ΕΤΗΣΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
Ιστορίας, Κοινωνίας και Πολιτικής Γράφουν Γιάννος Κατσουρίδης Δημήτρης Τριμιθιώτης Σοφία Σταύρου Ευγενία Μεσαρίτου Άντης Ζήσιμος
Εκδοτική Επιμέλεια
Ινστιτούτο Ερευνών ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
2017
Επιμέλεια: Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας Σχεδιασμός: Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας Εκτύπωση: Print XPress Έκδοση Ινστιτούτου Ερευνών Προμηθέας ISSN 2421-7700
© Copyright Εκδόσεις Ινστιτούτου Ερευνών ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ 2017
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Γιάννος Κατσουρίδης,
(Επιστημονικός Διευθυντής Ινστιτούτου Ερευνών ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ και Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών Πανεπιστημίου Κύπρου)
Προς μια κοινωνία του 50-50;
Μοτίβα πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς στη σύγχρονη Κύπρο .........................7 Δημήτρης Τριμιθιώτης,
(Επισκέπτης Λέκτορας Κοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Κύπρου)
Μελετώντας την πολιτική επικοινωνία ..................................................................17 Σοφία Σταύρου,
(Ειδικός Επιστήμονας Κοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Κύπρου)
Η πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση στην πορεία εξέλιξης του κοινωνικού κράτους: μια ανασκόπηση της ευρωπαϊκής πολιτικής .................. 29 Ευγενία Μεσαρίτου,
(Ειδικός Επιστήμονας Κοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Κύπρου)
Χώροι θρησκευτικής λατρείας ως χώροι συνεύρεσης διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων: μια σύντομη παρουσίαση βασικών παραμέτρων της συζήτησης ............................ 43 Άντης Ζήσιμος,
(Διδάκτωρ Χημείας, Μέλος Επιστημονικού Συμβουλίου Ινστ. Ερευνών ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ)
Η τραγωδία των κοινών ή η κοινή τραγωδία ...................................................... 53
Σημ.: Το περιεχόμενο των κειμένων της παρούσας έκδοσης αποτελεί προσωπική άποψη έκαστου συγγραφέα και δεν δεσμεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το Ινστιτούτο.
Ετήσια Επιθεώρηση Ιστορίας, Κοινωνίας και Πολιτικής, Τεύχος 3, σσ. 7-16, 2017
Γιάννος Κατσουρίδης
Προς μια κοινωνία του 50-50;
Μοτίβα πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς στη σύγχρονη Κύπρο
Στις κοινωνικές επιστήμες είχε καθιερωθεί εδώ και δεκαετίες ο γνωστός όρος των κοινωνιών των δύο τρίτων που επιγραμματικά υποδηλώνει την περιθωριοποίηση στις σύγχρονες κοινωνίες του ενός τρίτου του πληθυσμού και την καταδίκη του σε πολλαπλές και πολλές φορές επικαλυπτόμενες οικονομικές και κοινωνικές (και κατ’ επέκταση πολιτικές) ανισότητες και στερήσεις. Κατ’ αναλογία θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι πολιτικές κοινωνίες των προηγμένων αναπτυξιακά -και άλλως πωςχωρών φαίνεται ότι τα τελευταία αρκετά χρόνια οδηγούνται σε κάτι αντίστοιχο σε σχέση με την πολιτική συμμετοχή των πολιτών τους, αλλά σε ακόμα χειρότερες αναλογίες. Η αριθμητική απεικόνιση αυτού του φαινομένου μπορεί να οριστεί ως «κοινωνίες του 50-50», όπου ο μισός σχεδόν πληθυσμός πλέον απέχει είτε συνειδητά, είτε ως αποτέλεσμα πολλαπλών περιθωριοποιήσεων και αποκλεισμών από την πολιτική διαδικασία και ειδικά την εκλογική συμμετοχή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το υπόλοιπο μισό να αποφασίζει για αυτούς που απέχουν. Ένα φαινόμενο με το οποίο φαίνεται να υπάρχει μια τάση αποδοχής, συμβιβασμού, ίσως και βολέματος. Οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις στην Κύπρο, περιλαμβανομένων των πρόσφατων δημοτικών εκλογών, τείνουν συνεχώς προς αυτή την κατεύθυνση. Ανεξαρτήτως των αιτίων, η κυπριακή κοινωνία βιώνει πλέον φαινόμενα τα οποία παρουσιάστηκαν ήδη σε πολλές χώρες της
7
Προς μια κοινωνία του 50-50; Μοτίβα πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς στη σύγχρονη Κύπρο
Ευρώπης στα προηγούμενα χρόνια και που εκκολάπτονταν βέβαια και στην Κύπρο. Αυτό που παραξενεύει, ενδεχομένως, είναι η ταχύτητα με την οποία εκδηλώνεται το φαινόμενο στην Κύπρο, μια χώρα με παραδοσιακά υψηλή κομματική ταύτιση και πολιτικοποίηση λόγω και του ανοικτού εθνικού θέματος (Katsourides 2015; Kanol 2013; Christophorou 2001). Ένα φαινόμενο που δεν είναι άσχετο με τις διαδικασίες βίαιου, πολλές φορές, εξευρωπαϊσμού της κυπριακής κοινωνίας, της χειρότερης κρίσης στην ιστορία του καπιταλισμού που βιώνουμε και στην Κύπρο και των πολλαπλών απογοητεύσεων του κυπριακού λαού από οράματα και παραδείσους που δεν υπήρξαν ποτέ (π.χ. ΕΕ), ή στόχων που δεν επιτεύχθηκαν (π.χ. επίλυση κυπριακού). Η ανάλυση στο πιο κάτω κείμενο σπάζει σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά ειδικά στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές καταγράφοντας κάποιες πρώτες παρατηρήσεις που δεν συνδέονται με συγκεκριμένα κόμματα. Το δεύτερο σκέλος επισημαίνει κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς και προσεγγίσεων που δεν εξαντλούνται στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές αλλά αφορούν και στις υπόλοιπες πολιτειακές εκλογές προσπαθώντας να τα εντάξει σε ευρύτερα πλαίσια ερμηνείας και ανάλυσης.
Οι δημοτικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2016
1. Οι συγκεκριμένες εκλογές είναι από αυτές που θα σβηστούν πολύ γρήγορα από τη μνήμη του κόσμου. Ήταν οι πλέον αδιάφορες εκλογές των τελευταίων πολλών χρόνων και αυτό παρά την σημασία που έχουν οι τοπικές εκλογές στην καθημερινότητα των πολιτών. Παράμετροι όπως το κυπριακό και το εορταστικό κλίμα των ημερών ενδεχομένως να έχουν κάποια επεξηγηματική ισχύ, αλλά μάλλον δεν ήταν τα καθοριστικά. Ο Κύπριος πολίτης σε μια εποχή αποστοίχισης και αύξησης της δυσπιστίας προς τους πολιτικούς θεσμούς και ειδικά τα πολιτικά κόμματα, η οποία επιτείνεται από την αφαίρεση σημαντικών εργαλείων κρατικής κυριαρχίας από την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και του νεοαποικισμού των μνημονίων δεν πείθεται για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει σε μια διαδικασία την οποία θεωρεί απρόσωπη και χωρίς νόημα (Γουλιάμος 2014).
8
Γι ά ν ν ο ς Κ α τ σ ο υ ρ ί δ η ς
2. Διαψεύστηκε η πρόγνωση που ήθελε τη συμμετοχή σε αυτές τις εκλογές να είναι υψηλότερη σε σχέση με τις βουλευτικές λόγω του μεγάλου αριθμού των υποψηφίων. Η υπόθεση εργασίας ήταν ότι δεδομένου του μικρού μεγέθους της χώρας μας, του ακόμα μικρότερου μεγέθους του εκλογικού σώματος στον κάθε δήμο ή κοινότητα, τα αρκετά εκλόγιμα αξιώματα (39 δήμαρχοι και 478 δημοτικοί σύμβουλοι, 385 κοινοτάρχες και μερικές εκατοντάδες κοινοτικοί σύμβουλοι και 217 σχολικοί έφοροι) και την ακόμη μεγαλύτερη προσφορά υποψηφιοτήτων ο κάθε ψηφοφόρος θα είχε κάποιον προσωπικό λόγο για να ψηφίσει κάποιον υποψήφιο (είτε λόγω συγγένειας, είτε λόγω φιλίας). Τελικώς αυτό δεν έγινε, ιδιαίτερα στις δημαρχούμενες περιοχές. Ένδειξη - μεταξύ άλλων παραγόντων- ότι οι πολλαπλές και αντιθετικές πιέσεις που δέχεται ο ψηφοφόρος από υποψήφιους με τους οποίους συσχετίζεται φιλικά/ συγγενικά δεν οδηγούν απαραίτητα στην κάλπη (Lipset 1963). 3. Οι γενικεύσεις και οι προεκτάσεις που δίνονται σε σχέση με τις δημοτικές εκλογές είναι επικίνδυνες και πολλές φορές άστοχες. Οι ιδιαιτερότητες και οι ιδιομορφίες των τοπικών εκλογών επιβάλλουν η βαρύτητα στην ερμηνεία και ανάλυση να δίνονται σε τοπικές παραμέτρους, αν και ορισμένοι παράγοντες του ευρύτερου πολιτικού πλαισίου σίγουρα μπορούν και πρέπει να προσμετρούνται. Χαρακτηριστικό της αδυναμίας γενικεύσεων είναι ότι περιοχές που είχαν περίπου κοινά σχήματα συμμαχιών (π.χ., Γέρι και Λεμεσός) έδωσαν αντιθετικά αποτελέσματα ως προς την εκλογή δημάρχου. 4. Το τέταρτο σημείο είναι ουσιαστικά μια προέκταση του προηγούμενου. Η συγκριτική πολιτική εδράζεται σε συγκρίσεις όμοιων φαινομένων και δράσεων (Hague and Harrop 2005). Η εξαγωγή συμπερασμάτων για τις δημοτικές για να έχει νόημα πρέπει αυτές να συγκρίνονται με τις προηγούμενες δημοτικές. Πέραν όλων των άλλων διαφορών αν μη τι άλλο λόγω της διπλής ψήφου που έχουν οι πρόσφυγες συμπολίτες μας στις δημοτικές όπου ψηφίζουν και στο δήμο διαμονής τους, αλλά και για τον κατεχόμενο δήμο τους (π.χ. στα Λατσιά στις βουλευτικές του 2016 οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι ήταν 6,350 και στις δημοτικές του 2016 ήταν 10,437). Αυτό που μπορεί κάποιος να συγκρίνει σε ανόμοιες εκλογικές αναμετρήσεις είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά (π.χ., κλίμα απομόνωσης συγκεκριμένων πολιτικών χώρων, διατάξεις και σχήματα συνεργασιών), όχι όμως τα αριθμητικά δεδομένα. Έχοντας αυτά υπόψη, ο ΔΗΣΥ για παράδειγμα, έχει απωλέσει αριθμό δημάρχων σε
9
Προς μια κοινωνία του 50-50; Μοτίβα πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς στη σύγχρονη Κύπρο
σχέση με το 2011 αλλά ενισχύθηκε σε αριθμό δημοτικών συμβούλων, ενώ το ΑΚΕΛ είναι σαφέστατα κερδισμένο στο θέμα των δημάρχων με την εικόνα να διαφοροποιείται στο θέμα της εκλογικής δύναμης και του αριθμού των δημοτικών συμβούλων. 5. Η ύπαρξη σημαντικού εκλογικού διακυβεύματος δεν οδηγεί απαραίτητα σε ψηλή συμμετοχή αν αυτό δεν συνδυάζεται με εξίσου σημαντικό πολιτικό διακύβευμα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Λεμεσός και η Αμμόχωστος όπου το αποτέλεσμα σε σχέση με τον δήμαρχο θεωρείτο αμφίρροπο, μια συνθήκη που προϊδέαζε για ψηλή συμμετοχή των ψηφοφόρων. Τελικά, όμως, και στις δύο περιπτώσεις είχαμε πολύ ψηλή αποχή: πέραν του 50% στο δήμο της Λεμεσού και 60% στο Δήμο Αμμοχώστου. Ενδεχομένως, αυτό να οφείλεται και να συνδέεται με την απουσία ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης και τον περιορισμό του διακυβεύματος στο καθαρά προσωπικό επίπεδο. 6. Ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων στην Κύπρο ως απόλυτοι/ αποκλειστικοί ρυθμιστές της πολιτικής ζωής μειώνεται ολοένα και περισσότερο. Πολλές φορές μάλιστα και εν είδει αυτο-υπονόμευσης. Πέραν των φαινομένων «αντάρτες» και «χαλαρή ψήφος» που παρατηρούνται σε πολύ πιο εκτεταμένη βάση πλέον και αγγίζουν όλους τους κομματικούς σχηματισμούς, ενδεικτικό ήταν και το γεγονός ότι κατά την προεκλογική εκστρατεία όλοι σχεδόν οι υποψήφιοι δήμαρχοι ενώ προέρχονταν από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους παρουσιάζονταν λίγο-πολύ ως ανεξάρτητοι, πολλές φορές με την παρότρυνση και υπόδειξη των ίδιων των κομμάτων τους. Αυτή η πρακτική στόχευε προφανώς στην προσέλκυση ψήφων πέραν του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου από τον οποίο προερχόταν ο κάθε δήμαρχος. Αυτό εν πολλοίς, όμως, συνιστούσε και μια αυτοπαραδοχή εκ μέρους των κομμάτων ότι ο κόσμος δεν εμπιστεύεται πλέον τα κόμματα. Αυτή η πρακτική αποταύτισης από τον κομματικό χώρο από τον οποίο κάποιος προέρχεται για προσέλκυση περισσότερων ψήφων λειτουργεί περαιτέρω απαξιωτικά για τον ίδιο τον θεσμό.
Δύο παράλληλοι κόσμοι; Οι δημοτικές εκλογές αποτελούν μέρος μιας αλυσίδας εκλογικών αναμετρήσεων και άλλων διεργασιών των τελευταίων ετών που φαίνεται να παρουσιάζουν ορισμένες κοινές τάσεις. Θα προσπαθήσω να εντοπίσω
10
Γι ά ν ν ο ς Κ α τ σ ο υ ρ ί δ η ς
κάποια γενικά σχήματα και μοτίβα πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς που απορρέουν από αυτές τις εκλογές, αλλά που βρίσκουν εφαρμογή και σε όλες τις άλλες πολιτειακές εκλογές της χώρας μας, αν και σε διαφορετικές διαβαθμίσεις, καθώς και ορισμένες προεκτάσεις αυτών των φαινομένων. Σημείωση πρώτη. Η αποχή ήρθε για να μείνει. Η αποχή αποτελεί πλέον δομικό χαρακτηριστικό της πολιτικής συμμετοχής στην χώρα μας κάτι που ξενίζει σε σχέση με το παρελθόν (Katsourides 2016; Christophorou 2012). Τα επίπεδα αποχής στην Κύπρο σταθεροποιούνται σε επικίνδυνα ψηλά επίπεδα, τα οποία στην πραγματικότητα είναι ακόμα υψηλότερα αν αναλογιστεί κάποιος πόσοι δικαιούχοι δεν έκαναν εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους, ιδιαίτερα νέοι σε ηλικία ψηφοφόροι. Βέβαια, θα πρέπει να γίνει και ένα σοβαρό και συστηματικό ξεκαθάρισμα των εκλογικών καταλόγων από όσους δεν βρίσκονται πλέον εν ζωή ώστε να μετριέται η αποχή με πραγματικούς όρους. Αν συνυπολογίσουμε αυτούς που απείχαν και αυτούς που δεν έκαναν εγγραφή στις συγκεκριμένες τοπικές εκλογές τότε περίπου οι μισοί απείχαν. Μεγάλο τμήμα αυτής της ομάδας των συμπολιτών μας φαίνεται να έχει ουσιαστικά εξέλθει της πολιτικής διαδικασίας συνολικά. Αν και ο χαρακτήρας της αποχής είναι τουλάχιστον διπλής ανάγνωσης, αφού κάποιοι απέχουν από αδιαφορία και άλλοι ως συνειδητή πολιτική επιλογή, το ύψος της αποχής δεν αλλάζει. Αυτό που αλλάζει είναι η συζήτηση για τον τρόπο επαναπολιτικοποίησης του κάθε τμήματος που συνιστά την αποχή. Η αποχή προφανώς εδράζεται σε ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα: μείωση του πεδίου εφαρμογής πολιτικών, μείωση της κρατικής κυριαρχίας, μείωση των εργαλείων πολιτικής που έχουν στη διάθεση τους τα κόμματα, αποξένωση των πολιτών από την πολιτική και τους πολιτικούς θεσμούς, απαξίωση των πολιτικών και κομματικών φορέων εκπροσώπησης, μείωση των κομματικών ταυτίσεων. Όλα αυτά τα φαινόμενα είναι εντονότερα ανάμεσα στη νεολαία, η οποία μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον αποπολιτικοποίησης και ομογενοποίησης των ιδεολογικών/πολιτικών ταυτοτήτων και πολιτικών πρακτικών. Η αποθέωση της ατομικότητας που καλλιεργείται από όλους σχεδόν τους κοινωνικούς και θεσμικούς μηχανισμούς δεν μπορεί παρά να βρει την έκφραση της στην αποστροφή από κάθε μορφής συλλογικότητα. Έχει πολλαπλώς και πολλάκις διαπιστωθεί –μέσα από έρευνες- ότι η
11
Προς μια κοινωνία του 50-50; Μοτίβα πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς στη σύγχρονη Κύπρο
κυπριακή κοινωνία παρουσιάζει συμπτώματα πλήρους ατομικισμού, κυνισμού και απαξίωσης των συλλογικοτήτων και ειδικά των πολιτικών θεσμών (Katsourides 2013). Μέσα στις σύγχρονες συνθήκες αναδύεται ένα νέο πλέγμα στάσεων, αντιλήψεων και πολιτικών συμπεριφορών. Το κυριότερο γνώρισμα αυτής της νέας εποχής είναι ο ακτιβισμός της πολυθρόνας -ή του Facebook και του twitter αν προτιμάτε- και η εξ’ ατομίκευση των πολιτικών διεκδικήσεων και των πολιτικών αιτημάτων. Η εποχή κατά την οποία τα αιτήματα τίθονταν κατά τρόπο συλλογικό και οργανωμένο φαίνεται να την διαδέχεται μια εποχή της οποίας το κυριότερο χαρακτηριστικό είναι η αποστροφή από μορφές συλλογικής δράσης και η ατομική επιθυμία για υπερκερασμό του συνόλου δια της πλαγίας, εντελώς προσωπικής ακόμα και μη νόμιμης οδού. Σημείωση δεύτερη. Υπήρξε μετατόπιση του κέντρου βάρους των προεκλογικών εκστρατειών. Από την έμφαση στο πολιτικό περιεχόμενο και τα πολιτικά προγράμματα η έμφαση μετατίθεται πλέον στους ηγέτες και στους υποψήφιους. Στην πολιτική επιστήμη αυτό το φαινόμενο ονομάστηκε «προεδροποίηση» των εκλογικών εκστρατειών (presidentialization), στην επικέντρωση δηλαδή στα καθαρά προσωπικά χαρακτηριστικά των υποψηφίων αντί στα πολιτικά διακυβεύματα (Poguntke and Webb 2007). Αυτό αντικατοπτρίζει τόσο μια μετατόπιση του ισοζυγίου δυνάμεων εντός των κομμάτων εις βάρος των συλλογικών θεσμών και διαδικασιών, όσο και μια αλλαγή στην φύση του προεκλογικού λόγου, με την εικόνα και το στυλ να απωθούν τις πολιτικές και την ουσία (Katz and Mair 2003; 2005). Η φύση της πολιτικής κινητοποίησης γίνεται, έτσι, καθαρά ατομική. Αυτό ήταν ιδιαίτερο έντονο στην κατακόρυφη αύξηση της προσωπικής προβολής υποψηφίων που σε πολλές περιπτώσεις έφτανε σε τραγελαφικά επίπεδα. Ιδιαίτερα στο διαδίκτυο, αλλά και με πολλές άλλες μορφές και τρόπους (κάρτες, πανό, κτλ.) πολλοί υποψήφιοι επέλεξαν να βομβαρδίσουν το εκλογικό σώμα με τα συνθήματα της προσωπικής τους υποψηφιότητας. Αυτό επέτεινε, ενδεχομένως, την περαιτέρω αποστασιοποίηση μερίδας του εκλογικού σώματος. Η δυσαναλογία αξιώματος και δυνατοτήτων που αυτό παρέχει όπως αυτό εκλαμβάνεται από τους ψηφοφόρους από τη μια (συνήθως περιορισμένης εμβέλειας) και της (μεγάλης) προβολής που αρκετοί υποψήφιοι έκαναν από την άλλη, αποτέλεσε πηγή δυσανασχέτησης σε μερίδα τουλάχιστον της κοινωνίας. Αυτή η δυσανασχέτηση καταγράφηκε, κυρίως, στη διαδικτυακή δημόσια σφαίρα από πολλούς πολίτες, αλλά και σε πολλές κατ’ ιδίαν συζητήσεις.
12
Γι ά ν ν ο ς Κ α τ σ ο υ ρ ί δ η ς
Σημείωση τρίτη. Οι εκλογές στην Κύπρο υιοθετούν ολοένα και περισσότερο χαρακτηριστικά αμερικανικού τύπου. Η «αμερικανοποίηση» των προεκλογικών εκστρατειών είναι μια αναφορά που υποδηλώνει την αντιγραφή των μεθόδων προβολής και οργάνωσης που χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ και που σταδιακά υιοθετούνται και στην Ευρώπη (Mair 2005). Οι χώρες της Δυτικής, κυρίως, Ευρώπης έχουν (ή είχαν) καλά αναπτυγμένα κόμματα με μεγάλη συνοχή, που βασίζονται σε ισχυρές ιδεολογικές διαιρέσεις και οργανωτική γραφειοκρατία. Αντίθετα, το αμερικάνικο κομματικό μοντέλο είναι πολύ πιο ρευστό: οι ιδεολογικές διαφορές των δύο μεγάλων κομμάτων δεν είναι τόσο διακριτές, δεν υπάρχει ιδιαίτερη οργανωτική δομή. Αυτές οι διαφορές καταδεικνύουν και την διαφορά στα στυλ εκστρατειών που χρησιμοποιούνται, με το αμερικάνικο μοντέλο να δίνει έμφαση στους υποψήφιους, την εμφάνιση και το περιτύλιγμα παρά στην ουσία (Karvonen 2010). Σημείωση τέταρτη. Τα σχήματα συμμαχιών μεταξύ των κομμάτων έχουν γίνει πολύ πιο ρευστά και πολύπλοκα. Οι κεντρικά καθορισμένες συμμαχίες δεν φαίνεται να λειτουργούν στην σύγχρονη εποχή με αποτέλεσμα αυτές να καθορίζονται σε επαρχιακό, ή τοπικό επίπεδο. Τα κριτήρια σύμπηξης αυτών των συνεργασιών δεν είναι ομοιογενή και αυτό επιτρέπει συμμαχίες πολλών ειδών και μορφών. Αυτό με τη σειρά του έχει επιπλέον προεκτάσεις και στους σχεδιασμούς για τις προεδρικές εκλογές αφού δεν μπορούν πλέον οι δημοτικές και οι βουλευτικές να χρησιμοποιούνται με ασφάλεια ως πρόκριμα για τις εκάστοτε επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Το πολιτικό σκηνικό καθίσταται συναφώς ακόμα πιο ρευστό και απρόβλεπτο.
Μια υποσημείωση για τις δημοτικές εκλογές: Η επικείμενη μεταρρύθμιση μπορεί να συνδράμει περαιτέρω την αποχή Η πολυσυζητημένη και αναγκαία μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης μπορεί να επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα στη συμμετοχή των πολιτών. Τα αποτελέσματα των πρόσφατων δημοτικών εκλογών κατέδειξαν ότι η αποχή ήταν σημαντικά ψηλότερη στις δημαρχούμενες περιοχές σε σχέση με τις περιοχές όπου εκλέγονται κοινοτικά συμβούλια. Στις μικρότερες κοινότητες η κοινωνική επαφή μεταξύ των ανθρώπων είναι ισχυρότερη και προφανώς επιδρά θετικά στην εκλογική συμμετοχή. Αντίθετα, όσο μεγαλώνει το εκλογικό σώμα τόσο πιο απρόσωπη γίνεται η διαδικασία και ευκολότερη η ανωνυμία των ψηφοφόρων, οι οποίοι αποξενώνονται
13
Προς μια κοινωνία του 50-50; Μοτίβα πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς στη σύγχρονη Κύπρο
σταδιακά από τις πολιτικές και κοινωνικές συλλογικότητες. Αν η επικείμενη μεταρρύθμιση μειώσει τον αριθμό των δήμων (όπως και φαίνεται) αυτό πιθανότατα θα συνοδευτεί με μεγαλύτερη αποχή, αφού τα εκλογικά σώματα τον νέων δήμων θα είναι σημαντικά μεγαλύτερα. Επιπτώσεις στη δημοκρατία Όλα τα ανωτέρω έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ίδια την δημοκρατία. Οι αλλαγές που συντελούνται στο πεδίο της εννοιολόγησης, το περιεχόμενο και την έκφραση της δημοκρατίας προφανώς δεν είναι σημερινές. Είναι φαινόμενο που μπορεί να εντοπιστεί σε βάθος χρόνου και το οποίο επιταχύνθηκε το 1990 με το τέλος του ψυχρού πολέμου. Η συγκυρία αυτή ήταν κρίσιμη στην αλλαγή της νοηματοδότησης της δημοκρατίας. Πολλοί θεωρητικοί και σχολιαστές άρχισαν σταδιακά να υποβαθμίζουν τη σημαντικότητα της λαϊκής ψήφου/εντολής ως προσδιοριστικό στοιχείο της δημοκρατίας και άρχισαν να την συνδέουν με τις έννοιες ενός δήθεν αφηρημένου αλλά ξεκάθαρα ταξικά προσανατολισμένου ορθολογισμού και μιας τεχνοκρατικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων (Mair 2005). Η λογική του (εξωφρενικού) πατερναλιστικού αυτού επιχειρήματος είναι απλή: εμείς ξέρουμε πολύ καλύτερα από εσάς ποιο είναι το συμφέρον σας! Αυτό το φαινόμενο βρίσκει την αποθέωση του στο εμφανισιακά τεχνοκρατικό, αλλά ουσιαστικά καθόλου πολιτικά και ιδεολογικά ουδέτερο κατασκεύασμα της ΕΕ. Η ΕΕ προετοιμάζει και υλοποιεί μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν ολοένα και περισσότερο στην υποβάθμιση του λαϊκού πυλώνα της δημοκρατίας. Αναπτύσσεται, έτσι, μια έννοια δημοκρατίας η οποία απογυμνώνεται σταθερά από το λαϊκό της στοιχείο. Δημοκρατία, δηλαδή, χωρίς τον δήμο. Αυτό το φαινόμενο έχει περαιτέρω προεκτάσεις. Οι πολιτικές διαδικασίες και αποφάσεις εκφεύγουν πλέον του ελέγχου των πολιτών. Οι καθημερινοί πολίτες, ο λαός, δεν βλέπουν καμία σημασία στην πολιτική τους συμμετοχή κάτι που οδηγεί στην απονομιμοποίηση των ίδιων των πολιτικών θεσμών και φορέων. Σε σημαντικό βαθμό, αυτό οφείλεται στην αποτυχία των βασικών φορέων πολιτικής εκπροσώπησης, των πολιτικών κομμάτων. Η αποτυχία αυτή σύμφωνα με τον Mair (2013), σημαντικό θεωρητικό των πολιτικών κομμάτων, έχει δύο πτυχές: την απόσυρση των πολιτών από την συμβατική πολιτική διαδικασία αφού τα κόμματα αποτυγχάνουν να τους εμπλέξουν και την ταυτόχρονη απόσυρση των πολιτικών ελίτ στους κρατικούς/κυβερνητικούς θεσμούς.
14
Γι ά ν ν ο ς Κ α τ σ ο υ ρ ί δ η ς
Αυτό με τη σειρά του σηματοδοτεί την μετακίνηση των κομμάτων από την κοινωνία προς το κράτος με συνέπεια την μείωση των δεσμών τους με τις κοινωνικές ομάδες και τάξεις και την αύξηση της εξάρτησης τους από το κράτος. Η αβεβαιότητα της «εκλογικής αγοράς» οδηγεί τις πολιτικές ελίτ στο «λιμάνι» των κυβερνητικών θεσμών. Δημιουργούνται, ουσιαστικά, δύο κόσμοι με διαρκώς αυξανόμενη μεταξύ τους απόσταση: αυτός των πολιτών και αυτός των πολιτικών/κομματικών ηγεσιών.
Ο κίνδυνος του λαϊκισμού και του τεχνοκρατισμού Η αμοιβαία απόσυρση όπως αναλύθηκε πιο πάνω δημιουργεί εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη παρασιτικών φαινομένων, όπως ο λαϊκισμός και ο κακώς νοούμενος τεχνοκρατισμός. Ο λαϊκισμός εδώ βέβαια δεν εννοείται ως το ταπέλλωμα της οποιασδήποτε εργατικής ή κοινωνικής διεκδίκησης ως τέτοιο, όπως κάνει η κυρίαρχη πολιτική επιστήμη και πολλοί πολιτικοί αναλυτές, δημοσιογράφοι και πολιτικοί. Το κενό που δημιουργείται μεταξύ λαού και πολιτικών φορέων εκπροσώπησης προκαλεί αρκετές φορές λαϊκιστική κινητοποίηση, κυρίως, από την ακροδεξιά. Από την άλλη, η αυξανόμενη απόσταση πολιτών και κομμάτων έδωσαν ώθηση στις απαιτήσεις για διαδικασίες αποφάσεων και ανάθεση ρόλων σε φορείς χωρίς καμιά άμεση λαϊκή νομιμοποίηση: δικαστές, ρυθμιστικά σώματα, κεντρικές τράπεζες, διεθνείς οργανισμούς, ΕΕ, κτλ. Η συζήτηση, έτσι, καταλήγει να είναι περισσότερο μια προσπάθεια επανακαθορισμού του περιεχομένου της δημοκρατίας με τρόπο ώστε να ανταποκριθεί/συμβιβαστεί με την απόσυρση των πολιτών. Να αποσυνδεθεί από το λαϊκό της στοιχείο. Η διάκριση μεταξύ δήμου και κράτους μεγαλώνει συνεχώς. Πολλοί θεωρούν και καλλιεργούν μάλιστα μια έννοια δημοκρατίας ως αποτέλεσμα της ακόλουθης εξίσωσης: Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις + δικαστές = δημοκρατία. Ένα κράμα επικίνδυνο…
15
Προς μια κοινωνία του 50-50; Μοτίβα πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς στη σύγχρονη Κύπρο
Βιβλιογραφία Γουλιάμος, Κ. (2014), Το Τερατώδες Είδωλο της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη: Σύγχρονοι Ορίζοντες. Christophorou, C. (2012), ‘Disengaging citizens: Parliamentary elections in the Republic of Cyprus, 22 May 2011’, South European Society and Politics, 17: 2, pp. 295–307. Christophorou, C. (2001), ‘Consolidation and continuity through change: Parliamentary elections in Cyprus May 2001’, South European Society and Politics, 6: 2, pp. 97–118. Hague, R. and Harrop, M. (2005), Συγκριτική Πολιτική και Διακυβέρνηση, Αθήνα: Κριτική. Kanol, D. (2013), ‘To vote or not to vote: Declining turnout in the Republic of Cyprus’, The Cyprus Review, 25: 2, pp. 59–72. Karvonen, L. (2010), The Personalization of Politics, ECPR Press. Katsourides, Y. (2015), ‘The Cypriot European elections, May 2014: Dealignment in process?’ Journal of Modern Greek Studies, 33: 2, pp. 317–343. Katz, R., and Mair, P. (1995). ‘Changing Models of Party Organization: the Emergence of the Cartel Party’, Party Politics, 1:1, pp. 5–28 Katz, R., and Mair, P., (1993). ‘The Evolution of Party Organizations in Europe: the Three Faces of Party Organization’, Special issue of the American Review of Politics, 14, pp. 593–617. Mair, P. (2013), Ruling the Void: The Hollowing of Western Democracy, London: Verso. Mair, P. (2005), ‘Democracy beyond Parties’, Centre for the Study of Democracy, Paper 05’06, University of California Irvine. Poguntke, T. and Webb, P. (2007), The Presidentialization of Politics. A Comparative Study of Modern Democracies, Oxford: Oxford University Press.
16
Ετήσια Επιθεώρηση Ιστορίας, Κοινωνίας και Πολιτικής, Τεύχος 3, σσ. 17-28, 2017
Δημήτρης Τριμιθιώτης
Μελετώντας την Πολιτική Επικοινωνία
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Μέσα από αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να συζητήσω το ερευνητικό πεδίο της Πολιτικής Επικοινωνίας. Πρόκειται για ένα πεδίο ερευνών μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται ερευνήτριες και ερευνητές από διάφορες επιστήμες και σχολές: Σπουδές Επικοινωνίας, Πολιτικές Επιστήμες, Πολιτική Κοινωνιολογία, Κοινωνική Ψυχολογία, Δημοσιογραφία κ.α.. Παρά ταύτα, λίγο ή πολύ, όλοι συμφωνούν ως προς τον διεπιστημονικό χαρακτήρα του κλάδου (Δεμερτζής, 2002). Θα παρουσιάσω λοιπόν μια προσέγγιση η οποία, ακριβώς, δεν περιορίζει τις προοπτικές έρευνας, αλλά αντίθετα ενθαρρύνει τον διεπιστημονικό χαρακτήρα της Πολιτικής Επικοινωνίας ως ερευνητικό πεδίο. Στην προσπάθεια αυτή θα αναδείξω τόσο θεωρητικές έννοιες όσο και οντολογικές επισημάνσεις που αφορούν στην μελέτη της πολιτικής επικοινωνίας. Στο πρώτο μέρος του άρθρου επιχειρείται ο ορισμός της «Πολιτικής Επικοινωνίας» ως πρωτογενής κοινωνική διαδικασία. Στη συνέχεια αναδεικνύεται η συμβολική διάσταση της διαδικασίας αυτής, από την οποία απορρέει η μεθοδολογική προσέγγιση για την ανάλυσή της, καθώς και μεθοδολογικά εργαλεία για την υλοποίηση μια τέτοιας ανάλυσης. Στο τρίτο και τέταρτο μέρος, μέσα από τη συζήτηση θεωρητικών εννοιών, προτείνεται μια οντολογία που αφορά στα πεδία και στους δρώντες της πολιτικής επικοινωνίας. Τέλος γίνονται επισημάνσεις σχετικά με την ερευνητική και διεπιστημονική γονιμότητα της προτεινόμενης προσέγγισης για την ανάλυση της πολιτικής επικοινωνίας.
17
Μελετώντας την Πολιτική Επικοινωνία
ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ Η Πολιτική Επικοινωνία είναι μία σύνθετη έννοια αφού αποτελείται από τις έννοιες της Πολιτικής και της Επικοινωνίας. Κατ’ επέκταση, η οποιαδήποτε απόπειρα ορισμού της πολιτικής επικοινωνίας δεν μπορεί παρά να πραγματεύεται τις δύο συνιστώσες έννοιες. Θα προτείνουμε ένα μάλλον γενικό ορισμό της «Πολιτικής Επικοινωνίας» ο οποίος δεν την περιορίζει ως έννοια, αλλά αντίθετα επιτρέπει την ένταξη πιο συγκεκριμένων παραμέτρων ανάλογα με τη θεωρητική οπτική γωνία μέσα από την οποία την προσεγγίζουμε ή με τα ιδιαίτερα δεδομένα που προκύπτουν μέσα από την εμπειρική έρευνα. Ο Albert Ogien (2007), αντιλαμβάνεται την Πολιτική ως «πρωτογενή κοινωνική διαδικασία», ως διαδικασία δηλαδή που παράγει κοινωνία. Είναι η διαδικασία μέσα από την οποία συζητείται και καθορίζεται ο τρόπος οργάνωσης της συμβίωσης μιας ομάδας ατόμων σε ένα κοινό χώρο – χρόνο. Από αυτό τον ορισμό προκύπτουν δύο διαστάσεις της πολιτικής: η γνωστική-επικοινωνιακή και η πραξεολογική. Η διαδικασία αυτή δηλαδή, παράγει γνώσεις οι οποίες πλαισιώνουν τις πολιτικές πράξεις. Η γνωστική-επικοινωνιακή διάσταση παραπέμπει στη συζήτηση και στην ανταλλαγή διαφορετικών απόψεων μεταξύ μελών ενός συνόλου σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, με σκοπό την οργάνωση του κοινού βίου. Με άλλα λόγια, όπως το επισημαίνουν οι Denton και Woodward (1990), αυτό που κάνει την επικοινωνία «πολιτική» δεν είναι τόσο η πηγή του μηνύματος, αλλά το περιεχόμενο και ο σκοπός του. Η Πραξεολογική διάσταση από την άλλη παραπέμπει στην υλοποίηση των αποφάσεων. Δηλαδή τις πράξεις αυτές που στοχεύουν στην υλοποίηση των αποφάσεων που αφορούν στον τρόπο οργάνωσης μιας κοινωνίας. Οι δύο αυτές διαστάσεις της Πολιτικής είναι αλληλένδετες. Η υλοποίηση (ή μη) των πολιτικών πράξεων συνοδεύεται από μια σχετική επιχειρηματολογία η οποία αποσκοπεί να τεκμηριώσει κατά πόσο είναι ωφέλιμο ή επιζήμιο για το δημόσιο συμφέρων να υλοποιηθεί μια συγκεκριμένη πολιτική πράξη. Άρα, η πολιτική επικοινωνία ως επιστημονικό πεδίο, αφενός, εστιάζει στη μελέτη της γνωστικής διάστασης της πολιτικής, η κατανόηση της οποίας, αφετέρου, δεν μπορεί να αγνοεί στοιχεία από την πραξεολογική διάσταση.
18
Δ η μ ή τρ η ς Τ ρ ι μ ι θ ι ώ τ η ς
ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Στον πιο πάνω ορισμό της πολιτικής επικοινωνίας, υποβόσκει η θέση ότι η πολιτική επικοινωνία είναι η διαδικασία μέσα από την οποία εξωτερικεύονται και πραγματώνονται οι πολιτικές ιδέες ως σύγχρονοι πολιτικοί μύθοι (Barthes, 1957). Η πολιτική επικοινωνία εμπερικλείει δηλαδή και μια συμβολική διάσταση. Για τον Barthes, «ο μύθος» είναι πρωτίστως πολιτικός λόγος ο οποίος στοχεύει στην παρουσίαση συγκεκριμένων αναπαραστάσεων της πραγματικότητας ως φυσικά φαινόμενα. Κατά συνέπεια ο ρόλος του ερευνητή είναι να από-μυθοποιήσει τους πολιτικούς μύθους μέσα από την από-φυσικοποίηση των αναπαραστάσεων της πραγματικότητας που εμπεριέχουν και να τις αναδείξει ως αποτέλεσμα κοινωνικής κατασκευής. Η διαδικασία της πολιτικής επικοινωνίας όπως και κάθε άλλη συμβολική διαδικασία αφήνει «ίχνη» (κείμενα, ήχους, εικόνες, κ.α.). Πρόκειται για ίχνη των οποίων μπορούμε να αναλύσουμε το συμβολικό τους νόημα και περιεχόμενο (Molino, 1991). Με άλλα λόγια, τα ίχνη της πολιτικής επικοινωνίας παρουσιάζονται ως πιθανό σημείο αφετηρίας για την ανάλυση της διαδικασίας της Πολιτικής Επικοινωνίας – της διαδικασίας παραγωγής και πρόσληψης αυτών των συμβολικών προϊόντων (προεκλογικά προγράμματα, πολιτικές διακηρύξεις, πολιτικά ρεπορτάζ, πολιτικές εκπομπές κτλ.). Άρα μελετώντας τα ίχνη της πολιτικής επικοινωνίας η κατανόηση του νοήματος των συμβολικών αυτών πραγματικοτήτων δεν είναι αυτοσκοπός. Αλλά αποτελεί την αφετηρία για την μελέτη των σχέσεων μεταξύ δρώντων, ανθρώπινων και μη, που οδήγησαν και επηρέασαν την παραγωγή αλλά και την πρόσληψη των πολιτικών μηνυμάτων. Για την υλοποίηση μιας τέτοιας μελέτης ο ερευνητής/ερευνήτρια έχει στη διάθεσή του μια σειρά από εργαλεία συλλογής και ανάλυσης δεδομένων όπως: - ανάλυση λόγου και ανάλυση περιεχομένου για την κατανόηση των μηνυμάτων της πολιτικής επικοινωνίας, - επιτόπια παρατήρηση, συνεντεύξεις, ερωτηματολόγια για την ανάλυση των πρακτικών και αντιλήψεων στη διαδικασία παραγωγής και πρόσληψης των πολιτικών μηνυμάτων.
19
ΠΕΔΙΑ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Πέρα από τον ορισμό της έννοιας της Πολιτικής Επικοινωνίας και τις θεωρητικές επισημάνσεις για την συμβολική διάσταση της πολιτικής επικοινωνίας, είναι επίσης σημαντικό να διασαφηνίσουμε το πεδίο ή καλύτερα τα πεδία μέσα στα οποία διεξάγεται η Πολιτική Επικοινωνία. Στην ενότητα αυτή επιχειρείται η σύνδεση της διαδικασίας της πολιτικής επικοινωνίας (έτσι όπως έχει οριστεί πιο πάνω) με δύο θεωρητικές έννοιες οι οποίες πιστεύω υποβοηθούν την εμπειρική μελέτη της πολιτικής επικοινωνίας. Πρόκειται για τις έννοιες των πεδίων [champs] (Bourdieu, 2006) και των σχηματισμών [configurations](Elias, 1991).
Τα Πεδία Ο Pierre Bourdieu αντιλαμβάνεται τα πεδία κατά κάποιο τρόπο ως δομημένους χώρους κοινωνικής δραστηριότητας. Στις σύγχρονες και σύνθετες καπιταλιστικές κοινωνίες, συνυπάρχουν στο χώρο-χρόνο διαφορετικά πεδία (οικονομικό, πολιτικό, καλλιτεχνικό, θρησκευτικό, κ.α.). Το κάθε πεδίο χαρακτηρίζεται από μια σχετική αυτονομία από τα άλλα πεδία, λόγο των ιδιαίτερων αξιών και αρχών βάσει των οποίων ρυθμίζεται η λειτουργία του και οι δραστηριότητες των δρώντων μέσα σε αυτά - οι “κανόνες του παιχνιδιού” (Bourdieu, 2006). Η έννοια των πεδίων αν και φαίνεται ιδιαίτερα ελκυστική ως θεωρητικό πλαίσιο για την μελέτη της Πολιτικής Επικοινωνίας παρουσιάζει ένα σημαντικό πρόβλημα: υπάρχει άραγε ένα και μόνο συγκεκριμένο πεδίο όπου λαμβάνει χώρα η διαδικασία της Πολιτικής Επικοινωνίας; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διαδικασία της πολιτικής επικοινωνίας εμπλέκει τουλάχιστο δύο βασικά πεδία: το πεδίο της πολιτικής και το πεδίο της δημοσιογραφίας. Δύο πεδία που όπως ο ίδιος ο Bourdieu αναγνωρίζει παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλα πεδία. Διότι, όπως επισημαίνει ο κόσμος της δημοσιογραφίας και της πολιτικής είναι μεν μικρόκοσμοι, οι οποίοι λειτουργούν με βάση δικούς τους κανόνες και αξίες, ταυτόχρονα όμως επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό τόσο από το ευρύτερο μακρο-κοινωνικό πλαίσιο που τους περιλαμβάνει, όσο και από τα άλλα πεδία με τα οποία συνυπάρχουν και αλληλοεπιδρούν, λόγω του ότι απευθύνονται αναπόφευκτα σε ένα ευρύτερο κοινό εκτός του πεδίου
20
Δ η μ ή τρ η ς Τ ρ ι μ ι θ ι ώ τ η ς
(Bourdieu, 2004). Κατά συνέπεια, η αυτονομία των συγκεκριμένων πεδίων δεν μπορεί να θεωρείται παρά σχετική. Για να κατανοηθεί ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν, θα πρέπει να εντοπίζονται τόσο οι ιδιαίτεροι κανόνες και αξίες που τα διέπουν, αλλά συγχρόνως θα πρέπει να ερευνώνται και οι εξωτερικοί παράγοντες που ενδεχομένως να τα επηρεάζουν.
Οι Σχηματισμοί Η αδυναμία που παρουσιάζει η έννοια των πεδίων για την μελέτη της πολιτικής επικοινωνίας μπορεί να ξεπεραστεί εάν την συνδυάσουμε με αυτή των σχηματισμών του Norbert Elias. Για τον Elias τα άτομα εξαρτώνται μεταξύ τους και διαμορφώνουν μεταβαλλόμενες διατάξεις που ο Elias τις ονομάζει σχηματισμούς. Οι σχηματισμοί παραπέμπουν σε κοινωνικά δίκτυα με αυξομειούμενο μέγεθος, στο πλαίσιο των οποίων τα άτομα συνδέονται μεταξύ τους με έναν ειδικό τρόπο αμοιβαίας εξάρτησης (Elias, 1991). Η κατανόηση ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού προϋποθέτει τον εντοπισμό και την ανάλυση της δυναμικής των εντάσεων και την εξέλιξη των δικτύων αλληλεξάρτησης – αλληλεξάρτησης τόσο μεταξύ ανθρώπινων δρώντων όσο και ανάμεσα σε ανθρώπινους και μη ανθρώπινους δρώντες (αξίες, κανόνες, τεχνολογία κ.α.). Κατά συνέπεια η θεωρητική έννοια του σχηματισμού μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εμπειρική μελέτη των σχέσεων μεταξύ πεδίων, αφού επιτρέπει τη μελέτη δικτύων τα οποία αποτελούνται από άτομα και αξίες προερχόμενα κατά βάση από διαφορετικά πεδία.
ΟΙ ΔΡΩΝΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Επιχειρώντας να ορίσουμε την πολιτική επικοινωνία στην πρώτη ενότητα αυτού του άρθρου, επισημάναμε ότι αυτό που καθιστά μια επικοινωνιακή διαδικασία ως «πολιτική», δεν είναι η πηγή του μηνύματος αλλά το νόημα του μηνύματος και ο σκοπός του (Denton & Woodward 1990). Η Πολιτική Επικοινωνία δηλαδή εξυπηρετεί ένα σκοπό: την αλληλεπίδραση μεταξύ δρώντων ως προς τις αντιλήψεις τους σχετικά με την οργάνωση της δημόσιας ζωής. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να εντοπίσουμε
21
Μελετώντας την Πολιτική Επικοινωνία (έστω) τους βασικούς δρώντες που εμπλέκονται στη διαδικασία αυτή στις σύγχρονες κοινωνίες, χωρίς αυτό βέβαια να αποκλείει την ύπαρξη και δραστηριοποίηση άλλων δρώντων. Ο Brian McNair (2008) εντοπίζει τρείς βασικούς αλληλοεπηρεαζόμενους δρώντες σε αυτή την επικοινωνιακή διαδικασία: τις θεσμοθετημένες πολιτικές οργανώσεις, τα μέσα ενημέρωσης και τους πολίτες.
Θεσμοθετημένες Πολιτικές Οργανώσεις Οι πολιτικές οργανώσεις παραπέμπουν σε άτομα και ομάδες ατόμων τα οποία συμμετέχουν στις θεσμοθετημένες διαδικασίες λήψης αποφάσεων ή που έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τις θεσμοθετημένες αυτές διαδικασίες. Οι βασικότερες πολιτικές οργανώσεις στις σύγχρονες κοινωνίες δεν είναι άλλες από τα Πολιτικά Κόμματα. Η ισχύς της επιρροής των πολιτικών κομμάτων, καθώς και ο ρόλος τους στην πολιτική διαδικασία στις σύγχρονες Δημοκρατίες είναι άμεσα συνδεδεμένος με την εκλογική τους δύναμη. Πέραν από τα κόμματα υπάρχουν και μη κομματικές πολιτικές οργανώσεις. Υπάρχουν δύο σημαντικές κατηγορίες: αυτές που είναι είτε άμεσα, είτε έμμεσα συνδεδεμένες με τα κόμματα και αυτές που δεν συνδέονται με τα πολιτικά κόμματα. Στην πρώτη κατηγορία μπορούμε να κατατάξουμε για παράδειγμα τα Εργατικά Συνδικάτα, τις Νεολαιίστικες Οργανώσεις κ.α.. Στη δεύτερη κατηγορία μπορούμε να εντάξουμε διάφορες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και κοινωνικά κινήματα που ως επί το πλείστον εκπροσωπούν τα συμφέροντα και διασφαλίζουν τα δικαιώματα συγκεκριμένων ομάδων ή κατηγοριών του πληθυσμού μιας κοινωνίας. Όπως υποστηρίζει ο McNair (2008), σε τέτοιου είδους οργανώσεις τα μέλη συνεργάζονται όχι απλώς για να αλληλοβοηθηθούν στην εξεύρεση λύσης στα κοινά τους προβλήματα, αλλά και για να αλλάξουν κάποιες πολιτικές ή νομοθεσίες ή ακόμα για να αναδείξουν κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα. Η ισχύς αυτών των οργανώσεων και κινημάτων ποικίλει και καθορίζεται κατά κύριο λόγο από το βαθμό στον οποίο μπορούν να διεισδύσουν και να επηρεάσουν τα πολιτικά κόμματα, από τον όγκο των μελών τους ή των ατόμων που μπορούν να κινητοποιήσουν, καθώς και από την οικονομική ευρωστία και τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να δημοσιεύσουν και να διαδώσουν τις θέσεις τους.
22
Δ η μ ή τρ η ς Τ ρ ι μ ι θ ι ώ τ η ς Πολίτες H κατηγορία των Πολιτών συχνά παρουσιάζεται ως ο σημαντικότερος δέκτης της πολιτικών μηνυμάτων. Στις δημοκρατικές κοινωνίες η συγκατάθεση της λιγότερο ή μεγαλύτερης πλειοψηφίας των πολιτών είναι απαραίτητη για την υλοποίηση των πλείστων πολιτικών αποφάσεων. Επιδιώκεται, δηλαδή, μέσα από την πολιτική επικοινωνία ο επηρεασμός των αντιλήψεων των πολιτών για συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα. Όμως οι Πολίτες δεν πρέπει να κατανοούνται απλά και μόνο ως παθητικοί δέκτες των πολιτικών μηνυμάτων. Μέσα στη διαδικασία της πολιτικής επικοινωνίας μπορούν σε κάποιες περιπτώσεις να παρουσιαστούν και ως πομποί των πολιτικών μηνυμάτων. Για παράδειγμα αυτό μπορεί να γίνει μέσω των ερευνών κοινής γνώμης ή εκλογικών δημοσκοπήσεων. Η δημοσίευση των δεδομένων αυτών δρα ως έμμεσο κανάλι επικοινωνίας μεταξύ Πολιτών και Πολιτικών οργανώσεων που μάλιστα μπορεί να επιδράσει πάνω στις πολιτικές θέσεις των θεσμοθετημένων πολιτικών οργανώσεων (Trimithiotis, 2016). Ένα τεράστιο κεφάλαιο στην πολιτική επικοινωνία είναι και αυτό της πρόσληψης των μηνυμάτων και κατά συνέπεια της επιρροής της πολιτικής επικοινωνίας στους πολίτες. Πως δηλαδή οι συμβολικές πραγματικότητες που παράγονται από τη διαδικασία της πολιτικής επικοινωνίας επηρεάζουν (ή όχι) τις αντιλήψεις των πολιτών. Το νόημα του πολιτικού λόγου δεν είναι στατικό ούτε μονοφωνικό, ούτε καθολικά ελεγχόμενο από τους παραγωγούς του. Οι ίδιοι οι δέκτες των μηνυμάτων συμβάλλουν στην συν-παραγωγή του νοήματος μέσα από την αποκωδικοποίηση του περιεχομένου σύμφωνα με τα δικά τους χαρακτηριστικά (κοινωνικά, πολιτισμικά, οικονομικά κ.α.) (Hall, 2001).
Μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας Η επικοινωνία μεταξύ των δύο αυτών δρώντων της πολιτικής επικοινωνίας στις σύγχρονες κοινωνίες επιτυγχάνεται κατά κύριο λόγο από τη χρήση και την λειτουργία των Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα, τα μέσα επικοινωνίας μπορούν ταυτόχρονα να λειτουργήσουν: ως μεταδότες των μηνυμάτων των Πολιτικών Οργανώσεων, ως πομποί πολιτικών μηνυμάτων που παράγονται από τα ίδια τα Μέσα, καθώς και ως μεταδότες των αντιλήψεων των Πολιτών.
23
Μελετώντας την Πολιτική Επικοινωνία Οι πολιτικοί παράγοντες χρησιμοποιούν τα μέσα ενημέρωσης για να απευθυνθούν στο κοινό που επιθυμούν. Η πρακτική αυτή έχει καθιερωθεί ως αναπόσπαστο κομμάτι της λειτουργίας των πολιτικών οργανισμών στις μαζικές κοινωνίες. Τα προεκλογικά προγράμματα, οι πολιτικές διακηρύξεις, οι θέσεις και διεκδικήσεις δεν αποκτούν ικανοποιητική ισχύ αν δεν μεταδοθούν από τα μέσα στο ακροατήριο τους. Συνεπώς οι Πολιτικοί παράγοντες, κόμματα και άλλες μη κομματικές Οργανώσεις, επιδιώκουν την πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης - είτε μέσω της νομοθεσίας που επιβάλει κατά κάποιο τρόπο την προβολή όλων των πολιτικών απόψεων, είτε με την δημιουργία ή έλεγχο δικών τους μέσων. Τα μέσα παράγουν επίσης τις δικές τους ειδήσεις και γενικότερα τα δικά τους μηνύματα που αναφέρονται ή σχολιάζουν τις θέσεις και πράξεις των πολιτικών παραγόντων. Έτσι μεταφέρουν κατά κάποιο τρόπο τις αναλύσεις τους για συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα στους πολίτες. Μέσα από αυτή την οπτική γωνία μπορεί να ειπωθεί ότι τα μέσα «εξυπηρετούν» τη λειτουργία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, αφού ενημερώνουν τους πολίτες και αναλύουν τα πολιτικά δρώμενα βοηθώντας τους έτσι να σχηματίσουν άποψη για τις θέσεις των διάφορων πολιτικών παραγόντων (Habermas, 2006). Τέλος, τα μέσα μπορούν να λειτουργήσουν και ως χώρος έκφρασης των πολιτών. Στα παραδοσιακά μέσα αυτό γίνεται με τη συλλογή και τη δημοσιοποίηση της «κοινής γνώμης» από τους δημοσιογράφους. Στη ψηφιακή εποχή οι πολίτες έχουν άμεση πρόσβαση σε μέσα (όπως μέσα κοινωνικής δικτύωσης) τα οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να εκφράσουν τις απόψεις και τις αντιλήψεις για συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα (Castells, 2008). Με τον τρόπο αυτό καθίσταται δυνατή η διοχέτευση των απόψεων των πολιτών προς τα πάνω και ενδεχομένως να ασκεί επιρροή προς τα κόμματα ή άλλες πολιτικές οργανώσεις. Σε κάθε μια από τις τρείς λειτουργίες τίθεται το θέμα της αντικειμενικότητας των Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας. Σχετικά με την πρώτη λειτουργία, δηλαδή τη μετάδοση των πολιτικών μηνυμάτων που παράγονται από τους ίδιους τους πολιτικούς και τις πολιτικές οργανώσεις, αξίζει κάθε φορά να μελετούμε κατά πόσο το σύνολο των πολιτικών οργανώσεων έχουν πρόσβαση στα μέσα και σε ποιο βαθμό οι πολιτικές τους θέσεις κρίνονται δημοσιεύσιμες (Trimithiotis, 2014). Δηλαδή τον τρόπο που τα μέσα κατανέμουν το χρόνο για να παρουσιάσουν τις απόψεις του
24
Δ η μ ή τρ η ς Τ ρ ι μ ι θ ι ώ τ η ς κάθε κόμματος ή άλλης πολιτικής οργάνωσης. Σχετικά με τη δεύτερη λειτουργία, δηλαδή με την παραγωγή πολιτικών μηνυμάτων από τα ίδια τα Μέσα, αυτό που πρέπει να μελετηθεί είναι κατά πόσο τα διάφορα Μέσα κρατούν μια αντικειμενική στάση απέναντι στους Πολιτικούς Παράγοντες. Δηλαδή κατά πόσο τα Μέσα τηρούν, παραδείγματος χάριν, μια κάπως φιλική στάση με κάποια κόμματα ενώ είναι ιδιαίτερα κριτικά και καυστικά απέναντι σε κάποια άλλα. Σχετικά με την τρίτη λειτουργία, δηλαδή την προβολή και παρουσίαση της Κοινής Γνώμης, ο προβληματισμός περιστρέφεται γύρω από το κατά πόσο τα μέσα μεταδίδουν απλώς την κοινή γνώμη ή αν την κατασκευάζουν σε τελική ανάλυση (Bourdieu, 1984). Υπάρχει αντικειμενική κάλυψη των απόψεων των πολιτών ή παρουσιάζονται συγκεκριμένες απόψεις από συγκεκριμένα ΜΜΕ ως κοινή γνώμη και αυτό επηρεάζει εν τέλει και τις απόψεις των υπολοίπων; Ενώ στην περίπτωση των νέων μέσων, το ζήτημα που εγείρεται αφορά στο κατά πόσο η ελευθερία έκφρασης που προσφέρουν τα μέσα αυτά μπορεί να μεταφραστεί ως ουσιαστική παρέμβαση στην σφαίρα της πολιτικής (Papacharissi, 2002).
Οι τρείς βασικοί δρώντες της πολιτικής επικοινωνίας που παρουσιάστηκαν επιγραμματικά σε αυτή την ενότητα, διαμορφώνονται και μεταβάλλονται ανάλογα με το ευρύτερο μακρο-κοινωνικό πλαίσιο δράσης τους. Τα χαρακτηριστικά των πολιτικών κομμάτων στην Κύπρο, λόγου χάρη, δεν είναι τα ίδια με αυτά στην Ιαπωνία... Ούτε τα ίδια με την περασμένη εικοσαετία. Κατά συνέπεια μεταβάλλονται και διαφοροποιούνται και οι διαδραστικές σχέσεις μεταξύ των δρώντων της πολιτικής επικοινωνίας.
25
Μελετώντας την Πολιτική Επικοινωνία ΕΠΙΛΟΓΟΣ Στο άρθρο αυτό επιχειρήσαμε να στηρίξουμε την θέση ότι μια μιχτή μέθοδος και πολυεπίπεδη προσέγγιση για την μελέτη της πολιτικής επικοινωνίας, η οποία συνδυάζει την ανάλυση πολιτικών μηνυμάτων με την ανάλυση της διαδικασίας παραγωγής και πρόσληψης αυτών των μηνυμάτων, συμβάλλει σημαντικά στον εμπλουτισμό της ποιότητας των ευρημάτων καθώς και στην αποφυγή ερμηνευτικών σφαλμάτων. Αυτή η προσέγγιση, η οποία παρουσιάζεται επιγραμματικά σε αυτό το άρθρο, πρωτίστως, επιτρέπει να αντιληφθούμε την διαδικασία της πολιτικής επικοινωνίας πέρα από τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στους θεσμοθετημένους οργανισμούς και δρώντες της πολιτικής επικοινωνίας. Επιτρέπει επίσης την ένταξη της διαδικασίας της πολιτικής επικοινωνίας σ’ ένα κοσμοπολίτικο πλαίσιο (Beck & Sznaider, 2010) - πέρα από το πλαίσιο του Έθνους-Κράτους. Τέλος, λόγω της έμφασης που δίνεται αρχικά στην περιγραφική ανάλυση, παραμένει «ανοιχτή» στην συνέχεια για την ένταξη επιμέρους αναλυτικών εννοιών ανάλογα με την ιδιαίτερη προβληματική της κάθε έρευνας.
26
Δ η μ ή τρ η ς Τ ρ ι μ ι θ ι ώ τ η ς
Βασική Επιλεκτική Βιβλιογραφία Αγγλόφωνη: Barthes R. (1970). Mythologies, Seuil, Paris. Benson R. (2004). Bringing the Sociology of Media Back In, Political Communication, 21:3, 275-292. Bourdieu, P. (2004). The political field, the social scientific field, and the journalistic field. In R. Benson & E. Neveau (Eds.), Bourdieu and the journalistic field. Polity, Cambidge. Castells, M. (2007) Communication, Power and Counter-power in the Network Society, International Journal of Communication, Vol 1. Castells, M. (2008). The new public sphere: Global civil society, communication networks, and global governance. The aNNalS of the american academy of Political and Social Science, 616(1), 78-93. Carrey, J. (1995). The Press, Public Opinion, and Public Discourse. In T. Glasser, & C. Salmon (Eds.), Public Opinion and the Communication of Consent (pp. 373-402). New York: Guilford. Elias, N. (1991). The Society of Individuals. Blackwell, Oxford. Denton, R. E., & Woodward, G. C. (1990). Political communication in America. Praeger Publishers. Habermas, J. (2006). Political Communication in Media Society: Does Democracy Still Enjoy an Epistemic Dimension? The Impact of Normative Theory on Empirical Research. Communication Theory, 16(4), 411-426. Hall, S. (2001). Encoding/decoding. Media and cultural studies: Keyworks, 166-176. Morley, D. (1992). Television audiences and cultural studies. Routledge, London. Papacharissi, Z. (2002). The virtual sphere - The internet as a public sphere. New Media and Society, 4(1), 9-27.
27
Μελετώντας την Πολιτική Επικοινωνία Price, S. (1996). Communication Studies. Longman. Stråth B. & Wodak R. (2009). Europe — Discourse — Politics — Media — History: Constructing ‘Crises’? In A. Triandafyllidou, R. Wodak, M. Krzyżanowski (Eds.), The European Public Sphere and the Media. 15-33. Trimithiotis, D. (2014). Why is the category of “pluralism” insufficient to describe the media sphere?. French Journal for Media Research, 1.
Ελληνόφωνη: Bourdieu, P. (2006). Η αίσθηση της πρακτικής, μετάφραση Θεόδωρος Παραδέλλης, Αθήνα : Αλεξάνδρεια. Βαμβακάς, Β. (2006). Εκλογές και Επικοινωνία στη Μεταπολίτευση. Αθήνα: Σαββάλας. Δεμερτζής, Ν. (2002). Πολιτική Επικοινωνία, Διακινδύνευση, Δημοσιότητα, Διαδίκτυο. Αθήνα: Παπαζήση.
28
Ετήσια Επιθεώρηση Ιστορίας, Κοινωνίας και Πολιτικής, Τεύχος 3, σσ. 29-42, 2017
Σοφία Σταύρου
Η πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση στην πορεία εξέλιξης του κοινωνικού κράτους: μια ανασκόπηση της ευρωπαϊκής πολιτικής
Η εκπαιδευτική πολιτική, ιδιαίτερα όταν αυτή αφορά στην ανώτατη εκπαίδευση, παραπέμπει συχνά σε ένα εξειδικευμένο πεδίο μελέτης. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να υπερβεί αυτή την οριοθέτηση, αναδεικνύοντας τις σχέσεις που καθιερώνονται στο τρίπτυχο ανώτατης εκπαίδευσης, πολιτικής και κοινωνίας. Το κείμενο εξετάζει τη σημασία που αποκτά η ανώτατη εκπαίδευση στο πλαίσιο της ρητορικής της «κοινωνίας» και της «οικονομίας της γνώσης». Εξηγεί πώς οι αλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων συνδέονται με μια υπερεθνική πολιτική που διαμορφώνεται στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Μέσα από μια αναλυτική ανασκόπηση της υπερεθνικής πολιτικής, συγκεκριμένα της ευρωπαϊκής, συζητά την εξέλιξη της εκπαιδευτικής πολιτικής και πώς αυτή βρίσκεται συνυφασμένη με την πορεία εξέλιξης της ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής.
29
Η πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση στην πορεία εξέλιξης του κοινωνικού κράτους
Η ανάδυση της ανώτατης εκπαίδευσης ως «δημόσιο ζήτημα» Τα τελευταία χρόνια η ανώτατη εκπαίδευση μετατρέπεται σε «δημόσιο ζήτημα» (Gumport 2007) και βρίσκεται στο προσκήνιο του διεθνούς ενδιαφέροντος και της δημόσιας πολιτικής. Ενώ μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η δυνατότητα πρόσβασης σε τριτοβάθμιες σπουδές αποτελεί κυρίως προνόμιο των λίγων και ιδιαίτερα των εύπορων, κατά την μεταπολεμική περίοδο η ανώτατη εκπαίδευση αρχίζει να γίνεται μαζικό φαινόμενο. Αυτό αντικατοπτρίζεται στην αριθμητική αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού. Ενδεικτικά, το 1870 οι εγγεγραμμένοι φοιτητές στην Ευρώπη εκπροσωπούσαν μόλις το 1% του πληθυσμού 20-24 ετών. Ένα αιώνα μετά, το 1985, ένας στους τέσσερις φοιτά στο πανεπιστήμιο (Charle & Verger 1994). Μέχρι το 2015, 42,1% του πληθυσμού 25-34 ετών στις χώρες του ΟΟΣΑ, δηλαδή σχεδόν ένας στους δύο, κατέχει πλέον ένα πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης (OECD 2017), ενώ οι πολιτικές συνεχίζουν να προωθούν αυτή τη διεύρυνση. Η ανώτατη εκπαίδευση γίνεται επίσης «δημόσιο ζήτημα» γιατί μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αρχίζει να προσελκύει το ενδιαφέρον των νεοσύστατων υπερεθνικών οργανισμών, των οικονομικών ελίτ και των εθνικών κυβερνήσεων που την συγκροτούν ως θέμα πολιτικής και αντικείμενο σημαντικών μεταρρυθμίσεων, με οικονομικά και πολιτικά διακυβεύματα (Clark 2007). Η ανάπτυξη του θεσμού υποστηρίζεται λόγω της δυνητικής συμβολής του στην ηθική αλλά και υλική ανασυγκρότηση των κρατών, ιδιαίτερα της Ευρώπης. Αυτό συνδέεται με τις ιδιαίτερες κοινωνικο-οικονομικές συγκυρίες της περιόδου, την εξέλιξη της βιομηχανικής παραγωγής, και τις αυξημένες ανάγκες εξειδίκευσης και κατάρτισης νέου εργατικού δυναμικού (Vinokur 2003).
Η πρώτη περίοδος 1950-1980: η ανώτατη εκπαίδευση ως κοινωνικό δικαίωμα και η ισότητα ευκαιριών Ο στόχος που επικράτησε στην πολιτική ατζέντα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν η ισότητα εκπαιδευτικών ευκαιριών. Δύο σημαντικά στοιχεία του ιστορικού συγκειμένου συνέβαλαν στην καθιέρωση μιας πολιτικής για την κοινωνική δικαιοσύνη. Ως προς την εξέλιξη της δημόσιας δράσης, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται ως η «χρυσή εποχή» της ανάπτυξης του κοινωνικού
30
Σοφία Σταύρου κράτους (Merrien 2007), δηλαδή της κοινωνικής πολιτικής για τη διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης ως προς τις βιοτικές συνθήκες και ευκαιρίες των ανθρώπων. Ιδιαίτερα, προωθούνται τη συγκεκριμένη περίοδο «καθολικευτικά» μοντέλα κοινωνικής πρόνοιας, με σημείοσταθμό τη δημοσιοποίηση της Έκθεσης Beveridge στην Αγγλία το 1942, ενώ παράλληλα υποστηρίζονται και από τη διάδοση της κεϋνσιανής θεωρίας, η οποία νομιμοποιεί τον κρατικό κοινωνικό παρεμβατισμό με σκοπό την επανεκκίνηση και εξισορρόπηση της οικονομίας. Σε σχέση με προηγούμενα κορπορατιστικά μοντέλα, κυρίως ανταποδωτικής αναδιανομής για τους εργαζόμενους, τα καθολικευτικά προνοούν την διασφάλιση ίσων κοινωνικών δικαιωμάτων και ευκαιριών για όλους τους πολίτες μέσα από την καθολική παροχή κοινωνικών υπηρεσιών όπως η υγεία ή η εκπαίδευση (Esping-Andersen 1990). Συνεπώς, η ισότητα ευκαιριών για εκπαίδευση γίνεται προϋπόθεση τόσο για την επίτευξη μιας δικαιότερης κοινωνίας όσο και την οικονομική ανάπτυξη των κρατών. Την ίδια περίοδο ιδρύονται υπερεθνικοί οργανισμοί που διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην προώθηση της αύξησης του γενικού επιπέδου εκπαίδευσης του πληθυσμού και την κατοχύρωση ίσων κοινωνικών δικαιωμάτων μέσα από διεθνείς διακηρύξεις και διακρατικές συμβάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ (1966) το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα μορφώσεως κάθε προσώπου. Στο σύμφωνο γίνεται συγκεκριμένη μνεία και στην ανώτατη εκπαίδευση, πέραν της αρχής της υποχρεωτικής και δωρεάν στοιχειώδους παιδείας. Η ανώτατη εκπαίδευση «πρέπει να παρέχεται σε όλους ισότιμα, ανάλογα με τις ικανότητες καθενός, με όλα τα κατάλληλα μέσα και μάλιστα με την προοδευτική θέσπιση της δωρεάν παιδείας» (Άρθρο 13). Επίσης γίνεται αναφορά στο δικαίωμα σε όλους να ωφελούνται από την επιστημονική πρόοδο, μέσα από την εξασφάλιση της συντήρησης, της ανάπτυξης και της μετάδοσης της επιστήμης και της μόρφωσης (Άρθρο 15). Τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία 1970, διαφαίνεται η παρουσία μιας προνοιακής πολιτικής με στόχο την επένδυση στην ισότητα των εκπαιδευτικών ευκαιριών, δηλαδή τη διασφάλιση ίσων συνθηκών για πρόσβαση και παροχή εκπαιδευτικών αγαθών σε όλους τους πολίτες (Ζαμπέτα 1993).
31
Η πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση στην πορεία εξέλιξης του κοινωνικού κράτους
Όσον αφορά στην πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση, προτεραιότητα δόθηκε κυρίως στην αύξηση των ποσοστών πρόσβασης, για παράδειγμα μέσα από την επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης μέχρι και τη δευτεροβάθμια και την καθιέρωση του θεσμού του «ενιαίου σχολείου». Η αύξηση της δημόσιας δαπάνης για την εκπαίδευση οδήγησε μάλιστα σε μια σημαντική διεύρυνση του ίδιου του δικτύου ανώτατης εκπαίδευσης (ίδρυση ακόμα και νέων τύπων ιδρυμάτων πέραν των κλασσικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, διαφοροποίηση των πτυχίων και των προγραμμάτων σπουδών – κάτι που θα εξελιχθεί βέβαια αργότερα σε σύστημα «δύο ταχυτήτων»), καθώς και τη ποιοτική διεύρυνση, δηλαδή της κοινωνικής ετερογένειας, του φοιτητικού πληθυσμού. Οι τάσεις αυτές παρουσιάζονται σε διαφορετικές χρονικότητες στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Από τη δεκαετία 1970 αρχίζει εντούτοις να αναπτύσσεται μια ρητορική αμφισβήτησης αυτού του κράτους πρόνοιας. Μεταξύ άλλων, και λόγω της αδυναμίας του μοντέλου της «ισότητας των παρεχόμενων ευκαιριών», δηλαδή το γεγονός ότι οι κοινωνικές ανισότητες συνεχίζουν να υπάρχουν και να αναπαράγονται μέσα στους εκπαιδευτικούς θεσμούς. Κοινωνιολογικές μελέτες των δεκαετιών 1960-70, με εμβληματικό παράδειγμα για την ανώτατη εκπαίδευση τη μελέτη των Bourdieu & Passeron (1964) στη Γαλλία, αποδεικνύουν ότι ο εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης αποτελεί μύθο. Παρά την δημογραφική έκρηξη που παρατηρείται, οι ευκαιρίες για επιτυχία και κοινωνική κινητικότητα των ατόμων παραμένουν κοινωνικά άνισες. Η κοινωνικο-οικονομική προέλευση των ατόμων επιδρά καθοριστικά καθ’όλη τη διάρκεια της εκπαιδευτικής τους σταδιοδρομίας, στη ρύθμιση των προσδοκιών τους, ενώ επιδρά σημαντικά στην εκπαιδευτική τους επίδοση. Η πολιτική ισότητας εκπαιδευτικών ευκαιριών θα αμφισβητηθεί ακόμα πιο έντονα λόγω της οικονομικής κρίσης που ξεσπά, με άμεσες επιπτώσεις στον περιορισμό των δημοσίων δαπανών στην εκπαίδευση, στο πλαίσιο μάλιστα και της ανόδου νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Η δεύτερη περίοδος 1980 και μετά: η ανώτατη εκπαίδευση ως μέσο για μια «οικονομία της γνώσης» Από τη δεκαετία 1980 και μετά, ο σύγχρονος λόγος πολιτικής, τόσο σε υπερεθνικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, αλλάζει σημείο εστίασης,
32
Σοφία Σταύρου προβάλλοντας ως προτεραιότητα στρατηγικούς στόχους όπως η διεθνοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης, η δια βίου μάθηση, η αύξηση της απασχολησιμότητας των ατόμων και το τρίγωνο εκπαίδευσηέρευνα-καινοτομία. Γενικότερα, παρατηρείται μια κρίσιμη στροφή, προς πολιτικές αύξησης της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας των συστημάτων ανώτατης εκπαίδευσης στο πλαίσιο του παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού (Πρόκου 2011). Τόσο σε υπερεθνικό επίπεδο, όσο και στην εξέλιξη της εθνικής πολιτικής για την ανώτατη εκπαίδευση διαφαίνεται αυτή η αναπλαισίωση των επίσημων στόχων. Η εξέλιξη της ευρωπαϊκής πολιτικής επιτρέπει να κατανοήσουμε πώς πραγματοποιείται αυτή η στροφή. Η ευρωπαϊκή πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση συνδέεται ουσιαστικά με τη διαδικασία της Μπολόνια η οποία ξεκινά το 1998 με το σχέδιο ανάπτυξης μιας «Ευρώπης της γνώσης», παράλληλα με την Ευρώπη «του ευρώ, των τραπεζών και της οικονομίας», που συνυπογράφουν οι Υπουργοί της Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Μ. Βρετανίας. Η διακρατική αυτή συνεργασία επεκτείνεται σε 47 χώρες μέχρι το 2015. Ο στόχος παρουσιάζεται από την αρχή διττός. Αφενός, το σχέδιο αυτό αποτελεί μια προσπάθεια εναρμόνισης των ευρωπαϊκών συστημάτων ανώτατης εκπαίδευσης μεταξύ τους, που να καθιστά δυνατή την κινητικότητα των ατόμων και συνεπώς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Αφετέρου, το σχέδιο απαντά στον στόχο της αύξησης της ανταγωνιστικότητας του «Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης» (ΕΧΑΕ) απέναντι σε άλλα, εξωτερικά, συστήματα, και ιδιαίτερα του αμερικανικού χώρου. Διττός στόχος που αντανακλάται επίσης και στην κοινωνική βάση της διαδικασίας (Stavrou 2009), όπου η διακυβερνητική συνεργασία συνυπάρχει με κοινοτικούς υπερεθνικούς θεσμούς όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ευρωπαϊκούς επαγγελματικούς συνδέσμους, ομάδες συμφερόντων (όπως η BusinessEurope) και σώματα εμπειρογνωμόνων. Η στοχοθεσία της διαδικασίας εξελίσσεται σταδιακά στο περιεχόμενο των επίσημων ανακοινωθέντων και των εκθέσεων εμπειρογνωμόνων γύρω από τέσσερις κύριους άξονες οι οποίοι συγκλίνουν ως προς την προώθηση του κοινωνικο-οικονομικού ρόλου της ανώτατης εκπαίδευσης: (α) τη διεθνοποίηση, ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή κινητικότητα, (β) την καθιέρωση ενός κοινού συστήματος αναγνώρισης προσόντων που αποκτούνται με την εκπαίδευση και κατάρτιση,
33
Η πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση στην πορεία εξέλιξης του κοινωνικού κράτους
(γ) την ενίσχυση της απασχολησιμότητας μέσα από την ανώτατη εκπαίδευση και της δια βίου μάθησης των ατόμων, (δ) την ενίσχυση μηχανισμών «αξιολόγησης της ποιότητας» των συστημάτων και των ιδρυμάτων τους. Το όραμα της Μπολόνια θα ενταχθεί πολύ νωρίς στο πλαίσιο της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που χαράσσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισσαβόνα: «να γίνει [η Ευρωπαϊκή Ένωση] η πιο ανταγωνιστική και η πιο δυναμική οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο, ικανή για βιώσιµη οικονοµική ανάπτυξη, µε περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και µε µεγαλύτερη κοινωνική συνοχή» (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 2000). Η «οικονομία της γνώσης», ως ρητορική, που προάγεται και εξαπλώνεται σταδιακά, εμπνέεται από την θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου και τη θεωρία του Drucker (1969) περί μετάβασης σε ένα νέο τύπο κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από την πρόοδο στην εκπαίδευση, την επιστήμη και τις τεχνολογικές καινοτομίες. Η ρητορική αυτή θεμελιώνεται στην αναγκαιότητα ενός ριζικού μετασχηματισμού της οικονομίας, καθιστώντας απαραίτητη την επένδυση σε συστήματα που σχετίζονται με τη γνώση, την παραγωγή, την εφαρμογή και μεταφορά της. Η γνώση γίνεται το κύριο προϊόν, το κύριο κόστος παραγωγής, και βασικός δείκτης της οικονομικής ισχύς ενός κράτους (ή ομάδας κρατών). Όπως τονίζεται στη Στρατηγική της Λισσαβόνας, απαιτείται η επένδυση στην παραγωγή καινοτομίας αλλά και στην εξασφάλιση ενός ανθρώπινου δυναμικού ικανού να παράγει και να χειρίζεται την καινοτομία, καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του. Το Πρόγραμμα Εκπαίδευση και Κατάρτιση 2010 και έπειτα 2020, στοχεύει στη μετατροπή της στρατηγικής αυτής σε υλοποιήσιμους στόχους, μέσα από τον καθορισμό δεικτών και σημείων αναφοράς (benchmarks), για την επίτευξη των οποίων τα κράτη εντάχθηκαν σε μια διαδικασία συνεχούς παρακολούθησης. H ευρωπαϊκή πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση και γενικά η κοινωνική πολιτική βρίσκεται συνυφασμένη με το ευρύτερο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (Hantrais 2007). Ήδη με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986) και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), η κοινωνική πολιτική που αρχίζει να αναπτύσσεται είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική (Pestiau 2006). Κατά τη δεκαετία 1990, μια σειρά δημοσιεύσεων της Επιτροπής, υπό την Προεδρία του Γάλλου
34
Σοφία Σταύρου σοσιαλιστή Delors φέρνουν στο προσκήνιο τη σημασία της κοινωνικής διάστασης της ευρωπαϊκής πολιτικής, αλλά συνδέοντας ταυτόχρονα την εκπαιδευτική πολιτική με την ενεργητική κοινωνική πολιτική, την πολιτική απασχόλησης και ευρύτερα τους οικονομικούς στρατηγικούς στόχους της Ένωσης. Το 1991 εκδίδεται από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το «Υπόμνημα για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην ΕΟΚ» το οποίο προβάλλει τις αυξανόμενες ανάγκες για ένα ευρωπαϊκό δυναμικό με υψηλά επίπεδα γνώσεων και δεξιοτήτων, την καθιέρωση ενός κλίματος συνεργασίας μεταξύ της ανώτατης εκπαίδευσης και της βιομηχανίας, του επιχειρηματικού κόσμου και της ευρύτερης αγοράς εργασίας, καθώς και τη σημασία της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης για ευκαιρίες επανακατάρτισης του εργατικού δυναμικού. Η επένδυση στην εκπαίδευση και κατάρτιση υποδεικνύεται μάλιστα από την Επιτροπή στις Λευκές και Πράσινες Βίβλους για την Κοινωνική Πολιτική (1993α; 1993β; 1994), και την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση (1997), σε μια περίοδο νέας έξαρσης της ανεργίας. Η ανάπτυξη των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης προβάλλονται ως βασικό θεμέλιο στην επίτευξη ενός ευρωπαϊκού μοντέλου «ενεργητικού κοινωνικού κράτους» και «ενεργητικών μορφών απασχόλησης» (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 2000). Δηλαδή, ένα μοντέλο στο οποίο περιορίζεται ο ρόλος των παραδοσιακών μορφών κοινωνικής πρόνοιας (εργασιακών δικαιωμάτων, κοινωνικών μεταβιβάσεων για σκοπούς αναδιανομής των πόρων και υπηρεσιών), προς όφελος ενθαρρυντικών προγραμμάτων τόνωσης της απασχόλησης και «ενεργοποίησης» των ατόμων και της αγοράς (Καραμεσίνη 2011). Η στροφή προς μια ενεργητική κοινωνική πολιτική που θεμελιώνεται στη θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου στηρίζεται βέβαια και από τους διεθνείς οργανισμούς (Τσαούσης 2007). Συγκεκριμένα ο ΟΟΣΑ διαδραμάτισε επίσης κεντρικό ρόλο τόσο στην αναθεώρηση του κοινωνικού κράτους (OECD, 1981; 1994α; 1994β) όσο και συγκεκριμένα στην ενδυνάμωση του οικονομικού ρόλου της ανώτατης εκπαίδευσης (OECD, 1996α; 1996β). Αυτό διαφαίνεται από τον βαθμό διακειμενικότητας που παρουσιάζουν τα κείμενα πολιτικής επιβεβαιώνοντας την αλληλοεξάρτηση των υπερεθνικών πολιτικών (Σταμέλος και Βασιλόπουλος 2013). Από τη Στρατηγική της Λισσαβόνας και μετά, η ενδυνάμωση της απασχολησιμότητας των πτυχιούχων μέσα από τα συστήματα
35
Η πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση στην πορεία εξέλιξης του κοινωνικού κράτους
εκπαίδευσης και κατάρτισης, η εξισορρόπηση του χάσματος μεταξύ των προσφερόμενων και των ζητούμενων δεξιοτήτων, και γενικότερα η πολιτική των δεξιοτήτων του ανθρώπινου κεφαλαίου προβάλλονται ρητά ως μέσο για την καταπολέμηση της ανεργίας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτή η τάση τείνει να ενδυναμώνεται μάλιστα από το 2016 με τη «Νέα ατζέντα δεξιοτήτων για την Ευρώπη» που προτείνει η Επιτροπή (COM(2016)381), θεσμοθετώντας μια δέσμη δράσεων που να δημιουργούν γέφυρες μεταξύ της εκπαίδευσηςκατάρτισης, της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας (τυποποίηση επαγγελματικών προσόντων, παρακολούθηση της σταδιοδρομίας των πτυχιούχων, προώθηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, προώθηση των ψηφιακών δεξιοτήτων).
Η επιρροή του υπερεθνικού «λόγου πολιτικής» Η εκπαιδευτική πολιτική εμπίπτει σήμερα στο πεδίο μιας πολυ-επίπεδης διακυβέρνησης (Deacon 2007). Δεν μπορούμε λοιπόν να κατανοήσουμε τις αλλαγές εντός των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων αν δεν λάβουμε υπόψη την υπερεθνική πολιτική που διαμορφώνεται στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Οι υπερεθνικοί οργανισμοί μπορεί να μην έχουν νομικά κατοχυρωμένες αρμοδιότητες στο πεδίο της πολιτικής για την ανώτατη εκπαίδευση που ασκείται από τα κράτη. Εντούτοις, ασκούν σημαντική επιρροή στα εθνικά συστήματα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις συμβάλουν και στη νομιμοποίηση εθνικών κατευθύνσεων (Croché & Charlier 2009). Πάντως εντάσσουν τα εθνικά συστήματα σε μια μακρύχρονη πορεία μεταρρύθμισης, επιφέροντας μια σειρά από κρίσιμες αλλαγές στη δομή των συστημάτων, στον τρόπο διαχείρισης τους, στη χρηματοδότησή τους, στη στοχοθεσία τους. Ένα από τα βασικότερα μέσα της υπερεθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής είναι η παραγωγή και διάδοση ενός «λόγου πολιτικής» (Fairclough 2006; Ball 2008). Παρά τον προτασιακό τους χαρακτήρα, τα κείμενα πολιτικής καθορίζουν θέματα, σταθεροποιούν λεκτικές και σημασιολογικές φόρμουλες (όπως «εκπαίδευση και κατάρτιση», η «απασχολησιμότητα», η «διασύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με τον επιχειρηματικό κόσμο») και συνεπώς ένα σύνολο κανονιστικών αρχών, αξιών και γνωστικών πλαισίων μέσα από τα οποία αντιλαμβανόμαστε τα προβλήματα και τις λύσεις τους. Παγιώνουν για παράδειγμα σχέσεις ιεράρχησης
36
Σοφία Σταύρου μεταξύ αρχών (αλλαγή ή μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης vs διατήρηση ή συνέχεια), σχέσεις συνάρτησης (γνώση/οικονομία) ή σχέσεις προβολής (προγράμματα σπουδών/αγοράς). Καθιερώνουν συνθήκες για τη διαμόρφωση μιας κοινής γνωστικής συνείδησης ή, τουλάχιστον, μιας πολυφωνικής συναίνεσης, τόσο οριζόντια όσο και εκ των άνω προς τα κάτω, από τον πολιτικό λόγο μέχρι τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η παραγωγή και διάδοση ενός λόγου πολιτικής αυτής της εμβέλειας μπορεί να ερμηνευτεί και ως κοινωνική πράξη ανάληψης του ελέγχου για τη διαμόρφωση του πανεπιστημίου και του μέλλοντος του. Όχι μόνο γιατί σταθεροποιεί αρχές, αλλά και γιατί ρυθμίζει ταυτόχρονα το κοινωνικό πεδίο προβληματισμού και δράσης για την ανώτατη εκπαίδευση, τοποθετώντας σίγουρα τα κράτη, αλλά και τον ίδιο τον πανεπιστημιακό θεσμό στην υπόσταση του «δέκτη». Πέραν της παραγωγής κειμένων πολιτικής, η υπερεθνική πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση επιδρά και με άλλους κύριους τρεις τρόπους: (α) τη χρηματοδότηση προγραμμάτων δράσης που υλοποιούν τους επίσημους στόχους, (β)
την ανάπτυξη και προσφορά τεχνογνωσίας στα κράτη (συμπεριλαμβανομένου και τον προσδιορισμό δεικτών, σημείων αναφοράς, τη δημοσίευση αξιολογητικών εκθέσεων κοκ.), δημιουργώντας μια έντονη σχέση εξάρτησης σε αυτή την τεχνογνωσία ιδιαίτερα για τα μικρότερα κράτη που δεν διαθέτουν τους πόρους ή την παράδοση να αναπτύξουν τη δική τους, καθώς και
(γ) την ένταξη των κρατών σε ένα συγκριτικό πλαίσιο και συνεπώς σε ένα ανταγωνισμό μεταξύ τους για την επίτευξη αυτών των στόχων, καθιερώνοντας μάλιστα ένα σύστημα τακτικής παρακολούθησης της επίδοσης των κρατών, όπως μέσα από την «Ανοικτή Μέθοδο Συντονισμού».
Μετατοπίσεις και διακυβεύματα της στοχοθεσίας Από πλευράς στοχοθεσίας, διαφαίνεται μια μετατόπιση στην πολιτική από τη μαζικοποίηση και διεύρυνση των εκπαιδευτικών συστημάτων προς την οικονομική αποτελεσματικότητα της ανώτατης εκπαίδευσης (Πρόκου 2011). Η τελευταία, εκφράζεται ήδη κατά τη μεταπολεμική
37
Η πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση στην πορεία εξέλιξης του κοινωνικού κράτους
περίοδο, αλλά διατυπώνεται ρητά ως προτεραιότητα στην πολιτική ρητορική από τη δεκαετία 1980, ενώ η διαμόρφωση πολιτικών για πρακτική υλοποίηση της γίνεται ιδιαίτερα έντονη από το 2000. Έτσι, η πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση τείνει να αιτιολογείται λιγότερο με βάση την αρχή του «εκδημοκρατισμού» της πρόσβασης στη γνώση, και ο ρόλος της ως «πολιτική-υποκατάστατο» (Γράβαρης 2005), δηλαδή ως πολιτική που αναπτύσσεται ως υποτομέας της οικονομικής πολιτικής, ενδυναμώνεται. Η πολιτική για την αποδοτικότητα προωθεί ένα μοντέλο «προβολής» της ανώτατης εκπαίδευσης (Bernstein 2000), δηλαδή της γνώσης που παράγει, των προγραμμάτων σπουδών που προτείνει, και των ατόμων που εκπαιδεύει στην αγορά εργασίας. O οικονομικός εξορθολογισμός της ανώτατης εκπαίδευσης συνοδεύεται και από ένα εξορθολογισμό της διαχείρισης των ιδρυμάτων, με την επέκταση του ρόλου των μηχανισμών διασφάλισης της ποιότητας, υπό το πρίσμα μιας «κουλτούρας της επίδοσης» και «πολιτικής των αριθμών» (Ozga & Lingard 2007). Την ίδια στιγμή μάλιστα που προβάλλεται η αρχή της «αυτονόμησης» των πανεπιστημίων, ενδυναμώνεται ο ρόλος του υπερεθνικού λόγου πολιτικής, όπως και του κράτους ως αξιολογητής ή φορέας ελέγχου, και αυξάνονται οι «παρεμβάσεις» στην οργάνωση και στο περιεχόμενο της ανώτατης εκπαίδευσης. Όσον αφορά τη γνώση, το μοντέλο της «προβολής» παράγει για παράδειγμα μετατοπίσεις στην αναπαράσταση της ίδιας της γνώσης προς «εργαλειοποιήσιμες γνωστικές δεξιότητες» (Παπαδάκης 2006). Αυτές οι μετατοπίσεις έχουν επιπτώσεις στα ίδια τα προγράμματα σπουδών και την πανεπιστημιακή γνώση, επηρεάζοντας ακόμα και σε παραδοσιακούς κλάδους των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών (Stavrou 2016). Η «απασχολησιμότητα» αποτελεί ένα κεντρικό πυλώνα της σύγχρονης πολιτικής για την ανώτατη εκπαίδευση, που νομιμοποιεί επιλογές, μέχρι και την ίδια την αναπλαισίωση της πανεπιστημιακής γνώσης. Βέβαια, η ιστορία του πανεπιστημιακού θεσμού αποδεικνύει ότι η ανώτατη εκπαίδευση είχε ανέκαθεν στόχους επαγγελματικοποίησης. Όμως το σχέδιο της κοινωνίας της γνώσης μεταφέρει το εννοιολογικό επίκεντρο από το «επάγγελμα» στην «απασχόληση» και, στη συνέχεια, στην «απασχολησιμότητα» (Σταμέλος 2010). Πέραν των θεσμικών
38
Σοφία Σταύρου αλλαγών που αυτό προϋποθέτει για τα πανεπιστήμια και τη λειτουργία τους, απορρέουν και διακυβεύματα για το ίδιο το άτομο και ευρύτερα για την κοινωνική ζωή. Αφού το σχέδιο αυτό επικαλείται μια «διαρκή, δια βίου, επικαιροποίηση των απαραίτητων ικανοτήτων που να καθιστούν τον άνθρωπο, εν δυνάμει ή εν αναμονή, εργαζόμενο, δηλαδή ικανό να εξυπηρετεί ανά πάσα στιγμή και σε κάθε τόπο κάποια από τις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας» (220). Ένα τέτοιο σχέδιο φαίνεται να βρίσκεται άρρηκτα συνδεδεμένο με τις ευρύτερες μεταλλάξεις του κοινωνικού κράτους, τόσο την αυξάνουσα σημασία της ατομικής ευθύνης, παρά της συλλογικής, όσο και την μετατόπιση προς την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, μέσα από τη δημιουργία ενός ανθρώπινου κεφαλαίου ικανού να ενταχθεί ή/και να παραμείνει στις δομές, παρά την προσπάθεια επίτευξης της ισότητας εντός των δομών.
39
Η πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση στην πορεία εξέλιξης του κοινωνικού κράτους
Βιβλιογραφία Ξενόφωνη Ball S. (2008), The education debate. Policy and Politics in the Twenty First Century, Bristol, Policy Press. Bernstein B. (2000), Pedagogy, symbolic control and identity, London, Rowman & Littlefield. Bourdieu P. & Passeron J-C. (1964), Les héritiers. Les étudiants & la culture, Paris, Editions de Minuit. Charle C. & Verger J. (1994), Histoire des universités, Paris, PUF. Clark B.R. (2007), ‘Development of the Sociology of Higher Education’, in P.J. Gumport, Sociology of Higher Education. Contributions and their contexts, Baltimore, John Hopkins University Press. Croché & Charlier (2009), «Bologne, dix ans après », Éducation et sociétés, 24(2), p.5-10. Deacon B. (2007), Global social policy & Governance, London, Sage. Drucker P. (1969), The Age of Discontinuity, New York, Harper & Row. Esping-Andersen G. (1990), The three worlds of welfare capitalism, Princeton, New Jersey, Princeton University Press. Fairclough N. (2006), Language and globalization, London, New York, Routledge. Gumport P.J., (Eds.) (2007), Sociology of Higher Education. Contributions and their contexts, Baltimore, John Hopkins University Press. Hantrais L. (2007), Social Policy in the European Union, New York, Palgrave Macmillan. Merrien F-X. (2007), L’État-providence, Paris, PUF. Ozga J. & Lingard B. (2007), ‘Globalisation, Education Policy and Politics’, in B. Lingard & J. Ozga (Eds.), The Routledge Falmer Reader in Education Policy and Politics, Oxon: Routledge, Chapter 5, pp.65-82. OECD (2017), Population with tertiary education (indicator). doi: 10.1787/0b8f90e9-en (Accessed on 06 January 2017).
40
Pestieau, P. (2006), The Welfare State in the European Union: economic and social perspectives, Oxford, Oxford University Press.
Σοφία Σταύρου Rizvi F. & Lingard B. (2010), Globalizing education policy, London, Routledge. Ridder-Symoens, H. (Εds.) (2003), A History of the University in Europe, Cambridge University Press. Stavrou S. (2009), ‘Negotiating curriculum change in the French university. The case of regionalising social scientific knowledge’, International Studies in Sociology of Education, 19(1), p.19-36. Stavrou S. (2016), ‘Changing official knowledge in economy-based societies: higher education policy, projected identities and the epistemic shift’, in P. Vitale and B. Exley (Eds.), Pedagogic Rights and Democratic Education, London, Routledge, pp.118-132. Vinokur, A. (2003), «De la scolarisation de masse à la formation tout au long de la vie : essai sur les enjeux économiques des doctrines éducatives des organisations internationales», Education et sociétés, 2 (12), p. 91-104. DOI 10.3917/es.012.0091. Ελληνόφωνη Γράβαρης, Δ. (2005), «Από το κράτος στο κράτος. Ορθολογικότητα και κανόνες νομιμοποίησης στην εκπαιδευτική πολιτική », Δ.Ν. Γράβαρης και Ν. Παπαδάκης (επιμ.), Εκπαίδευση και εκπαιδευτική πολιτική. Μεταξύ κράτους και αγοράς, Αθήνα, Σαββάλας, p. 27 50. Ζαμπέτα Ε. (1993), «Η εκπαίδευση ως κοινωνική πολιτική του κράτους. Συγκρότηση και επαναδιαπραγμάτευση πολιτικών», στο Γετίμης Π. & Γράβαρης Δ., Κοινωνικό κράτος και Κοινωνική πολιτική. Η σύγχρονη προβληματική, Αθήνα, Θεμέλιο, σ.223-311. Καραμεσίνη Μ. (2011), «Η πολιτική απασχόλησης της Ε.Ε.», στο Θ. Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Η κοινωνική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αθήνα: Διόνικος, σ. 187-250. Παπαδάκης Ν. Ε. (2006), Προς την κοινωνία των δεξιοτήτων;, Αθήνα, Σάκκουλας Αντ. Ν. Πρόκου, Ε. (2011), «Οι στόχοι της «ισότητας εκπαιδευτικών ευκαιριών» και της «αποδοτικότητας» στα μοντέλα ανώτατης εκπαίδευσης της Ευρώπης», στο Πρόκου (επιμ.), Κοινωνικές διαστάσεις των πολιτικών στην ανώτατη εκπαίδευση: Συγκριτική και Διεθνής προσέγγιση, Αθήνα, Διόνικος, σ.25-40. Σταμέλος, Γ. (2010), «Κοινωνία της γνώσης και Δια Βίου Μάθηση: αντιφάσεις και αδιέξοδα. Ή η πορεία προς την κοινωνική έκρηξη», στο Παπαδάκης Ν. & Σπυριδάκης Μ., Αγορά εργασίας,
41
Η πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση στην πορεία εξέλιξης του κοινωνικού κράτους
κατάρτιση, δια βίου μάθηση & απασχόληση, Αθήνα, Σιδέρης, σ.219-242.
Σταμέλος, Γ. & Βασιλόπουλος, A. (2013), Πολιτικές Δια Βίου Μάθησης στο Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης, Αθήνα, Εκδόσεις Διόνικος. Τσαούσης Δ.Γ. (2007), Η Εκπαιδευτική πολιτική των Διεθνών οργανισμών, Αθήνα, Gutenberg. Επίσημα κείμενα Commission of the European Communities (1991), Memorandum on Higher Education in the European Community, COM(91), 349 final. Commission of the European Communities (1993α), European social policy. Options for the Union, Green paper, COM(93) 551. Commission of the European Communities (1993β), Growth, Competitiveness, Employment. The challenges and ways forward into the 21st century, White paper, COM(93)700. Commission of the European Communities (1994), European social policy – A way forward for the Union, White paper, COM(94) 333 final. Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions (2016), A New Skills Agenda for Europe. Working together to strengthen human capital, employability and competitiveness, COM(2016)381 final. European Council (2000), The Lisbon Special European Council. Towards a Europe of Innovation and Knowledge, Presidency conclusions. OECD (1981), The Welfare state in crisis: an account of the Conference on Social Policies in the 1980s, OECD, Paris, 20-23 October. OECD (1994α), New Orientations for Social Policy, Paris. OECD (1994β), Jobs Study: Evidence, and Explanations, Paris: OECD. OECD (1996α), The Knowledge-based Economy, Paris, General Distribution, OCDE/GD(96)102. OECD (1996β), Lifelong learning for all, Meeting of the Education Committee at Ministerial Level, 16-17 January 1996, Paris.
42
Ετήσια Επιθεώρηση Ιστορίας, Κοινωνίας και Πολιτικής, Τεύχος 3, σσ. 43-52, 2017
Ευγενία Μεσαρίτου
Χώροι θρησκευτικής λατρείας ως χώροι συνεύρεσης διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων:
μια σύντομη παρουσίαση βασικών παραμέτρων της συζήτησης
Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται μια αύξηση στο ενδοιαφέρον για τους χώρους, ιερούς και μη, τους οποίους “μοιράζονται” ή στους οποίους “αναμυγμύονται” (Bowman 2012b: 3)1 και συνευρήσκονται μέλη διαφορετικών εθνοτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων (Bryant 2016b: 2). Ενδεικτικό του ενδοιαφέροντος αυτού είναι τα βιβλία (βλ. Hassner 2009, Bigelow 2010, Hayden et al. 2016) και οι πολυάριθμοι επιμελημένοι τόμοι (βλ. Bowman 2012a, Albera and Courcoucli 2012, Bryant 2016a, Barkan and Barkey 2015a) οι οποίοι έχουν εκδοθεί με επίκεντρό τους μια ποικιλία χώρων, κυρίως ιερών, οι οποίοι μελετούνται ήτε εθνογραφικά, ήτε διαχρονικά ήτε μέσα από ένα συνδιασμό των δύο σε μια ποικιλία γεωγραφικών περιοχών όπως για παράδειγμα την Ινδία, τα Βαλκάνια και την Μεσόγειο. Οπως σημειώνει η Bryant (2016b: 3), οι χώροι τους οποίους χρησιμοποιούν από κοινού διαφορετικές κοινότητες δεν περιορίζονται μόνο στους χώρους θρησκευτικής λατρείας, αλλά περιλαμβάνουν και χώρους όπως η αγορά, ή τους «κοινο[ύς] χώρο[υς] του μεικτού χωριού, ή της αστικής γειτονιάς».
1 Στο Grounds for Sharing-Occasions for Conflict, ο Bowman (2016) προάγει τη χρήση του όρου “αναμυγμύουνται” (mixing) αντί του όρου “μοιράζονται” (sharing) λόγω του ότι το “μοιράζονται” υπονοεί μιαν εκ των προτέρων παραδοχή φιλικών σχέσεων (Bowman 2012b: 8, σημείωση 5, επίσης βλ. Bowman 2010: 199).
43
Χώροι θρησκευτικής λατρείας ως χώροι συνεύρεσης διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων
Παρ’όλα αυτά, οι χώροι θρησκευτικής λατρείας παρουσιάζουν ιδιαίτερο κοινωνικο-πολιτικό αλλά και ερευνητικό ενδοιαφέρον εν όψη του γεγονότος ότι τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί από αυτούς έχουν εθνικοποιηθεί και πολιτικοποιηθεί (Henig 2015: 130), αλλά και εν όψη συζητήσεων που διενεργούνται σε σχέση με τη «σύγκρουση πολιτισμών» (Bowman 2012b: 3), η οποία όπως σημειώνει ο Albera (2012a: 240) συχνά ταυτίζεται με την “σύγκρουση των θρησκειών”, φτάνοντας τελικά “να σημαίνει τη σύγκρουση ανάμεσα στη Χριστιανική Δύση και το Ισλάμ”. Η μελέτη τέτοιων χώρων επομένος, αφ’ η στιγμής διαφωτίζει την ποικιλία διακοινοτικών διαντιδράσεων οι οποίες εκδηλώνονται σε αυτούς, καταδυκνύει κατά το Bowman (2010) την ανάγκη αντικατάστασης «απλοϊκ[ών] γενικεύσε[ων] για τις διακοινοτικές εχθρότητες» με την διερεύνηση των παραγόντων, συνθηκών και δυνάμεων που μπορεί να «προάγουν την γειτνείαση, τον ανταγωνισμό, και [...] [την] μετατρ[οπή] το[υ] έν[ός] στο άλλο» (ο.π.: 195). Οι θρησκευτικοί χώροι τους οποίους μοιράζονται μέλη διαφορετικών θρησκειών είναι ένα συχνό φαινόμενο στην Μεσόγειο (Couroucli 2012: 1) και δει την Ανατολική (ο.π. 3; Albera 2012a: 220-221), και αποτελεί έναν φαινόμενο το οποίο παρουσιάζεται και στην Κύπρο. Ο Mette Hattay (2015) για παράδειγμα, εντοπίζει τρείς βασικούς τύπους τέτοιων χώρων στην Κύπρο; τους «χώρους προσωρινής υποταγής» (spaces of temporary submission), τους «διαφιλονικούμενους χώρους» (contested shared spaces) και τους «οικονομικούς χώρους» (economic spaces). Τόσον οι «χώροι προσωρινής υποταγής» όσον και οι «διαφιλονικούμενοι χώροι» είναι χώροι τους οποίους επισκέπτονται και αναγνωρίζουν ως ιερούς και οι δύο κοινότητες. Η διαφορά τους έγγυται στο ότι, ενώ στην περίπτωση των «χώρων προσωρινής υποταγής» η μία κοινότητα δεν αμφισβητεί τη νόμιμότητα της εξουσίας της άλλης κοινότητας στην οποία αυτοί «ανήκαν» και από την οποία ελέγχονταν (ο.π. 73, 88), στην περίπτωση των «διαφιλονικούμενων χώρων» και οι δύο κοινότητες προβάλλουν διεκδικήσεις στη βάση ανταγωνιστικών ιδρυτικών μύθων. Στην τελευταία κατηγορία, των «οικονομικ[ών] χώρ[ων]» (economic spaces), ο Hattay (2015) περιλαμβάνει χώρους που αν και θεωρούνταν και αναγνωρίζονταν ως ιεροί μόνον από τη μία κοινότητα εντούτης γίνονταν ανεκτοί από την άλλη κοινότητα, λόγω του οικονομικού κυρίως οφέλους που έχει από αυτούς (ο.π. : 73).
44
Ευγενία Μεσαρίτου
Η συζήτηση για τους θρησκευτικούς χώρους τους οποίους μοιράζονται μέλη διαφορετικών θρησκειών πυροδοτήθηκε από τη δημοσίευση του άρθρου του Robert Hayden (2002), Antagonistic Tolerance (Albera 2012a: 242) και η παρουσίαση βασικών της παραμέτρων αποτελεί το στόχο του κειμένου αυτού. Στο Antagonistic Tolerance, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Current Anthropology μαζί με τις αποκρίσεις διαφόρων ερευνητών σε αυτό, ο Hayden (2002), εστοιάζοντας στις περιπτώσεις της Ινδίας και των Βαλκανίων, έθεσε το επιχείρημα ότι η συνύπαρξη διαφορετικών ομάδων μπορεί να ειδωθεί ως μια ανταγωνιστική σχέση που να βασίζεται «στην ανικανότητα της κάθε ομάδας να ξεπεράσει την άλλη». Σε αυτό το πλαίσιο, η συνύπαρξη δεν υπονοεί απαραίτητα ανοχή, υπό τη μορφή σεβασμού, αλλά μπορεί να αποτελεί την εκδήλωση ανοχής υπό τη μορφή «παθητικής μη επέμβασης» (Hayden 2002: 206), «μια [...] πραγματιστική» δηλαδή, αντί «μια θετική ηθική στάση» (ο.π. 205, 219). Αλλού, ο Hayden και οι συνεργάτες του (βλ. Hayden and Walker 2013, Hayden 2016, Hayden et al. 2016), αντλώντας δεδομένα από τη Βουλγαρία, την Ινδία, το Μεξικό, την Πορτογαλλία, το Περού και την Τουρκία, αναπτύσσουν το μοντέλο Ανταγωνιστικής Ανοχής2, σύμφωνα με το οποίο η «ανοχή» με την αρνητική της έννοια ασκήτε στις περιπτώσεις εκείνες όπου υπάρχει ξεκάθαρη και αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της μιας ομάδας έναντι των άλλων. Ο έλεγχος της ταυτότητας θρησκευτικών χώρων αποτελεί ένα δείκτη της κυριαρχίας αυτής, η οποία όταν απειληθεί οδηγούμαστε σύμφωνα με το μοντέλο Ανταγωνιστικής Ανοχής σε ξεσπάσματα βίας (Hayden and Walker 2013: 4, Hayden 2016: 67, Hayden et al. 2016: 10-12). Η προσέγγιση που ακολουθήται από τον Hayden και τους συνεργάτες του είναι αυτή της longue durée (Bryant 2016b: 5), όπου διακοινοτικές διαντιδράσεις που φαινομενικά είναι ισότιμες και ειρηνικές, γίνονται αντιληπτές ως στιγμές σε μια μακροχρόνια πορεία διακοινοτικού ανταγωνισμού (Hayden 2002: 206) και κυριαρχικών σχέσεων (Bryant 2016b: 5). Το επιχείρημα του Hayden φαίνεται να βρίσκει εφαρμογή σύμφωνα με τον Hatay (2015: 73) στην ανάλυση των “διαφιλονικούμενων χώρων” (“contested sites”) όπως αυτοί εξηγήθηκαν πιο πάνω. Παρόλον που και οι δύο κοινότητες διεκδικούν την ταυτότητα και κυριότητα αυτών 2
Για μια σύντομη ιστορία της έννοιας βλ. Hayden et. al. 2016: 17
45
Χώροι θρησκευτικής λατρείας ως χώροι συνεύρεσης διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων
των θρησκευτικών χώρων, εν τούτοις μόνο μια από αυτές ασκεί έλεγχο πάνω τους, καθορίζοντας έτσι και τους κανόνες για όλους όσους τους επισκέπτονται από πίστη στην ιερότητά τους. Επισκέπτες-μέλη της άλλης κοινότητας άρα οι οποίοι γίνονται σε αυτό το πλαίσιο ανεκτοί, ακολουθούν τους κανόνες χωρίς όμως να υποτάσσονται πλήρως στην κυρίαρχη δύναμη που τους ορίζει, όπως αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση των “χώρων προσωρινής υποταγής” (Hatay 2015: 88). Το επιχείρημα περί “ανταγωνιστικής ανοχής”, όπως αυτό διατυπώθηκε αρχικά στο άρθρο του 2002 δέκτηκε πολλές κριτικές οι οποίες προέρχονται κυρίως από ανθρωπολόγους, όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος ο Hayden και οι συνεργάτες τους (Hayden et. al 2016: 174). Δύο τουλάχιστον επιμελημένοι τόμοι που κυκλοφόρησαν το 2012, ο ένας από τον Glenn Bowman [Sharing the Sacra] και ο άλλος από τους Dionigi Albera και Maria Couroucli [Sharing Sacred Spaces in the Mediterranean] καταπιάνωνται με το επιχείρημα περί «ανταγωνιστικής ανοχής», συνεισφέροντας ταυτόχρονα όπως και οι ίδιοι οι επιμελητές τους σημειώνουν, στη συζήτηση για την «σύγκρουση πολιτισμών» (Albera 2012a: 240; Bowman 2012b: 1). Σύμφωνα με τον Dionigi Albera (2012a: 243) ο Hayden μετατρέπει τους ισχυρισμούς του θρησκευτικού εθνικισμού σε βάση ενός συγκριτικού επιχειρήματος, κατά τρόπο που να τους υποστασιοποιεί. Κινούμενος σε παρόμοια μήκη, ο Bowman (2012; 2002), ο οποίος ήταν και ένας από τους σχολιαστές του αρχικού άρθρου του Hayden (2002), θεωρεί ότι προσεγγίσεις όπως αυτές του Hayden (2002), αλλά και του Huntington (1993, 1996) με το επιχείρημά του περί “σύγκρουσης πολιτισμών”, βασίζονται σε μια θεώρηση των ταυτοτήτων ως σταθερές και ανταγωνιστικές (Bowman 2012b: 1) αντί ως περιστασιακές και εξαρτώμενες από το πλαίσιο στο οποίο διαμορφώνονται (ο.π.: 2). Τέτοιου ειδους προσεγγίσεις έχουν αμφισβητούνται από την εξέταση των τρόπων με τους οποίους τα νοήματα που αποδίδονται και αναζητούνται στα προσκυνηματικά κέντρα αλλάζουν, καθώς οι κοινότητες μεταμορφώνονται από ιστορικά γεγονότα, όπως για παράδειγμα τον πόλεμο (Bowman 2014: 156). Η θεώρηση των ταυτοτήτων ως εξαρτώμενες των συνθηκών και άρα ως ρευστές, παρόλον που μπορεί, όπως σημειώνει ο Hayden (2002: 206), να μην αποκλείει το ενδεχόμενο οι διαφορές που διακρίνουν τις κοινότητες να επιμένουν, εντούτης, δεν παίρνουν την σύγκρουση ως κάτι το δεδομένο ή το αναγκαίο (Bowman 2012b: 2). Αναλύοντας το Ελληνο-
46
Ευγενία Μεσαρίτου
Ορθόδοξο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία το οποίο επισκέπτονταν για την ημέρα της γιορτής του Προφήτη, ντόπιοι Παλαιστίνιοι- Χριαστιανοί και Μουσουλμάνοι- που προέρχονταν από περιοχές της περιφέρειας της Βηθλεέμ, ο Bowman (1993) βρήκε για παράδειγμα, ότι, παρ’όλην την ποικιλία των κινήτρων που την υποκινούσαν, πολλοί από αυτούς με τους οποίους μίλησε, τόνισαν την ευκαιρεία που η γιορτή παρείχε για συνεύρεση με τους ‘γείτονες’, φίλους και οικογένεια τους (ο.π.: 434). Κινούμενοι ανάμεσα στις διάφορες μικρές ομάδες που σχηματίζονταν στους ελαιώνες του μοναστηριού την προηγούμενη της γιορτής του προφήτη, μοιράζονταν “φαγητό, ποτά και κουτσομπολιό” (ο.π. 438), δημιουργόντας έτσι μιαν προσωρινή κοινότητα, της οποίας την ύπαρξη αλλά και πολυπλοκότητα αναγνώριζαν (ο.π.; βλ. επίσης Bowman 2010: 196 και 2002: 220). Οι ταυτότητες των ατόμων αναδιαμορφώνονταν αναλόγος του πλαισίου στο οποίο βρίσκονταν (Bowman 1993: 438, 2002: 220), ενώ ο ανταγωνισμός αποτελούσε απλά μια πιθανότητα που εξαρτώταν από τις καταστάσες και όχι ένα θεμελειώδες χαρακτηριστικό των διακοινοτικών σχέσεων όπως υποστηρίζει ο Hayden (Bowman 2010: 196). Αναγνωρίζοντας την επιρροή των ιστορικο-κοινωνικοπολιτικών πλαισίων πάνω στις πρακτικές θρησκευτικής ανάμειξης (Albera 2012a: 241; Bowman 2012b: 4), οι θεωρήσεις που τονίζουν την ρευστότητα των ταυτοτήτων (Bowman 2012b: 1) εστοιάζονται κυρίως στην εξέταση του τρόπου που οι διάφορες και διαφορετικές κοινότητες που συνευρέθονται στον ίδιο χώρο θρησκευτικής λατρείας διαντιδρούν (Bowman 2012b: 3-4). Η εστοίαση σε αυτές τις διαντιδράσεις, απαιτεί κατά τον Bowman (2012b) την προσεκτική και λεπτομερή εξέταση της μεγάλης γκάμας και των ποικίλων τρόπων που τα μέλη των διαφορετικών κοινοτήτων “χειρίζονται την παρουσία των άλλων”, πότε με το να τους μιμούνται, πότε με το να τους αποφεύγουν, πότε με το να αναγνωρίζουν και πότε με το να αγνοούν την παρουσία και τις πρακτικές τους (Bowman 2012b: 4). Αυτό βρίσκεται στην καρδιά της “‘χορογραφίας’ των διακοινοτικών σχέσεων γύρω από τους ιερούς χώρους” την οποία αυτές οι προσεγγίσεις προσπαθούν να παρουσιάσουν (ο.π.: 3). Στο βιβλίο που ο Hayden και οι συνεργάτες του εξέδωσαν το 2016 απαντούν στους επικριτές του επιχειρήματος περί ανταγωνιστικής ανοχής, τονίζοντας την ανάγκη μελέτης των χώρων τους οποίους μοιράζονται μέλη διαφορετικών θρησκειών αλλά και των διακοινοτικών διαντιδράσεων
47
Χώροι θρησκευτικής λατρείας ως χώροι συνεύρεσης διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων
που λαμβάνουν χώραν εντός τους, μέσα στο χρόνο. Χαρακτηρίζοντας τις προσεγγίσεις εκείνες που επικεντρώνονται στη χορογραφία αυτών των διαντιδράσεων στο τοπικό επίπεδο ως στατικές (Hayden et al. 2016: 84; Hayden 2016: 69), σημειώνουν τη σημασία τοποθέτησης των γεγονότων που εξετάζονται εθνογραφικά στο πλαίσιο διαχρονικών διαντιδράσεων των τοπικών αλλά και ευρύτερων θρησκευτικών κοινοτήτων (Hayden et al. 2016: 70-71). Μια τέτοια προσέγγιση αναγνωρίζει κατά τον Hayden και τους συνεργάτες του (2016) το γεγονός ότι οι δράσεις του παρελθόντος και οι μελλοντικοί στόχοι των δραστών επηρεάζουν τον τρόπο που οι κοινότητες διαντιδρούν στο παρόν (Hayden et al. 2016: 71).3 Η longue durée είναι βέβαια μια προσέγγιση που οι Albera και Courcoucli υιοθετούν στον τόμο που επιμελήθηκαν με τίτλο Sharing Sacred Spaces in the Mediterranean, όπου παρουσιάζονται δεδομένα, τόσον ιστορικά όσον και εθνογραφικά, τα οποία δεν υποστηρίζουν κατά τον Albera (2012a: 243) το επιχείρημα που προβάλλει ο Hayden. Η longue durée είναι επίσης μια οπτική που ο Albera υιοθετεί στην συνεισφορά του στον τόμο Sharing the Sacra που επιμελήθηκε ο Bowman (2012a). Σε αυτή του τη συνεισφορά, ο Albera (2012b), δηλώνοντας ρητά την υιοθέτηση της προσέγγισης που εισηγήται ο Hayden (ο.π.: 11), εξετάζει συγκριτικά και διαχρονικά μια σειρά από Μεσογειακούς ιερούς χώρους οι οποίοι είναι αφιερωμένοι στη Παρθένο Μαρία και τους οποίους επισκέπτονται και Μουσουλμάνοι. Σύμφωνα με τον Albera (2012b: 19) δεν φαίνεται να υπάρχει συσχετισμός ανάμεσα στον έλεγχο των χώρων και των φαινομένων αυτών, κάτι το οποίο εισηγείται ο Hayden. Η εξέταση του Albera (2012b) κατέδειξε επίσης ότι, ακόμα και σε περιπτώσεις βίαιου ανταγωνισμού και σύγκρουσης ανάμεσα στις κοινότητες που μοιράζονταν τους ιερούς χώρους, η από κοινού λατρεία σε αυτούς τους χώρους δεν τερματίστικε αλλά αναβίωσε με την πάροδο του χρόνου, συχνά βοηθόντας στην μετα-εμφύλιο αποκατάσταση της συνύπαρξης και κοινής τους ζωής (ο.π.: 17-18, 21-22). Παρόλον που όπως σημειώνει η Anna Bigelow (2012: 28), δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το φαινόμενο του ανταγωνισμού δεν εκδηλώνεται 3 Ο αγγλικός όρος που χρησιμοποιούν είναι αυτός του «interptemporality» ο οποίος μπορεί να μεταφραστεί ως διαχρονικότητα. Ο όρος χρησιμοποιείται όπως δηλώνουν οι ίδιοι οι συγγραφείς, τόσο με την οικονομική όσο και με τη νομική του έννοια. Για περισσότερα πάνω στην έννοια και τον τρόπο που την χρησιμοποιούν βλ. Hayden et al 2016: 10-12 και Hayden 2016: 68-71.
48
Ευγενία Μεσαρίτου
ή δεν υποβόσκει στους χώρους που ‘μοιράζονται’ μέλη διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων, εν τούτης ο ανταγωνισμός αυτός μπορεί να είναι περιστασιακός, γεγονός που καταδυκνύει την ανάγκη προσεκτικής εξέτασης συγκεκριμένων περιπτώσεων όπου διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες μοιράζονται ένα χώρο θρησκευτικής λατρείας. Το αν θα εμφανιστεί ή θα διατηρηθεί αυτό το φαινόμενο κατά τρόπο που να μην προκαλείται σύγκρουση εξαρτάται από τις συνθήκες, αλλά και από τις ίδιες τις κοινότητες και την πολιτική και θρησκευτική τους ηγεσία (Bigelow 2012: 28). Η σημασία του ρόλου της τελευταίας στο κατά πόσον θα υπάρξει εκδήλωση ποικιλομορφίας ή επιβολή “ορθοδοξίας” σε αυτούς τους χώρους σημειώνεται και από τον Bowman (2012b: 5), αλλά και από τους Barkan και Barkey (2015b). Πέραν του ρόλου των θρησκευτικών αρχών, οι Barkan και Barkey (2015b) τονίζουν επίσης τον σημαντικό ρόλο του κράτους και των πολιτικών που προάγει στην δημιουργεία, την αποφυγή ή τον τερματισμό των συγκρούσεων σχετικά με τους χώρους όπου λατρεύουν μέλη διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων (ο.π.: 26-27). Η επιδίωξη πολιτικού κέρδους από μέρους των κρατών ή των θρησκευτικών και πολιτικών ηγετών, μπορεί να κάνει τις διαφορές στη βάση των οποίων διαμορφώνονται οι ταυτότητες αρκετά σημαντικές ουτωσώστε να προκαλέσουν τη σύγκρουση και τη βία, όπως η ετοιμότητά τους για διάλογο και διαπραγμάτευση μπορεί να την αποτρέψουν ή και να την τερματίσουν (ο.π.: 26-27). Παρόλον που η συζήτηση για του χώρους στους οποίους λατρέυουν μέλη διαφορετικών κοινοτήτων είναι ακόμα ανοικτή, η πλούσια έρευνα που έχει παραχθεί στον τομέα μελέτης τους, σε πολλές περιπτώσεις φανερώνει τη δυνατότητα διακοινοτικής και διεθνοτικής συνύπαρξης, αμοιβαίας επιρροής και διαλόγου (Eade και Katic 2014: 7), ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες όπου θρησκευτικές διαφορές μπορεί να προκαλέσουν βία και μίσος (Albera 2015: 122) και όπου συμβαίνουν δραματικές πολιτικές αλλαγές (ο.π.: 125). Αυτή η τάση καταδυκνύει ότι οι χώροι αυτοί δεν αποτελούν ούτε απλά αντανάκλαση ούτε απλά αντίσταση «σε ευρύτερες πολιτικές συγκρούσεις» (Eade και Katic 2014b: 8). Η διαντιδράσεις ομάδων που θεωρούνται αντίθετες η μία με την άλλη είναι επομένως πολυδιάστατες και όχι απλά αντιθετικές (Albera 2012a: 240; Barkan και Barkey 2015b: 26-27).
49
Χώροι θρησκευτικής λατρείας ως χώροι συνεύρεσης διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων
Βιβλιογραφία
Albera, D. and Courcoucli (eds.) 2012. Sharing Sacred Spaces in the Mediterranean. Bloomington and Indianapolis: Indiana Univer sity Press Albera, D. 2012a. “Conclusion: Crossing the Frontiers between the monotheistic Religions, an Anthropological Approach,” in Sharing Sacred Spaces in the Mediterranean (eds.) D. Albera and M. Couroucli. Bloomington and Indianapolis: Indiana University Press (p.p. 219-245) Albera, D. 2012b. “Combining Practices and Beliefs: Muslim Pilgrims at Marian Shrines,” in Sharing the Sacra (ed.) G. Bowman. NY/ Oxford: Berghahn Book. (p.p. 10-24) Albera, D. 2015. “Religious Antagonism and Shared Sanctuaries in Algeria,” in Choreographies of Shared Sacred Sites: Religion, Politics and Conflict Resolution (eds.) E. Barkan, K. Barkey. NY: Columbia University Press (p.p. 97-130) Barkan, E. and K. Barkey, (eds.) 2015a. Choreographies of shared Sacred Sites: Religion, Politics and Conflict Resolution. NY: Columbia University Press Barkan, E. and K. Barkey, 2015b. “Introduction,” in Choreographies of shared Sacred Sites: Religion, Politics and Conflict Resolution (eds.) E. Barkan, K. Barkey. NY: Columbia University Press (p.p. 1-33) Bigelow, A., 2010. Sharing the Sacred: Practicing Pluralism in Muslim North India. Oxford: Oxford University Press Bigelow, A., 2012. “Everybody’s Baba: Making Space for the other,” in Sharing the Sacra (ed.) G. Bowman. NY/Oxford: Berghahn Book (p.p. 25-43) Bowman G., 1993. Nationalizing the Sacred: Shrines and Shifting Identities in the Israeli-Occupied Territories. Man, New Series, 28(3): 431-460
50
Ευγενία Μεσαρίτου
Bowman G., 2002. Comment on Robert Hayden’s «Antagonistic Tolerance: Competitive Sharing of Religious sites in South Asia and the Balkans.» Current Anthropology 43(2): 219-220 Bowman G., 2010. «Orthodox-Muslim Interactions at ‘Mixed Shrines’ in Macedonia,» in Eastern Christians in Antrhopological Perspectives (eds.) C. Hann and H. Goltz, Berkeley: University of California Press (p.p. 195-220) Bowman, G. (ed.) 2012a. Sharing the Sacra: The Politics and Pragmatics of Intercommunal relations around holy places. NY., Oxford: Berghahn Bowman, G. 2012b. “Introduction: Sharing the Sacra,” in Sharing the Sacra: The Politics and Pragmatics of Intercommunal relations around holy places (ed) G. Bowman. N.Y., Oxford: Berghahn (p.p. 1-10) Bowman, G. 2014 “Concluding Thoughts,” in Pilgrimage, politics and place-making in eastern Europe. Crossing the borders. Surrey and Burlington (eds. J. Eade and M. Katic). Surrey and Burlington: Ashgate (p.p. 153-159) Bryant, R. (ed.) 2016a. Post-Ottoman Coexistence: Sharing Space in the Shadow of Conflict (ed.) R. Bryant. N.Y.: Berghahn Bryant,
R. 2016b. «Introduction: Everyday Coexistence in the PostOttoman Space,» in Post-Ottoman Coexistence: Sharing Space in the Shadow of Conflict (ed.) R. Bryant. NY: Berghahn (p.p. 1-41)
Couroucli, M. 2012. Introduction: Sharing Sacred Places- A Mediterra nean Tradition,» in Sharing Sacred Spaces in the Mediterranean (eds.) D. Albera and M. Couroucli. Bloomington and Indianapolis: Indiana University Press (p.p. 1-9) Eade,
J. and M. Katic 2014. “Introduction: Crossing the Borders,” in Pilgrimage, politics and place-making in eastern Europe. Crossing the borders. Surrey and Burlington (eds. J. Eade and M. Katic). Surrey and Burlington: Ashgate (p.p. 1-15).
Hassner, R., 2009. War on Sacred Grounds. Ithaca: Cornell University Press
51
Χώροι θρησκευτικής λατρείας ως χώροι συνεύρεσης διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων
Hatay,
M. 2015. “Three Ways of Sharing the Sacred: Choreographies of Coexistence in Cyprus,” in Choreographies of Shared Sacred Sites: Religion, Politics and Conflict Resolution (eds.) E. Barkan, K. Barkey. NY: Columbia University Press (p.p. 69-97)
Hayden, R. M. 2002. Antagonistic Tolerance: Competitive Sharing of Religious Sites in South Asia and the Balkans. Current Anthropology 43(2): 205-231 Hayden, R. M. 2016. “Intersecting Religioscapes in Post-Ottoman Spaces: Trajectories of Change, Competition, and Sharing of Religious Spaces,” in Post-Ottoman Coexistence: Sharing Space in the Shadow of Conflict (ed.) R. Bryant. N.Y: Berghahn (p.p. 59-85) Hayden, Robert M., and Timothy D. Walker. 2013. “Intersecting Religioscapes: A Comparative Approach to Trajectories of Change, Scale, and Competitive Sharing of Religious Spaces.” Journal of the American Academy of Religion 81(2): 399–426. Hayden, R.M., T. Tanyeri-Erdemir, T.D. Walker, A. Erdemir, D. Rangachari, M. Aguilar-Moreno, E. López-Hurtado and M. Bakić–Hayden. 2016. Antagonistic Tolerance: Competitive Sharing of religious sites and spaces. London and NY: Routledge Henig, D., 2015. “Contested Choreographies of Sacred Spaces in Muslim Bosnia,” in Choreographies of shared Sacred Sites: Religion, Politics and Conflict Resolution (eds.) E. Barkan, K. Barkey. NY: Columbia University Press (p.p. 130-163) Huntington, S. 1993. “The Clash of Civilizations?” Foreign Affairs 72(3): 22-49 Huntington, S. 1996. The Clash of Civilizations and the Remaking of the World Order. N.Y.: Simon and Schuster
52
Ετήσια Επιθεώρηση Ιστορίας, Κοινωνίας και Πολιτικής, Τεύχος 3, σσ. 53- 69, 2017
Άντης Ζήσιμος1
Η τραγωδία των κοινών ή η κοινή τραγωδία
Όταν ο Χαρτιν έγραψε το γνωστό σύγγραμμα του περί της θεωρίας των κοινών το 1968 [Garrett Hardin 1968] δεν ήταν σε θέση να προβλέψει τις μεγάλες περιβαλλοντικές αλλαγές που περνά ο πλανήτης μας σήμερα. Το μέγεθος της αλλαγής των κλιματικών συνθηκών με όλα τα συνεπακόλουθα της, την οριακή κατάσταση των φυσικών πόρων όπως είναι το νερό το έδαφος και ο αέρας, την καταστροφή τεράστιων δασικών εκτάσεων ανά τον πλανήτη και την μείωση της βιοποικιλότητας με ταχείς ρυθμούς πολλοί μελετητές την έχουν χαρακτηρίσει και ως σύγχρονη περιβαλλοντική κρίση [Grutzen and Stoermer, Foster, 2009]. H έκταση των επιπτώσεων του ανθρωπίνου είδους στην εξελικτική ικανότητα του συστήματος (που ονομάστηκε βιόσφαιρα από εξέχοντες γεωχημικούς[Vernadsky 1926]) έχει γίνει τόσο ολέθρια μεγάλη που ώθησε πολλούς ερευνητές να αναγνωρίσουν μια νέα γεωλογική εποχή με το όνομα “Ανθρωποκαινο” [Grutzen] η οποία έχει ήδη διαδεχθεί την εποχή του Ολόκαινου (τελευταία 10 χιλιάδες έτη ο πλανήτης ζει στην εποχή του Ολόκαινου που σηματοδοτεί το τέλος της εποχής Παγετώνων στη Γη και την εμφάνιση του σύγχρονου πολιτισμού του ανθρώπου). 1 Ο Άντης Ζήσιμος κατέχει διδακτορικό στη χημεία από το University of North London και εργάστηκε ως ερευνητής στο University College London (UCL). Τα τελευταία δέκα χρόνια εργάζεται στο Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης όπου το ερευνητικό του έργο εντάσσεται στα πεδία της εφαρμοσμένης γεωχημείας, της γεωχημικής χαρτογράφησης των εδαφών, της αστικής γεωχημείας, της ρύπανσης του περιβάλλοντος από χημικά αίτια και τον χαρακτηρισμό γεωλογικών πρώτων υλών. Έχει εκδώσει πέραν των 40 πρωτότυπων εργασιών σε διεθνή περιοδικά και έχει κάνει πολλές ανακοινώσεις σε διεθνή συνέδρια στα θέματα την χημείας της φυσικοχημείας και της γεωχημείας.
53
Η τραγωδία των κοινών ή η κοινή τραγωδία
Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι το κατά πόσο μπορούμε να ευελπιστούμε στην μετεξέλιξη της κοινωνίας σε ένα πραγματικά αειφόρο μοντέλο ανάπτυξης πριν την τελική καταστροφή; Μπορεί με αλλά λόγια η ανθρωπότητα να βρει με κάποιο τρόπο τον δρόμο αποφυγής μιας ολικής περιβαλλοντικής καταστροφής μέσα από την υφιστάμενη υπέρσυσσώρευση του πλούτου [Harvey, 2009]; Υπέρ-συσσώρευση που προκαλεί ταυτόχρονα την υπέρ-εκμετάλλευση και κατ’επέκταση εξάντληση των φυσικών πόρων σε σημείο καταστροφής τους με ανεπανόρθωτες συνέπιες; Από το 1845 οι Μαρξ και Ενγκελς εστίασαν στο ότι η φύση που προϋπήρξε του ανθρώπινου είδους δεν υπάρχει πια παρά μόνο ίσως σε κάποια απομακρυσμένα, νεότερα, κοραλλιογενή νησιά της Αυστραλίας (Marx and Engels 1845). Παρόμοιες απόψεις εκφράστηκαν επίσης στο έργο «Man and Nature» [Marsh, 1864] δυο χρόνια πριν ο Ερνστ Χέγκελ χρησιμοποίησε την λέξη οικολογία, και τρία χρόνια πρώτού ο Μαρξ δημοσίευσε το Κεφάλαιο περιλαμβάνοντας την προειδοποίηση του για «μεταβολικό χάσμα» στη σχέση ανθρώπου και φύσης. O Φόστερ επαναφέρει στη σύγχρονη διαλεκτική το πως τα περιβαλλοντικά χάσματα δημιουργούνται καθώς το κεφάλαιο διεισδύει σε νέους χώρους κατά τα στάδια της ανάπτυξης του δημιουργώντας ταυτόχρονα αξεπέραστα και καταστροφικά περιβαλλοντικά ζητήματα στο φυσικό περιβάλλον [Bellamy Foster2009]. Συζητώντας σε αυτό το πλαίσιο τα τελευταία χρόνια έχει ξαναβρεί νέο μομέντουμ στην παγκόσμια διαπάλη των ιδεών η λεγόμενη θεωρία των «Κοινών» η οποία προσπαθεί να απαντήσει με τρόπο πρακτικό και εποικοδομητικό σε κάποιες από τις πιο πάνω ερωτήσεις. Γιατί δηλαδή οι φυσικοί πόροι είναι θέμα κοινών και γιατί η καταστροφή τους είναι άμεσα συνδεδεμένη με την υπέρ-συσσώρευση πλούτου που συντελείται στο υπάρχων καπιταλιστικό σύστημα. Πριν όμως προχωρήσουμε στην συζήτηση των ερωτημάτων που έχουν τεθεί θα πρέπει να γίνει μια ανάλυση του θεωρητικού πλαισίου των «Κοινών». Όταν μιλούμε για «Κοινά» (αλλιώς γνωστά ως Commons) εννοούμε όλα εκείνα τα κοινά που κληρονομήσαμε ή δημιουργήσαμε συλλογικά ως κοινωνία. Κάποια από αυτά είναι φυσικοί πόροι όπως είναι το έδαφος για παράδειγμα, οι θάλασσες, ο αέρας, τα δάση, το νερό ή το δικαίωμα χρήσης τους χωρίς περιορισμούς δημιουργίας κέρδους (ή αλλιώς περιφράξεις). Τα Κοινά περιλαμβάνουν επίσης κτήσεις όπως το διαδίκτυο, την γνώση, τα δίκτυα διαμοιρασμού αρχείων (file-sharing δίκτυα), και επίσης όλο και περισσότερο το κίνημα της εναλλακτικής
54
Άντης Ζήσιμος παγκοσμιοποίησης. Ο όρος «Κοινά» εμφανίζεται σε διάφορα ιστορικά πλαίσια. Πρώτα απ ‘όλα, ο όρος εμφανίζεται σε σχέση με τις περιφράξεις γης (land enclosure) κατά τη διάρκεια της προ-καπιταλιστικής περιόδου ή στις αρχές του καπιταλισμού στην Αγγλία.[] Τα «Kοινά» έχουν κατηγοριοποιηθεί με διάφορες προσεγγίσεις σε κατηγορίες ανάλογα με το περιεχόμενο τους παραδείγματος χάρη τα φυσικά «Κοινά» (αέρας, νερό, λίμνες, φυσικοί πόροι κτλ), τα δημόσια Κοινά (δρόμοι, πανεπιστήμια, μουσεία κτλ) και τα πολιτισμικά Κοινά (γλώσσες, επιστήμες, διαδίκτυο, ανοικτό και ελεύθερο λογισμικό κτλ) [Barnes, Capitalism]. Αντίθετα με τα περισσότερα πράγματα στη σύγχρονη βιομηχανική εποχή, τα Κοινά δεν είναι ούτε ιδιωτικά, ούτε κρατικά: χαρακτηρίζονται από μια σχεσιακή προσέγγιση, καθώς περιέχουν κοινωνικές σχέσεις βασισμένες σε ένα ήθος συνεργασίας κι αλληλεξάρτησης, μακριά από κάθε είδος εμπορευματοποίησης [Thompson, 1968]. Τα Κοινά συνιστούν για άλλους [Benkler, 2004], ένα μοντέλο ομότιμης παραγωγής, όπου οι πόροι κατανέμονται με πιο αποδοτικούς τρόπους μέσα από ένα πλαίσιο κοινοκτημοσύνης. Ο Bauwens διαχωρίζει τα κοινά που είναι ανθρώπινες κτήσεις σύμφωνα με τον Barnes αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει την ύπαρξη συγκεκριμένων θεσμικών πλαισίων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση των κοινών πόρων. Ταυτόχρονα αναγνωρίζει ως «Κοινά» και τα κοινωνικοπολιτικά κινήματα που προωθούν τη δημιουργία Κοινών. Πάντως τα ζητήματα των κοινών αποτελούν για πολλούς στοχαστές ένα εργαλείο εγκαθίδρυσης ενός νέου πολιτικού λόγου, ο οποίος βασίζεται και βοήθα να αρθρωθούν οι πολλοί υπαρκτοί, συχνά μειοψηφικοί αγώνες, και αναγνωρίζει την δύναμή τους να αντιμετωπίζουν την καπιταλιστική κοινωνία. Μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι το πώς μπορούμε να προχωρήσουμε από το κίνημα στην κοινωνία; Το περιβαλλοντικό ζήτημα είναι πρώτιστα ένα πολιτικό ζήτημα και αποτελεί μέρος της αντίληψης μας για τα «Κοινά» είτε γιατί αφορά το οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης που δημιουργεί την περιβαλλοντική κρίση είτε γιατί τα «Κοινά» ως τέτοια (ειδικά τα φυσικά κοινά) είναι που επιβαρύνονται.
55
Η τραγωδία των κοινών ή η κοινή τραγωδία
Το έδαφος ως περιπτωσιολογική μελέτη των «Κοινών» Για να αντιληφθεί κάποιος την έννοια του εδάφους ως ένα «Κοινό» πρέπει πρώτα να ενδιατρίψει σε αρκετά μεγάλο βαθμό στις συνθήκες εκείνες μέσα από τις οποίες δημιουργείται το έδαφος και ακολούθως θα πρέπει να δει ιστορικά αλλά και γεωγραφικά την εξέλιξη των ανθρωπίνων κοινωνιών και να μελετήσει τον τρόπο χειρισμού του φυσικού αυτού πόρου ως ένα κοινό αγαθό. Υπάρχουν σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν το σχηματισμό του εδάφους όπως είναι για παράδειγμα το σχετικά χαλαρό μητρικό υλικό, που προέρχεται από την αποσάθρωση των πετρωμάτων, το κλίμα, το οποίο επιδρά με τη θερμοκρασία και τις βροχοπτώσεις, οι ζωντανοί οργανισμοί, δηλαδή οι φυτικοί, οι μικροοργανισμοί καθώς και οι άνθρωποι, η τοπογραφία της περιοχής, δηλαδή η μορφή της επιφάνειας της γης και φυσικά ο χρόνος. Η διάρκεια δηλαδή της διαδικασίας σχηματισμού του εδάφους [Jenny 1941]. Συνήθως για το σχηματισμό ενός στρώματος από χώμα μέσω φυσικών διαδικασιών αποσάθρωσης μητρικών πετρωμάτων χρειάζονται από 100 έως 1000 χρόνια ανάλογα με τις συνθήκες περιβάλλοντος. Οι διεργασίες μέσω των οποίων σχηματίζεται το έδαφος είναι φυσικές (από τη δράση νερού, του ανέμου, της θερμότητας, της βαρύτητας), χημικές (ανταλλαγές χημικών στοιχείων στα συστατικά του εδάφους) και βιολογικές (αποικοδόμηση των φυτικών υπολειμμάτων από οργανισμούς). Το έδαφος αποτελείται κυρίως από ανόργανα συστατικά όπως είναι τα ορυκτά, η οργανική ύλη, το νερό, ο αέρας καθώς επίσης και από ζωντανούς οργανισμούς. Ο χημισμός του εδάφους, δηλαδή η χημική του σύσταση και οι χημικές διεργασίες που συντελούνται σε αυτό, είναι ιδιαίτερα πολύπλοκες και αποτελούν ξεχωριστό επιστημονικό πεδίο μελετών. Οι ζωντανοί οργανισμοί που ζουν και αναπτύσσονται στο έδαφος έχουν ουσιαστικό ρόλο στις φυσικές διεργασίες που συντελούνται στο έδαφος και στη φυσική μεταβολή των συστατικών του εδάφους από την μια μορφή στην άλλη. Πολλές χημικές διεργασίες χρειάζονται τους οργανισμούς αυτούς για να γίνουν. Παραδείγματα τέτοιας διαδικασίας δημιουργίας κοινών και μηχανισμών διαχείρισης/κατανομής τους από την τοπική κοινωνία υπάρχουν πολλά τα οποία μπορούν να μελετηθούν. Στην Κύπρο ένα τέτοιο παράδειγμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί είναι από την περιοχή της δυτικής Μαραθάσας όπου συζητώντας κάποιος με τους κατοίκους των χωριών για τον τρόπο διαχείρισης των κοινών αγαθών όπως είναι το νερό αντιλαμβάνεται
56
Άντης Ζήσιμος καλύτερα τους μηχανισμούς στους οποίους αναφέρεται ο Massimo De Angelis για την δημιουργία νέων Κοινων. Στην περίπτωση αυτή για εκατοντάδες χρόνια η διαχείριση του νερού γινόταν με τρόπο συλλογικό έτσι ώστε με την σειρά όλοι οι κάτοικοι να ποτίσουν την γη που καλλιεργούσαν. Το νερό της περιοχής προέρχεται από τον οφιόλιθο του Τροόδους μέσα από φυσικές πηγές και κατεβαίνει υψομετρικά μέσα από φυσικά ρυάκια. Αυτό που κάνει το νερό χρήσιμο και προσιτό στους κατοίκους είναι η υποδομή διακλάδωσης από τις φυσικές ιαματικές πηγές στις παρυφές του χωριού με τις οποίες διανέμεται ο φυσικός αυτός πόρος. Ο μηχανισμός που δημιουργήθηκε εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα χωρίς πολύπλοκους μηχανισμούς επιδιαιτησίας, επίβλεψής ή περιφράξεων που να συνδέονται με κέρδη [παρόλο που τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί κατά τόπους μικρές βιοτεχνίες μεταποίησης και παραγωγής τροφίμων που χρησιμοποιούν τα νερά αυτά με τρόπο που πιθανώς να επηρεάσει την βιωσιμότητα του όλου μηχανισμού στο μακροπρόθεσμο]. Μέσα από μια ανθρώπινη ανάγκη αυτή της παραγωγής τροφίμων για τις τοπικές κοινωνίες δημιουργήθηκε ένα «Κοινό» (common) το οποίο διαφυλάχθηκε και κατανεμήθηκε με μια τοπικά διαμορφωμένη μέθοδο. Τα νερά αυτά ποτίζουν εκτάσεις εύφορων εδαφών που δημιουργήθηκαν πάνω σε φλεβικά πετρώματα του Τροόδους. Το έδαφος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ζωή πάνω στη γη γιατί παρέχει τροφή, αποτελεί το μέσο δια του οποίου εμπλουτίζονται τα υπόγεια νερά, είναι ο χώρος στον οποίο ζουν και αναπτύσσονται τα φυτά, τα ζώα και οι άνθρωποι. Είναι επίσης ο χώρος στον οποίο ζουν και αναπτύσσονται μικροοργανισμοί που συμμετέχουν στην διαδικασία ανακύκλωσης χημικών στοιχείων όπως είναι για παράδειγμα το άζωτο και ο άνθρακας [FAO 2015]. Σημαντικοί βιολογικοί και χημικοί κύκλοι με ευαίσθητες ισορροπίες έχουν σταθεροποιηθεί για μεγάλα διαστήματα του γεωλογικού χρόνου με αποτέλεσμα οι όποιες ανθρωπογενείς και γεωγενείς ανισορροπίες να δημιουργούν αλυσιδωτές επιπτώσεις σε όλο το φάσμα της βιόσφαιρας. Παραδείγματα ισορροπιών αποτελούν ο κύκλος του άνθρακα και του αζώτου οι οποίοι έχουν μελετηθεί σε βάθος από την επιστημονική κοινότητα όπως και ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής σε αυτούς. Οι κλιματικές αλλαγές είναι το κλασσικότερο παράδειγμα καταστροφής των φυσικών «Κοινών» ή αλλιώς αυτό που ονομάζουμε μια «κοινή τραγωδία» γιατί είναι ένα πολυσύνθετο πρόβλημα
57
Η τραγωδία των κοινών ή η κοινή τραγωδία
το οποίο σήμερα ίσως αποτελεί την μεγαλύτερη περιβαλλοντική πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα. Μπορούμε για χάρη συζήτησης όμως να απομονώσουμε για λίγο τον αντίκτυπο που έχουν οι κλιματικές αλλαγές σε ένα από τα ζωτικότερα «Κοινά» όπως είναι για παράδειγμα του έδαφος. Η Naomi Klein μια από τις πιο πολυδιαβασμένες συγγραφείς των τελευταίων χρόνων υποστηρίζει ότι το αναπτυξιακό μοντέλο και οι επιβαρύνσεις που προκαλεί στο περιβάλλον, επιτομή των οποίων αποτελούν και οι κλιματικές αλλαγές, είναι λόγος για κοινή πολιτική δράση ανά το παγκόσμιο [Klein 2014]. Η κλιματική αλλαγή έχει αναδειχτεί ως κορυφαίο ζήτημα ανά το παγκόσμιο γιατί απειλεί άμεσα την επιβίωση των ανθρώπων στο πλανήτη. Είναι κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα άμεσα συνυφασμένο με το μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθείται παρόλο που στις πλείστες των τεχνοκρατικών αναλύσεων η εμβάθυνση αυτή αποφεύγεται λόγω του ότι ίσως αυτό εμπίπτει στη γενικότερη σφαίρα του παγκόσμιου ιδεολογικοπολιτικού γίγνεσθαι, καθώς επίσης, λόγω της πολυπλοκότητας των θεμάτων. Σε πολλές περιπτώσεις όμως η αποφυγή, ακόμα και απλής αναφοράς στην σοβαρότερη ίσως πτυχή του θέματος, ως ενδεχόμενο ακόμα, γίνεται σκόπιμα. Δεν είναι τυχαίο που το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής έχει δώσει το έναυσμα για πολλά περιβαλλοντικά κινήματα, στοχαστές, ερευνητές αλλά και απλούς πολίτες να θέσουν καίρια ερωτήματα για τον ρόλο των μεγάλων πολυεθνικών συμφερόντων, του χρήματος, της άνισης κατανομής του πλούτου και των φυσικών πόρων στην διαταραχή των φυσικών ισορροπιών του πλανήτη [Siva, 2007]. Ως χώρος η Κύπρος αλλά και γενικότερα η Μέση Ανατολή παρουσιάζει αυξημένες τάσεις αλλαγής του κλίματος καθώς και αυξημένα αρνητικές επιδράσεις σε σχέση με άλλες περιοχές του πλανήτη. Οι κλιματικές μεταβολές στην Κύπρο όπως καταγράφηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, εστιάζονται στην αύξηση της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας και στη μείωση της μέσης ετήσιας βροχόπτωσης. Οι τάσεις αυτές, σε συνδυασμό με τα ακραία καιρικά φαινόμενα, θα συνεχίσουν να παρατηρούνται σύμφωνα με τις προβλέψεις για το κλίμα, προκαλώντας αλυσιδωτές αρνητικές συνέπειες. Στον κυπριακό χώρο η επιστημονική τεκμηρίωση του φαινομένου των κλιματικών αλλαγών και ο αντίκτυπος τους στις φυσικές λειτουργίες των εδαφών υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα αποσπασματική με πολλές σκόρπιες μελέτες επιστημόνων διαφορετικών ειδικοτήτων σε διάφορα
58
Άντης Ζήσιμος ερευνητικά κέντρα της Κύπρου [CYPADAPT 2011]. Σε επίπεδο στοιχείων και πειραματικών δεδομένων δεν έχει γίνει μια συνολική διεπιστημονική ανάλυση της παραγόμενης πληροφορίας και γνώσης έτσι ώστε να υπάρχει συνολική εικόνα για το που βρισκόμαστε σε ότι αφορά τα επιστημονικά πειραματικά δεδομένα. Πολλές από αυτές τις μελέτες εστιάζουν στα θέματα οικονομίας [Zachariadis, 2012] και πολιτικών [Department of Environment 2016-2018] [Audits Office, 2011] για την κλιματική προσαρμογή και τις συνέπιες της ενώ άλλες δίνουν ουσιαστικές ενδείξεις της επικείμενης αλλαγής και των αρνητικών αποτελεσμάτων χωρίς να υπάρχει πάντα μέτρο σύγκρισης με παλαιότερα στοιχεία. Αυτές οι μελέτες βασίζονται σε κλιματολογικά δεδομένα [Hadjinicolaou et al 2010], οικονομικά δεδομένα όπως οι αγροτικές πληρωμές, εδαφικά δεδομένα και δεδομένα που αφορούν την κατάσταση των νερών τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Τα εδάφη ως συνάρτηση της κλιματικής αλλαγής Για πολλούς πάντως το χώμα που καθημερινά πατούμε αποτελεί ένα μέσο ανάξιο ιδιαίτερης προσοχής και επουσιώδους σημασίας λόγω κυρίως της αποσύνδεσης του μέσου ανθρώπου από την έννοια του εδάφους ως ένα Κοινό αγαθό ύψιστης σημασίας. Για άλλους όμως, τους ανθρώπους της εργασίας καθώς και για την επιστημονική κοινότητα εξακολουθεί να αποτελεί ένα φυσικό πόρο τεράστιας σημασίας. Το έδαφος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ζωή πάνω στη γη γιατί παρέχει τροφή, αποτελεί το μέσο δια του οποίου εμπλουτίζονται τα υπόγεια νερά, είναι ο χώρος στον οποίο ζουν και αναπτύσσονται τα φυτά, τα ζώα και οι άνθρωποι. Είναι επίσης ο χώρος στον οποίο ζουν και αναπτύσσονται μικροοργανισμοί που συμμετέχουν στην διαδικασία ανακύκλωσης χημικών στοιχείων όπως είναι για παράδειγμα το άζωτο και ο άνθρακας. Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι οι πιο ολοκληρωμένες θεωρίες της πολιτικής οικονομίας είχαν βασιστεί σε στοιχεία που αφορούσαν την παραγωγικότητα των εδαφών. Ο μοντέρνος τρόπος ζωής, οι επιβαρύνσεις που προκαλεί στο περιβάλλον και οι κλιματικές αλλαγές εκθέτουν τα εδάφη ανά το παγκόσμιο σε σοβαρές πιέσεις. Το έδαφος δημιουργείται με πολύ αργούς ρυθμούς (όπως θα αναλύσουμε εκτενέστερα πιο κάτω) μέσα από πολύπλοκες γεωλογικές διεργασίες και επομένως η αναπλήρωση του είναι δύσκολη. Είναι για αυτό το λόγο που το έδαφος έχει αναγνωριστεί εξάλλου ως μη ανανεώσιμος πόρος.
59
Η τραγωδία των κοινών ή η κοινή τραγωδία
Η κλιματικές αλλαγές και η καταστροφή του περιβάλλοντος αποτελούν σημαντικές προκλήσεις και είναι ιδιαίτερα απειλητικές για τα εδάφη με πολλές αλυσιδωτές αντιδράσεις. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα, οι έντονες βροχοπτώσεις, οι καύσωνες, οι ξηρασίες, οι τυφώνες παρουσιάζουν έξαρση έχουν άμεσο αντίκτυπο στο χημισμό του εδάφους τόσο σε ότι αφορά την σύσταση του όσο και σε ότι αφορά στις φυσικές και χημικές διεργασίες που συντελούνται σε αυτό. Ο τρόπος αλλά και το εύρος με το οποίο η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τα εδάφη εξαρτάται, φυσιολογικά, από τη γεωγραφική τους θέση στον πλανήτη. Διαφορετικές περιοχές επηρεάζονται με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικό βαθμό. Για να κατανοήσουμε ως παράδειγμα, πως επηρεάζεται ο χημισμός του εδάφους από τις κλιματικές αλλαγές μπορούμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στον άνθρακα, ένα πολύ σημαντικό χημικό στοιχείο στο έδαφος. Ο κύκλος του άνθρακα, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο το στοιχείο αυτό κατανέμεται στις διάφορες μορφές του και μετατρέπεται από την μια στην άλλη, μεταξύ της γεώσφαιρας, της υδρόσφαιρας και της ατμόσφαιρας βρίσκεται σε ισορροπία. Η ισορροπία μεταξύ των δεξαμενών αυτών του άνθρακα επηρεάζεται άμεσα από την κλιματική αλλαγή. Σε κάποιες περιοχές, και ειδικά σε περιοχές με αυξημένη υγρασία είναι πιθανό να έχουμε βελτίωση των φυσικοχημικών ιδιοτήτων και της παραγωγικότητας του εδάφους. Σε άλλες περιοχές έχουμε ακριβώς το αντίθετο. Στους τροπικούς και τα μουσωνικά κλίματα για παράδειγμα, όπου η υγρασία είναι πολύ ψηλή, η αύξηση των έντονων καιρικών φαινομένων και της βροχόπτωσης αυξάνει τον ρυθμό απόπλυσης των εδαφών προκαλώντας έτσι κορεσμό από νερό και συνακόλουθη μείωση του ρυθμού διάσπασης της οργανικής ύλης. Αυτό πιθανότατα να επηρεάσει μερικά από τα καλύτερα εδάφη της Αφρικανικής Ηπείρου (Sub-Saharan Africa). Σε μέρη του πλανήτη όπου το κλίμα είναι ξηρό ένα από τα προβλήματα που παρουσιάζονται με την άνοδο της θερμοκρασίας ολόκληρου του πλανήτη είναι ότι τα εδάφη χάνουν σταδιακά την οργανική ουσία και επομένως η περιεκτικότητα τους σε οργανικό άνθρακα μειώνεται. Τα εδάφη αυτά γίνονται λιγότερο παραγωγικά και μαζί με άλλες καταστρεπτικές διεργασίες συναποτελούν αυτό που ονομάζουμε απερήμωση. Ένα ανησυχητικό παγκόσμιο φαινόμενο υποβάθμισης των εδαφών ανά το παγκόσμιο. Οι πιο γρήγορες χημικές και ορυκτολογικές διεργασίες στο έδαφος, λόγω των εξωτερικών συνθηκών, είναι η απώλεια αλάτων και θρεπτικών ουσιών εκεί και όπου η απόπλυση αυξάνεται καθώς και η αλάτωση όταν
60
Άντης Ζήσιμος υπάρχει ανοδική κίνηση νερού λόγω αυξημένης εξατμισοδιαπνοής και αυξημένης βροχόπτωσης. Αλλαγές στην σύσταση της αργίλου των εδαφών γίνονται λόγω ορισμένων μεταλλακτικών διεργασιών. Κάθε μια από αυτές μπορεί να επιταχυνθεί ή να επιβραδυνθεί από εξωτερικούς παράγοντες όπως είναι οι κλιματικές αλλαγές. Διεργασίες όπως είναι η υδρόλυση από νερό που περιέχει αυξημένες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα τείνει να αφαιρεί τα βασικά κατιόντα από το έδαφος. Ο ρυθμός συμπλοκοποίησης με χηλικές ενώσεις στο έδαφος καθώς και άλλες διεργασίες επίσης επηρεάζονται άμεσα με απρόβλεπτες συνέπιες. Τα εδάφη της Κύπρου επίσης υπόκεινται σε αλλαγές στο χημισμό τους λόγω της κλιματικής αλλαγής. Για να προστατευτούν ικανοποιητικά και να διατηρηθούν οι ζωτικές τους λειτουργίες πρέπει να γνωρίζουμε επακριβώς ποιος είναι ο αντίκτυπος των κλιματικών αλλαγών. Σήμερα με την εξέλιξη της τεχνολογίας της εμπειρογνωμοσύνης και την ανάπτυξη πολλών ερευνητικών προγραμμάτων που αφορούν τις κλιματικές αλλαγές οφείλουμε να μελετήσουμε την σταδιακή αυτή αλλαγή που συντελείται. Η επιστημονική κοινότητα της Κύπρου είναι σε θέση να παρακολουθεί και να μελετά τις σταδιακές αυτές αλλαγές στο χημισμό των εδαφών. Υπάρχει η επιστημονική βάση και τα στοιχεία υποβάθρου για να γίνεται αυτό διαχρονικά και με ακρίβεια. Εδαφικοί πόροι της Κύπρου και σύγχρονες απειλές Τα εδάφη της Κύπρου χρησιμοποιούνται εδώ ως παράδειγμα λόγω των μοναδικών γεωλογικών συνθηκών γένεσης τους και το σχετικά πρόσφατο ξεκίνημα των διαδικασιών παραγωγής εδάφους μετά την ανάδυση της Κύπρου ως ένα μοναδικό μοντέλο μελέτης δημιουργίας νέου ωκεάνιου φλοιού. Δεν είναι υπερβολή αυτό που έχει λεχθεί [Robertson et al. 1995] ότι ένα από τα πιο φαντασμαγορικά φαινόμενα στην ανατολική Μεσόγειο ήταν η πολύ γρήγορη ανάδυση του οφιόλιθου του Τροόδους κατά το Πλειόκαινο –Τεταρτογενές. Έτσι σε σχετικά λιγοστό γεωλογικό χρόνο δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για την δημιουργία νέων εδαφών οι οποίες μέσα από τα τελευταία τρία εκατομμύρια χρόνια και λόγω της ταχείας ανύψωσης οι ρυθμοί δημιουργίας εδάφους μέσα από διαβρωτικές και άλλες διεργασίες επιταχύνθηκαν. Στην Κύπρο τα εδάφη ήταν για χρόνια πολλά στο επίκεντρο της παραγωγικής διαδικασίας, σε μια άλλη Κύπρο, και τάιζαν ολόκληρες κοινότητες με τον καρπό που παρήγαγαν. Το έδαφος εκτός από την παραγωγή τροφίμων
61
Η τραγωδία των κοινών ή η κοινή τραγωδία
στις πλείστες τον περιπτώσεων αποτελούσε επίσης και πρώτη ύλη για την δόμηση των σπιτιών σε πολλές κοινότητες. Σε πολλές περιοχές της αγροτικής Κύπρου οι άνθρωποι έχουν πλέον εγκαταλείψει την γη τους η οποία δεν καλλιεργείται με πολλά αλυσιδωτά κοινωνικά ζητήματα που αναφύονται όπως την αποξένωση των ανθρώπων από την παραδοσιακή διασύνδεση που υπήρχε με την γη και την αλυσιδωτή αποξένωση από το περιβάλλον και την μείωση της αντίληψης της έννοιας του. Σε αντίθεση με αυτή την πτυχή μπορούμε να αντιπαραβάλουμε πεδινές περιοχές της Κύπρου, σε κοντινότερη απόσταση από τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου η γεωργική ανάπτυξη έχει πάρει μια άλλη τροπή, πιο βιομηχανοποιημένη, με εφαρμογή πολλών τεχνολογικών μεθόδων έτσι ώστε να μπορέσει να «ταΐσει» τα αστικά κέντρα. Πολλές φορές η χρήση της γης γίνεται παράλληλα με άλλες μορφές ανάπτυξης, στον ίδιο χώρο, δημιουργώντας ακόμα πιο σύνθετα περιβαλλοντικά προβλήματα. Σε κάθε περίπτωση τα εδάφη αυτά έχουν βρεθεί κάτω από πιέσεις λόγω της προσπάθειας μεγιστοποίησης των κερδών, της εκβιομηχανοποίησης των μεθόδων, των ίδιων των τεχνολογιών που εφαρμόζονται αλλά και λόγω των κλιματικών συνθηκών που ολοένα διαφοροποιούνται σε ένα κύκλο αυξανόμενης έντασης προκαλώντας σοβαρά προβλήματα και περαιτέρω υποβάθμιση. Η μικρογραφία αυτών των φαινομένων στην Κύπρο [Zissimos et al 2014, 2016] συμβαίνει σήμερα σε πολλές χώρες του πλανήτη με ολοένα και πιο αυξανόμενη την υποβάθμιση των εδαφών. Εδάφη από τα οποία εξαρτάται η ανθρωπότητα για να ζήσει και να αναπτυχτεί. Τα εδάφη της Κύπρου είναι κατά κοινή ομολογία μοναδικά λόγω της γεωλογικής πολυπλοκότητας του χώρου στον οποίο έχουν δημιουργηθεί (Koudounas, C. 2001, Yigini et al, 2013, Cohen et al 2011, 2012, Camera et al 2017). Η Κύπρος αποτελεί κομμάτι ωκεάνιου φλοιού ο οποίος ξεκίνησε σταδιακά να αναδύεται από τα βάθη του ωκεανού πριν από 90 εκατομμύρια έτη με αποτέλεσμα οι διαδικασίες διάβρωσης και επομένως οι διαδικασίες δημιουργίας εδάφους να είναι υπό διαρκή εξέλιξη. Το έντονο μεσογειακό κλίμα και η μακρά παρουσία των ανθρώπων στο νησί με τις διάφορες δραστηριότητες τους επηρέασαν την εξελικτική διαδικασία παραγωγής εδάφους [Noller, 2009]. Επειδή όπως έχουμε δει, το έδαφος δημιουργείται με πολύ αργούς ρυθμούς η αναπλήρωση του είναι δύσκολη. Είναι για αυτό το λόγο που το έδαφος έχει αναγνωριστεί ως μη ανανεώσιμος πόρος.
62
Άντης Ζήσιμος Τα πιο σημαντικά εδάφη από πλευράς των ανθρωπίνων κοινωνιών που εξελίχθηκαν στο νησί είναι τα προσχωσιγενή εδάφη των παραλιακών πεδιάδων και της Μεσαορίας που σχηματίστηκαν από τις διαχρονικές εναποθέσεις ποταμών εδώ και δυο εκατομμύρια χρόνια. Αυτά αποτελούν τα ιζήματα του τεταρτογενούς (Ολόκαινο και πλειστόκαινο) τα οποία έχουν μεταφερθεί από ποταμούς που έχουν την απαρχή τους την οροσειρά του Τροόδους. Τα εδάφη αυτά είναι κυρίως επίπεδα ή με μικρές ομαλές κλίσεις και απαιτούνται σε χαμηλές υψομετρικά περιοχές των παραθαλάσσιων πεδιάδων και της Μεσαορίας. Σε πολλές περιπτώσεις τα εδάφη αυτά δεν έχουν εξελιχθεί αρκετά για να έχουν διαμορφώσει βαθιούς εδαφικούς ορίζοντες. Τα κοκκινοχώματα είναι μια άλλη κατηγορία εδαφών που υπαντούνται διάσπαρτα σε πολλές περιοχές της Κύπρου. Ο μεγαλύτερος όγκος των εδαφών αυτών εκτείνεται κατά μήκος του νότιου τμήματος της Μεσαορίας από την Μόρφου μέχρι τα κοκκινοχώρια το οποίο σύμπλεγμα χωριών παίρνει το όνομα του από αυτά τα εύφορα κόκκινα χώματα. Τα εδάφη αυτά έχουν εξελιχτεί επιτόπου πάνω σε ασβεστόλιθους (αλλιώς καυκάλλες) του Πλειστοκαίνου και της τεταρτογενούς εποχής και βρίσκονται εδώ και πολλά χρόνια κάτω από εντατική γεωργική εκμετάλλευση με καλλιέργειες όπως πατάτες εσπεριδοειδή και λαχανικά. Μια άλλη σημαντική κατηγορία εδαφών εμπίπτει στα εδάφη που έχουν εξελιχτεί πάνω σε οφιολιθικά πετρώματα του κεντρικού όγκου της οροσειράς του Τροόδους. Αυτά είναι ως επί το πλείστον πετρώδη, διαβρωμένα, αβαθή εδάφη με πολύ απότομες κλίσεις. Δεν περιέχουν καθόλου ανθρακικό ασβέστιο και πολύ χαμηλή περιεκτικότητα οργανικής ουσίας. Τα εδάφη αυτά έχουν διαμορφωθεί πολλές φορές με την παρέμβαση των ανθρώπων με την κατασκευή δόμων έτσι ώστε να δημιουργείται το χρειαζούμενο βάθος για τις διάφορες καλλιέργειες. Οι πιο πάνω κατηγορίες εδαφών δεν εξαντλούν φυσικά τα είδη των εδαφών που απαντώνται στην Κύπρο. Αποτελούν όμως παραδείγματα για να κατανοήσει κάποιος την προέλευση των εδαφών και πως αυτή συνδέεται με τις γεωλογικές συνθήκες γένεσης. Ο φυσικός αυτός πόρος για ένα χώρο με νησιώτικα οικοσυστήματα είναι πολύτιμος και μοναδικός με λεπτές ισορροπίες που το καθιστούν ευάλωτο στις περιβαλλοντικές πιέσεις.
63
Η τραγωδία των κοινών ή η κοινή τραγωδία
Κοινά εδάφη Το έδαφος αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας πολύτιμος φυσικός πόρος. Στις σύγχρονες κοινωνίες αποδίδεται σημαντική χρηματική αξία στο έδαφος και πολλές φορές αποτελεί σκόπελο στον καθορισμό παραμέτρων προστασίας του. Είναι καλά τεκμηριωμένες οι δυσκολίες που συνάντησαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κατά την προσπάθεια συνομολόγησης μιας ευρωπαϊκής οδηγίας προστασίας των εδαφών [EU Soil Framework Directive]. Μια διαδικασία που κράτησε πολλά χρόνια διαπραγματεύσεων και διεργασιών με τα κράτη μέλη και του stakeholders αλλά που ουδέποτε κατέληξε σε συμφωνία. Σε αντίθεση με το την προσπάθεια για συνομολόγηση οδηγίας πλαισίου για τα νερά η οποία κατέληξε σε οδηγία προστασίας των υδάτων παρά τις έντονες διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς που διέπει τα εδάφη είναι προφανώς ένας αποτρεπτικός παράγοντας στην προσπάθεια για δημιουργία νομοθετικού πλαισίου για την προστασία του. Πρόσφατα ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών είχε ανακηρύξει το 2015 ως έτος εδαφών σε μια προσπάθεια να προβάλει αυτά τα ζητήματα. Η ανακήρυξη αυτή περιλάμβανε πολλές δραστηριότητες τόσο στο διεθνές όσο και στο ευρωπαϊκό επίπεδο με σκοπό να ενισχύσουν την αντίληψη των πολιτών αλλά και των αρμοδίων φορέων για την σημασία των εδαφών στη ζωή των ανθρώπων. Σκοπός ήταν να αναγνωριστεί πλήρως ο ρόλος των εδαφών στην ασφάλεια και θρεπτικότητα των τροφίμων, στις οικολογικές και περιβαλλοντικές λειτουργίες, στην κλιματική αλλαγή και στην καταπολέμηση της φτώχιας, να προωθηθούν αποτελεσματικές πολιτικές για αειφόρο διαχείριση των εδαφών. Παράλληλα στόχος ήταν να ενθαρρυνθούν κοινωνικοί φορείς να επενδύσουν σε δραστηριότητες που θα προωθούσαν την αειφόρο διαχείριση τους. Παράλληλα πολλοί ακτιβιστές και περιβαλλοντικά κινήματα ανά το παγκόσμιο αναγνώρισαν την ανακήρυξη αυτή ως μια συμβολική κίνηση που προέβαλλε για πρώτη φορά τη σημασία των εδαφών στις ζωτικές λειτουργίες των οργανισμών που ζουν στον πλανήτη. Ταυτόχρονα, διεθνή οικολογικά και πολιτικά κινήματα που στοχεύουν σε μια πραγματικά αειφόρο ανάπτυξη θεώρησαν την ανακήρυξη αυτή ως μια ευκαιρία για να περάσουν το μήνυμα ότι η υγεία των εδαφών του πλανήτη δεν πρέπει να υποβαθμίζεται σε ένα περιθωριακό ζήτημα, αλλά να αναβαθμιστεί σε ένα θέμα που θα είναι στο επίκεντρο σοβαρών αναζητήσεων για εφαρμογή πολιτικών, τις οποίες η ανθρωπότητα επιβάλλεται να πάρει, για να μπορέσει να αλλάξει το οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης, την ίδια
64
Άντης Ζήσιμος την δημοκρατία, τον τρόπο παραγωγής της ενέργειας και τον τρόπο που θα τρέφει τις μελλοντικές γενιές. Η συνειδητοποίηση επομένως της πολυπλοκότητας της προέλευσης των φυσικών πόρων του πλανήτη μας, όπως είναι σε αυτή η περίπτωση των εδαφών, καθώς και οι παράμετροι που συνιστούν απειλή για τις φυσικές λειτουργίες τους στην περιβαλλοντική ισορροπία του πλανήτη αναπόφευκτα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο φυσικός αυτός πλούτος εμπίπτει στο πλαίσιο μελέτης των «Κοινών» και δεν χωρεί στην εξίσωση η παράμετρος του κέρδους όπως την επιβάλλει το κεφάλαιο. Αυτό που έχει σημασία σε αυτή την συγκυρία δεν είναι η δημιουργία θεσμικών διευθετήσεων για «προστασία» μέσα από την δημιουργία ιδιοκτησιακών καθεστώτων αλλά μια ολιστική αντιμετώπιση της ολοένα αυξημένης υποβάθμισης των φυσικών πόρων. Σημασία έχει επίσης η ανεύρεση νέων μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής, της κατανομής, της ανταλλαγής και της κατανάλωσης έτσι ώστε να ικανοποιούνται κύρια οι ανθρώπινες ανάγκες. Σημασία έχει να βρεθούν τρόποι έτσι ώστε να σταματήσει η συσσώρευση πλούτου στα χέρια των λίγων που προσδίνουν αξίες στους κοινούς πόρους και να δοθεί δυναμική στους πολλούς που δημιουργούν νέα «Κοινά» και μεγιστοποιούν του πόρους με την εργασία τους. Σημασία έχει να βρεθούν τρόποι αξιοποίησης της κοινής εργασίας για το κοινό καλό για ένα πραγματικά αειφόρο μέλλον των φυσικών πόρων που έχουμε στην διάθεση μας. Ενώ λοιπόν ο Hardin ισχυρίστηκε ότι οι κοινοί πόροι θα οδηγηθούν αναπόφευκτα σε τραγωδία βιωσιμότητας, διότι τα άτομα που έχουν πρόσβαση σε αυτούς, πάντα θα έχουν στόχο να μεγιστοποιούν τα προσωπικά τους οφέλη και γι’ αυτό θα τους καταστρέψουν, αυτό που στην πραγματικότητα έχουμε σήμερα να αντιμετωπίσουμε ως ανθρωπότητα δεν είναι μια τραγωδία των «Κοινών» αλλά μια κοινή περιβαλλοντική τραγωδία την οποία προκαλεί κατά κύριο λόγο το μοντέλο ανάπτυξης, και που καλούμαστε να διαχειριστούμε μέσα από συλλογικούς τρόπους.
65
Η τραγωδία των κοινών ή η κοινή τραγωδία
Βιβλιογραφικές Αναφορές Audits Office of the Republic of Cyprus, 2011. Adapting to Climate Change – Facing today the challenges of the future, Summary in English Barnes, P., 2006. Capitalism 3.0: A Guide to Reclaiming the Commons, Berrett-Koehler Publications. Benkler, Y., 2004. Sharing Nicely: On shareable goods and the emergence of sharing as a modality of economic production. First published in The Yale Law Journal, Vol. 114, pp. 273-358. URL Bruggeman, Α. Zoumides, C., Camera, C. 2015. The Effect of Climate Change on Crop Production in Cyprus – The Cyprus green-blue water model and scenario modelling. Bruggeman, A., Zoumides, C., Pashiardis, S., Hadjinicolaou, P., Lange M. A., and Zachariadis, T., 2011. Effect of climate variability and climate change on crop production and water resources in Cyprus, [Study for the Ministry of Agriculture, Natural Resources and M Environment, led by the Agricultural Research Institute of Cyprus, June 2011] Camera, C., Zomeni Z, Noller J.,S., Zissimos A. M., Christoforou I., C. , Bruggeman, A., 2017. A high resolution map of soil types and physical properties for Cyprus: A digital soil mapping optimization, Geoderma 285, 35–49. Camera, C., Bruggeman, A., Hadjinicolaou, P., Pashiardis, S., Lange, M.A., 2013. High Resolution Gridded Datasets for Meteorological Variables: Cyprus, 1980–2010 and 2020–2050 AGWATER Scientific Report 5 The Cyprus Institute, Nicosia 70 pp. Cohen
DR., Rutherford NF., Morisseau E., Zissimos AM. 2011. Geochemical Atlas of Cyprus. Sydney: UNSW Press; Cohen DR., Rutherford NF., Morisseau E., Zissimos AM. Geochemical patterns in the soils of Cyprus. Science of the Total Environment 420: 250-262; 2012.
CYPADAPT 2011 - LIFE10ENV/CY/000723, Development of a national strategy for adaptation to climate change adverse impacts in Cyprus.
66
Άντης Ζήσιμος Department of Environment, Strategic Plan 2016-2018. FAO and ITPS. 2015. Status of the World’s Soil Resources (SWSR) – Main Report. Food and Agriculture Organization of the United Nations and Intergovernmental Technical Panel on Soils, Rome, Italy Foster J. B. 2009, The ecological Revolution: making peace with the planet Foster
J. B. and Clark B. 2009. The Paradox of Wealth: Capitalism and Ecological Destruction, Monthly Review, Volume 61, Issue 06. Garrett Hardin, “The Tragedy of the Commons,” Science 162 (1968), 1243 – 8.
Grutzen and Stoermer, 2000. “The Anthropocene”, Global Change Newsletter Crutzen, P. J., 2002. Geology of mankind. Nature 415: 23. Crutzen P. J., 2006. The ‘Anthropocene’. In: Ehlers E and Kraftt T (eds) Earth System Science in the Anthropocene: Emerging Issues and Problems. Berlin: Springer. Gregoriou, S. and Konstantis, E., 2014. The Effect of Climate (Temperature) on Potato Production in Cyprus Hadjiparaskevas, C., 2005. Soil Survey and Monitoring in Cyprus. European Soil Bureau, Research Report 9. Department of Agriculture, Ministry of Agriculture, Natural Resources and Environment, Lefkosia, Cyprus. Hadjinicolaou P., Giannakopoulos C., Zerefos C., Lange M. A., Pashiardis S., Lelieveld J., 2010. Mid-21st century climate and weather extremes in Cyprus as projected by six regional climate models. Regional Environmental Change, Vol. 11, Harvey, D., 2009. Interview by Joseph Choonara, Exploring the logic of capital. Jenny, H., 1941. Factors of Soil Formation: A System of Quantitative Pedology, McGraw-Hill, New York. Klein, N., 2014. This Changes Everything: Capitalism vs the Climate. USA: Simon & Schuster.
67
Η τραγωδία των κοινών ή η κοινή τραγωδία
Koudounas, C., 2001. Soil and Agricultural Cultivations in Cyprus, (in Greek). Cyprus Department of Agriculture, Lefkosia, Cyprus. Lal, R., 2004. Soil carbon sequestration to mitigate climate change, Geoderma 123, 1–22 Marsh G. P., Man and Nature, Golley, 1864. A history of the Ecosystem Concept in Ecology, 2, 207. Marx, Capital vol 1, 636-39, vol 3, 949. Marx and Engels, 1845. MECW, vol 5, 40. Massimo De Angelis 2010. On the Commons: A Public Interview with and Stavros Stavrides Noller, J., 2009. The Geomorphology of Cyprus Cyprus Geological Survey, Open File Report. Pashiardis, S., 2013. Agroclimatic and Agro-ecological zones of Cyprus. Robertson AHF., Kidd RB., Ivanov MK., Limonov AF., Woodside JM., Galindo-Zaldivar J., Nieto L. Eratosthenes Seamount, collisional processes in the easternmost Mediterranean in relation to the Plio-Quaternary uplift of southern Cyprus. Terra Nova 7(2): 254 265; 1995. Vernadsky, 1926. The Biosphere. Leningrad Acad. Sci. Publ., Leningrad. Siva, B., 2007. Soil not oil. Michigan: Navdanya. Thompson. Ε.P, 1968. The Making of the English Working Class, New York: The New Press. Yigini, Y., Panagos, P., Montnanarella, L. (eds)., 2013. Soil Resources of Mediterranean and Caucasus Countries. EUR 25988. JRC Technical Report. Zachariadis, T., 2012. Climate Change in Cyprus: Impacts and Adaptation Policies, Cyprus Economic Policy Review, Vol. 6, No. 1, pp. 21-37
68
Άντης Ζήσιμος
Zissimos, A. M., Christoforou, I. C., Morisseau, E., Cohen, D. R., Rutherford, N. F., 2014. Distribution of water-soluble inorganic ions in the soils of Cyprus. Journal of Geochemical Exploration 146, 1–8. Zissimos et al, 2016. Spatial distribution and controls on total and organic carbon in the soils of Cyprus, submitted for publication. Zoumides, C., Temporal and spatial analysis of blue and green water demand for crop production in Cyprus, by Cyprus University of Technology and Adriana Bruggeman [Report for the Water Framework Directive Public Consultation, November 2010] Water Framework Directive: An Introduction, available at http://ec.europa.eu/environment/water/water-framework/ info/intro_en.htm
69
Η «ΕΤΗΣΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ» ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΕ 200 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΤΟ 2017 ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ PRINT XPRESS. Η ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΩΣΗ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΟ «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ». ISSN 2421-7700