Οι καθρέφτες Όταν ξύπνησε κατάλαβε αμέσως πού δεν βρισκόταν. Και ξύπνησε γιατί ασφυκτιούσε γιατί το οξυγόνο ήτανε σαν να τέλειωνε σε έναν χώρο όπου ποτέ άνθρωπος δεν είχε βρεθεί. Και αυτό ήτανε απολύτως βέβαιο, και ο ίδιος βέβαιος απολύτως βέβαιος πως δεν είχε βρεθεί ποτέ του ξανά εκεί. Ήτανε ένα δωμάτιο απάνθρωπο ένα δωμάτιο που διαμήνυε διαρκώς την ανθρώπινη απουσία. Όχι μόνο γιατί κατέλυε με κάθε τρόπο την όποια αρχιτεκτονική δομή, ούτε γιατί στη θέση της εγκαθίδρυε μιαν άλλη που ουδεμία σχέση είχε με εκείνη που κατέλυε. Αλλά γιατί στο δωμάτιο αυτό υπήρχε η απόλυτη απουσία της όποιας δομής, το δωμάτιο το ίδιο ήτανε μιαν απουσία. Και υπήρχε ακριβώς λόγω της απουσίας του, υπήρχε επειδή δεν υπήρχε, μέσα από την ανυπαρξία του. Υπήρχε όπως ακριβώς υπάρχει το μηδέν: 79