Σιμπολέτ

Page 1


2. Δίκομβο « Εστίαν τίμα» (Να τιμάς την εστία σου)

Το χωριό µου, ο Θεός το κάρφωσε στην ελληνική µεθόριο. Ήταν από τα τελευταία έργα του. Περίσσεψε στα χέρια του και θυµωµένος το κάρφωσε τρία χιλιόµετρα από τα σύνορα µε τη Βουλγαρία. Πάνω του πέταξε και την υπόλοιπη λάσπη που του περίσσευε. Ο χάρτης, δεν καταδέχθηκε να το αναφέρει. Λίγες ψυχές. Ποιος νοιάζεται. Τα µόνα πράγµατα που διέθετε πάντοτε, ήταν ιδρώτας για τα καπνοχώραφα, µπόλικη δυστυχία και τους δύο κόµβους του, δηλαδή δύο δρόµους έξω από το χωριό. Ο ένας για τη Βουλγαρία και ο άλλος για την πρωτεύουσα του Νοµού. Οι ΄΄κόµβοι του΄΄ λοιπόν, του χάρισαν και το όνοµά του. ∆ίκοµβο! Εκεί γεννήθηκα. Μεγάλη Παρασκευή. Την ώρα που χτυπούσαν οι καµπάνες για τον επιτάφιο. Εκεί µεγάλωσα. Στο ∆ίκοµβο, µε τους µεγάλους χειµώνες. Χειµώνες που άφησαν το χιόνι τους στην παιδική µου ψυχή ˙ που ποτέ δεν έλιωσε. Όσο µικρό ή και ασήµαντο να είναι το χωριό µας, για µας, για τον καθένα µας, είναι ό,τι πιο όµορφο 19


υπάρχει, είναι η πιο ζεστή αγκαλιά. Είναι οι στιγµές που ζήσαµε. Και η ζωή, είναι στιγµές ˙ µόνο στιγµές . Το χωριό µας, είναι η ψυχή µας, είναι εµείς! Είναι ο τόπος που ένιωσε την περπατησιά µας. Είναι οι µνήµες µας! Η µόνιµη νοσταλγία µας. Η ανάσα µας! Είναι το χώµα που σκεπάζει τις ρίζες µας. Τις δικές µου ρίζες, θα τις βρεις πολύ πίσω στα χρόνια, πολύ παλιά. Μα θαρρώ, ότι τις δυνάµωσε ο προπάππος µου. Ο προπάππος µου, ήταν παπάς. Για την εποχή του, ήταν πολύ µορφωµένος. Είχε σπουδάσει, στις αρχές του εικοστού αιώνα, στην ιερατική σχολή της Αδριανούπολης. Ψηλός, επιβλητικός και µε φωνή που σ’ αιχµαλώτιζε όταν έψελνε, όπως έλεγαν, σε κέρδιζε! Αυτός ήταν ο προπάππος µου… ο παπα-Αλέξανδρος, ή σύµφωνα µε τα στοιχεία της ταυτότητας, ο Αλέξανδρος Λυκούδης. Ο ίδιος ήταν περήφανος για το επίθετό του, όµως σπάνια το άκουγε ολόκληρο. Όλοι ΄΄λύκο΄΄ τον ανέβαζαν, ΄΄λύκο΄΄ τον κατέβαζαν. Το παπα-Αλέξανδρος, έγινε παπα- Αλέκος και σιγά - σιγά, πάντοτε πίσω από την πλάτη του, έγινε…΄΄παπα-λύκος΄΄! ΄΄Παπαλύκος΄΄ λοιπόν. Η οικογένεια, ποτέ δεν κατάφερε να επιβάλει το Λυκούδης. Κατάφερε όµως να κατοχυρώσει το ΄΄λύκος΄΄. Αυτό, ήταν και το µεγαλύτερο πρόβληµά µου όταν ήµουν παιδί, αλλά ακόµα και σήµερα. Με τα χρόνια, το συνηθίσαµε και µείς στην οικογένεια και πολλές φορές χαριτολογώντας, όταν είµαστε µόνοι µας, αποκαλούσαµε ο ένας τον άλλο ΄΄λύκο΄΄ και γελούσαµε. Το Λυκούδης έµενε µόνο στα χαρτιά και βάραινε τις ταυτότητές µας. Το ΄΄λύκος΄΄ βάραινε την καθηµερινή ζωή του κάθε µέλους της οικογένειας. 20


Ο λύκος, είναι πολύ περήφανο ζώο και µοναχικό. ∆εν εξηµερώνεται. Νοµίζω αυτά τα χαρακτηριστικά, τα κουβαλούσα κι εγώ πάντοτε. Όπως κουβαλούσα, µέσα στο στόµα µου, µαζί µε τ’ άλλα δόντια και έναν µεγάλο κυνόδοντα ή όπως το έλεγα εγώ ΄΄σκυλόδοντο΄΄, το οποίο πολλές φορές τραυµάτιζε το κάτω χείλος µου, αλλά και την εικόνα του όµορφου, όπως ήθελα να είµαι… και να φαίνοµαι! Από τα τρία παιδιά του παπα-Αλέξανδρου, ο µεγαλύτερος, ο Πέτρος, ήταν ο παππούς µου. Η Γεωργία η µεσαία, πέθανε στη γέννα, στο πρώτο της παιδί. Ο Απόστολος, ήταν ο µικρότερος. Κατάφερε µε όλες τις δυσκολίες των χρόνων εκείνων και τέλειωσε το γυµνάσιο. Έγινε στρατιωτικός και έφυγε στην Αθήνα. Από τον θάνατο του πατέρα του και µετά, έριξε µαύρη πέτρα πίσω του και δεν ξαναγύρισε. Εγώ, τον είδα µόνο µια φορά. Είχε περάσει για να δει τον παππού µου ένα καλοκαιριάτικο απόγευµα. ∆εν κάθισε ούτε ώρα. ∆εν ξαναήρθε, ούτε και µείς πήγαµε ˙ ξεκόψαµε. Ο παππούς µου, ο Πέτρος, ο µεγαλύτερος γιός, διέκοψε στη δεύτερη τάξη το γυµνάσιο. Το παράτησε. Έπρεπε κάποιος να βοηθήσει στα χωράφια. Έµεινε στο χωριό. Έγινε αγρότης και ψάλτης. Έτσι, τίµησε και την εκκλησία και την ύπαιθρο. Ο παππούς µου, είχε τρείς αγάπες. Το Θεό, τη φύση και το διάβασµα. ∆ιάβαζε πολύ! Ο γιός του ο Αλέξανδρος, ο πατέρας µου, ήταν παιδί µεγαλωµένο µέσα στους πολέµους και στην κατοχή. Τέλειωσε µόνο το δηµοτικό. Από µικρός ήταν στα χωράφια. Παλληκαράκι ακόµα και όταν πήγε να υπηρετήσει την πατρίδα, βρέθηκε δεκανέας στην Κορέα. 21


Από τον πόλεµο της Κορέας, αποκόµισε στο µηρό του ένα µεγάλο σηµάδι σαν τριαντάφυλλο, από θραύσµα οβίδας. Ευτυχώς, χωρίς άλλες συνέπειες. Και πολλά, πάρα πολλά µετάλλια. Το τελευταίο µάλιστα ήταν πολύ πρόσφατο. Μετά τον πόλεµο της Κορέας και την επιστροφή του στο χωριό, παντρεύτηκαν µε τη µάνα µου, τη Λευκή. Ήταν αρραβωνιασµένοι ήδη πέντε χρόνια. Η επιλογή ήταν µία! Καπνός και χωράφια. Ή έτσι φαινόταν στην αρχή. Στη συνέχεια, υπήρχε και η λύση του εξωτερικού. Εργάτες στη Γερµανία! ∆εν άντεχε άλλο τη µιζέρια και τον καπνό στα χωράφια. Είχε επιστρέψει από έναν πόλεµο –ως εκστρατεία, αναφερόταν από την Ελληνική Πολιτείαπου δεν ήταν δικός του. Ήταν κάποιων άλλων! Θα ξεκινούσε, λοιπόν, το δικό του πόλεµο. Τον πόλεµο της ζωής του! Τον πόλεµο της αξιοπρέπειας. Πήρε µια µέρα τη µάνα µου, την κυρά Λευκή, κι έφυγαν µετανάστες στη Γερµανία. Τον παππού και τη γιαγιά, εγώ και ο αδερφός µου ο Νίκος, ΄΄τα λυκάκια΄΄ όπως µας φώναζαν, τους νιώθαµε σαν πραγµατικούς µας γονείς. Αυτοί µας µεγάλωσαν. Η γιαγιά µου η ∆έσπω και ο παππούς µου ο Πέτρος. Η γιαγιά µου, γράµµατα δεν ήξερε. Σταυρό έβαζε για υπογραφή. Ήταν όµως, πολύ δυναµική γυναίκα. Στρατηγός! Σε µόνιµη επίθεση. Άπλωνε τα θεόρατα χέρια της προς τον ουρανό, όταν θύµωνε και θαρρούσες, θα τον κοµµάτιαζε, θα τον κατέβαζε στη γη. Συνήθως, κατέβαζε κάποιο κοσµητικό επίθετο σ’ αυτόν που πείραζε τα εγγόνια της. Το πρόβληµά της, ήταν ο καταρράκτης των µατιών της. Την αποσυντόνιζε, την έκανε να βλέπει θολά.

22


Ο εγωισµός της όµως, δεν την άφηνε να το παραδεχθεί. Με το παρουσιαστικό της και τη στάση της, δικαιολογούσε απόλυτα, το προσωνύµιο ΄΄λύκαινα΄΄. Την έτρεµαν! Όλοι! Ακόµα και ο παππούς µου. Τον παππού µου δεν τον θυµάµαι ποτέ θυµωµένο. Μοίραζε απλόχερα χαµόγελα και αγάπη σε όλους. Πολύ περισσότερο, σ’ εµάς τα εγγόνια του˙ εµένα τον Πέτρο, που είχα και το όνοµά του και το Νίκο τον αδερφό µου. Είχε κι αυτός, τον δικό του καταρράκτη. ∆εν τραγουδούσε ποτέ, µόνο έψελνε ˙ και έψελνε καλά. Πολλές φορές, πίστευα ότι ο Θεός έκανε κάποιο λάθος κατά τη δηµιουργία αυτού του ανθρώπου. ∆εν ήταν γήινος, δεν ήταν ΄΄δικός µας΄΄. Μου έµοιαζε περισσότερο για άγιο, παρά για άνθρωπο. Τόση καλοσύνη… Κάποτε τον ρώτησα: «Παππού! ∆εν θυµώνεις ποτέ;» Χαµογέλασε… «φυσικά και θυµώνω. Όλοι οι άνθρωποι θυµώνουν». «Τότε, γιατί δεν σε βλέπω ποτέ θυµωµένο…» «Πέτρο, τον θυµό µου τον θάβω!» «Τον θάβεις; Πού τον θάβεις; Πώς; Πώς… τον θάβεις;» «Στην ψυχή µου, παιδί µου. Στην ψυχή µου!» Θέλησα να τον πειράξω: «Και… που είναι το φτυάρι παππού;» Εκείνος µου έδειξε ατάραχος, µε τον κιτρινισµένο από τη νικοτίνη δείκτη του χεριού του, τον άσπρο κρόταφό του και µου είπε: «Εδώ! Με τη σκέψη! Με τη σκέψη…» ∆εν τον ενόχλησε καθόλου το παιδιάστικο πείραγµά µου. Απεναντίας, ήταν µια ευκαιρία να ακουµπήσει µέσα µου κοµµάτια από τις γνώσεις του, από 23


τα διαβάσµατά του και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του. Άναψε ένα τσιγάρο. Έθνος κασετίνα. Αφού ρούφηξε βαθειά, βγάζοντας από τα πνευµόνια του τον καπνό, συνέχισε… «Τα βλέπεις αυτά;» µου είπε, δείχνοντας τις στοίβες βιβλίων που είχε. «Αυτά, είναι τα εργαλεία µου. Είναι το αµόνι και το σφυρί. Μ΄ αυτά κατασκευάζω και συντηρώ τα φτυάρια!» Κατάλαβα. Ο παππούς µου διάβαζε. ∆ιάβαζε πολύ. Συνήθως δεν µιλούσε πολύ, όταν όµως µιλούσε, είχε να πει σπουδαία πράγµατα. Η φωνή του ζεστή, µε τύλιγε µε τον ήχο της. Με άρπαζε, απ’ τα φτερά του παιδικού µου µυαλού και µε ταξίδευε, µε απογείωνε. Που και που, ερχόταν απρόσκλητα, σαν άγριο σκυλί, ο τσιγαρόβηχας και διέκοπτε την αρµονία της αφήγησης. Μόνο για µια στιγµή. Ήταν κι αυτό, µέρος του ταξιδιού µας. Το είχαµε συνηθίσει. Μετά, συνέχιζε από κει που σταµάτησε. Εγώ, µε ανοιχτό το στόµα, χανόµουν µέσα στις λέξεις του και στον καπνό του τσιγάρου του...

24



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.