μάτια, ρωτούσε με αγωνία: «Σι έχεις, κορούλα μου, τι σου συμβαίνει;» Σι να της έλεγα< Μόνο όταν την είδα να κλαίει στο γάμο μου, από χαρά, έφυγαν από μέσα μου μεμιάς όλες οι ενοχές. «Μακάρι, κόρη μου, να μ’ έπαιρνε τώρα ο Θεός, τώρα που σε βλέπω τόσο ευτυχισμένη!» μου σιγανοψιθύρισε εκείνη τη μέρα, κι εγώ αμέσως την έσφιξα στην αγκαλιά μου, όπως τότε που ήμουνα παιδί, και ξανάνιωσα, όπως τότε που ήμουνα κορούδα, εκείνη την πρώτη στοργή που για λίγα χρόνια είχα απαρνηθεί.
***
68