ΑΓΚΥΡΑ ΕΛΠΙΔΟΣ 80

Page 13

Ἄγκυρα Ἐλπίδος

μερινῆς Μάλτας, πρὸς τοὺς ναυαγοὺς τοῦ πλοίου ποὺ μετέφερε τὸν Ἀπόστολον Παῦλον πρὸς τὴν Ῥώμη. Γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς πὼς ἐπὶ τρίμηνον «οἱ βάρβαροι παρεῖχον ἡμῖν οὐ τὴν τυχοῦσαν φιλανθρωπίαν» (Πράξεις ΚΔ΄, 2). Χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, χωρὶς νὰ γνωρίζουν τί ἐστι «καλὸς Σαμαρείτης», ἀγνοοῦντες τὸ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν» (Ματθ. ΚΒ΄, 39), παρέσχον στοὺς ναυαγοὺς πλούσια φιλοξενία, φιλανθρωπία. Χωρὶς κἂν νὰ γνωρίζουν αὐτὰ ποὺ εἰς τὸν «Περὶ φιλοπτωχείας» λόγο του καταγράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Καλὸν ἡ φιλανθρωπία καὶ μάρτυς αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, οὐ ποιήσας μόνον τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν ἄνθρωπος». «Λοιπόν», συνεχίζει, «ἀνοῖξτε τὰ σπλάγχνα σας γιὰ κάθε φτωχό, εἴτε πρόκειται γιὰ χῆρες, εἴτε γιὰ ὀρφανά, εἴτε γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχασαν τὶς πατρίδες τους, εἴτε γι’ αὐτοὺς ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ σκληρότητα ἡγεμόνων, εἴτε ἀπὸ θράσος ἀρχόντων, εἴτε ἀπὸ ἀπανθρωπία τῆς φορολογίας, εἴτε ἀπὸ τὴν ἀπληστία τῶν κλεπτῶν, εἴτε ἀπὸ δήμευσι, εἴτε ἀπὸ ναυάγιο»... Καλὰ καὶ ἅγια καὶ ἐπαινετὰ εἶναι ὅλα αὐτά· ἀλλ’ ἡ πραγματικότης, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἄλλη. Τὸ «ἀφιλάνθρωπον» τῶν Χριστιανῶν. Καὶ δὲν ἀναφέρομαι σ’ αὐτοὺς τοὺς κατὰ συνθήκην Χριστιανούς, ποὺ σὰν ἔθιμο τοὺς βάφτισαν ὅταν ἦσαν βρέφη, μὲ γέλια, χαρές, μπαλόνια, φωτογραφίες καὶ τραπεζώματα καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὰ ξέχασαν ὅλα, ἢ σ’ αὐτοὺς ποὺ ντρέπονται νὰ ποῦν ὅτι εἶναι Χριστιανοί. Ἔρχομαι σὲ ἐμᾶς, ἀναφέρομαι σὲ μᾶς, τοὺς «ἐντός», ποὺ πολλάκις καυχώμεθα ὅτι εἴμαστε Χριστιανοί. Ὑπάρχει, ἀγαπητοί, ἕνα κοινωνικὸ Εὐαγγέλιο, ἄγνωστο στοὺς πολλούς. Εἶναι ὁ λόγος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «Πρὸς τοὺς πλουτοῦντας». Μεταξὺ των πολλῶν γράφει καὶ κάτι ποὺ εἶναι καθρέφτης γιὰ μᾶς: «Οἶδα πολλοὺς νηστεύοντας, προσευχομένους, στενάζοντας, πᾶσαν τὴν ἀδάπανον εὐλάβειαν ἐνδεικνυμένους, ὀβολὸν δὲ ἕνα μὴ προϊεμένους (μὴ προσφέροντες) τοῖς θλιβομένοις. Τί τὸ ὄφελος τούτοις τῆς λοιπῆς ἀρετῆς; Οὐ γὰρ παραδέχεται αὐτοὺς ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Τὸ λέγει σαφέστατα ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης:

«Ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφόν, μένει ἐν τῷ θανάτῳ. Μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ’ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ» (Α΄ Ἰω. Γ΄, 18). «Ἐάν τις εἴπῃ, ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α΄ Ἰω. Δ΄, 20-21). Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νηστεύουμε καὶ νὰ προσευχώμεθα ἐκτενῶς, καὶ νὰ μὴ κάνουμε τίποτε. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαποῦμε τοὺς ἀδελφούς μας μόνο στὰ λόγια χωρὶς καμμία «δαπάνη», χωρὶς κανένα ἔργο, χωρὶς κανένα «δόσιμο». Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε τόσο «σφιχτοὶ» ὥστε νὰ ἀληθεύῃ αὐτὸ ποὺ λένε στὰ βουνὰ (ἐκεῖ ποὺ ζῶ) γιὰ τὸν φιλάργυρο: «Αὐτὸς δὲν δίνει... οὔτε τὶς ἁμαρτίες του»· («Ῥίζα πάντων τῶν κακῶν ἡ φιλαργυρία» ἔγραψε πρὸς Τιμόθεον, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος). Π.χ. τυγχάνει αὐτονόητο πὼς δὲν μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι ἐγὼ νηστεύω καὶ προσεύχομαι γιὰ τὸν ἄῤῥωστο γείτονά μου ἢ γιὰ τὸν διπλανό μου καὶ αὐτὸ μόνον ἀρκεῖ. Καὶ μὴ θρηνείτω τὶς πενίαν· ἂς μὴ προβάλλῃ κάποιος ὡς δικαιολογίαν τὴν φτώχεια. Μὴ πεῖ κανεὶς πὼς «δὲν ἔχω νὰ δώσω». Καὶ μάλιστα τώρα, σὲ ἐποχὴ οἰκονομικῆς κρίσεως. Τὸ «δόσιμο» τῆς καρδιᾶς μας δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἐὰν εἶναι γεμᾶτες οἱ τσέπες μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἐὰν καὶ κατὰ πόσον εἶναι γεμάτη ἡ καρδιά μας ἀπὸ ἀγάπη, ἀπὸ φιλανθρωπία. Ἡ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας συμπάθεια καὶ στήριξις, ἡ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ἔμπρακτη φιλανθρωπία εἶναι πολύπλευρη καὶ πολλὲς φορὲς δὲν ἀπαιτοῦνται κἂν χρήματα. Τὸ περιγράφει αὐτὸ καταπληκτικὰ ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος, ποὺ ἐκοιμήθη λίγα χρόνια πρὸ 13


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.