, αμφισβητεί τις βασικές θέσεις του Μαρξ για κατάρρευση του καπιταλισμού και εξαθλίωση της εργατικής τάξης, αλλά και τις θέσεις των Έγκελς και Κάουτσκι για τον ιστορικό υλισμό και την ταξική πάλη. Θεωρεί πως με την ανάπτυξη του τραπεζικού τομέα και του χρηματιστηρίου ο καπιταλισμός μπορεί να ξεπεράσει την πορεία προς τις κρίσεις και διέκρινε την τάση όχι για συγκέντρωση σε μεγάλους ομίλους, αλλά αντίθετα για την ανάπτυξη πολλών μικρών επιχειρήσεων. Επίσης θεωρεί ότι δεν επιβεβαιώνεται η θεωρία του Μαρξ περί συνεχούς εξαθλίωσης της εργατικής τάξης. Για το λόγο αυτό υποστηρίζει πως θα πρέπει να αλλάξει η στρατηγική του εργατικού κινήματος, να αποκηρυχθεί η ένοπλη πάλη και η βίαιη ρήξη με τον καπιταλισμό, και να υιοθετηθεί μια στρατηγική συνεχούς βελτίωσης της κατάστασης της εργατικής τάξης με έμφαση στην αύξηση του πλούτου και στην επέκταση των κοινωνικών δικαιωμάτων ειρηνικά, μέσω του κοινοβουλίου (Eley, Α΄ 2002: 178; Μπέρμαν, 2012: 46; Σασσουν Α΄ 2001: 90-92; Μπερνστάιν, 1996). Το κρίσιμο γεγονός στην ιστορία της σοσιαλιστικής οικογένειας είναι η απόφαση της πλειοψηφίας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του SPD στις 3 Αυγούστου του 1914 να υπερψηφίσει τις πολεμικές δαπάνες, μια απόφαση που κινήθηκε σε αντίθετη κατεύθυνση από την απόφαση του κόμματος (Σασσουν Α΄ 2001: 103). Η συγκεκριμένη απόφαση, ενώ δικαιώνει την κριτική που ασκούσε η μαρξιστική παράδοση για το ρόλο του κράτους και τις αμφισβητήσεις για τον κοινοβουλευτισμό, εντούτοις σηματοδοτεί την ουσιαστική μεταβολή των κομμάτων της σοσιαλιστικής οικογένειας, από διεθνιστικά σε εθνικά κόμματα. Επίσης, η συμμετοχή των κομμάτων

98


λομοφουής ς Χρύσανθος ΝΆίΑκνιομ ιήΒσσήτιΤάσσης τ ςηι λςΧί αρ ΖΔημ. αυτών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των εθνικών κυβερνήσεων, καταδεικνύει την ουσιαστική κατάργηση της επαναστατικής προοπτικής και την ανάδειξη των βραχυπρόθεσμων στόχων της πολιτικής τους ατζέντας που αναφέρεται στην αποδοχή του κοινοβουλευτισμού και στη βελτίωση των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης με ειρηνικό τρόπο ως μοναδικής έμφασης των κομμάτων αυτών (Μπέρμαν, 2012: 23). Ακόμα περισσότερο, η στάση του SPD στην επανάσταση των Σπαρτακιστών το 1919 όπου συντάχθηκε με τον Κάιζερ, σηματοδότησε την υποχώρηση της πολιτικής επιρροής των κομμάτων της σοσιαλιστικής οικογένειας. Ακόμα και το Labour Party, το οποίο στο ουσιαστικά ιδρυτικό του συνέδριο το 1918 υιοθέτησε το περίφημο Clause 4 στο οποίο αναφέρεται ότι στόχος του κόμματος είναι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, δεν μιλά για ουσιαστική ρήξη με το κόμμα να είναι προσανατολισμένο στην κοινοβουλευτική διαδικασία (Miliband, 1973). Επίσης, στις χώρες της Σκανδιναβίας, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονταν από την ύπαρξη μεγάλης βιομηχανίας, αλλά αντίθετα από μεγάλη αγροτική παραγωγή, αναπτύχθηκε, ιδίως στη Σουηδία, η κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στην εργατική και την αγροτική τάξη γύρω από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα SAP, με βασική πολιτική ατζέντα την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, ειρηνικά μέσω του κοινοβουλίου. Παρόμοιες στρατηγικές ειρηνικής κοινοβουλευτικής πορείας ακολούθησαν (με την εξαίρεση της Φινλανδίας) και οι υπόλοιπες Σκανδιναβικές χώρες (Χίλσον, 2012: 63-71) με αποτέλεσμα να αρχίσουν να εφαρμόζονται εκεί πολιτικές κοινωνικού κράτους. Ωστόσο, η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929/30, η μαζική ανεργία και η εξαθλίωση του εργατικού δυναμικού οδήγησε στην εμφάνιση του φασιστικού φαινομένου όπου με βασική αιχμή τον αυταρχικό κορπορατισμό ενσωμάτωσε τα εργατικά συνδικάτα σε υποχρεωτική συναίνεση με τους εργοδότες στην κρατική επιλογή για την ενίσχυση της πολεμικής βιομηχανίας. Με βάση την ανάλυση του Ο. Μπάουερ, «ο φασισμός ήταν μια προσπάθεια της Άκρας Δεξιάς να σπάσει τα δεσμά που είχε χαλκεύσει το εργατικό κίνημα το 1918-1919 στο καπιταλιστικό σύστημα. Το κόστος της δημοκρατίας για τη συντήρηση του κράτους πρόνοιας και τη διατήρηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων υπερέβαινε αυτό που οι ανάγκες της καπιταλιστικής σταθεροποίησης και πολιτικής τάξης μπορούσαν να αντέξουν. [...] Η στροφή στον φασισμό προκλήθηκε λιγότερο από τον φόβο του καπιταλισμού για την επανάσταση και περισσότερο από την αποφασιστικότητα του συστήματος να μειώσει τους μισθούς των εργαζομένων να καταργήσει τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και να συντρίψει την πολιτική εξουσία των εκπροσώπων του όχι για να καταπνίξει την επανάσταση αλλά για να εξαλείψει τις κατακτήσεις του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού» (Eley, Β΄ 2002: 493). Σε αυτό το πλαίσιο, οι θεωρητικοί της 2 1/2 Διεθνούς θεωρούν

99


Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτικήστη διαδικασία Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

πως η κοινωνική πολιτική μπορεί να επηρεάσει σημαντικά και να αλλάξει τον καπιταλισμό, καθώς εισάγει ξένα στοιχεία ρύθμισης και αναδιανομής, παράλληλα με την επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων, μια διαδικασία που παρομοιάζεται να έχει την ιδιότητα του δούρειου ίππου για το ειρηνικό / κοινοβουλευτικό πέρασμα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Την περίοδο της ανόδου του Φασισμού, στη Γαλλία η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου (Σοσιαλιστών - Κομμουνιστών - Ριζοσπαστών) κερδίζει στις εκλογές του 1936 μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η κυβέρνηση που σχηματίζεται υπό τον Λ. Μπλουμ προχωρά σε υπογραφή συλλογικών συμβάσεων, σε αυξήσεις μισθών 7%-15%, υιοθετεί το 8ωρο και εισάγει το θεσμό των δυο εβδομάδων πληρωμένων διακοπών για κάθε χρόνο εργασίας (Eley, Β΄ 2002: 495-497).

Κοινωνικό κράτος και πολυσυλλεκτική στρατηγική (1945-1974): επέκταση κοινωνικών δικαιωμάτων, κοινοβουλευτισμός με ιδεολογική ενσωμάτωση Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα προτάγματα της μεταπολεμικής κοινωνίας φαίνεται πως κινούνται διαφορετικά από εκείνα της προηγούμενης περιόδου. Η τραυματική εμπειρία του Φασισμού, οι οικονομικές κρίσεις και η κακή οικονομική κατάσταση της εργατικής τάξης, παράλληλα με το αυξημένο γόητρο των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ιδεών ως αποτέλεσμα των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων κατά τη διάρκεια του Πολέμου, καθώς και το αίτημα για αποαποικιοποίηση διαμόρφωσε τους όρους για μια διαφορετική θέσμιση των μεταπολεμικών κοινωνιών στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη στη σχέση Κράτους - Κοινωνίας - Αγοράς. Η έμφαση δίνεται στο κεϋνσιανό υπόδειγμα για τη μείωση της ανεργίας και στον αποφασιστικό ρόλο του Δημοσίου/Κράτους στην οικονομία σε συνδυασμό με την έμφαση στα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα ως αποτέλεσμα της επιρροής της σοσιαλιστικής οικογένειας. Στο πλαίσιο αυτό, όπως εύστοχα αναλύεται, «ο όρος «κοινωνικό κράτος» εισήχθη κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σηματοδοτεί τον μετασχηματισμό της οικονομίας, της πολιτικής αλλά και της κοινωνίας με βάση τον ενεργό ρόλο του κράτους και στις κοινωνικές υπηρεσίες (Gough, 2008: 35). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «το σύγχρονο κοινωνικό κράτος όπως διαμορφώθηκε ιστορικά τόσο σε εθνική όσο και σε ομοσπονδιακή βάση (πχ ΗΠΑ) στηρίχθηκε σε τρεις λειτουργικές και αναγκαίες προϋποθέσεις: Την ενιαία κεντρική εξουσία έναν κεντρικό δημοσιονομικό μηχανισμό συγκέντρωσης και ανακατανομής πόρων και την ενιαία αγορά εργασίας. Η ύπαρξη αυτών των προϋποθέσεων επέτρεψε τη συγκρότηση ενός κοινωνικού κράτους όχι μόνο με ρυθμιστικές αλλά και

100


λομοφουής ς Χρύσανθος ΝΆίΑκνιομ ιήΒσσήτιΤάσσης τ ςηι λςΧί αρ ΖΔημ. με παρεμβατικές αναδιανεμητικές λειτουργίες, ικανού να διεισδύσει στην αγορά εργασίας και να επηρεάσει την αναδιανομή του εισοδήματος είτε με τη ρύθμιση μισθών και ημερομισθίων είτε με τη μεταφορά κοινωνικών πόρων προς του οικονομικά ασθενέστερους. ειδικά για την ευρωπαϊκή Ήπειρο το κοινωνικό κράτος με όλες τις επιμέρους εθνικές ιδιομορφίες που συναντώνται σε κάθε χώρα, αποτέλεσε μεταπολεμικά το σημαντικότερο στοιχείο αυτού που αποκαλείται ευρωπαϊκό κοινωνικο-πολιτικό μοντέλο» (Σακελλαρόπουλος, 1993: 445). Με αυτό τον τρόπο οικοδομείται και λειτουργεί η νέα φάση του μεταπολεμικού καπιταλισμού που νοηματικά φέρει διάφορες εκδοχές όπως «μεικτή οικονομία», «κοινωνία της ευημερίας», «δημοκρατικός προνοιακός καπιταλισμός», «καπιταλισμός της ευημερίας», «κοινωνική οικονομία της αγοράς», «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση». Ο προσανατολισμός των μεταπολεμικών κοινωνικών πραγματοποιείται με δυο τρόπους: Με την κρατικοποίηση σημαντικών τομέων της ιδιωτικής οικονομίας δημόσιων ή ήμι-δημόσιων αγαθών όπως για παράδειγμα οδικά δίκτυα, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, ύδρευση αλλά και την ανάληψη από μέρους του Δημοσίου της ευθύνης για την καθολική και δωρεάν παροχή υπηρεσιών υγείας, παιδείας, κοινωνικής ασφάλισης, εργασίας, σταθερών εργασιακών σχέσεων, στέγασης τα οποία παρέχονται όχι μέσω της νομιμοποίησης της αγοράς, αλλά μέσω της ιδιότητας του πολίτη στην περίπτωση της Μ. Βρετανίας αρχικά από τον T.H. Marshall (Gough, 2008: 43-44) η οποία επεκτείνεται και στις Σκανδιναβικές χώρες, ενώ στην περίπτωση της Κεντρικής Ευρώπης η βασική αναφορά πραγματοποιείται στον εργάτη/εργαζόμενο. Με αυτό τον τρόπο σκοπός είναι σημαντικά αγαθά και υπηρεσίες να αποεμπορευματοποιηθούν και να μειωθεί η αυτορρύθμιση, το «αόρατο χέρι της αγοράς» στην οικονομία και στην κοινωνία και να μειωθούν οι οικονομικές και οι κοινωνικές ανισότητες. Η αποεμπορευματοποίηση αποτελεί κρίσιμης σημασίας έννοια στην κοινωνική πολιτική, καθώς διαφοροποιεί τη συγκεκριμένη θέσμιση του κοινωνικού κράτους, από όλα τα προηγούμενα προνοιακά καθεστώτα, που είχαν βασική αναφορά στην αγορά (Esping - Andersen, 2006: 87-123). Ειδικά για την περίπτωση του κοινωνικού κράτους αυτό «περιλαμβάνει δυο ομάδες κρατικών δραστηριοτήτων: α. κρατική παροχή κοινωνικών υπηρεσιών προς άτομα η οικογένειες σε ιδιαίτερες περιστάσεις: υγεία, κοινωνική πρόνοια, εκπαίδευση, στέγαση Σε χρήμα: χρηματικές πληρωμές από το κράτος για να αγοραστούν αγαθά: συντάξεις, επιδόματα. Σε είδος: δωρεάν υπηρεσίες ή σε μια τιμή που επιδοτείται: υγεία, εκπαίδευση β) Κρατική ρύθμιση ιδιωτικών δραστηριοτήτων ατόμων και επιχειρήσεων που μεταβάλλουν τις άμεσες συνθήκες ζωής των ατόμων και ομάδων: φορολογικές πολιτικές, κοινωνική νομοθεσία, εργοστασιακή νομοθεσία, προστασία καταναλωτή, πολεοδομικοί κανονισμοί, υποχρεωτική εκπαίδευση» (Gough, 2008: 38-39).

101


Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτικήστη διαδικασία Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

Η βασική πολιτική για την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους έχει αναφορά το Εργατικό Κόμμα στο Ην. Βασίλειο το οποίο σχηματίζει κυβέρνηση το 1945 με πολιτικό πρόγραμμα που βασίζεται στη μεικτή οικονομία με τον αυξημένο ρόλο του Δημοσίου στην οικονομία, μέσω εκτεταμένων εθνικοποιήσεων· την κοινωνική πρόνοια· και την πλήρη απασχόληση. Επιτομή του κυβερνητικού προγράμματος θεωρείται η δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS) το 1948, το οποίο αποτελεί πρότυπο για την οργάνωση και λειτουργία του κοινωνικού κράτους, καθώς και το εκτεταμένο πρόγραμμα Εργατικών Κατοικιών (Marwick, 1967: 380-403). Με βάση την ανάλυση του G. Esping - Andersen μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριες ομαδοποιήσεις σχετικά με την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους: α) το φιλελεύθερο κοινωνικό κράτος το οποίο αναπτύσσεται στο Ην. Βασίλειο, στην Αυστραλία, στον Καναδά και στις ΗΠΑ με βασική κατεύθυνση το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Όλα τα δικαιώματα προσφέρονται από το κράτος με βάση την ιδιότητα του πολίτη, αλλά ύστερα από έλεγχο πόρων, καθώς δεν υπάρχει ουσιαστικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. β) το συντηρητικό – «κορπορατιστικό που είναι στην Κεντρική Ευρώπη Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, Ιταλία όπου βασίζεται στο δημόσιο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης μέσω της ύπαρξης διαφορετικών Ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης, το οποίο ενώ προάγει την απο-εμπορευματοποίηση ωστόσο προάγει την ίδια στιγμή τη διαφοροποίηση των κοινωνικών τάξεων ανάλογα με τις σχέσεις με το κράτος ακολουθώντας τη λογική του Bismarck. Είναι το σύστημα με μεγάλη επιρροή από την παράδοση της Χριστιανοδημοκρατίας με την έμφαση στην οικογένεια και στην πατριαρχική δομή της οικογένειας. Έτσι οι παροχές και τα οικογενειακά επιδόματα ενθαρρύνουν τη συγκεκριμένη δομή της οικογένειας αλλά και τη διαφύλαξη των ταξικών διαφορών γ) το «σοσιαλδημοκρατικό» το οποίο αναπτύσσεται στις χώρες της Σκανδιναβίας, όπου με βάση την υψηλή φορολογία δίνεται έμφαση στην ένταξη των μεσαίων στρωμάτων στα υψηλού επιπέδου καθολικά επιδόματα τα οποία δίνονται και στα εργατικά στρώματα. Με αυτό τον τρόπο προάγεται η διαταξική συνεργασία και αλληλεγγύη, και η πλήρης αποεμπορευματοποίηση απόρροια της σημαντικής επιρροής της σοσιαλδημοκρατίας στις σκανδιναβικές χώρες (Esping – Andersen, 2006). Η θέσμιση του κοινωνικού κράτους κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση της φιλανθρωπίας και τη ελεημοσύνης του 19ου αιώνα και επίσης δεν έχει τη λογική του δείκτη ασφάλειας, αλλά ουσιαστικά προωθεί την οικονομική και την κοινωνική ανάπτυξη και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας συναίνεσης. Η συγκεκριμένη εποχή συνδέεται με την θεσμοποίηση της επέκτασης των πολιτικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων και με συγκεκριμένη μορφή κοινωνικοποιήσεων τομέων και της παραγωγής αλλά και της κοινωνίας (Αγγελίδης, 1993: 88-89). Η συγκεκριμένη πρακτική προωθεί και υλοποιεί για πρώτη φορά την έννοια της συλλογικής κατανάλωσης. Όπως εύστοχα αναλύεται, «η συλλογική κατανάλωση η οποία αποτελεί την κυριότερη

102


λομοφουής ς Χρύσανθος ΝΆίΑκνιομ ιήΒσσήτιΤάσσης τ ςηι λςΧί αρ ΖΔημ. μορφή της κοινωνικοποιημένης κατανάλωσης αφορά την παροχή και κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών οι οποίες δεν συντελούνται αυστηρά μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς. Το κύριο γνώρισμα των μέσων της κοινωνικοποιημένης αυτής μορφής κατανάλωσης είναι πρωτίστως ο συλλογικός χαρακτήρας της ιδιοποιησης των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και δευτερευόντως το ιδιοκτησιακό καθεστώς των φορέων που παράγουν και διανέμουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της συλλογικής κατανάλωσης. Πιο συγκεκριμένα, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που εντάσσονται στο πλαίσιο της συλλογικής κατανάλωσης σχετίζονται άμεσα με την κρατική κοινωνική πολιτική σε τομείς όμως: Δημόσια Υγεία, Κοινωνική Πρόνοια, Συγκοινωνία, Παιδεία, Κατοικία Πολιτισμική Υποδομή. Υπό αυτή την έννοια η συλλογική κατανάλωση συνδέθηκε με την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας, ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και με τη δράση μιας σειράς άλλων συλλογικών φορέων που παράλληλα πίεσαν για την επέκταση των Μέσων Συλλογικής Κατανάλωσης και συμμετείχαν στη διαχείρισή τους» (Σαγιάς & Σπουρδαλάκης, 1993: 416). Η έμφαση της αύξησης του ρόλου του Δημοσίου (Κράτους) στη συνολική οικονομική δραστηριότητα, ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος και η υιοθέτηση της κευνσιανής πολιτικής θεωρήθηκε ως η βασική λύση στο να διορθωθούν οι ανισορροπίες της οικονομίας της αγοράς και να αποτραπούν οι οικονομικές κρίσεις (Lash & Urry, 1987: 3). Η μεταπολεμική παραγωγική διαδικασία βασίστηκε στην ανάπτυξη και καθολικοποίηση του φορντιστικού βιομηχανικού καπιταλισμού στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και στις ΗΠΑ, μια επιλογή που είχε ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση της εργατικής τάξης στις μεγάλες βιομηχανίες. Το κευνσιανό υπόδειγμα προσέφερε λύσεις διαμέσου της κρατικής χρηματοδότησης των ελλειμμάτων για την επίτευξη του στόχου της πλήρους απασχόλησης, την επικέντρωση στην παραγωγικότητα της εργασίας και την ουσιαστική απουσία των απεργιών και της αύξησης της κατανάλωσης που σηματοδοτούσε και δυνατότητα αυξανόμενης παραγωγής και κερδοφορίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων και ουσιαστικά «βάσιμη» προσδοκία για αποφυγή οικονομικών κρίσεων. (Crouch 1995: 64; Eley, Β΄ 2002: 568). Είναι η εποχή του «οργανωμένου καπιταλισμού» με την κεντρική θέση των συνδικάτων ως αναγνωρισμένων μερών στις διαπραγματεύσεις γύρω από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας μαζί με τους εργοδότες και το κράτος. Η υιοθέτηση της συγκεκριμένης πρακτικής του «δημοκρατικού κορπορατισμού» έχει ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση σταθερών όρων εργασιακών σχέσεων μέσω των συλλογικών συμβάσεων και την επίτευξη ενός καθεστώτος σχετικής ισότητας των εργαζομένων με τελικό αποτέλεσμα την αποδέσμευση των συνδικάτων από την πορεία της επιχείρησης, αλλά και τον ουσιαστικό «περιορισμό» της λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς, η οποία συνοδεύεται από τον περιορισμό

103


Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτικήστη διαδικασία Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

των αναφορών στη σοσιαλιστική προοπτική (Mahnkopf & Altvater 1995: 106-107; Eley, Β΄ 2002: 568). Στην περίπτωση των ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι αποτέλεσαν το επίκεντρο του φορντιστικού προτύπου ανάπτυξης του βιομηχανικού καπιταλισμού, η μεταπολεμική ανάπτυξη δεν βασίστηκε τόσο στην οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους όσο στη δημιουργία της μαζικής παραγωγής και μαζικής κατανάλωσης εργατικής τάξης ίσως και λόγω του αποτελέσματος της μαζικής φορντιστικής ευημερίας (Crouch, 1995: 63-64). Ρόλο έπαιξε και η απουσία ενός σοσιαλιστικού κόμματος μαζών στις ΗΠΑ, καθώς η άνοδος και η επιρροή του Progressive Movement στις αρχές του 20ου αιώνα έστρεψε την πολιτική και οργανωτική δομή των κομμάτων στις ΗΠΑ προς το άτομο και όχι στη μαζική συλλογική οργάνωση (Bailey & Mileur, 2015; Archer, 2007). Το βασικό ερώτημα το οποίο εγείρεται για την κοινωνική πολιτική στη μεταπολεμική περίοδο είναι όσον αφορά με το ρόλο και τη σχέση του κοινωνικού κράτους με τον καπιταλισμό. Αν δηλαδή οι πολιτικές του κοινωνικού κράτους στόχο έχουν να ανατρέψουν σταδιακά τον καπιταλισμό ή τελικά να ενσωματώσουν την εργατική τάξη στη λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης οδηγώντας τα τελικά να αποδεχτούν την καπιταλιστική λογική. Στη βιβλιογραφία η σχέση της καπιταλιστικής συσσώρευσης με την αναπαραγωγή της εργασίας στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους έχει αναλυθεί ως το «παράδοξο του Offe», δηλαδή την αδυναμία αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος και με την ύπαρξη του κοινωνικού κράτους αλλά και χωρίς την ύπαρξή του. Η συγκεκριμένη αντίφαση προκύπτει από την πραγματική αδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος να αναπαράγει την εργατική δύναμη όταν λειτουργεί κυρίως με βάση τις αρχές της αυτο-ρύθμισης της αγοράς. Αντίθετα, στο πλαίσιο των χωρών του αναπτυγμένου καπιταλισμού, η μείωση της ανεργίας επιτυγχάνεται κυρίως ύστερα από την παρέμβαση του κράτους (Μανιάτης, 2014: 14). Στο πλαίσιο αυτό, όταν τα κόμματα της σοσιαλιστικής οικογένειας συγκρότησαν τη Σοσιαλιστική Διεθνή το 1951 στο Συνέδριο της Φρανκφούρτης αποδέχθηκαν τις βασικές αρχές της αστικής φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με την έμφαση στην κοινοβουλευτική διάσταση της πολιτικής μια διαδικασία που η Διεθνής θεωρούσε κρίσιμη και αποφασιστική για την ειρηνική πορεία προς τον σοσιαλισμό μέσω της υιοθέτησης των πολιτικών του κοινωνικού κράτους (Σασούν, Β΄ 2001: 396). Όπως εύστοχα αναφέρεται «στο σοσιαλιστικό κίνημα πριν το 1914 η επικρατούσα άποψη για τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ήταν πως επρόκειτο για προσωρινά μέτρα που στόχευαν να ανυψώσουν τις συνθήκες ύπαρξης των εργαζόμενων μαζών, μέχρις ότου η αναπόφευκτη καταστροφική κρίση θα έσπρωχνε την κοινωνική τάξη πραγμάτων σε νέα, σοσιαλιστική τροχιά. Το 1945 οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις θεωρούνταν στοιχεία σοσιαλισμού που θα εισάγονταν εντός του καπιταλισμού. Η

104


λομοφουής ς Χρύσανθος ΝΆίΑκνιομ ιήΒσσήτιΤάσσης τ ςηι λςΧί αρ ΖΔημ. τελική ανάπτυξη και επέκτασή τους θα έφερνε πιο κοντά την ημέρα που ο καπιταλισμός δεν θα υπήρχε πια. Η παλιά αίρεση του Μπερνστάιν κατέληξε να γίνει αποδεκτή» (Σασούν, Α΄ 2001: 258). Παρά το γεγονός ότι φαινόταν ότι το όραμα της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής οικογένειας αποτελούσε το βασικό υπόδειγμα για την οικοδόμηση της μεταπολεμικής συναινετικής κοινωνίας, ωστόσο τελικά ήταν η σοσιαλιστική οικογένεια η οποία ουσιαστικά επηρεάστηκε περισσότερο ουσιαστικά από τις ιδέες φιλελεύθερων αναλυτών όπως του Κέυνς αλλά και του Μπέβεριτζ, παρά από τη δική της παράδοση. (Σασούν, Α΄ 2001: 248). Η πολυσυλλεκτική στρατηγική της μεταπολεμικής κοινωνίας καθώς και η οικοδόμηση της συναινετικής κοινωνίας βασίζεται σε ένα πρόγραμμα «δομικών μεταρρυθμίσεων βασισμένων στη φιλελεύθερη δημοκρατία στη μεικτή οικονομία στον συνδικαλιστικό κορπορατισμό και το αναπτυγμένο κράτος πρόνοιας» (Eley, Β΄ 2002: 564). Έτσι, η αμηχανία της σοσιαλιστικής οικογένειας να εξηγήσει το πως θα γίνει η ειρηνική μετάβαση στον σοσιαλισμό, μέσω της διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος και ειδικά του καπιταλιστικού κράτους, οδήγησε σε αντιλήψεις που ταυτίζουν την πολιτική του κοινωνικού κράτους με την σοσιαλιστική κοινωνία. Αλλά όπως εύστοχα έχει αναλυθεί, «η άποψη που θεωρεί ότι οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν στοιχεία σοσιαλισμού τα οποία αναπτύσσονται στα σπλάχνα του καπιταλισμού παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα. Κοινωνικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να επιδιωχθούν για ποικίλους λόγους. Επειδή είναι επωφελείς σε ανθρώπους επειδή σταθεροποιούν το σύστημα αυξάνοντας έτσι τη συναίνεση την οποία απολαμβάνει επειδή επιτρέπουν στους πολίτες να αποκτούν συλλογικά με πολιτικά μέσα αυτό που δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν μέσω της αγοράς. [...] Με αυτό τον τρόπο ο σοσιαλισμός μπορεί να παρουσιάζεται ως η συνέχεια και η ανάπτυξη μιας παλαιότερης φιλελεύθερης - δημοκρατικής διαδικασίας μέσω της οποίας οι απλοί άνθρωποι απέκτησαν τα πολιτικά δικαιώματα που ήταν άλλοτε προνόμιο των λίγων. Ο σοσιαλισμός θα έδινε στην πλειοψηφία απρόσιτα μέχρι τότε κοινωνικά δικαιώματα. Το Σινικό Τείχος ανάμεσα στη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία και τη σοσιαλιστική δημοκρατία που με τόση δύναμη τόνιζε ο Λένιν μπορούσε να δώσει τη θέση του στην ιδέα ενός συνεχούς ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και τον σοσιαλισμό στο οποίο οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις θα επέτρεπαν την αναδιανομή της εξουσίας και επομένως θα επέφεραν δραστική μείωση της ανισότητας» (Σασούν, Α΄ 2001: 258-259). Σταδιακά και μέσω της επέκτασης των πολιτικών του κοινωνικού κράτους τα κόμματα της σοσιαλιστικής οικογένειας υποτιμούν τις ταξικές τους αναφορές και μετασχηματίζονται σε κόμματα του έθνους, κόμματα του λαού, πολυσυλλεκτικά. Η υιοθέτηση της πολυσυλλεκτικής στρατηγικής σηματοδοτεί την προσπάθεια των κομμάτων να καταλάβουν όλο και

105


Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτικήστη διαδικασία Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

μεγαλύτερο χώρο στην κοινωνία και να εκφράσουν όχι μόνο τα αιτήματα της εργατικής τάξης, αλλά και των μεσαίων στρωμάτων στην προοπτική της οικοδόμησης της συναινετικής κοινωνίας μέσω του σχηματισμού του κοινωνικού κράτους (Kirchheimer, 1991: 77-104). Το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης θεώρησης είναι η τελική απόρριψη του Μαρξισμού από όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 [στη Γερμανία, στο Ην Βασίλειο, στην Ολλανδία, στη Γαλλία και στη Σκανδιναβία] (Eley, Β΄ 2002: 569). Επιτομή της πολυσυλλεκτικής στρατηγικής αποτελεί το Συνέδριο του SPD στο Μπαντ-Γκότεσμπεργκ το 1959, όπου εγκαταλείπεται ο «ορθόδοξος» μαρξισμός (του Κάουτσκι) και σηματοδοτεί την ουσιαστική συμφιλίωση των σοσιαλιστικών κομμάτων με τις αρχές του φιλελευθερισμού αλλά και με την εκκλησία, επιβεβαιώνεται ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας του κόμματος, η βαθιά αντίθεση με τον κομμουνισμό, η υποβάθμιση της ιδεολογικής του ταυτότητας και η έμφασή του στην εκλογική αποτελεσματικότητα και στον κοινοβουλευτισμό (Parness, 1991: 47-80). Επίσης, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Εργατικού Κόμματος το οποίο με τον Hugh Gaitskell στην ηγεσία, μειώνει τις ιδεολογικές του αναφορές, δίνει έμφαση στην εκλογική αποτελεσματικότητα, περιορίζονται οι αναφορές στις εθνικοποιήσεις, δίνεται έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη, στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στις ίσες ευκαιρίες, μια ουσιαστική αποδοχή της κεϋνσιανής ανάλυσης για ρύθμιση του καπιταλισμού (Webb, 1999: 98). Οι βασικοί λόγοι της προσήλωσης των κομμάτων της σοσιαλιστικής οικογένειας στην καπιταλιστική συσσώρευση είναι η ουσιαστική μετατροπή τους σε κόμματα του έθνους που λειτουργούν και αναπαράγουν το καπιταλιστικό κράτος, αλλά και τη συγκεκριμένη καπιταλιστική συσσώρευση, η αποδοχή των ΗΠΑ ως της κυρίαρχης δύναμης και η τοποθέτησή τους στο αντικομμουνιστικό στρατόπεδο την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η μετακίνησή τους στην ξεκάθαρη υποστήριξη της πολιτικής του ΝΑΤΟ, η ξεκάθαρη θέση τους ως εθνικά κόμματα υπέρ του εθνικού ιμπεριαλισμού και κατά των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων της απο-αποικιοποίησης (Μπέβιν - Η. Βασίλειο, Γκι Μολλε - Γαλλία). Αλλά και η ίδια η οικοδόμηση και επέκταση του κοινωνικού κράτους μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οδηγεί μεν στη βελτίωση των συνθηκών των κοινωνιών και ειδικά της εργατικής τάξης, αλλά είναι - παρά τις κοινές καταβολές - μια θέσμιση στο πλαίσιο του έθνους κράτους. (Eley, Β΄ 2002: 565-566; Σασούν, Α΄ 2001: 249). Παρά το γεγονός ότι η πορεία του κοινωνικού κράτους είχε θετικά αποτελέσματα στη ζωή των ανθρώπων στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 γνωρίζει σημαντική αμφισβήτηση. Η, μέσω του κοινωνικού κράτους, μερική μόνο αναπαραγωγή της εργατικής τάξης και η δημιουργία, διαμέσου κυρίως της παιδείας, των στρωμάτων της μεσαίας τάξης οδήγησε τη μεταπολεμική θέσμιση στα όριά της. Από

106


λομοφουής ς Χρύσανθος ΝΆίΑκνιομ ιήΒσσήτιΤάσσης τ ςηι λςΧί αρ ΖΔημ. τη στιγμή κατά την οποία έχουν υλοποιηθεί με το κεϋνσιανό κράτος αλλά και το κοινωνικό κράτος τα βασικά «υλιστικά» αιτήματα της εργατικής τάξης, νέα αιτήματα αναδεικνύονται στο προσκήνιο τα οποία έχουν χαρακτηριστεί από τον R. Inglehart ως «μεταϋλιστικά», τα οποία έρχονται να συγκρουστούν με την παλαιά «υλιστική» θέσμιση της μεταπολεμικής συναίνεσης. Η διεκδίκηση μιας νέας θέσμισης δείχνει να ξεπερνά τη βιομηχανική κοινωνία των μεγάλων συλλογικοτήτων στις οποίες εντάσσονται και προωθούνται τα ατομικά συμφέροντα και εγκαινιάζει την κίνηση προς τη μετα-βιομηχανική, κατά τον D. Bell, κοινωνία η οποία σηματοδοτεί μια αντίθεση προς τον καταναλωτισμό και την τάση για μετατόπιση από τις μεγάλες συλλογικότητες στην αυτονομία του ατόμου (Neveu, 2010: 165-166). Η περίπτωση του Μάη του 1968 στη Γαλλία σηματοδοτεί αυτή τη νέα εξέλιξη, η οποία σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες εξελίξεις στο Ην. Βασίλειο, με το Κίνημα των Χίπις στις ΗΠΑ, αλλά και με την «άνοιξη της Πράγας» στην Τσεχοσλοβακία, εισάγει μια νέα εποχή που φαίνεται πως οι μεταπολεμικές θεσμίσεις / σταθερές είναι δύσκολο να αναπαραχθούν και στα δυο κυρίαρχα οικονομικά και κοινωνικά συστήματα (καπιταλισμός / κομμουνισμός). Για τις καπιταλιστικές κοινωνίες όπως εύστοχα έχει αναλυθεί, «από τη σαγήνη της άμεσης δημοκρατίας και των συμμετοχικών μορφών μέχρι τη σεξουαλική απελευθέρωση και τις ηδονιστικές υπερβολές της αντικουλτούρας από τους πρακτικούς πειραματισμούς της αυτοδιαχείρισης μέχρι τις αδιάκοπες επικρίσεις της αλλοτρίωσης από όλες αυτές τις απόψεις το 1968 αμφισβήτησε την ηγεμονία του 1945» (Eley, Β΄ 2002: 619). Την ίδια εποχή αρχίζουν να εκδηλώνονται οι πρώτες ανισορροπίες, οικονομικές κρίσεις που εκτός από την ιδεολογική αμφισβήτηση των Νέων Κοινωνικών Κινημάτων, προσθέτουν και ερωτήματα σε σχέση με την οικονομική και κοινωνική αναπαραγωγή των καθεστώτων της μεταπολεμικής συναίνεσης. Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται, «η οικονομική κρίση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών που εκδηλώνεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960 βάζει για πρώτη φορά σε αληθινή δοκιμασία τη δυνατότητα του κράτους στο μακροοικονομικό αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο να λειτουργήσει σύμφωνα με τις ιδιότητες που του είχαν αποδοθεί ως Keynesian - welfare state. Έτσι, ένα από τα άμεσα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης και των αρχικών προσπαθειών επίλυσής της μέσω της εκτεταμένης κρατικής παρέμβασης ήταν και η δημοσιονομική κρίση του κράτους (fiscal crisis of the state), που υπονόμευσε σημαντικά τη νομιμοποιητική λειτουργία (legitimization function) του κράτους και απομυθοποίησε σε μεγάλο βαθμό τη ρυθμιστική ικανότητά του» (Μανιάτης, 2014: 48-49).

107


Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτικήστη διαδικασία Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

Οικονομική κρίση, κρίση του κοινωνικού κράτους, σοσιαλιστική προσαρμογή σε νεο-φιλελεύθερες πολιτικές Οι τάσεις αμφισβήτησης της μεταπολεμικής συναίνεσης που όπως είδαμε εμφανίζονται στο τέλος της δεκαετίας του 1960, εντείνονται με την πετρελαϊκή κρίση το 1973/1974. Η συγκεκριμένη κρίση αποτελεί το κομβικό σημείο για το συνολικό επαναπροσδιορισμό του οργανωμένου καπιταλισμού και της κεϋνσιανής συναίνεσης αλλά και της κοινωνικής πολιτικής. Η ξαφνική και μεγάλη αύξηση στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου από τις χώρες του ΟΠΕΚ (οι οποίες την περίοδο 1973-1979 αύξησαν την τιμή του πετρελαίου δώδεκα φορές) είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη αύξηση του κόστους παραγωγής για τη βιομηχανία, όπως επίσης και την εμφάνιση σημαντικών ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και σημαντικές αυξήσεις στο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης. Είναι η εποχή όπου η καμπύλη Phillips που ρύθμιζε μέσω του ελέγχου της νομισματικής πολιτικής με τις αποφάσεις των εθνικών κυβερνήσεων την ισορροπία μεταξύ πληθωρισμού και ανεργίας ως μια αντίστροφη σχέση, έπαψε να ισχύει. Αντίθετα, παρατηρείται το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή της ταυτόχρονης ύπαρξης πληθωρισμού και ανεργίας. Στο ασφυκτικό αυτό πλαίσιο αναδεικνύεται ως κυρίαρχο το ιδεολογικό ρεύμα του νεοφιλελευθερισμού για το οποίο, το κράτος είναι μεγάλο και σπάταλο, η μεγάλη και προοδευτική φορολογία πάνω στην οποία βασίστηκε η οικοδόμηση του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους αλλά και η αναδιανεμητική πολιτική θεωρείται κατάσχεση περιουσίας για τα πιο ικανά άτομα και είμαι προτιμητέα η εισαγωγή σταθερών φορολογικών συντελεστών για όλους ανεξάρτητα των εισοδημάτων τους (Flat tax). Στόχος του νεοφιλελευθερισμού είναι να αλλάξει το πλαίσιο της πολιτικής, καθώς θεωρεί πως η πορεία του ατόμου δεν πρέπει να αποτελεί ευθύνη της κοινωνίας και του κράτους, αλλά αποκλειστικά ευθύνη του ίδιου του ατόμου το οποίο και πρέπει να ανταμείβεται για τις επιλογές του. Η κρατική παρέμβαση γύρω από το θέμα της οικονομικής ισότητας θεωρείται λανθασμένη διότι αντιβαίνει τη δυνατότητα της ελευθερίας των επιλογών του ατόμου. Στο πλαίσιο αυτό, οι θεωρητικοί του νεοφιλελευθερισμού υποστηρίζουν πως το κοινωνικό κράτος θα πρέπει να αντικατασταθεί με ένα δίκτυ ασφάλειας το οποίο να εγγυάται ένα ελάχιστο επίπεδο παροχών για τους πολίτες. Πλέον η αγορά και όχι η κοινωνία θεωρείται ως ο αποφασιστικός παράγοντας για την οικονομική και την κοινωνική μεγέθυνση και ευημερία (Hayek, 1960; Friedman, 1962; Harvey, 2005). Έτσι, για το κυρίαρχο πλέον μοντέλο οικονομικής πολιτικής τα αναγκαία μέτρα πολιτικής μπορούν να συνοψισθούν: στη μείωση του ρόλου του κράτους μέσω της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων των κρατικών εταιρειών, στην έμφαση στη δημοσιονομική πειθαρχία και στον αυστηρό έλεγχο του πληθωρισμού, στην έμφαση των κοινωνικών δικαιωμάτων από την καθολικότητα στην επιλεκτικότητα, στην ανάδειξη

108


λομοφουής ς Χρύσανθος ΝΆίΑκνιομ ιήΒσσήτιΤάσσης τ ςηι λςΧί αρ ΖΔημ. της αγοράς ως του βασικού παράγοντα νομιμοποίησης της οικονομικής και της κοινωνικής ανάπτυξης, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και συσχετίζεται η ύπαρξη της ανεργίας (Γράβαρης, 1997: 54-73). Το νέο πλαίσιο πολιτικής δεν νομιμοποιείται μόνο με οικονομικούς όρους, αλλά με πολιτικούς. Χαρακτηριστικά, οι βασικοί εκπρόσωποι της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας ο F. Hayek και ο M. Friedman λαμβάνουν το Νόμπελ οικονομίας το 1974 και το 1976 αντίστοιχα. Με αυτό τον τρόπο η νέα ιδεολογία εισέρχεται και νομιμοποιείται ως κυρίαρχη σταδιακά σε όλο και μεγαλύτερο φάσμα των πολιτικών δυνάμεων. Χαρακτηριστικά, το 1975 ο M. Friedman αναλαμβάνει τη θέση άτυπου συμβούλου του δικτάτορα Πινοσέτ στη Χιλή. Αλλά η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία επηρέασε δραματικά και τα κόμματα της σοσιαλιστικής οικογένειας. Επιτομή αυτής της εξέλιξης θεωρείται η περίφημη ομιλία του ηγέτη του Labour Party και πρωθυπουργού του Ην. Βασιλείου James Callaghan στο Μπλάκπουλ στις 28 Σεπτέμβρη 1976 ο οποίος τόνισε ότι «η ευχάριστη εποχή που μας έλεγαν ότι θα συνεχιζόταν για πάντα, κατά την -οποία μια απόφαση του υπουργού Οικονομικών θα εγγυόταν την πλήρη απασχόληση με περικοπή των φόρων και με ελλειμματικές δαπάνες - αυτή η ευχάριστη εποχή έχει παρέλθει [...] ποιά είναι η αιτία της ανεργίας; Για να το πούμε πιο απλά και με σαφήνεια: Προκαλείται επειδή πληρώνουμε στους εαυτούς μας περισσότερα από την αξία αυτών που παράγουμε. [...] Άλλοτε πιστεύαμε ότι θα μπορούσαμε να βγούμε από την ύφεση και να αυξήσουμε την απασχόληση αν περικόπταμε τους φόρους και προωθούσαμε τις κυβερνητικές δαπάνες. Σας λέω με κάθε ειλικρίνεια ότι αυτή η επιλογή δεν υπάρχει πια» (Callaghan, 1976). Η συγκεκριμένη ομιλία θεωρείται επιτομή στην πολιτική παράδοση του Labour Party, καθώς επισφραγίζεται η απομάκρυνση του κόμματος από την κευνσιανή πολιτική και υιοθετεί τουλάχιστον κυβερνητικά - βασικές αρχές της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Παρά την επιμονή του Callaghan στη διατήρηση του Κοινωνικού Συμβολαίου μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, το οποίο παρέπεμπε στη μεταπολεμική κορπορατιστική - κοινοβουλευτική συναίνεση,καλεί τα συνδικάτα σε μια ουσιαστική αναθεώρηση της στρατηγικής τους, ότι δηλαδή θα πρέπει να αναλάβουν ευθύνες για την εύρυθμη λειτουργία των επιχειρήσεων, (Callaghan, 1976) για να συμβάλουν ουσιαστικά στην (αναγκαία) καπιταλιστική συσσώρευση της Βρετανικής οικονομίας εκείνη την εποχή. Επίσης, η προσφυγή στο ΔΝΤ και η άρνηση για σημαντικές εισοδηματικές αυξήσεις στους εργαζόμενους οδήγησαν τα εργατικά συνδικάτα στον περίφημο «Χειμώνα της Δυσαρέσκειας» το 1978/1979 που οδήγησε στην απο-νομιμοποίηση της κυβέρνησης των Εργατικών και τελικά στην άνοδο της Μ. Thatcher. Μια από τις βασικές πτυχές της πολιτικής της νεοφιλελεύθερης ατζέντας κατά τη δεκαετία του 1980 με επίκεντρο τη Μ. Βρετανία στην Ευρώπη (αλλά και τις ΗΠΑ με την εκλογική νίκη του R. Reagan) είναι η αλλαγή της έννοιας της συλλογικής κατανάλωσης με έμφαση στην ατομική κατανάλωση. Από την άλλη,

109


Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτικήστη διαδικασία Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

από την πλευρά των εργατικών/σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων υπήρχε δυσκολία προσαρμογής στα νέα αιτήματα που έχουν αναδειχθεί από τα Νέα Κοινωνικά Κινήματα της δεκαετίας του 1960 για την ανάδειξη του αυτόνομου ρόλου της γυναίκας έξω από το πλαίσιο της πατριαρχικής κοινωνίας και την έμφαση στις ταυτότητες και στην ατομική ετερότητα. Έτσι, λόγω της ύφεσης μετακινούνται στρώματα της παλαιάς παραδοσιακής εργατικής τάξης προς συντηρητικές πολιτικές και ενάντια στο πνεύμα του 1968 (χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Συντηρητικού Κόμματος στη Μ. Βρετανία αλλά και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στις ΗΠΑ), ενώ και τα κόμματα της σοσιαλιστικής οικογένειας δεν μπορούν την ίδια στιγμή να προσαρμοστούν στο πνεύμα των αιτημάτων της νέας εργατικής τάξης με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν προβλήματα στην πολιτική τους στρατηγική αλλά και στην εκλογική τους επίδοση (Krieger, 1992: 47-70). Ωστόσο, η προσαρμογή των κομμάτων της σοσιαλιστικής οικογένειας σε νεοφιλελεύθερης πολιτικής ατζέντα δεν έγινε ούτε γραμμικά, ούτε με την ίδια ταχύτητα. Αντίθετα, οι περιπτώσεις της Γαλλίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας (λιγότερο της Ισπανίας), αναδεικνύουν μια διαφορετική στρατηγική για την ανανέωση των κομμάτων της σοσιαλιστικής οικογένειας. (Μποτόπουλος, 1994). Η υιοθέτηση της στρατηγικής του Epinay από το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1972 με την υιοθέτηση της αυτοδιαχείρισης αλλά και την προοπτική κυβερνητικής συνεργασίας με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, είχε ως αποτέλεσμα να αναδειχθεί το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα ως ο βασικός εκπρόσωπος της νέας εργατικής τάξης και των νέων κοινωνικών κινημάτων της Γαλλίας, μια στρατηγική η οποία θα οδηγήσει στην εκλογική νίκη του F. Mitterrand στις προεδρικές εκλογές το 1981 και το σχηματισμό κυβέρνησης με το ΓΚΚ. Μάλιστα, σε συνέχεια της παράδοσης που εισήγαγε ο Leon Blum στο Συνέδριο της La Bellevilloise στις 10 Ιανουαρίου 1926, ο F. Mitterrand αναφέρεται στην ανάγκη της σοσιαλιστικής Αριστεράς στην κυβέρνηση να πραγματοποιήσει επαναστατικές ρήξεις και τομές, όπως επίσης και στο γεγονός ότι αντιλαμβάνεται τα όρια του κράτους δηλαδή τη διάκριση ανάμεσα στην κατάκτηση της εξουσίας και στη δυνατότητα άσκησης της εξουσίας με σοσιαλιστική προοπτική (Julliard, 2015: 664). Την ίδια εποχή τα αντίστοιχα κόμματα στην Ισπανία (PSOE) και στην Πορτογαλία (PS) ριζοσπαστικοποιούνται ως αποτέλεσμα της πτώσης των δικτατοριών, ενώ και στην περίπτωση της Ελλάδας ιδρύεται και αναπτύσσεται πολιτικά και εκλογικά το πρώτο μη κομμουνιστικό κόμμα μαζών στο ελληνικό κομματικό σύστημα το ΠΑΣΟΚ. Τη δεκαετία του 1980 τα σοσιαλιστικά κόμματα της Γαλλίας, της Ελλάδας και της Πορτογαλίας κυβέρνησαν στις χώρες τους με ένα πρόγραμμα το οποίο παραπέμπει στην οικοδόμηση του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους, με έμφαση τους τομείς της υγείας, της παιδείας των σταθερών εργασιακών σχέσεων, μια προσπάθεια δηλαδή

110


λομοφουής ς Χρύσανθος ΝΆίΑκνιομ ιήΒσσήτιΤάσσης τ ςηι λςΧί αρ ΖΔημ. κατά τη δεκαετία του 1980 εφαρμογής της μεταπολεμικής στρατηγικής των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων αλλά με πιο έντονες αναφορές στη σοσιαλιστική προοπτική μια προσπάθεια ουσιαστικού συγκερασμού των ιδεών της Σοσιαλιστικής Διεθνούς το 1951 με άξονες το κοινωνικό συμβόλαιο και το κοινωνικό κράτος, αλλά εμπλουτισμένες με τη σοσιαλιστική προοπτική της 2 1/2 Διεθνούς και με προσπάθεια για διακριτή πορεία εντός του καπιταλιστικού συστήματος όχι ως ουδέτερα στη διαδικασία του νέου Ψυχρού Πολέμου, αλλά με έντονα αντι-Νατοικές αναφορές (με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις την Ελλάδα και τη Γαλλία) αλλά και κοντύτερα στην κομμουνιστική παράδοση, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ενώ το PSOE είναι μάλλον μια αποκλίνουσα περίπτωση. Ωστόσο, το οικονομικό πλαίσιο της περιόδου είναι ασφυκτικό για τέτοιου είδους πολιτικές. Πιο συγκεκριμένα, από τη δεκαετία του 1980 παρατηρούνται σημαντικές τάσεις αναδιοργάνωσης της καπιταλιστικής οικονομίας και παραγωγικής διαδικασίας. Έτσι στο καθεστώς του «οργανωμένου καπιταλισμού» που χαρακτήρισε τη μεταπολεμική συναίνεση, αρχίζουν να πραγματοποιούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις οι οποίες τείνουν να αποδιοργανώσουν τις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Λαμβάνει χώρα μια διαδικασία μετάβασης από τον «οργανωμένο» στον «αποδιοργανωμένο» καπιταλισμό με βασικά χαρακτηριστικά την τάση αποσυγκεντροποίησης του κεφαλαίου για κατακερματισμό της παραγωγικής διαδικασίας από το ένα μεγάλο εργοστάσιο σε χώρες εντάσεως εργασίας για μείωση του κόστους, η φθίνουσα ρύθμιση των αγορών, την αύξηση του ρόλου του χρηματοπιστωτικού τομέα εις βάρος του επενδυτικού/βιομηχανικού και τη στροφή προς τον τομέα των υπηρεσιών (Lash & Urry, 1987: 2-6; Σαγιάς & Σπουρδαλάκης, 1993: 425-426). Συμβολικά, η μετάβαση από το μοντέλο της βιομηχανίας στο μοντέλο των υπηρεσιών πραγματοποιείται ύστερα από την επικράτηση της M. Thatcher στη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων το 1984-1985 μια εξέλιξη που σηματοδοτεί την επικράτηση του νέου καπιταλισμού του City, του τριτογενούς τομέα σε σχέση με τον παλαιό πλέον βιομηχανικό καπιταλισμό καθώς σταδιακά κλείνουν όλα τα ανθρακωρυχεία στο Η. Βασίλειο, όπως και οι βασικές αυτοκινητοβιομηχανίες. Η εξέλιξη αυτή έχει συνέπειες και στην οργάνωση της εργασίας, αλλά και στα κοινωνικά δικαιώματα. Η ήττα του εργατικού κινήματος και των μεγάλων συλλογικοτήτων σηματοδοτεί τη δυσκολία των ανθρώπων να βρουν μια σταθερή / καλοπληρωμένη εργασία. Έτσι μπορούν να δεχθούν την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, την τάση για μετάβαση από συλλογικές σε ατομικές συμβάσεις εργασίας (Hyman, 1995: 36-37). Επίσης, η επικέντρωση στην ατομική ευθύνη μετατρέπει τον πολίτη σε χρήστη υπηρεσιών κοινωνικού κράτους με αποτέλεσμα και τον προσανατολισμό της παιδείας σε αντικείμενα τα οποία ευνοούν

111


Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτικήστη διαδικασία Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

την αγορά, αλλά και την επιβολή υψηλών διδάκτρων στα δημόσια πανεπιστήμια, καθώς οι πολίτες/χρήστες θα πρέπει να αναλάβουν μέρος του κόστους. Επίσης, στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας τα επιδόματα δίνονται πλέον ύστερα από αυστηρό έλεγχο των πόρων και φαίνεται να κυριαρχεί η τάση για μετάβαση από την καθολικότητα στην επιλεκτικότητα, με βασικό πρόταγμα για την τάση εξατομίκευσης την ανάγκη για ορθολογικοποίηση του κοινωνικού κράτους, (Τάσσης, 2004: 11), μια διαδικασία που στη Μ. Βρετανία της M. Thatcher πραγματοποιήθηκε μέσω των προγραμμάτων κοινωνικής εργασίας και των κοινωνικών λειτουργών. O νεοφιλελευθερισμός κατόρθωσε τελικά να τροποποιήσει ουσιαστικά τις θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής εργασίας, και τελικά να χρησιμοποιήσει το επάγγελμα του κοινωνικού λειτουργού για την εφαρμογή και εμπέδωση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών (Lavalette, 2012). Οι συγκεκριμένες τάσεις που εμφανίζονται τη δεκαετία του 1970, δείχνουν να επικρατούν κατά τη δεκαετία του 1980 και παγιώνονται από τη δεκαετία του 1990, καθώς η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (1989-1991) έδωσε τη δυνατότητα στις δυνάμεις της αγοράς να μπορούν να κινούνται ελεύθερα, χωρίς κανέναν περιορισμό είτε χωρικό - με την κατάργηση των δασμών, είτε φορολογικό - με τη δημιουργία των φορολογικών παραδείσων και με τη μη υιοθέτηση του φόρου Tobin για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, μια διαδικασία διεθνούς και ανεμπόδιστης κίνησης του κεφαλαίου. Πρόκειται για μια τάση για παγκοσμιοποίηση, μια κίνηση, μια τάση του καπιταλισμού που έχει εύστοχα αναλυθεί ως «καθολικός ή ολικός καπιταλισμός» με βασικά χαρακτηριστικά ότι «α) τα πάντα μπορούν να γίνουν πεδία κερδοφορίας των επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων και των μέχρι τώρα πεδίων που αποτελούσαν αποκλειστικότητα του δημοσίου, β) οι πολιτικές αποφάσεις παίρνονται στο όνομα της αποτελεσματικότητας, έχουν ένα σταθερό αγοραίο προσανατολισμό μια σταθερή αγοραία λογική και δεν στοχεύουν και νομιμοποιούνται πλέον στη βάση ενός οράματος για μια καλύτερη κοινωνία, γ) θεμελιώδης και πρωτεύουσας σημασίας των δημόσιων πολιτικών αυτού του «καθολικού καπιταλισμού» είναι η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών και των κοινωνικών προγραμμάτων, δ) η ελεύθερη αγορά αναδεικνύεται σε υπέρτατη αξία που υπονομεύει όχι μόνο την εθνική κυριαρχία αλλά και τα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, μια τάση που συνοδεύεται από την εκκένωση των εργασιακών δικαιωμάτων και των σχετικών κοινωνικών πολιτικών, στ) Ο «καθολικός καπιταλισμός» επιδιώκει την «καθολική εξατομίκευση», όπου η κοινωνία δεν έχει συλλογικές ανάγκες ή καθολικές οικουμενικές αξίες. Αρχή εδώ παραμένει η περίφημη αποστροφή της M. Thatcher «δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα και οι οικογένειές τους» (Σπουρδαλάκης, 2012: 46-47).

112


λομοφουής ς Χρύσανθος ΝΆίΑκνιομ ιήΒσσήτιΤάσσης τ ςηι λςΧί αρ ΖΔημ. Έτσι, κατά τη δεκαετία του 1990 το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα γίνεται ηγεμονικό (κατά A. Gramsci), δηλαδή διαπερνά και επηρεάζει αποφασιστικά τις στρατηγικές και των κυβερνήσεων των βασικών κομματικών οικογενειών, αλλά και των υπερεθνικών ολοκληρώσεων. Στην περίπτωση της πορείας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οι διαδικασίες που υιοθετήθηκαν φαίνεται πως απομακρύνονται και από τις μετριοπαθείς πολιτικές επιλογές της δεκαετίας του 1980. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «οι ρυθμίσεις της συνθήκης του Μάαστριχτ και ο στόχος της ΟΝΕ με το νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό τους στα οικονομικά της προσφοράς και την ανάγκη ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, καθήλωσαν την κοινωνική διάσταση της ενοποίησης που υποσχόταν ο Κοινωνικός Χάρτης και η προηγούμενη δεκαετία» (Σακελλαρόπουλος, 1993: 450). Στην περίπτωση των κομμάτων της σοσιαλιστικής οικογένειας, η διάσκεψη της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στη Στοκχόλμη το 1989 κατέληξε σε μια διακήρυξη που δεν είχε καμιά αναφορά στη σοσιαλιστική προοπτική ακόμη και ως μακροπρόθεσμο στόχο. Αντίθετα, στόχος της Διεθνούς είναι η προώθηση και βιωσιμότητα του καπιταλισμού. Οι αγορές δεν θα πρέπει να ρυθμίζονται με κρατική παρέμβαση, αλλά μέσω νόμων, ανεξάρτητων αρχών ή και υπερεθνικών ολοκληρώσεων, με αποτέλεσμα να αναθεωρείται αποφασιστικά η στρατηγική του εθνικού κοινοβουλευτικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό του 1951. Στη νέα εποχή, η εργατική τάξη δεν είναι πλέον το βασικό κοινωνικό υποκείμενο των κομμάτων της σοσιαλιστικής οικογένειας, αλλά πραγματοποιείται στροφή προς το άτομο-καταναλωτή, μια ουσιαστική και ξεκάθαρη αποδοχή του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος (Σασούν, Β΄ 2001: 396-397). Είναι η εποχή που ακόμα και οι σοσιαλιστές του ευρωπαϊκού Νότου προσαρμόζονται στο νέο υπόδειγμα πολιτικής. Έτσι δεν αποτελεί έκπληξη ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 τα κόμματα της σοσιαλιστικής οικογένειας υιοθέτησαν και προώθησαν τη στρατηγική του Τρίτου Δρόμου, με την οποία δίνουν προτεραιότητα στην αγορά και μέσω της αγοράς νομιμοποιούνται οι κρατικές πολιτικές, καθώς οι ευκαιρίες απασχόλησης θεωρούνται ως η μόνη λύση για τη μείωση των ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, οικοδομείται μια νέα κοινωνική συμμαχία με την επιχειρηματική τάξη, καθώς στόχος του ρυθμιστικού πλέον κράτους είναι η προσέλκυση επενδύσεων για τη μείωση της ανεργίας. Οι αναφορές στα συνδικάτα μειώνονται καθώς και ο ρόλος τους στην εσωκομματική ζωή, κάτι που επισφραγίζεται με την κατάργηση του περίφημου Clause 4 στο Εργατικό Κόμμα, αλλά και με την κατάργηση της en bloc εκπροσώπησης στις εσωκομματικές διαδικασίες. Ως εκ τούτου τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του Τρίτου Δρόμου αποδέχονται τις βασικές λειτουργίες της αγοράς σε σχέση με την οικοδόμηση των υπερεθνικών οργανισμών και δεν αλλάζουν στην περίπτωση της πορείας για την ευρωπαϊκή ενοποίηση τους όρους της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Επιζητούν τη νομιμοποίηση όχι πλέον στην κοινωνία, αλλά

113


Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτικήστη διαδικασία Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

κυρίως στα επιχειρηματικά συμφέροντα και στην τεχνοκρατία μέσω των ιδιωτικών ΜΜΕ, μια διαδικασία/τάση που έχει περιγραφεί ως πολιτική καρτελοποίηση. Η κοινωνική πολιτική δεν αποτελεί πλέον αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων και αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους, αλλά προωθείται η έννοια της ανταποδοτικότητας σε σχέση με την αγορά, η συνεργασία με την κοινωνία πολιτών και τις ΜΚΟ, όπως και η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα μέσω των συμπράξεων ΔημοσίουΙδιωτικού τομέα. (Giddens, 1998; Bradford 2002: 145-161; Blyth M., 2007: 36-61; Lavelle, 2008: 7-45; Pollock, 2004; Γεωργιάδου 2002: 345-354, 365367; Σεφεριάδης 2002: 77-112, Τάσσης 2018: 137-140). Το νέο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον που χαρακτηρίζει την από το 1990 πορεία ολοκλήρωσης του ολικού καπιταλισμού, έχει οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές στην κοινωνία αλλά και στις πολιτικές. Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η αλλαγή του οικογενειακού προτύπου με την μεγάλη αύξηση του ποσοστού των μονογονεακών οικογενειών, τα αυξημένα ποσοστά φτώχειας στις ευρωπαϊκές χώρες, η μεγάλη αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων στο εσωτερικό των χωρών, οι ατομικές συμβάσεις εργασίας και η επισφάλεια στις εργασιακές σχέσεις, οι μαζικές μεταναστευτικές ροές έχουν δημιουργήσει ένα διαφορετικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τα πολιτικά κόμματα είχαν συνηθίσει να ασκούν πολιτική. Η μετάβαση από τον «οργανωμένο» στον «αποδιοργανωμένο καπιταλισμό» και η αλλαγή των προτύπων ζωής, εργασίας οικογένειας από το φορντιστικό μοντέλο στο μεταφορντισμό, έχουν φέρει σε αμηχανία τα κόμματα της σοσιαλιστικής οικογένειας. Συν τοις άλλοις, η αμηχανία που προκάλεσε η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων και η συντηρητική και νεοφιλελεύθερη αναδίπλωση των κομμάτων της σοσιαλιστικής οικογένειας φαίνεται ξεκάθαρα και στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής. Η «νέα ισορροπία» που προέκυψε από την υιοθέτηση του εκσυγχρονιστικού Τρίτου Δρόμου οδήγησε τα κόμματα αυτά στο να προσπαθήσουν να μειώσουν τις επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας σε εθνικό επίπεδο, αλλά και να προωθήσουν την Ευρωπαϊκή ενοποίηση ως μια μορφής απάντηση στην ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1990 βρίσκονταν στις κυβερνήσεις των περισσότερων αλλά και μεγαλύτερων ευρωπαϊκών χωρών, εντούτοις δεν κατάφεραν να αλλάξουν τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Έτσι στη διαδικασία της πορείας για την οικοδόμηση της ΕΕ, αλλά και στις εθνικές πολιτικές, τα κόμματα αυτά υιοθέτησαν πολιτικές μείωσης του κοινωνικού κράτους. Πιο συγκεκριμένα στον τομέα των εργασιακών σχέσεων προώθησαν την έννοια της απασχολησιμότητας, την εισαγωγή ατομικών συμβάσεων εργασίας, και την αποδοχή της flexicurity (ευελιξία με ασφάλεια). Στην κοινωνική ασφάλιση υπάρχει τάση για τη μείωση του ρόλου του κράτους μέσω της ανάπτυξης των επαγγελματικών ταμείων αλλά και τον ενεργό ρόλο των ιδιωτικών

114


λομοφουής ς Χρύσανθος ΝΆίΑκνιομ ιήΒσσήτιΤάσσης τ ςηι λςΧί αρ ΖΔημ. ασφαλιστικών εταιριών και η μετατροπή του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιουχικό. Στα επιδόματα υπάρχει η τάση για τη μείωση του ποσού αλλά και της διάρκειας στον ωφελούμενο και η μετατροπή από τις «παθητικές» όπως χαρακτηρίζονται πολιτικές όταν δίνονται στους πολίτες, σε «ενεργητικές» πολιτικές όταν δίνονται στις επιχειρήσεις. Στις περιπτώσεις του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος η τάση είναι να συσχετίζεται η χορήγηση των επιδομάτων με τον έλεγχο των πόρων του ωφελούμενου, η έμφαση των παροχών από την καθολικότητα στην επιλεκτικότητα. Στον τομέα της παιδείας παρατηρείται η αύξηση των διδάκτρων στα δημόσια πανεπιστήμια, η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα μέσω ερευνών και χρηματοδότησης συγκεκριμένων τομέων και τμημάτων, ο προσανατολισμός της δια βίου μάθησης στη διασύνδεσή της με την απασχολησιμότητα δηλαδή αποκλειστικά με τις ανάγκες τις αγοράς. Στον τομέα της πρόνοιας παρατηρείται η τάση για απόσυρση του κράτους από προνοιακές πολιτικές (αποασυλοποίηση, μεταναστευτικό) και η αντικατάστασή του από ΜΚΟ, αλλά και τον ιδιωτικό τομέα. Σε συνδυασμό με την ανάπτυξη φορέων φιλανθρωπίας οι οποίοι ουσιαστικά υποκαθιστούν το κράτος, σηματοδοτούν έναν μάλλον συνολικό επαναπροσδιορισμό του κοινωνικού κράτους σε μια σταδιακή μετάβαση στην κατεύθυνση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για δίχτυ ασφαλείας, άμεσα εξαρτώμενο από την επιρροή και τις ανάγκες της αγοράς (Σακελλαρόπουλος, 2007: 2534; Ρομπόλης, 2007: 35-48; Κοντιάδης, 2007: 56-61; Esping – Andersen, G., 2006β). Η κρίση του 2007 στις ΗΠΑ, η οποία εξελίχθηκε σε παγκόσμια κρίση και επηρέασε από το 2009 τις ευρωπαϊκές οικονομίες, κατέδειξε την αδυναμία της στρατηγικής των κομμάτων της σοσιαλιστικής οικογένειας να παρέμβουν αποτελεσματικά, με αποτέλεσμα την αδυναμία για μια πολιτική και ιδεολογική οριοθέτηση απέναντι στις πολιτικές της αυστηρής λιτότητας με χαρακτήρα πρωταρχικής συσσώρευσης, συσσώρευση μέσω αποστέρησης (accumulation via dispossession) όπως έχει αναλυθεί από τον D. Harvey, (Harvey, 2004), μια αδυναμία που έχει οδηγήσει τα περισσότερα κόμματα σε εκλογική κατάρρευση και έτσι εγείρονται ερωτηματικά για την πολιτική και εκλογική τους αναπαραγωγή και συνέχεια (Mudge, 2018).

115


Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτικήστη διαδικασία Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

Βιβλιογραφία Αγγελίδης, Μ., 1993, «Η θεωρία των δικαιωμάτων στο σύγχρονο φιλελευθερισμό», στο Γετίμης, Π., & Γράβαρης, Δ., Κοινωνικό κράτος και κοινωνική πολιτική: Η σύγχρονη προβληματική, Αθήνα: Θεμέλιο. Archer, R., 2007, Why is there no Labor Party in the United States, Princeton: Princeton University Press. Bailey, L., & Mileur, J., 2015, In Defense of the Founders Republic: Critics of Direct Democracy in the Progressive Era, USA: Bloomsbury. Blair, T., (2002 [1998]), «Ο Τρίτος Δρόμος: Μια νέα πολιτική για το νέο αιώνα», Κατσούλης, Ηλίας, (επιμ.), Νέα Σοσιαλδημοκρατία: Περιεχόμενα πολιτικής, θεσμοί, οργανωτικές αλλαγές, Αθήνα: Ι. Σιδέρης. Blyth M., 2007, «Η σοσιαλδημοκρατία και η πολιτική καρτελοποίηση», Monthly Review, No. 27 (92), Μάρτιος. Bowles, S., Edwards, R., & Roosevelt, F., 2014, Κατανοώντας τον Καπιταλισμό: Ανταγωνισμός, εντολή και μεταβολή, Αθήνα: Gutenberg. Γεωργιάδου, Β., 2002, «Labour Party, SPD και ΠΑΣΟΚ: Συστήματα κομματικής διεύθυνσης και οργανωτική ανασυγκρότηση», στο Κατσούλης, Η (επιμ.) Νέα Σοσιαλδημοκρατία: Περιεχόμενα πολιτικής, θεσμοί, οργανωτικές αλλαγές, Αθήνα: Ι. Σιδέρης. Γράβαρης, Ν.Δ., 1997, Κρίση του Κοινωνικού Κράτους και Νεωτερικότητα, Αθήνα Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα. Callaghan J., 1976, Leader’s speech, Blackpool http://www. britishpoliticalspeech.org/speech-archive.htm?speech=174 [πρόσβαση 17-11-2018] Crouch C., 1995, “Exit or voice: Two Paradigms for European Industrial Relations after the Keynesian Welfare State”, European Journal of Industrial Relations, vol.1, No.1 Duverger, M., 1964, Political Parties: Their Organization and Activity in the Modern State, London: Methuen. Esping – Andersen, G., 2006, Οι τρεις κόσμοι του καπιταλισμού της ευημερίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

116


λομοφουής ς Χρύσανθος ΝΆίΑκνιομ ιήΒσσήτιΤάσσης τ ςηι λςΧί αρ ΖΔημ. Esping – Andersen, G., 2006β, Γιατί χρειαζόμαστε ένα Νέο Κοινωνικό Κράτος, Αθήνα: Διόνικος. Friedman, M.1962, Capitalism and Freedom, Chicago: University of Chicago Press, Giddens, A., 1998, The Third Way, Cambridge: Polity Press. Gough, I., 2008, Η πολιτική οικονομία του κοινωνικού κράτους, Αθήνα: Σαββάλας. Hall S., & Gieben B., 2003, Η διαμόρφωση της νεωτερικότητας: Οικονομία, κοινωνία πολιτική πολιτισμός, Αθήνα: Σαββάλας Hannah, S., 2018, A Party with Socialists in It: A History of the Labour Left, London: Pluto Press. Harvey, D., 2004, “The ‘new’ imperialism: accumulation by dispossession”, Socialist Register 40. Harvey, D., 2005, A Brief History of Neoliberalism, Oxford: Oxford University Press, Hayek, A. 1960, The Constitution of Liberty, Chicago: University of Chicago Press Hyman R., 1995, “Industrial Relations in Europe: Theory and Practice”, European Journal of Industrial Relations, vol.1, No.1. Κατρούγκαλος, Γ., 2008, «Η γενεαλογία των κοινωνικών δικαιωμάτων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο», σε Ν. Αλιμπράντη (επιμ.), Τα κοινωνικά δικαιώματα σε υπερεθνικό επίπεδο ανά τον κόσμο, Αθήνα: Παπαζήσης Knox P, & Pinch S., 2006, Κοινωνική γεωγραφία των πόλεων, Αθήνα: Σαββάλας. Julliard, J., 2015, Οι Αριστερές της Γαλλίας, Αθήνα: Πόλις. Κατσούλης, Η., (επιμ.),2002, Νέα σοσιαλδημοκρατία: πολιτική, θεσμοί, οργανωτικές δομές, ΑΘήνα: Ι. Σιδέρης.

Περιεχόμενα

Katz, S.R., & Mair, P., 1995, “Changing Models of Party Organization and Party Democracy. The Emergence of the Cartel Party”, Party Politics, τ.1.

117


Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτικήστη διαδικασία Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

Kirchheimer O., 1991, «Ο μετασχηματισμός των κομματικών συστημάτων στη δυτική Ευρώπη», Λεβιάθαν, Νο. 11. Κοντιάδης, Ξ., 2007, «Εναλλακτικές εκδοχές μεταρρύθμισης του κράτους πρόνοιας», στο Σωτηρέλης, Γ., & Τσαιτουρίδης, Χ., (επιμ.), Κοινωνικά δικαιώματα και κρίση του κράτους πρόνοιας, Αθήνα: Σαββάλας - Όμιλος Αριστόβουλος Μάνεσης. Krieger, J., 1992, “Class, Consumption and Collectivism: Perspectives on the Labour Party and Electoral Competition in Britain” στο Piven, F.F., (επιμ.), Labor Parties in Postindustrial Societies, New York: Oxford University Press. Lash S. & Urry J., 1987, The End of Organized Capitalism, U.K: Polity Press. Lavalette, Μ., 2012, «Διεθνής κοινωνική εργασία και νεοφιλελευθερισμός», στο Ιωακειμίδης, Β., (επιμ.), Κοινωνική εργασία για την κοινωνική δικαιοσύνη: Ριζοσπαστική και κριτική θεωρία, πρακτική, παραδείγματα, Αθήνα: ΙΩΝ. Lavelle, A., 2008, The Death of Social Democracy: Political Consequences in the 21st Century, Aldershot: Ashgate. Mahnkopf B.,& Altvater E., 1995, “Transmission Belts of Transnational Competition? Trade Unions and Collective Bargaining in the Context of European Integration”, European Journal of Industrial Relations, vol.1, No.1. Μανιάτης, Θ., 2014, Η πολιτική οικονομία του κράτους πρόνοιας και ο καθαρός κοινωνικός μισθός στην Ελλάδα, Αθήνα: ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Marwick, A., 1967, “The Labour Party and the Welfare State in Britain, 1900-1948”, The American Historical Review, Vol. 73, No 2, December. Μίλιμπαντ, Ρ., 2016, Το κράτος στην καπιταλιστική κοινωνία: Ανάλυση του δυτικού συστήματος εξουσίας, Αθήνα: Κουκκίδα. Miliband, Ρ., 1973, Parliamentary Socialism, London: Merlin Press. Μπέρμαν, Σ., 2014, Το πρωτείο της πολιτικής: Σοσιαλδημοκρατία και η Ευρώπη του 20ου αιώνα, Κρήτη: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Μπερνστάιν Ε., [1921 (1996)] Οι προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας, Αθήνα: Παπαζήσης.

118


λομοφουής ς Χρύσανθος ΝΆίΑκνιομ ιήΒσσήτιΤάσσης τ ςηι λςΧί αρ ΖΔημ. Μποτόπουλος, Κ., 1994, Σοσιαλιστές και εξουσία. Ελλάδα, Γαλλία Ισπανία στη δεκαετία του ‘80, Αθήνα: Πόλις. Mudge, L.S., 2018, Leftism Reinvented: Western Parties form Socialism to Neoloberalism, Massachusetts: Harvard University Press. Neveu, Ε., 2010, Κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων και ιστορίες κινημάτων από το Μεσαίωνα μέχρι σήμερα, Αθήνα: Σαββάλας. Parness, L.D., 1991, The SPD and the Challenge of Mass Politics: The Dilemma of the German Volkspartei, USA: Westview Press. Pollock, A., 2004, NHS plc. The Privatisation of Our Health Care, LondonNew York: Verso. Ρομπόλης, Σ., 2007, «Το μέλλον της εργασίας και του κοινωνικού κράτους στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης»: Εθνικές και ευρωπαϊκές πολιτικές», στο Σωτηρέλης, Γ., & Τσαιτουρίδης, Χ., (επιμ.), Κοινωνικά δικαιώματα και κρίση του κράτους πρόνοιας, Αθήνα: Σαββάλας - Όμιλος Αριστόβουλος Μάνεσης. Σαγιάς, Ι., & Σπουρδαλάκης, Μ., 1993, «Συλλογική κατανάλωση: Διεθνής εμπειρία, ελληνικές ιδιομορφίες», στο Γετίμης, Π., & Γράβαρης, Δ., Κοινωνικό κράτος και κοινωνική πολιτική: Η σύγχρονη προβληματική, Αθήνα: Θεμέλιο. Σακελλαρόπουλος, Θ., 2007, «Οι μεγάλοι αναπροσανατολισμοί στα κράτη πρόνοιας», στο Σωτηρέλης, Γ., & Τσαιτουρίδης, Χ., (επιμ.), Κοινωνικά δικαιώματα και κρίση του κράτους πρόνοιας, Αθήνα: Σαββάλας - Όμιλος Αριστόβουλος Μάνεσης. Σακελλαρόπουλος, Θ., 1993, «Ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος ή εθνικές κοινωνικές πολιτικές; Ο ευρωπαϊκός κοινωνικός χώρος μετά το Μάαστριχτ», στο Γετίμης, Π., & Γράβαρης, Δ., Κοινωνικό κράτος και κοινωνική πολιτική: Η σύγχρονη προβληματική, Αθήνα: Θεμέλιο. Σασσούν, Ν., 2001, Εκατό χρόνια σοσιαλισμού, τ.2, Αθήνα: Καστανιώτη. Σεφεριάδης. Σ., 2002, «Σοσιαλδημοκρατικές στρατηγικές στον 20ο αιώνα. Επισημάνσεις για μια πολιτική κοινωνιολογία», στο Κατσούλης Η. (επιμ.), Νέα Σοσιαλδημοκρατία: Περιεχόμενα πολιτική, θεσμοί,οργανωτικές δομές, Αθήνα: Ι. Σιδέρης.

119


Σοσιαλιστική οικογένεια και κοινωνική πολιτικήστη διαδικασία Οι πιέσεις για ένταξη του κυπριακού φυσικού περιβάλλοντος παραγωγής κέρδους στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης

Tilly, C., 2007, Κοινωνικά κινήματα 1768 - 2004, Αθήνα: Σαββάλας Σπουρδαλάκης, Μ., 2012, «Κρίση, πολιτικό σύστημα και ο ρόλος των διανοούμενων», στο Κρίση και πολιτικό σύστημα, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα ΕΣΗΕΑ Τάσσης, Χ., 2018, «Αποσυγκλιτικές τάσεις στην πολιτική καρτελοποίηση: Η «πασοκοποίηση» (;) της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας», Ετήσια Επιθεώρηση Ιστορίας, Κοινωνίας και Πολιτικής Ινστιτούτου Ερευνών Προμηθέας, Κύπρος, τ. 4. Τάσσης, Χ., 2004, «Συνδικάτα και εργασιακές σχέσεις στην εποχή των “μετά”», Επιθεώρηση Εργασιακών Σχέσεων, τ. 34. Απρίλιος - Μάιος - Ιούνιος. Χίλσον Μ., 2013, Το σκανδιναβικό μοντέλο: Αποτελεσματικότητα και αλληλεγγύη, συναίνεση και θεσμικός πειραματισμός, Κρήτη: εκδόσεις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Φόστερ, Ο., 1956, Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος, τ. Β΄ Αθήνα: Μορφωση Webb, P., 1999, “The British Labour Party”, στο Ladrech, R, & Marliere, P. (επιμ.), Social Democratic Parties in the European Union: History, Organization, Policies, Basingstoke: Palgrave Macmillan.

120


Ν ίΑκιομςι λΧί αρ ιΒσήτ λοοφυή ς Ετήσια Επιθεώρηση Ιστορίας, Κοινωνίας και Πολιτικής, Τεύχος 5, σσ. 121-134, 2019

Νίκος Καρφάκης

Οικοσοσιαλισμός: Μια εισαγωγή στη σκέψη του Μικαέλ Λεβί Η σοσιαλιστική και οικολογική ουτοπία αποτελεί μόνο δυνατότητα και όχι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των αντιφάσεων του καπιταλισμού ή των «σιδερένιων νόμων της Ιστορίας». Μικαέλ Λεβί Το έργο του Μικαέλ Λεβί (Michael Löwy) είναι ευρέως γνωστό στην Ελλάδα αλλά μάλλον σχετικά άγνωστο στο Κυπριακό αναγνωστικό κοινό. Ο Λεβί είναι Γαλλo-Βραζιλιάνος μαρξιστής κοινωνιολόγος και φιλόσοφος. Το 1969 ξεκινάει τη συνεργασία του με το Νίκο Πουλαντζά στο νεοσύστατο και τότε ριζοσπαστικό Πανεπιστήμιο Παρίσι VII (Πανεπιστήμιο της Βενσέν), η οποία θα διαρκέσει 7 χρόνια.1 Από τότε μένει στη Γαλλία όπου και είναι επίτιμος διευθυντής Κοινωνικών Σπουδών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Γνώσης (CNRS) της Γαλλίας και διδάσκει για πολλά χρόνια κοινωνικές επιστήμες στην EHESS (Ecole des Hautes Etudes). Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ (WSF), είναι μέλος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (NPA) στη Γαλλία και είναι εδώ και δεκαετίες ενεργός στα κινήματα της Λατινικής Αριστεράς. Πολυγραφότατος, έχει γράψει διεισδυτικά δοκίμια για μια πλειάδα θεμάτων όπως ο μαρξισμός, ο σουρεαλισμός, η «θεολογία της απελευθέρωσης», τα κοινωνικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής, η εβραϊκή ιστορία και η ουτοπία και, τέλος, ο οικοσοσιαλισμός τον οποίο πραγματευόμαστε

121


Σκέψεις για το πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς: Οικοσοσιαλισμός: εισαγωγή στη σκέψη του Μικαέλ Λεβίθεωρία Το επαναστατικό κόμμα Μια ως επίδικο στην κομμουνιστική πολιτική

στο παρόν άρθρο. Με τα βιβλία, τα άρθρα και τις παρεμβάσεις του στη δημόσια σφαίρα, ο Λεβί έχει καταβάλει μια μακρόχρονη προσπάθεια να ανανεώσει τη μαρξιστική σκέψη και να αναλύσει τους συνδέσμους της με το μεσσιανικό και ουτοπικό πνεύμα. Αυτά εν είδει εισαγωγής (στην εισαγωγή μας). Η σύνθεση σοσιαλισμού και οικολογίας Το γιατί κάποιος μπορεί να δείξει έντονο ενδιαφέρον για την οικολογία μπορεί σήμερα να φαντάζει αυτονόητο, σίγουρα όμως η μαρξιστική σκέψη2 πολλές φορές υποβάθμισε τη σημασία της, αφού λίγο πολύ την θεώρησε (όπως και το «γυναικείο ζήτημα») ως «δευτερεύουσα αντίφαση» η οποία θα λυνόταν με τον ερχομό της σοσιαλιστικής κοινωνίας.3 Εδώ και περίπου 20 χρόνια, o Λεβί ασχολείται εντατικά με την οικολογία και τις συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης στο περιβάλλον, και το 2001 γράφει από κοινού με το Τζόελ Κοβέλ (Joel Kovel) το «οικοσιαλιστικό» τους «μανιφέστο» (Kovel and Löwy, 2001). Δεν είναι βέβαια ο πρώτος μαρξιστής ή σοσιαλιστής που δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τα οικολογικά ζητήματα και την πολιτική οικολογία. Ξεκινώντας με τον Μαρξ και τον Ένγκελς (Löwy, 2017a) και περνώντας στον 20ο αιώνα, μια σειρά από στοχαστές, όπως ο Αντρέ Γκορτς (André Gorz) και ο Ρέιμοντ Γουίλιαμς (Raymond Williams) έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τα ζητήματα του περιβάλλοντος και της πολιτικής οικολογίας.4 Εντός της μαρξιστικής σκέψης, μπορεί κανείς να βρει πολλές και σημαντικές αναφορές στην οικολογία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η οικολογία κατέχει μια κεντρική θέση εντός της. Αυτό, κατά την άποψη του Λεβί (Löwy, 2017a, σ. 10), «δεν προκύπτει από κάποια αδυναμία: απλώς αντανακλά το γεγονός ότι τον 19ο αιώνα η οικολογική κρίση είχε μόλις αρχίσει και ήταν πολύ μακριά από το να θεωρηθεί καταστροφική όπως στις μέρες μας». Ο Μαρξ, όπως σημειώνει ο Λεβί (Löwy, 2007, σ. 294), μιλάει για την «καταστροφική πρόοδο» του καπιταλισμού.5 Ο Μαρξ υπήρξε όντως ένας από τους πρώτους και σημαντικότερους επικριτές της καπιταλιστικής παραγωγής. Έχοντας, ως γνωστόν, μελετήσει το έργο του Γερμανού χημικού, αγρονόμου και «πατέρα» της χημικής γεωργίας Γιούστους φον Λήμπιχ (Justus von Leibig) Η Οργανική Χημεία και οι Εφαρμογές της στη Γεωργία και στη Φυσιολογία, το οποίο εκδόθηκε το 1840, του αποτείνει φόρο τιμής λέγοντας: «Το ότι ανέπτυξε από την οπτική γωνία της φυσικής επιστήμης την αρνητική, δηλαδή την καταστροφική πλευρά της σύγχρονης αγροτοβιομηχανίας, είναι ένα από τα αθάνατα επιτεύγματα του Λήμπιχ» (Marx, 1970, σ. 638).6 Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ κάνει και άλλες αναφορές στη σημαντικότητα του έργου του Λήμπιχ. Σε ένα σημείο, για παράδειγμα, λέει περίφημα ότι η «[κ] απιταλιστική παραγαγωγή [...] διαταράσσει τη μεταβολική αλληλόδραση μεταξύ του ανθρώπου και της γης» (Marx, 1970, σ. 637). Με τη σειρά του,

122


Κώ σκΝίκος τιομαςιςλΧίΕΚαρφάκης αρλιεΒσυήτθλοεοφρυήί ος υ Ν ίΑ ο Ένγκελς το 1876 στο Ο Ρόλος της Εργασίας στην Εξανθρώπιση του Πιθήκου δείχνει μια (πρωτο-)οικολογική ευαισθησία και ασκεί ριζική κριτική στις αρπακτικές μορφές ανθρώπινων σχέσεων προς το περιβάλλον (Löwy, 2017a, σ. 12). «Ας μη κολακευόμαστε ωστόσο πάρα πολύ για τις ανθρώπινες νίκες μας πάνω στη φύση. Η φύση μας εκδικείται για κάθε μια τους»7, ο Ένγκελς γράφει περίφημα (Ένγκελς και Χάρμαν, 20011, σ. 24). Παρ’ όλα αυτά, και στον Μαρξ (κυρίως στο πασίγνωστο χωρίο για την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» στην εισαγωγή του Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας το 1859, ενός γραπτού που βρίθει ενός κάποιου εξελικτισμού) και στον Ένγκελς (και ακόμα περισσότερο στον ύστερο μαρξισμό) συχνά υπάρχει μια τάση να κάνουν την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» τον κύριο μοχλό της προόδου, μαζί με μια ανεπαρκώς κριτική στάση έναντι στο βιομηχανικό πολιτισμό και την καταστροφική του σχέση με το περιβάλλον (Löwy, 2017a, σσ. 13-14, 17; 2005a, σ. 16). Τα γραπτά του Μαρξ και του Ένγκελς χαρακτηρίζονται από εσωτερικές εντάσεις όσον αφορά στη σχέση του σοσιαλιστικού προγράμματος με το περιβάλλον (Löwy, 2017a, σσ. 16-18). Ο Λεβί (Löwy, 2017a, σ. 19) είναι ξεκάθαρος: σε διάφορα σημεία του έργου τους, ο Μαρξ και ο Ένγκελς παρουσιάζουν τις παραγωγικές δυνάμεις (το τεχνικό/ βιομηχανικό μηχανισμό του σύγχρονου καπιταλισμού) ως «ουδέτερες»· το μόνο που χρειαζόταν να γίνει είναι να κοινωνικοποιηθούν, να υπάρξει συλλογική αντί ιδιωτική ιδιοποίησή τους, και να τεθούν στην υπηρεσία της εργατικής τάξης. Εδώ μπορεί να προκύψει το ερώτημα «Γιατί ο οικοσοσιαλισμός;». Έχει κάτι καινούργιο να προσφέρει; Είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι με τις λέξεις; Ο οικοσιαλισμός, όπως αναφέρουν στο «μανιφέστο» τους οι Κοβέλ και Λεβί (Kovel and Löwy, 2001), είναι η δική τους ερμηνεία για τον σοσιαλισμό. Όπως γράφουν, «[α]ν υπερνικηθεί το κεφάλαιο, γεγονός που αποτελεί σήμερα μια επιτακτική ανάγκη για τη σωτηρία του ίδιου του πολιτισμού, το αποτέλεσμα θα είναι αναγκαστικά σοσιαλιστικό, γιατί αυτός είναι ο όρος που σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια μετα-καπιταλιστική κοινωνία. Αν υποστηρίξουμε ότι το κεφάλαιο είναι ριζικά μη βιώσιμο και μετουσιώνεται στη βαρβαρότητα [...], υποστηρίζουμε επίσης ότι χρειάζεται να χτίσουμε ένα “σοσιαλισμό” ικανό να ξεπεράσει τις κρίσεις που δημιούργησε το κεφάλαιο. Και αν τα “σοσιαλιστικά” καθεστώτα του παρελθόντος δεν το κατόρθωσαν, είναι λοιπόν υποχρέωσή μας να αγωνιστούμε για ένα σοσιαλισμό που θα επιτύχει, αν δε θέλουμε να υποταχθούμε σε ένα βάρβαρο τέλος» (Kovel and Löwy, 2001, χ.σ., η έμφαση στο πρωτότυπο).

123


Σκέψεις για το πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς: Οικοσοσιαλισμός: εισαγωγή στη σκέψη του Μικαέλ Λεβίθεωρία Το επαναστατικό κόμμα Μια ως επίδικο στην κομμουνιστική πολιτική

Το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» που έθεσε η Λούξεμπουργκ (ή μάλλον πρώτος ο Ένγκελς) επανέρχεται υπό νέα μορφή, αυτή της κοινωνικής κατάρρευσης και της οικολογικής καταστροφής. «Βαρβαρότητα» είναι η διπλή αυτή κρίση, κοινωνική όσο και οικολογική· με άλλα λόγια, οι δύο αυτές κρίσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Ο σοσιαλισμός και η οικολογία – «ή, τουλάχιστον, κάποια ρεύματα της», όπως σημειώνει ο Λεβί (Λεβί, 2008a, σ. 111) – μοιράζονται κοινούς αντικειμενικούς στόχους. Αυτοί οι στόχοι, οι οποίοι είναι ποιοτικές αξίες, είναι η αξία χρήσης, η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, η κοινωνική ισότητα, και η προστασία της φύσης (Λεβί, 2008a, σ. 111). Ο σοσιαλισμός όπως τον αντιλαμβανόταν ο Μαρξ, τουλάχιστον σε κάποια γραπτά του, και από τον οποίο εμπνέεται ο Λεβί (Λεβί 2008a, σ. 117), «βασιζόταν στο στοίχημα οι κοινωνίες μπορούν να απελευθερωθούν «από την καπιταλιστική αλλοτρίωση, του “είναι” έναντι του “έχειν”, δηλαδή της επιθυμίας για ελεύθερο χρόνο αφιερωμένο στην προσωπική ολοκλήρωση μέσω πολιτιστικών, αθλητικών, ψυχαγωγικών, επιστημονικών, ερωτικών, καλλιτεχνικών, και πολιτικών δραστηριοτήτων έναντι της επιθυμίας για ατελείωτη κατοχή αγαθών». Ο σοσιαλισμός και η οικολογία αμφισβητούν την κυριαρχία της ποσοτικοποίησης, την παραγωγή ως αυτοσκοπό, την κυριαρχία του χρήματος και την αναγωγή της κοινωνικής ζωής στις ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης (Λεβί, 2008a, σ. 111). Επιπρόσθετα, ο οικοσοσιαλισμός πρέπει να θεωρηθεί ως «ταυτόχρονα μια κριτική στην “οικολογία της αγοράς”, που δεν αμφισβητεί το καπιταλιστικό σύστημα, και του “παραγωγιστικoύ σοσιαλισμού”, που αγνοεί το ζήτημα των φυσικών ορίων» (Löwy, 2008a, σ. 111). Η σχέση μεταξύ του σοσιαλισμού και της οικολογίας είναι άμεση και δεν πρέπει να υποτιμηθεί. «Το φρένο έκτακτης ανάγκης» Ο «αιρετικός» μαρξιστής Βάλτερ Μπένγιαμιν κάποτε έγραψε: «Ο Μαρξ λέει οι επαναστάσεις είναι η ατμομηχανή της παγκόσμιας ιστορίας. Ίσως όμως τα πράγματα να είναι εντελώς διαφορετικά. Ίσως οι επαναστάσεις είναι η κίνηση του ανθρώπινου γένους που, ταξιδεύοντας σε αυτό το τρένο, τραβάει το φρένο έκτακτης ανάγκης»8. Ο Λεβί (Löwy, 2009, χ.σ.), σημαντικός μελετητής του έργου του Μπένγιαμιν και βαθύτατα επηρεασμένος από αυτό, προσθέτει ότι «[π]ρέπει να τραβήξουμε τα φρένα του τρένου μας, του καπιταλιστικού νεωτερικού βιομηχανικού πολιτισμού, πριν μας οδηγήσει στην άβυσσο, δηλαδή στην οικολογική

124


Κώ σκΝίκος τιομαςιςλΧίΕΚαρφάκης αρλιεΒσυήτθλοεοφρυήί ος υ Ν ίΑ καταστροφή, υπό τη μορφή της υπερθέρμανσης του πλανήτη». Μπορεί αυτό να ακούγεται καταστροφολογικό, όμως η οικολογική καταστροφή που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες και γενικότερα τα τελευταία 200 περίπου χρόνια είναι δίχως προηγούμενο.9 Τα γεγονότα είναι ευρέως γνωστά και τείνουν εντυπωσιακά υπέρ αυτού του ισχυρισμού10: «[σ] υσσώρευση διοξειδίου του άνθρακα, άνοδος της θερμοκρασίας, λιώσιμο των πολικών πάγων, ξηρασία, πλημμύρες» (Λεβί, 2008a, σ. 110). Αυτά είναι αποτελέσματα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης. Το καπιταλιστικό σύστημα και «η δική του παράλογη λογική της απεριόριστης επέκτασης και συσσώρευσης και ο παραγωγισμός του με τη μανία για την αναζήτηση του κέρδους με οποιοδήποτε τίμημα» (Λεβί, 2008a, σ. 110) είναι οι ένοχοι. Όλα αυτά, όπως και η μαζική ανεργία, η αύξηση των ανισοτήτων εισοδήματος και εξουσίας (που αυξήθηκαν όσο ποτέ στην ιστορία), οι πόλεμοι, και η υπονόμευση της αυτονομίας της περιφέρειας που καταδικάστηκε στο χρέος από το καπιταλιστικό κέντρο, δηλαδή τις δυτικές δυνάμεις και την αμερικανική υπερδύναμη, στο όνομα των «κανόνων του εμπορίου», της «ανταγωνιστικότητας» και του «εκσυγχρονισμού». Το παρόν καπιταλιστικό σύστημα «δεν μπορεί να ελέγξει, πόσο μάλλον να αντιμετωπίσει, τις κρίσεις που έχει προκαλέσει. Δεν μπορεί να επιλύσει την οικολογική κρίση, γιατί κάτι τέτοιο απαιτεί όρια όσον αφορά στη συσσώρευση, μια μη αποδεκτή επιλογή για ένα σύστημα βασισμένο στον κανόνα: Αναπτύξου ή Πέθανε!» (Kovel and Löwy, 2001, χ.σ.). Η Συνθήκη του Κιότο αλλά και, όπως είναι πια ξεκάθαρο, η Συνθήκη της Κοπεγχάγης, είχαν από μικρά έως ελάχιστα αποτελέσματα. Λύσεις όπως το «χρηματιστήριο δικαιωμάτων εκπομπών αερίων» και τα «βιοκαύσιμα» είναι ανεπαρκείς και ψευτοτεχνικές (Λεβί, 2008a, σσ. 110111). Τα βιοκαύσιμα δε «παράγουν, κατά τη διαδικασία παραγωγή τους, τόσο διοξείδιο του άνθρακα όσο υποτίθεται ότι εξοικονομούν συγκριτικά με τη βενζίνη»! (Λεβί, 2008a, σ. 111). Και ενώ κλιματολόγοι και άλλοι επιστήμονες διαρκώς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι η μη μείωση των εκπομπών αερίων μπορεί σύντομα να επιφέρει μια ανεξέλεγκτη και αναπόδραστη παγκόσμια θέρμανση που θα οδηγήσει στην κατάρρευση του πολιτισμού μας και στην πιθανή εξαφάνιση του είδους μας, τι συμβαίνει; Business as usual. «Όχι μόνο δεν καταφέραμε να μειώσουμε τις εκπομπές τα τελευταία χρόνια, αλλά συνεχίζουν να αυξάνονται και κάθε χρόνο σπάνε τα προηγούμενα ρεκόρ» (Λεβί, 2017b, χ.σ.). Πανίσχυρες εταιρίες όπως η Exxon, η BP, και η General Motors, προσθέτει ο Λεβί (Λεβί, 2017b, χ.σ.), «δεν επιθυμούν να αυτοκτονήσουν οικονομικά – και καμιά εκ των καπιταλιστικών κυβερνήσεων δεν προτίθεται να τις εξαναγκάσει», κάτι που σε πολλούς ακούγεται αυτονόητο, για να καταλήξει ότι «η κοινωνία πρέπει να αναλάβει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής και διανομής, και

125


Σκέψεις για το πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς: Οικοσοσιαλισμός: εισαγωγή στη σκέψη του Μικαέλ Λεβίθεωρία Το επαναστατικό κόμμα Μια ως επίδικο στην κομμουνιστική πολιτική

να αναδιοργανώσει το παραγωγικό σύστημα εξ ολοκλήρου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με το να εξασφαλιστεί η αξιοπρεπής εργασία σε όλους τους εργάτες που οι επιχειρήσεις τους προορίζονται είτε να χαθούν είτε να περιοριστούν δραστικά» (Löwy, 2017b, χ.σ.). Από την άλλη μεριά, ο Λεβί ασκεί κριτική στη «ρεφορμιστική» στάση πολλών οικολόγων. Όπως το θέτει, και αξίζει να παραθέσουμε εκτενώς: «Οι οικολόγοι σφάλλουν αν πιστεύουν ότι μπορούν να αποφύγουν την μαρξιστική κριτική προς τον καπιταλισμό: μια οικολογία που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν την σχέση ανάμεσα στον “παραγωγισμό” και στη λογική του κέρδους, είναι καταδικασμένη να αποτύχει – ή ακόμη χειρότερα να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από το σύστημα. Τα παραδείγματα δεν λείπουν... Η απουσία μιας συνεκτικής/συμπαγούς αντικαπιταλιστικής θέσης οδήγησε τα περισσότερα πράσινα ευρωπαϊκά κόμματα – της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, του Βελγίου κλπ. – να γίνουν απλοί συμμέτοχοι “οικο-ρεφορμιστές” στην σοσιαλ-φιλελεύθερη διαχείριση του καπιταλισμού, όπως αυτή ασκήθηκε από τις κυβερνήσεις της κεντροαριστεράς (Löwy, 2008b, χ.σ.). Ως εναλλακτική στην αναρχία του καπιταλιστικού συστήματος, πρέπει να αντιπροταθεί ένας από τους σκοπούς του οικοσοσιαλισμού, αυτός του «παγκόσμιου δημοκρατικού σχεδιασμού» (Löwy, 2015; 2007). Επειδή, όχι αδίκως, οι έννοιες του σοσιαλισμού και του σχεδιασμού έχουν ταυτιστεί με την κεντροποιημένη κρατική γραφειοκρατία – ο Λεβί (Löwy 2017b, χ.σ.) χωρίς υπεκφυγές αποκαλεί αυτού του τύπου την κοινωνία «θλιβερή γραφειοκρατική καρικατούρα» –, ο Λεβί κάνει μια σημαντική διευκρίνιση. Ο στόχος του οικοσοσιαλιστικού σχεδιασμού είναι η επέκταση της δημοκρατίας στην οικονομική σφαίρα ούτως ώστε η εργατική τάξη να ορίσει συλλογικά τις δικές τις ανάγκες και να λάβει ορθές αποφάσεις όσον αφορά στην παραγωγή.11 Πρέπει να υπάρξει ένας συνδυασμός άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας (Löwy, 2007, 297; 2009, χ.σ.), μια θέση που συγκλίνει, για παράδειγμα, με αυτήν του David Harvey (Harvey, 2015). Μια τέτοια διευρυμένη και ριζοσπαστική μορφή δημοκρατίας, κατά τον Λεβί (Löwy, 2009, χ.σ.), θα έπρεπε να περιλαμβάνει «[κ]άποιο είδος συνδυασμού άμεσης δημοκρατίας – και σε τοπικό επίπεδο, στις επιχειρήσεις και στις μονάδες εργασίας, και, κατόπιν λαϊκής ψήφου, σε περιφερειακή, εθνική ή ηπειρωτική κλίμακα – και αντιπροσώπων». Σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση, ο Λεβί (Löwy, 2009, χ.σ.) σημειώνει, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται από «στελέχη επιχειρήσεων, τραπεζίτες, ειδικούς, στρατιωτικές και άλλες ολιγαρχικές ελίτ», ο κόσμος πρέπει να αποφασίζει για την πολιτική και την οικονομία – «αυτή είναι η μόνη μας ευκαιρία ότι θα παρθούν οικολογικά ορθές αποφάσεις».

126


Κώ σκΝίκος τιομαςιςλΧίΕΚαρφάκης αρλιεΒσυήτθλοεοφρυήί ος υ Ν ίΑ Όπως τονίζει μαζί με τον Κοβέλ, «[δ]εν είναι πρόθεσή μας [...] να καθορίσουμε το κάθε βήμα αυτής της πορείας» (Kovel and Löwy, 2001, χ.σ.), άποψη που έχει εκφράσει και πιο πρόσφατα σε συνέντευξή του (Löwy, 2009, χ.σ.) λέγοντας ότι «δεν νομίζω ότι κάποιος πρέπει να προβάλει κάποιο άκαμπτο προσχέδιο των μελλοντικών θεσμών». Αντιθέτως, στο «μανιφέστο» αλλά και σε διάφορα γραπτά του (λ.χ. Löwy, 2009, χ.σ.), ο Λεβί είναι της άποψης ότι πρέπει να αναπτυχθεί μια «λογική επαρκούς και αναγκαίου μετασχηματισμού της παρούσας τάξης πραγμάτων. Αυτό δε σημαίνει ότι, τουλάχιστον στα δικά του γραπτά, ο Λεβί δεν διατυπώνει κάποιες προτάσεις ή δεν υποδεικνύει εναλλακτικές πρακτικές και τα κέντρα αντίστασης που ήδη έχουν δημιουργηθεί ανά την υφήλιο και που αντιτίθενται στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, στην Παγκόσμια Τράπεζα, στην νεοφιλελεύθερη καταστροφή, και στο καπιταλιστικό σύστημα εν γένει (λ.χ. Löwy, 2009).12 Αυτά τα κέντρα αντίστασης αποτελούν ένα δίκτυο από ανθρώπους και αγωνιστές – σίγουρα πιο κοντά στην έννοια του «πλήθους» των Χαρντ και Νέγκρι (2002) παρά στην έννοια ενός πολιτικού υποκειμένου, την βιομηχανική εργατική τάξη του 19ου αιώνα, που είναι επιφορτισμένο με την αλλαγή της Ιστορίας – συνδικαλιστές, οικολόγους, δίκτυα αγροτών και γυναικών, κοινότητες ιθαγενών, σοσιαλιστές, και αναρχικούς – που αγωνίζεται ενάντια «στην καταστροφή της φύσης, την μόλυνση, την υπερπαραγωγή, τις μονάδες χημικής και θερμικής ενέργειας, την αρπακτική εξαγωγή πόρων, την επιβολή των Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών, την ιδιωτικοποίηση της κοινοτικής γης, των υπηρεσιών νερού και του δημοσίου, της καπιταλιστικής ανεργίας και επισφάλειας» (Löwy, 2017b, χ.σ.). Πιο συγκεκριμένα, ο Λεβί (Löwy, 2016, σ. 26) προτείνει τα ακόλουθα μέτρα ως αφετηρία για μια κοινωνική και οικολογική αλλαγή με βάση τις αξίες του οικοσοσιαλισμού, μέτρα τα οποία μπορεί να φαντάζουν μετριοπαθή (ή υπερβολικά), που όμως θεωρώ είναι σημαντικά: • • •

Προτεραιότητα στη δημόσια συγκοινωνία έναντι της τερατώδους εξάπλωσης επιβατηγών και άλλων οχημάτων. Α πόδραση από την πυρηνική παγίδα και ανάπτυξη της έρευνας για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Απαίτηση σοβαρών διεθνών συμφωνιών για την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αντί της φενάκης των «δικαιωμάτων εκπομπών αερίων». Αγώνας υπέρ της οργανικής καλλιέργειας και ενάντια στη υπερεθνική αγροτοβιομηχανία και τους γενετικά μεταλλαγμένους οργανισμούς της.

127


Σκέψεις για το πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς: Οικοσοσιαλισμός: εισαγωγή στη σκέψη του Μικαέλ Λεβίθεωρία Το επαναστατικό κόμμα Μια ως επίδικο στην κομμουνιστική πολιτική

Ο εθισμός «μας» στην ενέργεια ορυκτών καυσίμων, η αυταπάτη της πυρηνικής ενέργειας ως εναλλακτική – η οποία είναι αποδεδειγμένα μη ασφαλής όπως αποδεικνύει ο πολλαπλασιασμός πυρηνικών ατυχημάτων13 –, ο φετιχισμός του αυτοκινήτου, και τεχνολογικέςτεχνοκρατικές λύσεις όπως οι γενετικά μεταλλαγμένοι οργανισμοί θα συνεχίσουν και θα διογκώσουν τα σημερινά προβλήματα αν δεν δοθούν δημοκρατικές και οικολογικά ορθές λύσεις σε αυτά. Εν κατακλείδι, ο οικοσοσιαλισμός «σημαίνει μια ριζική, δηλαδή επαναστατική, αποκοπή από το όλο καπιταλιστικό μοτίβο πολιτισμού. Στοχεύει όχι μόνο σε ένα νέο τρόπο παραγωγής και σε μια νέα κοινωνία, αλλά σε τελική ανάλυση σε ένα νέο υπόδειγμα πολιτισμού, μια νέα μορφή ζωής, βασισμένη στις αξίες τις ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, και του σεβασμού προς τη “Μητέρα Φύση”» (Löwy, 2017a, σ. 20, η έμφαση στο πρωτότυπο). Ο οικοσοσιαλισμός έχει, θα λέγαμε, ως κατευθυντήρια αρχή του την απαίτηση της ανθρωπότητας «για αυτοδιάθεση, για κοινά αγαθά και για μια ζωή γεμάτη ουσία». Αν αυτό συνιστά «ουτοπισμό» τότε ας είμαστε «ουτοπικοί». Είναι μάλλον λίγοι αυτοί που εξακολουθούν να πιστεύουν στην «αδήριτη κίνηση προς τα μπρος της Ιστορίας» (Δουζίνας, 2017, χ.σ.)14. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις επιτυχίας. Ο σοσιαλισμός, η οικολογική επανάσταση, και το χειραφετημένο μέλλον, είναι ένα στοίχημα, με την έννοια του Πασκάλ, όπως πολύ ωραία το θέτει ο Λεβί (Löwy, 2009, χ.σ.). Δεδομένου αυτού, η ακόλουθη διατύπωση του Λεβί (Löwy, 2007, σ. 307) μου φαίνεται επίσης ορθή: «[Ο]ι εδραιωμένες κυρίαρχες ελίτ του συστήματος είναι απίστευτα δυνατές, και οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αντίστασης είναι ακόμα μικρές. Όμως είναι η μόνη ελπίδα ότι η “καταστροφική πρόοδος” του καπιταλισμού θα σταματήσει». Σημειώσεις: Όλες οι μεταφράσεις είναι δικές μου, εκτός αν υποδεικνύεται διαφορετικά. 1. Ανακτήθηκε: http://rednotebook.gr/2015/03/o-nikos-poulantzas-pouixera-sinentefxi-me-ton-mikael-levi/ 2. Χρειάζεται να σημειώσουμε ότι «μαρξιστική σκέψη» ως ενιαίο και συμπαγές σύστημα σκέψης δεν υπάρχει; 3. Βλ. επίσης Löwy (1997). Ως πρωταρχική αντίφαση του καπιταλισμού νοείται βέβαια αυτή ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις. Αξίζει επίσης εδώ να σημειωθεί η τοποθέτηση του Aiden Foster-Carter: «Αυτοί που επιμένουν ότι [η περιβαλλοντική

128


Κώ σκΝίκος τιομαςιςλΧίΕΚαρφάκης αρλιεΒσυήτθλοεοφρυήί ος υ Ν ίΑ καταστροφή] δεν έχει καθόλου να κάνει με τον μαρξισμό απλά διασφαλίζουν ότι αυτό που αποκαλούν μαρξισμό δεν θα έχει τίποτα να κάνει με ότι συμβεί στον κόσμο» (παρατίθεται στο O’ Connor (1988, σ. 11)). 4. Για τη σχέση του Μαρξ με την οικολογία, βλ. Foster (2000), Foster and Clark (2018), και Saito (2014). 5. Όπως σημειώνει ο Λεβί (Λεβί, 2008b, χ.σ.): «Ο οικοσοσιαλισμός αναπτύχθηκε κυρίως στη διάρκεια των τριάντα τελευταίων ετών, χάρις στις εργασίες διανοητών του μεγέθους του Manuel Sacristan, του Raymond Williams, του Rudolf Bahro (στα πρώτα του γραπτά έργα) και του André Gorz [...], καθώς και από τις πολύτιμες συνεισφορές του James O’ Connor, του Barry Commoner, του John Bellamy Foster και του Joel Covel (από τις ΗΠΑ), του Juan Martinez Allier, του Francisco Fernandez Buey, και του Jorge Riechman (από την Ισπανία), του Jean Paule Déléage και του Jean-Marie Harribey (από τη Γαλλία), του Elmar Alvater και του Frieder Otto Wolf (από τη Γερμανία) και πολλών άλλων, που οι θέσεις τους εκφράζονται σε ένα δίκτυο από περιοδικά και επιθεωρήσεις, όπως το Capitalism, Nature and Socialism, το Ecologia Politica κ.ά.». 6. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρει οι Foster and Clark (2018) και Shaito (2014), στην έβδομη έκδοση του έργου του το 1862, ο Λήμπιχ πρόσθεσε μια μακροσκελή και για τους Βρετανούς σκανδαλώδη εισαγωγή. Βασιζόμενος σε μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 1850, ο Λήμπιχ εκεί υποστηρίζει ότι οι εντατικές γεωργικές μέθοδοι της Βρετανικής αγροτοβιομηχανίας συνιστούν ένα «σύστημα κλοπής», και αντιτίθενται στην ορθολογική αγροτοβιομηχανία. Κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι ο Λήμπιχ με την αρχική «εμμονή» του στη χρήση χημικών λιπασμάτων (τα οποία ο ίδιος πρωτοπαρασκεύασε), έχει μερίδιο ευθύνης στην καταστροφή των αγροτικών εδαφών μιας και η χρήση τους έχει γίνει αυτονόητη για πάνω από 150 έτη, όμως αυτό δεν πρέπει να μας απασχολήσει εδώ. Τέλος, να σημειώσουμε ότι ο Μάρξ που, ως γνωστόν, τελείωνε τη συγγραφή του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου περίπου το 1866, βασίστηκε στην τότε τελευταία έκδοση του έργου του Λήμπιχ. Όμως, κατά τον Saito (2016), ο Μαρξ γνώριζε το έργο του Λήμπιχ όπως και του γεωργικού χημικού James F.W. Johnston ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1850 κατά την πρώτη του εξονυχιστική μελέτη της πολιτικής οικονομίας. 7. Ο Ένγκελς αναφέρεται σε παλαιότερους πολιτισμούς και δεν ασχολείται με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Το «πνεύμα» της νεωτερικότητας (και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, χωρίς αυτά τα δύο να ταυτίζονται) εμπεριέχεται ίσως σε ένα από τα πιο γνωστά αποφθέγματα του Άγγλου φιλόσοφου, επιστήμονα και πολιτικού Francis Bacon, το οποίο αναφέρεται στη κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση. Η

129


Σκέψεις για το πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς: Οικοσοσιαλισμός: εισαγωγή στη σκέψη του Μικαέλ Λεβίθεωρία Το επαναστατικό κόμμα Μια ως επίδικο στην κομμουνιστική πολιτική

γνώση των νόμων της φύσης, κατά τον Bacon, θα επέτρεπε την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση και την εγκαθίδρυση του βασιλείου του ανθρώπου (regnum hominis). Περιττό να λεχθεί ότι η κριτική στην εγγενή κυριαρχική στάση της νεωτερικότητας προς τη φύση δεν συνεπάγεται ούτε άρνηση της επιστήμης και της τεχνολογίας, ούτε τις νεωτερικότητας εν γένει, όπως μια βιαστική κριτική θα μπορούσε να συμπεράνει. Τέλος, ο ίδιος ο Λεβί (Löwy, 2014, χ.σ.) δηλώνει ότι «[β]έβαια, πολλά επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα της νεωτερικότητας είναι πολύτιμα, όμως το όλο παραγωγικό σύστημα πρέπει να μεταμορφωθεί, και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με οικοσιαλιστικές μεθόδους», μια θέση που απέχει πολύ από την τεχνοφοβία. 8. Παρατίθεται στο Löwy (2005b, σσ. 66-67). 9. Όπως το θέτει ο Λεβί (Löwy, 2017b, χ.σ.), «[κ]άποιοι σοσιαλιστές ασκούν κριτική σε αυτό που αποκαλούν τον “καταστροφισμό” των οικολόγων, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι η οικολογία είναι ένας αντιπερισπασμός από την “πραγματική” πάλη των τάξεων. Μολονότι είναι αλήθεια ότι οι οικοσοσιαλιστές δεν είναι μια ομογενής μάζα, μοιράζονται την πεποίθηση ότι μια αποτελεσματική επανάσταση μπορεί να είναι μόνο οικολογική και το αντίστροφο». Βλ. επίσης Löwy (2005a, σ. 17). 10 Αυτό ούτε συνεπάγεται ότι γίνεται δεκτή η εμπειριοκρατικής-θετικιστικής καταβολής αδιαμεσολάβητη πρόσληψη δεδομένων ούτε ότι καταλήγουμε σε έναν ακραίο επιστημολογικό «σχετικισμό». Βλ. σχετικά Vandenberghe (2014, σσ. 3-7). Η διαμάχη γύρω από την κλιματική αλλαγή, τους αρνητές της και τους σκεπτικιστές, και, εσχάτως, τα fake news εκφεύγουν των ορίων του παρόντος άρθρου. Αξίζει να σημειωθεί, παρ’ όλα αυτά, η δήλωση του βοριοαμερικάνου κλιματολόγου της NASA, James Hansen, στην 21η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή στο Παρίσι το 2015: «a fraud really, a fake [...]. It’s just bullshit» (παρατίθεται στο Löwy, 2017b, χ.σ.). Για μια εισαγωγή, εκλαϊκευτική και όχι δίχως προβλήματα, σε αυτό που έχει ονομαστεί εδώ και μερικά χρόνια «Ανθρωπόκαινος εποχή», δηλαδή η θεώρηση που υποστηρίζει ότι ο «άνθρωπος» πρέπει πλέον να θεωρηθεί γεωλογική δύναμη βλ. Μανουσέλης (2017). Η έννοια της «ανθρωπόκαινου», όχι αδίκως, εξαναγκάζει τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές σπουδές να αναθεωρήσουν και να ανασκευάσουν τις θεωρίες τους. Στην άποψη η οικολογική καταστροφή είναι αποτέλεσμα του «ανθρώπινου είδους», πρέπει να αντιταχθεί η άποψη ότι «[ο] όρος «άνθρωπος» δεν σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι εξίσου υπεύθυνοι για αυτές τις δραστικές και ανησυχητικές αλλαγές – ερευνητές έχουν ξεκάθαρα δείξει ότι το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τη διαμόρφωση αυτών των γεγονότων το έχουν [...] οι χώρες του ΟΟΣΑ» (Löwy, 2017b, χ.σ.). Όπως επισημαίνει αλλoύ ο Λεβί (Löwy, 2008a, σ. 110): «οι άνθρωποι ζουν στη Γη εδώ και χιλιάδες χρόνια, αλλά η συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έχει γίνει επικίνδυνη μόνο τις τελευταίες 130 δεκαετίες».


Κώ σκΝίκος τιομαςιςλΧίΕΚαρφάκης αρλιεΒσυήτθλοεοφρυήί ος υ Ν ίΑ 11. Ο Λεβί (Löwy, 2017a, σ. 27) δίνει το ακόλουθο ενδιαφέρον παράδειγμα, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, εγείρει ερωτήματα για το τι νοείται ορθολογική παραγωγή: «[Έ]να αυτοδιαχειριζόμενο εργοστάσιο αποφασίζει να αδειάσει τα τοξικά απόβλητά του σε ένα ποτάμι. Ο πληθυσμός μια ολόκληρης περιοχής μπορεί να μολυνθεί: μπορεί λοιπόν, κατόπιν δημοκρατικής αντιπαράθεσης, να αποφασιστεί ότι η παραγωγή σε αυτή τη μονάδα πρέπει να σταματήσει μέχρις ότου βρεθεί μια ικανοποιητική λύση για τον έλεγχο των αποβλήτων. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, σε μια οικοσοσιαλιστική κοινωνία, οι εργάτες εργοστασίου θα έχουν αρκετή οικολογική συνείδηση για να αποφύγουν αποφάσεις που είναι επικίνδυνες για το περιβάλλον και την υγεία του τοπικού πληθυσμού. Όμως θεσπίζοντας μέτρα που εξασφαλίζουν ότι τα ευρύτερα κοινωνικά συμφέροντα έχουν τον πρώτο λόγο, όπως το άνωθι παράδειγμα καταδεικνύει, δεν σημαίνει ότι ζητήματα που αφορούν στην εσωτερική διεύθυνση δεν θα κατοχυρώνονται στο επίπεδο του εργοστασίου, του σχολείου, της γειτονιάς, του νοσοκομείου, ή της πόλης». Σε άλλο σημείο, συζητώντας πάλι το αν υπάρχει εγγύηση ότι σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία οι άνθρωποι θα παίρνουν ορθές οικολογικές αποφάσεις, ο Λεβί (Λεβί, 2008a, σ. 114) διατυπώνει την ακόλουθη σκέψη: «Φυσικά, θα γίνουν και λάθη σε αυτές τις συλλογικές αποφάσεις, αλλά ποιος άραγε πιστεύει ότι οι ειδικοί δεν διαπράττουν λάθη; [...] Σε κάθε περίπτωση, οι υπάρχουσες εναλλακτικές λύσεις –η τυφλή αγορά ή μια οικολογική δικτατορία “ειδικών”– είναι πιο επικίνδυνες από τη δημοκρατική διαδικασία, παρά τις όποιες αντιφάσεις της». 12. Παραμένω κάπως σκεπτικός όσον αφορά στη δυνατότητα να διαχωρίσουμε τις «αυθεντικές» από τις «τεχνητές» ανάγκες (Λέβι, 2008a, σσ. 116-118). Πρβ. Shuster and Macdonald (2017). 13. Αυτή η αντίληψη για το αναπόφευκτο της επανάστασης εμφανίζεται, για παράδειγμα, στην ακόλουθη διατύπωση, σε ένα κατά τα άλλα οξυδερκές κείμενο, από τον Ευτύχη Μπιτσάκη (Μπιτσάκης, χ.χ.: χ.σ.): «Η διαδικασία της κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης θα γεννήσει την άρνησή της, που θα έχει και αυτή τον χαρακτήρα της παγκοσμιότητας. Τα πρώτα σημάδια αυτής της άρνησης είναι ήδη ορατά». 14. Βλ. Λεβί (2008a, σ. 113).

131


Σκέψεις για το πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς: Οικοσοσιαλισμός: εισαγωγή στη σκέψη του Μικαέλ Λεβίθεωρία Το επαναστατικό κόμμα Μια ως επίδικο στην κομμουνιστική πολιτική

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ελληνόγλωσση Δουζίνας, Κ. (2017) «Εφτά θέσεις για την κοσμόπολη που έρχεται», Εφημερίδα των Συντακτών. Ανακτήθηκε:http://www.efsyn.gr/arthro/eftatheseis-gia-tin-kosmopoli-poy-erhetai Ένγκελς, Φ. και Χάρμαν, Κ. (2011) Ο Ρόλος της Εργασίας στον Εξανθρώπιση του Πιθήκου/Ο Ένγκελς και η Καταγωγή του Ανθρώπου. Αθήνα: Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο. Ανακτήθηκε:http://kiatipis. org/Books_Hosted_gr/Chris.Harman/Engels.and.the.origin.of.society.pdf Kovel, J. and Löwy, M. (2001) «Οικοσοσιαλιστικό Μανιφέστο». Ανακτήθηκε: http://www.ecosocialists.gr/2008/07/blog-post_30.html Λεβί, Μ. (2008a) «Κόκκινο και Πράσινο: Η οικοσιαλιστική οπτική», Transform, σσ. 110-118. Ανακτήθηκε: https://poulantzas.gr/wp-content/ uploads/2008/10/transform-2.pdf Λεβί, Μ. (2008b) «Οικοσοσιαλισμός: Η Σύνθεση Σοσιαλισμού και Οικολογίας». Ανακτήθηκε: http://socialist-ecology.blogspot. com/2008/12/michael-lowy_26.html Μανουσέλης, (2017) «Ανθρωπόκαινος εποχή: οι συνέπειες της ανθρώπινης αλαζονείας». Εφημερίδα των Συντακτών. Ανακτήθηκε: http:// www.efsyn.gr/arthro/anthropokainos-epohi-oi-synepeies-tis-anthropinisalazoneias Μπιτσάκης, Ε. (χ.χ.) «Η έννοια της προόδου: Η αστική και η μαρξιστική αντίληψη». Ανακτήθηκε: http://environ.survey.ntua.gr/files/keimena/ bitsakis.pdf Hardt, M. and Negri, A. (2002) Αυτοκρατορία. Scripta: Αθήνα.

132


Κώ σκΝίκος τιομαςιςλΧίΕΚαρφάκης αρλιεΒσυήτθλοεοφρυήί ος υ Ν ίΑ Ξενόγλωσση Foster, J. B. (2000) Marx’s Ecology: Materialism and Nature. New York: Monthly Review Press. Foster, J. B. and Clark (2018) ‘The Robbery of Nature: Capitalism and the Metabolic Rift’. Ανακτήθηκε: https://monthlyreview.org/2018/07/01/therobbery-of-nature/ Harvey, D. (2015) “‘Listen, Anarchist!”: A personal response to Simon Springer’s “Why a radical geography must be anarchist”’. Ανακτήθηκε: http://davidharvey.org/2015/06/listen-anarchist-by-david-harvey/ Löwy, M. (1997) ‘For a Critical Marxism’. Ανακτήθηκε: https://solidarity-us. org/atc/71/p832/ Löwy, M. (2005a) ‘What Is Ecosocialism?’, Capitalism, Nature, Socialism, 16(2): 15-24. Löwy, M. (2005b) Fire Alarm: Reading Walter Benjamin’s ‘On the Concept of History’. London and New York: Verso. Löwy, M. (2007) ‘Eco-Socialism and Democractic Planning’. Socialist Register, 43: 296-309. Ανακτήθηκε: https://socialistregister.com/index. php/srv/article/view/5869 Löwy, M. (2009) ‘My Resoc Interview’. Ανακτήθηκε: https://zcomm.org/ zblogs/my-resoc-interview-by-michael-lowy/ Löwy, M. (2014) ‘Ecosocialism: Putting the Brakes on Before Going Over the Cliff’, New Politics, 14. Ανακτήθηκε: http://newpol.org/content/ ecosocialism-putting-brakes-going-over-cliff Löwy, M. (2015) Ecosocialism: A Radical Alternative to Capitalist Catastrophe. Chicago: Haymarket Books. Löwy, M. (2016) ‘For an Ecosocialist Ethics’, Capitalism, Nature, Socialism, 27 (1): 21-26. Löwy, M. (2017a) ‘Marx, Engels, and Ecology’, Capitalism, Nature, Socialism, 28(2): 10-21.

133


Σκέψεις για το πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς: Οικοσοσιαλισμός: εισαγωγή στη σκέψη του Μικαέλ Λεβίθεωρία Το επαναστατικό κόμμα Μια ως επίδικο στην κομμουνιστική πολιτική

Löwy, M. (2017b) ‘Survival is the question’, Against the Current, 186. Ανακτήθηκε: https://solidarity-us.org/site01/atc/186/p4868/ Marx, K. (1970) Capital: Vol. I. New York: Vintage. O’ Connor, J. (1988) ‘Capitalism, Nature, Socialism: A Theoretical Introduction’, Capitalism, Nature, Socialism, 1(1): 11-38. Saito, K. (2014) ‘The Emergence of Marx’s Critique of Modern Agriculture: Ecological Insights from His Excerpt Notebooks’, Monthly Review, 66(5). Saito, K. (2016) ‘Marx’s Ecological Notebooks’. Monthly Review, 67(9). Ανακτήθηκε: https://monthlyreview.org/2016/02/01/marxs-ecologicalnotebooks/ Shuster, M. and Macdonald, I. (2017) ‘Theodor’s W. Adorno’s “Theses on Needs”: A Translation of Theodor W. Adorno’s “Thesen Über Bedürfnis”’, Adorno Studies, 1(1): 101-104. Ανακτήθηκε: http://adornostudies.org/ojs/ index.php/as/article/view/8 Vanderberghe, F. (2014) What’s Critical About Critical Realism?: Essays in Reconstructive Social Theory. London and New York: Routledge.

134


Κώ σκτιομαςιςλΧίΕαρλιεΒσυήτθλοεοφρυήί ος υ Ν ίΑ

135


Η «ΕΤΗΣΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ» ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΕ 200 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΤΟ 2019 ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ PRINT XPRESS. Η ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΩΣΗ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΟ «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ». ISSN 2421-7700