Από τη δεύτερη μέρα που βάλαμε τα «μπρατσάκια», άρχισε να επιπλέει. Εν τω μεταξύ έχει μετατραπεί σε μεγάλο σατραπίσκο: όταν πατώνει, ενοχλείται και θέλει να πάει στα βαθιά, «μέσα». Πάμε βαθύτερα, αιωρείται για λίγο και τότε με προσποιητή αγωνία φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορεί: «Βοήθειαααα, πνίγομαι!», που σημαίνει ότι θέλει να πάει πάλι εκεί όπου πατώνει. Σρομάζει τον κόσμο γύρω μας. Εμείς, βέβαια, γελάμε, όχι όμως και οι άλλοι που δε λένε να συνηθίσουν τη φωνάρα της< Κι όταν έρχεται η ώρα να φύγουμε, δε μπορούμε να την ξεκολλήσουμε από το νερό. Επί δέκα λεπτά διαπραγματευόμαστε< Σην απειλώ ότι θα την πάρω στα χέρια να τη βγάλω σηκωτή, κάτι που απεχθάνεται. Έτσι στο τέλος συμβιβάζεται να βγει, υπό τον όρο ότι δε θα τη βοηθήσω εγώ, αλλά μόνη της θ’ ανέβει τα σκαλιά για να πάει στο μπουρνούζι της και στη νταντά μας. Εγώ όμως την ακολουθώ, γιατί τα σκαλιά γλιστράνε, αυτή γκρινιάζει, εγώ υποχωρώ, εκείνη ανεβαίνει ένα σκαλί, πλησιάζω, με βλέπει, τσαντίζεται, υποχωρώ, ανεβαίνει άλλο ένα, και πάει λέγοντας. Μέχρι να τη ντύσουν και να την ετοιμάσουν, κολυμπάω κι εγώ ένα πεντάλεπτο. Κι ύστερα, για να φύγουμε, θα πρέπει να την πάρω αγκαλίτσα μέχρι το αυτοκίνητο. Σότε κουλουριάζεται πάνω μου ακουμπώντας το μάγουλό της στο λαιμό μου, έτσι ώστε να νιώθω την ανάσα της σαν βαθύ «ευχαριστώ». Πάντως, η τύχη μας δεν κράτησε πολύ. Φτες, όλη νύχτα είχε ξερόβηχα. Ξενυχτίσαμε με το θερμόμετρο στο χέρι. Πυρετό, ευτυχώς, δεν είδαμε ακόμα, ούτε και
217