26
Κυριάκος Αθανασιάδης
Τη βλέπω να γαντζώνει με τα νύχια της το μουσκεμένο ύφασμα, να το τραβά με μιαν απότομη κίνηση και μετά να με κοιτά —να με κοιτά;—, ενώ την ίδια στιγμή κάποια κραυγή, που δεν έχει μολύνει άλλη φορά τούτο τον κόσμο, ξέσχισε τ’ αφτιά και κομμάτιασε την ψυχή μου. Με είδε μέσα από δύο μαύρες τρύπες — μα τα μάτια της, αλήθεια, δε βρισκόντουσαν σ’ ένα ποτήρι με οινόπνευμα δίπλα μου; Την άλλη στιγμή έπεσε πίσω στο κρεβάτι και πέθανε, ενώ εγώ σωριαζόμουν λιπόθυμος, μ’ έναν πόνο στο πρόσωπο. Με ξύπνησε ύστερα από πολλές ώρες —έξω ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει— ο ψίθυρος της Αμυμώνης. Με καλούσε κοντά της. Τινάχτηκα επάνω και την είδα, όρθια, με τα μάτια δεμένα, να στέκεται στη μέση του δωματίου. Δεν είχε καταλάβει πως σχεδόν ολόκληρο το κεφάλι της ήταν προσεκτικά τυλιγμένο με επίδεσμο. Έτρεξα και την αγκάλιασα. Την οδήγησα έξω, μακριά από το θυσιαστήριο της μητέρας της. Αν μπορούσε να δει, δεν έπρεπε ποτέ να αντικρίσει το σκυλεμένο κορμί αυτής που άθελά της της χάρισε την όραση.