Νέος Δημοκράτης | Δεκέμβριος 2018

Page 1

Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119

ISSN 1450-0779

Τεύχος 119 ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΑΚΕΛ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2018




Νέος Δημοκράτης

Πολιτικό Θεωρητικό Όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ

Τεύχος 119 Δεκέμβριος 2018

Έκδοση Κεντρικής Επιτροπής ΑΚΕΛ 2018


Εκτύπωση Printco Έκδοση Κεντρικής Επιτροπής ΑΚΕΛ ISSN 1450-0779 Στοιχεία Επικοινωνίας Κεντρική Επιτροπή ΑΚΕΛ Εζεκία Παπαϊωάννου 4, 1075 Λευκωσία τηλ.: +357 22761121 Fax: +357 22761574 Email: GrafeioTypou@akel.org.cy ΑΚΕΛ - AKEL @AKEL1926

Ο Νέος Δημοκράτης διευθύνεται από συντακτική επιτροπή. Υπεύθυνος Στέφανος Στεφάνου

© Copyright Εκδόσεις Κεντρικής Επιτροπής ΑΚΕΛ 2018


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εκ της σύνταξης ……………………………………………………………..……………...07 Marc-Antoon De SCHRYVER (Κόμμα Εργατών Βελγίου)

Διεθνισμός, ταξική πάλη και αγώνας για σοσιαλισμό ……………….………………….....11 John FOSTER (Υπεύθυνος Τμήματος Διεθνών Σχέσεων του ΚΚ Βρετανίας, Καθηγητής Πανεπιστημίου)

Ο Μαρξ και η βρετανική εργατική τάξη …………………………………...….…………....19 Daniel BRATANOVIC (Μέλος ΚΕ του Γερμανικού ΚΚ)

Μαρξισμός και ο ρόλος του σύγχρονου Κομμουνιστικού Κόμματος……..............……......31 Ζάρα ΒΑΓΚΕΝΚΝΕΧΤ (Επικεφαλής Κοινοβουλευτικής Ομάδας DIE LINKE - Κόμμα της Αριστεράς Γερμανίας)

Χρειαζόμαστε ένα νέο Μαρξ;………………………………………..........………………...39 Γρηγόρης ΛΙΟΝΗΣ (Μέλος ΚΕ του ΚΚΕ, Υπεύθυνος Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ)

Η σκέψη του Μαρξ 200 χρόνια από τη γέννηση του μας δείχνει το δρόμο..…......................43 Mohammad OMIDVAR (Μέλος ΠΓ του Ιρανικού Κόμματος TOYDEX, Αρχισυντάκτης “Nameh Mardam” – Κεντρικό Όργανο του Κόμματος)

Η σημαντικότητα και ο ρόλος του Μαρξισμού στην απελευθέρωση της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων στην εποχή μας……………….......................................................53 Cheng ENFU (Πρύτανης του Πανεπιστημίου της Κινέζικης Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών, Προέδρος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Πολιτικής Οικονομίας και Μέλος της Επιτροπής Παιδείας, Επιστημών, Πολιτισμού και Δημόσιας Υγείας του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου)

Η στρατηγική των τεσσάρων πυλώνων: Ένα σημαντικό γνωστικό περιεχόμενο της Σκέψης του Xi Jinping για το Σοσιαλισμό με Κινέζικα Χαρακτηριστικά για μια Νέα Εποχή…………………………………………………………………………...63


Κωνσταντίνος ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ (Μέλος ΚΕ ΑΚΕΛ, Πολιτικός Επιστήμονας -Υποψήφιος Διδάκτωρ)

Η επικαιρότητα της θεωρίας του Μαρξ: το παράδειγμα του πλασματικού κεφαλαίου …...71 Νίκος ΤΣΟΥΡΗΣ (Δρ Αγροτικής Οικονομίας, Ερευνητής)

Για την ουσία και το περιεχόμενο του Φιλελευθερισμού……………………………......….87 Jeremy CRONIN (Μέλος ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ Νότιας Αφρικής, Αναπληρωτής Υπουργός Δημόσιων Έργων)

Εμβαθύνοντας στην κοινωνική αναπαραγωγή του καπιταλισμο………………………...107 Francisco MELO (Μέλος ΚΕ ΚΚ Πορτογαλίας)

Μαρξ: Ο ρόλος της εργατικής τάξης και του Κόμματος της στον αγώνα για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού……………………………………………....117 Βύκτωρ Β. ΤΡΟΥΣΚΩΦ (Πολιτικός Σχολιαστής Εφ. «ΠΡΑΒΝΤΑ» (ΚΚ Ρωσικής Ομοσπονδίας), Δρ Φιλοσοφίας, Καθηγητής)

Το σημερινό στάδιο της σύγχρονης εποχής……………………...…………………...…..133 Άνδρος ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ (Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του ΑΚΕΛ)

Το γεωπολιτικό σκηνικό στην Ανατολική Μεσόγειο και το κυπριακό πρόβλημα………...145 20η Διεθνής Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων………………….....151 I. Κάλεσμα 20ης Διεθνούς Συνάντησης ……………………...……………….……..153 II. Παρέμβαση ΑΚΕΛ από Κοινοβουλευτικό Εκπρόσωπο Γιώργο ΛΟΥΚΑΪΔΗ..……..…...157 III. Δήλωση Αλληλεγγύης με το λαό της Κύπρου……………………………..…….....163

Σημ.: Το περιεχόμενο των κειμένων της παρούσας έκδοσης αποτελεί προσωπική άποψη έκαστου συγγραφέα και δεν δεσμεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον εκδότη.


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 7-9, 2018

Πρόλογος

Εκ της σύνταξης «Οι φιλόσοφοι μόνο με διάφορους τρόπους ερμήνευαν τον κόσμο, το ζήτημα όμως συνίσταται στο να τον αλλάξουμε» Κ. Μαρξ - 11η Θέση για το Φόυερμπαχ Ολοκληρώθηκαν μέσα στο 2018 200 χρόνια από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ – του ανθρώπου που οι ιδέες, οι απόψεις και η σκέψη του σημάδεψαν την πορεία της ανθρώπινης κοινωνίας. Στρέφοντας το βλέμμα μας πίσω – από το ύψος του 21ου αιώνα και με τις συσσωρευμένες στο διάστημα που μεσολάβησε εμπειριών – στα μέσα του 19ου αιώνα οφείλουμε να δώσουμε σταράτα απάντηση στο ερώτημα που συχνά πυκνά τίθεται: Είναι άραγε ο Μαρξισμός χρήσιμος ως εργαλείο για την κατανόηση του κόσμου σήμερα, αλλά κύρια για την αλλαγή της σύγχρονης κοινωνίας; Εξακολουθεί να είναι η κοσμοθεωρία του Μαρξ επίκαιρη, όπως ήταν τότε στις μέρες που διαμορφωνόταν; Ο Μαρξισμός, εμφανιζόμενος στη λεωφόρο της ανθρώπινης σκέψης, γνώσης και πρακτικής δράσης, συμπεριλαμβάνει στο βασικό και κύριο πυρήνα του: •

την κριτική της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού,

την εργασιακή θεωρία της αξίας,

την οικονομική βάση και το πολιτικό εποικοδόμημα της κοινωνίας,

τ ην υλιστική αντίληψη της ιστορίας, στηριζόμενης στη θέση ότι η μέχρι σήμερα πορεία της ανθρώπινης κοινωνίας είναι η ιστορία ταξικών αγώνων.

Η διαλεκτική μέθοδος σκέψης εμπλουτίζει το Μαρξισμό, επιτρέποντας του να αναπτύσσεται, να προοδεύει και να κατανοεί νεοεμφανιζόμενα φαινόμενα και διαδικασίες μέσα στην κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει την αντιμετώπιση της εξέλιξης της όχι δογματικά, αποστεωμένα, στατικά και αμετάβλητα, αλλά στη δυναμική ανάπτυξη, διαφοροποίηση και αντιφατικότητα ουσιαστικών και κύριων συστατικών στοιχείων, δυνάμεων και διαδικασιών της μεταβαλλόμενης κοινωνικής πραγματικότητας. Η μαρξιστική κοσμοθεωρία, δημιούργημα των υπαρχουσών αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών, εδραιωμένων μέσα στο επίκεντρο της καπιταλιστικής

7


κοινωνίας, αναπτύσσεται και επικαιροποιείται παράλληλα και ταυτόχρονα με τις πραγματοποιούμενες διαφοροποιήσεις μέσα στο ταξικό σύστημα, το οποίο παρά τις μεταμορφώσεις και ποιοτικές μεταλλάξεις του μέχρι και τις μέρες μας στηρίζεται από τη μια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και δημιουργεί όλες εκείνες τις αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε ο συσσωρευμένος παραγόμενος πλούτος μέσα στην κοινωνία να οικειοποιείται από μια συνεχώς σμυκρινόμενη αριθμητικά ολιγαρχία σε βάρος της συντριπτικότατης πλειοψηφίας των κατοίκων του πλανήτη μας. Η σύγχρονη συστημική κρίση, που ταλανίζει τον καπιταλισμό για μια φορά ακόμα αποδεικνύει τα αδιέξοδα, στα οποία το εκμεταλλευτικό αυτό σύστημα οδηγεί την Ανθρωπότητα. Η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί εκπρόσωποι της επιχειρούν να ξεπεράσουν την κρίση με τη δραστική λήψη μέτρων λιτότητας, με την επιβαλλόμενη τάχατες δημοσιονομική πειθαρχία, με τη συνεχή συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, με τη μείωση των αναπτυξιακών δαπανών, τέλος με την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, την οποία αντικαθιστούν τα πολυεθνικά, χρηματιστηριακά μονοπώλια, που πλέον έχουν τον αποκλειστικό έλεγχο της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής διαχείρισης της κάθε ξεχωριστής κοινωνίας. Όλα τα εγγενή προβλήματα του καπιταλισμού, τα οποία η κάθε κρίση του αναπαραγάγει, αναδεικνύουν συνέχεια την επικαιρότητα και τη διαχρονικότητα του σοσιαλισμού ως ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Το Διεθνές Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα, εξοπλισμένο με τη μαρξιστική μεθοδολογία, αντιπαλεύει μέσα στις δύσκολες συνθήκες του νεοφιλελευθερισμού και των καπιταλιστικών αδιεξόδων για να δώσει εναλλακτικές λύσεις στα υφιστάμενα και νεοαναφυόμενα προβλήματα, αλλά και προοπτική για το μέλλον. Μια προσπάθεια που γίνεται ακόμα πιο δύσκολη ένεκα και της χειραγώγησης σε παγκόσμιο, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο της κοινής γνώμης και του απλού πολίτη μέσα από ελεγχόμενες δράσεις, προεξαρχόντων των κυρίαρχων αστικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Μια προσπάθεια, που έχοντας στο επίκεντρο της τον τελικό στρατηγικό στόχο, δηλαδή την υπέρβαση του καπιταλιστικού αναχρονισμού, να είναι σε θέση να υλοποιείται μέσον μιας αποτελεσματικής, ευέλικτης τακτικής και καθημερινής δράσης για την υλοποίηση και επίτευξη ενδιάμεσων και μεσοπρόθεσμων στόχων, άμεσα συνδεδεμένων με το πραγματικό γίγνεσθαι.

8

Οι εργαζόμενοι και τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου αντιμετωπίζουν ένα έμπειρο και καλά οργανωμένο ταξικό αντίπαλο, που παρά τις εγγενείς του αντιθέσεις κατορθώνει να δρα συντονισμένα και συλλογικά, πράγμα που υποχρεώνει τις αντιπαλευόμενες τα πολυεθνικά μονοπώλια και τους πολιτικούς εκπρόσωπους τους πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις να συντονίζουν τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, δράσεις και στόχους για να ανακόψουν τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού, δημιουργώντας μεταξύ τους σχέσεις αλληλοκατανόησης και αλληλοσεβασμού, χωρίς αλληλοαποκλεισμούς και ποδηγετήσεις.


Όσο και να χρησιμοποιούνται όμως ηχηρά και εύηχα συνθήματα η όποια δράση θα είναι αναποτελεσματική αν το σύγχρονο Κομμουνιστικό Κίνημα δεν καταφέρει να είναι όχι μόνο πρωτοπόρο και ηγετική μορφή στον αγώνα για προάσπιση και διεύρυνση των λαϊκών και εργατικών κατακτήσεων, αλλά και πόλος συσπείρωσης όλων των κοινωνικών στρωμάτων και πολιτικών δυνάμεων, που αντιμάχονται την επικρατούσα νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων. Το ΑΚΕΛ έχει όραμα και στρατηγικό στόχο το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κυπριακής κοινωνίας, αλλά δεν παραγνωρίζει τα σημερινά υπαρκτά προβλήματα, που ταλανίζουν την κοινωνία και τους εργαζόμενους, η λύση των οποίων απαιτεί συναινέσεις σε πολιτικό επίπεδο μέσα στη Βουλή, σε κοινωνικό επίπεδο για μαζικές κινητοποιήσεις. Η πολιτική των συνεργασιών για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων – άμεσων και μεσοπρόθεσμων – αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της κοινής δράσης με όλους όσους αντιστρατεύονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις νεοφιλελεύθερες αντιδραστικές επιλογές. Οι Κομμουνιστές σήμερα πιστοί στη μαρξιστικο-λενινιστική θεωρεία και πρακτική δίνουν απαντήσεις και προτείνουν λύσεις στα σύγχρονα προβλήματα, ενώ η υποχρέωση τους έναντι των εργαζομένων και της ιστορίας τους είναι να δρουν συνενωτικά, συναινετικά και καταλυτικά ώστε, ευρισκόμενοι στην πρωτοπορία της πάλης να καθοδηγούν την κοινωνία προς τις ορθές κατευθύνσεις ανάπτυξης για τη γενική ευημερία των εργαζομένων και του κάθε πολίτη ειδικά, για την απαλλαγή της κοινωνίας από τις νεοφιλελεύθερες επιλογές, για τον τερματισμό της όποιας επιθετικής πολιτικής και της επέμβασης στις υποθέσεις των άλλων – με το πρόσχημα της τρομοκρατίας, που ο ίδιος ο ιμπεριαλισμός δημιούργησε και εκκόλαψε, για το σεβασμό της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Ο Μαρξισμός λοιπόν στηρίζεται στην επιστήμη, τη θεωρητική σκέψη, τη φιλοσοφία, ακόμα και στην τέχνη και τον πολιτισμό, αλλά πρώτιστα συνδέει τη θεωρεία με το πολιτικό κίνημα, ιδιαίτερα το εργατικό, προσδίδοντας του ακριβώς τη δυναμική και τη συνειδητότητα όχι μόνο να ερμηνεύει τον κόσμο, αλλά και τη δυνατότητα να τον αλλάξει. Μια αλλαγή, που στόχο έχει την κατάργηση της εκμετάλλευσης και καταπίεσης, αλλά και τη δημιουργία όλων των αναγκαίων προϋποθέσεων – πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών ώστε η ελευθερία και δημιουργική ανάπτυξη του καθενός να είναι ο κανόνας ελευθερίας και ανέλιξης του συνόλου της κοινωνίας. Μόνο λοιπόν με την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας η ανθρωπότητα μπορεί να κάνει τα πρώτα της βήματα προς τον πολιτισμό, προς τη δημιουργία της νέας κοινωνίας, απαλλαγμένης από την εκμετάλλευση, τη φτώχεια, τη μιζέρια, τους πολέμους, όπου θα κυριαρχεί η ειρήνη, η ασφάλεια και η ευημερία για το σύνολο των πολιτών. Δεκέμβριος 2018

9


ΑΦΙΕΡΩΜΑ

10


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 11-17, 2018

του Marc – Antoon De SCHRYVER PTB PVDA (Κόμμα Εργατών Βελγίου)

ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ, ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ ΚΑΙ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ

Ο Μαρξ στις Βρυξέλλες ως διεθνιστής Κατά την παραμονή του στις Βρυξέλλες, από το 1845 μέχρι τις αρχές του 1848, ο Μαρξ ίδρυσε την πρώτη Ένωση Κομμουνιστών και μαζί με τον Φρίντριχ Ένγκελς έγραψε το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Όταν, το Φλεβάρη του 1848, ξέσπασε η επανάσταση στη Γαλλία, τη Βελγική κυβέρνηση περίλουσε κρύος ιδρώτας και αποφάσισε να απελάσει τον Μαρξ. Η Ένωση των Εργατών και η προοπτική του σοσιαλισμού ήταν πάρα πολλά για το υπερφιλελεύθερο Βελγικό Βασίλειο της εποχής: Ελευθερία της έκφρασης, πολύ καλά, αλλά όχι για επαναστατικές ιδέες. Στο Κοινοβούλιο, ο φιλελεύθερος Πρωθυπουργός, Κάρολος Ρογκιέρ, ο ιδεολογικός πρόγονος του νυν Βέλγου πρωθυπουργού Charles Michel – δικαιολόγησε την απέλαση του Μαρξ, ως ακολούθως: Οποιοσδήποτε ξένος, που διάγει μια ειρηνική ζωή στο Βέλγιο, μια ήσυχη ζωή, που πληρώνει φόρο και σέβεται τους φιλελεύθερους θεσμούς μας, εκείνους που δεν αποζητούν με τη διαγωγή τους να προκαλέσουν φασαρία και ταραχή, θα συνεχίσει να ζει ελεύθερα και ήσυχα, όπως οι ίδιοι οι Βέλγοι. Αλλά οι ξένοι, που έρχονται για να προκαλέσουν διαταραχή, διαδηλώσεις, που θέλουν να οδηγήσουν τη χώρα πέρα από τα όρια, που η ίδια η χώρα έχει θέσει για τον εαυτό της, γι’ αυτούς τους ξένους θα συνεχίσουμε να δρούμε κατασταλτικά με αυστηρότητας. Ας επιστρέψουν στις χώρες τους για να επιδιώξουν το θρίαμβο των θεωριών τους εκεί.

11


Η απέλαση του Μαρξ από τις Βρυξέλλες τον οδήγησε στο κέντρο του παγκόσμιου καπιταλισμού της εποχής, στο Λονδίνο. Και εκεί έγραψε το «Κεφάλαιο». Η προοπτική των Μαρξ και Ένγκελς ήταν διεθνής, όπως διεθνείς ήταν και οι πράξεις τους. Εργάστηκαν ακούραστα για να δημιουργήσουν ένα διεθνές κίνημα εργατών και να προσφέρουν μια σοσιαλιστική προοπτική στην πάλη, με επιστολές, συζητήσεις και ταξίδια όπου χρειάζονταν, για να γίνει αυτό. Για να σφυρηλατήσουν μια παγκόσμια τάξη με δική της συνείδηση και ικανή να αντισταθεί ενάντια στο διεθνώς οργανωμένο κεφάλαιο.

Η ατμομηχανή της ιστορίας: η ταξική πάλη Ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς έφεραν μια παραδειγματική αλλαγή στη σκέψη για την ανθρώπινη ιστορία, έψαχναν για μια απάντηση στην ερώτηση για το πώς, διαμέσου της ιστορίας, μια μορφή κοινωνίας αλλάζει σε μια άλλη. Κατάλαβαν, ότι οι άνθρωποι οργανώνονταν γύρω από την παραγωγή - για να ζήσουν, να φάνε, να αναπτυχθούν οι άνθρωποι πρέπει να παράγουν. Απέδειξαν πως η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμη, της γνώσης για την παραγωγή και τις δεξιότητες ήταν η κινητήρια δύναμη στην ανθρώπινη ιστορία. Και επίσης ανακάλυψαν την άλλη ατμομηχανή της ιστορίας της ανθρωπότητας - την ανθρώπινη ενέργεια, την κοινωνική αλληλεπίδραση ανάμεσα στους ανθρώπους και την κοινωνική πάλη ανάμεσα σε διαφορετικά συμφέροντα και τάξεις στην κοινωνία. «Η ιστορία όλων των μέχρι τώρα κοινωνιών είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων», είναι ένα από τα πιο ξακουστά αποσπάσματα από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Αλλά τί σημαίνει πραγματικά αυτό το απόφθεγμα; Μερικοί συμπεραίνουν ότι ο Μαρξισμός είναι μια ντετερμινιστική οικονομική θεωρία, περιοριζόμενη στην αντίθεση ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές σε ένα εθνικό πλαίσιο. Γι’ αυτό ισχυρίζονται πως δεν μπορούμε να βασιστούμε στο Μαρξισμό για να αντιμετωπίσουμε τέτοια σημαντικά ζητήματα, όπως ο ρατσισμός και ο (νέο) αποικισμός. Ουδέν αναληθέστερον. Πρώτον, ο Μαρξ κάνει μια υλιστική ανάλυση της ιστορίας και αρχίζει από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (εργοστάσια, τεχνολογία…) και τις υλικές σχέσεις παραγωγής (σχέσεις τάξεων). Η υλική οικονομική βάση τελικά καθορίζει το εποικοδόμημα (το κράτος, την πολιτική, την ιδεολογία, την κουλτούρα διάφορων τάξεων). Αλλά ο Μαρξ εξηγεί ότι το εποικοδόμημα, η πολιτική, η πάλη των ιδεών ... μπορεί με τη σειρά του να επηρεάσει την ταξική πάλη και τελικά τις σχέσεις παραγωγής και επομένως την αλλαγή της κοινωνίας. Ο Μαρξ δεν είναι ντετερμινιστής, γιατί δείχνει πως οι άνθρωποι, στη βάση της κατανόησης τους για τον κόσμο, μπορούν όχι μόνο να περιγράψουν, αλλά και να μεταμορφώσουν αυτό τον κόσμο.

12


Δεύτερον, παρ’ όλο που για τον Μαρξ ο αγώνας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας είναι η κεντρική αντίφαση στον καπιταλισμό, από την αρχή τονίζει επίσης το διεθνή χαρακτήρα του συστήματος και υπογραμμίζει τη σημασία της διεθνούς ενότητας των εργαζομένων. Από την έκδοση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» το 1848, οι Μαρξ και Ένγκελς τόνισαν την διαφορά ανάμεσα στις οργανώσεις των κομμουνιστών και των άλλων εργαζομένων, ειδικότερα στο ότι «στους εθνικούς αγώνες των προλετάριων διαφόρων χωρών, επισημαίνουν και φέρνουν μπροστά τα κοινά ενδιαφέροντα ολόκληρου του προλεταριάτου, ανεξάρτητα εθνικότητας». Οι Μαρξ και Ένγκελς καταλήγουν με το παγκοσμίους φήμης σύνθημα τους: «Οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους. Έχουν να κερδίσουν έναν κόσμο. Εργαζόμενοι όλων των χωρών, Ενωθείτε!». Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, γράφει ο Ιταλός φιλόσοφος Domenico Losurdo, να μην κάνουμε μια διπλή ανάλυση της κοινωνίας, η οποία να περιορίζεται σε μια διάσταση. «Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο άρχισε με μια δήλωση που προοριζόταν να γίνει ξακουστή {…}: «η ιστορία όλων των μέχρι τώρα υπαρχουσών κοινωνιών είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων» (Klassenkämpfe). {…} Μερικές σελίδες μετά το «Μανιφέστο» επαναλαμβάνει: «η ιστορία όλων των προηγούμενων κοινωνιών αποτελείται από την ανάπτυξη ταξικών ανταγωνισμών, ανταγωνισμών που ελάμβαναν διαφορετικές μορφές σε διαφορετικές εποχές. Όχι μόνο «οι ταξικοί αγώνες», αλλά επίσης οι «μορφές» έπαιρναν σε διαφορετικές ιστορικές εποχές, σε διαφορετικές κοινωνίες και διαφορετικές συγκεκριμένες καταστάσεις είναι σε πτώση πληθυντικού». (D. Losurdo, Ταξικός αγώνας, μια πολιτική και φιλοσοφική ιστορία, 2016, σελ. 4) Από την χρήση πληθυντικού μπορούμε να συμπεράνουμε, σύμφωνα με το Losurdo, ότι η πάλη ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη ή ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και στην τάξη που κατέχει είναι μόνο μια μορφή ταξικής πάλης. Υπάρχει επίσης η ταξική πάλη ενός έθνους, που αγωνίζεται για να ξεφύγει από την εκμετάλλευση και την αποικιακή καταπίεση. Ο Losurdo περιγράφει εδώ το Μαρξισμό ως τη γενική θεωρία της κοινωνικής σύγκρουσης. Ή όπως οι Άγγλοι συνόψισαν το 1885: «Όλες οι ιστορικές συγκρούσεις {…} είναι στην πραγματικότητα λίγο ή πολύ η σαφής έκφραση των αγώνων ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις». (Φ. Ένγκελς, στο Μαρξ και Ένγκελς, Άπαντα, τ. 6, σελ. 303) M’ άλλα λόγια η ταξική πάλη δεν μπορεί να περιορισθεί σε μια δυαδική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ανάμεσα στην αστική τάξη και τους εργάτες. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση μια ιδιαίτερη αλληλοσύνδεση των αντιφάσεων μπορεί να επιβάλει μιαν ορισμένη ιεραρχία των διάφορων μορφών της κοινωνικής ταξικής πάλης. Ωστόσο αυτή η ιεραρχία δεν πρέπει να αποτρέπει την εξέταση της κάθε μορφής ταξικής πάλης. Πάνω απ’ όλα αυτή η ιεραρχία μπορεί να εξελιχθεί, σύμφωνα με τη χώρα και την ιστορική συγκυρία. Ο Μαρξ αναφέρεται εδώ στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας, που είναι συνδεδεμένος με την ανισομερή ανάπτυξη του καπιταλισμού. Οι χώρες όπου ο

13


καπιταλισμός είναι περισσότερο ανεπτυγμένος (όπως η Μεγάλη Βρετανία) θέλουν να κατακτήσουν τον κόσμο. Λεηλατούν τον πλούτο άλλων χωρών, τις αποικίζουν και τις εκμεταλλεύονται, προκαλώντας έτσι άλλες μορφές συγκρούσεων, πέραν της σύγκρουσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η καταλήστευση των αποικιών είναι επίσης απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη του καπιταλισμού, όπως εξηγεί ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο»: «Οι θησαυροί, που κατακτήθηκαν εκτός Ευρώπη, με ξετσίπωτη λαφυραγωγία, εξανδραποδισμό και δολοφονία, επέστρεψαν στις «μητροπόλεις» και εκεί μετατράπηκαν σε κεφάλαιο».(Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, 1867, τ. I, κεφ. 31: Η γέννηση του βιομηχανικού καπιταλισμού) Παρά που στο επίπεδο της καπιταλιστικής μητρόπολης, η αντίφαση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία είναι η κύρια αντίφαση, οι θεμελιωτές του Μαρξισμού τονίζουν την αυξανόμενη αντίφαση ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές και τις καταπιεσμένες χώρες. «Ένα έθνος δεν μπορεί να είναι ελεύθερο και την ίδια στιγμή να συνεχίζει να καταπιέζει άλλα έθνη» (Φ. Ένγκελς, στο Μαρξ και Ένγκελς, Άπαντα, τ. 6, σελ. 389) γράφει ο Ένγκελς ήδη από το 1847. Η πραγματικότητα της αγγλικής και γαλλικής εργατικής τάξης έκανε τους Μαρξ και Ένγκελς κομμουνιστές, αλλά η αντίσταση των καταπιεζόμενων λαών τους έστρεψε ενάντια στον αποικισμό. Η εξέγερση στην Ινδία το 1858 (Sepoy Mutiny) ήταν ένα αποφασιστικό σημείο γι’ αυτούς γιατί, ενώ ολόκληρος ο ευρωπαϊκός τύπος θρηνεί για τις σφαγές, των οποίων τα θύματα είναι Ευρωπαίοι, και για την «σκληρότητα» των εξεγερμένων, οι Μαρξ και Ένγκελς είναι οι μόνοι, που υπερασπίζονται τους εξεγερθέντες. Όταν με τη σειρά τους, οι Κινέζοι εξεγέρθηκαν ενάντια στις δυτικές επεμβάσεις, οι Μαρξ και Ένγκελς γράφουν: «Αντί να βγάζουμε ηθικά διδάγματα από τις φρικτές ωμότητες των Κινέζων {…} θα ‘ταν καλύτερα να αναγνωρίσουμε ότι αυτός ήταν ένας λαϊκός αγώνας για τη διατήρηση της κινέζικης εθνικότητας».(Φ. Ένγκελς, New York Daily Tribune, 22 Μαΐου 1857) Στη Ιρλανδία, τότε μια αποικία της Αγγλίας, οι Μαρξ και Ένγκελς συνεργάστηκαν με το αντιαποικιακό κίνημα των Fenians. Θεωρούσαν το «κοινωνικό ζήτημα» της Ιρλανδίας του 19ου αιώνα, ως ένα «εθνικο ζήτημα». Για την Ιρλανδία, την Ινδία ή την Κίνα η ταξική πάλη δεν είναι τίποτε ολιγότερο παρά πάλη ανάμεσα στις τάξεις, που εναντιώνονται στην εθνική καταπίεση και τις τάξεις, που υπερασπίζονται την αποικιοκρατία.

Εργασία ενάντια στο κεφάλαιο Ο Μαρξ συνόψισε τη σύγκρουση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, ως ακολούθως: «Ο καπιταλιστής συνεχώς τείνει να μειώσει τους μισθούς στο φυσικό ελάχιστο όριο τους και να επεκτείνει την εργάσιμη μέρα στο φυσικό μέγιστο, ενώ ο εργαζόμενος συνεχώς πιέζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το ζήτημα επιλύεται με τις αντίστοιχες δυνάμεις των αντιμαχόμενων». (Μαρξ Κ., Αξία, Τιμή και Κέρδος, 1865)

14


Σήμερα, μπορούμε να δούμε αυτή την πάλη παντού. Δέχεται κτυπήματα, συνθλίβεται, υποχωρεί, αλλά πάντα αναπόφευκτα επιστρέφει. Στο μεγάλο μεταπωλητή Carrefour, όπου οι εργαζόμενοι απαιτούν ένα επιπλέον 5-λεπτο διάλειμμα. Στο εργοστάσιο αυτοκινήτων της Volvo, όπου ένας εργάτης έχει ακριβώς 71 δευτερόλεπτα για να κάνει τη δουλειά του πριν φθάσει το επόμενο αυτοκίνητο, και όπου οι εργάτες απαιτούν να πάρουν μόλις μερικά δευτερόλεπτα περισσότερα, μια μικρή ανάπαυλα. Στη Ryanair όπου το προσωπικό αγωνίζεται για να διατηρήσουν τα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα από τους καπιταλιστές όπως τον Michael O’ Leavy. Στα Deliveroo όπου νέοι άνθρωποι ανακαλύπτουν τη συλλογική τους δύναμη και οργανώνονται. Και όλα αυτά σε όλη την Ευρώπη. Και το μάθημα είναι εκεί και παραπέμπει στο Μαρξ: μόνο με την οργάνωση ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην εργατική τάξη μπορεί να σταματήσει. Αν έχουμε τη φιλοδοξία να λύσουμε ουσιαστικά τη σύγκρουση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, πρέπει πρώτα να επενδύσουμε στους τόπους δουλειάς, όπου διεξάγονται οι αγώνες, στην καρδιά των σημερινών ταξικών αγώνων. Γιατί εκεί θα βγουν μπροστά οι δυνάμεις, που θα φέρουν τις πραγματικές αλλαγές του αύριο. Αυτή η ταξική πάλη είναι ένας πολιτικός αγώνας, ένας αγώνας για την εξουσία μέσα στην κοινωνία. Όχι για να αναλάβει το υπάρχον. Αλλά για να εγκαθιδρύσει ένα νέο κράτος και μια νέα κοινωνία, διαλύοντας τις παλιές μορφές.

Ο Σοσιαλισμός δεν είναι ουτοπία Ο Μαρξ και ο Ένγκελς εισηγούνται να καταργηθεί η ιδιοποίηση των καρπών της εργασίας των εργαζομένων από την τάξη των καπιταλιστών, με άλλα λόγια, να εξαλειφθεί η εκμετάλλευση. Η συλλογικότητα μετά απαιτεί έλεγχο της παραγωγής και ο σχεδιασμός της μπορεί να υλοποιηθεί σε συνάρτηση με την κοινωνική, οικολογική και δημοκρατική πρόοδο. Στο σοσιαλισμό, ο σκοπός δεν είναι πια να ικανοποιηθούν οι μέτοχοι, αλλά να ικανοποιούνται οι ανάγκες της καταπληκτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων και του πλανήτη. Αποφασίζοντας από κοινού και δημοκρατικά ποιες είναι οι προτεραιότητες, οργανώνοντας την παραγωγή πιο αποτελεσματικά και ξοδεύοντας λιγότερα, έτσι που μια ισορροπημένη και αειφόρα ανάπτυξη να είναι πιθανή χωρίς κρίσεις, χωρίς ανταγωνισμό και χωρίς κατακτητικούς πολέμους. Διασφαλίζοντας περισσότερες κοινωνικές πρωτοβουλίες, ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες, προσιτές στον καθένα, την βέλτιστη χρήση των ικανοτήτων του καθενός, την πλήρη απασχόληση με εργασία, που να διασφαλίζει μια πλούσια ζωή και προσωπική ανάπτυξη, με λίγα λόγια, περισσότερη ποιότητα ζωής για τον καθένα. Τέλος, οι τεράστιοι τεχνικοί και επιστημονικοί πόροι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την οικολογική μετάβαση και για την μακροπρόθεσμη δράση ενάντια στην υποβάθμιση του πλανήτη.

15


Οι επικριτές μας ισχυρίζονται ότι ο σοσιαλισμός απέδειξε τη χρεωκοπία του στον 20ο αιώνα. Αλλά μια νέα κοινωνία δεν διαλύεται με την πρώτη δυσκολία. Ο καπιταλισμός, επίσης, χρειάστηκε πάρα πολύ χρόνο για να επικρατήσει. Οι πρώτες προσπάθειες έγιναν στη Βενετία και τη Γένοβα στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Υπήρχε η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων στην Ολλανδία και την Αγγλία το 16ο αιώνα. Ήταν μετά από μια ολόκληρη διαδικασία συγκρούσεων και συμβιβασμών με την παραπαίουσα φεουδαρχία, που ο καπιταλισμός κατάφερε πραγματικά να επιβληθεί ως πολιτικό σύστημα μέσα στο 19ον αιώνα. Καθώς ο καπιταλισμός δεν τα κατάφερε να επικρατήσει μετά τις πρώτες του προσπάθειες, θα ήταν στενοκεφαλιά να απορρίψουμε το σοσιαλισμό επειδή οι πρώτες προσπάθειες αποδείχτηκαν ανεπιτυχείς. Το να θεμελιώσεις το σοσιαλισμό απαιτεί μια μακροχρόνια ιστορική διαδικασία προσπάθειών και λαθών.

Μαθήματα από την Παρισινή Κομμούνα Προϋπόθεση για το σοσιαλισμό είναι η εξουσία να βρίσκεται στα χέρια της εργατικής τάξης. Αυτό είναι ένα μάθημα που οι Μαρξ και Ένγκελς έμαθαν από την Παρισινή Κομμούνα. Κατάλαβαν γρήγορα ότι αυτό, που συμβαίνει στο Παρίσι το 1870, είναι εξαιρετικά σημαντικό. Ότι έχουμε να κάνουμε με την πρώτη εμπειρία σοσιαλιστικής επανάστασης και εγκαθίδρυσης της πρώτης εργατικής κυβέρνησης. Η κυβέρνηση, που σχηματίζεται μετά τις εκλογές, αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένων 25 εργατών, 12 τεχνίτες και 4 υπαλλήλους γραφείων σ’ ένα σύνολο 92 μελών του Συμβουλίου της Κομμούνας. Ο Καρλ Μαρξ επίσης υπογραμμίζει ότι η Κομμούνα έβαλε στον εαυτό της το καθήκον να τσακίσει την παλιά κρατική μηχανή και να την αντικαταστήσει με νέα. Πρώτα και πάνω απ’ όλα η Κομμούνα καταργεί το μόνιμο στρατό και τον αντικαθιστά με λαϊκή πολιτοφυλακή, με τον ένοπλο λαό. Διεγείρει την άμεση συμμετοχή των ανθρώπων. Όχι μόνο τα εκλεγμένα μέλη του Συμβουλίου, αλλά επίσης όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι της Διοίκησης ή της Αστυνομίας, είναι υπόλογοι. Η εντολή τους μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή. Η Κομμούνα καταργεί όλα τα προνόμια και αποφασίζει ότι όλα τα μέλη της, σ’ όλα τα επίπεδα του δημοσίου τομέα, πρέπει να αμείβονται με το μέσο μισθό του εργάτη. Η Κομμούνα παίρνει θεμελιώδη μέτρα, που στοχεύουν «στην υλοποίηση της οικονομικής απελευθέρωσης της εργασίας». Έτσι, όλα τα εργαστήρια και τα εργοστάσια, που είχαν κλείσει, εγκαταλειμμένα από τους καπιταλιστές, περνούν στα χέρια των εργατικών ενώσεων. Κατά τη διάρκεια της σύντομης περιόδου ύπαρξης της, η Κομμούνα έλαβε πολλά σημαντικά κοινωνικά μέτρα προς όφελος των εργαζομένων και της μεσαίας τάξης, που την υποστήριζαν, όπως:

16


την απαγόρευση να πετούν στο δρόμο καταχρεωμένους ανθρώπους,

την δωρεάν νομική αρωγή,

την εξάλειψη της διάκρισης ανάμεσα στα νόμιμα και παράνομα παιδιά,

τη δημιουργία αποθηκών τροφίμων,

• την έναρξη συζήτησης για παροχή πληρωμένης άδειας και οικογενειακών επιδομάτων, •

την κατάργηση της θανατικής ποινής,

• τη δωρεάν και υποχρεωτική εκπαίδευση, με ιδιαίτερη προσοχή στην εκπαίδευση των κοριτσιών, •

την καθιέρωση μίνιμουμ μισθού,

το διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους,

τ η δημιουργία Σχολών Τεχνών και δωρεάν πρόσβαση στα μουσεία, προκειμένου να τεθεί η τέχνη και ο πολιτισμός στην υπηρεσία των ανθρώπων.

Η ευρωπαϊκή εργατική τάξη θα έπρεπε αργότερα να αγωνιστεί για δεκαετίες για να αποκτήσει ένα πολύ μικρό μέρος αυτών των κατακτήσεων. Η Κομμούνα έχει αποδείξει ότι είναι δυνατή μια άλλη εναλλακτική λύση από τον καπιταλισμό και έχει δώσει τις πρώτες ενδείξεις για την πορεία, που θα έπρεπε να ακολουθηθεί. Γι’ αυτό και ο Μαρξ γράφει: «’Όποια κι’ αν είναι τα άμεσα αποτελέσματα, ένα νέο σημείο αφετηρίας παγκόσμιας ιστορικής σημασίας έχει κερδηθεί». (Μαρξ Κ., Γράμμα στο Λ. Κούγκελμαν, Αννόβερο, 17 Απριλίου 1871) Ο Σοσιαλισμός είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας μακράς περιόδου σύγκρουσης ανάμεσα στα δύο κύρια αντίπαλα στρατόπεδα, που αντιμάχονται το ένα το άλλο - την τάξη που κατέχει (το κεφάλαιο) και την εργατική τάξη. Στο τέλος η εργατική τάξη παίρνει την εξουσία σε βάρος της κρατούσας τάξης. Για τον Μαρξ η Παρισινή Κομμούνα ήταν η πρώτη εμβρυακή μορφή κυβέρνησης της εργατικής τάξης, η βασική προϋπόθεση για να δοθεί τέλος στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και κυριαρχία.

17


18


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 19-29, 2018

του John FOSTER Γραμματέα Διεθνών Σχέσεων του ΚΚ Βρετανίας (CPB), Καθηγητής Πανεπιστημίου

Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ Η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ

Από τάξη «καθ’ αυτόν» σε «τάξη για τον εαυτό της»

Ο Μαρξ έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του στη Βρετανία. Επισκέφθηκε τη Βρετανία για πρώτη φορά με τον Ένγκελς το καλοκαίρι του 1845 και από το 1849 μέχρι το θάνατό του το 1883 έζησε εκεί σχεδόν ανελλιπώς. Εργάστηκε άμεσα με τους ηγέτες του επαναστατικού κινήματος των «Χαρτιστών» και γνώριζε τα δυνατά σημεία και τις αδυναμίες δύο γενεών συνδικαλιστικών ηγετών - πιο άμεσα εξαιτίας της συμμετοχής τους στη Διεθνή Ένωση των Εργατών από το 1864 μέχρι τις αρχές του 1870. Το μεγαλειώδες έργο του Μαρξ «Το Κεφάλαιο» βασίστηκε συγκεκριμένα στην εξέλιξη του καπιταλισμού στη Βρετανία από το ξεκλήρισμα της φτωχής αγροτιάς τον 16ον αιώνα στη δια βίου εμπειρία των μισθωτών στο 19ο αιώνα. Ωστόσο, τα δύο σπουδαία έργα του Μαρξ, που αναλύουν τον αγώνα της εργατικής τάξης, η «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» και ο «Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία» αφορούν τη γαλλική εργατική τάξη. Η πιο ολοκληρωμένη ανάλυση της επαναστατικής οργάνωσης και των προβλημάτων της, «Οι Δίκες της Κολωνίας», επικεντρώνεται στη Γερμανία. Πόσο, λοιπόν, ο Μαρξ αντλούσε την εμπειρία του από το βρετανικό εργατικό κίνημα; Όχι, θα πρέπει να λεχθεί, όσον αφορά το θεμελιώδες ζήτημα της κρατικής εξουσίας, δηλαδή για την ανάγκη της εργατικής τάξης να εγκαθιδρύσει τη δική της νέα κρατική εξουσία, βασισμένη στην κινητοποιημένη δύναμη των εργαζόμενων. Αυτή η εμπειρία προήλθε από τον ηρωικό αγώνα των Γάλλων Κομμουνάρων το 1871. Ούτε ακόμα, γενικά μιλώντας, για την κατανόησή του για τις ταξικές συμμαχίες και τις σχέσεις μεταξύ της εργατικής τάξης, της μικροαστικής τάξης και των διαφόρων τμημάτων του κεφαλαίου. Και εδώ πάλι κυριάρχησε η γαλλική και η γερμανική εμπειρία.

19


1. Η βρετανική εργατική τάξη: τάξεις ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας Ωστόσο, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η εμπειρία της βρετανικής εργατικής τάξης συνέβαλε στη σκέψη του Μαρξ σε ένα ακόμη πιο αποφασιστικό και θεμελιώδες στάδιο - στην πρώτη του κατανόηση για το πως αναπτύσσονται οι τάξεις και το ρόλο τους ως η κινητήρια δύναμη της ιστορικής αλλαγής. Αυτή η πτυχή της σκέψης του Μαρξ άρχισε να εμφανίζεται πολύ νωρίτερα, μεταξύ τέλη του 1842 και του 1846, όταν προχώρησε πιο πέρα ​​από την υλιστική κριτική του Χέγκελ και όταν γνωρίστηκε με το έργο των κλασσικών οικονομολόγων Ανταμς Σμιθ και Ντέιβιντ Ρικάρντο. Ήταν οι κλασικοί οικονομολόγοι, που του πρόσφεραν για πρώτη φορά τις αφηρημένες έννοιες του κεφαλαίου και της εργασίας, με τις οποίες αναλύεται η καπιταλιστική οικονομία. Όμως, όπως υποστηρίζεται, εδώ ήταν η όλο και αυξανόμενη γνώση του Μαρξ για τους αγώνες των βρετανών εργατών, των συνδικάτων και των Χαρτιστών, που του επέτρεψαν να συσχετίσει αυτή την κατανόηση με την ευρύτερη διαδικασία κοινωνικής αλλαγής και να μιλήσει για την ταξική πάλη ως την κινητήρια δύναμη της ιστορίας Ήδη από τον Δεκέμβρη του 1842, ως διευθυντής της Γερμανικής εφημερίδας «Rheinische Zeitung» ο Μαρξ είχε δημοσιεύσει την πρώτη απόπειρα του Ένγκελς να αξιολογήσει τους Χαρτιστές ως ένα πολιτικό κίνημα και τη σχέση τους με την οργανωμένη εργασία.1 Σ’εκείνο το στάδιο ο Εθνικός Σύνδεσμος Χαρτιστών ήταν μια μαζική οργάνωση, οργανωμένος στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού με περισσότερα από 70.000 μέλη και που είχε δεσμευτεί να κατακτήσει την καθολική ψηφοφορία για τους άνδρες. Πέντε μήνες προηγουμένως, τον Αύγουστο του 1842, ο Σύνδεσμος αυτός είχε οργανώσει μια γενική απεργία με την υποστήριξη των μεγαλύτερων συνδικαλιστικών οργανώσεων - των κλωστοϋφαντουργών και ανθρακωρύχων, έχοντας και τη στήριξη της πλειοψηφίας των βιομηχανικών εργατών της Βρετανίας, προκειμένου να αναγκάσει την κυβέρνηση να υποκύψει. Η απεργία διήρκεσε μέχρι και τέσσερις εβδομάδες και είχε κατασταλεί μόνο μετά τη χρήση στρατιωτικής βίας και μαζικών συλλήψεων. Για κάποια περίοδο οι μεγάλες πόλεις του βιομηχανικού βορρά βρέθηκαν κάτω από τον έλεγχο της εργατικής τάξης. Οι εργοδότες τράπηκαν σε φυγή. Οι εργαζόμενοι ανέλαβαν τον έλεγχο.2 Η επόμενη συνάντηση του Μαρξ με τον Ένγκελς έγινε όταν αυτός ήταν εξόριστος στο Παρίσι στα τέλη του Καλοκαιριού 1844. Μέχρι εκείνη την ώρα ο Ένγκελς είχε ολοκληρώσει σε μεγάλο βαθμό το έργο του «Η κατάσταση της αγγλικής εργατικής τάξης», το οποίο περιείχε μια πολύ ολοκληρωμένη ανάλυση της εξέλιξης του βρετανικού συνδικαλιστικού κινήματος και τη σχέση του με τους Χαρτιστές.3 1 Ένγκελς, «The English View of the Internal Crisis» and «The Internal Crisis», δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Rheinische Zeitung» στις 8, 9 και 10 Δεκεμβρίου 1842: CW II, Μόσχα 1976, σελ. 368-74. 2 Mick Jenkins, «The General Strike of 1842» (London 1980); Malcolm Chase, «The Chartists: A New History» (Manchester, 2007) 3 Engels, «The Condition of the Working Class in England», Leipzig 1845, CW IV (Moscow 1975) pp 293-596.

20


Εκείνο το Φθινόπωρο οι Μαρξ και Ένγκελς ξεκίνησαν τη δια βίου πνευματική συνεργασία τους. Το πρώτο δημοσιευμένο έργο τους, «Η Αγία Οικογένεια», μια κριτική των Νέων Χεγκελιανών, ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο 1844. Το έργο αυτό έθεσε, αν και μονάχα πολύ συνοπτικά, την πρακτική διεκδίκηση των βρετανικών συνδικάτων ενάντια στις εξωπραγματικές ιδεολογικές εμμονές της Κριτικής Επίκρισης και τον άγονο ουτοπισμό των δογματικών σοσιαλιστών.4 Ήταν κατά τη διάρκεια των επόμενων είκοσι τεσσάρων μηνών, ανάμεσα στα τέλη του 1844 και τέλος του 1846, που η ώριμη κατανόηση του ιστορικού υλισμού από τον Μαρξ αποκρυσταλλώθηκε - όπως έγραφε στην επιστολή του προς τον Άνενκωφ το Δεκέμβριο 1846 και πιο ολοκληρωμένα στη δημοσιευμένη κριτική του για τον Προυντόν, «Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας», το 1847.5 Στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα», που γράφτηκαν στις αρχές του Καλοκαιριού 1844, ο Μαρξ είχε υιοθετήσει την έννοια της εργασίας, όπως αναπτύχθηκε στην πολιτική οικονομία των Σμιθ και Ρικάρντο, για να αναλύσει τη δημιουργία πλούτου και τη συσσώρευσή του ως κεφάλαιο.6 Στη συνέχεια είχε προχωρήσει πιο πέρα για να τη συσχετίσει με την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας στο σύνολό της και με αυτόν τον τρόπο μεταμόρφωσε τη σημασία της. Στα Χειρόγραφα, ο Μαρξ χρησιμοποίησε τον όρο «εργασία» για να διερευνήσει τη φύση της ανθρώπινης εξέλιξης, για να θέσει επί τάπητος την εγγενή συλλογική, κοινωνική και παραγωγική φύση των ανθρώπων ως είδος και συνεπώς να αναπτύξει την έννοια της αλλοτρίωσης. Η αποξένωση προκύπτει, υποστήριζε ο Μαρξ, σε όλες τις ταξικές κοινωνίες, αλλά κυρίως στον καπιταλισμό, εξαιτίας της απώλειας του ελέγχου του προϊόντος της εργασίας από την επακόλουθη σύνδεση μεταξύ του εργάτη και της χρήσης εργασίας που έχει θέσει. Ο σκοπός του Κομμουνισμού θα ήταν η αποκατάσταση αυτού του απολεσθέντος ελέγχου. Ωστόσο, ήταν μια έννοια και προοπτική, που σε αυτό το στάδιο παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αφηρημένη - χωρίς καμία βαθιά ανάλυση του πώς αναπτύχθηκαν οι τάξεις. Τα επόμενα δύο χρόνια βρίσκουν τον Μαρξ να απορροφάτε στην πλήρη κατανόηση του έργου του Ένγκελς για τη βρετανική εργατική τάξη και να ταξιδεύει στην Αγγλία, το Καλοκαίρι 1845 για να μελετήσει τις συνθήκες και να συναντήσει τους ηγέτες των Χαρτιστών. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγιναν επίσης πολύ πιο δραστήριοι αναμεσά στους εργάτες της Γερμανία για να οργανώσουν αυτό που περιέγραψαν ως Κομμουνιστικό Κίνημα.7 Το έκαναν κατά τρόπο ώστε αυτό το κίνημα να ξεχωρίζει από τις υπάρχουσες «σοσιαλιστικές» αιρέσεις, που τότε υιοθετούσαν μια ηθικιστική, μικροαστική προοπτική, που απέρριπτε σθεναρά 4 Marx and Engels. «The Holy Family or Critique of Critical Criticism», CW IV, pp. 5-211 (Moscow 1975), pp. 12-16 esp. 5 Marx to Annenkov, 28 December 1846, CW, 38 (Moscow 1982) pp. 95-105 6 Marx. «Economic and Philosophical Manuscripts», CW 3 (Moscow 1974), pp. 229-326 – esp. pp 270-282 7 Engels to Marx, October 1844, CW 38, pp. 3-6 shows Engels describing the beginnings of a Communist movement among workers in Germany.

21


τον καθημερινό υλισμό των μισθωτών. Ο αγώνας για μισθούς, υποστήριζε ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος αυτής της προοπτικής, ο Προυντόν, ήταν μάταιος και αντιπαραγωγικός. Όπως, επίσης, ήταν και ο αγώνας για τις ώρες και τις συνθήκες εργασίας. Αντ’ αυτού, οι ουτοπιστές σοσιαλιστές τάχθηκαν υπέρ πολιτικών σχεδίων, επικεντρωμένων σε προγράμματα κοινωνικής αναδιοργάνωσης. Αρνιούνταν επίσης τη σύνδεση μεταξύ της καθημερινής ταξικής κινητοποίησης και της κοινωνικής αλλαγής. Οι Μαρξ και Ένγκελς, αντίθετα, θεωρούσαν την κάθε ταξική δραστηριότητα ως την πρωταρχική βάση για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Τόνιζαν τη σημασία της συνδικαλιστικής δράσης και επιδίωκαν να φέρουν κοντά τις Κομμουνιστικές ομάδες της Ηπειρωτικής Ευρώπης με τους Χαρτιστές της Αγγλίας, καθώς και να τονίζουν την εργατική ταξική τους βάση. Στο χαιρετισμό τους τον Ιούλιο 1846 προς τον Φέργκους Ο’Κόννορ, τον ηγέτη των Χαρτιστών, σημειώνουν ιδιαίτερα την εμφάνιση του Κινήματος των Χαρτιστών ως ένα ξεκάθαρο ταξικό κίνημα.8 Μέχρι το Δεκέμβριο 1846, αυτή η προοπτική είχε αποκρυσταλλωθεί σε μια συγκεκριμένη αντίληψη για την ανθρώπινη εξέλιξη, που αργότερα χαρακτηρίστηκε ως ιστορικός υλισμός, όπου οι άνθρωποι συλλογικά «δημιούργησαν τη δική τους ιστορία», αλλά, κρίσιμα δεν το έκαναν μέσα σε συνθήκες της δικής τους επιλογής, Όπως σημείωσε ο Μαρξ στην επιστολή του προς τον Άνενκωφ το Δεκέμβριο 1846, οι συνθήκες αυτές ήταν η κατάληξη της ανθρώπινης παραγωγικής δραστηριότητας, που είχε ως αποτέλεσμα την αργή και σωρευτική ενίσχυση της γνώσης και τεχνολογίας. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων τριών ή τεσσάρων χιλιετιών, ιστορικά δηλαδή σχετικά πρόσφατα, η διαδικασία αυτή είχε κλειδωθεί μέσα σε διαδοχικές μορφές ταξικής κοινωνίας από επιβαλλόμενες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, με τις οποίες οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, των δούλων, των δουλοπάροικων και των εξαρτημένων στο κεφάλαιο μισθωτών, ιδιοποιούνταν και έλεγχαν το παραγόμενο οικονομικό πλεόνασμα. Σε κάθε στάδιο ήταν η όλο και μεγαλύτερη αντίθεση μεταξύ των αναπτυσσόμενων μέσων παραγωγής και των κληροδοτημένων σχέσεων παραγωγής, απαιτούμενων για την απόσπαση αυτού του πλεονάσματος, που παρείχε το πλαίσιο για αλλαγή. Αλλά ήταν ανθρώπινα όντα, που έκαναν αυτή την ιστορία και το έκαναν συλλογικά, ως τάξεις, καθώς σταδιακά συνειδητοποιούσαν τη φύση της δικής τους εκμετάλλευσης και την ανάγκη ανατροπής και αντικατάστασης των κρατικών θεσμών, που την διαιώνιζαν. Αργότερα στην επιστολή του προς τον Βαϊντεμάγερ το 1852 ο Μαρξ ξεκαθάρισε πως ο ίδιος θεωρούσε ότι είχε συμβάλει σε αυτή την κατανόηση της ανθρώπινης εξέλιξης. Δεν είχε, τόνιζε, ανακαλύψει την ύπαρξη των τάξεων ή την πάλη μεταξύ τους. Αυτό είχε επισημανθεί από αστούς μελετητές πολύ πριν. «…Ό,τι καινούργιο έκανα εγώ ήταν να αποδείξω: (1) ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με 8 Marx and Engels, Address of the German Democratic Communists of Brussels to Mr. Feargus O’Connor, CW, Vol 6, Moscow 1976, pp. 61-6

22


ορισμένες ιστορικές φάσεις της παραγωγής (historische Entwicklungsphasen der Produktion), (2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου, (3) ότι η ίδια αυτή δικτατορία αποτελεί μονάχα τη μετάβαση στην κατάργηση όλων των τάξεων και σε μια αταξική κοινωνία».9 Δύο σημεία είναι καίριας σημασίας για την άμεση ιστορία μας: «συνδέεται με ορισμένες ιστορικές φάσεις» και ότι «η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου». Η όλο και αυξανόμενη γνώση του Μαρξ για το αγγλικό εργατικό κίνημα μεταξύ 1842 και 1846 του απέδειξε άμεσα ότι η αμυντική ένωση εργαζομένων στο βιομηχανικό καπιταλισμό ανέπτυξε αρχές οργάνωσης, που θα ήταν απαραίτητες για μια νέου τύπου κοινωνία. Η συνδικαλιστική οργάνωση απαιτούσε αλληλεγγύη, ένα ήθος συλλογικότητας. Απαιτούσε ατομική θυσία για το κοινό καλό. Στην κριτική του για τον Προυντόν, «Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας», που γράφτηκε στις αρχές του 1847, ο Μαρξ το έκανε αυτό ξεκάθαρο. Είναι η συλλογική υπεράσπιση από τους εργάτες των μισθών και συνθηκών εργασίας τους, που κατέστησε την εργατική τάξη σε τάξη «καθ’ αυτόν». Στην πορεία σταδιακά, μέσα από τον αγώνα και τη σύγκρουση με την καπιταλιστική κρατική εξουσία, έγινε μια τάξη «για τον εαυτό της», κατανοώντας την ανάγκη να ανατραπεί αυτή η κρατική εξουσία.10 Ο Μαρξ κάνει συγκεκριμένη αναφορά στο έργο του «Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας» στα αγγλικά συνδικάτα, τους Χαρτιστές και το δημιουργημένο το 1846 ενοποιημένο κέντρο για το συνδικαλιστικό κίνημα - την Εθνική Ένωση Ενωμένων Συνδικαλιστικών Οργανώσεων. Στη συνέχεια προχωρά στην εφαρμογή των ίδιων κατηγοριών στην εξέλιξη της αστικής τάξης ως τάξη «για τον εαυτό της» κατά τη διάρκεια της πάλης της κατά της φεουδαρχικής κρατικής εξουσίας. Ήδη, λοιπόν, στις αρχές του 1847 έχουμε τις διατυπώσεις, που θα σηματοδοτούσαν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» του 1848: «Η ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων». Με αυτό τον τρόπο οι αφηρημένες έννοιες της εργασίας, της ανθρώπινης φύσης και της αλλοτρίωσης, που αναπτύχθηκαν στα Χειρόγραφα του 1844 κατά τη διάρκεια των τριών ετών που μεσολάβησαν, είχαν γίνει συγκεκριμένες. Και τουλάχιστον εν μέρει αυτό προήλθε από τη μελέτη από τον Μαρξ του κινήματος της βρετανικής εργατικής τάξης και την κατανόησή του για τη σχέση μεταξύ των αμυντικών ενεργειών της και των αναδυόμενων αρχών της αλληλεγγύης, που της επέτρεψαν να γίνει τάξη για τον εαυτό της. Με αυτό τον τρόπο, η εργατική τάξη απέδειξε τη δυνατότητα της - ως η οργανωμένη και συνεκτική δύναμη της μεγάλης πλειοψηφίας - να καταστεί η βάση για μια νέου τύπου κρατικής εξουσίας, που να βασίζεται στους πολλούς και όχι τους λίγους, που θα απαιτούσαν να καθιερωθεί η κοινή ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. 9 Marx to Weydemeyer 5 March 1852, CW 39 (1983), p. 62 10 Marx. The Poverty of Philosophy, CW VI pp. 210-212.

23


2.

Η διαίρεση της βρετανικής εργατικής τάξης

Ωστόσο, από την άποψη της θεωρίας, αυτό δεν ήταν το τέλος της ιστορίας. Καμιά επανάσταση δεν ξέσπασε στη Βρετανία. Παρά την έκταση και πολυπλοκότητα της οργάνωσής της, το κίνημα της εργατικής τάξης στη Βρετανία σταδιακά απομακρύνθηκε από τη διεκδίκηση της κρατικής εξουσίας. Ήταν οι εργαζόμενοι του Παρισιού, που έκαναν την πρώτη προσπάθεια να εγκαθιδρύσουν ένα κράτος της εργατικής τάξης και μια γενιά αργότερα, οι εργάτες και αγρότες της Ρωσίας. Αν και αριθμητικά το βρετανικό συνδικαλιστικό κίνημα παρέμεινε το μεγαλύτερο κατά το υπόλοιπο του 19ου αιώνα, πολιτικά, από την άποψη οποιασδήποτε δέσμευσης για την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος, ξεπεράστηκε από εργατικά κινήματα άλλων χωρών. Αυτό το γεγονός απαιτεί μια εξήγηση. Οι Μαρξ και Ένγκελς έζησαν στη Βρετανία για το υπόλοιπο της ζωής τους και συνέχισαν τη συμμετοχή τους στο κίνημα της εργατικής τάξης. Συνέχισαν να εργάζονται με τους περισσότερους ηγέτες των Χαρτιστών από τη δεκαετία του 1850, ιδιαίτερα με τους Έρνεστ Τζόουνς και Τζούλιαν Χάρνι (των οποίων ο «Κόκκινος Ρεπουμπλικάνος» δημοσίευσε το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» το 1849). Ήταν οργανωτές της Πρώτης Διεθνούς με έδρα το Λονδίνο κατά τις δεκαετίες του 1860 και του 1870, έλεγχαν το σχηματισμό των πρώτων Μαρξιστικών ομάδων στη δεκαετία του 1880 και μέσω του Ένγκελς και της κόρης του Μαρξ Ελεονώρας, ασκούσαν σημαντική επιρροή για την αναβίωση του μαζικού συνδεδεμένου με το σοσιαλισμό συνδικαλισμού από το 1889. Ταυτόχρονα, επεδίωκαν να καταλάβουν γιατί το κίνημα της εργατικής τάξης, πολιτικά τόσο προχωρημένο στη δεκαετία του 1840, απέτυχε να διατηρήσει την πρωτοπορία του και μέσα σε μια γενιά είχε υποχωρήσει. Συνοψίζοντας την επεξήγηση τους ίσως να ευθύνεται «η αυτοκρατορία και ο ρατσισμός», δηλαδή η χρήση από τους βρετανούς κυβερνώντες του προσωρινού μονοπωλίου των παγκόσμιων αγορών για τη βελτίωση των συνθηκών και την υποδαύλιση προκαταλήψεων έναντι του ενός εκατομμυρίου περίπου προσφύγων, που ένεκα του ιρλανδικού λιμού ήρθαν στη Βρετανία στη δεκαετία μετά το 1845. Αλλά μια τέτοια συνόψιση θα αδικούσε τη λεπτότητα της εξήγησής τους ή τη συνεχιζόμενη θεωρητική σημασία της. Ουσιαστικά αυτή η επεξήγηση μας φέρνει πίσω σ’ εκείνη τη διαδικασία ταξικής διαμόρφωσης, που εξετάστηκε προηγουμένως, δηλαδή στη σύνδεση μεταξύ της συλλογικής πάλης για τα άμεσα αντικείμενα της συνδικαλιστικής οργάνωσης και της ευρύτερης «τάξης για τον εαυτό της». Γράφοντας στον πρώτο (1867) τόμο του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ αναφέρεται στα χρόνια μεταξύ 1843 και 1848, ως «κοσμοϊστορικά στην οικονομική ιστορία της Αγγλίας». Το 1843, όταν το κίνημα των Χαρτιστών και η κινητοποίηση για το 10ωρο «είχαν φτάσει στο πιο ψηλό σημείο τους», οι «εκπρόσωποι και οι πολιτικοί ηγέτες της μεταποιητικής βιομηχανικής τάξης διέταξαν μια αλλαγή στην αντιμετώπιση και

24


στην ρητορική προς τους εργαζόμενους».11 Οι εργοδότες επιδίωκαν μια κοινή αφορμή και υποσχέθηκαν «όχι μόνο διπλασιασμό του ψωμιού, αλλά και τη θέσπιση Νομοσχεδίου για το 10-ωρο». Ο Μαρξ ακολούθως περιγράφει πώς το εργοδοτικό λόμπι της μεταποιητικής βιομηχανίας στη συνέχεια επιδίωξε να περιορίσει τις προηγούμενες παραχωρήσεις μόλις το Κίνημα των Χαρτιστών είχε συνθλιβεί και όταν η φυλάκιση των ηγετών του και η αποσύνθεση της οργάνωσής τους «κλόνισε την εμπιστοσύνη της αγγλικής εργατικής τάξης στη δική της δύναμη». Η φράση «αλλαγή αντιμετώπισης και ρητορικής προς τους εργαζόμενους» είναι σημαντική. Μπροστά σε μια πολιτικά δραστηριοποιημένη εργατική τάξη το 1842 - 45 οι εργοδότες και η ίδια η κυβέρνηση υιοθέτησαν τη γλώσσα και τις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος. Επεδίωκαν να δείξουν ότι αυτά τα οικονομικά αιτήματα ήταν απολύτως συμβατά με το υπάρχον σύστημα και το έπραξαν για να αναχαιτίσουν την ταχέως αναπτυσσόμενη μετατροπή από μια τάξη «καθ’ εαυτό» σε μια τάξη «για τον εαυτό της». Ανασκοπώντας ολόκληρη την περίοδο ο Ένγκελς το 1885 μίλησε για την εμφάνιση μιας «αριστοκρατίας μέσα στην εργατική τάξη», στα μέλη «μεγάλων γιούνιονς (συνδικάτων)», όπου κυριαρχεί η «εργασία ηλικιωμένων ανδρών», μηχανικοί, επιπλοποιοί, ξυλουργοί, χτίστες, που έγιναν «μια μικρή προνομιούχα, «προστατευόμενη» μειοψηφία». Ο περιορισμός των ωρών εργασίας για ενήλικες, κάτι για το οποίο είχαν προηγουμένως αντιταχθεί σθεναρά, έγινε αποδεκτός και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες «μέχρι τότε θεωρούνταν εφευρέσεις, έργο του ίδιου του διαβόλου», έγιναν κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών «χαϊδευμένες και χειραγωγημένες». Αυτοί, που αγωνίστηκαν για μείωση ωραρίου, για συνδικαλιστικά δικαιώματα και βελτίωση μισθών είδαν τώρα αυτά να παραχωρούνται και εξίσου σημαντικό, άκουγαν μια «αλλαγή στη ρητορική», με την οποία καλούνταν να διαδραματίσουν ρόλο στην υπεράσπιση των νέων δικαιωμάτων, μετατρεπόμενοι, όπως το χαρακτήρισε ο Ένγκελς, «ουρά του μεγάλου Φιλελεύθερου Κόμματος». Βέβαια, μόνο οι ειδικευμένοι εργάτες μπορούσαν να επωφεληθούν από τα νέα νομικά δικαιώματα, που παραχωρήθηκαν στα συνδικάτα κατά τις δεκαετίες του 1860 και του 1870. Αυτοί και μόνο αυτοί εργάζονταν σύμφωνα με σχετικά ρυθμιζόμενες αγορές εργασίας. Αλλά για αυτούς τους εργάτες τα οφέλη ήταν σημαντικά. Στον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου» ο Μαρξ εξέτασε τις συνέπειες των κυκλικών «κρίσεων του καπιταλισμού στο καλύτερα αμειβόμενο τμήμα της εργατικής τάξης». Ο Μαρξ σημειώνει ότι ακόμα και αυτή η «αριστοκρατία», η οποία είχε βιώσει καλύτερα τα προηγούμενα είκοσι χρόνια, εξακολουθούσε να είναι ευάλωτη σε κακουχίες κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής κρίσης, ενώ εκείνα τα «φτωχά αμειβόμενα στρώματα της βρετανικής βιομηχανικής τάξης» είχαν υποστεί την επιδείνωση των συνθηκών – παρά την «τεράστια άνοδο της παραγωγής» σε μια 11

Marx, Capital 1, CW, 35, p. 246

25


χώρα, που κατέχει «την πρώτη θέση στην παγκόσμια αγορά».12 Για τους ανειδίκευτους εργάτες, οι οποίοι στη δεκαετία του 1830 και αρχές της δεκαετίας του 1840 είχαν αρχίσει να αναπτύσσουν γενικά συνδικάτα, η αλλαγή της «αντιμετώπισης και ρητορικής» δεν επέφερε τίποτα εκτός από την αποσύνθεση ενός ευρύτερου και συνεκτικού ταξικά προσανατολισμένου κινήματος - και αυτό έγινε καθώς η βρετανική κυβερνητική πολιτική στην Ιρλανδία οδήγησε σε μαζική μετανάστευση ενός εκατομμυρίου ανειδίκευτων εργαζομένων. Προηγουμένως οι ιρλανδικές κοινότητες στη Βρετανία ήταν σε μεγάλο βαθμό ενσωματωμένες στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Οι βασικοί ηγέτες των «Χαρτιστών» στη δεκαετία του 1830 και του 1840, οι Φέργκους Ο’Κόννορ και Μπροντέρε Ο’Μράιαν, ήταν και οι δυο Ιρλανδοί και από τη δεκαετία του 1790 η διεκδίκηση για την ιρλανδική αυτοδιάθεση συνιστούσε ένα σχετικά κεντρικό σύνθημα του εργατικού κινήματος στην Αγγλία και Σκωτία. Τώρα οι ντόπιοι εργοδότες επεδίωκαν να εκμεταλλευτούν μια εθνοτικά διαιρεμένη αγορά για ανειδίκευτη εργασία. Το 1870 ο Μαρξ περιέγραψε την κατάσταση ως εξής: Η αγγλική αστική τάξη έχει επίσης πολύ πιο σημαντικά συμφέροντα στην σημερινή οικονομία της Ιρλανδίας. Λόγω της συνεχώς αυξανόμενης συγκέντρωσης της γεωργίας, η Ιρλανδία παράγει σταθερά το δικό της πλεόνασμα στην αγγλική αγορά εργασίας και συνεπώς μειώνει τους μισθούς προς τα κάτω…Και το πιο σημαντικό από όλα! Κάθε βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο στην Αγγλία διαθέτει τώρα μια εργατική τάξη χωρισμένη σε δύο εχθρικά στρατόπεδα, τους άγγγλους προλετάριους και τους ιρλανδούς προλετάριους. Ο κανονικός άγγλος εργάτης μισεί τον ιρλανδό εργαζόμενο ως έναν ανταγωνιστή, που μειώνει το βιοτικό του επίπεδο. Σε σχέση με τον ιρλανδό εργαζόμενο αισθάνεται τον εαυτό του μέλος του κυρίαρχου έθνους και έτσι μετατρέπεται σε ένα εργαλείο των αριστοκρατών και των καπιταλιστών και της χώρας του ενάντια στην Ιρλανδία, ενισχύοντας έτσι την κυριαρχία τους πάνω στον ίδιο».13 3.

Διατηρώντας την κληρονομιά της ταξικής ανάλυσης

Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, μεταξύ του 1844 και 1846, ο Μαρξ είχε κατανοήσει, πολύ πιο χειροπιαστά, τις συγκεκριμένες διαδικασίες, με τις οποίες μια τάξη μετατράπηκε από τάξη «καθ’ εαυτό» σε «τάξη για τον εαυτό της». 12  Marx, Capital, I, CW, 35 (London, 1996), p. 660. It has been claimed by G Stedman Jones, initially in ‘Karl Marx and the English Labour Movement’, History Workshop Journal, No 18, 1984, and subsequently elsewhere, that Marx never used the term ‘aristocracy’ in connection with the working class and that there was a fundamental disagreement between him and Engels on post-1848 developments in Britain. Jones does not appear to have read Capital Volume 1. The debate is examined in J Foster,’ The Aristocracy of Labour’, Labour History Review, Vol, 75, 3, 2010 13

26

Marx to Meyer and Vogt, 9 April 1870, CW (London, 1988),p. 175


Αυτές προήλθαν από τις ουσιαστικές καθημερινές δραστηριότητες στη βάση συλλογικών διαπραγματεύσεων. Απαιτούσαν την ανάπτυξη μιας συλλογικής πειθαρχίας και νοοτροπίας. Αμφισβητούσαν τον ατομικισμό της καπιταλιστικής αγοράς και τις δομές επιβολής του καπιταλιστικού κράτους - αυθόρμητα στην αρχή, αλλά όλο και πιο συνειδητά. Τα γεγονότα της δεκαετίας του 1840 και 1850 είχαν, ωστόσο, καταδείξει την ικανότητα της άρχουσας τάξης να παρεμβαίνει σ’ αυτή τη διαδικασία και να την αντιστρέφει. Είχαν κλέψει τα συνθήματα. Διαίρεσαν ένα πολιτικά δραστηριοποιημένο ταξικό κίνημα. Και το έπραξαν στη βάση των άμεσων οικονομικών συμφερόντων των καλύτερα οργανωμένων τμημάτων της εργατικής τάξης. Ωστόσο, όπως τόνισαν και ο Μαρξ και ο Ένγκελς, αυτή η επιλογή δεν ήταν για την αστική τάξη - ούτε ανοικτό-τέλος, ούτε χωρίς κίνδυνους. Η ελευθερία της να προβαίνει σε παραχωρήσεις εξαρτιόταν από την προσωρινή κυριαρχία της Βρετανίας στην παγκόσμια αγορά για μεταποιημένα προϊόντα. Επιπλέον, κάνοντας προσωρινές παραχωρήσεις, που δεν μπορούν να διατηρηθούν, συχνά είναι τελικά πιο επικίνδυνο από το να μην γίνονται παραχωρήσεις καθόλου. Το ότι οι κυβερνώντες την Βρετανία ακολουθήσαν αυτό το δρόμο οφειλόταν στη συνειδητοποίηση της μοναδικής ευάλωτης θέσης τους. Πουθενά αλλού στον κόσμο η εργατική τάξη δεν αποτελούσε την πλειοψηφία του πληθυσμού. Ούτε στη Γερμανία, ούτε στη Γαλλία ή την Αμερική. Στη Βρετανία δεν υπήρχαν αγρότες, που να κατείχαν ιδιοκτησία ή μικροκαλλιεργητές. Οι μικροβιοτέχνες είχαν εξαλειφθεί. Στη Βρετανία, επομένως, η καθολική ψηφοφορία θα σήμαινε επικράτηση του Εθνικού Συνδέσμου «Χαρτιστών», της οργανωμένης εργατικής τάξης. Ήταν η μοναδική απαίτηση, που δεν μπορούσε να παραχωρηθεί. Τελικά η καθολική ψηφοφορία το 1867 περιορίστηκε στους καλύτερα αμειβομένους ειδικευμένους εργαζομένους. Η αντίδραση των Μαρξ και Ένγκελς κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1850 ήταν να συνεργαστούν με τον ηγέτη των Χαρτιστών Έρνεστ Τζόουνς, ο οποίος ήταν πιο κοντά στις εξελισσόμενες συνδικαλιστικές οργανώσεις ειδικευμένων εργατών και στη συνέχεια το 1864 ξεκίνησαν ένα πολύ πιο φιλόδοξο εγχείρημα, τη Διεθνή Ένωση Εργατών, συμπεριλαμβανομένου κορυφαίων βρετανών συνδικαλιστών και συνδικαλιστικών οργανώσεων σε ένα ευρύτερο σύνολο πολιτικών διεκδικήσεων: και πάλι για το δικαίωμα ψήφου μέσω της Μεταρρυθμιστικής Λίγκας, για τα ευρύτερα διεθνή ζητήματα συνδικαλιστικής αλληλεγγύης και για την οικονομική και πολιτική δικαιοσύνη για την Ιρλανδία - αλλά και την καταπολέμηση της αστικής πολιτικής οικονομίας και των σεκταριστικών επιχειρημάτων για τον άκαμπτο νόμο περί μισθών, που αρνιόταν τη σημασία της πάλης για μισθούς. Τελικά, όμως, ήταν οι υλικές δυνάμεις του ίδιου του καπιταλισμού, που μεταμόρφωσαν την κατάσταση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1880 και μέσα στη δεκαετία του 1890, καθώς η Βρετανία εισήλθε σε ένα πολύ πιο έντονο

27


οικονομικό ανταγωνισμό με τις νέες βιομηχανικές δυνάμεις. Χαιρετίζοντας αυτή την εξέλιξη στο Πρόλογο του 1892 στο έργο του «Η κατάσταση της Αγγλικής Εργατικής Τάξης», ο Ένγκελς ανέφερε τα προηγούμενα σχόλιά του, που έγιναν το 1885, σχετικά με το επικείμενο τέλος του παγκόσμιου μονοπωλίου της Βρετανίας και ακολούθως συνεχίζει να χαιρετίζει την άνοδο του Νέου Γιουνιονισμού (Συνδικαλισμού): …η οργάνωση της μεγάλης μάζας των «ανειδίκευτων» εργατών. Αυτή η οργάνωση μπορεί σε πολλά να υιοθετήσει τη μορφή των παλιών συνδικάτων των «ειδικευμένων» εργατών, ωστόσο ο χαρακτήρας της είναι ουσιαστικά διαφορετικός. Τα παλιά συνδικάτα διατηρούν τις παραδόσεις της εποχής που ιδρύθηκαν. Θεωρούν το μισθωτό σύστημα σαν ένα γεγονός, που είναι μια για πάντα δοσμένο και οριστικό και που στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να το απαλύνουν προς το συμφέρον των μελών τους. Τα νέα συνδικάτα αντίθετα ιδρύθηκαν σε μιαν εποχή, που η πίστη στην αιωνιότητα του μισθωτού συστήματος είχε κιόλας έντονα κλονιστεί. Οι ιδρυτές και καθοδηγητές τους ήταν είτε συνειδητοί σοσιαλιστές, είτε σοσιαλιστές από συναισθηματισμό. Οι μάζες, που συνέρρευσαν σ’ αυτά και που σ’ αυτές στηρίζεται η δύναμή τους, ήταν άξεστες και εγκαταλειμμένες, που η αριστοκρατία της εργατικής τάξης τις κοιτούσε με περιφρόνηση. Έχουν όμως αυτό το απροσμέτρητο πλεονέκτημα: Οι διαθέσεις τους είναι ακόμα παρθένο έδαφος, είναι ολότελα απαλλαγμένες από τις κληρονομημένες «σεβαστές» αστικές προλήψεις που ζαλίζουν τα κεφάλια των πιο προνομιούχων «παλιών γιουνιονιστών». Κι έτσι βλέπουμε τώρα ότι αυτά τα νέα συνδικάτα παίρνουν στα χέρια τους την καθοδήγηση του εργατικού κινήματος γενικά και ολοένα και περισσότερο ρυμουλκούν τα πλούσια και περήφανα «παλιά» συνδικάτα. 4.

Συμπέρασμα: ο ιστορικός υλισμός και η κατανόηση της τάξης

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1890, οι βρετανοί εργοδότες και το βρετανικό κράτος είχαν αναγκαστεί να ανακτήσουν με δόντια και με νύχια τις προηγούμενες παραχωρήσεις σχετικά με τη συνδικαλιστική νομιμότητα και τα εργασιακά προνόμια των ειδικευμένων εργαζόμενων - με μια σειρά βίαιων ανταπεργιών και νομικών ενεργειών. Τα παλαιά συνδικάτα ειδικευμένων εργατών ως εκ τούτου είχαν παρακινηθεί σε πολιτική δράση μαζί με τα νέα γενικά συνδικάτα. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό το μοναδικό φαινόμενο, το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, ένα κόμμα που ιδρύθηκε άμεσα σε ένα ενιαίο συνδικαλιστικό κίνημα και επομένως ένα κόμμα που έχει αντικατοπτρίσει και συνεχίζει να αντικατοπτρίζει το μεταβαλλόμενο συσχετισμό της ταξικής πάλης και της ταξικής κατανόησης σε ολόκληρο το εργατικό κίνημα . Από την άποψη της ίδιας της θεωρητικής εξέλιξης του Μαρξ θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η περίοδος 1844-46 ήταν η πιο κρίσιμη. Σημειώθηκε η

28


κατανόησης της εργασίας από το Μαρξ από εκείνη τη μορφή, που ήταν σε μεγάλο βαθμό αφηρημένη σε εκείνη, που ήταν συγκεκριμένη και ιστορική. Αυτή η μεταμόρφωση επιτεύχθηκε με την κατανόηση του κρίσιμου ρόλου της πρακτικής συνδικαλιστικής δράσης στη μετάβαση από μια τάξη «καθ’ εαυτό» σε μια «τάξη για τον εαυτό της». Σηματοδότησε, σε αυτό το σημείο, μια βασική στιγμή στην κρυσταλλοποίηση του Ιστορικού Υλισμού. Ωστόσο, η συνεχής πολιτική εμπλοκή του Μαρξ και του Ένγκελς τόσο θεωρητικά, όσο και πρακτικά, κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα ήταν επίσης σημαντική. Αντιμετώπισαν τακτικές παρέμβασης της άρχουσας τάξης, που είχαν πιο συχνά εφαρμοστεί κατά τον 20ο αιώνα, δηλαδή εκείνες της ανοικτής ιδεολογικής παρέμβασης μέσα στο εργατικό κίνημα, της προσπάθειας να παρέμβει και να μπλοκάρει τη διαδικασία, με την οποία αναπτύσσεται μια ευρύτερη ταξική συνείδηση, καθώς και να σταματήσει την κίνηση από τάξη «καθ’ εαυτό» σε «τάξη για τον εαυτό της». Η ανάλυσή και το δικό τους πολιτικό έργο, η έμφαση τους στην αναγκαιότητα ύπαρξης μιας ανεξάρτητης πολιτικής οργάνωσης, που θα μπορούσε να προχωρήσει τα διδάγματα της ταξικής παρέμβασης, παραμένουν εξίσου σημαντικές σήμερα όπως ήταν και τότε.

29


Εμπνεόμενοι απο το παρελθόν Αγωνιζομαστε για το μέλλον!

30


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 31-37, 2018

του Daniel BRATANOVIC Μέλος της ΚΕ του Γερμανικού ΚΚ

ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Καπιταλισμός σε παγκόσμια κλίμακα σημαίνει υποταγή, υποδούλωση, φόνοι και λεηλασία, σημαίνει πόλεμος. Ο καπιταλισμός συνεπάγεται εξάντληση των φυσικών πόρων, οικολογική καταστροφή, εκμετάλλευση και ανεργία, φτώχεια και πείνα. Καπιταλισμός σημαίνει η υπάρχουσα γνώση να επενδύεται στην ανάπτυξη αλγόριθμων, μοναδική χρήση των οποίων είναι να απορροφούν, να εκμεταλλεύονται και να εκμηδενίζουν αξία με τραγικές συνέπειες για όσους δεν έχουν σχέση με όλα αυτά. Αυτό κάνουν τα αμοιβαία κεφάλαια – τα γνωστά hedge funds – αυτή είναι η μανιώδης ηλιθιότητα της χρηματοπιστωτικής αγοράς στις μέρες μας. Αυτοί οι μηχανισμοί, οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί από τον καπιταλισμό, είναι παρανοϊκοί, όμως αυτός ο τρόπος παραγωγής είναι αναγκασμένος να λειτουργεί έτσι. Οι εκπρόσωποι του, ωστόσο, λένε ότι όλα αυτά συμβαίνουν για τη διάσωση του πολιτισμού, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή για κάποιο άλλο καλό σκοπό. Όμως όλοι όσοι διατηρούν ακόμα καθαρή σκέψη, ξέρουν πολύ καλά ότι αυτό είναι ένα ψέμα. Ο καπιταλισμός είναι μια συνεχής ηθική προσβολή, φτάνει πια μαζί του! Πώς μπορεί, όμως, αυτό να επιτευχθεί; Είναι εξαιρετικά απίθανο ο καπιταλισμός να παραιτηθεί οικειοθελώς. Πρέπει να τον διώξουμε με τις κλωτσιές. Και αυτό μπορεί να πετύχει μόνο εάν οργανωθούμε. Ένα δύσκολο καθήκον. Λίγο παραπάνω από 25 χρόνια πριν, η ιστορική εξέλιξη οδήγησε χωρίς κανένα έλεος σε υποχώρηση τα μέχρι πρότινος υπερήφανα Κομμουνιστικά Κόμματα. Υπάρχουν εντούτοις μικρές ενδείξεις ότι θα σηκώσουν το κεφάλι την επόμενη περίοδο. Ο καπιταλισμός διέλυσε τους παλιούς του εχθρούς τόσο ολοκληρωτικά, που έχει μετατραπεί

31


ο ίδιος σε τρέλα. Με άλλα λόγια, η πλήρης εξάλειψη του σοσιαλισμού σήμαινε την αφαίρεση των στηριγμάτων και των δεκανικιών, τα οποία προσέφεραν στον καπιταλισμό τη μικρή 50-χρονη περίοδο της σταθερότητας, την οποία ορισμένοι ονόμασαν χρυσή εποχή. Στο μεταξύ, η δυσαρέσκεια για τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες έχει αυξηθεί. Εκδηλώνεται εδώ και εκεί με ένα προοδευτικό τρόπο, αλλά επίσης συχνά και με αντιδραστικό τρόπο. Οι συνθήκες, που επικρατούν στο προοδευτικό στρατόπεδο, χαρακτηρίζονται συνήθως σε μεγάλο βαθμό από ασάφεια. Στις περιπτώσεις, που αριστερά κόμματα και κινήματα κατόρθωσαν να ισχυροποιηθούν και να μετατραπούν σε σημαντικές δυνάμεις τα τελευταία χρόνια, έγινε σύντομα φανερό ότι τους έλειπε η επαρκής ατζέντα ή στρατηγική, πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι τους ενδιέφερε η πραγματική αλλαγή. Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα μιλά από μόνη της: Ξεκίνησε με ελπίδα, αλλά μετατράπηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε συνένοχο της διαχείρισης, της λιτότητας της Ευρωπαϊκής τρόικα. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς προφήτης για να υποθέσει ότι και οι Podemos στην Ισπανία θα έχουν την ίδια εξέλιξη. Οι συνέπειες της ήττας, λίγο περισσότερο από 25 χρόνια πριν, μιας ήττας που αφορά όλες τις προοδευτικές δυνάμεις, δεν έχουν ακόμη χωνευτεί – ούτε με πολιτικούς, αλλά ούτε με θεωρητικούς όρους. Ταυτόχρονα, η αριστερή πολιτική συχνά περιορίζεται σε μια ρύθμιση ζητημάτων του προσωπικού τρόπου ζωής. Δεν αποτελεί κάτι το νέο να εντοπίζουμε ότι η κοινωνία αναγκαστικά κατακερματίζεται και χαρακτηρίζεται από σύγκρουση συμφερόντων. Αυτό που είναι νέο, ωστόσο, είναι η έκταση αυτού του κατακερματισμού και το γεγονός ότι αριστερές οργανώσεις και κινήματα εκφυλίζονται σε αντιπρόσωπους στενόμυαλων ιδιωτικών συμφερόντων. Για παράδειγμα, φαίνεται ότι οι συντεχνίες στη βιομηχανία στην Γερμανία δρουν αποκλειστικά ως εκπρόσωποι των υψηλόμισθων, μόνιμων, εξειδικευμένων εργαζομένων, αλλά όχι των επισφαλώς εργαζόμενων με συμβόλαια. Και είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς υπέρ ποιου επιχειρηματολογεί η Die Linke [το «Die Linke», δηλαδή «η Αριστερά» είναι Γερμανικό Κόμμα].

32

Σ’ αυτό το στάδιο, μια συγκεκριμένη προσέγγιση στην πολιτική αρχίζει να γίνεται αυξανόμενα δημοφιλής. Οι υποστηρικτές της υπόσχονται ότι θα νικήσουν τον κατακερματισμό, υπόσχονται ότι έχουν το αντίδοτο για την παράλυση της αριστεράς. Δείχνουν μάλιστα να αποδέχονται τον εξευτελιστικό τίτλο, που τους προσδίδουν οι αντίπαλοι τους. Όπως τα κυρίαρχα Μέσα Ενημέρωσης εξηγούν στους αναγνώστες τους, ότι ο Bernie Sanders στις ΗΠΑ, ο Jeremy Corbyn στη Βρετανία, ο Jean-Luc Mélenchon στη Γαλλία και η Sahra Wagenknecht στη Γερμανία είναι όλοι αριστεροί λαϊκιστές. Η φράση χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του δημαγωγού και σκοπεύει να στέλνει το μήνυμα: Προσοχή! Κρατάτε απόσταση! Αυτοί όλοι τόλμησαν να ασκήσουν κριτική στο κυρίαρχο καθεστώς του ελεύθερου εμπορίου, που διαβρώνει τα εργατικά δικαιώματα, τόλμησαν να ασκήσουν κριτική στην περικοπή της δημοκρατίας, στην επισφαλή εργοδότηση, στην αυξανόμενη φτώχεια κ.λπ.


Αυτή η πολιτική είναι προφανώς μια αντίδραση σε μια τάση, που παρατηρείται εδώ και αρκετό καιρό. Θα ήταν δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με τη διάγνωση του πολιτικού επιστήμονα Colin Crouch σχετικά με τα παλιά ευρωπαϊκά βιομηχανικά κράτη: Η Μετά-Δημοκρατία περιγράφει την κατάσταση, κατά την οποία οι εκλογές και οι εναλλαγές στη διακυβέρνηση, οι κοινοβουλευτικές διαβουλεύσεις και αποφάσεις διατηρούνται τυπικά, όμως έχει γίνει αδιάφορο το ποιος εκλέγεται, επειδή οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται κάπου αλλού. Στους τρύπιους θεσμούς του κοινοβουλευτισμού, που τυπικά συνεχίζουν όπως παλιά, αντιπρόσωποι κομμάτων με δυσδιάκριτες διαφορές, να υποκύπτουν στους λεγόμενους περιορισμούς και υιοθετούν χωρίς πολλή συζήτηση, νόμους προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου. Ο Crouch γράφει πως την ίδια ώρα, η πλειοψηφία των πολιτών παίζουν ένα παθητικό και σιωπηλό, ακόμα και απαθή ρόλο. Η πολιτική γίνεται πίσω από κλειστές πόρτες. Ακόμα χειρότερα για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η κυριαρχία μεταφέρεται στις Βρυξέλλες – μια περεταίρω αποδυνάμωση των εθνικών Κοινοβουλίων και ενδυνάμωση θεσμών, οι οποίοι δεν έχουν καμία δημοκρατική νομιμοποίηση. Η κυρίαρχη πολιτική τάξη θεωρεί αυτή τη διαδικασία ως ένα αντι-εθνικό πρότζεκτ εκμοντερνισμού. Είναι, όμως, πράγματι κάτι θετικό, όταν η Ιταλία ή η Ελλάδα αναγκάζονται να εγκαταστήσουν Κυβερνήσεις από τεχνοκράτες ως αποτέλεσμα της πίεσης, που ασκείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση υπό την ηγεσία της Γερμανίας; Είναι κάτι θετικό, όταν ο Πρόεδρος της Πορτογαλίας αρνείται επίμονα να δώσει στην αριστερή πλειοψηφία την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης με το επιχείρημα ότι η διαφωνία τους με την ακολουθούμενη πολιτική λιτότητας είναι «Αντί-ευρωπαϊκή»; Η συναίνεση ανάμεσα στους κυβερνόντες και τους κυβερνώμενους, ανάμεσα στους αντιπρόσωπους και τους αντιπροσωπευόμενους έχει διαρραγεί. Ο Antonio Gramsci ονόμαζε τέτοιες καταστάσεις «οργανικές κρίσεις». Ορισμένοι λένε ότι αυτή η κρίση έχει δημιουργήσει ένα «λαϊκίστικο κενό», το οποίο δεν μπορεί να καλυφθεί από τα παλιά ρεφορμιστικά εργατικά κόμματα ή από τις εργατικές Ενώσεις, επειδή αυτές οι οργανώσεις έχουν ενσωματωθεί πλήρως στο σύστημα και δεν έχουν απαντήσει στην ταξική πάλη «από τα πάνω» με ταξική πάλη «από τα κάτω». Η κατάλληλη ερώτηση, σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, πρέπει να είναι ένας αριστερός λαϊκισμός. Λαϊκισμός σημαίνει απλοποίηση της πολιτικής πραγματικότητας και ένα καθαρό διαχωρισμό φίλων και εχθρών. Όπως γράφει ο Chantal Mouffe - πιθανόν ο πιο διακεκριμένος θεωρητικός εκπρόσωπος του αριστερού λαϊκισμού - ο αριστερός λαϊκισμός επιδιώκει με ένα συναισθηματικό τρόπο να πετύχει την «ενότητα των προοδευτικών ανθρώπων», όχι μέσω του αποκλεισμού των μεταναστών, όπως κάνει ο δεξιός λαϊκισμός, αλλά μέσω του προσδιορισμού ενός αντιπάλου - των πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού. Εάν επρόκειτο απλά για ένα ζήτημα μεθόδου, κανένας δεν θα διαφωνούσε με μια τέτοια πολιτική.

33


Τίποτε το ιδιαίτερα καινούριο δεν σημειώνει. Στο «Τί να κάνουμε», ο Λένιν κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε δυο διαφορετικές λειτουργίες της επαναστατικής οργάνωσης: Ως τώρα νομίζαμε […] πως ο προπαγανδιστής, όταν πραγματεύεται λ.χ. το ίδιο το ζήτημα της ανεργίας, πρέπει να εξηγήσει την κεφαλαιοκρατική φύση των κρίσεων, να δείξει τους λόγους, που οι κρίσεις αυτές είναι αναπόφευκτες στη σύγχρονη κοινωνία, να δείξει την ανάγκη για το μετασχηματισμό της σε σοσιαλιστική κοινωνία κ.τ.λ. Με δυο λόγια πρέπει να δώσει «πολλές ιδέες», τόσο πολλές, που μόνο λίγα (σχετικά) πρόσωπα θα μπορούν μονομιάς να αφομοιώσουν όλες αυτές τις ιδέες στο σύνολο τους. Ο αγκιτάτορας, όμως, μιλώντας για το ίδιο θέμα, θα πάρει το πιο γνωστό και πιο χτυπητό σ’ όλους τους ακροατές του παράδειγμα – λ.χ. το θάνατο από την πείνα της οικογένειας ενός ανέργου, την αύξηση της αθλιότητας κ.τ.λ. – και, χρησιμοποιώντας αυτό το πασίγνωστο γεγονός, θα στρέψει όλες του τις προσπάθειες στο να προσφέρει στη «μάζα» μόνο μια ιδέα και συγκεκριμένα: θα προσπαθήσει να ξυπνήσει μέσα στις μάζες τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση ενάντια στην κατάφωρη αυτή αδικία, αφήνοντας στον προπαγανδιστή την ολοκληρωμένη εξήγηση αυτής της αντίθεσης. (Λένιν Β.Ι., Άπαντα, τόμος 6, σελ. 67) Η διαφωνία με τον αριστερό λαϊκισμό δεν εδράζεται σε αιτίες, που έχουν να κάνουν με την πολιτική πρακτική. Η μέθοδος του δεν προκύπτει από, ούτε βασίζεται σε μια διαφορετική θεωρία, θεωρία και πράξη συμπίπτουν από την αρχή. Με άλλα λόγια ο αριστερός λαϊκισμός ξέρει μόνο τον αγκιτάτορα και όχι τον προπαγανδιστή. Αντίθετα, το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν επιδιώκει να υποστηρίξει ένα συγκεκριμένο συμφέρον, αλλά επιδιώκει το γενικό συμφέρον. Αυτό το γενικό συμφέρον δεν μπορεί να προκύπτει στη βάση των αναγκών και των σκοπών ενός ατόμου. Μπορεί να καθοριστεί μόνο με θεωρητικό τρόπο. Ένα Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να κατέχει μια συνεπή θεωρία, με την οποία να μπορεί να σκέφτεται την κοινωνία ως σύνολο. Ή αλλιώς όπως έγραψε ο Λένιν «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα». Σε αυτό το σημείο μπαίνει στη συζήτηση και ο Μαρξ. Όταν γερμανοί επίσημοι γιόρτασαν τα 200 χρόνια από τη γέννηση του, έμοιαζαν σαν να γιόρταζαν τον θάνατο του. Και ο καημένος ο Μαρξ, που πέθανε πριν από 135 χρόνια, δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ο πιο ξακουστός κριτικός του καπιταλισμού και της αστικής κοινωνίας μετατράπηκε σε ευκολοχώνευτο σύμβολο. Μόλις οι εν λόγω επίσημοι έπρεπε να αναφερθούν στο περιεχόμενο του έργου του, κάθε υποχρέωση προς τον ίδιο τον Μαρξ ξαφνικά ξεχάστηκε. Στην εορταστική τελετή, που έγινε στο Trier, την πόλη γέννησης του Μαρξ, οι ομιλητές υπέβαλαν ότι ένας άλλος διανοητής, ο οποίος επίσης γεννήθηκε στο Trier, άφησε πιο πολύτιμη παρακαταθήκη από τον Μαρξ. Επρόκειτο για τον Oswald von Nell-Breuning, του οποίου η καθολική κοινωνική διδασκαλία διακηρύττει τη

34


συμφιλίωση των τάξεων. Αυτά λέγονταν κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930, σε μια περίοδο που οι επαναστατικές οργανώσεις στην Ευρώπη ήταν ιδιαίτερα δυνατές. Το αντίδοτο για τον ταξικό πόλεμο και το σοσιαλισμό, σύμφωνα με τις εισηγήσεις του Nell-Breuning, θα ήταν ένας «πραγματικός κοινωνικός οργανισμός», δηλαδή μια ειρηνική συνεργασία των τάξεων. Τουλάχιστον, εκείνη την εποχή, ο Nell-Breuning και η Καθολική Εκκλησία αναφέρονταν σε τάξεις και στην ταξική πάλη. Στη σημερινή Γερμανία, σχεδόν κανένας δεν μιλά για την ταξική πάλη. Ακόμα και οι συντεχνίες έχουν συνθηκολογήσει και αναφέρονται σε εργοδότες [Arbeitgeber] και εργοδοτούμενους [Arbeitnehmer] (εργοδότης, δηλαδή αυτός που δίνει εργασία και εργοδοτούμενος, αυτός που λαμβάνει εργασία) [οι δύο λέξεις, τόσο στα ελληνικά, όσο και στα γερμανικά δημιουργούν την ίδια σύγχυση εφ’ όσον γνωρίζουμε από τον Μαρξ ότι την εργασία δίνει αυτός που εργάζεται και την λαμβάνει αυτός που την αγοράζει δηλαδή, ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης]. Για δεκαετίες, γερμανοί κοινωνιολόγοι ανακαλύπτουν σχεδόν κάθε χρόνο εκ νέου μια κοινωνία χωρίς τάξεις. Ωστόσο, το ίδιο το γεγονός της επίμονης προσπάθειας να αποφύγουν τον όρο «τάξη» απλά φανερώνει καθαρά ότι η ταξική βάση της κοινωνίας κάθε άλλο παρά έχει εξαφανιστεί. Αυτοί οι κοινωνιολόγοι θα μπορούσαν να συμβουλευτούν τον Μαρξ. Προτίμησαν όμως να μην το κάνουν. Όπως μπορούμε να δούμε από τα έργα του Μαρξ, η τάξη είναι πρωτίστως ένας οικονομικός όρος. Οι ιδιοκτήτες απλής εργατικής δύναμης, οι ιδιοκτήτες κεφαλαίου και οι ιδιοκτήτες γης, οι αντίστοιχες πηγές εισοδήματος των οποίων είναι ο μισθός εργασίας, το κέρδος και η γαιοπρόσοδος, δηλαδή οι μισθωτοί εργάτες, οι κεφαλαιοκράτες και οι γαιοκτήμονες αποτελούν τις τρεις μεγάλες τάξεις της σύγχρονης κοινωνίας, πού βασίζεται στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. (Μαρξ Κ., Το Κεφάλαιο, 3ος τόμος, σελ. 1086) Επομένως αυτός ο τρόπος παραγωγής βασίζεται σε διαφορετικές μορφές ιδιοκτησίας, βασίζεται στον καταμερισμό εργασίας και αυτό σημαίνει ότι ο πλούτος της κοινωνίας καταμερίζεται με ένα συγκρουσιακό τρόπο - ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής εκμεταλλεύεται αυτόν, που διαθέτει μόνο την εργατική του δύναμη. Όπως γράφει ο Μαρξ, το κεφάλαιο ουσιαστικά, είναι εξουσία πάνω σε απλήρωτη εργασία. Κάθε υπεραξία, αδιάφορο με ποια μορφή αποκρυσταλλώνεται αργότερα, με τη μορφή του κέρδους, του τόκου, της γαιοπροσόδου κ.λπ., στην ουσία της είναι υλοποίηση απλήρωτου χρόνου εργασίας (Μαρξ Κ., Το Κεφάλαιο, 1ος τόμος, σελ. 551) Εφ’ όσον κάποιος διατάζει και κάποιος υπακούει, εφ’ όσον υπάρχει πάλη για την έκταση της απλήρωτης εργασίας ή καλύτερα για την έκταση του ελεύθερου χρόνου, που απολαμβάνει κάποιος, τότε όλο αυτό μετατρέπεται σε ζήτημα πολιτικό. Η οικονομική κατηγορία διευρύνεται σε πολιτική κατηγορία. Ως η

35


μοναδική δύναμη, που έχει την εξουσία να νομοθετεί, το κράτος εγγυάται την τυπική ισότητα των κατόχων εμπορευμάτων και καθορίζει τους αποδεκτούς κανόνες για την ανταλλαγή. Στην πραγματικότητα, το κράτος νομιμοποιεί την εσωτερική δυναμική του κεφαλαίου, καθιστώντας την κοινωνική σχέση. Και αυτό σημαίνει ότι πάντοτε υπάρχει ταξική πάλη «από τα πάνω». Η ταξική πάλη «από τα κάτω» είναι δυσκολότερη. Όσο υπήρχε και θα υπάρχει αυτό το κοινωνικό σύστημα – ο καπιταλισμός - υπήρχαν και θα υπάρχουν επίσης αντίσταση και άρνηση ενάντια στις επιβολές του κεφαλαίου. Όμως η εμπειρία της ανισότητας και της καταπίεσης ή ακόμα και η πιθανή αυθόρμητη εξέγερση δεν δημιουργούν ταξική συνείδηση. Μια επαναστατική συνείδηση αντιδρά σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, αλλά δεν διασυνδέεται με τη γενική κατάσταση και τις κοινωνικές εξελίξεις. Η ταξική συνείδηση, από την άλλη, συνδέει την εμπειρία με τη γνώση και έτσι είναι ικανή να κατανοήσει τις μεμονωμένες επιθέσεις των καπιταλιστών στους εργαζόμενους ως φαινόμενα, που είναι μέρος μιας συστημικής σχέσης. Η σύνδεση της ατομικής συνείδησης με την ταξική συνείδηση, της εμπειρίας με τη θεωρητική γενίκευση χρειάζεται ένα συγκεκριμένο χώρο, χρειάζεται ένα πολιτικό οργανισμό. Αυτός ο οργανισμός αναπτύσσει δραστηριότητα, βασισμένος στην εμπειρία των μελών του και στον εμπλουτισμό της θεωρίας τους. Είναι για αυτό το λόγο, που η σύγκρουση του Μαρξ με τον Λασσάλ για τις αδυναμίες των πρώτων εργατικών κομμάτων δεν ήταν καθόλου λεπτολογίες και σοφιστείες. Αυτό σημαίνει επίσης ότι η ταξική πάλη πρέπει να γίνεται και με επιστημονικό τρόπο. Κάθε συγκεκριμένη δράση πρέπει να γενικεύεται και κάθε περεταίρω επίθεση στο κεφάλαιο πρέπει να θέτει υπόψη τις γενικές συνθήκες. Η θεωρία γίνεται ένα απαραίτητο μέρος της πράξης. Με αυτό τον τρόπο έπρεπε – τουλάχιστον θεωρητικά – να κινούνται τα πράγματα. Ωστόσο, εδώ και δεκαετίες, η Αριστερά ή έστω το μεγαλύτερο της μέρος, αποχαιρέτησε το προλεταριάτο, αλλά και την κριτική της πολιτικής οικονομίας. Ο Μαρξ πρότεινε ένα κατάλληλο τρόπο για την επίλυση της αντίθεσης ανάμεσα στη συνεχή επέκταση του κοινωνικού πλούτου από τη μια και από την άλλη τις αυξανόμενες ανάγκες αυτών, που τον παράγουν: την επαναστατική οικειοποίηση αυτού του πλούτου από τους παραγωγούς. Σχεδόν κανένας δεν αναφέρεται σε αυτό σήμερα. Η τρομερή «ταξική πάλη» και οι «εργάτες» εγκαταλείφθηκαν και πολλοί στην Αριστερά νιώθουν περήφανοι για αυτό. Η επιδίωξη για την άνοδο των προλετάριων αντικαταστάθηκε με το αίσθημα ολοκλήρωσης, το οποίο βίωσε η μετα-υλιστική Αριστερά μέσα στο κίνημα της οικολογίας ή μέσα στο κίνημα ενάντια στα πυρηνικά. Αυτή η Αριστερά ρίχθηκε με ενθουσιασμό και δημιουργικότητα στην υπόθεση τέτοιων μονοθεματικών κινημάτων. Με την απόρριψη του προλεταριάτου και την υιοθέτηση μιας στάσης διαπραγμάτευσης με την εκμετάλλευση και την ταξική πάλη, αυτή η Αριστερά επέλεξε την ηθική και ιδεολογική συμμαχία με το κεφάλαιο. Την ίδια στιγμή, προσφέρει χρήσιμες λέξεις - κλειδιά στην ανανεωμένη μορφή διοίκησης των

36


επιχειρήσεων με τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της αυτό-ευθύνης και της αυτόπραγμάτωσης: η μορφή της εργασίας των μισθωτών έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες. Ακραία ευελιξία της εργασίας, πυκνότητα ελέγχων ποιότητας και μια μετάβαση από την ετερονομία στο ατομικό αυτό-μάρκετινγκ του εργάτη χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή. Αυτό θολώνει τα μέχρι πρότινος σαφή όρια ανάμεσα στην εργασία και τον ελεύθερο χρόνο ολοένα και περισσότερο. Στο τέλος της εργάσιμης μέρας, η εργασία δεν έχει τελειώσει. Κάθεσαι στο σπίτι μπροστά από τον υπολογιστή και ελέγχεις την αλληλογραφία της δουλειάς ή κάποιο εξαιρετικά σημαντικό πρότζεκτ. Αυτή η καλούμενη αυτό-πραγμάτωση και δημιουργικότητα, που είναι στην πραγματικότητα αυτόεκμετάλλευση, δεν αναγνωρίζεται ως μισθωτή εργασία. Και όποιος θυμηθεί ότι αυτό δεν αποτελεί διασκέδαση, αλλά καταναγκασμό είναι απλά ο τύπος με την κακή διάθεση, ο οποίος χαλά το πάρτι. Η ολοκληρωτική κινητοποίηση του μισθωτού εργάτη έχει προχωρήσει τόσο πολύ, που ακόμα και οι διακοπές ή η ψυχαγωγία μπορούν να εκτελούνται μόνο ως δραστηριότητα. Δεν ξαπλώνεις απλώς στην παραλία, δεν παίζεις κάποιο επιτραπέζιο παιχνίδι, δεν παίρνεις έναν υπνάκο, αλλά κάνεις σερφ και κάνεις καταδύσεις μέχρι τελικής πτώσης. Δεν πηγαίνεις για ένα περίπατο, αλλά περπατάς σαν τρελός με το χρόνο μέσα στο δάσος. Όποιος σπαταλά τον χρόνο του χαλαρώνοντας είναι ύποπτος. Βέβαια, εκείνοι οι αριστεροί ακαδημαϊκοί, που δεν θέλουν τίποτε να ξέρουν για οικονομικά, δεν έχουν ερμηνεύσει αυτές τις αλλαγές. Απλώς συνθέτουν την ιδεολογική μουσική υπόκρουση, που διευκολύνει την αποδοχή όλων αυτών. Εάν είχαν ακόμα μια κατανόηση της οικονομίας, θα μπορούσαν να ανιχνεύσουν σε αυτά, που σήμερα υμνολογούν τα ίχνη μιας αλλαγής στις μορφές των εφαρμογών του κεφαλαίου. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδήγησε στην ανάδυση νέων μορφών δραστηριότητας, η απορρύθμιση της παγκόσμιας αγοράς έχει κάνει τις εξαγωγές πιο σημαντικές από την εθνική αγορά και το κεφάλαιο ανεξαρτητοποιήθηκε περισσότερο από την εθνική εργατική τάξη και την αύξηση του μαζικού εισοδήματος. Η πραγματική αντίθεση ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο δεν έχει εξαφανιστεί, έχει απλά γίνει σε μεγάλο βαθμό απρόσωπη και ανώνυμη. Είναι πλέον δύσκολο να υπάρχει άμεση και ακόμα περισσότερο συλλογική εμπειρία της εκμετάλλευσης. Αυτή η έλλειψη καθαρότητας και αυτή η ανομοιογένεια κάνουν τη θεωρητική γενίκευση ακόμα πιο αναγκαία για να γίνει κατορθωτός ξανά ο σχηματισμός μιας μαχητικής ταξικής συνείδησης. Προς αυτή την κατεύθυνση ο Μαρξ παραμένει απαραίτητος. Αντίθετα με τα όσα λέγονται ανάμεσα σε κριτικούς, που αναπτύσσουν με επιμέλεια ερμηνείες του Μαρξ στο εσωτερικό αριστερών ακαδημαϊκών ομάδων και σύμφωνα με τους οποίους τίποτε δεν ακολουθεί τη θεωρία, ο ίδιος ο Μαρξ ήταν ο πρώτος, που συνέλαβε τη ριζοσπαστική σκέψη ότι η θεωρία πρέπει να οργανώνεται σε πρακτική κριτική. Και με αυτό τον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχει Μαρξ χωρίς ταξική πάλη και δεν υπάρχει ταξική πάλη χωρίς τον Μαρξ.

37


ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΤΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ-ΛΕΝΙΝΙΣΜΟΥ

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΤΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ-ΛΕΝΙΝΙΣΜΟΥ

ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ - ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ - Β.Ι. ΛΕΝΙΝ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ - ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ - Β.Ι. ΛΕΝΙΝ

38


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 39-41, 2018

της Ζάρα ΒΑΓΚΕΝΚΝΕΧΤ Επικεφαλής Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κόμματος της Αριστεράς στη Γερμανία DIE LINKE

ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΕΝΑ ΝΕΟ ΜΑΡΞ;

«Ο Καρλ Μαρξ εξακολουθεί να είναι επίκαιρος, σήμερα, όπως και τότε, ο Μαρξ βοηθά στην κατανόηση του καπιταλισμού» Ο Καρλ Μαρξ γεννήθηκε πριν από 200 χρόνια. Από τότε, ο κόσμος από πολλές απόψεις έχει αλλάξει. Χρειαζόμαστε ένα “νέο Μαρξ” για να κατανοήσουμε τις σημερινές εξελίξεις; Ασφαλώς, θα μπορούσε να πει κανείς, σε καμία περίοδο της ιστορίας δεν έβλαψαν οι μεγάλοι στοχαστές και οι αμείλικτοι αναλυτές. Εξίσου αλήθεια είναι όμως και ότι ο Μαρξ εξακολουθεί να είναι επίκαιρος. Όχι μόνο ήταν ο πρώτος, που με διαύγεια ανέλυσε τις εσωτερικές αντιφάσεις, τους βασικούς κανόνες, τις κρίσεις του καπιταλισμού, αλλά μας προσφέρει μέχρι και σήμερα μια αναντικατάστατη θεωρητική εργαλειοθήκη που μας βοηθάει να κατανοήσουμε πως λειτουργεί η οικονομία μας. Εξακολουθεί να ισχύει: το χρήμα παράγει περισσότερο χρήμα Κι’ αυτό διότι, παρότι έχουν αλλάξει τόσα, ακόμα και σήμερα ζούμε σε ένα οικονομικό σύστημα, που περιστρέφεται γύρω από τον αυτοσκοπό να παράγει από το χρήμα ακόμα περισσότερο χρήμα, σύμφωνα με τη λογική του “όλο και περισσότερο”. Στην εποχή μας υπάρχουν προϊόντα, που έχουν εν μέρει σχεδιαστεί από τους κατασκευαστές τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παρουσιάσουν βλάβη μετά από σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, ενώ είναι σχεδόν αδύνατο να επισκευαστούν. Έτσι ώστε το επόμενο μοντέλο να μπορεί να πωληθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Από οικολογική σκοπιά, αυτό είναι ολέθριο.

39


Για την πρόσβαση στις πρώτες ύλες διεξάγονται πόλεμοι και σπαταλούνται δισεκατομμύρια για εξοπλισμούς. Το πολύ χρήμα αγοράζει την πολιτική ώστε να εξυπηρετεί τα συμφέροντά του. Ζωτικής σημασίας οικονομικές πηγές – από εργοστάσια και μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, στο λογισμικό και μέχρι τις ψηφιακές υποδομές και την πληροφορία - εξακολουθούν να βρίσκονται, ακόμα και σήμερα, στα χέρια μιας μικρής μειονότητας προνομιούχων. Κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει από την προσωπική εργασία του και μόνο περιουσία εκατοντάδων εκατομμυρίων ή δισεκατομμυρίων. Το γεγονός ότι υπάρχουν τέτοιας κλίμακας ιδιωτικές περιουσίες δείχνει ότι ορισμένοι έχουν την εξουσία να οικειοποιούνται την εργασία άλλων και να πλουτίζουν από αυτή. Συχνά, δε, χωρίς καν να καταβάλουν κάποια προσπάθεια, γιατί αυτό που κάνει τον καπιταλιστή να διαφέρει από τον επιχειρηματία είναι ακριβώς ότι δεν αναλαμβάνει πλέον παραγωγικό ρόλο στην επιχείρηση ή τις επιχειρήσεις, τα κέρδη των οποίων καρπώνεται. Με αποτέλεσμα, ιδιοκτήτες επιχειρήσεων να μπορούν σήμερα να είναι και επενδυτές και hedge funds (κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου). Τότε πια αρχίζουν κατά κανόνα να περιστρέφονται τα πάντα αποκλειστικά και μόνο γύρω από την αύξηση των αποδόσεων. Αυτοί, που την πληρώνουν είναι οι εργαζόμενοι, των οποίων οι μισθοί συμπιέζονται από την παράκαμψη των συλλογικών συμβάσεων και την προσωρινή απασχόληση ή των οποίων το άγχος για καλύτερες επιδόσεις αυξάνεται. Η “Ατζέντας 2010” και τα υψηλότερα μερίσματα Άλλο ένα αντικρουόμενο συμφέρον υπάρχει από την εποχή του Μαρξ: όσο πιο χαμηλή είναι η αμοιβή εκείνων, που με τη δουλειά τους δημιουργούν τον κοινωνικό πλούτο, τόσο πιο άφθονα ρέουν τα κέρδη. Στη Γερμανία, όπου με την «Ατζέντα 2010» του κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων δημιουργήθηκε ένας ευρύς τομέας χαμηλά αμειβόμενης εργασίας και όπου για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων η δουλειά του δεν του φτάνει πια για να ζήσει καλά, καταβάλλονται έκτοτε περισσότερα μερίσματα όσο ποτέ άλλοτε. Το ίδιο ισχύει και για άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, όπως και τη Γαλλία υπό τον Πρόεδρο Μακρόν, τα οποία ακολούθησαν ως πρότυπο τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας στη Γερμανία, Η θεωρία του Μαρξ εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι οικονομικές κρίσεις επανέρχονται, ξανά και ξανά, στον καπιταλισμό. Ορισμένες από τις αναλύσεις του - όπως λ. χ. σχετικά με την παγκοσμιοποίηση, τις διαδικασίες συγκέντρωσης ή το “πλασματικό κεφάλαιο”, που αποτελεί τη βάση της φαινομενικής αυτονόμησης της χρηματοπιστωτικής σφαίρας - είναι σήμερα ακόμα πιο επίκαιρες από ό,τι πριν από 200 χρόνια. Ο Μαρξ παραθέτει επίσης εκείνες τις ενδείξεις, που κάνουν τόσους να μην βλέπουν εναλλακτική στον καπιταλισμό. Σύμφωνα με το γνωστό ρητό, «το

40


χρήμα κυβερνά τον κόσμο». Αλλά το κεφάλαιο είναι κάτι περισσότερο από το χρήμα. Είναι μια σχέση μεταξύ ανθρώπων. Μια σχέση εξουσίας, που εμφανίζεται απέναντί μας ως ένας φαινομενικός “καταναγκασμός”. Όμως οι σχέσεις εξουσίας δεν είναι ανελέητες δυνάμεις της φύσης, δημιουργούνται, αλλά και αλλάζουν από τους ανθρώπους. Η λύση παραμένει πρόκληση Μας προτείνει ο Μαρξ έτοιμες λύσεις στα προβλήματά μας; Δυστυχώς όχι. Ο Μαρξ ήταν αναλυτής, όχι προφήτης. Λίγα είναι τα ερεθίσματα, που μας προσφέρει για μια εναλλακτική στον καπιταλισμό. Περιστρέφονται γύρω από μια διαφορετική διαμόρφωση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Μελλοντικά, σύμφωνα με τον Μαρξ, η ιδιωτική ιδιοκτησία θα προστατεύει την ατομική σφαίρα της ζωής, όχι όμως πια τις θέσεις εξουσίας μέσα στην κοινωνία. Νέες μορφές ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής θα είναι το κίνητρο για προσπάθεια, δημιουργικότητα και απόδοση, χωρίς όμως να επιτρέπουν άλλο τον ατομικό πλουτισμό σε βάρος άλλων. Για την ανάπτυξη των ιδεών σχετικά με μια βιώσιμη μορφή ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, που θα είναι ικανή να πληροί αυτά τα κριτήρια, επαφίεται ο Μαρξ σε εμάς. Οφείλουμε να δεχτούμε την πρόκληση που μας απευθύνει.

41


ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΧΑΡΙΖΕΤΑΙ ΟΛΑ ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΑΓΩΝΕΣ

42


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 43-51, 2018

Γρηγόρης ΛΙΟΝΗΣ Μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, Υπεύθυνος Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ

200 χρόνια απ’ τη γέννηση του Καρλ Μαρξ, η σκέψη του μας δείχνει το δρόμο Την χρονιά που τρέχει, σε ολόκληρο τον κόσμο, δεκάδες εκδηλώσεις και εκδόσεις “αφιερωθήκαν” στη μνήμη του Καρλ Μαρξ, ακόμα και από τους μεγαλύτερους αντιπάλους του. Το σύστημα προτιμά να εξουδετερώσει την επαναστατική μαρξιστική κοασμοθεωρία με το γάντι... τιμώντας τον Μαρξ ως στοχαστή και την διαλεκτική ως επιστημονική μέθοδο. Οι μετά θάνατον αστοί υμνητές του έργου Καρλ Μαρξ, τιμούν οτιδήποτε εκτός απ’ την επαναστατική, ανατρεπτική ουσία του έργου και της σκέψης του. Για εμάς, για τους κομμουνιστές, την εργατική τάξη, για τους καταπιεσμένους λαούς σε ολόκληρο τον κόσμο, η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Καθώς γιορτάζουμε φέτος την 200 επέτειο απ’ την γέννηση του Καρλ Μαρξ, είναι απαραίτητο να εστιάσουμε στην ουσία του έργου του. Σίγουρα τιμούμε τον Καρλ Μαρξ ως τον πατέρα του επιστημονικού κομμουνισμού, της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, της υλιστικής διαλεκτικής ως γενικής θεωρίας της αλλαγής, ως έναν ιδιοφυή και βαθιά μορφωμένο “προδότη της τάξης του”, έναν στρατευμένο διανοητή, έναν φιλόσοφο που επαναστατικοποίησε την φιλοσοφία, ως αυτόν που ξεκλείδωσε το μυστικό της πολιτικής οικονομίας. Όμως πάνω απ’ όλα, τιμούμε τον Καρλ Μαρξ, ως έναν επαναστάτη, ως έναν “άνθρωπο της δράσης”1 όπως αναφέρεται στον Μαρξ ο πιο σημαντικός συνεχιστής του έργου του. 1

Β.Ι. Λένιν “Καρλ Μαρξ”, Άπαντα, τ. 26, Εκδόσεις Σ.Ε.

43


Γιατί τελικά, το σπουδαιότερο πρόσταγμα του Μαρξισμού κωδικοποιείται, απ’ τον ίδιο τον Μαρξ, στην περίφημη 11η και τελευταία θέση για το Φόυερμπαχ “Οι φιλόσοφοι μονάχα ερμήνευαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα, όμως, είναι να τον αλλάξουμε.” Ο Μαρξισμός δεν είναι τελικά απλά μια “αμείλικτη κριτική σε κάθε τι που υπάρχει”. Ο μαρξισμός, στον πυρήνα του, δεν είναι απλά μια φιλοσοφική ή ακόμα και επιστημονική κοσμοθεωρία, ένας τρόπος αντίληψης της πραγματικότητας, Ο μαρξισμός είναι μια ζωντανή θεωρία που καθοδηγεί την δράση των εργαζόμενων ώστε να αλλάξουν την πραγματικότητα. Και το Κεφάλαιο, η πραγματεία του Μαρξ για τις νομοτέλειες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δεν αποτελεί απλά την ανυπέρβλητη και καθοριστική ανάλυση του. Το Κεφάλαιο είναι μια πολεμική ιαχή που δείχνει πως η βίαιη ανατροπή του συνόλου των κοινωνικού καθεστώτος δεν είναι μόνο “δίκαιη” αλλά είναι και αναγκαία και λογική, μια αμείλικτη επαναστατική κριτική του Κεφαλαίου ως σχέσης παραγωγής, που δείχνει πως δεν αλλάζει σε φιλολαϊκή κατεύθυνση , δεν εξανθρωπίζεται , αλλά πρέπει να καταργηθεί και να εξαφανιστεί. Η συσσώρευση του κεφαλαίου οδηγεί σε όξυνση της εκμετάλλευσης Η αποκάλυψη της κρίσιμης σημασίας της υπεραξίας ως πηγής του κέρδους και, βάσει αυτής, η εξήγηση της αναγκαιότητας αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης λόγω της συσσώρευσης του κεφαλαίου, ως βασικού αντίρροπου μηχανισμού ενάντια στη πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, επέτρεψε να γίνει κατανοητό γιατί ο καπιταλισμός δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε ένα σύστημα που ικανοποιεί τις ανάγκες της εργατικής τάξης. Η ανάλυση του Μαρξ διαλύει κάθε ρεφορμιστική αυταπάτη για κάποιον τάχα φιλολαϊκό καπιταλισμό. Αυτοί οι νόμοι κίνησης του καπιταλιστικού συστήματος παραμένουν εξ ολοκλήρου έγκυροι στην εποχή του σύγχρονου καπιταλισμού, στην εποχή του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Η γνώση της αναγκαιότητας αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης απ’ το κεφάλαιο, της αύξησης της υπεραξίας σε σχέση με το μισθό εργασίας είναι η θεωρητική αντανάκλαση ενός φαινομένου που, σε πρώτη ανάγνωση, μπορεί ακόμα και να παραξενεύει. Πως γίνεται στην εποχή του σύγχρονου καπιταλισμού, η θεαματική αύξηση της παραγωγικότητας και του όγκου της παραγωγής σε ολόκληρο τον κόσμο, όχι απλά να μην οδηγεί σε κάλυψη των αναγκών των εργαζόμενων, αλλά, ανάλογα με την κατάσταση, ακόμα και σε επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης; Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός απ’ τη μία και η δυνατότητα απομύζησης πρόσθετης υπεραξίας μέσα απ’ τη συσσώρευση του κεφαλαίου εξηγούν γιατί η τελευταία δεν αποτελεί σύμπτωση, αλλά ιστορική συνέπεια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Καθώς το κεφάλαιο συναρθρώνεται από επιμέρους

44


ξεχωριστά κεφάλαια, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους, η δυνατότητα τους να κερδίζουν στον ανταγωνισμό μέσα από νέες επενδύσεις οδηγεί νομοτελειακά στη κεφαλαιοκρατική συσσώρευση. Η επανεπένδυση των κερδών κάθε ξεχωριστού κεφαλαίου είναι αναγκαία προκειμένου να διατηρείται η ανταγωνιστική θέση του στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό με τα άλλα κεφάλαια. Η επανεπένδυση στο σύνολο της, όταν μεταφραστεί σε κοινωνικό επίπεδο, είναι η συσσώρευση του κεφαλαίου. Η συσσώρευση όμως αυξάνει τον συνολικό όγκο του επενδυμένου κεφαλαίου και τελικά απαιτείται μια αυξανόμενη μάζα κέρδους προκειμένου να μην πέσει το ποσοστό κέρδους. Το αυξημένο κέρδος, μπορεί, για ένα χρονικό διάστημα, να προέρχεται απ’ τη διαφορά παραγωγικότητας που έχει μια μερίδα του κεφαλαίου σε σχέση με τους ανταγωνιστές του. Όμως, η πρόσθετη υπεραξία, δεν είναι αέναη αφού η διαφορά παραγωγικότητας, η καινοτομία, σταδιακά διαχέεται. Παράλληλα, σε τελευταία ανάλυση, η πρόσθετη υπεραξία είναι περισσότερο μια αναδιανομή της συνολικά παραγόμενης υπεραξίας σε όφελος των πιο παραγωγικών μερίδων του κεφαλαίου, και έτσι δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ανάγκης για αύξηση της υπεραξίας σε κοινωνικό επίπεδο. Γι’ αυτό και, τελικά, η συσσώρευση του κεφαλαίου οδηγεί σε ανάγκη αύξησης του υπεραξίας που απομυζά το κεφάλαιο. Και, ειδικά σε περίοδο στασιμότητας ή και συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού, η αύξηση της υπεραξίας δεν μπορεί παρά να έρθει μέσα απ’ την μεγαλύτερη αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Έτσι, ενώ στον καπιταλισμό η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδηγεί σε ολοένα και αυξανόμενη παραγωγικότητα της ζωντανής εργασίας, αυτά τα άλματα παραγωγικότητας δεν μπορούν να αξιοποιηθούν για να αυξηθεί αναλογικά το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης, ελαττώνοντας τον εργάσιμο χρόνο, αυξάνοντας την κατανάλωση της εργατικής τάξης και το επίπεδο κάλυψης των αναγκών της. Τελικά οι νέες παραγωγικές δυνάμεις, η αυξημένη παραγωγικότητα όχι μόνο δεν μπορούν να βελτιώσουν τις συνθήκες της εργατικής τάξης, αλλά τελικά, στρώνουν το δρόμο για μια σχετική επιδείνωση της κατάστασης. “Η γενική τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δεν είναι να ανεβάζει, αλλά να ρίχνει το μέσο επίπεδο των μισθών, ή να πιέζει την αξία της εργασίας περισσότερο η λιγότερο στο κατώτατο όριο της”2 Γενικότερα, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η κατεύθυνση τους, η απόφαση του τι θα παραχθεί , ο ρυθμός της ανάπτυξης, οι λεπτομέρειες του τρόπου εφαρμογής τους δεν είναι αυθαίρετες επιλογές, δεν καθορίζονται από μια εσωτερική λογική των παραγωγικών δυνάμεων, που καθορίζει την πορεία ανάπτυξης τους ανεξάρτητα απ’ τις σχέσεις παραγωγής. Αντίθετα, ένα σημαντικό κομμάτι των παραγωγικών δυνάμεων είναι σε τελευταία ανάλυση μηχανήματα, μεταφορικά μέσα, που συνιστούν παράλληλα τη φυσική μορφή του σταθερού κεφαλαίου, που επενδύεται με στόχο να αποδώσει μέγιστο κέρδος. Το κεφάλαιο 2

Καρλ Μαρξ, “Μισθός, Τιμή και Κέρδος”

45


όμως είναι παράλληλα μια σχέση παραγωγής, που συμπυκνώνεται στην ανάγκη απομύζησης ζωντανής εργασίας. Έτσι, οι παραγωγικές δυνάμεις, η μορφή τους, η λειτουργία τους έχουν το αποτύπωμα αυτού του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα των σχέσεων παραγωγής. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία, μια διαδικασία απ’ την οποία κερδίζουν όλα τα τμήματα της κοινωνίας. Αντίθετα, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό οδηγεί σε ένα ακόμα πιο άνισο και άδικο κόσμο. Η εξέλιξη των μισθών και η επιβεβαίωση της Μαρξιστικής ανάλυσης Οι εξελίξεις αυτοματοποίησης ολόκληρων κλάδων της οικονομίας τα τελευταία 40 χρόνια αντανακλούν ξεκάθαρα αυτή την τάση. Η “επανάσταση των υπολογιστών” και η εισαγωγή διασυνδεδεμένων συστημάτων πολλαπλασίασε την παραγωγικότητα ενός τυπικού υπαλλήλου γραφείου, η δουλειά του οποίου μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ευρέως ως οργάνωση και διανομή πληροφοριών. Ορισμένες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για έναν διπλασιασμό έως τετραπλασιασμό της παραγωγικότητας λόγω της εισαγωγής των νέων παραγωγικών δυνάμεων. Αλλά, ως αποτέλεσμα της εισαγωγής αυτών των νέων παραγωγικών δυνάμεων, ο τυπικός υπάλληλος γραφείου, αντί να εργάζεται λιγότερες ώρες, γνώρισε μια αύξηση του εργάσιμου χρόνου τα τελευταία 20 χρόνια. Το τυπικό 8ωρο έχει αυξηθεί σημαντικά, με μια άμεση αύξηση του εργάσιμου χρόνου, με την ανάγκη συγχρονισμού με τα ωράρια σε άλλα κράτη και με την κυριαρχία ηλεκτρονικών συστημάτων που απαιτούν σχεδόν μια άμεση απάντηση απ’ τον υπάλληλο γραφείου. Γενικότερα, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας οδηγεί σε αύξηση του εφεδρικού στρατού, σε αύξηση της ανεργίας και σε παράλληλη εντατικοποίηση της εργασίας, αναθέτοντας περισσότερη εργασία σε λιγότερους εργαζόμενους. Η σύγχρονες εξελίξεις στην ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης και των τεχνολογιών ρομποτικής θέτουν τα ίδια προβλήματα στην εργατική τάξη και στους καταπιεσμένους λαούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Η σταδιακή αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας θα έπρεπε να οδηγήσει σε μια γενικευμένη μείωση του δαπανώμενου εργάσιμου χρόνου, καθώς η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται. Αλλά η παραγωγική διαδικασία καθορίζεται απ’ το κέρδος και το ποσοστό κέρδους κάθε ξεχωριστού κεφαλαίου. Η διαδικασία αντικατάστασης της ζωντανής εργασίας με νεκρή ενσωματωμένη μέσα στα νέα αυτοματοποιημένα μέσα παραγωγής, οδηγεί τελικά το ποσοστό κέρδους σε πτώση. Ως αποτέλεσμα, γεννιέται μια αντίφαση. Οι νέες επενδύσεις αντί να αυξάνουν, μειώνουν το ποσοστό κέρδους. “Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση. Προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ απ’ την άλλη τοποθετεί το χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή πλούτου”3

46

3

Κ. Μαρξ, Grundrisse, τ.2, σελ. 539


Σε τελευταία ανάλυση η ανάπτυξη της επιστήμης, της τεχνικής, της ίδιας της παραγωγής οδηγεί σε μια γενικευμένη μείωση του απαιτούμενου χρόνου εργασίας, αλλά οι καπιταλιστικές σχέσεις αδυνατούν να λειτουργήσουν με μια τέτοια μείωση. Τα ιστορικά όρια του κεφαλαίου είναι πλέον ορατά. Οι καπιταλιστικές σχέσεις αδυνατούν να αξιοποιήσουν πλήρως τις νέες παραγωγικές δυνάμεις. Η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού με τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό δεν είναι συνεπώς απλά δίκαιη, αλλά είναι και ο μοναδικός δρόμος για την πλήρη αξιοποίηση των νέων παραγωγικών δυνάμεων, προς όφελος των κοινωνικών αναγκών Αυτές οι θεωρητικές προβλέψεις του Μαρξ, επιβεβαιώθηκαν πλήρως στον σύγχρονο μονοπωλιακό καπιταλισμό. Οι πραγματικοί μισθοί παραμένουν στάσιμοι ή αυξάνονται με έναν πολύ μικρότερο ρυθμό απ’ την παραγωγικότητα της εργασίας και συνεπώς, το μερίδιο της εργασίας στον συνολικό όγκο της παραγωγής μειώνεται δραστικά. Ορισμένες σημαντικές ανάγκες της εργατικές τάξης, που καθορίζονται απ’ την ποσότητα και την ποιότητα του συνολικού κοινωνικού προϊόντος παραμένουν συνεχώς ακάλυπτες. Η σχετική εξαθλίωση της εργατικής τάξης αυξάνεται σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο.

Διεθνής και ελληνική πείρα Το πιο αποκαλυπτικό παράδειγμα είναι το παράδειγμα των ΗΠΑ, του “ηγέτη” του καπιταλιστικού κόσμου. Τα τελευταία 50 χρόνια, η παραγωγικότητα της εργασίας έχει περισσότερο από διπλασιαστεί, έχοντας φθάσει στο 240% της αντίστοιχης του 1970. Αντίθετα, οι πραγματικοί μισθοί έχουν παραμείνει πρακτικά σταθεροί στο 109% των αντίστοιχων του 1970, παρά το γεγονός ότι οι πραγματικές ανάγκες μιας εργατική οικογένειας τη δεύτερη 10ετία του 2000 είναι δραστικά μεγαλύτερες απ’ τις ανάγκες της ίδιας οικογένειας το 1970. Στην Ιαπωνία, η απόκλιση μισθών – παραγωγικότητας είναι επίσης αξιοσημείωτη, ενώ η ΕΕ υπολείπεται ελαφρά. Η διεύρυνση της απόκλισης μισθών παραγωγικότητας είναι πολύ πιο εμφανής τα τελευταία 20 χρόνια. Τα τελευταία 20 χρόνια, τα κράτη μέλη της ΕΕ προχωρούν σε μια γενικευμένη σειρά μεταρρυθμίσεων, άξονας των οποίων είναι η πολιτική της ΕΕ για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων της ΕΕ. Βασικός στόχος αυτών των μεταρρυθμίσεων είναι φθηνή εργατική δύναμη, ως προϋπόθεση για την διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Η πολιτική φθηνής εργατικής δύναμης υλοποιείται ποικιλότροπα, με προώθηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, με την μείωση των συντάξεων και την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, με άμεσες μειώσεις μισθών. Αποτελεί τον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ και αυτό δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν. Η ανακάλυψη απ’ τον Καρλ Μαρξ του νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης και

47


της όξυνσης της εκμετάλλευσης που την συνοδεύει είναι το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο μπορούμε να σταθούμε και να καταλάβουμε πως η πολιτική φθηνής εργατικής δύναμης δεν προέρχεται από τους νεοφιλελεύθερους που έχουν αλώσει την ΕΕ, αλλά από την σιδερένια οικονομική αναγκαιότητα της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου και την ανάγκη διασφάλισης ικανοποιητικού ποσοστού κέρδους. Η Ελληνική εμπειρία απ’ την αποκαλούμενη “πρώτη Αριστερή Κυβέρνηση” του ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ακριβώς πως η αστική πολιτική καθορίζεται απ’ τις αναγκαιότητες του κεφαλαίου. Αξίζει εδώ να κάνουμε μια σύντομη παρέκβαση. Μια λαθεμένη, κριτική στην Μαρξιστική πρόβλεψη για αδυναμία του καπιταλισμού να “διορθωθεί” φιλολαϊκά, είναι η επίκληση στην βελτίωση των συνθηκών της εργατικής τάξης τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Με μια προσεκτικότερη ανάγνωση της κατάστασης θα δει κανείς πως η Μαρξιστική ανάλυση όχι απλά δεν διαψεύδεται, αλλά επιβεβαιώνεται. Η οικονομική κατάσταση μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ιδιαίτερη. Η τεράστια απαξίωση κεφαλαίου στην Ευρώπη λόγω του πολέμου συνδυάστηκε με την πληθώρα διαθέσιμου κεφαλαίου στις ΗΠΑ για να τροφοδοτήσουν την καπιταλιστική ανάπτυξη, στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Εκείνη την περίοδο, η παραγωγικότητα της εργασίας στις ΗΠΑ και στην καπιταλιστική Ευρώπη ήταν σημαντικά μεγαλύτερη σε σχέση με τον υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο, οδηγώντας σε πολύ αυξημένη κερδοφορία του κεφαλαίου. Η έμμεση και άμεση εκμετάλλευση των εργαζόμενων του υπόλοιπου καπιταλιστικού κόσμου συνετέλεσε στην μεγάλη αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου της καπιταλιστικής δύσης. Παράλληλα, εμφανίστηκε επιτακτικά η πολιτική ανάγκη αντιμετώπισης του Σοσιαλισμού, όπως και μια σημαντική πίεση από ένα ισχυρό εργατικό κίνημα ιδίως στην Δυτική Ευρώπη. Η πολιτική ανάγκη και η οικονομική δυνατότητα συνδυάστηκαν, ώστε η καπιταλιστική ανάπτυξη εκείνης της περιόδου να επιτρέψει και μια σχετική βελτίωση της θέσης των εργαζόμενων, που τροφοδότησε αυταπάτες σχετικά με την φύση του καπιταλισμού. Η ιστορική αυτή περίοδος έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Οι διαφορές στην παραγωγικότητα της εργασίας είναι σημαντικά μικρότερες πλέον και η διασφάλιση των κερδών του κεφαλαίου στις ΗΠΑ και στην ΕΕ δεν επιτρέπει τέτοιες εκχωρήσεις. Οι “χρυσές δεκαετίες” του καπιταλισμού είναι μια ιστορική ιδιαιτερότητα που δεν μπορεί να επανέλθει. Ο Μαρξισμός επιβεβαιώνεται πλήρως. Ενα μικρό τμήμα της πρόσθετης υπεραξίας και των υπερκερδών των ομίλων της καπιταλιστικής Δύσης, λόγω και της τεράστιας ισχύος τους, και της εκμετάλλευσης των εργατών ολόκληρου του καπιταλιστικού κόσμου, αξιοποιήθηκαν για την πολιτική σταθεροποίηση της καπιταλιστικής Δύσης. Πρέπει να σημειώσουμε δύο πλευρές. Πρώτα πρώτα, η όποια βελτίωση της κατάστασης των εργαζόμενων δεν σήμαινε άρση της εκμετάλλευσης. Και σε

48


εκείνη την περίοδο. Η παραγωγικότητα της εργασίας αυξανόταν γενικά ταχύτερα απ’ τους μισθούς, και το μερίδιο του κοινωνικού πλούτου που εισέπρατταν οι εργαζόμενοι της καπιταλιστικής Δύσης μειωνόταν. Σίγουρα, η αύξηση της παραγωγικότητας της ανθρώπινης εργασίας πολλαπλασίασε τον όγκο των παραγόμενων προϊόντων- εμπορευμάτων στον καπιταλισμό- και μείωση της σχετική τιμή τους, μετατρέποντας πάλαι ποτέ είδη πολυτελείας σε είδη καθημερινότητας, προσβάσιμα απ’ την εργατική τάξη. Όμως, σε πείσμα των απολογητών του συστήματος, οι ανθρώπινες ανάγκες δεν είναι σταθερές μέσα στο χρόνο, είναι ιστορική κατηγορία. Σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε ως κριτήριο για το αν ο άνθρωπος τις καλύπτει το επίπεδο κάλυψης που είχαν οι πρωτόγονοι τροφοσυλλέκτες, καθιστώντας ακόμα και τους σημερινούς κατοίκους στης φαβέλες της Βραζιλίας πάμπλουτους... Οι ανάγκες καθορίζονται με βάση το επίπεδο παραγωγικότητας κάθε περιόδου. Σήμερα, σύγχρονες ανάγκες για στέγη, διατροφή, σταθερές εργασιακές σχέσεις, αναψυχή, πολιτισμός, ανάπαυση κ.λπ. είναι πολλαπλάσιες απ’ αυτές μόλις μερικές δεκαετίες πριν. Και αυτές οι ανάγκες δεν καλύπτονται. Η όποια απόλυτη βελτίωση της θέσης των εργαζόμενων δεν σταμάτησε την σχετική εξαθλίωση των εργαζόμενων. Η δεύτερη πλευρά αφορά την διαφορά παραγωγικότητας. Η συγκεκριμένη ιστορική πείρα αλλά και η θεωρητική ανάλυση επιβεβαιώνει πως η υψηλότερη κερδοφορία λόγω καινοτομίας που οδηγεί σε υψηλότερη παραγωγικότητα δεν μπορεί να διατηρηθεί εσαεί. Η καινοτομία διαχέεται, και στις σύγχρονες συνθήκες με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα. Όπως ανέλυσε ο Μαρξ, η πρόσθετη υπεραξία “εξαφανίζεται από τη στιγμή που γενικεύεται ο νέος τρόπος παραγωγής και μαζί της εξαφανίζεται η διαφορά ανάμεσα στην ατομική αξία των εμπορευμάτων που παράγονται φθηνότερα και στην κοινωνική τους αξία”4 Οι παρατηρήσεις αυτές δεν έχουν, μόνο, ιστορική σημασία. Σήμερα, ένα απ’ τα βασικά επιχειρήματα της δυνατότητας μιας φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού εδράζεται πάνω στην καινοτομία. Η ανάλυση που προηγήθηκε δείχνει πως η “καινοτομία” όχι απλά δεν μπορεί να βελτιώσει τους όρους λειτουργίας για τους εργαζόμενους, αλλά πως, αντίθετα, οδηγεί τελικά σε μια επιδείνωση. Οι εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού και οι κρίσεις Την ίδια στιγμή, Ο Καρλ Μαρξ προέβλεψε, και η ζωή συνεχίζει να αποδεικνύει, πως το προτσές κεφαλαιακής συσσώρευσης δεν είναι μια ευθύγραμμη γραμμική διαδικασία, όπως προβλέπουν τα διάφορα αστικά οικονομικά μοντέλα. Οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, το γεγονός πως το κοινωνικό κεφάλαιο συναρθρώνεται από πολλά ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους 4  Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ 1, σελ. 334

49


επιμέρους κεφάλαια και την ίδια στιγμή έρχεται σε αντίθεση με μια κοινωνική παραγωγή που γίνεται ολοένα και πιο κοινωνική, οδηγεί σε οικονομικές κρίσεις, ενώ η ενδογενής ανισόμετρη ανάπτυξη οδηγεί σε όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και τελικά τροφοδοτεί τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Σήμερα είναι φανερό ότι το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να υπερβεί την υποκείμενη αιτία της καπιταλιστικής κρίσης, παρά το γεγονός ότι οι προβλέψεις για μια παγκόσμια ανάκαμψη βρίσκονται στα πρωτοσέλιδα. Το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο δεν μπορεί να βρει κερδοφόρες επενδύσεις. Η κλιμάκωση του παγκόσμιου χρέους είναι μια έκφραση του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου και η δυσκολία απομόχλευσης, απομείωσης του χρέους, εκφράζει τη δυσκολία απαξίωσης του κεφαλαίου διεθνώς. Η διαδικασία απαξίωσης του κεφαλαίου δυσκολεύεται από μέτρα προστατευτισμού που προστατεύουν του ομίλους κάθε κράτους απ’ τον διεθνή ανταγωνισμό ή από την επιλεκτική χρηματοδότηση επιχειρήσεων που, με καπιταλιστικούς όρους, έπρεπε να χρεοκοπήσουν. Παράλληλα, αναζητείται διεθνώς ένας νέος σημαντικός τομέας που μπορεί να παίξει το ρόλο της ατμομηχανής για την ανάπτυξη. Η λεγόμενη πράσινη οικονομία, αν και αποτελεί τον υποψήφιο πρωταγωνιστή, δεν φαίνεται να μπορεί να δώσει ουσιαστική διέξοδο. Το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου δεν μπορεί να λυθεί με εύκολο, ειρηνικό τρόπο. 200 χρόνια μετά την γέννηση του, η ανάλυση του Καρλ Μαρξ για τον καπιταλισμό επιβεβαιώνεται πλήρως. Ο καπιταλισμός έχει φθάσει τα ιστορικά του όρια καθώς πλέον δρα ως τροχοπέδη της κοινωνικής προόδου. Φυσικά, δεν βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η μαζική καταστροφή κεφαλαίου μέσα από έναν μεγάλο πόλεμο είναι μια λύση που μπορεί να “απεγκλωβίσει” τον καπιταλισμό διεθνώς απ’ το τέλμα της υπερσυσσώρευσης. Το βαθύτερο πρόβλημα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι πως “στην αστική κοινωνία η ζωντανή δουλειά είναι μονάχα ένα μέσο για να αυξάνει η συσσωρευμένη εργασία”5 και γι’ αυτό το λόγο “το παρελθόν κυριαρχεί πάνω στο παρόν” 6 Την επαναστατική περίοδο του καπιταλισμού, αυτή η αυθόρμητη αύξηση της συσσωρευμένης εργασίας μέσα απ’ τον τυφλό καπιταλιστικό ανταγωνισμό ήταν προοδευτική γιατί δεν υπήρχε διαφορετικός τρόπος προώθησης της συσσώρευσης, γιατί η κοινωνική παραγωγή δεν ήταν ακόμα αρκετά οργανωμένη ώστε να αναδυθεί η δυνατότητα ενός άλλου δρόμου. Η τεράστια όμως ανάπτυξη του καπιταλισμού, το ποιοτικό άλμα στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, ο ολοένα και διευρυνόμενος κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής μετέβαλε την κατάσταση. Σήμερα, η κυριαρχία του παρελθόντος, η καπιταλιστική ιδιοκτησία και το κυνήγι του κέρδους φρενάρουν την κοινωνική πρόοδο. Η αύξηση της παραγωγικότητας στον καπιταλισμό οδηγεί σε μεγάλη ανεργία και σε σχετική εξαθλίωση των εργαζόμενων, σε καπιταλιστικές κρίσεις, σε πολέμους. Παράλληλα η εσωτερική 5 6

50

Καρλ Μαρξ & Φρίντριχ Ένγκελς, Κομμουνιστικό Μανιφέστο, έκδ. ΣΕ, σελ. 35 ο.π. σελ. 35


λογική της ανάπτυξης τω παραγωγικών δυνάμεων μπορεί πλέον να εκφραστεί, γιατί η παραγωγή μπορεί να σχεδιαστεί, με επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό, σε πανεθνική κλίμακα, αν απαλλοτριωθεί η συγκεντρωμένη καπιταλιστική ιδιοκτησία και μετατραπεί σε κοινωνική. Η αντίθεση της εποχής μας είναι η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην κυριαρχία του κεφαλαίου. Και η αντίθεση θα λυθεί. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής θα υπερνικήσει και θα εξαφανίσει το κεφάλαιο. Όπως μας δίδαξε ο Μαρξ. Ο Μαρξισμός όμως δεν είναι ένα εργαλείο ανάλυσης της ιστορικής κατάστασης. Είναι “καθοδήγηση για δράση”. Και το πρόσταγμα του Μαρξισμού είναι πως μονόδρομος είναι η επαναστατική ανατροπή του σαπισμένου καπιταλισμού, για να μπει τέλος στη εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, στη καταπίεση, στη φτώχεια, στους πολέμους. Η εργατική τάξη, οι καταπιεσμένοι λαοί σε ολόκληρο τον κόσμο τιμούν τον επαναστάτη Μαρξ, γιατί απεγκλώβισε τη σκέψη των εργαζόμενων, έδειξε πως ο άδικος καπιταλισμός γίνεται και καταστροφικός για την ανθρώπινη κοινωνία, πως υπάρχει νέος ανώτερος τρόπος οργάνωσης της παραγωγής και της κοινωνίας που μπορεί να λύσει τα προβλήματα των εργαζόμενων, στην οικονομία, στις κοινωνικές και στις ανθρώπινες σχέσεις, γιατί έδωσε πραγματικό νόημα στους αγώνες των εργαζόμενων αποδεικνύοντας, πως “οι σκοποί τους μπορούν να πραγματοποιηθούν μονάχα με τη βίαιη ανατροπή του σημερινού κοινωνικού καθεστώτος».

51


Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ

52


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 53-61, 2018

του Mohammad OMIDVAR Μέλος του ΠΓ του Ιρανικού Κόμματος Tudeh, Αρχισυντάκτης “Nameh Mardom” Κεντρικό Όργανο του Κόμματος

Η σημαντικότητα και ο ρόλος του Μαρξισμού στην απελευθέρωση της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων στην εποχή μας «Η θεωρία μας δεν είναι δόγμα, αλλά οδηγός για δράση1, έλεγαν πάντα ο Μαρξ και Ένγκελς, δικαίως γελοιοποιώντας την απλή απομνημόνευση και επανάληψη των «τύπων», που στην καλύτερη περίπτωση είναι σε θέση μόνο να επισημάνουν γενικά καθήκοντα, τα οποία αναγκαστικά μπορούν να τροποποιηθούν από τις συγκεκριμένες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περιόδου της ιστορικής διαδικασίας» (Β.I. Λένιν, «Γράμματα για την Τακτική», Άπαντα, Progress Publishers, 1964, Μόσχα, Τόμος 24, σελ. 42-54).

Εισαγωγή: Μαρξ, Μαρξισμός και Ιράν Γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ (5 Μαΐου 1818), του επαναστάτη και φιλόσοφου, ο οποίος στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αμφισβήτησε τη φιλοσοφική τάξη της εποχής, παρέσχε έναν επιστημονικό ορισμό και κριτική του καπιταλισμού και των κοινωνικο-οικονομικών θεμελίων του, και το πιο σημαντικό, μετασχημάτισε τον αγώνα της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μαζών ενάντια στην ταξική καταπίεση. Ο ιστορικός υλισμός του Μαρξ και η εκτίμησή του για την ανάπτυξη των κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών σωστά συμπέραναν ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να είναι «το τέλος του κόσμου» και επομένως ένας άλλος κόσμος είναι δυνατός και οι «εργαζόμενοι του κόσμου πρέπει να ενωθούν» για να τον οικοδομήσουν. 1  Quoted from Engels’s letter to F. A. Serge dated November 29, 1886.

53


Το επιστημονικό έργο του Καρλ Μαρξ και η πλούσια επαναστατική κληρονομιά του ακόμα στοιχειώνει την αστική τάξη και την μονοπωλιακή καπιταλιστική παγκόσμια τάξη και όπως είπε ο Λένιν: «Σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο οι διδασκαλίες του Μαρξ προκαλούν τη μέγιστη εχθρότητα και το μίσος όλων των αστικών επιστημών (τόσο επισήμων όσο και φιλελεύθερων), που θεωρούν τον Μαρξισμό ως ένα είδος «καταστροφικής αιρέσεως». Και δεν πρέπει να αναμένεται άλλη στάση, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει «αμερόληπτη» κοινωνική επιστήμη σε μια κοινωνία βασισμένη στην ταξική πάλη ...».2 Παρ’ όλο που ο Λένιν στα έργα του αναφέρεται αρκετά συχνά στο Μαρξισμό, η ιστορική έρευνα δείχνει ότι ο όρος «Μαρξισμός» ήταν γνωστός από τον Καρλ Κάουτσκι,3 ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του «ορθόδοξο» Μαρξιστή (σε αντίθεση με τον ρεβιζιονιστή Μπέρνσταϊν4). Ο Ένγκελς επέκρινε τη χρήση μιας τέτοιας ορολογίας και πίστευε ότι ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για τη δημιουργία διαχωρισμού μεταξύ «πραγματικών» οπαδών του Μαρξ και άλλων. Ο Ένγκελς δήλωσε ότι ο Μαρξ είχε επικρίνει τον αυτοανακηρυγμένο «μαρξιστή» Πωλ Λαφάργκ, λέγοντας ότι εάν οι απόψεις του Λαφάργκ5 θεωρούνται «μαρξιστικές», τότε «ένα πράγμα είναι σίγουρο και αυτό είναι ότι εγώ δεν είμαι μαρξιστής» .6

Ο Αντίκτυπος του Μαρξισμού στο Ιράν Η ανάπτυξη του Μαρξισμού στο Ιράν χρονολογείται περί τα τέλη 19ου και αρχές 20ου αιώνα. Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας και την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η διδασκαλία του Μαρξ βρήκε το δρόμο της και στο Ιράν. Η κοινωνική και πολιτική σκηνή της εποχής αυτής μπορεί να συνοψιστεί ως η περίοδος της ιστορικής μεταμόρφωσης της ιρανικής κοινωνίας από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Μολονότι, πολύ αργός, ο νεογέννητος καπιταλισμός αναπτυσσόταν και η εργατική τάξη της χώρας ολοκλήρωνε τη διαδικασία γένεσης της. Προς τα τέλη του αιώνα και κάτω από την επίδραση των προοδευτικών αριστερών απόψεων, ο αντι-δεσποτικός αγώνας αναπτύχθηκε σημαντικά και ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων συμμετείχε στην 2  V.I. Lenin, “The Three Sources and Three Component Parts of Marxism”; Lenin Collected Work; Progress Publishers, 1977, Moscow, Volume 19, pages 21-28. 3   Καρλ Γιόχαν Κάουτσκι: Τσέχο-Αυστριακός φιλόσοφος, δημοσιογράφος και Μαρξιστής θεωρητικός. Μετά τη νίκη της Μπολσεβίκικης επανάστασης στη Ρωσία το 1917 ο Κάουτσκι έγινε κριτικός της επανάστασης και του χαρακτήρα της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Λένιν στο έργο του «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι» Οκτώβριος - Νοέμβριος 1918 υπερασπίσθηκε την επανάσταση των Μπολσεβίκων ενάντια στις επικρίσεις, που διατύπωνε εναντίον τους ο Καρλ Κάουτσκι. 4  Ο Έντουαρντ Μπέρνσταϊν ήταν Γερμανός σοσιαλδημοκράτης, φιλόσοφος και πολιτικός. Μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) 5  Ο Πωλ Λαφάργκ ήταν Γάλλος επαναστάτης, δημοσιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και πολιτικός συγγραφέας, γαμπρός του Κ. Μαρξ, παντρεμένος με τη δεύτερη κόρη του, τη Λάουρα. 6  Marx-Engels Correspondence 1890 - Engels letter to C. Schmidt in Berlin - https://www. marxists.org/archive/marx/works/1890/letters/90_08_05.htm

54


επαναστατική πάλη. Επηρεασμένοι από τις μαρξιστικές σκέψεις και απόψεις, σχηματίστηκαν παράνομες πολιτικές οργανώσεις σε μεγάλες πόλεις του Ιράν για να κινητοποιήσουν και να ηγηθούν των μαζών, ιδιαίτερα στις πόλεις Ταμπρίζ, Τεχεράνη και Ισφαχάν. Μεταξύ αυτών των ομάδων ήταν και η πολιτική ομάδα, που σχηματίστηκε το 1898 από τον Ali Monsieur, έναν εξαίρετο διανοούμενο από το Ταμπρίζ. Αυτή η οργάνωση έγινε αργότερα ένα από τα ισχυρά κέντρα του αντι-δεσποτικού αγώνα. Η σοσιαλδημοκρατία μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στη χώρα από τους Ιρανούς εργάτες, που ταξίδευαν στον Καύκασο και στις ασιατικές περιοχές της Ρωσίας για εποχιακές εργασίες, ειδικά στη βιομηχανία πετρελαίου στο Μπακού (περισσότεροι από τους μισούς εργάτες στις πετρελαιοπηγές του Μπακού ήταν Ιρανοί). Ήταν από αυτούς τους εργάτες, που προήλθαν μεγάλοι Ιρανοί επαναστάτες όπως ο Heidar Amou Oghly (ένας από τους ηγέτες της Συνταγματικής Επανάστασης και ΓΓ του ΚΚ Ιράν). Το 1904, προκειμένου να οργανωθούν επαναστατικές σοσιαλδημοκρατικές δράσεις μεταξύ των εργατών του Αζερμπαϊτζάν και άλλων Ιρανών, ιδρύθηκε στο Μπακού η πολιτική ομάδα με την ονομασία “Hemmat” (Φιλοδοξία). Την ίδια χρονιά, φυλλάδια και μπροσούρες, που εκδόθηκαν από τα παραρτήματα του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι) του Μπακού, της Τιφλίδας και του Ταμπρίζ, διανέμονταν από τον Ali Monsieur όχι μόνο στο Αζερμπαϊτζάν, αλλά και σε περιοχές του Ιράν, αλλά και μετά από μετάφραση στα αραβικά στις Ιρακινές πόλεις - Βαγδάτη και Καζαμιν. Μεταξύ 1901 και 1902, το κεντρικό όργανο του μπολσεβίκικου κόμματος ΙΣΚΡΑ στάλθηκε στο Μπακού από το Βερολίνο μέσω του Ταμπρίζ. Η επιχείρηση οργανώθηκε από τον ίδιο τον Λένιν και τη γυναίκα του Ν.Κ. Κρούπσκαγια. Η πολιτική ομάδα “Hemmat” για πρώτη φορά μετάφρασε τον όρο «Σοσιαλδημοκρατία» στα Περσικά, για να καταστεί πιο κατανοητή για τους Ιρανούς εργαζόμενους, που δεν γνώριζαν ευρωπαϊκές γλώσσες. Επιστρέφοντας από τη Ρωσία το 1904 ο Heidar Amou Oghly7, μαζί με κάποιους από τους συντρόφους του οργάνωσαν στην Μασάντ τους πρώτους πυρήνες της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας του Ιράν. Ένα χρόνο αργότερα, την παραμονή της Συνταγματικής Επανάστασης, το πρώτο επίσημο έγγραφο του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος του Ιράν υιοθετήθηκε σε συνεδρία στο Μασάντ. Μετά την ήττα της Συνταγματικής Επανάστασης και αργότερα κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, Ιρανοί σοσιαλδημοκράτες συνέχισαν τις επαναστατικές τους δράσεις τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στην εξορία. Μετά τη νίκη της Ρωσικής Επανάστασης τον Φεβρουάριο 1917 και την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος, Ιρανοί επαναστάτες, που είχαν μεταναστεύσει στη Ρωσία, βρήκαν την ευκαιρία να οργανωθούν ανοιχτά, να αυξήσουν τις 7  Ο Heidar Amou Oghly ήταν ένας από τους ομιλητές στο «Πρώτο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής», το οποίο οργανώθηκε από την Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς στις 1-10 Σεπτεμβρίου 1920 στο Μπακού. Είχε εκλεγεί στο 48-μελές Δημοσιογραφικό και Εκτελεστικό Συμβούλιο του Κογκρέσου των Λαών της Ανατολής.

55


δραστηριότητές τους και να εγκαθιδρύσουν γραφεία και κέντρα εργαζομένων. Τον Μάιο 1917, το Ιρανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Edalat (Δικαιοσύνη) ιδρύθηκε επίσημα και δημοσίευσε το Πρόγραμμα του στο Μπακού σε δύο γλώσσες - στα Περσικά και τα Αζέρικα. Στην περσική έκδοση αυτού του εγγράφου (σελίδα 12) κάποιος μπορεί να βρει την παρακάτω δήλωση: «Ανάμεσα στα αιτήματα του Edalat είναι η μετατροπή της ζωής και των κοινωνικών σχέσεων στη βάση του σοσιαλισμού, προκειμένου να τερματιστεί η εκμετάλλευση των εργαζομένων από εκείνους που κυβερνούν την κοινωνία μας». Τον Ιούνιο του 1920 το πρώτο συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Ιράν ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ιράν. Ο Σάχης Reza ενίσχυσε τα κατασταλτικά μέτρα ενάντια στο Κομμουνιστικό Κίνημα της χώρας και το 1929 πέρασε το διαβόητο νομοσχέδιο μέσω του Κοινοβουλίου - μαριονέτα γνωστού ως «Μαύρος Νόμος», απαγορεύοντας όλες τις κομμουνιστικές δραστηριότητες στο Ιράν. Αυτά τα χρόνια σηματοδοτούνται επίσης με την εμφάνιση στην ηγεσία του ΚΚ του Ιράν του Δρ. Taghi Arani. Η νέα ηγεσία του Κόμματος, η οποία στόχευε την ενότητα στις γραμμές της οργάνωσης, έκδωσε στις αρχές του 1932 νέο θεωρητικό περιοδικό, που ονομαζόταν Donya (ο Κόσμος), το πρώτο περιοδικό, που παρέχει μια «υλιστική αντίληψη του κόσμου» σε μια εξαιρετικά θρησκευόμενη και οπισθοδρομική κοινωνία. Το 1936 η αστυνομία του Σάχη Reza κατάφερε να συλλάβει τον Δρ. Arani και μιαν ομάδα ηγετών και στελεχών του Κόμματος, γνωστή ως η «Ομάδα των 53”. Αυτό οδήγησε ουσιαστικά στη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Δρ. Arani πέθανε αργότερα με βασανιστήρια στις φυλακές του Σάχη Reza. Η απελευθέρωση της «Ομάδας των 53» και άλλων πολιτικών κρατουμένων επιτεύχθηκε μετά που οι συμμαχικές δυνάμεις το 1941 απομάκρυναν τον Σάχη Reza από την εξουσία και τότε - Οκτώβριος 1941 ιδρύθηκε το Κόμμα Tudeh (Λαϊκού) του Ιράν, όπου οι διδασκαλίες του Μαρξ, καθώς και οι διδασκαλίες του Λένιν και οι θεωρητικές επεξεργασίες του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος μεταφράστηκαν και διανεμήθηκαν ευρέως στο Ιράν. Ο πλούτος της ιδεολογικής και κοινωνικής προσφοράς του Κόμματός μας και η τεράστια λαϊκή του βάση κατά τις δεκαετίες του 1940 και του 1950 ήταν τέτοια, που ακόμα και οι εχθροί και οι αντίπαλοι του Κόμματος αναγνώριζαν την ασυναγώνιστη επιρροή του Κόμματος πάνω στη διανόηση και το ρόλο του στην ανάπτυξη της εργατικής τάξης, στην προώθηση αιτημάτων και διεκδικήσεων τόσο των εργαζομένων σε διάφορους κλάδους της οικονομίας, όσο και άλλων Κινημάτων στο Ιράν. Μερικά από τα σημαντικότερα έργα του Κόμματος περιλαμβάνουν: Τη μετάφραση των βασικών έργων των Μαρξ και Ένγκελς (συμπεριλαμβανομένου «Το Κεφάλαιο» - από τον συν. Iraj Eskandari), τη μετάφραση συνολικά των έργων του Λένιν (από το συν. Mohammad Pourhormozan, μέλος της ΚΕ - που εκτελέστηκε από το Ιρανικό καθεστώς το 1988), δύο βιβλία αναφοράς για τη διαλεκτική και τον ιστορικό υλισμό (από το συν. Niek Ayaeen μέλος της ΚΕ - που εκτελέστηκε από το

56


Ιρανικό καθεστώς το 1988), σημαντικά έργα για την Πολιτική Οικονομία και τον Ιμπεριαλισμό (από τους συν. Mizanie και Akhgar, μέλη του ΠΓ της ΚΕ - και οι δύο εκτελέστηκαν από το Ιρανικό καθεστώς το 1988), σημαντικά έργα για τη θεωρία του Μαρξισμού, την ιδεολογία και τη γλωσσολογία από το συν. Ehsan Tabari (ένας από τους βασικούς ηγέτες της σύγχρονης σκέψης της χώρας μας, συνελήφθη και βασανίστηκε από το Ιρανικό καθεστώς το 1983 και πέθανε αμέσως μετά την απελευθέρωσή του από τη φυλακή το 1989).

Επίδραση του Μαρξισμού στην Ανάπτυξη των Εθνικοαπελευθερωτικών Κινημάτων Μετά τη νίκη της Μπολσεβίκικης επανάστασης του 1917, υπό την ηγεσία του Λένιν και την πρόκληση, που προκάλεσε στην καθεστηκυία παγκόσμια τάξη η νεαρή Σοβιετική Δημοκρατία, τα Εθνικοαπελευθερωτικά Κινήματα εξελίχθηκαν από την αντίσταση των εργαζομένων στις παλιές αποικίες και γενικά εμπνεόμενα από την αριστερή προοδευτική και Μαρξιστική ιδεολογία με επικεφαλής την Κομιντέρν και τον Λένιν, σάρωσαν τον «Τρίτο Κόσμο». Μέχρι την ήττα του φασισμού και το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου το 1945, τα Εθνικοαπελευθερωτικά Κινήματα αποτελούσαν ένα παγκόσμιο κίνημα υπέρ της εθνικής αυτοδιάθεσης, ενάντια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Από το Ιρανικό Λαϊκό Κίνημα ενάντια στο δεσποτισμό της δυναστείας των Παχλαβί, για έλεγχο των φυσικών πόρων και του πετρελαίου της χώρας και ενάντια στο Βρετανικό και Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό στα τέλη του 1940 και 1950, μέχρι και τα Κινήματα υπέρ της ανεξαρτησίας στις χώρες της Μέσης Ανατολής, στην Ινδία, την Αφρική και Λατινική Αμερική η παλιά αποικιακή τάξη πραγμάτων κατέρρεε. Από την πτώση της «Βρετανικής Αυτοκρατορίας» στην Ινδία το 1948, στην τελική νίκη της Κινέζικης Επανάστασης το 1949, τη νίκη των Βιετναμέζων κομμουνιστών μαχητών της ελευθερίας πάνω στους Γάλλους στη Ντιέν Μπιέν Φου το 1956, τη νίκη της Κουβανική επανάστασης το 1959 και τη νίκη της Αλγερινής επανάστασης το 1962 στα αντιαποικιακά κινήματα στο Κονγκό, την Αγκόλα και σε άλλα μέρη της Αφρικής, όλα αυτά ήταν αντιιμπεριαλιστικοί θρίαμβοι, που όχι μόνο ενέπνευσαν τους λαούς στις (πρώην) αποικίες, αλλά και άλλα προοδευτικά κινήματα σε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του Κινήματος για πολιτικά δικαιώματα στις ίδιες τις ΗΠΑ8 (1954 και 1964) και του Κινήματος κατά του απαρτχάιντ, που ξεκίνησε το 1959 στη Νότια Αφρική. 8  Το κομμουνιστικό κυνήγι μαγισσών στις ΗΠΑ, γνωστό ως «ο δεύτερος ερυθρός τρόμος», διήρκησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 έως τη δεκαετία του 1950 και του ηγείτο ο Γερουσιαστής Joseph McCarthy και χαρακτηρίζεται από μια αυξημένη πολιτική καταστολής, καθώς και μια εικαζόμενη εκστρατεία διάδοσης του φόβου έναντι της κομμουνιστικής επιρροής στην Αμερική, ήταν ένα ενδιαφέρον παράδειγμα του μεγάλου φόβου του καπιταλισμού για την εξάπλωση του Μαρξισμού-Λενινισμού.

57


Δεν είναι εξωπραγματικός ο ισχυρισμός ότι όλα αυτά τα απελευθερωτικά, αντιαποικιακά κινήματα εμπνεύστηκαν από προοδευτικές, αντικαπιταλιστικές ιδέες, στον πυρήνα των οποίων θα μπορούσε κανείς να δει με σαφήνεια τη διδασκαλία του Μαρξ και τη θεμελιώδη πρόκλησή του στην παγκόσμια καπιταλιστική τάξη.

Συνάφεια και σημασία του Μαρξισμού σήμερα Στη δεκαετία του 1990, ιδίως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των σοσιαλιστικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης, παρακολουθήσαμε μια φρενίτιδα και συντονισμένη προπαγανδιστική εκστρατεία από το μονοπωλιακό κεφάλαιο και της μηχανής των ελεγχόμενων Μέσων Ενημέρωσης, ανακηρύσσοντας το θάνατο του Μαρξισμού και το «Τέλος της Ιστορίας».9 Η περίοδος μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των σοσιαλιστικών κρατών ήταν μια από τις πιο δύσκολες περιόδους, που αντιμετώπισε η εργατική τάξη και το Κομμουνιστικό Κίνημα στη σύντομη ιστορία του. Οι βασικές αρχές της διδασκαλίας του Μαρξ, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης κοινωνιών βασισμένων στις κοινωνικές τάξεις και του αγώνα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της κατά της εκμετάλλευσης, απορρίφθηκαν. Τα επιτεύγματα της Μπολσεβίκικης Επανάστασης υπό την ηγεσία του Λένιν και του σοσιαλιστικού μοντέλου, που εφαρμόστηκε στη Σοβιετική Ένωση και στα άλλα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένου της δωρεάν εκπαίδευσης, δωρεάν υγείας, στέγης, χειραφέτησης των γυναικών κ.λπ.) έστω και με τις αδυναμίες τους, απορρίφθηκαν πλήρως και αμφισβητήθηκε η θεμελιώδης έννοια μιας «άλλης εναλλακτικής παγκόσμιας τάξης» - της σοσιαλιστικής, απαλλαγμένης από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και οι δυτικοί του σύμμαχοι κήρυξαν τη «Νέα Τάξη Πραγμάτων». Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη αισθάνθηκαν θριαμβευτές και πρότειναν την «εναλλακτική» θεωρία του «Τρίτου Δρόμου».10 9  Ο Φράνσις Φουκουγιάμα στο δοκίμιό του “Το τέλος της ιστορίας;” το 1989, που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό περιοδικό «The National Interest» και αργότερα στο βιβλίο του «Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος» ισχυρίστηκε ότι: «Αυτό που μπορούμε να δούμε δεν είναι μόνο το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ή το πέρας μιας συγκεκριμένης περιόδου της μεταπολεμικής ιστορίας, αλλά το τέλος της ιστορίας ως τέτοιας: δηλαδή, το τελικό σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας και η παγκοσμιοποίηση της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως τελική μορφή της ανθρώπινης κυβέρνησης». 10  Αναπτύχθηκε από τον κοινωνιολόγο και Διευθυντή του London School of Economics, τον καθηγητή Anthony Giddens και υιοθετήθηκε από το «Νέο Εργατικό Κόμμα» του Τόνι Μπλερ, ο τρίτος δρόμος δήλωνε ότι ο παλιός ταξικός διαχωρισμός αριστερά και δεξιά είναι πλέον περιττός. Ο καθηγητής Giddens υποστήριξε ότι οι μεταρρυθμιστικές κυβερνήσεις δεν μπορούσαν πλέον να βασίζονται σε παραδοσιακά κρατικά προγράμματα εν όψει ισχυρών παγκόσμιων οικονομικών δυνάμεων. Αντ’ αυτού, τα πολιτικά κόμματα θα μπορούσαν να παράσχουν σημαντική συναινετική στήριξη μέσω εκστρατειών από το κέντρο, παραμένοντας παράλληλα δεσμευμένα σε ριζοσπαστικά μέτρα.

58


Η εργατική τάξη και το Κομμουνιστικό Κίνημα γνώρισαν διαχωρισμούς και το μονοπωλιακό κεφάλαιο ξεκίνησε το πρόγραμμα του για τον επαναπροσδιορισμό της παγκόσμιας τάξης, προσπαθώντας να ακυρώσει χρόνια επιτεύγματα της εργατικής τάξης. Τα θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων στην οργάνωση, τα δικαιώματα στην εργασία, την εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και τη στέγη βρέθηκαν υπό διωγμό και σε ορισμένες περιπτώσεις ακυρώθηκαν πλήρως. Η «Νέα Τάξη Πραγμάτων» χαρακτηρίστηκε από την ταχεία επιστροφή του ιμπεριαλισμού στη διπλωματία των «κανονιοφόρων» και την προσπάθεια των μονοπωλίων να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην οικονομική παγκόσμια τάξη. Μια ματιά στις τελευταίες τρεις δεκαετίες δείχνει έναν κόσμο κυριευμένο από πολέμους, πολιτικές συγκρούσεις, ένα καπιταλισμό, που προχωρά από κρίση σε κρίση, καταστρέφοντας τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, παράγοντας περισσότερη φτώχεια από ποτέ άλλοτε11 ενάντια στον άνευ προηγουμένου συσσωρευμένο ακραίο πλούτο. Σε έκθεση, που δημοσιεύθηκε, ώστε να συμπίπτει με την έναρξη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας το 2017, η Oxfam δήλωνε ότι είναι «πλήρως αποσαφηνισμένο» ότι μια χούφτα πλούσιων ανδρών με επικεφαλής τον ιδρυτή της Microsoft, Μπιλ Γκέιτς, αξίζουν 426 δισ. δολάρια, πράγμα που ισοδυναμεί με τον πλούτο 3,6 δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Τρείς δεκαετίες μετά η «Νέα Τάξη Πραγμάτων», που ο Μπους (πρεσβύτερος) ανακοίνωσε το 1990, έχει καταρρεύσει. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός δεν έχει ανακάμψει από την οικονομική του κατάρρευση το 2008 και όπως προειδοποίησαν τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, ο Μαρξ, ο Μαρξισμός και ο Λενινισμός επιστρέφουν πίσω για να στοιχειώσουν την παγκόσμια καπιταλιστική τάξη. Σε ένα άρθρο του Bhaskar Sunkara, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Guardian» με τίτλο «Γιατί οι ιδέες του Καρλ Μαρξ είναι πιο σχετικές όσο ποτέ στον 21ον αιώνα», ο συγγραφέας σημείωσε ότι: «Ο Μαρξισμός απολαμβάνει νέα αξία σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Αλλά όπως είπε ο Μαρξ, το θέμα δεν είναι μόνο να ερμηνεύσεις τον κόσμο, αλλά να τον αλλάξεις...» Σε ένα άλλο άρθρο του «New Yorker»12 με τίτλο: «Καρλ Μαρξ, χθες και σήμερα: Οι ιδέες του φιλόσοφου του δέκατου ένατου αιώνα μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε την οικονομική και πολιτική ανισότητα της εποχής μας», ο Louis 11  Το 2012 εκτιμήθηκε ότι, χρησιμοποιώντας ένα όριο φτώχειας 1,25 δολάρια την ημέρα, 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Δεδομένου του σημερινού οικονομικού μοντέλου, που βασίζεται στο ΑΕγχΠ, θα χρειαστούν 100 χρόνια για να φθάσουν οι φτωχότεροι του κόσμου στη γραμμή φτώχειας των 1,25 δολαρίων την ημέρα. Η UNICEF εκτιμά ότι τα μισά παιδιά του κόσμου (ή 1,1 δισεκατομμύρια) ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Πηγή: Unicef report: “The Sate of the World’s Children 2016” link: https://www.unicef.org/publications/files/UNICEF_SOWC_2016.pdf 12  New Yorker magazine October 10, 2016 issue – https://www.newyorker.com/magazine/2016/10/10/karl-marx-yesterday-and-today

59


Menand γράφει: «Το πολύ υψηλό επίπεδο ιδιωτικού πλούτου, που έχει επιτευχθεί από τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 στις πλούσιες χώρες της Ευρώπης και στην Ιαπωνία» λέει ο Piketty «αντικατοπτρίζει άμεσα τη λογική του Μαρξ». Ο Μαρξ ήταν σωστός στο ότι δεν υπάρχει τίποτα φυσικά ισότιμο για τις σύγχρονες οικονομίες, που αφέθηκαν στον εαυτό τους... Η τάση του συστήματος να αυξάνει την ανισότητα ήταν σίγουρα αλήθεια στον αιώνα του Μαρξ. Μέχρι το 1900 το πλουσιότερο ένα τοις εκατό του πληθυσμού της Βρετανίας και Γαλλίας κατείχαν περισσότερο από το πενήντα τοις εκατό του πλούτου των κρατών αυτών, ενώ στο δέκα τοις εκατό ανήκει το ενενήντα τοις εκατό. Προσεγγίζουμε αυτά τα επίπεδα ξανά και σήμερα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με Ομοσπονδιακή Τράπεζα, «το πλουσιότερο δέκα τοις εκατό του πληθυσμού κατέχει το εβδομήντα δύο τοις εκατό του πλούτου και το φτωχότερο πενήντα τοις εκατό έχει μόνο το δύο τοις εκατό». Τέλος, σε άρθρο, που δημοσιεύτηκε στην επέτειο για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ, από την Βρετανική εφημερίδα «Independent» με τίτλο: «Η 200η επέτειος του Καρλ Μαρξ: Ο κόσμος είναι τελικά έτοιμος για το μαρξισμό, καθώς ο καπιταλισμός φτάνει σε κρίσιμο σημείο, ο αρθρογράφος σημειώνει ότι: «Το 2015 ο σοσιαλισμός ήταν η λέξη, που αναζητήθηκε τις περισσότερες φορές στο διαδικτυακό λεξικό Merriam Webster. Ο Σοσιαλισμός δεν φέρει ιστορικά βαρίδια για τη νεότερη γενιά, που άφησε πίσω της οι αδικίες του καπιταλισμού. Μια μελέτη του Χάρβαρντ διαπίστωσε ότι η πλειοψηφία της γενιάς της χιλιετίας απορρίπτει τον καπιταλισμό και ένα τρίτο είναι υπέρ του σοσιαλισμού. Αυτό μπορεί να ονομαστεί η εκδίκηση του Μαρξ. Η αποκατάσταση ενός από τους ιστορικούς φιλόσοφους του κόσμου» 13 Η πλούσια επαναστατική κληρονομιά του Μαρξ, 200 χρόνια μετά τη γέννησή του, είναι επίκαιρη σήμερα, όχι επειδή η εργατική τάξη και το Κομμουνιστικό Κίνημα ακολουθούν τυφλά ένα δόγμα, αλλά επειδή το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, που ο Μαρξ αμφισβήτησε και πιο σημαντικό να αλλάξει, είναι ακόμα εδώ μαζί μας σήμερα. Το έργο του Μαρξ σχετικά με την κριτική των θεμελιωδών στοιχείων του καπιταλιστικού συστήματος, τα εγγενή χαρακτηριστικά της απληστίας, της ανισότητας και του συστήματος, που βασίζεται στις τάξεις, όπου η απόλυτη μειοψηφία ελέγχει τα μέσα παραγωγής, η οικονομική δικτατορία, προς όφελος της μειοψηφίας των «εχόντων» έναντι των «μη-εχόντων», είναι εξίσου έγκυρα σήμερα, όπως τότε που έγραψε «Το Κεφάλαιο». Είναι αλήθεια ότι ο καπιταλισμός έχει περάσει από μεγάλες αλλαγές. Η επανάσταση της πληροφορικής έχει δημιουργήσει νέες προκλήσεις και ευκαιρίες και τα μέσα παραγωγής έχουν περάσει από σημαντικές τεχνολογικές αλλαγές και ως εκ τούτου ο αγώνας της εργατικής τάξης χρειάζεται συνειδητοποίηση και προσαρμογή εν’ όψει των νέων προκλήσεων, αλλά οι βασικές αρχές της ταξικής κοινωνίας παραμένουν 13  The “Independent” newspaper, Youssef El-Gingihy, Friday 4 May 2018 https://www.independent.co.uk/news/long_reads/karl-marx-anniversary-a8334241.html

60


και επομένως η ανάγκη για ταξική πάλη για τη δημιουργία ενός εναλλακτικού κόσμου, μιας σοσιαλιστικής παγκόσμιας τάξης, παραμένει. Ο θεμελιώδης στόχος του σοσιαλισμού από την οπτική γωνία του Μαρξ και του Ένγκελς ήταν η πραγματοποίηση της ανθρώπινης ελευθερίας και της ατομικής αυτονομίας. Συγκεκριμένα, αυτό αναφέρεται στην ελευθερία από την αλλοτρίωση, που επιβάλλεται στους ανθρώπους με τη μορφή καταναγκαστικών κοινωνικών σχέσεων, καθώς και της έλλειψης υλικών, με τα οποία το άτομο υποχρεώνεται να ασκεί δραστηριότητες μόνο για να επιβιώσει. Στόχος του σοσιαλισμού είναι να παρέχει ένα περιβάλλον, στο οποίο τα άτομα είναι ελεύθερα να εκφράζουν τα γνήσια συμφέροντά τους, τη δημιουργική ελευθερία και τις επιθυμίες τους ανεμπόδιστα από μορφές κοινωνικού ελέγχου, που αναγκάζουν τους ανθρώπους να εργάζονται για μια τάξη ιδιοκτητών, που ιδιοποιείται και ζει από το παραγόμενο πλεονάζον προϊόν.14 Σε αντίθεση με τις αφελείς προβλέψεις της δεκαετίας του 1990 για το θάνατο του Μαρξισμού, ο αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο και μια διαφορετική κοινωνικο-οικονομική τάξη είναι πολύ ζωντανός. Η ανθρωπότητα δεν μπορεί να καταδικαστεί να ζει σε ένα άδικο ταξικό σύστημα, υπεύθυνο για την ακραία φτώχεια, δύο παγκόσμιους πολέμους και πολλούς άλλους τοπικούς πολέμους και συγκρούσεις, πρωτοφανείς περιβαλλοντικές ζημιές και μια ανθρώπινη κοινωνία, που αντιμετωπίζει την εξάντληση των φυσικών της πόρων. Είναι σαφές ότι το μέλλον δεν είναι ο καπιταλισμός, αλλά όπως ο Μαρξ προέβλεψε μια νέα παγκόσμια τάξη, που ονομάζουμε σοσιαλισμό.

14  Erich Fromm (1961). “Marx’s Concept of Socialism”. Marx’s Concept of Man. Frederick Ungar Publishing

61


Ο Μάρξ μελετά στη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου

62


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 63-70, 2018

του Cheng ENFU-Πρύτανης του Πανεπιστημίου της Κινέζικης Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών, Προέδρος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Πολιτικής Οικονομίας, Μέλος της Επιτροπής Παιδείας, Επιστημών, Πολιτισμού και Δημόσιας Υγείας του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου.

Η στρατηγική των τεσσάρων πυλώνων: Ένα σημαντικό γνωστικό περιεχόμενο της Σκέψης του Xi Jinping για το Σοσιαλισμό με Κινέζικα Χαρακτηριστικά για μια Νέα Εποχή

Από το 18Ο Εθνικό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚ Κίνας) το 2012, ο Xi Jinping, Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ Κίνας και πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, απευθύνθηκε με μια σειρά από παρεμβάσεις στο ζήτημα της ανάπτυξης του Σοσιαλισμού με Κινέζικα Χαρακτηριστικά για μια Νέα Εποχή, δίνοντας έτσι μορφή σε μια κατανοητή και συστηματική δέσμη από νέες έννοιες, ιδέες και στρατηγικές για τη διακυβέρνηση της Κίνας. Η Σκέψη του Xi Jinping για τον Σοσιαλισμό με Κινέζικα Χαρακτηριστικά για μια Νέα Εποχή, συμπυκνώνει τη σοφία ολόκληρου του Κόμματος και του κινέζικου λαού, και απαντά μια σειρά από σημαντικά θεωρητικά και πρακτικά ερωτήματα για τη χώρα σε αυτή την εποχή των αλλαγών. Ενίσχυσε επίσης περαιτέρω την κατανόηση του ΚΚ Κίνας για τους νόμους και αποτελεί το θεμέλιο της Ανάπτυξης του Σοσιαλισμού με κινέζικα χαρακτηριστικά και τη δημιουργία ενός μαρξιστικού κυβερνώντος κόμματος. Σε αυτό το άρθρο, ο συγγραφέας του, προσπαθεί να παρουσιάσει σε συντομία τις κύριες ιδέες, που σχετίζονται με τη στρατηγική των τεσσάρων πυλώνων, ένα σημαντικό γνωστικό περιεχόμενο της σκέψης του Xi Jinping για το Σοσιαλισμό με Κινέζικα Χαρακτηριστικά για μια Νέα Εποχή.

63


Πρώτος πυλώνας: Η ιδέα της ολοκλήρωσης της δομής μιας μετριοπαθώς ευημερούσας κοινωνίας σε όλους τους τομείς και οικοδόμησης της Κίνας σε μια μεγάλη μοντέρνα σοσιαλιστική χώρα. Στην Έκθεση του προς το 19ο Συνέδριο του ΚΚ Κίνας το 2017, ο Γενικός Γραμματέας Xi Jinping δήλωσε ξεκάθαρα πως το όραμα για την οικοδόμηση μιας μεγάλης μοντέρνας σοσιαλιστικής χώρας θα πραγματοποιηθεί σε τρία στάδια. Το πρώτο στάδιο μέχρι το 2020 θα είναι καθοριστικό για την ολοκλήρωση μιας μετριοπαθώς ευημερούσας κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Ένα όραμα, το οποίο υποδηλώνει βιώσιμη και υγιή οικονομική ανάπτυξη, σταθερή διεύρυνση της λαϊκής δημοκρατίας, σημαντική βελτίωση της πολιτισμικής επιρροής (cultural soft power), ολοκληρωτική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων και μεγάλη πρόοδο στη δημιουργία μιας κοινωνίας, που να συντηρεί τους φυσικούς πόρους και να είναι φιλική προς το περιβάλλον. Το δεύτερο στάδιο, από το 2020 μέχρι το 2035, θα βασιστεί στα θεμέλια, που χτίστηκαν στο στάδιο της μετριοπαθώς ευημερούσας κοινωνίας και με ακόμα 15 χρόνια σκληρής δουλειάς θα κορυφωθεί με τη βασική πραγματοποίηση του σοσιαλιστικού εκμοντερνισμού. Αυτό το όραμα κατ’ ακρίβεια μείωσε τη χρονική περίοδο, που είχε τεθεί στην Έκθεση του 18ου Εθνικού Συνεδρίου για τη βασική πραγματοποίηση του εκσυγχρονισμού κατά 15 χρόνια. Το τρίτο στάδιο από το 2035 μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα, που θα οικοδομηθεί πάνω στη βασική πραγματοποίηση του σοσιαλιστικού εκμοντερνισμού και με άλλα 15 χρόνια σκληρής δουλειάς θα αναπτύξει την Κίνα σε μια μεγάλη μοντέρνα σοσιαλιστική χώρα, η οποία θα είναι ευημερούσα, δυνατή, δημοκρατική, πολιτιστικά ανεπτυγμένη, αρμονική και όμορφη. Αυτό το όραμα θα επιτρέψει την πραγματοποίηση του Κινέζικου Ονείρου για μια ευημερούσα χώρα, εθνική ανανέωση και ευτυχία του Κινέζικου Λαού με την πραγματική έννοια. Για να πετύχουμε δυναμικά τους πιο πάνω υπέροχους στόχους, ο Γ.Γ. Xi Jinping έθεσε τη βασική πολιτική των 14 σημείων, η οποία ενισχύει τις προσπάθειες οικοδόμησης του σοσιαλισμού με κινέζικα χαρακτηριστικά και περιλαμβάνει: 1. Τη διασφάλιση της διαχείρισης όλης της δουλειάς από το Κόμμα. 2. Τη δέσμευση σε μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση. 3. Συνέχιση της εκτενούς εμβάθυνσης της μεταρρύθμισης. 4. Υιοθέτηση ενός νέου οράματος ανάπτυξης (ενός οράματος μιας καινοτόμου, συντονισμένης, πράσινης ανάπτυξης προσβάσιμης σε όλους). 5. Τη διασφάλιση πως ο λαός διοικεί τη χώρα. 6. Τη διασφάλιση πως όλες οι πλευρές διακυβέρνησης βασίζονται σε νόμους. 7. Τη διατήρηση των κεντρικών σοσιαλιστικών αρχών. 8. Τη διασφάλιση και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης μέσω της ανάπτυξης. 9. Τη διασφάλιση της αρμονίας μεταξύ ανθρώπου και φύσης.

64


10. Τη στόχευση μιας ολιστικής προσέγγισης, αναφορικά με την εθνική ασφάλεια. 11. Τ η διατήρηση της απόλυτης διαχείρισης των λαϊκών ενόπλων δυνάμεων από το Κόμμα. 12. Τ η διατήρηση της αρχής «μια χώρα, δύο συστήματα» και την προώθηση της εθνικής επανένωσης. 13. Την προώθηση της οικοδόμησης μιας κοινότητας με κοινό μέλλον για την ανθρωπότητα. 14. Την άσκηση της πλήρους και αυστηρής διαχείρισης του Κόμματος. Όπως τόνισε επανειλημμένα ο Γ.Γ. Xi Jinping, η Κίνα αναπτύσσει μια οικονομία της αγοράς υπό την προϋπόθεση ότι η προσπάθεια αυτή είναι υπό την ηγεσία του ΚΚ Κίνας και στη βάση ενός σοσιαλιστικού συστήματος για οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ανάπτυξη, όπου ο προσδιορισμός «σοσιαλιστικό» δεν μπορεί να παραλείπεται σε καμία περίπτωση. Επίσης τονίστηκε επανειλημμένα πως εμείς, οι Κινέζοι κομμουνιστές, πρέπει να παραμείνουμε πάντα πιστοί στον Μαρξισμό, τα Κομμουνιστικά μας ιδεώδη και τις πεποιθήσεις μας για ένα Σοσιαλισμό με Κινέζικα Χαρακτηριστικά. Ενώ το ΚΚ Κίνας χρησιμοποιεί τον Μαρξισμό-Λενινισμό, τη Σκέψη του Μάο, τη Θεωρία του Deng Xiaoping, τη Θεωρία των Τριών Συμβόλων, την Επιστημονική Προοπτική της Ανάπτυξης και τη Σκέψη του Xi Jinping για τον Σοσιαλισμό με Κινέζικα Χαρακτηριστικά ως οδηγούς για δράση, εφαρμόζει τον Μαρξισμό για να παρατηρεί, να αντιλαμβάνεται και να κατευθύνει τις σύγχρονες εξελίξεις και να προωθήσει την ανάπτυξη του Μαρξισμού μέσω της ενεργητικής και πολυποίκιλης πραγματικότητας της σύγχρονης Κίνας. Δεύτερος πυλώνας: Η ιδέα της εμβάθυνσης της μεταρρύθμισης σε κάθε τομέα. Το 2013, την παραμονή της υιοθέτησης της Απόφασης της ΚΕ του ΚΚ Κίνας, αναφορικά με κάποια Κύρια Θέματα, που αφορούν την Κατανόηση της Μεταρρύθμισης, ο Γ.Γ. Xi Jinping εξήγησε πως ο γενικός στόχος της εμβάθυνσης της μεταρρύθμισης σε κάθε τομέα είναι να προωθηθεί ο εκμοντερνισμός του συστήματος και η δυνατότητα διακυβέρνησης της Κίνας. Τόνισε πως η μεταρρύθμιση πρέπει να ακολουθηθεί με ένα πιο συστηματικό, ενσωματωμένο και συντονισμένο τρόπο, ούτως ώστε να επιταχυνθούν η ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς, οι δημοκρατικές πολιτικές, ο αναπτυγμένος πολιτισμός, η αρμονική κοινωνία και ο οικολογικός πολιτισμός. Ανάπτυξε επίσης τις βασικές ιδέες, αναφορικά με τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις στους έξι τομείς: της οικονομίας - της πολιτικής, του πολιτισμού, της κοινωνίας, της οικολογίας και της οικοδόμησης του Κόμματος. Ο πρώτος τομέας σχετίζεται με την εμβάθυνση της οικονομικής μεταρρύθμισης, επιτρέποντας στην αγορά να παίζει τον κυρίαρχο ρόλο στην κατανομή των πόρων, να διατηρεί και να βελτιώνει το βασικό οικονομικό σύστημα, να επιταχύνει την ανάπτυξη ιδανικών συστημάτων για την μοντέρνα αγορά, τη ρύθμιση σε βάθος

65


χρόνου και την ανοικτή οικονομία (περιλαμβάνοντας εντατικές προσπάθειες να βελτιώσει τη διεθνή συνεργασία, μεταξύ άλλων στα πλαίσια της πρωτοβουλίας Belt and Road, τη συνεργασία των BRICS, του Οργανισμού για τη Συνεργασία της Σαγκάης και την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων και Υποδομών). Επιταχυμένες προσπάθειες πρέπει να γίνουν στη μετατροπή του οικονομικού σχεδιασμού ανάπτυξης, οικοδομώντας μια Κίνα, η οποία θα είναι παγκόσμιος ηγέτης στην καινοτομία, ούτως ώστε η κινέζικη οικονομία να αναπτύσσεται με περισσότερη αποδοτικότητα, δικαιοσύνη και βιωσιμότητα. Ο δεύτερος τομέας σχετίζεται με την εμβάθυνση της πολιτικής αναδιάρθρωσης, η οποία περιλαμβάνει την ηγεσία του Κόμματος, τη διαχείριση της χώρας από το λαό, και τη διακυβέρνηση κράτους δικαίου. Επιταχυμένες προσπάθειες πρέπει να γίνουν για προώθηση της βελτίωσης των θεσμών, των προτύπων και των διαδικασιών μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας, με σκοπό την οικοδόμηση στην Κίνα μιας χώρας με σοσιαλιστικό κράτος δικαίου και την ανάπτυξη μιας λαϊκής δημοκρατίας με ευρύτερη, πιο επαρκή και υγιή συμμετοχή. Ο τρίτος τομέας σχετίζεται με την εμβάθυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στον πολιτιστικό τομέα, οι οποίες επικεντρώνονται στην οικοδόμηση ενός συστήματος με βασικές σοσιαλιστικές αρχές και μια δυνατή σοσιαλιστική κουλτούρα στην Κίνα. Επιταχυμένες προσπάθειες χρειάζονται για τη βελτίωση του συστήματος διαχείρισης της παραγωγής και λειτουργίας του πολιτισμού, ούτως ώστε να δημιουργηθούν ή/και να βελτιωθούν μοντέρνα συστήματα για δημόσιες πολιτιστικές υπηρεσίες και αγορές, προς την κατεύθυνση μιας γερής ανάπτυξης και ευημερούσας σοσιαλιστικής κουλτούρας. Ο τέταρτος τομέας σχετίζεται με την εμβάθυνση της κοινωνικής διαρθρωτικής μεταρρύθμισης, που θα επικεντρώνεται στη διασφάλιση και βελτίωση της ευημερίας του λαού και της προώθησης κοινωνικής δικαιοσύνης. Μεταρρυθμίσεις χρειάζονται στο σύστημα εισοδηματικής ανακατανομής για προώθηση της ευημερίας για όλους. Ο κοινωνικός τομέας χρειάζεται συστηματικές καινοτομίες και προσπάθειες για διασφάλιση δίκαιη πρόσβαση στις βασικές δημόσιες υπηρεσίες, ούτως ώστε να διαμορφωθεί γρήγορα ένα υγιές και αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής διαχείρισης και να φέρει την κοινωνία σε τάξη και αρμονία, αλλά με εγρήγορση και δυναμισμό. Ο πέμπτος τομέας σχετίζεται με την εμβάθυνση της μεταρρύθμισης, αναφορικά με τη δημιουργία ενός συστήματος οικοδόμησης οικολογικού πολιτισμού, που θα επικεντρώνεται στην οικοδόμηση μιας όμορφης Κίνας. Επιταχυμένες προσπάθειες χρειάζεται να γίνουν για την ίδρυση θεσμών οικολογικής ανάπτυξης για παροχή καλύτερων θεσμών και μηχανισμών για ανάπτυξη εδαφικού χώρου, διατήρησης των πόρων και προστασίας του περιβάλλοντος. Ως αποτέλεσμα, θα δημιουργηθεί ένα νέο τοπίο εκμοντερνισμού, στο οποίο άνθρωπος και φύση θα αναπτύσσονται σε αρμονία.

66


Ο έκτος τομέας σχετίζεται με την εμβάθυνση της μεταρρύθμισης του θεσμικού πλαισίου οικοδόμησης του Κόμματος, επικεντρωμένη στη βελτίωση της ικανότητας του Κόμματος να κυβερνά με ένα υγιή, δημοκρατικό τρόπο, βασισμένο στους νόμους. Έντονες προσπάθειες χρειάζονται για καλλιέργεια του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και τη βελτίωση του συστήματος ηγεσίας, καθώς και του τρόπου διακυβέρνησης του Κόμματος, ούτως ώστε να διασφαλιστούν η ανεπτυγμένη φύση και η αγνότητα του Κόμματος, παρέχοντας έτσι δυνατή πολιτική στήριξη για μεταρρυθμίσεις, ανοίγματα και σοσιαλιστικό εκμοντερνισμό. Τρίτος πυλώνας: Η ιδέα της γενικής ώθησης μιας διακυβέρνησης βασισμένης στο κράτος δικαίου. Το 2014 ο Γ.Γ. Xi Jinping ανάπτυξε τις σκέψεις του για αυτή τη νέα ιδέα και τις στρατηγικές διευθετήσεις για τη βελτίωση της διακυβέρνησης με βάση το κράτος δικαίου στη συνεδρία, που υιοθέτησε την Απόφαση της ΚΕ του ΚΚ Κίνας για Κύρια Ζητήματα που Αφορούν τη Γενική Ώθηση του Κράτους Δικαίου. Όπως επισήμανε ο Γ.Γ. Xi Jinping, ο κύριος στόχος της γενικής ώθησης της διακυβέρνησης, βασισμένης στο κράτος δικαίου είναι η δημιουργία ενός συστήματος σοσιαλιστικού κράτους δικαίου με κινέζικα χαρακτηριστικά και η οικοδόμηση μιας χώρας με σοσιαλιστικό κράτος δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι κάτω από τη διοίκηση του ΚΚ Κίνας πρέπει να διατηρηθεί το σοσιαλιστικό σύστημα με κινέζικα χαρακτηριστικά, να εφαρμοστεί η θεωρία του κινέζικου σοσιαλιστικού κράτους δικαίου και να ολοκληρωθούν και να τεθούν σε εφαρμογή συστήματα νομικών κανόνων, ιδιαίτερα αποτελεσματικής επιβολής του νόμου, αυστηρής επιτήρησης και ένα σύστημα έντονων διασφαλίσεων, που θα ενταχθούν σε ένα πλαίσιο καλών ενδοκομματικών κανόνων και κανονισμών. Πρέπει να υιοθετηθεί μια ενσωματωμένη προσέγγιση στην επιδίωξη συντονισμένης ανάπτυξης νόμων για τη διακυβέρνηση, άσκηση κρατικής εξουσίας, κυβερνητικής διοίκησης και τη δημιουργία κράτους δικαίου για τη χώρα, την κυβέρνηση και την κοινωνία. Έπειτα, πρέπει να διασφαλιστεί πως η δικαιοσύνη είναι αμερόληπτη και ο νόμος μελετάται από τον καθένα έτσι ώστε να προωθηθεί ο εκμοντερνισμός του συστήματος και των δυνατοτήτων διακυβέρνησης της Κίνας. Ο Γ.Γ. Xi Jinping τόνισε πως το πολιτικό σύστημα της Κίνας έχει τα χαρακτηριστικά της ενσωμάτωσης της διακυβέρνησης με κράτος δικαίου, της ηγεσίας του Κόμματος, και της διοίκησης της χώρας από το λαό. Ενώ το Κινέζικο Σύνταγμα και άλλοι σημαντικοί νόμοι συντάσσονται υπό την καθοδήγηση του Κόμματος, που ασκεί την ηγεσία του μέσα σε ένα νομικό πλαίσιο. Αντίθετα με το Δυτικό συνταγματικό σύστημα, π.χ. των «ελέγχων και ισορροπιών» (checks and balances), το Κινέζικο πολιτικό σύστημα εντάσσεται κάτω από το κρατικό σύστημα της λαϊκής δημοκρατικής δικτατορίας, που βασίζεται στη συμμαχία των εργατών και των αγροτών. Αυτό το σύστημα περιλαμβάνει μέσα στο πλαίσιο του λαϊκές συνελεύσεις σε διάφορα επίπεδα, συμμετοχή μη-κομμουνιστικών πολιτικών κομμάτων στην αξιολόγηση και διοίκηση κρατικών υποθέσεων κάτω από την ηγεσία του ΚΚ Κίνας, ένα σύστημα λαϊκής δημοκρατικής διαβούλευσης,

67


αυτονομία περιοχών με εθνικές μειονότητες, τη «μια χώρα, δύο συστήματα» και την αυτοδιοίκηση στο κατώτατο επίπεδο της κοινωνίας. Η μεταρρύθμιση στην Κίνα χρειάζεται να πάρει παραδείγματα χρήσιμων εμπειριών από άλλες χώρες, αλλά τα συνταγματικά ή νομικά συστήματα της Δύσης δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αντιγραφούν αδιάκριτα. Αντίθετα, ο σκοπός είναι η καθιέρωση και βελτίωση ενός σοσιαλιστικού νομικού συστήματος με κινέζικα χαρακτηριστικά και ένα κινέζικο σύστημα σοσιαλιστικού κράτους δικαίου. Τα ηγετικά στελέχη του Κόμματος σε όλα τα επίπεδα πρέπει να θέτουν το παράδειγμα της υπακοής στον νόμο, να λαμβάνουν πρωτοβουλίες στην προώθηση του κράτους δικαίου και να δρουν αυστηρά μέσα στα πλαίσια του νόμου. Ιδίως τα στελέχη σε ηγετικές θέσεις πρέπει να παρακολουθούν τους νόμους και να ακολουθούν τις διαδικασίες, κάτι το οποίο είναι η πιο σημαντική ένδειξη του κράτους δικαίου. Πρέπει να έχουν πάντα υπόψη τους πως όλες οι εξουσίες και το λειτούργημα τους παραχωρούνται από τους νόμους, να έχουν πλήρη αντίληψη από πού πηγάζει η εξουσία τους και πού βρίσκονται τα όρια της. Πρέπει να διεκπεραιώνουν όλες τις θεσμικές λειτουργίες και τα καθήκοντα τους και να αποφεύγουν πράξεις, που δεν επιτρέπονται απο το νόμο. Αναμένεται από αυτούς να προστατεύουν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του λαού, ο οποίος είναι και το βασικό αντικείμενο του κράτους δικαίου. Η άσκηση εξουσίας από τους ηγετικούς αξιωματούχους πρέπει να υπόκειται σε επίβλεψη, κάτι που θα παρέχει και τη θεσμική εγγύηση προς τους λειτουργούς ότι ασκούν τα καθήκοντα τους με τον σωστό τρόπο. Τέταρτος πυλώνας: Η ιδέα της διασφάλισης πλήρους και αυστηρής διακυβέρνησης στο Κόμμα. Τον Δεκέμβρη του 2012, υπό την ηγεσία του Γ.Γ. Xi Jinping, το ΚΚ Κίνας διακήρυξε την Απόφαση οκτώ σημείων του Πολιτικού Γραφείου της 18ης Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ Κίνας αναφορικά με τη Βελτίωση της Διοίκησης του Κόμματος και την Ενδυνάμωση των Δεσμών του με τον Λαό. Τον πρώτο σημαντικό Κομματικό Κανονισμό μετά το 18ο Εθνικό Συνέδριο. Αργότερα διατυπώθηκαν και θεσπίστηκαν αρκετοί άλλοι κανόνες και κανονισμοί για ενδυνάμωση της κομματικής πειθαρχίας. Πρώτο, αναφορικά με τη διοίκηση του Κόμματος: Κάτω από τις οδηγίες του Γ.Γ. Xi Jinping έγιναν ενέργειες ούτως ώστε να διαπιστωθεί πως τα κομματικά μέλη διοικούσαν και δρούσαν στη μαζική γραμμή του Κόμματος, να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της άσκησης της τυπικότητας για χάρη της τυπικότητας, της γραφειοκρατίας, του ηδονισμού και της υπερβολής, και να ληφθούν αυστηρά μέτρα κατά της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας αποτελεσματικών θεσμών, σύμφωνα με τους οποίους οι υπάλληλοι δεν τολμούν, αδυνατούν και δεν έχουν καμία επιθυμία να διαπράξουν πράξεις διαφθοράς. Δεύτερο, αναφορικά με την ιδεολογική εκπαίδευση: ο Γ.Γ. Xi Jinping τόνισε πως πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ενδυνάμωση της αυτοπεποίθησης των κομματικών μελών όσον αφορά τη θεωρία, το σύστημα και την κουλτούρα του Σοσιαλισμού με Κινέζικα Χαρακτηριστικά, στην εμβάθυνση της κομματικής τους

68


συνείδησης και βελτίωσης των ηθικών τους προτύπων. Χρειάζονται να γίνουν περισσότερες προσπάθειες καθοδήγησης των κομματικών μελών και στελεχών για να παραμείνουν προσηλωμένοι στις πεποιθήσεις τους και τις ευγενείς ιδέες του Κομμουνισμού. Τα κομματικά μέλη και στελέχη πρέπει να μελετήσουν προσεκτικά το Μαρξισμό-Λενινισμό, τη Σκέψη του Μάο και ιδιαίτερα το θεωρητικό σύστημα του Σοσιαλισμού με Κινέζικα Χαρακτηριστικά και να εφαρμόσουν ευσυνείδητα αυτές τις θέσεις, τις απόψεις και τις προσεγγίσεις, εξοπλίζοντας τον εαυτό τους, καθοδηγούμενοι από την πράξη τους και προωθώντας το έργο τους για να παραμείνουν αφοσιωμένοι στο ευγενικό ιδεώδες του κομμουνισμού και στην κοινή ιδέα του Σοσιαλισμού με Κινεζικά Χαρακτηριστικά Τρίτο, αναφορικά με τη διαχείριση λειτουργών: ο Γ.Γ. Xi Jinping τόνισε πως λειτουργοί σε διάφορα επίπεδα, ιδιαίτερα ηγετικά στελέχη πρέπει να ακολουθούν τον κανόνα των «τριών Αυστηρών και τριών Σοβαρών», δηλαδή να είναι αυστηροί στην ηθική συμπεριφορά, στην άσκηση εξουσίας και στην πειθαρχία του εαυτού τους και να είναι σοβαροί στη λήψη αποφάσεων, τόσο στην ενδυνάμωση μιας επιχείρησης όσο και στην προσωπική τους συμπεριφορά. Οι οργανώσεις του κόμματος σε όλα τα επίπεδα πρέπει να πάρουν μια σαφή στάση, που να επιβραβεύει τους επιχειρηματίες, προτρέποντας τους τεμπέληδες ή όσους παραμελούν τα καθήκοντα τους να διορθώσουν τη συμπεριφορά τους. Την ίδια ώρα να στηρίζουν τους επιμελείς λειτουργούς, που είναι πρόθυμοι να αναλάβουν ευθύνες και αφοσιωμένοι στο έργο τους αντί να επιδιώκουν προσωπικά κέρδη. Όσοι δρουν σε βάρος του αγώνα του Κόμματος και του Λαού λόγω παραμέλησης των καθηκόντων τους πρέπει να αντιμετωπίζονται πολύ σοβαρά. Τέταρτο, όσο αφορά την κομματική δουλειά, ο Γ.Γ. Xi Jinping τόνισε πως όλα τα κομματικά μέλη και αξιωματούχοι πρέπει να ενδυναμώσουν τη συνείδηση τους όσον αφορά την αναγκαιότητα της πολιτικής ακεραιότητας, τη δράση τους με βάση τη γενική εικόνα, την υπακοή στην Ηγεσία, και την ευθυγράμμιση τους με τη γραμμή του Κόμματος. Αυτή η συνείδηση, γνωστή ώς η «συνείδηση των τεσσάρων» είναι συνεπής με τις «τέσσερις υποταγές», που προβλέπονται από τον καταστατικό χάρτη του Κόμματος, όπου τα κομματικά μέλη υποτάσσονται στην κομματική οργάνωση, η μειοψηφία υποτάσσεται στην πλειοψηφία, οι κατώτερες κομματικές οργανώσεις υποτάσσονται στις ανώτερες κομματικές οργανώσεις και όλες οι επαρχιακές οργανώσεις και μέλη του Κόμματος υποτάσσονται στο Εθνικό Συνέδριο και την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος. Μόνο όταν όλες οι κομματικές οργανώσεις και μέλη ενδυναμώσουν τη «συνείδηση των τεσσάρων», διατηρήσουν και διαφυλάξουν την αρχή των «τεσσάρων υποταγών», μπορεί να ξεδιπλωθεί όλη η Κομματική διοίκηση, η απαράμιλλη κεντρομόλος δύναμη, η συνεκτική δύναμη και η κοινή ισχύς, η οποία θα επιτρέψει στο Κόμμα να αναλάβει το μεγάλο αγώνα με τις πολλές σύγχρονες πτυχές.

69


Εν κατακλείδι, η Στρατηγική των Τεσσάρων Πυλώνων, ως σημαντικό περιεχόμενο της Σκέψης του Xi Jinping για το Σοσιαλισμό με Κινέζικα Χαρακτηριστικά για μια Νέα Εποχή, αποτελεί την τελευταία εξέλιξη του Μαρξισμού στη σύγχρονη Κίνα και το αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης βασικών θεωριών του επιστημονικού σοσιαλισμού με την κινέζικη πραγματικότητα στην νέα εποχή. Δεν παρέχει μόνο σημαντική καθοδήγηση για τον κινέζικο εκμοντερνισμό του σοσιαλισμού και την νέα κοινωνική επανάσταση, αλλά έχει μεγάλη θεωρητική και πρακτική σχέση για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ανάπτυξης, την οικοδόμηση μιας κοινότητας με κοινό μέλλον για την ανθρωπότητα, όπως επίσης και την προώθηση της θεωρητικής εκμάθησης και ανταλλαγής μεταξύ των κομμουνιστικών κομμάτων παγκόσμια, στα πλαίσια της συνεργασίας μας για προώθηση του παγκόσμιου σοσιαλισμού και κομμουνισμού.

70


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 71-86, 2018

του Κωνσταντίνος ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ – Μέλος της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, Πολιτικός Επιστήμονας (Υποψήφιος Διδάκτωρ)

Η επικαιρότητα της θεωρίας του Μαρξ: το παράδειγμα του πλασματικού κεφαλαίου

Η ιστορικότητα και η επικαιρότητα της θεωρίας του Μαρξ Ο Μαρξ ανακηρύχθηκε νεκρός χίλιες φορές και χίλιες φορές αποδείχθηκε ότι παραμένει ζωντανός και επίκαιρος. Πώς συμβαίνει αυτό; Όλα τα φαινόμενα γεννιούνται και πεθαίνουν, γιατί δεν συνέβη αυτό μέχρι τώρα και με τη θεωρία του Μαρξ; Οι θεωρίες προσπαθούν να αναλύσουν, να ερμηνεύσουν και στην περίπτωση του Μαρξ, να φωτίσουν τους τρόπους για την αλλαγή του κόσμου. Όσο πιο επιστημονική είναι μια θεωρία, τόσο καλύτερα έχει αναλύσει και ερμηνεύσει την πραγματικότητα που έχει μελετήσει. Τόσο περισσότερο ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Με αυτή την έννοια, η θεωρία είναι – εφ’ όσον είναι επιστημονική – μια ορθή, διαλεκτική αντανάκλαση της πραγματικότητας. Αυτό την κάνει αιώνια αλήθεια; Όχι. Μια από τις μεγαλύτερες συνεισφορές της Διαλεκτικής Φιλοσοφίας είναι η κατανόηση ότι τίποτε δεν είναι αιώνιο. Όλα κινούνται συνεχώς. Κατ’ επέκταση, είναι παράλογο να αναζητούμε θεωρίες, που συνιστούν αιώνιες αλήθειες. Μια τέτοια προσπάθεια οδηγεί από την αρχή στην

71


μετατροπή της θεωρίας σε δόγμα. Αυτό άλλωστε εκφράζει τόσο ο Ένγκελς στο «Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της Γερμανικής κλασσικής φιλοσοφίας», όσο και ο Λένιν στο «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός». Ο Ένγκελς, καθώς διατυπώνει την κριτική του προς τον Φόυερμπαχ και τον ρηχό ή εκχυδαϊσμένο υλισμό, υπογραμμίζει ότι ο Διαλεκτικός Υλισμός με κάθε ανακάλυψη ακόμη και στον τομέα των φυσικών επιστημών πρέπει να αλλάζει την μορφή του (2007, σελ. 26), ενώ ο Λένιν διαλύει κυριολεκτικά τους ισχυρισμούς των νέων εμπειριστών (που σήμερα θα ονομάζαμε θετικιστές και νεοθετικιστές), εξηγώντας ότι η δύναμη του Διαλεκτικού Υλισμού είναι η ικανότητα του για ανάπτυξη και το γεγονός ότι τα φιλοσοφικά πορίσματα, που προκύπτουν από τις τελευταίες ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών δε συνιστούν αναθεώρηση της ουσίας του Διαλεκτικού Υλισμού, αλλά εμβάθυνση της κατανόησής μας για τη σχέση της γνώσης με το φυσικό κόσμο (1977, σελ. 269). Μια θεωρία είναι αληθινή για όσο διάστημα υπάρχει η πραγματικότητα, που έχει μελετηθεί από αυτήν. Όταν αυτή η πραγματικότητα πάψει να υπάρχει, τότε η θεωρία, όσο αληθινή και να ήταν για όσο υπήρχε η πραγματικότητα την οποία φιλοδοξούσε να ερμηνεύσει, σταματά να έχει ισχύ και περνά στο μουσείο της ανθρωπότητας (Τσουρής, 2018, σελ.34-35). Έχει όμως νόημα ως τρόπος κατανόησης του παρελθόντος. Παραδείγματος χάριν: η θεωρία, που αποτελούσε την ερμηνεία και κατανόηση της κοινωνίας της αρχαιότητας, είχε νόημα όσο αυτή η κοινωνία υπήρχε. Σήμερα μια τέτοια θεωρία έχει νόημα μόνο για να κατανοούμε εμείς πως λειτουργούσε εκείνη η κοινωνία, αλλά δεν μπορεί να μας βοηθήσει άμεσα να κατανοήσουμε πως λειτουργεί η δική μας κοινωνία. Αυτό μπορεί να γίνεται μόνο έμμεσα, συγκρίνοντας και έτσι σχηματίζοντας μια νέα θεωρία ερμηνείας και κατανόησης. Επομένως σε μια θεωρία και ιδιαίτερα σε μια κοσμοθεωρία όπως είναι ο μαρξισμός, κάποιος πρέπει να βρίσκει κάθε φορά αν η πραγματικότητα, την οποία αυτή η θεωρία ερμηνεύει, έχει πεθάνει, έχει αλλάξει και ούτω καθ’ εξής. Έχοντας ξεκαθαρίσει τα πιο πάνω, μπορούμε να απαντήσουμε με κατηγορηματικό τρόπο: Η θεωρία του Μαρξ όχι μόνο δεν έχει πεθάνει, αλλά αποτελεί και σήμερα το πιο ισχυρό αναλυτικό και ερμηνευτικό εργαλείο, που κατέχει η ανθρωπότητα για να κατανοήσει την καπιταλιστική κοινωνία. Όσο ο καπιταλισμός συνεχίζει να υπάρχει σαν φαινόμενο, η θεωρία του Μαρξ παραμένει σε ισχύ. Είναι επίκαιρη, όσο επίκαιρος είναι ο καπιταλισμός. Την ίδια στιγμή πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει σε πολλούς η άποψη ότι η θεωρία του Μαρξ είναι ξεπερασμένη. Ιδιαίτερα δε σε ακαδημαϊκούς κύκλους, ο Μαρξ έχει εξοριστεί και αντιμετωπίζεται ως μίασμα. Είναι όλες οι πτυχές της θεωρίας του Μαρξ επίκαιρες; Η συζήτηση για την επικαιρότητα της θεωρίας του Μαρξ δεν είναι καινούρια. Όπως θα ανέμενε κανείς, αυτό το ζήτημα απασχολούσε το κομμουνιστικό κίνημα για δεκαετίες,

72


ιδιαίτερα σε φάσεις, που εμφανίζονταν νέα φαινόμενα, τα οποία δεν ήταν άμεσα φανερό πώς θα μπορούσαν να τύχουν ερμηνείας από το υφιστάμενο ερμηνευτικό οπλοστάσιο, που προσέφερε ο Μαρξισμός όπως είχε κατανοηθεί μέχρι εκείνη την εποχή. Αντίστοιχος προβληματισμός αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Η Γερμανίδα κομμουνίστρια Rosa Luxemburg τοποθετείται σε αυτή τη συζήτηση με το άρθρο της Stagnation and progress of Marxism το 1903. Ο προβληματισμός, στον οποίο θέλει να συνεισφέρει η Luxemburg περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι μετά το θάνατο των Μαρξ και Ένγκελς, δεν υπήρξαν καθόλου νέες συνεισφορές στη θεωρία τους, ενώ υπήρχε η διάχυτη αίσθηση ότι η θεωρία έχασε την επικαιρότητα της και δεν μπορούσε πλέον να αξιοποιηθεί πρακτικά από τα επαναστατικά κινήματα. Η Luxemburg, ωστόσο σημειώνει εμφαντικά ότι: Αν σήμερα, παρατηρούμε μια στασιμότητα στο κίνημα μας, που αφορά τα ζητήματα της θεωρίας, αυτό δεν συμβαίνει επειδή η θεωρία του Μαρξ δεν είναι ικανή για ανάπτυξη ή ότι είναι ξεπερασμένη. Αντίθετα, αυτό συμβαίνει επειδή [...] εμείς πήραμε ήδη από το μαρξικό οπλοστάσιο τα πνευματικά όπλα, που ήταν αναγκαία για το μέχρι τώρα στάδιο της πάλης μας. Δεν είναι αλήθεια ότι όσον αφορά την πρακτική πάλη ο Μαρξ δεν είναι επίκαιρος ή ότι εμείς «ξεπεράσαμε» τον Μαρξ. Αντίθετα, ο Μαρξ με το επιστημονικό του δημιούργημα μας έχει ήδη εκ των προτέρων ξεπεράσει σαν πρακτικό κόμμα πάλης. Δεν είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ δεν είναι επαρκής πλέον για τις ανάγκες μας. Αντίθετα, οι ανάγκες μας δεν είναι ακόμα επαρκείς για την αξιοποίηση των μαρξικών σκέψεων. Η τοποθέτηση της Luxemburg αναδεικνύει δύο σημεία. Πρώτον εκφράζει μια πλευρά της γνωστής θέσης της Διαλεκτικής για την ιστορικότητα. Δηλαδή ότι κάθε ιστορικό γεγονός, κάθε κοινωνικό φαινόμενο πρέπει να κρίνεται και να εξετάζεται υπό το φως της δικής του ιστορικής περιόδου, του δικού του επιπέδου κοινωνικής εξέλιξης. Η Luxemburg αναπτύσσει αυτή η θέση, τοποθετώντας την εστίαση πάνω στον άνθρωπο ως κοινωνικό ον. Με αυτό τον τρόπο υπογραμμίζει ότι η αρχή της ιστορικότητας σημαίνει επίσης και ότι η οπτική του κάθε ανθρώπου, μαζί και του κάθε κοινωνικού κινήματος είναι πάντοτε ιστορικά περιορισμένη. Το τι μπορεί να κατανοήσει εξαρτάται από τις ιστορικές κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε, μεγάλωσε και λειτουργεί. Ο Αριστοτέλης, το σπουδαιότερο μυαλό της αρχαιότητας και ένας γίγαντας της σκέψης σύμφωνα με τον Μαρξ (1978a, σελ.95), στάθηκε αδύνατο «να βρει σε τι συνίσταται στ’ αλήθεια η σχέση ισότητας στην έκφραση της αξίας των εμπορευμάτων» μόνο ένεκα των «ιστορικών φραγμών της κοινωνίας που ζούσε» (Μαρξ, 1978a, σελ.74). Θα μπορούσε κανείς να αντιπαραβάλει ως σύγχρονο αντίστοιχο παράδειγμα μια προσπάθεια να εξηγηθεί η λειτουργία του διαδικτύου σε κάποιον, που γεννήθηκε τη δεκαετία του 1930 στην Κύπρο. Οι ιστορικοί περιορισμοί που χαρακτηρίζουν την κοινωνία εκείνης της εποχής το καθιστούν σχεδόν αδύνατον.

73


Η επιστημονική συγγραφέας K.C. Cole στο βιβλίο της «The Hole in the Universe: How Scientists Peered over the Edge of Emptiness and Found Everything» παραθέτει την εξής ενδιαφέρουσα παραβολή για να αναδείξει τη δυσκολία, που έχει η συνείδηση να κατανοήσει θέματα, που υπερβαίνουν τις καθημερινές της παραστάσεις: Ένας χωρικός ρωτά ένα μηχανικό να του εξηγήσει πως λειτουργεί η ατμομηχανή. Ο μηχανικός δίνει μια λεπτομερή επεξήγηση, φτιάχνει σχεδιαγράμματα, αναλύει τις θεμελιώδης έννοιες, δείχνει που μπαίνει το καύσιμο και από πού βγαίνει ο ατμός, πως η θερμότητα μετατρέπεται σε κίνηση κ.ο.κ. Όταν ο μηχανικός ολοκληρώνει την εξήγηση του ο χωρικός λέει: Τώρα τα κατάλαβα όλα τέλεια. Όμως, πού μπαίνει το άλογο; (2001, σελ. 171) Αντίστοιχα, η Rosa Luxemburg εντοπίζει την αδυναμία πλήρους κατανόησης πλευρών της θεωρίας του Μαρξ από το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής της στους ιστορικούς περιορισμούς, που αυτό είχε. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι τα άμεσα ζητήματα της ταξικής πάλης, που αφορούσαν το κομμουνιστικό κίνημα (η επιστημονική εξήγηση της εκμετάλλευσης με την παραγωγή της υπεραξίας και η ερμηνεία της τάσης προς την κοινωνικοποίηση της διαδικασίας της παραγωγής) επιλύονταν ολοκληρωμένα από τον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου». Δικαιολογημένα, λέει η Luxemburg, ο δεύτερος και ο τρίτος τόμος του «Κεφαλαίου» πέρασαν ουσιαστικά απαρατήρητοι από το κίνημα. Αυτό το δεύτερο σημείο της Luxemburg, που είναι απόρροια του πρώτου, είναι πιο κεφαλαιώδες. Πρόκειται για τη θέση ότι στο έργο του Μαρξ υπάρχουν μέρη, τα οποία δεν είχαν γίνει κατανοητά από το κομμουνιστικό κίνημα εκείνης της εποχής, ένεκα αυτής της ιστορικά και άρα αναγκαστικά περιορισμένης οπτικής του. Όταν λέει συγκεκριμένα ότι «ο Μαρξ με το επιστημονικό του δημιούργημα μας έχει ήδη εκ των προτέρων ξεπεράσει» και ότι «οι ανάγκες μας δεν είναι ακόμη επαρκείς για την αξιοποίηση των μαρξικών σκέψεων» αυτό που ουσιαστικά αναγνωρίζει είναι ότι ορισμένες από τις μεγαλοφυείς συλλήψεις του Μαρξ, που αφορούσαν την ιστορική δυναμική του καπιταλισμού προοπτικά, ήταν φυσιολογικό να μην βρίσκουν την άμεση αντιστοιχία τους στην επιφάνεια της κοινωνίας των αρχών του 20ου αιώνα. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ προχώρησε σε μια χωρίς προηγούμενο καταγραφή και ερμηνεία της ιστορικής φάσης του καπιταλισμού από τις απαρχές του τον 16ο αιώνα μέχρι και τη δική του εποχή στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο σε αντίθεση με το τι διατείνονται διάφοροι αστοί θεωρητικοί στην προσπάθεια τους να την μετατρέψουν σε μουσειακό έκθεμα, η θεωρητική προσφορά του Μαρξ δεν ήταν μόνο αυτή η ερμηνεία της ιστορικής πορείας μέχρι εκείνο το σημείο εξέλιξης του καπιταλισμού. Αυτοί οι απολογητές του καπιταλισμού συνήθως αρπάζονται από τη μια ή την άλλη αναφορά του Μαρξ, που ερμηνεύει την καπιταλιστική κοινωνία της εποχής του για να αποφανθούν ότι ο καπιταλισμός, στον οποίο αντιστοιχούν οι ανακαλύψεις του Μαρξ έχει ξεπεραστεί.

74


Ωστόσο, αυτό που δεν θέλουν να ακούσουν είναι το γεγονός ότι ακόμα πιο μεγαλοφυής υπήρξε η ανακάλυψη των νόμων της εξέλιξης του καπιταλισμού, στη βάση των οποίων ο Μαρξ μπόρεσε να συλλάβει σε ένα πολύ ψηλό επίπεδο αφαίρεσης την ιστορική δυναμική του καπιταλισμού πέραν της δικής του εποχής, και την τελική κατάληξη του. Είναι αυτό ακριβώς το μέρος της θεωρίας του Μαρξ, που είναι σήμερα ακόμα πιο επίκαιρο από ποτέ. Όχι μόνο ο Μαρξ δεν είναι ξεπερασμένος, αλλά αρκετές από τις ανακαλύψεις του, που μπορεί παλαιότερα να μην ήταν δυνατόν να αξιοποιηθούν, αποκτούν τα τελευταία χρόνια ακόμα μεγαλύτερη αναλυτική και ερμηνευτική δύναμη. Ως ενδεικτικό παράδειγμα για τα πιο πάνω, θα αναφερθώ σε μία μόνο τέτοια ανακάλυψη (παρόλο που υπάρχουν και άλλες): το πλασματικό κεφάλαιο.

Το πλασματικό κεφάλαιο και ο «αντίστροφος καπιταλισμός» Κατ’ αρχήν το πλασματικό κεφάλαιο είναι ένα φαινόμενο, που εντόπισε και ανέλυσε πρώτος ο Μαρξ, ωστόσο μόνο αποσπασματικά στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου». Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτή την ανακάλυψη του Μαρξ είναι το γεγονός ότι στην εποχή, που ο ίδιος μελετούσε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, το πλασματικό κεφάλαιο υπήρχε σε πολύ περιορισμένη έκταση και μορφή. Αυτό που ο Μαρξ εντόπισε σε πρώιμο στάδιο, βρίσκεται σήμερα σε πλήρως ολοκληρωμένη ανάπτυξη και χαρακτηρίζει με καθοριστικό τρόπο τον σύγχρονο καπιταλισμό. Για αυτό το λόγο, στο έργο του Μαρξ, οι αναφορές στο πλασματικό κεφάλαιο είναι αποσπασματικές, ενώ σχετικά πρόσφατα, το 2012, έχει εκδοθεί η πιο ολοκληρωμένη, μέχρι τώρα, ανάλυση για το πλασματικό κεφάλαιο στο σύγχρονο στάδιο του καπιταλισμού από τους Ernst Lohoff και Norbert Trenkle με τίτλο «Η Μεγάλη Υποτίμηση» (Die Große Entwertung). Τί είναι όμως το πλασματικό κεφάλαιο; Το πλασματικό κεφάλαιο είναι ένα είδος δανειακού κεφαλαίου. Είναι το δανειακό κεφάλαιο, που έχει την ιδιαιτερότητα ότι λειτουργεί μόνο φαινομενικά ως κεφάλαιο. Όπως εξηγεί ο Trenkle στο κείμενο του «Workout: η κρίση της εργασίας και τα όρια της καπιταλιστικής κοινωνίας» (2018) Το πλασματικό κεφάλαιο εμφανίζεται όταν κάποιος δίνει χρήματα σε κάποιον άλλο με αντάλλαγμα ένα τίτλο ιδιοκτησίας (ομόλογο, μετοχή σε μια επιχείρηση, κ.λπ.), που αντιπροσωπεύει μια απαίτηση σε αυτό το χρήμα και την μελλοντική του αύξηση (στη μορφή του τόκου ή των μερισμάτων για παράδειγμα). Αυτή η διαδικασία διπλασιάζει το αρχικό ποσό: τώρα υπάρχει δύο φορές και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από τα δύο μέρη. Εκείνος, που έχει πάρει τα χρήματα μπορεί να τα χρησιμοποιήσει αγοράζοντας πράγματα, κάνοντας επενδύσεις ή αγοράζοντας χρηματοοικονομικά προϊόντα, όμως την ίδια στιγμή το ποσό έχει μετατραπεί σε χρηματικό κεφάλαιο, που αποδίδει κέρδος για εκείνο που έδωσε τα χρήματα αρχικά. Το κεφάλαιο, με αυτό τον τρόπο, επαυξάνεται μέσω της απλής πράξης της έκδοσης ενός τίτλου.

75


Αντίστοιχα, ο Μαρξ σημειώνει ότι: Οι τίτλοι ιδιοκτησίας πάνω σε επιχειρήσεις εταιριών, σε σιδηρόδρομους, ορυχεία κ.λπ. είναι πράγματι τίτλοι ιδιοκτησίας πάνω σε πραγματικό κεφάλαιο. Ωστόσο, δεν δίνουν δικαίωμα διάθεσης αυτού του κεφαλαίου. Δεν μπορεί να αποσυρθεί. Δίνουν μόνο δικαίωμα είσπραξης ενός μέρους της υπεραξίας, που θα βγει από αυτό το κεφάλαιο. Όμως αυτοί οι τίτλοι γίνονται επίσης χάρτινα διπλότυπα [Duplicates, δηλ. μπορούν να πουληθούν σε τρίτους] του πραγματικού κεφαλαίου […]. Γίνονται ονομαστικοί εκπρόσωποι μη υπαρχόντων κεφαλαίων. Γιατί το πραγματικό κεφάλαιο υπάρχει δίπλα και δεν περνάει καθόλου σε άλλα χέρια, επειδή τα διπλότυπα αλλάζουν χέρια.[…] Σαν διπλότυπα […] είναι απατηλά (1978b, σελ.601-602) Ο Μαρξ εντοπίζει τη δυνατότητα για την εμφάνιση πλασματικού κεφαλαίου στην μετατροπή του κεφαλαίου σε δανειακό κεφάλαιο. Και όταν συντελεστεί η μετατροπή σε δανειακό κεφάλαιο τότε «το ίδιο το χρήμα […] μόνο σε ένα σημείο υπάρχει σαν μεταλλικό χρήμα. Σε όλα τα άλλα σημεία υπάρχει μόνο με τη μορφή απαίτησης σε κεφάλαιο» (Μαρξ, 1978b, σελ.640). Με άλλα λόγια, το δανειακό κεφάλαιο είναι κατά βάση κεφάλαιο «με τη μορφή της απαίτησης σε κεφάλαιο», δηλαδή με τη μορφή της μελλοντικής αναμονής κέρδους. Ωστόσο, όταν αυτό το κέρδος που αναμένεται, δεν πραγματοποιηθεί ή πραγματοποιηθεί όχι στον αναμενόμενο βαθμό, τότε το δανειακό κεφάλαιο γίνεται πλασματικό κεφάλαιο. Το πλασματικό κεφάλαιο με απλά λόγια, εμφανίζεται όταν κάποιος αγοράσει ένα τίτλο, που αντιπροσωπεύει δικαίωμα για μελλοντικά κέρδη. Π.χ. μετοχές, ομόλογα, ψηφιακά νομίσματα κ.λπ. Όμως ο τίτλος δεν είναι τίποτε άλλο παρά προσδοκία για ένα κέρδος, που μπορεί να πραγματοποιηθεί, αλλά μπορεί και όχι. Το κατά πόσο τελικά ο τίτλος αξίζει πραγματικά όσα αξίζει ονομαστικά γίνεται γνωστό μόνο εκ των υστέρων. Εάν το χρηματικό ποσό επενδυθεί επιτυχώς στην παραγωγή, τότε έχει καλώς. Αν όμως η επένδυση αποτύχει, τότε ο τίτλος και η απαίτηση για την αρχική χρηματική αξία παραμένει, αλλά η αξία έχει εξανεμιστεί και συνιστά πλέον φούσκα. Η περίπτωση των σημερινών κόκκινων δανείων αποτελεί εξέχων παράδειγμα πλασματικού κεφαλαίου. Αυτά τα δάνεια, εφ’ όσον δόθηκαν, υπολογίζονται από τις τράπεζες μαζί με τους τόκους ως ισχύοντα. Όσο οι δανειολήπτες μπορούσαν να πληρώνουν τη δόση τους, τα δάνεια θεωρούνται εξυπηρετούμενα και για το τραπεζικό ίδρυμα το συνολικό ποσό βρίσκεται στα βιβλία και υπολογίζεται κανονικά. Όταν όμως ο δανειολήπτης, ένεκα συνθηκών που δεν ελέγχει ο ίδιος, δεν μπορεί πλέον να πληρώνει τη δόση του, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Τα δάνεια, που από εξυπηρετούμενα γίνονται ξαφνικά μη εξυπηρετούμενα, για τον δανειολήπτη είναι βέβαια ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, όμως για την τράπεζα μετατρέπονται σε πλασματικό κεφάλαιο, το οποίο αποτελεί ρίσκο. Και όταν, μέσα στο πλαίσιο της γενικής καπιταλιστικής κρίσης, τα κόκκινα δάνεια μετατρέπονται σε χιονοστιβάδα, το ρίσκο για τις τράπεζες γίνεται τεράστιο και απειλεί με γενική 76 κατάρρευση ολόκληρη την οικονομία.


Στο γεγονός αυτό, ότι ακόμα και μια συσσώρευση χρεών μπορεί να παρουσιάζεται σαν συσσώρευση κεφαλαίου, φαίνεται η ολοκλήρωση της παραμόρφωσης, που συντελείται με το πιστωτικό σύστημα (Μαρξ, 1978b, σελ. 601). Το πλασματικό κεφάλαιο είναι συνηθισμένο φαινόμενο του καπιταλισμού (Trenkle, 2018). Μάλιστα μπορεί να θεωρηθεί ότι για αρκετό διάστημα το πλασματικό κεφάλαιο έπαιζε ιδιαίτερα υποστηρικτικό ρόλο στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής κοινωνίας (για παράδειγμα με την εκ των προτέρων χρηματοδότηση μεγάλων επενδύσεων). Η ανάπτυξη του προτσές της παραγωγής διευρύνει την Πίστη [δηλ. τον δανεισμό], και η Πίστη οδηγεί στην επέκταση των βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων (Μαρξ, 1978b, σελ. 606). Για όσο καιρό η πραγματική παραγωγή μπορούσε να ακολουθεί τη φούσκα, που τροφοδοτούσε η δημιουργία πλασματικού κεφαλαίου, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Με λίγα λόγια, όσο το τα μελλοντικά κέρδη γίνονταν πραγματικότητα, το πλασματικό κεφάλαιο είχε ένα απλό υποστηρικτικό ρόλο στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής συσσώρευσης, χωρίς να απομακρύνεται ιδιαίτερα από την πραγματική οικονομία. Ωστόσο, τα τελευταία 35-40 χρόνια, η απόσταση ανάμεσα στην πραγματική οικονομία και τον χρηματοπιστωτικό τομέα (που είναι ο κατεξοχήν τομέας, που αφορά το πλασματικό κεφάλαιο) έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο μέγεθος. Φαίνεται ότι με την Τρίτη Βιομηχανική επανάσταση, που βασίζεται στην πληροφορική και τη μικροηλεκτρονική, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, έχει συντελεστεί μια ποιοτική αλλαγή, που αφορά τη δομή του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής (Kurz, 2014, 54-55). Για να κατανοηθεί καλύτερα το τι συνιστά αυτή η ποιοτική αλλαγή στη δομή του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε ορισμένα γνωστά, αλλά συνήθως ξεχασμένα στοιχεία της καπιταλιστικής παραγωγής, όταν αυτή λειτουργεί στην κανονικότητα της. Επομένως, πριν προχωρήσουμε σε περεταίρω συζήτηση γύρω από τη λειτουργία του πλασματικού κεφαλαίου στο σύγχρονο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, χρειάζεται προηγουμένως να αναφερθούμε σε συντομία στην κανονική καπιταλιστική αξιοποίηση και τη συσσώρευση κεφαλαίου, που προκύπτει από αυτή. Η βασική σχέση της καπιταλιστικής παραγωγής είναι αυτή της αξίας: το κεφάλαιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά αξία, που αξιοποιείται, δηλαδή που αυξάνει τον εαυτό του. Και εφόσον το χρήμα είναι η μορφή εκδήλωσης της αξίας εμπειρικά (δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν την αξία κοινωνικά), τότε αντίστοιχα, η κοινωνική διαδικασία μέσω της οποίας συντελείται η αξιοποίηση της αξίας είναι η μεταμόρφωση του χρήματος σε εμπόρευμα, ούτως ώστε να ξαναμεταμορφωθεί σε περισσότερο χρήμα. Πρόκειται για τη διαδικασία, που ο Μαρξ αναπαρέστησε με το γνωστό τύπο του, Χ-Ε-Χ΄, δηλαδή Χρήμα – Εμπόρευμα – περισσότερο Χρήμα.

77


Η άμεση μορφή της εμπορευματικής κυκλοφορίας είναι Ε-Χ-Ε΄, μετατροπή εμπορεύματος σε χρήμα και ξαναμετατροπή του χρήματος σε εμπόρευμα, πουλώ για να αγοράσω. Δίπλα όμως σ’ αυτή τη μορφή βρίσκουμε μια δεύτερη μορφή, που διακρίνεται ειδικά, τη μορφή Χ-Ε-Χ΄, μετατροπή χρήματος σε εμπόρευμα και ξαναμετατροπή του εμπορεύματος σε χρήμα, αγοράζω για να πουλήσω. Το χρήμα, που στη κίνηση του διαγράφει αυτό τον τελευταίο κύκλο, μετατρέπεται σε κεφάλαιο, γίνεται κεφάλαιο και είναι από τον προορισμό του κιόλας κεφάλαιο. (Μαρξ 1978a, σελ.160) Από αυτόν τον γενικό τύπο του κεφαλαίου, ο Μαρξ συνάγει ότι η κίνηση του κεφαλαίου είναι ατέρμονη, απεριόριστη και αυτοσκοπική (σελ.164-165), αφού «στην αγορά με σκοπό την πούληση και η αρχή και το τέλος είναι το ίδιο πράγμα, χρήμα»(σελ.164). Από εδώ εκπηγάζει η αχόρταγη φύση του κεφαλαίου, που δεν μπορεί ποτέ να κορεστεί, την οποία χαρακτηρίζει όχι «το κέρδος μία φορά, αλλά η ακατάπαυστη κίνηση του κερδίζειν» (σελ. 166). Έτσι η αξία (στη μορφή του χρήματος) ξανά και ξανά, αναφέρεται μόνο στον εαυτό της, και ο μοναδικός σκοπός αυτής της κίνησης είναι η συνεχής συσσώρευση υπεραξίας. Βέβαια, αυτή η κίνηση της αξιοποίησης με σκοπό τη συνεχή συσσώρευση υπεραξίας δεν πραγματοποιείται στο κενό. Παρά τις διάφορες ιστορικές μεταμορφώσεις της κατά την ιστορία του καπιταλισμού, η αξιοποίηση της αξίας προϋποθέτει πάντοτε το γεγονός ότι εργατική δύναμη ξοδεύεται στην παραγωγή εμπορευμάτων. Το κεφάλαιο αγοράζει εργατική δύναμη με σκοπό να την χρησιμοποιήσει στην παραγωγή εμπορευμάτων και να αποσπά την επιπλέον αξία. Την ίδια στιγμή, αυτή η ατέρμονη δυναμική, που εκφράζει η αξία (δηλαδή το χρήμα ή το κεφάλαιο) που ξεπηδά από την ίδια τη φύση της αξίας, εκδηλώνεται ιστορικά με τη συνεχή και ασταμάτητη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Παρά το γεγονός ότι η τάση για συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της αξίας, αυτή η τάση βρίσκεται σε εσωτερική αντίθεση με την κίνηση της αξιοποίησης αξίας, που περιγράψαμε πιο πάνω (Χ-Ε-Χ΄). Αυτό συμβαίνει γιατί η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας οδηγεί στη μείωση του ξοδέματος εργασίας ανά παραγόμενο εμπόρευμα και κατ’ επέκταση στη μείωση στο μερίδιο αξίας, που αντιπροσωπεύει κάθε εμπόρευμα ξεχωριστά. Έτσι, αν το ξόδεμα εργασίας ανά εμπόρευμα μειωθεί ένεκα μιας αύξησης της παραγωγικότητας, τότε το μερίδιο αξίας, που αντιπροσωπεύεται σε κάθε εμπόρευμα επίσης μειώνεται. Έτσι, όπως αναφέρει ο Trenkle (2018) αυτό εκφράζει μια τάση, που βρίσκεται σε αντίθεση με την αυτοσκοπική κίνηση της καπιταλιστικής αξιοποίησης, αφού αυτή η κίνηση μπορεί να συνεχίζεται μόνο εφόσον παράγεται συνεχώς περισσότερη αξία. Ιστορικά, αυτή η εσωτερική αντίθεση που ανήκει στη λογική της δυναμικής του καπιταλισμού, δεν υπήρξε εμπόδιο για την καπιταλιστική λειτουργία. Τη μείωση της αξίας ανά εμπόρευμα αντιστάθμιζε η επέκταση των αγορών και η επιταχυνόμενη

78


ανάπτυξη. Έτσι, παρά τη μείωση της αξίας ανά εμπόρευμα, δηλαδή τη γνωστή τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει, για την οποία μιλά ο Μαρξ στο σχετικό μέρος του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου (σελ. 267-337), η ανάπτυξη και η επέκταση των αγορών επέτρεπε την απόσπαση όλο και περισσότερης μάζας αξίας συνολικά. Αυτή την αντισταθμιστική κίνηση, που χαρακτήριζε την ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, περιγράφει ο Robert Kurz στο κείμενο του, γραμμένο το 1986, με τίτλο «Η κρίση της ανταλλακτικής αξίας». Όπως αναφέρει ο Kurz, αυτή η αντισταθμιστική κίνηση έγινε ιδιαίτερα εμφανής κατά την περίοδο του μεταπολεμικού φορντιστικού μπουμ, όταν προϊόντα, που μέχρι πρόσφατα αφορούσαν μόνο την ελίτ μετατράπηκαν σε προϊόντα μαζικής κατανάλωσης (2014, σελ.52). Εκείνη η περίοδος έφτασε στο τέλος της στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν το φορντιστικό μπουμ εξάντλησε το δυναμικό του και μπήκε σε τροχιά μια νέα ώθηση στην παραγωγικότητα, αυτή τη φορά βασισμένη στις νέες τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας. Αυτή η νέα ώθηση ονομάστηκε Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση. Ταυτόχρονα με την έναρξη της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, παρατηρείται μια μεγάλη στροφή του κεφαλαίου από την πραγματική παραγωγή στα χρηματιστήρια, δηλαδή στη δημιουργία πλασματικού κεφαλαίου. Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί κατά τους Lohoff και Trenkle (2012) μια διαφοροποίηση της μορφής συσσώρευσης του κεφαλαίου σε βαθμό τέτοιο, που ονόμασαν την περίοδο της συσσώρευσης πλασματικού κεφαλαίου «αντίστροφο καπιταλισμό» σε διάκριση από τον «κλασσικό καπιταλισμό, ο οποίος βασιζόταν στη χρησιμοποίηση εργασίας κατά την εμπορευματική παραγωγή». Σύμφωνα με την ανάλυση τους, η συσσώρευση χρήματος στην περίοδο του «αντίστροφου καπιταλισμού», πλέον δεν βασίζεται στη χρησιμοποίηση εργασίας για την παραγωγή εμπορευμάτων, αλλά αντίθετα, στη συσσώρευση πλασματικού κεφαλαίου στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Όπως σημειώνει ο Trenkle (2018), αυτό που έχουμε εδώ είναι μια αλλαγή στη μορφή του γενικού τύπου του κεφαλαίου (Χ-Ε-Χ΄). Πρόκειται για τη σύντμηση Χ-Χ΄ (Χρήμα – Περισσότερο Χρήμα) χωρίς την ενοχλητική διαμεσολάβηση της παραγωγής εμπορευμάτων. Αυτή τη συντμημένη μορφή Χ-Χ΄, παρουσιάζει ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, αναλύοντας το τοκοφόρο κεφάλαιο, υπογραμμίζοντας ότι αυτή η μορφή: Είναι ο αρχικός και γενικός τύπος του κεφαλαίου, συμπτυγμένος σε μια χωρίς νόημα συγκεφαλαίωση. […] Το κεφάλαιο εμφανίζεται σαν μυστηριώδης και αυτοδημιουργός πηγή του τόκου, της δικής του αύξησης. […] Γι’ αυτό, στο τοκοφόρο κεφάλαιο ξεχωρίζει καθαρά αυτό το αυτόματο φετίχ, η αυτοαξιοποιούμενη αξία, το χρήμα που γεννάει χρήμα, και με τη μορφή αυτή δεν έχει πια ούτε ένα σημάδι που να δείχνει την καταγωγή του. […] Έτσι γίνεται πέρα για πέρα ιδιότητα του χρήματος να δημιουργεί αξία, να αποφέρει τόκο, όπως η ιδιότητα της απιδιάς είναι να παράγει απίδια. […] Εδώ είναι ολοκληρωμένη η φετιχιστική μορφή του κεφαλαίου και η αντίληψη του κεφαλαίου-φετίχ. Στο Χ-Χ΄

79


έχουμε την χωρίς νόημα μορφή του κεφαλαίου, την στρέβλωση και υλοποίηση στον ανώτατο βαθμό των σχέσεων παραγωγής (1978b, σελ.494-495) Όμως με αυτό τον τρόπο, «χάνεται, χωρίς να αφήσει ίχνη, κάθε σχέση με το πραγματικό προτσές αξιοποίησης του κεφαλαίου» (Μαρξ, 1978b, σελ. 589) και έτσι η χρηματοπιστωτική σφαίρα – δηλαδή η σφαίρα, στην οποία η κίνηση του κεφαλαίου παίρνει την μορφή Χ-Χ΄ – αποκτά μια σχετική αυτονομία στην πορεία ανάπτυξης της. Οι χρηματιστηριακοί δείκτες, συγκρινόμενοι με το ΑΕΠ της χώρας, μαρτυρούν την αλήθεια αυτής της διαπίστωσης του Μαρξ με πλέον χαρακτηριστικό το δείκτη του Αμερικάνικου χρηματιστηρίου Dow Jones. Από το 1897, που εγκαθιδρύθηκε χρειάστηκε 66 χρόνια (1963) για να φτάσει τις 1000 μονάδες και άλλα 19 (1982) για να θεωρηθεί ότι ξεπέρασε μόνιμα το φράγμα των 1000 μονάδων. Μέσα σε 14 χρόνια (1996) έφτασε τις 6 χιλιάδες και σε άλλα 3 χρόνια (1999) τις 11 χιλιάδες μονάδες. Μετά από 7 χρόνια (2007) έφτασε τις 14 χιλιάδες, και παρά την μεγάλη πτώση του 2008, που τον έφερε ακόμα και κάτω από 8 χιλιάδες, σε άλλα 6 χρόνια (2014) ξεπέρασε τις 15 χιλιάδες και στα επόμενα 3 (2017) έφτασε τις 20 χιλιάδες. Σήμερα (2018), ένα χρόνο μετά, βρίσκεται πέριξ των 26 χιλιάδων μονάδων (στοιχεία για τον Dow Jones από https://tradingeconomics. com/united-states/stock-market).

Πίνακας 1: Δείκτης Dow Jones 1929-2018

80


Αντίστοιχα το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) των ΗΠΑ καταγράφεται από το 1929. Παρά το γεγονός ότι οι μέθοδοι, που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του ΑΕΠ στις επίσημες στατιστικές δεν είναι σταθερές, η σύγκριση επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων, παρά τη σχετικότητα των αριθμών. Συγκρίνοντας λοιπόν την ίδια περίοδο (1929-2018), το ΑΕΠ των ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 15,8 φορές ενώ ο δείκτης Dow Jones κατά 129 φορές (στοιχεία για το ΑΕΠ των ΗΠΑ από http://www.multpl.com/us-gdp-inflation-adjusted/table). Ταυτόχρονα είναι χαρακτηριστικό το εξής: Το ΑΕΠ έχει μια αυξητική πορεία με σχετικά σταθερό ρυθμό αύξησης. Ενώ, λοιπόν το ΑΕΠ αυξάνεται με σχετικά σταθερό ρυθμό ανάπτυξης, ο χρηματιστηριακός δείκτης αυξάνεται γεωμετρικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και μετά. Εάν λάβουμε υπόψη ότι τόσο το ΑΕΠ, όσο και ο χρηματιστηριακός δείκτης εκφράζουν την κατάσταση μιας οικονομίας, είναι δύσκολο να θεωρήσει κανείς ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουμε δείκτες, που αντιστοιχούν στην ίδια οικονομία.

Πίνακας 2: Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ΗΠΑ 1960-2018

81


Πίνακας 3: Δείκτης Dow Jones 1960-2018 Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται αν συγκρίνουμε αντίστοιχα σε πυρηνικές καπιταλιστικές χώρες, το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ σε σχέση με το ρυθμό αύξησης των χρηματιστηριακών δεικτών. Στις ΗΠΑ, μέσα σε είκοσι χρόνια (1979-99) το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,7 φορές ενώ ο δείκτης Dow Jones αυξήθηκε πάνω από 13,4 φορές. Στην Αγγλία,, κατά την ίδια περίοδο, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,8 φορές και ο δείκτης FTSE 100 κατά 13,4 φορές, ενώ στη Γερμανία το ΑΕΠ αυξήθηκε 1,5 φορά και ο δείκτης DAX 30 11,1 φορές (όλα τα στοιχεία είναι παρμένα από τον ιστότοπο https://tradingeconomics.com/). Έχουμε, επομένως, αδιαμφισβήτητα μια αλλαγή ποιότητας στη μορφή της συσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία, πάντα σύμφωνα με τον Μαρξ, είναι αποτέλεσμα της λογικής του κεφαλαίου και οδηγεί τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στα όρια του. Ο Μαρξ, αναφερόμενος στη συσσώρευση μέσω του πλασματικού κεφαλαίου, λέει συγκεκριμένα: Αυτή η συσσώρευση, όμως, μπορεί, όπως δείξαμε, να εκφράζει πράγματα που διαφέρουν πολύ από την πραγματική συσσώρευση. […] Από το γεγονός ότι εξογκώνεται η συσσώρευση κεφαλαίου για δανεισμό […] πρέπει σε ορισμένες φάσεις του κύκλου να δημιουργείται μόνιμα πληθώρα χρηματικού κεφαλαίου, και η πληθώρα αυτή να αυξάνεται με την ανάπτυξη της Πίστης. Μαζί με την πληθώρα αυτή πρέπει, επομένως να αυξάνει και η ανάγκη να εξωθηθεί το προτσές της παραγωγής πέρα από τα κεφαλαιοκρατικά του όρια: υπερεμπόριο, υπερπαραγωγή, υπερπίστωση. (1978β, σελ.638) Το κύριο σημείο αυτής της διαδικασίας, που εξελίχθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, είναι το γεγονός ότι αλλάζει ο ρόλος του πλασματικού κεφαλαίου. Αυτό δεν παίζει πλέον το ρόλο της ενίσχυσης της πραγματικής

82


παραγωγής αξίας, όπως συνέβαινε μέχρι προηγουμένως, αλλά έχει αυτονομηθεί σε μεγάλο βαθμό και αποτελεί τη βασική μορφή συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αλλά εφόσον μιλούμε πάντοτε για συσσώρευση πλασματικού κεφαλαίου, τότε γίνεται φανερό ότι μιλούμε για φαινομενική συσσώρευση, για συσσώρευση μιας φούσκας, η οποία βέβαια σε κάποια στιγμή σκάζει. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η καπιταλιστική συσσώρευση δεν βασίζεται πια κυρίως στην εκμετάλλευση εργατικής δύναμης μέσω της παραγωγής και πώλησης εμπορευμάτων (είτε αυτά είναι αυτοκίνητα, είτε υπηρεσίες, είτε κινητά τηλέφωνα), αλλά στη μαζική έκδοση τίτλων όπως μετοχές, ομόλογα, αξιόγραφα και παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα (financial derivatives). Το γεγονός ότι ταυτόχρονα με τη συσσώρευση πλασματικού κεφαλαίου παρατηρείται και μια γιγαντιαία αύξηση στην παραγωγή εμπορευμάτων δεν πρέπει να ξενίζει για δύο λόγους. Πρώτον, η κυριαρχία του χρηματοοικονομικού τομέα δεν συνεπάγεται ότι η συσσώρευση κεφαλαίου έχει αποσυνδεθεί πλήρως από την πραγματική οικονομία. Η συσσώρευση πλασματικού κεφαλαίου με τον δικό της τρόπο χρειάζεται να έχει σημεία αναφοράς στην πραγματική οικονομία. Μπορεί να μην προϋποθέτει την πραγματική παραγωγή και αξιοποίηση, αλλά χρειάζεται την προσδοκία πραγματοποίησης κέρδους στο μέλλον. Έτσι η παραγωγή εμπορευμάτων συνεχίζεται μεν, αλλά μόνο ως παράπλευρη επίπτωση της πλασματικής συσσώρευσης. Δεν συσσωρεύεται κεφάλαιο μέσω της απόσπασης υπεραξίας κατά την παραγωγή και πώληση εμπορευμάτων, αλλά μέσω της δημιουργίας προσδοκίας ότι αυτή η παραγωγή και πώληση εμπορευμάτων θα επιφέρει κέρδη στο μέλλον. Δεύτερο, η παραγωγή εμπορευμάτων από μόνη της δεν σημαίνει και αξιοποίηση του κεφαλαίου. Βασική προϋπόθεση για την αξιοποίηση δεν είναι μόνο η παραγωγή, αλλά και η κυκλοφορία. Η παραγωγή εμπορευμάτων πρέπει απαραίτητα να καταλήγει σε πώληση τους. Μόνο έτσι υλοποιείται η υπεραξία και επιστρέφει πίσω στην αρχική πηγή για να μπορέσει έτσι το κεφάλαιο να αυξήσει τον εαυτό του. Καθόλου τυχαία ο Ένγκελς σε μια υποσημείωση στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου παρατηρεί το γεγονός ότι «αυτά που παράγει η βιομηχανία μέσα σε λίγους μήνες είναι ζήτημα αν η αγορά μπορεί να τα απορροφήσει μέσα σε λίγα χρόνια» (Μαρξ, 1978b, σελ. 552). Εάν αυτό ισχύει για το 1894, σήμερα μπορούμε να πούμε το ίδιο για αυτά, που παράγει η βιομηχανία σε μερικές μέρες. Επομένως, η πλημμυρίδα εμπορευμάτων, που παρατηρείται δεν ταυτίζεται με πραγματική συσσώρευση μέσω αξιοποίησης. Οι αστοί οικονομολόγοι επιμένουν για χρόνια να αντιμετωπίζουν αυτή τη νέα κατάσταση ως μια απλή μεταμόρφωση του καπιταλισμού. Πρόκειται, λένε, για την ικανότητα του καπιταλισμού να ελίσσεται και να εξελίσσεται. Ωστόσο είναι φανερό ότι ποτέ δεν κατανόησαν την ουσία της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, που ανέπτυξε ο Μαρξ, κυριότερο σημείο της οποίας είναι ότι η πηγή της αξίας (δηλαδή

83


του χρήματος ή του κεφαλαίου) είναι η παραγωγική αφηρημένη εργασία. Χωρίς παραγωγική διαδικασία, στην οποία να κινητοποιείται εργασία, χωρίς αξιοποίηση δεν δημιουργείται αξία. Αυτοί νομίζουν ότι το χρήμα μπορεί να παράγει χρήμα, αναφέρει χλευαστικά ο Μαρξ (1978b), όπως η «απιδιά παράγει απίδια» (σελ. 494). Έτσι, αντίστοιχα η συσσώρευση χωρίς αξιοποίηση, δηλαδή η συσσώρευση πλασματικού κεφαλαίου, είναι εικονική συσσώρευση, που δεν αντιστοιχεί σε πραγματική παραγωγή αξίας, είναι δηλαδή φούσκα. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι ο καπιταλισμός με τη συσσώρευση πλασματικού κεφαλαίου είναι εξαιρετικά «ευάλωτος σε κρίσεις» (Trenkle, 2018). Αυτό αναδείχθηκε με το μεγάλο σκάσιμο της φούσκας το 2008, με το οποίο το συσσωρευμένο πλασματικό κεφάλαιο έχασε την αξία του με άμεσο τρόπο και για μεγάλο διάστημα η οικονομία βρέθηκε σε μια «σπειροειδή καθοδική πορεία υποτίμησης» (Trenkle, 2018). Αξίζει να θυμίσουμε ότι το Σεπτέμβριο 2008, ακριβώς πριν να πτωχεύσει η χρηματοπιστωτική εταιρία Lehman Brothers παρασύροντας μαζί της ολόκληρο τον πλανήτη, ήταν ο τέταρτος μεγαλύτερος τραπεζικός οργανισμός στις ΗΠΑ. Όπως παρατηρεί ο Μαρξ (1978b, σελ. 611) «ακριβώς άμεσα πριν το κραχ, φαίνεται πάντα η επιχείρηση σχεδόν υπερβολικά υγιής».

84


Επίλογος Η συζήτηση γύρω από την επικαιρότητα ή όχι του μαρξισμού αποτελεί ένα ερώτημα χωρίς λογική βάση. Είναι σαν να αμφισβητεί κανείς την επικαιρότητα της θεωρίας της Σχετικότητας του Αϊνστάιν. Όσο υπάρχει το αντικείμενο, που η θεωρία του Μαρξ εξηγεί και ερμηνεύει, συνεχίζει να είναι επίκαιρη. Το καθοριστικό, που χρειάζεται να κάνει κάθε ένας, που θέλει να αξιοποιεί αυτή τη θεωρία για να ερμηνεύσει τη σύγχρονη πραγματικότητα είναι να ακολουθεί τη συμβουλή της Rosa Luxemburg (1903) Στο βαθμό, που το κίνημα μας προοδεύει, και χρειάζεται να επιλύσει νέα πρακτικά προβλήματα, θα επιστρέφουμε στο θησαυρό της σκέψης του Μαρξ για να εξάγουμε νέες πτυχές και νέα μέρη από τη μεγάλη του κοσμοθεωρία. Η έννοια του πλασματικού κεφαλαίου είναι ακριβώς μια νέα πτυχή της κοσμοθεωρίας του Μαρξ, που σχετικά πρόσφατα απέκτησε ιδιαίτερη ερμηνευτική σημασία για την κατανόηση πολλών σύγχρονων φαινομένων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η κατανόηση της λειτουργίας και της λογικής του πλασματικού κεφαλαίου ρίχνει φως σε φαινόμενα όπως η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα και η εμφάνιση αυτού, που ονομάστηκε καπιταλισμός-καζίνο, το κραχ του 2008, ο υπέρογκος ιδιωτικός δανεισμός, που οδηγεί στο πρόβλημα των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, η κρίση των κρατικών χρεών κ.ο.κ. Η εγκυρότητα των σκέψεων του Μαρξ ενάμισι αιώνα μετά δεν είναι τυχαία. Είναι αντίθετα μια απόδειξη της ορθότητας της ανάλυσης του και κυρίως της δύναμης της σκέψης του. Ο Μαρξ κατόρθωσε να συλλάβει σε ένα πολύ ψηλό βαθμό αφαίρεσης τη λογική της λειτουργίας του κεφαλαίου. Σήμερα, δεν έχουμε παρά να επεκτείνουμε αυτή τη λογική εμπλουτίζοντας την με το υλικό του σύγχρονου τρόπου εκδήλωσης της (αυτής της λογικής). Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να συνεχίσουμε με επιστημονική συνέπεια την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, που εισήγαγε ο Μαρξ.

85


Βιβλιογραφία Cole, K.C. (2001) The Hole in the Universe: How Scientists Peered over the Edge of Emptiness and Found Everything. Orlando: Mariner Books Engels, F. (2007). Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της Γερμανικής κλασσικής φιλοσοφίας. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή Kurz, R. (2014a). The crisis of exchange value: Science as productive force, productive labour and capitalist reproduction. In Larsen, N., Nilges, M., Robinson, J., & Brown, N. (Eds.) Marxism and the critique of value (pp. 17-75) Chicago: MCM’ Publishing Lenin, V. (1977). Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός. Στο Άπαντα 18ος τόμος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή Lohoff, E. and Trenkle, N. (2012). Die Große Entwertung. Unrast Verlag Luxemburg, R. (1903) Stagnation and progress of Marxism. Διαθέσιμο στο: https:// www.marxists.org/archive/luxemburg/1903/misc/stagnation.htm Marx, K. (1978a). Το Κεφάλαιο, 1ος τόμος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή Marx, K. (1978b). Το Κεφάλαιο, 3ος τόμος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή Trenkle, N. (2018). Workout: η κρίση της εργασίας και τα όρια της καπιταλιστικής κοινωνίας. Διαθέσιμο στο: http://www.krisis.org/2018/workout/ Τσουρής, Ν. (2018) Πως και γιατί πρέπει να μελετούμε «το Κεφάλαιο» του Μαρξ. Λευκωσία: Εκδόσεις ΙΝΕΠ

86


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 87-106, 2018

του Νίκου ΤΣΟΥΡΗ Δρ. Αγροτικής Οικονομίας, Ερευνητής

Για την ουσία και το περιεχόμενο του Φιλελευθερισμού

Περιεχόμενα • Εισαγωγικές Παρατηρήσεις • Η λογική του χρήματος ή η αυτό-αξιοποίηση και αυτό-αύξηση του χρήματος

ως αυτοσκοπός

• Εξατομικευμένη μονάδα και ολοκληρωτικός ανταγωνισμός • Γενικά για το ψυχισμό του καπιταλιστικά συγκροτημένου ανθρώπου • Παιδεία – Εκπαίδευση • Η αγορά: μια ξένη δύναμη •

Το «αόρατο χέρι» ή το «θεϊκό χέρι» της οικονομίας της αγοράς

• Ο «βουβός εξαναγκασμός των οικονομικών σχέσεων» • Η λογική της επιχειρηματικότητας • Σήμερα το οικοδόμημα του παγκοσμιοποιημένου πια καπιταλισμού δεν είναι κατοικήσιμο

87


1.

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Ο όρος «καπιταλισμός» όπως και ο συνυφασμένος με αυτόν «οικονομία της αγοράς» εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα. Έτσι χαρακτήρισαν την κοινωνία που κυοφορείτο μέσα στα σπλάχνα της υφιστάμενης φεουδαρχικής κοινωνίας που στην πορεία ανεξαρτητοποιήθηκε και δεν χρειαζόταν πια τα δεκανίκια του φεουδαρχισμού. Αυτό που οι άνθρωποι αισθάνονταν, καταλάβαιναν και αντιλαμβάνονταν αμυδρά ήταν ότι αυξανόταν ο ρόλος του χρήματος και μειωνόταν ο δικός τους. Και τούτο διότι οι περισσότεροι άνθρωποι από υποκείμενα, μετατρέπονταν «αθόρυβα» σε αντικείμενα των συνεχώς διερευνώμενων σχέσεων της αγοράς και του χρήματος. Οι άνθρωποι – πρώην βιοτέχνες, μικροαγρότες ή ακτήμονες, κτίστες που απασχολούνταν σε ευκαιριακές δουλειές – υποχρεώθηκαν να μετατραπούν σε υποζύγια της «αφηρημένης εργασίας» (Μαρξ, 1978β, σελ. 116). Δηλαδή αναγκάστηκαν να υποτάξουν την εργασιακή τους δραστηριότητα σε κάτι ξένο, που βρισκόταν πέραν από τις δικές τους ανάγκες και εκτός του ελέγχου τους. Για να μπορούν από τώρα και στο εξής να ζουν και να αναπαράγουν τη ζωή τους, πρέπει να περάσουν κάτω από την κυριαρχία της «αγοράς εργασίας». Αυτό σημαίνει ότι αναγκάζονται να παραδίδουν το σύνολο της παραγωγικής δραστηριότητας τους στον αφηρημένο αυτοσκοπό του χρήματος, δηλαδή από το χρήμα να κάνουν περισσότερο χρήμα. Με αυτό τον τρόπο, η δραστηριότητα του ανθρώπου έγινε «αφηρημένη», δηλαδή ένα σκέτο «ξόδεμα εργατικής δύναμης», ένα «παραγωγικό ξόδεμα ανθρώπινου μυαλού, ανθρώπινων μυώνων, νεύρων, χεριών» (Μαρξ, 1978α, σελ. 58) κατά το οποίο δεν ενδιαφέρει το συγκεκριμένο περιεχόμενο, ο συγκεκριμένος σκοπός και το νόημα του τι παράγεται. Είναι ένα γενικό ξόδεμα εργατικής δύναμης για την παραγωγή ως αυτοσκοπός (Μαρξ, 1978α, σελ. 143, 164 και αλλού). Για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του ο άνθρωπος πρέπει να αποκτήσει χρήμα μέσω της αφηρημένης εργασιακής δραστηριότητας του. Με το χρήμα θα αγοράσει τα αναγκαία για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης στο επίπεδο που απαιτεί η γενική στάθμη του πολιτισμού. Την εργατική του δύναμη θα την κινητοποιήσει και πάλι αφηρημένα για να διατρέξει ξανά τον ίδιο αυτοσκοπικό κύκλο. Και ούτω καθεξής. Έχουμε λοιπόν τώρα μια νέα κατάσταση. Ενώ οι άνθρωποι ήταν συνηθισμένοι να εργάζονται και να παράγουν σύμφωνα με αυστηρούς παραδοσιακούς κανόνες, για τοπικές αγορές που γνώριζαν, αναγκάζονται τώρα να παράγουν για μεγαλύτερες, ακόμη και παγκόσμιες αγορές. Έτσι, οι άνθρωποι υπόκεινται πλέον σε άγνωστους για αυτούς νόμους και δυνάμεις που επικρατούν σε αυτές τις αγορές. Αυτές οι δυνάμεις, και πρωτίστως οι δυνάμεις του ανταγωνισμού, για την καταπληκτική πλειοψηφία των ανθρώπων ήταν πέραν των γνώσεων τους και γενικά των δυνάμεων τους.

88


Στον ίδιο βαθμό που έχαναν τον έλεγχο πάνω στις αγορές διάθεσης των προϊόντων τους, έχαναν επίσης, λογικά και φυσιολογικά τον έλεγχο πάνω στη δική τους παραγωγή. Έτσι αυτοί οι ελεύθεροι ή ημιελεύθεροι παραγωγοί, που ασχολούνταν με τη γεωργία και τη βιοτεχνία αναγκάζονταν τώρα να βγάζουν τα προς το ζειν δουλεύοντας με χαμηλούς μισθούς, όπως τους σκλάβους, στα καπιταλιστικοποιημένα λατιφούντια, ή στις μανουφακτούρες, που είχαν ήδη δημιουργηθεί, των οποίων η παραγωγή ήταν προσανατολισμένη στις μεγαλύτερες αγορές ή ακόμη και στην παγκόσμια αγορά. Το αποτέλεσμα ήταν να πέφτουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι στην κατάσταση της φτώχειας, της πείνας, της απελπισίας ή ακόμη και του θανάτου.

2.

λογική του χρήματος ή η αυτό-αξιοποίηση και αυτό-αύξηση του Η χρήματος ως αυτοσκοπός

Από τη στιγμή που γεννήθηκε το χρήμα-αυτοσκοπός, δηλαδή η αξία-αυτοσκοπός «σαν κοινό έργο του κόσμου των εμπορευμάτων» (Μαρξ, 1978α, σελ. 80), έθεσε σε κίνηση την κοινωνική διάρθρωση. Δημιουργήθηκε μια τέτοια κοινωνική κατάσταση, η οποία οδήγησε τους πολλούς στη φτώχεια και την αθλιότητα και τους λίγους σε άνοδο. Αυτοί οι λίγοι τυχεροί ήταν οι έξυπνοι, που ήξεραν να χρησιμοποιούν τους αγκώνες τους, που ήταν παθιασμένοι με τον πλουτισμό, αυτοί δηλαδή που χαρακτηρίζονταν ως «πετυχημένοι» ή «κερδισμένοι». Πάνω σ’ αυτή την ιστορική βάση φύτρωσε και αναπτύχθηκε η ιδεολογία της «οικονομίας της αγοράς» ο ονομαζόμενος φιλελευθερισμός. Αυτή η λέξη, ο φιλελευθερισμός, είναι όχι μόνο παραπλανητική, αλλά πολύ περισσότερο μια διαστρέβλωση. Τί χαρακτήρισαν ως φιλελευθερισμό; Χαρακτήρισαν ως «φιλελευθερισμό» τη δραστηριότητα και νοοτροπία, που έχει σαν ουσία αυτό που σε όλους τους λαούς και σε όλες τις εποχές θεωρείτο και αντιμετωπιζόταν ως κάτι το πολύ χαμερπές, μικροπρεπές, αναξιοπρεπές και απεχθές. Δηλαδή τη μετατροπή του χρήματος σε περισσότερο χρήμα ως αυτοσκοπός. Χαρακτήρισαν τη διαδικασία της μετατροπής του χρήματος σε περισσότερο χρήμα – που προϋποθέτει, εξυπακούει και εμπεριέχει την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, δηλαδή την ανείπωτη αυτό-υποτίμηση να πρέπει ο άνθρωπος να πουλά τον εαυτό του – ως την ενσάρκωση, ως το συνώνυμο της ανθρώπινης ελευθερίας. Αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς παρά ως κηλίδωση της έννοιας της ελευθερίας. Ο Μαρξ αναφερόμενος στην εργασία στον καπιταλισμό, που παίρνει τη μορφή της μισθωτής εργασίας, λέει ότι «η εργασία από την ίδια της την φύση είναι ανελεύθερη, απάνθρωπη, μη κοινωνική δραστηριότητα» (1976, σελ. 33) Στο δε σύγγραμμα του «Μισθός, Τιμή και Κέρδος» (1981) αναφερόμενος στο κύριο καθήκον της εργατικής τάξης λέει:

89


Αντί το συντηρητικό σύνθημα: ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα, θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας (σελ. 80) Ο πατριάρχης του φιλελευθερισμού μπορεί να θεωρείται ότι είναι ο Άγγλος φιλόσοφος Thomas Hobbes (1588-1627). Άλλοι φιλόσοφοι που υπήρξαν εκπρόσωποι του φιλελευθερισμού ήταν και οι εξής: Bernard Mandeville (16701733), Jean-Jacques Rousseau (1712-1778), Marquis de Sade (1723-1780), Adam Smith (1723-1790) Immanuel Kant (1724-1804), Thomas Robert Malthus (17661834), David Ricardo (1772-1823), Jeremy Bentham (1748-1832) κ.ά. Στο έργο του πατριάρχη του φιλελευθερισμού, Thomas Hobbes, βρίσκεται η πρώτη και γι’ αυτό παρθενική, ειλικρινής και ορθή ιδεολογική αντανάκλαση του ιστορικού κινήματος αποχαλίνωσης των παραγωγικών σχέσεων και της «αφηρημένης εργασίας», που είναι η πηγή τους (Μαρξ, 1990, σελ. 308). Η φιλοσοφία του είναι αντανάκλαση και αποτέλεσμα της κοινωνικής εξατομίκευσης του ανθρώπου που προκαλείται από και μέσω της λογικής του χρήματος, που εκείνη την εποχή (17ος αιώνας) βρισκόταν ακόμα σε εμβρυακή κατάσταση. Η λογική του χρήματος (της αξίας) δηλαδή η συνεχής αυτό-κίνηση και αυτόαύξηση του, που ο Μαρξ χαρακτήρισε ως «αυτόματο υποκείμενο» (1978α, σελ. 167 και αλλού), λειτούργησε σαν οδοστρωτήρας, ανατρέποντας και καταστρέφοντας την υπάρχουσα κοινωνία, τα άτομα και την παραγωγική δραστηριότητα τους. Αυτές οι κοινωνίες είχαν βέβαια ένα περιορισμένο εύρος ζωής ένεκα του δοσμένου επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας, όμως πρόσφεραν στους ανθρώπους κάποια μορφή «ελέγχου», το αίσθημα ότι ανήκουν μαζί και κάποια θαλπωρή. Η καπιταλιστικοποίηση οδήγησε αυτές τις κοινωνίες σε διάλυση. Η κοινωνικότητα, οι κοινωνικές σχέσεις, που ήταν «διάφανες» (Μαρξ, 1978α, σελ. 92) μετατρέπονται κατά παράλογο τρόπο από ανθρώπινες σε εμπράγματες, δηλαδή φετιχιστικές (Μαρξ, 1978α, σελ. 84-97). Το ίδιο συμβαίνει και με τον κοινωνικό έλεγχο, την κυριαρχία, που βασιζόταν σε προσωπικές σχέσεις εξάρτησης, η κυριαρχία μετατρέπεται σε εμπράγματη, πραγμοποιείται*, γίνεται «απρόσωπη» και γι’ αυτό γίνεται πιο ανελέητη απ’ ότι ήταν προηγούμενα. Με άλλα λόγια: η μετατροπή της εργασίας σε αφηρημένη, δηλαδή η απόσπαση της σφαίρας «εργασία» σε ξεχωριστή σφαίρα λειτουργίας, τη μετέτρεψε σ’ ένα τομέα καθαρής κατανάλωσης ανθρώπινης ενέργειας. Αυτή λοιπόν η απόσπαση και αυτονόμηση της οικονομικής δραστηριότητας σημαίνει επίσης και το εξής. Οι άνθρωποι δεν έχουν πλέον σ’ αυτές τις συνθήκες καμιά άλλου είδους κοινωνική και πολιτιστική-κουλτουριστική ενότητα, σχέση, συνάφεια και αλληλεξάρτηση πέραν της οικονομικής τους δραστηριότητας. Μετατράπηκαν σε «αφηρημένα άτομα» ή σε «μεμονωμένα άτομα» ή σε «εξατομικευμένες μονάδες» (vereinzelte Einzelnen με τα λόγια του Μαρξ). Οι κοινωνικές τους σχέσεις δημιουργούνται

90


πλέον μόνο αρνητικά, δια μέσω του οικονομικού ανταγωνισμού. Στη θέση του πολιτιστικο-κουλτουριστικά διαμεσολαβημένου «κόσμου», κάτω από τον οποίο υπάγονταν οι διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες, τέθηκε το χρήμα, έτσι που η κοινότητα (το κοινό) της κοινωνίας δεν εμφανίζεται τώρα ως ανθρώπινη, αλλά ως πραγμοποιημένη, ως φετιχιστική. Κάθε αγέλη λύκων είναι πιο κοινωνικά οργανωμένη απ’ ότι οι άνθρωποι της οικονομίας της αγοράς.

3.

Εξατομικευμένη μονάδα και ολοκληρωτικός ανταγωνισμός

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σ’ αυτό το παράδοξο: ο άνθρωπος – που είναι κατ’ εξοχήν ένα κοινωνικό ον – μετατρέπεται σε εξατομικευμένη μονάδα. Ο Thomas Hobbes, όπως και άλλοι φιλόσοφοι, περιέγραψαν με εύστοχο τρόπο τη μορφή – μονάδα του ανθρώπου στον καπιταλισμό, αυτού του απεχθέστερου απ’ όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς. Η αντιμετώπιση του κοινωνικού ανθρώπου σαν ατομική μονάδα, η θέση ότι η κοινωνία είναι το άθροισμα των ατόμων, είναι – όσο και να προσπαθούν να τη θολώσουν – η βασική προϋπόθεση του φιλελευθερισμού. Ο Hobbes, όπως και άλλοι φιλόσοφοι και στοχαστές που ζούσαν την πρώτη φάση της ανάπτυξης του καπιταλισμού τον 17ο και 18ο αιώνα, έλεγαν τα πράγματα με τ’ όνομα τους. Περιέγραφαν αυτό το νέο σύστημα, αυτό το νέο τρόπο παραγωγής, αυτές τις νέες υλικές, πνευματικές και ηθικές συνθήκες, όπως ήταν πράγματι, με ειλικρίνεια. Δεν απόκρυβαν τα νέα φαινόμενα και πιο συγκεκριμένα την υποβάθμιση του παραγωγού σε ανθρώπινο υλικό του καπιταλιστικού αυτοσκοπού και την αποχαλίνωση του ανώνυμου ανταγωνισμού. Οι άνθρωποι αρχίζουν να έχουν την αίσθηση ότι δεν είναι μέλη μιας κοινότητας, μιας κοινωνίας, αλλά ότι ο καθένας είναι μόνος του. Ταυτόχρονα έχουν όμως και την αίσθηση ότι απελευθερώθηκαν από τα δεσμά της προσωπικής εξάρτησης από τους φεουδάρχες, ότι είναι ελεύθεροι. Πώς αντιλαμβάνεται όμως ο φιλελευθερισμός την ελευθερία; Μας λέει ο Hobbes: «ο καθένας είναι ελεύθερος να αγοράζει, να πουλά και να εμπορεύεται ότι θέλει με τον καθένα που επιθυμεί». Έτσι τώρα, αντί οι άνθρωποι να έχουν τη σχετική ελευθερία να συμπεριφέρονται ανάλογα με τις δικές τους ανάγκες και τις δικές τους συνεννοήσεις πάνω στη βάση των προσωπικών σχέσεων εξάρτησης και κυριαρχίας των φεουδαρχών, πρέπει τώρα να το κάνουν μόνο κάτω από την υπαγόρευση και την επιβολή της οικονομίας του χρήματος.

Σε τί θα συνίστατο η πραγματική ελευθερία; Η πραγματική ελευθερία θα συνίστατο αποκλειστικά και μόνο στο ότι οι άνθρωποι συνεργαζόμενοι για την αναπαραγωγή τους, θα συζητούν και θα αποφασίζουν από κοινού για το περιεχόμενο των ενεργειών τους, όπως επίσης και για τον

91


τρόπο που θα προχωρήσουν. Αυτό το κριτήριο εμφανίστηκε για λίγο στις ιδέες των Σοβιέτ στη Σοβιετική Ένωση και των Συμβουλίων στη Γερμανία, αλλά απέτυχε εξαιτίας της ελλειπούς κριτικής της «αφηρημένης εργασίας» και της καπιταλιστικής μορφής κυκλοφορίας (αγοράς), που πηγάζει από αυτήν. Ωστόσο, παραμένει ακόμα ανοικτό ως όραμα μιας θεμελιακά άλλου είδους κοινωνικοποίησης. Δεν είναι τυχαίο που ο φιλελευθερισμός μέχρι σήμερα – με τη μορφή πια του νεοφιλελευθερισμού – βλέπει με καχυποψία ή αντιπάθεια, ακόμα και εναντιώνεται σε κάθε μορφή συνεργασίας και γενικά σε κάθε μορφή κοινωνικής συνένωσης των ανθρώπων. Είναι επειδή ακριβώς αυτές οι μορφές κοινωνικής λειτουργίας των ανθρώπων, μειώνουν ή και αίρουν την αδυναμία, το ανυπεράσπιστο των «εξατομικευμένων μονάδων» απέναντι στους νόμους τους χρήματος. Έτσι ο νεοφιλελευθερισμός, (δηλαδή η ριζοσπαστικοποίηση του φιλελευθερισμού ή αλλιώς η ριζοσπαστικοποίηση της αγοράς), οξύνει την αφηρημένη εξατομίκευση και την απο-αλληλεγγυοποίηση των «αυτιστικών» κοινωνικών ατόμων, που δεν έχουν καμία πραγματική επαφή με την ουσία και το περιεχόμενο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η περαιτέρω γενίκευση των χρηματικών σχέσεων προχωρεί χέρι με χέρι με τη συνεχή διεύρυνση των ευρύτερων ανώνυμων αγορών. Αυτό, σε συνδυασμό με την τάση για την ολοκληρωτική εξατομίκευση οδήγησε αναγκαστικά στην τάση για τον ολοκληρωτικό ανταγωνισμό, κεντρικό σημείο του οποίου είναι ο «νόμος της προσφοράς και της ζήτησης». Και τούτο ήταν φυσικό, μια και από τώρα και στο εξής οι παραγωγοί παράγουν για μια άγνωστη γι’ αυτούς και μακριά απ’ αυτούς βρισκόμενη αγορά. Γι’ αυτό ξεφεύγει από την καθημερινή οπτική τους και άρα από τον έλεγχο τους, η δυνατότητα και ικανότητα να συγκρίνουν τα εμπορεύματα και να βρίσκουν την σωστή αναλογία της ανταλλαγής τους. Όσο καιρό οι παραγωγοί παρήγαγαν για την κοινότητα ή έστω για μια μικρή, διάφανη για αυτούς αγορά, μπορούσαν εύκολα να έχουν έποψη** τόσο της παραγωγής των προϊόντων τους, όσο και της ανταλλαγής τους. Με τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε, τα προϊόντα μετατράπηκαν τώρα σε εμπορεύματα, μπαίνουν στο χορό του ανταγωνισμού με μόνο όπλο την τιμή τους, πράγμα που οδήγησε αναγκαστικά και την παραγωγή στην υποταγή της κάτω από την κυριαρχία του «βουβού εξαναγκασμού των οικονομικών σχέσεων» (Μαρξ, 1978α, σελ. 762) και ιδιαίτερα του ανταγωνισμού. Το γενικό αποτέλεσμα όλων αυτών των διαδικασιών είναι ότι η κοινωνική συνάφεια των «μεμονωμένων ατόμων», μπορεί να δημιουργηθεί μόνο αρνητικά και χωρίς συνείδηση του γεγονότος, μέσω του οικονομικού ανταγωνισμού. Έτσι, όπως ήδη αναφέραμε, οι άμεσες κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων μετατρέπονται σε κοινωνικές σχέσεις των εμπορευμάτων, δηλαδή των πραγμάτων. Οι δε άνθρωποι μπορούν να αλληλοσχετιστούν τόσο οι ίδιοι, όσο και οι δραστηριότητες τους μόνο μέσω αυτής της πραγμοποίησης των κοινωνικών σχέσεων, που ο Μαρξ ονόμασε «φετιχισμό» (1978α, σελ. 84-97).

92


Από εκείνο τον καιρό, δηλαδή από τον καιρό της γέννησης του ανταγωνισμού, που είναι ουσιαστικό στοιχείο και βασική οικονομική λειτουργία του καπιταλισμού, όλοι οι ιδεολόγοι του φιλελευθερισμού – ξεκινώντας από τον Hobbes – πασχίζουν να μας πείσουν ότι ο ανταγωνισμός είναι χαρακτηριστικό της «φύσης» του ανθρώπου και της κοινωνίας. Προσπαθούν να «φυσικοποιήσουν την κοινωνία», να «βιολογικοποιήσουν την οικονομία της αγοράς και του ανταγωνισμού». Δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό που παρατηρούν δεν είναι κατ’ ουδένα λόγο η «φύση» της ανθρώπινης κοινωνίας γενικά. Αντίθετα πρόκειται για το ιστορικό αποτέλεσμα εκείνης της διαδικασίας, που παραμέρισε και εξαφάνισε όλες τις μορφές εθελοντικής, αυτοκαθοριζόμενης κοινωνικής συνεργασίας των ανθρώπων. Ο Μαρξ στην 6η θέση για τον Φόυερμπαχ αναφέρει ότι η φύση, η ουσία του ανθρώπου «είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων» (2014, σελ. 361). Αυτό σημαίνει ότι όταν αλλάζουν οι κοινωνικές σχέσεις αλλάζει και η φύση του ανθρώπου. Στη θέση των προηγούμενων μορφών κοινωνικής λειτουργίας των ανθρώπων μπαίνει ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων» (bellum omnium contra omnes). Η θέση αυτή, που διατύπωσε ο Hobbes στο έργο του ο Λεβιάθαν και έγινε το σήμα κατατεθέν του φιλελευθερισμού, θέτει τους ανθρώπους πιο κάτω από το ζωικό βασίλειο γιατί ένας τέτοιος πόλεμος δεν υπάρχει στα ζώα. Αυτό όμως το σήμα κατατεθέν του φιλελευθερισμού, αυτή η «ελευθερία» να πολεμούν όλοι εναντίον όλων, οδηγεί στο «δίκαιο του ισχυρότερου» σαν την λογική συνέπεια του, του οποίου το μοναδικό μέτρο και κριτήριο είναι η δύναμη επιβολής στην αγορά. Αυτό όμως το κριτήριο του «ισχυρού» ή του «ισχυρότερου» προβάλλει και προωθεί ένα ιδιαίτερα μίζερο, φτηνό, μικροπρεπή και άθλιο τύπο υποκειμένου. Από αυτό μέχρι το ρατσισμό και το φασισμό δεν υπάρχει μεγάλη απόσταση. Και πράγματι ο ρατσισμός και ο φασισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχιση της φιλελεύθερης ιδεολογικής θέσης του ανταγωνισμού με άλλα μέσα. Απλώς μεταβιβάζεται αυτό το σχήμα του ανταγωνισμού στα έθνη, τους λαούς και σε άλλα παράλογα σύνολα υποκειμένων.

4.

Γενικά για τον καπιταλιστικά συγκροτημένο ψυχισμό

Όχι μόνο το μεγάλο κεφάλαιο και οι ιδεολογικοί εκφραστές του, αλλά και η πλειοψηφία των ανθρώπων, δεν μπορούν να σκεφτούν, να φανταστούν, ούτε καν να οραματιστούν, πόσο πάλλον να πιστέψουν ότι είναι δυνατόν να υπάρξει μια κοινωνία, που να χαρακτηρίζεται από την «ένωση και συνεργασία ελεύθερων ανθρώπων» ή που να είναι «ελεύθερη από κυριαρχία» (Μαρξ). Μια τέτοια σκέψη είναι πέραν της ικανότητας αντίληψης και των προσλαμβανουσών παραστάσεων των ατόμων, που γεννιούνται, καθορίζονται και συγκροτούνται σε μια κοινωνία, στην οποία επικρατεί η οικονομία της αγοράς.

93


Οι άνθρωποι είναι τόσο πολύ αιχμάλωτοι του φετιχιστικού τρόπου σκέψης, της αλλοτρίωσης και της αποξένωσης, έτσι που να αντιλαμβάνονται την υφιστάμενη κατάσταση της κοινωνικής τους αλληλεπίδρασης, τον καπιταλισμό, σαν απόλυτο και αιώνιο τρόπο παραγωγής και ανταλλαγής. Όλοι οι πρακτικοί φορείς […] των [οικονομικών] σχέσεων […] αισθάνονται […] τον εαυτό τους σαν στο σπίτι τους, όπως το ψάρι στο νερό σ’ αυτές τις ανούσιες μορφές εμφάνισης, παρμένες αυτές καθ’ εαυτές ξεχωριστά και αποσπασμένα από την εσωτερική τους συνάφεια (Μαρξ, 1978β, σελ. 957). Ο Μαρξ λέει επίσης: Τέτοιου είδους μορφές αποτελούν ακριβώς τις κατηγορίες της αστικής οικονομικής. Είναι κοινωνικά ισχύουσες και επομένως αντικειμενικές μορφές νόησης [Gedankenformen] για τίς σχέσεις παραγωγής αυτού του ιστορικά καθορισμένου κοινωνικού τρόπου παραγωγής, της εμπορευματικής παραγωγής (1978α, σελ. 89). Αυτοί λοιπόν οι καπιταλιστικά συγκροτημένοι άνθρωποι πάσχουν από το σύνδρομο των επιβατών του Τιτανικού. Οι επιβάτες ενός τέτοιου πλοίου, που ήταν η τελευταία λέξη της επιστήμης και της τεχνολογίας και σύμβολο της δύναμης και της αιωνιότητας της αγγλικής αυτοκρατορίας, δεν πίστευαν ότι θα μπορούσε να βυθιστεί. Γι’ αυτό παρέμειναν στα καταστρώματα αρνούμενοι κατ’ αρχήν να επιβιβαστούν στις σωστικές λέμβους, η δε ορχήστρα συνέχισε να παίζει ωσάν να μην συνέβαινε τίποτα το αρνητικό κι αν ακόμη κάτι συνέβαινε ήταν σίγουροι ότι θα ξεπεραστεί. Έτσι, ο οποιοσδήποτε βρίσκεται εκτός αυτού του τρόπου σκέψης και αυτής της ικανότητας αντίληψης, η οποία συγκροτήθηκε από τη λογική της αξίας – του χρήματος – του κεφαλαίου, τα ήθη και τα έθιμα της οικονομίας της αγοράς, δεν γίνεται αποδεκτός και πρέπει να απορριφθεί, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που εκφράζουν μια οποιασδήποτε μορφής αμφιβολία. Και στην ανάγκη μπορεί να εξολοθρευθεί με πραξικοπήματα, δικτατορίες, τανκς, οπλοπολυβόλα, ακόμα και με βομβαρδισμούς. Τί να πει κανείς για τις αξίες αυτής της κοινωνίας; Ποιες ιδιότητες πρέπει να έχει το άτομο για να επικρατήσει, να έχει «κοινωνική καταξίωση» ή έστω αναγνώριση; Προωθείται ο εγωισμός, η απληστία για χρήμα, η αμοιβαία εξαπάτηση και ο ανταγωνισμός μέχρι τέλους. Και ισχυρίζονται ότι με τέτοια αμοραλιστικά άτομα, τα οποία χαρακτηρίζονται από τέτοιες «αρετές», τέτοια νοοτροπία, η κοινωνία θα είναι μια «ανθούσα κοινότητα». Υπάρχει όμως μια διπλοπροσωπία σ’ αυτή την ιδεολογία του φιλελευθερισμού, επειδή ταυτόχρονα με αυτές τις ιδιότητες και «αρετές», το άτομο πρέπει να αποδέχεται και να πιστεύει στις «προσταγές της ανθρωπιάς» απέναντι στους ηλικιωμένους, τους ασθενείς, τους αδύνατους, τους τυφλούς κ.λπ., όμως προσοχή!

94


Μόνο «όσο είναι αναγκαίο». Και αυτό το «όσο είναι αναγκαίο» μειώνεται όλο και περισσότερο. Η αληθινή φύση, η ουσία της φιλελεύθερης ιδεολογίας του καπιταλισμού φαίνεται ολοκάθαρα στο εξής: Ενώ δεν επιτρέπεται η αγοραπωλησία ανθρώπων ως δούλων – αν και στην ιστορία του καπιταλισμού υπήρχαν δούλοι στη γεωργία – εντούτοις, αυτή η φιλελεύθερη ιδεολογία εργάστηκε και κατάφερε να εγκαταστήσει μια νέα μορφή σκλαβιάς, καθιστώντας τους ανθρώπους δούλους, δεμένους με αόρατες αλυσίδες, έστω και αν για μερικά χρόνια και σε μερικές χώρες οι αλυσίδες αυτές ήταν επιχρυσωμένες.

5.

Παιδεία – Εκπαίδευση

Στην ιστορική πορεία του καπιταλισμού παρατηρείται το εξής φαινόμενο: όλο και περισσότερο περιορίζεται η παιδεία, δηλαδή η απόχτηση γνώσεων, που να καθιστούν το άτομο ικανό να σκέφτεται ελεύθερα, βασίζοντας τη σκέψη του πάνω στην αφομοίωση του θησαυροφυλακίου των γνώσεων και αξιών της ανθρωπότητας, να δρα με γνώση και συνείδηση. Ταυτόχρονα όλο και περισσότερο αυξάνεται η καθαρή εκπαίδευση, δηλαδή η διοχέτευση και εκμάθηση ειδικών γνώσεων και δεξιοτήτων, που απαιτούνται από την αυτοσκοπική λειτουργία του χρήματος. Δεν είναι τυχαίο που οι δαπάνες για τη δημόσια παιδεία όλο και περισσότερο μειώνονται, με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι λαϊκές μάζες να χρηματοδοτήσουν τις σπουδές των παιδιών τους. Ούτε μπορούν να έχουν πρόσβαση στις ιδιωτικές ή ημιδημόσιες σχολές και τα πανεπιστήμια, που προσφέρουν γνώσεις και παιδεία πέραν των σκέτων ειδικών γνώσεων και δεξιοτήτων, που είναι αναγκαίες για την «επαγγελματική αποκατάσταση». Εννοείται ότι ακόμη και σ’ αυτά τα εκπαιδευτικά ιδρύματα η παιδεία, που προσφέρεται, κινείται μέσα στα πλαίσια και στο πνεύμα της γενικής ιδεολογικής κατεύθυνσης του φιλελευθερισμού. Ο καπιταλισμός κατάφερε, στη μακρά ιστορική πορεία του, να «εκπαιδεύσει» τα άτομα, έτσι που να εσωτερικεύουν αυτή τη μορφή γνώσης σαν αυτό-αποβλάκωση. Ακόμα και οι φοιτητές, που έχουν αποφασίσει συνειδητά να κάνουν καριέρα, ακολουθώντας το επικρατούν ρεύμα, δεν αγαπούν στην πραγματικότητα τη γνώση και προσπαθούν να αποκτήσουν απλώς ειδικές γνώσεις, που τους οδηγούν σε οποιαδήποτε επιτυχημένη μορφή του «κερδίζειν χρήμα», και μάλιστα αν είναι δυνατόν ενδοφλεβίως για να τελειώνει γρήγορα αυτό το αναγκαίο κακό, που πρέπει να προηγηθεί του «κερδίζειν χρήμα». Γενική διαπίστωση: ότι και να σπουδάσει κανείς σήμερα είναι στην ουσία μια παραλλαγή της διδασκαλίας της οικονομίας των επιχειρήσεων.

95


6.

Η αγορά: μια ξένη δύναμη

Η είσοδος του καπιταλισμού στο προσκήνιο της ιστορίας χαρακτηρίστηκε ουσιαστικά, όπως ήδη αναφέραμε, από αυτές τις δύο νέο-εμφανισμένες «αξίες»: πρώτο, την υποβάθμιση του παραγωγού σε ανθρώπινο υλικό του καπιταλιστικού αυτοσκοπού, και δεύτερο, την αποχαλίνωση του ανώνυμου ανταγωνισμού. Από τούδε και στο εξής, η αξιοποίηση του κεφαλαίου μέσω της μισθωτής εργασίας μπαίνει ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, ανάμεσα «στη διαδικασία ανταλλαγής της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση» (Μαρξ, 1978α, σελ. 190). Ταυτόχρονα, αυτή η διαδικασία ιδιοποιείται και απαλλοτριώνει την ικανότητα της συνεργασίας των ανθρώπων και τη μεταφέρει πάνω στη μορφή κεφάλαιο. Έτσι τα άτομα συνηθίζουν με τον καιρό (Μαρξ, 1978α, σελ. 762), ότι κάνουν για τους εαυτούς τους και μεταξύ τους, να περνά μέσα από το «κερδίζειν χρήμα». Θεωρείται πλέον λογικό, φυσιολογικό και αυτονόητο το εξής: ότι – για οποιοδήποτε λόγο – δεν μπορεί να γίνει «προσοδοφόρο» για την αφηρημένη παραγωγή κέρδους (όπως η εργατική δύναμη, τα μέσα παραγωγής και ο υλικός πλούτος), να παραμένει ανενεργό, «αναξιοποίητο» ή να καταστρέφεται (ανεργία, χωματερές, μείωση ή σταμάτημα της παραγωγής κ.λπ.). Στις προ-καπιταλιστικές κοινωνίες η παραγωγή ήταν προσανατολισμένη στις ανάγκες των ανθρώπων και ήταν μόνο «εξωτερικά» συνδεδεμένη με την κυριαρχία μέσω των δικαιωμάτων και απαιτήσεων της κυρίαρχης τάξης, με τη μορφή των φόρων υποτελείας, των δοσιμάτων, της στρατιωτικής υπηρεσίας κ.λπ. Στις καπιταλιστικές συνθήκες αυτά τα δικαιώματα και απαιτήσεις της κυρίαρχης τάξης μετατίθενται και κατακάθονται πάνω στην ατομική παραγωγή και αναπαραγωγή των ανθρώπων με την μορφή μιας «ξένης δύναμης», η οποία αγκαλιάζει και κυριαρχεί ολοκληρωτικά, χωρίς κενά, τη ζωή. Τίποτα δεν μπορεί να ξεφύγει από τη λειτουργία του οικονομικού μύλου αυτής της «ξένης δύναμης». Αυτή η «ξένη δύναμη» δεν είναι άλλη από την αγορά. Η αγορά, αποκομμένη πια από την παραγωγή, αφαιρεί από τους ανθρώπους τον έλεγχο πάνω στους δικούς τους όρους παραγωγής και τους μετατρέπει σε οικονομικά παράλυτα και κοινωνικά αυτιστικά όντα, τα οποία είναι αναγκασμένα να εκλιπαρούν για ένα «επενδυτή», για να «έχουν δουλειά», για να «εργοδοτηθούν». Αυτός ο παραλογισμός είναι ο μυστικός πυρήνας του συνόλου της σκέψης του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα και κατά συνέπεια και του φιλελευθερισμού. Αυτός ο παραλογισμός συνίσταται στο γεγονός ότι ο σκοπός της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι έξω-ανθρώπινος, είναι η ικανοποίηση των αναγκών του χρήματος ή του κεφαλαίου για αυτό-αξιοποίηση και αυτό-αύξηση, αντί η ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων. Αυτό τον παραλογισμό εκφράζουν οι φιλελεύθεροι, των οποίων η ιδεολογία αποτελεί την συμπύκνωση και αντικειμενοποίηση της οικονομίας της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα υμνολογούν τον οικονομικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε «εγωιστικά άτομα» ως τη μόνη κινητήρια δύναμη της προόδου. Ο Διαφωτισμός

96


και το παρακλάδι του ο Φιλελευθερισμός, είναι η πρωταρχική και προγονική ιδεολογία όλων των σύγχρονων αστικών ιδεολογιών, οι οποίες όλες συλλήβδην, έχουν τυφλά το ίδιο σημείο αναφοράς και αφετηρίας, την ίδια αξιωματική βάση: το εμπορευματοπαραγωγό σύστημα και την «αφηρημένη εργασία» ως τη μορφή δραστηριότητας του. Το βασικό λάθος, που κάνουν όλοι οι παλαιοί ιδεολόγοι του ανερχόμενου καπιταλισμού, συνεχίζει να είναι το ίδιο, που κάνουν και οι σημερινοί ιδεολόγοι του σύγχρονου – τελικού πια – σταδίου του καπιταλισμού: αντιλαμβάνονται τις υφιστάμενες μορφές του καπιταλισμού σαν το τελικό προϊόν και αποτέλεσμα των νόμων εξέλιξης της ανθρωπότητας γενικά. Επαναλαμβάνουν την πίστη τους στην οικονομία της αγοράς ως «φυσική οικονομική τάξη», την ανεργία ως «φυσική ανεργία» και τον εγωισμό και ανταγωνισμό του καπιταλιστικά συγκροτημένου ανθρώπου, ως «φύση του ανθρώπου». Όλα αυτά δίδουν βέβαια τροφή σε ένα ανοιχτό ή κρυμμένο κοινωνικό Δαρβινισμό, ο οποίος είναι μέρος της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού.

7. Το «αόρατο χέρι» ή το «θεϊκό χέρι» της οικονομίας της αγοράς Πρώτος ο Adam Smith στο έργο του «Ο πλούτος των Εθνών» (1776) εντόπισε, περιέγραψε φαινομενολογικά και υμνολόγησε το «αόρατο χέρι», που βρίσκεται πέραν και έξω από τις αισθητές ανάγκες του ανθρώπου και την ικανοποίηση τους. Αυτό το «αόρατο χέρι» είναι ανεξάρτητο και συνιστά το κεντρικό στοιχείο της «ωραίας τάξης», της «ωραίας μηχανής» και της «κανονικής και αρμονικής κίνησης του συστήματος» που είναι η «διάταξη ενός σοφού Δημιουργού» (Smith). Αυτό το «αόρατο χέρι», που ο Smith το ταυτίζει με το «θεϊκό χέρι», που κατευθύνει και διευθύνει τη λειτουργία του «φυσικού» εγωισμού των μεμονωμένων ατόμων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο τεράστιος και βίαιος μηχανισμός του κεφαλαίου, δηλαδή της οικονομίας της αγοράς. Αυτός ο μηχανισμός βρίσκεται πέραν και έξω από την υποκειμενική φύση των ανθρώπων και δρα με τη δύναμη μιας «δεύτερης φύσης» πάνω στον άνθρωπο, κυριαρχώντας και καθορίζοντας τα αισθήματα του, τις σκέψεις του και τη δραστηριότητα του. Γι’ αυτό και το «αόρατο χέρι», αυτός ο κοσμικοποιημένος θεός του Smith, δεν ανέχεται καμία διαφωνία, δεν αποδέχεται κανένα άλλο δίπλα του ή μαζί του. Αυτός είναι ο λόγος που ωθεί τον Smith να πει ότι το «αόρατο χέρι» «παραμερίζει κάθε εμπόδιο» που «θα μπορούσε να δημιουργήσει ανωμαλίες ή να εμποδίσει την κανονικότητα των κινήσεων του». Αυτός ο ύμνος για το «αόρατο χέρι», αυτός ο τρόπος σκέψης, ισχύει μέχρι σήμερα στην αστική πολιτική οικονομία και κοινωνιολογία. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η αντικειμενοποίηση των κατηγοριών της οικονομίας της αγοράς. Αυτή η αντικειμενοποίηση ουσιαστικά υποβιβάζει τον άνθρωπο σε περιβάλλον του δικού του οικονομικού συστήματος. Από εκείνο τον καιρό οι αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να ανακαλύψουν τις νομοτέλειες αυτού του συστήματος, που

97


δημιούργησε το «αόρατο χέρι», να τις περιγράψουν και να τις παρουσιάσουν στον άνθρωπο ως προσταγές για τη συμπεριφορά του. Όταν περάσει από το μυαλό κάποιου η σκέψη να παρεκκλίνει από τις υπαγορεύσεις της «ωραίας μηχανής», βλάπτει τον ίδιο τον εαυτό του. Όποιος δεν θέλει να πωληθεί, ας πεθάνει από την πείνα, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει πια κανένας χώρος εκτός αυτού του συστήματος. Και όποιος πωλείται πρέπει να δεχθεί να πάρει ότι του προσφέρει το «αόρατο χέρι» του μηχανισμού της τιμής στην αγορά εργασίας. Αν παρ’ ελπίδα και μέσα στο πνεύμα αυτού του μηχανισμού της τιμής στην αγορά εργασίας και της ταξικής πάλης, απαιτηθούν και επιτευχθούν «πολύ ψηλοί μισθοί», τότε η αυτό-ρυθμιζόμενη κοινωνική μηχανή σε καταδικάζει να γίνεις άνεργος. Οι νέοι δεν μπορούν να ακολουθήσουν το ταλέντο τους, τις επιθυμίες τους, τις ικανότητες τους. Είναι αναγκασμένοι να αποδεχτούν ότι τους καθορίζει ο μηχανισμός της τιμής της αγοράς εργασίας. Ούτε μπορούν οι άνθρωποι να καθορίσουν τον τόπο της εργασίας τους. Και πάλι είναι ο μηχανισμός της τιμής της αγοράς εργασίας, που καθορίζει πόσες ώρες πρέπει να ταξιδεύουν για να φτάσουν στον τόπο εργασίας τους. Αυτό το «αόρατο χέρι» δεν έχει αισθήματα, δεν σκέφτεται ότι η λειτουργία του απομακρύνει για ώρες, μέρες, βδομάδες, μήνες και κάποτε για χρόνια τους ανθρώπους από τους δικούς – τους συγγενείς τους, τους γονείς τους, τα αδέλφια τους, συζύγους, παιδιά. Και το κυριότερο είναι ότι δεν μπορείς να καταστήσεις κανένα ως υπεύθυνο. Όλοι αναφέρονται στην αντικειμενικά διαμορφωμένη και δοσμένη νομοτέλεια του συστήματος. Ακόμα και οι διευθυντές, οι γραφειοκράτες, οι δικαστές και όλοι οι διεκπεραιωτές και εκτελεστές των απαιτήσεων της οικονομίας της αγοράς κάνουν πως λυπούνται τα θύματα και αναφέρονται στο ότι και οι ίδιοι, όπως και τα θύματα, είναι αφημένοι σ’ αυτή την αντικειμενική δύναμη της μοίρας, του πεπρωμένου. Και ανασηκώνοντας τους ώμους λένε ότι δυστυχώς, μα πραγματικά δυστυχώς, αυτό απαιτεί το «αόρατο χέρι» της αγοράς εργασίας. Ακόμα και αν σε περιόδους άνθησης, όταν δηλαδή η καπιταλιστική παγκόσμια μηχανή δουλεύει γρήγορα και γι’ αυτό μπορεί να χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό «αφηρημένη εργασία», υπάρχει μια σχετική καλυτέρευση της ζωής, αυξήσεις στους μισθούς κ.λπ., αυτή είναι, όπως ήδη αναφέραμε, παροδική και μπορεί να αναιρεθεί ανά πάσα στιγμή μέσω του μηχανισμού των αγορών εργασίας. Ακόμα περισσότερο: όταν πια το «αόρατο χέρι» δεν είναι σε θέση να «διαμοιράσει» κάποιες ευκαιρίες ένεκα της κρίσης, που το ίδιο προκάλεσε, λειτουργώντας τυφλά και αφήνοντας πίσω του και γύρω του ερήμωση, αυτό αντιμετωπίζεται σαν φυσική καταστροφή, σαν να είναι ένας σεισμός, σαν μια καταιγίδα. Τότε οι διαχειριστές της κρίσης κάνουν έκκληση δακρύβρεχτα στην «αλληλεγγύη» όλων μαζί, «σαν κοινωνία», να θεραπεύσουν τις κοινωνικές πληγές, που προξενήθηκαν «από μόνες τους». Ούτε για μια στιγμή περνά από το μυαλό τους η σκέψη ότι μπορεί να δοθεί ένα τέλος στη λειτουργία του «αόρατου χεριού».

98


8.

Ο «βουβός εξαναγκασμός των οικονομικών σχέσεων»

Με την πάροδο του χρόνου και την παραπέρα ανάπτυξη του καπιταλισμού σε μια ολότητα, σε ένα «οργανικό όλο» (Μαρξ, 1990, σελ. 205), δεν χρειαζόταν πια να τον υπερασπίζονται εξωτερικά. Η καπιταλιστική αυτοσκοπική μηχανή με τη βασική της σχέση, αυτήν της «αφηρημένης εργασίας» και του χρήματος, προϋποτίθεται πια ως αυτονόητο. Γι’ αυτό και δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη οποιαδήποτε θεμελιακή κριτική. Δεν γίνεται αντιληπτό ότι η δουλειά της επιστημονικής κριτικής είναι ακριβώς να κάνει το αυτονόητο, μη αυτονόητο. Όσο περισσότερο διευρυνόταν το δίκτυ των αγορών, τόσο πιο έντονα αισθητός γινόταν ο ανταγωνισμός ως «βουβός εξαναγκασμός» (Μαρξ, 1978α, σελ. 762). Οι συμμετέχοντες στην αγορά εξαναγκάζονταν να υποταχθούν σε μια συνεχή «ανάπτυξη της παραγωγής» για να μπορούν να κάνουν τη δική τους προσφορά εργασίας ικανή στην αγορά. Το γεγονός ότι η «ωραία κοινωνική μηχανή» (Smith) του ανταγωνισμού, σε συνένωση με την τεχνολογική μηχανή, καταπλάκωνε και ποδοπατούσε κοινωνικά τους ανθρώπους, τους φαινόταν στην αρχή κάτι το ανείπωτο, το απαράδεκτο, το ανήθικο και ακατανόητο. Για αυτό το λόγο υπήρξαν πολλές εξεγέρσεις σ’ αυτή την περίοδο της «πρωταρχικής συσσώρευσης» (Μαρξ, 1978α, σελ. 738-788), οι οποίες καταστέλλονταν «με τερατώδεις τρομοκρατικούς νόμους, με μαστιγώσεις, με στιγματισμούς και με βασανιστήρια» (1978α, σελ. 761), έτσι που «ο εργάτης καρφώνεται πάνω στο κεφάλαιο πιο γερά και από ότι τα καρφιά του Ήφαιστου κάρφωσαν τον Προμηθέα στο βράχο» (Μαρξ, 1978α, σελ. 668). Τελικά οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να αποδεχτούν την «αφηρημένη εργασία» και τον ανταγωνισμό, και με αυτό τον τρόπο να γίνουν υποζύγια του κεφαλαίου (Μαρξ, 1978β, σελ. 116). Ο Μαρξ περιγράφει αυτή την κατάσταση με τον εξής τρόπο: Δεν φτάνει πού οι όροι της εργασίας εμφανίζονται στον ένα πόλο σαν κεφάλαιο, ενώ στον αντίθετο πόλο υπάρχουν μόνο άνθρωποι, πού δεν έχουν τίποτα να πουλήσουν εκτός από την εργατική τους δύναμη. Δεν φτάνει επίσης πού εξαναγκάζονται άνθρωποι να πουλούν θεληματικά τον εαυτό τους. Στην παραπέρα πορεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αναπτύσσεται μια εργατική τάξη, που από αγωγή, παράδοση και συνήθεια αναγνωρίζει σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους τις απαιτήσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η οργάνωση του διαμορφωμένου κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής σπάει κάθε αντίσταση, η διαρκής δημιουργία ενός σχετικού υπερπληθυσμού [ανεργία] κρατάει σε μια τροχιά, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου, το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας, επομένως και το μισθό εργασίας, ο βουβός εξαναγκασμός των οικονομικών σχέσεων επισφραγίζει την κυριαρχία του κεφαλαιοκράτη πάνω στον εργάτη. Είναι αλήθεια πως εξακολουθεί να χρησιμοποιείται εξωοικονομική, άμεση βία, μόνο όμως σαν εξαίρεση. Για τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ο εργάτης μπορεί ν’ αφεθεί στην επενέργεια των «φυσικών νόμων της παραγωγής», δηλ. στην εξάρτηση

99


του από το κεφάλαιο, εξάρτηση, που ξεπηδάει από τους ίδιους τους όρους της παραγωγής, που την εγγυούνται και τη διαιωνίζουν. (1978α, σελ. 762)

9.

Η λογική της επιχειρηματικότητας

Βεβαίως υπήρχαν και πριν τη γέννηση του καπιταλισμού αγορές για την περιορισμένη βιοτεχνική παραγωγή. Αυτές όμως οι αγορές ήταν βασικά άμεση ανταλλαγή προϊόντων σε τοπική και επαρχιακή κλίμακα και χωρίς κανένα μηχανισμό ανταγωνισμού. Γι’ αυτό δεν πρέπει να συγκρίνει ή να συγχύζει κανείς αυτούς τους σχηματισμούς με την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, όπου η αγορά κινείται πλέον σε μεγάλους χώρους, είναι επομένως ανώνυμη και πρωτίστως έχει ανάγκη την αυτονόμηση του χρήματος ως το γενικό ισοδύναμο (1978α, σελ. 83 και αλλού). Η αγορά δεν βασίζεται πια στη γνώση των συμμετεχόντων για τον όγκο της παραγωγής που χρειάζεται, ούτε σε κάποιου είδους συνεννόησης τους. Αντίθετα, τώρα η αγορά στον καπιταλισμό βασίζεται στον επί μέρους οικονομικό υπολογισμό της κάθε ξεχωριστής μονάδας παραγωγής απέναντι σε όλες τις άλλες και χωρίς κάποιου είδους προσυνεννόηση με σκοπό τη ρύθμιση (μέσω συνδέσμων, συντεχνιών, σωματίων κ.λπ.) Αντί το δυναμικό της επιστημονικοποίησης της διαδικασίας της παραγωγής και της τεχνολογίας να χρησιμοποιηθεί για εξοικονόμηση εργασίας, για αύξηση της παραγωγικότητας, για μια μεγαλύτερη σχόλη των παραγωγών (1990, σελ. 541), χρησιμοποιήθηκε και σπαταλήθηκε ολοσχερώς για τον ανταγωνισμό με σκοπό να κερδηθούν επιπλέον μερίδια της αγοράς ή για να διατηρηθούν υφιστάμενα. Είναι λοιπόν λογικό να συμπεράνουμε, ότι κάτω από αυτές τις νέες συνθήκες, στις οποίες δεν υπάρχει καμία ρύθμιση της σχέσης ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση, υπάρχει και ισχύει μόνο ένας νόμος: η «ικανότητα για ανταγωνισμό» ή η περίφημη «ανταγωνιστικότητα». Αυτή όμως μπορεί να δημιουργηθεί μόνο με ένα τρόπο, με την «ελαχιστοποίηση του κόστους» με κάθε τίμημα. Επειδή όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά βρίσκονται μόνιμα κάτω από αυτό τον εξαναγκασμό αυτό εκδηλώνεται ως μια συνεχής ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Επειδή όμως, αυτή τελείται χωρίς οποιαδήποτε συνειδητή επικοινωνία και προσυνεννόηση, έχει παράδοξες κοινωνικές επιπτώσεις. Αυτές οι παράδοξες κοινωνικές επιπτώσεις της ανάπτυξης της παραγωγικής δύναμης εκδηλώνονται σε διάφορα επίπεδα. Πρώτο, αντί να μειωθεί για όλους ο χρόνος εργασίας, η «λογική» της επιχειρηματικότητας οδηγεί ένα μέρος της κοινωνίας στην ανεργία και το άλλο μέρος, τους «τυχερούς», αντίστροφα στο να εργάζονται περισσότερες ώρες και μάλιστα με αυξημένη ένταση της εργασίας και να κατασκοτώνονται. Και τούτο επειδή, με αυτό τον τρόπο μεγαλώνει το πλεονέκτημα της συγκεκριμένης επιχείρησης στον ανταγωνισμό, αφού με λιγότερη δαπάνη κεφαλαίου (μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη) επιτυγχάνεται αύξηση της παραγωγής και άρα

100


χρηματικού κέρδους. Ο επιχειρηματικός υπολογισμός ενδιαφέρεται ακριβώς μόνο γι’ αυτή την αφηρημένη, εκφρασμένη σε χρήμα σχέση του input-output. Δεύτερο, τα κοινωνικά αποτελέσματα του επιχειρηματικού υπολογισμού ξεσκεπάζουν τη λογική που βρίσκεται στη βάση του ως ένα κοινωνικό παραλογισμό. Είναι παραλογισμός γιατί, όπως ήδη αναφέραμε, ο σκοπός της είναι έξω-ανθρώπινος: σκοπός δεν είναι η ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων, αλλά ενός αντικειμένου, του χρήματος. Αυτή η λογική, που ονομάζεται και επιχειρηματικός υπολογισμός, οδηγεί τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής σε μια άλυτη λογική και ιστορική αυτοαντίθεση. Από τη μια πλευρά έχει τον παράλογο αυτοσκοπό να μεταβάλλει τη συσσώρευση «αφηρημένης εργασίας» σε μια συσσώρευση οικονομικής «αξίας» με τη μορφή μιας ακατάπαυστης κίνησης του χρηματικού κεφαλαίου με σκοπό την συνεχή αύξηση του. Η κίνηση αυτή του κεφαλαίου επειδή έχει σκοπό την αύξηση του εαυτού του, αποτελεί αυτοσκοπό, ένα σημείο, που ο Μαρξ επιμένει να εξηγεί ξανά και ξανά (1978α, σελ. 143, 164 και αλλού). Από την άλλη πλευρά αυτή η ίδια η παράλογη λογική υποσκάπτει την ουσία της «δημιουργίας αξίας» δηλαδή την «αφηρημένη εργασία» και έτσι υποσκάπτει τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Αυτό συμβαίνει ένεκα της διαρκώς αναπτυσσόμενης παραγωγικής δύναμης της ανθρώπινης (ζωντανής) εργασίας, που είναι αποτέλεσμα της επιστημονικοποίησης, δηλαδή της συνεχούς τεχνολογικής αναβάθμισης της διαδικασίας παραγωγής. Τώρα, όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι είναι σε θέση να παράγουν μια όλο και μεγαλύτερη μάζα εμπορευμάτων. Αυτό, οδηγεί την όλη διαδικασία της αξιοποίησης σε ένα επίπεδο, το οποίο δεν μπορεί πια να χαρακτηριστεί ως «δημιουργία αξίας» και ως αύξηση πραγματικού χρήματος. Αυτός ο παραλογισμός εκδηλώνεται τελικά αναγκαστικά στις αγορές ως οξυμένη δυσαναλογία ανάμεσα στην αυξανόμενη μάζα προϊόντων και στη συρρικνούμενη αγοραστική δύναμη. Παράγεται ένας ωκεανός εμπορευμάτων και οι άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα να τα αγοράσουν. Έχουμε λοιπόν την εξής κατάσταση: το «αόρατο χέρι» της απρόσωπης μηχανής του κεφαλαίου και της αγοράς, το οποίο ο Adam Smith ανύψωσε σε γήινο θεό δεν μπορεί, σε τελευταία ανάλυση, καθόλου να οδηγήσει την κοινωνία σε γενική ευημερία. Οδηγεί μόνο σε μια θεμελιακή αυτοαντίθεση και στη συνέχεια σε κοινωνική κρίση του ανεξάρτητου, αυτονομημένου και αυτοτελοποιημένου συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Ο Μαρξ διατυπώνει αυτή την αυτοαντίθεση του κεφαλαίου ως εξής: Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει το χρόνο εργασίας στο ελάχιστο [μέσω της επιστημονικοποίησης της διαδικασίας

101


της παραγωγής], ενώ από την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. (1990, σελ. 539) Έτσι «από τη στιγμή, που η εργασία στην άμεση μορφή παύει να αποτελεί τη μεγάλη πηγή του πλούτου […] καταρρέει η παραγωγή, που βασίζεται στην ανταλλακτική αξία» (1990, σελ. 538), δηλαδή ο καπιταλισμός. Αυτό το εσωτερικό δυναμικό κρίσης του καπιταλισμού είναι αδιαμφησβήτητο. Είναι η απόδειξη του γεγονότος ότι η ανθρώπινη επικοινωνία με τη βοήθεια κοινωνικών θεσμών αντικαταστάθηκε από μια παράδοξη επικοινωνία ανάμεσα στα εμπορεύματα και τις τιμές τους μέσα στα πλαίσια της ανώνυμης αγοράς. Παραγωγοί και καταναλωτές, αγοραστές και πωλητές δεν είναι πια ταυτόσημοι μέσω της διαμεσολάβησης μιας κοινής κοινωνικής συνεννόησης, αλλά διαχωρίζονται οι μεν από τους δε. Ο βουβός μηχανισμός των τιμών αντικαθιστά τη συνειδητή αλληλοσυνεννόηση των ανθρώπων, που συμμετέχουν. Αντί της συνειδητής αλληλοσυνεννόησης, δημιουργείται μια τυφλή διαδικασία του συστήματος, που δεν επιδέχεται ούτε αμφισβήτηση ούτε διαπραγμάτευση. Αυτή η τυφλή διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα, με λογική συνέπεια πάντοτε, ξανά και ξανά «να παράγεται αυτό που υπαγορεύει το ενσωματωμένο σε αυτή πρόγραμμα», ακριβώς όπως η μηχανή. Είναι ακριβώς αυτή η παράλογη λογική του επιχειρηματικού υπολογισμού, που εξηγεί το γεγονός ότι υπάρχει πάντοτε αυτή η τεράστια ιστορική δυσαναλογία του καπιταλισμού ανάμεσα στην αύξηση των ανθρώπινων δυναμικών και δυνατοτήτων από τη μια μεριά, και από την άλλη την παραγωγή όλο και νέων δυναμικών φτώχειας και κρίσεων. Και επειδή αυτή η αποδιοργανωτική λογική είναι αδιαχώριστη από την ουσία του καπιταλισμού, ισχύει μέχρι σήμερα και συνεχίζει να ξετυλίγει τις επιπτώσεις της. Όπως ήδη αναφέραμε, όλες οι προσπάθειες για οικονομικο-πολιτική και κοινωνικο-πολιτική ρύθμιση, υποτάσσονται αναγκαστικά και σε τελευταία ανάλυση, ξανά και ξανά σ’ αυτό τον παράλογο επιχειρηματικό ορθολογισμό. Η πολιτική είναι λοιπόν ένα δευτερογενές φαινόμενο, εξαρτημένο, μη αυτόνομο, μη αυτοσυντηρούμενο. Το περιθώριο λειτουργίας της (δηλαδή της βούλησης) είναι αντικειμενικά καθορισμένο από την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται η οικονομία, γιατί απ’ αυτήν παίρνει το χρήμα μέσω του οποίου μπορεί να λειτουργήσει βουλητικά. Στη δεκαετία του 1960, το περιθώριο λειτουργίας της πολιτικής ήταν πολύ μεγάλο γιατί η οικονομική άνθηση και οι φορολογικές εισπράξεις των κρατών ήταν μεγάλες, πράγμα που οδήγησε στο «κράτος προνοίας». Σήμερα που η οικονομία καρκινοβατεί συμβαίνει το αντίθετο. Το «κράτος προνοίας» αποδομείται. Αυτό σημαίνει ότι όσο και να προσπαθούν οι προοδευτικοί πολιτικοί να παράξουν πολιτική, που να αντιμετωπίζει τα συσσωρευμένα προβλήματα των λαϊκών μαζών, δεν θα τα καταφέρουν ή ότι καταφέρουν θα είναι παροδικό γιατί όπως

102


ήδη αναφέραμε ο καπιταλισμός δεν έχει πλέον κανένα ορίζοντα ανάπτυξης. Αυτό καθιστά αδύνατες ή σχεδόν αδύνατες τις προοδευτικές λύσεις σε αυτά τα προβλήματα μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Συνήθως η προσπάθεια περιορίζεται αναγκαστικά στο να προστατεύσουν την κοινωνία από τα χειρότερα. Όλα τα πιο πάνω αναλύονται με πολύ παραστατικό τρόπο από τον Μαρξ στα Grundrisse (1990) στο ξακουστό «κεφάλαιο για τις μηχανές» (σελ. 529-541)

10.

ήμερα το οικοδόμημα του παγκοσμιοποιημένου πια καπιταλισμού δε Σ είναι κατοικήσιμο

Όχι μόνο τα lifestyle περιοδικά, αλλά και τα λεγόμενα σοβαρά ΜΜΕ φαντασιώνονται έναν κόσμο, ο οποίος δεν υπάρχει. Ο καπιταλισμός βρίσκεται στη διαδικασία αυτοκατάρρευσης του μπροστά στα μάτια τους και δεν το βλέπουν. Δεν το βλέπουν διότι δεν θέλουν να το δουν. Είναι πρωτοφανές στη μακρά ιστορία της ανθρωπότητας αυτό που κατάφερε ο καπιταλισμός: κατάφερε να οδηγήσει μεγάλες μάζες ανθρώπων σε παγκόσμια κλίμακα σε μια τεχνητά παραγόμενη φτώχεια. Πριν τον καπιταλισμό, μόνο μεγάλες φυσικές καταστροφές - λοιμοί, επιδημίες και μεγάλες περίοδοι ξηρασίας - μπορούσαν να προξενήσουν τέτοια βουνά από φτώχεια και τούτο μόνο σε χωρικά και χρονικά περιορισμένο βαθμό. Ο καπιταλισμός προσπαθεί εδώ και εκατονταετίες να υποτάξει όλη την ανθρωπότητα κάτω από το κριτήριο του, διευρύνοντας διαρκώς την παγκόσμια αγορά και τώρα που τα κατάφερε, το οικοδόμημα του δεν είναι κατοικήσιμο. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της σημερινής κατάστασης του καπιταλισμού; •

πλήρης κατάρρευση των περισσότερων χωρών του τρίτου κόσμου με τα Η επακόλουθα της: φτώχεια, πείνα, απελπισία, θάνατος.

Εμφύλιοι πόλεμοι.

Πρόσφυγες και οικονομικοί μετανάστες.

Ψηλά ποσοστά χρόνιας ανεργίας, ημιαπασχόληση και φτηνοί μισθοί στις πυρηνικές χώρες του κεφαλαίου.

λομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου σε όλα τα κεκτημένα των εργαζομένων Ο και αποδόμηση του κράτους προνοίας.

Οι νέοι μεταναστεύουν επειδή είναι άνεργοι και δεν βλέπουν κανένα φως στην άκρη της σήραγγας, καμία προοπτική για σταθερό και αξιοπρεπές εισόδημα γι’ αυτό δεν προχωρούν στη δημιουργία οικογένειας.

Οι συνταξιούχοι δεν μπορούν πια να κάνουν δώρα στα εγγόνια τους στις γιορτές.

• Η μείωση της πραγματικής παραγωγής και η μετάπλαση της στα

103


χρηματιστήρια σε πλασματική παραγωγή, όπου ο καπιταλισμός μετατρέπεται σε «καπιταλισμό του καζίνο» και η πραγματική συσσώρευση του κεφαλαίου γίνεται μια προσομοίωση συσσώρευσης. Ο Μαρξ χαρακτήρισε αυτό το φαινόμενο «υπερσυσσώρευση πλασματικού κεφαλαίου». • Η εργασία, που παράγει προϊόντα, έγινε η ίδια προϊόν, που πρέπει να παραχθεί. Εκεί που αυτό γίνεται, είναι πάντοτε με χαμηλούς μισθούς και αναξιοπρεπείς συνθήκες. Επιπλέον οι θέσεις εργασίας, που δημιουργούνται (είτε στην παραγωγή, είτε στους μη παραγωγικούς τομείς των υπηρεσιών) αυτές τρέφονται κατά κύριο λόγο όχι από την αξία, που παράγεται από την παραγωγική εργασία (δηλαδή εργασία που αξιοποιεί το κεφάλαιο), αλλά από δάνεια, που δεν μπορούν να ξοφληθούν και μετατρέπονται σε φούσκα (δηλαδή πλασματικό χρήμα), η οποία φυσιολογικά κάποια στιγμή σκάζει. •

Παγκόσμια υπερχρέωση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας για το πρώτο εξάμηνο του 2018 το Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν ανέρχεται περίπου στα 77 τρισεκατομμύρια ευρώ, τα δε δάνεια (κρατικά, των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών, των ατόμων) στα 247 τρισεκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για μια πραγματική βόμβα χρέους. (τα στοιχεία είναι παρμένα από ηλεκτρονικό άρθρο της εφημερίδα «το Βήμα». Διαθέσιμο στο: http://www. tovima.gr/2018/07/28/finance/bomba-pagkosmioy-xreoys-247-tris/)

ύξηση της εγκληματικότητας, της βίας, της ακροδεξιάς, του ρατσισμού και Α του φασισμού.

Αποδιοργάνωση του ψυχισμού των καπιταλιστικά συγκροτημένων ατόμων.

Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αναπαράξει την κοινωνία στο υπάρχων κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο, στο επίπεδο που συνιστούσε το «κράτος προνοίας», που ήταν δικό του προϊόν. Γι’ αυτό και παίρνει πίσω ότι έδωσε η «πολιτιστική πλευρά» του (Μαρξ, 1978β, σελ. 1006). Όλα αυτά τα κρισιακά φαινόμενα δεν έχουν το καθένα τη δική του ξεχωριστή αιτία. Είναι όλα συμπτώματα, τρόποι εκδήλωσης μια και της αυτής αιτίας, της γενικής και τελικής αυτή τη φορά κρίσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και ζωής. Οι δαίμονες του καπιταλισμού ξύπνησαν. Ο καπιταλισμός σήμερα συνιστά στην πραγματικότητα μια διαρκή, μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Δεν μπορεί πια να κάνει έτσι ωσάν όλα αυτά τα κρισιακά φαινόμενα να ανήκουν σε μια άλλη μορφή κοινωνίας ή ότι έχουν την αιτία τους σε φυσικούς παράγοντες. Ούτε υπάρχουν δύο κοινωνίες· η «κακή», που προκαλεί τα αρνητικά, και η «καλή», στην οποία μπορούμε να απευθυνθούμε, καλώντας την να αναλάβει να τα διορθώσει. Αυτή η «καλή» κοινωνία, στην οποία απευθυνόμαστε για να διορθώσει τα αρνητικά είναι η ίδια που τα προκαλεί. Όλες οι επιμέρους κοινωνίες του πλανήτη είναι συστατικά μέρη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο καπιταλισμός έγινε τώρα, στο στάδιο της

104


παγκοσμιοποίησης, πραγματικά παγκόσμιος. Γι’ αυτό αντιμετωπίζει όλη την ανθρωπότητα ως «αφηρημένη συνολική εργατική δύναμη», την οποία θέλει να κινητοποιήσει με μοναδικό σκοπό τη «δημιουργία αξίας», έξω και πέραν των ανθρώπινων αναγκών. Το οικοδόμημα του όμως αποδεικνύεται, όπως ήδη αναφέραμε, ότι δεν είναι κατοικήσιμο. Το γεγονός ότι το κεφάλαιο μπορεί κάπουκάπου και πότε-πότε να ρίχνει ένα κοκαλάκι στις λαϊκές μάζες δεν αλλάζει σε τίποτα την εσωτερική λογική του, την ουσία του, την αλήθεια του. Δεν πρέπει να πέφτει κανείς σε αυτή την παγίδα, όπως συμβαίνει ακόμα και σε κάποιες προοδευτικές δυνάμεις, οι οποίες αναφέρονται στο «ρεαλισμό», που πρέπει τάχα να χαρακτηρίζει τους υπεύθυνους ανθρώπους. Κάτω όμως από την έννοια «ρεαλισμός» αντιλαμβάνονται τον «πραγματισμό», δηλαδή την αποδοχή της καπιταλιστικής πραγματικότητας ως έχει ή έστω στα βασικά της σημεία. Παραδέχονται έτσι με ψηλά τα χέρια ότι δεν μπορούμε να αντιπαλέψουμε τον καπιταλισμό, επειδή αυτός είναι «ευέλικτος» και «παντοδύναμος». Αυτό που πρέπει να έχει κανείς πάντοτε κατά νου είναι ότι δεν πρέπει να αγωνίζεται κανείς ενάντια στα αποτελέσματα των αιτιών, αλλά ενάντια στις ίδιες τις αιτίες (Μαρξ, 1990, σελ. 174). Πρέπει να γίνεται κριτική στη σχέση κεφάλαιο αντί στους κεφαλαιοκράτες. Άλλωστε αυτό που ισχύει δεν είναι ότι ο καπιταλισμός υπάρχει επειδή υπάρχουν οι κεφαλαιοκράτες και αν αυτοί φύγουν, φεύγει και ο καπιταλισμός. Αντίθετα, αυτό που ισχύει είναι ότι οι κεφαλαιοκράτες υπάρχουν επειδή υπάρχει ο καπιταλισμός. Ο Μαρξ έγραψε με τη μορφή της πρόβλεψης ότι όταν οι αντικειμενικοί όροι και παράγοντες θα είναι ώριμοι για την αλλαγή της κοινωνίας από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό και ο υποκειμενικός παράγοντας δεν αρθεί στο ύψος των περιστάσεων για να φέρει σε πέρας αυτή την αλλαγή, τότε αυτό που θα συμβεί είναι «ο κοινός καταποντισμός στη βαρβαρότητα»

105


Βιβλιογραφία Μαρξ Κ. (1976) Αδημοσίευτα χειρόγραφα. Αθήνα: Δ. Κοροντζή Μαρξ Κ. (1978α) Το Κεφάλαιο 1ος τόμος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή Μαρξ Κ. (1978β) Το Κεφάλαιο 3ος τόμος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή Μαρξ Κ. (1981) Μισθός τιμή κέρδος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή Μαρξ Κ. (1990) Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας - Grundrisse 2ος τόμος. Αθήνα: Στοχαστής Μαρξ Κ. (2014) Για τον Feuerbach. Στο Karl Marx: κείμενα από τη δεκαετία του 1840. Αθήνα: ΚΨΜ

Επεξηγήσεις από τη Σύνταξη *«πραγμοποίηση»: Ένας νεολογισμός για απόδοση του γερμανικού όρου «Verdinglichung», που στην αγγλο-σαξονική γλώσσα αποδίδεται με τον όρο «reification». Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φαινόμενο, που ενώ έχει ως αφετηρία την οικονομική βάση της κοινωνίας επεκτείνεται σ’ όλο το πολιτικό εποικοδόμημα, καθορίζοντας τις σχέσεις των ανθρώπων με τα πράγματα, τον εαυτό τους και τους άλλους και τελικά διαπερνά το σύνολο της σύγχρονης αστικής κοινωνίας. Αυτή η διαδικασία αναφέρεται επίσης και ως αποξένωση του παραγωγού από το παραγόμενο προϊόν – εμπόρευμα. **«έποψη»: η θέαση του συνόλου μιας περιοχής από απόσταση, (φιλοσοφία) η θεώρηση και η άποψη για πρόσωπα και πράγματα

106


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 107-116, 2018

του Jeremy CRONIN Μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ Νότιας Αφρικής, Αναπληρωτής Υπουργός Δημοσίων Έργων

Εμβαθύνοντας στην κοινωνική αναπαραγωγή του καπιταλισμού

Καθώς συμπληρώνεται η 200-ετία από τη γέννηση του Μαρξ, το αντικείμενο της τεράστιας ανάλυσης και κριτικής του Μαρξ, ο καπιταλισμός, είναι για άλλη μια φορά στη δίνη μιας πολυδιάστατης κρίσης. Εντούτοις, μια κρίση του καπιταλισμού δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκη θα ανοίξει το δρόμο για μια πιο ίση, δίκαιη και βιώσιμη κοινωνική πραγματικότητα. Καθ’ όλο τον 20ο αιώνα, ο καπιταλισμός «έλυσε» τις ίδιες επαναλαμβανόμενες συστημικές του κρίσεις, μετατοπίζοντας τα βάρη της κρίσης πάνω στον εργαζόμενο λαό και τα λαϊκά στρώματα ή πάνω στις κοινωνίες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας ή εντατικοποιώντας τη λεηλασία των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων του Πλανήτη. Ωστόσο, κάθε «επίλυση» έθετε τις βάσεις για τον επόμενο κύκλο της κρίσης, όπως προ πολλού προέβλεψε ο Μαρξ. Ενώ ο καπιταλισμός στη νεοφιλελεύθερη του εποχή παραμένει κυρίαρχη και αδυσώπητη πραγματικότητα στον κόσμο μας, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και ο συνεχιζόμενος αντίκτυπος της σηματοδοτούν την οριστική κατάρρευση της θριαμβολογίας για το «τέλος της ιστορίας», η οποία κυριάρχησε στη δεκαετία μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ. Οι ισχυρισμοί του νεοφιλελευθερισμού σ’ όλο τον πλανήτη θα έπρεπε να είχαν λύσει όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας, με ελάχιστα να απαιτούνται, πέραν της ανάγκης για κυριαρχία της αγοράς, υποβοηθούμενης από τεχνοκράτες managers

107


και υποστηριζόμενης από ένα μπανάλ εκλογικό «πήγαινε-έλα» μεταξύ των κεντροαριστερών και κεντροδεξιών πολιτικών κομμάτων, τα οποία δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το ένα από το άλλο. Αυτοί οι ισχυρισμοί είναι πλέον διάτρητοι. Στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, οι νεοφιλελεύθερες υποθέσεις για την ευτυχή αρμονία ανάμεσα στη φιλελεύθερη δημοκρατία και την παγκοσμιοποιημένη «ελεύθερη αγορά» πλέον αμφισβητούνται όχι μόνο από την ευρύτερη αριστερά, αλλά και από την αναγεννημένη, λαϊκίστικη και ολοένα και πιο αυταρχική δεξιά, της οποίας ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο πιο προοδευτικό άκρο του πολιτικού φάσματος, τα σύγχρονα συνθήματα της αντίστασης στην κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού είναι κατά κανόνα διαφορετικά – φεμινιστικά, οικολογικά, εθνικά, αντιρατσιστικά, θρησκευτικά, αντιπολιτικά και πολλά άλλα. Πολλές από αυτές τις εναλλακτικές – παρ’ ότι παράγουν ορθή, αλλά αποσπασματική κριτική - δεν είναι καθ’ αυτό αντικαπιταλιστικές, αφού ελπίζουν ότι θα βρουν λύσεις μέσα σε ένα «καλύτερο» καπιταλισμό. Επιπρόσθετα, ο σύγχρονος πολλαπλασιασμός των αφηγημάτων για την αντίσταση συντελείται μέσα σε μια εποχή, που τα προοδευτικά συνδικάτα – τα οποία ήταν ο πρώτος στόχος στο στόχαστρο του νεοφιλελευθερισμού από την εποχή της επίθεσης της Θάτσερ στους μεταλλωρύχους και του Ρέιγκαν στους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας - βρίσκονται στις τελευταίες δεκαετίες στην πιο αδύναμη φάση τους σε πολλά μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Νότιας Αφρικής. Το οργανωμένο εργατικό κίνημα, αυτή η κρίσιμη οντότητα στην καπιταλιστική παραγωγή, έχει σαρωθεί από τον κατακερματισμό, την εργασιακή ανασφάλεια, τις παγκοσμιοποιημένες αλυσίδες προστιθέμενης αξίας και πολλά άλλα. Πώς λοιπόν θα προωθήσουμε μια πιο συμπεριληπτική κατανόηση της τρέχουσας καπιταλιστικής κρίσης και ως εκ τούτου, το σημαντικότερο, να βοηθήσουμε να δοθεί μια πιο ενοποιητική και προγραμματική προσέγγιση για δράση; Μέρος μιας απάντησης συνιστά και το να εκτιμήσουμε ότι η σημερινή κρίση του καπιταλισμού δεν είναι μόνο οικονομική κρίση υπό στενή έννοια, αλλά και κρίση κοινωνικής (και περιβαλλοντικής) αναπαραγωγής του συστήματος. Επιπλέον, είναι στον τομέα της κοινωνικής αναπαραγωγής, που εντοπίζονται σημαντικοί φορείς για την ώθηση του αντισυστημικού μετασχηματισμού. Για να το κατανοήσουμε αυτό καλύτερα, χρειάζεται πιστεύω, να επιστρέψουμε στο Μαρξ προκειμένου να πάμε πέρα από το Μαρξ, αναπτύσσοντας αυτό που είχε ήδη υπονοηθεί, αλλά όχι επαρκώς αναπτυχθεί στο Μαρξισμό. Και μέρος αυτής της επιστροφής προκειμένου να πάμε πιο μπροστά, ισχυρίζομαι, είναι να εστιάσουμε όχι μόνο στην καπιταλιστική δομή της παραγωγής, αλλά και να θέσουμε το ερώτημα: ποια είναι η ιστορία πίσω από την καπιταλιστική παραγωγή; Τόσο η δυνατότητα, όσο και η αναγκαιότητα μιας επιστροφής στο Μαρξ προκειμένου να πάμε πέρα από το Μαρξ είναι ήδη ενσωματωμένη στην

108


παθιασμένη - αλλά πάντα επιστημονική - κριτική του κεφαλαίου, που αποκαλύπτει τους κρυμμένους νόμους της κίνησης, που συγκαλύπτονται πίσω από το φετίχ της ελεύθερης αγοράς. Η διαρκής ζωτικότητα του Μαρξισμού σχετίζεται με το ανοικτό, αδιάκοπα ερευνητικό και «αυτο-διορθωνόμενο» παράδειγμα της επιστημονικής προσπάθειας του ίδιου του Μαρξ. Πέρα από τις εξαιρετικές πολιτικές αναλύσεις για τις ιστορικές συγκυρίες, όπως «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» (1852) ή «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία» (1871), το μεγαλύτερο επίτευγμα του βρίσκεται στο «Κεφάλαιο». Πρόκειται για ένα μεγάλο και εκτενές εγχείρημα, το οποίο αναμετριέται και οργανώνει ένα αχανές φάσμα ύλης, το οποίο πάντα προσεγγίζει κριτικά, ενώ ταυτόχρονα βασίζεται στα έργα των κλασσικών πολιτικών οικονομολόγων Σμιθ, Μάλθους, Ρικάρντο, παραθέτει νέες εξελίξεις στις φυσικές επιστήμες της εποχής του, διαβάζει το Δαρβίνο και το γεωλόγο Λίμπιγκ ή επιστρέφει πίσω στα κλασσικά γραπτά του Τάκιτου, που περιγράφουν την κοινοτική οργάνωση των γερμανικών φυλών, προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα τη μοναδικότητα του καπιταλισμού. Ως προς αυτό, αποτελεί παράδειγμα για τους σύγχρονους Μαρξιστές. Επιπλέον, «Το Κεφάλαιο», αυτό το ιστορικό επίτευγμα, είναι, σύμφωνα με τον ίδιο τον Μαρξ, ατελές. Είχε προγραμματίσει πέντε τόμους. Μόνο ο Τόμος Ι ολοκληρώθηκε στη διάρκεια της ζωής του. Και ακόμα και τότε αναθεωρούσε διαρκώς τις διάφορες μεταφράσεις και νέες εκδόσεις. Οι Τόμοι ΙΙ και ΙΙΙ συνεχίστηκαν από τον πιστό σύντροφο και συνεργάτη του Φρίντριχ Ένγκελς με βάση τις εκτεταμένες σημειώσεις και την αλληλογραφία μεταξύ των δύο. Ακόμα και ο Τόμος Ι φαίνεται ότι δεν έχει ολοκληρωθεί κατά τον τρόπο που να ικανοποιούσε πλήρως το Μαρξ, αφού αναθεώρησε τη δεύτερη γερμανική έκδοση και τη γαλλική έκδοση – «όποια και αν είναι τα λογοτεχνικά ελαττώματα αυτής της (αναθεωρημένης) γαλλικής έκδοσης», έγραψε το 1875, διαθέτει μια επιστημονική αξία ανεξάρτητη από την αρχική (πρώτη γερμανική έκδοση) και θα πρέπει να τη λαμβάνουν υπόψη ακόμη και οι αναγνώστες, που είναι εξοικειωμένοι με τη γερμανική (Afterword to the French Edition, 1875). Εν ολίγοις, ο μαρξισμός του Μαρξ δεν είναι ένα κλειστό βιβλίο. Δεν είναι απλώς ένα δόγμα για να απαγγέλλεται και να εφαρμόζεται μηχανικά στο παρόν. Δεν μπορεί καθόλου να υποβιβαστεί σε μια πρόβλεψη εγγυημένων ιστορικά αποτελεσμάτων, γραμμένων σε μια διαδικασία εξελικτικών σταδίων. Αλλά όντας ανοικτός, ο Μαρξισμός, που μας κληροδότησε ο Μαρξ, εξακολουθεί να στηρίζεται στην ανθεκτική και δημιουργική θεμελίωση αυτού, που ορθά θεώρησε ως το μεγαλύτερο επιστημονικό του επίτευγμα – την αποκάλυψη και αποσαφήνιση του μυστικού του καπιταλισμού, που κρύβεται κάτω από τη θορυβώδη και φαινομενικά αυτονόητη πραγματικότητα της αγοράς. Στον Τόμο Ι του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ μάς οδηγεί στην «κρυμμένη εστία» της καπιταλιστικής παραγωγής και της εξαγωγής της υπεραξίας μέσω της αγοράς και της κατανάλωσης ενός μοναδικού εμπορεύματος - της εργατικής δύναμης. Είναι η εργατική

109


δύναμη, «ελεύθερα πωλούμενη» ως αγοραίο προϊόν από μισθωτούς εργάτες, που είναι «ελεύθεροι» με τη διττή έννοια της ελευθερίας: από τις προηγούμενες φεουδαρχικές και άλλες μορφές εξω-οικονομικής σκλαβιάς και της ελευθερίας από την ανεξάρτητη πρόσβαση στα μέσα παραγωγής. Σε αυτή τη βάση ο Μαρξ ιχνηλατεί τους παραπέρα νόμους της κίνησης του καπιταλιστικού συστήματος, μιας διαρκώς επεκτεινόμενης και ατελείωτης διαδικασίας συσσώρευσης υπεραξίας. Προς το τέλος του Τόμου Ι, αντανακλώντας το υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, με το οποίο είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή ασχοληθεί σε σχέση με την καπιταλιστική συσσώρευση, ο Μαρξ γράφει: «Αλλά η συσσώρευση κεφαλαίου προϋποθέτει την καπιταλιστική παραγωγή, η καπιταλιστική παραγωγή προϋποθέτει την προϋπάρχουσα σημαντική μάζα του κεφαλαίου και της εργατικής δύναμης στα χέρια των παραγωγών των προϊόντων. Η όλη κίνηση, συνεπώς, φαίνεται να μετατρέπεται σε φαύλο κύκλο ...» (Κεφάλαιο, Τόμος Ι, μέρος VIII). Από πού προέρχεται λοιπόν αυτή η προϋπάρχουσα μάζα κεφαλαίου και εργατικής δύναμης; Είναι σε αυτό το σημείο, που στο «Κεφάλαιο» εισέρχεται η Ιστορία. Ο Μαρξ δανείζεται την έννοια του Άνταμ Σμιθ (αλλά όχι την εκδοχή του) της «προηγούμενης συσσώρευσης», ή με τα λόγια του Μαρξ την «πρωταρχική συσσώρευση». Οι συνθήκες για τον καπιταλισμό ή πιο συγκεκριμένα για την καπιταλιστική εξαγωγή υπεραξίας στο πεδίο της παραγωγής, δημιουργούνται εκτός (ή πριν) της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, μεταξύ άλλων μέσω της υφαρπαγής τεράστιου πλούτου από τις αποικίες, χρυσού και ασημιού από την Αμερική, αφενός, και την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής (της γης συγκεκριμένα) από τους άμεσους παραγωγούς, αφετέρου, οι οποίοι, υποχρεώνονται να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη στους κεφαλαιοκράτες για να επιβιώσουν. Όπως το θέτει ο Μαρξ, αυτό ήταν «μια συσσώρευση όχι αποτέλεσμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά το σημείο εκκίνησης του». Για να ολοκληρώσουμε την κατανόησή μας ως προς τις προϋποθέσεις για τον καπιταλισμό, πρέπει να βγούμε έξω από τον καπιταλιστικό «νόμο της αξίας». Αυτό το σημείο εκκίνησης δεν είναι, γράφει ο Μαρξ, η ειδυλλιακή εκδοχή της κλασσικής Πολιτικής Οικονομίας ως «φυσικός» καταμερισμός εργασίας. «Στην πραγματική ιστορία, η κατάκτηση, η υποδούλωση, ο φόνος και η ληστεία, με μια λέξη η βία, παίζουν, όπως είναι γνωστό, τον πρώτο ρόλο». Το νεοσχηματιζόμενο προλεταριάτο «οι νεοαπελευθερωμένοι αυτοί άνθρωποι έγιναν πωλητές του εαυτού τους, μόνο μετά που ληστεύτηκαν όλα τα δικά τους μέσα παραγωγής.... και η ιστορία αυτού, της απαλλοτρίωσης τους δηλαδή, είναι γραμμένη στα χρονικά της ανθρωπότητας με γράμματα αίματος και φωτιάς» (Στο ίδιο). Όλα αυτά είναι καλά γνωστά στις επόμενες γενιές των Μαρξιστών. Αλλά πήγε όντως αρκετά μακριά ο Μαρξ σε αυτό το σημείο; Είναι εδώ, που ορισμένοι σημερινοί μαρξιστές θεωρητικοί-ακτιβιστές έχουν αρχίσει να χαράσσον ενδιαφέρουσες

110


γραμμές για περαιτέρω συζήτηση και ανάπτυξη του ίδιου του μαρξισμού, όχι εγκαταλείποντας τη μαρξιστική ανάλυση του καπιταλιστικού νόμου της αξίας, αλλά θέτοντας το ερώτημα, όπως κάνει ο Μαρξ προς το τέλος του Τόμου Ι του «Κεφαλαίου»: Ποιες είναι οι (προ-)προϋποθέσεις για το νόμο της αξίας, για να προκύψει (αλλά και για να αναπαραχθεί, όπως προσθέτουν) η καπιταλιστική εκμετάλλευση στο πεδίο της παραγωγής; Τί γίνεται αν η «πρωταρχική» συσσώρευση δεν είναι μόνο «πρωταρχική»; Κι’ αν η καπιταλιστική υπεραξία συσσωρευθεί μέσω της απαλλοτρίωσης και όχι της «κανονικής» καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, δεν είναι μόνο μια προϋπόθεση για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού, αλλά και μια συνεχιζόμενη πραγματικότητα του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος; Κατά κάποιο τρόπο, αυτά δεν είναι εντελώς νέα ερωτήματα στο Μαρξισμό. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ επεδίωξε να εξηγήσει την ικανότητα του καπιταλισμού να ξεπερνά τις κρίσεις υπερσυσσώρευσης εξαιτίας της εξαθλίωσης της δικής του εργατικής τάξης στις εγχώριες αγορές μέσω της καπιταλιστικής (ιμπεριαλιστικής) διείσδυσης στις μη καπιταλιστικές. (Η Συσσώρευση Κεφαλαίου: Συμβολή στην Οικονομική Εξήγηση του Ιμπεριαλισμού, 1913). Νωρίτερα και σε μια ελαφρώς διαφορετική προσέγγιση, στον Τόμο ΙΙ του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ είχε επισημάνει ότι μέσα στη διαδικασία της κυκλοφορίας του ο καπιταλισμός ενσωματώνει εμπορεύματα από «τους πιο διαφορετικούς οικονομικούς τρόπους ... βασισμένους στη δουλεία, στους αγρότες ... στις κρατικές επιχειρήσεις... ή στις ημιάγριες φυλές κ.λπ. ... Για να τα αντικαταστήσουν (αυτά τα εμπορεύματα) πρέπει να αναπαραχθούν και σε αυτό το βαθμό ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εξαρτάται από τους τρόπους παραγωγής, που βρίσκονται έξω από το δικό του στάδιο ανάπτυξης». (Μαρξ, Κεφάλαιο Τόμος ΙΙ, σελ. 109-110) Στη δεκαετία του ‘70 ο ακτιβιστής και θεωρητικός του Κομμουνιστικού Κόμματος της Νότιας Αφρικής Harold Wolpe ανέπτυξε αυτή την ιδέα μιας υπό προϋποθέσεις εξάρτησης του καπιταλισμού από μη καπιταλιστικούς τρόπους (που βρίσκονται έξω από αυτόν) για την αναπαραγωγή του προκειμένου να εξηγήσει το ρατσιστικό καπιταλιστικό σύστημα (ή την εσωτερική αποικιοκρατία, όπως την αποκαλούσε), που ήταν το χαρακτηριστικό στίγμα του καπιταλισμού στη Νότιο Αφρική κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα1. Βασιζόμενοι στην ιδέα του Μαρξ για τα εμπορεύματα, που παράγονται εκτός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά εισέρχονται στον κύκλο του, ο Wolpe υποστήριξε ότι τα «native reserves»* (αργότερα μετεξελίχθηκαν στα Bantustans), που χαρακτηρίζονται από μια πατριαρχική «φυλετική» δομή, αρθρώθηκαν στον κυρίαρχο καπιταλιστικό τρόπο μέσω της εξαγωγής ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος. Αυτό το συγκεκριμένο 1 Wolpe Harold (1975) The Theory of Internal Colonialism: The South African Case. In Beyond the Sociology of Development, edited by Ivar Oxaal, Tony Barnett and Kegan Paul. London: Routledge and Kegan Paul. Διαθέσιμο διαδικτυακά στο www.wolpetrust.org.za. *native reserves – εθνοτικά ομοιογενείς περιοχές, όπου το ρατσιστικό καθεστώς του απαρτχάιντ μαζικά και εξαναγκαστικά συγκέντρωσε το μαύρο πληθυσμό και στις οποίες οι συνθήκες διαβίωσης ήταν αρκετά δυσμενείς και απάνθρωπες (σημ. μετ.)

111


εμπόρευμα δεν ήταν οι κλασσικές αποικιακές εξαγωγές - ούτε το βαμβάκι, ούτε το καουτσούκ, ούτε οι μπανάνες - αλλά η εργατική δύναμη, με τη μορφή μεταναστών εργαζομένων με ετήσια συμβόλαια, στα αδαμαντωρυχεία και χρυσωρυχεία. Τα «native reserves» ήταν ο χώρος της αναπαραγωγής αυτής της φτηνής εργασίας (φθηνά για το εξορυκτικό μονοπωλιακό κεφάλαιο). Η μηδαμινή παραγωγή σε αυτές τις περιοχές, κάτω από την αποικιοκρατικά διαταραγμένη παραδοσιακή φυλαρχία, σήκωσε το φορτίο της κοινωνικής αναπαραγωγής της ανδρικής εργασίας στα ορυχεία, μέσα από την φροντίδα για τα παιδιά, τους ηλικιωμένους, τους άρρωστους και τους τραυματισμένους (και υπήρχαν πολλοί λόγω της επίπονης και επικίνδυνης εργασίας στα ορυχεία). Αυτό το αναπαραγωγικό έργο επιτελέστηκε σε μεγάλο βαθμό από γυναίκες, οι οποίες, με τους PassLaws2 και άλλες μορφές «ελέγχου εισροών», εγκλωβίστηκαν σ’ αυτές τις αμιγώς φυλετικές περιοχές. Η παρέμβαση του Wolpe ήταν σημαντική συμβολή στη νοτιοαφρικανική μαρξιστική θεωρία. Συνέβαλε στη θεμελίωση μιας πιο ενδελεχούς προσέγγισης στην κατανόηση του φυλετικο/εθνικού ζητήματος στη Νότια Αφρική, ξεπερνώντας τα φιλελεύθερα επιχειρήματα, που αθώωναν τον καπιταλισμό και απέδιδαν την εθνική καταπίεση της μαύρης πλειοψηφίας μόνο στο λευκό ρατσισμό ή στις προ-καπιταλιστικές ιδεολογικές αντιλήψεις. Αυτή η μαρξιστική ανάλυση της φυλετικής εθνικής καταπίεσης στη Νότια Αφρική και η περιγραφή του κοινωνικού μας σχηματισμού ως «αποικιοκρατίας ειδικού τύπου» παρείχε επίσης μια πιο αποτελεσματική στρατηγική και προγραμματική βάση για τη συμμαχία μεταξύ του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC) και του Νοτιοαφρικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (SACP). Ωστόσο, παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα με την ανάλυση του Wolpe. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, τα υπερπληθή και ολοένα και πιο διαβρωμένα «native reserves» (κάλυπταν μόλις 13% της επιφάνειας της Νότιας Αφρικής) ήταν ολοένα και λιγότερο ικανά να υποστηρίξουν την αναπαραγωγή νέων γενιών μεταναστευτικής εργατικής δύναμης. Το επιχείρημα του Wolpe στηριζόταν στη σύνδεση ενός σχετικά εξελιγμένου καπιταλισμού με μια περιφερειακή πατριαρχική δομή στις περιοχές αυτές. Μέχρι το 1950, αναμφίβολα, αυτός ο δεύτερος τρόπος παραγωγής είχε εξαφανιστεί. Επιπλέον, η ραγδαία ανάπτυξη του νοτιοαφρικανικού καπιταλισμού, συμπεριλαμβανομένης της αυξανόμενης βιομηχανικής ανάπτυξης, οδήγησε σε εντεινόμενη αστικοποίηση και απορρόφηση μεγάλου αριθμού μαύρων ημιειδικευμένων εργαζομένων - μια εξέλιξη που ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπου σημαντικός αριθμός ειδικευμένων και ημι-ειδικευμένων λευκών εργατών ήταν εκτός της χώρας, υπηρετώντας στις Συμμαχικές ένοπλες δυνάμεις στη Βόρεια Αφρική και την Ευρώπη.

2 Pass Laws ήταν οι ρατσιστικοί νόμοι, που στόχευαν να ελέγχουν τη διακίνηση του γηγενούς μαύρου πληθυσμού με την υποχρέωση να φέρουν «πάσο», που να επιτρέπει τις μετακινήσεις τους εκτός των ορίων των καθορισμένων γι’ αυτούς περιοχών (σημ. μετ.)

112


Οι αριστεροί διανοούμενοι εκτός του SACP ισχυρίστηκαν ότι η ανάλυση του Wolpe δεν εφαρμόζεται πλέον στη Νότια Αφρική μετά τα μέσα του 20ου αιώνα. Επιπλέον, υποστήριξαν ότι αυτό σήμαινε ότι και η προγραμματική και στρατηγική συμμαχία του SACP με το ANC και η πρακτική διασύνδεσης των ταξικών και εθνικών αγώνων ήταν λανθασμένες. Αυτές οι συζητήσεις έχουν ανοιχτεί μέσα στην ευρύτερη νοτιοαφρικανική προοδευτική αριστερά τόσο την ακτιβιστική, όσο και την ακαδημαϊκή εδώ και αρκετές δεκαετίες. Στη δεκαετία του ‘80 υπήρξε έντονη συζήτηση ανάμεσα σε αυτούς, που χαρακτηρίστηκαν – ατυχέστατα - ως «εργατιστές», (οι οποίοι έθεταν ως πρωτεύον το ρόλο των συνδικάτων και των αγώνων στο πεδίο της παραγωγής) και στους «λαϊκιστές» (οι οποίοι έθεταν σε πρώτη γραμμή τους τοπικούς κοινοτικούς αγώνες στις διαχωρισμένες απομονωμένες περιοχές για τους μαύρους και στους αυτοσχέδιους οικισμούς). Στην πράξη ήταν η ενότητα αυτών των αγώνων στα αλλεπάλληλα κύματα των ημι-εξεγερσιακών αγώνων μέσα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘70 και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘80, που αποδείχθηκε ως ο καθοριστικός παράγοντας στην ήττα του απαρτχάιντ. Στα πιο πρόσφατα χρόνια και μέσα στα πλαίσια των διεθνών μετα-μοντερνιστικών τάσεων, τα συμπτώματα νεοφιλελεύθερης διάβρωσης των παλιών, αλληλέγγυων λαϊκών αγώνων στη Νότια Αφρική έχουν ενισχυθεί από τα «identity politics» φυλής και φύλου, («πολιτική ταυτοτήτων») με αποτέλεσμα οι δεσμοί μεταξύ των αγώνων στην παραγωγή και των αγώνων των κοινοτήτων να έχουν υποχωρήσει σε βάρος και των δύο. Είναι ακριβώς εδώ, που η επαναφορά του Μαρξισμού, πηγαίνοντας πέρα από το Μαρξ είναι, πιστεύω, χρήσιμη. Πρόσφατες εργασίες, ιδίως από μαρξιστές θεωρητικούς, που αναπτύσσουν αυτό που ονομάζουν Θεωρία Κοινωνικής Αναπαραγωγής (SRT), συνιστούν πολύτιμη συμβολή.3 Αναδυόμενοι, κατά ένα μέρος, μέσα από μια φεμινιστική - μαρξική κριτική της πορείας του δεύτερου κύματος του φεμινισμού, η Nancy Fraser και άλλοι, μας παίρνουν πέρα από την «κρυφή εστία» της παραγωγής του Μαρξ και την αλήθεια πίσω από το φετίχ της ελεύθερης αγοράς. Μας παίρνουν σε μια δεύτερη κρυμμένη εστία πίσω από την πρώτη, θέτοντας μια απλή ερώτηση: τί/ποιος παράγει τους παραγωγούς; Η απάντηση δεν είναι μυστήριο και βρίσκεται εδώ και πολύ καιρό σε κοινή θέα, αλλά η σημαντική συμβολή της Fraser και άλλων είναι ότι θέτουν, πιο απαιτητικά, το τεράστιο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής υπό την καπιταλιστική κυριαρχία σε μια μαρξιστική ανάλυση. Με άλλα λόγια, πρέπει να καταλάβουμε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι απλώς ένα οικονομικό σύστημα, αλλά μια ευρύτερη πραγματικότητα και ο Μαρξισμός μας πρέπει να επεκταθεί πέρα ​​από την τάση προς ένα στενό οικονομισμό και μια αποκλειστική εστίαση στο πεδίο της παραγωγής. Ο μαρξισμός του Μαρξ δεν αποκλείει αυτή την επέκταση. 3 Nancy Fraser, “Behind Marx’s Hidden Abode. For an Expanded Concept of Capitalism”, New Left Review 86, Mάρτιος/Απρίλιος 2014. Βλ. επίσης, Social Reproduction Theory. Re-mapping Class, Recentering oppression, ed. Tithi Bhattacharya, Pluto Press, 2018

113


Εδώ και πολύ καιρό, αναγνωρίστηκε από προοδευτικές δυνάμεις ότι η άμισθη εργασία οικιακής φροντίδας, κυρίως γυναικών, στις καπιταλιστικές κοινωνίες συνιστά μια κρίσιμη, μη εμπορευματοποιημένη συμβολή στην αναπαραγωγή του καπιταλισμού και την παραγωγή του κέρδους για τους καπιταλιστές. Ανάμεσα στις αξιοσημείωτες συμβολές, που έχουν επιτελέσει οι αναλύσεις της Θεωρίας Κοινωνικής Αναπαραγωγής συνιστά την καλύτερη θεωρητική διατύπωση και ενσωμάτωση της «ιδιωτικής» σφαίρας αναπαραγωγής μέσα στο πλαίσιο της γενικής μαρξιστικής εξήγησης του καπιταλισμού. Πρώτον, υποστηρίζουν ότι, ενώ διάφορες μορφές πατριαρχικής καταπίεσης σαφέστατα υπήρχαν πριν από τον καπιταλισμό, η ιδιαίτερη και μεταβαλλόμενη φύση του «αναπαραγωγικού» έργου κάτω από τον καπιταλισμό σηματοδότησε μια οριστική ρήξη με τις προηγούμενες κοινωνίες. Όπως και ο πρωτεύων διαχωρισμός μεταξύ των ιδιοκτητών κεφαλαίων και των ελεύθερων εργατών (που απελευθερώθηκαν από την ανεξάρτητη πρόσβαση στα μέσα παραγωγής) στην εποχή της «πρωταρχικής συσσώρευσης» του Μαρξ, ο διαχωρισμός μεταξύ της μισθωτής παραγωγικής εργασίας και της απλήρωτης αναπαραγωγικής δουλειάς ήταν, με τα λόγια της Fraser «το αποτέλεσμα της διάλυσης ενός προηγούμενου κόσμου». Στους προ-καπιταλιστικούς χρόνους, οι άνδρες και οι γυναίκες συνήθως έκαναν διαφορετική δουλειά, αλλά η καπιταλιστική διάσπαση της «αναπαραγωγικής» εργασίας σε μια ιδιωτική οικιακή σφαίρα συγκαλύπτει τον καθοριστικό κοινωνικό της ρόλο. Με τη μετατροπή του χρήματος στο βασικό μέσο εξουσίας, εντατικοποιήθηκε η δομική υποταγή όσων ασχολούνταν με αναπαραγωγική εργασία, που δεν αποτιμάται σε χρήματα. Κατ’ακρίβεια, ακόμα και η διάκριση μεταξύ «παραγωγικής» και «αναπαραγωγικής» εργασίας είναι μια κατεξοχήν καπιταλιστική διάκριση. Από μια οπτική – αυστηρά - της εργατικής τάξης, η δουλειά στον «αναπαραγωγικό» τομέα είναι ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ έργο - παράγει αξίες-χρήσης για την εργατική τάξη (στέγη, τροφή, φροντίδα, πολιτιστική ανάπτυξη) και μόνο δευτερευόντως, αναπαράγει ένα εμπόρευμα - εργατική δύναμη προς πώληση στην αγορά εργασίας. Από την άλλη πλευρά και πάλι από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, η εργασία στην αποκαλούμενη «παραγωγική» σφαίρα είναι στην πραγματικότητα αλλοτριωμένη εργασία, που παράγει πρωτίστως αξίες ανταλλαγής για τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου και μόνο δευτερευόντως και έμμεσα, αξίες χρήσης για τον εργάτη, που θα πουληθεί στην αγορά έναντι ενός μισθού επιβίωσης. Αυστηρά μιλώντας, αυτό που είναι παραγωγικό για την εργατική τάξη είναι αναπαραγωγικό για τον καπιταλιστή και αντιστρόφως. Έχοντας επισημάνει το συγκεκριμένο ρόλο αυτής της παραγωγικής/ αναπαραγωγικής διαίρεσης στη σφυρηλάτηση του καπιταλιστικού συστήματος, οι συγγραφείς της Θεωρίας της Κοινωνικής Αναπαραγωγής – πολύ καίρια έχουν ξετυλίξει και τη μετάλλαξη αυτής της διαίρεσης σε διάφορες φάσεις του καπιταλισμού. Σε αντίθεση με την άποψη ότι ο καπιταλισμός αναγκαστικά

114


εμπορευματοποιεί τα πάντα, η Fraser υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός πάντα απαιτούσε μια μη εμπορική σφαίρα, που δεν είναι τόσο έξω από αυτήν, αλλά αναπόσπαστο στοιχείο της λειτουργίας του καπιταλισμού. Ο φορντισμός, για παράδειγμα, επέκτεινε την καπιταλιστική ανάπτυξη μέσω της τόνωσης της κατανάλωσης της εργατικής τάξης, αλλά αυτό ήταν βασισμένο σε ένα νοικοκυριό μόνο μερικώς προλεταριοποιημένο, με τον άνδρα βιομηχανικό εργάτη και την οικοκυρά γυναίκα στην ιδιωτικοποιημένη σφαίρα στα «προάστια» της εργατικής τάξης. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, στο κράτος πρόνοιας, ορισμένες πτυχές της κοινωνικής αναπαραγωγής απο-ιδιωτικοποιήθηκαν, αλλά δεν εμπορευματοποιήθηκαν (υγειονομική περίθαλψη, δημόσιες μεταφορές, εκπαίδευση, στέγαση). Στο νεοφιλελευθερισμό η διάκριση «παραγωγή αναπαραγωγή» έχει μεταλλαχθεί ξανά με το πισωγύρισμα του κράτους πρόνοιας και την εκ νέου ιδιωτικοποίηση της παροχής υγειονομικής περίθαλψης, εκπαίδευσης, στέγασης. Αλλά αυτή η εκ νέου ιδιωτικοποίηση, σε αντίθεση με τον φορντισμό, έχει επίσης συμπεριλάβει την εμπορευματοποίηση αυτών των κοινωνικών αξιώνχρήσης. Αυτό, με τη σειρά του, απαιτούσε μια τεράστια χρηματιστικοποίηση – τροφοδοτούμενης από το χρέος - για να υποστηρίξει τη ζήτηση σε αυτές τις νέες αγορές με αποτέλεσμα τα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου και τα φουσκωμένα χρέη φοιτητικών δανείων και δανείων ιατρικής περίθαλψης. Αντί το κράτος πρόνοιας να αναλαμβάνει το χρέος για να επεκτείνει τον κοινωνικό μισθό, το χρέος ιδιωτικοποιείται σε αυτό, που ο Wolfgang Streeck χαρακτήρισε εύστοχα ως ιδιωτικοποιημένο κεϋνσιανισμό («Οι κρίσεις του δημοκρατικού καπιταλισμού», New Left Review 71, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2011). Για τα νοικοκυριά της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων, αυτή η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του τομέα της καπιταλιστικής κοινωνικής αναπαραγωγής έχει προκαλέσει αυξανόμενες πιέσεις στα νοικοκυριά και τις κοινότητες. Επιπλέον, η εμπορευματοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών έδειξε επίσης τη μαζική πρόσληψη γυναικών σε χαμηλά αμειβόμενες εργασίες στον τομέα των υπηρεσιών χωρίς να μειώνεται το βάρος της απλήρωτης εργασίας στην ιδιωτική σφαίρα του νοικοκυριού. Για τους Νοτιοαφρικάνους μαρξιστές αυτή η ανανεωμένη ενασχόληση με την κοινωνική αναπαραγωγή στον καπιταλισμό έχει ένα περαιτέρω ενδιαφέρον. Συμβάλλει στην καλύτερη σύλληψη της έννοιας του επίσημου απαρτχάιντ (που εισήχθη από το Εθνικό Κόμμα μετά την εκλογική του νίκη το 1948) ως μιας προσαρμογής της αποικιοκρατικής/φυλετικής κοινωνικής αναπαραγωγής των παλαιότερων πολιτικών διαχωρισμού του πρώτου μισού του 20ου αιώνα σε μια εποχή, που η αναπαραγωγική ικανότητα στις «native reserves» είχε πλέον μειωθεί. Το απαρτχάιντ ήταν ουσιαστικά μια αστική παρέμβαση, περιορίζοντας την ολοένα και πιο αστικοποιημένη αφρικανική πλειοψηφία σε περιφερειακά γκέτο στα περίχωρα των πόλεων - λογικά αρκετά μακριά για να ελέγχονται, αλλά αρκετά

115


κοντά για να μπορούν να μεταφέρονται στα βιομηχανικά κέντρα ως καθημερινοί μετανάστες. Όμως, οι κοινότητες σε αυτούς τους περιθωριοποιημένους δήμους - κοιτώνες στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και του ‘80 ανέτρεψαν αυτόν τον αποκλεισμό τους, που ήταν ταυτόχρονα και ένταξη τους σε κατώτερη θέση, μετατρέποντας τον αποκλεισμό τους σε προσωρινά φρούρια λαϊκής εξουσίας. Οι Δήμοι (από τους οποίους το Σοβέτο ήταν το εμβληματικό παράδειγμα) έγιναν οι νοτιοαφρικανικές αστικές Σιέρα Μαέστρα, οιωνοί απελευθερωμένες ζώνες, στις οποίες οικοδομήθηκαν όργανα λαϊκής εξουσίας. Η προκληθείσα από τη λαϊκή εξέγερση κρίση του καπιταλισμού, στις ζώνες αυτές της φυλετοποιημένης κοινωνικής αναπαραγωγής του καπιταλισμού - απαρτχάιντ, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για να εξαναγκαστεί το καθεστώς απαρτχάιντ (με τις εντολές του νοτιοαφρικανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου) να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η δημοκρατική τομή του 1994 ουσιαστικά παρέδωσε στην κυβέρνηση του ANC μια πρόκληση: την κτυπημένη από την κρίση κοινωνική αναπαραγωγή του καπιταλισμού. Δύο δεκαετίες αργότερα, ως αποτέλεσμα της ανικανότητας να αλλάξει ριζικά είτε την παραγωγική, είτε την χωροταξική καπιταλιστική οικονομία, που κληρονόμησε από το ρατσιστικό παρελθόν, οι Δήμοι έχουν καταστεί μια ολοένα και πιο ανεξέλεγκτη και εύθραυστη πρόκληση για την κυβέρνηση του ANC και το ευρύτερο κίνημά του. Μπορεί αυτή η «ακυβέρνητη» πρόκληση να μετατραπεί σε ένα ενεργό, αντι-συστημικό κίνημα ικανό να μεταμορφώσει τη νοτιοαφρικανική πραγματικότητα σε ριζική προοδευτική κατεύθυνση; Μπορεί η λογική της κοινωνικής αλληλεγγύης μέσα από την παραγωγή αξιών χρήσης για την εργατική τάξη να υπερνικήσει την απαλλοτριωτική λογική των καπιταλιστών μέσω μιας σχετικής αποσύνδεσης από τον καπιταλισμό με την ενεργό στήριξη ενός δημοκρατικού κράτους; Μια μαρξιστική εκτίμηση του κρίσιμου δεσμού μεταξύ του καπιταλισμού και των αναπαραγωγικών πιέσεων, που ασκεί στις λαϊκές κοινότητες (και στη φύση) μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την επανένωση μιας σειράς αντιθετικών τάσεων - φεμινιστική, μαύρη ταυτότητα, οικολογική και πολλές άλλες. Η επιστροφή στον Μαρξ, πηγαίνοντας πέρα από τον Μαρξ για την καλύτερη θεωρητικοποίηση και ως εκ τούτου για το μετασχηματισμό της κοινωνικής αναπαραγωγής στις συγκεκριμένες συνθήκες μας, είναι ίσως ο πιο σημαντικός τρόπος με τον οποίο οι προοδευτικοί Νοτιοαφρικάνοι θα μπορούσαν να γιορτάσουν τη 200-ετία του Μαρξ.

116


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 117-131, 2018

του Φρανσίσκο ΜΕΛΟ Μέλος της ΚΕ του ΚΚ Πορτογαλίας

Μαρξ: Ο ρόλος της εργατικής τάξης και του Κόμματος της στον αγώνα για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού 1

I Ανακαλύπτοντας την εργατική τάξη (σύντομες σημειώσεις) Φέτος γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την γέννηση του Καρλ Μαρξ στο Trier, στη Ρηνανία της Πρωσίας. Ο Ματρξ μπορεί να φημίζεται ως ο θεωρητικός του ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης, ωστόσο δεν είναι συνηθισμένη η συζήτηση γύρω από τα πρώτα του βήματα, που τον οδήγησαν σε αυτή την κατάληξη. Η έκταση αυτού του κειμένου δεν επιτρέπει παρά ορισμένες σύντομες σημειώσεις γύρω από αυτή την κατάληξη. Στον Πρόλογο στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (1859) ο Μαρξ γράφει, ανακαλώντας τη δράση του ως συγγραφέας στην Εφημερίδα του Ρήνου [Rheinische Zeitung] (1842-1843): Εξάλλου, την εποχή εκείνη, που η καλή θέληση να «τραβούμε όλο και πιο μπρος» ισοστάθμιζε πολλαπλά τη γνώση των πραγμάτων, είχε ακουσθεί στην Rheinische Zeitung κάποιος αντίλαλος χρωματισμένος ελαφρά φιλοσοφικά από το γαλλικό σοσιαλισμό και κομμουνισμό. Κηρύχτηκα ενάντια στην προχειρολογία αυτή, ταυτόχρονα όμως σε μια σύγκρουση με την Allgemeine Augsburger Zeitung [άλλη εφημερίδα της εποχής] ομολόγησα χωρίς περιστροφές, πως οι μελέτες που είχα κάνει ως τότε, δεν μου επέτρεπαν να αποτολμήσω οποιαδήποτε κρίση για το περιεχόμενο των γαλλικών τάσεων. 2 1 Για τον ίδιο λόγο δεν θα αναφερθούμε καθόλου στον Ένγκελς και την επίδραση, που είχε στον Μαρξ. 2 Κ. Μαρξ (1978) Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Αθήνα: Θεμέλιο, σελ. 22

117


Ωστόσο, στο εν λόγω άρθρο του, που έγραψε απαντώντας στις κατηγορίες της Allgemeine Augsburger Zeitung ότι η Εφημερίδα του Ρήνου έκανε κομμουνιστική προπαγάνδα, ο Μαρξ θεωρεί τον κομμουνισμό ως ένα πρόβλημα «Ευρωπαϊκής σημασίας» και υπογραμμίζει: «Το γεγονός ότι η τάξη που σήμερα δεν κατέχει τίποτε απαιτεί να μοιραστεί τον πλούτο της μεσαίας τάξης είναι κάτι […] που φαίνεται καθαρά στους δρόμους του Μάντσεστερ, του Παρισιού και της Λυών».3 Αναφερόμενος σε ένα από τα κέντρα του Χαρτισμού και σε δύο Γαλλικές πόλεις, που είδαν επαναστατικά γεγονότα, ο Μαρξ ήδη αναγνωρίζει μια σύνδεση ανάμεσα στον κομμουνισμό και τους αγώνες του προλεταριάτου. Ωστόσο, ασκούσε κριτική στις επικρατούσες κομμουνιστικές θέσεις της εποχής, λέγοντας ότι η Εφημερίδα του Ρήνου «δεν μπορεί να αναγνωρίσει τη θεωρητική ισχύ των κομμουνιστικών ιδεών, ακόμη και στη σημερινή τους μορφή, και ακόμη λιγότερο εύχεται ή θεωρεί δυνατή την πρακτική τους υλοποίηση».4 Ο Μαρξ αναφερόταν στην έλλειψη θεωρητικού υπόβαθρου στα έργα συγγραφέων όπως των Pierre Lerroux, Victor Considérant και του Proudhon, όπως επίσης και στην υπερ-ριζοσπαστική και αφηρημένη κομμουνιστική φρασεολογία των «Ελευθέρων» (υπό την ηγεσία των Edgar Bauer και Max Striner), με τους οποίους οδηγήθηκε σε σύγκρουση. Με την απαγόρευση της Εφημερίδας του Ρήνου από τις Πρωσικές αρχές, η πρώτη δημοσιογραφική εμπειρία του Μαρξ έφτασε στο τέλος της. Η καταπίεση και οι απαγορεύσεις στην ελευθερία της έκφρασης απόψεων στη Γερμανία τον οδήγησαν σε μια νέα εκδοτική προσπάθεια, που κατέληξε στο περιοδικό «Γερμανο-Γαλλική Επετηρίδα», στο Παρίσι, όπου κατέληξε στο τέλος του Οκτώβρη 1843. Σε γράμμα του προς τον Arnold Ruge, τον Σεπτέμβριο 1843, θέτει τις βάσεις του προγράμματος του περιοδικού. Παίρνοντας αποστάσεις από τον «υπαρκτό κομμουνισμό» (παραθέτει Cabet, Dézamy, Weitling, κ.λπ.) ως μια «δογματική αφαίρεση», σημειώνει ότι «αυτό είναι ακριβώς το προτέρημα της νέας κατεύθυνσης, δεν προκαταλαμβάνουμε δογματικά τον κόσμο, αλλά θέλουμε να βρούμε το νέο κόσμο μέσα από την κριτική του παλιού». Έτσι, όταν «τώρα η φιλοσοφία έχει γίνει κοινοτυπία», «η κατασκευή του μέλλοντος και η εσαεί εντέλεια του δεν είναι η υπόθεση μας», αλλά μια «αδίστακτη κριτική καθετί υπάρχοντος, αδίστακτη τόσο με την έννοια ότι η κριτική δεν φοβάται τα αποτελέσματα της όσο και ότι φοβάται εξίσου λίγο τη σύγκρουση με τις υπάρχουσες δυνάμεις».5 Και διακήρυξε προγραμματικά: Δεν μας εμποδίζει λοιπόν, τίποτε να συνδέσουμε την κριτική μας με την κριτική της πολιτικής, με τη συμμετοχή στην πολιτική, δηλαδή με τους πραγματικούς αγώνες, και να ταυτιστούμε μαζί τους. Τότε δεν θα αντιμετωπίζουμε τον κόσμο δογματικά με μια νέα αρχή [που θα λέει]: Ιδού η αλήθεια, γονάτισε! Αναπτύσσουμε για τον νέο κόσμο νέες αρχές μέσα από τις αρχές του κόσμου.6

118

3 Κ. Μαρξ (1842) Communism and the Augsburg Allgemeine Zeitung. Προσβάσιμο στο σύνδεσμο https://www.marxists.org/archive/marx/works/1842/10/16.htm. 4 Στο ίδιο. 5 Κ. Μαρξ (2014). Επιστολές από τη Γερμανο-Γαλλική επετηρίδα. Στο Καρλ Μαρξ: Κείμενα από τη δεκαετία του 1840. Αθήνα: ΚΨΜ, σελ.197-198 6 Στο ίδιο, σελ.199


Νεοαφιχθείς στο Παρίσι, ο Μαρξ γράφει μεταξύ Δεκέμβρη 1843 και Γενάρη 1844 το άρθρο Για την Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου - Εισαγωγή. Παρά το γεγονός ότι μπορούμε να εντοπίσουμε κάποια από την κληρονομιά του ιδεαλισμού (ένεκα του κυρίαρχου στάτους που προσδίδεται στις ιδέες) σε αποσπάσματα όπως: «Αναμφίβολα το όπλο της κριτικής δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των όπλων, η υλική δύναμη δεν μπορεί να νικηθεί παρά μόνο από την υλική δύναμη, αλλά και η θεωρία γίνεται και αυτή δύναμη αφότου κατακτήσει τις μάζες»7, ή: «Η φιλοσοφία βρίσκει στο προλεταριάτο τα υλικά της όπλα, όπως το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία τα πνευματικά του όπλα»8 αυτές οι τοποθετήσεις αντιπροσωπεύουν ήδη ένα τεράστιο βήμα μπροστά στην κατεύθυνση της ανάδειξης του ρόλου της πρωτοπόρας θεωρίας στην πάλη για επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, στη βάση της οποίας βρίσκεται το προλεταριάτο ως η κοινωνική δύναμη, που καλείται να φέρει εις πέρας αυτή την ιστορική αποστολή. Στο ίδιο κείμενο γίνεται επίσης η τοποθέτηση ότι το ρόλο του απελευθερωτή ολόκληρης της κοινωνίας μπορεί να τον αναλάβει μόνο εκείνη η τάξη, που αναγνωρίζεται ως ο «καθολικός εκπρόσωπος» της κοινωνίας, εφόσον «τα δικαιώματα και οι διεκδικήσεις της είναι δικαιώματα και διεκδικήσεις της ίδιας της κοινωνίας».9 Το προλεταριάτο είναι ακριβώς εκείνη η τάξη, η οποία μπορεί να απελευθερώσει τον εαυτό της μόνο απελευθερώνοντας ολόκληρη την κοινωνία. Μόνο ένα τεύχος της Γερμανο-Γαλλικής επετηρίδας εκδόθηκε, ένεκα των διαφωνιών του Μαρξ με τον άλλο εκδότη του περιοδικού, τον Arnold Ruge. Οι λόγοι της διαφωνίας έχουν ενδιαφέρον και εκφράστηκαν με πολύ αιχμηρή γλώσσα από τον Μαρξ στην κριτική του προς τον Ruge για το άρθρο του, που εκδόθηκε στην εφημερίδα Vorwärts υπό το ψευδώνυμο «ένας Πρώσος». Το άρθρο του Ruge αφορούσε την εξέγερση των υφαντών στη Σιλεσία τον Ιούνιο 1844, η οποία υπήρξε η πρώτη σύγκρουση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη στη Γερμανία. Σε αντίθεση με τον Ruge, ο οποίος αγνοεί τη σημασία της πράξης των Σιλεσιανών υφαντών, ο Μαρξ της έδινε ιδιαίτερη σημασία, όπως φαίνεται από το ακόλουθο απόσπασμα της κριτικής του: «Ο «Πρώσος» ας σταθεί, αντιθέτως, στην ορθή σκοπιά. Θα βρει ότι ούτε μία από τις γαλλικές και αγγλικές εργατικές εξεγέρσεις δεν είχε ένα τόσο θεωρητικό και συνειδητό χαρακτήρα όπως η εξέγερση των Σιλεσιανών υφαντών».10 Ο Μαρξ κακίζει επίσης και τη στάση του Ruge: Η μοναδική αποστολή ενός νοήμονος και φιλαλήθους μυαλού ενόψει ενός πρώτου ξεσπάσματος της σιλεσιανής εργατικής εξέγερσης δεν συνίσταται στο να παίξει το δάσκαλο όσον αφορά αυτό το συμβάν, αλλά, πολύ περισσότερο, να μελετήσει τον ιδιόμορφο χαρακτήρα του. Για κάτι τέτοιο απαιτείται βεβαίως μια 7 Κ. Μαρξ (1978) Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 24 8 Στο ίδιο, σελ. 30 9 Στο ίδιο, σελ. 27 10 Κ. Μαρξ (2014). Κριτικές σημειώσεις στο περιθώριο για το άρθρο «Ο βασιλιάς της Πρωσίας και η κοινωνική μεταρρύθμιση. Από έναν Πρώσο». Στο Καρλ Μαρξ: Κείμενα από τη δεκαετία του 1840. Αθήνα: ΚΨΜ, σελ.354

119


επιστημονική επίγνωση και κάποια αγάπη για τον άνθρωπο, ενώ για την άλλη μεθόδευση αρκεί απολύτως μια έτοιμη αερολογία, βουτηγμένη σε μια κούφια φιλαυτία.11 Η εξέγερση των υφαντών της Σιλεσίας είχε επίδραση στη θεωρητική πορεία του Μαρξ προς την κατεύθυνση της συνειδητοποίησης του ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης. Η επίδραση αυτή συνοδεύτηκε και από την άμεση επαφή του Μαρξ με τους εργάτες του Παρισιού και τις οργανώσεις τους (γνωστές γενικά ως μυστικές κοινωνίες), για τις οποίες ο Μαρξ εκφράζει ενδιαφέρον, ιδιαίτερα σε σχέση με το θαυμασμό τους για τον άνθρωπο. Αρκετά από τα κείμενα του μαρτυρούν αυτό το γεγονός: στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα (γραμμένα στο Παρίσι μεταξύ Απριλίου και Αυγούστου 1844) διαβάζουμε: «η αδελφοσύνη των ανθρώπων δεν είναι σ’ αυτούς απλή φράση αλλά αλήθεια, και η ευγένεια της ανθρωπότητας αντιφεγγίζει από τα πρόσωπα που έχουν σκληρυνθεί από την εργασία».12 Τον Αύγουστο 1844 γράφει στον Feuerbach: Χρειάζεται να παραστείς σε μια από τις συναντήσεις των Γάλλων εργατών για να εκτιμήσεις την αγνή φρεσκάδα, την ευγένεια που φωτοβολεί από αυτούς τους ξεθεωμένους από τον μόχθο άνδρες […]. Όμως σε κάθε περίπτωση, είναι ανάμεσα σε αυτούς του «βάρβαρους» της πολιτισμένης μας κοινωνίας που η ιστορία ετοιμάζει το πρακτικό στοιχείο για την χειραφέτηση της ανθρωπότητας.13 Στο Παρίσι, ο Μαρξ έρχεται επίσης σε επαφή με εργατικές οργανώσεις Γερμανών μεταναστών, στις συναντήσεις των οποίων λαμβάνει μέρος, όπως μαρτυρούν τα αρχεία της αστυνομίας. Γνωρίζει τους ηγέτες της Ένωσης των Δικαίων, η οποία είχε σχέσεις με τις Γαλλικές μυστικές κοινωνίες όπως την Κοινωνία των Εποχών. Ωστόσο δεν συμμετέχει ακόμα στην Ένωση. Σε ένα κείμενο, που δημοσιεύτηκε προς το τέλος του 1860 ο Μαρξ αναφέρεται στις δραστηριότητες του εκείνη την περίοδο και εξηγεί τους λόγους, που έγινε μέλος της Ένωσης των Δικαίων: Κατά την διάρκεια της πρώτης διαμονής μου στο Παρίσι είχα προσωπική επαφή με τους ηγέτες της «Ένωσης» που ζούσαν εκεί, όπως επίσης και με τους ηγέτες των μυστικών κοινωνιών των Γάλλων εργατών, χωρίς ωστόσο να γίνομαι μέλος. […] Την ίδια περίοδο εκδώσαμε μια σειρά από μπροσούρες, μερικώς με εκτύπωση, μερικώς με λιθογραφία, με τις οποίες κριτικάραμε χωρίς οίκτο το συνονθύλευμα που αποτελούσε τον Γάλλο-Αγγλικό σοσιαλισμό ή κομμουνισμό και την Γερμανική φιλοσοφία, τα οποία αποτελούσαν το κρυφό δόγμα της «Ένωσης» σε εκείνη τη φάση. Στη θέση τους, εμείς εισηγούμαστε την επιστημονική μελέτη της οικονομικής δομής της αστικής κοινωνίας ως μοναδική υπερασπίσιμη θεωρητική βάση. Περαιτέρω, επιχειρηματολογήσαμε ότι δεν επρόκειτο απλώς 11 Στο ίδιο, σελ. 355 12 Κ. Μαρξ (2014). Παρισινά Χειρόγραφα. Στο Καρλ Μαρξ: Κείμενα από τη δεκαετία του 1840. Αθήνα: ΚΨΜ, σελ.293 13 Κ. Μαρξ, (1844) To Ludwig Feuerbach, In Bruckberg, Paris, August 11, 1844. Προσβάσιμο στο σύνδεσμο https://marxists.catbull.com/archive/marx/works/1844/letters/44_08_11.htm

120


για ένα ζήτημα εφαρμογής μιας ουτοπίας στην πράξη, αλλά για τη συνειδητή συμμετοχή στην ιστορική διαδικασία επαναστατικοποίησης της κοινωνίας που λάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια μας.14 Ο Λένιν πολύ ορθά έγραψε σχετικά: «Το κύριο στη διδασκαλία του Μαρξ είναι ότι φώτισε τον κοσμοϊστορικό ρόλο του προλεταριάτου σαν δημιουργού της σοσιαλιστικής κοινωνίας. […] Για πρώτη φορά ο Μαρξ μίλησε γι’ αυτήν το 1844». 15 Στην πραγματικότητα, η εμπειρία της ζωής μαζί με την εργατική τάξη και η συμμετοχή στην οργάνωση των αγώνων της, θα έμελλαν να έχουν ένα καθοριστικό ρόλο στο πέρασμα [του Μαρξ] από την πολιτικό-φιλοσοφική θεώρηση του προλεταριάτου ως φορέα της χειραφέτησης της ανθρωπότητας σε μια θεώρηση του προλεταριάτου ως του ταξικού φορέα, που αναπτύσσει μια δραστηριότητα «πρακτική-κριτική» της αστικής κοινωνίας. Στο τέλος Αυγούστου 1844, ο Μαρξ γνωρίζεται με τον Ένγκελς και μαζί ξεκινούν τη συγγραφή του έργου τους «Η Αγία Οικογένεια, ή, Κριτική της Κριτικής Κριτικής ενάντια στον Bruno Bauer και Σία». Σε αυτό το έργο ο Μαρξ (και ο Ένγκελς) κριτικάρει τον υποκειμενισμό των Νεαρών Χεγκελιανών οι οποίοι άφηναν «να αιωρείται πάνω από το πραγματικό, το υλικό κεφάλι, ο πραγματικός υλικός ζυγός, που δε φεύγει από τη σκέψη με ιδέες».16 Κατηγορεί την «Κριτική Κριτική» του Bruno Bauer ότι έμαθε από τη Φαινομενολογία του Χέγκελ, τουλάχιστο την τέχνη να μετατρέπει τις πραγματικές, τις αντικειμενικές, που υπάρχουν έξω από εμένα αλυσίδες, σε απλώς ιδεατές, υποκειμενικές που υπάρχουν σε μένα αλυσίδες και κατά συνέπεια και όλους τους εξωτερικούς, υλικούς αγώνες σε αγώνες καθαρώς πνευματικούς.17 Ο Μαρξ σημειώνει ότι ποτέ δεν μπορούν οι ιδέες να οδηγήσουν πιο πέρα από την παλιά κατάσταση του κόσμου, αλλά μόνο οδηγούνε πιο πέρα από τις ιδέες της παλιάς κατάστασης. Γενικά, οι ιδέες δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν τίποτε. Για την πραγματοποίηση των ιδεών χρειάζονται οι άνθρωποι που θα βάλουν σε πρακτική ενέργεια τη βία. 18 Ο Μαρξ προσδιορίζει αυτούς τους ανθρώπους και το ιστορικό καθήκον: Σύμφωνα με την κριτική κριτική όλο το κακό βρίσκεται στη σκέψη των εργατών. […] Αυτοί όμως οι μαζικοί, οι κομμουνιστές εργάτες που δουλεύουν στα εργαστήρια του Μάντσεστερ και της Λυών δεν πιστεύουν πως μπορεί μόνο με καθαρή σκέψη να ξεφορτωθούν τους βιομήχανους αφέντες τους και τη δική 14 Κ. Μαρξ (1860) Herr Vogt – IV-Techow’s Letter. Προσβάσιμο στο σύνδεσμο http://marxengels. public-archive.net/en/ME1916en.html#C0 15 Β.Ι. Λένιν (1977) Τα ιστορικά πεπρωμένα της διδασκαλίας του Καρλ Μαρξ, Άπαντα τ. 23. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 1 16 Κ. Μαρξ, Η Αγία Οικογένεια ή Κριτική της Κριτικής. Εκδόσεις: Γερ. Αγνωστίδης, σελ. 102 17 Στο ίδιο, σελ. 102 18 Στο ίδιο, σελ. 149

121


τους καθημερινή ταπείνωση. Αισθάνονται πολύ οδυνηρά τη διαφορά ανάμεσα στο Είναι και τη σκέψη, ανάμεσα στη συνείδηση και τη ζωή. Ξέρουν ότι η ιδιοκτησία, το κεφάλαιο, το χρήμα, η μισθωτή εργασία και τα παρόμοια δεν είναι ιδεατά φαντάσματα, αλλά πολύ πραγματικά, πολύ αντικειμενικά παράγωγα της αλλοτρίωσης τους, που μόνο με πρακτικό, εντελώς αντικειμενικό τρόπο πρέπει να καταργηθούν για να γίνει ο άνθρωπος, άνθρωπος όχι μόνο στη σκέψη, στη συνείδηση, παρά και στο μαζικό Είναι, στην ίδια τη ζωή.19 Διατυπώνοντας τον υλισμό και μια ταξική στάση, ο Μαρξ εξάγει το συμπέρασμα ότι «στους όρους της ζωής του [προλεταριάτου] συνοψίζονται στην πιο απάνθρωπη αποκορύφωση τους όλοι οι όροι ζωής της σημερινής κοινωνίας»20 έτσι που με την εξάλειψη αυτών των όρων το προλεταριάτο «εκτελεί την απόφαση που έχει βγάλει η ατομική ιδιοκτησία για τον εαυτό της με τη γέννηση του προλεταριάτου».21 Και ξεκαθαρίζει: «Εδώ δεν πρόκειται για το τι κάθε φορά φαντάζεται σαν σκοπό του αυτός ή εκείνος ο προλετάριος ή ακόμη και όλο το προλεταριάτο. Πολύ περισσότερο πρόκειται για το τι είναι, και τι είναι ιστορικά αναγκασμένο να κάνει μέσα σ’ αυτό το Είναι».22 Η πολιτική και επαναστατική κεντρικότητα του προλεταριάτου, επομένως απαιτεί μια οντολογικά καθορισμένη ιστορική πράξη. Είναι από την επαναστατική πράξη που αντλεί την ενότητα συνείδησης και Είναι: αυτό δεν είναι δεδομένο από την αρχή, αλλά ένα καθήκον που πρέπει να εκπληρωθεί. ΙΙ Η εργατική τάξη, το ταξικό της Κόμμα και ο αγώνας για την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού Οι περιορισμοί του χώρου μας αναγκάζουν, έχοντας επισημάνει τη συνάντηση του Μαρξ με την κοινωνική δύναμη, που καλείται αντικειμενικά να προσωποποιήσει τον επαναστατικό μετασχηματισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, να κάνουμε ένα άλμα προς ένα κείμενο όπου καθορίζεται με σαφήνεια η οργανική σύνδεση μεταξύ της ιστορικής- αντικειμενικής ανάπτυξης του προλεταριάτου και της θεωρίας, που αντανακλά τα ταξικά του συμφέροντα. Αναφερόμαστε στο έργο «H Αθλιότητα της Φιλοσοφίας» (στα μέσα του 1847), όπου ο Μαρξ έγραψε τα εξής: Όσο το προλεταριάτο δεν αναπτύχθηκε ακόμα αρκετά για να συγκροτηθεί σε τάξη, και η πάλη του προλεταριάτου με την αστική τάξη δεν έχει ακόμα πολιτικό χαρακτήρα και όσο οι παραγωγικές δυνάμεις δεν έχουν ακόμα αρκετά αναπτυχθεί μέσα στα σπλάχνα της ίδιας της αστικής τάξης για ν’ αφήσουν να διαφανούν οι αναγκαίοι υλικοί όροι για την απελευθέρωση του προλεταριάτου και για το σχηματισμό μιας καινούργιας κοινωνίας, τούτοι οι θεωρητικοί δεν 19 20 21 22

122

Στο ίδιο, σελ. 64 Στο ίδιο, σελ. 43 Στο ίδιο, σελ. 43 Στο ίδιο, σελ. 43-44


είναι παρά ουτοπιστές που, για να προλάβουν τις ανάγκες των καταπιεζομένων τάξεων, αυτοσχεδιάζουν συστήματα και τρέχουν ξοπίσω από μιαν αναγεννητική επιστήμη. Μα όσο η ιστορία προχωρεί και μαζί της κι’ η πάλη του προλεταριάτου φαίνεται πιο ξεκάθαρα, δεν έχουν πια ανάγκη να αναζητούν την επιστήμη μέσα στο μυαλό τους. Δεν έχουν παρά να προσέξουν καλά (να διακρίνουν καθαρά) αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους και να το μετατρέψουν σ’ εργαλείο τους (όργανο τους). Όσο αναζητούν την επιστήμη και δεν κάνουν παρά συστήματα, όσο βρίσκονται στα πρώτα βήματα (αρχή) της πάλης, βλέπουν στην αθλιότητα μονάχα την αθλιότητα χωρίς να βλέπουν σ’ αυτή την επαναστατική, την ανατρεπτική πλευρά, που θ’ ανατρέψει την παλιά κοινωνία. Απ’ αυτή τη στιγμή και δώθε, η επιστήμη, που δημιουργήθηκε από την ιστορική κίνηση, και συνοδεύεται με πλέρια γνώση για το αίτιο, έπαψε να είναι δογματική, έγινε επαναστατική23 Ο Λένιν σημείωσε το αποφασιστικό βήμα, που αντιπροσώπευε αυτή η ανακάλυψη μιας επαναστατικής θεώρησης της Ιστορίας, ενώνοντας με έναν επιστημονικά τεκμηριωμένο τρόπο το σοσιαλισμό και τον αγώνα της εργατικής τάξης, τονίζοντας ότι Για πολλούς αιώνες, και ακόμα και για χιλιετίες, η ανθρωπότητα ονειρεύτηκε την κατάργηση “με μιας” όλων των ειδών εκμετάλλευσης. Τα όνειρα αυτά παρέμειναν όνειρα ώσπου εκατομμύρια εκμεταλλευόμενων σε όλο τον κόσμο άρχισαν να ενώνονται για ένα συνεπή, σταθερό και συνολικό αγώνα για να αλλάξουν την καπιταλιστική κοινωνία στην κατεύθυνση που η ίδια η εξέλιξη της κοινωνίας αυτής ακολουθεί. Τα σοσιαλιστικά όνειρα μετατράπηκαν σε σοσιαλιστικό αγώνα εκατομμυρίων μόνο όταν ο επιστημονικός σοσιαλισμός του Μαρξ συνέδεσε την ανάγκη αλλαγής με τον αγώνα μιας συγκεκριμένης τάξης. Έξω από τον ταξικό αγώνα, ο σοσιαλισμός είναι είτε μια άδεια φράση, είτε ένα αφελές όνειρο.24 Ο σοσιαλισμός, ως μεταβατικό στάδιο προς τον κομμουνισμό, είναι ένα έργο που είναι εφικτό, ριζωμένο στη διαλεκτική του υπαρκτού κόσμου, στις αντιθέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Πρέπει να αντιμετωπιστεί θεωρητικά σε διαλεκτική αλληλοεπίδραση με την επαναστατική πρακτική των εκμεταλλευόμενων τάξεων, πρώτα και απ’ όλα πάνω σε ‘κείνη του προλεταριάτου, καθοδηγούμενο από το πολιτικό του κόμμα. Και θα έχει ειδικά χαρακτηριστικά σε κάθε χώρα. Όπως έγραψε ο Μαρξ: «Οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν».25 23  Κ. Μαρξ, Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, Œuvres, Économie, I, Bibliothèque de la Pléiade, 1965, σελ. 92-93. 24 Β. I. Λένιν, Μικροαστικός και Προλεταριακός Σοσιαλισμός: Συλλογικά Έργα, Progress Publishers, Moscow, 1977, τ. 9, σελ. 443. 25 Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, MEW, τ. 8, σελ. 115.

123


Όταν διαμορφώνουμε προγραμματικές προτάσεις σχετικά με την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η κληρονομιά του Μαρξ – όσο αφορά τη θεωρία και τον πρακτικό αγώνα - δεν προσφέρει έτοιμες λύσεις για κάθε κατάσταση, χρονική περίοδο και τόπο. Αλλά η κληρονομιά του εμπεριέχει αναλύσεις και κατευθυντήριες γραμμές, που εξακολουθούν να είναι βάσιμες και επίκαιρες και σήμερα - επειδή εξετάζουν πραγματικά θέματα σχετικά με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ας σημειώσουμε, για παράδειγμα, αυτό που είπε ο Μαρξ στην εναρκτήρια ομιλία του στη Διεθνή Ένωση Εργατών (1864): [...] έχει γίνει πλέον μια αλήθεια που μπορεί να αποδειχθεί σε κάθε απροκατάληπτο μυαλό και απλώς καταδικάζεται από εκείνους που ενδιαφέρονται να εγκλείσουν άλλους ανθρώπους σε έναν παράδεισο ανόητων, ότι καμία βελτίωση μηχανημάτων, καμία εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή, καμία εφευρετικότητα επικοινωνίας, καμία νέα αποικία, καμία μετανάστευση, κανένα άνοιγμα αγορών, κανένα ελεύθερο εμπόριο, μα ούτε και όλα αυτά τα πράγματα μαζί, θα εξαλείψουν τις δυστυχίες των εργατικών μαζών. αλλά ότι στην παρούσα ψευδή βάση, κάθε νέα εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας τείνει να εμβαθύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις και αναδεικνύει κοινωνικούς ανταγωνισμούς. 26 Δεν είναι αυτή η ίδια «ψευδή βάση», πάνω στην οποία βασίζεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (και εκφράζεται στη βασική αντίθεση μεταξύ της κοινωνικής φύσης της παραγωγής και της ιδιωτικής ιδιοποίησης των προϊόντων της, επειδή τα μέσα παραγωγής ανήκουν σε καπιταλιστές), και ότι τώρα, πάνω από 150 χρόνια μετά, ευθύνεται για τη μαζική έκταση της κοινωνικής πόλωσης, την τυποποίησης της εργασίας, την εντατικοποίηση και επέκταση της εκμετάλλευσης, την κατάργηση των ιστορικών κατακτήσεων, που είχαν επιτευχθεί από την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους, καθώς και για τη φτώχεια, την πείνα και τις ασθένειες και όλα αυτά, παρά την τεράστια πρόοδο στις παραγωγικές δυνάμεις και την επιστημονική γνώση; Η λεγομένη “Επανάσταση 4.0”, όπως και οι προκάτοχες της, απλώς θα δικαιώσει την πρόβλεψη του Μαρξ για μεγαλύτερες «κοινωνικές αντιθέσεις» και πιο οξείς «κοινωνικούς ανταγωνισμούς». Δεν είμαστε «ανόητοι» να παρασυρθούμε από τους «παραδείσους» που υπόσχονται οι νέοι «βελτιωτές» του κόσμου - με όλα αυτά τα θαύματα της πληροφορικής, της ρομποτικής, της τεχνητής νοημοσύνης, του διαδικτύου, των μεγάλων δεδομένων, της τρισδιάστατης εκτύπωσης 3D κ.λπ. Όπως σημείωσε ο Μαρξ, στις καπιταλιστικές συνθήκες παραγωγής, η χρήση της επιστήμης και τεχνολογίας δεν επιδιώκει την πρόοδο με τη χειραφέτηση: 26 K. Μαρξ, Εναρκτήρια Ομιλία στη Διεθνή Ένωση Εργατών; Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, Συλλογικά Έργα, International Publishers, New York, τ. 20, 1984, σελ. 9. Βλέπετε K. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Bunch I; MEW, τ. 23, σελ. 790-791.

124


Το κεφάλαιο χρησιμοποιεί μηχανισμούς μάλλον μόνο στο βαθμό που επιτρέπει στον εργαζόμενο να εργαστεί για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του για το κεφάλαιο, να συσχετίσει σε ένα μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του ως χρόνος που δεν ανήκει σε αυτόν, να εργάζεται περισσότερο για άλλο. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, το ποσό της εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου αντικειμένου μειώνεται πράγματι στο ελάχιστο, αλλά μόνο για να επιτευχθεί μέγιστη εργασία στον μέγιστο αριθμό τέτοιων αντικειμένων.27 Αλλά αμέσως μετά, ο Μαρξ σημειώνει ότι, προοπτικά, αυτό είναι “σημαντικό, διότι το κεφάλαιο εδώ – πολύ ακούσια - μειώνει στο ελάχιστο την ανθρώπινη εργασία, τις δαπάνες ενέργειας. Αυτό θα καταλήξει προς όφελος της χειραφετημένης εργασίας και είναι η προϋπόθεση της χειραφέτησης της». Αλλά η λογική του κεφαλαίου είναι διαφορετική: Αν οι μηχανές είναι τα πιο ισχυρά μέσα για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας - δηλαδή για τη συντόμευση του χρόνου εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός αγαθού/εμπορεύματος, γίνονται στα χέρια του κεφαλαίου τα πιο ισχυρά μέσα, σε εκείνες τις βιομηχανίες που εισέβαλαν για πρώτη φορά, για την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας πέρα όλων των ορίων που θέτει η ανθρώπινη φύση.28 Τόσο οι τεχνο-απαισιόδοξες όσο και οι τεχνο-αισιόδοξες αντιλήψεις για τις νέες τεχνολογίες παρουσιάζονται ως καινοτομίες, των οποίων κοινός παρονομαστής είναι ότι αυτές οι αντιλήψεις είναι ξεκομμένες τόσο από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, κάτω από τον οποίο λειτουργούν, όσο και από την ταξική πάλη, που έμφυτα έρχεται μαζί τους. Στην «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας», ο Μαρξ είχε ήδη σημειώσει ότι «στην Αγγλία, οι απεργίες συχνά έχουν ως αποτέλεσμα την εφεύρεση και εφαρμογή νέων μηχανών. Οι μηχανές ήταν, μπορεί να λεχθεί, το όπλο που χρησιμοποίησε ο καπιταλιστής για να εξουδετερώσει την εξέγερση των εξειδικευμένων εργατών».29 Το θέμα δεν έγκειται στα «φυσικά χαρακτηριστικά» των νέων τεχνολογιών, αλλά στην ουσία του “κεφαλαίου”: ένα πράγμα είναι η ικανότητα του μηχανήματος να παράγει αξία χρήσης (η οποία είναι η χρησιμότητά του για την κοινωνία), ενώ άλλο είναι η ικανότητά του να δημιουργεί συναλλαγματική αξία (που είναι η χρησιμότητά του για το κεφάλαιο). Στο «Κεφάλαιο», ο Μαρξ επεξηγεί τις αντιφάσεις μεταξύ των δύο χρήσεων: οι μηχανές, από μόνες τους, συντομεύουν τις ώρες εργασίας, αλλά, όταν υπηρετούν το κεφάλαιο, τις διογκώνουν. δεδομένου ότι από μόνες τους ελαφρύνουν την εργασία, αλλά όταν χρησιμοποιούνται από το κεφάλαιο, αυξάνουν την ένταση της εργασίας. δεδομένου ότι από μόνες τους είναι μια νίκη 27 28 29

Κ. Μαρξ, Grundrisse der Kritik der Politischen Ökonomie, Dietz Verlag, 1974, σελ. 589. Κ. Μαρξ, Grundrisse der Kritik der Politischen Ökonomie, Dietz Verlag, 1974, σελ. 589. K. Μαρξ, Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, στο ίδιο, σελ. 130.

125


του ανθρώπου πάνω από τις δυνάμεις της Φύσης, αλλά στα χέρια του κεφαλαίου, κάνουν τον άνθρωπο σκλάβο αυτών των δυνάμεων. δεδομένου ότι από μόνες τους αυξάνουν τον πλούτο των παραγωγών, αλλά στα χέρια του κεφαλαίου, τους κάνουν άπορους.30 Ο καπιταλισμός αποκαλύπτει με σαφήνεια την ανικανότητά του να ικανοποιεί ανθρώπινες ανάγκες, λόγω του εκμεταλλευτικού του χαρακτήρα: της οικειοποίησης της απλήρωτης εργασίας, της υπεραξίας. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από τα εξελιγμένα οργανωτικά σχέδια, που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να το καλύψει αυτό, ανεξάρτητα από τις εκλεπτυσμένες και τεράστιες ιδεολογικές χειραγωγήσεις, που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να στηρίξει το φετιχισμό, που είναι εγγενής στην καπιταλιστική παραγωγή. Εκτός από αυτήν την αδυναμία, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την καθημερινή λεηλασία της φύσης, τους περιορισμούς της ελευθερίας και πολιτικής δημοκρατίας, της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας των λαών (ιδιαίτερα από τις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις), τις στρατιωτικές επιθέσεις και τον ενισχυμένο μιλιταρισμό, που δημιουργεί ένα απειλητικό φάντασμα - την καταστροφή της Ανθρωπότητας. Από μια άλλη προοπτική, το κεφάλαιο δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να κάνει κέρδος. Ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός, που δημιουργεί, οδήγησε στην εμπορευματοποίηση όλων των σφαιρών της ανθρώπινης ζωής. Έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη μεγάλων στρωμάτων μισθωτών - που εμπλέκονται σε μηπαραγωγικές δραστηριότητες, συχνά αναμειγμένες με παραγωγικές - που είναι συνδεδεμένα με την εργατική τάξη. Όλα αυτά διευρύνουν το κοινωνικό μέτωπο, που αγωνίζεται κατά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Από την πλευρά της, η ιμπεριαλιστική “παγκοσμιοποίηση” έχει πλήξει σοβαρά τους λαούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Έχει καταστεί όλο και πιο αναγκαία η ανάγκη να ενταθούν οι κοινές ενέργειες, να συσπειρωθούν κινήματα και αγώνες, που παρά τις ποικίλες μορφές έκφρασής τους μοιράζονται αντικειμενικά μια κοινή αντι-φιλελεύθερη ταυτότητα και ακόμα μια κοινή αντιιμπεριαλιστική και αντικαπιταλιστική ταυτότητα. Πρόκειται για μια εξελισσόμενη διαδικασία σύγκλισης, η οποία θα πρέπει να αποκρούσει όλες τις προσπάθειες του κεφαλαίου να ουδετεροποιήσει, διαιρέσει ή να χειραγωγήσει την αντίσταση των λαών, των εργαζομένων και των οργανώσεων τους (βασικός στόχος του κεφαλαίου είναι τα ταξικά προσανατολισμένα συνδικαλιστικά κινήματα). Οι προσπάθειες του κεφαλαίου θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, αγώνες θα πρέπει να διεξάγονται σε διεθνές επίπεδο και να συντονίζονται διαλεκτικά με τους εθνικούς αγώνες δηλαδή, χωρίς να παραδίνουν την προτεραιότητα, την ανεξαρτησία ή ταυτότητά των τελευταίων. Στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», ο Μαρξ και ο Ένγκελς τόνισαν τον πρωτοποριακό ρόλο των κομμουνιστών στο κίνημα των εργαζομένων (με τα 30

126

K. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Buch I; MEW, τ. 23, σελ. 465.


συμφέροντα των οποίων ταυτίζονται), υπογραμμίζοντας ότι είναι Στην πράξη, λοιπόν, οι κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα μπρος. Θεωρητικά, πλεονεκτούν από την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου με τη σστή αντίληψη για τις συνθήκες, την πορεία και τα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος.31 Για το λόγο αυτό οι κομμουνιστές αγωνίζονται για την επίτευξη των άμεσων σκοπών και συμφερόντων της εργατικής τάξης, αλλά στο σημερινό κίνημα εκπροσωπούν ταυτόχρονα και το μέλλον του κινήματος», «υποστηρίζουν παντού κάθε επαναστατικό κίνημα ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση» και «εργάζονται παντού για τη σύνδεση και τη συνεννόηση των δημοκρατικών κομμάτων όλων των χωρών”,32 χωρίς να ξεχνούν ότι «στο κίνημα του παρόντος, αντιπροσωπεύουν και φροντίζουν επίσης το μέλλον εκεινού του κινήματος.33 Η ιστορική ευθύνη, που αυτό συνεπάγεται απαιτεί από την άποψη της ιδεολογίας και επιτόπιας δράσης την απόρριψη τόσο του οποιουδήποτε ρεφορμιστικού οπορτουνισμού (που θυσιάζει τον αγώνα της εργατικής τάξης για το τερματισμό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης), όσο και όλων των σεχταριστικών δογματισμών (που απολυτοποιούν και επιβάλουν ως άμεση προτεραιότητα τον απώτερο στόχο, παρεμποδίζοντας έτσι τις δράσεις, που μπορούν να οδηγήσουν στην επίτευξη του). Στο Συνέδριο της Χάγης της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (Σεπτέμβρη 1872), ο Μαρξ και ο Ένγκελς μπόρεσαν να συμπεριλάβουν στους Γενικούς Κανόνες τη διαλεκτική μεταξύ του παρόντος και μέλλοντος του αγώνα του προλεταριάτου: Ο συνδυασμός δυνάμεων που η εργατική τάξη έχει ήδη επιφέρει εξαιτίας των οικονομικών αγώνων της, θα έπρεπε ταυτόχρονα να αποτελέσει ένα μοχλό για τους αγώνες της ενάντια στην πολιτική εξουσία των ιδιοκτητών γης και καπιταλιστών. Οι λόρδοι της γης και του κεφαλαίου θα χρησιμοποιούν πάντα τα πολιτικά τους προνόμια για την υπεράσπιση και διαιώνιση των οικονομικών τους μονοπωλίων και την υποδούλωση των εργατών. Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας επομένως έχει καταστεί το μεγάλο καθήκον της εργατικής τάξης. 34 Αλλά η εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος συνεπάγεται την υιοθέτηση πολιτικών και οργανωτικών μέτρων και αυτό συμπεριλήφθηκε στο ίδιο το προαναφερθέν Ψήφισμα για τους Κανόνες της Διεθνούς Ένωσης: 31 32 33 34

Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος MEW, τ.. 4, σελ. 474 Στο ίδιο, σελ. 492, 493 Στο ίδιο, σελ. 492 Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, Editions du Progrès, Moscou, 1970, τ. II, σελ. 306.

127


Στον αγώνα της ενάντια στη συλλογική δύναμη των ιδιόκτητων τάξεων, η εργατική τάξη δεν μπορεί να δρα ως τάξη παρά μόνο με την ίδια τη συγκρότηση της σε ένα πολιτικό κόμμα, διαφορετικό από και αντίθετο σε όλα τα παλιά κόμματα που σχηματίζονται από τις κυρίαρχες τάξεις. Αυτή η συγκρότηση της εργατικής τάξης σε ένα πολιτικό κόμμα είναι απαραίτητο για να εξασφαλιστεί ο θρίαμβος της κοινωνικής επανάστασης και του απώτερου στόχου της, την κατάργηση των τάξεων.35 Σε επιστολή του το Δεκέμβρη του 1889 ο Ένγκελς επανέλαβε αυτή την έννοια και σημείωσε ότι χρονολογείται από το 1847: «Αν το προλεταριάτο θα γίνει αρκετά ισχυρό ώστε να κερδίσει την κρίσιμη μέρα, είναι απαραίτητο - και ο Μαρξ και εγώ το υποστηρίζουμε αυτό από το 1847 - να συγκροτήσει ένα δικό του αυτοτελές κόμμα, διαφορετικό από και σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα κόμματα, ένα κόμμα που έχει συνείδηση ​​του εαυτού του ως ένα ταξικό κόμμα».36 Ήταν αυτές οι ίδιες οι διδασκαλίες, που ο νεαρός Λένιν έμαθε τέλεια. Και μαζί με αυτές διαμόρφωσε μια σύνδεση μεταξύ της σκέψης των δασκάλων του και της δικής του, αναγνωρίζοντας ότι η επαναστατική θεωρία των προηγουμένων είχε ξεκαθαρίσει το πραγματικό καθήκον ενός επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος: να μην καταρτίζει σχέδια για την αναμόρφωση της κοινωνίας, να μην κάνει κηρύγματα στους καπιταλιστές και αυτούς που τους ακολουθούν - για τη βελτίωση της κατάστασης των εργατών, [...] αλλά να οργανώσει την ταξική πάλη του προλεταριάτου και να μπει επικεφαλής αυτού τον αγώνα, ο απώτερος στόχος του οποίου είναι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο και την οργάνωση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. 37 Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οργάνωση και καθοδήγηση δεν σημαίνει ότι το Κόμμα μπορεί να πάρει τη θέση της εργατικής τάξης και των μαζών του λαού (μια θεώρηση που επικρατεί πάντα στις αριστερίστικες απόψεις). Όπως προειδοποίησε ο Αλβάρο Κουνιάλ38: «Μια πρωτοπορία, που σκέφτεται ότι μπορεί μόνο με τη δράση της να λύσει κάτι που μόνο η τάξη και οι μάζες μπορούν να λύσουν, οδηγείται στο βολονταρισμό και τον τυχοδιωκτισμό που αναπόφευκτα σχεδόν πάντα οδηγούν στην ήττα».39 Η Οκτωβριανή Επανάσταση, της οποίας τα 100 χρόνια εορτάστηκε πέρυσι, επιβεβαίωσε αυτές τις διδασκαλίες και πρόσθεσε σε αυτά τα ιστορικά και καθολικά επίκαιρα επιτεύγματά της. 35 Στο ίδιο 36 Επιστολή Φ. Ένγκελς προς Γκέρσον Τριέρ στην Κοπεγχάγη, Λονδίνο, 18 Δεκεμβρίου 1889, MEW, τ. 37, σελ. 326 37 Β.Ι. Λένιν «Το Πρόγραμμα μας», Συλλογικά Έργα, Progress Publishers, Moscow, 1972, τ. 4, σελ. 210 - 211 38 Πρώην Γ.Γ. και ιστορικός ηγέτης του Πορτογαλικού ΚΚ 1913-2005. Από τις μεγαλύτερες πολιτικές προσωπικότητες της Πορτογαλίας του 20ου αιώνα, 39 Αλβάρο Κουνιάλ, O Partido com Paredes de Vidro, Edições «Avante!», Lisbon, 6.ª ed., 2002, σελ. 69

128


Επειδή αυτές οι διδασκαλίες της ιστορίας και θεωρίας είναι σε θέση να ωθήσουν δράσεις, που μπορούν να τερματίσουν την υποδούλωση των εργαζομένων και των λαών στο κεφάλαιο, διεξάγεται μια εκστρατεία ώστε να διαγραφούν από τη σκέψη τους. Αυτό καθοδηγείται από εκείνους: - που θέλουν να παρουσιάσουν «τα χρόνια του κομμουνισμού ως μια συνεχής πορεία λαθών και τραγωδιών»40, καθώς και τους ευσεβείς πόθους τους να κηρύττουν τον «θάνατο του κομμουνισμού». - που χρησιμοποιούν τα ισχυρά μέσα μαζικής ενημέρωσης που κατέχουν, συγχωνεύοντας όλα τα πολιτικά κόμματα σε ένα και μόνο αφήγημα ότι «είναι όλοι το ίδιο»41, επιδιώκοντας έτσι να αποτρέψουν τη δυσαρεστημένη εργατική τάξη και τις μάζες του λαού από το να συνειδητοποιήσουνε τη διαφορά και στη συνέχεια να υποστηρίξουν τις προτάσεις των κομμουνιστών (που ανταποκρίνονται στα συμφέροντά τους), καθώς και το εγχείρημα των κομμουνιστών για την ανατροπή του καπιταλισμού μέσω της επανάστασης, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατό να υλοποιηθούν τα συμφέροντα των εργαζομένων. Επιδιώκουν όμως επίσης τη δυσφήμιση της πολιτικής δημοκρατίας στα μάτια του λαού με την προώθηση της απολιτικοποίησης και, ως εκ τούτου, να αφοπλίσουν τον αγώνα τους για τα νόμιμα αιτήματά τους και στην πραγματικότητα να τους αλυσοδέσουν σε απατηλούς λαϊκισμούς τύπου σωτήρων. - ότι ο αλόγιστος έπαινος για τις υποτιθέμενες απελευθερωτικές αρετές άτυπων και αυθόρμητων κοινωνικών κινημάτων (που αποκαλούνται «αριστερά», αλλά γρήγορα αντιγράφονται από τη δεξιά - παρόλο που η ιστορία μας κατέδειξε πόσο εύκολα η κυρίαρχη αστική τάξη, που ασκεί εξουσία τα χειραγωγεί, ουδετεροποιεί και αφομοιώνει στο δικό της σύστημα), που παρουσιάζονται ως αντιπολίτευση στη λεγόμενη «σεκταριστική μονολιθικότητα» των «παραδοσιακών» κομμουνιστικών κομμάτων, τα οποία όπως ισχυρίζονται είναι ανίκανα να υπερασπίζουν τα συμφέροντα, που καλύπτουν την κοινωνία ως σύνολο ή συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, (που ενώ συγκεκριμένα, συνιστούν αναπόσπαστο κομμάτι της ταξικής πάλης και έχουν ταξικούς προσδιορισμούς), επειδή ισχυρίζονται εστιάζονται αποκλειστικά σε συνδικαλιστικούς αγώνες και πολιτικές της εργατικής τάξης, παλεύοντας ενάντια στην εκμετάλλευση από το κεφάλαιο. - των οποίων η προπαγάνδα είναι φιλο-νεοφιλελεύθερη - και χρησιμοποιείται μαζί με τις προβλέψεις για το «τέλος της εργασίας» με ιερό διάταγμα εξαιτίας των νέων τεχνολογιών (η λογική έκβαση της οποίας, που προβάλλεται είναι ότι οι εργαζόμενοι εξαφανίζονται και μεταμορφώνονται σε συνεργάτες σε μια μετα-καπιταλιστική κοινωνία όπου η ταξική πάλη, ο ταξικός συνδικαλισμός 40 Ρόντνι Αρισμέντι, πρώην Γ.Γ. και ιστορικός ηγέτης του ΚΚ Ουρουγουάης , Ομιλία στην Ανώτατη Ακαδημία Καρλ Μαρξ, Βερολίνο, ΛΔΓ; transcribed in Vigencia del Marxismo-Leninismo, 1984, σελ. 53-79. 41 Βλέπετε, σε σχέση με αυτό, Αλβάρο Κουνιάλ, A Verdade e a Mentira na Revolução de Abril, Edições «Avante!», Λισαβόνα, 1999, σελ. 315-316.

129


και τα αντίστοιχα αιτήματά, διαδηλώσεις, απεργίες τους κ.λπ. στοχοποιούνται για να καταστρατηγηθούν ή καταπιεστούν) - υμνώντας τις αρετές της επιχειρηματικότητας/επιχειρείν ως μια πανάκεια για την ανεργία, ενώ η ανεργία δεν παρουσιάζεται πια ως μια δυσλειτουργία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά μάλλον ως ένα ατομικό χαρακτηριστικό του ανέργου (ο οποίος παρουσιάζεται ως τεμπέλης, χωρίς καμία φιλοδοξία για αυτό-βελτίωση ή αδυναμία να καινοτομήσει) και επομένως ο ίδιος είναι που ευθύνεται για τη μοίρα του, διότι αυτός είναι «μη-απασχολήσιμος και ακατάλληλος» και δεν έχει δουλειά επειδή είναι ανίκανος, σε αντίθεση με τον ατομικό επιχειρηματία, που επιδιώκει να προσθέσει αξία στον εαυτό του (ακριβώς όπως το κεφάλαιο!), ο οποίος παίρνει το ρίσκο, καινοτομεί και είναι «νικητής», γιατί αυτός είναι ο πλέον κατάλληλος γι ‘αυτό έχει και τη βοήθεια κάποιων Αγγέλων («business angels» - επιχειρηματικοί άγγελοι φυσικά!) που παρακολουθούν πάντα προσεκτικά τις τεράστιες αποδόσεις των επενδυμένων κεφαλαίων, καθώς και τις ευκαιρίες για να σφετεριστεί η εν λόγω επιχείρηση σε περίπτωση που γίνεται ένα εκμεταλλεύσιμο «ορυχείο». - που κηρύσσουν το άθικτο των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου για τα οποία - για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Μαρξ, το χρήμα είναι το «σημείο εκκίνησης και επιστροφής», εκφράζοντας έτσι «πολύ γραφικά το συναρπαστικό κίνητρο της καπιταλιστικής παραγωγής – να βγάζεις λεφτά», της οποίας το ιδιαίτερο αποτέλεσμα, όπως σχολίασε ο Ένγκελς, είναι ότι «όλα τα έθνη με καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής επομένως συνεπαίρνονται περιοδικά από μια πυρετώδη προσπάθεια να κερδίσουν χρήματα χωρίς την παρέμβαση της παραγωγικής διαδικασίας»42 (μετατοπίζοντας τις επενδύσεις τους από παραγωγική σε χρηματοοικονομικά περιουσία – τη λεγόμενη χρηματοοικονομοποίηση με τις καταστροφικές συνέπειες της που οι εργαζόμενοι και οι λαοί υποχρεώνονται να πληρώσουν το κόστος και στη συνέχεια να κατηγορούνται ότι «ζουν πέρα από ​​ τα μέσα στη διάθεση τους» από τους ίδιους ανθρώπους που προωθήσαν τον καταναλωτισμό με τη διαρκή σαγηνευτική διαφήμιση, συμπεριλαμβανομένου των πιστωτικών προσφορών που δημιουργούν την υποδούλωση σε χρέη).43 - που προβαίνουν σε απατηλές υποσχέσεις σε εργαζόμενους και τις μάζες του λαού, όπως η «επανόρθωση κοινωνικών παράπονων», αλλά στην πραγματικότητα επιδιώκουν, στο στυλ των σοσιαλιστών, «να εξασφαλίσουν τη συνεχιζόμενη ύπαρξη της αστικής κοινωνίας» με κηρύγματα για «μεταρρυθμίσεις [...] που σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζουν τις σχέσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, μειώνουν το κόστος και απλοποιούν το διοικητικό έργο της αστικής κυβέρνησης»44 (η μόνη αξιοσημείωτη διαφορά πριν 42 K. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Buch II; MEW, τ. 24, σελ. 62. 43 Ο καπιταλισμός έχει εφεύρει ακόμα για να υποδαυλίσει την κατανάλωση, τη λεγομένη «σχεδιασμένη απαρχαίωση», μειώνοντας τη διάρκεια ζωής των προϊόντων ταυτόχρονα με την παράταση του χρόνου εργασίας, ένα παραλογισμό από την άποψη της ανθρώπινης χειραφέτησης από το «βασίλειο της ανάγκης». 44 Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Partei; MEW, τ. 4, σελ. 488, 489.

130


170 χρόνια είναι ότι οι αστικές κυβερνήσεις45 της Ευρώπης - είτε σοσιαλιστικές, είτε όχι - τώρα εκδηλώνουν μια αφοσιωμένη υποταγή στο Ευρώ, που τους οδηγεί στη διάσωση των τραπεζών, βυθίζοντας τον κόσμο στα χρέη!). Μπροστά σε αυτές και άλλες εκφράσεις της αστικής ιδεολογίας, είναι επιτακτική ανάγκη να επαναβεβαιώσουμε τις ουσιαστικές πτυχές της κοσμοθεωρίας της εργατικής τάξης και των πρωτοπόρων κομμάτων της, επαναβεβαιώνοντας το επαναστατικό σχέδιο της υπέρβασης του καπιταλισμού, όπου οι βασικές αρχές για συμμαχίες συνιστούν ένα θεμελιώδες ζήτημα στην καθοδήγηση της επαναστατικής διαδικασίας με στόχο το σοσιαλισμό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι πάντοτε χρήσιμο να τις υπενθυμίζουμε. Αυτό θα κάνουμε με το κλείσιμο μας. Θα παραφράσουμε τα λόγια του πιστού συνεργάτη του Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς - ο οποίος είπε ότι τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να «υποστηρίξουν άλλα κόμματα στην προώθηση μέτρων που παρέχουν είτε άμεσο όφελος στο προλεταριάτο ή μαρτυρούν πρόοδο προς την κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης ή πολιτικής ελευθερίας» υπό την προϋπόθεση, τόνισε, ότι «δεν τίθεται σε κίνδυνο ο προλεταριακός ταξικός χαρακτήρας του κόμματος. Μέχρις εδώ και όχι πιο πέρα είμαι πρόθυμος να πάω».46 Και εμείς το ίδιο.

45  Όπως σημειώνει ο Αλβάρο Κουνιάλ, «Το Κόμμα όχι μόνο [...] υπερασπίζεται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, μεταξύ άλλων λόγων, επειδή αυτά συμπίπτουν, στην επαναστατική διαδικασία, με τα συμφέροντα άλλων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων». Αλβάρο Κουνιάλ, O Parted com Parades de Vidor, ed. cit., σελ. 70. 46 Επιστολή Φ. Ένγκελς προς Γκέρσον Τριέρ στην Κοπεγχάγη, Λονδίνο, 18 Δεκεμβρίου 1889, MEW, τ. 37, σελ. 326, 327

131


ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΑΙ!

ΜΝΗΜΕΙΟ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ

132


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 133-142, 2018

του Βίκτωρα Βασίλεβιτς ΤΡΟΥΣΚΩΦ Πολιτικός σχολιαστής εφημερίδας ΠΡΑΒΝΤΑ (Κομμουνιστικό Κόμμα Ρωσικής Ομοσπονδίας), Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, Καθηγητής

ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Όταν μιλάμε για την εξαιρετική σημασία των έργων του Καρλ Μαρξ, εννοούμε κυρίως τη μεθοδολογική τους αξία. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι ενώπιον μας υπάρχει το καθήκον να κατανοήσουμε τον καπιταλισμό του 19ου αιώνα, προκειμένου να καταλάβουμε καλύτερα τον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο και τις αντιφάσεις του. Για μια σε βάθος κατανόηση της επικαιρότητας οφείλουμε να γνωρίσουμε τη σύγχρονη εποχή, αφού ο ορισμός του χαρακτήρα της είναι το κλειδί για την αξιολόγηση των αντιφάσεων, της ιεραρχίας τους, για τον εντοπισμό της κύριας αντίφασης οικουμενικού χαρακτήρα. Στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», μιλώντας για την εποχή, οι Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς έθεσαν στη βάση της πριν απ’ όλα την κυριαρχία καθορισμένων παραγωγικών σχέσεων, επομένως ονόμαζαν τις εποχές από το πια τάξη ήταν κυρίαρχη κατά τη διάρκεια της δοσμένης περιόδου. Ως εκ τούτου, έγραφαν: «Η εποχή μας, η εποχή της αστικής τάξης». (Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ., Άπαντα. έκδ. 2, τ. 4, σελ. 425) Στη βάση μιας τέτοιας προσέγγισης, υποδείκνυαν τα κύρια χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης εποχής. Αυτή «απλοποίησε τις ταξικές αντιθέσεις… η κοινωνία όλο και περισσότερο χωρίζεται σε δύο μεγάλα αντίπαλα στρατόπεδα, σε δύο μεγάλες τάξεις, που βρίσκονται άμεσα αντιμέτωπες η μια με την άλλη: στην αστική τάξη και στο προλεταριάτο». (Στο ίδιο, τ. 4., σελ. 425) Μετά την ανάλυση των βασικών ιστορικών γεγονότων, που οδήγησαν την Ευρώπη στη νέα εποχή, οι Μαρξ και Ένγκελς έστρεψαν την προσοχή τους σ’ εκείνες τις πατροπαράδοτες εγγενείς ιδιότητες της:

133


Η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών σχέσεων, η αιώνια αβεβαιότητα και κίνηση, διακρίνουν την αστική εποχή από όλες τις προηγούμενες. Διαλύονται όλες οι στέρεες και σκουριασμένες σχέσεις, με την ακολουθία τους από παλιές σεβάσμιες παραστάσεις και αντιλήψεις κι όλες όσες καινούργιες διαμορφώνονται παλιώνουν πριν προλάβουν να αποστεωθούν. Καθετί το κλειστό και το στεκούμενο εξατμίζεται, καθετί που ήταν ιερό βεβηλώνεται και τέλος οι άνθρωποι αναγκάζονται ν’ αντικρύζουν με νηφάλιο μάτι τη θέση τους στη ζωή τους και τις αμοιβαίες σχέσεις τους. Η ανάγκη να μεγαλώνει ολοένα την πούληση των προϊόντων της κυνηγά την αστική τάξη πάνω σ’ όλη τη γήινη σφαίρα. (Στο ίδιο, τ. 4., σελ. 427) Στο «Κεφάλαιο», ο Κ. Μαρξ επικεντρώνεται στην υλική βάση της εποχής, που έχει για μας αποκλειστικά μεθοδολογική σημασία. Είναι κοινώς αναγνωρισμένη η διατύπωση του: «Οι οικονομικές εποχές δεν διαφέρουν από το τι παράγεται, αλλά από το πως παράγεται, με ποια μέσα εργασίας. Τα μέσα εργασίας δεν είναι μόνο κριτήριο ανάπτυξης της ανθρώπινης εργατικής δύναμης, αλλά και δείκτης εκείνων των κοινωνικών σχέσεων μέσα στις οποίες πραγματοποιείται η εργασία». (Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ., Άπαντα, έκδ. 2, τ. 23, σελ. 191) Υπογραμμίζουμε ότι αυτό δεν είναι τόσο οικονομικό, όσο ένα σύνθετο, κοινωνικό-φιλοσοφικό χαρακτηριστικό της ουσίας μιας εποχής. Ήταν ακριβώς αυτή τη μεθοδολογική αρχή, που ο Μαρξ χρησιμοποίησε για την υπόδειξη ακόμα ενός θεμελιώδους χαρακτηριστικού της εποχής του καπιταλισμού: «Το κεφάλαιο γεννάται μόνο εκεί όπου ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής και των ζωτικών μέσων βρίσκει στην αγορά έναν ελεύθερο εργάτη ως πωλητή της εργατικής του δύναμης και ήδη μόνο αυτή η ιστορική προϋπόθεση εμπεριέχει ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία. Ως εκ τούτου, από την αρχή εμφάνισης του , το κεφάλαιο διακηρύττει τον ερχομό μιας ιδιαίτερης εποχής της κοινωνικής διαδικασίας της παραγωγής». (Στο ίδιο, τ. 23, σελ. 181) Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση όμως έθεσε το όριο του καπιταλισμού ως εποχής, της οποίας κατέστρεψε την οικουμενικότητά και την απόλυτη παγκοσμιότητα της, καθώς το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της μετοκτωβριανής εποχής έγινε η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού. Στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότας» ο Μαρξ έκφρασε την επιστημονική πρόβλεψη ότι σε αντικατάσταση της παγκόσμιας παντοδυναμίας της αστικής τάξης απαραίτητα θα έρθει μια νέα εποχή. Έγραφε: «Ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος επαναστατικού μετασχηματισμού της πρώτης στη δεύτερη. Σ’ αυτή την περίοδο αντιστοιχεί και μια πολιτική μεταβατική περίοδος και το κράτος αυτής της περιόδου δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου». (Στο ίδιο, τ. 19, σελ. 27) Η κύρια αντίφαση αυτής της εποχής είναι η πάλη μεταξύ των δύο εναλλακτικών, ανταγωνιστικών συστημάτων. Αυτή διεξάγεται σε δύο επίπεδα - το διασυστηματικό (μεταξύ των δύο συστημάτων σημ. μετ.) και το ενδοσυστηματικό. Στη διασυστηματική αντιπαράθεση ο καπιταλισμός δεν είναι πλέον σε θέση να εκδηλώσει νέα ουσιώδεις χαρακτηριστικά. Την αυταπάτη του νεωτερισμού δημιουργεί η πρωταρχική ουσιώδης ιδιότητά του,

134


που σημείωσαν οι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς ήδη στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», όπου υπογράμμιζαν: «Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατεί αδιάκοπα τα εργαλεία της παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή όλες τις κοινωνικές σχέσεις». (Στο ίδιο, τ. 4, σελ. 427) Από τη στιγμή που αυτό το γνώρισμα της αστικής τάξης διατηρείται και στη σύγχρονη εποχή, την οποία χαρακτηρίζει η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, τότε χάρη σ’ αυτό ο ιμπεριαλισμός στην παγκόσμια αντιπαράθεση των δύο συστημάτων είναι σε θέση να επιδεικνύει υψηλές προσαρμοστικές ικανότητες. Αλλά κάτι τέτοιο δεν αναιρεί το λενινιστικό συμπέρασμα ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το τελευταίο στάδιο, δηλαδή το στάδιο σαπίσματος και θανάτου του καπιταλισμού. Στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότας», ο Μαρξ δίνει πρώτιστα προσοχή στο δεύτερο επίπεδο πάλης μεταξύ των δύο συστημάτων, το οποίο εκδηλώνεται κατά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Ο Μαρξ στρέφει την προσοχή στις ιδιαιτερότητες των σχέσεων διανομής: Το περιεχόμενο και η μορφή εδώ έχουν αλλάξει, γιατί κατά τις μεταβαλλόμενες συνθήκες, κανένας δεν μπορεί να δώσει τίποτε άλλο εκτός από την εργασία του και επειδή, από την άλλη πλευρά, σε ιδιοκτησία ξεχωριστών ατόμων τίποτε δεν μπορεί να μετατραπεί, εκτός από τα προσωπικά είδη κατανάλωσης. Όμως όσον αφορά τη διανομή των τελευταίων μεταξύ μεμονωμένων παραγωγών, τότε εδώ κυριαρχεί η ίδια αρχή, όπως και στην ανταλλαγή ισοδύναμων εμπορευμάτων: ορισμένη ποσότητα εργασίας μιας μορφής ανταλλάσσεται με ίση ποσότητα εργασίας άλλης. Επομένως, το ίσο δίκαιο εδώ κατ’ αρχήν είναι αστικό δίκαιο... Όμως… στο περιεχόμενο του είναι δίκαιο της ανισότητας, όπως το κάθε δίκαιο. (Στο ίδιο, τ. 19, σελ. 18-19) Σε αυτό θεμελιώνεται η δυνατότητα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στις χώρες που υλοποιούσαν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Οι κλασσικοί του Επιστημονικού Κομμουνισμού πειστικά απέδειξαν και η παγκόσμια πρακτική έχει επιβεβαιώσει ότι η σοσιαλιστική δομή δεν μπορεί να εμφανιστεί μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, όμως λόγω των παραμενόντων αντικειμενικά αστικών στοιχείων στο κράτος της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, η καπιταλιστική δομή μπορεί να ενισχύσει τις θέσεις της ακόμα και στο τελικό στάδιο της διασυστηματικής μετάβασης. Προφανώς, εδώ υπάρχουν και οι δυνατότητες και η εμφάνιση σκιώδους οικονομίας στο στάδιο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και οι προσπάθειες μέρος του σοσιαλιστικού κρατικού μηχανισμού, που διαχειρίζεται τα μέσα παραγωγής, αλλά δεν τα κατέχει και δεν είναι σε θέση να τα διευθύνει ως ατομική ιδιοκτησία, να αλλάξει την εξουσία στην ιδιοκτησία. Οι αστικές αντεπαναστάσεις στην ΕΣΣΔ και τις ευρωπαϊκές χώρες του σοσιαλιστικού συστήματος στο μεταίχμιο των δεκαετιών 1980 – 1990 ενισχύουν τέτοιες απόψεις. Στην τελευταία, 19η Διεθνή Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων (Αγία Πετρούπολη, 2017), μερικοί ομιλητές τις έχουν χαρακτηρίσει ως ήττα της επανάστασης και του σοσιαλισμού. Στο έργο «Οι ταξικοί

135


αγώνες στη Γαλλία από το 1848 έως το 1850» ο Μαρξ, που ήταν ένας μεγάλος διαλεκτικός, αναλύοντας μια παρόμοια κατάσταση έγραφε: Αλλά σ’ αυτές τις ήττες δεν χάθηκε η επανάσταση. Πέθαναν τα κατάλοιπα των επαναστατικών παραδόσεων, τα αποτελέσματα των κοινωνικών σχέσεων που δεν είχαν ακόμα οξυνθεί σε έντονες ταξικές αντιθέσεις, χάθηκαν πρόσωπα, αυταπάτες, παραστάσεις, προθέσεις από τα οποία το επαναστατικό κόμμα δεν ήταν απαλλαγμένο ... από τα οποία θα μπορούσε να το απαλλάξει… μονάχα μια σειρά από ήττες. (Στο ίδιο, τ. 7, σελ. 7). Εντούτοις, τέτοιες δυνατότητες μπορούν να μετατραπούν σε πραγματικότητα μόνο σε μια έντονη όξυνση της ταξικής πάλης μεταξύ των δύο κοινωνικών συστημάτων και στην ύπαρξη εντός του σοσιαλιστικού συστήματος ενός άχαρου οπορτουνισμού στην πολιτική ηγεσία, μετατρεπόμενος σε αποστασία. Γι’ αυτό η πάλη μεταξύ των δύο εναλλακτικών, ανταγωνιστικών συστημάτων είναι και η κύρια αντίφαση της εποχής της διασυστηματικής μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Η συνέπεια στην μαρξιστική μεθοδολογία επέτρεψε στους Β.Ι. Λένιν και Ι.Β. Στάλιν να προσδιορίσουν τη σύγχρονη εποχή ως την εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων και της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της εποχής είναι πολύ σημαντικό για τη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων, αλλά... σαφώς δεν είναι αρκετό. Εντός της εποχή, είναι σκόπιμο και απαραίτητο να ξεχωρίζονται οι φάσεις, τα στάδια, οι περίοδοι, οι βαθμίδες της. Στον Κ. Μαρξ ανήκει η επιτυχία της υπογράμμισης στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότας» όχι μόνο της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αλλά και της ανώτερης και κατώτερης φάσης του κομμουνιστικού συστήματος. Ο Β.Ι. Λένιν στο έργο του «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» απέδειξε την ύπαρξη δύο φάσεων - την προ-μονοπωλιακή και την ιμπεριαλιστική - στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Η γνωστική σημασία αυτών των ανακαλύψεων είναι εξαιρετικά μεγάλη. Αλλά ταυτόχρονα, πρέπει να είναι αποδεκτό ότι και αυτό δεν είναι αρκετό για την μελέτη των οικουμενικών κοινωνικο-πολιτικών διαδικασιών τόσο από μεμονωμένα κομμουνιστικά κόμματα, όσο και από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα στο σύνολο του. Ο Μαρξ σημείωνε ότι υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι για την υποδιαίρεση των εποχών σε περιόδους. Στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» μαζί με τον Ένγκελς περιέγραψαν τις βαθμίδες, από τις οποίες πέρασε η αστική τάξη στην πορεία για το απόγειο της κυριαρχίας και εξήγαγαν το συμπέρασμα: «… η ίδια η σύγχρονη αστική τάξη είναι προϊόν μιας πολύχρονης εξέλιξης, μιας σειράς από ανατροπές στον τρόπο παραγωγής και επικοινωνίας. Καθεμιά απ’ αυτές τις βαθμίδες εξέλιξης της αστικής τάξης συνοδευόταν από μια αντίστοιχη πολιτική πρόοδο». (Στο ίδιο, τ. 4, σελ. 426) Ταυτόχρονα, επεσήμαιναν ότι και «το προλεταριάτο περνάει από διάφορες φάσεις εξέλιξης. Η πάλη του ενάντια στην αστική τάξη αρχίζει από τη μέρα που αρχίζει να υπάρχει». (Στο ίδιο, τ. 4, σελ. 431) Εδώ επίσης σημειωνόταν ότι στη βαθμίδα ανάπτυξης της εποχής της αστικής τάξης μεταμορφώνονται οι «εμπορικές κρίσεις», που «δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ιστορία της εξέγερσης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων ενάντια στις σύγχρονες παραγωγικές σχέσεις, ενάντια στις σχέσεις ιδιοκτησίας, που αποτελούν τους όρους ύπαρξης

136


της αστικής τάξης και της κυριαρχίας της». (Στο ίδιο, τ. 4, σελ. 429) Στο έργο «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 έως το 1850» ο Μαρξ σημείωνε το ρόλο των πολέμων ως παράγοντα σταδιακής ανάπτυξης του καπιταλισμού. Στο «Κεφάλαιο», υποδεικνύει τη διαλεκτική μεταξύ της αλματώδους και της κυκλικής εξέλιξης του καπιταλισμού: Η τεράστια και αλματική ικανότητα εξέλιξης του εργοστασιακού συστήματος και η εξάρτησή της από την παγκόσμια αγορά γεννούν κατ’ ανάγκη μια πυρετώδη παραγωγή και το επακόλουθο της, την υπερπληρότητα των αγορών, που η συστολή τους οδηγεί στην παράλυση. Η ζωή της βιομηχανίας μετατρέπεται σε μια διαδοχή περιόδων μέσης ζωογόνησης, άνθησης, υπερπαραγωγής, κρίσης και στασιμότητας. (Στο ίδιο, τ. 23, σελ. 464) Θεωρούσε αυτό το συμπέρασμα τόσο σημαντικό, ώστε με αυτό ολοκλήρωσε την εισαγωγή στη δεύτερη έκδοση του «Κεφαλαίου», προσδιορίζοντας τα όρια της περιοδικότητας των καπιταλιστικών εποχών: «Η γεμάτη αντιφάσεις κίνηση της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας γίνεται αισθητή με τον πιο χτυπητό τρόπο στον πρακτικό αστό στις εναλλαγές του περιοδικού κύκλου, που διαγράφει η σύγχρονη βιομηχανία και που το αποκορύφωμα της είναι η γενική κρίση». (Στο ίδιο, τ. 23, σελ. 22) Εδώ ο Μαρξ υπό τη γενική κρίση, αναφερόταν στην κρίση υπερπαραγωγής, που αποκτά πλέον παγκόσμιο χαρακτήρα. Στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, στον καπιταλισμό ως διαμορφωνόμενοι σ’ αυτό το επίπεδο παράγοντες εμφανίσθηκαν ακόμα δύο τύποι κρίσεων, τους οποίους αποκάλυψε ο Β.Ι. Λένιν - οι κρίσεις, που οδηγούν στο ξαναμοίρασμα του κόσμου και η γενική κρίση του καπιταλισμού. Ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη διαφορετική κλίμακα των αντικειμένων τους. Αντικείμενο των κρίσεων υπερπαραγωγής εμφανίζονται άμεσα οι καπιταλιστικές εταιρείες, ενώ των κρίσεων ξαναμοιράσματος του κόσμου - ολόκληρα κράτη. Αντικείμενο της γενικής κρίσης γίνεται ολόκληρο το σύστημα, δεδομένου ότι στη διάρκεια της αυτό χάνει μέρη του (ως αποτέλεσμα της πρώτης φάσης της κρίσης ήταν η εμφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης, της δεύτερης – του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος κρατών). Κοινό χαρακτηριστικό των τριών τύπων κρίσεων είναι η στρέβλωση της αυθόρμητα αναπτυσσόμενης καπιταλιστικής αγοράς. Οι κρίσεις υπερπαραγωγής χαρακτηρίζουν τον ποσοτικό αυθορμητισμό της αγοράς. Οι κρίσεις για ξαναμοίρασμα του κόσμου δείχνουν την εξάντληση (το ξεπέρασμα του ορίου) της αγοράς, που δημιουργήθηκε σε ένα συγκεκριμένο στάδιο της σύγχρονης εποχής. Οι γενικές κρίσεις του καπιταλισμού μαρτυρούν την ανικανότητά του να διατηρήσει τον κοινωνικό χώρο μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής αγοράς. Στόχος μας είναι να προσπαθήσουμε να επισημάνουμε ορισμένες ιδιαιτερότητες του σημερινού σταδίου της σύγχρονης εποχής, τα όρια της οποίας είναι οι κρίσεις, συνδεδεμένες με το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Χρησιμοποιώντας τη μαρξιστική μεθοδολογία για την κυκλική καπιταλιστική ανάπτυξη, ο Λένιν στο μανιφέστο του ΡΣΔΕΚ «Ο Πόλεμος και η Ρωσική Σοσιαλ-Δημοκρατία» υπόδειξε την «ειρηνική» και μη ειρηνική φάση, τα όρια των οποίων είναι το ξαναμοίρασμα του κόσμου. (Βλέπε: Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 26, σελ. 20). Ως τα πιο σημαντικά γνωρίσματα της “ειρηνικής” εποχής, ο Λένιν σημείωνε:

137


την επικράτηση στην κοινωνία του αστικού ρεφορμισμού,

την άρνηση της ταξικής πάλης, την αντικατάστασή της με το κήρυγμα για την ταξική συνεργασία,

το κήρυγμα του «αστικού σωβινισμού, που τον ονομάζουν πατριωτισμό»,

τη φετιχοποίηση του αστικού κοινοβουλευτισμού και της αστικής νομιμότητας. (Βλέπε: Στο ίδιο, τ. 26, σελ. 20).

Αυτές οι ιδιότητες της κοινωνικής ατμόσφαιρας χαρακτήριζαν την Ευρώπη κατά την περίοδο, που προηγήθηκε του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν όμως διακριτές και στις δεκαετίες του 1990 και 2000, άλλωστε, είναι ιδιαίτερα ορατές και στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Το «ειρηνικό» στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού δεν σημαίνει την πλήρη απουσία συγκρούσεων. Εφ’ όσον ο ανταγωνισμός αποτελεί αναπόσπαστο χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού, τότε και σ’ αυτό το στάδιο συνεχίζεται το μοίρασμα της ιδιοκτησίας, μεταξύ άλλων και σε διεθνές επίπεδο, αλλά όμως παραμένει αμετάβλητος ο ποιοτικός συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα. Το «ειρηνικό» στάδιο ολοκληρώνεται όταν το ξαναμοίρασμα της ιδιοκτησίας μετατρέπεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση τόσο μεταξύ των ανταγωνιζόμενων καπιταλιστικών ομάδων και συμμαχιών, όσο και μεταξύ των ανταγωνιστικών τάξεων. Ταυτόχρονα οι ποιοτικές αλλαγές στις σχέσεις μεταξύ των τάξεων δεν περιορίζονται στις κοινωνικές επαναστάσεις, αλλά συμπεριλαμβάνουν και τις αντεπαναστάσεις. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η παλινόρθωση του καπιταλισμού στην επικράτεια της ΕΣΣΔ και των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών χωρών στο μεταίχμιο των δεκαετιών του 1980-1990 ήταν το πιο σημαντικό ξαναμοίρασμα του κόσμου. Όταν η αντεπαναστατική επίθεση του ιμπεριαλισμού βασικά ολοκληρώθηκε, άρχισε το επόμενο “ειρηνικό” στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού. Η σημερινή φάση της εποχής των προλεταριακών επαναστάσεων και της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό χαρακτηρίζεται από την ολοκλήρωση του σταδίου της «ειρηνικής» ανάπτυξης του καπιταλισμού, που ξεκίνησε με την παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Ρωσία και σε άλλες χώρες. Γι’ αυτό κάνουν λόγο οι ακόλουθες διαδικασίες: Πρώτον, ο ιμπεριαλισμός συστηματικά προκαλεί σε διάφορες χώρες εσωτερικές συγκρούσεις με επακόλουθο τη χρήση ένοπλων μέσων για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Μιλώντας στη 19η Διεθνή Συνάντηση των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων (ΔΣΚΕΚ) το Νοέμβριο 2017, ο Πρόεδρος της ΚΕ του ΚΚ Τσεχίας και Βοημίας Βόιτεχ Φιλίπ παράθεσε τα ακόλουθα στοιχεία σχετικά με τους ρυθμούς στρατικοποίησης από τις αρχές του 21ου αιώνα: Σήμερα οι ΗΠΑ διαθέτουν στρατιωτικές βάσεις στο έδαφος 150 κρατώνμελών του ΟΗΕ. Μόνο στη των 17 χρόνων του 21ου αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πραγματοποιήσει με διάφορες μορφές επεμβάσεις εναντίον

138


18 χωρών, είτε ανατρέποντας κυβερνήσεων, είτε εξοντώνοντας φυσικά κορυφαίες προσωπικοτήτων κρατών, που αρνήθηκαν να υποταγούν στις αμερικάνικες επιλογές. Για την υποστήριξη των οικονομικών συμφερόντων του στρατιωτικο-βιομηχανικού τους συμπλέγματος οι ΗΠΑ αναγκάζουν τα κράτη – μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες τουλάχιστον κατά 2% του ΑΕΠ τους. Τέτοιες ενέργειες οδηγούν σε μια παγκόσμια κούρσα εξοπλισμών. Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων της Κίνας και της Ρωσίας, ανήλθε το 2016 σε 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια. Πέραν του ενός τρίτου αυτού του ποσού αποτελεί το μερίδιο των ΗΠΑ. Δεύτερον, αυξήθηκαν απότομα η επιθετικότητα και η αντιδραστικότητα του ιμπεριαλισμού, που ενεργεί κάτω από το σύνθημα του νεοφιλελευθερισμού. Ενδεικτική η ομιλία στη 19η ΔΣΚΕΚ του μέλους της ΚΕ του ΑΚΕΛ και επικεφαλής του Διεθνούς Τμήματος του Κόμματος Βέρας Πολυκάρπου - Πεύκου: Ζούμε στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, στενά συνδεδεμένης με τη Μέση Ανατολή, δηλαδή, σε μια περιοχή με μακροχρόνια ανοικτά διεθνή προβλήματα. Το 37% της επικράτειας του νησιού μας εδώ και μερικές δεκαετίες είναι υπό την κατοχή της Τουρκία. Πρόσφατα ο λαός της Παλαιστίνης σημείωσε μια θλιβερή επέτειο - την εκατονταετηρίδα της Διακήρυξη του Balfour, με την οποία η αποικιοκρατική Βρετανική Αυτοκρατορία ουσιαστικά έθεσε πυριτιδαποθήκη στα θεμέλια αυτής της χώρας. Όμως στα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί νέα κρίσιμα προβλήματα στην περιοχή, μετατρέποντας την σε θέατρο πολεμικών συγκρούσεων. Αρκετά από τα «καυτά» σημεία μετατρέπονται σε φλεγόμενα. Ο συριακός λαός διεξάγει έναν αιματηρό αγώνα επιβίωσής. Ο λαός του Ιράκ εξακολουθεί να υποφέρει από τις συνέπιες της ξένης επιδρομής. Το προοδευτικό κίνημα στην Τουρκία υποφέρει από τις ιμπεριαλιστικές ιδιοτροπίες. Ξένες δυνάμεις, χρησιμοποιώντας όπλα κατασπαράζουν τον κουρδικό λαό. Περίπλοκη η κατάσταση στην Αίγυπτο. Η Λιβύη δεν έχει ανακάμψει από την αιματηρή σύγκρουση που προκάλεσαν οι ιμπεριαλιστές. Συνεχίζει ο πόλεμος στην Υεμένη .... Η πολιτική της απροκάλυπτης επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις, που ακολουθούσαν οι ΗΠΑ στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, μέσα στον 21ο αιώνα όχι μόνο συνεχίζει, αλλά γίνεται ακόμα πιο απεχθής και απάνθρωπη. Αυτό επισήμανε στη 19η ΔΣΚΕΚ ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ Φιλιππίνων (PCF-1930), Αντόνιο Εκσαλτέισιον Πάρης: Στο έδαφος των Φιλιππίνων δραστηριοποιούνται τρομοκράτες, οι οποίοι έχουν πολεμήσει ακόμα και στο Αφγανιστάν εναντίον της κυβέρνησης του Νατζιμπουλλάχ. Οι ΗΠΑ τους χρησιμοποιούν εναντίον οποιωνδήποτε κυβερνήσεων, καθώς ενδιαφέρονται για την αποσταθεροποίηση της κατάστασης στην περιοχή. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με προσπάθειες «βαλκανιοποίησης» της χώρας μας. Η χώρα μας είναι ήδη θύμα του ξαναμοιράσματος του κόσμου.

139


Τρίτον, ο φασισμός όλο και πιο συχνά βρίσκεται στην πρώτη γραμμή υπεράσπισης του καπιταλιστικού συστήματος. Την προέλαση του φασισμού στην άλλη πλευρά του Ωκεανού με πειστικό τρόπο παρουσίασε στην ομιλία του στη 19η Διεθνή Συνάντηση των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων το μέλος της Εθνικής Εκτελεστικής Επιτροπής της Εθνικής Επιτροπής του ΚΚ ΗΠΑ Ντένις Νταρσέλια Μάιλς: Βλέπουμε την άνοδο των αντιδραστικών, δεξιών δυνάμεων στις ΗΠΑ, οι οποίες γίνονται μέρος του κυρίαρχου ρεύματος (mainstream). Ο πολιτικός ρόλος αυτών των δεξιών δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Οι φασίστες ανέρχονται στην εξουσία με τη χρήση ρατσιστικού λόγου, προσπαθώντας να παρουσιάσουν αυτό το φαινόμενο ως τάση της παγκοσμιοποίησης. Διαχωρίζουν την εργατική τάξη υποσχόμενοι σε πειθήνια τμήματα της θέσεις εργασίας, άλλες κοινωνικές ομάδες δελεάζουν με τα οφέλη της εξουσίας για μιαν αξιοπρεπή θέση στην κοινωνία, αλλά στην πραγματικότητα όλους τους οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερη ταξική καταπίεση. Στη συμβίωση της αστικής κρατικής εξουσία με το νεοφασισμό έκαναν αναφορά στις ομιλίες τους τόσο στη 19η ΔΣΚΕΚ, όσο και στο Φόρουμ Αριστερών Δυνάμεων «Ο Οκτώβρης 1917 – ρήγμα στο μέλλον» (Μόσχα, Νοέμβριος 2017) με σχετικά παραδείγματα από τις χώρες τους ο Πρώτος Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚ Ουκρανίας Π.Ν. Σιμονιένκο και το μέλος του Προεδρείου της ΚΕ του ΚΚ Ουκρανίας Γκ. Κ. Κριουτσκώφ, ο Πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Λαϊκού Μετώπου Λιθουανίας Γκέντριους Γκραμπάουσκας, ο Προέδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λετονίας Βλαντιμίρ Φρολώφ και μια σειρά άλλοι ομιλητές. Στο ένα τέταρτο του αιώνα της «ειρηνικής» ανάπτυξης του καπιταλισμού οι νικητές της αντεπανάστασης εξαργύρωσαν τα αποτελέσματα της νίκης τους, ενώ επιπρόσθετα στην πάλη για το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής εισήλθαν χώρες, οι οποίες την στιγμή της παγκόσμιας αντεπανάστασης δεν κατείχαν ηγετικές θέσεις. Στις αρχές του 21ου αιώνα το Κλαμπ των οικονομικά αναπτυγμένων κρατών συμπληρώθηκε από χώρες του πρώην «τρίτου κόσμου». Παραδοσιακούς ηγέτες της καπιταλιστικής οικονομίας άρχισαν ενεργά να πιέζουν η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία, το Μεξικό, η Νότια Αφρική. Η επιρροή τους ήταν πλέον τόσο σημαντική ώστε οι καρχαρίες του ιμπεριαλισμού προχώρησαν στη δημιουργία παράλληλα με το υπάρχων «κλαμπ των 7» (G-7) ακόμα μια διεθνή συμβουλευτική δομή του κεφαλαίου - το «κλαμπ των είκοσι» (G-20). Την ισορροπία δυνάμεων σε παγκόσμιο οικονομικό επίπεδο επηρεάζει σοβαρά η Κίνα, η οποία σύμφωνα με τους ολικούς δείκτες της οικονομικής της ανάπτυξης εντάσσεται μέσα στους παγκόσμιους ηγήτορες. Το 19ο Συνέδριο του ΚΚ Κίνας κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι μπορούν πλέον να θέσουν ζήτημα για την «αναβίωση του μεγαλείου του κινέζικου έθνους». Η ηγεσία της Ρωσικής Ομοσπονδίας με επικεφαλής τον Βλαντιμίρ Πούτιν εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της με τη θέση της χώρας ως περιφερειακό κράτος. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν στηρίζεται στην οικονομική ισχύ (το καθεστώς παλινόρθωσης του καπιταλισμού στις κύριες κατευθύνσεις οικονομικής ανάπτυξης της Ρωσίας δεν έχει να επιδείξει τις όποιες σημαντικές επιτυχίες), αλλά στο μερικώς ενισχυμένο

140


στρατιωτικό δυναμικό, στη βάση του οποίου βρίσκεται το κληροδοτημένο από την ΕΣΣΔ ισχυρό πυρηνικο - πυραυλικό συγκρότημα. Για την ανισομερή ανάπτυξη του καπιταλισμού υποδεικνύει και η επιδίωξη των ιμπεριαλιστών να υποτάξουν στην κυριαρχία τους εκείνους, που δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό με τους καρχαρίες του κεφαλαίου. Ομιλίες στη 19η Διεθνή Συνάντηση των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων πείθουν ότι η αυξανόμενη τάση ξαναμοιράσματος του κόσμου εγκυμονεί ένα νέο μεγάλο πόλεμο. Κατά συνέπεια, η ανακαλυφθείσα από τον Κ. Μαρξ και αναπτυχθείσα από τον Β.Ι. Λένιν θεωρεία για την ανισομερή ανάπτυξη της οικονομίας και της πολιτικής διαφόρων χωρών και περιοχών σε συνθήκες καπιταλισμού όχι μόνο εξακολουθεί να ισχύει, αλλά η σημασία της αυξάνεται άρδην στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Ο καπιταλισμός επίσης υιοθέτησε τη λενινιστική θεωρία του «αδύναμου κρίκου». Το παγκόσμιο Κεφάλαιο επιδιώκει όχι μόνο να υλοποιήσει τη δίψα του για το ξαναμοίρασμα των αγορών και των πηγών φυσικών πόρων, αλλά προσπαθεί να υποτάξει ή τουλάχιστον να εξουδετερώσει τους αδύνατους κρίκους στο σύστημα του. Η ανάλυση των διεθνών γεγονότων της δεκαετίας του 2010 αιτιολογεί τον ισχυρισμό ότι ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός θεωρεί ως αδύναμους κρίκους της καπιταλιστικής αλυσίδας, πρώτα απ’ όλα εκείνες τις χώρες και περιοχές, που έχουν την εμπειρία των πρόσφατων επαναστάσεων - τόσο σοσιαλιστικών, όσο και εθνικο-απελευθερωτικών. Ακριβώς γι’ αυτό οι προσβάσεις στο σημερινό ξαναμοίρασμα του κόσμου άρχισαν από την «αραβική άνοιξη». Ο μη καπιταλιστικός τρόπος ανάπτυξής μέχρι σήμερα παραμένει ελκυστικός στα μάτια των λαών των χωρών αυτών. Στην ομιλία του στη 19η ΔΣΚΕΚ ο ΓΓ του Συριακού ΚΚ Αμμάρ Μπαγντάς, αναφερόμενος στις κοινωνικο-πολιτικές φιλοδοξίες του λαού της Συρίας, καθώς και των γειτονικών λαών, σημείωσε: Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων, ιδιαίτερα μετά τη νίκη της ΕΣΣΔ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η ενίσχυση της σύνδεσης και της σύζευξης του αγώνα για εθνική απελευθέρωση με την πάλη για κοινωνική χειραφέτηση. Μια από τις πρώτες νίκες της Πατρίδας μου ήταν η κατάκτηση της πλήρους εθνικής ανεξαρτησίας και η εγκαθίδρυση της στις 17 Απριλίου 1946. Στη Συρία είχαν πραγματοποιηθεί πολλά σημαντικά βήματα προς την κοινωνική πρόοδο. Διενεργήθηκε αγροτική μεταρρύθμιση, εθνικοποιήθηκε το ξένο κεφάλαιο, δημιουργήθηκε ένας ισχυρός κρατικός τομέας στην οικονομία. Οι εργαζόμενοι είχαν πετύχει σοβαρές κοινωνικές κατακτήσεις. Οι Σύριοι κομμουνιστές υπερασπίζονται σθεναρά αυτά τα επιτεύγματα και τις κατακτήσεις, αγωνιζόμενοι για την επαναφορά της χώρας στο δρόμο της κοινωνικής προόδου. Είμαστε υπέρ της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που συνδέεται με την αύξηση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων. Ο ιμπεριαλισμός θεωρεί τις χώρες, που είχαν κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα νικήσει στις αντιαποικιακές επαναστάσεις ως δυνητικούς συμμάχους των πιθανών σοσιαλιστικών επαναστάσεων.

141


Ο ιμπεριαλισμός επέλεξε και τους κύριους στόχους του ολοκληρωτικού ξαναμοιράσματος του κόσμου, που έχει αρχίσει. Είναι τα νέα κράτη, που εμφανίστηκαν στην επικράτεια της Σοβιετικής Ένωσης. Το διεθνές Κεφάλαιο δεν πιστεύει στη σταθερότητα της καπιταλιστικής τους επιλογής. Μεταξύ αυτών ιδιαίτερη θέση κατέχουν η Ρωσία και η Ουκρανία. Το οικονομικό τους δυναμικό, παρά τη ριζική καταστροφή αμέσως μετά την αστική αντεπανάσταση, παρέμενε αρκετά επιβλητικό ώστε να τους βλέπουν ως δυνητικούς ανταγωνιστές στην παγκόσμια αγορά. Ο ιμπεριαλισμός, προσπαθώντας όσο το δυνατόν περισσότερο να θέσει τη Ρωσία και την Ουκρανία υπό τον καπιταλιστικό ζυγό έδωσε στους ολιγάρχες τους θέση στο σύστημα παραγωγής εμπορευμάτων, για τα οποία υπήρχε ζήτηση από το διεθνές κεφάλαιο. Ως αποτέλεσμα, και οι δύο χώρες στο σύνολό τους «εισάχθηκαν» στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Στην περίπτωση αυτή οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδίωξαν να παρεμποδίσουν την προσέγγισή τους, γιατί μια συμμαχία τους θα αύξανε σημαντικά την ανταγωνιστικότητά τους στην καπιταλιστική αγορά. Το σύνολο αυτών των παραγόντων έθεσε την Ουκρανία και τη Ρωσία σε κατάσταση αδύναμων κρίκων στην καπιταλιστική αλυσίδα. Σημειώνουμε ότι ο αδύναμος κρίκος στην καπιταλιστική αλυσίδα έχει δύο αποτελέσματα. Από τη μια οι καρχαρίες του ιμπεριαλισμού μπορούν εύκολα να καταβροχθίσουν μια τέτοια χώρα. Από την άλλη η αδυναμία μιας τέτοιας χώρας έγκειται στο γεγονός ότι είναι αδύναμη η τάξη, στα χέρια της οποίας βρίσκονται τα ανώτερα δώματα της πολιτικής εξουσίας και της οικονομίας. Αυτό δε σημαίνει ότι η αδυναμία της αστικής τάξης παρέχει στο προλεταριάτο την ευκαιρία να πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική επανάσταση. Από τη σκοπιά του διεθνούς κεφαλαίου ένας τέτοιος αδύναμος κρίκος, που μπορεί να τεθεί σε θέση εξάρτησης κατά κύριο λόγο ήταν η Ουκρανία. Οι αντιφάσεις μεταξύ του μεγάλου κεφαλαίου, εκφραζόμενου από το Κίεβο (ως κέντρο) και τη Ντονμπάς, μεταξύ των μικροαστών, στους οποίους ελλόχευε η κλίση προς Bandera (ουκρανικός εθνικισμός και δοσιλογισμός Σημ. Σύν.) στα δυτικά της Ουκρανίας και του προλεταριακού ανατολικού της τμήματος ήταν ένα πλέγμα ταξικών, περιφερειακών και γλωσσικών αντιθέσεων, που ενίσχυσαν τη δυνατότητα μετατροπής της σε αντικείμενο του ξαναμοιράσματος του κόσμου. Οι υπολογισμοί των ΗΠΑ και της ΕΕ του 2014 έχουν πλήρως επαληθευτεί. Σήμερα, η Ρωσία παραμένει ένας αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα του καπιταλισμού. Έχει τη δυνατότητα να είναι τόσο θύμα στο ξαναμοίρασμα του κόσμου, όσο και χώρος για μια νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση. Ποια από αυτές τις επιλογές θα νικήσει σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από εμάς τους ίδιους, από την ικανότητά μας να συσπειρώσουμε και να καθοδηγήσουμε το προλεταριάτο, ιδιαίτερα την εργατική τάξη στην πάλη για την ανατροπή της δικτατορίας του κεφαλαίου, για την αποκατάσταση του σοσιαλιστικού συστήματος.

142


Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ

143


Η ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

144


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 145-150, 2018

του Άνδρου ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Γενικού Γραμματέα της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ (Ομιλία στο Economic Policy Research Foundation οf Turkey (TEPAV), Άγκυρα, 23 Νοεμβρίου 2018)

ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Θέλω πρώτα από όλα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση και την ευκαιρία, που μου δίνετε να παρουσιάσω την άποψη του ΑΚΕΛ για το γεωπολιτικό σκηνικό στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα εστιάσω βέβαια στην Κύπρο και τις εξελίξεις που την αφορούν. Η γειτονιά μας, η Ανατολική Μεσόγειος, βρίσκεται στο επίκεντρο έντονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, ανταγωνισμών και αντιπαραθέσεων, που συνοδεύονται από μια πρωτοφανή και επικίνδυνη στρατιωτικοποίηση. Αν θα ξεχωρίσουμε τα κυριότερα στοιχεία, που καθορίζουν το νέο γεωπολιτικό σκηνικό στην Ανατολική Μεσόγειο θα διακρίναμε τέσσερις παράγοντες: Πρώτο. Η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο σε συνδυασμό με ευρύτερες ανακατατάξεις, που προκαλούν αστάθεια στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά, έχουν διανοίξει τεράστιες προοπτικές και τεράστιους κινδύνους. Είναι αλήθεια ότι στην Ανατολική Μεσόγειο διεξάγεται αν όχι ο κυριότερος, ένας από τους κυριότερους ενεργειακούς ανταγωνισμούς της εποχής μας, ο οποίος θα καθορίσει σε σημαντικό βαθμό και το παγκόσμιο ισοζύγιο δυνάμεων για τις επόμενες δεκαετίες. Η προσπάθεια αξιοποίησης του φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου έχει ενώπιον της δύο μεγάλες προκλήσεις. Από τη μια, τα ιδιαίτερα σύνθετα τεχνικά χαρακτηριστικά της άντλησης και της μεταφοράς. Από την άλλη το εύφλεκτο περιφερειακό σκηνικό και τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη της περιοχής. Επιπρόσθετα, η σημαντικότητα της Ανατολικής Μεσογείου προσδιορίζεται και από το γεγονός ότι αποτελεί διαχρονικά κεντρικό κρίκο στο παγκόσμιο θαλάσσιο εμπόριο στη μεταφορά πετρελαίου.

145


Δεύτερο. Τα παλαιότερα ανοικτά προβλήματα της περιοχής – όπως το Μεσανατολικό, το Κυπριακό, το Κουρδικό - έχουν διασταυρωθεί με νέα ζητήματα, όπως η επέμβαση στη Συρία, η επιδρομή και ουσιαστικά η διάλυση της Λιβύης και η δράση του «Ισλαμικού Κράτους». Όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι αυτά τα ζητήματα συνδέονται ή – τουλάχιστον αξιοποιούνται - στους γεωπολιτικούς και ενεργειακούς ανταγωνισμούς. Τρίτο. Οι συνέπειες, που άφησε πίσω του το σχέδιο για τη «Νέα Μέση Ανατολή», που προωθήθηκε από τις ΗΠΑ τις περασμένες δεκαετίες κάτω από το στόχο – δήθεν - του εκδημοκρατισμού των καθεστώτων της περιοχής. Ο απολογισμός του σχεδίου είναι χάος, αστάθεια και αιματοχυσίες, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι επιπτώσεις αυτών των σχεδιασμών επίδρασαν και επιδρούν μέχρι σήμερα αλυσιδωτά σε ολόκληρο το σκηνικό της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι φανερό ότι η σημερινή διακυβέρνηση των ΗΠΑ, του Ντόνανλτ Τραμπ – με τις εμπρηστικές τις αποφάσεις στο Μεσανατολικό και συνολικά στο διεθνές σύστημα ασφάλειας ρίχνει λάδι στη φωτιά. Τέταρτο. Οι ανταγωνισμοί αυτοί συνοδεύονται από τη στρατιωτικοποίηση με την ενίσχυση της παρουσίας ξένων δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλεπάλληλες στρατιωτικές ασκήσεις και γυμνάσια, νέες βάσεις και νέες στρατιωτικές συνεργασίες, που οδηγούν τα κράτη της περιοχής σε κούρσα εξοπλισμών. Ας μη ξεχνούμε άλλωστε ότι στο ζήτημα των στρατιωτικών εξοπλισμών υπάρχουν και τα μεγάλα συμφέροντα των πολεμικών βιομηχανιών, που έχουν τους τρόπους να αναπαράγουν και να οξύνουν τον φαύλο κύκλο στρατιωτικοποίησης και ανασφάλειας. Το ερώτημα είναι πώς λύνουμε αυτό το μεγάλο κουβάρι συμφερόντων και κινδύνων. Πώς το λύνουμε με τρόπο, που να συμφέρει και να υπηρετεί τους λαούς της γειτονιάς μας, την υπόθεση της ειρήνης και της συνεργασίας; Δική μας θέση είναι ότι η αξιοποίηση του φυσικού πλούτου της Ανατολικής Μεσογείου μπορεί και πρέπει να προχωρήσει πάνω σε συγκεκριμένες παραμέτρους: Να αξιοποιείται προς όφελος των λαών με σχεδιασμό, που να προσεγγίζει το φυσικό πλούτο κάθε χώρας ως ιδιοκτησία του λαού της, και ειδικότερα την ενέργεια ως δημόσιο κοινωνικό αγαθό. Να καθίσταται παράγοντας ειρήνης και περιφερειακής συνεργασίας, χωρίς αποκλεισμούς, και όχι παράγοντας έντασης και στρατιωτικοποίησης. Να βασίζεται στο σεβασμό του διεθνούς δικαίου, του δικαίου της θάλασσας και των απαράγραπτων κυριαρχικών δικαιωμάτων, που προκύπτουν για κάθε κράτος. Ενδεχομένως, αυτά να ακούγονται για κάποιους ως ρομαντική συνθηματολογία. Εντούτοις, ως ΑΚΕΛ πιστεύουμε ότι είναι απολύτως πραγματοποιήσιμα αν οι κυβερνήσεις της περιοχής συνειδητοποιήσουν και ευθυγραμμιστούν με το πραγματικό συμφέρον των λαών τους. Αυτό ακριβώς προτείνουμε – ένα ρεαλιστικό και αμοιβαία επωφελές δρόμο - για το μέλλον της πατρίδας μας, της Κύπρου. Η περίπτωση της Κύπρου είναι ένα από τα κομμάτια του παζλ της Ανατολικής

146


Μεσογείου, στο οποίο διασταυρώνονται διάφορα συμφέροντα – οικονομικά, γεωπολιτικά, ενεργειακά - μαζί με το σύνθετο ζήτημα του κυπριακού προβλήματος. Πώς έχει η κατάσταση σήμερα; Στην Κύπρο, οι ενδείξεις ύπαρξης κοιτασμάτων φυσικού αερίου στο νότιο μέρος της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον μεγάλων ενεργειακών κολοσσών, αλλά και γειτονικών κρατών. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει προχωρήσει, κατά τα τελευταία χρόνια, σε ενέργειες για τη διασφάλιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Αυτό επιδιώχθηκε με την οριοθέτηση των ΑΟΖ και άλλων συναφών συμφωνιών με γειτονικά κράτη, καθώς και με την αδειοδότηση για έρευνες στα κοιτάσματά της. Εντούτοις, απέναντι σε αυτούς τους σχεδιασμούς υπάρχει η πολιτική της κυβέρνησης της Τουρκίας, που δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία αμφισβητεί αυτές τις συμφωνίες, δεν έχει υιοθετήσει τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας και θεωρεί ότι αυτοί οι σχεδιασμοί έχουν στόχο να την αποκλείσουν από τον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και να στερήσουν από τους Τουρκοκύπριους όσα δικαιούνται από το φυσικό πλούτο της Κύπρου. Είναι επίσης γνωστό ότι τον περασμένο Φεβρουάριο τουρκικά πλοία είχαν εξωθήσει σε αποχώρηση το πλοίο-γεωτρύπανο του ιταλικού ομίλου ENI. Αυτές τις μέρες άρχισε η γεώτρηση της αμερικανικής Exxon Mobile στο οικόπεδο 10, περίπου 150 χλμ. νοτιοδυτικά του νησιού. Αυτό το σκηνικό έντασης μπορεί να επιδεινωθεί ραγδαία στους επόμενους μήνες εξαιτίας δύο παραγόντων: Πρώτον, είναι η προφανής πρόθεση της Τουρκίας να προχωρήσει σε γεωτρήσεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ με ό,τι αυτό μπορεί να προκαλέσει. Δεύτερο, χωρίς συνομιλίες για επίλυση του κυπριακού προβλήματος υπάρχει ο κίνδυνος (ένεκα της πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ για τις ειρηνευτικές αποστολές του ΟΗΕ) να μην ανανεωθεί η παρουσία της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο, η οποία βρίσκεται στο νησί από το 1964 και η οποία από το 1974 επιτηρεί τη νεκρή ζώνη μεταξύ του τουρκικού στρατού και της κυπριακής Εθνικής Φρουράς. Τον ερχόμενο Γενάρη, αν δεν υπάρχει διαπραγματευτική διαδικασία, ενδέχεται να ληφθούν οριστικές αποφάσεις για δραστική μείωση ή αποχώρηση της Δύναμης, με όλους τους κινδύνους, που αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Πώς τοποθετούμαστε σε όλα αυτά και τι προτείνουμε; Πρώτα, οφείλω να πω ότι ως Κόμμα, κι εγώ προσωπικά, έχουμε ως απαράβατη αρχή να μη διαφοροποιούμε τις θέσεις και τις δηλώσεις μας ανάλογα με το ακροατήριο, ούτε εντός, ούτε εκτός Κύπρου. Πρέπει να δηλώσω και από αυτό το βήμα ότι οι προκλήσεις από τουρκικά πολεμικά πλοία στην κυπριακή ΑΟΖ, η επιθετική ρητορική και η πρόθεση για διενέργεια γεωτρήσεων εντός της κυπριακής ΑΟΖ δεν έχουν νομικό ή πολιτικό έρεισμα και σίγουρα δεν συμβάλλουν σε όσα διακηρύσσονται για ειρήνη και συνεργασία. Περαιτέρω, οι ανησυχίες, που εκφράζονται από την τουρκοκυπριακή πλευρά ότι οι Ελληνοκύπριοι ενεργούν μονομερώς, δεν δικαιολογούνται αφού τα έσοδα από το φυσικό αέριο δεν θα προκύψουν παρά μόνο μετά από αρκετά

147


χρόνια, όταν θα είμαστε σε θέση να το αξιοποιήσουμε και αφού προηγουμένως καλυφθούν τα έξοδα των εμπλεκόμενων ενεργειακών κολοσσών, που ανέρχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια. Εντούτοις, ως ΑΚΕΛ δε μένουμε σε αυτά, που μας χωρίζουν και διαφωνούμε. Προτείνουμε ένα δρόμο, που είναι ο δρόμος της ειρήνης και της συνεργασίας, που εγγυάται τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων και παράλληλα μπορεί να διασφαλίσει τις νόμιμες ανησυχίες όλων. Κατ’ αρχάς, όταν στην ηγεσία της ελληνοκυπριακής κοινότητας βρισκόταν ο Δημήτρης Χριστόφιας, ο προκάτοχος μου στην ηγεσία του ΑΚΕΛ και στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, έγινε κατορθωτό στις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις να επιτευχθούν σημαντικές συγκλίσεις για το περιεχόμενο της λύσης του Κυπριακού, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων των θαλάσσιων ζωνών, των φυσικών πόρων και της κατανομής των ομοσπονδιακών εσόδων. Συμφωνήθηκε ότι όλες οι θαλάσσιες ζώνες, συμπεριλαμβανομένης της ΑΟΖ και τα θέματα των φυσικών πόρων, θα συνιστούν αρμοδιότητα του κεντρικού ομοσπονδιακού κράτους. Αυτό υπογραμμίζει τη μία κυριαρχία, την ενότητα και τη διεθνή προσωπικότητα της ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι που αποτελεί πάγια έγνοια της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Αυτή η σύγκλιση είναι επωφελής ταυτόχρονα και για τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας, αφού το γεγονός ότι η ΑΟΖ και οι φυσικοί πόροι θα συνιστούν ομοσπονδιακή αρμοδιότητα σημαίνει ότι το φυσικό αέριο ανήκει και στις δύο κοινότητες ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ανακαλύφθηκε απέναντι από τις νότιες ακτές του νησιού. Αν προσμετρηθεί επίσης ότι το φυσικό αέριο με βάση τη σχετική σύγκλιση θα συμπεριλαμβάνεται στα ομοσπονδιακά έσοδα, η κατανομή των οποίων έχει σχεδόν ήδη συμφωνηθεί, γίνεται ξεκάθαρο ότι πρόκειται για αμοιβαία επωφελή σύγκλιση, με κομβική σημασία για όσα τεκταίνονται. Δεν είναι τυχαίο, που ο ίδιος ο ΓΓ του ΟΗΕ έχει αναφερθεί σε αυτή τη σύγκλιση. Συνεπώς τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων είναι εγγυημένα. Κατά δεύτερο, γνωρίζουμε ότι η Τουρκία επιδιώκει να έχει θέση στον ενεργειακό χάρτη της περιοχής. Αυτός ο ρόλος δεν μπορεί να αποκτηθεί με λογικές στρατιωτικής επιβολής και με το δίκαιο του ισχυρού, σε βάρος των συμφερόντων των γειτονικών κρατών. Μπορεί να αποκτηθεί αυτός ο ρόλος, καθώς θα λύνονται οι ανοικτές διαφορές που υπάρχουν με τα γειτονικά της κράτη, συμπεριλαμβανομένου του άλυτου ζητήματος της κατοχής και διαίρεσης της Κύπρου. Ως ΑΚΕΛ, είμαστε έτοιμοι, μετά τη λύση του Κυπριακού να στηρίξουμε μια συζήτηση Κύπρου-Τουρκίας, που θα διερευνήσει με κριτήρια οικονομικής βιωσιμότητας, την επιλογή της κατασκευής αγωγού τόσο για δική της χρήση, όσο και για διοχέτευση φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Όσον αφορά το ζήτημα της οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου-Τουρκίας πρόκειται για ζήτημα, που προφανώς μόνο μετά τη λύση του Κυπριακού μπορεί να συζητηθεί και δεν συνιστά αντικείμενο των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό. Σε κάθε περίπτωση όμως, η άποψη μας είναι ότι η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της

148


Θάλασσας είναι το εργαλείο, που μπορεί να δώσει δίκαιες και σύννομες λύσεις, στην όποια διαφορά και αμφισβήτηση. Τρίτο. Ως ΑΚΕΛ έχουμε ξεκάθαρη θέση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κάθε δικαίωμα να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα και τους ενεργειακούς σχεδιασμούς, που απορρέουν από αυτά. Ότι, επίσης, η περιφερειακή και αμοιβαία επωφελής συνεργασία με όλα τα κράτη της περιοχής είναι ευπρόσδεκτη. Ταυτόχρονα όμως, έχουμε ταχθεί ξεκάθαρα ενάντια στη στρατιωτικοποίηση των ενεργειακών συνεργασιών στη Μεσόγειο, στις στρατιωτικές ασκήσεις και συνεργασίες της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Ισραήλ, του οποίου μάλιστα ο στρατός είναι κατοχική δύναμη εδώ και δεκαετίες στα παλαιστινιακά εδάφη. Ως ΑΚΕΛ έχουμε τονίσει ότι η καλλιέργεια ιδεολογημάτων για τη δημιουργία ενός αντιτουρκικού τόξου μεταξύ Κύπρου-Ισραήλ και άλλων χωρών μπορεί να ηχεί ωραία στα αυτιά του εθνικιστικού ακροατηρίου, αλλά αυτές οι λογικές κρύβουν τεράστιους κινδύνους, νέους κύκλους ανασφάλειας και κατά την άποψη μας πολλές αυταπάτες. Η ανασφάλεια, που δικαιολογημένα νιώθουν οι Ελληνοκύπριοι δεν θα λυθεί με στρατιωτικοποίηση, στρατιωτικές συνεργασίες με το Ισραήλ και ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις ή πόσο μάλλον με ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Αντίστοιχα, ούτε το αίσθημα ανασφάλειας, που νιώθουν οι Τουρκοκύπριοι θα λυθεί με νέα ένταση της στρατιωτικοποίησης από πλευράς Τουρκίας. Ασφάλεια μας είναι η ειρήνη. Για την Κύπρο και τους Κύπριους, ειρήνη σημαίνει πρώτα από όλα επανένωση του νησιού και του λαού της. Όλα αυτά λοιπόν καθιστούν αδιαμφισβήτητο ότι η λύση του Κυπριακού στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου και των παραμέτρων του ΟΗΕ είναι επιτακτική ανάγκη. Μόνο αυτή θα ξεκλειδώσει και θα αποκλιμακώσει το σκηνικό. Μόνο η λύση θα μετατρέψει τους κινδύνους σε προοπτική για τους λαούς και τις χώρες μας και ευρύτερα για την περιοχή. Αυτό ελπίζουμε ότι θα συνειδητοποιήσει και η κυβέρνηση της Τουρκίας. Ως ΑΚΕΛ επιμένουμε με συνέπεια και αταλάντευτα ότι αυτό, που προέχει σήμερα είναι η επανέναρξη των συνομιλιών στο Κυπριακό από το σημείο που διακόπηκαν στο Κραν Μοντανά, στη βάση του Πλαισίου Γκουτέρες. Για αυτό και η προτροπή μας προς τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων της Κύπρου, κ.κ. Αναστασιάδη και Ακιντζί είναι να ανταποκριθούν θετικά στις εκκλήσεις του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ ώστε να συμφωνηθούν οι όροι αναφοράς και να επαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις. Εκεί θα κριθεί ασφαλώς και η Τουρκία. Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο, ούτε για άνοιγμα ζητημάτων, που είναι ήδη συμφωνημένα. Δεν μπορούμε, επίσης, να διανοηθούμε ή να αποδεχθούμε οποιαδήποτε εκτροπή από το πλαίσιο του ΟΗΕ για τη λύση του Κυπριακού ή οποιεσδήποτε σκέψεις – από όπου κι αν προέρχονται - για «λύση δύο κρατών» και συνομοσπονδίας, δηλαδή διχοτόμησης. Μια λύση αρχών στο Κυπριακό, στη βάση διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας, με μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια, μία διεθνή προσωπικότητα και με πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του

149


ΟΗΕ, είναι η μόνη οδός ώστε Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι να μπορούν να αισιοδοξούν για το μέλλον τους και το μέλλον των παιδιών τους. Το μέλλον της κοινής μας πατρίδας. Αφήνοντας πίσω τα δόγματα, που λένε ότι «η Κύπρος είναι ελληνικό νησί» ή ότι είναι «προέκταση της Ανατολίας» και τις αντιλήψεις για «μητέρες πατρίδες». Αφήνοντας πίσω το αναχρονιστικό καθεστώς των εγγυητριών δυνάμεων πάνω στην Κύπρο, την κατοχή και τη διαίρεση. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι –σοφότεροι μέσα από τα διδάγματα της Ιστορίας- μπορούμε να διαφεντεύουμε την κοινή μας πατρίδα, χωρίς κηδεμόνες. Σε ένα κόσμο και σε μια εποχή ανταγωνισμών και συγκρούσεων, η ελεύθερη και επανενωμένη Κύπρος θα αναδυθεί ως υπόδειγμα, όπου δύο κοινότητες με διαφορετική γλώσσα, εθνότητα, θρησκεία και με μια οδυνηρή ιστορική κληρονομιά συμβιώνουν αρμονικά μέσα στην κοινή τους πατρίδα και συνδιαχειρίζονται το κοινό τους κράτος. Δύο κοινότητες που - ως ένας λαός, ως μια πατρίδα - θα προσθέσουμε τις δυνάμεις μας και θα πολλαπλασιάσουμε τη δυναμική και την προοπτική της χώρας μας. Η Κύπρος, ένα από τα πιο στρατιωτικοποιημένα σημεία του πλανήτη, θα απαλλαγεί από στρατούς, ναρκοπέδια, εξοπλισμούς, συρματοπλέγματα και οδοφράγματα και θα γίνει παράδειγμα ειρήνης και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό δεν είναι απλώς όραμα. Είναι άμεσος στρατηγικός στόχος. Που υπηρετεί τους λαούς της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Που υπηρετεί την ειρήνη και ανοίγει δρόμους συνεργασίας, που σήμερα είναι αδιανόητοι. Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να επιστρέψω στη συνολική κατάσταση της Ανατολικής Μεσογείου. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η μοίρα των χωρών της περιοχής είναι συνδεδεμένη και όσα συμβαίνουν δίπλα μας – αργά ή γρήγορα φτάνουν και στη δική μας πόρτα. Ζητήματα όπως: η επίλυση του Μεσανατολικού με τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967 και με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ. ο τερματισμός της αιματοχυσίας στη Συρία με αποκατάσταση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. η αποπυρηνικοποίηση της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, για την οποία παλεύουν τα φιλειρηνικά κινήματα πολλών χωρών της περιοχής, είναι ορισμένα μόνο από τα μεγάλα διακυβεύματα, που έχει ενώπιον της η γειτονιά μας. Διακυβεύματα και στόχοι, που αν έχουν θετική έκβαση μπορούν να αλλάξουν ριζικά ολόκληρο το τοπίο στην Ανατολική Μεσόγειο. Με αυτές τις σκέψεις θέλω να σας ευχαριστήσω ξανά για την πρόσκληση αυτή. Εύχομαι ότι θα ακολουθήσει μια γόνιμη και παραγωγική συζήτηση.

150


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 151-152, 2018

Η 20η Διεθνής Συνάντηση των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα από τις 23 – 25 Νοεμβρίου 2018 με θέμα:

«Η σύγχρονη εργατική τάξη και η συμμαχία της. Τα καθήκοντα της πολιτικής πρωτοπορίας, των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, στον αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, για τα δικαιώματα των εργατών και των λαών, για την ειρήνη, το σοσιαλισμό».

Οι εργασίες της Συνάντησης, που φιλοξενήθηκε από το ΚΚΕ, διεξάχθηκαν στην έδρα της Κ.Ε. του Κόμματος στον Περισσό. Την 20η Διεθνή Συνάντηση παρακολούθησαν εκπρόσωποι από 91 Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα από 73 χώρες του Πλανήτη, στην οποία έγινε μια γόνιμη συζήτηση, ανταλλαγή απόψεων και εμπειριών από τη δράση του κάθε κόμματος μέσα στις συνθήκες των χωρών τους, αλλά και εκτίμηση των κοινών δράσεων, που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια, που έχει μεσολαβήσει από την προηγούμενη Διεθνή Συνάντηση. Ταυτόχρονα, συζητήθηκαν τα καθήκοντα, που απορρέουν από την τρέχουσα παγκόσμια πολιτική και κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, για την ενίσχυση της πάλης των Κομμουνιστών για την ανάπτυξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος για την υπεράσπιση, διασφάλιση και ανάπτυξη των λαϊκών κεκτημένων και δικαιωμάτων, ενάντια στην εξουσία των μονοπωλίων, του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, καθώς επίσης και ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και πολέμους. Το ΑΚΕΛ εκπροσωπήθηκε στην 20η Διεθνή Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων από το συν. Γιώργο Λουκαΐδη – μέλος της Γραμματείας του

151


Π.Γ. της Κ.Ε. και τη συν. Βέρα Πολυκάρπου Πεύκου - μέλος της Κ.Ε. και Υπεύθυνη του Γραφείου Διεθνών Σχέσεων του Κόμματος. Στο παρόν τεύχος του Νέου Δημοκράτη δημοσιεύονται το Κάλεσμα, στο οποίο κατέληξε η 20η Διεθνής Συνάντηση, η Παρέμβαση του συν. Γ. Λουκαΐδη, καθώς και τη Δήλωση Αλληλεγγύης με το λαό της Κύπρου. Περισσότερες πληροφορίες για την 20η Διεθνή Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα: http://www.solidnet.org/meetings-and-statements/imcwp/20thinternational-meeting-of-communist-and-workers-parties/

152


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 118, σσ. 153-156, 2018

Κάλεσμα της 20ης Διεθνούς Συνάντησης Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων H 20η Διεθνής Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων (ΔΣΚΕΚ) πραγματοποιήθηκε από τις 23 έως τις 25 Νοέμβρη 2018 στην Αθήνα, φιλοξενούμενη από το ΚΚΕ, το οποίο τιμάει τα 100χρονα της ιστορικής του πορείας. Στη συνάντηση, με θέμα “Η σύγχρονη εργατική τάξη και η συμμαχία της. Τα καθήκοντα της πολιτικής της πρωτοπορίας -των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων- στον αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, για τα δικαιώματα των εργατών και των λαών, για την ειρήνη, το σοσιαλισμό”, πήραν μέρος 90 Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα από 73 χώρες, εκπροσωπώντας όλες τις ηπείρους. Οι εκπρόσωποι των κομμάτων εξέτασαν τις εξελίξεις σε διεθνές, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, αντάλλαξαν σκέψεις πάνω στην πείρα, που συγκεντρώθηκε από την πάλη των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων στις χώρες τους, από τις κοινές και συγκλίνουσες δράσεις, που αναπτύχθηκαν την προηγούμενη περίοδο, τους ταξικούς αγώνες στις χώρες τους, τις προσπάθειες για την προώθηση της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα άλλα λαϊκά και αντιμονοπωλιακά στρώματα. Συζήτησαν τα καθήκοντα για την ενίσχυση της πάλης των κομμουνιστών, την ανάπτυξη των αγώνων της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων για τα δικαιώματα των εργατών, των λαών, της νεολαίας σε σύγκρουση με τα μονοπώλια, την εξουσία του κεφαλαίου και την καπιταλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση. Μέσα από τις τοποθετήσεις των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων αναδείχθηκε η εκμεταλλευτική, ληστρική και απάνθρωπη φύση του καπιταλισμού. Σημειώθηκε ότι τόσο στο έδαφος της κρίσης, όσο και της καπιταλιστικής ανάπτυξης οξύνονται πολύπλευρα οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί καπιταλιστικών κρατών και συμμαχιών, προχωράει η διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων διεθνώς.

153


Συνεχίζονται οι ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις, αποκλεισμοί και επεμβάσεις. Παραμένουν οι πολεμικές εστίες, όπως στη Συρία, στην Υεμένη, στη Λιβύη, αλλά και στο Αζερμπαϊτζάν. Συνεχίζεται ο αδελφοκτόνος πόλεμος στην Ουκρανία με ευθύνη του αντιλαϊκού καθεστώτος του Κιέβου. Κλιμακώνονται οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί και οι πολεμικές προετοιμασίες. Τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα χαιρετίζουν τους αγώνες των εργατών και των λαών σε όλο τον κόσμο ενάντια στην επίθεση του ιμπεριαλισμού, ενάντια στην κατοχή, ενάντια σε επιβουλές των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της εθνικής ανεξαρτησίας, για την ειρήνη, την υπεράσπιση και διεύρυνση των κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Είναι πολύτιμη η πείρα, που συγκεντρώνεται σε πολλές χώρες από τους αγώνες ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και την πολιτική των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και των συμμάχων τους. Η όξυνση των αντιθέσεων περιλαμβάνει τον κίνδυνο νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών, των αγορών και των ενεργειακών αγωγών, ο οποίος θέτει σοβαρά καθήκοντα στο εργατικό κίνημα και τους κομμουνιστές για το δυνάμωμα ενός πλατιού αντιιμπεριαλιστικού αγώνα για ειρήνη και αφοπλισμό, την ένταση της πάλης ενάντια στην πολιτική των αστικών κυβερνήσεων, που υπηρετεί την κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου, την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και τον πόλεμο. Οι εξελίξεις τονίζουν πως η πάλη για την ειρήνη, τον αφοπλισμό, το σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας, για τη λύση των λαϊκών προβλημάτων και την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, για το σοσιαλισμό. Τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα εκτίμησαν θετικά τις πρωτοβουλίες, που πάρθηκαν το 2017, με αφορμή τα 100 χρόνια της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης και το 2018 για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ, συμβάλλοντας στην υπεράσπιση της προσφοράς της Σοβιετικής Ένωσης, του σοσιαλισμού, που είναι η μόνη διέξοδος στην καπιταλιστική εκμετάλλευση. Επιβεβαίωσαν τη διεθνιστική τους αλληλεγγύη στο πλευρό του συριακού, του παλαιστινιακού, του κυπριακού λαού, των λαών του Λιβάνου, του Σουδάν, της Σοσιαλιστικής Κούβας, της Βενεζουέλας, της Βραζιλίας, του Ιράν, όλων των λαών που αντιμετωπίζουν ιμπεριαλιστικές επιθέσεις και απειλές. Καταδίκασαν την επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες και τον αντικομμουνισμό και εξέφρασαν την ολόπλευρη στήριξη στους κομμουνιστές, που διώκονται στην Πολωνία, στην Ουκρανία, στο Σουδάν, στο Καζακστάν, στο Πακιστάν, στους κομμουνιστές, που αντιμετωπίζουν δικαστικές και πολιτικές διώξεις σε Ρωσία, Υπερδνειστερία και αλλού. Σημειώθηκε πως το 2019 υπάρχουν αρκετές σημαντικές επέτειοι, όπως τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τα 70 χρόνια της Κινέζικης

154


Επανάστασης και τα 60χρονα της Κουβανικής Επανάστασης, που είναι σημαντικό να αξιοποιηθούν για την ενίσχυση του προλεταριακού διεθνισμού, την υπεράσπιση της ιστορίας και προσφοράς του κομμουνιστικού κινήματος για τις λαϊκές κατακτήσεις, στο δρόμο της πάλης για την πρόοδο, την κοινωνική χειραφέτηση των εργατών και των λαών, κατά της παραχάραξης και διαστρέβλωσης της ιστορικής αλήθειας, της ταύτισης του κομμουνισμού με τις φασιστικές θηριωδίες. Τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Καταδίκασαν το ρατσισμό, τις επικίνδυνες φασιστικές, ακροδεξιές δυνάμεις, που είναι γέννημα του εκμεταλλευτικού συστήματος και στρέφονται κατά των λαών. Κατά τη διάρκεια της 20ης ΔΣΚΕΚ εκδόθηκαν μια σειρά ανακοινώσεις αλληλεγγύης για την πάλη των λαών σε πολλές περιοχές της υδρογείου. Τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα καλούν στην ανάπτυξη κοινών και συγκλινουσών δράσεων την επόμενη περίοδο στους εξής βασικούς άξονες: Ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στις επεμβάσεις και τη στρατιωτικοποίηση. Δράσεις ενάντια στο ΝΑΤΟ - το οποίο έχει την 70η επέτειό του στις 4 Απρίλη 2019 - και την ΕΕ, η οποία στρατιωτικοποιείται παραπέρα με την PESCO και άλλους μηχανισμούς. Ενάντια στα πυρηνικά όπλα και τις ξένες στρατιωτικές βάσεις, αξιοποιώντας την επέτειο του πυρηνικού ολοκαυτώματος σε Χιροσίμα - Ναγκασάκι (6 και 9 Αυγούστου) και τα 80 χρόνια από την έναρξη του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου (1η Σεπτέμβρη). Για την υπεράσπιση της Ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος και των αξιών του προλεταριακού διεθνισμού. Πολύμορφες εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς (2 Μάρτη), δράσεις ενάντια στον αντικομμουνισμό, στις διώξεις και απαγορεύσεις Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων. Αξιοποίηση της 102ης επετείου της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης για την προβολή των επιτευγμάτων του σοσιαλισμού και την εμβάθυνση της θεωρητικής συζήτησης και πρακτικής δράσης ενάντια στον καπιταλισμό και την εκμεταλλευτική, καταπιεστική, επιθετική, ληστρική και απάνθρωπη φύση του. Να δυναμώσει η διεθνιστική αλληλεγγύη στους λαούς, που αγωνίζονται, αντιμετωπίζουν κατοχή, ιμπεριαλιστικές απειλές και επεμβάσεις. Δυνάμωμα της διεθνιστικής αλληλεγγύης και της πάλης, απαιτώντας τον τερματισμό του αποκλεισμού των ΗΠΑ ενάντια στην Κούβα και των παρεμβάσεων και απειλών ενάντια στη Βολιβαριανή Βενεζουέλα. Στηρίζουμε τον αγώνα του παλαιστινιακού λαού για τερματισμό της κατοχής και αυτοδιάθεση, εγκαθιδρύοντας εθνικό, ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος με πρωτεύουσα την

155


Αν. Ιερουσαλήμ, εφαρμόζοντας τα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και υποστηρίζοντας την αντίσταση του παλαιστινιακού λαού, καταδικάζοντας την εγκληματική πολιτική του Ισραήλ. Καταγγελία των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην Κορεατική Χερσόνησο και αλληλεγγύη στον κορεάτικο λαό για ανεξάρτητη και ειρηνική επανένωση. Αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και σε όλους τους λαούς, που αντιμετωπίζουν κατοχή, επέμβαση και αποκλεισμό από τον ιμπεριαλισμό. Ολόπλευρη ταξική αλληλεγγύη στους αγώνες των εργαζομένων για εργασιακά, κοινωνικά, συνδικαλιστικά δικαιώματα, ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου. Ανάπτυξη αγωνιστικών δράσεων στους τόπους δουλειάς και συγκεκριμένα στη Διεθνή Ημέρα Εργατών, την 1η Μάη, αναδείχνοντας τον πρωτοπόρο ρόλο των κομμουνιστών. Για τα δικαιώματα και τη χειραφέτηση των γυναικών. Ανάπτυξη αγωνιστικών δράσεων, στις 8 Μάρτη, Παγκόσμια Μέρα Γυναικών, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών και την πλήρη τους ισοτιμία στην εργασία και τη ζωή. Πάλη για τις πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα ενάντια στις φασιστικές δυνάμεις, αντιδραστικά καθεστώτα, στο ρατσισμό και την ξενοφοβία, στον θρησκευτικό φανατισμό και την κοινωνική καταπίεση. Ανάπτυξη αγωνιστικών δράσεων την Ημέρα της Νίκης των Λαών επί του φασισμού - ναζισμού. Ανάπτυξη δράσεων για την προστασία του περιβάλλοντος. Οι συμμετέχοντες ευχαρίστησαν το ΚΚΕ για την επιτυχημένη φιλοξενία αυτής της Συνάντησης».

156


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 157-161, 2018 Παρέμβαση συν. Γιώργου ΛΟΥΚΑΪΔΗ, Μέλος Γραμματείας Πολιτικού Γραφείου Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος ΑΚΕΛ – Αριστεράς – Νέων Δυνάμεων

Συντρόφισσες και σύντροφοι, Χαιρετίζουμε την 20η Διεθνή Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων και απευθύνουμε σε όλους θερμό συντροφικό χαιρετισμό. Στέλνουμε μήνυμα αλληλεγγύης και ενότητας δράσης από μέρους των κομμουνιστών της Κύπρου προς τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες όλου του κόσμου, σε όσους αγωνίζονται για τα δίκαια των εργαζομένων, για την ειρήνη, για το σοσιαλισμό. Ειδικότερα, προς το ΚΚΕ μεταφέρουμε τις ευχαριστίες μας για τη φιλοξενία της φετινής Συνάντησης και με την ευκαιρία των 100 χρόνων ζωής και ηρωικής δράσης του ΚΚΕ απευθύνουμε στα μέλη και τα στελέχη του εγκάρδιο συντροφικό χαιρετισμό. Ως Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα, μας ενώνουν αξίες, ιδανικά και Ιστορία. Μας ενώνει η μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία, ο διεθνισμός και η υπόθεση του σοσιαλισμού. Είναι γνωστό βέβαια, ότι υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις σε θέματα στρατηγικής και τακτικής, τις οποίες μπορούμε και πρέπει να συζητούμε μέσα σε πνεύμα συντροφικότητας και αλληλοσεβασμού. Πιστεύουμε ωστόσο, ότι η ετήσια Διεθνής Συνάντηση εκπληρώνει την αποστολή της εφόσον καθίσταται ο χώρος γόνιμης ανταλλαγής εμπειριών και εκτιμήσεων, μα προπαντός, εφόσον καθίσταται το εργαλείο διασφάλισης και εμβάθυνσης της ενότητας δράσης των Κομμάτων μας σε ορισμένους βασικούς άξονες. Κτίζοντας σε αυτά, που μας ενώνουν ανταποκρινόμαστε στο καθήκον, που μας αναλογεί στη σημερινή φάση και κατάσταση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.

157


Συντρόφισσες και σύντροφοι, Η Διεθνής Συνάντηση πραγματοποιείται μέσα στις διεθνείς συνθήκες της συνεχιζόμενης καπιταλιστικής κρίσης. Παρά τις διαβεβαιώσεις από τους απολογητές του καπιταλισμού και παρά τις φάσεις πρόσκαιρης και αναιμικής ανάκαμψης, που καταγράφονται, η κρίση δεν έχει ξεπεραστεί. Ακόμα και με τη βίαιη καταστροφή τμήματος του κεφαλαίου, ακόμα και με το σύνολο των αντιλαϊκών μέτρων, που πάρθηκαν στα χρόνια της κρίσης σε όλο τον κόσμο προκειμένου να συμπιεστεί το εργατικό κόστος και τα κοινωνικά δικαιώματα, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να απαλλαγεί από τις κρίσεις, τις αντιθέσεις, τα αδιέξοδα. H αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας ήταν και παραμένει η ρίζα των δραματικών προβλημάτων, που αντιμετωπίζει η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων πάνω στον πλανήτη. Των ταξικών ανισοτήτων. Της συγκέντρωσης γιγαντιαίου πλούτου σε ολοένα και λιγότερα χέρια. Των σχέσεων εξάρτησης και εκμετάλλευσης ανάμεσα στα κράτη. Της φτώχειας, της πείνας, της ανεργίας. Της περιβαλλοντικής καταστροφής. Της μαζικής μετανάστευσης. Της ανόδου του φασισμού στην Ευρώπη και στην αμερικανική ήπειρο. Η πιο επικίνδυνη, ωστόσο, έκφραση της καπιταλιστικής κρίσης είναι η δραματική και εκρηκτική όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων του πλανήτη, που παίρνουν τη μορφή οικονομικών πολέμων, ενεργειακών τιτανομαχιών αναζωπύρωσης παλιών και νέων εστιών έντασης και συγκρούσεων μαζί με μια κλιμακούμενη στρατιωτικοποίηση, η οποία ξαναφέρνει στο προσκήνιο ακόμα και τον εφιάλτη του πυρηνικού ολέθρου. Είναι λοιπόν κατά την άποψη μας, στις σημερινές συνθήκες, βασικό καθήκον των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, δηλαδή η αποκάλυψη των ταξικών αιτιών, που κρύβονται πίσω από τους ανταγωνισμούς, τη στρατιωτικοποίηση και τον κίνδυνο του πολέμου και η κινητοποίηση των πλατιών μαζών στην υπεράσπιση της ειρήνης, στην απόκρουση του εφιάλτη ενός περιφερειακού ή γενικευμένου πολέμου. Έχουμε καθήκον να συσπειρώνουμε στα φιλειρηνικά, αντιπολεμικά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα των χωρών μας ολόκληρη την εργατική τάξη, κάθε εργαζόμενο και εργαζόμενη, τη νεολαία, όλους όσους συμμερίζονται τη σημασία του αγώνα για την ειρήνη. Έστω κι αν δεν συμφωνούν σε όλα μαζί μας. Έστω κι αν δεν τους έχουμε πείσει ακόμα ότι η ειρήνη δεν είναι μόνο η εξάλειψη του πολέμου, αλλά η εξάλειψη των αιτιών του πολέμου. Αυτή η αντίληψη καθοδηγεί το ΑΚΕΛ στο καθήκον μας να κινητοποιήσουμε το λαό της Κύπρου απέναντι στα διαχρονικά σχέδια για μετατροπή του νησιού μας σε στρατιωτικό ορμητήριο και πεδίο ασκήσεων ξένων στρατών. Πρόκειται για ένα καθήκον, που έχει τεθεί επιτακτικά ενώπιον μας αφού η κυβέρνηση Αναστασιάδη στην Κύπρο, από την εκλογή της το 2013, έδειξε τη βούληση της να υποστηρίξει ενεργά τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην περιοχή και σε αυτή τη γραμμή συνεχίζει πιο έντονα μετά την επανεκλογή της το 2018. Δεν είναι τυχαίο, που χαρακτήρισε την πατρίδα μας ως το «προκεχωρημένο φυλάκιο

158


της ΕΕ και της Δύσης στην Ανατολική Μεσόγειο» και ως «ασπίδα του Ισραήλ», ενώ πλέον κάνει ανοίγματα ακόμα και στη Σαουδική Αραβία. Αυτές οι επιλογές παρουσιάζονται από την κυβέρνηση ως θωράκιση της Κύπρου απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Το ΑΚΕΛ αντιτάσσει ότι η ασφάλεια του λαού και της χώρας μας είναι η ειρήνη και όχι η εμπλοκή στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και τη στρατιωτικοποίηση. Μέσα στο εκρηκτικό πλέον σκηνικό της Ανατολικής Μεσογείου διεξάγεται σήμερα ο αγώνας του κυπριακού λαού ενάντια στη 44χρονη κατοχή και τον εποικισμό του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία και τη ντε φάκτο διχοτόμηση του νησιού και των δυο κοινοτήτων της Κύπρου. Για το ΑΚΕΛ, ο αγώνας για απελευθέρωση και επανένωση της πατρίδας μας αποτελεί το άμεσο καθήκον του ως του Κόμματος της Εργατικής Τάξης και του Εργαζόμενου Λαού ολόκληρης της Κύπρου. Στη δική μας αντίληψη, η επανένωση του λαού μας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων - αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για να τεθεί ο στόχος του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στη χώρα μας. Λύση του Κυπριακού, που θα επιτυγχάνει τον τερματισμό της κατοχής και του καθεστώτος των ξένων εγγυητριών δυνάμεων, την αποκατάσταση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου, την αποστρατιωτικοποίηση του νησιού και την επανένωση του λαού θα συνιστά ανατροπή του ιμπεριαλιστικού εγκλήματος, που συντελέστηκε σε βάρος της Κύπρου το 1974 και μια σημαντική συμβολή στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα των λαών και την υπόθεση της ειρήνης στην Ανατολική Μεσόγειο. Σήμερα, το Κυπριακό διασταυρώνεται με τα συμφέροντα, που συγκρούονται στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Οι απειλές και επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας δυναμιτίζουν το τοπίο. Την ίδια ώρα, η πάροδος του χρόνου δημιουργεί σοβαρότατα και ενδεχομένως μη αναστρέψιμα αρνητικά τετελεσμένα επί του εδάφους, αλλά και στη δημογραφική σύνθεση του πληθυσμού, ένεκα της συστηματικής πολιτικής, που εφαρμόζει η Τουρκία για την αφομοίωση του κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου και της ίδιας της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η διαχρονική γραμμή του ΑΚΕΛ στο Κυπριακό συμπυκνώνεται στη θέση ότι αφ’ ενός είμαστε έτοιμοι για ένα έντιμο συμβιβασμό μεταξύ Ε/κ και Τ/κ, αλλά αφ’ ετέρου δεν θα δεχθούμε κανένα συμβιβασμό με την κατοχή, τη διχοτόμηση και το ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό το ΑΚΕΛ, στην τρέχουσα περίοδο αγωνίζεται, κινητοποιεί το λαό και παίρνει πρωτοβουλίες εντός και εκτός Κύπρου στην κατεύθυνση του στόχου για επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό στη βάση του Πλαισίου του ΓΓ του ΟΗΕ, το οποίο επιλύει ορθά τα ζητήματα που άπτονται της ουσίας του κυπριακού προβλήματος, δηλαδή τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής και την κατάργηση του καθεστώτος εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων Τουρκίας, Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου επί της Κύπρου. Ταυτόχρονα, ως ΑΚΕΛ απορρίπτουμε με αποφασιστικότητα τα σενάρια για ένταξη

159


της Κύπρου στο ΝΑΤΟ ή Νατοϊκές εγγυήσεις για τη λύση του Κυπριακού, κάτι που ο Πρόεδρος της Κύπρου έχει επαναφέρει το τελευταίο διάστημα. Η διχοτόμηση του νησιού αποτελούσε διαχρονική επιδίωξη της Τουρκίας με την προώθηση της συνομοσπονδίας ή της λύσης δύο κρατών. Το γεγονός ότι τέτοιες απόψεις – για αναζήτηση δηλαδή λύσεων έξω από το πλαίσιο του ΟΗΕ, που προνοεί λύση ομοσπονδίας - εκφράζονται πλέον και μέσα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα αποκαλύπτει αλλότρια κίνητρα και συμφέροντα και οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια. Το ΑΚΕΛ ήταν και είναι η δύναμη, που εκφράζει με συνέπεια τη θέση «Κύπρος: μια πατρίδα - ένας λαός» και προειδοποιεί ότι τυχόν εγκατάλειψη του στόχου για λύση ομοσπονδίας ισοδυναμεί με την αρχή του τέλους για το Κυπριακό, αλλά τελικά και για την ίδια την Κύπρο, αφού θα οριστικοποιήσει τη διχοτόμησή της. Για το ΑΚΕΛ καθίσταται ιστορικό καθήκον για το μέλλον και την ενότητα της πατρίδας μας η προάσπιση του πλαισίου λύσης του Κυπριακού, που προνοεί τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία, με μια κυριαρχία, μια ιθαγένεια, μια διεθνή προσωπικότητα και με πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων. Αυτό συνιστά τον έντιμο συμβιβασμό για τη λύση της εσωτερικής πτυχής του Κυπριακού, στον οποίο συναντώνται οι προοδευτικές δυνάμεις της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Καθίσταται λοιπόν πολύτιμη η διεθνιστική αλληλεγγύη των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, του παγκόσμιου προοδευτικού κινήματος προς τον αγώνα του Κυπριακού λαού. Συντρόφισσες και σύντροφοι, Για να εκπληρώνει το Κόμμα, τα άμεσα και τα μακροπρόθεσμα καθήκοντα του ως πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, πρέπει πρώτα από όλα να κερδίζει την εμπιστοσύνη της εργατικής τάξης και ευρύτερα των εργαζομένων μέσα στους αγώνες για τις άμεσες λαϊκές και κοινωνικές διεκδικήσεις. Για τα καθημερινά προβλήματα και αιτήματα του κόσμου της δουλειάς και της νεολαίας. Για την αποτελεσματική υπεράσπιση των εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων από τις επιθέσεις του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων που το υπηρετούν. Είναι με αυτό το φακό, που αξιολογούμε και τη δική μας δράση και τις δικές μας αδυναμίες. Τα τελευταία χρόνια, η Κύπρος βιώνει μια πρωτοφανή συγκέντρωση πλούτου σε ελάχιστα χέρια σε συνδυασμό με μια δραματική όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και ένα μεγάλο πισωγύρισμα στις εργασιακές σχέσεις. Η πολιτική της κυβέρνησης Αναστασιάδη, με την εκ περιτροπής στήριξη των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, συνιστά μια προκλητική αδίστακτη εξυπηρέτηση του τραπεζικού κεφαλαίου και της μεγαλοεργοδοσίας. Το ΑΚΕΛ είναι η μόνη δύναμη, που ασκεί αντιπολίτευση από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων και αποτελεί την κινητήρια δύναμη και το βασικό όγκο σε όσες λαϊκές και κοινωνικές

160


κινητοποιήσεις έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια. Εντούτοις, το γεγονός ότι τα πλείστα από αντιλαϊκά-αντεργατικά μέτρα της κυβέρνησης Αναστασιάδη – παρά την κοινωνική κατακραυγή - εντέλει επιβλήθηκαν (όπως η νομοθεσία για τις εκποιήσεις, η ιδιωτικοποίηση των λιμανιών και το ξεπούλημα του Συνεργατισμού, μιας κορυφαίας κατάκτησης του κυπριακού λαού) έχει εμπεδώσει σε μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων την απαξίωση για την αξία της οργανωμένης πάλης και της συνδικαλιστικής δράσης, αλλά και την απογοήτευση προς το Κόμμα και το Κίνημα. Και από τη δική μας εμπειρία – αλλά και την Ιστορία - αποδεικνύεται ότι η αποτελεσματικότητα των αγώνων είναι καθοριστικός παράγοντας στο πως διαμορφώνεται η αντίληψη των εργαζομένων – ιδιαίτερα των στρωμάτων, που πλήγηκαν περισσότερο από την κρίση - για το Κόμμα και το εργατικό κίνημα. Δεν αρκεί λοιπόν να διακηρύσσουμε ότι είμαστε η πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Πρέπει να κατακτούμε αυτό το ρόλο μέσα από αγώνες αποφασιστικούς, αλλά και αποτελεσματικούς, που θα βελτιώνουν τη θέση των εργαζομένων. Ο δρόμος των αγώνων είναι αυτός, με τον οποίο το Κόμμα κερδίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου της εργασίας, καταξιώνεται ως η πρωτοπορία του και ανοίγει το δρόμο για τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές και ανατροπές. Και τελικός προορισμός αυτού του δρόμου δεν μπορεί να είναι άλλος παρά ο σοσιαλισμός. Η κοινωνία, που επιλύει ριζικά τα άμεσα προβλήματα και ανάγκες των εργαζομένων. Που αναχαιτίζει τις αιτίες, που γεννούν τους πολέμους, το φασισμό και την οικολογική καταστροφή. Που απελευθερώνει τις τεράστιες δυνατότητες της ανθρωπότητας και της επιστήμης. Γιατί ο σοσιαλισμός δεν είναι ένας ευσεβής πόθος, ούτε μια ρομαντική ουτοπία. Πάνω από όλα ο σοσιαλισμός είναι αναγκαίος, επίκαιρος και εφικτός. Τα πισωγυρίσματα και οι χειμώνες της Ιστορίας είναι προσωρινά. Ο τροχός της Ιστορίας πάντα θα προχωρεί και η ανθρωπότητα στο τέλος θα κάνει το βήμα προς τα εμπρός. Ο σοσιαλισμός είναι το μέλλον των λαών.

161


Ο Γ. ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ ΣΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ 20 ΗΣ ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ

162


Νέος Δημοκράτης, Τεύχος 119, σσ. 163-164, 2018

Δήλωση Αλληλεγγύης με τον λαό της Κύπρου «Η ελευθερία και η επανένωση της Κύπρου αποτελεί ορόσημο ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα» Δηλώνουμε ότι το σημερινό αδιέξοδο σε σχέση με την ειρηνευτική διαδικασία στην Κύπρο πρέπει να ξεπεραστεί. Οι προηγούμενες αποτυχίες για την επίτευξη μιας συνολικής λύσης στη συμφωνημένη βάση δεν μπορεί να είναι το τέλος όλων των προσπαθειών για την απελευθέρωση της Κύπρου από την παράνομη κατοχή της Τουρκίας και για την επανένωση της χώρας και του λαού της. Λυπούμαστε που, 44 χρόνια μετά την παράνομη εισβολή, η κατοχή του 37% της Κύπρου συνεχίζεται με το διεθνές δίκαιο να παραβιάζεται κατάφωρα. Αναμένουμε ότι η κυπριακής ιδιοκτησίας διαδικασία, με την υποστήριξη του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, θα επαναρχίσει το συντομότερο δυνατό. • Υπενθυμίζουμε ότι το κυπριακό πρόβλημα είναι αποτέλεσμα ξένων επεμβάσεων και ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας. Το πραξικόπημα του 1974, το οποίο σχεδίασαν η ΣIA, το ΝΑΤΟ και οι σύμμαχοί τους και εκτελέστηκε από την Ελληνική χούντα και τους ντόπιους φασιστές συνεργάτες τους της ΕΟΚΑ Β, χρησίμευσε ως το πρόσχημα για την υλοποίηση των επεκτατικών σχεδιασμών της Τουρκίας στην Κύπρο. • Επαναλαμβάνουμε ότι μέσω της λύσης του Κυπριακού πρέπει να επιλυθεί η διεθνής παρανομία, που συντελέστηκε με την εισβολή, η οποία συνεχίζεται με την παράνομη κατοχή και να αποκατασταθούν οι σχέσεις μεταξύ των δυο κοινοτήτων της Κύπρου. • Επαναλαμβάνουμε ότι η συμφωνημένη βάση της λύσης είναι η δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως αυτή ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ, στις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου και βέβαια σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και τις αρχές, στις οποίες εδράζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση. • Υπενθυμίζουμε ότι η ενωμένη ομοσπονδιακή Κύπρος θα είναι ένα ενωμένο κράτος με μια και μόνη κυριαρχία, μια και μόνη διεθνή νομική προσωπικότητα και μια και μόνη ιθαγένεια, ένα πραγματικά ανεξάρτητο κράτος, όπου κανένας τρίτος δεν θα μπορεί να παρεμβαίνει, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να τερματιστεί η

163


αναχρονιστική Συνθήκη Εγγύησης του 1960, να αποκλείεται κάθε δικαίωμα ξένης επέμβασης και να αποχωρήσουν πλήρως οι κατοχικές δυνάμεις της Τουρκίας. Η λύση πρέπει να εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των Κυπρίων, ατομικά και συλλογικά. • Υπογραμμίζουμε ότι το στάτους κβο ενισχύει τις μακροπρόθεσμες φιλοδοξίες και στόχους της Τουρκίας κατά της Κύπρου και το μόνιμο διαχωρισμό της Κύπρου και του λαού της. Υπενθυμίζουμε παράλληλα ότι η συνολική λύση του Κυπριακού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποστρατιωτικοποίηση του νησιού, για κοινούς ταξικούς αγώνες και ένα μελλοντικό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα, που υπογράφουν την παρούσα Δήλωση: 1. Εκφράζουν την ισχυρή υποστήριξή τους για την επανέναρξη των απευθείας διαπραγματεύσεων το συντομότερο δυνατό, στη συμφωνημένη βάση και από εκεί που έμειναν στην τελευταία Διάσκεψη για την Κύπρο στο Κραν Μοντανά τον Ιούλιο του 2017. Προς αυτή την κατεύθυνση, οι ηγέτες των δυο κοινοτήτων στην Κύπρο έχουν ένα σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν. 2. Καλούν την Τουρκία να εγκαταλείψει τη μακρόχρονη αδιάλλακτη στάση της έναντι της Κύπρου και να δεσμευτεί για την απόσυρση του στρατού της από την Κυπριακή Δημοκρατία, την κατάργηση των ξένων εγγυήσεων και των όποιων επεμβατικών δικαιωμάτων, όπως καθορίζεται μέσα στο Πλαίσιο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, στο οποίο γίνεται αναφορά στις πρόσφατες Εκθέσεις του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας. 3. Απαιτούν την επίλυση του κυπριακού προβλήματος στη συμφωνημένη βάση και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών το συντομότερο δυνατό. Η διαιώνιση του στάτους κβο ή η απομάκρυνση από τη δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία, όπως αυτή συμφωνήθηκε, θα οδηγήσει στη μόνιμη διχοτόμηση της Κύπρου. 4. Καλούν τη διεθνή κοινότητα να σταματήσει να ανέχεται τη συνεχιζόμενη παρανομία, που λαμβάνει χώρα στην Κύπρο και να ασκήσει την επιρροή της προς την Τουρκία, ώστε να τερματίσει τις διχοτομικές της πολιτικές επί του εδάφους και να συμβάλει εμπράκτως στην επίλυση του Κυπριακού στη συμφωνημένη βάση λύσης. 5. Εκφράζουν την αλληλεγγύη τους και στηρίζουν τον αγώνα του Κυπριακού λαού για απελευθέρωση και επανένωση της χώρας του.

164


165


ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ 119 ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΝΕΟΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ» ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΕ 1500 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΤΟ 2018 ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ PRINTCO. Η ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΩΣΗ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΟ «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ». ISSN 1450-0779


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.