φέρει πάγο και κρύο νερό. Οι επισκέπτες μας ήταν να τους λυπάται η ψυχή σου< Να μη σου τα πολυλογώ, στα σιωπηλά τη βγάλαμε για καμιά ώρα έξω στο πεζοδρόμιο< μέχρι που οι καημένοι οι φίλοι μας έφυγαν τελικά δυο φορές πικραμένοι: μια για το κακό που τους βρήκε –δεν κατάλαβα τι– κι άλλη μια που το παιδάκι τους άθελά του μ’ έριξε κάτω. Όταν έφυγαν, η μαμά, αφού με έδωσε «ααλίτσα» (αγκαλίτσα) στο μπαμπά, πήγε πίσω από ένα δεντράκι κι έκρυψε το πρόσωπό της. ε λίγο επέστρεψε και με πήρε πάλι «ααλίτσα». Όμως είδα ότι τα μάτια της ήτανε υγρά και της είπα: «Μην κλαις μαμά, μην κλαις! ’ αγαπώ πολύ, πάααρα πολύ!» Με αγάπη, Η φίλη σου.
***
109