Δ Γούναρης Πολιτική Βιογραφία - Ινστιτούτο

Page 1

ΝΙΚΟΣ Ι. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Δημήτριος Γούναρης Π ο λ ι τ ι κ ή

Β ι ο γ ρ α φ ί α

Αθήνα 2006


Περιεχόμενα Προλογικό Σημείωμα Πρωθυπουργού…………………………………..……………….σελ. Πρόλογος………………………………………………………………..……………….. σελ. Εισαγωγή………………………………………………………………….……………….. σελ. Κεφάλαιο 1ο Οι Αφετηρίες - Τα Πρώτα Πολιτικά του Βήματα 1.1 Οικογενειακές καταβολές και νεανικά χρόνια …………………………………….. σελ. 1.2 Έναρξη επαγγελματικής σταδιοδρομίας……………………………….………….. σελ. 1.3 Είσοδος στην ενεργό πολιτική……………………………………………………….. σελ. 1.4 Πρώτες κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις…………………………………………….. σελ. 1.5 Οι πρώτες συγκρούσεις με τα συμφέροντα - Η πρώτη εκλογική αποτυχία……….. σελ. 1.6 Η θριαμβευτική επανεκλογή………………………………………….……………….. σελ. Κεφάλαιο 2ο Στην Πρώτη Γραμμή του Αγώνα για τον Πολιτικό Εκσυγχρονισμό 2.1 Με «όπλο» το βήμα της Βουλής…………………………………………………….. σελ. 2.2 Η «ομάδα των Ιαπώνων» ………………………………….………………………….. σελ. 2.3 Πρώτη επώδυνη εμπειρία της συμβίωσης με τον παλαιοκομματισμό…………….. σελ. 2.4 Το «Κίνημα στο Γουδί»: Η δυναμική ανατροπή του παλαιοκομματικού πλαισίου….σελ. 2.5 Η «Συνάντηση της Γαστούνης» και οι πρώτες κινήσεις πολιτικής χειραφέτησης….σελ. Κεφάλαιο 3ο Από την Εμπροσθοφυλακή της Αντιπολίτευσης, στην Πρωθυπουργία 3.1 Η μάχη για την ανασύνταξη της αντιπολίτευσης…………………………………….. σελ. 3.2 Τα πρώτα σπέρματα διαφωνίας με επιλογές Βενιζέλου στην εξωτερική πολιτική….σελ. 3.3 Η όξυνση των τόνων της πολιτικής αντιπαράθεσης………………………………….. σελ. 3.4 Η πρώτη κυβέρνηση Γούναρη……………………………………………………….. σελ. 3.5 Η ίδρυση του «Κόμματος Εθνικοφρόνων» - Οι εκλογές της 31ης Μαΐου 1915………..σελ. 2


Κεφάλαιο 4ο Η Πορεία Προς το Διχασμό 4.1 Οι διχοστασίες βαθαίνουν…………………………………………………………….. σελ. 4.2 Η δεύτερη παραίτηση Βενιζέλου - Οι πολιτικές δυνάμεις σε τροχιά σύγκρουσης….σελ. 4.3 Οι εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915 - Η μονόπλευρη Βουλή……………………….. σελ. Κεφάλαιο 5ο Στη Δίνη του Διχασμού - Η Εξορία 5.1 Μια κυβέρνηση σε αδυναμία να κυβερνήσει………………………………………….. σελ. 5.2 Η χώρα σε κλοιό πιέσεων …………………………………………………………….. σελ. 5.3 Το κίνημα της «Εθνικής Άμυνας» - Τα «Νοεμβριανά» κορυφώνουν το διχασμό…….σελ. 5.4 Η έκπτωση του Βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ - Πολιτικές διώξεις…………………….. σελ. 5.5 Αγώνας από την Κορσική για τη δημοκρατία στην Ελλάδα………………………….. σελ. Κεφάλαιο 6ο Επιστροφή και Δικαίωση 6.1 Οι προσπάθειες για την «Ηνωμένη Αντιπολίτευση» ……………………………….. σελ. 6.2 Οι εντάσεις, η χαλάρωση των απαγορεύσεων και η επιστροφή ………………….. σελ. 6.3 Η ίδρυση του «Λαϊκού Κόμματος» - Η νίκη στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 ….σελ. Κεφάλαιο 7ο Εν Μέσω Συμπληγάδων στην Τραγωδία 7.1 Κυβερνητική πρεμιέρα με ενδοπαραταξιακές εντάσεις …………………………….. σελ. 7.2 Η δεύτερη πρωθυπουργία …………………………………………………………….. σελ. 7.3 Ο διπλωματικός μαραθώνιος και η διαρκής υπονόμευση …………………………….. σελ. 7.4 Η πτώση της κυβέρνησης Γούναρη και η τραγωδία ………………………………….. σελ. Κεφάλαιο 8ο Θυσία στον «Μινώταυρο» των Πολιτικών Παθών 8.1 Το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 - Τα επακόλουθα ………………………….. σελ. 8.2 Η δίωξη - Οι ανακρίσεις ………………………………………………………….. σελ. 3


8.3 Η δίκη - Η καταδίκη ……………………………………………………………….. σελ. 8.4 Η εκτέλεση των έξι ………………………………………………………………….. σελ. Επιλεγόμενα …………………………………………………………………………….. σελ. Βιβλιογραφία ………………………………………………………………………….. σελ.

4


Προλογικό Σημείωμα του Πρωθυπουργού κ. Κώστα Καραμανλή Η σημαντικότερη κατάκτηση της ελληνικής κοινωνίας από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, η εξέλιξη που ουσιαστικά σηματοδοτεί την έναρξη μιας ιστορικής περιόδου για την Ελλάδα και τους Έλληνες, είναι η στην πράξη εξάλειψη των διαχωριστικών γραμμών του χθες. Είναι η συνειδητοποίηση ότι, ανεξαρτήτως ιδεολογικής αφετηρίας και πολιτικής τοποθέτησης, οι Ελληνίδες και οι Έλληνες μπορούμε μπροστά στα μεγάλα και τα σημαντικά, να παραμερίζουμε τις επιμέρους διαφωνίες μας και να ενώνουμε τις δυνάμεις μας σε κοινή προσπάθεια. Αν η Ελλάδα του 2006 δικαιούται να αντικρίζει το μέλλον με αισιοδοξία, αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο ότι οι Έλληνες πλέον αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατία, όχι ως μάχη για την εξόντωση του αντιπάλου, αλλά ως τη διαρκώς εξελισσόμενη ευρετική διαδικασία, στην οποία, μέσα από την αντιπαράθεση διαφορετικών ιδεών, απόψεων και προτάσεων, παράγεται το πλαίσιο και το περιεχόμενο της συνολικής δράσης. Αυτή η συνειδητοποίηση έχει βεβαίως ως θεμέλιο και προϋπόθεση τη βαθιά κατανόηση των διδαγμάτων της ιστορίας. Γιατί εντέλει, είναι οι πολλές και οδυνηρές περιπέτειες του ελληνισμού που, μέσα από την μετριοπαθή και υπεύθυνη μελέτη τους, υπαγορεύουν την καταδίκη των νοοτροπιών και των πρακτικών που οδηγούν στη διχόνοια και το διχασμό. Είναι οι περιπέτειες αυτές που υπαγορεύουν το δρόμο της αναγνώρισης και του σεβασμού στην άλλη άποψη, το δρόμο της συνεννόησης και της ομόνοιας. Σ’ αυτή τη βαθύτερη κατανόηση των διδαγμάτων της ιστορίας έρχεται να συμβάλει το βιβλίο του Νίκου Νικολόπουλου για τον Δημήτριο Γούναρη, για έναν πολιτικό που σημάδεψε με την προσωπικότητα και τη δράση του μία από τις πλέον φορτισμένες ιστορικές περιόδους του νέου ελληνισμού. Η τεκμηριωμένη μελέτη του Νίκου Νικολόπουλου έχει ως προγραμματικό στόχο τη σφαιρική αποτίμηση του Γούναρη. Μια αποτίμηση που ακόμη και σήμερα δυσχεραίνει το βάρος της εκτέλεσής του, μετά τη «δίκη των έξι» και η μανιχαϊστική ανάγνωση της περιόδου του Διχασμού. Ο Γούναρης υπεύθυνος πολιτικός αρχών και ένας από τους κύριους υποστηρικτές του αιτήματος για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, εντάσσεται έτσι οργανικά στο πολιτικό περιβάλον της εποχής, το οποίο, μη επιτρέποντας την ήρεμη ανταλλαγή απόψεων, οδήγησε στη λήψη λάθος αποφάσεων με ολέθριες συνέπειες για τον τόπο και τους ανθρώπους. Το συμπέρασμα στο οποίο φτάνει ο συγγραφέας, ότι δηλαδή η ουσιαστική δημοκρατία, και όχι οι ικανότητες ή οι προθέσεις των πολιτικών ανδρών και γυναικών, είναι η προϋπόθεση για την πρόοδο μιας κοινωνίας, είναι η θεμελιώδης αρχή βάσει της οποίας οι ελεύθεροι πολίτες οφείλουμε να σχεδιάζουμε τη δράση μας. Είναι η αρχή που καθιστά το αίτημα για διαρκή ενίσχυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, για την διαρκή βελτίωση της ποιότητας της δημοκρατίας μας, υποχρέωση όλων μας, χρέος που οφείλουμε τόσο στους άνδρες και τις γυναίκες, από όλους τους πολιτικούς χώρους, που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για την ελευθερία και τη δημοκρατία, όσο και στις γενιές των Ελλήνων του μέλλοντος.

5


Πρόλογος του συγγραφέα Η επιλεκτική «ανακατασκευή της ιστορίας», με στόχο την κομματική εκμετάλλευση και την ιδεολογική αξιοποίηση κρίσιμων ιστορικών γεγονότων για την άντληση πολιτικών ωφελειών από όσους τη μετέρχονταν, υπήρξε μια από τις πηγές της πολιτικής κακοδαιμονίας της χώρας μας κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Και υπήρξε το κατ’ εξοχήν «εργαλείο» για τη συντήρηση αντιπαλοτήτων και την αναπαραγωγή διχαστικών διαιρέσεων, που ταλάνισαν την πολιτική ζωή του τόπου, τροχοπέδησαν την οικονομική, κοινωνική και συνολικότερη εθνική του ανέλιξη, στερώντας του τη δυνατότητα να αξιοποιήσει ευκαιρίες και να αντιμετωπίσει δημιουργικά προκλήσεις και ελπιδοφόρες προοπτικές. Η αρνητική παράδοση που διαμόρφωσε αυτή η επιλεκτική χρήση (και κατάχρηση) της ιστορίας, πέραν όλων των άλλων πολύμορφων παρενεργειών της, επέφερε προπάντων τις αλλοιωτικές της επιπτώσεις σε δύο καίριας σημασίας εκφάνσεις του εθνικού μας βίου. Επικαθόρισε κατ’ επανάληψη, σε μεγάλο βαθμό, το περιεχόμενο του διεξαγόμενου στη χώρα πολιτικού διαλόγου, και της σύστοιχης με αυτόν πολιτικής αντιπαράθεσης, εκτρέποντας τη δημόσια συζήτηση από την αναγκαία εποικοδομητική αντιπαραβολή προτάσεων για το μέλλον, στη στείρα και αντιπαραγωγική αντιπαλότητα για το παρελθόν. Και δηλητηρίασε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, την κοινωνική ζωή του τόπου, μέσα από την καλλιέργεια και τη διάχυση εύπεπτων πλην απλουστευτικών «μύθων» και μανιχαϊστικών κρίσεων και αξιολογήσεων για πρόσωπα και γεγονότα, που διευκόλυναν μεν τις βραχύσκοπες πολιτικοκομματικές σκοπιμότητες όσων τα ενορχήστρωναν, υπονόμευαν όμως την κοινωνική συνοχή και την εθνική συνεννόηση, «κλείνοντας» τις γέφυρες του διαλόγου και τις διόδους της συνεργασίας. Δύο υπήρξαν κυρίως οι περίοδοι του 20ού αιώνα που κατ’ εξοχήν τροφοδότησαν, την αρνητική παράδοση της πολιτικής «ανακατασκευής της ιστορίας». Ο εθνικός διχασμός του 1915-1922 και ο εμφύλιος πόλεμος του 1944-1949. Εποχές με έντονες ιδεολογικές αντιθέσεις, αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές και (σε πολλές περιπτώσεις) ασυμφιλίωτες προσωπικές διενέξεις και οι δυο, μέσα από τα πάθη που εξήψαν και τις εχθρότητες που εξέθρεψαν, προσφέρονταν προς «αξιοποίηση» από όσους εκατέρωθεν των κάθε φορά «διαχωριστικών γραμμών», επένδυαν στη διαίρεση, γιατί αδυνατούσαν να συμβάλουν στη σύνθεση, και προσέβλεπαν στη διατήρηση των «μαυρόασπρων» μύθων, γιατί φοβούνταν την πολυχρωμία και την πολυμέρεια της ιστορικής αλήθειας. Και «αξιοποιήθηκαν». Βυθίζοντας για δεκαετίες τη χώρα στο τέναγος της άγονης εσωστρέφειας, παγιδεύοντας την ελληνική κοινωνία στη μέγγενη ψευδεπίγραφων διλημμάτων και αιχμαλωτίζοντας το πολιτικό μας σύστημα σε θεσμικούς αναχρονισμούς και χρόνια πολιτική υπανάπτυξη. Μόλις τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα άρχισε σταδιακά, και πάντως επώδυνα και μέσα από παλινδρομήσεις και υποτροπές, να απαγκιστρώνεται από αυτήν την αρνητική παράδοση της επιλεκτικής «ανακατασκευής της ιστορίας» και είδε την πολιτική της ζωή να απαλλάσσεται σιγά-σιγά από τις αγκυλώσεις και τις ψυχώσεις που αυτή συνεπαγόταν. Και μόλις κατά τη διάρκεια αυτών ακριβώς των τελευταίων χρόνων ξεκίνησε, αργόσυρτα και με πολλές επιφυλάξεις ακόμη, να αποσυνδέεται η επιστημονική έρευνα για πρόσωπα και γεγονότα των διακεκαυμένων ιστορικών περιόδων από τις φευγαλέες πολιτικές σκοπιμότητες και εφήμερες κομματικές υστεροβουλίες. Αυτή η χειραφέτηση της ιστορίας προμηνύεται πολλαπλά ευεργετική. Καταρχήν για την πολιτική, που μπορεί εφεξής να πάψει να αναλώνεται με τη μάταια προσπάθεια για ένα «καλύτερο παρελθόν», κατά την προσφυή έκφραση του Ίρβιν Γιάλομ. Και να στραφεί πια απερίσπαστη στην κύρια αποστολή της, που είναι η κατάκτηση ενός δημιουργικότερου μέλλοντος για τη χώρα και τους πολίτες της. Κατά δεύτερον για την ιστορία, που απεγκλωβισμένη πια από την πολιτική επικαιρότητα και τις αδηφάγες ανάγκες της, θα 6


μπορέσει ανεμπόδιστη να επιτελέσει το δικό της καθήκον της χωρίς παραμορφωτικές προϊδεάσεις πολύπλευρης καταγραφής των γεγονότων και της νηφάλιας αποτίμησης προσώπων και πραγμάτων στις σωστές τους διαστάσεις, χωρίς στρεβλώσεις και υπερβολές. Και κατά τρίτον για τους ίδιους τους Έλληνες πολίτες και τη συλλογική εθνική μας αυτογνωσία, που μόνο οφέλη θα αποκομίσουν από την καθαρμένη από προπαγανδιστικούς μικροϋπολογισμούς ιστορική γνώση. Γιατί θα μάθουν όχι τόσο το τι να κάνουν στο μέλλον, όσο το ποιά από τα λάθη του παρελθόντος να αποφεύγουν και, επίσης, πως να αυτοπροστατεύονται από όσους, με όπλο την «ανακατασκευασμένη ιστορία», θα θελήσουν ενδεχομένως να αναβιώσουν τις παρωχημένες αντιπαλότητες του χθες. Με αυτές τις σκέψεις ως αφετηρία, ο γράφων, εδώ και αρκετό καιρό αποφάσισε να ασχοληθεί με τη μελέτη και τη διερεύνηση μιας από τις πιο «πυρίκαυστες» περιόδους της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, αυτήν του εθνικού διχασμού του 1915-1922. Και επέλεξε να επικεντρώσει το ερευνητικό του ενδιαφέρον σε μια από τις πλέον έντονα στασιαζόμενες προσωπικότητες εκείνου του καιρού, στον Δημήτριο Γούναρη, που ως ηγέτης της μιας εκ των δυο αντιπαρατιθέμενων παρατάξεων της πολιτικής διελκυστίνδας που αναπτύχθηκε τότε, βρέθηκε στη δίνη των διχαστικών παθών, πρωταγωνίστησε στις (πολλές φορές εκτραπείσες σε «τυφλή» πολεμική) πολιτικές συγκρούσεις της εποχής και «πλήρωσε» εν τέλει με την ίδια τη ζωή του την εμπλοκή του σε μια από τις μεγαλύτερες και βαθύτερες εθνικές κρίσεις που γνώρισε ο Ελληνισμός στην πρόσφατη ιστορία του. Γνωρίζω, ότι η επιλογή μου αυτή, και μάλιστα σε καιρούς όπως οι σημερινοί, όπου η υπεκφυγή θεωρείται προσόν και η καταφυγή στην ανώδυνη παραπολιτική ασημαντολογία εκλαμβάνεται περίπου σαν αρετή, ούτε εύκολη είναι, ούτε πολιτικά «ανέξοδη». Θεώρησα, όμως, χρέος μου να αναλάβω την πρωτοβουλία και να αναδεχθώ τους κινδύνους ενός τέτοιου εγχειρήματος, με εδραία την πεποίθηση ότι μια συνεισφορά στη νηφάλια δημόσια συζήτηση μόνο επωφελής μπορεί να είναι για την προοπτική της πατρίδας μας και γόνιμη για το μέλλον των πολιτών της. Και θεώρησα επιπρόσθετα καθήκον μου να επικεντρώσω την ενασχόλησή μου στην περίπτωση του Δημητρίου Γούναρη, ενός πολιτικού που καθ’ όλη την πολιτική του διαδρομή υπήρξε εκπρόσωπος του λαού της Αχαΐας, μιας περιοχής που χρόνια τώρα οι πολίτες της με τιμούν με την ψήφο τους εκλέγοντάς με αντιπρόσωπό τους στο Εθνικό Κοινοβούλιο, ως εκπλήρωση μιας δικής μου εσώτερης ανάγκης, αλλά και ως έκφραση της βούλησής μου να συνδράμω κατά το δυνατόν στο φωτισμό ενός από τα σημαντικότερα κεφάλαια της τοπικής μας ιστορίας. Ο Δημήτριος Γούναρης υπήρξε πολυσχιδής προσωπικότητα και αναδείχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες μορφές της πολιτικής ζωής της Ελλάδας των απαρχών του 20ού αιώνα. Έγκριτος νομικός, με στέρεα πολιτική, οικονομική, αλλά και ιστορική παιδεία, προικισμένος με μια διεισδυτική αναλυτική σκέψη αλλά και υποδειγματική συνθετική ικανότητα, από τα πρώτα κιόλας βήματα της πολυκύμαντης πολιτικής σταδιοδρομίας του, εξέφρασε ριζοσπαστικές ιδέες και μεταρρυθμιστικές αντιλήψεις. Αυτές σύντομα του έδωσαν τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε έναν από τους αυθεντικότερους εκπροσώπους του διάχυτου στην εποχή του αιτήματος του θεσμικού, πολιτικού και κοινωνικοοικονομικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Βαθιά πεπεισμένος για την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων που θα επέτρεπαν στην Ελλάδα να συμβαδίσει με την εξέλιξη των αναπτυγμένων Ευρωπαϊκών χωρών της εποχής του και αταλάντευτα προσηλωμένος στην αρχή ότι οι όποιες μεταβολές θα έπρεπε να συνδυαστούν με την ευλαβική τήρηση των αρχών της Δημοκρατίας, δεν άργησε να έρθει σε σύγκρουση τόσο με τους εκφραστές αναχρονιστικών κοινωνικοπολιτικών αντιλήψεων που απέρριπταν την όποια μεταρρυθμιστική προσπάθεια, όσο και με τους θιασώτες της άποψης ότι επ’ ονόματι της εισαγωγής των αναγκαίων αλλαγών θα μπορούσαν να παρακαμφθούν οι κανόνες της δημοκρατικής διαδικασίας. 7


Αυτός ο «διμέτωπος» αγώνας του Δημητρίου Γούναρη, τόσο με τους άκαμπτους αρνητές κάθε μεταβολής όσο και με τους βιαστικούς οπαδούς κάθε αλλαγής, προσδιόρισε τα όρια και το πλαίσιο εντός των οποίων κινήθηκε σε όλη την πολιτική του διαδρομή. Και καθόρισε τους όρους της ιδιότυπης πολιτικής «μοναξιάς» που κατά βάθος χαρακτήριζε την πολιτική του παρουσία, καθώς ήταν υποχρεωμένος (κάνοντας τις επιλογές του) να συνυπάρχει πολιτικά με δυνάμεις που όχι μόνον δεν συμμερίζονταν, αλλά -πολλές φορέςευθέως αντιμάχονταν τις τολμηρές μεταρρυθμιστικές του θέσεις. Και αντίθετα, να αντιπαρατίθεται με δυνάμεις που ενώ συμμερίζονταν την πίστη σε ριζοσπαστικές θεσμικές αλλαγές, διαφωνούσαν μαζί του ως προς την μεθοδολογία. Εκείνη, βέβαια, που «σφράγισε» τελικά την πολιτική δράση του Δημητρίου Γούναρη, ήταν η τοποθέτησή του στο μείζον ζήτημα της εποχής του: στην υπόθεση της εθνικής ολοκλήρωσης. Και αυτό γιατί, ενώ ήταν ανεπιφύλακτα ταγμένος υπέρ της προσπάθειας για την επίτευξή της, θεωρώντας ως προαπαιτούμενο την εσωτερική ανασύνταξη του κράτους, την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση καθώς και τη διασφάλιση των αναγκαίων διεθνών συμμαχιών, βρέθηκε στη δεινή θέση να εμφανίζεται (συνεργούσης και της προπαγάνδας των πολιτικών αντιπάλων του) ως περίπου πολέμιός της. Με αποτέλεσμα, όταν τελικά ως κορυφαίο ηγετικό κυβερνητικό στέλεχος και ως πρωθυπουργός, επιχείρησε να περαιώσει την πολιτική για την υλοποίησή της, να πέσει θύμα των ίδιων του των αντιφάσεων και, υφιστάμενος τις συνέπειες της εθνικής τραγωδίας που συντελέστηκε στην Μικρά Ασία, να καταβάλει βαρύτατο τίμημα για αυτό. Το βιβλίο αυτό, «Δημήτριος Γούναρης: Πολιτική Βιογραφία», βασικά σημεία του οποίου έχουν ήδη δημοσιευθεί σε δύο αυτοτελείς εκδόσεις υπό τον τίτλο «Δημήτριος Γούναρης, Ο Ιδαλγός της Δημοκρατίας» και «Δημήτριος Γούναρης, Ο Ριζοσπάστης», με αναφορές στην πολιτική του δράση και τις πολιτικές του θέσεις αντιστοίχως, υπήρξε καρπός πολύχρονων μελετών και εξαντλητικής προσπάθειας διερεύνησης κάθε επιμέρους πτυχής που θίγεται στις σελίδες του. Και δίνεται στη δημοσιότητα όχι για να «δικαιώσει» ή να «αδικήσει», αλλά για να συνεισφέρει στην ιστορική γνώση και τη συλλογική εθνική αυτογνωσία. Θα έχει δε επιτελέσει την αποστολή του, αν, αντί για αφορμή εύκολων «αντιρρήσεων», αποτελέσει το δημιουργικό έναυσμα για μια διεξοδική δημόσια συζήτηση, αναφορικά με μια εποχή, από την οποία εμείς οι επιγενόμενοι έχουμε να διδαχθούμε πολλά. Για το που οδηγούν η διαίρεση και ο διχασμός και για το πόσο ζωτικά αναγκαίο είναι ακόμη και στις πιο δύσκολες ώρες της εθνικής πορείας να διαφυλάττουμε ως «κόρην οφθαλμού» ανοιχτές τις διεξόδους της δημοκρατίας. Του μόνου πολιτικού συστήματος που εγγυάται την εθνική ενότητα μέσα από τη δημοκρατική πολλαπλότητα. Γιατί, τελικά, και εδώ θα αποτολμήσω να αναφέρω προκαταβολικά το δικό μου συμπέρασμα, η (με ευθύνη όλων των δυνάμεων και παραγόντων του πολιτεύματος) παραφθορά των δημοκρατικών διαδικασιών, είναι εκείνη που κατά την περίοδο 1915-1922, άνοιξε την πόρτα στο διχασμό και επέφερε την εθνική τραγωδία. Όλα τα άλλα εκ του περισσού (και του πονηρού). Νίκος Ι. Νικολόπουλος

8


Εισαγωγή Η Ελλάδα στο Μεταίχμιο Δύο Αιώνων Το χρονικό πλαίσιο που οριοθετείται, σχηματικά, από τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, σφράγισε την ιστορική πορεία της σύγχρονης Ελλάδας. Τα γεγονότα της περιόδου, με τις θετικές επιδράσεις, αλλά και τις αρνητικές επιπτώσεις τους, καθόρισαν την κατοπινή εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας για πολλές δεκαετίες. Ενώ οι μετενέργειές τους, επηρέασαν στάσεις και συμπεριφορές σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο σε βάθος χρόνου, που η εμβέλειά του εκτείνεται σχεδόν μέχρι και τις ημέρες μας. Η Ελλάδα της εποχής εκείνης, και ιδιαίτερα μάλιστα της τελευταίας 20ετίας του 19ου αιώνα, ήταν ένα κράτος που «μετρούσε» λίγες μόλις δεκαετίες ανεξάρτητου εθνικού βίου. Η εδαφική της επικράτεια, παρά το γεγονός ότι είχε οριακά επεκταθεί εν σχέση προς τη συνοριακή γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού κόλπου, που οριοθετούσε το ελληνικό κράτος των πρώτων μετά την απελευθέρωση χρόνων (με την προσθήκη το 1864 των Επτανήσων και το 1881 της Θεσσαλίας και της Άρτας), εξακολουθούσε εν τούτοις να αφήνει εκτός των ορίων μεγάλες περιοχές με απαράγραπτα ελληνικό χαρακτήρα και συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς. Και παράλληλα, σε θεσμικό και λειτουργικό επίπεδο, παρά τα βήματα προόδου που είχαν σημειωθεί, η πολιτική και κοινωνικο/οικονομική ζωή της χώρας, εξακολουθούσε να κατατρύχεται από τις επιβιώσεις της μακράς οθωμανικής κυριαρχίας, εμφανίζοντας δυσλειτουργίες και αναχρονισμούς που κρατούσαν τον τόπο δέσμιο της υπανάπτυξης και τροχοπεδούσαν κάθε απόπειρα υπέρβασης του χάσματος της υστέρησης που τον χώριζε από τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Μπροστά στη διπλή πρόκληση της επιδίωξης για την υλοποίηση του οράματος της εθνικής ολοκλήρωσης, με την ενσωμάτωση στην εδαφική επικράτεια περιοχών που βρίσκονταν ακόμη εκτός των ορίων της, και της ανάγκης για την ταχύρυθμη εσωτερική πολιτική ανασύνταξη και οικονομική ανασυγκρότηση, που θα επέτρεπε στη χώρα να προσεγγίσει τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, η πολιτική ηγεσία του τόπου της περιόδου εκείνης, έδειχνε να στέκεται αμήχανη. Στερούμενη επεξεργασμένης και ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής, έμοιαζε να παρασύρεται από την εκάστοτε συγκυρία πότε προτάσσοντας την επιδίωξη της εθνικής ολοκλήρωσης και πότε αποδίδοντας έμφαση στην ανάγκη της εσωτερικής ανασύνταξης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, περιοριζόμενη στα όρια της απλής ρητορικής, χωρίς ποτέ να συνοδεύει τις συνήθως πληθωρικές διακηρύξεις με συντεταγμένη πολιτική και χειροπιαστά έργα. Στις συνθήκες αυτές, ακόμη και πολιτικοί, όπως ο Χαρίλαος Τρικούπης, που διέθεταν ένα περισσότερο συγκροτημένο πολιτικό πρόγραμμα για τη μελλοντική προοπτική της χώρας, δεν απέφυγαν την παγίδα των αντιφάσεων και των αντινομιών. Και πέρα από τις όποιες προθέσεις και επιτυχίες τους, βρέθηκαν ενώπιον διλημμάτων και δυσχερειών, που η αδυναμία τους να τα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά επέτεινε τα προβλήματα και μεγέθυνε τα αδιέξοδα του τόπου. Ο ατυχής πόλεμος του 1897 με την Τουρκία, που παρ’ ολίγο να οδηγήσει την Ελλάδα σε μια ανεπανόρθωτη εθνική καταστροφή, πιστοποίησε, με τον πλέον τραυματικό τρόπο, τη δραματικότητα της όλης κατάστασης. Το γεγονός ότι η χώρα σύρθηκε, διπλωματικά απροπαράσκευη και στρατιωτικά απροετοίμαστη, σε μια τέτοιας κλίμακας περιπέτεια, απέδειξε περίτρανα τις ανεπάρκειες της πολιτικής και διευκόλυνε την επιρροή της ανεύθυνης δημαγωγίας να δίνει τον τόνο στις εξελίξεις και να οδηγεί τον τόπο σε ολισθηρές κατευθύνσεις. Παράλληλα, όμως, τα συμβάντα εκείνα συνέβαλαν με τη συγκλονιστική δριμύτητά τους, στο να συνειδητοποιήσει η κοινή γνώνη πως έπρεπε πια να σπάσει το 9


«κέλυφος» της μικροπολιτικής και του παλαιοκομματισμού, που την κρατούσε ως τότε αιχμάλωτη παραλυτικών ισορροπιών. Ειδικά σε μια χρονική περίοδο που στην Ευρώπη βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη κοσμογονικές αλλαγές, με πυρήνα τη βιομηχανική επανάσταση και τον ανακαθορισμό του γεωπολιτικού και κοινωνικοπολιτικού χάρτη της «γηραιάς ηπείρου». Η βιομηχανική επανάσταση, που η αφετηρία της ιστορικά εντοπίζεται στη Βρετανία όταν εκεί γύρω στο 1760 δημιουργήθηκαν τα πρώτα σημαντικά εργοστάσια, που άρχισαν να αξιοποιούν σύγχρονες μεθόδους παραγωγής, όπως το εργοστάσιο μεταλλουργίας του Μάθιου Μπάουλτον στο Μπίρμιγχαμ, άλλαξε ριζικά τις μεθόδους παραγωγής, την τεχνολογία και την οργάνωση της εργασίας. Τα θεμελιώδη της χαρακτηριστικά ήταν η μηχανοποίηση, δηλαδή η χρήση των μηχανών στην κατασκευή προϊόντων με τρόπο πιο αποτελεσματικό από τη χειρωνακτική εργασία, η όλο και συχνότερη αξιοποίηση των πορισμάτων της επιστήμης στην παραγωγική διαδικασία, η αυξανόμενη χρήση των ορυκτών (ιδίως του άνθρακα και του πετρελαίου) ως καυσίμων και ως πρώτων υλών και η γεωγραφική ενοποίηση μέσω της βελτίωσης των επικοινωνιών και των συγκοινωνιών, εξελίξεις που οδήγησαν στην αλματώδη άνοδο της παραγωγής των αγαθών και στη θεαματική μείωση του κόστους της παραγωγής τους1. Το εύρος και το βάθος των συνταρακτικών αλλαγών, που βρίσκονταν σε εξέλιξη στον ευρωπαϊκό χώρο στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, καθιστούσε, ακόμη μεγαλύτερο το χάσμα που χώριζε την Ελλάδα από τις χώρες της υπόλοιπης ευρωπαϊκής ηπείρου. Αναδείκνυε, επίσης, την ανάγκη να αναληφθούν οι απαραίτητες πολιτικές πρωτοβουλίες που θα οδηγούσαν στην εναρμόνιση της πορείας της πατρίδας μας προς τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Για να καταφανεί ακριβώς αυτή η υστέρηση της Ελλάδας και να καταδειχθεί η απόσταση που θα έπρεπε να διανύσει ώστε να κατορθώσει να συμπορευθεί με τον αναπτυγμένο κόσμο, κρίνεται απαραίτητο να παρατεθούν εδώ ορισμένοι κρίσιμοι κοινωνικοπολιτικοί και οικονομικοί δείκτες, που εικονογραφούν με ενάργεια την κατάσταση, στην οποία βρισκόταν τότε. Οι βασικότερες εκφάνσεις του εθνικού βίου στο τέλος του 19ου αιώνα, μπορούν να κωδικοποιηθούν στα ακόλουθα σημεία: α. Δημογραφική Δομή και Κοινωνική Διάρθρωση: Βάσει της πρώτης επίσημης φερέγγυας απογραφής, που πραγματοποιήθηκε στο αρτισύστατο Ελληνικό κράτος το 1837, ο πληθυσμός της μετεπαναστικής Ελλάδας ανερχόταν σε 819.969 κατοίκους2. Στον 20ό αιώνα, η Ελλάδα εισήλθε, σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 19073, λόγω προπάντων της επισυμβείσας εν τω μεταξύ προσθήκης νέων περιοχών, με πληθυσμό που αριθμούσε 2.631.952 κατοίκους. Από αυτούς, το 9,49% διέμενε στην περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά, το 22,4% κατοικούσε σε πόλεις άνω των 5.000 κατοίκων, το 12,9% ζούσε σε μικρότερες πόλεις και κωμοπόλεις, και οι υπόλοιποι ήταν εγκατεστημένοι στα διάφορα χωριά και οικισμούς της υπαίθρου. Από άποψη οικονομικής δραστηριότητας, το 50% του ενεργού πληθυσμού απασχολούνταν στον πρωτογενή (γεωργικό και κτηνοτροφικό, κυρίως, αλλά και αλιευτικό) τομέα, το 24% στο δευτερογενή (μεταποιητικό) τομέα και το 26% στον τριτογενή τομέα του εμπορίου και εν 1

2

3

Για μια περιεκτική αναφορά στις εξελίξεις στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα για τις επαναστατικές αλλαγές που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση, βλ. μεταξύ των άλλων λήμμα «Η βιομηχανική εποχή στην Ευρώπη - Η βιομηχανική επανάσταση», Εγκυκλοπαίδεια Grand Larousse, Ενότητα 1: Άνθρωπος - Κοινωνία, έκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2001, σελ. 126 - 129. Βλ. Ι. Α. Πετρόπουλος - Αικ. Κουμαριανού: «Η Θεμελίωση του Ελληνικού Κράτους, Οθωνική Περίοδος, 1833 - 1843», έκδ. «Παπαζήσης», Αθήνα 1982, σελ. 258. Βλ. Ευρυδίκη Αραμπατζή (Επιμ.): «Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων 1912 - 1913, Οδηγός της Έκθεσης», έκδ. «Βουλή των Ελλήνων», Αθήνα 2003, σελ. 19.

10


γένει των υπηρεσιών. Κατά την περίοδο 1895-1914, από την Ελλάδα εκπορευόταν ένα ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα προς διάφορες χώρες του εξωτερικού, και ιδίως προς τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα ο αριθμός των μεταναστών για όλο αυτό το χρονικό διάστημα να ανέλθει στα 250.000 άτομα. Διαρθρωτικά, η ελληνική κοινωνία του τέλους του 19ου και των απαρχών του 20ού αιώνα, επηρεαζόταν από την αύξηση της αστικοποίησης, την εξάπλωση της εκβιομηχάνισης και την εμφάνιση των πρώτων ευάριθμων εργατικών στρωμάτων, αλλά και την ολοένα και αυξανόμενη εμπορική και πολιτισμική διασύνδεσή της με τις άλλες χώρες στον εξωτερικό τομέα και παρουσίαζε τα στοιχεία μιας κοινωνίας σε μετάβαση. Εν τούτοις, κατά βάσιν εξακολουθούσε να είναι μια κατ’ εξοχήν αγροτική κοινωνία, με κυρίαρχα τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά4. Στο πλαίσιό της, βιοκοινωνικοί θεσμοί, όπως αυτός της οικογένειας (στην ευρύτατη έννοιά της και όχι στη σύγχρονη «πυρηνική» μορφή της), επιτελούσε πολλαπλές κοινωνικές λειτουργίες και διαδραμάτιζε έναν καθοριστικό ρόλο σε κάθε έκφανση της ζωής των μελών της5. Ιδιαίτερα σημαντικός, μάλιστα, ήταν ο ρόλος της οικογένειας στην οικονομική στήριξη όσων την συναποτελούσαν, καθώς λειτουργούσε ως κοινό ταμείο συγκέντρωσης των χρημάτων που αποκτούσαν όλα τα μέλη της από ποικίλες οικονομικές δραστηριότητες, είτε επρόκειτο για αγροτική απασχόληση, είτε για ενασχόληση με το λιανεμπόριο, είτε τέλος για αυτοαπασχόληση ή μισθωτή εργασία6. Παράλληλα, άτυπες δομές, όπως το πελατειακό σύστημα, με τις βαθιές ρίζες στο ιστορικό υπόστρωμα του τόπου και τον πολυλειτουργικό χαρακτήρα που τις διέκρινε, δημιουργούσαν κατ’ αρχήν απαγορευτικές συνθήκες για κάθε προσπάθεια εισαγωγής νεωτερισμών και υιοθέτησης σύγχρονων προτύπων κοινωνικής οργάνωσης στην ελληνική κοινωνία της εποχής7. Η δεσπόζουσα παρουσία του πελατειακού συστήματος στην ελληνική κοινωνία της εποχής, όμως, είχε εξίσου αρνητικές επιπτώσεις και σε άλλα επίπεδα. Όπως, στο ότι λειτουργούσε ως μηχανισμός παρεμπόδισης της κινητοποίησης διάφορων κοινωνικών ομάδων για τη διεκδίκηση συγκεκριμένων συλλογικών στόχων, καθώς καλλιεργούσε τη νοοτροπία της προσωπικής-οικογενειακής εξυπηρέτησης και της επιδίωξης του ατομικού συμφέροντος. Και, επίσης, στο ότι επενεργούσε ως «εργαλείο» ακύρωσης κάθε προσπάθειας ανάπτυξης ενδιάμεσων θεσμών και διαδικασιών έκφρασης ενδιαφερόντων και άρθρωσης συμφερόντων, που θα έδιναν στην ελληνική κοινωνία έναν περισσότερο πολυκεντρικό χαρακτήρα και συμβάλλοντας στη διασπορά των κέντρων λήψης των αποφάσεων στους κόλπους της θα μείωναν τον ασφυκτικό έλεγχο της συγκεντρωτικής εξουσίας8. 4

5

6

7

8

Για την τυπολογική ταξινόμηση των κοινωνιών, με βάση τις αναπτυξιακές θεωρίες της κοινωνικής μεταβολής, βλ. μεταξύ άλλων την πολύ ενδιαφέρουσα σχετική προσέγγιση στο Γεώργιος Δ. Δασκαλάκης: «Μαθήματα Συγκριτικού Συνταγματικού Δικαίου», Αθήναι 1973, χ.α.ε.ο. σελ. 15 επ και 60 επ. Για το ρόλο της οικογένειας στην ελληνική κοινωνία εκείνης της περιόδου, βλ. μεταξύ των άλλων Ν. - Π. Διαμαντούρος: «Η εγκαθίδρυση του Κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα και η λειτουργία του κατά τον 19ο αιώνα», στο Δημ. Γ. Τσαούσης (Επιμ.): «Όψεις της Ελληνικής Κοινωνίας του 19ου αιώνα», έκδ. Εστία, Αθήνα 1984, σελ. 59 - 60. Πρόκειται για το φαινόμενο της «πολυσθένειας των κοινωνικών υποκειμένων». Βλ. Κώστας Φουντανόπουλος: «Εργασία: Η Εργατική Αντίδραση στην Οικονομία της Αγοράς», περ. Κέρδος: «Οικονομία 2000», ετήσια ειδική έκδοση, Δεκέμβριος 1999, σελ. 85 - 86. Για την εξέλιξη του συστήματος πελατείας στην Ελλάδα, βλ. μεταξύ των άλλων, Ι. Α. Πετρόπουλος - Αικ. Κουμαριανού, όπ. προηγ. σελ. 26 - 29. Για μια ευρύτερη κοινωνιολογική ανάλυση του φαινομένου του πελατειακού συστήματος διαχρονικά στην ελληνική κοινωνία, βλ. μεταξύ των άλλων: Νίκος Μουζέλης: «Τάξεις και πελατειακό σύστημα. Η περίπτωση της Ελλάδας», περ. Σοσιαλιστική Θεωρία και Πράξη, Μάρτης Απρίλης 1987, τευχ. 2.

11


Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής κοινωνίας του τέλους του 19ου αιώνα ήταν, επίσης, ο σημαντικός ρόλος του τοπικισμού σε κάθε έκφανση της δραστηριότητάς της. Ο τοπικισμός, φαινόμενο με γερές βάσεις στην ελληνική παράδοση και ενισχυμένος από το γεγονός ότι κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών δραστηριοτήτων αναπτύσσονταν σε μια ευρύτερη ή στενότερη τοπική-περιφερειακή βάση, αλλά και άρρηκτα συνυφασμένος με τις λειτουργίες του πελατειακού συστήματος, εξακολουθούσε να ασκεί ισχυρή επιρροή και κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ο τοπικισμός είχε ως επιπρόσθετο στήριγμά του τις συγκρούσεις συμφερόντων που αναπόφευκτα προέκυψαν μετά την ανεξαρτησία γύρω από το διανεμητικό ρόλο του νεοσύστατου κράτους και τις προσπάθειες που αυτό ανέπτυσσε προκειμένου να πετύχει την ενοποίηση διαφόρων δραστηριοτήτων στο χώρο9. Ο ανταγωνισμός για τον τρόπο με τον οποίο διανέμονταν από το κράτος προνόμια ή βάρη, ενδυνάμωνε τον τοπικισμό, καθώς ζητήματα όπως το πού λ.χ. θα εγκαθίστατο η έδρα του Γυμνασίου και του Δικαστηρίου ή θα διανοιγόταν ο οδικός άξονας μιας περιοχής, σχετιζόμενα άμεσα με τις αναπτυξιακές προοπτικές της, αλλά και ποικίλα τοπικά μικροσυμφέροντα συνέτειναν σε αυτό. Ο τοπικισμός ως φαινόμενο, στηριζόμενος στη μονομερή προβολή αξιώσεων και έχοντας ως μόνη «δικαιολογητική» βάση την προώθηση στενά τοπικών συμφερόντων, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συναρτήσεις ή εθνικές προτεραιότητες, επιδρούσε καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας νοοτροπίας άρνησης των κάθε μορφής γενικότερα αποδεκτών κριτηρίων και απόρριψης κάθε έννοιας υπαγωγής των μερικών επιδιώξεων σε κοινούς σκοπούς. Ο διαπλαστικός ρόλος του κράτους στη μορφοποίηση και τις λειτουργίες της ελληνικής κοινωνίας του τέλους του 19ου αιώνα, είναι επίσης ένα ακόμη βασικό γνώρισμα της εποχής. Γνώρισμα που οφείλεται στο γεγονός ότι το κράτος είχε μεγάλη οικονομική ισχύ. Καθώς, λίγα μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση, το 1832, ήλεγχε το 76% της ακαλλιέργητης γης και το 70,7% της καλλιεργημένης γης10. Ενώ, επίσης, κατά την περίοδο 1830-1840, δαπανώντας το 30% του εθνικού εισοδήματος (ποσοστό μακράν υψηλότερο του αντίστοιχου των άλλων ευρωπαϊκών χωρών) μπορούσε να ελέγχει άμεσα ή έμμεσα κάθε οικονομική δραστηριότητα11. Το στοιχείο, της πολιτικής αλλά και οικονομικής παντοδυναμίας του κράτους, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία της εποχής, δεν είχε ακόμη απαλλαγεί από τις δομές και τις κοινωνικές διασυνδέσεις της οθωμανικής περιόδου, είχε ως αποτέλεσμα, ουσιαστικά, το κράτος να διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο στην ισορροπία των κοινωνικών ομάδων στους κόλπους της. Αφού το κράτος ήταν εκείνο που με τα προνόμια που μοίραζε ή τις επιβαρύνσεις που προκαλούσε, καθόριζε τελικά την εξέλιξη και το ρόλο των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων στο κοινωνικό πλαίσιο. Η πραγματικότητα αυτή, που καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, επέτρεψε στο κράτος να δαπανά ένα υψηλό μερίδιο του εθνικού εισοδήματος (20%)12, οδήγησε την ελληνική κοινωνία σε στενή εξάρτηση από το κράτος και τις αποφάσεις του. Αυτός ο διαπλαστικός ρόλος του κράτους στη λειτουργία της ελληνικής κοινωνίας, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες στρεβλώσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι του τόπου. Καταρχήν, παρεμπόδισε τη χειραφέτηση της κοινωνίας. Επίσης, δημιούργησε το φαινόμενο Για τις επιπτώσεις του τοπικιστικού φαινομένου στην ελληνική κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα, βλ. μεταξύ των άλλων, Κ. Γαρδίκα - Αλεξανδροπούλου: «Η Ελληνική Κοινωνία την Εποχή του Χ. Τρικούπη», στο Δημ. Γ. Τσαούσης (Επιμ.), όπ. προηγ. σελ. 187 - 188. 10 Βλ. Ι. Α. Πετρόπουλος - Αικ. Κουμαριανού, όπ. προηγ. σελ. 258. 11 Βλ. Κ. Τσουκαλάς: «Κράτος και Κοινωνία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», στο Δημ. Γ. Τσαούσης (Επιμ.), όπ. προηγ. σελ. 44. 12 Βλ. Κ. Τσουκαλάς, ότι αν. σελ. 44. 9

12


της κοινωνικής υπολειτουργικότητας13, δηλαδή της ανάπτυξης αντιπαραγωγικών συμπεριφορών και νοοτροπίας, φετιχισμού και φόβου απέναντι στην εξουσία και ροπής προς την υιοθέτηση μιας «δοτής» κουλτούρας, αντί της διαμόρφωσης πρωτογενών προτύπων. Και ακόμη, συνέτεινε στην καλλιέργεια και αναπαραγωγή αντιλήψεων μιας ιδιότυπης κρατολατρείας, υπό την έννοια της αναμονής και της προσδοκίας της ανάληψης από το κράτος της πρωτοβουλίας και της ευθύνης για την αντιμετώπιση κάθε συλλογικού, αλλά ακόμη και ατομικού, προβλήματος. Τέλος, ένα ακόμη διακριτικό γνώρισμα της δομής της ελληνικής κοινωνίας του τέλους του 19ου αιώνα, είναι η ύπαρξη στο επίπεδο των ιθυνόντων στρωμάτων της, τριών διακριτών και ανταγωνιζομένων μεταξύ τους ομάδων, που από κοινού ακύρωναν κάθε διεργασία που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαδικασία αναπαραγωγής τους στην εξουσία. Οι ομάδες αυτές ήταν: 1. Οι απόγονοι των οικογενειών που πρωτοστάτησαν στην επανάσταση και οι οποίοι θεωρούσαν την πολιτική και κοινωνική εξουσία σαν κληρονομικό τους δικαίωμα, που το εξασφάλιζαν με την πραγματοποίηση προσεκτικών γάμων και με τον προορισμό, ιδίως των αρρένων επιγόνων τους, για τον πολιτικό στίβο. 2. Οι «ειδικοί» των μηχανισμών του κράτους, κυρίως δικηγόροι και γραφειοκράτες, που προέρχονταν από τις τάξεις των αποφοίτων του Ελληνικού Πανεπιστημίου, και οι οποίοι έχοντας πρωταγωνιστήσει κυρίως στους αγώνες της νεολαίας για την έξωση του Όθωνα (με εμβληματική φυσιογνωμία τον Επαμεινώνδα Δεληγεώργη), διεκδικούσαν ένα ολοένα μεγαλύτερο μερίδιο συμμετοχής στον έλεγχο του κοινωνικο/οικονομικού και πολιτικού γίγνεσθαι της χώρας. 3. Η σχετικά μικρή αριθμητικά ομάδα τραπεζιτών και τεχνοκρατών, που προέρχονταν κυρίως από τον Ελληνισμό της διασποράς, διαδραμάτιζαν, ιδίως μετά τη δεκαετία του 1870, σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της χώρας και επεδίωκαν να ελέγξουν στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις14. Η ύπαρξη αυτής της ιδιότυπης ελίτ με τους εσωτερικούς της ανταγωνισμούς, αλλά και με την εν πολλοίς κοινή στάση και συμπεριφορά απέναντι σε κάθε άλλη ομάδα που φιλοδοξούσε να περιορίσει προς δικό της όφελος την εξουσία της, καθιστούσε κάθε κίνηση ανανέωσης του κοινωνικού πλαισίου δυσχερή και κάθε απόπειρα επιτάχυνσης της κοινωνικής κινητικότητας δύσκολη. Το στοιχείο αυτό, εγκαινίασε μια μακρά αρνητική παράδοση χαμηλής δεκτικότητας απέναντι σε πρακτικές μεταρρυθμίσεων μέσω συμβιβασμών, συνθέσεων και συναινετικών διαδικασιών. Και αντίθετα, διευκόλυνε την εύκολη μεταστοιχείωση των όποιων αντιθέσεων σε μετωπικού χαρακτήρα εντάσεις και αντιπαραθέσεις. Αυτά τα βασικά κοινωνικοδημογραφικά και κοινωνιογραφικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας του τέλους του 19ου και των απαρχών του 20ού αιώνα, αποτυπώνουν με ενάργεια όχι μόνο τη μορφολογία της κοινωνίας της εποχής αλλά και τα πραγματικά όρια της δεκτικότητάς της σε ανανεωτικές τομές και μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Και πιστοποιούν, πως ο παραδοσιακός χαρακτήρας15 της κοινωνίας της περιόδου εκείνης, αποτελούσε δομική Για το φαινόμενο της κοινωνικής υπολειτουργικότητας ως γνώρισμα της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, βλ. στο Β. Φίλιας: «Κοινωνικές Δομές στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», στο Δημ. Γ. Τσαούσης (Επιμ.), όπ. προηγ. σελ. 18. 14 Βλ. Κ. Γαρδίκα - Αλεξανδροπούλου, όπ. προηγ. σελ. 180 - 183. 15 Μια παραδοσιακή κοινωνία χαρακτηρίζεται από «τις εκτεταμένες οικογένειες και τη μεγάλη κοινωνική σημασία τους· από τον αγροτικό και γεωργικό χαρακτήρα της, από την προσωπική επικοινωνία μεταξύ των μελών της και την περιορισμένη πείρα τους· από τη δυσπιστία, προκατάληψη και μοιρολατρεία, ως βασικές αξίες της συμπεριφοράς των μελών της· από την αντιπάθεια προς το νέο, το άγνωστο και το ξένο κι από πολιτικά συστήματα μ’ έλλειψη πολιτικής ενότητας, ισχυρής κεντρικής εξουσίας και σύγχιση των κρατικών λειτουργιών», σύμφωνα με τον ορισμό του Καθηγητή Γ. Δ. Δασκαλάκη στο «Η Νέα Πολιτική Ηθική και το Σύγχρονο Κράτος», στο ευρύτερο «Θέσεις για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο - Τετράδια Ευθύνης», έκδ. «Ευθύνη», Αθήνα 13

13


τροχοπέδη σε κάθε απόπειρα για τον εκσυγχρονισμό της. Δηλαδή, για το μετασχηματισμό της σε μια κοινωνία που «ασκεί ορθολογικόν έλεγχον εις το φυσικόν και ανθρώπινον περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται για την πλατειά και ηθελημένη χρησιμοποίηση των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων, την εκβιομηχάνισή της, τον αστισμό της, το υψηλό επίπεδο της ζωής των μελών της, την μεγάλη κοινωνική αλληλεξάρτησή των, την ζωηρή κινητικότητά της, την ενιαία και ολοκληρωμένη δομή, την οργανωμένη εμφάνιση, το υψηλό επίπεδο εκπαιδεύσεως, τον δυναμισμό της, την ανεξαρτησία, ανοχή, αυτοπεποίθηση, αισιοδοξία, ακρίβεια, επιχειρηματικότητα, θάρρος και αξιοπρέπεια των μελών της, το δημοκρατικό πολίτευμά της και τις ιδέες ελευθερίας, ισότητος και κοινωνικής δικαιοσύνης που προβάλλονται με αυτό», όπως την ορίζει εννοιολογικά ο Καθηγητής Γ. Δ. Δασκαλάκης16. β. Το Πολιτικό Σύστημα: Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, από τα πρώτα χρόνια μετά την ανεξαρτησία ως και τα τέλη του 19ου αιώνα, γνώρισε πολλές ανακατατάξεις. Η εγκαθίδρυση των κοινοβουλευτικών θεσμών πέρασε μέσα από έντονες πολιτικές συγκρούσεις, στις οποίες συνέτειναν τόσο η επώδυνη προσπάθεια για την αποδόμηση των δομών και των νοοτροπιών που κατέλειπε η οθωμανική απολυταρχία, όσο και το έλλειμμα δημοκρατικής-κοινοβουλευτικής παράδοσης. Χρειάστηκαν αρκετές δεκαετίες μετά την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης, για να μπορέσει να αποκτήσει η Ελλάδα, μόλις στις 17 Οκτωβρίου 1864, το πρώτο της δημοκρατικό Σύνταγμα. Το οποίο, καθιέρωνε ως πολίτευμα τη Βασιλευόμενη Δημοκρατία αντί της Συνταγματικής Μοναρχίας, αναγνώριζε ως φορέα της πολιτικής εξουσίας το έθνος και όχι τον βασιλέα και θέσπιζε την καθολική ψηφοφορία για την ανάδειξη του Κοινοβουλίου 17. Και απαιτήθηκαν 11 ακόμη χρόνια, και μια σωρεία καταχρήσεων από την πλευρά του ανωτάτου άρχοντος, του δικαιώματός του να ορίζει κυβερνήσεις και να διαλύει τη Βουλή (μεταξύ 18631875 άλλαξαν 18 κυβερνήσεις18 και μεταξύ 1863-1873 η Βουλή διαλύθηκε 5 φορές19), ώστε να θεσμοθετηθεί μόλις στις 11 Αυγούστου 1875 η αρχή της δεδηλωμένης, η θέσπιση δηλαδή της υποχρέωσης η εκάστοτε κυβέρνηση να απολαμβάνει της στήριξης της Βουλής και όχι να βασίζεται στην οποιουδήποτε τύπου εύνοια του βασιλέα, όπως μέχρι τότε συνέβαινε20. Μέσα από την αργόσυρτη αυτή θεσμική εξέλιξη, αλλά και μέσα από τους περισπασμούς και τα προσκόμματα που προκαλούσαν η αποδυναμωμένη οικονομική θέση και η συνεπακόλουθη διεθνής οικονομική εξάρτηση της χώρας, αλλά και τα ανοιχτά ζητήματα εθνικής ολοκλήρωσης, διαμορφώθηκαν εν τέλει οι προϋποθέσεις ώστε να αποκτήσει ο τόπος, κατά την τελευταία 20/ετία του 19ου αιώνα, ένα γνήσια κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα. Παρ’ όλα, όμως, αυτά τα βήματα το πολιτικό σύστημα κάθε άλλο παρά απαλλαγμένο ήταν από εγγενείς αδυναμίες, ανεπάρκειες και αντιφάσεις. Η πολιτική αστάθεια, κυρίαρχο γνώρισμα της ελληνικής πολιτικής ζωής στην πρώτη 50/ετία μετά την ανεξαρτησία, παρ’ ότι περιορίστηκε, εν τούτοις δεν εξαλείφθηκε. Η ένταση των πολιτικών αντιπαραθέσεων και η προσωποποίηση των πολιτικών διαφορών, αν και αμβλύνθηκαν, εξακολούθησαν να δίνουν το χρώμα στον ανταγωνισμό μεταξύ των κομμάτων. Η ισχύς των κομματαρχών και των κατά τόπους κομματικών φατριών, που στις πρώτες δεκαετίες μετά την επανάσταση ανέτρεπε στην 1982, σελ. 44. Γ. Δ. Δασκαλάκης: «Η Νέα Πολιτική Ηθική και το Σύγχρονο Κράτος», ότι αν. σελ. 43 - 44. 17 Βλ. Νίκος Α. Αλιβιζάτος: «Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, τεύχος Α΄ 1821 - 1941», έκδ. «Αντ. Ν. Σάκκουλα», Αθήνα-Κομοτηνή 1981, ανατύπωση 1985, σελ. 78 - 85. 18 Βλ. Νίκος Α. Αλιβιζάτος, ότι αν. σελ. 86 - 87. 19 Βλ. Douglas Dakin: «Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770 - 1923», έκδ. «Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης», Αθήνα χ.χ.ε. σελ. 437. 20 Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 194. 16

14


πράξη κάθε προσπάθεια ουσιαστικής μεταρρύθμισης και εκδημοκρατισμού της λειτουργίας της πολιτικής ζωής, αντί να περισταλεί μετά την υιοθέτηση παρεμβάσεων, όπως η καθιέρωση της ευρείας, αντί της στενής εκλογικής περιφερείας από τον Χ. Τρικούπη το 188721, ενδυναμώθηκε και συνέχισε να τροχοπεδεί κάθε πρωτοβουλία για τον απεγκλωβισμό του τόπου από την πολιτική υπανάπτυξη. Τέλος, η χρήση των κονδυλίων του κρατικού προϋπολογισμού για την εξυπηρέτηση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων, αντί της διάθεσής τους για την στήριξη των αναπτυξιακών προσπαθειών του τόπου, παρά τις μεγάλες δημοσιονομικές δυσχέρειες της περιόδου αυτής, συνεχίστηκε επιδεινώνοντας το οικονομικό πρόβλημα της χώρας και συμβάλλοντας τελικά στη χρεοκοπία της. Όλες αυτές οι «λειτουργικού» χαρακτήρα αρρυθμίες επιτείνονταν από την ύπαρξη, δομικού τύπου στρεβλώσεων. Ως σημαντικότερες μπορούν να αναφερθούν: 1. Ο ασφυκτικός έλεγχος που ασκούσε η εκάστοτε κυβέρνηση στη δημόσια διοίκηση, το στρατό και τη δικαιοσύνη. Το στοιχείο αυτό καθιστούσε τη διεκδίκηση, διακατοχή και νομή της εξουσίας ως αυτοσκοπό και, ταυτόχρονα, τροφοδοτούσε την προσφυγή του κυβερνώντος κόμματος, το οποίο κάθε φορά διενεργούσε τις εκλογές, στην εκτεταμένη νοθεία και τη βία, με τη χρήση ακόμη και συμμοριών ληστών, ώστε να πετύχει την επανεκλογή του22. Επί του προκειμένου είναι χαρακτηριστικό, ότι, ενώ οι πρώτες ουσιαστικά αφαλκίδευτες εκλογές στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν επί πρωθυπουργίας Χ. Τρικούπη, στις 18 Ιουλίου 1875, κατά τις οποίες το κόμμα του υπελείφθη του κόμματος του Α. Κουμουνδούρου, στη συνέχεια και ώς τα τέλη του αιώνα, ιδίως επί κυβερνήσεων Θ. Δηλιγιάννη, οι εκλογές εξακολούθησαν να διεξάγονται με την εφαρμογή μεθόδων φαλκίδευσης του εκλογικού αποτελέσματος. Και είναι επίσης αποκαλυπτικό, ως δείγμα μιας δομικού χαρακτήρα επιρρέπειας του ελληνικού πολιτικού συστήματος καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, το γεγονός ότι από το 1844 έως το 1862 μόνο μία κυβέρνηση, η οποία έλαβε εντολή για τη διενέργεια εκλογών, δεν κατάφερε να ελέγξει το εκλογικό αποτέλεσμα και να διατηρηθεί στην εξουσία, και συγκεκριμένα η κυβέρνηση του Α. Μαυροκορδάτου το 184423. 2. Η συχνή παραφθορά, «περιγραφή», ακόμη και ευθεία παράκαμψη των θεσμών, προκειμένου να εξυπηρετηθούν μικροπολιτικές επιδιώξεις, κομματικές και φατριαστικές στοχεύσεις και προσωπικά συμφέροντα και η υποταγή όλων των λειτουργών και των λειτουργιών του κράτους στην υπηρεσία και την προαγωγή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το στοιχείο αυτό επέκριναν δριμύτατα πολλοί νηφάλιοι παρατηρητές της πολιτικής ζωής του τόπου, όπως ο δημοσιογράφος Νεοκλής Καζάζης, που σε μία σειρά άρθρων διά των οποίων επιχειρούσε να αποτιμήσει την πολιτική εξέλιξη του τόπου κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, σημείωνε μεταξύ των άλλων επ’ αυτού: «Το Σύνταγμα, οι θεσμοί, θεωρείται ισχύον διά πάντα άλλον πολίτην εκτός του βουλευτού και των φίλων αυτού. Η ισχύς του νόμου κάμπτεται προ της πολιτικής ισχύος του εκλεκτού της καθολικής ψηφοφορίας ... ο δημόσιος λειτουργός, όπως και αν ονομάζηται ούτος, νομάρχης, εισαγγελεύς, αστυνόμος, εφέτης, πρωτοδίκης, ειρηνοδίκης, καθήκον έχει ίνα μην καταδιωχθή απολυόμενος εκ της υπηρεσίας ή μετατιθέμενος να υπακούη τυφλά εις τα κελεύσματα του πολιτικά ισχυρού»24. Βλ. Γεώργιος Ρούσσος: «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826 - 1974», Αθήνα 1976, τόμος Δ΄, σελ. 460. 22 Βλ. William Miller: «Ιστορία του Ελληνικού Λαού 1821 - 1921», έκδ. «Εταιρεία Τύπος», Αθήναι 1924, σελ. 89 και έπ. 23 Βλ. Ν. - Π. Διαμαντούρος, όπ. προηγ. σελ. 69. 24 Βλ. Νεοκλής Καζάζης: «Ο Κοινοβουλευτισμός εν Ελλάδι (Πολιτική Ψυχολογία)», έκδ. «Πανελλήνιο Κράτος», Αθήναι 1910, σειρά άρθρων που δημοσιεύθηκαν κυρίως στον Ελληνισμό, σελ. 84, εδώ άρθρο 26/5/1906. 21

15


3. Η ανυπαρξία κομμάτων αρχών, που να διαθέτουν προγραμματική ενότητα, να λειτουργούν

με βάση στοιχειώδεις έστω εσωτερικές διαδικασίες και υποτυπώδη οργανωτική διακλάδωση. Σε συνδυασμό με το δευτερεύοντα ρόλο τον οποίο διαδραμάτιζαν οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, αυτό καθιστούσε ευκολότερη τη συναλλαγή μεταξύ των κομμάτων και τις μετακινήσεις πολιτευόμενων από κόμμα σε κόμμα, παρεμποδίζοντας τη διαμόρφωση στη χώρα ενός σύγχρονου «συστήματος κομμάτων» και την ανάπτυξη ενός πλαισίου εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και στις πολιτικές δυνάμεις, απαραίτητου για τη δημιουργία στέρεων πολιτικών θεσμών. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι στα τέλη του 19ου αιώνα τα κόμματα είχαν σημειώσει σημαντικά βήματα εξέλιξης εν σχέση τόσο προς τα «ξενικά» κόμματα της πρώτης μεταπελευθερωτικής περιόδου όσο και προς τα «προσωπικά» κόμματα της περιόδου από το 1844 έως το 1875 περίπου, καθώς βασίζονταν πλέον σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στήριξης με χαλαρή, έστω, δικτύωση σε όλη τη χώρα25. 4. Η ροπή των πολιτικών δυνάμεων προς την εύκολη δημαγωγία παρεμπόδιζε την «ενηλικίωση» και ωρίμανση του πολιτικού της συστήματος. Σε αυτό συνέβαλλε τα μέγιστα η ανυπαρξία δεσμευτικών και συνεπών προγραμματικών θέσεων των κομμάτων της περιόδου αυτής, με μερική εξαίρεση το «Νεωτερικό Κόμμα» του Χ. Τρικούπη, το οποίο μάλιστα είναι και το πρώτο, που κατά την ίδρυσή του, το 1872, υπό την επωνυμία «Πέμπτο» ή «Εκλεκτικό Κόμμα», πρωτοτυπώντας προχώρησε στη διακήρυξη «Δηλώσεως Στόχων και Σκοπών»26. Εν αντιθέσει προς το «Εθνικό Κόμμα» του Θ. Δηλιγιάννη, το οποίο καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του όχι μόνο ηρνείτο την οποιαδήποτε προγραμματική δέσμευση, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις διαλαλούσε ότι πρόγραμμά του ήταν να πράξει τα αντίθετα από το αντίπαλό του «τρικουπικό» κόμμα 27. Αυτή η ανυπαρξία προγραμματικών σχεδίων από την πλευρά των κομμάτων και η χωρίς ανασχέσεις προσφυγή τους στη λαϊκιστική πλειοδοσία υπήρξε μια από τις σημαντικότερες πηγές της κακοδαιμονίας της εθνικής ζωής και βρίσκεται στον πυρήνα του εθνικού ναυαγίου του 1897 και των συνεπειών του. Μέσα σε αυτό το πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον, είναι προφανές ότι στο γύρισμα του αιώνα το ελληνικό πολιτικό σύστημα αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας για εμβάθυνση των δημοκρατικών κατακτήσεων, ανάπτυξη ενός περισσότερο αποτελεσματικού κράτους και εξορθολογισμό της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης. Και πως αδυνατούσε να στηρίξει ουσιαστικά την εθνική αξίωση για την εκπλήρωση του οράματος της εθνικής ολοκλήρωσης. Γι’ αυτό, η απαίτηση για την πραγματοποίηση ενός μεγαλόπνοου μεταρρυθμιστικού προγράμματος εκσυγχρονισμού και πραγματικού εκδημοκρατισμού του πολιτικού συστήματος πρόβαλλε επιτακτική. Και το αίτημα για τη φερέγγυα πολιτική έκφρασή του αναδεικνυόταν ζωτικής σημασίας για την παραπέρα πορεία του τόπου. γ. Η Εικόνα της Οικονομίας: Το ελληνικό κράτος ξεκίνησε τον βίο του με υποτυπώδεις οικονομικές δομές. Η άσχημη οικονομική κατάσταση επιδεινωνόταν ακόμη περισσότερο από την αδυναμία του να δανειστεί ξένα κεφάλαια στα πρώτα 50 χρόνια ελεύθερου βίου εξ αιτίας της από μέρους του παύσης πληρωμών των τοκοχρεολυσίων των δανείων, που είχε συνάψει την περίοδο 1824Βλ. Γρηγόριος Δαφνής: «Τα Ελληνικά Πολιτικά Κόμματα 1821 - 1961», έκδ. «Γαλαξίας», Αθήνα 1961, σελ. 79 - 80. 26 Βλ. Στάθης Ευσταθιάδης: «Ο Πρώτος Εκσυγχρονιστής Πρωθυπουργός», περ. Οικονομικός Ταχυδρόμος, 18/4/1996. 27 Βλ. Ηλίας Δ. Ζέγγελης: «Το εν Ελλάδι Κρατούν Κοινοβουλευτικόν Δίκαιον», έκδοσις 2α, έκδ. «Τυπογραφείον ΕΜΠΡΟΣ», Αθήναι 1912, σελ. 524 - 525. 25

16


1825, καθώς και εκείνου που είχε λάβει το 183228. Εξίσου αρνητική επίδραση στην οικονομική κατάσταση της χώρας είχε η απροθυμία ξένων επενδυτών να προχωρήσουν στην πραγματοποίηση άμεσων επενδύσεων, λόγω της επισφάλειας που συνόδευε κάθε τέτοιου είδους εγχείρημα σε μια οικονομία υψηλής αβεβαιότητας29. Και, ακόμη, ο υπανάπτυκτος χαρακτήρας των οικονομικών δομών της μετεπαναστικής Ελλάδας, που διακρίνονταν από το χωρισμό της οικονομίας στον εκτεταμένο τομέα της επιβίωσης και στον περιορισμένο τομέα της αγοράς, και ως εκ τούτου δεν παρείχαν τα αναγκαία περιθώρια για την ανάπτυξη σημαντικών επενδυτικών και εν γένει οικονομικών πρωτοβουλιών30. Οι προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, έδειξαν να βελτιώνονται από το 1870 και μετά, όταν άρχισαν να δραστηριοποιούνται στη χώρα οι Έλληνες κεφαλαιούχοι του εξωτερικού, κυρίως σε εμπορικές, χρηματιστικές και τραπεζικές δραστηριότητες31. Και, επίσης, όταν -ιδιαίτερα μετά το 1873- ξεκίνησε η εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων εξ αιτίας της διεθνούς οικονομικής ύφεσης (που διήρκεσε έως και το 1896). Οι ξένοι επένδυαν πλέον και σε μικρότερες αγορές, όπως η ελληνική, προτιμώντας αντί για άμεσες παραγωγικές επενδύσεις, κρατικά χρεόγραφα. Η άρση, της απαγόρευσης παροχής δανείων προς την Ελλάδα, το 1878, συνετέλεσε, τέλος, στην ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας, αυξάνοντας τις δυνατότητες χρηματοδότησης των αναπτυξιακών της προσπαθειών32. Παρ’ όλες, όμως, αυτές τις θετικές εξελίξεις η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη μιας μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης, που οδήγησε σε πτώχευση το κράτος. Σε επιμέρους παραγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, υπήρχαν διαρθρωτικού χαρακτήρα προβλήματα. Κατά την ίδια περίοδο, ιδιαίτερα δυσμενής ήταν η κατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών που επιδρούσε επιβαρυντικά στην εξέλιξη των δημόσιων οικονομικών. Βασική αιτία ήταν οι υπέρογκες αμυντικές δαπάνες, οι οποίες ιδιαίτερα γιά την περίοδο 1887-1896 απορροφούσαν κατά μέσο όρο το 20% των συνολικών δαπανών του κράτους. Στον αγροτικό τομέα, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ανεξαρτησίας, το Ελληνικό κράτος τάχθηκε υπέρ της απελευθέρωσης της αγροτικής γης και της προώθησης της ατομικής ιδιοκτησίας. Η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, το 1881, όξυνε περαιτέρω το ζήτημα της διανομής των αγροτικών γαιών, καθώς τα τσιφλίκια καταλάμβαναν το 75% της θεσσαλικής γης, δημιουργώντας εκρηκτικά οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα, τα οποία επρόκειτο όμως να αντιμετωπιστούν οριστικά στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα33. Έτσι, η ελληνική αγροτική παραγωγή στα τέλη του 19ου αιώνα, με την εξαίρεση ορισμένων προϊόντων, όπως η σταφίδα, οι εξαγωγές της οποίας το 1880 έφθασαν στις 195.000 βενετικές λίρες 34, προοριζόταν κυρίως για αυτοκατανάλωση και σε δεύτερο βαθμό για την κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής αγοράς. Ο τομέας της βιομηχανίας, σε όλη τη διάρκεια του 19 ου αιώνα, κατείχε δευτερεύουσα θέση στην οικονομική ζωή της Ελλάδας. Έτσι, το 1889, στη χώρα υπήρχαν μόλις 145 βιομηχανικές εγκαταστάσεις, με ιπποδύναμη 5.568 μονάδων, οι οποίες ήταν προσανατολισμένες κυρίως σε παραδοσιακούς κλάδους και αποσκοπούσαν πρωτίστως στην Βλ. Γιώργος Δερτιλής: «Ελληνική Οικονομία και Βιομηχανική Επανάσταση», έκδ. «Αντ. Ν. Σάκκουλα», Αθήνα 1984, σελ. 54 - 55. 29 Βλ. Γιώργος Δερτιλής, ότ. αν. σελ. 57 - 58. 30 Βλ. Ι. Α. Πετρόπουλος - Αικ. Κουμαριανού, όπ. προηγ. σελ. 261. 31 Βλ. Γιώργος Δερτιλής, όπ. προηγ. σελ. 60. 32 Βλ. Γιώργος Δερτιλής, όπ. προηγ. σελ. 56. 33 Βλ. Ναπολέων Μαραβέγιας - Γεώργιος Μέρμηγκας: «Αγροτική Οικονομία: Η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών διέξοδος στην κρίση», περ. Κέρδος: «Οικονομία 2000», ετήσια ειδική έκδοση, Δεκέμβριος 1999, σελ. 72. 34 Βλ. Νίκος Γ. Σβορώνος: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», έκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 1976, σελ. 71. 28

17


κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής αγοράς35. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι με διάφορες παρεμβάσεις βασισμένες κυρίως σε μέτρα δασμολογικής πολιτικής, το ελληνικό κράτος προσπάθησε να ενισχύσει τον βιομηχανικό τομέα. Απέτυχε, όμως, αφού δεν υιοθετούσε «εργαλεία», όπως οι άμεσες επιδοτήσεις και ενισχύσεις, που θα τόνωναν την προσφορά και θα αναβάθμιζαν τη βιομηχανική παραγωγή, κατά το πρότυπο των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών. Ο τραπεζικός τομέας εξελίχθηκε με δυσχέρειες και παλινδρομήσεις. Η αποτυχία της Εθνικής Οικονομικής Τράπεζας, η οποία μετά μία βραχεία λειτουργία τριών ετών, αναγκάστηκε το 1831 να διακόψει τις εργασίες της, λόγω της εξάντλησης των χρηματοδοτικών της πηγών, αποδεικνύει το μέγεθος των δυσκολιών που συναντούσε κάθε απόπειρα δημιουργίας ενός υποτυπώδους έστω τραπεζικού συστήματος την εποχή εκείνη. Η ίδρυση, δέκα χρόνια μετά, το 1841, της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, που υπήρξε η πρώτη ιδιωτική τράπεζα στην οποία επενδύθηκαν ελληνικά και ξένα κεφάλαια, αποδείχθηκε επιτυχέστερη. Το ίδρυμα, κατόρθωσε να αναδειχθεί σε θεμελιώδη παράγοντα για τη μετέπειτα εξέλιξη και ανάπτυξη του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στο σύνολό του. Η επέκταση, το 1864, των δραστηριοτήτων της Ιονικής Τραπέζης στην Ελλάδα, που είχε ως τότε την έδρα της στο Λονδίνο, αποτέλεσε μια ακόμη θετική εξέλιξη στον εν διαμορφώσει τραπεζικό χώρο. Ακολούθως, ο αριθμός των τραπεζών στην Ελλάδα, αυξήθηκε αν και με βραδείς ρυθμούς, χωρίς εν τούτοις το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να κατορθώσει να ασκήσει τον πολλαπλασιαστικό αναπτυξιακό ρόλο, που διαδραμάτιζαν στο οικονομικό γίγνεσθαι των χωρών τους τα τραπεζικά συστήματα των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών κρατών36. Στον τομέα των δημοσίων έργων η κατάσταση των δημόσιων οικονομικών δεν επέτρεπε τον προγραμματισμό και την πραγματοποίηση των εκτεταμένων παρεμβάσεων που απαιτούνταν, προκειμένου ο τόπος να αποκτήσει τις αναγκαίες υποδομές για την αναπτυξιακή απογείωσή του. Τα πράγματα καλυτέρευσαν σημαντικά κατά την τελευταία φάση του 19ου αιώνα, οπότε και πραγματοποιήθηκαν αρκετά έργα δημόσιας υποδομής. Και πάλι, ο συνολικός όγκος τους υπολειπόταν των αναπτυξιακών αναγκών της χώρας. Είναι έτσι, λοιπόν, χαρακτηριστικό, ότι το οδικό δίκτυο, το οποίο ανερχόταν στα 450 χλμ. μέχρι το 1863, στα οποία προστέθηκαν άλλα 853 χλμ. των Επτανήσων μετά την ενσωμάτωσή τους στην Ελλάδα το 1864, αναπτύχθηκε κυρίως κατά την περίοδο μετά το 1867 έως και το 1909, οπότε κατασκευάστηκαν άλλα 2.750 χλμ. από τα οποία τα 2.200 επί διακυβέρνησης Χ. Τρικούπη 37. Επίσης, το σιδηροδρομικό δίκτυο, που εγκαταστάθηκε στη χώρα μόλις το 1869 με τα εγκαίνια της γραμμής που συνέδεε την Αθήνα με τον Πειραιά και είχε μήκος 6 μιλίων38, αναπτύχθηκε κυρίως την περίοδο 1882-1892, πάλι επί πρωθυπουργίας Χ. Τρικούπη, οπότε και κατασκευάστηκαν γραμμές μήκους 900 χλμ. για να περάσει από μία φάση κατασκευαστικής ύφεσης την περίοδο 1893-1900, λόγω της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης, οπότε κατασκευάστηκαν μόλις 100 χλμ. Και να ολοκληρωθεί, εν τέλει, στον επόμενο πλέον αιώνα με τα έργα της χρονικής περιόδου 1901-1909, οπότε και κατασκευάστηκαν περίπου 600 χλμ39. Την ίδια περίοδο, έγιναν στις 25 Ιουλίου 1893, τα εγκαίνια της διώρυγας της

Βλ. Ιωάννα Μινόγλου: «Κράτος και Βιομηχανία: Ανεπαρκής και χωρίς συντονισμό η βιομηχανική πολιτική», περ. Κέρδος: «Οικονομία 2000», ετήσια ειδική έκδοση, Δεκέμβριος 1999, σελ. 24 - 25. 36 Βλ. Κώστας Μελάς: «Τράπεζες: Αναζητώντας νέα ταυτότητα στο διεθνοποιημένο περιβάλλον», περ. Κέρδος: «Οικονομία 2000», ετήσια ειδική έκδοση, Δεκέμβριος 1999, σελ. 98 - 99. 37 Βλ. Γιώργος Δερτιλής, όπ. προηγ. σελ. 90. 38 Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 371. 39 Βλ. Ε. Παπαγιαννάκης: «Οι Ελληνικοί Σιδηρόδρομοι: 1880 - 1910», στο Δημ. Γ. Τσαούσης (Επιμ.), όπ. προηγ. σελ. 114. 35

18


Κορίνθου, έργου σημαντικού για την ανάπτυξη της χώρας40, ενώ ξεκίνησαν και τα έργα αποξήρανσης της λίμνης της Κωπαΐδας, τα οποία όμως ολοκληρώθηκαν αρκετά χρόνια αργότερα, το 193141. Τα έργα αυτά, αν και πρόδηλης σημασίας για τη διαμόρφωση των ζωτικά απαραίτητων υποδομών ανάπτυξης της οικονομίας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, εν τούτοις απείχαν αρκετά από του να επαρκούν για να καλύψουν τις αναπτυξιακές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, σε μια εποχή στη διάρκεια της οποίας, στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, όπως προελέχθη, συντελούνταν ραγδαίες ανακατατάξεις και μεγάλες αλλαγές, που καθόρισαν τους παγκόσμιους συσχετισμούς οικονομικής ισχύος στα χρόνια που ακολούθησαν. Στο μακροοικονομικό επίπεδο, οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας στα τέλη του 19ου αιώνα, αποτύπωναν τη μικρή βελτίωση των επιδόσεων αλλά ταυτόχρονα και την χειροτέρευση των δημόσιων οικονομικών, λόγω του υπερδανεισμού. Το εθνικό προϊόν για την περίοδο 1878-1897 υπολογίζεται ότι διαμορφώθηκε στα 500 εκατ. δρχ. (της εποχής) ετησίως. Οι δημόσιες επενδύσεις κατά την ίδια περίοδο στο σύνολό τους δεν ξεπέρασαν τα 150-180 εκατ. δρχ., ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις ανήλθαν συνολικά στο ίδιο χρονικό διάστημα μόλις στα 100 εκατ. δρχ42. Το εξωτερικό εμπόριο, από τις 97,89 χρυσές δραχμές ανά κάτοικο την περίοδο 1881-1890, υποχώρησε στις 80,23 χρυσές δραχμές ανά κάτοικο στο χρονικό διάστημα 1891-190043. Μεταξύ των ετών 1879-1890, συνήφθησαν από το ελληνικό κράτος έξι δάνεια, συνολικού ύψους 630 εκατ. δρχ. Από αυτά εισπράχθηκαν μόλις 459 εκατ. δρχ. καθώς εκδίδονταν 25-30% κάτω από το ονομαστικό τους ποσό και το μεγαλύτερο μέρος τους δαπανήθηκε για την αποπληρωμή τόκων και την αγορά εξοπλισμών, με αποτέλεσμα στη διάθεση του κράτους να μείνουν 100 εκατ. δρχ., τα οποία διατέθηκαν για την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού44. Ο υπερδανεισμός αυτής της περιόδου, σε συνδυασμό με την έλλειψη των αναγκαίων υποδομών και του απαραίτητου θεσμικού πλαισίου για την παραγωγική αξιοποίηση των εισρεόντων πόρων, αλλά και με τη διασπάθιση σημαντικού μέρους των χρημάτων για την κάλυψη κομματικών αναγκών των κυβερνήσεων της εποχής, οδήγησε τη χώρα στην αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων της και τη χρεοκοπία. Αυτή καθομολογήθηκε δημόσια την 1η Δεκεμβρίου 1893 από τον τότε πρωθυπουργό Χ. Τρικούπη με τη δήλωση «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» κατά την κατάθεση στη Βουλή του σχεδίου νόμου «περί υπηρεσίας εθνικών δανείων»45. Μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις, η συμφωνία με τους διεθνείς δανειστές για την αποπληρωμή των δανείων της χώρας επετεύχθη τον Φεβρουάριο του 1897 και ολοκληρώθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1898, επισφραγιζόμενη με τη θέσπιση του νόμου ΒΦΙΘ του Φεβρουαρίου 1898, ο οποίος θεσμοθέτησε την υπαγωγή της χώρας υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο46. Τον έλεγχο ασκούσε Επιτροπή που είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα και επόπτευε τα έσοδα από τα μονοπώλια, τα τέλη χαρτοσήμου, τη φορολογία καπνού και τα εισαγωγικά τέλη του Λιμένος Πειραιώς, χρησιμοποιώντας τους πόρους που περιέρχονταν σε αυτήν για την αποπληρωμή των δανείων. Στις αρμοδιότητες του ΔΟΕ, είχε επίσης περιέλθει ο έλεγχος της νομισματικής πολιτικής της χώρας, ο οποίος διατηρήθηκε μέχρι τον Α΄ Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης: «Πολιτική Ιστορία της Γραφικαί Τέχναι», Αθήνα 1968, τόμος 2, σελ. 245. 41 Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης: «Πολιτική Ιστορία της Γραφικαί Τέχναι», Αθήνα 1968, τόμος 2, σελ. 169 - 170. 42 Βλ. Γιώργος Δερτιλής, όπ. προηγ. σελ. 98 - 99. 43 Βλ. Νίκος Γ. Σβορώνος, όπ. προηγ. σελ. 71. 44 Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 226. 45 Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης: «Πολιτική Ιστορία της Γραφικαί Τέχναι», Αθήνα 1968, τόμος 2, σελ. 247 και 252. 46 Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης: «Πολιτική Ιστορία της Γραφικαί Τέχναι», Αθήνα 1968, τόμος 2, σελ. 349 - 350. 40

19

Νεωτέρας Ελλάδος», έκδ. «Πάπυρος Νεωτέρας Ελλάδος», έκδ. «Πάπυρος -

Νεωτέρας Ελλάδος», έκδ. «Πάπυρος Νεωτέρας Ελλάδος», έκδ. «Πάπυρος -


Παγκόσμιο Πόλεμο και καταργήθηκε επισήμως κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τη χαριστική βολή στα δημόσια οικονομικά της χώρας έδωσε ο ατυχής πόλεμος του 1897 με την Τουρκία, ο οποίος κόστισε στην Ελλάδα περίπου 210 εκατ. δρχ.47. Επομένως, η ελληνική οικονομία του τέλους του 19ου αιώνα απαιτούσε επειγόντως ριζοσπαστικές θεσμικές τομές και βαθιές αλλαγές στον τρόπο διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών της ώστε και να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και στις εθνικές προσδοκίες για την επίτευξη της πολυπόθητης εθνικής ολοκλήρωσης. Οι δυνάμεις αδράνειας, ωστόσο, των αναχρονιστικών δομών και των παρωχημένων αντιλήψεων, που κυριαρχούσαν αφ’ ενός μεν στο οικονομικό σύστημα, αφ’ ετέρου δε στη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, αποδεικνύονταν αρκετά ισχυρές σε κάθε προσπάθεια εφαρμογής μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών. δ. Το Ιδεολογικό και Διανοητικό Περιβάλλον: Η κυριαρχία του προτάγματος της Μεγάλης Ιδέας και των Ελληνοχριστιανικών αξιών, υπήρξε δεσπόζουσα κατά τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα. Παράλληλα, έκαναν την εμφάνισή τους, ειδικότερα στο πεδίο των κοινωνικών και οικονομικών ιδεών, νέα ιδεολογικά ρεύματα. Έτσι, εμφανίστηκαν οι πρώτοι εκφραστές της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, που οι ποικίλες εκφάνσεις της ήδη σημείωναν θεαματική αύξηση της απήχησής τους σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη. Ανάμεσα στους πρωτοπόρους των σοσιαλιστικών ιδεών στην Ελλάδα της εποχής, ξεχωρίζουν ο Πλάτων Δρακούλης48, με απόψεις προσανατολισμένες προς τις δημοκρατικές σοσιαλιστικές θέσεις των φαβιανών της Αγγλίας, και ο Σταύρος Καλλέργης, με αντιλήψεις που προσέγγιζαν τον μαρξιστικό σοσιαλισμό, χωρίς, όμως, να ταυτίζονται πλήρως με αυτόν. Ο Δρακούλης και ο Καλλέργης, πρωτοστάτησαν στις προσπάθειες οργάνωσης της αρτιφανούς και ολιγάριθμης ακόμη τότε εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Και μάλιστα, σε συνεργασία με άλλους μικρότερης εμβέλειας σοσιαλιστικούς ομίλους, που είχαν αρχίσει να κάνουν εμφανή την παρουσία τους στον τόπο, οργάνωσαν την 1η Μαΐου 1894 τον πρώτο αξιοσημείωτα μαζικό εορτασμό της εργατικής πρωτομαγιάς στη χώρα, στο Παναθηναϊκό στάδιο της Αθήνας, κυρίαρχο χαρακτηριστικό του οποίου υπήρξε η συμμετοχή γυναικών και φοιτητών49. Την ίδια περίοδο, στο χώρο της οικονομικής σκέψης έκαναν την εμφάνισή τους, με επίκεντρο τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και κύριο εκφραστή τον καθηγητή της Πολιτικής Οικονομίας Ι. Σούτσο, οι ιδέες του οικονομικού φιλελευθερισμού και μάλιστα στη γαλλική εκδοχή του. Με βάση τις θέσεις του μεγάλου Γάλλου οικονομολόγου Say, αλλά και τις θεωρητικές αναπτύξεις του γαλλόφωνου Ελβετού οικονομολόγου Rossi στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, ο Σούτσος μεταλαμπάδευσε στον ελληνικό χώρο την αισιόδοξη προσέγγισή τους για την προοπτική του καπιταλισμού και τη δυνατότητά του να επιταχύνει την οικονομική ανάπτυξη των διαφόρων χωρών, άρα και της Ελλάδας50. Παρόμοιες θέσεις υπέρ του οικονομικού φιλελευθερισμού, προωθούσε, επίσης, μέσα από τις στήλες της «Οικονομικής Επιθεώρησης» που εξέδιδε από το 1873 μέχρι και το 1885, και ο νομικός και οικονομολόγος Αρ. Οικονόμος, ο οποίος, μάλιστα, αντιτάχθηκε έντονα στο δασμολογικό Βλ. Αντώνης Αντωνίου: «Το Οικονομικό Κόστος του Πολέμου», Αφιέρωμα, «1897: Το Κόστος του Τυχοδιωκτισμού», εφ. Βήμα της Κυριακής, ένθετο «Νέες Εποχές», 6/4/1997, σελ. 6. 48 Βλ. Χαϊδή Θ. Κεραμοπούλου: «Δημοτικισμός και Σοσιαλισμός», στο Γιώργος Αναστασιάδης (Επιμ): «Το Εργατικό - Συνδικαλιστικό Κίνημα της Θεσσαλονίκης», έκδ. «Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997», Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 372. 49 Βλ. Αλέξανδρος Βέλιος: «Το 1893 αρχίζει ο εορτασμός της εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα», εφ. Το Βήμα, 29/4/1979. 50 Βλ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος: «Πολιτική οικονομία και οικονομική σκέψη στον 20ο αιώνα», περ. Κέρδος: «Οικονομία 2000», ετήσια ειδική έκδοση, Δεκέμβριος 1999, σελ. 112. 47

20


σύστημα που επιχείρησε να επιβάλει για ταμειακούς και προστατευτικούς λόγους ο Χ. Τρικούπης το 188251, εγκαλώντας την υιοθέτησή του ως παράγοντα στρεβλώσεων στην οικονομία. Στο πεδίο της οικονομικής σκέψης διατυπώνονταν και απόψεις προσανατολισμένες σε περισσότερο σοσιαλιστικές ή κρατικοπαρεμβατικές θέσεις. Στην πρώτη κατηγορία των σοσιαλιστικών απόψεων, και μάλιστα των επηρεασμένων από τις θεωρίες του Σαιν-Σιμόν, εντάσσονταν οι θέσεις που υποστήριζε ο καθηγητής φιλοσοφίας Πέτρος Βραΐλας-Αρμένης, ο οποίος τασσόταν υπέρ της εκβιομηχάνισης και της κατόπιν της επίτευξης αυτής, κοινωνικής διανομής του οικονομικού πλεονάσματος. Στη δεύτερη κατηγορία των κρατικοπαρεμβατικών θέσεων, που βασίζονταν σε ένα μίγμα φιλελευθερισμού με εθνικιστικές και προστατευτικές απόψεις, όπως αυτές είχαν διατυπωθεί από τον Γερμανό οικονομολόγο Λιστ, εντάσσονταν οι ιδέες που υποστήριζαν με τη διδασκαλία τους στο Πανεπιστήμιο ο Ι. Ζωγράφος και ο Ν. Γουναράκης, οι οποίες απέκτησαν ένα ευρύτερο κύκλο υποστηρικτών ανάμεσα στον πολιτικό αλλά και επιχειρηματικό κόσμο της εποχής, που προσέβλεπε σε αυτές ως μια ρεαλιστική φόρμουλα εφαρμογής για την υπέρβαση της κρίσης52. Αξιοσημείωτη, όμως, κατά την ίδια περίοδο υπήρξε και η ιδεολογική παρέμβαση του κινήματος του δημοτικισμού, που πρέσβευε την ανάγκη καθιέρωσης της δημοτικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους και προπάντων της εκπαίδευσης. Βασισμένος στις γλωσσικές απόψεις του Γιάννη Ψυχάρη, όπως αυτές διατυπώνονταν στο έργο του «Το Ταξίδι», που δημοσιεύθηκε το 1888, ο δημοτικισμός γρήγορα συνδέθηκε με άλλα ριζοσπαστικά κοινωνικά και ιδεολογικά ρεύματα της εποχής και αποτέλεσε το «όχημα» για την απαίτηση ευρύτερων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, με έντονο, σε αρκετές περιπτώσεις, το σοσιαλιστικό στοιχείο. Ως αντίδραση στο κίνημα του δημοτικισμού εμφανίστηκαν οι απόψεις που υπεραμύνονταν της χρήσης της καθαρεύουσας, θεωρώντας πως κάθε απόπειρα κατάργησής της θα απέκοπτε όχι μόνο τη γλώσσα, αλλά και την ίδια την ελληνική κοινωνία, από τις πατρογονικές της ρίζες. Κυριότερος εκφραστής τους υπήρξε ο Γεώργιος Μιστριώτης53. Παρά δε το γεγονός ότι κατεξοχήν πεδίο σύγκρουσης για το γλωσσικό ζήτημα υπήρξαν οι πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, εν τούτοις η επίδρασή τους στις ζυμώσεις της ελληνικής κοινωνίας στα τέλη του 19ου αιώνα υπήρξε εξίσου αξιοσημείωτη και σημαντική. Είναι σαφές πως στην Ελλάδα της περιόδου εκείνης η ανάγκη για τον πολιτικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό είχε συνειδητοποιηθεί από ευρύτερους κύκλους πολιτικών και διανοουμένων. Μόνο που η ανταπόκρισή τους σε αυτή, περιοριζόταν είτε λόγω της πρόταξης της Μεγάλης Ιδέας στη μετατόπιση του χρόνου εκπλήρωσής της μετά την υλοποίηση εκείνης, είτε στην άκριτη υιοθέτηση αποσπασματικών και ανεφάρμοστων «συνταγών» από το εξωτερικό, που αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν ολοκληρωμένα τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας της εποχής. Έτσι, η απαίτηση για την άρθρωση ενός συνεκτικού και ολοκληρωμένου προγράμματος πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού, προσαρμοσμένου στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής πραγματικότητας και ανταποκρινόμενου στις υπαρκτές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς να «χάνεται» ούτε σε ανεδαφικές «ρομαντικές» περιπλανήσεις, αλλά ούτε και σε ανέδραστες δογματικές προπαραδοχές και αφαιρέσεις, πρόβαλλε επιτακτική. Στα διαρθρωτικού τύπου προβλήματα και τις υστερήσεις πρέπει να προσθέσει κανείς και τις πολυειδείς επιδράσεις που ασκούσαν στην πορεία της χώρας τα ανοιχτά εθνικά Βλ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, ότ. αν. σελ. 113. Βλ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, ότ. αν. σελ. 113. 53 Βλ. Χαϊδή Θ. Κεραμοπούλου: «Δημοτικισμός και Σοσιαλισμός», στο Γιώργος Αναστασιάδης (Επιμ): «Το Εργατικό - Συνδικαλιστικό Κίνημα της Θεσσαλονίκης», έκδ. «Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997», Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 372 - 373. 51 52

21


ζητήματα. Παρά το γεγονός ότι η έναρξη της τελευταίας εικοσαετίας του 19ου αιώνα σημαδεύτηκε για την Ελλάδα από την απόφαση που ελήφθη στη συνδιάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως της 10ης Φεβρουαρίου 1881, βάσει της οποίας παραχωρήθηκαν στη χώρα η περιοχή της Θεσσαλίας και τμήμα της περιοχής της Ηπείρου, ο προβληματισμός και η ανησυχία για την έκβαση των εθνικών διεκδικήσεων αντί να αμβλύνεται, έβαινε αυξανόμενος54. Γιατί η προσάρτηση των δύο αυτών περιοχών στο αρτισύστατο ελλαδικό κράτος, αν και συνιστούσε ένα ακόμη σημαντικό βήμα για την ευόδωση της εθνικής ολοκλήρωσης, εν τούτοις, στο φόντο των εξελίξεων της εποχής, περισσότερο έδειχνε να δικαιώνει τη διάχυτη στην κοινή γνώμη αίσθηση της μεροληψίας των Μεγάλων Δυνάμεων σε βάρος της Ελλάδας. Στην αρνητική αυτή προδιάθεση είχαν συντελέσει καθοριστικά οι «νωπές» αποφάσεις της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, που υπεγράφη στις 19 Φεβρουαρίου 1878 ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία, και οι αποφάσεις της Συνθήκης του Βερολίνου της 1ης Ιουλίου του ίδιου έτους, που όχι μόνο παρέκαμπταν τις ελληνικές απαιτήσεις, αλλά και έμοιαζαν, αντιθέτως, να ευνοούν τις σε βάρος του Ελληνισμού διεκδικήσεις των γειτόνων του, όπως της Βουλγαρίας ή της Τουρκίας. Υπό το κράτος αυτών των εμπειριών μεγάλωνε ολοένα περισσότερο η μερίδα της κοινής γνώμης που συμμεριζόταν την πεποίθηση ότι η χώρα έπρεπε να επιδιώξει δι’ ιδίων μέσων την εκπλήρωση των εθνικών της πόθων, παύοντας πλέον να προσβλέπει στην (αμφίβολη) στήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Στην ενίσχυση της πεποίθησης αυτής (αλλά και της λαϊκής πίεσης για μια πιο δυναμική εθνική πολιτική), συνέτειναν καταλυτικά και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα το Σεπτέμβριο του 1885, όταν η Βουλγαρία κατά τρόπο πραξικοπηματικό προχώρησε στη μονομερή προσάρτηση στην εδαφική της επικράτεια της κατοικούμενης από ελληνικούς πληθυσμούς περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας. Απέναντι στην αυθαίρετη αυτή βουλγαρική πρωτοβουλία οι αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων υπήρξαν υποτονικές, αφού κάθε μια από αυτές προσέβλεπε στον υπέρ των δικών της συμφερόντων προσεταιρισμό της Βουλγαρίας. Έτσι, η Αγγλία, ελπίζοντας να χρησιμοποιήσει τη Βουλγαρία ως ανασχετικό φραγμό της ρωσικής καθόδου προς την Κωνσταντινούπολη, περιορίστηκε σε εντελώς ρητορικού χαρακτήρα διαμαρτυρίες. Η Γαλλία, για παρόμοιους λόγους, αντέδρασε χλιαρά, ενώ η Γερμανία προτίμησε να μείνει ουδέτερη αποφεύγοντας κάθε εμπλοκή στην κρίση. Η Ρωσία από την πλευρά της, αν και δυσανασχέτησε υποπτευόμενη αγγλική ανάμιξη, απέφυγε να μεταφράσει την απαρέσκειά της σε οποιασδήποτε μορφής δυναμική αντίδραση. Έτσι, παρέμεινε μόνη η Αυστρία, ελαυνόμενη από τις δικές της πολιτικοδιπλωματικές σκοπιμότητες, να εκφράζει έμπρακτα την αντίθεσή της, παροτρύνοντας τη Σερβία να κινηθεί επιθετικά απέναντι στη βουλγαρική παρασπονδία. Η Σερβία κήρυξε πράγματι τον πόλεμο στη Βουλγαρία, αλλά ηττήθηκε κατά κράτος, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους Βούλγαρους να στρέψουν την προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης από το δικό τους πραξικόπημα, στη σερβική ενέργεια55. Η Ελλάδα, από τη δική της σκοπιά, αντέδρασε με αμφιθυμία. Αρχικά τήρησε προσεκτική στάση, προσδοκώντας σε τουρκική αντίδραση, που θα μπορούσε να της προσπορίσει οφέλη, χωρίς την ανάληψη οιουδήποτε ρίσκου από την πλευρά της. Ο υπολογισμός, όμως, αυτός αποδείχθηκε λανθασμένος. Η Τουρκία, εναρμονίζοντας τη στάση της προς εκείνη των περισσότερων από τις Μεγάλες Δυνάμεις, δεν αντέδρασε και έτσι η Ελλάδα υποχρεώθηκε εκ των πραγμάτων να αναλάβει η ίδια τις πρωτοβουλίες που κατ’ αρχήν θέλησε να αποφύγει. Κήρυξε μια παρατεταμένη επιστράτευση, που κόστισε τεράστια χρηματικά ποσά και κατέληξε σε σύγκρουση της χώρας με τις Μεγάλες Δυνάμεις, που απαιτούσαν επιτακτικά τον άμεσο τερματισμό της. Η τότε κυβέρνηση Δηλιγιάννη, 54 55

Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 192. Βλ. Σπ. Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. τόμος 2, σελ. 181 και Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 213 -

214.

22


αδυνατώντας υπό τη λαϊκή πίεση που η ίδια είχε εκθρέψει, να ενδώσει στις απαιτήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, αναγκάστηκε να υποστεί το ναυτικό αποκλεισμό της χώρας από τους στόλους των δυνάμεων, οδηγούμενη τελικά σε παραίτηση, ενώ η κυβέρνηση Τρικούπη που την διεδέχθη προχώρησε στην άμεση κήρυξη της λήξης της επιστράτευσης και προέβη στον τερματισμό των εχθροπραξιών, προ του φόβου ότι πιθανή παράτασή τους θα μπορούσε να έχει οδυνηρές συνέπειες για την ίδια την εδαφική ακεραιότητα της χώρας56. Αυτός ο συνδυασμός της δυσφορίας που προκάλεσε στην Ελλάδα η ελλιπής ικανοποίηση των εθνικών επιδιώξεων από τις πρόνοιες των αποφάσεων της διάσκεψης της Κωνσταντινουπόλεως του 1881, με την οδυνηρή εμπειρία που κατέλειπαν τα γεγονότα της Ανατολικής Ρωμυλίας του 1885, οδήγησε, υπό την πίεση της αδημονούσας πια για δυναμικότερη πολιτική κοινής γνώμης, στη σκλήρυνση της ελληνικής στάσης στα δύο κυρίως εκκρεμούντα ζητήματα της Μακεδονίας και της Κρήτης. Στο μέτωπο, κατ’ αρχήν της υπό οθωμανική κυριαρχία Μακεδονίας, η ουσιαστική μάχη του ελληνισμού δεν δινόταν τόσο με τους Τούρκους επικυρίαρχους της περιοχής, όσο με τους Βούλγαρους επίβουλους της ελληνικότητάς της. Η βουλγαρική επιβουλή κατά της Μακεδονίας είχε εισέλθει στην πιο κρίσιμη φάση της από τις 28 Φεβρουαρίου 1870 όταν επισημοποιήθηκε η αποσκίρτηση της βουλγαρικής εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και πραγματοποιήθηκε η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας57, η οποία άρχισε να χρησιμοποιείται πλέον απροσχημάτιστα ως όργανο προώθησης των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων της χώρας αυτής κατά της περιοχής. Και κλιμακώθηκε μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου στις 19 Φεβρουαρίου 1878, που έδινε ώθηση στο όραμα για τη «Μεγάλη Βουλγαρία» και δημιουργούσε το υπόβαθρο για την ακόμη επιθετικότερη έκφραση του βουλγαρικού μεγαλοϊδεατισμού. Μετά τις εξελίξεις αυτές, η ελληνο-βουλγαρική διελκυστίνδα για τον έλεγχο της περιοχής, εισήλθε κατά την τελευταία 20/ετία του 19ου αιώνα σε φάση όξυνσης, η οποία κορυφώθηκε στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Η πρώτη αντίδραση του Ελληνισμού για την αναχαίτιση της βουλγαρικής επιθετικότητας εκδηλώθηκε με την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1878, που οργανώθηκε αποκλειστικά από τις δυνάμεις των Ελλήνων της Μακεδονίας και παρότι συνάντησε την αποδοκιμασία του επίσημου ελληνικού κράτους, διήρκεσε περίπου ένα χρόνο και εξέπεμψε προς πάσα κατεύθυνση το μήνυμα της αποφασιστικότητας για την προάσπιση των εθνικών δικαίων58. Αποτέλεσε, ταυτόχρονα, την απαρχή ενός ρωμαλέου κινήματος αντίστασης απέναντι στη βουλγαρική επιβουλή, που ειδικά στη Δυτική Μακεδονία δεν σταμάτησε να δρα ούτε στιγμή μέχρι την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση της περιοχής στην Ελλάδα. Η αμφικλινής στάση του επίσημου ελληνικού κράτους απέναντι στη βουλγαρική επιβουλή κατά της Μακεδονίας προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας. Αιτία ήταν ότι θεωρήθηκε ότι με τη συμπεριφορά αυτή το «εθνικό κέντρο» άφηνε ανυπεράσπιστο τον Ελληνισμό της Μακεδονίας στη δύσκολη μάχη που εκαλείτο να δώσει για τη φυσική και εθνική του επιβίωση. Σύντομα, οι αντιδράσεις αυτές ξεπέρασαν το φραστικό επίπεδο και προσέλαβαν τη μορφή οργανωμένης προσπάθειας ενίσχυσης του εθνικού αγώνα των Ελλήνων της Μακεδονίας μέσα από τη δημιουργία υποστηρικτικών δομών και ένοπλων ομάδων. Στην προσπάθεια αυτή πρωτοστάτησαν κυρίως πολίτες με ευαισθησίες στην ανάγκη υπεράσπισης των εθνικών δικαίων, οι οποίοι επεδίωκαν να ασκήσουν πίεση στο επίσημο ελληνικό κράτος ώστε να αναλάβει τις ευθύνες που, κατά την εκτίμησή τους, απέφευγε να επωμιστεί. Σε αυτή την κινητοποίηση μεταξύ των άλλων βαρύνοντα ρόλο διαδραμάτισαν οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Προς Διάδοσιν των Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 214 - 215 και Σπ. Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. τόμος 2, σελ. 181 - 182. 57 Βλ. W. Miller, όπ. προηγ., σελ. 97 - 98. 58 Βλ. Νίκος Ι. Μέρτζος: «Εμείς οι Μακεδόνες», έκδ. «Ι. Σιδέρης», Αθήνα χ.χ.ε, σελ. 63 - 88. 56

23


Ελληνικών Γραμμάτων», που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1869 και κλιμάκωσε τη δραστηριότητά του μετά το 1883, η «Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης», που είχε ιδρυθεί στην Κωνσταντινούπολη το 1871 και από το 1887 τέθηκε υπό την καθοδήγηση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, και η «Επιτροπή Προς Ενίσχυσιν της Εκκλησίας και Παιδείας», που ξεδίπλωσε τη δραστηριότητά της ιδίως μετά το 1885. Σημαντικό ρόλο είχαν, επίσης, πρόσωπα όπως ο Κ. Βατικιώτης, Πρόξενος της Ελλάδας στην Θεσσαλονίκη, ο Μιχαήλ Μελάς, εξέχουσα μορφή της εθνικής ζωής και πατέρας του εθνομάρτυρα Παύλου Μελά, ο Στέφανος Δραγούμης, σημαντικός πολιτικός παράγοντας της εποχής και φλογερός πατριώτης και ο Πρόξενος της Ελλάδας στο Μοναστήρι Λογοθέτης, που συνέδραμαν με κάθε τρόπο τον αγώνα για την υπεράσπιση των απαράγραπτων εθνικών δικαιωμάτων στην περιοχή59. Απότοκος της συντονισμένης αυτής δραστηριότητας υπήρξε η εξισορρόπηση της προσπάθειας εκβουλγαρισμού στην περιοχή της Μακεδονίας και η σταδιακή κατόπιν αντιστροφή της καταστάσεως με την επικράτηση της ελληνικής παρουσίας στην περιοχή, που εκφράστηκε κυρίως με τη μαζική επιστροφή πληθυσμών και χωριών, που είχαν προσχωρήσει προσωρινά στη βουλγαρική Εξαρχία, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αποτέλεσμα αυτής της ελληνικής επιτυχίας υπήρξε η όξυνση της βουλγαρικής στάσης, που εκφράστηκε κυρίως με την ίδρυση το 1893 στη Ρέσνα της Βορείου Μακεδονίας της «Μυστικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης» (ΕΜΕΟ) και το 1895 στη Σόφια της «Ανώτατης Μακεδονικής Επιτροπής» (Βερχόβεν Κομιτέτ)60, που απροσχημάτιστα πλέον επεδίωκαν το διαμελισμό της περιοχής. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην κλιμάκωση της ελληνο-βουλγαρικής αντιπαράθεσης, που έφτασε στο απόγειό της με τον Μακεδονικό Αγώνα του 1902-1904. Αλλά και στο άλλο μεγάλο εθνικό μέτωπο, αυτό της Κρήτης, τα πράγματα εξελίσσονταν στη διάρκεια της τελευταίας 20/ετίας του 19ου αιώνα, επίσης, κατά τρόπο σύνθετο και περίπλοκο. Στη Μεγαλόνησο η αιματηρή καταστολή της επανάστασης του 1866, που κορυφώθηκε συμβολικά με τα δραματικά γεγονότα του Ολοκαυτώματος του Αρκαδίου 61 της 9ης Νοεμβρίου της χρονιάς εκείνης, αντί να οδηγήσει σε ύφεση τις επαναστατικές διαθέσεις των κατοίκων, τροφοδότησε την αποφασιστικότητά τους για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και για την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Ο διακαής αυτός πόθος του Ελληνισμού της Κρήτης, όμως, αντιμετωπιζόταν, όπως και στην περίπτωση του μακεδονικού ελληνισμού, με επιφυλακτικότητα ή και δυσφορία από το επίσημο ελληνικό κράτος καθώς η προβολή του αιτήματος της ένωσης εθεωρείτο άκαιρη και εν πάση περιπτώσει ασύμβατη με τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής που ακολουθούσε τότε η χώρα. Παρόλη, όμως, αυτή την απροθυμία του «εθνικού κέντρου» να υιοθετήσει το αίτημά τους για την ένωση με την ελληνική Πατρίδα, οι Έλληνες της Κρήτης έδειχναν αποφασισμένοι να αξιοποιήσουν κάθε διαθέσιμη δυνατότητα προκειμένου να πετύχουν την υλοποίηση του στόχου τους. Στην κατεύθυνση αυτή, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τις διατάξεις του Οργανικού Νόμου του 1868 (που έμεινε ευρύτερα γνωστός ως Σύμβαση της Χαλέπας). Βάσει αυτού η οθωμανική αυτοκρατορία παραχωρούσε στους κατοίκους του νησιού τη δυνατότητα δημιουργίας Γενικής Συνέλευσης (οιονεί Βουλής) με χριστιανική πλειοψηφία, δεσμευόταν για το διορισμό Γενικού Διοικητή στο νησί, προχωρούσε στην κατοχύρωση της ελευθερίας του Τύπου και καθιέρωνε την ελληνική γλώσσα ως την επίσημη γλώσσα των δικαστηρίων και της Γενικής Συνέλευσης, ενώ αναλάμβανε την υποχρέωση να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις ώστε το πλεόνασμα των κρατικών εσόδων να διατίθεται για Βλ. Βασίλης Γούναρης: «Ο Μακεδονικός Αγώνας», στο ευρύτερο αφιέρωμα «Η Ελλάδα τον 20ό, αιώνα, 1900 - 1910», ένθετο «Επτά Ημέρες», εφ. Η Καθημερινή, 17/10/1999. 60 Βλ. μεταξύ των άλλων Ν. Ι. Μέρτζος, όπ. προηγ. σελ. 122 - 125. 61 Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 174 - 175. 59

24


την πραγματοποίηση της κατασκευής έργων υποδομής στην Μεγαλόνησο62. Έτσι, οι Έλληνες της Κρήτης πέτυχαν να προωθήσουν ακόμη περισσότερο την προσπάθειά τους για περιορισμό της οθωμανικής κυριαρχίας επί της νήσου. Μπροστά στις ανεπιθύμητες γι’ αυτήν παρενέργειες του Οργανικού Νόμου, η οθωμανική αυτοκρατορία έδειξε βαθμιαία διάθεση απαγκίστρωσης από τις δεσμεύσεις του. Με αφορμή, τις συγκρούσεις που ξέσπασαν στη Μεγαλόνησο ανάμεσα στις δύο βασικές πολιτικές παρατάξεις που εκπροσωπούσαν τον ελληνικό πληθυσμό, τους Συντηρητικούς (Καραβανάδες) και τους Φιλελεύθερους (Ξυπόλυτους)63, μετά τις εκλογές του 1888, η «Υψηλή Πύλη» προχώρησε στην αποστολή τουρκικού στρατού στην Κρήτη και σε δέσμη μέτρων, που απέβλεπαν στον περιορισμό των ελευθεριών των κατοίκων. Οι Κρητικοί αντέδρασαν κηρύσσοντας στις 6 Μαΐου του 1888, την ένωση με την Ελλάδα, ενέργεια που οδήγησε στην ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση της έντασης μέχρι τον Αύγουστο του 1889. Τότε, οι Κρήτες με διάβημά τους προς τις Μεγάλες Δυνάμεις απαίτησαν την παρέμβασή τους, ώστε να υποχρεωθεί η Τουρκία να τηρήσει τις προβλέψεις της Σύμβασης της Χαλέπας. Οι Τούρκοι με φιρμάνι της 25ης Νοεμβρίου 1889 προέβησαν στην κατάργηση των πολιτικών ελευθεριών που απολάμβαναν οι χριστιανοί κάτοικοι της νήσου. Το 1890, με αφορμή την αποχή των Ελλήνων από τις εκλογές που επρόκειτο να διενεργηθούν, δεν δίστασαν να προχωρήσουν στην πλήρη κατάργηση του Οργανικού Νόμου64. Σε αυτό το εκρηκτικό κλίμα οι ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής ακολουθούσαν μια πολιτική που εκινείτο επί «ξυρού ακμής». Από τη μία πλευρά, υπό τη διαρκώς εντεινόμενη πίεση της κοινής γνώμης, επιχειρούσαν να δείξουν, κυρίως μέσα από ρητορικές κορώνες και παρασκηνιακές ενέργειες, τη συμπαράστασή τους στον αγώνα του κρητικού Ελληνισμού και από την άλλη πλευρά φοβούμενες την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων και την «ένοπλη οργή» της οθωμανικής αυτοκρατορίας, προσπαθούσαν να αποφύγουν κάθε εμφανή εμπλοκή στην υπόθεση και να αποθαρρύνουν οποιαδήποτε προκλητική κίνηση στη Μεγαλόνησο. Αυτή η στάση του «εθνικού κέντρου», είχε ως πρόσκαιρη συνέπεια να δημιουργηθεί στην περιοχή μια κατάσταση επίπλαστης ηρεμίας. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε μέχρι το 1895. Τον Μάιο του έτους αυτού οι Τούρκοι επιδιώκοντας να κατευνάσουν τα αναζωπυρούμενα πνεύματα του χριστιανικού πληθυσμού, τοποθέτησαν ως Γενικό Διοικητή του νησιού τον χριστιανό Καραθεοδωρή πασά. Η κίνηση αυτή της Υψηλής Πύλης, όμως, προκάλεσε την μήνιν των μουσουλμάνων κατοίκων της Κρήτης, καθώς θεωρήθηκε προανάκρουσμα της οθωμανικής υπαναχώρησης. Προ της αναστάτωσης που δημιουργήθηκε, τον Δεκέμβριο του 1895, οι ιθύνοντες της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανακάλεσαν τον Καραθεοδωρή πασά και τον αντικατέστησαν με τον μουσουλμάνο Τουρχάν πασά. Τον Σεπτέμβριο του 1895 οι Έλληνες προχώρησαν με επικεφαλής τον Μανούσο Κούνδουρο στην ίδρυση της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής, που σύντομα μετεξελίχθηκε σε Επαναστατική Επιτροπή, θέτοντας ξανά επί τάπητος το ζήτημα της τύχης της Μεγαλονήσου. Σε αυτή τη φάση προέκυψαν και πάλι διαφωνίες στους κόλπους του ελληνικού στοιχείου, αναφορικά με το αν το αίτημα που θα έπρεπε να προβληθεί θα ήταν αυτό της ένωσης ή της αυτονομίας της νήσου. Ο νέος γύρος εσωτερικών αντιθέσεων οδήγησε σύντομα σε αδιέξοδο το καινούργιο επαναστατικό διάβημα. Οι αρνητικές επιπτώσεις της διάσπασης φάνηκαν στην πλήρη έκτασή τους τον Μάιο του 1896, όταν οι εξεγερμένοι Κρητικοί ξεκίνησαν στον Βάμο τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των οθωμανικών στρατευμάτων, χωρίς να σημειώσουν ιδιαίτερες επιτυχίες, αλλά και χωρίς να κατορθώσουν να αντιμετωπίσουν τα αντίποινα που εξαπέλυσαν 62 63 64

Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 212. Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 228. Βλ. Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ., τόμος Δ΄, σελ. 464.

25


οι Τούρκοι, κυρίως ανηλεείς σφαγές ντόπιου πληθυσμού σε διάφορα σημεία της Μεγαλονήσου και ιδιαίτερα στην περιοχή των Χανίων. Η ατυχής έκβαση αυτής της νέας επαναστατικής απόπειρας στην Κρήτη, προκάλεσε την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι συντονισμένες πιέσεις τους έκαμψαν τελικά την οθωμανική αδιαλλαξία, η οποία δέχθηκε την επαναφορά της Σύμβασης της Χαλέπας, που προέβλεπε το διορισμό χριστιανού Γενικού Διοικητή. Τη ρύθμιση όμως αυτή, απέρριψαν οι Έλληνες της Κρήτης με απόφαση της Γενικής Συνέλευσής τους της 1ης Ιουλίου 1896, ως ανεπαρκή, αξιώνοντας καθεστώς ανάλογο με αυτό της Σάμου που είχε αποκτήσει την αυτονομία της ήδη από το 1832 και διοικείτο με δημοκρατικό Σύνταγμα από το 185265. Στην Ελλάδα αυτή η νέα υποτροπή του Κρητικού ζητήματος προκάλεσε θυελλώδεις αντιδράσεις, καθώς η κυβέρνηση κατηγορήθηκε ότι με τους δισταγμούς και τις αμφιταλαντεύσεις της όχι μόνο δεν στήριξε όσο έπρεπε τους εξεγερμένους Κρητικούς, αλλά τους άφησε έρμαιο στις διαθέσεις των εξαγριωμένων οθωμανών. Στο κλίμα που δημιουργήθηκε, υπό το κράτος των εντυπώσεων και της συγκίνησης που προκάλεσαν στην ελληνική κοινή γνώμη οι εξελίξεις στην Κρήτη αλλά και τη Μακεδονία βρήκαν πρόσφορο έδαφος μαξιμαλιστικές τάσεις και ακραίες απόψεις σχετικά με τα ανοιχτά εθνικά ζητήματα. Τις ακραίες αυτές θέσεις, εξέφραζαν διάφορες οργανώσεις πολιτών, όπως η «Εθνική Εταιρεία», ο «Ελληνισμός», κ.α. που με πρωτοστατούντες στρατιωτικούς, διανοουμένους και ακαδημαϊκούς δασκάλους της εποχής, τάσσονταν υπέρ της ενεργότερης εμπλοκής του επίσημου ελληνικού κράτους στις προσπάθειες των αλύτρωτων Ελλήνων για ένωση με την Ελλάδα. Ανάμεσα στις οργανώσεις αυτές πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισε η «Εθνική Εταιρεία», η οποία ιδρύθηκε από 15 νεαρούς αξιωματικούς στις 12 Νοεμβρίου 1894, αναπτύσσοντας πλούσια προπαγανδιστική και ακτιβιστική δράση για την προώθηση των σκοπών της. Η δράση της κλιμακώθηκε από τον Σεπτέμβριο του 1895, όταν μετά τη σχετική τροποποίηση του καταστατικού της άνοιξε ο δρόμος για να εισέλθουν στις τάξεις της, εκτός από τα αρχικά ιδρυτικά της μέλη, και πρόσωπα από τον ακαδημαϊκό και πνευματικό χώρο. Τότε, την ηγεσία της «Εθνικής Εταιρείας», ανέλαβε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Σπυρίδων Λάμπρος, υπό την καθοδήγηση του οποίου η οργάνωση αναμίχθηκε ενεργότερα στα διάφορα κινήματα που αποσκοπούσαν στην εθνική ολοκλήρωση, οργανώνοντας και αποστέλλοντας αντάρτικα σώματα στην Μακεδονία, καθώς και πολεμοφόδια και πολυειδή υλική βοήθεια στους εξεγερμένους Κρητικούς. Η «Εθνική Εταιρεία», κινητοποιώντας την κοινή γνώμη με έντονα εθνικιστική συνθηματολογία, συνδύαζε τη δράση της με την άσκηση πολύμορφων πιέσεων προς την ελληνική κυβέρνηση, αποβλέποντας να την παρωθήσει στην ανάληψη πρωτοβουλιών υπέρ της στήριξης του αγώνα των κατοίκων των αλύτρωτων ελληνικών περιοχών66. Απέναντι στη λαϊκή απήχηση που είχαν οι θέσεις της «Εθνικής Εταιρείας» και των ομοειδών οργανώσεων η κυβέρνηση Δηλιγιάννη βρέθηκε παγιδευμένη σε ένα ανυπέρβλητο αδιέξοδο. Δέσμια και η ίδια της λαϊκιστικής της ρητορικής αλλά και της εθνικιστικής πλειοδοσίας, που κατά κόρο καλλιεργούσε για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους, αδυνατούσε επί της ουσίας να αρθρώσει οποιονδήποτε αξιόπιστο αντίλογο στην έξαλλη συνθηματολογία των οργανώσεων αυτών. Η θέση μάλιστα συλλήβδην του πολιτικού κόσμου της χώρας κατέστη ακόμη δεινότερη εξαιτίας των γεγονότων που βρίσκονταν σε εξέλιξη στην Κρήτη και την Μακεδονία, που καθιστούσαν ακόμη μεγαλύτερη την επιρροή των ακραίων κύκλων. 65 66

Βλ. Σπ. Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. σελ. 283 - 284, 291. Βλ. Σπ. Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. τόμος 2, σελ. 276 - 280, 282 και Γ. Κόκκινος: «Ο Εθνικισμός και ο Στρατός», στο ευρύτερο αφιέρωμα «1897, Το κόστος του τυχοδιωκτισμού», ένθετο «Νέες Εποχές», εφ. Το Βήμα, 6/4/1997.

26


Έτσι, η προσπάθεια του Δηλιγιάννη να τηρήσει μετριοπαθή γραμμή απέβη μάταιη. Προ των διασταυρούμενων πυρών της αντιπολίτευσης, που εξελάμβανε τα γεγονότα στην Κρήτη ως ευκαιρία για να ασκήσει δριμεία κριτική στην κυβέρνηση, αλλά και των ακραίων εθνικιστικών οργανώσεων, η κυβέρνηση υποτάχθηκε στα κελεύσματα του δημαγωγικού παροξυσμού. Στις 29 Ιανουαρίου 1897 απέπλευσαν για την Κρήτη έξι τορπιλοβόλα υπό τις διαταγές του πρίγκιπα Γεωργίου. Ενώ, στις 3 Φεβρουαρίου 1897 απέπλευσε για την Κρήτη μικρό εκστρατευτικό σώμα, υπό τον υπασπιστή του βασιλέως, Τ. Βάσσο. Οι σπασμωδικές και ανοργάνωτες αυτές κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, συνάντησαν την αντίθεση των Μεγάλων Δυνάμεων, που φοβούνταν μια ανεξέλεγκτη κρίση στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Παρόλα αυτά η ελληνική κυβέρνηση κλιμάκωσε την ένταση. Αντάρτικα σώματα διαπεραιώθηκαν με τη συγκατάθεσή της, στη Θεσσαλία, ενώ ο ορισθείς ως αρχιστράτηγος των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, διάδοχος Κωνσταντίνος, εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες απροπαράσκευης κινητικότητας, στις 5 Απριλίου 1897, ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης ανακοίνωσε επίσημα στη Βουλή την έναρξη μεθοριακών επεισοδίων με την Τουρκία. Οι πολεμικές επιχειρήσεις που ξεκίνησαν επεφύλασσαν δυσάρεστη έκπληξη για τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Οι Τούρκοι είχαν επιλέξει για την αντεπίθεσή τους τα στενά της Μελούνας και με επιδέξιες κινήσεις ανάγκασαν τον ελληνικό στρατό σε άτακτη υποχώρηση. Στις 13 Απριλίου 1897 κατελήφθη από τα τουρκικά στρατεύματα η Λάρισα, που εγκαταλείφθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες υπεχώρησαν στα Φάρσαλα αφήνοντας πίσω μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού. Προ της διαγραφόμενης πανωλεθρίας, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης επιχείρησε να επιτύχει τη διακοπή των εχθροπραξιών. Οι πρεσβευτές της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας προθυμοποιήθηκαν να μεσολαβήσουν στην Υψηλή Πύλη, προκειμένου να επιτύχουν την εξεύρεση μιας φόρμουλας εξόδου από την κρίση, συνάντησαν, όμως, την τουρκική απροθυμία για κάτι τέτοιο. Μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε και υπό την πίεση της λαϊκής κατακραυγής, η κυβέρνηση Δηλιγιάννη υποχρεώθηκε σε παραίτηση στις 17 Απριλίου 1897. Η κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη, που την αντικατέστησε αποδύθηκε σε μια εναγώνια προσπάθεια διαφυγής από την περιπέτεια, στην οποία και ο ίδιος ως ένας εκ των ηγετών της αντιπολίτευσης είχε εξωθήσει με τη στάση του τη χώρα. Οι εξελίξεις στα πεδία των μαχών εξακολούθησαν να είναι ολέθριες για τα ελληνικά όπλα. Παρά την πρόσκαιρη επιτυχία των στρατιωτικών δυνάμεων, υπό τον Κ. Σμολένσκη στο Βελεστίνο, που απώθησαν στις 17 Απριλίου τα επελαύνοντα τουρκικά στρατεύματα, η συνέχεια υπήρξε καταστροφική. Στις 23 Απριλίου 1897 η πίεση των Τούρκων οδήγησε στην αναδίπλωση των μεν δυνάμεων του Σμολένσκη στον Αλμυρό, του δε κυρίου όγκου του στρατού από τα Φάρσαλα στο Δομοκό. Η υποχώρηση αυτή των ελληνικών στρατευμάτων άφησε στα χέρια του οθωμανικού στρατού όχι μόνο τον Βόλο, αλλά ολόκληρη τη Θεσσαλία. Διαβλέποντας την επερχόμενη καταστροφή, η κυβέρνηση Ράλλη επιδιώκοντας εκ νέου την παύση των εχθροπραξιών, ανήγγειλε στις δυνάμεις ότι αποδέχεται την ανάκληση του στρατού από την Κρήτη και την αυτονομία της νήσου, αντί για την ένωσή της με την Ελλάδα. Παρόλα αυτά, τα τουρκικά στρατεύματα συνέχισαν την επέλασή τους. Στην περιοχή της Ηπείρου ετέθη σε κίνδυνο η ίδια η Άρτα, ενώ στις 5 Μαΐου 1897 ο ελληνικός στρατός υποχώρησε και από τον Δομοκό, απειλούμενης πλέον ευθέως και της πόλης της Λαμίας. Τελικά, στις 7 Μαΐου 1897, υπό την ασφυκτική πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων προς την πλευρά της οθωμανικής αυτοκρατορίας και αφού κάμφθηκαν και οι αντιρρήσεις της Γερμανίας, που μέχρι τότε τασσόταν ανεπιφύλακτα στο πλευρό της Τουρκίας, επιτεύχθηκε η ανακωχή67. 67

Για τον πόλεμο του 1897 και τις διπλωματικές διεργασίες που οδήγησαν στην συμφωνία ειρήνης με την Τουρκία μετά την ατυχή έκβασή του για την Ελλάδα, βλ. μεταξύ των άλλων, Σ. Θ. Λάσκαρις:

27


Η χώρα εξήλθε από τον πόλεμο καθημαγμένη και ηθικά καταρρακωμένη. Υπέστη οδυνηρή ήττα στο πεδίο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, υπέκυψε σε όλες τις αξιώσεις των Δυνάμεων και στις απαιτήσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας και αναγκάστηκε να δεχθεί την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, περιπίπτοντας σε διεθνή ανυποληψία. Η συμφωνία ειρήνης με την Τουρκία, που διελάμβανε επαχθέστατους για την Ελλάδα όρους, υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη. Στις συνθήκες αυτές, το Κρητικό ζήτημα, που είχε αποτελέσει το έναυσμα για την εμπλοκή της χώρας σε αυτήν την οδυνηρή περιπέτεια, αντί να επιλυθεί με την προσάρτηση της Μεγαλονήσου στην Ελλάδα, περιπλέχθηκε. Στις 29 Απριλίου 1897, η κυβέρνηση Δ. Ράλλη, προ της αρνητικής έκβασης των πολεμικών επιχειρήσεων με την Τουρκία στο μέτωπο της Θεσσαλίας, αναγκάστηκε να αποσύρει τον ελληνικό στρατό από την Κρήτη. Οι επαναστάτες της Μεγαλονήσου από τον Μάιο του 1897 άρχισαν να συζητούν την προσωρινή λύση της αυτονομίας, αντί για την πολυπόθητη οριστική λύση της ένωσης. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της Τουρκίας, αυτή εν τέλει υποχρεώθηκε υπό την πίεση κυρίως της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, όχι μόνο να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κρήτη στις 3 Νοεμβρίου 1897, αλλά και να αποδεχθεί την τοποθέτηση του πρίγκιπα Γεωργίου δευτερότοκου γιου του βασιλέως Γεωργίου Α΄, ως γενικού διοικητή του νησιού με διακοίνωση των Δυνάμεων της 18 ης Νοεμβρίου 1897. Η διακοίνωση αυτή σηματοδότησε και την αυτονομία του αλύτρωτου αυτού τμήματος του Ελληνισμού68. Η συντριπτική στρατιωτική ήττα του 1897, πέραν από τις στρεβλώσεις και τη δομική κρίση του πολιτικού συστήματος της χώρας που έφερε στην επιφάνεια, ανέδειξε κατά δραματικό τρόπο και τις ανεπάρκειες και τη διάλυση που επικρατούσε στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Για ένα κράτος, όπως η Ελλάδα, που βρισκόταν στο πλέον κρίσιμο στάδιο της προσπάθειας για την εθνική του ολοκλήρωση, η απόδειξη -μέσα απο μια πολεμική αναμέτρηση που το ίδιο είχε προκαλέσει- της παντελούς στρατιωτικής του αδυναμίας, αποτελούσε έμπρακτη ομολογία της ανικανότητάς του να διεκδικήσει τους εθνικούς του στόχους. Συνιστούσε επίσης τη γοερότερη επιβεβαίωση της ανευθυνότητας των κατεστημένων ελίτ του, οι οποίες αν και γνώριζαν, ή όφειλαν να γνωρίζουν το έλλειμμα στρατιωτικής ισχύος της χώρας, δεν δίστασαν να προβούν στην ανάληψη επιπόλαιων πρωτοβουλιών, που παρά λίγο να οδηγήσουν το έθνος σε ανεπανόρθωτη καταστροφή. Και όμως, η ήττα του 1897 δεν υπήρξε «κεραυνός εν αιθρία». Υπήρξε το μοιραίο επακόλουθο μιας σειράς παραλείψεων, λαθών και εσφαλμένων επιλογών των αλληλοδιάδοχων κυβερνήσεων, που είχαν την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας, τουλάχιστον κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 19ου αιώνα. Και αυτό παρότι στο διάστημα εκείνο δαπανήθηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμών της εποχής για τη βελτίωση του εξοπλισμού, την αναδιοργάνωση και την αναβάθμιση της μαχητικής ικανότητας του στρατού ξηράς και του ναυτικού. Και είναι ενδιαφέρον επί του προκειμένου ότι σύμφωνα με στοιχεία της εποχής, τη δεκαετία 1887-1896 οι αμυντικές δαπάνες αποτελούσαν κατά μέσο όρο το 20% των συνολικών δαπανών του προϋπολογισμού της χώρας. Εξ αυτών, το 13% απορροφούσε ο στρατός ξηράς (μόλις, όμως, το 7% του συνολικού ποσού διετίθετο για εξοπλισμούς) και το 7% απορροφούσε το ναυτικό (το 52% διετίθετο για αγορές πολεμικών πλοίων και εξοπλισμό)69. «Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος 1821-1914», έκδ. «Δημ. Ν. Τζάκα - Στεφ. Δελαγραμμάτικα», Αθήνα 1947, σελ. 190 - 198, καθώς και Ιωάννης Πικρός: «Το Χρονικό του Πολέμου», στο ευρύτερο αφιέρωμα «Ο Ελληνο-τουρκικός Πόλεμος του 1897», ένθετο «Επτά Ημέρες», εφ. Καθημερινή, 11/5/1997. 68 Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 235. 69 Βλ. Αντώνης Αντωνίου: «Το Οικονομικό Κόστος του Πολέμου», στο ευρύτερο αφιέρωμα «1897: Το Κόστος του Τυχοδιωκτισμού», στο ένθετο «Νέες Εποχές», εφ. Το Βήμα, 6/4/1997.

28


Από την άποψη αυτή, λοιπόν, δεν είναι τυχαίο ότι κατά τον πόλεμο του 1897 η Ελλάδα ήταν στρατιωτικώς «αξιοθρηνήτως απροπαράσκευη». Το μόνο όπλο στο οποίο διέθετε σχετική υπεροχή ήταν το ναυτικό, χάρη κυρίως στα τρία νέα τότε θωρηκτά «Ύδρα», «Σπέτσας» και «Ψαρά», δυναμικότητας 4.885 τόνων το καθένα, που ήταν ενισχυμένα με αξιόλογη θωράκιση και ανέπτυσσαν ταχύτητα 17 μιλίων. Σε αντιπαράθεση, η Τουρκία, διέθετε τότε το «Μεσσουδιέ», δυναμικότητας 9.000 τόνων, το «Χαμιδιέ», δυναμικότητας 6.700 τόνων και άλλα πέντε λίγο μικρότερα και πεπαλαιωμένα πολεμικά πλοία, που ανέπτυσσαν ταχύτητα χαμηλότερη των 13 μιλίων ανά ώρα. Στις δυνάμεις, όμως, του στρατού ξηράς, η κατάσταση ήταν πολύ μειονεκτική σε βάρος της Ελλάδας. Η προβληματική εκπαίδευση των Ελλήνων στρατευσίμων είχε ως αποτέλεσμα πολλοί εκ των στρατιωτών να μην μπορούν να χειριστούν ούτε καν τα όπλα τους. Το πυροβολικό, που υποτίθεται ότι αποτελούσε το ισχυρό όπλο του ελληνικού στρατού, υστερούσε στην πράξη τόσο λόγω απαρχαιωμένου εξοπλισμού όσο και λόγω ελλείψεων στην εκπαίδευση των αξιωματικών του. Για τους περισσότερους η συμμετοχή τους στον πόλεμο συνταυτιζόταν με την πρώτη πρακτική τους εξάσκηση. Αλλά και στο ιππικό, τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα, καθώς πολλοί από τους ιππείς δεν διέθεταν καν ίππους. Εκεί, όμως, που προπάντων χώλαινε ο ελληνικός στρατός ήταν στο επίπεδο του επιτελείου του. Επιτελική υπηρεσία με την πραγματική έννοια του όρου δεν υπήρχε, ενώ ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε αναλάβει αρχιστράτηγος της πολεμικής προσπάθειας, εστερείτο της σχετικής εμπειρίας. Παράλληλα, εκαλείτο να διευθύνει έναν άνισο αγώνα, καθώς η Τουρκία από τη δική της πλευρά διέθετε αξιόμαχο στρατό, άρτια εξοπλισμένο και εκπαιδευμένο από Γερμανούς αξιωματικούς, αρκετοί από τους οποίους μάλιστα έλαβαν μέρος και στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Ελλάδας70. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η επιταγή για την ανάδειξη μιας νέας γενιάς πολιτικών που να μπορούσαν να διαλεχθούν ρωμαλέα με τις προκλήσεις του μέλλοντος και να δώσουν λύσεις στα επείγοντα προβλήματα του τόπου, πρόβαλε επιτακτική. Η αδυναμία του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου να απαγκιστρωθεί από αναχρονιστικές πρακτικές του παρελθόντος έπειθε πλέον πως η όποια ελπίδα θα έπρεπε να εναποτεθεί στις νέες πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να αναδειχθούν. Ακριβώς από αυτές τις νέες δυνάμεις ξεπήδησε ο Δημήτριος Γούναρης. Αυτών των δυνάμεων τις προσδοκίες και τα αιτήματα επιχείρησε να εκφράσει με την πολιτική του δράση εισερχόμενος στην ενεργό πολιτική στο κρίσιμο μεταίχμιο από τον 19ο στον 20ό αιώνα. Με βαθιά συνείδηση αποστολής, γνώστης των καινούργιων εξελίξεων και των νέων τάσεων στον ανεπτυγμένο κόσμο, προσηλωμένος στη Μεγάλη Ιδέα που δονούσε τις ψυχές των όπου γης Ελλήνων, αλλά, ταυτόχρονα, και θιασώτης της άποψης πως η προώθησή της έπρεπε να γίνει αφού ο τόπος αποκτούσε την ισχύ για να την υλοποιήσει, ο Δημήτριος Γούναρης μπήκε στην πολιτική κονίστρα για να προσφέρει στο έθνος και να υπηρετήσει υψηλά ιδανικά. Να συμβάλει στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας και να συνεισφέρει στον γνήσιο και ολόπλευρο εκδημοκρατισμό της. Και σε όλη του την πολιτική παρουσία έμεινε απαρασάλευτα ταγμένος σε αυτήν τη γραμμή πλεύσης, χωρίς παλινωδίες ή ιδιοτελείς αμφιταλαντεύσεις. Ακόμη και όταν η δίνη του Διχασμού παρέσυρε και τον ίδιο στις περιδινήσεις της, ακόμη και όταν η τραγική φορά των πραγμάτων έφερε επί κυβερνήσεων που βασίζονταν στη δική του κοινοβουλευτική στήριξη να παιχθεί η τελευταία πράξη του δράματος της Μικρασιατικής καταστροφής, εκείνος ούτε λιποψύχησε, ούτε δείλιασε. 70

Για την κατάσταση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στο διάστημα που προηγήθηκε του πολέμου του 1897, βλ. Ε. Κ. Στασινόπουλος: «Ο Ελληνικός Στρατός της Πρώτης Εκατονταετίας», Αθήνα 1935, ακριβής επανέκδοση εκδ. «Ελεύθερη Σκέψις», Αθήνα 1993, σελ. 49, 56 - 57. Ειδικότερα για την κατάσταση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων κατά τον πόλεμο του 1897, βλ. Σπ. Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. σελ. 319 - 320.

29


Αναδέχθηκε τις ευθύνες του και πλήρωσε ακριβό το τίμημα, για εξελίξεις που δεν ήταν καν ο μόνος υπεύθυνος. Δίνοντας και με τη στάση του αυτή ένα μάθημα δημοκρατικής υπαγωγής στις αποφάσεις των οργάνων της Πολιτείας, ακόμη και όταν εκείνες δεν ήταν ούτε τόσο σύννομες, ούτε απαλλαγμένες από προσωπικές εμπάθειες και μικροπολιτικές σκοπιμότητες.

Κεφάλαιο 1ο Οι Αφετηρίες - Τα Πρώτα Πολιτικά του Βήματα 1.1 Οικογενειακές καταβολές και νεανικά χρόνια Ο Δημήτριος Γούναρης, γεννήθηκε στην Πάτρα στις 5 Ιανουαρίου 1867. Ο πατέρας του Παναγιώτης Γούναρης, καταγόταν από το Άργος, από όπου μετεγκαταστάθηκε μόνιμα στην 30


Αχαϊκή πρωτεύουσα, κατόπιν σχετικής πρόσκλησης στενών συγγενών του που διέμεναν σε αυτήν. Ο Παναγιώτης Γούναρης έλαβε με τη φροντίδα των συγγενών του άρτια εμπορική μόρφωση. Μετά τον θάνατό τους κληρονόμησε ένα σημαντικό για τα δεδομένα της εποχής εμπορικό γραφείο με παράρτημα στην Αγγλία, το οποίο ησχολείτο με εισαγωγή υφασμάτων και εξαγωγή σταφίδας71. Παράλληλα προς τη συστηματική του ενασχόληση με το εμπόριο, ανέπτυξε και σημαντική δραστηριότητα στους κόλπους του Εμπορικού Συλλόγου Πατρών «Ερμής», του οποίου υπήρξε το 1868 εκ των ιδρυτικών μελών. Από το γάμο του με την Μαρία Δημητρίου Αλεξοπούλου, ο Παναγιώτης Γούναρης απέκτησε ένα γιο, τον Δημήτριο, και δύο θυγατέρες, την Ιουλία, που αργότερα παντρεύτηκε με τον δικηγόρο Νικόλαο Σαγιά και την Αμαλία, που παντρεύτηκε τον καταγόμενο από την Φτέρη Αμαλιάδας Κανέλλο Κανελλόπουλο, φαρμακοποιό στην Πάτρα72. Ο Δημήτριος Γούναρης, αφού περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο «Αλληλοδιδακτικό» (Δημοτικό) σχολείο και αποφοίτησε από το «Ελληνικό Σχολείο» των Πατρών, ενεγράφη το Σεπτέμβριο του 1880 στο Α΄ Γυμνάσιο της πόλης, στο οποίο την περίοδο εκείνη δίδασκαν λαμπροί εκπαιδευτικοί της εποχής, όπως ο Γυμνασιάρχης του περίφημος ελληνιστής Ιωάννης Παπαλουκάς και οι φιλόλογοι Βαμβακερός και Μελισσηνός, που με τη διδασκαλία τους συνέβαλαν καθοριστικά στο στέρεο γνωστικό εξοπλισμό του νεαρού μαθητή τους. Ανάμεσα στους συμμαθητές του ήταν πρόσωπα που αργότερα αναδείχθηκαν σε επιφανείς παράγοντες της κοινωνικής και επιστημονικής ζωής, όχι μόνο της πόλης των Πατρών, αλλά και ευρύτερα του ελληνικού χώρου, μεταξύ των οποίων και ο γνωστός λογοτέχνης και ιστοριοδίφης Ανδρέας Καρκαβίτσας, που στάθηκε πάντα πιστός προσωπικός του φίλος και σταθερός πολιτικός υποστηρικτής του73. Από την παιδική του ήδη ηλικία, ο Δημήτριος Γούναρης είχε μάθει απταίστως τη γαλλική και ιταλική γλώσσα, με δασκάλα την ιταλίδα παιδαγωγό της οικογενείας του κυρία Λαφφόν, ενώ μελετώντας μόνος του κατάφερε να μάθει λατινικά και γερμανικά και ως φοιτητής, αργότερα, ολοκλήρωσε τις σπουδές στην εκμάθηση ξένων γλωσσών μαθαίνοντας και την αγγλική γλώσσα. Ευρυμαθέστατος από τα μαθητικά του κιόλας χρόνια, με ιδιαίτερες επιδόσεις στα μαθηματικά και τα ελληνικά, αλλά και τη σπουδή των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων από τα κείμενα των οποίων είχε αποστηθίσει ολόκληρα κεφάλαια, υπολογίζεται ότι διάβαζε 14 και πλέον ώρες ημερησίως με τέτοια ένταση και συνέπεια, που προκαλούσε την ανησυχία των οικείων του, σε βαθμό ώστε πολλές φορές η αδελφή του Ιουλία Ν. Σαγιά να μηχανεύεται διάφορα μέσα για να μην βρίσκει μετά τις 11:00 η ώρα το βράδυ διαθέσιμο φως ο αγαπημένος της αδελφός και να εξαναγκάζεται στη διακοπή της μελέτης74. Πνεύμα ανήσυχο και διερευνητικό, ο Δημήτριος Γούναρης κατά τα εφηβικά του χρόνια αξιοποίησε στο έπακρο τις πλούσιες αφορμές για προβληματισμό και πολυποίκιλες αναζητήσεις, που του παρείχε η περιρρέουσα διανοητική και κοινωνική ατμόσφαιρα της γενέθλιας πόλης του. Πράγματι, η Πάτρα τότε αποτελούσε το αδιαφιλονίκητο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής Ελλάδας, ασκώντας επίδραση σε ολόκληρο σχεδόν τον ελληνικό χώρο. Διαθέτοντας ακμάζοντες εισαγωγικούς και εξαγωγικούς οίκους και θάλλουσες βιομηχανικές επιχειρήσεις, δέσποζε στον παραγωγικό ιστό του ελληνικού κράτους, ενώ ταυτόχρονα, χάρη στο λιμάνι της, που αποτελούσε την Βλ. Άριστος Καμπάνης: «Ο Δημήτριος Γούναρης και η Ελληνική Κρίσις των ετών 1918-1922», έκδ. «Πυρσός Α.Ε.», Αθήνα 1946, σελ. 11. 72 Βλ. Νίκος Μ. Μακρυγιάννης: «Οι Πρωθυπουργοί της Ελλάδος 1843-1989», πέμπτη έκδοση συμπληρωμένη, Αθήνα 1999, λήμμα Δημήτριος Γούναρης, σελ. 174. 73 Βλ. Παύλος Μαρινάκης: «Μορφές και Θέματα - Δημήτριος Γούναρης ο Αδικημένος ...», Πάτρα 1994, σελ. 5. 74 Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης: «Η Πολιτική Ιστορία του Δημητρίου Γούναρη», τόμος Α΄: 1902 - 1920, έκδ. «Νέα Εποχή», Αθήναι 1926, σελ. 20 - 21. 71

31


πύλη της Ελλάδας προς τη Δύση, ήταν ένα σταυροδρόμι διακίνησης εμπορευμάτων, ιδεών και ανθρώπων. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η παρουσία της Πάτρας στο πεδίο των ιδεολογικών και κοινωνικών ζυμώσεων της εποχής. Στο διανοητικό της στερέωμα, ξεχώριζαν προσωπικότητες όπως του στοχαστή Αντωνάκη Καλαμογδάρτη, του ποιητή και πολιτικού Ανδρέα Ρηγόπουλου, του ιατροφιλόσοφου Χρήστου Κολλύρου, του Παναγιώτη Συνοδινού και του Νικόλαου Κονεμένου, που με τις αναπτύξεις και τις παρεμβάσεις τους κόμιζαν ιδέες πρωτοποριακές για την εποχή τους, αναδεικνύοντας την Πάτρα στην πρώτη γραμμή των σύγχρονων πνευματικών ρευμάτων75. Κοσμοπολίτικη απόχρωση στην πολύχρωμη παλέτα της πατραϊκής κοινωνίας της εποχής προσέδιδε η παρουσία στην πόλη ενός μεγάλου αριθμού ξένων, που είχαν εγκατασταθεί εκεί κυρίως όμως εξαιτίας των εμπορικών και ευρύτερα οικονομικών τους δραστηριοτήτων. Ανάμεσα στις ξένες παροικίες ξεχώριζαν οι πολυάριθμες και οικονομικά ισχυρές παροικίες Άγγλων και Γερμανών, ενώ ιδιαίτερα σημαντική ήταν η μεγάλη ιταλική παροικία, που μάλιστα αποτελούσε περίπου το ένα δέκατο του πληθυσμού της πόλης 76. Η έντονη παρουσία των ξένων παροικιών, πέραν της πρόδηλης συνεισφοράς τους στην οικονομική ζωή της πόλης, συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη γόνιμων αλληλεπιδράσεων με τους Έλληνες κατοίκους της Πάτρας και συνέτεινε αποφασιστικά στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας ανοιχτής απαλλαγμένης από ξενοφοβικά σύνδρομα με όλες τις δημιουργικές επιδράσεις που είχε αυτού του τύπου η όσμωση στη διαμόρφωση της νοοτροπίας και των στάσεων ζωής των κατοίκων της πόλης. Προερχόμενος ο Δημήτριος Γούναρης από αυτό το ανοιχτό και κοσμοπολίτικο κοινωνικό και πολιτισμικό, περιβάλλον, ενεγράφη το 1884 στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων, ξεχώρισε για την ακατάπαυστη έφεσή του προς τη μάθηση και τη διεισδυτική κριτική ικανότητά του, που τον ωθούσε να διονυχίζει εξαντλητικά κάθε τι που διδασκόταν και να μην αποδέχεται άκριτα αλλότριες αντιλήψεις ή δογματικές προπαραδοχές. Αυτή η διάθεση του επέτρεψε να αναπτύξει πάνω σε στέρεες βάσεις την αδογμάτιστη σκέψη του και τον εξόπλισε με την ικανότητα να διεξέρχεται συνθετικά τις διάφορες θεωρίες και τα ιδεολογικά ρεύματα. Η φοιτητική ζωή του Δημητρίου Γούναρη, όμως, δεν ήταν μόνο πλούσια σε μαθησιακές επιδόσεις και πνευματικές αναζητήσεις, αλλά διακρινόταν και για την έντονη κοινωνικότητά της. Ως νεαρός φοιτητής ο Δημήτριος Γούναρης συναναστρεφόταν τακτικά με τους συμφοιτητές του Νικόλαο Γερακάρη, μετέπειτα Εισαγγελέα Εφετών, Μιλτιάδη Μαργαρίτη, Υποθηκοφύλακα Αθηνών, Θάνο Μαρέτη, Δικηγόρο, Δημήτριο Μπουκαούρη, διατελέσαντα Δήμαρχο Πατρών, Σπυρίδωνα Αργυρόπουλο και Ι. Μυλωνόπουλο, γιατρούς από την Πάτρα, Σπυρίδωνα Φερεντίνο και τον καταγόμενο από την Κυπαρισσία Δικηγόρο Λεβεντογιάννη. Μαζί με τους συμφοιτητές του ο Δημήτριος Γούναρης συνέτρωγε άλλοτε στο επί της οδού Αιόλου εστιατόριο του Αρμοδίου, άλλοτε στο ευρισκόμενο στα Χαυτεία εστιατόριο του Σκοτίδα και κάποιες φορές στο φοιτητικό εστιατόριο του Ξύδη στη συνοικία της Νεαπόλεως, τα σημερινά Εξάρχεια. Συχνά η παρέα αυτή των νεαρών φοιτητών μετέβαινε στο καφενείο η «Συνάντησις», όπου τα περισσότερα από τα μέλη της επιδίδονταν στο μπιλιάρδο, σε αντίθεση προς τον Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος περιοριζόταν να παρακολουθεί τις μεταξύ τους αναμετρήσεις, αν και τις περισσότερες φορές όταν οι φίλοι του έπαιζαν είτε μπιλιάρδο, είτε χαρτιά και τάβλι, αυτός διάβαζε, καθώς είχε πάντα μαζί στην τσέπη του ένα βιβλίο για να το μελετήσει με την πρώτη ευκαιρία77. Οι συμφοιτητές του Δημητρίου Γούναρη διηγούνταν ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο κατά τις Απόκριες του 1886. Με παρότρυνση του Γούναρη οι φοιτητές της Νομικής Βλ. Παύλος Μαρινάκης, όπ. προηγ. σελ. 5 - 6. Βλ. Παύλος Μαρινάκης, όπ. προηγ. σελ. 6. 77 Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 21. 75 76

32


αποφάσισαν να λάβουν μέρος στο Καρναβάλι με μια καυστική σάτιρα του θεσμού του ορκωτού δικαστηρίου. Ο Γούναρης, απορρίπτοντας το τότε ισχύον σύστημα των ορκωτών δικαστηρίων, σύμφωνα με το οποίο οι ένορκοι διορίζονταν βάσει των συστάσεων ισχυρών κομματικών παραγόντων της εποχής και όχι με εκλογή, όπως τροποποιήθηκε αργότερα, θέλησε να καυτηριάσει την πρακτική αυτή και να διακωμωδήσει τις στρεβλώσεις που προκαλούσε στην απονομή της δικαιοσύνης. Έτσι, υπό τις επευφημίες και τα χειροκροτήματα των παρισταμένων στις καρναβαλικές εκδηλώσεις Αθηναίων, παρήλασε το «άρμα των ενόρκων» με σατυρικές πινακίδες και ήταν τόση η θετική αίσθηση που δημιούργησε, ώστε η επιτροπή του «Κομιτάτου των Απόκρεω» απένειμε σε αυτό το πρώτο βραβείο. Αποτέλεσμα της ευμενούς υποδοχής από τον κόσμο της σατυρικής αυτής πρωτοβουλίας, ήταν να τύχει εντυπωσιακής προβολής από τις στήλες του αθηναϊκού Τύπου, που χρησιμοποίησε το διάβημά τους ως έναυσμα για να ανοίξει μια ευρεία δημόσια συζήτηση για το σύστημα του καταρτισμού του δικαστηρίου των ενόρκων. Υπό την πίεση των αρνητικών κρίσεων που διατυπώθηκαν, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να προχωρήσει στην αλλαγή του σχετικού νόμου και να θεσπίσει έκτοτε το σύστημα της κατ’ επάγγελμα των πολιτών επιλογής των ενόρκων78. Ένα ακόμη εύγλωττο περιστατικό από τη φοιτητική ζωή του Δημητρίου Γούναρη, που αναφερόταν όμως στις εντυπωσιακές επιδόσεις του μέσα στα αμφιθέατρα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας, συνήθιζε να διηγείται ο καθηγητής του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοφανόπουλος. Όπως έλεγε ο έγκριτος νομοδιδάσκαλος, παραδίδοντας κάποια ημέρα στους φοιτητές του θέλησε να προκαλέσει με σχετική ερώτηση την απάντηση τελειοφοίτου φοιτητή της Νομικής επί κάποιου ζητήματος, ο οποίος όμως δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί. Βλέποντας την αμηχανία του φοιτητή, σηκώθηκε ο Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος ζήτησε να δώσει αυτός την απάντηση, πράγμα το οποίο έπραξε κατόπιν αδείας του καθηγητή του και μάλιστα κατά τρόπο ορθό. Τότε, ο καθηγητής Θεοφανόπουλος τον ρώτησε: - «Είστε τελειόφοιτος; - Όχι ! Είμαι δευτεροετής», αποκρίθηκε ο Δημήτριος Γούναρης, προκαλώντας τα ειλικρινή συγχαρητήρια του καθηγητή του, ο οποίος δεν έκρυψε πάντως την έκπληξή του για το γεγονός ότι ένας δευτεροετής φοιτητής μπόρεσε να δώσει κατά σωστό τρόπο απάντηση σε ένα ερώτημα στο οποίο αδυνατούσε να απαντήσει ένας τελειόφοιτος φοιτητής της Νομικής Σχολής79. Ο Δημήτριος Γούναρης αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατόπιν επιτυχών εξετάσεων που έδωσε ενώπιον των καθηγητών Κρασά, Κωστή, Ψαρρά, Παπαρρηγόπουλου, Θεοφανόπουλου και Καλλιγά στις 6 Οκτωβρίου 1889, λαμβάνοντας το βαθμό άριστα και αναγορευόμενος Διδάκτωρ του Δικαίου, ενώ ταυτόχρονα του απονεμήθηκε και το χιλιόδραχμο βραβείο ως επιβράβευση των εξαίρετων επιδόσεών του. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της τελετής αποφοίτησής του, ο τότε Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής καθηγητής Κρασάς δεν εφείσθη επαινετικών σχολίων για τον Δημήτριο Γούναρη, του οποίου εξήρε την εμβρίθεια και την πνευματική συγκρότηση, προβαίνοντας στην πρόβλεψη για τη λαμπρή καριέρα που τον ανέμενε80. Η εντύπωση την οποία προκάλεσαν οι άριστες επιδόσεις του Δημητρίου Γούναρη δεν περιορίστηκε μόνο εντός των τειχών του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά διαχύθηκε και στους ευρύτερους πανεπιστημιακούς και νομικούς κύκλους της ελληνικής πρωτεύουσας. Χαρακτηριστικό της αίσθησης που δημιουργήθηκε γύρω από το όνομα του νέου ανερχόμενου Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 21 - 22. Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 22. 80 Βλ. Κώστας Τριανταφύλλου: «Δημήτριος Γούναρης», Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, Ραδιοφωνικός Σταθμός Πατρών, εκπομπή 15/5/1960, απομαγνητοφωνημένο κείμενο, σελ. 1. 78 79

33


νομικού, είναι δημοσίευμα της Εφημερίδας των Αθηνών, υπό τον τίτλο «Εξετάσεις», που δημοσιεύθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1889, περιλαμβάνοντας τα εξής: «Αισίως ήρξαντο προχθές αι εξετάσεις της Νομικής Σχολής εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω εξετασθέντος κατά πρώτον του εκ Πατρών ευφυούς νέου κ. Δημητρίου Γούναρη, όστις έτυχε του σπανίου βαθμού "άριστα". Απέναντι της διά της απονομής του ειρημένου βαθμού εκδηλωθείσης εκτιμήσεως των κ. κ. Καθηγητών, ων άλλως και την γνώμην καταλλήλως εν τέλει διερμήνευσεν ως κοσμήτωρ ρητώς ο κ. Κρασάς, είνε περιττοί πάντες οι συνήθεις μεγάλοι λόγοι. Διό συγχαίροντες αυτόν οι φίλοι, του εύχονται μεγάλην επιτυχίαν και εις τον πρακτικόν βίον, και επειδή πρόκειται μετ’ ολίγας ημέρας ν’ αναχωρήση διά Γερμανίαν, του εύχονται καλόν ταξείδιον και υγείαν, όπως εξακολουθήση επίσης ευδοκίμως τας τοσούτον ευέλπιδας μελέτας του»81. Θέλοντας να διευρύνει τους γνωστικούς του ορίζοντες, ο Δημήτριος Γούναρης, συνέχισε για τρία ακόμη χρόνια τις σπουδές του σε ονομαστά κατά την περίοδο εκείνη για τις πρωτοποριακές επιστημονικές τους αναζητήσεις, ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Έτσι, παρακολούθησε κατ’ αρχήν μαθήματα νομικών και γενικότερων πολιτικών σπουδών στα γερμανικά Πανεπιστήμια της Λειψίας, Χαϊδελβέργης, Γοτίγγης και Μονάχου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Γερμανία, του δόθηκε η δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τα νέα πνευματικά ρεύματα, που την περίοδο εκείνη διέτρεχαν τη χώρα του Γκαίτε και να καταστεί αποδέκτης του αντίκτυπου των σκληρών ιδεολογικών συγκρούσεων, που συγκλόνιζαν τη γερμανική κοινωνία. Ιδίως της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους εκφραστές των νεοφανών τότε σοσιαλιστικών ιδεών και στους οπαδούς των εθνικιστικών αντιλήψεων. Ιδιαίτερη πάντως επίδραση κατ’ αρχήν στη σκέψη και αργότερα στην πρακτική του Δημητρίου Γούναρη ως πολιτικού, άσκησαν οι πρωτοποριακές για την εποχή εκείνη απόψεις του Γερμανού καγκελάριου Όττο Μπίσμαρκ γύρω από τον κοινωνικό ρόλο του κράτους και την ανάγκη για την ανάπτυξη της προνοιακής του αποστολής, ώστε μέσω αυτής να αμβλύνονται οι οικονομικές αντιθέσεις και να εξισορροπούνται οι κοινωνικές ανισορροπίες. Μετά την Γερμανία, ο Δημήτριος Γούναρης εξακολούθησε τις σπουδές του στην Γαλλία, όπου παρακολούθησε μαθήματα Πολιτικών Επιστημών και Κοινωνιολογίας στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου των Παρισίων, εμβαθύνοντας στην οργανική διασύνδεση ανάμεσα στο πολιτικό και το κοινωνικό φαινόμενο. Η γνώση αυτή τον βοήθησε καθοριστικά αργότερα στην ανάλυση του ελληνικού πολιτικού προβλήματος αλλά και στη διατύπωση των προτάσεών του για την υπέρβαση των κοινωνικοπολιτικών αδιεξόδων της χώρας. Σημαντική υπήρξε επίσης, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι, η μύηση του Δημητρίου Γούναρη στην αντίληψη μιας ορθολογικά οργανωμένης και αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης για την οικονομική ανάπτυξη και τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό μιας χώρας, όπως αυτή διδασκόταν από την «γαλλική σχολή» διοικητικής σκέψης. Τέλος, ο Δημήτριος Γούναρης μετέβη στο Λονδίνο, για να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Πολιτική Επιστήμη και την Κοινωνιολογία, και να μελετήσει τις νέες τάσεις της Οικονομικής Επιστήμης82. 1.2 Έναρξη επαγγελματικής σταδιοδρομίας Εν όσω, όμως, ο Δημήτριος Γούναρης βρισκόταν στο Λονδίνο, το 1892, η οικονομική κρίση που ήδη είχε αρχίσει να κάνει απειλητική την εμφάνισή της στην Ελλάδα, αναγκάζοντας το 1893 τον Χαρίλαο Τρικούπη να ομολογήσει δημοσίως τη χρεοκοπία των οικονομικών του κράτους, κλόνισε επικίνδυνα την εμπορική επιχείρηση του πατέρα του, 81 82

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 22. Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 11 - 12.

34


Παναγιώτη Γούναρη, η οποία εν τέλει κατέρρευσε. Ο Δημήτριος Γούναρης υποχρεώθηκε τότε να εγκαταλείψει τους αρχικούς σχεδιασμούς του για περαιτέρω σπουδές στο Λονδίνο και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μετά την επιστροφή του, ορκίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Πατρών στις 29 Νοεμβρίου 1892. Ως δικηγόρος ο Δημήτριος Γούναρης σημείωσε ραγδαία επαγγελματική εξέλιξη, αποκτώντας σύντομα φήμη κορυφαίου νομικού πολύ πέραν των ορίων της Αχαΐας, καθώς διακρινόταν για τη ρητορική δεινότητά του, τη δικανική ευστροφία του και τη βαθιά επιστημονική κατάρτισή του. Ήταν, μάλιστα, τέτοια η αποδοχή των νομικών του ικανοτήτων, ώστε εθεωρείτο μεταξύ του νομικού κόσμου ως ο «Άτλας» της νομικής επιστήμης. Έγκριτοι νομικοί κύκλοι των Αθηνών δεν δίσταζαν να υπογραμμίζουν ότι το δικηγορικό γραφείο του Δημητρίου Γούναρη στην Πάτρα ήταν «το Ευρωπαϊκότερον της Ελλάδος»83. Χαρακτηριστική της απήχησης που είχε η παρουσία του Δημητρίου Γούναρη ως μαχόμενου δικηγόρου στην πόλη των Πατρών, είναι η παρακάτω περικοπή από κείμενο της εποχής, που αναφερόταν ακριβώς σε αυτήν: «Χάρη στην βαθειά επιστημονική και πλατειά εγκυκλοπαιδική του μόρφωση, καθώς και την εξαιρετική του ευγλωττία, διαπρέπει αμέσως ως δικηγόρος. Ψηλός, ευθυτενής, με γένι και μαλλιά καστανά, γαλανά μάτια, παράσταση σεμνή και απέριττη, απλός και μειλίχιος στους τρόπους, γινόταν αμέσως συμπαθής. Η βαρύτονη, θερμή και γεμάτη παλμό φωνή του, η ευχέρεια του λόγου και η διαλεκτική του δεινότητα, τον βοήθησαν να καταγάγει δικανικούς θριάμβους. Καταπλήσσοντας, συνήθως με την ευρύτητα των γνώσεών του και τη λεπτολόγο ανάλυση του κάθε ζητήματος, κατόρθωνε να συναρπάζει τους ακροατές του με λυρικές εξάρσεις και ορμητικές αποστροφές που καθιστούσαν την περίπλοκη συνήθως φράση του, απλούστερη, λιτότερη και εύληπτη»84. Ο Δημήτριος Γούναρης παρέμεινε στη μαχόμενη δικηγορία μέχρι και το 1908, οπότε και ανέλαβε για πρώτη φορά υπουργικά καθήκοντα. Μετά την αποχώρησή του από τον υπουργικό θώκο και έως το 1915 περιόρισε τη δικηγορική του δράση απλώς στην παροχή νομικών γνωμοδοτήσεων. Από το 1915, όταν για πρώτη φορά τοποθετήθηκε ως πρωθυπουργός της χώρας, και ύστερα εγκατέλειψε εντελώς κάθε δικηγορική δραστηριότητα85. Από της επιστροφής του στην Πάτρα το 1892, κιόλας, ο Δημήτριος Γούναρης συνδύασε την επαγγελματική του ενασχόληση με την ανάμιξη στα κοινά της περιοχής του, όχι με όρους ένταξης στους υπάρχοντες τότε πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά μέσω της συμμετοχής του σε φορείς ευρύτερης κοινωνικής δραστηριότητας και σε κομματικά αδέσμευτες πρωτοβουλίες πολιτών. Το κύρος που απολάμβανε και η ευρύτερη ακτινοβολία του στην πατραϊκή κοινωνία, οδήγησαν λίγους μόλις μήνες μετά την έναρξη άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, τον πρόεδρο της ακμάζουσας τότε στην Πάτρα «Φιλαρμονικής Εταιρείας», δημοσιογράφο και εκδότη της εφημερίδας της πόλεως Ο Φορολογούμενος, Κωνσταντίνο Φιλόπουλο (παππού του μετέπειτα Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλου), να τον καλέσει προκειμένου να συμμετάσχει στο διοικητικό της συμβούλιο. Ο Δημήτριος Γούναρης απεδέχθη ασμένως τη σχετική πρόσκληση και ανάμεσα στους δύο άντρες, μέσα από τη συχνή επικοινωνία τους για τα ζητήματα του συλλόγου, αναπτύχθηκε ένα κλίμα καλής και εποικοδομητικής συνεργασίας. Ο Κωνσταντίνος Φιλόπουλος, εκτιμώντας τα προσόντα και τις αρετές του Δημητρίου Γούναρη, «μύησε» το νεαρό δικηγόρο σε έναν όμιλο προοδευτικών Πατρινών διανοουμένων, οι οποίοι, απογοητευμένοι από την κοινωνική και πολιτική κατάσταση της χώρας Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 28. Αναφ. στο Π. Μαρινάκης, όπ. προηγ. σελ. 7. 85 Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 28. 83 84

35


αναζητούσαν νέες διεξόδους πολιτικής έκφρασης πέρα από την κατεστημένη διάρθρωση των πολιτικών δυνάμεων. Παράλληλα, ο ολιγάριθμος αυτός όμιλος Πατρινών πολιτών, που απαρτιζόταν μόλις από 15 άτομα, ανέπτυσσε πρωτοβουλίες και για την προώθηση των συμφερόντων της τοπικής κοινωνίας. Κυρίως τη χειραφέτηση του Δήμου Πατρών από τα τοπικά κόμματα, που λυμαίνονταν την πολιτική ζωή της πόλης, και τη στήριξη συγκεκριμένων τάξεων πολιτών, όπως των σταφιδοπαραγωγών, για χάρη των οποίων πέτυχε τη δημιουργία του θεσμού της παρακρατήσεως, που διέσωσε τη χειμαζόμενη τότε σταφιδοπαραγωγή της περιοχής. Με χώρο συγκέντρωσης το συμβολαιογραφείο του Διονυσίου Αντωνόπουλου, η ομάδα αυτή πραγματοποιούσε μακρές νυχτερινές συζητήσεις, από τις οποίες αποχωρούσαν δυο-δυο, σχεδόν συνωμοτικά, στοιχείο που επέτρεψε στην περιπαικτική διάθεση των συμπολιτών τους να τους χαρακτηρίσει «γοβιούς», παρομοιάζοντάς τους με τα ομώνυμα μικρά ψάρια που βγαίνουν δυο-δυο από τις φωλιές τους86. Με την ξεχωριστή παρουσία του στην ομάδα των «γοβιών», ο Δημήτριος Γούναρης σύντομα κέρδισε τη συμπάθεια και το σεβασμό των υπολοίπων μελών της, που έγιναν οι καλύτεροι διαφημιστές των προσόντων του σε ευρύτερους κύκλους της πατραϊκής κοινωνίας. Δεν άργησαν, έτσι, οι παροτρύνσεις από διάφορες πλευρές προς τον νεαρό δικηγόρο να αναμιχθεί στην ενεργό πολιτική, προκειμένου να εκφράσει τις ανανεωτικές αντιλήψεις που προέβαλλε, αλλά και να εκπροσωπήσει με τις ικανότητες τις οποίες έδειχνε να διαθέτει στην κεντρική πολιτική σκηνή τα συμφέροντα της ιδιαίτερης πατρίδας του, που την περίοδο εκείνη αντιμετώπιζε πολλά οξυμένα και δυσεπίλυτα προβλήματα. Θέλοντας, μάλιστα, να ενθαρρύνουν ακόμη περισσότερο τον Δημήτριο Γούναρη τα μέλη της ομάδας των «γοβιών» διοργάνωσαν στο σπίτι του μια συνάντηση εκατό έγκριτων πολιτών της πόλης των Πατρών, προερχόμενων από ολόκληρη τη διαστρωμάτωση της πατραϊκής κοινωνίας και αδέσμευτων από κομματικές εντάξεις. Στη συνάντηση αυτή, τον Δημήτριο Γούναρη προσεφώνησε ο Κωνσταντίνος Φιλόπουλος, ενώ το σύνολο των παρισταμένων εξέφρασαν τη στήριξή τους προς το πρόσωπο του πολλά υποσχόμενου νέου συμπολίτη τους, καλώντας τον να πολιτευθεί. Απαντώντας προς τους συγκεντρωθέντες, ο Δημήτριος Γούναρης ανέπτυξε διεξοδικά τις θέσεις του για την πολιτική κατάσταση της εποχής και τον ρόλο που όφειλαν να διαδραματίσουν στο πολιτικό σύστημα τα κόμματα. Δεν ανέλαβε, όμως, καμία δέσμευση αναφορικά με το χρόνο της ενδεχόμενης δικής του συμμετοχής στο πολιτικό γίγνεσθαι87. Οι προτροπές, όμως, προς τον Δημήτριο Γούναρη να εισέλθει στον πολιτικό στίβο, δεν προέρχονταν μόνο από φίλους και γνωστούς της ιδιαίτερης εκλογικής του περιφέρειας. Η εξάπλωση της φήμης του ως πολυμαθούς νομικού, δεινού ρήτορα και έγκριτου δικηγόρου, είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον επιφανών παραγόντων του δημοσίου βίου, πολύ πέραν των ορίων του Νομού Αχαΐας, οι οποίοι έσπευδαν να προσθέσουν και τη δική τους φωνή στη χορεία εκείνων που τον καλούσαν να αναμιχθεί στα κοινά. Ανάμεσα σε αυτούς, ξεχωριστή ήταν η περίπτωση ενός «ιερού τέρατος» της ελληνικής δημοσιογραφίας, του τότε εκδότη της εφημερίδας Ακρόπολις, Βλάση Γαβριηλίδη, ο οποίος με ενυπόγραφα άρθρα του από τις στήλες της ιστορικής εφημερίδας των Αθηνών εξαίροντας τα επιστημονικά προσόντα και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του νέου πατρινού δικηγόρου, τον καλούσε να μην αρνηθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον τόπο. Συνεχείς ήταν επίσης οι προτροπές προς τον Δημήτριο Γούναρη να αποφασίσει να πολιτευθεί από την πλευρά του Νικόλαου Μπουφίδη, βουλευτή Λιβαδειάς και ενός από τους καλύτερους δικηγόρους της εποχής του, με τον οποίο συνδεόταν με στενή φιλία από την εποχή που εκείνος δικηγορούσε στην Πάτρα, και ο οποίος σε κάθε ευκαιρία του συνιστούσε να ξεπεράσει τις όποιες ανασχέσεις του για να συνεισφέρει στα κοινά από την κεντρική πολιτική σκηνή. 86 87

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 31 - 32 και Π. Μαρινάκης, όπ. προηγ. σελ. 7. Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 32.

36


Ο ίδιος ο Δημήτριος Γούναρης αντιμετώπιζε όλες αυτές τις παντοειδείς ενθαρρύνσεις και προτροπές περιεσκεμμένα. Παρά το ζωηρό ενδιαφέρον του για την πολιτική ζωή του τόπου και την εκπεφρασμένη βούλησή του να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Ελλάδα, εν τούτοις τον προβλημάτιζε έντονα η κατάσταση που επικρατούσε τότε στο δημόσιο βίο. Τον αποκαρδίωνε ιδιαίτερα η χαμηλή ποιότητα των πολιτικών αντιπαραθέσεων της εποχής, που αναλώνονταν σε προσωπικές αλληλοκατηγορίες μεταξύ των πολιτευόμενων και σε έντονους διαξιφισμούς για ανούσια ζητήματα, που δεν άγγιζαν την καρδιά των συσσωρευμένων πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Καθοριστική συμβολή στο να καμφθούν οι επιφυλάξεις και να αμβλυνθούν οι αντιρρήσεις του Δημητρίου Γούναρη, διαδραμάτισε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα τον Μάιο του 1902 κατά τη διάρκεια της κηδείας του αποθανόντος δημάρχου Πατρέων Θάνου Κανακάρη Ρούφου. Στην κηδεία, που παρίσταντο μεταξύ των άλλων και πολλές προσωπικότητες της πολιτικής ζωής της χώρας, όπως ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης, ο υπουργός Οικονομικών Ανδρέας Σιμόπουλος, άλλοι υπουργοί και στελέχη πολιτικών κομμάτων, ο νεαρός τότε δικηγόρος επρόκειτο να εκφωνήσει τον επικήδειο. Πριν αρχίσει την ομιλία του ο Δημήτριος Γούναρης, ο βουλευτής Λιβαδειάς Νικόλαος Μπουφίδης, απευθυνόμενος προς τον πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη, του είπε: «- Σήμερον θα ακούσητε ένα ρήτορα ο οποίος θα κυριαρχήση μίαν ημέραν εις την Βουλήν!» Και πράγματι. Ο εντυπωσιακός λόγος του Δημητρίου Γούναρη προκάλεσε αίσθηση στους παρισταμένους, οι οποίοι δεν απέκρυψαν το θαυμασμό τους τόσο για το περιεχόμενο, όσο και για το ύφος του λόγου του. Μετά το πέρας της ομιλίας του, πλησίασε τον Δημήτριο Γούναρη ο Γεώργιος Θεοτόκης, ο οποίος ενθουσιασμένος και ο ίδιος από τις ρητορικές του ικανότητες, αφού τον συνεχάρη ανυπόκριτα με ζέση, τον συμβούλευσε να διεκδικήσει την είσοδό του στη Βουλή, υπογραμμίζοντάς του εμφατικά: «Είσθε απαραίτητος για το Κοινοβούλιον, κύριε Γούναρη88.» Τα επαινετικά σχόλια του Κερκυραίου ευπατρίδη και πολύπειρου πολιτικού και ο ειλικρινής τρόπος με τον οποίο τα διατύπωσε, συνέβαλαν καθοριστικά στο να πεισθεί ο Δημήτριος Γούναρης να ξεπεράσει τις αμφιταλαντεύσεις του. Προπάντων όμως, αποβλέποντας στην εκπλήρωση μιας εσώτερης «κατηγορικής προσταγής» για τη συμμετοχή στα δημόσια πράγματα του τόπου, ώστε μέσω αυτής να συμβάλει στην πρόοδο και στη διάνοιξη μιας νέας προοπτικής για την Ελλάδα, έλαβε τη μεγάλη απόφαση να ακολουθήσει τον ανάντη δρόμο της πολιτικής.

1.3 Είσοδος στην ενεργό πολιτική Ο Δημήτριος Γούναρης πολιτεύθηκε για πρώτη φορά στις εκλογές της 20 ης Νοεμβρίου 1902. Με διαμορφωμένη ήδη μια κριτική άποψη για τις πολιτικές δυνάμεις που δέσποζαν τότε στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, το «Εθνικό Κόμμα» του Θεόδωρου Δηλιγιάννη και το «Νεωτερικό Κόμμα» του Γεώργιου Θεοτόκη, το οποίο αποτελούσε συνέχεια του «τρικουπικού» κόμματος, ο Γούναρης προτίμησε να θέσει υποψηφιότητα συμπράττοντας σε εκλογικό συνδυασμό ανεξαρτήτων. Η επιλογή του αυτή δυσκόλευε περισσότερο την προεκλογική του προσπάθεια, καθώς στην Πάτρα κυριαρχούσαν συντριπτικά οι εκλογικοί συνδυασμοί των «ζαϊμικών» και των «θεοτοκικών», που εκπροσωπούσαν στην περιοχή τις δύο κυρίαρχες τότε στη χώρα πολιτικές δυνάμεις και είχαν κατορθώσει να επιβάλουν την πολιτική τους παντοδυναμία μετερχόμενοι κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο. Εν τούτοις, ο 88

Αναφέρεται στο Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 12.

37


Γούναρης θέλησε να εκφράσει χωρίς δεσμεύσεις και δουλείες τις νέες ιδέες και να αποδείξει έμπρακτα πως εννοούσε στο έπακρο τις διακηρύξεις του για την ανάγκη απαλλαγής της πολιτικής ζωής του τόπου από τον παλαιοκομματισμό και τις αναχρονιστικές πρακτικές του. Το στίγμα των αντιλήψεών του για ένα νέο ήθος στην πολιτική και για μια διαφορετική σχέση ανάμεσα στους πολιτικούς και τους πολίτες, το έδωσε ο Δημήτριος Γούναρης με τις πρώτες κιόλας κινήσεις του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Σε μια εποχή, που η ποιότητα του πολιτικού διαλόγου ήταν εμφανώς υποβαθμισμένη και κατά την οποία, όπως έγραφε η εφημερίδα των Πατρών Φορολογούμενος «... το ζωοκλέπτης, το κλέπτης και το κατεργάρης, υπήρξαν των εν λόγω συζητήσεων αι αβροφρονέστεραι εκφράσεις, αίτινες θα εξέπλητον και τους θαμώνας των εσχάτων καπηλείων εάν ηκούοντο εν αυτοίς», και κατά την οποία επίσης οι συνθήκες διεξαγωγής των εκλογών διακρίνονταν για τον εκτραχηλισμό τους, αφού και πάλι σύμφωνα με δημοσίευμα του Φορολογούμενου «... νόμος εν τη αγορά, δεν υπήρχε η οπλοφορία ήτο απροκάλυπτος, τα δε δημόσια γραφεία ανεπέτασσον ήδη τας θύρας των εις τας απαιτήσεις του φατριασμού και ειργάζοντο πλέον ως εκλογικά πρακτορεία ...» 89, εκείνος επέλεξε να κινηθεί σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Αντί για τις πολυπρόσωπες συνοδείες «μαγκουροφόρων», προτιμούσε να επικοινωνεί με τους πολίτες άμεσα και απλά. Αντί να επιδίδεται στην άνευ όρων συναλλαγή για λόγους ψηφοθηρικούς, διάλεξε να κρατήσει αποστάσεις από κατεστημένα συμφέροντα και παρωχημένες νοοτροπίες. Και αντί της ακατάσχετης συνθηματολογίας και του χωρίς όρια βερμπαλισμού, επέλεξε να διατυπώσει ένα συγκροτημένο και συνεκτικό προγραμματικό πολιτικό λόγο, ο οποίος απαντούσε με γνώση και σοβαρότητα στα συγκεκριμένα προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε η ελληνική κοινωνία. Μιλώντας σε προεκλογική συγκέντρωση πολιτών της Πάτρας, στις 5 Νοεμβρίου 1902, ανέδειξε τη διαφορετικότητα της δικής του πολιτικής παρουσίας προσδιορίζοντας με ενάργεια το πώς έβλεπε τη σχέση του πολιτικού με τους πολίτες: «Αισθάνομαι ολόκληρον τον πόνον της καταστάσεως. Εννοούμεν προς διόρθωσιν αυτής ν’ αφιερώσωμεν παν ότι διαθέτομεν. Δεν προσερχόμεθα ενώπιόν σας με τας κολακείας και το μειδίαμα, ούτε με της εξουσίας την μάστιγα. Δεν επιδεικνύωμεν του χρυσού την λαμπηδόνα, ίνα συσκοτίσωμεν υμάς ως τα περί την φλόγα ιπτάμενα έντομα, τα κατακαιόμενα επί τέλους υπ’ αυτής. Πολίται ελεύθεροι, εμπνεόμενοι από τον πόθον της εξυπηρετήσεως των κοινών, εν και μόνον φιλοδοξούμεν: να καταστώμεν φρουροί των συμφερόντων σας, προστάται των δικαίων σας, υπέρμαχοι των ιδεών σας, εργάται των πόθων σας, σκαπανείς των ελπίδων σας. Απευθυνόμεθα προς σας, πολίτας ελευθέρους επίσης, συναισθανομένους την ευθύνην της ψήφου σας και ζητούμεν να μας επιτρέψητε να προσφέρωμεν εις εξυπηρέτησίν σας παν ότι έχομεν, τας σωματικάς και διανοητικάς ημών δυνάμεις, τας σκέψεις και τα διανοήματά μας, τα αισθήματα και τους παλμούς μας. Πάσαν την ζωήν ημών και την δράσιν»90. Εκεί, όμως, που ο Δημήτριος Γούναρης προπάντων ανέδειξε τη διαφορετική πολιτική του φιλοσοφία και την ηγετική πολιτική του στόφα, ήταν με τη μακροσκελή καταστατικού χαρακτήρα συνέντευξη, που παραχώρησε στο δημοσιογράφο Σταμάτη Λύτρα και δημοσιεύθηκε σε τρεις συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις, της 12ης, 13ης και 14ης Νοεμβρίου 1902, λίγες δηλαδή μόλις ημέρες πριν από τις εκλογές. Ο Γούναρης τοποθετήθηκε με παρρησία και ευθύνη απέναντι σε όλα τα σημαντικά προβλήματα του τόπου. Χωρίς περιστροφές και βολικές αοριστίες, ανέπτυξε μια ολοκληρωμένη πολιτική πλατφόρμα για τον ολόπλευρο εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας και ξεδίπλωσε το σχέδιό του για την ανάπτυξη της οικονομίας, την αναδιοργάνωση του κράτους και την ενίσχυση των 89 90

Αναφ. στο Π. Μαρινάκης, όπ. προηγ. σελ. 11, 13. Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 33.

38


δημοκρατικών θεσμών. Και όπως απεδείχθη στη συνέχεια, οι «εναρκτήριες» αυτές πολιτικές προτάσεις του αποτέλεσαν το νήμα που καθοδήγησε τη σκέψη και τη δράση του σε όλη τη μετέπειτα πολιτική του σταδιοδρομία. Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης αυτής έχει ως εξής: «Προ παντός φρονώ, - ήρχισεν ο Γούναρης - ότι πρέπει να εννοήσωμεν ότι Κράτος κατά την παρά τοις πεπολιτισμένοις λαοίς πραγματοποιουμένην σήμερον έννοιαν, δεν έχομεν. Πανταχού σήμερον το Κράτος εδέχθη ότι υφίσταται χάριν της κοινωνίας την οποίαν κατά πάντα τρόπον καλείται να υποβοηθήση. Τούτο το τέρμα τάττουσιν εν πάση αυτών τη ενεργεία οι αντιπροσωπεύοντες οιανδήποτε πολιτειακήν εξουσίαν. Παρ’ ημίν συμβαίνει ακριβώς το αντίθετον. Το Κράτος όχι μόνον δεν βοηθή την ανάπτυξιν της Κοινωνίας, αλλά μύρια παρεμβάλλει προσκόμματα εις την κατά τους οργανικούς νόμους εξέλιξιν του λαού επί τα πρόσω. Διαιρούν την κοινωνίαν εις δύο τάξεις: την προνομιούχον ολιγαρχίαν, την νεμομένην τους πόρους του δημοσίου ταμείου, και τους στερουμένους την γενναιοτέραν μερίδα εκ του προϊόντος της εργασίας των, ίνα πληρώσωσιν το υπ’ εκείνης κενούμενον διάτρητον κεντρικόν ταμείον, προκαλεί αξιοθρήνητον ανωμαλίαν εν τη φυσική διανομή της παραγωγής της Χώρας, ενισχύουσαν πάσαν φυγοπονίαν, απογοητεύουσαν πάσαν δραστηριότητα. Εις την άμεσον δε υπό της κρατούσης εκάστοτε πολιτικής ολιγαρχίας εκμετάλλευσιν των εργαζομένων τάξεων, προσετέθη από τινων ετών και ετέρα κοινωνική ολιγαρχία, χρησιμοποιούσα τας πολιτικάς εξουσίας προς εγκαθίδρυσιν προνομιούχου θέσεως εν τη επαγγελματική αυτής δράσει και διά των χορηγουμένων αυτώ άλλοτε μεν κεκαλυμμένων, άλλοτε δε φανερών προνομίων, αφαιρούσα μέγα μέρος του προϊόντος του ιδρώτος των εργαζομένων τάξεων. Υπό το πρόσχημα της προστασίας της ανυπάρκτου συνήθως, αδυνάτου δ’ ως επί το πολύ εγχωρίας βιομηχανίας ή αλλοίας παραγωγής, συνιστώνται προνόμια αποκλείοντα τον πτωχόν παραγωγόν εν τη προμηθεία των επιτηδείων είτε προς ατομικήν του χρήσιν, είτε προς εξυπηρέτησιν της παραγωγής του από τα ωφελήματα του συναγωνισμού της παγκοσμίου αγοράς και παραδίδοντα αυτήν έρμαιον εις μειονεκτούσαν υπό πάσαν έποψιν εγχωρίαν παραγωγήν, την οποίαν μόνον η απογυμνοτική προστασία διατηρεί εις την ζωήν χάριν του πλουτισμού ολίγων προνομιούχων. Ενώ δε το Κράτος ανατρέπει ούτω πάσαν φυσικήν διανομήν του προϊόντος της εργασίας μεταξύ των εργαζομένων, αφαιρούν την μερίδα του λέοντος χάριν των προστατευομένων του, αφ’ ετέρου ουδέν παρέχει αντάλλαγμα εις την παραγωγήν, ίνα τουλάχιστον διατηρεί αυτήν ζώσαν. Μέχρι σήμερον επί εβδομηκονταετίαν δεν παρέχει ούτε την ασφάλειαν. Η Πολιτεία όχι μόνον δεν εξασφαλίζει την περιουσίαν του παραγωγού και έτι χειρότερον την προσωπικότητα αυτού και της οικογενείας του από τας αρπακτικάς βλέψεις του έξω του κύκλου των προνομιούχων εκμεταλλευτών απομεινάντων εραστών της εν αργία απολαύσεως της ζωής, οι οποίοι προς πραγματοποίησιν των πόθων των προσφεύγουσιν εις την ατομικήν των δύναμιν, δι’ αυτής αφαιρούντες, ό,τι διαγείρει την όρεξίν των, αλλά και ουχί σπανίως ενισχύει αυτούς, κλείουσα μεν τα όμματα εν γνώσει και τη ενεργεία αυτών και πάσαν προληπτικήν των εγκλημάτων αυτών ενέργειαν, κοπτομένη δε εις τας αξιώσεις της ευκολίας, παρουσιαζομένων ισχυρών αυτού προστατών, όταν πρόκειται ν’ ασκήση την ποινικήν αυτής δικαιοδοσίαν επί των πράξεών των. Η δικαιοσύνη παραμένει σκορώσα μηχανή οίαν προ εβδομηκονταετίας αυτοσχεδίασεν εν άκρα σπουδή και πλήρει αγνοία των περιστάσεων του τόπου αλλοδαπός νομοθέτης, ο Μπάουερ, επί τη βάσει αρχών καταδικασθεισών, από τεσσαρακονταετίας σχεδόν και εν αυτή τη χώρα εν τη οποία παρήχθησαν και εξ ης μετεφυτεύθησαν εις την ημετέραν. Χάρις εις την έξοχον δραστηριότητα του συνταγματικού ημών νομοθέτου, ο τόπος μας 39


παρουσιάζει περίεργον ιστορικόν φαινόμενον ότι εξακολουθούν διέποντες ημάς θεσμοί τους οποίους αλλαχόθεν μετεκομίσαμεν και τους οποίους πανταχού και αυτοί οι προμηθεύσαντες εις ημάς κατεδίκασαν και κατήργησαν ως επιβλαβείς και ούτω λαμβάνει η Ελλάς την όψιν θερμοκηπίου εν τω οποίω παρατείνεται τεχνικός ο βίος παντός παρακρούσματος της ανθρωπίνης διανοίας ίνα εξακολουθή διέπον αυτήν. Αφού δε το Κράτος δεν κατώρθωσε να παράσχη εις την παραγωγήν ασφάλειαν και δικαιοσύνην, αφού δηλαδή δεν κατώρθωσε να την εξυπηρετήση αρνητικώς αίρον τα εμπόδια τα οποία η κακία των ολίγων παρεμβάλει εις την εργασίαν των πολλών, ευνόητον είναι ότι περιττόν να γίνη πας λόγος περί θετικής εξυπηρετήσεως της εργασίας διά της πολιτειακής δράσεως. Ερ: Τι φρονείτε ότι δύναται να γίνη εν τη ενεστώση καταστάσει; Απ: Η κατάστασις των πραγμάτων είναι σαφής. Όλοι οι παράγοντες της πολιτικής μηχανής ανάγκη να υποταχθώσιν εις την αμείλικτον αλήθειαν ότι ουδέν δύναται να γίνη άνευ αναπτύξεως των υλικών πόρων του τόπου. Από του καταρτίζοντος το νομοθετικόν σώμα εκλογέως-λαού και του συμπράττοντος εν τη νομοθεσία Άνακτος μέχρι του κατωτάτου δημοσίου λειτουργού του διαχειριζομένου οπωσδήποτε μικρόν μόριον της πολιτικής εξουσίας, ανάγκη να εμποτισθώσι πάντες την ιδέαν ότι σκοπός πάσης αυτών λειτουργίας είναι η εξυπηρέτησις της παραγωγής. Όχι διότι δι’ αυτής θα κατωρθώσωσι να υπάρχωσι και λειτουργούσιν, αλλά διότι δι’ αυτήν υπάρχουσι και λειτουργούσιν. Δεν ανήκει η παραγωγή εις αυτούς· αλλ’ αυτοί και η δράσις των εις την παραγωγήν. Αυτή είναι η ευημερία της ενεστώσης γεννεάς και η απαρχή της ανακουφίσεως των επομένων. Είναι η μόνη στερεά και πραγματική βάσις των προαιωνίων Εθνικών ελπίδων. Είναι το μόνον αδιάσειστον θεμέλιον των εμφύτων εις τον Ελληνικόν χαρακτήρα πόθων προόδου και πολιτισμού, οι οποίοι εύλογον και πρέπον είναι να μη ικανοποιούνται μόνον διά της αναμνήσεως δύσαντος απομεμακρυσμένου μεγαλείου, αλλά και ν’ αναπτερώνται εις ελπίδας προσεχούς εν μέλλοντι αναβιώσεως. Ερ: Και ποία είναι τα μέτρα εις τα οποία αμεσώτερον δέον να δοθή η προσοχή των οργάνων της πολιτείας προς ενίσχυσιν της παραγωγής; Απ: Πρό παντός η ασφάλεια και η δικαιοσύνη. Η ζωοκλοπή λυμαίνεται την χώραν απ’ άκρου εις άκρον. Κατά των κακοποιών στοιχείων το Κράτος αποστέλλει άλλα κακοποιότερα ... Την εν κρυπτώ ζημίαν του ζωοκλέπτου επακολουθεί η θριαμβευτική καταστροφή του αποσπάσματος. Αυτό δεν λέγεται ασφάλεια αλλ’ εμπαιγμός ! Ασφάλεια δεν σημαίνει άμα ως μοι κλέψουν εν πρόβατον και αναγγείλω τούτο εις την αρχήν να δεχθώ και επίσκεψιν του αποσπάσματος διά να μου φάγη άλλα τρία πρόβατα. Ασφάλεια σημαίνει να μη δύναται ο ζωοκλέπτης να μου κλέψη τα πρόβατα. Ο νόμος περί ζωοκλοπής δεν επέτυχε τούτο. Ο λόγος είνε πρόδηλος. Η οργάνωσις της κατά τόπους δημοσίας δυνάμεως είνε όσον ένεστι αδεξία. Ανάγκη η χώρα σύμπασα να περιληφθή εν στερώ δικαίω αστυνομικών δικαιοδοσιών εχόντων πάσαν προς αλλήλας συνάφειαν, δύναμιν επαρκή αποτελουμένην εκ προσωπικού προπαρασκευασμένου και διά θεωρητικής διδασκαλίας και διά πρακτικής ασκήσεως εις το έργον του, έχοντος δε πλήρη ανεξαρτησίαν από πάσαν τοπικήν επίδρασιν παντός ισχυρού είτε αμέσως είτε εμμέσως διά της πιέσεως της κεντρικής εξουσίας. Εφ’ όσον η αστυνομία δεν αποβή σώμα αυτοτελές, με ιδίαν οργάνωσιν, με ανεξαρτησίαν, με ειδικήν μόρφωσιν του προσωπικού αυτής, επεκτεινομένου εν κοινωνική ιεραρχία εφ’ όλην την χώραν και εμπνεομένου εκ του κοινού πνεύματος της εμπεδώσεως της δημοσίας ασφαλείας, ευρίσκοντος δε εν εαυτώ τα μέσα της ικανοποιήσεως των ευδοκιμούντων διά της εξησφαλισμένης προαγωγής, δημόσιος ασφάλεια δεν δύναται να υπάρξη. Ο παραγωγός θα κυλίεται από του ζωοκλέπτου εις το απόσπασμα και θα βασανίζεται εν τω διλήμματι ποίος τον βλάπτει περισσότερον ο ζωοκλέπτης ή το απόσπασμα. 40


Ερ: Περί της δικαιοσύνης τίνα μέτρα νομίζετε επιβεβλημένα; Απ: Η ποινική δικαιοσύνη είνε ανάγκη ν’ απλοποιηθή κατά τον μηχανισμόν. Τα κινητά πλημμελειοδικεία θα είνε ευλογία διά τον τόπον. Δικαστής ανώτερος μεταβαίνων εκάστοτε εις το χωρίον ανεπηρέαστος από τας ταπεινάς τοπικάς επιρροάς τας οποίας δεν δύναται να διαφύγη ο εκεί τοποθετημένος μικρός υπάλληλος, θα ασκήση γόητρον και θα εμπεδώση την επί την δικαιοσύνην πεποίθησιν των πολλών. Και θα είνε τούτο μέγα βήμα προς την ορθήν απονομήν της δικαιοσύνης. Διότι η πεποίθησις αύτη θ’ αποκαλύψη πολλά και άγνωστα περιστατικά τα οποία συγκαλύπτει ο φόβος του αδικήσαντος περί ού ουδείς σήμερον πιστεύει ότι θα υποστή τας συνεπείας της πράξεώς του. Εν πάση όμως περιπτώσει ανάγκη να δοθή δικαιοδοσία εις το δικαστήριον αμέσου επιβολής αναλόγου ποινής φυλακίσεως εις τον φερόμενον ψευδομάρτυρα. Το πράγμα είναι ολίγον αυθαίρετον, αλλ’ ευρισκόμεθα ενώπιον καταστάσεως εντελώς εκρύθμου παραλυούσης εντελώς την δικαστικήν λειτουργίαν. Σπανιώτατα κατατίθεται η αλήθεια, συνηθέστατα αποκρύβεται, ουχί σπανίως στρεβλούται. Ο φόβος της εκ της ψευδορκίας θείας οργής δεν πτοεί πλέον. Ανάγκη λοιπόν ριζικωτέρων μέτρων, όσον και ολίγον αυθαιρέτων. Το πολύ ας επιτραπή αναθεώρησις της τιμωρησάσης τον επ’ ακροατηρίω φωραθέντα ψευδομάρτυρα αποφάσεως, οσάκις η ποινή είνε κάπως αυστηρά. Εις τα πλημμελειοδικεία ταύτα τα μεταβατικά, δέον να δοθή όσον ένεστι ευρεία δικαιοδοσία. Αλλά να ληφθή πάσα πρόνοια περί επιβαλλούσης αυτών παραστάσεως και περί εκλογής του προσωπικού των εκ των ακεραιοτέρων δικαστών οι οποίοι ευτυχώς αποτελούσι την μεγάλην πλειοψηφίαν του δικαστικού σώματος. Παρά τα κινητά Πλημμελειοδικεία και το σύστημα της ανακρίσεως δέον να μεταρρυθμισθή τέλειον. Η ανάκρισις ως τελείται σήμερον εις τας πλείονας των υποθέσεων είνε άχρηστον μελάνωμα χάρτου. Δεν ανευρίσκει αλλ’ επισκοτίζει την αλήθειαν. Προ παντός να ορισθώσι τα προσόντα των προσώπων, να καταργηθή η μέχρι πέρατος μυστικότης και να παύση η επιβάρυνσις των ανακριτικών γραφείων δι’ υποθέσεων άνευ ουδεμιάς σοβαρότητος, διατασσομένης της απευθείας κλήσεως εις το ακροατήριον επί πάσης υποθέσεως, φερούσης χαρακτήρα πλημμελήματος κατά την κρίσιν του εισαγγελέως αναγνωριζομένου τω δικαστηρίω του δικαιώματος να παραπέμψη αυτήν εις τακτικήν ανάκρισιν ή και εις το ακροατήριον των Κακουργιοδικών. Ερ: Η δε πολιτική δικαιοσύνη; Απ: Αυτή είνε καθαρός αστεϊσμός σήμερον με το σύστημα του μακαρίτου Μπάουερ. Φαντασθείτε ότι με την υπάρχουσαν Δικονομίαν κατωρθούται επί μίαν δεκαετίαν ν’ απασχολήται το δικαστήριον με το ζήτημα αν εκοινοποιήθη η αγωγή εις τον εναγόμενον· ίσως μάλιστα και την έχει εντός των εγγράφων του, ενώ πας λογικός άνθρωπος θα ύψη τους ώμους διά την αφόρητον αυτήν ανοησίαν την ουτωσεί παίζουσαν με τα πραγματικά συμφέροντα. Εν τούτοις τοιούτος είνε ο νόμος. Τι δέον γενέσθαι εν τη πολιτική δικαιοσύνη δεν λέγεται εν μια συνεντεύξει. Είμεθα άλλως τε τόσον μακράν πάσης συγχρόνου πολιτισμένης χώρας υπό την έποψιν ταύτην, (ενώ είμεθα τόσον πλησίον γεωγραφικώς) ώστε δεν χρειάζεται παρά να ρίψωμεν εν βλέμμα εις τα αλλαχού συμβαίνοντα ίνα εύρωμεν άφθονον υλικόν προς μεταρρύθμισιν. Προφορικότης και δημοσιότης της συζητήσεως, άμεσος δημοσίευσις της αποφάσεως, είνε επιβεβλημένη μεταρρύθμισις εν τόπω μάλιστα όπου μικράς ως επί το πλείστον σπουδαιότητος διαφοραί υπό τε νομικήν και πραγματικήν έποψιν απασχολούσι τα δικαστήρια. Το σύστημα της αποδείξεως ν’ απλοποιηθή, αποκαθαιρόμενον δε πάσης θεωρίας περί αποδείξεως πράγματι και όχι λέξει ν’ αφεθή εις την ανεπηρέαστον ανθρωπίνην κρίσιν του δικαστού. Ιδία δε να καταργηθή η ανατρεπτική παντός δικαίου διάταξις των νόμων περί χαρτοσήμου, καθ’ ην το επί μη νομίμου ενσήμου, χάρτου έγγραφον δεν λαμβάνεται υπ’ όψει υπό του δικαστού. Διά της διατάξεως ταύτης 41


αφαιρείται από τα δικαστήρια η μόνη αμφίβολος απόδειξις, τα έγγραφα, ευκόλως δε δεν δύναται ν’ αποδειχθή ότι ουδέν ωφελείται το Δημόσιον ταμείον εκ τούτου. Περισσότερα θα εισέπραττεν αν επετρέπετο η χαρτοσήμανσις υπό τον όρον της καταβολής λογικού τινος προστίμου. Είνε πεπλανημένη η γνώμη ότι ένεκα της τοιαύτης διατάξεως χαρτοσημαίνονται αρχήθεν πολύ περισσότερα έγγραφα από όσα εχαρτοσημαίνοντο και κατά την εναντίαν εκδοχήν. Ο φόβος τού προστίμου θα επέδρα αισίως το τυχόν δε μικρόν έλλειμα θα εκαλύπτετο υπό των προστίμων και θα είχομεν κέρδος πρόσθετον την απαλλαγήν της δικαιοσύνης. Ο περί χαρτοσήμου νόμος ειμπορεί να είναι σεβαστός, ουδέποτε όμως επιτρέπεται να παρέλθη την δικαιοσύνην ουδέ να βραβεύση τον διά της αρνήσεως των υποχρεώσεών του περιφρονούντα το δίκαιον παρά τα εν τοις εγγράφοις συνομολογημένα, τα οποία απαγορεύει εις τον δικαστήν να εξετάση. Διά των μεταρρυθμίσεων τούτων η απλότης, η ευθύνια και η ταχύτης θα επικρατήσωσιν εν τη δικαιοσύνη, η οποία μόνον όταν έχη τα προσόντα ταύτα δύναται να ονομασθή δικαιοσύνη. Προ παντός δε πρέπει να μεταρρυθμισθή το σύστημα της αναγκαστικής εκτελέσεως. Κατά την μεταρρύθμισιν όμως ταύτην δεν πρέπει να λησμονηθή και το δίκαιον του οφειλέτου. Ίνα η δικαιοσύνη επιβάλληται, δέον να μη συντρίβη τελείως τον ατυχήσαντα και να μη λησμονή ποτέ ότι παρ’ αυτώ είρηνται πρόσωπα όλως ανεύθυνα διά πάσαν απερισκεψίαν αυτού. Ουχί σπανίως το ναυάγιον προήλθεν εξ αιτιών εντελώς ανεξαρτήτων του ναυαγήσαντος οφειλέτου με τας οποίας είνε πολύ πλησιέστερος ο εις διαμαρτυρίας υπέρ του δικαίου ρηγνύμενος δανειστής ιδίως εν τόπω όπου ανθεί πολύκλαδος η τοκογλυφία. Επιβάλλεται εις το Κράτος, να προνοήση ίνα μη αφαιρεθή πάσα ικμάς αποξηραίνουσα πάντα προς μέλλουσαν εργασίαν ζήλον του οφειλέτου, εις ον πάντως πρέπει ν’ αφεθή το απαραίτητον προς συνέχειαν των έργων του. Πάντως δε πρέπει να διορθωθή τερατώδης αδικία ολοέν υπό τα όμματά μας ακωλύτως τελουμένη. Κτήματα αντιπροσωπεύοντα εργασίαν πολλών χιλιάδων εκπληστηρειάζονται ένεκεν της ελλείψεως χρηματικών διαθεσίμων κεφαλαίων εν ταις επαρχίαις αντί του δεκάτου μόλις της αξίας αυτών. Η συνείδεισις δε του αδίκου τούτου εξαγριοί μεν τον οφειλέτην εις στρεψοδικίαν ακατάσχετον καθίστωσι δε ταύτην ανεκτήν και παρά τω συναισθανομένω το κατ’ ουσίαν δίκαιον δικαστήν όστις κατά φυσικόν λόγον τίθησιν αυτό υπεράνω παντός τύπου ως επιτακτικήν της συνειδήσεως αυτού υπαγόρευσιν. Ανάγκη λοιπόν να συνδυασθώσιν αμφότερα και του δανειστού τα συμφέροντα και του οφειλέτου αι εύλογοι αξιώσεις. Η εύρεσις συστήματος ικανοποιητικού κατά το μέτρον του δυνατού δι’ αμφοτέρους εμπεδοί την δικαιοσύνην, αφοπλίζει τον οφειλέτην από της αγανακτήσεως και αίρει πάσαν σύγκρουσιν μεταξύ του κατ’ ουσίαν δικαίου και της τυπικής του νόμου επιταγής εν τη συνειδήσει του δικαστού. Εύκολον θα ήτο η επί τη βάσει εκτίμησις δι’ επαρκών εγγυήσεων περιβεβλημένης καθοριζομένη αξία του κτήματος κατά ποσοστόν τι μειουμένη να καθίστατο υποχρεωτική διά τον επισπεύδοντα μέχρι του ποσού της απαιτήσεώς του εν ελλείψει μείζονος προσφοράς, διά την διευκόλυνσιν της οποίας να ληφθή πάσα πρόνοια παρεχομένης πάσης ευλόγου κατά την δικαστικήν κρίσιν ευκολίας, εις τον υπερθεματιστήν περί την καταβολήν του τιμήματος πάντοτε δυσευρέτου εν τη ενεστώσει καταστάσει. Αλλά και εκ του όλου κτήματος ή της αξίας του ν’ αφεθή και εις τον οφειλέτην το αναγκαίον ίνα εξακολουθήση την εργασίαν του και διαθρέψη τα μέλη της οικογενείας του. Το δίκαιον δύναται ούτω να ικανοποιηθή εκατέρωθεν και η οικονομία του τόπου να μη υφίσταται τα καίρια πλήγματα, τα οποία κατέφεραν καθ’ εκάστην εις την παραγωγήν εκτελέσεις παρατεινόμεναι επί σειράν ετών καθ’ ας και το υπό κατάσχεσιν κεφάλαιον παρεμελείται και καταστρέφεται, και αι δικαστικαί διενέξεις και έριδες αποτρέπουσι τους 42


διαφερομένους από τα παραγωγικά έργα των ρίπτουσαι αυτούς εις τας ανησυχίας και τας ενοχλήσεις ακάρπου δικαστικού αγώνος. Ερ: Και το προσωπικόν των δικαστηρίων είνε επαρκές με την μεταβολήν του συστήματος της δικαιοδοσίας ίνα επαρκέση εις βελτίωσιν; Απ: Το προσωπικόν των δικαστηρίων καθ’ ον τρόπον ήδη εκλέγηται είναι πράγματι εξαίρετον. Ίνα όμως η Θέμις αποκτήση το προσήκον γόητρον και προσελκύση τους δοκιμοτέρους των νέων ανάγκη να κανονισθώσι νομοθετικώς τα των μεταθέσεων και προβιβασμών επερχομένης αποκεντρώσεως τινός του δικαστικού σώματος, ν’ αυξηθώσι κατά το δυνατόν οι μισθοί και προ πάντων να καταργηθώσι όλα τα ιδρυθέντα εις διαφόρους τόπους εξοριών Πρωτοδικεία - όχι μόνον τα αρτισύστατα - αλλά και τέσσαρα ή πέντε άλλα, ίσως και μείζων γενναιότης να ήτο μάλλον ωφέλιμος. Αν ελαμβάνοντο τα τοιαύτα μέτρα θα επετυγχάνετο πλήρης ανεξαρτησία των δικαστών από της κεντρικής εξουσίας η οποία δεν δύναται να καυχηθή ότι ενεπνεύσθη πάντοτε εις τας αποφάσεις της από μόνον το συμφέρον της δικαιοσύνης. Ερ: Νομίζετε ότι η ασφάλεια και η δικαιοσύνη είναι αρκούσα μέριμνα της πολιτείας υπέρ της αναπτύξεως των πόρων του τόπου; Απ: Πολλού γε και δει. Είναι όμως η πρωτίστη. Άνευ αυτών των δύο πάσα άλλη εργασία είναι ματαιοπονία. Ερ: Τι άλλο νομίζετε αμέσως επόμενον μέλημα της πολιτείας; Απ: Κατά την κρίσιν μου, μετά την ασφάλειαν και την δικαιοσύνην ο σπουδαιότερος παράγων - θετικός ούτος - της αναπτύξεως των πόρων της χώρας είναι η εκπαίδευσις. Με ολίγα σχολεία αφειδώς διασπείροντα την σχολαστικότητα και τρέποντα τον νουν των παίδων έξω της παρατηρήσεως των πραγμάτων δεν εξυπηρετείται η εργασία. Η εκπαίδευσις, η αλλαχού πραγματική, δηλαδή η μετάδοσις των πορισμάτων της θετικής πείρας, η άσκησις της πρακτικής χρησιμοποιήσεως αυτής εν τη ατομική εργασία και η εξοικείωσις του δι’ αυτού φωτιζομένου πνεύματος με την μελέτην των πραγμάτων προς επαύξησιν της αποταμιεύσεως πείρας των άλλων διά της ιδίας εκάστου ατόμου, προσθήκης, η εκπαίδευσις, - η οποία τοιαύτη ούσα αποτελείν το μόνον πραγματικόν όπλον εν τω αγώνι του βίου τονούσα και αναπτύσσουσα την έμφυτον προς εργασίαν ροπήν εμφανίζεται παρ’ ημίν ως εψιμμυθιωμένον γραΐδιον, τέρπον την ευερέθιστον μεσημβρινήν φαντασίαν διά παραμυθίων απομακρυνόντων της πραγματικότητος και εμπνεόντων την περιφρόνησιν προς την μόνην αλήθειαν, την ανάλογον με τας δυνάμεις εκάστου αδιάκοπον εργασίαν. Η εκπαίδευσις είναι απαραίτητον να γίνη υποχρεωτική και πρακτική. Καλόν είναι να γνωρίζουν οι παίδες τα τρόπαια των προγόνων, αλλά καλλίτερον είναι να τονούνται ώστε να καταστώσιν ικανοί να στήσωσι ίδια τρόπαια. Και ίδια τρόπαια δεν θα στήσουν ποτέ με την γνώσιν των ξηρών κανόνων της γραμματικής και τον αυστηρόν διαμελισμόν των κειμένων των αρχαίων συγγραφέων παρατιθεμένων ως ανατομικών παρασκευασμάτων εν σχολαστική ξηρότητι, αποπνιγούση πάσαν ιδέαν. Τρόπαια θα στήσωσιν όταν γίνουν άνδρες τον χαρακτήρα και το φρόνημα και διά να γίνουν άνδρες ανάγκη να τεθούν αντιμέτωποι εις την εργασίαν, να οπλισθώσι δι’ αυτής ν’ αγωνισθώσι δι’ αυτής, να αισθανθώσι το βάρος της ευθύνης, την απογοήτευσιν της αποτυχίας, όταν αποκτήσωσι την πεποίθησιν επί του εαυτού των και από τας δυνάμεις των ζητούσι την συντήρησιν εις την ανάπτυξιν τούτων αποβλέποντες και όχι εις την εισβολήν εις το δημόσιον ταμείον, ίνα εν ιδρώτι εξευτελισμού τρώγωσι τον ξηρόν άρτον του δημοσίου υπαλληλίσκου ή αισθάνοντας τους της γαστρός του Παυσανίου. Ερ: Και πώς νομίζετε ότι ημπορεί να δοθή τοιαύτη ώθησις εις την εκπαίδευσιν; Απ: Προ παντός όταν υψωθή το φρόνημα των διδασκάλων. Εφ’ όσον ευρίσκονται πολιτευόμενοι τόσον μικροί, ώστε να αξιώσι να βλέπωσιν εξευτελιζομένους προ αυτών εκείνους εις τους οποίους έχει διαπιστευθή η διαπαιδαγώγησις των Ελληνοπαίδων, εφ’ 43


όσον ευρίσκονται άνθρωποι τόσον ταπεινοί ώστε να μη αρκώνται εις την καθιστώσαν ορατά τα νανώδη αναστήματά των ταπείνωσιν των συγχρόνων, αλλά φθάνουσι και μέχρι της εγκληματικής σκέψεως να κρατήσωσιν εν ταπεινώσει και τας μέλλουσας γενεάς, προς τας οποίας δεν έχουσι τον φόβον ότι θα παραβληθώσιν οι λησμονημένοι σκελετοί αυτών, εφ’ όσον δεν νοηθή ότι είναι εθνικόν έγκλημα καθοσιώσεως αιαδήποτε ταπείνωσις και του τελευταίου γραμματοδιδασκάλου, είναι αδύνατον να έχωμεν εκπαίδευσιν παιδαγωγούσαν το φρόνημα και μορφούσαν άνδρες και όχι θεσιθήρας. Αγαθή τύχη οι δημοδιδάσκαλοι εχειραφετήθησαν αλλ’ η χειραφέτησις δέον να εκταθή εις όλους τους κλάδους των διδασκόντων. Το σύστημα εξευρέθη, ανάγκη να επεκταθή μετά των φυσικών τροποποιήσεων εις όλους τους ατυχείς είλωτας με τους οποίους παίζει αχαλίνωτος η κομματική κερδοσκοπία. Ερ: Και νομίζετε τούτο αρκετόν; Απ: Θεωρώ αυτό ως βάσιν πάσης άλλης μεταρρυθμίσεως. Όταν οι διδάσκοντες χειραφετηθώσιν πάντες, όταν αισθανθώσι την ανεξαρτησίαν των, θα αγαπήσωσι το επάγγελμά των θα εμπνευσθώσι τον ενθουσιασμόν του αγωνιστού πάσης ευγενούς ιδέας θα αισθανθώσι τους παλμούς της μεγάλης ευθύνης ην υπέχουσι κρατούντες εις τας χείρας των το μέλλον της πατρίδος και θα καταστούν άξιοι της θείας όντως αποστολής των. Με όργανα δε ανεξάρτητα και ενθουσιώδη δύναται ευκόλως να δοθή η προσήκουσα ώθησις εις την εκπαίδευσιν. Εκ της ευκλείας των προγόνων θα συλλέγωνται μεγάλα παραδείγματα, έξοχοι ιδέαι και υπέροχοι εμπνεύσεις όχι δια να νεκρώσωσι την ζωήν αλλ’ ίνα εξάρωσι τον προς τον βιωτικόν αγώνα ζήλον διά τον οποίον δέον να καταβληθή πάσα προσπάθεια ώστε να παρασχεθώσιν εις την νεότητα πλήρη τα όπλα του σύγχρονου πολιτισμού. Η εκπαίδευσις δέον να εννοηθή ότι κύριον έχει σκοπόν την εξυπηρέτησιν της αναπτύξεως της παραγωγής του τόπου. Και τούτο θα επιταχύνη διά της βελτιώσεως του κυρίου παράγοντος - του ανθρώπου - τον οποίον πρέπει ν’ αναπτύξη ηθικώς ίνα έχη ακμαίον το φρόνημα και ζωντανόν τον προς την εργασίαν έρωτα, και εφοδιάση με τας απαιτουμένας γνώσεις ώστε να χρησιμοποιή εν τη εργασία του την πείραν του παρελθόντος ολοκλήρου. Η επαγγελματική εκπαίδευσις οριζομένη κατά τόπους αναλόγως του επικρατούντος επαγγέλματος ή εκείνου το οποίον πρέπει κατά τας φυσικάς περιστάσεις να επικρατήση, είναι ουσιώδης όρος της ενισχύσεως της τοπικής παραγωγής παραλλήλως δε με ταύτην πρέπει να χωρή μικρόν χώρισμα και η πρόχειρος παροχή πρακτικών οδηγιών εις καταρτιζομένους εις επαγγελματίας προς βελτίωσιν, των προϊόντων αυτών συντρεχούσης εν ανάγκη της πολιτείας και δι’ υλικωτέρων θυσιών θ’ απολαύση πολλαπλασίως. Ερ: Περί του κλήρου ποίαν ιδέαν έχετε; Ειμπορεί να συντελέση εις το έργον της πολιτείας; Απ: Μ’ επρολάβατε. Ακριβώς ήθελον να παρατηρήσω ότι και ο κλήρος δύναται ν’ αποβή σπουδαιότατος συνεργάτης του κράτους εν τη αποστολή του. Ευτύχημα είναι ότι η μητέρα εκκλησία όχι μόνον δεν διέστη ποτέ προς την πολιτείαν, αλλά είναι ο ακοίμητος φύλαξ του ιερού Παλλαδίου του ημετέρου εθνισμού, του οποίου είναι επίσης γενναίος στρατιώτης, ως και των γνωστών ιδεών του ιδρυτού της θρησκείας μας. Ο κλήρος υπό τοιούτου διεπόμενος πνεύματος δύναται και πρέπει ν’ αποβή σπουδαιότατος μοχλός της προόδου της χώρας ημών. Ανυψών το ηθικόν φρόνημα διά των θείων διδαγμάτων, ων ετάχθη κήρυξ, καθιστά κλειότερον τον άνθρωπον, πληροί αυτόν ελπίδος εν τω αγώνι του βίου, τίθησιν εις αυτόν μέτρον εν τη μέθη της επιτυχίας και εμπνέει την εγκαρτέρησιν εν τη αποτυχία, κρατών ούτως εν ισορροπία ψυχής τον άνθρωπον, τον οποίον εξευγένισε και ανύψωσε διά του θρησκευτικού αισθήματος, συντελεί υπέρ πάσαν κοσμικήν εξουσίαν εις την τελειοποίησιν του ανθρωπίνου όντος, καθισταμένου ούτω διά πάντα σκοπόν χρησιμοτέρου. Οιαδήποτε δαπάνη του Κράτους προς βελτίωσιν του κλήρου τοιαύτην έχοντος αποστολήν, είναι δαπάνη εξόχως παραγωγική, και εκ των πρώτων επιβεβλημένων 44


εις το Κράτος ημών υποχρεώσεων είναι η αξιοπρεπής μισθοδοσία του κλήρου. Περί πλέον δε ο κλήρος δύναται να βοηθήση σπουδαίως την πολιτείαν εν πολλαίς αυτής λειτουργίαις. Είναι αυτόδηλος αλήθεια, ότι αν ανετίθετο εις τον κλήρον, καταλλήλως μορφουμένην η τήρησις των ληξιαρχικών πράξεων, το σπουδαίον περί αυτού νομοθέτημα, δεν θα έμενε γράμμα κενόν. Βελτίωσις του κλήρου αφ’ ετέρου θα συνεπήγετο ου μικράν ελάττωσιν της διά την δημοσίαν ασφάλειαν και την δικαιοσύνην δαπανών μετά χρονικόν διάστημα σχετικής μακρόν βεβαίως. Ερ: Τίνα άλλα μέτρα νομίζετε ότι επιβάλλονται εις βελτίωσιν της παραγωγής; Απ: Άμα ως η πολιτεία κατορθώση εν πληρότητι να εκτελέση τα εκτεθέντα καθήκοντα αυτής, δύναται να ονομασθή πολιτεία. Τα περαιτέρω είναι αναλόγως με τους πόρους αυτής επιβεβλημένα μεν όταν οι οικονομικαί αυτής δυνάμεις επιτρέπουσιν αυτά, δύναται όμως να παραλειφθώσιν εν ανεπαρκεία πόρων. Η ανάπτυξις των μέσων της συγκοινωνίας ρυθμιζομένην κατά τας επιτακτικωτέρας ανάγκας είναι το σοβαρότερον μέσον εκπολιτισμού και αναπτύξεως ανταποδίδουσα, όταν μετά λογισμού διατίθενται δι’ αυτήν τα κεφάλαια, πολλαπλάσια των δαπανηθέντων. Η αποξήρανσις ελών, αφ’ ενός μεν σώζουσα την ζωήν των κατοίκων και μηκύνουσα τον μέσον όρον του βίου, αφ’ ετέρου δε παραδίδουσα γην εις την γεωργίαν, υπηρετεί πολλαχώς την οικονομίαν της χώρας. Η άμεσος επέμβασις του Κράτους εις διαφόρους κλάδους της εργασίας προς παροχήν των μέσων προς βελτίωσιν αυτής ως λ.χ. διά των παρεχόντων τα μέσα της βελτιώσεως των σπορών και των ζώων, γεωργικών σταθμών και πληθύς άλλων ομοιοτρόπων ενεργειών δεν πρέπει να παραμελώνται όταν οι πόροι του κράτους επιτρέπουσι τούτο. Αλλά το Κράτος ευρισκόμενον εν πτωχεύσει και διέπον κοινωνίαν εξηντλημένην ως εκ των απερισκεψιών αυτού, πρέπει, να αποφεύγη επιμελώς πάσαν ιδέαν μεγαλείου και επιδείξεως, χωρούν μετ’ αυστηράς οικονομίας εις την περισυλλογήν των οικονομικών του δυνάμεων, ως και ζυγίζον μετ’ ακριβείας παν λαμβανόμενον μέτρον, υπό μόνην την οικονομικήν αυτού έποψιν. Ερ: Πως άλλως νομίζετε ότι το κράτος δύναται άνευ δαπανών διά διαφόρων μέτρων να συντελέση εις την βελτίωσιν της οικονομικής καταστάσεως του τόπου; Απ: Η νομοθετική εξουσία προσηκόντως χειριζομένη δύναται αναμφιβόλως να κηδεμονεύση ευεργετικώς την κοινωνίαν επιβάλλουσα την εύστοχον ρύθμισιν των παντοίων κοινωνικών σχέσεων, ώστε να προάγωνται και αναπτύσσονται, απαλλασσόμενοι πάσης αντιδράσεως, οι διάφοροι άξιοι προστασίας κλάδοι της τοπικής παραγωγής, δια της εξασφαλίσεως της προσηκούσης θέσεως εν τω όλω κοινωνικώ συστήματι. Την χρήσιν της δυνάμεως ταύτης δεν πρέπει να παραμελή ποτέ το Κράτος. Εάν διά καταλλήλων νομοθετημάτων εκ των υποδεικνυομένων εκάστοτε υπό της ανάγκης των πραγμάτων εκανονίζοντο τα διάφορα ζητήματα τα παρουσιαζόμενα λ.χ. εν τω εμπορίω, θ’ απετρέπετο πολλή σύγχυσις και πολλή ανωμαλία, η οποία επικρατεί εν τη εργασία των διαφόρων εμπόρων. Άπαξ ανέλαβε το Κράτος να νομοθετήση κατά την έννοιαν ταύτην και τότε πιεσθέν υπό της εκ της σταφιδικής κρίσεως εξεγέρσεως της κοινής γνώμης, όταν εκανόνισε τα της παρακρατήσεως της σταφίδος. Βεβαίως η σταφίς και η τύχη αυτής πρέπει να είναι το μονιμώτερον μέλημα παντός πονούντος την χώραν ταύτην. Αλλ’ ακριβώς διά την σοβαρότητα του πράγματος, είναι άξιος Εθνικής κατάρας εκείνος ο οποίος ζητεί ίδια πολιτικά και άλλα ωφελήματα εκ των σχετικών τη σταφίδι μέτρων. Είναι αναμφισβήτητον πλέον και υπό των εναντίον ομολογείται ότι η παρακράτησις, είναι η σωτηρία του είδους. Είναι πλέον καιρός ν’ αρθώσι τα προσκόμματα τα οποία επέβαλεν εις την πλήρη συστηματοποίησιν αυτής η άλλοτε αντίδρασις, ίνα λειτουργήση τελείως ο μηχανισμός και επαρκέση εις πάσαν περίστασιν. Το ανώτατον όριον του ποσοστού πρέπει να αφεθή εις την πεφωτισμένην κρίσιν και την φιλοπονοίαν επιτροπής προσηκούσης 45


συγκροτημένης, αιρομένης πάσης δυσπιστίας ότι δύναται εντεύθεν να πιεσθή υπερμέτρως ως κατανάλωσις· διότι αδύνατον και τούτον τον παράγοντα να παρίδη πρεπόντως συγκεκροτημένη επιτροπή. Δεν πρέπει δε να λησμονηθή ότι το παρακράτημα δεν ρίπτεται εις την θάλασσαν αλλά χρησιμοποιείται υπό ποικίλλην κατανάλωσιν μετά βιομηχανικήν επεξεργασίαν, οίαν θα υφίστατο και αν παρέμενεν εν τη αγορά ώστε ούτω δημιουργείται και ενισχύονται και ποικίλλαι βιομηχανίαι αποτελούσαι την βάσιν μελλούσης σοβαράς αυξήσεως της καταναλώσεως. Αφ’ ετέρου η σταφιδική Τράπεζα το τέκνον τούτο της παρακρατήσεως, το οποίον προώρισται να ζήση και να ευεργετήση την σταφιδοπαραγωγήν δέον να χειραφετηθή της κηδεμονίας των τοπικών κομματαρχών υπό την οποίαν ακατανοήτως ετάχθη. Ιδρυθείσα ως ταμείον αλληλοβοηθείας των μαστιζομένων υπό της κρίσεως παραγωγών δέον ν’ αναχθή εις την περιωπήν τελείου τραπεζιτικού ιδρύματος του είδους τούτου κανονιζομένης της διοικήσεως κατά τρόπον ασφαλίζοντα την χρησιμοποίησιν πάσης σχετικής μορφώσεως, ειδικότητος και πείρας εις την οποίαν ν’ αφεθή ανάλογος ελευθερία ενεργείας ίνα διαχύση την ευεργετικήν της δύναμιν εις πάντα δεόμενον αυτής και δι’ αυτής δυνάμενον ν’ ανωρθωθή. Από αυτομάτου μηχανιμού, οίον κατέστη το ισχύον καταστατικόν, να καταστή ζων, κινούμενος και σκεπτόμενος οργανισμός υπό την διεύθυνσιν ειδικών ους δύναται να προσελκύση μόνη η χειραφέτησις από των υπόπτων κηδεμόνων, οι οποίοι συγκροτούσιν εκάστοτε τας πολλυθρυλήτους γενικάς συνελεύσεις των πάντοθεν αγρευομένων μετόχων. Όταν το ίδρυμα αναχθή εις την περιωπήν του αναγκαίως θα επιλύση κατά το δυνατόν και το μέγα πρόβλημα του διακανονισμού των σταφιδικών χρεών προσελκύον την εμπιστοσύνην των κεφαλαιούχων εις το κοινόν ταμείον της όλης σταφιδικής παραγωγής και ευκόλως αγόμενον εις την εξεύρεσιν των απαιτουμένων κεφαλαίων προς λύσιν του μεγάλου ζητήματος του διακανονισμού των χρεών. Ερ: Η προσήκουσα ρύθμισις της φορολογίας δεν είναι σπουδαίον μέσον προς ανάπτυξιν της παραγωγής; Απ: Βεβαιότατα. Προ παντός η μελέτη του φορολογικού ημών συστήματος παρουσιάζει τοιαύτας τερατώδεις ανωμαλίας ώστε γεννάται απορία πως κατορθούσι να φυτοζωούσι παρ’ ημίν επαγγέλματα τινά. Η χάριν ολίγων προνομιούχων προστατευτική φορολογία ειδών τινών απογυμνή τον πολύν κόσμον πληρούσα τα ταμεία των ολίγων των ουδέν εισφερόντων εις την κοινωνικήν παραγωγήν άλλα παρά την επιτηδειότητα δι’ ης επέτυχον την προνομιακήν θέσιν των. Η απλοποίησις της φορολογικής νομοθεσίας επιβάλλεται περισσότερον εις ημάς παρά εις οιονδήποτε άλλο κράτος. Ο λαός είναι φύσει ευπειθής, η διοίκησις τόσον αυθαίρετος εις τας κατωτέρας βαθμίδας και τόσον νωχελής εις τας ανωτέρας, η προσφυγή εις την δικαιοσύνην όπου επιτρέπεται, τόσον αμφιβόλου αποτελεσματικότητος, ώστε έχει παραχθή γενική πεποίθησις ότι αδύνατον ο πολίτης ν’ αντιδράση επιτυχώς έστω και κατά παρανόμου κανονισμού του επιβάλοντος αυτώ φόρον. Αναγκάζεται ούτω και κάμπτεται αδικούμενος αν δεν αποφασίση να προσφύγη εις τους ισχυρούς της ημέρας. Εν τοιαύτη όμως περιπτώσει οι όροι αναστρέφονται· προστατεύεται όχι μόνον αδικούμενος αλλά και αδικών αναλαμβάνει όμως υποχρεώσεις αποτελούσας αυτόχρημα απαλλοτρίωσιν του εις αυτόν ως κυρίαρχον προσήκοντος πολιτικού δικαιώματος του εκλέγειν μεταβαλλόμενος εις οικτρόν πολιτικόν είλωτα. Η φορολογία εν τω συνόλω δέον να συστηματοποιηθή ώστε να καταστή δυνατόν να διευθυνθή προσηκόντως και αναλόγως επί πάσαν την παραγωγήν μη λησμονουμένης ουδ’ επί στιγμήν της αρχής ότι ουδέποτε πρέπει ν’ αφαιρήται εκείνο το προϊόν της εργασίας το οποίον χρησιμεύει εις την αναγκαίαν συντήρησιν του εργάτου και την μικράν αποταμίευσίν του σκοπούσαν να προμηθεύση αυτώ τα απαραίτητα κεφάλαια προς ανεξαρτησίαν και επαύξησιν της παραγωγικότητός του. Ουδείς αγνοεί ότι υπό τον 46


διέποντα ημάς φορολογικόν κυκεώνα στεγάζεται μακαρίως ολόκληρον σύστημα καταχρήσεων επαυξάνον επαισθητώς το εκ των θυλακίων των παραγωγών εξερχόμενον χρήμα το προς ποικίλλας κατευθύνσεις τρεπόμενον επί αφορήτω διαταράξει και της οικογενειακής αλλά και της ηθικής του τόπου υποστάσεως. Κατά πάντων τούτων των ατόπων δύναται ν’ αντιδράση αποτελεσματικώς συστηματοποίησις της φορολογικής πολιτικής μετά ώριμον μελέτην των παραγωγικών του τόπου δυνάμεων των περιστάσεων και των αναγκών αυτών κατανέμουσα αναλόγως τα βάρη μετ’ απλότητος όσον ένεστι τελείας και σαφηνείας πλήρους αποκλειούσης πάσαν καταπίεσιν και παρανομίαν άνευ διατυπώσεων οχληρών διά τον φορολογούμενον και άνευ υπερβολικών εξόδων βεβαιώσεως της εισπράξεως μειούντων επαισθητώς την καθαράν του δημοσίου πρόσοδον. Ο εργάτης είναι το σπουδαιότερον του τόπου κεφάλαιον. Η προστασία και η περίθαλψις αυτού επαυξάνουσα και βελτιούσα το κεφάλαιον τούτο είναι επιβεβλημένον καθήκον του Κράτους. Απανταχού του πεπολιτισμένου κόσμου κατενοήθη το τοιούτον και ο εργάτης προστατεύεται δι’ ολοκλήρου σειράς νομοθετημάτων ων η τήρησις και τον εργάτην ωφελεί και την κοινωνίαν όλην ευεργετεί. Παρ’ ημίν πάντα ταύτα είναι άγνωστα. Ενώ η βιομηχανία ανεπτύχθη εν πάση πόλει, ουδαμώς εκανονίσθη ούτε η ηλικία κάτω της οποίας να αποκλεισθώσι τα παιδιά των εργοστασίων, ούτε αι ώραι της εργασίας των εφήβων, των ενηλίκων και των γυναικών αναλόγως της αντοχής αυτών, ούτε περί της υγιεινής διεξαγωγής των έργων των ελήφθη καμμία πρόνοια. Διά ταύτα έχουσι κανονίσει λεπτομερώς όλα τα ευνομούμενα κράτη και είναι αυτόχρημα αντιχριστιανικόν και αντεθνικόν να ελλείπη οιαδήποτε πρόνοια περί τούτων παρ’ ημίν. Τα νεώτερα κράτη χωρούσι και περαιτέρω· επρονόησαν και περί συντάξεως των εργατών και περιθάλψεως αυτών εν περιπτώσει νόσου ή δυστυχήματος, σειρά δε ολόκληρος νομοθετημάτων εκπηγάσασα από την μεγίστην πολιτικήν διάνοιαν του λήξαντος αιώνος - τον Βίσμαρκ μετεβιβάσθη από της Γερμανίας και εις τας λοιπάς ευρωπαϊκάς χώρας και επροστάτευσε τον εργάτην από πάσης στερήσεως των αναγκαίων εν πάση βιωτική αυτού περιπτώσει. Ερ: Περί δε των μη παραγωγικών δυνάμεων του τόπου τι σκέπτεσθε; Απ: Τι να σκεφθώ; Το ζήτημα είναι: χρησιμεύει ο στρατός και το ναυτικόν μας οία είναι εις προστασίαν των Ελληνικών συμφερόντων εν τη αλλοδαπή; Πας τις θα μειδιάση αναλογιζόμενος ότι εν πλοίον του Ελληνικού Ναυτικού ίνα παραμείνη προς προστασίαν των Ελλήνων σπογγαλιέων, δεν ενθυμούμαι, που, κατώρθωσε να φιλοδωρήση τους ρεπόρτερ των εφημερίδων με ένα καυγά μεταξύ των αξιωματικών του. Δεν βλέπω δε ποίαν προστασίαν παρέχει ο στρατός και το ναυτικόν μας όταν η κατόπιν σύμμαχος Ρουμανία μας ηδίκει ή όταν οι Βούλγαροι αναγκάζουν εις απέλασιν τους υπηκόους του Βασιλείου μας. Κατά πόσον δύναται να συντελέση εις λύσιν των ιστορικών ανωμαλιών της χερσονήσου του Αίμου συμφώνως προς τους πόθους ημών ο στρατός και το ναυτικόν μας, το μαρτυρεί η Εθνική συμφορά του 1897, η οποία δεν είναι πόλεμος αποτυχών, αλλ’ απλούστατα πιστοποίησις ότι δεν είμεθα κράτος ικανόν να κάμη πόλεμον έστω και ηττώμενον. Ως έχουν ταύτα σήμερον, διά τα οποία τόσα δαπανώμεν εκατομμύρια, δύο σκοπούς εκτελούσι· μαραίνουσιν εν αδρανεία τόσους εκλεκτούς άνδρας πλήρεις ζωής και παρακωλύουσι την δημιουργίαν μαχίμων δυνάμεων αναλόγως προς τας υλικάς δυνάμεις του τόπου οργανουμένων κατά σύστημα δυνάμενον να καταστήση εν στιγμή ανάγκης στρατιώτας πάντας τους Έλληνας τους θέλοντας να χύσωσι το αίμα των υπέρ των ιερών Εθνικών βλέψεων· και τοιούτοι είναι όλοι οι Έλληνες. Σήμερον ο πόλεμος δεν γίνεται με μπουλούκια, αλλά μόνον με στρατόν και εις στρατόν πρέπει να οργανωθή ο τόπος. Επειδή είναι πτωχός και δεν δύναται να συντηρή μόνιμον στρατόν, δεν έχει άλλο να κάμη παρά να εφαρμόση το ελβετικόν σύστημα, δι’ ου δύναται άνευ μεγάλων δαπανών να 47


επιτύχη στρατευτικήν οργάνωσιν εξασφαλίζουσαν ότι τουλάχιστον θα παραστή εν τη στιγμή του κινδύνου ολόκληρος ο μάχιμος πληθυσμός της χώρας έτοιμος να υπερμαχήση των προαιωνίων εθνικών πόθων, όχι ως ασύντακτον μπουλούκι, αλλ’ ως τακτοποιημένη στρατιωτική μηχανή». Ο πολιτικός αντίκτυπος της συνέντευξής του υπήρξε εκκωφαντικός. Σε μια εποχή, που οι πολιτικές συζητήσεις στη χώρα κατατρίβονταν στην ασημαντολογία και την τιποτολαγνεία και όπου οι φραστικές κορώνες υποκαθιστούσαν την έλλειψη ιδεών και την ανυπαρξία προτάσεων, ένας νεαρός δικηγόρος από την Πάτρα, μόλις πρωτοεμφανιζόμενος στο πολιτικό προσκήνιο, ερχόταν με τις θέσεις που διατύπωνε και τις απόψεις που κατέθετε να αναταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της «μακαρίως» τελματωμένης πολιτικής ζωής. Πολιτικοί, διανοούμενοι και άλλοι παράγοντες του δημοσίου βίου της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους, έστρεψαν την προσοχή τους προς τον νέο πολιτευόμενο, που χωρίς μικροϋπολογισμούς και υστεροβουλίες δεν δίσταζε να βάλλει εναντίον όλων των κακώς κειμένων, που τροχοπεδούσαν την ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας, μη περιοριζόμενος μάλιστα στην κριτική, αλλά προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα από αυτήν, μέσα από τη διατύπωση συγκεκριμένων εναλλακτικών προτάσεων για το ξεπέρασμά τους. Ιδιαίτερα θερμή υπήρξε η υποδοχή της συνέντευξης του Δημητρίου Γούναρη από τον αθηναϊκό Τύπο. Με άρθρα και σχόλιά τους στις ημέρες που ακολούθησαν τη δημοσίευσή της, έγκυροι δημοσιογράφοι έσπευδαν να εκφράσουν τις θετικές κρίσεις για τις απόψεις του και να διατυπώσουν ανεπιφύλακτα τις προβλέψεις τους για την πολιτική σταδιοδρομία που τον ανέμενε. Ενδεικτικό των δημοσιευμάτων της εποχής είναι άρθρο που δημοσιεύθηκε στην ίδια την Ακρόπολι, που φιλοξένησε τη συνέντευξη του Δημητρίου Γούναρη, το οποίο υπό τον τίτλο «Χαρακτήρες» και με την υπογραφή του Βλάση Γαβριηλίδη, είδε το φως της δημοσιότητας στις 15 Νοεμβρίου 1902: «Αυτός ποίος; Αυτόν για να τον βγάνη στο φως εκοιλοπόνησεν η κακομοίρα η Πάτρα 70 χρόνια. Είναι ο πρώτος άρτιος πολιτικός που μετά εβδομηκονταετή εγκυμοσύνην αναδεικνύει η κυρία Δευτερεύουσα. Αυτό θα πη εξέλιξις. Έπρεπε να περάση πρώτα διά του υπερηφάνου και αρχοντικού και πατριωτικού και εθνοδημιουργικού κοτσαμπασισμού, έπειτα διά της μαφικαμορικής τραμπουκοκρατίας, συγχρόνως διά της πολυχρώμου μπουρμπουλιθικής αερολογίας, έπειτα διά της βουτυρώδους λιγδιασμένης συμφεροντολογίας, έως ότου ξεβγαλθή η φουρνιά των ονομασθέντων νέων και μεταξύ αυτών καταλάβη την πρώτην θέσιν αυτός ο τριανταπεντάρης Δημήτριος Γούναρης. Η "Ακρόπολις" εθεώρησε μίαν από τας τιμάς της να τον ξεχωρίση, να τον διακρίνη και να τον παρακαλέση να δημοσιεύση διά των στηλών της το πρόγραμμά του. Όσοι το διαβάσατε και είσαστε εις θέσιν να το νοιώσητε και να το αντιληφθήτε, όσοι μπορήτε να βλέπετε χωρίς φθόνον και χωρίς μοχθηρίαν, εσείς βέβαια θα χειροκροτήσητε τας γραμμάς με τας οποίας κλείομεν την Γουναρολογίαν μας. - Τι είναι σήμερα ο κ. Δ. Γούναρης; - Τίποτε ...... - Τι δύναται να γείνη αύριον; - Το παν ! .......» Αλλά και οι συμπατριώτες του Δημητρίου Γούναρη δεν στάθηκαν αδιάφοροι απέναντι στην παρουσία του φερέλπιδος νέου πολιτευομένου της περιοχής τους. Μετά από ένα δύσκολο, αλλά υψηλού επιπέδου, προεκλογικό αγώνα, ο Δημήτριος Γούναρης ψηφιζόμενος όχι μόνο από τους οπαδούς του ανεξάρτητου συνδυασμού με τον οποίο κατήλθε στις εκλογές, αλλά επιλεκτικώς και από ψηφοφόρους των δύο παραδοσιακών συνδυασμών της περιφέρειάς του, κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής Πατρών, λαμβάνοντας 6.946 ψήφους91. Η εκλογή του 91

Βλ. Μνήμων: «Χαρισματικός Ανήρ», στήλη «Ιστορήματα», εφ. Εστία, 5 Δεκεμβρίου 1985, όπου αφιέρωμα στην πρώτη εκλογή του Δ. Γούναρη ως Βουλευτή.

48


σκόρπισε ενθουσιασμό στους πολιτικούς του φίλους, αλλά και προσμονή και προσδοκίες ακόμη και σε όσους δεν τον είχαν ψηφίσει. Ο ίδιος ο Δημήτριος Γούναρης, μιλώντας μετά την εκλογή του σε πολυπληθή συγκέντρωση συμπολιτών του έξω από το σπίτι του στην Πάτρα, οριοθέτησε με σαφήνεια το πως έβλεπε το νέο πολιτικό του ρόλο, υπογραμμίζοντας τα εξής: «Αφ’ ης στιγμής από τα στόμια των καλπών εξηνέχθη η προς εμέ εμπιστοσύνη της επαρχίας, ιερόν συνήφθη μεταξύ εμού και υμών συμβόλαιον, του οποίου αναλογίζομαι τας σοβαράς συνεπείας. Ουδέν υπόσχομαι προς υμάς, διότι αι υποσχέσεις δεν είναι έργον σοβαρών και σωφρόνων πολιτευομένων. Τούτο μόνον υπόσχομαι: ν’ αφιερώσω πάσαν την δράσιν μου, να θυσιάσω πάσας τας σωματικάς και πνευματικάς δυνάμεις μου, τας ασχολίας της ημέρας και τας αγρυπνίας της νυκτός χάριν της εξυπηρετήσεως των συμφερόντων της Πατρίδος μέχρι της τελευταίας μου στιγμής»92. Ο Δημήτριος Γούναρης έδωσε τον νενομισμένο όρκο στη Βουλή ως νεοεκλεγμένος βουλευτής Πατρών κατά τη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 1902 και η εκλογή του επικυρώθηκε κατά τη συνεδρίαση του σώματος της 31ης Ιανουαρίου 1903. Συνεπής προς την προεκλογική του στάση και εξακολουθώντας να έχει έντονες επιφυλάξεις αναφορικά με τη δυνατότητα των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων να εκφράσουν και να υλοποιήσουν τις πολιτικές επιλογές, που εκείνος έκρινε απαραίτητες για να προχωρήσει η Ελλάδα μπροστά και να καλύψει την απόσταση που τη χώριζε από τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, απέφυγε να ενταχθεί σε οποιαδήποτε από αυτές καθιστάμενος ανεξάρτητος βουλευτής. Ως ανεξάρτητος βουλευτής ο Δημήτριος Γούναρης, ξεδίπλωσε από την αρχή της κοινοβουλευτικής του θητείας τα προσόντα ενός νέου δυναμικά ανερχόμενου κοινοβουλευτικού άνδρα. Με τεκμηριωμένες παρεμβάσεις και αγορεύσεις που βασίζονταν στη βαθιά γνώση των συζητουμένων θεμάτων, γρήγορα έδειξε πως διέθετε όλες τις προϋποθέσεις για να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. 1.4 Πρώτες κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις Η «παρθενική» αγόρευση του Δημητρίου Γούναρη στη Βουλή, πραγματοποιήθηκε κατά τη συνεδρίαση της 5ης Μαρτίου 1903, όπου συζητήθηκε το κεφαλαιώδες για την εθνική οικονομία της εποχής ζήτημα της σταφίδας, καθώς κάθε διαταραχή στη σταφιδική αγορά προκαλούσε πολιτικούς τριγμούς. Προερχόμενος από σταφιδοπαραγωγό περιοχή, ο νεαρός Πατρινός πολιτικός, ανέπτυξε τις θέσεις του για το ζήτημα με τόση επάρκεια και εμβρίθεια, που η ομιλία του θεωρήθηκε από όλες τις πλευρές υποδειγματική. Μάλιστα, ο τότε πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης, σχολιάζοντας την ομιλία του Δημητρίου Γούναρη επισήμανε σε ομάδα βουλευτών ότι «εν τω προσώπω του Γούναρη η Ελλάς αποκτά έναν έξοχον πολιτικόν άνδραν». Η δεύτερη αγόρευση του Δημητρίου Γούναρη στη Βουλή αφορούσε το «τεχνικό» ζήτημα το σχετιζόμενο με την ανακήρυξη της ιδιοκτησίας επί των αλιευομένων κοραλίων. Παρεμβαίνοντας σε αυτό το «στριφνό» και σύνθετο νομικό ζήτημα, ο Γούναρης ξετυλίγοντας την πολυσύνθετη νομική του σκέψη, ανέλυσε διεξοδικά τις πολύπλοκες πτυχές του και με λόγο καίριο και πυκνό, διατύπωσε εύστοχες προτάσεις για την αρτιότερη αντιμετώπιση του προβλήματος, αποσπώντας την εκτίμηση και το θαυμασμό βουλευτών από όλες τις πτέρυγες της Βουλής. Εν τω μεταξύ, το σταφιδικό ζήτημα παρουσίαζε για άλλη μια φορά οξεία υποτροπή. Ο κίνδυνος να μείνει αδιάθετο μεγάλο μέρος της σοδειάς πρόβαλλε επί θύραις και η ανησυχία των παραγωγών προκαλούσε ισχυρούς «πονοκεφάλους» στην κυβέρνηση και ευρύτερα στον πολιτικό κόσμο της χώρας. Εκμεταλλευόμενοι το κλίμα που είχε δημιουργηθεί, Άγγλοι κεφαλαιούχοι διατύπωσαν την πρόταση να αγοράζουν μονοπωλιακά την σταφίδα επί μία 92

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 46 - 47.

49


εικοσαετία με επωφελείς όρους για τους ίδιους. Μπροστά στο αδιέξοδο που έβλεπαν να δημιουργείται, οι παραγωγοί πολλών αγροτικών περιοχών της Ελλάδας, παρακινούμενοι κατάλληλα και από τους εμπόρους, έσπευσαν να αποδεχθούν αβασάνιστα την πρόταση αυτή των Άγγλων κεφαλαιούχων. Ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης, προ των πιέσεων των άμεσα ενδιαφερόμενων, ενεφανίσθη πρόθυμος να υιοθετήσει μια τέτοια λύση. Μη θέλοντας όμως να επωμιστεί η κυβέρνησή του στο ακέραιο τις ευθύνες, ζήτησε και πέτυχε τη σύσταση κοινοβουλευτικής επιτροπής με αποστολή να μελετήσει το όλο ζήτημα και να υποβάλει το σχετικό πόρισμά της. Στην επιτροπή μάλιστα αυτή, με πρόταση του ίδιου του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, συμπεριελήφθη και ο ανεξάρτητος βουλευτής Πατρών Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος είχε ήδη δείξει πως γνώριζε σε βάθος το όλο ζήτημα. Ως μέλος της επιτροπής ο Δημήτριος Γούναρης εργαζόταν με τη γνωστή μεθοδικότητα και ευσυνειδησία που τον διέκριναν. Με τα σχόλια, την κριτική και τις εποικοδομητικές προτάσεις που διατύπωνε, προσπάθησε να βελτιώσει υπέρ των συμφερόντων του ελληνικού Δημοσίου και των αγροτών τους όρους της σύμβασης που είχαν προτείνει οι Άγγλοι κεφαλαιούχοι και ταυτόχρονα επεσήμαινε διαρκώς στα άλλα μέλη της επιτροπής την τεράστια σημασία του περιεχομένου της απόφασης που θα λάμβαναν για το μέλλον της σταφιδοπαραγωγής στη χώρα μας. Καθώς οι εργασίες της επιτροπής ήταν εμπιστευτικές, ελάχιστα είχαν γίνει γνωστά στους άμεσα ενδιαφερόμενους. Έτσι, όταν ο Δημήτριος Γούναρης κατά τη μετάβασή του στην Πάτρα για τις εορτές του Πάσχα, προέβη σε δηλώσεις στην εφημερίδα της πόλης Νεολόγος, της 16ης Απριλίου 1903, περί το όλο ζήτημα, προεκλήθη τεράστιο ενδιαφέρον. Στη δήλωσή του, ο Δημήτριος Γούναρης ανέφερε: «Εκείνο όμως το οποίον απεκδέχεται η Επιτροπή παρά των ενδιαφερομένων, είναι να συνεισφέρωσι τας πληροφορίας των, ν’ αναπτύξωσι τας ιδέας των. Είναι εντελώς αδιάφορον αν είναι υπέρ ή κατά του Μονοπωλίου. Θεωρώ δικαίωμα και καθήκον όλων να είπωσι την γνώμην των. Αυτό σημαίνει ελεύθερος τόπος, ότι έκαστος όχι μόνον έχει το δικαίωμα, αλλά και συναισθάνεται και το καθήκον να λέγη την γνώμην του περί παντός πράγματος αφορώντος τα κοινά. Και νομίζω ότι πάντοτε καυχώμεθα ότι η Ελλάς είνε ελεύθερος τόπος. Σημειώσατε δε ότι η ελευθερία δεν πιέζεται μόνον υλικώς αλλά και ηθικώς διά της εξεγέρσεως των αντιφρονούντων. Και βεβαιωθήτε ότι προκειμένου περί εκφράσεως γνώμης, πας περιορισμός της ελευθερίας είναι μεγάλη κοινωνική ζημία. Αναφέρω ταύτα διότι μετά λύπης παρετήρησα, ότι ήρχισε λαμβάνουσα πολεμικόν χαρακτήρα η ανάμιξις των επιληφθέντων του ζητήματος, πριν ή καθορισθώσιν αι γνώμαι εκάστου, πριν ή η σύμβασις αύτη διατυπωθή υπό ωρισμένην μορφήν ...». Παρά το γεγονός ότι η δήλωση αυτή εκινείτο σε ένα ηθελημένα γενικόλογο πλαίσιο, όσοι υπεραμύνονταν της οριστικοποίησης της σύμβασης για τη σύσταση του μονοπωλίου, εξαπέλυσαν μύδρους εναντίον του Δημητρίου Γούναρη. Οι επιθέσεις ήταν ανηλεείς και σύντομα ξεπέρασαν κάθε επιτρεπόμενο όριο. Κατηγορήθηκε ο Γούναρης ούτε λίγο ούτε πολύ, ως περίπου «εχθρός» του αγροτικού κόσμου και ιδιαίτερα των σταφιδοπαραγωγών της περιφέρειάς του, λοιδωρήθηκε ότι εξυπηρετούσε άλλα -μη κατονομαζόμενα εν τούτοιςσυμφέροντα και καθυβρίστηκε καπηλικότατα για το σύνολο των πολιτικών του θέσεων, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά σε αυτές. Μπροστά σε αυτόν τον καταιγισμό ύβρεων και συκοφαντιών εναντίον του, όμως, ο Δημήτριος Γούναρης, όχι μόνο δεν υπέστειλε τη σημαία των απόψεών του, αλλά με τη στωικότητα και τη νηφαλιότητα που τον χαρακτήριζαν, εξακολούθησε να διατυπώνει κατά τη διάρκεια των συνεχιζομένων εργασιών της επιτροπής των «ειδικών» επί του ζητήματος της σύμβασης για το μονοπώλιο της σταφίδας, τις ενδελεχώς μελετημένες και τεκμηριωμένες απόψεις του. Στις 12 Μαΐου 1903 η κοινοβουλευτική επιτροπή για την εξέταση του σταφιδικού, ολοκλήρωσε τις εργασίες της και κατέθεσε το πόρισμά της για τη σύμβαση με τους Άγγλους κεφαλαιούχους στην ολομέλεια της Βουλής, διατυπωμένο με τη μορφή σχεδίου νόμου. Το 50


νομοσχέδιο συζητήθηκε στη συνεδρίαση της 17ης Μαΐου 1903, οπότε παρενέβη και ο Αχαιός βουλευτής. Η ομιλία του αποτέλεσε ένα αριστοτεχνικό υπόδειγμα κοινοβουλευτικής αγορεύσεως. Με στέρεα επιχειρηματολογία εξέτασε μία προς μία τις διατάξεις της συμβάσεως, κατέδειξε τα σημεία στα οποία αυτή έπασχε και ανέδειξε τους όρους οι οποίοι εγκυμονούσαν κινδύνους από την προβλεπόμενη επί εικοσαετία μονοπωλιακή διαχείριση της ελληνικής σταφιδοπαραγωγής. Αφού εξέφρασε την κατανόησή του προς τους αγρότες, με υπευθυνότητα διατύπωσε την πρωτοποριακή αντιπρότασή του. Πρότεινε συγκεκριμένα τη δημιουργία ενός πρωτότυπου εμπορικού συνεταιρισμού με αποκλειστική αποστολή την εμπορία της σταφίδας, ο οποίος κατά την κρίση του θα προήγαγε πραγματικά τα συμφέροντα των αγροτών και θα συνέβαλε στην απλοποίηση των όρων της εξαγωγής αυτού του κεφαλαιώδους για την ελληνική οικονομία προϊόντος στις διεθνείς αγορές93. Οι τεκμηριωμένες ενστάσεις του Δημητρίου Γούναρη, δημιούργησαν αίσθηση στο Κοινοβούλιο. Ακόμη και μερίδα βουλευτών του κυβερνώντος «Εθνικού Κόμματος» προβληματίστηκαν από τις επισημάνσεις του και έδειξαν διατεθειμένοι να δεχθούν την επανεξέταση ορισμένων από τους όρους της σύμβασης για την ίδρυση του μονοπωλίου της σταφίδας. Διαβλέποντας ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης τις δυσχέρειες του όλου ζητήματος, αποφάσισε να προχωρήσει σε μια κίνηση τακτικής αναδίπλωσης. Ζήτησε την αναβολή της ψήφισης του νομοσχεδίου, καλώντας τους βουλευτές, ιδιαίτερα των σταφιδοπαραγωγών περιοχών, να του υποβάλουν σημειώματα με παρατηρήσεις για τη βελτίωση των διατάξεών του. Η κίνηση, όμως, αυτή του πρωθυπουργού, πυροδότησε τις έντονες αντιδράσεις των υπερμάχων του σταφιδικού μονοπωλίου στους κόλπους του κυβερνώντος κόμματος. Μάλιστα, ομάδα 17 βουλευτών της πλειοψηφίας υπό τον βουλευτή Κοκέβη απείλησε ότι μπορούσε να φτάσει μέχρι και της άρσεως της εμπιστοσύνης της στην κυβέρνηση. Η κατάσταση έδειχνε πλέον ανεξέλεγκτη. Και στις 12 Ιουνίου 1903, ξέσπασε η διαφανείσα θύελλα. Σε ψηφοφορία στη Βουλή, το σώμα εξέφρασε τη δυσπιστία του προς την κυβέρνηση, η οποία αναγκάστηκε την επόμενη ημέρα να υποβάλει την παραίτησή της. Οι υποστηρικτές της δημιουργίας του σταφιδικού μονοπωλίου εξαπέλυσαν μπαράζ επιθέσεων εναντίον όσων αντιτάσσονταν στη σύστασή του. Με διάφορες μεθοδεύσεις, κινητοποιούσαν τους αγρότες των σταφιδοπαραγωγών επαρχιών της χώρας σε εκδηλώσεις αποδοκιμασίας. Προνομιακός στόχος των επιθέσεων αυτών υπήρξε ο Δημήτριος Γούναρης. Ενορχηστρωμένα δημοσιεύματα του Τύπου έβαλλαν εναντίον του, κατηγορώντας τον ως πρωταίτιο των εξελίξεων, που κατά την προπαγάνδα, η οποία εκπορευόταν από τους κύκλους των Άγγλων κεφαλαιούχων και των εγχώριων αντιπροσώπων τους, οδηγούσε σε αφανισμό τους σταφιδοκαλλιεργητές. Εξίσου ιοβόλα ήταν τα βέλη που στρέφονταν και εναντίον όσων ενστερνίζονταν τις απόψεις του Γούναρη. Μέσα σε αυτό το κλίμα αναταραχής, η ακυβερνησία που είχε προκαλέσει η καταψήφιση της κυβέρνησης Δηλιγιάννη επιδείνωνε την αβεβαιότητα στη χώρα. Σε μια προσπάθεια άρσης του αδιεξόδου, ανέλαβε το σχηματισμό νέας κυβέρνησης ο Γεώργιος Θεοτόκης, αρχηγός του «Νεωτερικού Κόμματος». Ο νέος πρωθυπουργός, δεσμεύτηκε αμέσως να αντιμετωπίσει διά της διπλωματικής οδού το πρόβλημα του μονοπωλίου, προχωρώντας σε διαπραγματεύσεις για το ξεπέρασμα των εκκρεμοτήτων, που ως τότε παρεμπόδιζαν την ολοκλήρωση της συνομολόγησης της σύμβασης με τους Άγγλους κεφαλαιούχους. Η δέσμευση, όμως, αυτή του Γεωργίου Θεοτόκη, εξελήφθη από τους διαμαρτυρομένους σταφιδοπαραγωγούς ως τέχνασμα για περαιτέρω κωλυσιεργία. Κλιμακώνοντας έτσι τις αντιδράσεις τους, οι αγρότες διαφόρων περιοχών της χώρας προχώρησαν σε ευρείας κλίμακας εξεγέρσεις, απαιτώντας την άμεση διευθέτηση του προβλήματος. Ιδιαίτερα οξεία υπήρξε η αντίδραση των σταφιδοπαραγωγών της περιοχής του Για την αγόρευση του Δ. Γούναρη στη Βουλή επί του σταφιδικού, βλ. «Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής», συνεδρίασις 78 της 17ης Μαΐου 1903. 93

51


Πύργου, όπου σημειώθηκαν εκτεταμένες ταραχές με κορύφωση τη λεγόμενη «στάση της Μπαρμπάσαινας». Η κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη, αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή της στις 25 Ιουνίου 1903. Κατόπιν αυτού, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση μειοψηφίας, υπό τον Δημήτριο Ράλλη, η οποία υποστηρίχθηκε από την πλειοψηφία του «Νεωτερικού Κόμματος» και του «Εθνικού Κόμματος». Ο νέος πρωθυπουργός υποσχέθηκε να επιδιώξει χωρίς αμφιταλαντεύσεις την εφαρμογή των νόμων για την επιβολή της τάξης και προσπάθησε και σε κάποιο βαθμό πέτυχε να «παγώσει» τις εξελίξεις γύρω από το ζήτημα της ίδρυσης του μονοπωλίου της σταφίδας, θέτοντας ως προτεραιότητά του τη σταθεροποίηση της κυβέρνησής του στην εξουσία, μιας και αυτή βασιζόταν ουσιαστικά στην ανοχή των δύο άλλων κομμάτων, που είχαν και την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Ο Δημήτριος Ράλλης έστρεψε την προσοχή του σε παρασκηνιακές κινήσεις για την απόσπαση βουλευτών από το «Εθνικό Κόμμα» του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, από το οποίο άλλωστε και ο ίδιος προερχόταν, ώστε να ενισχύσει κοινοβουλευτικά το δικό του κόμμα. Οι κινήσεις αυτές, όχι μόνο δεν ευοδώθηκαν, τουλάχιστον στην έκταση που προσδοκούσε ο τότε πρωθυπουργός, αλλά και προκάλεσαν την εύλογη αντίδραση των στελεχών του «δηλιγιαννικού» κόμματος, που οδήγησε τελικά στην πτώση της κυβέρνησης Ράλλη. Μετά και την εξέλιξη αυτή, εξευρέθη φόρμουλα κοινοβουλευτικής συνεργασίας ανάμεσα στο «Νεωτερικό Κόμμα» του Γεωργίου Θεοτόκη και στο κόμμα του Αλεξάνδρου Ζαΐμη, που οδήγησε στο σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Κερκυραίο πολιτικό στις 15 Δεκεμβρίου 1903. Η νέα κυβέρνηση, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, έθεσε ως επείγουσες προτεραιότητές της την ψήφιση μιας σειράς νομοθετημάτων, για την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του κράτους και τη δημιουργία ισχυρού στρατού και στόλου. Στο διακεκαυμένο σταφιδικό ζήτημα προχώρησε στην κατάθεση νομοσχεδίου, που προέβλεπε την ίδρυση σταφιδικής τράπεζας, η οποία υπό τη στήριξη της Εθνικής Τράπεζας, θα χορηγούσε δάνειο για την εξαγορά του πλεονάσματος της παραγωγής. Παράλληλα θέσπιζε διατάξεις που απαγόρευαν την καλλιέργεια νέων φυτειών και τον εμβολιασμό αμπελιών προκειμένου να μετατραπούν σε σταφιδάμπελα, προβλέποντας αυστηρές ποινές για τους παραβάτες94. Οι ρυθμίσεις αυτές ήταν σε μεγάλο βαθμό σύμφωνες με το πνεύμα και το περιεχόμενο των προτάσεων που είχε διατυπώσει ο Δημήτριος Γούναρης, κατά την ομιλία του στη Βουλή, όταν εξέφραζε την αντίθεσή του στη σύμβαση για τη δημιουργία του μονοπωλίου της σταφίδας στις 17 Μαΐου 1903. Με δεδομένη, έτσι, τη σύμπτωση θέσεων στο σταφιδικό ζήτημα, αλλά και συμφωνώντας μαζί της σε βασικές πτυχές του πολιτικού της προγράμματος, ο Δημήτριος Γούναρης τήρησε απέναντι στην κυβέρνηση Θεοτόκη μια περισσότερο θετική στάση. Ιδιαίτερα οι πρωτοβουλίες του τότε πρωθυπουργού για τη νομοθέτηση της δημιουργίας ενός «πολεμικού ταμείου», που θα επέτρεπε την απρόσκοπτη χρηματοδότηση των δαπανών που απαιτούνταν για τη στρατιωτική ανασυγκρότηση της χώρας, για τη θέσπιση νόμων αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης και για το κατά το δυνατόν συμμάζεμα των δημόσιων οικονομικών, έπεισαν τον Δημήτριο Γούναρη πως, παρά τις όποιες διαφωνίες, άξιζαν την κοινοβουλευτική του στήριξη και χρειάζονταν τη δημιουργική συνεισφορά του για την περαιτέρω βελτίωση και την εφαρμογή τους. Η σύμπλευση του Δημητρίου Γούναρη με την κυβέρνηση Θεοτόκη κατέστη ευκρινέστερη κατά τη διάρκεια της συζήτησης που διεξήχθη στη Βουλή επί της οικονομικής της πολιτικής στις 20 Φεβρουαρίου 1904. Λαμβάνοντας το λόγο, ο Αχαιός βουλευτής εξήρε τη σημασία του έργου της για την εξοπλιστική ενίσχυση και την αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, που όπως είχε κατά τραγικό τρόπο καταδειχθεί κατά τον 94

Για τις κρίσεις ακυβερνησίας στις οποίες οδήγησε τον τόπο η διχοστασία περί το σταφιδικό, βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 7, σελ. 75 - 76.

52


ατυχή πόλεμο του 1897, έχρηζαν επειγουσών παρεμβάσεων για την ανασύνταξή τους. Στην ίδια ομιλία ο Δημήτριος Γούναρης αναφέρθηκε στην υπαγορευμένη από τις αδήριτες δημοσιονομικές ανάγκες προσφυγή της κυβέρνησης Θεοτόκη στην αύξηση της ήδη βαριάς φορολογίας του ελληνικού λαού, με αδιάσειστα στοιχεία, θέτοντας το ζήτημα της ορθολογικότερης αξιοποίησης των εισφορών των πολιτών από το κράτος υπέρ των συμφερόντων της κοινωνίας. Στο σημείο μάλιστα αυτό, ανέφερε συγκεκριμένα: «... Ο προ ολίγου κατελθών του βήματος αξιότιμος βουλευτής εκ Μεσολογγίου διεβεβαίωσεν υμάς ότι η φορολογία είνε μεγάλη. Επί τούτου δεν έχω διάφορον γνώμην. Είνε μεγίστη κατ’ αναλογίαν του πλούτου της χώρας. Ουδείς ηρνήθη ότι φορολογείται ο λαός. Αλλ’ ακριβώς τούτο λέγω: ότι ο λαός ο φορολογούμενος και εισφέρων 118 εκατομμύρια, ήτοι πλέον των 48 δραχμών κατ’ άτομον, μόλις βλέπει δαπανωμένας δι’ εαυτόν δραχμάς 13 και λεπτά 8 κατ’ άτομον. Ότι φορολογείται βαρέως ο λαός το ετονίσατε σεις, αλλά το ετόνισα και εγώ πρότερον το τονίζω και ήδη. Παρουσιάζω όμως συγχρόνως υμίν την αντίθεσιν, ότι ενώ ο λαός φορολογείται βαρύτατα, ελάχιστα εκ των παρ’ αυτού λαμβανομένων δαπανώνται υπό του Κράτους, ίνα εξυπηρετήση αυτόν. Ενώ φορολογούμεθα αναλόγως του πλούτου ημών βαρύτερον πολλών άλλων Κρατών, εν τούτοις εκ του εισπραττομένου ποσού δαπανώμεν προς υπηρεσίαν των καταβαλλόντων την φορολογίαν ταύτην, την βαρείαν, πολύ ολιγώτερον από οιονδήποτε άλλο Κράτος». Ακολούθως, ο Δημήτριος Γούναρης στάθηκε στην ανάγκη στήριξης της επιλογής της κυβέρνησης Θεοτόκη για την αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης, αναπτύσσοντας με πρωτοποριακή επιχειρηματολογία τη σημασία μιας αποτελεσματικά λειτουργούσας διοίκησης για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης του τόπου. Τόνισε δε μεταξύ άλλων επ’ αυτού: «Διότι άνευ της προσηκούσης αναπτύξεως των λειτουργιών του Κράτους, κύριοι, ουδέποτε θα δυνηθή η Χώρα ημών να αρθή εις το ύψος εκείνο, εις το οποίον μόνον δύναται να αναπνεύση, ώστε να κατορθώση να υπάρξη. Και δεν προτείνω βεβαίως σήμερον, λαμβάνων υπ’ όψιν την οικονομικήν κατάστασιν της Χώρας ημών, να προβώμεν αμέσως εις τας τοιαύτας δαπάνας, συνιστώ όμως να έχωμεν εκεί το ιδανικόν ημών, και να οργανώσωμεν τας υπηρεσίας του Κράτους ούτως ώστε να κατορθώση να εξυπηρετήση το Κράτος, τον τόπον. Βεβαίως εν τη διοικήσει ημών, οία είναι, υπάρχει πληθύς αγόνων δαπανών, τας οποίας επιμελημένη έρευνα ηδύνατο να ανεύρη. Επιμελημένη όμως έρευνα εκάστου κλάδου της διοικήσεως, της σχετικής ανάγκης της κοινωνίας και των προς πλήρωσιν αυτής διαθεσίμων μέσων· τοιαύτη δε επιμελημένη έρευνα θα αγάγη αφεύκτως και εις την προσθήκην δαπανών». Στην κατακλείδα της ομιλίας του, ο Πατρινός πολιτικός επανήλθε στην ανάγκη εκσυγχρονισμού και ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας συνδέοντάς τη με τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών εμπιστοσύνης στον ελληνικό λαό, προκειμένου να ευοδωθεί η όποια εθνική προσπάθεια για πρόοδο, σημείωσε: «Ας διδαχθώμεν εκ των ατυχημάτων του παρελθόντος, ότι μία εκ των σπουδαιοτέρων δυνάμεων, η οποία έλειψε παρ’ ημίν προς πάσαν δράσιν, είναι η πεποίθησις και εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού επί εκείνους, οίτινες εκάστοτε καλούνται να τον κυβερνήσωσι, και ας προσπαθήσωμεν κατά πάντα τρόπον να μη διασαλεύσωμεν την πεποίθησιν του λαού επί τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία οπωσδήποτε καλούνται εις την διεύθυνσιν των τυχών της πατρίδος. Διότι είναι υψίστη αδυναμία διά τον τόπον ν’ αφαιρώμεν απ’ αυτόν την πεποίθησιν επί τους κυβερνώντας αυτόν, ότι το καλόν αυτού επιδιώκουσι. Μη λησμονώμεν δε, ότι αναγκαία βάσις διά τον οργανισμόν, τον οποίον δημιουργούμεν, είναι η οικονομική ευρωστία του Κράτους. Ήκουσα προ ολίγου του αξιοτίμου εκ Μεσολογγίου συναδέλφου ερωτώντος, πως θα ευρεθώσι τα χρήματα κατά την στιγμήν της ενδεχομένης δράσεως. Βεβαίως η Ελλάς δεν θέλει κατορθώσει επί σειράν ετών να δημιουργήση πολεμικά ταμεία, αλλά δύναται να δημιουργήση έτερον τι, δύναται 53


να δημιουργήση ευρωστίαν οικονομικήν τοιαύτην, ώστε κατά την στιγμήν της ενεργείας να απευθυνθή και ζητήση την αρωγήν και την υποστήρηξιν των δυναμένων να την παράσχωσιν» 95. 1.5 Οι πρώτες συγκρούσεις με τα συμφέροντα - Η πρώτη εκλογική αποτυχία Σύσσωμος σχεδόν ο Τύπος των Αθηνών και της επαρχίας αναφέρθηκε με επαινετικά σχόλια και θετικές κρίσεις στην αγόρευση αυτή του Δημητρίου Γούναρη επί της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Θεοτόκη, ενώ αρκετοί αρθρογράφοι εστίασαν ιδιαίτερα τις αναλύσεις τους στο γεγονός πως μέσα από αυτήν την τοποθέτηση αναδεικνύονταν οι βασικοί άξονες μιας συγκροτημένης εναλλακτικής προγραμματικής πρότασης, της οποίας συνεπής εκφραστής ήταν ο Πατρινός πολιτικός. Ενώ, όμως, η υποδοχή από την πλευρά του Τύπου ήταν διθυραμβική, όσοι καιροφυλακτούσαν για να επιτεθούν εναντίον του Γούναρη λόγω της στάσης του στο σταφιδικό, διαστρεβλώνοντας μια αποστροφή του λόγου του στη Βουλή, γύρω από το ζήτημα της φορολογίας, εξαπέλυσαν εναντίον του σφοδρή επίθεση στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι στην περιοχή και ιδιαίτερα ο βουλευτής Πατρών Παπαγιαννακόπουλος, εκμεταλλευόμενοι το αρνητικό κλίμα, ενορχήστρωσαν μια άνευ προηγουμένου δυσφημιστική εκστρατεία αποβλέποντες σε στενά ωφελιμιστικάψηφοθηρικά κέρδη. Μπροστά σε αυτά τα διασταυρούμενα πυρά εναντίον του Δημητρίου Γούναρη, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας των Πατρών Νεολόγος, Μιχαήλ Σακελλαρίου, δημοσίευσε άρθρο με το οποίο έψεγε όσους συνειδητά διαστρέβλωναν τις θέσεις του Αχαιού πολιτικού και καυτηρίαζε με αυστηρότητα τις αήθεις εναντίον του επιθέσεις. Απαντώντας στο άρθρο αυτό του συμπατριώτη του δημοσιογράφου, ο Δημήτριος Γούναρης απέστειλε στον Νεολόγο επιστολή, διά της οποίας, αφού τον ευχαριστούσε για την υποστήριξή του, προέβαινε σε ορισμένες γενικότερου ενδιαφέροντος παρατηρήσεις γύρω από την πολιτική και την αποστολή του πολιτικού. Η επιστολή αυτή, δημοσιεύθηκε από τις στήλες της εφημερίδας στις 3 Μαρτίου 1904 και το πλήρες κείμενό της έχει ως ακολούθως: «Αθήναι τη 1 Μαρτίου 1904 Αξιότιμε φίλε, Θερμότατας ευχαριστίας διά την εν τω σημερινώ «Νεολόγω» υπεράσπισίν σας. Δεν ελπίζω ότι θα κατασιγάση την οργιάζουσαν δημοκοπίαν. Αλλ’ ας εξακολουθήση αύτη το έργον της. Θάττον ή βράδιον θα συντριβή. Αν δεν την συντρίψη η αλήθεια επικρατούσα εν τη υγιεί διανοία του τόπου, θα συντρίψη αυτή εαυτήν εκμηδενίζουσα τον τόπον εν τω οποίω ήθελε τυχόν επικρατήσει. Είμαι αρκετά αισιόδοξος ώστε να έχω την πεποίθησιν ότι ο τόπος μας δεν κατεδικάσθη εις τοιαύτην οικτράν τύχην. Ας αγωνισθώμεν. Αι ελεεινότητες, τας οποίας υπηγόρευσε κατ’ εμού η δημοκοπία, δεν με πτοούσιν. Ουδ’ επέκρινα τινά δι’ αυτάς. Έκαστος ποιείται χρήσιν των όπλων τα οποία η φύσις έθεσεν εις την διάθεσίν του. Έχω πεποίθησιν επί τα εμά. Και αν ηττηθώ, θα μοι μείνη η συναίσθησις ότι ηγωνίσθην δι’ εκείνο το οποίον εν πάση ειλικρινεία υπολαμβάνω καθήκόν μου προς τον τόπον, όστις μοι διεπιστεύθη τα ύψιστα συμφέροντά του. Δεν ζηλεύω τον θρίαμβον των στηριζομένων επί του ψεύδους. Μοι προξενεί αηδίαν. Ομολογώ ότι προτιμώ την πικρίαν του ηττημένου αγωνιστού της αληθείας από την αηδίαν την οποίαν κατ’ ανάγκην θα αισθάνεται το νικηφόρον όργανον του ψεύδους, αν έχη συνείδησιν. Και αν ουδένα εύρισκον υπέρμαχον της κατά την πεποίθησίν μου ορθής γνώμης δεν θα εδειλίων. Ευτυχώς έχω τόσους συναγωνιστάς, υπερτέρους εμού, ώστε ν’ αποκλεισθή πάσα πτόησις. Αλλά και τι θα χάσω; Ο πολιτευόμενος πρέπει να έχη υπ’ όψει του ότι κατά πάσαν στιγμήν διακινδυνεύει την δημοτικότητά του, όπως ο στρατιώτης την ζωήν του. 95

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 61, 63 - 64, 67.

54


Ο μη λησμονών την δημοτικότητα πολιτευόμενος εν τω υπέρ του κοινού αγώνι, είνε όπως ο στρατιώτης ο έχων κύριον μέλημα εν τη μάχη να σώση την ζωήν του. Είναι απλούστατα άνανδρος. Ημπορούν οι πτωχοπρόδρομοι μεταπράται τεχνητής φήμης να τονίζωσι διθυράμβους εις την ανανδρίαν και ν’ αποκαλώσιν αυτήν σθένος. Όταν παρέλθη η αχλύς των αμέσων εντυπώσεων και επικρατήση η νήφουσα λογική θα παραλάβη ο κοινός γέλως εις την κατοχήν του, ό,τι του ανήκει. Και υπέρ παν άλλο τω ανήκει η ανανδρία και η μικροψυχία αι αποπειραθείσαι να παρασταθώσιν ως σθένος. Εύχομαι τον γέλωτα τούτον να μη πικράνη και λυπηρά τις συνέπεια της προηγηθείσης πλάνης. Ό,τι δήποτε και αν επακολουθήση μοι είναι προσωπικώς αδιάφορον. Δεν θεωρώ περιλαμβανόμενον μεταξύ των καθηκόντων μου το να μεριμνήσω πως να εκλεγώ εκ νέου. Πολλοί μ’ ελέγχουσι δια τούτο. Φρονώ ότι δεν έχουσι δίκαιον. Υπέρ πάσαν ψήφον τίθημι την ψήφον της συνειδήσεώς μου. Και αν πρόκειται να χάσω όλας τας άλλας ουδέποτε θα θυσιάσω αυτήν. Υπερτάτην δ’ επιταγήν συνειδήσεως θεωρώ το λέγειν την αλήθειαν κατά την εμήν κρίσιν. Και την αλήθειαν ταύτην είπον. Δυνατόν να πλανώμαι. Αλλ’ είμαι ειλικρινής. Οι διαφωνούντες ηδύναντο να μ’ αντικρούσωσι. Ίσως η αντικρουσίς των μ’ εφώτιζεν. Αντί τούτου με ύβρισαν και έρριψαν λίθους κατά των παραθύρων μου. Διά να με πείσουν; Ομολογώ ότι τοιαύτα επιχειρήματα δεν θεωρώ πειστικά αλλά γελοία. Διά να με πτοήσουν; Δεν είμαι εκ των πτοουμένων, ουδ’ εκ των θυσιαζόντων εις πτόησιν τας ιδέας των, των οποίων την έκφρασιν επιβάλλει το καθήκον. Οι υγιείς τον νουν άνθρωποι θα εννοήσουν την σημασίαν του βάλλειν ύβρεις και λίθους κατά κεκλεισμένων παραθύρων προς αντίκρουσιν ιδεών. Θα διαγνώσωσιν άνευ δυσκολίας, ότι τα βλήματα και των ύβρεων και των λίθων δεν απηυθύνοντο κατά των ιδεών - αύται κείνται υπεράνω τοιούτων επιθέσεων - αλλά κατά των προσώπων. Προς τι όμως το πρόσωπον; Ίσως ίνα μη λησμονηθή παλαιά τακτική, ης η ανάμνησις δεν δύναται παρά να προκαλή το ερύθημα εις τας παρειάς φιλονόμου και φιλοτίμου κοινωνίας ην εξευτελίζει η τακτική αύτη. Η καταισχύνη η εκ τοιαύτης τακτικής αρμόζει ολόκληρος εις μόνους τους ελεεινούς θιασώτας αυτής. Δυστυχώς δεν είναι εκ των ερυθριώντων. Και δεν πταίουν διά τούτο. Η φύσις έχει τοιαύτας ανωμαλίας. Στερεί και του ερυθήματος δυστυχείς ανθρώπους ..... Το μέλλον θ’ αποδείξη τις ευρίσκετο εν τω δικαίω. Ο εκθέττων ιδέας και υπέρ αυτών αγωνιζόμενος ή οι υβρίζοντες και λιθοβολούντες. Ό,τι δήποτε και αν συμβή ο πρώτος θα έχη θώρακα κατά πάσης μομφής την ειλικρίνειάν του. Και διά τους ανθρώπους τους ικανούς είναι ο θώραξ ούτος αδιαπέραστος. Ουδεμία βολή διαπερά αυτόν ουδ’ η επερχομένη τυχόν διάψευσις της προσδοκίας, εφ’ ης εστηρίχθη ο ειλικρινώς ομιλήσας, δύναται να σχίση τον εκ της ειλικρινείας θώρακα. Συγγνώμην ότι σας έγραψα πολλά. Αλλ’ είσθε εκ των ανθρώπων οίτινες δύνανται να μ’ εννοήσουν. Και είνε ευτύχημα να επικοινωνή τις μετά των εννοούντων αυτόν ... Αμφότεροι αγωνιζόμεθα με την αυτήν περιφρόνησιν και αηδίαν προς την δημοκοπίαν, με τον αυτόν ενθουσιασμόν υπέρ των ιδεών μας. Νικώντες ή ηττώμενοι έχομεν ανάγκην να επικοινωνούμεν. Εν τη συναισθήσει της ανάγκης ταύτης, επιτρέψατέ μοι να σας σφίγξω εγκαρδίως την χείρα, εν τη πεποιθήσει, ην ακράδαντον έχω, ότι σφίγγω την χείρα ανδρός πονούντος τον τόπον του και υπέρ αυτού τιθεμένου παν ό,τι διατίθησιν. Όλως ημέτερος Δ. Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ» Ο απόηχος από τη δημοσίευση της επιστολής αυτής του Δημητρίου Γούναρη υπήρξε θετικός. Τα βασισμένα, ωστόσο, σε αμιγώς ηθικοπολιτικό υπόβαθρο επιχειρήματά του, δεν ήταν δυνατόν να κατασιγάσουν όσους προέβαιναν σε ανοίκειες επιθέσεις εναντίον του, αποβλέποντας στην εξυπηρέτηση ωμών συμφερόντων. Και συνέχισαν. Με ακόμη μεγαλύτερη δριμύτητα και περισσότερη προπέτεια. Παρ’ ότι βαλλόμενος, όμως, ο Δημήτριος 55


Γούναρης δεν περιέστειλε την κοινοβουλευτική του δραστηριότητα. Με αγορεύσεις και παρεμβάσεις του στη Βουλή, εξακολούθησε να συμβάλει στη βελτίωση των συζητούμενων νομοσχεδίων και να στηρίζει με το δικό του κριτικό τρόπο τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Θεοτόκη. Έτσι, μιλώντας στις 8 Μαρτίου 1904 στηλίτευσε τη στάση της αντιπολίτευσης, η οποία προσπαθούσε να κωλυσιεργήσει τις εργασίες του σώματος, θέλοντας να αποτρέψει την ψήφιση ενός σχεδίου νόμου με το οποίο διαφωνούσε. Στις 17 Μαρτίου 1904 πήρε το λόγο στη συζήτηση του σχεδίου νόμου «περί επιβολής καταναλώσεως επί των οινοπνευματωδών ποτών», όπου προέβη σε καίριες επισημάνσεις για τη βελτίωση των διατάξεών του. Στις 27 Απριλίου 1904 παρενέβη στη συζήτηση περί της «εις είδος αποδόσεως του εγγείου φόρου και εξαγωγικού δασμού του σταφιδοκάρπου» για το οποίο μίλησε και πάλι κατά τη συνεδρίαση της επόμενης ημέρας, διατυπώνοντας θέσεις που σε μεγάλο βαθμό έγιναν αποδεκτές από την κυβέρνηση. Στις 10 Μαΐου 1904 τοποθετήθηκε επί του θέματος της ανέγερσης του τελωνείου Πατρών, τασσόμενος υπέρ της άμεσης κατασκευής του. Στις 20 Μαΐου 1904 αγόρευσε επισημαίνοντας την ανάγκη να υποβληθεί από την κυβέρνηση σχέδιο νόμου για τη ρύθμιση των ζητημάτων των φαρμακείων. Και τέλος, στις 9 Ιουνίου 1904, πήρε το λόγο τασσόμενος κατά της πρότασης άλλου βουλευτή που ζητούσε την πρόταξη της συζήτησης για τον προϋπολογισμό πριν από τη συζήτηση για τη ρύθμιση θεμάτων των σταφιδοπαραγωγών. Όλη αυτή η πλούσια κοινοβουλευτική δραστηριότητα του Δημητρίου Γούναρη συνέτεινε καθοριστικά στην εμπέδωση της εικόνας του ως ενός πολιτικού μεγάλων δυνατοτήτων, με βαθιά γνώση των προβλημάτων και με ολοκληρωμένη πολιτική φιλοσοφία. Η εικόνα, όμως, αυτή δεν έμοιαζε να συγκινεί ιδιαίτερα τους πολιτικούς του αντιπάλους στην Πάτρα και τους ορκισμένους εχθρούς του, που ήθελαν να πετύχουν την πολιτική εξόντωσή του, εξ αιτίας της στάσης του στο ζήτημα του μονοπωλίου της σταφίδας. Έτσι, όταν στις 10 Δεκεμβρίου 1904, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης απέσυρε την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση Θεοτόκη, προκαλώντας την πτώση της και προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 20 Φεβρουαρίου 1905, ο Δημήτριος Γούναρης βρέθηκε στο επίκεντρο δριμύτατων επιθέσεων εναντίον του. Παρά την απόφασή του να συμμετάσχει ως συνεργαζόμενος με τους συνδυασμούς του «Νεωτερικού Κόμματος» του Γεωργίου Θεοτόκη, στην ουσία έμεινε μόνος του απέναντι στα διασταυρούμενα πυρά των αντιπάλων του96. Η φαρέτρα των επιθέσεων περιελάμβανε κάθε είδους βέλη ψευδολογιών και συκοφαντιών. Κατηγορήθηκε και πάλι στους σταφιδοπαραγωγούς της περιοχής του ως «εχθρός» τους. Απομονώθηκαν εκ νέου κάποιες φράσεις του από τη μακρά και εμπεριστατωμένη αγόρευσή του για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Θεοτόκη και εμφανίστηκε ξανά περίπου να προτείνει τη βαρύτερη φορολόγηση της δικής του εκλογικής περιφέρειας έναντι των άλλων περιοχών της χώρας, επειδή τάχα αυτή εμφάνιζε μεγαλύτερη «οικονομική δυναμικότητα». Δυσφημίστηκε «επί αθεΐα» και αμφισβητήθηκε η προσήλωσή του στην χριστιανική θρησκεία. Ακόμη και αυτή η συνεργασία του με το «θεοτοκικό κόμμα» χρησιμοποιήθηκε εναντίον του ως «δείγμα πολιτικής ασταθείας» και ως απόδειξη ότι τάχα ελαυνόταν από προσωπικούς μικροϋπολογισμούς. Μπροστά σε αυτόν τον καταιωνισμό τών εναντίον του δυσφημιστικών επιθέσεων και συκοφαντικών κατηγοριών, ο Δημήτριος Γούναρης δεν υπέκυψε και δεν υποτάχθηκε. Αντέταξε έναν μαχητικό και ανυποχώρητο πολιτικό αντίλογο. Όχι μόνο δεν άφησε αναπάντητες τις εναντίον του έωλες κατηγορίες, αλλά επιχείρησε να τις ανατρέψει σημείο προς σημείο. Με στέρεα επιχειρηματολογία υπεραμύνθηκε των επιλογών του και με σθεναρή στάση κατέρριψε όλη την εναντίον του μυθοπλασία. Και ακόμη περισσότερο. Αξιοποίησε την ευκαιρία για να δώσει με μεγαλύτερη έμφαση και κρυστάλλινη διαύγεια το πλαίσιο των πολιτικών θέσεων και προτεραιοτήτων του. Μιλώντας, στις 26 Δεκεμβρίου 1904, σε 96

Βλ. Άρ. Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 17.

56


πολυπληθή προεκλογική συγκέντρωση φίλων του στην Πάτρα από τον εξώστη του σπιτιού του και γενόμενος ενθουσιωδώς δεκτός από αυτούς, εκφώνησε ένα βαρύσημαντο λόγομνημείο του νέου πολιτικού ήθους, που πάσχιζε να εισαγάγει στη δημόσια ζωή της χώρας. Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του αυτής έχει ως εξής: «Χαίρω πολύ αγαπητοί συμπολίται, διαβλέπων εν τη εκδηλώσει των ημετέρων συμπαθειών, ότι συμμερίζεσθε τας ιδέας των οποίων ετάχθην υπέρμαχος εν τω κοινοβουλίω και επικροτείτε την εν αυτώ πορείαν μου. Και δεν μοι ήτο επιτετραμμένον ν’ αμφιβάλλω ουδ’ επί στιγμήν περί των συμπαθειών σας, εγώ, τον οποίον τοσούτον περιφανώς ετιμήσατε διά της υμετέρας εμπιστοσύνης κατά την παρελθούσαν εκλογήν. Τέκνον του λαού, αγωνιστής απλούς εν τη κοινωνική σταδιοδρομία, μη έχων περγαμηνάς, ουδέ δυνάμενος να επικαλεσθώ δικαιώματα, οία εκείνα τα οποία στηρίζουσι συνήθως τας πολιτικάς επιρροάς, ηξιώθην της ημετέρας εμπιστοσύνης εκ μόνης της ιδέας, ότι ηδυνάμην και εγώ οπωσδήποτε να χρησιμεύσω εις την υπηρεσίαν του τόπου. Την εμπιστοσύνην δε υμών δεν εθεώρησα ως αμοιβήν διά παρασχεθείσας υπηρεσίας. Ουδεμίαν είχον παράσχει τοιαύτην. Απεδέχθην αυτήν ως πηγήν καθηκόντων σοβαρών και υποχρεώσεων βαρυτάτων, εις εκπλήρωσιν δε αυτών εχρησιμοποίησα πάσας τας ασθενείς μου δυνάμεις. Προσεπάθησα επί παντός σοβαρού παρουσιασθέντος ζητήματος να μορφώσω γνώμην, και υπεστήριξα αυτήν παντί σθένει. Δεν ενόμισα ουδέ πρέπον ουδ’ ανταποκρινόμενον, ούτε προς την υμετέραν εντολήν αλλ’ ούτε και προς την υποχρέωσιν την οποίαν ανέλαβον αποδεχθείς αυτήν να παρακάμψω οιανδήποτε δυσχέρειαν. Δεν εφαντάσθην, ότι θα εξεπλήρουν το καθήκον μου, εάν ηρκούμην ακαδημαϊκώς κηρύττων το απολύτως ορθόν. Η πολιτική δεν είναι θεωρία διατυπούσα δόγματα και αρκουμένη εις το να εξαγγέλη αυτά αδιαφορούσα περί της πραγματοποιήσεως αυτών.Η πολιτική είναι ενεργός διεύθυνσις του πραγματικού βίου της κοινωνίας. Έχει τας αρχάς αυτής εις τας οποίας εμμένει, όχι διά να τας επιδεικνύη και προκαλή το θάμβος των απλουστέρων, αλλ’ ίνα πραγματοποιή αυτάς. Το έργον της εκτελεί όχι διά της εφευρέσεως και ανακηρύξεως των αρχών αι οποίαι την εμπνέουν, αλλά διά της πραγματικής μεταβολής της κοινωνίας επί τη βάσει των αρχών τούτων. Τοιαύτην έχων ιδέαν περί της πολιτικής δεν ενόμισα επιτετραμμένον ν’ αποφύγω την έστω και επικίνδυνον πολλάκις ανάμιξιν εις τα εν τοις πράγμασι παρουσιασθέντα ζητήματα, ουδέ να προκαλέσω την κοινήν ευαρέσκειαν δι’ αναπτύξεως θεωριών, ανταποκρινομένων μεν εις τα κρατούντα ιδανικά, αλλά κατά φυσικόν λόγον ανεφίκτων. Επιληφθείς παντός παρουσιασθέντος ζητήματος υπεστήριξα μετά πάσης ειλικρινείας την γνώμην μου, την οποίαν περί αυτού, εμόρφωσα. Εκπληρών το καθήκον μου τούτο, δεν έρριψα καν περί εμέ το βλέμμα, ούτε υπελόγισα ποίας συνεπείας θα είχε η τοιαύτη εργασία μου δι’ εμέ ατομικώς. Ενόμισα πάντοτε ότι πάσαν τοιαύτην εργασίαν επεχείρουν όχι δι’ εμέ αλλά διά τα συμφέροντα του τόπου. Και εθεώρησα εντελώς αδιάφορον ποίαι δι’ εμέ θα επήρχοντο εξ αυτής συνέπειαι. Δεν επτοήθην ουδέ διά τας πλάνας, αι οποίαι ήτο δυνατόν να γεννηθώσι ή προκληθώσιν, ουδέ διά τας αντιδράσεις. Δεν εκάμφθην εν τη υποστηρίξει πάσης ιδέας την οποίαν ενόμισα ορθήν, ούτε από τον κίνδυνον της παρεξηγήσεως και της εκ ταύτης αντιδημοτικότητος. Εθεώρησα πάντοτε εμαυτόν στρατιώτην εν τη υπηρεσία των πολιτικών ιδεών και ουδ’ επί στιγμήν ενεδοίασα να καταθέσω την πολιτικήν μου ύπαρξιν, ως θυσίαν επί του βωμού ωφελίμου τινός πολιτικής ιδέας. Οι πολιτικοί άνδρες έρχονται και παρέρχονται· υπέρ την εφήμερον όμως πολιτικήν αυτών ύπαρξιν μένει αναλλοίωτος η μία και αιωνία ιδέα της πατρίδος την οποίαν οφείλομεν πάντες πάση θυσία αγωνιζόμενοι, όπως αναγάγωμεν εις την περιωπήν, την οποίαν η καρδία όλων μας ονειρεύεται. 57


Δεν με απέλιπε το θάρρος να ταχθώ αντιμέτωπος προς κρατούσας πλάνας, και όταν αύται εν στιγμαίς ανωμάλων συνθηκών της κοινωνίας, ελάμβανον τον χαρακτήρα παραφορών. Ο πολιτικός ανήρ οφείλει βεβαίως να εμπνέηται εκ της γνώμης των πολλών και να λαμβάνη ταύτην υπ’ όψει. Δεν επιτρέπεται όμως εις αυτόν να καταστή έρμαιον αυτής, και παρά πεποίθησιν να υποστηρίζη ό,τι δεν κρίνει ορθόν. Λαμβάνων αφετηρίαν εξ αυτής μελετά τα πράγματα, και διά της μελέτης αυτών μορφώνει τας ιδίας αυτού πεποιθήσεις. Κατά ταύτας όμως και μόνον οφείλει να ρυθμίζη την πορείαν του. Πολιτικός ανήρ επιλαθόμενος τούτου είναι ανάξιος της αποστολής του. Ο προσποιούμενος ότι συμμερίζεται γνώμην των πολλών την οποίαν δεν κρίνει ορθήν, επιχειρεί έργον αυτόχρημα προδοτικόν. Τεταγμένος επί κεφαλής της κοινωνίας διά της εμπιστοσύνης αυτής ενισχύει διά της συγκαταβάσεώς του την πλάνην εις την οποίαν συγκαταβαίνει. Ενισχυομένη δ’ ούτως η πλάνη δύναται να αγάγη εις καταστροφήν. Και την ευθύνην της καταστροφής φέρει ακεραίαν αυτός. Διότι συνειδώς την πλάνην προείδε τον όλεθρον και ενίσχυσε την προς αυτόν φοράν του τόπου διά της φαινομενικής επιδοκιμασίας του. Και αν ακόμη τεθή εν τω διλήμματι μεταξύ της ιδίας αυτού πολιτικής καταστάσεως προς την επικρατούσαν πλάνην, και της ζημίας του τόπου διά της περιθάλψεως αυτής, ποίος πολιτευόμενος άξιος της αποστολής του θα είχε την ανανδρίαν να ενδοιάση ή να σιωπήση; Το επ’ εμέ καυχώμαι, ότι δεν ενεδοίασα, ουδ’ εσιώπησα, ότε παρουσιάσθησαν τοιαύται περιστάσεις. Είπον απροκαλύπτως και ελευθέρως την γνώμην μου, και όταν αι ύβρεις και οι λιθοβολισμοί έπιπτον βροχηδόν επί την οικίαν ταύτην, ανταξία εκδίκησις του ψεύδους κατά του οποίου επολέμησα. Δεν υπήρξε στιγμή κατά την οποίαν με ετάραξεν ο ελάχιστος ενδοιασμός, ότι ορθώς έπραξα ακολουθήσας την φωνήν της συνειδήσεώς μου. Η εκ της συγκρούσεως μου προς την γνώμην αυτών θερμότης παρέσυρε πολλούς και εις συκοφαντίας εναντίον μου. Ομολογώ ότι ησθάνθην ολόκληρον την πικρίαν του αδικουμένου. Δεν αμφιβάλλω όμως ότι και αυτοί οι τοσούτον σκοτισθέντες τότε την διάνοιαν ώστε να υπονοήσωσιν ή πιστεύσωσι τας ανάνδρους συκοφαντίας θα μετενόησαν. Πέποιθα ότι λυπούνται αυτοί περισσότερον παρ’ όσον επικράνθην εγώ τότε. Πας έντιμος άνθρωπος αισθάνεται λύπην, όταν η συνείδησίς του αποκαλύπτει, ότι εν στιγμή παραφοράς ηδίκησεν άλλον. Δεν θέλω να επαυξήσω την λύπην αυτών. Και παρέρχομαι των ολισθημάτων. Με τους ανικάνους να αισθανθώσι την λύπην ταύτην, αν υπάρχουσι τοιούτοι, ή τους επιχαίροντας διότι φαντάζονται ότι διά τοιούτων μέσων μ’ έβλαψαν, δεν κρίνω άξιον ούτε υμών ούτε εμού ν’ ασχοληθώ. Ας αφήσωμεν αυτούς ν’ απολαύσωσι την χαράν των. Δι’ αυτής καθησυχάζουσι την συνείδησίν των. Ουδείς έντιμος άνθρωπος θα ζηλεύση την απόλαυσίν των ... Υπό τοιούτων εμπνεόμενος ιδεών ετάχθην εις το κόμμα, εκείνο, του οποίου τας αρχάς ενόμισα συμφώνους προς τας ιδέας μου. Το πολιτικόν κόμμα είναι απαραίτητος ένωσις των πλείστων, η οποία μόνη δύναται να διαπράξη τι άξιον λόγου εν τη πολιτική. Πολιτευόμενος, όστις ήθελε φαντασθή, ότι δύναται να επιτευχθή γενναίον τι διά μεμονομένων ατομικών προσπαθειών, παραγνωρίζει τους στοιχειωδέστερους κανόνας, οι οποίοι διέπουσι τα πολιτικά πράγματα. Τοιούτος πολιτευόμενος ή είναι ανίκανος να διαγνώση τους όρους, υφ’ ους και μόνους δύναται να συντελεσθή σοβαρά πολιτική εργασία, ή είναι αγύρτης, αρκούμενος εις το να δρέπη τας ευαλώτους επιδοκιμασίας των απλουστέρων, λαμβάνων αείποτε θέσιν ευκόλου τιμητού και διά μεγάλων λέξεων εξεγείρων ωραία ιδανικά, προς τα οποία παραβαλλομένη πάσα πραγματικότης αποτελεί αξιοπεριφρόνητον μικρότητα. Η άρνησις, η αντίκρουσις, η παρεμπόδισις, δύναται να γίνη και διά μεμονομένης ατομικής προσπαθείας.

58


Το Κράτος όμως δεν υφίσταται, ίνα αρνήται, ίνα αντικρούη, ίνα παρεμποδίζει, αλλ’ υπάρχει, ίνα δρα και δημιουργή και αναπτύση. Και η δράσις, η δημιουργία η ανάπτυξις δεν είναι έργον του ενός, αλλά της ενώσεως των πλειόνων - του πολιτικού κόμματος. Το κόμμα εις τας τάξεις του οποίου κατετάχθην, έχει πλήρη την πραγματικήν συναίσθησιν της εθνικής αποστολής. Έχει ολόκληρον το θάρρος να παραστήση εις τον Ελληνικόν λαόν, εις του οποίου την συνείδησιν ουδείς αμφιβάλλει, ότι η αποστολή αύτη πληροί τελείως και τας δυσχερείας του έργου και τας απαιτουμένας προς επιτέλεσιν αυτής θυσίας. Το ημέτερον κόμμα δεν θεωρεί επιτετραμμένον ν’ ακολουθήση την εύκολον πολιτικήν των κενών λόγων. Ο ελληνικός λαός εδιδάχθη αρκετά σαφώς εκ του ατυχούς παρελθόντος, ότι οι λόγοι οι κενοί ημπορεί να εξαπατώσι τους απλουστέρους και να προσπορίζωσιν εφήμερον δημοτικότητα. Αλλ’ η δημοτικότης αύτη διαθρύπτουσα την κενότητα φιλαρέσκων αρχολιπάρων, πληρώνεται ακριβά με τον εξευτελισμόν και την ατίμωσιν του έθνους και την σκληράν περικοπήν, ου μόνον εθνικών πόθων αλλά και της κυριαρχικής αυτού υποστάσεως. Το ημέτερον κόμμα αφήκε κατά μέρος πάσαν περικοπήν και ελάλησε μετά θάρρους την γλώσσαν της ειλικρινείας. Εθετο τάς βάσεις της πραγματικής οργανώσεως των στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων της χώρας. Τα προς τούτο μέσα εζήτησεν εν τη μεταβολή και αναμορφώσει των διαφόρων κλάδων της διοικήσεως, ώστε ν’ αποβώσιν ήττον δαπανηροί και εν τούτω δεν ηρκέσθη εις κενάς και αορίστους φράσεις. Συνέταξε και υπέβαλε σειράν νομοσχεδίων, διά των οποίων φρονώ ότι δύναται να επιτευχθή ο επιδιωκόμενος σκοπός. Διά των νομοσχεδίων τούτων δεν επεδίωξε την δημοτικότητα. Παρείδε την δυσμένειαν, την οποίαν θα προκαλέση η αντίθεσις προς ατομικά και τοπικά συμφέροντα. Έχει ακμαίαν την πεποίθησιν ότι ο Ελληνικός λαός συνειδώς την αποστολήν αυτού την εθνικήν και τας δυσκόλους περιστάσεις, εν αις διατελούμεν, θα θέση υπέρ παν ατομικόν ή τοπικόν συμφέρον το μέγα και αιώνιον συμφέρον της εξυπηρετήσεως της ιδέας, η οποία υπήρξεν ο δημιουργός του μικρού τούτου κρατιδίου, και η οποία αποτελεί την βάσιν της υπάρξεως αυτού εν τω μέλλοντι. Πιθανόν προσκαίρως παραπλανώμενος από τας κραυγάς της ασυνειδήτου δημοκοπίας, η οποία συγχύζει τα πάντα, θηρεύουσα εφήμερον επικράτησιν, ν’ αποκρούση το σύστημα, το οποίον το ημέτερον κόμμα έσχε το θάρρος και την ειλικρίνειαν να προτείνη. Θα είναι τούτο αναβολή και όχι ματαίωσις. Η πλάνη δεν δύναται να διαρκέση επί μακρόν· Ταχέως η σιδηρά πραγματικότης θα θέση προ των ομμάτων του ελληνικού λαού το πρόβλημα το οποίον διά του προγράμματος αυτού έθετο το ημέτερον κόμμα από τούδε. Ουδείς δε θα τολμήση να βλασφημήση κατά της ιστορίας του τόπου αυτού, λέγων ότι και επί στιγμήν θα ενδοιάση εν τη αποφάσει αυτού ο ελληνικός λαός, όταν τα πράγματα θα θέσωσιν σαφώς και αναμφίβολον το πρόβλημα ενώπιόν του. Θα παρασυρθώσι τότε πάντα τα σοφίσματα και πάσαι αι κενολογίαι, διά των οποίων πειρώνται να επισκοτίσωσιν αυτόν τώρα. Επί των ιδεών αι οποίαι αποτελούσι το πρόγραμμα του ημετέρου κόμματος καλείσθε ν’ αποφανθήτε προσεχώς. Έχετε αυτό ολόκληρον, σαφές και ωρισμένον, ενώπιόν σας. Και έχετε το καθήκον ως πολίται ελεύθεροι, διαχειριζόμενοι αυτοί οι ίδιοι τας τύχας σας και υπεύθυνοι διά την διαχείρισιν αυτών να προβήτε εις την απόφασίν σας μετά ώριμον σκέψιν και μελέτην των πραγμάτων. Η ψήφος υμών ας δοθή μετ’ επιγνώσεως και της σημασίας και των συνεπειών αυτής. Μακράν αφ’ υμών ο θόρυβος, μακράν αφ’ υμών η σύγχισις. Ας επικρατήση μόνη η νηφαλιότης της κρίσεως, η εξασφαλίζουσα την εύρεσιν της αληθείας. Ερευνήσατε εν τη συνειδήσει υμών την πολιτείαν πάντων. Απαλλάξατε όμως πρότερον την συνείδησίν σας από πάσαν συκοφαντίαν. Εξακριβώσατε πρότερον τας πράξεις εκάστου. Ουχί όπως σας παριστώσιν αυτάς οι έχοντες συμφέρον, αλλ’ όπως είναι πράγματι. Διότι ουχί σπανίως αποπειρώνται να σας απατήσουν. Και ενίοτε σας απατούν. Ζητήσατε εν τη συνειδήσει 59


υμών ευθύνας των πραχθέντων υφ’ εκάστου. Μη λησμονήσητε όμως να ζητήσετε ευθύνας και από τους ουδέν πράξαντας. Μη παρίδητε, όταν θα κρίνητε και αποφασίσητε περί τούτων, ότι πάσα δράσις, ως ανθρωπίνη ενέργεια, ενδέχεται να είνε και πλημμελής. Αδύνατον δε, και όταν ορθώς έχει, να είνε σύμφωνος με την γνώμην όλων. Ενθυμηθείτε όμως συγχρόνως, ότι η εν τη αδρανεία απόλαυσις της τιμής του αξιώματος, το οποίον διά της εκλογής διαπιστεύεσθε, δεν δύναται να έχη σύμφωνον την γνώμην ουδενός πολίτου πράγματι αξίου να είνε ελεύθερος και να διαχειρίζεται τα εαυτού. Έχετε πάντοτε εν τη διανοία σας ότι το Κοινοβούλιον δεν είνε Πρυτανείον, εις το οποίον να στεγάζωνται, εκείνοι, προς τους οποίους έχετε συμπαθείας ή υποχρεώσεις. Είνε παλαίστρα εν τη οποία διεξάγεται αγών - αγών ιδεών - αγών φρονημάτων - αγών συμφερόντων κοινωνικών. Διά της εκλογής σας θα ορίσητε τους παλαιστάς, του οποίους θα αποστείλητε ίνα αγωνισθώσιν υπέρ ιδεών, υπέρ φρονημάτων, υπέρ των συμφερόντων σας. Αναμετρήσατε τας δυνάμεις αυτών. Και τους μη έχοντας επαρκή δύναμιν παραπέμψατέ τους εκεί, όπου δύνανται ν’ ασκηθώσι καταλλήλως, ώστε να καταστώσι χρήσιμοι διά τον αγώνα. Αλλά διατί συνιστώ υμίν ταύτα; Είνε άρα γε δυνατόν να παρίδητε αυτά; Τοιαύτη υπόνοια θα προσέβαλεν υμάς. Σύγγνωτι αγαπητοί συμπολίται, ίνα σας υπομνήσω εκείνα περί των οποίων εις ουδένα επιτρέπεται ν’ αμφιβάλλη, ότι έχετε πάντοτε ζωντανά εν τη συνειδήσει σας. Εν τη κρίσει υμών περί εκάστου μη υπολογήσιτε οιουσδήποτε προσωπικούς δεσμούς. Παρακαλώ πρώτος εγώ εκείνους τους οποίους ηυτύχησα να υπηρετήσω καθ’ οιονδήποτε τρόπον, να λησμονήσωσιν εν τη περί εμού κρίσει των την παρασχεθείσαν υπηρεσίαν. Ας με κρίνωσι πάντες μετ’ αυστηρότητος. Εύχομαι ίνα ή περί εμού απόφασις των εντολέων μου αποβή ευμενής προς εμέ, ίνα μοι δοθή ευκαιρία να εξακολουθήσω χρησιμοποιών τας ασθενείς μου δυνάμεις υπέρ του τόπου μας. Αλλά και δυσμενής προς εμέ αν αποβή η απόφασις αύτη αρκεί ότι θα στηριχθή επί ελευθέρας εκτιμήσεως των πραγμάτων, ίνα αισθανθώ πραγματικήν ευχαρίστησιν, διότι θα εξυπηρετηθώσι τα συμφέροντα του τόπου μας από άλλους ικανοτέρους εμού. Εν μόνον επιτρέψατέ μου να σας διαβεβαιώσω. Αν με κρίνητε και πάλιν άξιον της υμετέρας εμπιστοσύνης, θα εξακολουθήσω μετά πλήρους αφοσιώσεως, αλλά και μετά πλήρους παρρησίας υπηρετών πάση δυνάμει ό,τι κατά την πεποίθησίν μου, ευρίσκω ορθόν. Ουδέποτε δε θα θυσιάσω την πεποίθησίν μου εις ουδένα φόβον, εις ουδένα πολιτικόν υπολογισμόν. Οι ζητούντες κόλακας των αδυναμιών των ας στραφώσιν αλλαχού. Οι ζητούντες ανθρώπους προθύμους ν’ αντιμετωπίσωσι πάσαν αντίδρασιν κατά των πεποιθήσεων αυτών και να είναι αφοσιωμένοι αυτών εργάται, ας είναι βέβαιοι, ότι αν μοι παράσχωσι την εμπιστοσύνην των, δεν διατρέχουν τον κίνδυνον να πλανηθώσι. Και ήδη ας ευχηθώμεν ίνα το αποτέλεσμα των εκλογών, οιονδήποτε και αν είναι χρησιμεύσει εις πραγματικήν εξυπηρέτησιν της πατρίδος, όχι μόνον της εντός των στενών ορίων των από του Ταινάρου μέχρι του Ολύμπου τα οποία διαγράφωσι την σήμερον ελευθέραν αυτής υπόστασιν, αλλά και εν τω ονειροπολουμένω παρά πάσης Ελληνικής καρδίας μεγαλείω αυτής. Ζήτω η Πατρίς!!»97. Η ομιλία αυτή του Δημητρίου Γούναρη απέστελλε προς πάσα κατεύθυνση ένα ξεκάθαρο μήνυμα: ότι ο Πατρινός πολιτικός δεν ήταν διατεθειμένος να ενδώσει σε απειλές και εκβιασμούς και ότι ήταν αποφασισμένος να δώσει τον προεκλογικό του αγώνα με μαχητικότητα και θάρρος. Η αποδεδειγμένη ρητορική του δεινότητα, αλλά και το μεστό νοημάτων περιεχόμενο της ομιλίας του ενθουσίασε τους πολιτικούς του φίλους. Και έδωσε μια καλή ευκαιρία στους υποστηρικτές του στον αθηναϊκό, αλλά και στον πατραϊκό Τύπο να εκφράσουν για μια ακόμη φορά την αμέριστη συμπαράστασή τους στην υποψηφιότητά του. Εν τούτοις, οι επιθέσεις των αντιπάλων του όχι μόνο δεν σταμάτησαν, αλλά όσο πλησιάζε η 97

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 71 - 76.

60


ημέρα των κρίσιμων εκλογών της 20ης Φεβρουαρίου 1905 επιτάθηκαν και προσέλαβαν χαρακτήρα απροσχημάτιστης προσωπικής πολεμικής εναντίον του. Διαρκώς ανανεούμενα κύματα ύβρεων και συκοφαντιών επιχειρούσαν να αποτρέψουν πάση δυνάμη την επανεκλογή του. Για κάποιους η «ενοχλητική» φωνή του Γούναρη έπρεπε να σιγήσει. Και η δυναμική πολιτική παρουσία του να βρεθεί εκτός των εδράνων του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Ο Δημήτριος Γούναρης και πάλι δεν στάθηκε με σταυρωμένα τα χέρια. Προσπάθησε να αντιπαλέψει με κάθε μέσο που διέθετε και εξάντλησε κάθε δυνατότητα επικοινωνίας με τους ψηφοφόρους της εκλογικής του περιφέρειας, για να τους καταστήσει κοινωνούς των απόψεών του και να τους ενημερώσει με τη νηφάλια γλώσσα της αλήθειας για τα αίτια των εναντίον του επιθέσεων και τους πραγματικούς στόχους όσων αδιάλλακτα τον αντιστρατεύονταν. Έτσι, στις 30 Ιανουαρίου 1905, έδωσε στη δημοσιότητα από τις πάντα φιλόξενες γι’ αυτόν στήλες της εφημερίδας Νεολόγος των Πατρών, ανοιχτή επιστολή απευθυνόμενη προς τους ψηφοφόρους της ιδιαίτερης εκλογικής του περιφέρειας, με την οποία για μια ακόμη φορά αντέκρουε τις κατηγορίες των αντιπάλων του και παρουσίαζε κατά τρόπο κωδικοποιημένο τις βασικές πολιτικές του θέσεις. Το πλήρες κείμενο της ανοιχτής αυτής επιστολής, έχει ως εξής: «Αγαπητοί Συμπολίται, Επιτρέψατέ μοι να σας απασχολήσω επ’ ολίγον. Θα σας ομιλήσω περί τινων κατηγοριών, τας οποίας μοι αποδίδουσι. Ήδη ότε καλείσθε να κρίνητε περί αυτών είνε καιρός να μάθητε την αλήθειαν. Δεν έχω βεβαίως ουδέν δικαίωμα να αξιώσω τας ψήφους τας υμετέρας. Έχω όμως αναφαίρετον το δικαίωμα να κριθώ επί τη βάσει των πραγμάτων. Και εις το δικαίωμά μου τούτο αντιστοιχεί το καθήκον παντός τιμίου ανθρώπου να ερευνήση τα πράγματα, πριν ή αποφήνηται την κρίσιν αυτού. Εις το καθήκον τούτο, του οποίου η συναίσθησις βεβαίως εύρηται βαθύτατα εγκεχαραγμένη εν τη συνειδήσει πάντων υμών, ποιούμαι ήδη έκκλησιν της αποφάσεως, την οποίαν εζήτησε να υφαρπάση από υμάς η συκοφαντία. Δεν αμφιβάλλω ότι θα με ακούσητε. Δεν αμφιβάλλω ότι μετά προσοχής θα ερευνήσητε τα λεγόμενά μου. Το απαιτεί η καλή πίστις. Και η καλή υμών πίστις είναι δι’ υμάς υπερτέρα παντός κομματικού χρωματισμού, επικρατεί παρ’ υμίν πάσης συμπαθείας ή αντιπαθείας, κυριαρχεί εν τη συνειδήσει υμών πάσης θλίψεως προσωπικής ή γενικής. Έχω περί τούτου ακράδαντον την πεποίθησιν. Και δι’ αυτό απευθύνομαι προς υμάς μετά πλήρους του θάρρους, ότι θέλω δικαιωθή εν τη συνειδήσει υμών. Δεν θα κατέλθω, ουδέ θα ζητήσω από υμάς να κατέλθητε μέχρι του βορβόρου, διά του οποίου εζήτησαν να ρυπάνωσι την τιμήσασάν με κατά την παρελθούσαν εκλογήν υμετέραν ψήφον. Δεν θα σας ομιλήσω περί των συκοφαντικών διαδόσεων, διά των οποίων απεπειράθησαν να υποβάλωσι ιδιοτελή ελατήρια εις την δράσιν, την οποίαν μοι ενέπνευσεν η εκπλήρωσις του καθήκοντός μου. Τους αποτολμώντας τοιαύτα παραδίδω εις τας τύψεις της συνειδήσεώς των, και εις την κρίσιν των τιμίων ανθρώπων. Και αυτή η εκ της αντικρούσεως συνάφεια μετά των τοιαύτα διαδιδόντων είναι αηδία, εις την οποίαν ούτε εγώ δύναμαι να υποβληθώ, ούτε από υμάς να αξιώσω να υποστήτε. Θα σας ομιλήσω μόνον περί της ουσίας των ζητημάτων, και με τα κείμενα εις τας χείρας, θα σας εκθέσω τα γεγονότα. Και θα παρακαλέσω τους αμφιβάλλοντας, να ερευνήσωσι και να μη πεισθώσι, παρά μόνον κατόπιν της ιδίας εαυτών ερεύνης. Θέλω την πεποίθησιν πάντων εδραίαν και εκ των πραγμάτων μεμορφωμένην. Ουχί επιπολαίαν και εκ παραφοράς συνηρμοσμένην. Με κατηγορούσιν ότι εματαίωσα το μονοπώλιον της σταφίδος. Η κατηγορία αύτη δεν δύναται ν’ ανθέξη εις την πνοήν ούτε της απλουστέρας λογικής. Ουδείς αγνοεί ότι εγώ ήμην εκείνος, όστις υπέρ πάντα άλλον ειργάσθην διά την πραγματοποίησιν του 61


μονοπωλίου. Όταν ήλθον οι Άγγλοι κεφαλαιούχοι και υπέβαλον τας προτάσεις των, ο τότε Πρωθυπουργός, όστις ήτον ο και νυν τοιούτος κ. Θ. Π. Δηλιγιάννης, καίτοι μη συνδεόμενος πολιτικώς μετ’ εμού, παρεκάλεσεν εμέ να μετάσχω της επιτροπής, την οποίαν κατήρτισεν, ίνα μελετήση και βελτιώση τας προτάσεις των Άγγλων. Εν τη επιτροπή ταύτη ειργάσθην με πάσας μου τας δυνάμεις νυχθημερόν. Εμελέτησα και συνεζήτησα πάντα τα σημεία της συμβάσεως. Πολλάς εισηγήθην βελτιώσεις, αι οποίαι εγένοντο αποδεκταί υπό της Εταιρίας. Εζήτησα και άλλας, τας οποίας συνεμερίσθη μεν η Επιτροπή, αλλά δεν απεδέχθη η Εταιρία, η οποία, καθώς εννοείται ευκόλως, επεδίωκε το συμφέρον της, το οποίον ήτο αντίθετον προς το συμφέρον των παραγωγών. Διότι βεβαίως ουδείς πιστεύει ότι η Εταιρία είχεν έλθει ενταύθα με αποκλειστικόν σκοπόν να μοιράση τας λίρας της εις ημάς. Προσεπάθησα παντί σθένει να εξασφαλίσω το συμφέρον των παραγωγών. Δυστυχώς όσα εζήτησα προς εξασφάλισιν των παραγωγών δεν εγένοντο δεκτά όλα υπό της Εταιρίας. Αύτη ηξίου τοιαύτην ελαστικότητα τιμών, αναλόγως της παραγομένης κατ’ έτος ποσότητος και της τιμής του χρυσού φράγκου, ώστε αι τιμαί ηδύναντο να κατελθώσι λ.χ. από 200 δραχμάς, όσαι εφαίνοντο ότι εδίδοντο εις τους κτηματίας, εις δραχμάς 120, εις 110, εις 100, ή και κάτω ακόμη εντός της εικοσαετίας. Τοιαύτην ελαστικότητα ενόμιζα επικίνδυνον. Και προς διόρθωσιν αυτής και καθορισμόν σταθερών τιμών, κατά το δυνατόν και δίκαιον, εξήντλησα πάσαν προσπάθειαν εν τη Επιτροπή. Δυστυχώς αι προσπάθειαί μου, τας οποίας συνεμερίσθη και ολόκληρος η Επιτροπή, δεν ετελεσφόρησαν. Υπεβλήθη η σύμβασις εις την Βουλήν. Τι έπρεπε να πράξω; Έπρεπε να σιωπήσω; Έπρεπε ν’ αφήσω την Βουλήν εν τη πλάνη να ψηφίση την σύμβασιν, νομίζουσα λ.χ. ότι πωλεί την σταφίδα Πατρών αντί 200 δραχμών και κατόπιν να δειχθή εκ των πραγμάτων μετά εν, δύο ή τρία έτη, ότι την επώλησεν αντί δραχ. 120, 110, 100 ή και ολιγώτερον; Ποίος θα είπη ότι τούτο ήτο το καθήκον μου; Ν’ αποκρύψω την αλήθειαν; Ν’ αφήσω την Βουλήν και την κοινωνίαν εν πλάνη; Και τι θα έλεγον οι σταφιδοκτήμονες, οι οποίοι θα ενόμιζον ότι έχουσι πωλήσει την σταφίδα των αντί 200 δραχμών κατά χιλιάδα, όταν μετά εν ή δύο ή τρία έτη θα υπεχρεούντο να παραδώσωσιν αυτήν αντί 120, 110, 100 ή 90 δραχμών κατά χιλιάδα; Δεν θα είχον το δικαίωμα να διακηρύξωσιν ότι εγώ ή ήμην ανίκανος να διαγνώσω την σύμβασιν και τότε έπρεπε να μη αναμιχθώ, ή ήμην απατεών αποκρύψας την αλήθειαν και αφήσας αυτούς εν τη πλάνη, ότι έχουσιν εξησφαλισμένην τιμήν τουλάχιστον 200 δραχμών; Εν πάση περιπτώσει, ότι υπήρξα και εγώ ο καταστροφεύς των ή τουλάχιστον εις των εξ ανικανότητος ή πονηρίας καταστροφέων των; Και εάν η σύμβασις εψηφίζετο ως είχε, δεν θα εβράδυναν να παρουσιασθώσι ζωνταναί και καταστρεπτικαί αι συνέπειαι των ανωτέρω ατελειών της. Διότι κατά το αυτό έτος 1903, αι σταφίδες λ.χ. των Πατρών, διά τας οποίας οι σταφιδοκτήμονες εφαντάζοντο ότι είχον εξησφαλισμένας δραχ. 198 (φρ. Χρ. 120 προς δραχ. 1,65 το φράγκον, όση ήτο τότε η τρέχουσα τιμή) θα επληρώνοντο προς δραχ. 117. Διότι θα εξεπίπτετο το τέταρτον σχεδόν της τιμής λόγω της υπερπαραγωγής (ανελθούσης εις 400 εκατομμύρια μετά του εξ 20 εκατομμυρίων αποθέματος του 1902). Και τούτο διότι κατά την σύμβασιν το ποσόν το υπερβαίνον τα 320 εκατομμύρια δεν θα επληρώνετο παρά δι’ εκπτώσεως της τιμής. Ούτως ώστε θα επληρώνοντο όχι 120 φράγκα χρυσά κατά χιλιάδα, αλλά φράγκα χρυσά 90. Ταύτα δε με την τρέχουσαν τιμήν προς δραχ. 1 και 30)00 αντιστοιχούσι προς δραχ. 117 κατά χιλιόλιτρον. Δεν θα επληρώνετο δε ούτε η μέχρι των δραχ. 1 και 40)00 αξία του φράγκου, διότι αύτη δεν εξησφαλίζετο απολύτως, αλλά μόνον εφ’ όσον υπήρχον χρήματα εν τω ειδικώ αποθεματικώ, το οποίον θα κατηρτίζετο κατ’ έτος εκ της κρατήσεως ενός εκατομμυρίου δραχμών εκ των κερδών μετά την αφαίρεσιν τόκου 6% διά τα κεφάλαια. Τοιούτον όμως αποθεματικόν ούτε υπήρχε κατά το 1903, διότι δεν είχε κρατηθή εκ προηγουμένου έτους, ούτε αν υπήρχε θα επήρκει, διότι διαφορά 10 λεπτών κατά φράγκον 62


απαιτεί τέσσαρα εκατομμύρια δραχμών, ίνα καλυφθή. Και πως θα εκρίνατε την σιωπήν μου, όταν θα παρεδίδετε την σταφίδα σας κατά το 1903 και θα εζητείτε δραχ. 198 κατά χιλιόλιτρον και θα ελαμβάνετε μόνον δραχ. 117; Δεν θα εκραυγάζατε και δικαίως ότι η σιωπή μου υπήρξεν αυτόχρημα προδοτική; Και θα ήτο βεβαίως τοιαύτη. Δι’ αυτό και εγώ δεν εσιώπησα. Εγνώριζον ότι εν τω παροξυσμώ, εν ω ευρίσκεσθε τότε, θα παρεξηγείτε την ομιλίαν μου. Αλλά τίνα σημασίαν είχε τούτο; Βεβαίως δεν επετρέπετο ουδ’ επί στιγμήν να ενδοιάσω προκειμένω να εκλέξω μεταξύ του συμφέροντος ολοκλήρου της τάξεως των σταφιδοκτημόνων και του ιδικού μου πολιτικού συμφέροντος. Το να προστατεύσω το συμφέρον εκείνων ήτο καθήκον· το ν’ αποβλέψω εις τον ιδικόν μου πολιτικόν συμφέρον, ήτο ανανδρία. Τις θα με ελέγξη διότι προυτίμησα την εκπλήρωσιν του καθήκοντος από την άναδρον σιωπήν του αποβλέποντος εις το ευτελές πολιτικόν συμφέρον του εγωϊστού; Είχον άλλως τε, και πεποίθησιν επί την νοημοσύνην την υμετέραν. Και αν προς στιγμήν θα παρεφέρεσθε παραπλανώμενοι υπό της ανοσίας εκμεταλλεύσεως του πόνου, τον οποίον ησθάνεσθε διά την κατάστασίν σας, δεν αμφέβαλλον ότι παρερχομένης της παραφοράς θα διεγινώσκετε την αλήθειαν και θα απενέμετε το δίκαιον όπου ανήκει. Και ωμίλησα προς την Βουλήν. Εξέθηκα μετά πλήρους παρρησίας τας γνώμας μου. Τας γνώμας, τας οποίας είχον υποστηρίξει και εν τη Επιτροπή, η οποία και είχεν εύρει αυτάς ορθάς και είχε μετ’ εμού προσπαθήσει να επιτύχη την αποδοχήν αυτών από την Εταιρίαν. Τονίζω τούτο: ότι τας γνώμας ταύτας είχον υποστηρίξει και εν τη Επιτροπή διότι ευρέθησαν άνθρωποι τοσούτον ασεβείς προς την αλήθειαν, ώστε να αποπειραθώσι να σας εξαπατήσωσι, λέγοντες ότι τάχα άλλα υπεστήριξα εν τη Επιτροπή και άλλα ενώπιον της Βουλής. Και διά να αφαιρέσω το προσωπείον από την συκοφαντίαν, φέρω αμέσως τας αποδείξεις. Ομιλών ενώπιον της Βουλής είπον, αφού εξέθηκα τας παρατηρήσεις μου, επί λέξει: "Αυτάς (τας παρατηρήσεις) τας οποίας έλαβον την τιμήν να υποβάλλω εις την Βουλήν, τας θεωρώ παρατηρήσεις ουσιώδεις, ανάγονται δε εις θέματα, τα οποία απησχόλησαν μεγάλως την υπό την προεδρείαν του αξιοτίμου Προέδρου της Κυβερνήσεως Επιτροπήν. Καθ’ όλον το διάστημα των εργασιών κατεβλήθη πάσα προσπάθεια, ίνα επιτύχωμεν την διόρθωσιν των ατελειών τούτων. Ουδέν εκ των μελών της Επιτροπής διέφυγον. Ηγωνίσθημεν πάση δυνάμει, αλλά δυστυχώς δεν επετύχομεν να γίνωσι δεκταί αι αξιώσεις ημών". Αυτά έλεγον εν επιλόγω προς την Βουλήν. Εν αυτή ήσαν παρόντα μέλη της Επιτροπής, ο Πρωθυπουργός κ. Θ. Π. Δηλιγιάννης, ο κ. Δεληγεώργης, ο κ. Παναγιωτόπουλος, ο κ. Μερλόπουλος. Πως ήτο δυνατόν ενώπιον αυτών να λέγω ότι τας παρατηρήσεις μου υπέβαλον ενώπιον της Επιτροπής, ότι "ουδέν των μελών της Επιτροπής διέφυγον", ότι "ηγωνίσθημεν πάση δυνάμει" ίνα γίνωσι δεκταί "αλλά δυστυχώς δεν επετύχομεν να γίνωσι δεκταί αι αξιώσεις ημών", αν εν τη Επιτροπή είχον σιωπήση; Και πως ήτο δυνατόν να μη με διαψεύση ουδέν των παρόντων εκεί και ακροωμένων μελών της Επιτροπής, όταν διαβεβαίουν, ότι υπέρ αποδοχής των αξιώσεών μου, ας και ενώπιον της Βουλής υπεστήριξα, ηγωνίσθη σύμπασα η Επιτροπή; Και όμως όχι μόνον ουδείς με διέψευσεν, αλλά μετά δύο ή τρεις ημέρας το ημιεπίσημον όργανον του κ. Πρωθυπουργού, η «Πρωΐα», ρητώς εβεβαίωσεν ότι και εν τη Επιτροπή είχον υποστηρίξει όσα και ενώπιον της Βουλής υπεστήριξα. Και τα υπεστήριξα μετά πάσης της δυνάμεως, την οποίαν μοι παρείχεν η αλήθεια των παρατηρήσεών μου και ο πόθος να εξυπηρετήσω το συμφέρον σας. Η βουλή ολόκληρος, η οποία με ήκουσεν έκρινεν ότι ορθώς είχον και δικαίως όσα υπεστήριξα και ενέκρινε τας παρατηρήσεις μου. Και υπήρχον εν τη Βουλή όχι μόνον Βουλευταί πονούντες τους συμπολίτας των σταφιδοκτήμονας, αλλά και Βουλευταί όντες αυτοί οι ίδιοι οι μεγαλείτεροι σταφιδοκτήμονες της Ελλάδος. Ουδείς αγνοεί ότι οι Βουλευταί κ. κ. 63


Μισυρλής, Παπαλέξης, Παναγιωτόπουλος, Ζούζουλας, Κουμουνδούρος, Ψημμένος, έχουσι σταφιδοφόρους εκτάσεις πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκαστος, περισσότεροι δε από τους πεντήκοντα άλλους βουλευτάς των σταφιδοφόρων επαρχιών έχουσι το κύριον μέρος της περιουσίας των εις σταφιδαμπέλους. Ήσαν πάντες αυτοί παρόντες, όπως ήσαν παρόντες και οι συνάδελφοί μου βουλευταί της Επαρχίας Πατρών πάντες. Και ήκουσαν τους λόγους μου μεθ’ ολοκλήρου της προσοχής, την οποίαν επέβαλλεν όχι μόνον το συμφέρον των συμπολιτών των σταφιδοκτηματιών, αλλά και το συμφέρον αυτών των ιδίων. Πάντες ούτοι έκριναν ορθάς και δικαίας τας παρατηρήσεις μου. Και αμέσως μετ’ εμέ λαβών τον λόγον ο εκ Μεσολογγίου βουλευτής κ. Δεληγεώργης, όχι μόνον συνεμερίσθη και υπεστήριξε τα υπ’ εμού λεχθέντα, αλλά προέβη και περαιτέρω, διότι είπεν ότι πρέπει να αναβληθή η συζήτησις της συμβάσεως, "διότι μετά την αγόρευσιν του κ. Γούναρη, ήτις πολλά απεκάλυψε, πρέπει να δοθή καιρός εις τον κ. Πρωθυπουργόν, ίνα έλθη εις συνεννοήσεις μετά του αντιπροσώπου της Εταιρίας διά την μετατροπήν άρθρων τινών της συμβάσεως" και εζήτησε "την διόρθωσιν των αδικημάτων, τα οποία κατήγγειλεν ο κ. Γούναρης" και τα οποία ανέφερεν εκ νέου και κατέληξεν ειπών "αι διατάξεις αυταί δύνανται να βελτιωθώσιν υπό της Εταιρίας, εάν δε δεν γίνη τούτο, τότε θεωρεί περιττήν την συζήτησιν και την ψήφισιν της συμβάσεως". Εις ταύτα δε συνεφώνησε και ο Πρωθυπουργός κ. Δηλιγιάννης, ειπών ότι το πόρισμα των αγορεύσεων των βουλευτών είνε "ότι υπάρχουσι ζητήματα, τα οποία πρέπει να γίνωσιν αντικείμενα νεωτέρων συνεννοήσεων". Δεν ειξεύρω αν υπάρχωσι και άλλοι δισταγμοί. Εάν υπάρχωσιν όμως, παρακαλώ τους κ. κ. βουλευτάς τους έχοντας τοιούτους, να τους διατυπώσωσι. Τότε έχων υπ’ όψει μου όλους τους δισταγμούς, εκ των οποίων τους πλείστους θεωρώ ορθούς, θα δυνηθώ να έλθω εις συνεννοήσεις. (όρα πρακτικά Βουλής εν «Καιροίς» 18 Μαΐου 1903). Και τώρα θα ερωτήσητε πως κατωρθώθη, ενώ ολόκληρος η Βουλή έκρινεν ως βασίμους τας παρατηρήσεις μου, και δεν ήτο δυνατόν να γίνη άλλως, διότι η ορθότης αυτών ήτο εκτός πάσης αμφιβολίας, πως κατωρθώθη να κάμουν πολλούς εξ υμών να πιστεύσωσιν ότι εγώ σας ηδίκησα; Πως ενώ ο βουλευτής Μεσολογγίου κ. Δεληγεώργης απεδέχθη όσα εγώ προύτεινα και υπεστήριξεν αυτά ως ορθά και εχαρακτήρισεν ως αδικήματα τας ατελείας της συμβάσεως, ας εγώ κατήγγειλα, εν τούτοις παρέστησαν εις υμάς ότι εγώ μεν επολέμησα το μονοπώλιον, αυτός δε το υπερήσπισε; Περί τούτου δεν είμαι εγώ ο αρμόδιος να απαντήσω, αλλ’ οι εξαπατήσαντες υμάς καλοθεληταί. Ήδη ότε έχει παρέλθει η παραφορά, ήδη ότε έχετε ενώπιον σας τα κείμενα και τα πράγματα και δύνασθε να τα κρίνητε μετά πάσης ψυχραιμίας, δεν δύνασθε παρά να παραδεχθήτε εκείνο, το οποίον μετά δύο ημέρας έλεγεν ενώπιον της Βουλής, οικτείρων τα συμβάντα ο κ. Θεοτόκης "βεβαίως σφάλμα εγένετο, αλλά το σφάλμα εκείνο έσχεν ως αποτέλεσμα εν Πάτραις να φωνάζωσι “κάτω ο Γούναρης” και “ζήτω ο Δεληγεώργης”. Εφώναζον “κάτω ο Γούναρης” διότι υπεστήριξεν εκείνα, τα οποία διά των αυτών σχεδόν λέξεων υπεστήριξεν ο εκ Μεσολογγίου κ. βουλευτής". Αυτή είνε η εν σχέσει προς το Μονοπώλιον κατηγορουμένη δράσις μου, αγαπητοί συμπολίται. Και έσχε πρακτικόν αληθώς αποτέλεσμα. Την ορθότητα των παρατηρήσεών μου απεδέχθη όχι μόνον σύμπασα η Βουλή, αλλά και αυτός ο αντιπρόσωπος της Εταιρίας. Διαρκούσης ακόμη της συνεδριάσεως της Βουλής, μετά την ομιλίαν μου, έσπευσε και εδήλωσεν εις τον κ. Δεληγεώργην, ότι αποδέχεται όσα εγώ προύτεινα. Περί τούτου υπάρχει αυθεντικόν κείμενον. Τηλεγράφημα του κ. Δεληγεώργη καταχωρηθέν εις το "Νέον Άστυ" της 20 Μαΐου 1903 και έχον επί λέξει ως εξής: "αληθώς ο κ, Δ. Δεληγιάννης χθες κατά την συνεδρίασιν (όταν εγώ ωμίλησα) μοι εδήλωσεν ότι αποδέχεται “τας τροποποιήσεις των άρθρων 22 και 23” (εκείνας τας οποίας εγώ υπεστήριξα). Ελπίζω δ’ ότι αποδεχθήσεται και πάσαν άλλην δικαίαν και εύλογον, εφ’ όσον έχει εξουσίαν". Πως συνέβη ακολούθως ο αυτός αντιπρόσωπος της Εταιρίας, όστις μετά την εμήν ομιλίαν 64


εδέχθη όσα εγώ διά σας εζήτησα, να αρνηθή τα πάντα μετά τα συλλαλητήρια και τας αποδοκιμασίας κατ’ εμού, κρίνατε υμείς. Και αφού λάβητε ταύτα πάντα υπ’ όψει, θέσατε την χείρα επί της συνειδήσεώς σας, και αφού ερωτήσητε αυτήν, απαντήσατε: έπραξα ή ου το καθήκον μου, εκθέσας ενώπιον της Βουλής ας ορθά και δίκαια και ενώπιον της Επιτροπής είχον υποστηρίξει; και θα εδεικνυόμην ή ου άνανδρος εγωϊστής, θυσιάζων εις το πολιτικόν μου συμφέρον τα διαπεπιστευμένα εις εμέ συμφέροντα των σταφιδοκτημόνων αν εσιώπων; Δεν ζητώ παρ’ ουδενός να μοι οφείλη χάριτας, διότι εργασθείς διά το Μονοπώλιον και εν τη Επιτροπή και εν τη Βουλή, συνετέλεσα όσον το επέτρεπον αι ασθενείς μου δυνάμεις εις ορθήν και πρέπουσαν αυτού εκτίμησιν και διαφύλαξιν των συμφερόντων των σταφιδοκτημόνων από τας παγίδας, τας οποίας αι προτάσεις της Εταιρίας ενείχον διά την σταφιδοπαραγωγήν. Ενεργήσας ως ενήργησα, εξεπλήρωσα απλούν καθήκον και ουδείς μοι οφείλει τι δι’ αυτό. Θα αναγνωρίσητε όμως πάντες ότι είνε σκληρόν να μοι καταλογίζηται ως έγκλημα η εκπλήρωσις απλού καθήκοντος, του οποίου η λήθη θα ήτο αυτόχρημα προδοσία προς τα συμφέροντα των σταφιδοκτημόνων, των οποίων μοι είχεν ανατεθή η υπεράσπισις. Εάν μελετήσητε τα πράγματα ως έχουσι, δεν αμφιβάλλω, ότι θέλετε απονείμει το δίκαιον όπου προσήκει. Αλλά και αν διά μόνης της λογικής εξετάσητε τας αιτιάσεις των ανωνύμων κατηγόρων μου, οι οποίοι επιμελώς περιβάλλονται τον σκοτεινόν μανδύαν του αγνώστου, διότι δημοσία εν τη Βουλή ουδείς αντέκρουσε τα υπ’ εμού υποστηριχθέντα, θα κατίδητε αμέσως, ότι πρόκειται περί κατηγορίας αυτόχρημα ανοήτου. Διότι τι με κατηγορούσιν; Ότι κατέστρεψα το Μονοπώλιον; Και ερωτώ: πως ήτο δυνατόν να καταστρέψω αυτό εγώ απλούς βουλευτής, μία ψήφος εκ των 234, αι οποίαι επρόκειτο να αποφανθώσι περί αυτού; Μήπως η Βουλή μοι ανέθηκε να αποφασίσω εγώ κατά την θέλησίν μου και την όρεξίν μου, αν πρέπει να γίνη ή όχι και εγώ είπον όχι; Τι ήμην εγώ; Εις εκ των 234 βουλευτών, οι οποίοι συνεσκέπτοντο και συναπεφάσισαν περί αυτού. Τι έπραξα; Εξέθηκα την εμήν γνώμην. Τι υπεχρέου τους άλλους 233 βουλευτάς να παραδεχθώσιν αυτήν; Αναμφιβόλως εν και μόνον: η ορθότης αυτής. Διότι αν η γνώμη μου δεν ήτον ορθή, δεν θα παρεδέχοντο αυτήν οι άλλοι 233 βουλευταί, εν οις και ο Πρωθυπουργός κ. Θ. Π. Δηλιγιάννης, και το Μονοπώλιον δεν θα κατεστρέφετο υπ’ εμού, αλλά θα εψηφίζετο διά καταπληκτικής πλειοψηφίας. Διότι αν δεν ήτο ορθή η γνώμη μου, πως ήτο δυνατόν να την παραδεχθώσιν επί ζημία των σταφιδοκτημόνων τόσοι άλλοι βουλευταί. Αν εγώ δεν ενδιεφερόμην διά τους συγγενείς μου σταφιδοκτήμονας, και έχω συγγενείς, τον γαμβρόν μου και άλλους, κατέχοντας εκατοντάδας στρεμμάτων σταφιδαμπέλων, αν εγώ περί ουδενός εποιούμην το συμφέρον των φίλων μου σταφιδοκτημόνων και γνωρίζετε ότι ενθουσιώδεις φίλοι μου έχουσιν εκατοντάδας στρεμμάτων σταφιδαμπέλων, αν εγώ ήθελον να βλάψω τους συμπολίτας μου σταφιδοκτήμονας και υπεστήριζον γνώμην μη ορθήν, πως ήτο δυνατόν οι άλλοι βουλευταί να αδιαφορήσωσιν αυτοί περί των συγγενών, περί των φίλων, περί των συμπολιτών αυτών σταφιδοκτημόνων και ν’ ακολουθήσωσι την ιδικήν μου μη ορθήν γνώμην. Και αν ακόμη είνε τις τόσον απλούς, ώστε να πιστεύη ότι όλοι αυτοί οι βουλευταί εθυσίασαν το συμφέρον των συγγενών, των φίλων, των συμπολιτών των και ησπάσθησαν την μη ορθήν γνώμην μου διά να μοι προξενήσωσιν ευχαρίστησιν, πάλιν υπολείπεται να εξηγηθή πως οι βουλευταί σταφιδοκτήμονες και δη οι μέγιστοι της Ελλάδος εθυσίασαν το ίδιον εαυτών συμφέρον εις την επιθυμίαν να γίνωσιν αρεστοί εις εμέ, ασπαζόμενοι την ιδικήν μου μη ορθήν γνώμην; Τούτο βεβαίως ουδείς θα κατορθώση να το εξηγήση. Και τότε τι υπολείπεται άλλο παρά να δεχθήτε πάντες, συμφωνούντες με πάντας τους βουλευτάς, ότι η γνώμη μου ήτον ορθήν; 65


Αλλ’ αν η γνώμη μου ήτον ορθή τις θα τολμήση να ισχυρισθή ότι υποστηρίξας ορθήν γνώμην κατέστρεψα το Μονοπώλιον και είμαι άξιος κατακρίσεως; Αν τα ελαττώματα της συμβάσεως, τα οποία κατέδειξα, ήσαν πραγματικά, και ήσαν τοιαύτα αφού πάντες συνεφώνησαν, η ομιλία μου η καταδείξασα αυτά δεν κατέστρεψε το Μονοπώλιον, αλλά συνεπλήρωσε την όλην υπέρ του Μονοπωλίου εργασίαν μου, εργασίαν σκοπούσαν να στηρίξη το Μονοπώλιον. Διότι το Μονοπώλιον δεν ήτο δυνατόν να στηριχθή άλλως παρά διά της συνομολογήσεώς του υπό όρους συμφέροντας τους σταφιδοπαραγωγούς, οι οποίοι εζήτουν αυτό διά να σωθώσι και όχι διά να καταστραφώσι, διά να εύρωσιν εν αυτώ την ειλικρινή και δικαίαν διατίμησιν του προϊόντος των και όχι διά να εξαπατηθώσι και λάβωσι δραχ. 115 ή 100 ή 90 ή και ολιγωτέρας εκεί όπου ενόμιζον ότι είχον συμφωνήσει να λάβωσι 198 και πλείονας. Φρονώ ότι ταύτα είναι αρκετά ίνα κατανοήσητε κατά πόσον με ηδίκησαν όσοι, παρασυρθέντες από τους συκοφάντας, ενόμισαν ότι εγώ κατέστρεψα το Μονοπώλιον. Διά το Μονοπώλιον εγώ ειργάσθην υπέρ πάντα άλλον. Εμπνεόμενος από μόνον το συμφέρον των σταφιδοπαραγωγών, των οποίων την δυστυχίαν συναισθάνομαι πληρέστατα, κατηνάλωσα πάσας τας δυνάμεις μου, εργασθείς νυχθημερόν ίνα το μονοπώλιον καταστή πραγματικότης. Αλλά πραγματικότης σώζουσα και όχι καταστρέφουσα. Πραγματικότης ασφαλίζουσα και όχι εκμεταλλευομένη. Πραγματικότης εν ειλικρινεία και δικαιοσύνη διατιμώσα το προϊόν και όχι εξαπατώσα και αφαιρούσα αυτό αντί του ημίσεως της φαινομενικής τιμής του, μη καλύπτοντος ούτε τας δαπάνας της καλλιεργείας. Οι θέλοντες να εκτιμήσωσιν εν όλη του τη λεπτομερεία το πράγμα, δύνανται να λάβωσιν εις χείρας των την σύμβασιν, οία υπεβλήθη εις την Βουλήν και την αγόρευσιν την ιδικήν μου επί της συμβάσεως. Ας μελετήσωσιν αμφότερα. Ας υπολογίσωσι την εφαρμογήν της συμβάσεως με την παραγωγήν του 1903 και με την από του Σεπτεμβρίου 1903 μέχρι σήμερον τιμήν του χρυσού φράγκου, ας λάβωσιν υπ’ όψει και την αφεύκτως επελευσομένην έκπτωσιν του χρυσού και την πιθανότητα έτι μείζονος παραγωγής μέχρι πέρατος της εικοσαετίας, καθ’ ην θα ίσχυεν η σύμβασις, και τότε θα κατανοήσωσι πόσον δίκαιον είχον εγώ υποστηρίξας και εν τη Επιτροπή και εν τη Βουλή όσα υπεστήριξα και πόσον δίκαιον είχον πάντες οι Βουλευταί οι αναγνωρίσαντες την ορθότητα των υπ’ εμού υποστηριχθέντων, και τότε ας εκτιμήσωσι τας ενεργείας εκείνων, οι οποίοι εζήτησαν να τους παραπλανήσωσι και τους κινδύνους εις τους οποίους οι αυτόκλητοι ούτοι προστάται εξέθετον την σταφιδοπαραγωγήν και την καταστροφήν την άφευκτον, εις την οποίαν εξώθουν αυτήν. Ουδείς θα υπάρξη, ο οποίος επιχειρών την μελέτην ταύτην, να μην αναγνωρίση ότι οι πραγματικοί φίλοι της σταφιδοπαραγωγής, οι πραγματικοί φίλοι μονοπωλίου ικανού να εξυπηρετήση αυτήν, είμεθα μόνον ημείς οι μετά παρρησίας και ειλικρινείας υποστηρίξαντες τας γνώμας ημών τας ορθάς, αι οποίαι και αναμφιβόλως θα επεκράτουν και θα εγίνοντο αποδεκταί και από την Εταιρίαν, αν αύτη δεν εναυάγει. Δεν λησμονείτε δε βεβαίως ότι η Εταιρία εναυάγησε διότι συνεπεία των διαμαρτυριών της Αγγλικής Κυβερνήσεως, τα πράγματα έλαβον τοιαύτην τροπήν, ώστε ο κατόπιν γενόμενος Πρωθυπουργός κ. Δ. Ράλλης εδήλου εις την Βουλήν τη 1 η Ιουλίου 1903 "ότι ουδείς δύναται να αμφισβητήση ότι εν η περιπτώσει τα πράγματα μείνωσιν ως έχουσι σήμερον θα ήτο παραφροσύνη να προβή η Βουλή εις επιψήφισιν και κύρωσιν της συμβάσεως". Αι διαμαρτυρίαι δε αύται της Αγγλικής Κυβερνήσεως και αι επακολουθήσασαι τοιαύται των Άγγλων παντοπωλών έσχον και το έτερον αποτέλεσμα ότι η Εταιρία δεν κατώρθωσε να συγκεντρώση τα αναγκαία κεφάλαια, και απεσύρθησαν οι κύριοι μέτοχοι αυτής, οι κ. κ. Brotherton και Backhouse. Και ούτω εματαιώθη πάσα περαιτέρω ενέργεια διά την έλλειψιν κεφαλαίων και όχι διότι εγώ υπεστήριξα όσα υπεστήριξα και η Βουλή παρεδέχθη αυτά. 66


Αρκετά απησχόλησα υμάς με την περί καταστροφής του Μονοπωλίου κατ’ εμού κατηγορίαν αγνώστων κατηγόρων. Επιτρέψατέ μοι ήδη και δύο λέξεις εν σχέσει με άλλην τινά κατηγορίαν. Με κατηγορούσιν ότι είπον εν τη Βουλή ότι η Ελλάς φορολογείται ολίγον και πρέπει να φορολογηθή βαρύτερον και ότι η πόλις των Πατρών είνε πλουσία και έχει όρεξιν να πληρώση και άλλους φόρους. Εις την κατηγορίαν ταύτην απαντώ πάλιν με τα κείμενα εν χερσίν ότι ακριβώς τα ενάντια είπον. Και διά να μη υπάρξη τις δισταγμός παραθέτω τα σχετικά μέρη εκ του λόγου, ον εξεφώνησα εν τη Βουλή τη 20 Φεβρουαρίου 1904 εκ των εστενογραφημένων πρακτικών. Είπον δηλ. ότι ο προ ολίγου κατελθών του βήματος αξιότιμος βουλευτής εκ Μεσολογγίου διεβεβαίωσεν υμάς ότι η φορολογία είνε μεγάλη. Επί τούτου δεν έχω διάφορον γνώμην. Είνε μεγίστη κατ’ αναλογίαν του πλούτου της χώρας. Και κατωτέρω "Ουδείς ηρνήθη ότι φορολογείται ο λαός. Αλλ’ ακριβώς τούτο λέγω: ότι λαός ο φορολογούμενος και εισφέρων 118 εκατομμύρια, ήτοι πλέον των 48 δραχμών κατ’ άτομον, μόλις βλέπει δαπανωμένας δι’ εαυτόν δραχμάς 13 και λεπτά 8 κατ’ άτομον. Ότι φορολογείται βαρέως ο λαός το ετονίσατε σεις, αλλά το ετόνισα και εγώ πρότερον το τονίζω και ήδη. Παρουσιάζω όμως συγχρόνως υμίν την αντίθεσιν, ότι ενώ ο λαός φορολογείται βαρύτατα, ελάχιστα εκ των παρ’ αυτού λαμβανομένων δαπανώνται υπό του Κράτους, ίνα εξυπηρετήση αυτόν. Ενώ φορολογούμεθα αναλόγως του πλούτου ημών βαρύτερον πολλών άλλων Κρατών, εν τούτοις εκ του εισπραττομένου ποσού δαπανώμεν προς υπηρεσίαν των καταβαλλόντων την φορολογίαν ταύτην, την βαρείαν, πολύ ολιγώτερον από οιονδήποτε άλλο Κράτος". Αυτά έλεγον προς την Βουλήν. Και όμως την επομένην ημέραν εγένετο συλλαλητήριον ενταύθα και διαδήλωσις εξηγριωμένη έθραυσε τα παράθυρα της οικίας μου επί τω λόγω ότι είπον τάχα ότι φορολογούμεθα ελαφρώς !! και ότι πρέπει να πληρώσωμεν και άλλους φόρους !! Και οι ακούσαντες τον λόγον μου εν τη Βουλή ή αναγνόντες αυτόν δημοσιευθέντα εγέλων με την ευπιστίαν των παρασυρομένων τις ουδείς επί ποίοις σκοποίς. Και όμως αι Αθήναι όπου ωμίλησα απέχουσι των Πατρών μόλις 7 ώρας σιδηροδρομικώς. Αλλά είπον και άλλο. Με κατηγόρησαν ότι είπον ότι η πόλις των Πατρών είνε πλουσία, αντέχει εις φόρους, και έχει όρεξιν να πληρώση και άλλους φόρους. Είπον ακριβώς το αντίθετον. Είπον ότι δεν αντέχει. Και ιδού επί λέξει τι είπον: "Αντιπροσωπεύω, κύριοι, Επαρχίαν, η οποία υπέρ πάσαν άλλην αισθάνεται το βάρος των θυσιών, τας οποίας παρ’ αυτής ζητούμεν. Συμμετέχω πληρέστατα της συναισθήσεως ταύτης της Επαρχίας μου. Νομίζω όμως ότι δεν θα διερμήνευον εντολήν αυτής, εντολήν αυτής μαρτυρουμένην εκ μακρού παρελθόντος, το οποίον τη δίδει το δικαίωμα να καυχάται ότι εύρηται εν τη πρώτη γραμμή εν τη συναισθήσει των Εθνικών υποχρεώσεων, αν έλεγον ότι αρνούμαι να δεχθώ τας θυσίας αι οποίαι γιγνώσκω άριστα ότι θα είναι οδυνηρόταται διά την Επαρχίαν μου ως εκ των οικονομικών περιστάσεων, εν αις εύρηται". Αυτά είπον διά την Επαρχίαν των Πατρών. Είπον ότι είνε πλουσία; Όχι. Αλλά τουναντίον. Είπον ότι είνε πτωχή, και ότι αν επιβληθώσι θυσίαι, θα αισθανθή αυτάς οδυνηρότερον πάσης άλλης ως εκ της οικονομικής της καταστάσεως. Πως κατωρθώθη να λεχθή και πιστευθή ότι είπον ότι είνε πλουσία και έχει διάθεσιν ν’ αυξήσουν οι φόροι, ας ερωτηθώσιν οι καλοθεληταί και διαστροφείς των λόγων μου. Είπον βεβαίως και κάτι άλλο. Είπον ότι μολονότι πτωχή, και εξαιρετικώς πτωχή η Επαρχία μου, εν τούτοις έχει πλήρη την συναίσθησιν της Εθνικής φιλοτιμίας. Ειπών τούτο, ειπόν τι αναληθές; Τις θα με κατηγορήση διότι εβεβαίωσα ότι η Επαρχία μου έχει πλήρη την συναίσθησιν της Εθνικής φιλοτιμίας; Τις θα τολμήση να παραχαράξη τόσον την ιστορίαν, ώστε ν’ αμφισβητήση την αναμφισβητήτως μεμαρτυρημένην εθνικήν φιλοτιμίαν της Επαρχίας; 67


Έπραξα τι κακόν διαβεβαιώσας εκείνο, το οποίον επίστευον, ότι η Επαρχία Πατρών έχει πλήρη την συναίσθησιν των Εθνικών υποχρεώσεων, και καθ’ ην στιγμήν γίνεται σκέψις και απόφασις περί της υπάρξεως αυτής του εθνισμού μας, δεν δύναται να επηρεασθή από τον φόβον πάσης θυσίας, οσονδήποτε και αν είνε οδυνηραί; Εάν υπάρχη τις ο δικαιούμενος να με ελέγξη διά τον ισχυρισμόν μου τούτον, αυτός βεβαίως δεν είνε η Επαρχία Πατρών, την οποίαν συμφώνως προς την πεποίθησίν μου και το ιστορικώς μεμαρτυρημένον παρελθόν της ανύψωσα εν τω λόγω μου εις το ύψος εκείνο της φιλοπατρίας, το οποίον όντως δύναται να διεκδικήση. Τα ολίγα ταύτα έκρινα αναγκαίον να απευθύνω προς υμάς, αγαπητοί συμπολίται, ίνα διαλύσω μερικάς πλάνας, τας οποίας προσεπάθησαν να δημιουργήσωσιν εις βάρος μου εν συνειδήσεσιν υμών. Είμαι πεπεισμένος ότι ταύτα είναι επαρκή, ίνα μορφώσητε γνώμην όχι μόνον περί του αβασίμου των κατ’ εμού αιτιάσεων, αλλά και περί του πνεύματος, το οποίον επρωτοστάτησεν εν τη κατ’ εμού πολεμική. Η καλή πίστις απεσκορακίσθη τέλεον, επεζητήθη δε κατά πάντα τρόπον και άνευ αποκρούσεως ουδενός μέσου να παρασταθώ ως αυτόχρημα εχθρός υμέτερος, ουδέν έτερον σκεπτόμενος, ουδέν έτερον βουλευόμενος, ουδέν έτερον κατεργαζόμενος ειμή βλάβας και καταστροφάς υμετέρας. Αι πράξεις μου πάσαι και οι λόγοι μου παρεστάθησαν ως επιβουλαί καθ’ υμών, διά τας οποίας επλάσθησαν ποικίλα εκάστοτε ελατήρια, ανάλογα προς τα κινούντα τας σκέψεις και τας ενεργείας των ανωνύμων κατηγόρων μου. Και ως να μη ήρκει η διαστροφή των λόγων και των πράξεών μου επελήφθησαν και αυτών των εσωτερικών μου πεποιθήσεων και απεπειράθησαν και ταύτας να συκοφαντίσωσι θέτοντες εν αμφιβόλω και αυτάς τας θρησκευτικάς μου ιδέας. Άνθρωποι μη ελαυνόμενοι εξ αγαθής προθέσεως παρέστησαν ως υπέρμαχοι του Θεού της αγάπης ίνα υπό το πρόσχημα τούτο ικανοποιήσωσιν εχθρότητα κατ’ εμού, την οποίαν μόνον διεστραμμένη διάνοια ενέπνεεν εις αυτούς. Πέποιθα ότι δεν κατώρθωσαν να σας εξαπατήσωσι. Το επ’ εμοί έπραξα ό,τι μοι ήτο δυνατόν ίνα μη αφήσω να απατηθήτε. ΔΗΜ. Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ» Η ανοιχτή αυτή επιστολή του Δημητρίου Γούναρη, αναδημοσιεύθηκε και σε ξεχωριστή προεκλογική «μπροσούρα» υπό τον τίτλο: «Προς τους Εκλογείς της Επαρχίας Πατρών, Τι με κατηγορούσι Και τι απαντώ», η οποία διανεμήθηκε μαζικά στους ψηφοφόρους της περιφερείας του. Όλες αυτές, όμως, οι κινήσεις του Δημητρίου Γούναρη δεν αποδείχθηκαν επαρκείς για να αναστρέψουν το σε βάρος του κλίμα και να διασφαλίσουν την επανεκλογή του. Τα διαρκώς ανανεούμενα πυρά των αντιπάλων του, σε συνδυασμό με την εκλογική πανωλεθρία που υπέστη σε εκείνη την εκλογική αναμέτρηση το «θεοτοκικό κόμμα» -με αποτέλεσμα να μην εκλεγούν πολλά από τα σημαντικότερα στελέχη του- οδήγησαν τελικά στην εκλογική του αποτυχία, έστω και για ελάχιστες μόλις ψήφους. Και πράγματι. Οι εκλογές της 20ής Φεβρουαρίου 1905 αποτέλεσαν ένα θρίαμβο για τις συνασπισμένες δυνάμεις του «Εθνικού Κόμματος» του Θεόδωρου Δηλιγιάννη και του «Νεοελληνικού Κόμματος» του Δημητρίου Ράλλη, που είχαν συνάψει μεταξύ τους συμφωνία στα μέσα Ιανουαρίου του έτους αυτού, οι οποίες έλαβαν 143 έδρες, επιτυγχάνοντας συντριπτική πλειοψηφία στη νέα Βουλή. Το «Νεωτερικό Κόμμα» του Γεωργίου Θεοτόκη, έλαβε μόλις 60 έδρες, ενώ 13 έδρες πήρε το κόμμα του Αλέξανδρου Ζαΐμη και 1 έδρα κέρδισε ο ανεξάρτητος υποψήφιος Καραπάνος 98. Στην Πάτρα, ο Δημήτριος Γούναρης, αν και κατόρθωσε να λάβει τη σχετική πλειοψηφία των ψηφοφόρων της πόλης των Πατρών, εν τούτοις καταψηφίστηκε στον αγροτικό Δήμο Φαρών, με αποτέλεσμα να μην πετύχει την επανεκλογή του. 98

Βλ. Gunnar Hering: «Τα Πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα 1821 -1936», έκδ. «Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης», τόμος Β΄, Αθήνα 2004, σελ. 740.

68


1.6 Η θριαμβευτική επανεκλογή Η εκλογική αποτυχία του Δημητρίου Γούναρη, προκάλεσε θλίψη και συγκίνηση όχι μονάχα στους πολυπληθείς φίλους του στην Πάτρα, αλλά και σε όσους αναγνώριζαν και εκτιμούσαν την πολιτική του παρουσία, πολύ πέραν των ορίων της πρωτεύουσας της Αχαΐας. Ιδιαίτερη έκπληξη μάλιστα δοκίμασαν, μετά την αρνητική έκβαση της εκλογικής προσπάθειας του Δημητρίου Γούναρη, οι δημοσιογραφικοί κύκλοι των Αθηνών, οι οποίοι έβλεπαν στο πρόσωπο τού νέου πολιτευόμενου έναν δυναμικά ανερχόμενο πολιτικό, που διέθετε όλα τα προσόντα να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο δημόσιο βίο της χώρας. Χαρακτηριστικό επί του προκειμένου είναι δημοσίευμα της εφημερίδας Ημερησία των Αθηνών, που σχολιάζοντας στο φύλλο της της 26ης Φεβρουαρίου 1905 τη μη επανεκλογή του Δημητρίου Γούναρη, ανέφερε μεταξύ των άλλων και τα εξής: «Αλλά και με όλον αυτόν τον αναρριπισμόν των θρησκευτικών αισθημάτων το υπέρ του Γούναρη ρεύμα ήτο ακατάσχετον. Η υποψηφιότης του κ. Γούναρη υψώθη εις ζήτημα τιμής διά την πόλιν των Πατρών. Ο κορδονικός Ιησουϊτισμός επενόησε τότε εν όπλον άξιον της φήμης του. Έβλεπε τον κ. Γούναρην αναπόσπαστον της πολιτικής των Πατρών. Έβλεπε τον κ. Γούναρην, την μεγάλην του ικανότητα ρηγνύουσαν και ανατρέπουσαν την κρατούσαν κομματικήν τάξιν. Αι περί κληρονομικότητος ιδέαι ενεκρούντο και εθάπτοντο. Ο ορίζων των Πατρών ηνοίγετο ελεύθερος εις την μόρφωσιν, την επιστήμην και την εργασίαν. Οι αντίπαλοι κορδονικοί έχαναν το έδαφος. Τότε προσέφυγον εις την ανταλλαγήν των ψήφων». Στο μετεκλογικό τοπίο, που διαμορφώθηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα της 20ής Φεβρουαρίου 1905, η άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης Δηλιγιάννη προδιέγραφε την αδιατάρακτη άσκηση της εξουσίας. Σε αυτό συνηγορούσε και η βαθιά κρίση, η οποία είχε ενσκύψει μετά την παταγώδη εκλογική αποτυχία στο «Νεωτερικό Κόμμα» του Γεωργίου Θεοτόκη, το οποίο έδειχνε ότι θα χρειαζόταν καιρό για να ανακτήσει τις δυνάμεις του και να μπορέσει να ασκήσει με στοιχειώδη αποτελεσματικότητα τα αντιπολιτευτικά του καθήκοντα. Όμως, τα πράγματα δεν κινήθηκαν με βάση την προβλεπόμενη πορεία. Σύντομα στο εσωτερικό της κυβέρνησης Δηλιγιάννη ξέσπασαν έριδες και διχοστασίες, με αφορμή τον χειρισμό διαφόρων ζητημάτων τρέχουσας πολιτικής διαχείρισης. Η ένταση, που σοβούσε μεταξύ των κυβερνητικών στελεχών από τις πρώτες ημέρες ανάληψης της εξουσίας, κλιμακώθηκε τον Μαΐο του 1905, όταν αποφασίσθηκε η περικοπή δαπανών στις ταχυδρομικές και τηλεγραφικές υπηρεσίες, με συνέπεια τη μαζική απεργία των εργαζομένων σε αυτές και κλυδωνισμούς στις τάξεις του πλειοψηφούντος συνασπισμού κομμάτων. Η διένεξη έτεινε να μετεξελιχθεί σε μια ιδιότυπη σύγκρουση ανάμεσα στους βουλευτές που προέρχονταν από τα ευπορότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και σε εκείνους που εκπροσωπούσαν τις λαϊκότερες τάξεις99. Μέσα στο κλίμα αποσταθεροποίησης ήρθε ένα αναπάντεχο γεγονός που επιτάχυνε ιλιγγιωδώς τις πολιτικές εξελίξεις. Ήταν η τραγική δολοφονία του πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη στις 31 Μαΐου 1905 τρεις δηλαδή μόλις μήνες μετά το σχηματισμό της νέας υπ' αυτόν κυβέρνησης, στα σκαλιά της Βουλής, από τον Αντώνιο Κωσταγερακάρη, έναν χαρτοπαίκτη, που θέλησε να τον εκδικηθεί για την απόφασή του να κλείσει τις χαρτοπαικτικές λέσχες100. Η αποτρόπαιη δολοφονία του Θεόδωρου Δηλιγιάννη έθεσε επί τάπητος το ζήτημα της διαδοχής του στην πρωθυπουργία, αλλά και στην ηγεσία του «Εθνικού Κόμματος», επιδεινώνοντας την εσωτερική αναταραχή στον κυβερνητικό συνασπισμό. 99

Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ. σελ. 741. Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 7, σελ. 77 - 78.

100

69


Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν τότε καταστατικές διαδικασίες για τον τρόπο εκλογής νέου αρχηγού στα ελληνικά κόμματα, το ζήτημα της αντικατάστασης του δολοφονηθέντος ηγέτη του περιπλέχθηκε με ίντριγκες και ένα όργιο παρασκηνιακών συναλλαγών. Σε μια απόπειρα να ξεπεραστεί η κρίση, η κοινοβουλευτική ομάδα του «Εθνικού Κόμματος» ανέθεσε στον Πρόεδρο της Βουλής Αλέξανδρο Ρώμα και στα μέλη της που συμμετείχαν στην κυβέρνηση, να εξεύρουν μία φόρμουλα για τη λύση του προβλήματος. Οι σχετικές προσπάθειες, όμως, απέβησαν άκαρπες, καθώς τα μέλη της δεν συμφώνησαν μεταξύ τους για το ποια θα ήταν η καλύτερη οδός για την ανάδειξη του νέου αρχηγού του κόμματος. Ωστόσο, παρασκηνιακά ο Δημήτριος Ράλλης και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, βασικοί διεκδικητές της ηγεσίας του «Εθνικού Κόμματος», ήρθαν μεταξύ τους σε συμφωνία με την οποία δεσμεύονταν να υποστηρίξουν ο ένας τον άλλον εφ’ όσον θα αναλάμβανε την πρωθυπουργία και άρα την ηγεσία του κόμματος101. Τελικά, όμως, τη λύση στο ζήτημα ηγεσίας του «Εθνικού Κόμματος» επιχείρησε να τη δώσει με μια άνωθεν παρέμβασή του ο βασιλέας Γεώργιος Α΄, ο οποίος αιφνιδιάζοντας τους πάντες διόρισε ως πρωθυπουργό τον Δημήτριο Ράλλη, που εκ των πραγμάτων μέσα από την επιλογή αυτή έπαιρνε και το προβάδισμα για την αρχηγία. Η πρωτοβουλία του Γεωργίου Α΄ συνάντησε την αντίδραση μεγάλου μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του «Εθνικού Κόμματος», που διαφωνούσε με τις θέσεις του Δημητρίου Ράλλη για κρίσιμα θέματα εσωτερικής πολιτικής και κυρίως με την άποψή του για την ανάγκη αύξησης των φόρων, που αποτελούσε μια σαφή απόκλιση από την παράδοση του «δηλιγιαννισμού». Παρά τις αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν, στις 9 Ιουνίου 1905 ο Δημήτριος Ράλλης σχημάτισε συμμαχική κυβέρνηση με τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ο οποίος, σε έναν τακτικό ελιγμό, έδειξε προς στιγμήν να συμβιβάζεται με την πρωθυπουργοποίηση του ανθυποψηφίου του102. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή αντί να αμβλύνει, όξυνε ακόμη περισσότερο τις τριβές στο εσωτερικό του «δηλιγιαννικού» κόμματος, με αποτέλεσμα μια ομάδα βουλευτών υπό τον Πρόεδρο της Βουλής Αλέξανδρο Ρώμα, να αποχωρήσει από τις τάξεις του και να ενταχθεί στις γραμμές του «Νεωτερικού Κόμματος» του Γεωργίου Θεοτόκη. Διαβλέποντας ο βασιλέας Γεώργιος Α΄ την ισχυρή πιθανότητα καταψήφισης του εντολοδόχου πρωθυπουργού Δημητρίου Ράλλη και θέλοντας να αποτρέψει μια τέτοια αρνητική για τους δικούς του σχεδιασμούς εξέλιξη, επιχείρησε μέσα από την αναστολή για δέκα ημέρες των εργασιών της Βουλής να προλάβει αυτό το ενδεχόμενο. Αλλά και όταν μετά την παρέλευση του χρονικού αυτού διαστήματος συνεκλήθη τελικά η Βουλή, το κλίμα εξακολουθούσε να είναι βαρύ για τη νέα κυβέρνηση παρότι αυτή έλαβε τελικά ψήφο εμπιστοσύνης. Επιπροσθέτως στο στόχαστρο πλέον των βουλευτών είχε τεθεί και ο ίδιος ο βασιλέας για τους χειρισμούς με τους οποίους είχε προσπαθήσει -πέρα από τα όρια των θεσμικών του αρμοδιοτήτων- να τη στηρίξει103. Οι εύθραυστες ισορροπίες, επί των οποίων βασιζόταν η νέα κυβέρνηση, δεν της άφηναν εξ αρχής πολλά περιθώρια μακροημέρευσης. Παρά τις προσπάθειες του Δημητρίου Ράλλη να εδραιώσει την εξουσία του, οι αντιδράσεις εναντίον επιλογών και αποφάσεών του μέσα από τον ίδιο τον κυβερνητικό συνασπισμό διαρκώς αυξάνονταν υπονομεύοντας κάθε απόπειρα άσκησης πολιτικής. Αυτό, σε συνδυασμό με τις διαρκώς και μεγεθυνόμενες πιέσεις της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα του «Νεωτερικού Κόμματος» ανάγκασε τον Δημήτριο Ράλλη να υποβάλει την παραίτηση της κυβέρνησής του. Έτσι, στις 8 Δεκεμβρίου 1905, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Θεοτόκη, ο οποίος θεωρώντας ότι μπορούσε να εξασφαλίσει Για τις διεργασίες στους κόλπους του «Εθνικού Κόμματος», βλ. εφ. Καιροί, 6/6/1905, όπου και αναλυτικό ρεπορτάζ για τις εξελίξεις. 102 Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 7, σελ. 78. 103 Βλ. εφ. Καιροί, 12/6/1905. 101

70


αυτοδύναμη πλειοψηφία, προχώρησε στην απόφαση διενέργειας νέων εκλογών την 26 η Μαρτίου 1906104. Ο απρόσμενα βραχύς βίος της Βουλής που αναδείχθηκε από τις κάλπες της 20ής Φεβρουαρίου 1905 αποτέλεσε για τον Δημήτριο Γούναρη μια καλή ευκαιρία για ανασύνταξη των δυνάμεών του. Η προκήρυξη νέων εκλογών για τις 26 Μαρτίου 1906 βρήκε τον Δημήτριο Γούναρη έτοιμο από κάθε πλευρά να δώσει τον αγώνα της επανεκλογής του και τους ψηφοφόρους πρόθυμους περισσότερο από κάθε άλλη φορά να συμβάλουν με την ψήφο τους, ώστε να «διορθωθεί» η «αδικία» που του είχε γίνει. Και στις εκλογές αυτές, ο Δημήτριος Γούναρης, πολιτεύθηκε και πάλι συνεργαζόμενος με το συνδυασμό του «Νεωτερικού Κόμματος» του Γεωργίου Θεοτόκη. Ο προεκλογικός του αγώνας υπήρξε και πάλι έμπρακτη έκφραση των ανακαινιστικών αντιλήψεών του για την πολιτική και μια ξεκάθαρη επανεπιβεβαίωση της βούλησής του να μην συμφιλιωθεί με τις παρωχημένες πρακτικές του παλαιοκομματισμού και της μικροπολιτικής. Τηρώντας, καθ’ όλο το διάστημα που είχε διαρρεύσει από τις προηγούμενες εκλογές, μια σθεναρή και ασυνθηκολόγητη στάση απέναντι στους πολέμιούς του, είχε κατορθώσει να αφοπλίσει την εναντίον του επιχειρηματολογία. Στις ομιλίες του, εν’ όψει των εκλογών της 26ης Μαρτίου 1906, ο Δημήτριος Γούναρης επέμενε να αναπτύσσει τις θέσεις του για τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού και κοινωνικοοικονομικού συστήματος της χώρας και για τη σημασία της ανανέωσης της πολιτικής ζωής του τόπου, αρνούμενος να υποκύψει στον «πειρασμό» της ρητορικής κενολογίας και της εύκολης αοριστολογίας, που κυριαρχούσαν τότε στην προεκλογική αντιπαράθεση. Και στην προεκλογική του αυτή προσπάθεια, ο Δημήτριος Γούναρης είχε την αμέριστη υποστήριξη μεγάλης μερίδας του αθηναϊκού και του πατρινού Τύπου. Πολλοί αξιόλογοι δημοσιογράφοι, ιδιαίτερα των αθηναϊκών εφημερίδων, με πρόσφατες ακόμη τις αναμνήσεις από την οδυνηρή έκπληξη που τους είχε προκαλέσει η αναπάντεχη εκλογική αποτυχία του Γούναρη στις προηγούμενες εκλογές, πρωτοστατούσαν με δημοσιεύματα στις εφημερίδες τους υπέρ της επανεκλογής του, υπογραμμίζοντας με έμφαση το πόσο χρήσιμη θα ήταν για τον τόπο η παρουσία του στο νέο Κοινοβούλιο. Χαρακτηριστικό επί του προκειμένου, είναι δημοσίευμα της εφημερίδας των Αθηνών η Πατρίς, που αργότερα -στα χρόνια του Διχασμούως εκφραστικό όργανο της αντίπαλης προς τον Γούναρη παράταξης, προμάχησε στις εναντίον της πολιτικής του επιθέσεις, η οποία στο φύλλο της 23ης Μαρτίου 1906, τρεις μόλις ημέρες πριν από τις εκλογές, σε άρθρο της υπό τον τίτλο «Δημήτριος Π. Γούναρης», ανέφερε μεταξύ των άλλων: «Ο πολιτικός του μέλλοντος. Πολιτική φυσιογνωμία εκ των μάλλον υπερόχων, ήτις συγκινεί σήμερον και ηλεκτρίζει απ’ άκρον εις άκρον την επαρχίαν Πατρών, αλλ’ ήτις κινεί γενικώτερον το ενδιαφέρον του Ελληνικού δημοσίου. Σπανίως νέοι πολιτευταί εισήλθον εις τον πολιτικόν αγώνα με τα εφόδια τα περικυκλούντα το έξοχον τούτο τέκνον των Πατρών και κατέλαβον λίαν ενωρίς θέσιν εξέχουσαν μεταξύ των διακρινομένων πολιτευτών της χώρας ημών. Η υπέροχος αυτού μόρφωσις, η θαυμαστή γλωσσομάθειά του, η ρητορική δεινότης, προ παντός δε η ισχυρά θέλησις και η ευστάθειά του χαρακτήρος, αναδεικνύουσιν αυτόν ως άνδρα προωρισμένον ν’ ανυψωθή πολύ εν τη πολιτική παλαίστρα, όπερ κοινώς ομολογείται υπό τε των πολεμίων και των απείρων θαυμαστών του. Η πόλις των Πατρών υπερήφανος περιβάλλει αυτόν διά λατρείας και ετοιμάζει εις αυτόν περιφανή επιτυχίαν. Αι Πάτραι δικαίως καυχώνται αποστέλλουσαι εις το Κοινοβούλιον αντιπρόσωπον άξιον του φρονήματος και της περιωπής της πρωτευούσης της Πελοποννήσου». 104

Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 7, σελ. 78.

71


Τη φορά αυτή, η στήριξη του Τύπου και η πολύμορφη κινητοποίηση των πολυπληθών προσωπικών πολιτικών του φίλων, υπέρ της επανεκλογής του, έπιασαν τόπο. Στις εκλογές της 26ης Μαρτίου 1906, ο Δημήτριος Γούναρης σημείωσε έναν περιφανή εκλογικό θρίαμβο. Έλαβε συνολικά 9.344 ψήφους, από αυτές μάλιστα τις 5.519 μέσα στην ίδια την πόλη της Πάτρας, ως μια έκφραση εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του και αναδείχθηκε πρώτος βουλευτής στην εκλογική του περιφέρεια μεταξύ όλων των ανθυποψηφίων του 105. Αυτή η εκλογική επιτυχία του, που σηματοδοτούσε την εγκαθίδρυση μιας νέας αδιαμεσολάβητης σχέσης του με τους πολίτες της ιδιαίτερης εκλογικής περιφέρειάς του και ταυτόχρονα πιστοποιούσε την πλήρη χειραφέτησή του έναντι των ισχυρών ομάδων συμφερόντων που τον αντιστρατεύονταν, συνέβαλε καθοριστικά στην ανάδειξη της δυναμικά ανερχόμενης πολιτικής του παρουσίας στα χρόνια που ακολούθησαν. Εξίσου, όμως, θριαμβευτική υπήρξε στις εκλογές της 26ης Μαρτίου 1906 και η νίκη την οποία πέτυχε σε ολόκληρη την Ελλάδα το «Νεωτερικό Κόμμα» του Γεωργίου Θεοτόκη. Αναδεικνύοντας 110 βουλευτές στο σύνολο των 177 εδρών του Κοινοβουλίου, έδειξε ότι ήταν το κυρίως ωφελημένο από την κρίση που σπάρασσε το «Εθνικό Κόμμα», μετά το θάνατο του ιδρυτή του, το οποίο έλαβε μόλις 13 έδρες, κατατασσόμενο στην τρίτη θέση αφού υποσκελίστηκε και από το «Νεοελληνικό Κόμμα» του Δημητρίου Ράλλη, που εξέλεξε 30 βουλευτές. Τη σύνθεση της νέας Βουλής συμπλήρωναν οι 8 βουλευτές, που εξελέγησαν με τη σημαία του «ζαϊμικού» κόμματος, οι 2 βουλευτές, που κατόρθωσε να εκλέξει ο ανεξάρτητος συνδυασμός του Καραπάνου, καθώς και 14 βουλευτές, που εκλέχθηκαν ως ανεξάρτητοι σε διάφορες επαρχίες της χώρας106. Τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μαρτίου 1906 διαμόρφωναν πλέον τις προϋποθέσεις για την ανάδυση ενός νέου πολιτικού τοπίου στη χώρα. Η ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διέθετε το «Νεωτερικό Κόμμα» στη Βουλή, σε συνδυασμό με τον πολυκερματισμό των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, άνοιγαν το δρόμο για τη συγκρότηση μιας σταθερής κυβέρνησης. Παράλληλα, όμως, το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα, αναδείκνυε και τη βαθιά κρίση η οποία διαπερνούσε το σύνολο του πολιτικού συστήματος της χώρας, το οποίο καθιστούσε επιτακτική την ανάγκη για την πραγματοποίηση τολμηρών μεταρρυθμίσεων και ριζικών θεσμικών αλλαγών, ώστε το Ελληνικό έθνος να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στο μεγάλο στοίχημα της εκπλήρωσης του πόθου της εθνικής ολοκλήρωσης.

105 106

Βλ. Π. Μαρινάκης, όπ. προηγ. σελ. 17. Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ. σελ. 743.

72


Κεφάλαιο 2ο Στην Πρώτη Γραμμή του Αγώνα για τον Πολιτικό Εκσυγχρονισμό 2.1 Με «όπλο» το βήμα της Βουλής Η νέα Βουλή, που αναδείχθηκε από τις εκλογές της 26ης Μαρτίου 1906, ξεκίνησε τις εργασίες της μέσα σε ένα κλίμα αυξημένων προσδοκιών της πλειοψηφούσας μερίδας εκείνης του εκλογικού σώματος, που με την ψήφο της είχε συντελέσει στη συντριπτική εκλογική νίκη του «Νεωτερικού Κόμματος» του Γεωργίου Θεοτόκη. Την αισιοδοξία αυτή δεν συμμερίζονταν βέβαια όσοι πίστευαν ότι η φύση και το βάθος των προβλημάτων του τόπου δεν ήταν συγκυριακού χαρακτήρα, ούτε η αντιμετώπισή τους αποτελούσε ζήτημα των καλών προθέσεων της οποιασδήποτε κυβέρνησης, όσο άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και αν αυτή διέθετε. Αντίθετα,σύμφωνα με τους σκεπτικιστές, το πραγματικό ζήτημα ήταν ότι η ελληνική κοινωνία βρισκόταν βυθισμένη σε μια βαθιά δομική κρίση, που επιδεινωνόταν από τη θεσμική της υστέρηση εν σχέσει προς τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες και την αδυναμία του ελληνικού κράτους να προωθήσει την ευόδωση του στόχου της εθνικής ολοκλήρωσης. Έτσι, κατ’ αυτούς, για την υπέρβασή της 73


απαιτούνταν δραστικές τομές και ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες, που να λογοδοτούν σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ολόπλευρου πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Στους βασικούς υποστηρικτές αυτής της κριτικής προσέγγισης, ανήκε δικαιωματικά ο Δημήτριος Γούναρης. Έχοντας, λοιπόν, ο Δημήτριος Γούναρης επιτύχει την επανεκλογή του ήταν εξ αρχής αποφασισμένος η κοινοβουλευτική του παρουσία στη νέα Βουλή να είναι ακόμη περισσότερο μαχητική και ριζοσπαστικά προσανατολισμένη. Έτσι, παρ’ ότι εκλεγμένος με το «θεοτοκικό κόμμα» εξεδήλωνε τη βούλησή του να μην εκχωρήσει για χάρη καμιάς σκοπιμότητας το δικαίωμά του να εκφέρει με ανεξαρτησία και παρρησία τη γνώμη του. Όταν, λοιπόν, η κυβέρνηση Θεοτόκη, τον Μάιο του 1906, έφερε προς συζήτηση στη Βουλή ένα σχέδιο νόμου με το οποίο θεσπιζόταν η «ευρεία εκλογική περιφέρεια» έναντι της ως τότε ισχύουσας «στενής», ο Δημήτριος Γούναρης πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις εναντίον του νομοσχεδίου. Με μια μνημειώδη αγόρευσή του, στις 22 Μαΐου 1906, επεσήμανε πως με τις ρυθμίσεις που πρότεινε η κυβέρνηση, θα ενισχυόταν ο ρόλος του τοπικού κομματάρχη, που έτσι θα καθίστατο πανίσχυρος. Και αντιπαραβάλλοντας με την ευκαιρία αυτή τον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού κοινοβουλευτισμού της εποχής του με τη λειτουργία των πολιτικών συστημάτων των ανεπτυγμένων Ευρωπαϊκών χωρών, ιδιαίτερα μάλιστα με το αγγλικό μοντέλο, που βασιζόταν στην καθολική εφαρμογή του μονοεδρικού εκλογικού συστήματος, προχώρησε σε μια απαράμιλλη συνηγορία υπέρ της ανάγκης του εκσυγχρονισμού της πολιτικής ζωής του τόπου107. Το κύριο μέρος της ιστορικής αυτής ομιλίας του Δημητρίου Γούναρη έχει ως ακολούθως: «Δ. Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: «Το νομοσχέδιον δύναταί τις ειπείν ότι δεν μεταβάλλει το υπάρχον σύστημα. Διότι τροποποιήσεις μη θέτουσαι το εκλογικόν ημών σύστημα επί βάσεως αλλοίας παρά εκείνης, επί της οποίας είνε τεθειμένον, δεν δύναταί τις να είπη ότι αποτελούσι μεταβολήν του συστήματος. Διότι συστήματα εκλογικά κατά το σημείον το οποίον ρυθμίζει το νομοσχέδιον, δύο δύναταί τις ν’ αναφέρη και εκ θεωρητικής μελέτης των πραγμάτων, αλλά και εκ της παρατηρήσεως των εφαρμοσθέντων. Το εν είνε εκείνο, κατά το οποίον εν περιφερεία ευρύτητος τοιαύτης ώστε ν’ αντιστοιχώσιν εις αυτήν πλείονες του ενός βουλευταί εκλέγονται πάντες διά μιας εκλογής, ψηφιζόντων των εκλογέων ολόκληρον τον αριθμόν των εκλεκτέων προσώπων. Το έτερον σύστημα είνε εκείνο, κατά το οποίον εν εκλογική περιφερεία τοιαύτη ώστε να εκλεχθή εξ αυτών εις και μόνος αντιπρόσωπος, ψηφίζει ο εκλογεύς και εκλέγει ένα και μόνον. Το σύστημα, το οποίον παρ’ ημίν μέχρι τούδε κρατεί είνε το πρώτο μεν κατά την βάσιν, αλλά μετά τινων εξαιρέσεων τυχαίως παρεμβεβλημένων το δε σύστημα, το οποίον διέπει το νομοσχέδιον, είνε αυτό τούτο το πρώτον, εκλειπουσών μόνον των τυχαίως παρεμβεβλημένων εν τω κρατούντι ήδη συστήματι περιστάσεων της ενιαίας ψηφοφορίας. Δεν πρόκειται λοιπόν, Κύριοι, περί δύο διαφόρων συστημάτων. Πρόκειται περί ευρύνσεως της περιφερείας της υφισταμένης κατά το σύστημα το πρώτον. Και εκ της απλής ταύτης ευρύνσεως, ουχί εκ της μεταβολής συστήματος, απεκδέχεται η εισηγουμένη αυτό Κυβέρνησις ότι θέλει έχει αποτέλεσμα την παρ’ ημίν εφαρμογήν του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος εις περιωπήν εν οία διεκτραγωδούμεν συνήθως ότι δεν ευρίσκεται. Αλλ’ ίνα ομιλήσωμεν περί βελτιώσεως του κρατούντος συστήματος είνε ανάγκη προ παντός να έχωμεν υπ’ όψιν οποία είνε τα εις αυτό αποδιδόμενα ελαττώματα κατά των οποίων θα διευθύνωμεν τας μεταρρυθμίσεις, διά των οποίων θα επιζητήσωμεν την διόρθωσιν και κατόπιν να μελετήσωμεν: Επέρχεται η βελτίωσις αύτη; βάλλουσιν αι μεταρρυθμίσεις ημών κατά των ελαττωμάτων εκείνων, τα οποία αποτελούσι την κατατρύχουσαν ημάς κακοδαιμονίαν, την τοσούτον διεκτραγωδηθείσαν; Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος: «Δημήτριος Γούναρης», έκδ. «Ελληνική Ευρωεκδοτική», Αθήνα χ.χ.ε. σελ.24 - 25.

107

74


Κύριοι, ο κοινοβουλευτισμός πανταχού της γης και ιδιαιτέρως εν Ελλάδι παρήγαγε και δεν ήτο δυνατόν παρά να παραγάγη και αποτελέσματα εν πολλοίς δυσάρεστα. Αλλ’ ας προσέξωμεν μη τυχόν τ’ αποτελέσματα ταύτα τα δυσάρεστα είναι τοσούτον συμπεπλεγμένα ως εκ της φύσεως των πραγμάτων μετά των ευαρέστων αποτελεσμάτων, ώστε αποπειρώμενοι ν’ αποκόψωμεν την πηγήν και την αιτίαν των δυσαρέστων αποτελεσμάτων αποκόψωμεν και την πηγήν και την αιτίαν των ευαρέστων. Ποίον είνε το προέχον δυσάρεστον αποτέλεσμα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, οίον παρ’ ημίν εφαρμόζεται; Συνάφεια στενή, λέγουσι, μεταξύ εκλογέως και εκλογίμου συνάφεια τοιαύτη, συνεπεία της οποίας ο εκλογεύς απευθυνόμενος προς τον εκλόγιμον αξιοί παρ’ αυτού την ικανοποίησιν πληθύος μεγάλων συμφερόντων, χάριν των οποίων αξιοί, ίνα ο εκλογεύς χρησιμοποιήση την δύναμιν, την οποίαν παρέχει εις τον εκλεγόμενον, εκλέγων αυτόν βουλευτήν και αποστέλλων αυτόν εις το Κοινοβούλιον. Συνεπεία της αξιώσεως ταύτης του εκλογέως, ο εκλεχθείς χρησιμοποιών την δύναμιν ην παρ’ εκείνου περιεβλήθη, εμφανίζεται ενώπιον της Κυβερνήσεως και αξιοί παρ’ αυτής, ίνα την δύναμιν, την οποίαν η Κυβέρνησις εκ της λαϊκής αντιπροσωπείας αμέσως και εκ του λαού εμμέσως αρύεται, χρησιμοποιήση υπέρ ικανοποιήσεως των συμφερόντων του εκλογέως. Και τούτο λέγουσιν αποβαίνει επί βλάβη του τόπου. Αλλ’ όταν λέγωμεν τόπον, λέγομεν λαόν. Και όταν λέγωμεν λαόν, κύριοι, ας φύγωμεν από τους ιδανισμούς. Ας έχομεν υπ’ όψιν, ότι ο λαός δεν είνε άλλο τι παρά τα άτομα, τα οποία αποτελούσιν αυτόν. Και όταν λέγωμεν ανάγκας του λαού εννοούμεν τας ανάγκας των ατόμων, τα οποία αποτελούσιν αυτόν. Μη φανταζώμεθα τον λαόν ως προσωπόν τι υπεράνω και έξω των ατόμων κείμενον. Μη φανταζώμεθα τα συμφέροντα του λαού ως συμφέροντα τοποθετημένα υπεράνω και έξω των συμφερόντων των ατόμων. Το άθροισμα, η ένωσις, η εν αρμονία σύνδεσις των συμφερόντων πάντων των ατόμων, των οποίων η προαγωγή η ατομική, η ανάπτυξις και η βελτίωσις είνε και πρέπει να είνε το αντικείμενον της απασχολήσεως πάντων ημών, αποτελεί το συμφέρον του λαού. Πέραν τούτου δεν υπάρχουσι παρά φράσεις κεναί, χρήσιμοι προς εξαπάτησιν των απλουστέρων. Και όταν έρχηται ο πολίτης εκείνος ο μεταδούς τω βουλευτή την δύναμιν, και αξιοί όπως της δυνάμεως ταύτης γένηται χρήσις προς ικανοποίησιν των αναγκών αυτού, οποίας τινάς ανάγκας προβάλλει; Εφ’ όσον αι ανάγκαι αύται αντιτίθενται προς το καθεστώς το πολιτικόν, το επί τη βάσει γενικών ιδεών, προσηκούσης συναρμογής και αρμονίας των ποικίλλων συμφερόντων καταρτισθέν, δυνάμεθα να είπωμεν προς αυτόν: Φύγε, τίθεσαι εις αντίθεσιν προς εκείνο. Αλλ’ εφ’ όσον ο πολίτης αυτός έρχεται ζητών προστασίαν εν τω δικαίω αυτού, ζητών χρησιμοποίησιν των δυνάμεων της πολιτείας κατά τον σκοπόν διά τον οποίον υφίσταται και πρέπει να υφίσταται η δύναμις αύτη της Πολιτείας, θα είπητε εις τον πολίτην, ότι πράττει τι το άτοπον; και θα αξιώσητε ίνα ο πολίτης εκείνος μη ευρίσκει ουδένα παρά του οποίου θα ζητήση την συνδρομήν; Είνε εύκολον να λέγωμεν, ότι δεν πρέπει να προσφεύγη ο πολίτης προς τον βουλευτήν. Αλλ’ είνε, Κύριοι, λυπηρά πραγματικότης την οποίαν παρακαλώ οιονδήποτε εκ της πείρας του γιγνώσκοντα, ότι δεν έχει όπως την λέγω, να την διαψεύση. Είνε λυπηρά πραγματικότης, ότι η νόσος δεν έγκειται εις τον έχοντα ανάγκην πολίτην, αλλ’ έγκειται εις την ανίκανον Πολιτείαν, εις την αδρανή Πολιτείαν, να μεριμνήση αφ’ εαυτής την ικανοποίησιν της ανάγκης του πολίτου, εις την Πολιτείαν την θεωρούσαν τον πολίτην όπως τον εθεώρει η Πολιτεία εκείνη, την οποίαν διεδέχθη εν τη χώρα ταύτη, εις την θεωρούσαν αυτόν ως ΡΑΓΙΑΝ, επί του οποίου νομίζει, ότι έχει δικαιώματα, ότι έχει εξουσίας και του οποίου αγνοεί, ότι εκλήθη να υπηρετήση πάντα τα συμφέροντα, πάσας τας ανάγκας, ολόκληρον την πρόοδον και την προαγωγήν. 75


Εφ’ όσον το όργανον της διαχειρήσεως της Πολιτικής Εξουσίας εξ ατελούς παρασκευής των νομοθετημάτων των διακανονιζόντων την εξουσίαν ταύτην και την χρήσιν αυτής, εξ ατελούς προνοίας περί την εκλογήν αυτού, τοιαύτην έχει αντίληψιν της αποστολής αυτού, ο πολίτης ο προσφεύγων εις τον βουλευτήν, ίνα ο βουλευτής διά της χρήσεως της πολιτικής αυτού δυνάμεως, καθορίση την εν μεγίστω κύκλω αφεθείσαν ελευθέραν βούλησιν του οργάνου της Πολιτείας, την ρυθμίζουσαν τα συμφέροντα του πολίτου, ουδέν πράττει το άτοπον, ο δε βουλευτής ο παρεμβαίνων επί προστασία δικαίων αυτού πράττει έργον αγαθόν. Διότι πρέπει να τρέμητε αναλογιζόμενοι ότι κατά την στιγμήν κατά την οποίαν ήθελεν εκλείψει η παρέμβασις του βουλευτού θα εμπνευσθή και αυθαίρετος απόφασις του δημοσίου λειτουργού από την κνίσσαν των μαγειρείων του ή από την φαντασίαν ευαρέστων εν τω θαλάμω του. Αλλά και εάν τούτο επετρέπετο να είνε το ιδανικόν ημών, να αποσπάσωμεν τον πολίτην από τον βουλευτήν - και λέγω εάν τούτο επετρέπετο εν τη ενεστώση των πραγμάτων καταστάσει, εν τη ενεστώση εμφανίσει της Πολιτείας, την οποίαν ημείς πάντες καθ’ εκάστην βλέπομεν και βεβαίως είναι ευκταίον διά τας ολιγωτέρας συνήθως περιπτώσεις καθ’ ας ο πολίτης επ’ αδίκω προσφεύγει εις τον βουλευτήν και ούτος έχει την αδυναμίαν να τω παρέχη την αρωγήν του, θα ήτο δυνατόν να το επιτύχητε διά της ευρύνσεως της περιφερείας; Ευρύτης περιφερείας με πλειονότητα βουλευτών εκλεγομένων εν αυτή, τι σημαίνει; Τους εκλογείς, αφ’ ενός εν μεγίστη ποσότητι, τους πολιτευομένους αφ’ ετέρου μη σχετιζομένους με πάντα τα τμήματα της ευρυτάτης περιφερείας, ως επί το πολύ αγνώστους εις τα πλείονα των τμημάτων τούτων, Αλλ’ ούτω που θα καταλήξωμεν; Εκεί όπου ευρισκώμεθα και σήμερον, όπου δεν υπάρχει η ευρεία περιφερεία. Εις την ανάγκην της συνενώσεως πλειόνων πολιτευομένων εχόντων κατά τα διάφορα τμήματα της περιφερείας ταύτης επιρροήν. Δηλαδή θα καταλήξωμεν εις εκείνο το οποίον τοσάκις ηκούσαμεν αναθεματιζόμενον, εις τους λεγομένους συνδυασμούς. Κύριοι, δεν θα προσθέσω εγώ, τίποτε εις εκείνα τα οποία ελέχθησαν ενταύθα και τα οποία είναι ασθενής απήχησις εκείνων, τα οποία πάντες συναισθανόμεθα κατά τας στιγμάς κατά τας οποίας συμπηγνύομεν τας πολυθρυλλήτους αυτάς ενώσεις. Δεν θα προσθέσω τίποτε εις εκείνα, τα οποία ελέχθησαν ενταύθα ως ασθενής απήχησις των - ας μην τα χαρακτηρίσω - αισθημάτων, δι’ ην κατεχόμεθα κατά τας παραμονάς πάσης εκλογής. Δεν θα προσθέσω τίποτε εις εκείνα, τα οποία ελέχθησαν και διεξετραγωδήθησαν και αλλαχού εν τη αλλοδαπή, όταν πλάνη και δίψα νεωτερισμού έφερε και άλλους εις εισαγωγήν εκλογικού συστήματος ευρείας περιφερείας με πλείονας εκλεγομένους. Αρκεί μόνον να σας είπω, ότι αφού ο υποψήφιος εν τη ευρεία περιφερεία δεν είναι δυνατόν να συνδέηται προς τα διάφορα αυτής τμήματα αναγκαίως καταφεύγετε εις τους συνδυασμούς και τότε θα έχητε τους μεγαλοδυνάμους κομματάρχας ρυμουλκούντας μέχρι της αιθούσης ταύτης όλα τα ασήμαντα πρόσωπα τα εκλεγόμενα ουχί λόγω ιδεών, ουχί διότι διατελούσι εν τινι συνδέσμω προς οιανδήποτε ιδέαν, ουχί διότι απολαύουσι της υπολήψεως ή της εκτιμήσεως οιασδήποτε ομάδος πολιτών, έστω και μειοψηφούσης, αλλά μόνον και μόνον δίοτι είναι άνθρωποι ευαρέστως υπηρεσιακοί εις τους ρυμουλκούντας κομματάρχας. Και μη είπη τις, ότι κατ’ ανάγκην εν τη ευρυτέρα περιφερεία θα υπάρξωσι ευρύτεραι ιδέαι. Αι ιδέαι, κύριοι δεν γεννώνται διά νόμων. Είναι πλάνη εάν νομίζωμεν, ότι θεσμοθετούντες εν τη αιθούση ταύτη θα δημιουργήσωμεν εις τας κεφαλάς των συμπολιτών μας ιδέας. Αι ιδέαι δημιουργούνται διά της συναισθήσεως των συμφερόντων. Απαιτείται πρώτον να υπάρχη συμφέρον, να υπάρχη ποια τις έντασις του συμφέροντος, και να επέλθη συναίσθησις της εντάσεως ταύτης, να επέλθη η επίνοια περί του τρόπου, καθ’ ον δύναται 76


να ικανοποιηθή το συμφέρον τούτο και να υπάρξη και δύναμις εκδηλώσεως τούτων. Και μόνον όταν ταύτα υπάρξωσι παρά τοις εκλογεύσι, έπεται δυνατόν να υπάρξωσι παρ’ αυτοίς ιδέαι. Διά να υπολογίσητε δε εάν επί τη βάσει ιδεών θα καταρτισθώσι οι συνδυασμοί της ευρείας περιφερείας, υπολογίσατε ποιοι είναι δυνατόν να περιληφθώσιν εν αυτοίς. Φαντασθήτε επίλεκτόν τινα πολίτην γνωστόν διά την αξίαν και την υπεροχήν του εν τινι τμήματι περιφερείας, άγνωστον δε κατά φυσικόν λόγον εις τα 9 άλλα τμήματα αυτής. Φαντασθήτε τον άνθρωπον αυτόν εμφανιζόμενον εν τη οικία εν η συνεδριάζουν οι μέλλοντες να αποφασίσωσι περί του καταρτισμού του συνδυασμού κομματάρχαι, πάντες οι της περιφερείας εκείνης. Δεν θα ηυχόμην εις τον δυστυχή άνθρωπον να έχη μάρτυρα του εξευτελισμού ουδέ ακροατήν των αναπτύξεων περί της μικρότητός του, ην θα τω πτύσωσι κατά πρόσωπον όλοι εκείνοι οι μεγαλόσχημοι μεγιστάνες των ψήφων. Η εκτίμησις των συμπολιτών του, η οποία εν τη στενή περιφερεία θα ηδύνατο να τον σπρώξη άνευ ρυμουλκού μέχρι της αιθούσης ταύτης, δεν δύναται να τω ανοίξη τας θύρας του συνεδρίου της ευρείας περιφερείας, εν τω οποίω αποφασίζεται η αντιπροσωπεία αυτής εν διαβουλίοις ιδιαιτέροις, εν οις πάσα ευτέλεια επιδεικνύει την αυθάδη υπεροχήν της. Και ποιοι θα γίνωσι δεκτοί εν τοις συμβουλίοις εκείνοις; Άλλοι, παρά οι κομματάρχαι οι συνεισφέροντες μεγάλα κεφάλαια και τα ευπειθή υπηρετικά αυτών όργανα; Και τώρα ερωτώ υμάς πως είνε δυνατόν να εκλείψωσιν οι δεσμοί μεταξύ εκλογέως και εκλογίμου, ουχί μόνον εκείνοι, περί των οποίων εμνήσθησαν αξιότιμοι προλαλήσαντες ως και εγώ, αλλά και άλλοι τινές, όταν διά να εισέλθη τις εις την αίθουσαν ταύτην προσποιείται να γίνη παραδεκτέος παρά του συμβουλίου του καταρτίζοντος τους συνδυασμούς, προς τούτο δε είνε ανάγκη να παρουσιάση κομματικήν δύναμιν, άλλως μένει εκτός του συνδυασμού; Πως θα δημιουργήση ταύτην ο αποφασίζων να πολιτευθή; Είνε φανερόν, ότι ο αποφασίζων υπό τοιούτον σύστημα να πολιτευθή μετά την πρώτην ατυχή απόπειραν να περιληφθή εις συνδυασμόν με μόνον κεφάλαιον την εκτίμησιν των συμπολιτών θα ακούση ότι πρέπει να στηρίζη την αξίωσίν του επί άλλου τινός παρά εις την απλήν υπόληψιν των συμπολιτών του των γιγνωσκόντων αυτόν, ότι πρέπει να την στηρίζη επί εκείνον του οποίου η έλλειψις τον απέκλεισεν επί της αποκτήσεως ψήφων διαθεσίμων. Και νομίζετε ότι ο άνθρωπος αυτός δεν θα σπεύση να μεταβληθή εις υπηρέτην πάσης ανάγκης ουχί μόνον της σχετιζούσης αυτόν προς την Κυβέρνησιν, διότι προς αυτήν αυτός, μη πολιτευόμενος ακόμη, δεν έχει σχέσιν τινά, ούτε δύναται να έχη, αλλά της σχετιζούσης αυτόν με τα υπόγεια των δημοσίων γραφείων; Και εκεί να στείλητε να προπαιδευθή τον επίλεκτον αυτόν πολίτην εάν θέλη να δημιουργήση πολιτικήν επιρροήν, να γίνη και αυτός κομματικός παράγων, ώστε να τω επιτραπή ίνα εισέλθη εις την θαυμασίαν ένωσιν, διά της οποίας θέλετε να κυβερνήσητε την Ελλάδα; Αρκούσι και μόνον οι συνδυασμοί, διά να κατακρίνη τις εν πληρεστάτη συνειδήσει ότι υπηρετεί τον τόπον, ολόκληρον το περιλαμβάνον αυτούς σύστημα.... Μας ανέφερον, κύριοι, ως αποτέλεσμα της ελλείψεως των πιέσεων τούτων την μονιμότητα των πλειοψηφιών, αι οποίαι απέρευσαν εκ της ευρείας εκλογικής περιφερείας. Και μας είπον, ότι αι πλειοψηφίαι αύται ηγουμένου του αειμνήστου Τρικούπη έμειναν πισταί εις αυτόν. Θέλουσιν άραγε με τούτο να είπωσιν, ότι αι πλειοψηφίαι αι μη εκλεχθείσαι εκ της ευρείας εκλογικής περιφερείας δεν έμειναν πισταί εις αυτόν; Εν τούτοις ο μελετών την ιστορίαν την κοινοβουλευτικήν των τελευταίων ετών τι βλέπει; Ποία είνε η πλειοψηφία εκείνη, δι’ ης ο αείμνηστος Τρικούπης μετέβαλεν εντελώς την κατάστασιν των πραγμάτων; Η πλειοψηφία, η οποία τον ηκολούθει από του 1882 μέχρι του 1885. Πόθεν απέρρευσεν η πλειοψηφία αύτη; Εκ της ευρείας περιφερείας; Όχι! Εκ της στενής. Έσχε δ’ άλλας πλειοψηφίας ο αείμνηστος ανήρ και εκ της ευρείας περιφερείας αλλά και εκ της 77


στενής μετά την κατάργησιν της ευρείας. Και πάσαι παρέμειναν πισταί αυτώ είτε εκ της στενής περιφερείας προήρχοντο είτε εκ της ευρείας. Είνε πρόδηλον εκ τούτου ότι όταν μελετώμεν την σταθερότητα των Τρικουπικών πλειοψηφιών δεν πρέπει ν’ αποδώσωμεν αυτήν εις την ευρείαν ή την στενήν περιφέρειαν. Δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν αφαίρεσιν της προσωπικότητος του ανδρός όταν μελετώμεν το φαινόμενον τούτο, ουδέ να συσχετίσωμεν αυτό μετά της ευρείας περιφερείας. Και όντως. Εάν ρίψωμεν εν βλέμμα εις τα ψηφισθέντα υπό των Τρικουπικών πλειοφηφιών, η πλειοψηφία, ην πράγματι θέλομεν θαυμάσει διά την αυτοθυσίαν της την κομματικήν, είνε η πρώτη ην έσχεν ο αείμνηστος Τρικούπης, είνε εκείνη ήτις εψήφισεν ολόκληρον την αναμόρφωσιν του φορολογικού συστήματος, θίξαντος εν τω ευιθικτοτέρω σημείω του ιδιωτικού συμφέροντος τον Ελληνικόν λαόν. Και εψήφισε τούτο εν πληρεστάτη συνειδήσει, ότι την ανέμενεν η εκ των καλπών αποτυχία, εψήφισεν εξ αυτοθυσίας. Αλλ’ η αυτοθυσία δεν ωφείλετο εις την προέλευσιν των βουλευτών, δεν ωφείλετο εις το ότι εξελέγησαν εκ στενής ή ευρείας περιφερείας. Αλλ’ ωφείλετο εις το ότι ενεπνέοντο μέχρι των εγκάτων της ψυχής των οι άνθρωποι εκείνοι υπό της Ιδέας ότι εξυπηρέτουν τον τόπον, υπηρετούντες τας ιδέας, ανδρός, ον επίστευον ακραδάντως ως κεκλημένον να επιτελέση την ανόρθωσιν της Πατρίδος. Ήτο η πίστις και η πεποίθησις επί τον αείμνηστον Τρικούπην, ήτο το κύρος το οποίον ήσκουν αι γνώμαι αυτού, όχι μόνον επί των οπαδών του, αλλ’ επί του Ελληνισμού ολοκλήρου ο οποίος διά της διαμορφωθείσης αρχήθεν υπέρ αυτού γνώμης, παρέσχεν εις αυτόν ολόκληρον το κύρος να πηδαλιουχήση την πλειοψηφίαν. Ήτο το επιβάλλον μεγαλείον των ιδεών του των ανταποκρινομένων εις την επιβολήν της υπερόχου πολιτικής φυσιογνωμίας του. Ήτο το καταφλέγον αυτόν πυρ της αναμορφώσεως της χώρας, το οποίον ακαταπόνητος εργασία, μετέδιδεν εις τους οπαδούς του. Ήτο εν ενί λόγω το δαιμόνιον του ανδρός εκείνου πνεύμα το μεταδιδόμενον και παρασύρον και τους κοινοτέρους των στρατιωτών του εις γενναίας αποφάσεις και εις ευπρόσδεκτον υποβολήν εις πάσαν θυσίαν. Και το φαινόμενον είνε συμφωνότατον τη ανθρωπίνη φύσει. Ρίψατε μεγάλας ιδέας εν οιωδήποτε κοινοβουλίω και θα εύρητε πάντοτε άνδρας προθύμους να θυσιάζωσι την πολιτικήν αυτών ύπαρξιν υπέρ των ιδεών τούτων. Οπουδήποτε και αν φαίνωνται τυρβάζοντες είτε εις τα μικρά είτε εις τα μεγάλα, εις στιγμήν καθ’ ην θα θέσητε επί του τάπητος το πρόβλημα της ανορθώσεως της Πατρίδος, εστέ βέβαιοι ότι θέλετε εύρει και από την μικράν και από την μεγάλην περιφέρειαν άνδρας και στρατιώτας, οι οποίοι τα πάντα να λησμονήσωσιν ίνα υπηρετή σωσι το έργον σας, έστω και αν πρόκειται ν’ απέλθωσι την επομένην εις τον ιδιωτικόν βίον. Αρκεί να τους παράσχητε την πεποίθησιν ότι θα συναποκομίσωσι την παρηγορίαν ότι διά της ψήφου εξυπηρέτησαν την Πατρίδα των. ... Αλλά λέγουν οι υπέρμαχοι της ευρείας θα σωθώμεν από την πίεσιν των τοπικών συμφερόντων, θα ακούωνται μόνον τα γενικά συμφέροντα, ήτοι τα συμφέροντα τα οποία είνε κοινά εις πλείονας επαρχίας και ταύτα λέγουσι δεν είνε ανώτερα. Αλλά, διατί θα είνε ανώτερα τα συμφέροντα τα κατά την ευρείαν περιφερείαν; Τα συμφέροντα ευρυτέρας περιφερείας ουδείς υπάρχει λόγος να ώσι κατά το ποιόν διάφορα. Είνε και αυτά συμφέροντα της αυτής φύσεως. Η διαφορά αυτών συνίσταται εν τούτω, ότι τα συμφέροντα ταύτα τα έχουσι κοινά, άνθρωποι κατοικούντες εις την α΄ επαρχίαν και άνθρωποι κατοικούντες εις την β΄ επαρχίαν, ενώ τα τοπικώτερα συμφέροντα τα έχωσι μόνον οι εις την α΄ επαρχίαν κατοικούντες. Κατά τούτο αυτά είνε γενικώτερα και τα άλλα μερικώτερα, αλλ’ αμφότερα είνε της αυτής φύσεως, ίστανται επί του αυτού εδάφους και είνε αμφότερα εξ’ ίσου σεβαστά. Δεν δύναταί τις να είπη τον λόγον δι’ ον αποτελεί πλεονέκτημα του συστήματος της ευρείας περιφερείας η εγκατάλειψις των μερικωτέρων συμφερόντων. Μήτοι ταύτα 78


απερρόφησαν ολόκληρον την μέριμναν της Πολιτείας και ένεκα τούτου επελάθετο των γενικωτέρων; Κύριοι! Διέλθητε την Ελλάδα και θα πεισθήτε εάν αυτό το ονειροπολούμενον ιδανικόν της εγκαταλείψεως των τοπικών συμφερόντων, δεν έχει συντελεσθή άνευ της ευρείας περιφερείας. Έχει συντελεσθή διά της αστοργίας, ην εδείξαμεν μέχρι σήμερον αφίνοντες την λεγομένην αυτοδιοίκησιν των δήμων εκεί όπου ευρίσκεται αύτη. Έχει συντελεσθή διά της τελείας εγκαταλείψεως εκ μέρους του Κράτους, παντός τοπικού συμφέροντος ακόμη και εκείνων των οποίων η ικανοποίησις αποτελεί επιτακτικόν αυτού καθήκον. Και φοβείσθε μη τυχόν υποβληθή εις θυσίας υπερμέτρους, υπέρ των τοπικών συμφερόντων, Κράτος, το οποίον αρνείται ή εφωράθη ανίκανον να παράσχη εκείνο, το οποίον και υποχρέωσιν έχει αναλάβει να παράσχη, ολίγην ασφάλειαν, ολίγην συγκοινωνίαν και ολίγην διοίκησιν; Εκ τούτων προκύπτει, ότι ουδεμίαν δυνάμεθα ν’ απεκδεχώμεθα βελτίωσιν εκ του συστήματος της ευρείας περιφερείας. Εξ εναντίας έχει ελαττώματα καταφανή. Εν τη στενή περιφερεία ο υποψήφιος είνε γνωστός εις εκείνους, οίτινες θα εκλέξωσιν αυτόν. Δεν έχει ανάγκην τίτλων, δεν έχει ανάγκην ονόματος πολιτικού, ίνα εισέλθη εις την χορείαν των πολιτευομένων. Αρκεί εν τη κοινωνική αυτού δράσει να καταδειχθή δυνάμενος να υπηρετήση τον τόπον αυτού και ο τόπος προθύμως, αντιλαμβανόμενος την αξίαν αυτού, τον αποστέλλει ενταύθα άνευ συνδυασμού οιουδήποτε, άνευ ρυμουλκήσεως παρ’ ουδενός κομματάρχου και άνευ ουδεμιάς συστάσεως. Είνε τούτο, Κύριοι, πλεονέκτημα σπουδαιότατον και επί τη βάσει αυτού, ανήρ όντως μέγας, αναμφιβόλου μεγαλείου, ο Καβούρ, υπεστήριξεν, ότι είνε προτιμοτέρα η στενή περιφέρεια. Και σημειώσατε, ότι ο Καβούρ είχεν αποτύχει με την στενήν περιφέρειαν. Ομιλών ο Καβούρ ενώπιον του Κοινοβουλίου, έλεγε: "Εις τι συνίσταται το εκλογικόν δικαίωμα; Συνίσταται εν τη κρίσει, την οποίαν φέρει ο εκλογεύς επί των διαφόρων υποψηφίων, οι οποίοι επιδιώκουν την ψήφον αυτού. Ώστε δια να δυνηθή να κάμη την εκλογήν ταύτην μετά διακρίσεως είνε απαραίτητον, ίνα έχη γνώσιν του υποψηφίου, τον οποίον πρόκειται να εκλέξη". Είνε γνώμη, Κύριοι, ανδρός, του οποίου το κύρος είνε τοιούτον, ώστε επιβάλλεται μεγίστη προσοχή. Την γνώμην αυτού, είνε αληθές, ελησμόνησαν οι συμπολίται αυτού το 1882 εισαγάγοντες την ευρείαν περιφέρειαν. Αλλ’ όταν μετ’ ολίγον είδον την εφαρμογήν του συστήματος αυτού, ανεμνήσθησαν, ότι ο σεβασμός προς την γνώμην του μεγάλου ανδρός ήτο επιβεβλημένος εκ της πραγματικής αυτού αξίας και ουχί εκ της φήμης του ονόματός του. Διότι εδιδάχθησαν εκ των πραγμάτων, ότι εν τη κρίσει του ταύτη ευρίσκετο εν πληρεστάτω δικαίω και δι’ αυτό έσπευσαν να καταργήσωσι την ευρείαν περιφέρειαν. Και διά να εννοήσητε την σοβαρότητα του επιχειρήματος τούτου, κύριοι, μη εξετάζητε ποίον είνε το σύστημα εκείνο το οποίον θέλει εκλέξει τα γνωστά ονόματα, τους μεγάλους άνδρας. Και μη λέγητε ότι με την στενήν περιφέρειαν απέτυχεν ο Τρικούπης, παραπλεύρως του οποίου δύνασθε να προσθέσητε και άλλους αποτυχόντας με την στενήν περιφέρειαν αλλαχού, τον Θιέρσον, τον Γκιζώ, τον Καβούρ, αυτόν. Και μη λέγετε ότι με την ευρείαν περιφέρειαν θα επετύγχανεν ο Τρικούπης. Δεν δύνασθε να λέγετε ότι θα επετύγχανε, διότι δεν έχετε απόδειξιν του πράγματος. Εάν ηρωτάτε την παραμονήν της αποτυχίας του Τρικούπη, θα σας έλεγον πάντες ότι ήθελεν επιτύχει. Και όμως απέτυχε. Σεις λέγετε, ότι αν ήτο ευρεία η περιφέρεια θα επετύγχανε. Τίνα βεβαιότητα έχετε περί τούτου; Υποθέτετε κάτι τι και επ’ αυτού στηρίζετε επιχείρημα, αλλ’ επιχείρημα ασήμαντον, διότι στηρίζεται επί υποθέσεως. Αλλά και αν η υπόθεσις είνε βάσιμος ποίον είνε το συμπέρασμα; 79


Ο Χαρίλαος Τρικούπης ήτο εν πάση Ελληνική συνειδήσει εν ωρισμένη θέσει, είτε η περιφέρεια ήτο στενή ή ευρεία. Και ηδύνατο να επέλθη τούτο ή εκείνο το αποτέλεσμα επίσης εν ευρεία ή και εν στενή περιφερεία. Διότι προσωπικότητες φθάσασαι ήδη εις την πολιτικήν περιωπήν, εις ην είχε φθάσει τότε η προσωπικότης του Χαριλάου Τρικούπη, δεν βοηθούνται ούτε δυσκολεύονται από το εν ή το άλλο σύστημα. ... Ήκουσα αντίρρησίν τινα εν τη αιθούση ταύτη στηριζομένην κυρίως επί της μικράς ποσότητος των εκλογέων, ήτις θα ευνοή τον διά χρημάτων επηρεασμόν αυτών. Λησμονούμεν όμως τούτο λέγοντες, ότι έχομεν 18 περιφερείας με ένα μόνον βουλευτήν. Δεν δυνάμεθα δε να είπωμεν, ότι εν ταις περιφερείαις ταύταις μολονότι τινές έχουσιν εκλογείς εν μικροτέρω αριθμώ παρά εκείνον, όστις θα προέκυπτε κατά μέσον όρον υφ’ όλων των εκλογέων, διαιρουμένων εις 150 εκλογικάς περιφερείας δεν δυνάμεθα, λέγω, να είπωμεν, ότι επικρατεί η δωροδοκία περισσότερον ή εν άλλαις. Έχομεν ευρείας περιφερείας εν ταις οποίαις βλέπομεν εμφανιζομένην θρασυτάτην την δωροδοκίαν - Εις βουλευτής - Τον Πειραιά - Έτερος - Την Σύρον Δ. Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Δεν θέλω ν’ αναφέρω τας περιφερείας ταύτας διότι είναι εις όλους γνωσταί. Ανάγκη όμως να σημειώσω εις την υμετέραν προσοχήν και μίαν άλλην παρατήρησιν. Φοβούμεθα την εισβολήν του χρήματος εν τη πολιτική και φοβούμεθα μη τυχόν το κεφάλαιον εισβάλη ευκολώτερον διά της στενής παρά διά της ευρείας περιφερείας. Εγώ, κύριοι, φοβούμαι ότι είνε ευκολώτερον να εισβάλη διά της ευρείας περιφερείας. Νομίζω, ότι είνε ευκολώτερον ν’ αγορασθή μία θέσις εν συνδυασμώ παρεχομένων των εκλογικών δαπανών του συνδυασμού προς ενέργειαν της εκλογής, δαπανών αι οποίαι πολλάκις δεν είναι μικραί. Και είνε αναγκαία, κύριοι, τα χρήματα διά τας εκλογάς ανεξαρτήτως της δωροδοκίας. Εις τας εκλογικάς περιφερείας μάλιστα απαιτούνται γενναία χρηματικά ποσά εκ μέρους των υποψηφίων προς διεξαγωγήν των εκλογών. Νομίζετε λοιπόν, ότι δεν θα είνε ευπρόσδεκτος εν τω συνδυασμώ ο υποψήφιος εκείνος, ο οποίος μη δυνάμενος να έχη ψήφους να προσθέση εις τον συνδυασμόν, προσφέρεται να καταβάλη τα χρήματα, τα αναγκαιούντα διά την ενέργειαν της εκλογής, ίνα διευκολύνη τον κοινόν αυτού και των άλλων συνυποψηφίων του αγώνα; Υφίσταται δε εν τοιαύτη περιπτώσει μεγίστη ευκολία αποδοχής των χρημάτων, διότι ουδαμώς θίγονται τα αισθήματα, ουδείς δεσμός διαρρηγνύεται. Ουδεμία παρά τω εκλογεί γεννάται συναίσθησις, ότι διαπράττει τι εναντίον των συμφερόντων του τόπου του. Ουδ’ αισθάνεται στενοχωρίαν, ότι προδίδει εκείνον με τον οποίον πλείστους έχει δεσμούς, και εις ον ανήκει, κατά την κρατούσαν φρασεολογίαν, κομματάρχην. Απεναντίας ο πληρώσας κεφαλαιούχος υποδεικνύεται προς τους εκλογείς υπό εκείνων, οι οποίοι εις τοιούτον δεσμόν μετ’ αυτού διατελούσιν, ώστε να έχωσι την εξουσίαν να διαθέτωσι τας ψήφους των. Και όχι μόνον η υπερψήφισις του χρηματοδότου συνεταίρου δεν προσβάλλει τα επί του εκλογέως δίκαια του κομματάρχου του, αλλ’ απεναντίας και επιβάλλεται υπ’ αυτού ως όρος της μεταξύ των φιλίας. Και ταύτα δεν είνε λόγοι περί μελλόντων να συμβώσι πραγμάτων, είνε γεγονότα τα οποία η εκλογική ιστορία πολλών επαρχιών εμφανίζει οφθαλμοφανώς ενώπιόν σας. Κ. Ν. ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν γνωρίζω εάν εγίνοντο ή όχι. Πολύ δυσάρεστον ευρίσκω ν’ αναβιβάζεται εις το βήμα και να πιστοποιήται κατά τρόπον αξιωματικόν η παρ’ υμών περιγραφομένη κατάστασις, ήτις είνε ήκιστα εποικοδομητική διά τα πολιτικά ημών ήθη. Δ. Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Κύριε συνάδελφε, θα ήτο ευκολώτερον το έργον μας και περισσότερον ευχάριστον εις εμέ και εις πάντας, εάν ουδέν έτερον είχομεν να πράξωμεν εν τη αιθούση ταύτη παρά να εξυμνώμεν την κατάστασιν ημών. Αλλά μη λησμονείτε, ότι αν η 80


κατάστασις ήτο τοιαύτη, ώστε μόνον υμνητών να χρήζη, δεν θα είχωμεν λόγον υπάρξεως εν τη αιθούση ταύτη. Κ. Ν. ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ: Ες άλλοτε περί τούτου. Δ. Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Δεν νομίζω λοιπόν, κύριοι, ότι με το σύστημα του διαμερίσματος, εν τω οποίω θα εκλέγηται εις και μόνον βουλευτής, θα έχωμεν την επίδρασιν του χρήματος και εξηγώ - εν χειροτέρω μέτρω, παρά εκείνο, με το οποίον και σήμερον, αν θελήση το κεφάλαιον να εισέλθη εις την αίθουσαν ταύτην, δύναται να εισέλθη»108. Αυτή η αγόρευση του Δημητρίου Γούναρη, έγινε δεκτή με επιδοκιμαστικά σχόλια από πολλούς βουλευτές όλων των κομμάτων. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης, ο Δημήτριος Ράλλης, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ο Στέφανος Δραγούμης και ο Εμμανουήλ Ρέπουλης, που αντιπροσώπευαν ολόκληρο το πολιτικό φάσμα της εποχής. Εξίσου διθυραμβική ήταν επίσης η «υποδοχή» των εικονοκλαστικών θέσεων του Γούναρη και από μεγάλη μερίδα του αθηναϊκού και επαρχιακού Τύπου της επομένης. Και είναι εξόχως χαρακτηριστικό το γεγονός ότι αρκετές εφημερίδες όχι μόνο φιλοξένησαν στις στήλες τους εκτεταμένα αποσπάσματα της αγόρευσής του, αλλά και ασχολήθηκαν με το περιεχόμενό της τις ημέρες που ακολούθησαν, αφιερώνοντας πολλά άρθρα και σχόλιά τους για την περαιτέρω ανάλυση των προτάσεων που εισηγείτο με αυτήν. Ο Δημήτριος Γούναρης δεν δίστασε να διατυπώσει ξανά τις ενστάσεις του για την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική, όταν στις 3 Ιουνίου 1906 με αφορμή τη συζήτηση μιας αναφοράς μεταναστών προς τη Βουλή, η κυβέρνηση Θεοτόκη έδειξε να αντιμετωπίζει το ακανθώδες τότε για την ελληνική κοινωνία μεταναστευτικό πρόβλημα με προχειρότητα και αποσπασματικότητα. Ο Αχαιός πολιτικός θεωρούσε ότι για μια χώρα, όπως η Ελλάδα της εποχής, της οποίας σημαντικά τμήματα του πληθυσμού, παρωθούμενα από την οικονομική υπανάπτυξη και καθυστέρηση του τόπου, αναγκάζονταν να μεταναστεύουν προς διάφορες χώρες του κόσμου και ιδιαίτερα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η ύπαρξη μιας επεξεργασμένης μεταναστευτικής πολιτικής αποτελούσε υποχρέωση του κράτους προς τους πολίτες του. Εξέφρασε ευθέως τη διαφωνία του για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγιζόταν το μεταναστευτικό ζήτημα από τους διάφορους κυβερνητικούς αγορητές και κατέθεσε, έτσι πρόταση για τη δημιουργία κοινοβουλευτικής επιτροπής υπέρ της προστασίας των μεταναστών. Η πρόταση έγινε αποδεκτή από τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη και στη συνεδρίαση της Βουλής της επομένης ημέρας (4 Ιουνίου 1906), ο Πρόεδρος του Σώματος ανακοίνωσε τη συγκρότηση της επιτροπής για τη μελέτη του μεταναστευτικού, που απαρτίστηκε από τους βουλευτές Γούναρη, Δεληγεώργη, Λεβίδη, Στάη, Βοζίκη, Μωραΐτη και Αναστασίου. Μετά από επίπονη και εργώδη προσπάθεια, η επιτροπή αυτή εξέδωσε στις 29 Ιουνίου 1906, έκθεση, που συνετάχθη από τον ίδιο τον Δημήτριο Γούναρη, στην οποία καταγράφονταν οι διάφορες πτυχές του προβλήματος και διατυπώνονταν προτάσεις πολιτικής για την επίλυσή του. Στην έκθεση εκείνη, ο Δημήτριος Γούναρης, αφού έθετε το ευρύτερο ζήτημα της αδιαφορίας μέχρι τότε των υπηρεσιών του ελληνικού κράτους να προχωρήσουν στη συστηματική συλλογή και επεξεργασία στοιχείων για την καταγραφή των διαφόρων κοινωνικών προβλημάτων και επεσήμαινε τις συνέπειες της έλλειψης αυτής στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων που λαμβάνονταν, ακολούθως προέβαινε σε μια διεισδυτική περιγραφή των αιτίων που προκαλούσαν το μεταναστευτικό ρεύμα από τη χώρα προς διάφορα κράτη του εξωτερικού, και κατέληγε διατυπώνοντας προτάσεις ανάληψης δράσεων της πολιτείας επ’ αυτού. Συγκεκριμένα, ανέφερε μεταξύ των άλλων στην έκθεσή του εκείνη: Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Δημητρίου Γούναρη, βλ. «Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής», Συνεδρίασις ΚΔ΄, 22/5/1906.

108

81


«Εθεώρησε την παρ’ ημίν μεταναστευτικήν κίνησιν ως κοινωνικόν φαινόμενον, εκ των υφισταμένων συνθηκών της συγχρόνου ημών κοινωνίας παραγόμενον, αποτελούμενον δε εξ ολοκλήρου σειράς ιδιαζουσών σχέσεων ορισμένων ατόμων προς άλληλα και δημιουργούν νέας μορφάς αναγκών που εν τω κοινωνικώ τούτω φαινομένω αναμεμιγμένων προσώπων, ώστε να είναι επιβεβλημένη η παρέμβασις της πολιτείας ... Είναι αξιοθρήνητος έλλειψις της ημετέρας πολιτείας, ότι ουδέποτε ελήφθη πρόνοια, ίνα εν δέοντι συλλέγονται αι στατιστικαί πληροφορίαι, αι απαραίτηται προς πάσαν σοβαράν εργασίαν. Τα διάφορα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα παρέρχονται προ των αδιαφόρων ομμάτων της ημετέρας Πολιτείας ως ασήμαντα γεγονότα. ... Ουδεμία κρατείται σημείωσις περί αυτών. Δύναται τις δε να είπη ότι το παρελθόν παρέρχεται χωρίς να κληροδοτήση ουδεμίαν πείραν εις το ενεστώς και το μέλλον ... ... Ουδεμία ευφυΐα δύναται να αντικαταστήση την θετικήν εκ των πραγμάτων πείραν και διά τούτο σήμερον η αληθής επιστήμη θεωρεί εστερημένον σοβαρότητος παν συμπέρασμα μη κυρούμενον υπό της θετικής των πραγμάτων ερεύνης. Μόνον εμπειρικοί αγύρται τολμώσι ν’ αξιώσωσιν, ότι δύνανται να προέλθωσιν εις ασφαλή συμπεράσματα, διά της ευφυΐας των μόνης επεξεργαζόμενοι τας ατομικάς αυτών παρατηρήσεις, αι οποίαι μάλιστα και αυταί επιχειρούμεναι με απαράσκευον οφθαλμόν, μόνον την εξωτερικήν των φαινομένων επιφάνειαν αντιλαμβάνονται ... ... Ο Έλλην έχει αναμφισβητήτως εις μέγιστον βαθμόν ανεπτυγμένον το φιλαπόδημον. Από φύσεως αγχίνους τα μάλα, δραστήριος επαρκώς, αλλά και με αξιώσεις οικονομικής προπάντων ευδοκιμήσεως υπερτέρας της πιθανής εντός των στενών ορίων του μικρού χωρίου του, με αρκετά ανεπτυγμένην την δύναμιν της φαντασίας, ώστε να είνε εύκολος εις ελπίδας και τολμηρός χάρις εις την αυτοδιάγνωσιν των δυνάμεων της εργατικότητος και της μεγίστης λιτότητος, αι οποίαι αποτελούσι κυρίας ιδιότητας αυτού, πτωχός εν τω χωρίω του, ώστε να έχη βεβαιότητα, ότι δεν διακινδυνεύει τι σπουδαίον εκτιθέμενος εις τον αγώνα της επιζητήσεως τύχης, μη προσηλωμένος εις τον πενιχρόν αγρόν του διά των αρρήκτων εκείνων δεσμών, οι οποίοι ακινητοποιούσιν αλλαχού τον αγρότην, ο Έλλην χωρικός, είνε εύκολος εις την απόφασιν να τραπή την προς την ξένην άγουσα, ίνα εκεί βελτιώση τα καθ’ εαυτόν επί πεδίου δράσεως ευρυτέρου του στενού χώρου, όστις περικυκλοί το χωρίον του ... Αφ’ ετέρου όμως είνε άρρηκτος ο δεσμός της καρδίας του Έλληνος προς την μητέρα πατρίδα. Οσηδήποτε και αν είναι η περιβάλλουσα αυτόν εν τη ξένη ευτυχία, είνε ατελής εφ’ όσον δεν έχει θαυμαστάς εκείνους, προς τους οποίους κατά τα πρώτα έτη της ζωής του ημιλλήθη, και ζηλοτύπους θεατάς εκείνους προ των οποίων κατά την πτωχήν νεότητά του εκάμφθη ... ... Ο Έλλην απερχόμενος της Ελλάδος, ίνα βελτιώση τα καθ’ εαυτόν, ου μόνον έχει στερεάν την απόφασιν της παλιννοστήσεως άμα τη επιτεύξει του σκοπού του, αλλά και καθ’ όλον το μεταξύ διάστημα εννοεί όσον ένεστι ζωηράν να διατηρήση την μετά της πατρίδος επικοινωνίαν. ... Ιδιαιτέρως επιβεβλημένην ησθάνθη η επιτροπή την ανάγκην της λήψεως των μέτρων των αναγομένων εις την εκπαίδευσιν και την θρησκευτικήν επιμελείαν των εν Αμερική συμπολιτών ημών. Παρ’ ότι αι Ελληνικαί κοινότητες μεριμνώσιν εξ ιδίων δυνάμεων περί των καθ’ εαυτάς, η επέμβασις της ημετέρας πολιτείας είναι απολύτως επιβεβλημένη»109. Η πληρότητα των στοιχείων και ο εμπεριστατωμένος χαρακτήρας των προτάσεων που διατύπωνε στην έκθεσή του για το μεταναστευτικό ο Δημήτριος Γούναρης, οδήγησαν την κυβέρνηση στην απόφαση να συνοδεύσει την υποβολή της στη Βουλή, στις αρχές Ιουλίου 1906, με την κατάθεση και του σχεδίου νόμου «περί μεταναστεύσεων», το οποίο περιελάμβανε πρωτοποριακές για την εποχή του ρυθμίσεις. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν οι 109

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 105 - 106.

82


διατάξεις που καθόριζαν την ελευθερία της μετανάστευσης μετά από μια ορισμένη ηλικία των προς μετανάστευση πολιτών, τη σύσταση ιδιαίτερης διεύθυνσης στο υπουργείο Εσωτερικών με αποκλειστική αρμοδιότητα στα ζητήματα μετανάστευσης που ώς τότε αποτελούσαν αντικείμενο διάφορων συναρμόδιων υπηρεσιών, την απόσπαση οικονομικών αξιωματικών του Ναυτικού στα λιμάνια προορισμού των μεταναστών για την εποπτεία των πλοίων και τον έλεγχο των πρακτορείων των ατμοπλοϊκών εταιρειών και, τέλος, την υποχρέωση επιβίβασης στα πλοία που διακινούσαν μετανάστες ιατρού του Ναυτικού για την περίθαλψη των μεταναστών. Οι κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις του Γούναρη, τόσο επί του ζητήματος της οριοθέτησης των εκλογικών περιφερειών, όσο και επί του θέματος της λήψης προστατευτικών μέτρων από το κράτος για τους μετανάστες, προκάλεσαν ευρύτερο θετικό αντίκτυπο, όχι μόνο στην κοινή γνώμη και στον Τύπο, αλλά και στις τάξεις αρκετών βουλευτών, που έβλεπαν σε αυτές συγκεκριμένες προτάσεις και θέσεις για τη μεταρρύθμιση του απαρχαιωμένου κοινωνικοπολιτικού συστήματος της χώρας, τις οποίες σε μεγάλο βαθμό συμμερίζονταν και οι ίδιοι. Ορισμένοι από αυτούς συσπειρώθηκαν γύρω από τον Δημήτριο Γούναρη και από τον Ιούνιο του 1906 συνέστησαν μια νέα πολιτική κίνηση με ριζοσπαστικά για την εποχή της πολιτικά χαρακτηριστικά. Την κίνηση αυτή, αποτελούσαν κατά βάσιν νέοι βουλευτές, που ήγειραν επιτακτικά το διττό αίτημα του θεσμικού εκσυγχρονισμού της κοινωνίας και της ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού του τόπου. 2.2 Η «ομάδα των Ιαπώνων» Την κίνηση αυτή απάρτιζαν ο ίδιος ο Δημήτριος Γούναρης, ο Στέφανος Δραγούμης (ηττημένος αντίπαλος του Γεωργίου Θεοτόκη στη μάχη της διαδοχής του Χαρίλαου Τρικούπη), ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (βουλευτής Κυκλάδων), ο Χαράλαμπος Βοζίκης (από την Κυνουρία), ο Εμμανουήλ Ρέπουλης (από το Κρανίδι Αργολίδας), ο Απόστολος Αλεξανδρής (από τη Θεσσαλία) και ο Ανδρέας Παναγιωτόπουλος (από το Αίγιο). Και παρ’ ότι ψυχή και ιθύνων πολιτικός νους της ήταν ο Δημήτριος Γούναρης, ως άτυπος επικεφαλής της αναγνωρίστηκε ο Στέφανος Δραγούμης, σε ένδειξη σεβασμού στη μεγαλύτερη ηλικία του, αλλά και στη μακρότερη πολιτική παρουσία του έναντι των άλλων συμμετεχόντων110. Η νέα πολιτική κίνηση, έγινε γρήγορα ευρύτερα γνωστή ως «Ομάδα των Ιαπώνων» και η παράδοξη αυτή ονοματοδοσία της, οφείλεται στην οξυδερκή όσο και γλαφυρή γραφίδα του εκδότη της Ακροπόλεως Βλάση Γαβριηλίδη. Διακριβώνοντας τη μαχητικότητα των μελών της, αλλά και το τολμηρό περιεχόμενο των πολιτικών θέσεων που εξέφραζαν και με σθένος υποστήριζαν, ο Γαβριηλίδης τους απεκάλεσε έτσι, λαμβάνοντας αφορμή από το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη οι Ιάπωνες πολεμιστές έχαιραν ιδιαίτερης φήμης παγκοσμίως, λόγω των επιτυχιών που είχαν σημειώσει στον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλεμο του 1904 και ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις της Μαντζουρίας. Συγκεκριμένα, ο Γαβριηλίδης, ανέφερε σε άρθρο του, που δημοσιεύθηκε στην Ακρόπολι της 10ης Φεβρουαρίου 1907, υπό τον τίτλο «Οι Ιάπωνες της Βουλής»: «Εάν και εις την πολιτικήν ο αγών υπάγεται εις κάποιαν τακτικήν ως και εις τον πόλεμον, το τρίτον κόμμα εις την Βουλήν μας εγκαινίασε νέαν τακτικήν εντελώς Ιαπωνικήν. Οι τριτοκομμίται είναι ως παράτολμοι Ιάπωνες στρατηγοί. Τι θα ειπή κρυφός και σκοτεινός πόλεμος δεν γνωρίζουν. Την παρασκηνιακήν διπλωματίαν δεν την παραδέχονται. Αδιάλλακτοι κοινοβουλευτικοί, δεν αναγνωρίζουν άλλο πεδίον δράσεως έξω από την αίθουσαν του Κοινοβουλίου. Ωχυρωμένοι εις την άκραν αριστεράν, κατοπτεύουν από εκεί Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος: «Δημήτριος Γούναρης», όπ. προηγ. σελ. 25. Επίσης, Προκόπιος Τσιμάνης: «Μνήμες Ερμιονίδος - Εμμανουήλ Ρέπουλης Δόξα Κρανιδίου», Αθήνα 1982, αυτοέκδοση, σελ. 24 - 25 και Gunnar Hering, όπ. προηγ. σελ. 747 - 749.

110

83


τας κινήσεις του εχθρού, όστις είναι η συμπολίτευσις και όταν τον βλέπουν σφάλλοντα και εις την αρμονικωτέραν ειρήνην, του κάμνουν εξαφνικήν επίθεσιν ορμητικήν, απότομον απροκάλυπτον κατά μέτωπον και τον στροβιλίζουν και τον κατατροπώνουν, πριν ακόμη ο Κουραπάτκιν -Σιμόπουλος, πάρη χαμπαράκι, πριν προφθάση ν’ αναπτυχθή. Νέους δηλαδή Ιάπωνας - εν τη δυσφορία του τους ωνόμασεν αυτός ο ίδιος κ. Σιμόπουλος πολύ επιτυχώς. Μέσα εις τον κοινοβουλευτικόν σχολαστικισμόν εξεφύτρωσαν εκτός του κ. Παναγιωτοπούλου, ο Ογιάμα και ο Κουρόκι, ο Γούναρης και Πρωτοπαπαδάκης, βίαιοι, αχαλίνωτοι, θυελλώδεις εις επιθέσεις, αποκαλύψεις, τσαλαπατήματα ψευτονομοσχεδίων, κουτοεπαγγελιών, μωροσοβαροτήτων. Όλη η άλλη αντιπολίτευσις είναι σκιά μέσα εις την Βουλήν. Είναι ως να μη είναι. Η μόνη αντιπολίτευσις που αισθάνεται η Κυβέρνησις είναι αυτή η των Ιαπώνων τριτοκομμιτών. Η του ανατέλλοντος νέου κοινοβουλευτισμού. Αυτή εις κάθε ζήτημα πρωταγωνιστεί, αυτή βάζει στην θέσιν της την Κυβέρνησιν, αυτή την φέρνει μέχρι του σημείου του να κλονίζηται και να αισθάνεται την ανάγκην να ξαναερωτήση αν έχη την εμπιστοσύνην της Βουλής, διότι της την αρνούνται 2 - 3 βουλευταί αλλ’ ισοδύναμοι με ένα Ιαπωνικόν Επιτελείον. Ικανότητος αναλόγου δεν στερούνται και άλλοι βουλευταί μέσα εις την Βουλήν. Δεν θέλουν όμως φαίνεται να γίνουν ωφέλιμοι εις τον Κοινοβουλευτικόν αγώνα. Δυστυχώς· Διότι θα αρκούσε οι τρεις τέσσαρες να γείνουν δεκατέσσαρες για ν’ αλλάξουν τα πράγματα, για να σπρωχθή το Κοινοβούλιον εις τον δρόμον της δράσεως του οποίου πρέπει ν’ ακολουθήση.» Η «Ομάδα των Ιαπώνων», λοιπόν, από της συστάσεώς της κιόλας έκανε εμφανή την πρόθεσή της να αντιμετωπίζει με όρους «προγραμματικής αντιπολίτευσης» τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Θεοτόκη και ταυτόχρονα κατέστησε ορατή τη βούλησή της να μην αφήνει να περνά ανεκμετάλλευτη καμιά πρόσφορη ευκαιρία να αναδεικνύει την ανεπάρκεια του συνόλου του «παλαιού» πολιτικού κόσμου να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες και αξιώσεις της ελληνικής κοινωνίας των αρχών του 20ού αιώνα. Αυτό έγινε ιδιαίτερα σαφές με την έναρξη της Β΄ Συνόδου της Βουλής, που είχε προκύψει από τις εκλογές της 26ης Μαρτίου, τον Νοέμβριο του 1906, όταν ο άτυπος επικεφαλής της ομάδας Στέφανος Δραγούμης, λαμβάνοντας το λόγο ανέλαβε να εξηγήσει την τοποθέτηση της νέας πολιτικής κίνησης στο πολιτικό σκηνικό, αναφέροντας μεταξύ των άλλων και τα παρακάτω: «Η ομάς, μη δυναμένη να συμπράξη μετ’ ουδενός των ενταύθα αντιμαχομένων κομμάτων, ηναγκάσθη να περιορισθή εις απλήν εκδήλωσιν των γνωμών της, να ψηφίζη πάντοτε κατά τας ιδίας αυτής πεποιθήσεις, αλλά να μη συμβάλλη εις τον έρανον αυτής τον αριθμητικόν υπέρ επικρατήσεως ταύτης ή εκείνης της μερίδος. Ταύτην την ώραν οι αποτελούντες την ολιγάριθμον ομάδα, αισθάνονται ότι εμμένοντες άλλως εν τη στάσει αυτών έχουσιν υποχρέωσιν να αποβλέψωσιν εις τα περιβάλλοντα ημάς, ουχί συνήθη φαινόμενα εσωτερικά και εξωτερικά και αποβλέποντας εις ταύτα και αισθανόμενοι ότι είναι ανάγκη εκ της Βουλής να δειχθή η οδός εις ην εν περιπτώσει κρισίμω να τραπώμεν, όπως δυνηθώμεν να επέλθωμεν θεραπευταί της τυχόν κρισίμου καταστάσεως, ην νομίζομεν ότι διακρίνομεν ως επερχομένην κατά την σύνοδον ταύτην - ήτις όμως εύχομαι να μην εμφανισθή - ενομίσαμεν ότι οφείλομεν σήμερον να δώσωμεν θετικόν δείγμα της ημετέρας αποφάσεως όπως συντελέσωμεν εις την βελτίωσιν των πολιτικών ημών πραγμάτων»111. Από το σημείο αυτό και μετά, με πρωταγωνιστή στις κοινοβουλευτικές μάχες τον Δημήτριο Γούναρη, η νέα ριζοσπαστική πολιτική κίνηση «σφυροκοπούσε» στη Βουλή τις επιλογές της κυβέρνησης, όπως αυτές αποτυπώνονταν στα σχέδια νόμου που εκείνη έφερνε προς συζήτηση. 111

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος: «Δημήτριος Γούναρης», όπ. προηγ. σελ. 26.

84


Η πρώτη συντεταγμένη παρουσία της «Ομάδας των Ιαπώνων» στη Βουλή έγινε με αφορμή τη συζήτηση, το Νοέμβριο του 1906, του νομοσχεδίου «περί συστάσεως Ανωνύμου Εταιρείας διά την εκμετάλλευσιν της διώρυγος της Κορίνθου». Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης και ο Δημήτριος Γούναρης, που έλαβαν κατά σειρά το λόγο ως εκπρόσωποί της, ανάγκασαν με τις τεκμηριωμένες τοποθετήσεις τους, την κυβέρνηση να προχωρήσει στην απάλειψη κάποιων διατάξεων, των οποίων είχαν καταδείξει τον ασύμφορο χαρακτήρα τους για το δημόσιο συμφέρον. Και όχι μόνον αυτό. Ιδιαίτερα ο Γούναρης, με την επιμέλεια που διέκρινε τις παρεμβάσεις του, υποχρέωσε τους αρμόδιους υπουργούς να αποδεχθούν την τροπολογία του, η οποία προέβλεπε την προστασία διά της συμβάσεως προπάντων των δικαιωμάτων των ιδιωτών, έστω και αν αυτά αφορούσαν μία και μόνη ομολογία. Ακολούθησε, την 1 η Δεκεμβρίου 1906, η συζήτηση επί του σχεδίου νόμου για τη σύμβαση του Ελληνικού Δημοσίου με την Εθνική Τράπεζα, για τη σύναψη δανείου 20.000.000 δραχμών για την ενίσχυση του Ταμείου της Εθνικής Άμυνας και τη χρηματοδότηση της αναδιοργάνωσης του στρατεύματος. Λαμβάνοντας το λόγο επ’ αυτού ο Δημήτριος Γούναρης, αφού ζήτησε τη μετάθεση της εξέτασής του από τη Βουλή για αργότερα, εισήγηση την οποία, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις τους, οι αρμόδιοι υπουργοί αποδέχθηκαν, αξιοποίησε την ευκαιρία για να θέσει το συνολικότερο ζήτημα της ανάγκης χάραξης ολοκληρωμένης οικονομικής πολιτικής από την κυβέρνηση, υπογραμμίζοντας: «Χαράξατε οικονομικήν πολιτικήν! Και ταύτην εφαρμόζοντες θα εμπνεύσητε εμπιστοσύνην επί την ευρωστίαν των οικονομικών δυνάμεων της χώρας και η παροχή δανείων και ευχερής και υπό όρους ευνοϊκούς θέλει συντελείσθαι !»112. Στις 5 Δεκεμβρίου 1906, η κυβέρνηση έφερε για συζήτηση στη Βουλή το σχέδιο νόμου «περί μεταβολών εις το τελωνειακόν δασμολόγιον», όπου και πάλι ο Δημήτριος Γούναρης με τα επιχειρήματα που προέβαλε ανάγκασε την κυβέρνηση να υπαναχωρήσει από κάποιες εκ των αρχικών θέσεών της, υπογραμμίζοντας ότι πριν από την υποβολή ενός τέτοιου νομοσχεδίου προαπαιτείται η πλήρης μελέτη «όλων των πλουτοπαραγωγικών δυνάμεων της χώρας, διότι διά τοιούτων εμβαλωμάτων ουδέν δύναται να γίνη». Το ίδιο καυστική υπήρξε η αγόρευση του Δημητρίου Γούναρη στη Βουλή και κατά τη συνεδρίαση της 8ης Δεκεμβρίου 1906, όταν συζητήθηκε το ζήτημα των επεμβάσεων του τότε υπουργού της Δικαιοσύνης στα καθήκοντα των δικαστών προς απονομή δικαιοσύνης. Λαμβάνοντας το λόγο, τόνισε καυτηριάζοντας το φαινόμενο: «Αλλά, Κύριοι, όταν βλέπη τις τον Υπουργόν κατατρίβοντα τον χρόνον του εις μικρά και ταπεινά, όταν τον βλέπετε τηλεγραφούντα ούτω εις τον Εισαγγελέα Εφετών και τον Πρόεδρον, περί της θέσεως ενός συμβολαιογράφου, τότε Κύριοι, μη περιμένετε τίποτε από τοιούτον Υπουργόν!»113. Η συνέχεια υπήρξε εξίσου έντονη. Οι κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις της «Ομάδας των Ιαπώνων», με προεξάρχοντα τον Γούναρη ανάμεσά τους, καθιστούσαν τις συζητήσεις στη Βουλή μια επώδυνη δοκιμασία για τους αρμόδιους υπουργούς που είχαν την ευθύνη υποστήριξης των κυβερνητικών απόψεων. Και η αίσθηση που είχε ήδη δημιουργηθεί στην κοινή γνώμη και στον Τύπο, εδραιωνόταν ολοένα και περισσότερο: οι «Ιάπωνες» με τον εμπεριστατωμένο αντίλογό τους και τις συγκροτημένες θέσεις που άρθρωναν, αποτελούσαν ουσιαστικά τη μόνη υπολογίσιμη αντιπολιτευτική προς την κυβέρνηση δύναμη, στο Κοινοβούλιο. Και στη δημιουργία της πεποίθησης αυτής, η συνεισφορά του Δημητρίου Γούναρη ήταν κάτι περισσότερο από σημαντική, καθοριστική. Στις 19 Δεκεμβρίου 1906, ήρθε προς συζήτηση στη Βουλή η αναβληθείσα κατόπιν των αντιδράσεων του Γούναρη, όπως προελέχθη, σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τραπέζης για τη σύναψη του δανείου των 20.000.000 δραχμών προς ενίσχυση 112 113

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 111. Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 114.

85


του Ταμείου της Εθνικής Αμύνης και της στρατιωτικής ανασυγκρότησης της χώρας. Με αυτήν την αφορμή, ο Δημήτριος Γούναρης έθεσε στο στόχαστρο της κοινοβουλευτικής του κριτικής τις καθυστερήσεις και τις αδυναμίες που εμφάνιζε η κυβέρνηση Θεοτόκη στην υλοποίηση της πολιτικής για την ανασυγκρότηση του στρατεύματος, που η εκπόνηση και εξαγγελία της το 1904, είχε αποτελέσει έναν από τους βασικούς λόγους της σύμπραξής του με το «θεοτοκικό κόμμα» στη χρονική εκείνη φάση. Μιλώντας επί του ζητήματος αυτού, επεξέτεινε την κριτική του στα ευρύτερα φαινόμενα πολιτικής κακοδαιμονίας που ταλάνιζαν τη χώρα, υπογραμμίζοντας σε μια αποστροφή του λόγου του: «... δεν είμεθα μόνο στρατιωτικώς ανοργάνωτοι. Τούτο γνωρίζουν και τα μειράκια. Είμεθα ιδιαιτέρως ανοργάνωτοι και πολιτικώς. Και εφ’ όσον δεν οργανούμεθα πολιτικώς, δύσκολον είναι να οργανωθώμεν κοινωνικώς»114. Οι καταγγελίες του για τις καθυστερήσεις στη στρατιωτική ανασυγκρότηση της χώρας προκάλεσαν αίσθηση και οι ευρύτερες αναφορές του στην ανεπάρκεια της πολιτικοδιοικητικής οργάνωσης του κράτους, έφεραν σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση Θεοτόκη, η οποία υποχρεώθηκε για μια ακόμη φορά σε απολογητική στάση απέναντι στην ευθύβολη κριτική και τις καίριες επισημάνσεις του Αχαιού πολιτικού. Η κορύφωση, όμως, της πολιτικής-κοινοβουλευτικής σύγκρουσης ανάμεσα στον Δημήτριο Γούναρη (και κατ’ επέκταση την «Ομάδα των Ιαπώνων») και στην κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη, ήρθε λίγους μήνες αργότερα. Το θέμα αφορούσε τις τιμές της σταφίδας και συγκεκριμένα μια απόφαση που έλαβε τον Αύγουστο του 1907 το διοικητικό συμβούλιο της «Ενιαίας», δια της οποίας ρυθμίζονταν έτσι τα ζητήματα του ορισμού σε είδος του ποσοστού της εγγείου εισφοράς, την οποία θα έπρεπε να καταβάλει, ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντά της. Η κατ’ ουσίαν «θεσμοθέτηση» των ευνοϊκών αυτών για την «Ενιαία» ρυθμίσεων από το υπουργείο Οικονομικών σε σχετική εγκύκλιο για την εφαρμογή της απόφασης, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Και στη δίνη της βρέθηκε ο τότε υπουργός Οικονομικών Ανάργυρος Σιμόπουλος, που θεωρήθηκε ως υπαίτιος του ατοπήματος. Σύσσωμη σχεδόν η αντιπολίτευση, εστράφη εναντίον του υπουργού Οικονομικών. Ο Ανάργυρος Σιμόπουλος, απεποιείτο κάθε ευθύνη για την επίδικο προσθήκη. Και αντέκρουε τις εναντίον του αιτιάσεις της αντιπολίτευσης, που όμως σε μεγάλο βαθμό εξαντλούνταν σε ρητορικές κορώνες. Στις 17 Δεκεμβρίου 1907, το θέμα ήρθε στη Βουλή προς συζήτηση κατόπιν πρωτοβουλίας του βουλευτή Τριφυλίας Πονηρόπουλου, ο οποίος κατηγόρησε και πάλι τον υπουργό Οικονομικών για τις ευθύνες του στην όλη υπόθεση. Ο Σιμόπουλος, κινούμενος στη γραμμή άμυνας που είχε εξ αρχής χαράξει, απέρριψε εκ νέου κάθε εναντίον του αιτίαση. Ώσπου στο βήμα ανήλθε ο Δημήτριος Γούναρης, και κατά τρόπο σαφή και απερίφραστο, πήρε ξεκάθαρα θέση ότι η επίμεμπτος «παρένθεσις», η οποία διασφάλιζε στην εταιρεία με την ανοχή του κράτους τον προσπορισμό αθέμιτων κερδών σε βάρος των παραγωγών, ετέθη εν γνώσει του υπουργού. Η αποκάλυψη αυτή, προκάλεσε σάλο. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης εξέφρασε την έκπληξή του, ενώ ο ίδιος ο Σιμόπουλος περιήλθε σε πλήρη αμηχανία. Στη συνεδρίαση της επόμενης ημέρας (18 Δεκεμβρίου 1907), επί του ιδίου θέματος, ο Ανάργυρος Σιμόπουλος, λαμβάνοντας το λόγο, κατέβαλε εναγώνιες προσπάθειες να εξηγήσει ότι η περιβόητη παρένθεση που είχε παρεισφρήσει στην εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών δεν οφειλόταν παρά σε μια αβλεψία, σε ένα λάθος. Κατόπιν αυτού ανερχόμενος στο βήμα ο Δημήτριος Γούναρης, αφού στηλίτευσε τη στάση του και επέμεινε στην ορθότητα των αιτιάσεων που του είχε αποδώσει, ζήτησε την άμεση απομάκρυνσή του από το αξίωμα Αναφέρεται στο Δημήτριος Χρονόπουλος: «Δημήτριος Γούναρης», όπ. προηγ. σελ. 27 και Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 114 - 115. . 114

86


που κατείχε. Μετά την αγόρευση του Γούναρη, δέκα βουλευτές προερχόμενοι από σταφιδοπαραγωγικές περιοχές, υπέβαλαν πρόταση μομφής κατά του Σιμόπουλου, με αποτέλεσμα στην επακολουθήσασα ψηφοφορία η Βουλή, με ψήφους 73 έναντι 50, να την απορρίψει. Το αποτέλεσμα όμως αυτό, κάθε άλλο παρά ικανοποίησε την κυβέρνηση Θεοτόκη, αφού από την ψηφοφορία απείχαν πολλοί κυβερνητικοί βουλευτές, εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό τη δυσφορία τους για τους χειρισμούς του υπουργού Οικονομικών. Μετά τη διακοπή των εργασιών της Βουλής για τις εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, το θέμα Σιμόπουλου απασχόλησε και πάλι το Σώμα, κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιανουαρίου 1908. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης, που είχε αποφύγει να συστήσει στον υπουργό του την υποβολή της παραίτησής του, προ της απειλής του Σιμόπουλου να αποσκιρτήσει από το «Νεωτερικό Κόμμα», ηγούμενος 15 βουλευτών, θορυβημένος από τις αντιδράσεις που προκαλούσε η εκκρεμότητα αυτή στην κοινή γνώμη, αλλά και στις τάξεις της κοινοβουλευτικής ομάδας της πλειοψηφίας, έθεσε -πραγματοποιώντας τακτικό ελιγμόζήτημα εμπιστοσύνης για την κυβέρνησή του. Λαμβάνοντας το λόγο ο Σιμόπουλος, επέμεινε στις αρχικές τοποθετήσεις του, αλλά ταυτόχρονα δήλωσε πως ήδη με επιστολή του στον πρωθυπουργό είχε υποβάλει την παραίτησή του από μέλος της κυβέρνησης. Παρά, όμως, τη δήλωσή του αυτή, η κυβέρνηση Θεοτόκη στη διενεργηθείσα ψηφοφορία επί του θέματος εμπιστοσύνης, αν και κέρδισε τη μάχη (με 82 ψήφους υπέρ, 17 ψήφους κατά και 14 βουλευτές που αρνήθηκαν ψήφο), είχε και πάλι όχι ευκαταφρόνητες απώλειες από βουλευτές της συμπολίτευσης που δεν τη στήριξαν, εκδηλώνοντας για μια ακόμη φορά την αποδοκιμασία τους προς το πρόσωπο του υπουργού των Οικονομικών. Την επαύριον της παροχής της ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, στις 23 Ιανουαρίου 1908, ανακοινώθηκε, ωστόσο, επίσημα στη Βουλή η παραίτηση του Ανάργυρου Σιμόπουλου από μέλος της κυβέρνησης. Ο Γούναρης, δεν άφησε την εξέλιξη αυτή να περάσει αναξιοποίητη. Λαμβάνοντας το λόγο, με την ευκαιρία που του έδινε αυτή, έθεσε ένα ευρύτερο ζήτημα, σημειώνοντας μεταξύ των άλλων: «Ο Υπουργός παρέμενεν εις την Κυβέρνησιν επί ένα μήνα, καίτοι έχων γνώμην αντίθετον προς την του Πρωθυπουργού, και ούτος εκράτει αυτόν. Και ο κ. Πρωθυπουργός αφού εφρόνει ότι η ψήφος της 18 Δεκεμβρίου ήτο ψήφος δυσπιστίας προς την Κυβέρνησιν, ψήφος δυσπιστίας του κόμματός του προς τον Υπουργόν του πως τον ηνείχετο; Αλλ’ έπρεπε να σωθώσι τα προσχήματα. Έπρεπε να περισωθούν και οι παλαιοί δεσμοί του Πρωθυπουργού με τον κ. Υπουργόν. Και ούτως έγεινεν ό,τι εγένετο. Δηλαδή σειρά πράξεων αποβλέπουσα αλλού παρά εκεί όπου εφαίνετο ότι απέβλεπε, σκοπούσα να καλύψη τα πράγματα. Ούτω την διαρρύθμισιν των συμφερόντων της χώρας την διενεργούμεν ήδη ουχί κατά τα συμφέροντα αυτής, αλλά κατά τας προσωπικάς σκέψεις και σχέσεις»115. Το θέμα, όμως, της «Ενιαίας» δεν σταμάτησε εκεί. Ο αντικαταστάτης του Ανάργυρου Σιμόπουλου στο υπουργείο Οικονομικών, Νικόλαος Καλογερόπουλος, εκ των ηγετικών στελεχών του «Νεωτερικού Κόμματος», υπέβαλε στις 25 Ιανουαρίου 1908 στη Βουλή προς ψήφιση το σχέδιο νόμου της νέας σύμβασης, που κατόπιν των αντιδράσεων που είχαν προηγηθεί, συνομολογήθηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της «Προνομιούχου Εταιρείας» για το θέμα της εκμετάλλευσης της σταφίδας. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, έλαβε και πάλι το λόγο ο Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος αφού διατύπωσε τις παρατηρήσεις του επί της νέας σύμβασης, δραττόμενος της ευκαιρίας αναφέρθηκε στο ευρύτερο ζήτημα του ρόλου, που θα έπρεπε να διαδραματίζει το κράτος στη λειτουργία της οικονομίας, τονίζοντας μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα: «Είναι ύβρις κατά της αυτοτελείας του Κράτους ν’ ακούωμεν να λέγεται: Δώσατε δικαιώματα εις την Εταιρείαν και αυτή θα τα ασκήση κατά τον καλύτερον τρόπον. Ο λαός 115

Βλ. «Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής», Συνεδρίασις 23ης Ιανουαρίου 1908.

87


έχει εναποθέσει την διαχείρισιν των συμφερόντων εις ημάς και ημείς τον παραδίδομεν εις τας Εταιρείας. Εάν βαρυνώμεθα τον κόπον της διαχειρίσεως αυτών μη πτοούμενοι την αντιμετώπισιν των Εταιρειών, ηθέλομεν κατέλθει μέχρι τοσούτου, ώστε να είπωμεν προς αυτάς: σας παραδίδομεν τα συμφέροντα των πολιτών, αφιέμεθα εις την καλήν υμών πίστιν και διαχειρισθήτε αυτά ως θέλετε - τότε ερρέτω το Κράτος. Τοιούτον Κράτος θα ήτο ο εμπαιγμός της Ιστορίας»116. Η υπόθεση Σιμόπουλου και «Ενιαίας», υπήρξε ένας πολιτικός και κοινοβουλευτικός θρίαμβος για την «Ομάδα των Ιαπώνων». Εκείνοι ανακίνησαν και ανέδειξαν το όλο θέμα, αυτοί επωμίστηκαν το βάρος της τεκμηρίωσης των βαρύτατων καταγγελιών για τις ανορθόδοξες διαχειριστικές πρακτικές του τότε υπουργού Οικονομικών στο ζήτημα της «Ενιαίας» και τα δικά τους εύστοχα και αδιάσειστα επιχειρήματα ανάγκασαν την τότε κυβέρνηση σε μια κατά κράτος κοινοβουλευτική ήττα και τον ίδιο τον Σιμόπουλο στην υποβολή παραίτησης από το αξίωμά του. Ο απόηχος αυτής της επιτυχίας της «Ομάδας των Ιαπώνων» υπήρξε μεγάλος τόσο στην κοινή γνώμη, όσο και σε σημαντική μερίδα του Τύπου. Ολοένα και περισσότεροι προσέβλεπαν πια με ελπίδες και προσδοκίες σε αυτήν τη νέα και δυναμική ριζοσπαστική πολιτική κίνηση ως στην ανερχόμενη πολιτική δύναμη στο πολιτικό στερέωμα του τόπου. Ο πολύπειρος πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης, διείδε έγκαιρα μέσα από όλες αυτές τις εξελίξεις πως μια ενδεχόμενη μελλοντική κρίση, θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για τη βιωσιμότητα της κοινοβουλευτικής του πλειοψηφίας, που ήδη είχε εμφανίσει τις πρώτες ρηγματώσεις εξ αιτίας της υπόθεσης Σιμόπουλου. Και ορθά αξιολογώντας τα πράγματα, διέβλεψε πως ο κίνδυνος για το κόμμα του δεν προερχόταν τόσο από την ούτως ή άλλως παρωχημένη και άσφαιρη πολεμική της «δηλιγιαννογενούς» αντιπολίτευσης, όσο από τα εύστοχα πυρά της «Ομάδας των Ιαπώνων». Οξυδερκής παρατηρητής των κοινωνικών δρωμένων ο Κερκυραίος ευπατρίδης, είχε διακρίνει πως οι θέσεις των «Ιαπώνων» εύρισκαν ευρύτερη απήχηση. Και ως βαθύς γνώστης της τεχνικής των πολιτικών ελιγμών, είχε κατανοήσει πως μια μετωπική σύγκρουση μαζί τους, περισσότερο θα συντελούσε στην ανάδειξή τους ως απειλητικού αντίπαλου δέους για το κόμμα του, παρά στη μείωση της επιρροής τους στην κοινή γνώμη. Επέλεξε, λοιπόν, ο Γεώργιος Θεοτόκης, αντί για τη ρήξη, την αφομοίωση. Βολιδοσκόπησε, έτσι, τον Δημήτριο Γούναρη, τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη και τον Εμμανουήλ Ρέπουλη, και τους ζήτησε να συμμετάσχουν στην κυβέρνησή του, καλώντας τους να εφαρμόσουν πλέον ως υπουργοί τις θέσεις που διακήρυσσαν. Αρχικά, οι τρεις νέοι πολιτικοί, αντέδρασαν απρόθυμα στην πρόσκληση του Γεωργίου Θεοτόκη, θεωρώντας πως παρά τις όποιες καλές προθέσεις του ίδιου του πρωθυπουργού, εν τούτοις στην πραγματικότητα δεν τους παρέχονταν τα εχέγγυα εκείνα, που θα διασφάλιζαν πως η ενδεχόμενη συνεργασία τους με την κυβέρνησή του θα εξελισσόταν απρόσκοπτα και χωρίς ανεπιθύμητες παρενέργειες. Στην επιφυλακτικότητα αυτή των τριών νέων πολιτικών, είχαν συντελέσει σημαντικά και οι έντονες αντιδράσεις, που σημειώθηκαν στους κόλπους του «Νεωτερικού Κόμματος» στην προαναγγελία και μόνο της πιθανότητας της εισόδου τους στην κυβέρνηση, προερχόμενες κυρίως από παλαιά κοινοβουλευτικά στελέχη του, τα οποία διέβλεπαν σε μια τέτοια εξέλιξη τον κίνδυνο να μείνουν τα ίδια εκτός υπουργικού συμβουλίου. Προς στιγμήν, οι αντιδράσεις αυτές οδήγησαν τον Γεώργιο Θεοτόκη στο να αναβάλει την πρόθεσή του να προχωρήσει στην ενίσχυση της κυβέρνησής του, μεταγγίζοντάς της νέο αίμα από την «Ομάδα των Ιαπώνων». Όμως, η εικόνα χαλάρωσης και παραλυτικής ακινησίας, που εμφάνιζε η κυβέρνηση, επιδεινωνόταν ολοένα και περισσότερο. Τροφοδοτώντας, έτσι, με αρνητικά δημοσιεύματα τον Τύπο και αυξάνοντας τις πιέσεις μιας Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 29, ευρύτερα για τις εξελίξεις στο θέμα της «Ενιαίας» βλ. και Δ. Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 27 - 29. 116

88


σημαντικής μερίδας της κοινής γνώμης προς τον πρωθυπουργό, να αποφασίσει επιτέλους να προχωρήσει στον ανασχηματισμό της και στον εμπλουτισμό της με νέα πρόσωπα, ώστε να πετύχει την αναστροφή του αρνητικού κλίματος. Παράλληλα, όμως, με τις πιέσεις προς τον πρωθυπουργό να προχωρήσει στον ανασχηματισμό, πύκνωναν και οι αντιδράσεις από το εσωτερικό του «Νεωτερικού Κόμματος», που επεδίωκαν να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη, αλλά και οι αντιδράσεις μέσα από την «Ομάδα των Ιαπώνων», με πρωτοστατούντες τον Στέφανο Δραγούμη και τον Εμμανουήλ Ρέπουλη, που έβλεπαν με κακό μάτι την πιθανότητα συνεργασίας κάποιων από τα στελέχη της με την κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη. Σταθμίζοντας προσεκτικά τα δεδομένα που είχαν διαμορφωθεί και διακριβώνοντας πως κάθε περαιτέρω αναβολή της πραγματοποίησης του ανασχηματισμού της κυβέρνησής του, μόνο στην αύξηση της ήδη μεγάλης φθοράς του «Νεωτερικού Κόμματος» στη συνείδηση της κοινής γνώμης θα συντελούσε, ο Γεώργιος Θεοτόκης αποφάσισε τελικά τον Ιούνιο του 1908 να επαναλάβει τις βολιδοσκοπήσεις του προς τα στελέχη της «Ομάδας των Ιαπώνων», στα οποία και προηγουμένως είχε αποταθεί, προκειμένου να λάβει τις οριστικές απαντήσεις τους για το αν επροτίθεντο ή όχι να συνεργαστούν μαζί του και να εισέλθουν στο υπουργικό συμβούλιο. Ο Εμμανουήλ Ρέπουλης, που αργότερα επρόκειτο να συνταχθεί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και να αναδειχθεί σε έναν από τους βασικούς αντιπάλους του Δημητρίου Γούναρη, έχοντας ήδη ταχθεί και δημοσίως κατά οποιασδήποτε συνεργασίας της «Ομάδας των Ιαπώνων» με το «Νεωτερικό Κόμμα», επέμεινε στην αρχική αρνητική του απάντηση και απέρριψε οποιαδήποτε περίπτωση συμμετοχής του στην κυβέρνηση. Ο ίδιος ο Γούναρης, αντίθετα, μαζί με το στενό φίλο του Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, αποδέχθηκαν την πρόταση του Θεοτόκη και αποφάσισαν να συνεργαστούν με το κόμμα του. Προκειμένου να διακανονιστούν οι λεπτομέρειες της συνεργασίας των Δημητρίου Γούναρη και Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη με το «Νεωτερικό Κόμμα», πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιουνίου 1908 συνάντησή τους, παρουσία και του βουλευτή Νικολάου Μπουφίδη, με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη. Κατά τη συνάντηση αυτή, ο Γεώργιος Θεοτόκης πρότεινε στον Δημήτριο Γούναρη να αναλάβει το υπουργείο Εσωτερικών και στον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη το υπουργείο Οικονομικών. Ο Πρωτοπαπαδάκης, αρνήθηκε κάθε συζήτηση να αποδεχθεί σε εκείνη τη φάση οποιοδήποτε υπουργικό χαρτοφυλάκιο και αντιπρότεινε στον πρωθυπουργό να αναθέσει το υπουργείο Οικονομικών στον Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος άλλωστε θα μπορούσε καλύτερα να προωθήσει τις όποιες μεταρρυθμίσεις σχεδίαζε να επιφέρει η κυβέρνηση, καθώς απολάμβανε της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης. Προ της αμετακίνητης αντίθεσης του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη να εισέλθει στο υπουργικό συμβούλιο, ο Γεώργιος Θεοτόκης αποδέχτηκε την αντιπρότασή του και τοποθέτησε τον Δημήτριο Γούναρη στο υπουργείο Οικονομικών, ανακοινώνοντας το βράδυ της 20ής Ιουνίου 1908 τον ανασχηματισμό της κυβέρνησής του. Η νέα κυβέρνηση και ως μέλος της ο Δημήτριος Γούναρης, νέος πλέον υπουργός των Οικονομικών, ορκίστηκε ενώπιον του βασιλέως Γεωργίου Α΄ στα ανάκτορα την 21η Ιουνίου 1908117. Η συνεργασία των Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη με το «Νεωτερικό Κόμμα» είχε ως πρώτη καταλυτική συνέπεια την άμεση διάλυση της «Ομάδας των Ιαπώνων». Και μαζί με αυτήν, την εξανέμιση των ελπίδων που είχαν επενδυθεί σε αυτήν την κίνηση των νέων πολιτικών, ότι με τις παρεμβάσεις και τη δράση της θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένας προωθητικός παράγοντας για την ανανέωση του θεσμικού πλαισίου και του πολιτικού συστήματος της χώρας. Αλλά, και για την απαλλαγή του τόπου από τον παλαιοκομματισμό και τις καθηλωτικές επιπτώσεις της ύπαρξής του στην ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, και την εναρμόνιση του βηματισμού της Ελλάδας προς το ρυθμό κίνησης των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών. 117

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 141.

89


Αξίζει, ωστόσο, εδώ να υπογραμμισθεί, πως η μεταπήδηση των Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη στο «Νεωτερικό Κόμμα» δεν υπήρξε η αιτία, αλλά μάλλον το αναπόδραστο αποτέλεσμα της ήδη, πριν από την ενέργειά τους αυτή, εμφανισθείσας κρίσης στους κόλπους της ομάδας αυτής. Η οποία, λίγο μόλις καιρό μετά το ελπιδοφόρο ξεκίνημά της, εμφάνιζε φαινόμενα έλλειψης συνοχής και αδυναμίας να αναλάβει κατά τρόπο συγκροτημένο τις πολιτικές εκείνες πρωτοβουλίες, που προδιέγραφαν οι πραγματικά μεγάλες δυνατότητες των νέων πολιτικών που τη συναποτελούσαν. Άλλωστε, το γεγονός ότι η «Ομάδα των Ιαπώνων» παρέμεινε από της συστάσεώς της έως και της τελικής διαλύσεώς της μια κατ’ ουσίαν άτυπη πολιτική κίνηση, χωρίς ποτέ να επιδιώξει πραγματικά και πολύ περισσότερο να κατορθώσει να μετεξελιχθεί σε ένα οργανωμένο πολιτικό κόμμα, με διακριτό ιδεολογικό στίγμα και αυτόνομη οργανωτική υπόσταση, αποδεικνύει περίτρανα τη βασική αιτίαση που μετά την αποχώρησή του από αυτή επικαλέσθηκε ο Δημήτριος Γούναρης για να αιτιολογήσει το διάβημά του. Δηλαδή το ότι η εμμονή στη διατήρησή της, θα στερούσε από τα μέλη της τη δυνατότητα να προσφέρουν στη χώρα από κυβερνητικές θέσεις ευθύνης, καθώς η ομάδα έτσι όπως ήταν διαρθρωμένη ουδέποτε θα μπορούσε πειστικά να διεκδικήσει και πολύ περισσότερο να κατακτήσει την εξουσία. 2.3 Πρώτη επώδυνη εμπειρία της συμβίωσης με τον παλαιοκομματισμό Η νέα σύνθεση του ανασχηματισθέντος υπουργικού συμβουλίου και η τοποθέτηση του Δημητρίου Γούναρη ως υπουργού Οικονομικών, ανακοινώθηκαν επισήμως στη Βουλή από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη, κατά την έναρξη των εργασιών της νέας Συνόδου του Σώματος, στη συνεδρίαση της 17ης Νοεμβρίου 1908. Η αναγγελία της υπουργοποίησης του Δημητρίου Γούναρη στο Κοινοβούλιο, αποτέλεσε το έναυσμα για τους κομματικούς αντιπάλους της κυβέρνησης, αλλά και για τους προσωπικούς πολιτικούς επικριτές του, να αποδυθούν σε μια θορυβώδη μάχη εντυπώσεων, προσβλέποντας να αποκομίσουν από αυτήν εύκολα μικροπολιτικά οφέλη. Έτσι, αφού ζήτησαν το λόγο, ανήλθαν στο βήμα της Βουλής διάφοροι βουλευτές, οι οποίοι καταφέρθηκαν με σφοδρότητα εναντίον του, εκτόξευσαν βαρύτατους χαρακτηρισμούς για την ενέργειά του εκείνη και ορισμένοι από αυτούς δεν δίστασαν να του αποδώσουν ιδιοτελή πολιτικά ελατήρια. Στην ενορχηστρωμένη επίθεση κατά του Γούναρη πρωταγωνίστησαν κυρίως ο μέχρι πριν λίγο καιρό «συνοδοιπόρος» του στην «Ομάδα των Ιαπώνων» Εμμανουήλ Ρέπουλης και ο αρχηγός του «Νεοελληνικού Κόμματος», Δημήτριος Ράλλης, ο οποίος παράλληλα κατηύθυνε τα βέλη του και εναντίον του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη, εγκαλώντας τον ότι η απόφασή του να τοποθετήσει τον Αχαιό πολιτικό στην κυβέρνησή του ήταν «αντικοινοβουλευτική» και συνταγματικά «μετέωρη». Απαντώντας σε αυτές τις αιτιάσεις του αρχηγού του «Νεοελληνικού Κόμματος», ο Δημήτριος Γούναρης σημείωσε σε μια αποστροφή του λόγου του τα εξής: «Κύριε Πρόεδρε, δεν θα είπω τίποτε περί της διατυπώσεως, η οποία εδόθη εις τας αιτιάσεις, αι οποίαι εγένοντο· η διατύπωσις ανήκει εις έκαστον καθ’ ον τρόπον θέλει να τας υποστηρίξη. Θα εξετάσω όμως εγώ την ουσίαν αυτών, και θα είπω εις τον αξιότιμον κ. Βουλευτήν Αττικής, ότε παρά το πλευρόν αυτού εκάθηντο εκείνοι μετά των οποίων συνειργαζόμην συμβουλεύοντες, ότι δεν ήτο δυνατόν από απόψεως θετικής, από απόψεως πρακτικής πολιτικής να διαπραχθή τι, πως ο αξιότιμος κ. Βουλευτής εξ Αττικής ευρίσκει, ότι η ιδική μου σκέψις, ως υπάρχουσα τοιαύτη, διότι τούτο είπε προ ολίγου, ότε είπεν, ότι εθεώρησα επιβεβλημένον εξ υποχρεώσεως να αναλάβω την εντολήν υπέρ του τόπου, πως ο κ. Βουλευτής ευρίσκει, ότι εκείνο το οποίον είπον δύναται να το χαρακτηρίση δεν ηξεύρω με τίνας λέξεις, εξ εκείνων τας οποίας μετεχειρίσθη προ ολίγου. Ποίαν ευρίσκει διαφοράν μεταξύ εκείνων, τα οποία χθες εδηλώθησαν εν τη αιθούση ταύτη, και της γνώμης την οποίαν εγώ εξεδήλωσα, παραδεχόμενος την εντολήν η οποία μοι εγένετο, ν’ 90


αναλάβω την διεύθυνσιν ενός υπουργείου; Αλλά, κύριοι, ο κ. Βουλευτής εξ Αττικής παρέστησέ με ως εγκαταλείψαντα δεν ηξεύρω τίνας. Δεν κακίζω, ότι έχει τις το δικαίωμα να ομιλήση περί εγκαταλείψεως· δεν είναι ο τόπος ουδέ είναι σύμφωνον με την θέσιν, με το μέγεθος της θέσεως να γίνεται συζήτησις περί του τρόπου κατά τον οποίον συνέβησαν όσα συνέβησαν· δεν είναι το Κοινοβούλιον προωρισμένον, ίνα περί τα έξω αυτού τελούμενα συζητή. Ενταύθα θα δύναται να συζητηθή μόνον το ζήτημα της αρχής και από του ζητήματος της αρχής, λέγω και επαναλέγω, ότι, αν ευρίσκωμαι, εις την θέσιν, εν τη οποία ευρίσκομαι, ουδέν έτερον με ήγαγεν εις αυτήν, ή η πλήρης συναίσθησις του καθήκοντος, το οποίον έχει πας πολιτευόμενος να εξυπηρετήση τον Τόπον. Ας είναι βέβαιος ο κ. Βουλευτής και ας μη ζητή ν’ αγάγη το πράγμα εις την φιλαυτίαν ή εις ό,τι άλλο είπε, διότι δύναται να βεβαιωθή, εάν εξετάση επιμελέστερον, ότι τα πράγματα έχουσιν ως εξέθηκα εγώ αυτά, και όχι ως εκείνος είπε»118. Ο Γούναρης, σε εκείνη τη συνεδρίαση της 17ης Νοεμβρίου 1908, περιόρισε την αντίδραση προς τους επικριτές του σε αυτή μόνο την απάντησή του στις κατηγορίες του Δημητρίου Ράλλη, χωρίς να επιχειρήσει την όποια περαιτέρω διεξοδική ανασκευή των εναντίον του εγκλήσεων, καθώς γι’ αυτόν άλλη ήταν η μείζον προτεραιότητα. Συγκεκριμένα, εκείνο που προείχε για τον Αχαιό πολιτικό, ήταν να εστιάσει την αγόρευσή του στο να εισηγηθεί με επάρκεια και πληρότητα τον Προϋπολογισμό του Κράτους για το 1909, τον οποίο ως υπουργός Οικονομικών είχε καταρτίσει, καθώς και τα οκτώ νομοσχέδια που συνυπέβαλε προς ψήφιση στο Κοινοβούλιο μαζί με αυτόν, για την αναμόρφωση και τον εκσυγχρονισμό των δημόσιων οικονομικών της χώρας. Και πράγματι, αυτό έπραξε. Σε όλο το διάστημα που είχε διαρρεύσει από της τοποθετήσεώς του στη θέση του υπουργού Οικονομικών, τον Ιούνιο του 1908, ως και την κατάθεση του προϋπολογισμού και των συνοδευόντων αυτόν σχεδίων νόμων στη Βουλή, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο Δημήτριος Γούναρης είχε εργασθεί ακατάπαυστα προκειμένου να ενημερωθεί κατά το δυνατόν ενδελεχώς για την πραγματική κατάσταση των δημοσίων οικονομικών. Και είχε επιστρατεύσει όλες του τις γνώσεις και το μεταρρυθμιστικό του ενθουσιασμό, προκειμένου να φέρει, μέσα στα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια που είχε στη διάθεσή του, σε πέρας, το έργο της εκπόνησης των νομοσχεδίων, που θα έβαζαν στέρεα τα θεμέλια ώστε να γίνει πράξη το όραμά του για τον εκσυγχρονισμό και τον εξορθολογισμό της λειτουργίας της εθνικής οικονομίας. Καρπός αυτής του της προσπάθειας υπήρξαν τόσο το κείμενο του Προϋπολογισμού του Κράτους για το 1909, όσο και οι διατάξεις των νομοσχεδίων, που συνυπέβαλε μαζί με αυτόν στη Βουλή. Εισηγούμενος τον Προϋπολογισμό του Κράτους για το 1909, ο Δημήτριος Γούναρης υπογράμμισε με έμφαση την ανάγκη να σταματήσει η αρνητική παράδοση της προχειρότητας και της αποσπασματικότητας στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών. Εξήρε τη σημασία της εξυγίανσης του προϋπολογισμού, τόσο στο σκέλος των εσόδων, όσο και στο σκέλος των δαπανών και τόνισε, χωρίς περιστροφές, ότι αυτό απαιτούσε βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές σε δύο «μέτωπα», δηλαδή και στην οργάνωση της δημόσιας διοίκησης του κράτους και στους κανόνες που διέπνεαν τη λειτουργία της οικονομίας. Σε αυτό ακριβώς, πρόσθεσε, απέβλεπαν και οι ρυθμίσεις των οκτώ νομοσχεδίων που συνυπέβαλε στη Βουλή μαζί με τον προϋπολογισμό προς ψήφιση. Τα νομοσχέδια αυτά, αφορούσαν: την οργάνωση του σώματος της τελωνοφυλακής, την καταδίωξη και τιμωρία του λαθρεμπορίου, τη σύσταση επιτροπής για τη μελέτη της γενικής αναθεώρησης του δασμολογίου και την ελάττωση του εισαγωγικού τέλους της ζάχαρης, την πρόσθετη φορολογία οινοπνευματούχων υγρών και ποτών, τη φορολογία εισοδημάτων και κινητών αξιών, τους φόρους κατανάλωσης φωταερίου, ηλεκτρικής δυνάμεως και φωτιστικών ειδών, τη φορολογία των οίνων και τέλος την 118

Βλ. «Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής», Συνεδρίασις της 17ης Νοεμβρίου 1908.

91


οργάνωση της κεντρικής υπηρεσίας του υπουργείου Οικονομικών119. Ολοκληρώνοντας την αγόρευσή του επί του προϋπολογισμού και των συνυποβληθέντων με αυτόν νομοσχεδίων, ο Δημήτριος Γούναρης, ανέφερε, δίνοντας το στίγμα του, που απέβλεπαν τα όσα είχε εισηγηθεί: «Ταύτα είναι, Κύριοι, όσα είχον να υποβάλω υπό την κρίσιν της Βουλής. Εργασθείς κατά το βραχύ διάστημα, κατά το οποίον έχω την τιμήν να προΐσταμαι του Υπουργείου, απεκόμισα αυτάς τας εντυπώσεις εκ των οποίων απέρρευσαν τα πορίσματα, τα οποία κατά ενδεδειγμένον καθήκον ανεκοίνωσα εις την Βουλήν. Και τινα μεν τούτων ανεκοίνωσα ως απλά συμπεράσματα περί της καταστάσεως, η οποία επικρατεί, τινά δε τούτων υπέβαλον υπό τον τύπον προτάσεων, ίνα τύχωσι της ψήφου της Βουλής. Ομολογώ, ότι το δεύτερον μετά πολλήν σκέψιν επεχείρησα, διότι και ο χρόνος, ο οποίος μοι εδόθη, ίνα τα πράγματα μελετήσω, δεν υπήρξεν επαρκής και προηγουμένη παρασκευή επί το έργον τούτο δεν ήτο αρτία· αν δ’ ετόλμησα να υποβάλω τας προτάσεις, τας οποίας υπέβαλον, και να εκθέσω ταύτας ως πεποιθήσεις μου εις την κρίσιν της Βουλής, τας υπέβαλον, διότι παρά της Βουλής απεκδέχομαι όχι μόνον την απλήν κρίσιν, αλλά και τι πλέον· απεκδέχομαι τα φώτα αυτής και την πείραν επί βελτιώσει παντός μέτρου, το οποίον τυχόν διατυπωθέν ως διετυπώθη δεν θα έχη την επάρκειαν, ίνα ανταποκριθή εις τας ανάγκας των πραγμάτων. Διότι οφείλω να είπω προς υμάς και λέγω κατά την εσπέραν ταύτην, κατά την οποίαν τοσαύτα ηκούσαμεν, ότι, αν ευρίσκομαι εκεί όπου ευρίσκομαι δι’ ουδένα έτερον λόγον ευρίσκομαι, παρά εκ της συναισθήσεως, την οποίαν πας πολιτευόμενος, πας ο κατερχόμενος εις την κονίστραν την πολιτικήν, πρέπη να έχη υπερτέραν πάσης άλλης, ότι ουδένα έτερον προορισμόν έχει παρά να χρησιμοποιήση πάσας τας δυνάμεις αυτού υπέρ του Τόπου και της εξυπηρετήσεως των αναγκών αυτού, ότι πρέπει πάσαν ανθρωπίνην αδυναμίαν και πάντα δεσμόν, ένεκα της αδυναμίας αυτής, κατά την οποίαν ήθελε πεισθή, ότι οι δεσμοί αυτοί οι εξυπηρετούντες την αδυναμίαν αυτήν ότι συντελούσιν εις την εξυπηρέτησιν του τόπου, την αδυναμίαν αυτήν να λησμονήση. Και σας ομολογώ, ότι και εγώ, ως άνθρωπος, υπέκυψα εις την αδυναμίαν ταύτην των τοιούτων δεσμών, τους οποίους απέκοψα, ότε ήμην υπόχρεος ν’ αναλάβω την υποχρέωσιν την οποίαν είχον προς εξυπηρέτησιν των συμφερόντων του τόπου. Ταύτα είχον την υποχρέωσιν να είπω εις απάντησιν των όσων ελέχθησαν»120. Με τη δημοκρατική ευαισθησία που τον διέκρινε και την καλοπιστία που τον χαρακτήριζε, ο Δημήτριος Γούναρης, όπως φαίνεται άλλωστε από το προπαρατεθέν επιλογικό απόσπασμα της βαρυσήμαντης αυτής ομιλίας του, ζήτησε την κριτική των συναδέλφων του βουλευτών για να βελτιώσει ακόμη περισσότερο τις προτάσεις και τις ρυθμίσεις που εισηγήθηκε. Αντ’ αυτής, πριν ακόμη σβήσει ο απόηχος της αγόρευσής του, εισέπραξε μύδρους και βρέθηκε στη δίνη πρωτοφανών αντιδράσεων, όχι μόνο από την αντιπολίτευση, αλλά και από όλους εκείνους όσοι θεώρησαν ότι θίγονταν από τις ρυθμίσεις τις οποίες πρότεινε. Όσο και αν ο αθηναϊκός και ο επαρχιακός Τύπος της επομένης ημέρας, στη μεγάλη πλειονότητά του, δεν εφείσθη κολακευτικών σχολίων και επαινετικών αναφορών στα προτεινόμενα μέτρα, οι αντιδράσεις με την παρέλευση των ημερών, αντί να σημειώσουν ύφεση, κλιμακώθηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις εκτραχύνθηκαν. Οι προτάσεις του Γούναρη, που συγκροτούσαν στο σύνολό τους μια συνεκτική δέσμη μεταρρυθμιστικών τομών με εσωτερική συνέπεια και σαφή στόχευση, αποσκοπούσαν στο να θέσουν υπό έλεγχο φαινόμενα ασυδοσίας, που επικρατούσαν τότε στην ελληνική οικονομία και έθιγαν βαθιά ριζωμένα κατεστημένα συμφέροντα. Ιδιαίτερα οι ρυθμίσεις τις οποίες εισηγείτο για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου, τη φορολόγηση των μερισμάτων των μετοχών, τη φορολογία του φωτιστικού οινοπνεύματος και την αναδιοργάνωση των 119 120

Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 33 - 36. Βλ. «Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής», Συνεδρίασις της 17ης Νοεμβρίου 1908.

92


υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών, δημιούργησαν εναντίον του σφοδρές έχθρες και συνάσπισαν κατά της πολιτικής του θηριώδη για την Ελλάδα της εποχής συμφέροντα. Και αν οι αντιδράσεις αυτών των κύκλων για λόγους προφανείς, όπως και οι επικρίσεις της αντιπολίτευσης για λόγους πρόδηλων μικροπολιτικών επιδιώξεων, ήταν αναμενόμενες από τον Δημήτριο Γούναρη, εκείνο που εμφανώς τον εξέπληξε ήταν η δριμύτητα των αντιδράσεων των προερχόμενων από τους κόλπους της συμπολίτευσης, που σύντομα προσέλαβαν τον χαρακτήρα μιας απροσχημάτιστης και πολύμορφης πολεμικής. Έτσι, ο Αχαιός πολιτικός, δεν άργησε να συνειδητοποιήσει από τη θέση πια του υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης του «Νεωτερικού Κόμματος», το μέγεθος της ασυμβατότητας των αντιλήψεών του προς τις απόψεις, που κυριαρχούσαν στην πλειονότητα των μελών του υπουργικού συμβουλίου. Και η έκπληξή του κατέστη οδυνηρότερη, όταν σύντομα διαπίστωσε ότι και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης στην αρχή περιορίστηκε σε μια χλιαρή και πάντως όχι πειστική στήριξη των εισηγήσεών του και στη συνέχεια, προσέφυγε σε μια μεθοδευμένη κωλυσιεργία ως προς την προώθηση της ψήφισης των νομοσχεδίων από το Κοινοβούλιο. Και η θρυαλλίδα, που οδήγησε στην από πολλές πλευρές πλέον αναμενόμενη έκρηξη και στη ρήξη των σχέσεων μεταξύ των δύο ανδρών, δεν άργησε να πυροδοτηθεί. Με την ευκαιρία των διακοπών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ο Δημήτριος Γούναρης μετέβη στην Πάτρα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην αχαϊκή πρωτεύουσα, παραχώρησε στην εφημερίδα Νεολόγος της πόλης, μία σύντομη συνέντευξη, στην οποία αναφέρθηκε στη φιλοσοφία των μέτρων, τα οποία πρότεινε, με τα εκκρεμούντα προς ψήφιση νομοσχέδια σημειώνοντας μεταξύ των άλλων και τα εξής: «Πρόθεσίς μας είναι ν’ ανακουφίσωμεν τας πενομένας λαϊκάς τάξεις από την βαρυτάτην φορολογίαν των χρειωδών του βίου, διότι κανείς τόπος δεν βαρύνεται περισσότερον του ιδικού μας εις τα είδη της πρώτης ανάγκης. Και διά τούτο αι λαϊκαί τάξεις των εργατών, βιομηχάνων, μικρεμπόρων, δεν δύνανται να δημιουργήσουν αποταμιεύματα, όταν δε ο αρχηγός της οικογενείας γηράσκη και δεν δύναται να προσπορισθή τα προς το ζην εργαζόμενος, η οικογένειά του περιέρχεται εις ένδειαν ... Εκείνο που απεφασίσαμεν διά την ζάχαρην, θα το επιζητήσωμεν και διά τα άλλα είδη της πρώτης ανάγκης, μετατοπίζοντες την φορολογίαν και ανακουφίζοντες τον λαόν. Διότι, βέβαια, οι πλούσιοι δεν τρώγουν τόσον άρτον, όσον τρώγουν οι φτωχοί και όμως ο άρτος φορολογείται βαρύτατα»121. Με την επανέναρξη των εργασιών της Βουλής, στις 21 Ιανουαρίου 1909, ο βουλευτής Πατρών Λουκάς Ρούφος, έφερε τις δηλώσεις αυτές του Δημητρίου Γούναρη ενώπιον του Κοινοβουλίου, ερωτώντας ευθέως τον πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη εάν αποτελούσαν και θέσεις της κυβέρνησης και πολύ περισσότερο, εάν τις συμμεριζόταν και ο ίδιος προσωπικά. Και τότε, επήλθε το «άδειασμα». Ο Γεώργιος Θεοτόκης, έχοντας πλέον οριστικά πειστεί για την απροθυμία σημαντικού μέρους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματός του να στηρίξει τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του Δημητρίου Γούναρη, παρά τους φραστικούς εξωραϊσμούς στους οποίους προσέφυγε, τον άφησε εμφανώς εκτεθειμένο στις αιτιάσεις των βουλευτών. Ο Δημήτριος Γούναρης αντελήφθη ότι ο πρωθυπουργός δεν ήταν διατεθειμένος να θυσιάσει την ενότητα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας χάριν της υποστήριξης των νομοσχεδίων, που εκείνος πρότεινε. Η εντύπωση αυτή εδραιώθηκε ακόμη περισσότερο κατά τη συνεδρίαση της Βουλής, της 28ης Ιανουαρίου 1909, όταν δεχόμενος και πάλι τα ομαδικά πυρά της αντιπολίτευσης για τα νομοσχέδια τα οποία εισηγείτο, οι μεν συνάδελφοί του στο υπουργικό συμβούλιο και τη συμπολίτευση τηρούσαν «σιγήν ιχθύος», ο δε πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης, αποφεύγοντας προσεκτικά οποιαδήποτε παρέμβαση, τον άφησε ουσιαστικά ξανά εντελώς ακάλυπτο. 121

Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 35 - 36.

93


Έτσι, λίγες μέρες αργότερα, και αφού πλέον είχε σχηματίσει την πεποίθηση ότι ο πρωθυπουργός, είχε ουσιαστικά ενδώσει στις από πολλές κατευθύνσεις ασκούμενες προς αυτόν πιέσεις, ο Δημήτριος Γούναρης, στις 13 Φεβρουαρίου 1909, υπέβαλε στον Γεώργιο Θεοτόκη την παραίτησή του από τη θέση του υπουργού Οικονομικών. Ο Θεοτόκης, κατέβαλε προσπάθειες να πείσει τον Δημήτριο Γούναρη να αναθεωρήσει την απόφασή του, υποσχόμενος ότι μέχρι τον Μάιο θα ψηφίζονταν από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τα οκτώ νομοσχέδια. Ο Γούναρης, στάθηκε ανένδοτος. Στη συνεδρίαση της Βουλής της 16ης Φεβρουαρίου 1909, διαβάσθηκε από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου η ακόλουθη επιστολή του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη, προς το Σώμα: «Προς τον κ. Πρόεδρον της Βουλής. Λαμβάνω την τιμήν να ανακοινώσω υμίν, ότι η Α. Μ. ο Βασιλεύς ευηρεστήθη ν’ αποδεχθή την υποβληθείσαν αυτώ παραίτησιν του επί των Οικονομικών Υπουργού κ. Δημητρίου Π. Γούναρη βουλευτού Πατρών, να διορίση δ’ αντ’ αυτού Υπουργόν των Οικονομικών τον κ. Νικόλαον Π. Καλογερόπουλον βουλευτήν εκ Χαλκίδος. Ο Πρόεδρος Γ. Ν. Θεοτόκης»122. Η επίσημη ανακοίνωση της παραίτησης του Δημητρίου Γούναρη από τη θέση του υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης Θεοτόκη, αποτέλεσε για την αντιπολίτευση μιας πρώτης τάξης ευκαιρία, αφ’ ενός μεν για να γενικεύσει τη συζήτηση και να καταφερθεί συνολικά εναντίον της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, αφετέρου δε για να επισημάνει την ανακολουθία του ίδιου του πρωθυπουργού. Στη συνεδρίαση αυτή έλαβαν το λόγο πάρα πολλοί βουλευτές της αντιπολίτευσης με προεξάρχοντα τον αρχηγό του «Νεοελληνικού Κόμματος» Δημήτριο Ράλλη. Και παρά τις προσπάθειες του Γεωργίου Θεοτόκη να αντικρούσει την καταφορά των πολιτικών του αντιπάλων, το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και στην επόμενη συνεδρίαση της Βουλής της 17ης Φεβρουαρίου 1909, όπου και πάλι η κυβέρνηση βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση υφιστάμενη την ομοβροντία των πυρών όλων των πτερύγων της αντιπολίτευσης. Ιδωμένη πάντως, υπό ευρύτερους όρους, η παραίτηση του Δημητρίου Γούναρη από το αξίωμα του υπουργού των Οικονομικών, επισφράγισε το προδιαγεγραμμένο τέλος της απόπειράς του να επιχειρήσει μέσα από τα σχήματα του παλαιοκομματισμού την προώθηση ριζοσπαστικών τομών, που εφ’ όσον ευοδώνονταν, θα διαμόρφωναν τους όρους για την κατάργηση των δομών του «παλαιού» πολιτικού κόσμου. Κάτι, που ούτε το υπάρχον τότε πολιτικό σύστημα άντεχε, ούτε, πολύ περισσότερο όπως αδιάψευστα αποδείχθηκε, το κυβερνών «Νεωτερικό Κόμμα» -βασική συνιστώσα του πολιτικού κατεστημένου της εποχήςήταν δυνατόν να απορροφήσει, χωρίς καταλυτικούς για την ίδια του την πολιτική υπόσταση, κραδασμούς. Πάντως, η παραίτηση του Δημητρίου Γούναρη, επιδείνωσε την ήδη άσχημη εικόνα της κυβέρνησης Θεοτόκη στην κοινή γνώμη. Και μεταστοιχείωσε σε βεβαιότητα την ήδη διάχυτη αίσθηση, πως κάθε απόπειρα υπέρβασης του παλαιοκομματισμού, με μεθόδους συμβατικών πολιτικών πρωτοβουλιών, ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία. Η βεβαιότητα αυτή, ενίσχυσε τις υποβόσκουσες σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα τάσεις, που κατέτειναν υπέρ της επιλογής της δυναμικής αναμέτρησης με τα ερείσματα της εξουσίας του παλαιοκομματισμού. Μέσα σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ο εκδότης της Ακροπόλεως Βλάσης Γαβριηλίδης, ευαίσθητος δέκτης των λαϊκών διαθέσεων και των κοινωνικών προβληματισμών, με ένα άρθρο-παρέμβαση στα δημόσια πράγματα, που δημοσιεύθηκε από Βλ. «Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής», Συνεδρίασις 36 Γ΄ Συνόδου ΙΗ΄ περιόδου, σελ. 658 16 Φεβρουαρίου 1909.

122

94


τις στήλες της εφημερίδας του στις 16 Φεβρουαρίου 1909, λαμβάνοντας ως δεδομένη την χρεοκοπία των «παλαιών» πολιτικών κομμάτων, απηύθυνε έκκληση στον Δημήτριο Γούναρη «να τεθή επί κεφαλής της ειρηνικής επαναστάσεως, διά να μεταβληθή το πολίτευμα, από κοινοβουλευτικόν-ολιγαρχικόν εις λαϊκόν». Και συνέχιζε, υπογραμμίζοντας: «Αποκρουσθέντος του ριζοσπαστικού του προγράμματος υπό του Γ. Θεοτόκη, εξ ανάγκης ο Γούναρης οφείλει ν’ αντιπολιτευθή αγρίως την κυβέρνησιν ... να μη προσέλθη εις κανέν κόμμα - να ταχθή προς το μέρος του λαού ... την δύναμίν του οφείλει να την ζητήση εκτός της Βουλής. Να εργασθή ούτως ώστε μίαν ημέραν να συγκεντρώση πλειοψηφίαν, όχι πλέον εντός ολιγαρχικής ή συμμοριακής αλλ’ εντός καθαρώς δημοκρατικής Βουλής»123. Ο Δημήτριος Γούναρης, μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναβρασμού, εξακολουθούσε να παραμένει ψύχραιμος. Και να αντιμετωπίζει τις ολοένα και πυκνούμενες προς αυτόν απευθυνόμενες εκκλήσεις για ανατροπή του σκηνικού, με νηφαλιότητα και σχεδόν στοχαστική αποστασιοποίηση. Βαθιά προσηλωμένος στον κοινοβουλευτισμό και πεπεισμένος πως μόνο μέσα από συντεταγμένες δημοκρατικές διαδικασίες θα μπορούσε ο τόπος να βγει από τα αδιέξοδα που σωρεύονταν, επέμενε να θεωρεί καθήκον του τη συνεπή άσκηση των κοινοβουλευτικών του υποχρέωσεων, αποφεύγοντας κάθε άλλη κατ’ αυτόν πολιτικά ατελέσφορη κίνηση. Έτσι, στις 13 Μαρτίου 1909, μίλησε στη Βουλή, κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την κύρωση της νομισματικής σύμβασης, που είχε συνομολογηθεί επί των ημερών της υπουργίας του και κατετέθη προς ψήφιση από το διάδοχό του Νικόλαο Καλογερόπουλο, επιχειρηματολογώντας υπέρ των διατάξεών της και αντικρούοντας την κριτική που διατύπωσαν κατ’ αυτής ορισμένοι βουλευτές της αντιπολίτευσης. Ήταν η πρώτη αγόρευσή του, μετά την αποχώρησή του από το υπουργείο Οικονομικών, και από όλες τις πλευρές θεωρήθηκε ως ένα υπόδειγμα συγκροτημένης τεχνοκρατικής προσέγγισης σε ένα εξ ορισμού σύνθετο και «δύσκολο» τεχνικού χαρακτήρα οικονομικό θέμα. Όταν περί τα τέλη Απριλίου 1909 σημειώθηκε γύρω από το θέμα της Κρήτης μια κρίσιμη εξέλιξη, που συνίστατο στην πραγματοποίηση διαβήματος των μεγάλων δυνάμεων για την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από το νησί και την εγκατάσταση Ελλήνων αξιωματικών για την οργάνωση της κρητικής χωροφυλακής, θεώρησε χρέος του να παρέμβει. Και απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου, προέβη στην κατωτέρω δήλωση: «Ουδείς σοβαρώς ομιλών δύναται ν’ αμφισβητήση ότι εγένετο ουσιώδης πρόοδος εν τω ζητήματι. Η θέσις της Κρήτης, οία εκανονίσθη ότι θα είναι μετά την αναχώρησιν των διεθνών στρατευμάτων, αποτελεί αναμφισβητήτως σπουδαίον βήμα προς τα πρόσω. Αφ’ ετέρου δεν παραλείπεται ν’ αναγνωρισθή η προσωρινότης του εμφανιζομένου σήμερον καθεστώτος, προσωρινότης η οποία έγκειται και εν τη φύσει του καθεστώτος τούτου, και να παρασχεθώσι διαβεβαιώσεις περί ευμενούς οριστικής διαρρυθμίσεως των πραγμάτων. Φρονώ ότι πας τις βλέπει ότι δεν υπολείπεται παρά το τελευταίον βήμα προς την ένωσιν. Είναι βεβαίως λυπηρόν ότι οι ισχυροί δεν ηθέλησαν να αποτελειώσωσι το έργον. Αλλά τούτο δεν είναι λόγος να καταληφθώμεν υπό υστερισμών. Εκείνο, το οποίον δεν εγένετο σήμερον, θα γίνη ασφαλώς και πριν ή παρέλθη μακρός χρόνος. Βεβαίως επιθυμητόν θα ήτο να είμεθα εις θέσιν να υποστηρίξωμεν διά των ιδίων δυνάμεων τα δίκαιά μας. Δυστυχώς δεν είμεθα. Τούτο έχει αιτίας πολύ μεγαλυτέρας παρ’ εκείναι δι’ ας δύνανται να ευθύνωνται οιαδήποτε πρόσωπα. Ίνα καθορισθώσι τα αίτια και επιδιωχθή σοβαρώς η κατά το δυνατόν διόρθωσις, δεν είναι βεβαίως πρόσφορος μέθοδος η υστερική υπερδιέγερσις. Εξ αυτής εν και μόνον θα προκληθή: Θορυβώδης σύγχυσις όχι μόνον αποκλείουσα πάσαν πραγματικήν διόρθωσιν, αλλά και την περαιτέρω πρόοδον του κρητικού ζητήματος διακινδυνεύουσα. Φρονώ αδιστάκτως ότι όσον μεγαλύτερον αισθάνεταί τις πόνον προς Αναφέρεται στο Άριστος Καμπάνης: «Ο Δημήτριος Γούναρης και η Ελληνική Κρίσις των ετών 1918-1922», όπ. προηγ. σελ. 42 - 43.

123

95


την χώραν τόσον εντονώτερον πρέπει να συστήση ηρεμίαν και μετριοπάθειαν. Και ανεξαρτήτως της οδυνηράς πείρας προσφάτου ακόμη παρελθόντος δεν χρειάζεται πολλή διορατικότης, ίνα διαγνωσθή πόσον είναι επιβεβλημμένη η τοιαύτη στάσις. Μόνον οι Λαοί, οι οποίοι, όταν πονούν, περισυλλέγονται και μελετώσι, και όχι οι Λαοί, οι οποίοι ως μόνην εκδήλωσιν της ζωτικότητός των παρουσιάζουσιν εξάψεις και παρακρούσεις, δύνανται να έχωσι πεποίθησιν ότι το μέλλον τοις ανήκει»124. Με τη διακοπή των εργασιών της Βουλής εν’ όψει του θέρους, τον Ιούνιο του 1909, ο Δημήτριος Γούναρης, όπως κατά πάγια συνήθειά του έπραττε από τα χρόνια κιόλας που δικηγορούσε, αναχώρησε για ένα πολύμηνο ταξίδι σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, για επιτόπια ενημέρωση αναφορικά με τις πολιτικές εξελίξεις και τα σύγχρονα επιστημονικά και ιδεολογικά ρεύματα, αλλά και για επαφές με Ευρωπαίους πολιτικούς παράγοντες και διανοουμένους, με τους οποίους συνδεόταν με στενή προσωπική φιλία. Εν τω μεταξύ, στην πολιτική ζωή του τόπου, πύκνωναν τα σύννεφα μιας διάχυτης δυσφορίας ευρύτατων στρωμάτων της κοινής γνώμης, αλλά και του μεγαλύτερου μέρους -ιδιαίτερα- του αθηναϊκού Τύπου, για την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στα δημόσια πράγματα. Οι διαμαρτυρίες για την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να ανταποκριθεί στις ολοένα και αυξανόμενες απαιτήσεις του σύνθετου διεθνούς περιβάλλοντος πλήθαιναν, οι καταγγελίες κατά του «παλαιού» πολιτικού κόσμου για διαχειριστική ανικανότητα και ροπή προς τη μικροπολιτική και την αναξιοκρατία εκτοξεύονταν από διαρκώς και περισσότερες κατευθύνσεις, και οι επισημάνσεις για τη θεσμική καθυστέρηση του τόπου, που τον κρατούσε αιχμάλωτο αναχρονιστικών δομών και παρωχημένων στερεοτύπων, έβρισκαν συνεχώς και περισσότερα «ευήκοα ώτα» ανάμεσα στους πολίτες. Το αρνητικό κλίμα, επιτεινόταν ακόμη περισσότερο από την ανυπαρξία ορατής διεξόδου από την πολύμορφη κρίση, μέσα από τις ορθόδοξες δημοκρατικές διαδικασίες. Μάλιστα, η αίσθηση ασφυξίας που εξαπλωνόταν στη χώρα, επιδεινωνόταν ακόμη πιο πολύ από έναν εξωγενή παράγοντα: την πραγματοποίηση και την επιβολή, στις 23 Ιουλίου 1908, στην οθωμανική αυτοκρατορία του κινήματος των Νεότουρκων, το οποίο υποχρέωσε τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ να προβεί στην παραχώρηση συντάγματος. Εξέλιξη που σε πολλούς πολιτικούς και στρατιωτικούς κύκλους στην Ελλάδα δημιούργησε την εντύπωση ότι θα οδηγούσε στην ισχυροποίηση της αποδυναμωμένης οθωμανικής αυτοκρατορίας, πράγμα που θα δυσχέραινε τις ελληνικές επιδιώξεις για την εκπλήρωση του στόχου της εθνικής ολοκλήρωσης125. Στις περίπλοκες και «ομιχλώδεις» αυτές συνθήκες έβρισκε όλο και περισσότερο πρόσφορο έδαφος η αντίληψη ότι η υπέρβαση του πολιτικού και κοινωνικού αδιεξόδου, που έφραζε σε μια κρίσιμη εποχή αλλαγών και ανακατατάξεων την προοπτική του έθνους, θα έπρεπε να αναζητηθεί σε δυνάμεις έξω από τον παραδοσιακό χώρο της πολιτικής. Είχε φθάσει, πλέον, η ώρα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» να εμφανιστεί στο προσκήνιο. Ο πρώτος που διέγνωσε έγκαιρα το αναπόδραστο της δυναμικής εκκαθάρισης της κατάστασης, ήταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης. Στη συνειδητοποίηση του ολοσχερούς αδιεξόδου συνέβαλαν καθοριστικά ορισμένα γεγονότα, τα οποία έλαβαν χώρα την Άνοιξη του 1909. Τέτοια ήταν, μεταξύ των άλλων, οι κινητοποιήσεις των οργανώσεων Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 196. Το κίνημα των νεότουρκων υπήρξε καρπός της συνδυασμένης δραστηριότητας της «Επιτροπής της Προόδου και Ενώσεως», που είχε ιδρύσει την Πρωτομαγιά του 1889 στην Κωνσταντινούπολη, μια παρέα τεσσάρων νεαρών σπουδαστών της στρατιωτικής ιατρικής σχολής, απαρτιζόμενη από τους Ιμπραήμ Τέμο, Μεχμέτ Ρεζίντ, Ισχάκ Σουκουτί και Αμπντουλάχ Καντβέτ, καθώς και της «Οσμανικής Επιτροπής Ελευθερίας», που είχε ιδρυθεί στις αρχές του 20ού αιώνα στη Θεσσαλονίκη, από τρεις νεαρούς στρατιωτικούς και συγκεκριμένα τον Ραχμί Πασά, τον Ταλαάτ Πασά και τον συνταγματάρχη Μουσταφά Κεμάλ. Βλ. Ιάκωβος Ακτσόγλου: «Νεότουρκοι: Από την αντιπολίτευση στο πραξικόπημα», εφ. Τύπος της Κυριακής, 29/7/2001.

124 125

96


των επαγγελματιών και των σωματείων των εργατών εναντίον των φορολογικών βαρών και των πάσης φύσεως γραφειοκρατικών ταλαιπωριών, στις οποίες υπέβαλε το κράτος τους πολίτες. Επίσης, τα επεισόδια που ακολούθησαν, όταν διαμαρτυρόμενοι πολίτες, οπλισμένοι με πέτρες και πιστόλια, συγκεντρώθηκαν μπροστά από τη Βουλή και συνεπλάκησαν με τις δυνάμεις της τάξης. Και ακόμη, οι ταραχές που σημειώθηκαν, ανάμεσα σε εμπόρους και ιδιοκτήτες καταστημάτων, που διαδήλωναν τη δυσαρέσκειά τους για την αδιαφορία της κυβέρνησης έναντι των προβλημάτων τους, και στις αστυνομικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα αρκετούς τραυματισμούς και υλικές ζημιές. Όλα αυτά τα περιστατικά, σε συνδυασμό με την ανήσυχη κινητικότητα που επικρατούσε στις τάξεις των φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών και τη διαρκή διασπορά φημών ότι, προ της κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα ο βασιλέας Γεώργιος Α΄ εξεδήλωνε την πρόθεση να παραιτηθεί, αποτελούσαν αδιάψευστες εκφάνσεις της βαθιάς κρίσης νομιμοποίησης που διερχόταν το πολιτικό σύστημα και του ολοένα και διευρυνόμενου χάσματος ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και τον κατεστημένο πολιτικό κόσμο στο σύνολό του126. Ο Γεώργιος Θεοτόκης, λοιπόν, έχοντας μέσα από αυτές τις ανώμαλες εξελίξεις, διαβλέψει την εκρηκτική κοινωνική δυναμική προτίμησε στις αρχές Ιουλίου 1909 να υποβάλει την παραίτηση της κυβέρνησής του, μη θέλοντας να εμπλακεί σε εντάσεις και τριβές με άδηλες επιπτώσεις. Αφορμή για το διάβημά του αυτό, υπήρξε η προαναγγελία για την πραγματοποίηση στην Αθήνα, στις 6 Ιουλίου 1909, συλλαλητηρίου διάφορων επαγγελματικών και εργατικών οργανώσεων, με αιτήματα που στρέφονταν ευθέως εναντίον της ακολουθούμενης από την κυβέρνησή του οικονομικής πολιτικής και με ευρύτερη εμπρηστική αντικυβερνητική συνθηματολογία. Φοβούμενος το ξέσπασμα ταραχών κατά τη διάρκεια του συλλαλητηρίου, ο πρωθυπουργός απευθύνθηκε προς τον τότε γενικό διοικητή του Στρατού, διάδοχο Κωνσταντίνο, και του ζήτησε να πληροφορηθεί την εκτίμησή του για το ποια θα ήταν η στάση του στρατού και ιδιαίτερα των αξιωματικών σε μια τέτοια περίπτωση. Η διατύπωση της θέσης από τον τότε επικεφαλής του στρατεύματος, ότι δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί εκ προοιμίου για τη στάση των αξιωματικών, θορύβησε τον Γεώργιο Θεοτόκη. Και η ανησυχία του έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν η διαρροή της απάντησης του διαδόχου προκάλεσε την έκδοση ανακοίνωσης των αξιωματικών της Στρατιωτικής Φρουράς των Αθηνών, στην οποία υπογραμμιζόταν ότι οι αξιωματικοί ήταν ως εκ της αποστολής τους υποχρεωμένοι να μένουν αμέτοχοι σε κάθε πολιτική ή κομματική αντιπαράθεση και έτοιμοι να θυσιαστούν υπέρ της τήρησης της εννόμου τάξεως. Η αμφισημία αυτού του ανακοινωθέντος των αξιωματικών της Στρατιωτικής Φρουράς των Αθηνών, αλλά και αυτό καθεαυτό το γεγονός της έκδοσής του, προβλημάτισαν έντονα τον Γεώργιο Θεοτόκη, ο οποίος εξέλαβε την κίνηση αυτή ως προανάκρουσμα ευρύτερων παρεμβάσεων των στρατιωτικών στην πολιτική ζωή του τόπου, και ταυτόχρονα ως εκδήλωση της πλήρους χαλάρωσης της πειθαρχίας που είχε συντελεστεί στο σώμα των αξιωματικών. Προ αυτών των δεδομένων, υπέβαλε στις 4 Ιουλίου 1909 την παραίτηση της κυβέρνησής του στον βασιλέα Γεώργιο Α΄. Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο αρχηγός του «Νεοελληνικού Κόμματος» Δημήτριος Ράλλης, που έμελλε να είναι εκείνος επί των ημερών του οποίου επρόκειτο να εκδηλωθεί στις 15 Αυγούστου 1909 το κίνημα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» στο Γουδί127. 2.4 Το «Κίνημα στο Γουδί»: Η δυναμική ανατροπή του παλαιοκομματικού πλαισίου Για το κλίμα κοινωνικής αναταραχής της περιόδου εκείνης, βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ. σελ. 750. 127 Για τις εξελίξεις των ημερών εκείνων βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ Πάπυρος Πρεςς», τόμος 8, σελ. 9 - 17. 126

97


Ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος»128 ξεκίνησε ως μια ενδοστρατιωτική ομάδα πίεσης μεσαιόβαθμων και κατώτερων αξιωματικών (κυρίως του στρατού ξηράς, αλλά με επιρροές και στις τάξεις του ναυτικού), με υπόβαθρο τη διεκδίκηση αμιγώς στρατιωτικών αιτημάτων. Ιδρύθηκε τον Μάιο του 1909, όταν μια ομάδα λοχαγών, που είχαν δράσει στον Μακεδονικό Αγώνα, συνένωσαν τις δυνάμεις τους με μια άλλη ομάδα ανησυχούντων υπολοχαγών υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, εγγονό του ομώνυμου ήρωα του 1821, που είχε δημιουργηθεί στις αρχές του 1908. Πρωταρχικό στόχο των αξιωματικών που απάρτιζαν το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» αποτελούσε το να ασκήσουν πίεση, ώστε να τεθεί τέλος στην πολιτική κακοδιαχείριση των εθνικών θεμάτων και στην ευνοιοκρατία των ανακτόρων και ιδιαίτερα του γενικού διοικητή του Στρατού διαδόχου Κωνσταντίνου, στον χώρο του στρατεύματος. Αποκαλυπτικό δείγμα της μετριοπάθειας που διέκρινε τα μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, συνιστά το γεγονός ότι στο πολιτικό του πρόγραμμα, πέρα από ορισμένες γενικόλογες αναφορές σε ευρύτερης σημασίας πολιτικούς στόχους, όπως τη βελτίωση της παιδείας και την κατάργηση της φαυλοκρατίας στο χώρο της δημόσιας διοίκησης, προχωρούσε και στην απαρίθμηση των ενεργειών στις οποίες δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να προχωρήσει ο σύνδεσμος. Σε αυτές συγκατέλεγε την κατάργηση της δυναστείας ή την αντικατάσταση του βασιλιά, την εγκαθίδρυση στρατοκρατίας ή την αλλαγή συντάγματος, την κατάργηση της κυβέρνησης, την απομάκρυνση στελεχών του στρατού και του ναυτικού. Μέσα, όμως, στις συνθήκες κοινωνικής ρευστότητας και πολιτικής αστάθειας που επικρατούσαν σε εκείνη τη συγκυρία, σύντομα ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος», επεξέτεινε τα αιτήματα στην αναβάθμιση της στρατιωτικής ισχύος της χώρας και στην προώθηση ευρύτερων πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Έτσι, αποτελώντας ουσιαστικά τη μόνη οργανωμένη δύναμη, που ήταν κατ’ αρχήν διατεθειμένη να παρέμβει κατά τρόπο δυναμικό στις εξελίξεις, αναδείχθηκε το καλοκαίρι του 1909 στον καταλύτη δρομολόγησης γεγονότων, που χάρη στη δυναμική την οποία απέκτησαν, οδήγησαν στην ανατροπή του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα. Το κίνημα που πραγματοποίησε ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος», υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη του Μηχανικού Νικολάου Ζορμπά, στις 15 Αυγούστου 1909, με επίκεντρο τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο Γουδί, επικράτησε με χαρακτηριστική ευκολία. Οι δυνάμεις του «παλαιού» καθεστώτος παραδόθηκαν αμαχητί και έδωσαν τη δυνατότητα στον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» να αναδειχθεί ρυθμιστής των παραπέρα εξελίξεων. Η ηγετική του ομάδα, αν και σχεδόν σαστισμένη από την ευκολία επιβολής του διαβήματός της και αμήχανη μπροστά στην «έκρηξη προσδοκιών» με την οποία έγινε δεκτή από την ευρύτερη κοινή γνώμη η επικράτηση του κινήματός της, με τη βαθιά αίσθηση ευθύνης, που διέκρινε την πλειονότητα των στελεχών που την αποτελούσαν, είχε ήδη προαποφασίσει πριν καν προχωρήσει στην υλοποίηση του όλου εγχειρήματος, μετά από τη συντέλεσή του να μην αναμιχθεί καθόλου στην πολιτική διαχείριση της «μετακινηματικής» κατάστασης. Αλλά να αναθέσει την ευθύνη των χειρισμών της μετάβασης από το παλαιό στο νέο πολιτικό πλαίσιο, σε ένα νέο πολιτικό άνδρα, απαλλαγμένο από τις «αμαρτίες» και τα «βάρη» του «παλαιού» πολιτικού κόσμου.

Για τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο», τη σύνθεση και τα αιτήματά του, καθώς και για το κίνημα στο Γουδί, βλ. διεξοδικότερα, μεταξύ άλλων Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ Πάπυρος Πρεςς», τόμος 7, σελ. 180 - 194 και τόμος 8, σελ. 12 - 14, 22 - 25, 26 - 36, ακόμη βλ. Σαράντος Καργάκος: «1909-1999: 90 χρόνια από το κίνημα στο Γουδί», εφ. Τύπος της Κυριακής, 14/5/1999, σελ. 74 - 79, όπου ειδικό αφιέρωμα, Τάσος Βουρνάς: «Γουδί, το Κίνημα του 1909», σειρά «Τα Φοβερά Ντοκουμέντα», έκδ. «Φυτράκης», Αθήνα 1976, σελ. 101 - 124 και Θάνος Βερέμης Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.): «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η εποχή του», έκδ. «Τα ΝΕΑ Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2005, σελ. 67 - 69.

128

98


Από τους πρώτους που βολιδοσκόπησε για το σκοπό αυτό ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος», κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο των ενεργειών που οδήγησαν τελικά στο κίνημά του, ήταν ο Δημήτριος Γούναρης. Που η ώς τότε δυναμική πολιτική του παρουσία, ο ριζοσπαστικός πολιτικός λόγος του και η ασυμβίβαστη στάση του απέναντι στα κάθε μορφής συμφέροντα, τον είχαν αναδείξει σε μια δυναμικά ανερχόμενη ηγετική πολιτική φυσιογνωμία, με ολοένα και αυξανόμενη απήχηση σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Όμως, ο Γούναρης, αντιμετώπισε την πρόταση που του μεταβιβάστηκε από εντεταλμένο προς τούτο μέλος της στρατιωτικής επιτροπής του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», με μια απερίφραστα αρνητική απάντηση. Καθώς, όπως σημειώνει ο στενός συνεργάτης και βιογράφος του Ιωάννης Μάλλωσης, στην παρατήρηση των απεσταλμένων του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» στις αρχικές αντιρρήσεις του: «... αλλά κύριε Γούναρη ημείς δεν σας ζητούμε τίποτε άλλο παρά την εφαρμογήν του προγράμματός σας», ο Δημήτριος Γούναρης αντέτεινε κοφτά: «Πρέπει να έλθω διά του λαού»129. Η απάντηση αυτή του Γούναρη συμπυκνώνει ολόκληρη την αμετάθετη δημοκρατική πολιτική φιλοσοφία του. Και τον αναδεικνύει σε πρωτοπόρο εκφραστή του αιτήματος της θεσμικής εξαντικειμενικοποίησης στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος της χώρας. Δηλαδή, της άρνησης να αντιμετωπίζει τους θεσμούς ανάλογα με τη συγκυρία, το συμφέρον του ή τους όποιους πολιτικούς του μικροϋπολογισμούς και της απαίτησης να τηρούνται ευλαβικά οι θεσμικές πρόνοιες σε κάθε περίπτωση ή περίσταση. Ο Γούναρης δεν αναγνώριζε στους στρατιωτικούς δικαίωμα παρέμβασης στα πολιτικά πράγματα με τη δύναμη των όπλων που τους είχε εμπιστευθεί η πατρίδα, για να την προστατεύουν από τις εξωτερικές απειλές. Και έμεινε συνεπής και αμετακίνητος σε αυτήν του τη θέση, ακόμη και όταν η παρέμβαση των στρατιωτικών έδειχνε να αποβαίνει επωφελής για τον ίδιο. Γι’ αυτό, η αρνητική του απάντηση στη βολιδοσκόπηση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» έχει μεγαλύτερη αξία. Όπως, βεβαίως, και γιατί προσδιόρισε καθοριστικά τη συνολική μετέπειτα στάση του στα πολιτικά πράγματα του τόπου. Πάντως, η απορριπτική στάση του Γούναρη, αποτέλεσε για τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» ένα «αγκάθι» στη φάση που ακολούθησε μετά την επιτυχία του κινήματος της 15ης Αυγούστου 1909. Γιατί έπρεπε να βρεθεί ένας πολιτικός με τις δικές του προδιαγραφές, για να εκφράσει τη νέα κατάσταση. Και τέτοιος στο Ελλαδικό πολιτικό σκηνικό της εποχής, δεν υπήρχε. Έτσι, ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος», στράφηκε στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Πολιτικό, που είχε επιδείξει δυναμισμό και αδιαφιλονίκητα ηγετικά προσόντα δραστηριοποιούμενος πολιτικά στην Κρήτη, μια από τις αλύτρωτες ακόμη τότε πατρίδες του Ελληνισμού. Ούτε, όμως, ο Βενιζέλος έδειξε πρόθυμος να αναλάβει άμεσα την εξουσία. Αν και δεν απέρριψε τις βολιδοσκοπήσεις των στρατιωτικών, προτίμησε κατ’ αρχήν, το ρόλο του άτυπου πολιτικού συμβούλου της στρατιωτικής επιτροπής του «Στρατιωτικού Συνδέσμου». Τελικά, μετά από ένα μαραθώνιο διαβουλεύσεων του «Συνδέσμου» με τον βασιλέα Γεώργιο Α΄, τοποθετήθηκε ως πρωθυπουργός στη θέση του παραιτηθέντος Δημητρίου Ράλλη, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, αρχηγός ενός κόμματος με μικρή κοινοβουλευτική δύναμη στη Βουλή, που ορκίστηκε στις 15 Αυγούστου 1909. Η επιλογή του ήταν μια συμβιβαστική λύση, αποκαλυπτική όμως της αμηχανίας όχι μόνο του βασιλέα, αλλά και της ίδιας της ηγετικής ομάδας του «Στρατιωτικού Συνδέσμου». Η εκδήλωση και επικράτηση του κινήματος στο Γουδί, βρήκε τον Δημήτριο Γούναρη στο εξωτερικό, στην Ιταλία. Διαρκούσης της απουσίας του, ο διάδοχος Κωνσταντίνος, που η ανάμιξή του στη διοίκηση του στρατεύματος είχε επενεργήσει ως μια από τις αφορμές της έκρηξης του στρατιωτικού κινήματος, αποφάσισε -θέλοντας να συμβάλει στην αποφόρτιση των εντάσεων- να αναχωρήσει στο εξωτερικό, μέσω Πατρών. Κατά τη διέλευσή του από την Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ., σελ. 200. Και ακόμη, Νίκος Μ. Μακρυγιάννης, όπ. προηγ. λήμμα Δ. Γούναρης, σελ. 177.

129

99


Πάτρα, όμως, έγινε δεκτός ενθουσιωδώς από πολυπληθείς συγκεντρώσεις κατοίκων, γεγονός που θορύβησε τους υποστηρικτές της νέας κατάστασης, οι οποίοι έσπευσαν να αποδώσουν την οργάνωση της υποδοχής της οποίας έτυχε ο διάδοχος, στον Δημήτριο Γούναρη και τους οπαδούς του. Επιστρέφοντας ο Γούναρης στην Αθήνα, με επιστολή του στις αθηναϊκές εφημερίδες, που δημοσιεύθηκε στις 27 Αυγούστου 1909, διαμαρτυρήθηκε εντόνως για όσα του καταλογίζονταν. Και δραττόμενος της ευκαιρίας αυτής, δεν παρέλειψε να εκφράσει εμμέσως πλην σαφώς τις επιφυλάξεις του για το κίνημα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», αλλά και την ανησυχία του για τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν. Στο ίδιο πνεύμα με τη δήλωση της 27ης Αυγούστου, εκινείτο και επιστολή που απέστειλε ο Αχαιός πολιτικός σε επιστήθιο φίλο του και είδε το φως της δημοσιότητας στην εφημερίδα των Αθηνών Σκριπ, στο φύλλο της 29ης Αυγούστου 1909. Το πλήρες κείμενο της ιστορικής αυτής επιστολής του Δημητρίου Γούναρη, έχει ως εξής: «Δεν γνωρίζω υπό τίνος διεδόθη ότι η εν Πάτραις γενομένη εκδήλωσις συμπαθείας προς την Α.Β.Υ. τον Διάδοχον ωργανώθη παρ’ εμού. Είναι τόσον πονηραί αι ημέραι, ώστε θα ήτο τη αληθεία περίεργον εάν δεν ετίθεντο εις κυκλοφορίαν παρόμοιαι ψευδολογίαι. Ο λαός των Πατρών δύναται να εκτιμήση όχι την βασιμότητα της διαδόσεως, τούτο είναι περιττόν, αλλά την ηθικήν ποιότητα των διαδοσάντων. Πάντες γνωρίζουσιν, ότι εγώ απουσίαζον των Πατρών και ότι εις την πρότασιν, παρασκευήν και οργάνωσιν της γενομένης δεξιώσεως, ουδείς των ιδιατέρων μου φίλων ανεμίχθη. Και όμως εκρίθη συμφέρον ν’ αναγραφή η διάδοσις, και ανεγράφη. Μετ’ αξιοθαυμάστου δ’ ελαφρότητος εγράφησαν λίβελλοι κατ’ εμού επί τη βάσει της διαδόσεως. Δεν θ’ αποκρούσω τα εν τοις λιβέλλοις εκτιθέμενα. Ομολογώ ότι τούτο είναι έργον υπέρτερον των δυνάμεών μου. Θα παρακαλέσω όμως τους καλής πίστεως πολίτας τους δυναμένους να σκέπτωνται και όσους πονώσι τον τόπον να μη παρασύρωνται από όσα ακούουν κατά τας πονηράς ταύτας ημέρας. Ο τόπος ημών διέρχεται κρίσιν εκ της οποίας ουδείς δύναται να προΐδη πως θα εξέλθη, ως και αν εκ των γενομένων κατά τας τελευταίας ημέρας θα προέλθη η εξαφάνισις των αιτίων, τα οποία παρεκώλυσαν την πρόοδον του τόπου μέχρι τούδε. Θα χρειασθή μακρά περίοδος εργασίας λελογισμένης και επιμόχθου, ίνα κερδίσωμεν τον εκ των αιτίων εκείνων απωλεσθέντα καιρόν. Επί την εργασίαν ταύτην έχομεν ανάγκην να συντελέσωσι μετά ειλικρινείας και αφοσιώσεως πάντες. Τα προσωπικά πάθη πρέπει να λησμονηθώσι και αι προσωπικαί βλέψεις να τεθώσιν εκποδών. Αι εξάψεις και αι νευρικότητες και οι υστερισμοί δεν δύνανται να έχωσι τόπον εκεί, όπου πρόκειται να συντελεσθή έργον χρήζον ολοκλήρου της σοβαρότητος, της σκέψεως, της ψυχρότητος, του νου. Οι ήρωες της γραφίδος, οι νομίζοντες ότι, όταν έχωσι ταύτην ανά χείρας, είνε απηλλαγμένοι πάσης υποχρεώσεως λογικής και ευπρεπείας, και παντός σεβασμού προς την αλήθειαν, να παρακληθώσιν ικετευτικώς να καταστείλωσι τους ηρωϊκούς ενθουσιασμούς αυτών. Να ευαρεστηθώσι να υποβληθώσιν εις την πατριωτικήν θυσίαν, να κατανοήσωσιν ότι αι παράφοροι αυτών κραυγαί ουδέν έτερον κατεργάζονται παρά θόρυβον, αφαιρούντα την ηρεμίαν, την απαραίτητον προς σοβαράν εργασίαν. Προ παντός δε να εξασφαλισθή η ελευθερία της γνώμης εκάστου. Είμεθα πάντες Έλληνες, και ουδείς θα απευθύνη προς την ατυχή Πατρίδα μας την ύβριν ότι έχει τέκνα ικανά εις ούτω κρισίμους περιστάσεις να κινηθώσιν εξ άλλου ελατηρίου πλην του συμφέροντος αυτής. Οφείλομεν ν’ ακούσωμεν μετ’ ανοχής και υπομονής πάντας και τους βεβαιούντας τα ευχάριστα και τους ισχυριζομένους τα δυσάρεστα. Είνε τοις πάσι γνωστόν ότι ουχί πάντοτε οι τα ευχάριστα λέγοντες είναι οι τα αληθή λέγοντες και οι πράγματι τον τόπον αγαπώντες. Μεταξύ των ανθρωπίνων αδυναμιών είνε μία και η κολακεία, εξ ίσου επιβλαβής και όταν τους άνω λείχη όσον και όταν επαιτή επιδοκιμασίας από τους κάτω, 100


και αν δεν θέλωμεν να υποστώμεν τας εκ της κολακείας ζημίας ανάγκη να εξασφαλίσωμεν πλήρη ελευθερίαν γνώμης. Μόνον αύτη σώζει από την πλάνην. Πας περιορισμός της ελευθερίας κηδεμονεύει την πλάνην. Και πρέπει να εννοήσωμεν επί τέλους ότι ο περιορισμός της ελευθερίας της γνώμης δεν είνε μόνον η απειλή υλικού κακού, αλλά και η ύβρις η ατίθασος, η εκπηδώσα εις το μέσον και ρυπαίνουσα τον εκφράσαντα την γνώμην την δυσάρεστον τω υβριστή. Και την ελευθερίαν ταύτη ζητώ όχι δι’ εμέ, αλλά δι’ όλους όσοι ενδέχεται να πτοηθώσιν. Εγώ δεν εσυνείθησα ν’ αποφεύγω εξ οιουδήποτε λόγου να είπω τας γνώμας μου. Έχων το καθήκον να εκφράζω αυτάς, δύναμαι να είπω μετά παρρησίας ότι εξεπλήρωσα το καθήκόν μου τούτο χωρίς ποτέ να υπολογίσω τας αφορώσας το πρόσωπόν μου συνεπείας. Είπον τας γνώμας μου και όταν εγνώριζον ότι θα επηκολούθουν λιθοβολισμοί ως και επηκολούθησαν, τας είπον και όταν εγνώριζον ότι θα επηκολούθουν χειροκροτήματα. Τας είπον διότι ήσαν γνώμαι μου, και είχον καθήκον να τας είπω, όχι διά ν’ απολαύσω βεβαίως των λιθοβολισμών, αλλ’ ούτε και ν’ αξιωθώ των χειροκροτημάτων. Τας είπον και όταν χάριν αυτών ανηρχόμην εις το Υπουργικόν αξίωμα υβριζόμενος από τους ερασιτέχνας φιλοσόφους της πολιτικής ηθικής, τας είπον και όταν χάριν αυτών κατέλιπον το Υπουργικόν αξίωμα. Και εν τη παρούση περιστάσει θα είπω τας γνώμας μου όταν έλθη η ώρα και προταθώσι τα διάφορα μέτρα, εφ’ ων θα κληθώμεν να αποφασίσωμεν. Ελπίζω και εύχομαι να ευρεθώμεν απέναντι μέτρων, τα οποία να κρίνωμεν πάντες ως εξυπηρετούντα το συμφέρον της Πατρίδος και εν τη κρίσει ημών να μη πλανηθώμεν, αλλ’ ίνα αποκλεισθή η πλάνη έχομεν ανάγκην τα μάλιστα μεν της σκέψεως και των φώτων πάντων, ήκιστα δε των ύβρεων και του θορύβου των ουδέν έτερον δυναμένων να συνεισφέρωσι. Προς αυτούς, νομίζω, επιβάλλεται να εκφράσωμεν μεν ευχαριστίας διά την προθυμίαν μεθ’ ης συνεισφέρουσιν ό,τι έχουσι, να τους παρακαλέσωμεν όμως εν ταυτώ να κρατήσωσι δι’ εαυτούς την προσφοράν των, ως κατ’ ουδέν χρήσιμον επί το έργον. Αθήναι τη 27 Αυγούστου 1909 Δ.Π.ΓΟΥΝΑΡΗΣ» Σύντομα, τις επιφυλάξεις που διατύπωνε ο Δημήτριος Γούναρης σε αυτήν την επιστολή του, άρχισαν να τις συμμερίζονται και ευρύτερα στρώματα της κοινής γνώμης, καθώς την πρώτη ευφορία μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας για την επιτυχία του κινήματος στο Γουδί, έδειχνε να τη διαδέχεται ο προβληματισμός για την «επόμενη ημέρα». Μετά το πολυπληθές συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου 1909, που έγινε στην Αθήνα για να εκφραστεί η υποστήριξη στις επιδιώξεις του κινήματος με τη συμμετοχή -σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής- άνω των 60.000 λαού, οι ευαίσθητες ισορροπίες που είχαν διαμορφωθεί ανάμεσα στην κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και την ηγετική ομάδα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», άρχισαν να αποδεικνύονται εύθραυστες. Η Βουλή επανέλαβε τις εργασίες για πρώτη φορά μετά τις θερινές διακοπές και το κίνημα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» στις 20 Σεπτεμβρίου 1909. Το κλίμα μεταξύ των βουλευτών όλων των κομμάτων ήταν βαρύ και η ανησυχία για τις επερχόμενες εξελίξεις έκδηλη σε όλο το φάσμα του «παλαιού» πολιτικού κόσμου. Μάλιστα, ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης, με δηλώσεις του, που είχαν πραγματοποιηθεί ήδη από τις 11 Σεπτεμβρίου 1909, είχε δημοσίως ξεκαθαρίσει ότι δεν επροτίθετο να παραβρίσκεται στις εργασίες του Κοινοβουλίου και είχε επισημάνει πως αν οι επαναστάτες διέθεταν πράγματι συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα, τότε θα μπορούσαν να το εφαρμόσουν από μόνοι τους, χωρίς να χρειάζονται για τη νομιμοποίηση των αποφάσεών τους ένα «ψευδο-Κοινοβούλιο». Διαφοροποιημένη υπήρξε η στάση του ανατραπέντος από το κίνημα στο Γουδί, πρώην πρωθυπουργού Δημητρίου Ράλλη, ο οποίος αν και αυτός έσπευσε να καταδικάσει την επέμβαση του στρατού στα πολιτικά πράγματα, εν τούτοις εν σχέσει με τη μελλοντική του στάση έναντι του κινήματος άφησε όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά και πρότεινε τη σύσταση μιας 101


εξωκοινοβουλευτικής υπηρεσιακής κυβέρνησης, υπό τον ηγέτη του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά130. Παρ’ όλη την αμηχανία που επικρατούσε στις τάξεις των εκπροσώπων των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων, αλλά και τη σύγχυση για την έκβαση των πραγμάτων που απλωνόταν ολοένα και περισσότερο στην κοινή γνώμη της χώρας, ο Δημήτριος Γούναρης με την έναρξη κιόλας των εργασιών της Βουλής, στις 20 Σεπτεμβρίου 1909, έδειξε αποφασισμένος να συμμετάσχει ενεργά στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και να συμβάλει με τις παρεμβάσεις του στην καλύτερη δυνατή διεξαγωγή του κοινοβουλευτικού έργου. Έτσι, όταν στη συνεδρίαση της 29ης Σεπτεμβρίου 1909, ο υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη, έφερε προς συζήτηση και ψήφιση πρότασή του για την τροποποίηση του κανονισμού της Βουλής, ο Γούναρης πρωτοστάτησε στην αντίδραση του συνόλου σχεδόν των βουλευτών, που απαιτούσαν πριν από οποιαδήποτε συζήτηση στην ολομέλεια, το όλο θέμα προηγουμένως να εξεταστεί ενδελεχώς από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής. Πάντως, υπό την ασφυκτική πίεση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», η Βουλή εκείνη την περίοδο, προχώρησε στην ψήφιση με συνοπτικές ουσιαστικά διαδικασίες και χωρίς καμιά σε βάθος εξέταση, μιας σωρείας νόμων, οι περισσότεροι από τους οποίους αφορούσαν φορολογικά ζητήματα και άλλοι μεν επιβάρυναν τις ευπορότερες εισοδηματικά τάξεις και τον επιχειρηματικό κόσμο, άλλοι όμως επιβάρυναν τους καταναλωτές με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι διαμαρτυρίες πολιτών από διάφορες περιοχές της χώρας, για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη, με ευθεία βέβαια αντανάκλαση των διαμαρτυριών αυτών και στον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο». Ο πρόχειρος τρόπος με τον οποίο αποφασίζονταν οι διάφοροι νόμοι γιγάντωσε την αγανάκτηση των πολιτών, με αποτέλεσμα τον Νοέμβριο του 1909 να ξεσπάσει μία καταιγίδα απεργιακών κινητοποιήσεων επαγγελματιών και εργαζομένων, που απαιτούσαν μέτρα προστασίας του εισοδήματός τους, μισθολογικές αυξήσεις και τερματισμό των απολύσεων. Η ηγεσία του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», απέφυγε την ευθεία σύγκρουση με τους απεργούς, περιήλθε όμως σε δεινή θέση αφού πλέον περιθώρια πειραματισμών και ερασιτεχνικών κινήσεων δεν υπήρχαν, καθώς η όλη κατάσταση έδειχνε να βαίνει προς μια ανεπιθύμητη, όσο και ανεξέλεγκτη κοινωνική έκρηξη. Προ του διαγραφομένου αδιεξόδου, οι αξιωματικοί απευθύνθηκαν στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος μετά από πολλές αμφιταλαντεύσεις, αποδέχθηκε την πρόσκλησή τους να βοηθήσει την προσπάθειά τους και αφικνούμενος στις 28 Δεκεμβρίου 1909 στην Αθήνα, ανέλαβε ενεργό ρόλο στις εξελίξεις, ως πολιτικός σύμβουλος του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» στις διαπραγματεύσεις, που διεξάγονταν ανάμεσα σε αυτόν, τον βασιλέα Γεώργιο Α΄, αλλά και την ηγεσία των «παλαιών» κομμάτων. Εξετάζοντας σε βάθος την κατάσταση, ο Κρητικός πολιτικός διέγνωσε πως οι δυνατότητες της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη να ασκήσει αποτελεσματικά την εξουσία, είχαν πλέον ουσιαστικά εξαντληθεί και εισηγήθηκε την ανάθεση του σχηματισμού νέας κυβέρνησης είτε στον τραπεζίτη Στέφανο Σκουλούδη, είτε στον παλαίμαχο πολιτικό, Στέφανο Δραγούμη. Ανέλαβε μάλιστα, να προβεί και στις σχετικές βολιδοσκοπήσεις προς τους προτεινόμενους από αυτόν πολιτικούς. Έτσι, μια ημέρα πριν από την παραίτηση της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη, στις 10 Ιανουαρίου 1910, πραγματοποιήθηκε συνάντησή του με τον Στέφανο Σκουλούδη, στο σπίτι του δεύτερου, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Βενιζέλος συζήτησε μαζί του για την προοπτική ενδεχόμενης πρωθυπουργοποίησής του. Διαπιστώνοντας, όμως, ότι ο συνομιλητής του ήταν μεν πρόσωπο το οποίο θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις του αξιώματος εκείνη την περίοδο, ταυτόχρονα όμως εξέφραζε ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την ανάγκη σύγκλησης της Εθνοσυνέλευσης, που ο Βενιζέλος θεωρούσε εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την ομαλόρρυθμη εξέλιξη Για τη στάση των ηγετών του «παλαιού» πολιτικού κόσμου απέναντι στο κίνημα στο Γουδί, βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ. σελ. 759 - 760.

130

102


των πολιτικών πραγμάτων της χώρας, έστρεψε ανεπιφύλακτα πλέον την προτίμησή του προς τον Στέφανο Δραγούμη. Κατόπιν αυτού, απέστειλε προς τον αρχηγό του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», Νικόλαο Ζορμπά, στις 14 Ιανουαρίου 1910 την ακόλουθη επιστολή: «Αθήναι, 14 Ιανουαρίου 1910. Τω στρατηγώ Ν. Ζορμπά, αρχηγώ του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Κύριε αρχηγέ, Παρακαλώ να ευαρεστηθήτε να μοι γνωρίσητε αν, παραλλήλως προς την περαιτέρω συνεννόησιν δύναμαι να αποτανθώ επισημότερον πλέον προς τον κ. Δραγούμην, διά να ερωτήσω αυτόν, αν δέχεται να αναλάβει την προεδρίαν της νέας αναθεωρητικής κυβερνήσεως, εν τω πνεύματι, υπό το οποίον αντιλαμβάνεται αυτήν η επανάστασις, και να τον παρακαλέσω, εν τοιαύτη περιπτώσει, να γνωρίσει δι’ εμού προς τον Σύνδεσμον, τίνας προτείνει συνεργάτας αυτού διά τα πολιτικά υπουργεία. Συγχρόνως, δύναμαι, αν το εγκρίνετε να ίδω και πάλιν τον κ. Σκουλούδην, διά να μάθω αν θα ήτο διατεθειμένος να συμπράξη μετά του κ. Δραγούμη εις την συγκρότησιν τοιαύτης κυβερνήσεως, μολονότι, μετά την χθεσινήν πληροφορίαν, ην σας ανακοίνωσα, καθ’ ην εις ανταποκριτήν σπουδαίας εφημερίδος εν τη αλλοδαπή εδήλωσε, ότι είναι κατά της εθνοσυνελεύσεως, δυσκόλως, ίσως, θα δυνηθή να μετάσχη της νέας κυβερνήσεως. Μετά τιμής εξαιρέτου, Ελευθέριος Βενιζέλος»131 Η εισήγηση αυτή του Ελευθερίου Βενιζέλου έγινε τελικά αποδεκτή και πράγματι ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» απευθύνθηκε προς τον Στέφανο Δραγούμη, στον οποίο πρότεινε να αναλάβει το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Έτσι, στις 18 Ιανουαρίου, ο Στέφανος Δραγούμης επισκέφθηκε την οδό Σανταρόζα, όπου ήταν τα γραφεία της Μεραρχίας και εκεί ενώπιον του «Συμβουλίου του Στρατιωτικού Συνδέσμου», δέχθηκε να αναλάβει την πρωθυπουργία, αποδεχόμενος ταυτόχρονα και τους όρους του «Συνδέσμου» που ήταν: «1) Σεβασμός προς τα τελεσθέντα της Επαναστάσεως εν τη πολιτεία και τω στρατεύματι. 2) Απονομή αμνηστείας προς τους εν προφυλακίσει διατελούντας αντεπαναστάτας του Οκτωβρίου. 3) Σύγκλησις της Αναθεωρητικής Βουλής. 4) Εκκαθαρίσεις τινές εν τω υπαλληλικώ και δικαστικώ κλάδω. 5) Αποδοχή αναθέσεως του μεν Υπουργείου Στρατιωτικών εις τον Ν. Ζορμπά, του δε Υπουργείου Ναυτικών εις τον Ανδρέα Μιαούλη»132. Κατόπιν της συμφωνίας η οποία επετεύχθη ανάμεσα στον Στέφανο Δραγούμη και τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο», σχηματίστηκε η νέα κυβέρνηση υπό τον Μακεδόνα πολιτικό, στην οποία το υπουργείο Στρατιωτικών ανετέθη στον αρχηγό του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά, και ανέλαβε τα καθήκοντά της αυθημερόν. Η νέα κυβέρνηση είχε εξ αρχής ως προσδιορισμένη αποστολή της να εισηγηθεί στη Βουλή σχέδιο για την αναθεώρηση του Συντάγματος και στη συνέχεια να προχωρήσει στη διεξαγωγή εκλογών για αναθεωρητική Βουλή. Έτσι, αφού πέρασε με γρήγορους ρυθμούς μια σειρά νόμων που επιθυμούσε ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος», διένειμε πράγματι στους βουλευτές ένα πρώτο σχέδιο τροποποιήσεων «μη θεμελιωδών» διατάξεων του Συντάγματος του 1864, το οποίο είχε συντάξει ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και γραμματέας τότε του υπουργείου Δικαιοσύνης, Ν.Ν. Σαρίπολος. Στις 8 Φεβρουαρίου 1910, η παρουσία του πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη, έδωσε τη δυνατότητα στον Δημήτριο Γούναρη να του απευθύνει το ερώτημα, κατά ποιο τρόπο ελήφθη η απόφαση το Κοινοβούλιο να προχωρήσει στη συζήτηση για τη σύγκληση «Εθνικού Συνεδρίου», δηλαδή αναθεωρητικής Βουλής. Θεωρώντας μη επαρκείς τις απαντήσεις του πρωθυπουργού στο ερώτημά του, ο Δημήτριος Γούναρης στη δευτερολογία του υπογράμμισε ότι η απόφαση για τη σύγκληση 131 132

Βλ. Νίκος Μ. Μακρυγιάννης, όπ. προηγ. σελ. 182. Βλ. Νίκος Μ. Μακρυγιάννης, όπ. προηγ. σελ. 161.

103


αναθεωρητικής Βουλής γίνεται κατά παράβαση ρητής συνταγματικής διάταξης και οι βουλευτές καλούνται να δώσουν την ψήφο τους όχι «ως βουλευταί εντός των ορίων της εντολής των, διότι αύτη σταματά εις τα όρια του καταστατικού χάρτου, αλλ’ ως εκπροσωπούντες εκείνους, οίτινες έξω της αιθούσης ευρισκόμενοι έστειλαν αυτούς και των οποίων κατά τεκμήριον απορρέον ουχί εκ των εκλογών, αλλ’ εκ των δεσμών της εμπιστοσύνης, οίτινες συνδέουσιν αυτούς, δύνανται να εκπροσωπώσι την γνώμην»133. Παρά τις ενστάσεις αυτές, τελικά, η Βουλή αφού επεξεργάστηκε το σχέδιο των αναθεωρητέων διατάξεων και αφού οι βουλευτές πρόσθεσαν και άλλες προς αναθεώρηση διατάξεις, το ενέκρινε με ψήφους 150 υπέρ και 11 κατά, στη συνεδρίαση της 18 ης Φεβρουαρίου 1910134. Μετά την άρση και αυτής της εκκρεμότητας, η κυβέρνηση Δραγούμη εισήλθε στην τελική ευθεία της θητείας της, που επρόκειτο να λήξει με τη διενέργεια των υπεσχημένων εκλογών για την ανάδειξη της νέας αναθεωρητικής Βουλής. Αυτή η τελευταία φάση της κυβέρνησης Δραγούμη, πάντως, σκιάστηκε από τα γεγονότα που σημειώθηκαν στις αγροτικές κινητοποιήσεις στη Θεσσαλία, όπου οι ακτήμονες αγρότες με μαζικές εκδηλώσεις και συλλαλητήρια προσπαθούσαν να πιέσουν το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τη διανομή των αγροτικών γαιών σε αυτούς. Στις 6 Μαρτίου 1910, στο Κιλελέρ το συγκεντρωμένο πλήθος σταμάτησε το τρένο για να μεταφερθεί δωρεάν σε μια διαδήλωση στη Λάρισα, οπότε τα στρατιωτικά τμήματα διατάχθηκαν να ανοίξουν πυρ, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε αγρότες135. Τα γεγονότα αυτά, παρά τη συγκίνηση που προκάλεσαν στην κοινή γνώμη, αλλά και την αμηχανία τόσο στην ηγεσία του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», όσο και στην κυβέρνηση Δραγούμη, δεν αποτέλεσαν εμπόδιο για τη συνέχιση της δρομολογημένης πορείας προς τις εκλογές. Έτσι, στις 30 Ιουνίου 1910, δημοσιεύθηκε το Βασιλικό Διάταγμα για τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών Διπλής Αναθεωρητικής Βουλής (δηλαδή με διπλάσιο αριθμό βουλευτών από εκείνον της προηγούμενης Βουλής), για τις 8 Αυγούστου 1910 και σύγκλησής της για την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Στις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910, τα «παλαιά» κόμματα (με εξαίρεση το κόμμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, που κράτησε αποστάσεις από αυτά, λόγω της συνεργασίας του αρχηγού του με τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο»), συνασπίστηκαν σε εκλογική συμμαχία και έλαβαν μέρος με κοινό ψηφοδέλτιο, υπό τον τίτλο των «Ηνωμένων Κομμάτων», καταγάγοντας εκλογικό θρίαμβο, καθώς κέρδισαν 211 από τις συνολικά 362 έδρες. Οι ανεξάρτητοι «ανανεωτές» υποψήφιοι, που φέρονταν ως προσκείμενοι στο πνεύμα της επανάστασης στο Γουδί, κέρδισαν 122 έδρες, ενώ επίσης εκλέχθηκαν και 29 ανεξάρτητοι βουλευτές προερχόμενοι από τους κόλπους των «παλαιών» κομμάτων. Ανάμεσα στα «παλαιά» κόμματα, πρώτο ήρθε το «Νεωτερικό Κόμμα» του Γεωργίου Θεοτόκη, που έλαβε 109 έδρες, 68 έδρες κέρδισε το «Νεοελληνικό Κόμμα» του Δημητρίου Ράλλη, 24 έδρες ανέδειξε το κόμμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη (στις οποίες θα πρέπει να προστεθούν και άλλες 14 έδρες βουλευτών προσκείμενων σε αυτό, που εξελέγησαν με το ψηφοδέλτιο των «Ηνωμένων Κομμάτων»), και 11 έδρες εξασφάλισε το κόμμα του Ζαΐμη136. Ο Δ. Γούναρης πολιτεύθηκε ως συνεργαζόμενος με το «Νεωτερικό Κόμμα» και παρά την ύπαρξη ενός γενικότερου ρεύματος στήριξης «νέων ανεξαρτήτων» υποψηφίων, που εθεωρούντο εκφραστές των καινούργιων αντιλήψεων που έφερνε στην πολιτική ζωή του τόπου η επικράτηση του στρατιωτικού κινήματος στο Γουδί, αλλά και την ισχυρή παρουσία στην ιδιαίτερη εκλογική του περιφέρεια του «ζαϊμικού» κόμματος, κατόρθωσε να εκλεγεί με άνεση βουλευτής Πατρών. Ανάμεσα στους ανεξάρτητους «ανανεωτές» βουλευτές, ξεχώρισε Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ., σελ. 212. Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ., έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 8, σελ. 53 - 55. 135 Βλ. Σπύρος Μελάς: «Ο γιος του Ψηλορείτη, ανορθωτής», Αθήνα 1958, χ.χ.α.ε.ο, σελ. 147 - 149. 136 Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ. σελ. 778. 133 134

104


η εκλογή στην περιφέρεια της Αττικοβοιωτίας του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος αν και δεν είχε πάρει μέρος στην προεκλογική εκστρατεία, εκλέχθηκε πρώτος βουλευτής με 32.765 ψήφους επί συνόλου 38.800 ψηφισάντων137. Στη Βουλή, που προέκυψε από τις εκλογές αυτές και συνήλθε σε πρώτη συνεδρίαση, σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα της 30ης Ιουνίου 1910, την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, έγινε γρήγορα εμφανής η διχοστασία ανάμεσα στους νέους «ανεξάρτητους» βουλευτές, που άρχισαν να συσπειρώνονται πολιτικά περί τον Ελευθέριο Βενιζέλο, και στους εκλεγέντες με τους συνδυασμούς των «παλαιών» κομμάτων βουλευτές. Το αντικείμενο της διχοστασίας τους, αφορούσε το εάν ο χαρακτήρας της Εθνοσυνελεύσεως ήταν Συντακτικός, όπως ζητούσαν οι πρώτοι, ή Αναθεωρητικός, όπως θεωρούσαν οι δεύτεροι, επικαλούμενοι υπέρ των απόψεών τους το διάταγμα της προκήρυξης των εκλογών, που έκανε λόγο για την ανάδειξη Αναθεωρητικής Βουλής. Οι σχοινοτενείς συζητήσεις γύρω από το ζήτημα αυτό (κατά τις οποίες δεν έλειψαν οι διαφοροποιήσεις βουλευτών και από τα δύο «στρατόπεδα», υπέρ της άποψης που υποστήριζε το αντίπαλο «μπλοκ»), διήρκεσαν επί ημέρες χωρίς να εξομαλυνθούν οι διαφορές, με αποτέλεσμα η Βουλή να προχωρήσει στην εκλογή του νέου προέδρου της με αρκετή καθυστέρηση, στις 27 Σεπτεμβρίου 1910, οπότε και εξέλεξε στη θέση αυτή τον Κωνσταντίνο Έσσλιν, επί χρόνια διατελέσαντα πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, έγκριτο νομικό και, σημειωτέον, τοποθετημένο με δημόσιες αρθρογραφικές παρεμβάσεις του υπέρ του αναθεωρητικού χαρακτήρα της Βουλής. Προ της διελκυστίνδας που δημιουργήθηκε, η κυβέρνηση Στέφανου Δραγούμη, υπέβαλε στις 29 Σεπτεμβρίου 1910, την παραίτησή της. Ο βασιλέας Γεώργιος Α΄, κατόπιν αυτού, ξεκίνησε ένα γύρο επαφών με τους ηγέτες των πολιτικών κομμάτων και άλλους θεσμικούς παράγοντες, προκειμένου να εξευρεθεί λύση στο κυβερνητικό πρόβλημα που είχε ανακύψει. Μεταξύ των άλλων, συναντήθηκε και με τον Πρόεδρο της Βουλής, Κωνσταντίνο Έσσλιν, τον οποίο βολιδοσκόπησε για το κατά πόσον θα ήταν διατεθειμένος να αναλάβει το σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Ο έγκριτος Αθηναίος νομικός υπογράμμισε στον βασιλέα πως μόνο εάν του παρείχετο πλήρης ελευθερία χειρισμών θα δεχόταν να αναλάβει μια τέτοια πρωτοβουλία, απαίτηση που δεν απεδέχθη ο ανώτατος άρχων. Ο βασιλέας Γεώργιος Α΄, προς έκπληξη πολλών πολιτικών παραγόντων της εποχής, ανέθεσε ύστερα από την εξέλιξη αυτή, το σχηματισμό νέας κυβέρνησης στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος παρά την ανένδοτη στάση των προσκείμενων σε αυτόν βουλευτών στο Κοινοβούλιο υπέρ του συντακτικού χαρακτήρα της Βουλής, σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις μαζί του του είχε παράσχει τη διαβεβαίωση πως τασσόταν υπέρ Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης. Μάλιστα, προς επίρρωση της βασιμότητας της διαβεβαίωσής του αυτής, ο Κρητικός πολιτικός επικαλείτο και τα όσα δημοσίως είχε διακηρύξει, κατά την ομιλία του σε συγκέντρωση οπαδών του, μετά την επιστροφή του στην Αθήνα από την Κρήτη στις 5 Σεπτεμβρίου 1910, όταν στην επίμονη προτροπή του πλήθους υπέρ Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης είχε μαχητικά αντιτάξει την προτίμησή του υπέρ του αναθεωρητικού χαρακτήρα της138. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σχημάτισε τη νέα, πρώτη υπ’ αυτόν, κυβέρνηση στις 6 Οκτωβρίου 1910. Εμφανιζόμενος στη Βουλή ο νέος πρωθυπουργός, προκειμένου να αναγνώσει τις προγραμματικές του δηλώσεις, επέμεινε υπέρ της πρόταξης της ολοκλήρωσης του αναθεωρητικού έργου της Εθνοσυνέλευσης, προσδιόρισε ορισμένους βασικούς άξονες της πολιτικής που επροτίθετο να ακολουθήσει και ζήτησε από τα κόμματα να του παράσχουν εν λευκώ εμπιστοσύνη για τη διακυβέρνηση της χώρας, την οποία φυσικά εκτός από τους περί αυτόν στοιχιζομένους «ανεξάρτητους» βουλευτές, οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 79. Βλ. Γεώργιος Βεντήρης: «Η Ελλάς του 1910-1920», έκδ. «Πυρσός», Αθήνα 1931, επανέκδοση έκδ. «Ίκαρος», Αθήνα 1970, σελ. 69 - 70.

137 138

105


αρνήθηκαν να του δώσουν. Στην απόρριψη της απαίτησης του Βενιζέλου, πρωτοστάτησαν οι αρχηγοί των «παλαιών» κομμάτων Γεώργιος Θεοτόκης, Δημήτριος Ράλλης και Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, οι οποίοι επέμειναν ιδιαίτερα στην επισήμανση πως αυτή εμπεριείχε ένα στοιχείο «απειλής» προς το Κοινοβούλιο, καθώς ο Βενιζέλος είχε αφήσει να εννοηθεί πως εάν το αίτημά του δεν γινόταν αποδεκτό θα προχωρούσε στη διάλυση του Σώματος και στη διενέργεια νέων εκλογών139. Πράγματι, συναντώντας την ομόθυμη αντίδραση των «παλαιών» πολιτικών κομμάτων να συναινέσουν στην παροχή σε αυτόν εν λευκώ εξουσιοδότησης για τη διακυβέρνηση της χώρας, με μια αποφασιστική κίνησή του, ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τη συγκατάθεση του βασιλέως Γεωργίου Α΄, προχώρησε στη διάλυση της Βουλής και προκήρυξε τη διενέργεια νέων εκλογών για την 28η Νοεμβρίου 1910. Σαστισμένοι μπροστά σε αυτήν την αναπάντεχη εξέλιξη, και αδυνατούντες να κατανοήσουν πως ο βασιλέας είχε αποδεχθεί την εισήγηση του Βενιζέλου και του είχε χορηγήσει τη δυνατότητα διάλυσης της Βουλής, οι ηγέτες του «παλαιού» πολιτικού κόσμου έσπευσαν να καταγγείλουν την ενέργεια αυτή ως αντισυνταγματική και να εκφράσουν «αντανακλαστικά» την αντίθεσή τους προς εκείνη. Χωρίς ψύχραιμη στάθμιση της νεοδιαμορφούμενης κατάστασης, μάλιστα, αποφάσισαν να απέχουν από την εκλογική αναμέτρηση που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί, θεωρώντας πως στην αποχή θα τους ακολουθούσε η πλειονότητα των πολιτών και με τον τρόπο αυτό θα αποδεικνυόταν και το εσφαλμένο της συναίνεσης του βασιλέως, αλλά και το μειωμένο της απήχησης στο λαό του Ελευθερίου Βενιζέλου. Με την απόφαση του «παλαιού» πολιτικού κόσμου για αποχή, συντάχθηκε και ο Δημήτριος Γούναρης, παρ’ ότι μέχρι την τελευταία στιγμή επέμενε υπέρ της από κοινού καθόδου και των τριών «παλαιών» πολιτικών κομμάτων στις εκλογές, προτείνοντας μάλιστα στην ανάδειξη από μέρους τους, κατά την προεκλογική εκστρατεία, του ζητήματος της κατά αντισυνταγματικό τρόπο διάλυσης της Βουλής και της έγερσης στο λαό του διλήμματος κατά πόσο θα ήταν πρόθυμος να νομιμοποιήσει μια τέτοια ενέργεια, επιβραβεύοντας τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το υπ’ αυτόν κόμμα, ή να την αποδοκιμάσει υπερψηφίζοντας το κοινό ψηφοδέλτιο των τριών παραδοσιακών κομμάτων. Αντικρουομένων των επιχειρημάτων του, από τους ηγέτες του «παλαιού» πολιτικού κόσμου, οι οποίοι ήταν πεπεισμένοι πως μόνο η αποχή θα μπορούσε να καταδείξει με ενάργεια, ότι ο λαός δεν συμμεριζόταν τις πραξικοπηματικές, όπως τις χαρακτήριζαν, πρωτοβουλίες του Κρητικού πολιτικού, ο Δημήτριος Γούναρης αποδέχθηκε τελικά, έστω και απρόθυμα, να τους ακολουθήσει στη στάση της αποχής που είχαν επιλέξει. Αποτέλεσμα της στάσης αυτής σύσσωμου του «παλαιού» πολιτικού κόσμου και του Γούναρη, ήταν οι εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 να αποδειχθούν θριαμβευτικές για το νεοσύστατο «Κόμμα Φιλελευθέρων» του Ελευθερίου Βενιζέλου140. Το οποίο, κατόρθωσε να Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ., έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 8, σελ. 71 - 75. Το «Κόμμα Φιλελευθέρων» ιδρύθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο λίγο μετά τις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 και απαρτίστηκε κυρίως από τους ανεξάρτητους «ανανεωτικούς» βουλευτές που είχαν εκλεγεί κατ’ αυτές, στους οποίους προστέθηκαν 16 βουλευτές από το «Νεοελληνικό Κόμμα» του Δ. Ράλλη, 9 βουλευτές από το κόμμα του Κ. Μαυρομιχάλη και 3 βουλευτές από το «Νεωτερικό Κόμμα» του Γ. Θεοτόκη. Βλ. μεταξύ των άλλων Gunnar Hering, όπ. προηγ. σελ. 790. Ιδεολογικά, επιχείρησε να εκφράσει ένα εκσυγχρονιστικό για τα δεδομένα της εποχής αιτηματολόγιο, που έδινε έμφαση σε δύο βασικά σημεία: Στην εσωτερική αναδιοργάνωση του κράτους και ταυτόχρονα στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την ευόδωση του στόχου της εθνικής ολοκλήρωσης, μόλις η διεθνής συγκυρία θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Δίνοντας το στίγμα των πολιτικών επιδιώξεων του «Κόμματος Φιλελευθέρων», ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά τη διάρκεια προεκλογικής του ομιλίας στη Λάρισα πριν από τις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910, σημείωνε μεταξύ των άλλων και τα εξής: «Λέγοντες ανόρθωσιν ... ζητούμεν ποσόν ευημερίας ... Η κυβέρνησις της ανορθώσεως ... θέλει απομακρυνθεί αποφασιστικώς από την μέθοδον του παρελθόντος, καθ’ ην πολλάκις δι’

139 140

106


εκλέξει 307 βουλευτές από τις συνολικά 362 έδρες του Κοινοβουλίου. Οι υπόλοιπες έδρες κατανεμήθηκαν ως εξής: 28 βουλευτές εξελέγησαν ως εκπρόσωποι των αγροτικών περιοχών, 7 βουλευτές εξέλεξαν οι κοινωνιολόγοι, 7 οι υποστηρικτές ενός νέου Συντάγματος, ενώ 13 έδρες έλαβαν οι ανεξάρτητοι αντιπολιτευόμενοι που προέρχονταν από τον «παλαιό» πολιτικό κόσμο141. Το εκλογικό αυτό αποτέλεσμα έδωσε τη δυνατότητα στον Ελευθέριο Βενιζέλο να διαθέτει πλέον μια συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία του επέτρεψε να θεμελιώσει πάνω σε στέρεες βάσεις την κυριαρχία του κόμματός του στο πολιτικό σύστημα της χώρας, στα χρόνια που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Σε αυτό είχε συντελέσει καταλυτικά η άστοχη, όπως εξ αποτελέσματος αποδείχθηκε, απόφαση των ηγεσιών του «παλαιού» πολιτικού κόσμου, οι οποίες αντί να αναδεχθούν την πρόκληση και να αναμετρηθούν με τον Ελευθέριο Βενιζέλο στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910, διατηρώντας τις όποιες ενστάσεις τους για την αντισυνταγματικότητα της διενέργειάς τους, προτίμησαν τη φυγή από την πραγματικότητα, προσβλέποντας ότι ο λαός θα τους ακολουθούσε στο διάβημά τους. Διαψεύστηκαν, όμως, αποκαρδιωτικά για τους ίδιους. Όχι μόνο η αποχή από τις εκλογές εκείνες κυμάνθηκε σε ποσοστό μόλις 8% μεγαλύτερο εκείνου που είχε σημειωθεί στις προηγούμενες εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910, αλλά και η λαϊκή ετυμηγορία, όπως εκφράστηκε συντριπτικά υπέρ του «Κόμματος Φιλελευθέρων», ενίσχυσε τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο προσωπικά και έδωσε καθοριστική ώθηση στην υλοποίηση των πολιτικών του σχεδιασμών για το άμεσο μέλλον. 2.5 Η «Συνάντηση της Γαστούνης» και οι πρώτες κινήσεις πολιτικής χειραφέτησης Ο Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος όπως προελέχθη παρ’ ότι συνεμορφώθη εν τέλει με τη στάση του «παλαιού» πολιτικού κόσμου, είχε διαφωνήσει με την απόφαση της αποχής από τις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910, μετά από αυτές και το νέο πολιτικό τοπίο που διαμόρφωνε στη χώρα η διαφαινόμενη διαρκής ισχυροποίηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, θεώρησε πως ήταν πλέον ο κατάλληλος χρόνος να προχωρήσει στις ενέργειες εκείνες που θα του επέτρεπαν να διερευνήσει τη δυνατότητα να καταστήσει διακριτή την αυτόνομη πολιτική του παρουσία, προχωρώντας στη δημιουργία μιας νέας πολιτικής κίνησης, η οποία να εκφράζει αυθεντικά τις ριζοσπαστικές πολιτικές του θέσεις. Θέλοντας να σχεδιάσει προσεκτικά τα νέα βήματά του, χωρίς τους περισπασμούς που θα συνεπαγόταν η παρουσία του στην πρωτεύουσα, επέστρεψε για ένα διάστημα στην Πάτρα, όπου έθεσε ξανά σε απαγορευτικών δασμών επετεύχθη η δημιουργία Βιομηχανιών μη εχουσών κανένα εθνικόν χαρακτήρα και αίτινες, ως μόνον αποτέλεσμα έσχον τον νοσφισμόν υπέρ ωρισμένων προσώπων του υπερόγκου εισαγωγικού τέλους και την άμεσον φορολογίαν του καταναλωτού, διά της υπερβολικής αυξήσεως της τιμής των βιομηχανικών προϊόντων». Βλ. Θανάσης Διαμαντόπουλος: «Ο Βενιζελισμός», έκδ. «Αντ. Ν. Σάκκουλας», Αθήνα - Κομοτηνή 1985, σελ. 152 - 153. Ενώ αναφορικά με την κοινωνικοοικονομική φιλοσοφία του «Κόμματος Φιλελευθέρων», ο Ελευθέριος Βενιζέλος έδωσε το περίγραμμά της κατά τη διάρκεια ομιλίας του στις 12 Δεκεμβρίου 1911, στο Εργατικό Κέντρο Αθηνών, σημειώνοντας μεταξύ των άλλων και τα εξής: «Τον ανταγωνισμόν αυτόν μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας θεωρώ φυσικόν και υψηλόν, εφ’ όσον αποβλέπει εις τον τρόπον της παραγωγής, εις τον φιλοδίκαιον καταμερισμόν της εργασίας και της παραγωγής. Θεωρώ επίσης φυσικήν και την κοινότητα των συμφερόντων αμφοτέρων, και του κεφαλαίου και των εργατών. Αμφότεροι είναι παράγοντες αναπόσπαστοι, συμπληρούντες αλλήλους. Μόνον διά του φυσικού ανταγωνισμού αυτών, θα κατορθωθή ώστε να αυξάνη διαρκώς ο εθνικός πλούτος. Το κεφάλαιον δεν είναι εχθρός της εργασίας, αλλά ζωοποιός δύναμις αυτής. Πρέπει να το ενισχύσωμε και να ελπίζωμεν ότι βαθμηδόν και οι εργάται θα αποκτήσουν αυτό». Βλ. Θανάσης Διαμαντόπουλος: «Ο Βενιζελισμός», ότι αν., σελ. 156 - 157. Έμβλημα του «Κόμματος Φιλελευθέρων» ήταν η άγκυρα. 141 Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ. σελ. 790.

107


λειτουργία το δικηγορικό του γραφείο, και παράλληλα με την ενασχόλησή του με τη δικηγορία βολιδοσκοπούσε πολιτικούς φίλους και συνεργάτες εξετάζοντας μαζί τους τις επόμενες πολιτικές τους κινήσεις. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα της απουσίας του από την Αθήνα, πολλές αθηναϊκές αλλά και επαρχιακές εφημερίδες, με άρθρα και δημοσιεύματά τους, προέτρεπαν τον Γούναρη να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες και να εκφράσει το ρεύμα εκείνο της κοινής γνώμης, το οποίο διαφωνούσε με την πολιτική και τους χειρισμούς της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου. Έτσι, αφού, ο Δημήτριος Γούναρης προέβη στις αναγκαίες προπαρασκευαστικές κινήσεις και διακρίβωσε την ύπαρξη μιας ισχυρής ανταπόκρισης των θέσεών του σε σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης προχώρησε στην πραγματοποίηση στις 25 Δεκεμβρίου 1911, στο σπίτι του φίλου του πολιτευτή Ιωάννη Σισίνη, στη Γαστούνη της Ηλείας, της περίφημης ομώνυμης συνάντησης, στην οποία πλην του ίδιου και του οικοδεσπότη έλαβαν μέρος και άλλοι νέοι τότε πολιτευόμενοι, όπως ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ο Παναγής Τσαλδάρης, ο Σπυρίδων Στάης, κλπ142. Απότοκος αυτής της συνάντησης υπήρξε η δημιουργία ενός πυρήνα νέων πολιτευόμενων υπό το Δημήτριο Γούναρη, που με ξεκάθαρες ιδεολογικοπολιτικές αρχές και με σαφώς ιεραρχημένες προτεραιότητες πολιτικής στόχευσης, αποτέλεσε το πρόπλασμα για τη δημιουργία λίγα χρόνια αργότερα, και όταν πια κρίθηκε ότι οι πολιτικές συνθήκες είχαν ωρισμάσει, του «Κόμματος των Εθνικοφρόνων». Η «συνάντηση της Γαστούνης», παρά τις προσπάθειες του Γούναρη και των συνεργατών του να κρατηθεί μυστική, τελικά διέρρευσε στον τύπο της εποχής, προκαλώντας τεράστιο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Σε μια απόπειρα να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και να αποτρέψει την άκαιρη δημοσιοποίηση των αποφάσεων που είχαν ληφθεί στη Γαστούνη για τη δημιουργία μιας υπό αυτόν πολιτικής κίνησης, ο Δημήτριος Γούναρης λίγες ημέρες μετά την πραγματοποίησή της, με συνέντευξή του στον Νεολόγο των Πατρών, επιχείρησε να διαψεύσει τα σχετικά σενάρια και να μετατοπίσει τη συζήτηση στο θεωρητικό ζήτημα του πως πρέπει να δημιουργούνται τα σύγχρονα κόμματα αρχών. Το πλήρες κείμενο αυτής της ιστορικής συνέντευξης, που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της εφημερίδας των Πατρών της 3ης Ιανουαρίου 1912, έχει ως ακολούθως: «Η συνάντησις εν Γαστούνη έδωσεν αφορμήν εις πλείστα σχόλια, πολλαί δε διαδόσεις ποικίλης μορφής εκυκλοφόρησαν, αίτινες ηνάγκασαν ημάς ν’ απευθυνθώμεν προς τον κ. Γούναρην. Ο επιφανής πολιτευτής απήντησεν εις σχετικήν ερώτησίν μας ως εξής: - Παρακαλώ να διαψεύσητε και πάλιν όσα σχετικά προς το ζήτημα τούτο εγράφησαν. Όπως και προ ημερών εδήλωσα, επαναλαμβάνω και ήδη, η εις Γαστούνην εκδρομή δεν είχεν απολύτως καμμίαν πολιτικήν έννοιαν. Ήτο απλούστατα φιλική επίσκεψις και ουδέν πλέον. Απορώ δε πως εγένετο τόσος λόγος περί πράγματος τόσον απλού. - Τα λεγόμενα περί νέου κόμματος υπό την υμετέραν αρχηγίαν είναι βάσιμα; - Τα περί νέου κόμματος, και αρχηγού και οπαδών είναι όλα ανυπόστατα. Ούτε εγώ απεφάσισα να γίνω αρχηγός ούτε κανείς άλλος απεφάσισε να γίνη οπαδός μου. Όλα αυτά είναι διαδόσεις ουδεμίαν έχουσαι σχέσιν με την πραγματικότητα. Το επ’ εμοί μάλιστα δεν δυσκολεύομαι να σας είπω ότι και αν παρουσιάζετο περίπτωσις να σκεφθώ περί τοιούτου ζητήματος, θα είχον ιδέας πολύ διαφόρους από εκείνας, αι οποίαι τίθενται ως βάσις εις τας διαδόσεις. Κατά την γνώμην μου, τα κόμματα δεν πρέπει να δημιουργούνται διά της ανακηρύξεως του Α ή του Β ως αρχηγού, όστις να εργασθή προς άγραν οπαδών. Αδιάφορον αν η ανακήρυξις γίνεται άνωθεν ή από κύκλον τινά πολιτευομένων. Αι ούτω δημιουργούμεναι ομάδες δεν είναι κόμματα. Είναι φατρίαι, ουδέν καλόν δυνάμεναι ν’ απεργασθώσιν εις τον τόπον. Τοιαύται ομάδες από της συστάσεώς Βλ. Δημήτρης Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 65 - 66, καθώς και Θανάσης Διαμαντόπουλος: «Η Ελληνική Συντηρητική Παράταξη: Ιστορική Προσέγγιση και Πολιτικά Χαρακτηριστικά - Από το κόμμα των Εθνικοφρόνων του Γούναρη στη ΝΔ του Έβερτ», έκδ. «Παπαζήσης», Αθήνα 1994, σελ. 13.

142

108


των φέρουσι χαρακτήρα προσωπικόν ανταποκρινόμενον εις βλέψεις των συστησάντων αυτάς. Εκ της τοιαύτης δε συγκροτήσεως αυτών ουχί σπανίως κατά μοιραίαν ανάγκην επακολουθεί η ανάλωσις μεγίστου μέρους της δυνάμεώς των εις εξυπηρέτησιν των προσωπικών βλέψεων, αι οποίαι ήγαγον εις την συγκρότησίν των. Τα πολιτικά κόμματα κατά την γνώμην μου, δεν πρέπει να συνιστώνται ως ομάδες των θελόντων να πολιτευθώσιν. Η διαδικασία της δημιουργίας αυτών δέον να είναι η αντίστροφος. Πρέπει να αρχίζουν από ομάδας λαϊκάς, καθοριζούσας τους αξίζοντας να πολιτευθώσιν, ήτοι τους ικανούς να εκπροσωπήσωσι τας λαϊκάς ανάγκας και να προασπίσωσι τα λαϊκά συμφέροντα. Οι ούτω εκλεγέντες και αντιπροσωπεύοντες τας λαϊκάς ανάγκας και τα λαϊκά συμφέροντα, εξ ων εφωρμήσθησαν οι εκλέξαντες αυτούς, εργαζόμενοι προς πραγματοποίησιν της αποστολής των, εφ’ όσον συναντώνται εις κοινούς σκοπούς και κοινάς σκέψεις περί των μέσων της επιτεύξεως αυτού, άγονται κατ’ ανάγκην εις συνεργασίαν. Οργανούμενοι δε προς πραγματοποίησιν ταύτης αποτελούσιν αληθές κόμμα, το οποίον συνδετικόν δεσμόν έχον τους κοινούς σκοπούς και τα κοινά ασπαστά μέσα της επιτεύξεως αυτών, είναι απηλλαγμένον εν τη ομαδική αυτού υποστάσει πάσης προσωπικής βλέψεως. Εν τη παγιουμένη και οργανουμένη ούτω συνεργασία, έκαστος, συντρέχων το καθ’ εαυτόν, καταλαμβάνει την θέσιν, την οποίαν η υπ’ αυτού συνεισφερομένη προς τον κοινόν σκοπόν εργασία καθορίζει. Εν τοιαύτη οργανώσει και αυτή ακόμη η προς ανάδειξιν φυσική και εύλογος τάσις εκάστου των συνεργαζομένων -το αναπόφευκτον τούτο προσωπικόν στοιχείον εν πάση ανθρωπίνη ενεργεία- εκδηλούται ως ευγενής άμιλλα προς όσον ένεστι μείζονα υπέρ του κοινού σκοπού συμβολήν, ασφαλίζουσα εις τον πληρέστερον συντελούντα επί το έργον και μάλλον υπέροχον θέσιν εν τη συνεργαζομένη ομάδι. Αυτή είναι η γνώμη μου περί της διαδικασίας, καθ’ ην πρέπει να δημιουργούνται τα κόμματα, ίνα ώσι πράγματι εξυπηρετικά των αναγκών του τόπου και όργανα της προόδου αυτού, διά της εξασφαλίσεως της υγιούς λειτουργίας του πολιτεύματος εκείνου, το οποίον δύναται υπέρ παν άλλο να συντελέση εις την αληθή προαγωγήν πάσης κοινωνίας, εχούσης την ευτυχίαν να κατορθώση να προσαρμοσθή εις αυτό, του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Πάσα απόκλισις από της διαδικασίας ταύτης εν τη γενέσει πολιτικής τινος ομάδος μειοί αναλόγως την χρησιμότητα αυτής. Είναι ενδεχόμενον ωρισμέναι ιστορικαί συνθήκαι να καθιστώσι κατά τινα εποχήν αναγκαίαν την κατ’ άλλον τρόπον ενέργειαν. Τούτο ιδίως συμβαίνει κατά την αρχήν της εισαγωγής του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος εν τινι χώρα, ότε ενδέχεται ο λαός να είναι απαράσκευος εις συγκρότησιν κομμάτων κατά τοιούτον τρόπον, υφίσταται δε ακόμη την επίδρασιν του προηγουμένου καθεστώτος και των υπό το κράτος αυτού δημιουργηθεισών επιρροών. Η ανάγκη της υπάρξεως των κομμάτων διά την λειτουργίαν του πολιτεύματος άγει τότε εις την αποδοχήν παντός δυνατού τρόπου της συγκροτήσεως αυτών, οιος δήποτεκαι αν είναι ούτος. Η παρατήρησις αύτη δικαιολογεί βεβαίως τα κατά τας εποχάς εκείνας δημιουργηθέντα κόμματα, και απαλλάττει αυτά πάσης μομφής διά τον τρόπον της συστάσεώς των, τον οποίον μάλιστα φυσικόν είναι η κατόπιν εξέλιξις, η ανάλογος προς την πρόοδον των πολιτικών ηθών, να κατέστησεν απλήν ιστορικήν ανάμνησιν. Δεν πιστεύω όμως να φρονή κανείς ότι σήμερον ευρισκόμεθα εις τοιαύτην ανάγκην, ώστε να επιτρέπηται συγκρότησις κόμματος κατά τοιούτον τρόπον. Τοιούτόν τι σήμερον ουδένα άλλον θα είχε σκοπόν παρά την ικανοποίησιν προσωπικής φιλοδοξίας, η οποία ορθότερον θα εχαρακτηρίζετο ματαιότης, της οποίας κολακεύομαι να θεωρώ εμαυτόν απηλλαγμένον.» Η συνέντευξή του αυτή, υπόδειγμα μιας σύγχρονης αντίληψης για τη δημιουργία δημοκρατικών πολιτικών κομμάτων και την υπέρβαση του παλαιοκομματικού παρελθόντος, ωστόσο, αντί να κατασιγάσει το δημοσιογραφικό θόρυβο, τροφοδότησε ένα νέο γύρο δημοσιευμάτων αναφορικά με τις προθέσεις του να προχωρήσει στη δημιουργία νέου 109


πολιτικού κόμματος. Έτσι, η Ακρόπολις σχολιάζοντας τη συνέντευξη του Γούναρη στον Νεολόγο, στο φύλλο της 5ης Ιανουαρίου 1912, επεσήμαινε: «Εκείνο το οποίον εβγήκεν από τας δηλώσεις του κ. Δ. Γούναρη είναι καθ’ ημάς αυτά. Το αποδειχθέν ότι μετά τον κ. Βενιζέλον ο ανήρ προς όν αποβλέπει η ανεπτυγμένη κοινή γνώμη είναι ο Γούναρης. Τα άλλα ματαιοσχολία». Επανερχόμενη η Ακρόπολις στο ίδιο ζήτημα, με κύριο άρθρο της στο φύλλο της 9ης Ιανουαρίου 1912, σημείωνε επικεντρώνοντας το σχολιασμό της στην απόφαση του Γούναρη να αυτονομηθεί από το «θεοτοκικό κόμμα» τα εξής: «Ο κ. Γούναρης όμως αντί της αντιπροεδρείας φαίνεται ότι προτιμά την προεδρείαν. Και το πράγμα ήτο φυσικώτατο. Νέος άνθρωπος, ασυγκρίτως υπερτέρας διανοητικής μορφώσεως από τον Γεώργ. Θεοτόκην, διαφορετικά αντιλαμβανόμενος την πολιτικήν από τον τέως Αρχηγόν του, αισιόδοξος αυτός ενώ εκείνος ήτο απαισιόδοξος, ρήτωρ αυτός μεγάλης εντάσεως, ενώ εκείνος ήτο πάντοτε ρήτωρ υποτονικός, αποβλέπων αυτός εις τας μεγάλας μάζας του λαού, ενώ εκείνος εκ φύσεως και εκ περιβάλλοντος ήτο κεκηρυγμένος ολιγαρχικός ... Πως ηδύνατο υπό το κράτος και το βάρος τοιούτων αντιθέσεων να είναι ο υπεροχώτερος ακόλουθος και ο υποδεέστερος αρχηγός;143». Παρ’ όλες, όμως, αυτές τις δημοσιογραφικές εικοτολογίες και τις προτροπές, ο Δημήτριος Γούναρης αντιμετώπιζε το ζήτημα της άμεσης ίδρυσης νέου κόμματος, υπό την ηγεσία του, με μεγάλη περίσκεψη και προσοχή. Ήθελε ένα τέτοιο εγχείρημα να πραγματοποιηθεί υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Και είχε, βέβαια, από καιρό διακριβώσει πως η συμπόρευσή του με τον «παλαιό» πολιτικό κόσμο, του στερούσε τη δυνατότητα να αναπτύξει τις πολιτικές πρωτοβουλίες που εκείνος θεωρούσε ως αναγκαίες και να εκφράσει το ριζοσπαστικό πολιτικό του λόγο και το εκσυγχρονιστικό κοινωνικοοικονομικό αιτηματολόγιό του. Ταυτόχρονα, όμως, εκτιμούσε ότι μια άκαιρη κίνηση αυτονόμησης, χωρίς να συντρέχουν γι’ αυτήν οι κατάλληλες ευνοϊκές προϋποθέσεις, θα μπορούσε αντί να συμβάλει στο ξεπέρασμα της πολιτικής κακοδαιμονίας που κατέτρυχε τη χώρα, να συντελέσει στη διαιώνισή της. Γιατί για τον Γούναρη, η δημιουργία ενός νέου κόμματος θα είχε λόγο να πραγματοποιηθεί, μόνο εφ’ όσον εκείνο θα μπορούσε εκφράζοντας ένα πλειοψηφικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία - να αποτελέσει το όχημα για την υλοποίηση των ριζικών αλλαγών, που είχε ανάγκη ο τόπος και όχι απλώς για να φέρει τον ιδρυτή του και τα όποια στελέχη του στην εξουσία, με μόνη επιδίωξη την ικανοποίηση των φιλοδοξιών τους και τη νομή των «παραφερναλίων» της. Έτσι για να μην μένει καμία αμφιβολία στην κοινή γνώμη για τα άμεσα πολιτικά του σχέδια της περιόδου εκείνης, ο Δημήτριος Γούναρης επιχείρησε με μια σειρά συνεντεύξεων, που παραχώρησε στον δημοσιογράφο Αρίστο Καμπάνη και δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα των Αθηνών Ακρόπολις, στις 14, 15, 16, 17 και 18 Μαρτίου 1912, να ξεκαθαρίσει τις θέσεις του, απαντώντας σε όλα τα ερωτήματα που φορτικά εκείνο τον καιρό του ετίθεντο. Αναφερόμενος, λοιπόν, στο ζήτημα των προϋποθέσεων που εκείνος θεωρούσε απαραίτητες για την ίδρυση νέου κόμματος, σημείωνε στη συνέντευξή του της 17ης Μαρτίου, για να τεκμηριώσει ότι σε εκείνη τη συγκυρία παρά τις όποιες ενστάσεις του για τον «παλαιό» πολιτικό κόσμο δεν την έκρινε αναγκαία: «Προγραμματικαί διαιρέσεις δημιουργούν εδώ τα κόμματα. Διαφωνίαι εις τον τρόπον της Διοικήσεως. Τα κόμματα πρέπει εδώ ν’ αμιλλώνται ποίον θα προτείνη και θα επιβάλη τα καλύτερα μέτρα προς βελτίωσιν του στρατού, του στόλου, της συγκοινωνίας των οικονομικών, της παιδείας, της Δικαιοσύνης. Εις τα θεμελιώδη υπάρχει συμφωνία. Εφ’ όσον δεν υπάρχει διαφωνία εις τα θεμελιώδη, θέλετε να την δημιουργήσωμεν; Εφ’ όσον δεν υπάρχουν εις μεγάλον βαθμόν 143

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 68 - 69.

110


αντικρουόμενα συμφέροντα ομάδων και ομάδων, πως θέλετε να υπάρξουν κόμματα αντιπροσωπευτικά των ομάδων αυτών;». Ενώ, τοποθετούμενος επί του ζητήματος της στάσης του απέναντι στην κυβέρνηση Βενιζέλου, με αφορμή φήμες που είχαν τεθεί σε κυκλοφορία ότι ήταν διατεθειμένος να ακολουθήσει μια ηπιότερη γραμμή απέναντί της, για να μη χάσει προσωπικές ψήφους στην περιφέρειά του από ψηφοφόρους, που ενώ ήταν πρόθυμοι να ψηφίσουν τον ίδιο, ταυτόχρονα δεν ήταν αρνητικοί και απέναντι στο «βενιζελισμό», τόνισε στη συνέντευξή του της 18ης Μαρτίου 1912: «Ειπήτε εις όσους σας λέγουν αυτά τα πράγματα, ότι εγώ δεν εννοώ να κρυφθώ οπίσω από τον δάκτυλόν μου. Εγώ είμαι αντιπολιτευόμενος. Εγώ δεν φρονώ ότι διά της πολιτικής του κ. Βενιζέλου σώζεται το Κράτος. Διαφωνώ σχεδόν θεμελιωδώς προς αυτόν. Αν εκλεγώ και μεταβώ εις την Βουλήν, θ’ αντιπολιτευθώ την Κυβέρνησιν. Όθεν οι μέλλοντες να με ψηφίσουν διά να έχη η ψήφος των πολιτικήν σημασίαν, θα με ψηφίσουν ως αντιπολιτευόμενον. Όχι διότι τους αρέσει το γένι μου ή το πρόσωπόν μου. Ψήφοι προσωπικής συμπαθείας, είνε ψήφοι άνευ πολιτικής εννοίας, ψήφοι πολιτών ανοήτως διαχειριζομένων τα πολιτικά των δικαιώματα. Τοιαύτας ψήφους, κύριοι, δεν τας χρειάζομαι». Διαρκούσης, όμως, της δημόσιας συζήτησης αναφορικά με τα σχέδια του Δημητρίου Γούναρη να προχωρήσει στην ίδρυση ενός νέου πολιτικού κόμματος και ενώ ο ίδιος προσπαθούσε να τηρεί διακριτικούς τόνους ώστε να πετύχει την αποσυμπίεση των προς αυτόν ασκουμένων πιέσεων, αποφεύγοντας παράλληλα οποιαδήποτε δέσμευση για τον χρονικό προσδιορισμό της εκδήλωσης των όποιων πολιτικών πρωτοβουλιών του προς την κατεύθυνση αυτή, οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα επιταχύνθηκαν ιλιγγιωδώς. Η κυβέρνηση Βενιζέλου, παράλληλα με την προώθηση των νομοθετημάτων, που έκρινε ως επείγοντος χαρακτήρα, προκειμένου να αναδείξουν το νέο διακριτό πολιτικό στίγμα το οποίο ήθελε να εκπέμψει προς την κοινή γνώμη, προχώρησε στην υλοποίηση με γοργό ρυθμό του ομολογουμένως δημιουργικού της έργου της σύνταξης και ψήφισης του νέου αναθεωρημένου Συντάγματος του 1911/12. Το νέο Σύνταγμα, περιείχε πολλές καινοτόμες και πρωτοποριακές διατάξεις, που σε θεσμικό επίπεδο έθεταν τη βάση για τη μετεξέλιξη της Ελλάδας σε μια σύγχρονου τύπου κοινοβουλευτική χώρα και σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου. Ανάμεσα στις διατάξεις αυτές του νέου Συντάγματος, ξεχώριζαν η αναβάθμιση της Βουλής με την καθιέρωση καινούργιων κοινοβουλευτικών ασυμβίβαστων και την ανάθεση του ελέγχου του κύρους των εκλογικών διαδικασιών σε ειδικό δικαστήριο, το ονομασθέν «Εκλογοδικείο». Η καθιέρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, εφ’ όσον, όπως τονιζόταν στη σχετική ρύθμιση «υφίστανται αι σχετικαί υπηρεσίαι». Η ενίσχυση των εγγυήσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας, με την καθιέρωση της μονιμότητας των εισαγγελικών και των κατώτερων δικαστικών λειτουργών. Η μείωση του ορίου εκλογιμότητας από τα 30 στα 25 χρόνια. Η απλούστευση της τακτικής νομοθετικής διαδικασίας με τον περιορισμό της δυνατότητας κωλυσιεργίας από την πλευρά της εκάστοτε αντιπολιτεύσεως. Η πρόνοια για μια σειρά βελτιώσεων στις εγγυήσεις των ατομικών δικαιωμάτων, όπως της φορολογικής ισότητας, της προσωπικής ασφάλειας, του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και του ασύλου της κατοικίας. Η μεταρρύθμιση του θεσμού της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης με την εισαγωγή της πρόβλεψης ότι αυτή θα μπορούσε να γίνεται «διά δημοσίαν ωφέλειαν» αντί της ως τότε ισχύουσας αιτιολογίας «διά δημοσίαν ανάγκην». Η αναγνώριση ως υποχρέωσης όλων των Ελλήνων της συμβολής στην άμυνα της πατρίδας, που αποτέλεσε τη βάση για την κατάργηση αργότερα του θεσμού της «κληρωτής θητείας» και την καθιέρωση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας. Η καθιέρωση της 111


υποχρεωτικής και δωρεάν στοιχειώδους εκπαίδευσης και η αναγνώριση του δικαιώματος της ίδρυσης ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων144. Με την ολοκλήρωση των διαδικασιών ψήφισης του νέου αναθεωρημένου Συντάγματος, του οποίου η απήχηση στην κοινή γνώμη υπήρξε θετικότατη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θεωρώντας πως είχε πλέον στα χέρια του ένα ισχυρό πλεονέκτημα και πως το πολιτικό κλίμα ήταν πρόσφορο για το «Κόμμα Φιλελευθέρων», ώστε να πετύχει την ανανέωση της λαϊκής εντολής, αποφάσισε να προχωρήσει σε εκλογικό αιφνιδιασμό. Προκήρυξε, έτσι, πρόωρες εκλογές για τις 11 Μαρτίου 1912, αποβλέποντας με την πρωτοβουλία του αυτή να αξιοποιήσει ταυτόχρονα την ευνοϊκή συγκυρία της υψηλής δημοτικότητας που απολάμβανε προσωπικά σε εκείνη τη χρονική φάση, οπότε κερδίζοντας την αναμέτρηση με τους πολιτικούς του αντιπάλους, προσέβλεπε ότι θα μπορούσε μετεκλογικά να εφαρμόσει απερίσπαστος το πολιτικό του πρόγραμμα με ορίζοντα πλήρους και αδιατάρακτης κοινοβουλευτικής θητείας. Η απόφαση αυτή του Βενιζέλου, για την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, αιφνιδίασε πράγματι τα «παλαιά» πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία από καιρό είχαν αυτοεγκλωβιστεί σε μια βαθιά κρίση προσανατολισμού, αλλά ουσιαστικά και ρόλου μέσα στο νεοδιαμορφούμενο στη χώρα πολιτικό σύστημα. Χωρίς συγκροτημένη ιδεολογία, χωρίς επεξεργασμένες πολιτικές προτάσεις, χωρίς -υποτυπώδη έστω- οργανωτική υποδομή, πεισματικά αρνούμενα, αλλά και σε ένα βαθμό ανίκανα, να αφομοιώσουν τα μηνύματα της νέας εποχής που είχε σηματοδοτήσει το κίνημα στο Γουδί τον Αύγουστο του 1909, αλλά και η παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας, τα «παλαιά» πολιτικά κόμματα, ιδιαίτερα μετά το λάθος της αποχής από τις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910, έμοιαζαν αδύναμα να αποτελέσουν υπολογίσιμο αντίπαλο δέος για τον Κρητικό πολιτικό και πελαγοδρομούσαν μεταξύ στείρας κριτικής και αποκομμένου από τις παλλόμενες λαϊκές διαθέσεις για ανανέωση, αναχρονισμού. Βυθισμένα έτσι σε αυτή τη βαθιά και πολύμορφη κρίση τους και αιφνιδιασμένα από την κίνηση του Βενιζέλου να ζητήσει την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, τα «παλαιά» πολιτικά κόμματα, σχεδόν συρόμενα από τις εξελίξεις, συναποφάσισαν να συμμετάσχουν στις εκλογές συμπήσοντας ενιαίο αντιπολιτευτικό μέτωπο. Μαζί τους συμπορεύθηκε ως συνεργαζόμενος στο ψηφοδέλτιο της ιδιαίτερης εκλογικής του περιφέρειας και ο Δημήτριος Γούναρης, παρά τις επιφυλάξεις που διατηρούσε για τον πρόχειρο τρόπο με τον οποίο έγινε η εκλογική τους συμμαχία και παρά τις αντιρρήσεις που διετύπωνε για την απλοϊκή στρατηγική που είχαν υιοθετήσει να αντιπολιτεύονται τον Ελευθέριο Βενιζέλο, χωρίς να διατυπώνουν παράλληλα ένα στοιχειώδες έστω περίγραμμα εναλλακτικού προγραμματικού λόγου. Ο Δημήτριος Γούναρης αποδύθηκε σε έναν δύσκολο προεκλογικό αγώνα. Από την αρχή κιόλας της προεκλογικής περιόδου, είχε διαπιστώσει το σαρωτικό λαϊκό ρεύμα υπέρ του «Κόμματος Φιλελευθέρων» και του Ελευθερίου Βενιζέλου και είχε αντιληφθεί τις δυσκολίες με τις οποίες εκαλείτο να αντιπαλέψει, προκειμένου να πετύχει την ευόδωση της εκλογικής του προσπάθειας. Εν τούτοις, έδωσε για ακόμη μια φορά την εκλογική του μάχη από θέσεως αρχών, αποφεύγοντας τις υπερβολές και την καταστροφολογία. Και η στάση του αυτή εκτιμήθηκε ακόμη και από την «αντίπερα όχθη». Η «φιλο-βενιζελική» εφημερίδα Πατρίς, σε επανειλημμένα δημοσιεύματά της κατά την προεκλογική περίοδο, ενθάρρυνε τους ψηφοφόρους των Πατρών να υπερψηφίσουν τον Δημήτριο Γούναρη, αφήνοντας σε αρκετές περιπτώσεις να εννοηθεί ότι με την προτροπή της αυτή εξέφραζε και τις θέσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τελικά, οι εκλογές της 11ης Μαρτίου 1912, πράγματι, αποδείχθηκαν ένας συντριπτικός πολιτικός-εκλογικός θρίαμβος του Ελευθερίου Βενιζέλου και του «Κόμματος Φιλελευθέρων». Επί του συνόλου 181 εδρών του Κοινοβουλίου, το «Κόμμα Φιλελευθέρων» 144

Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ. σελ. 81 - 83.

112


εξέλεξε 146 βουλευτές, ενώ από τις συνασπισμένες αντιπολιτευτικές δυνάμεις εξελέγησαν 10 βουλευτές από το «Νεωτερικό Κόμμα» του Γεωργίου Θεοτόκη, 8 βουλευτές από το κόμμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, 6 βουλευτές από το «Νεοελληνικό Κόμμα» του Δημητρίου Ράλλη και 3 βουλευτές από το κόμμα του Αλέξανδρου Ζαΐμη. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και 8 βουλευτές που εξελέγησαν ως ανεξάρτητοι145. Η ήττα, που υπέστησαν τα κόμματα της συνασπισμένης αντιπολίτευσης, υπήρξε καταλυτική, αγγίζοντας τα όρια της πολιτικής πανωλεθρίας. Πολλά μεγάλα ονόματα του «παλαιού» πολιτικού κόσμου απέτυχαν να εκλεγούν και μεταξύ αυτών αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση του αρχηγού του «Νεοελληνικού Κόμματος» Δημητρίου Ράλλη, ο οποίος δεν εξελέγη στην ιδιαίτερη εκλογική του περιφέρεια της Αττικοβοιωτίας και χρειάστηκε η παραίτηση φίλου του βουλευτή στην Αρκαδία, προκειμένου να εισέλθει στο Κοινοβούλιο με επαναληπτική εκλογή. Μέσα σε αυτό το ναυάγιο των δυνάμεων της συνασπισμένης αντιπολίτευσης, ο Δημήτριος Γούναρης κατόρθωσε να επιπλεύσει επιτυγχάνοντας να εκλεγεί βουλευτής Πατρών, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Στο μετεκλογικό πολιτικό τοπίο, που το σφράγιζε η αδιαφιλονίκητα κυρίαρχη παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, οι προοπτικές για τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης διαγράφονταν ζοφερές. Στη στρατηγική αμηχανία και στην κρίση ταυτότητας που από καιρό τις κατέτρυχε, η εκλογική συντριβή είχε προσθέσει επιβαρυντικά και μία οξεία κρίση λειτουργίας στο πλαίσιο του πολιτικού σκηνικού της «επόμενης ημέρας». Ο Δημήτριος Γούναρης, διέγνωσε άμεσα τους κινδύνους που εγκυμονούσε η παράταση αυτής της κρίσης για την ίδια την ύπαρξη των αντιπολιτευόμενων τον Ελευθέριο Βενιζέλο πολιτικών δυνάμεων. Και αξιοποιώντας την ευκαιρία μιας πρόσκλησης, που ήδη από την προεκλογική περίοδο του είχε απευθύνει ο Δικηγορικός Σύλλογος Πύργου για να μιλήσει στα μέλη του, χωρίς τότε να κατορθώσει να ανταποκριθεί, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το φιλόξενο βήμα που του παρεχωρείτο για να οριοθετήσει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνείες το ρόλο που εκαλείτο να διαδραματίσει η αντιπολίτευση μέσα στις νέες συνθήκες. Το πλήρες κείμενο της σημαντικής αυτής ομιλίας του, που έγινε λίγες μόλις ημέρες μετά τις εκλογές της 11ης Μαρτίου 1912, έχει ως ακολούθως: «Επιτρέψατέ μοι, Κύριοι, να εκφράσω την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην μου διά τα υμέτερα αισθήματα, των οποίων τόσον εύγλωττος διερμηνεύς εγένετο ο αγαπητός συνάδελφος προ ολίγου. Ανήκω εις την τάξιν υμών. Έζησα και ζω εν αυτή. Συνεμερίσθην και συμμερίζομαι τον αγώνα αυτής εν τη κοινωνική σταδιοδρομία. Και είμαι εις θέσιν να αισθανθώ την σοβαρότητα της ενισχύσεως, την οποίαν η υποστήριξις υμών μοι παρέχει. Υπέρ πάσαν άλλην κοινωνικήν τάξιν η ημετέρα δύναται να εκτιμήση την σημασίαν της πολιτικής δράσεως. Προορισμόν έχουσα την πραγμάτωσιν του δικαίου, ήτοι την διά της ισχύος του Κράτους ανόρθωσιν του επί βλάβη της κοινωνίας καταπιεζομένου συμφέροντος, εύρηται εν διαρκεί επαφή με παντοία κοινωνικά συμφέροντα και με τας περί αυτών ιδέας του Κράτους. Συντρέχουσα δε εν τη πραγματοποιήσει των ιδεών του Κράτους, αντιλαμβάνεται διηνεκώς την καταπληκτικήν επίδρασιν της Πολιτείας επί του καθόλου βίου των τε αποτελούντων σήμερον και τον εν μέλλοντι αποτελεσόντων την κοινωνίαν. Τάξις, εις τοιούτον έργον αφιερώσασα τον βίον, και μάλιστα μετά προηγουμένην ειδικήν μόρφωσιν, καθιστώσαν αυτήν ικανήν ν’ αντιλαμβάνεται τα προσπίπτοτα φαινόμενα και να συνάγη τα εκ των παρατηρήσεών της πορίσματα είναι υπέρ πάσαν άλλην αρμοδία να έχη γνώμην επί της πολιτικής κινήσεως. Και διά τούτο με συγκινεί ιδιαιτέρως η υμετέρα ευμένεια. Και είναι αύτη ενθάρρυνσις πολύτιμος, εν τη αφετηρία του πολιτικού αγώνος, του οποίου τας γενικάς γραμμάς εχάραξεν η λαϊκή ετυμηγορία της παρελθούσης Κυριακής. Βλ. Γρηγόριος Δαφνής: «Τα Ελληνικά Πολιτικά Κόμματα 1821-1961», έκδ. «Γαλαξίας», Αθήνα 1961, σελ. 123 - 124.

145

113


Είχον, έχω και θα έχω πάντοτε βαθυτάτην πίστιν περί το μέλλον της Πατρίδος ημών αλλ’ επίσης βαθείαν έχω την πίστιν ότι πάσα πρόοδος, αληθής και πραγμτική, μόνον εκ της διαχειρίσεως των καθ’ ημάς υπό της λαϊκής συνειδήσεως δύναται να προέλθη. Και η λαϊκή συνείδησις κατά τρόπον πάνδημον απεφήνατο την παρελθούσαν Κυριακήν. Η ετυμηγορία αυτής έχει έννοιαν πολλαπλήν. Αφ’ ενός τερματίζει οριστικώς την περίοδον την επαναστατικήν. Την περίοδον της ανατροπής εκείνων, τα οποία υπό της λαϊκής συνειδήσεως εκρίθησον ως προσκόμματα εις την ταχυτέραν εξέλιξιν της προόδου της Χώρας. Αφ’ ετέρου χαράσσει την οριστικήν κατεύθυνσιν της θετικής εργασίας του μέλλοντος. Ταύτην εννοεί και θέλει η λαϊκή συνείδησις ατενώς προσβλέπουσαν εις το γενικόν συμφέρον και απηλλαγμένην της επιδράσεως πασών των επιρροών, εις τας οποίας αι προλήψεις και αι έξεις προσέδιδόν τινα δύναμιν εν τω παρελθόντι. Εις την εργασίαν δε ταύτην καλούνται επιτακτικώς να συντελέσωσι το καθ’ εαυτούς και εκείνοι προς ους η λαϊκή εμπιστοσύνη ανέθηκε την Κυβέρνησιν της Χώρας. Και εκείνοι προς τους οποίους ως αντιπολιτευομένους εδόθη η λαϊκή ψήφος. Το καθήκον αμφοτέρων είναι εξ ίσου σαφές και ωρισμένον. Εις του πρώτους ανετέθη το βαρύ έργον να διαγνώσωσι, καθορίσωσι και πραγματοποιήσωσι παν ό,τι απαιτείται, ίνα η Πατρίς ημών ανυψωθή εκεί, οπόθεν θα δύναται μετ’ ελπίδων ν’ ατενίζη εις την σταδιοδρομίαν, την οποίαν η ιστορία της φυλής μας εν τω παρελθόντι και αναμφίρρηστος ζωτικότης αυτής εν τω ενεστώτι καθιστώσι δεδικαιολογημένως αντικείμενον των πόθων πάντων ημών. Εις τους τυχόντας δε της λαϊκής ψήφου ως αντιπολιτευομένους ετάχθη το καθήκον να συντελέσωσιν επί το έργον σεβόμενοι μεν την ούτω πανδήμως εκδηλωθείσαν λαϊκήν απόφασιν, εφορεύοντες δε την δράσιν της Κυβερνήσεως, ίνα παρεμποδίσωσι πάσαν παρεκτροπήν, και αποκαλύπτοντες πάσαν ατέλειαν, εξασφαλίσωσι την δυνατήν πληρότητα εις το έργον. Η ετυμηγορία του Λαού κατά την παρελθούσαν Κυριακήν σαφώς κατεδήλωσεν αμφοτέρας ταύτας τας επιταγάς και προς τους μεν και προς τους δε. Είναι δ’ αναγκαία η συνδρομή αμφοτέρων, ίνα η εργασία συντελεσθή ανάλογος των προσδοκιών του Έθνους. Κυβέρνησις άνευ αντιπολιτεύσεως στερείται αντιρρόπου κατά πάσης πιέσεως και παντός πειρασμού εκ των ανθρωπίνων αδυναμιών εαυτής και των φίλων της. Αντιπολίτευσις κινουμένη εκ της πεποιθήσεως ότι πρέπει να καταλάβη ως τάχιστα την αρχήν, ευκόλως δύναται να υποπέση εις τον πειρασμόν να παρακωλύση εις το χρήσιμον κυβερνητικόν έργον. Και τους δύο τούτους κινδύνους ηθέλησε ν’ αποτρέψη η λαϊκή ψήφος της παρελθούσης Κυριακής. Κηρυχθείσα, ως εκηρύχθη, υπέρ της Κυβερνήσεως, αφήρεσεν από του αγώνος της αντιπολιτεύσεως την προς άμεσον κατάληψιν της αρχής έφεσιν. Εκλέξασα όσους εξέλεξεν αντιπολιτευομένους κατέδειξεν εις την Κυβέρνησιν ότι εννοεί να τελή υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του κοινοβουλίου. Ούτω δε καθορίσασα τας επιτακτικάς αυτής αξιώσεις η λαϊκή ψήφος και ούτω κανονίσασα τα όρια της ενεργείας και των μεν και των δε, κατεδήλωσε σαφώς ότι εννοεί και θέλει την περίοδον, εις την έναρξιν της οποίας ευρισκόμεθα περίοδον προόδου, ανωτέρας εκείνης η οποία εχαρακτήρισε το παρελθόν. Έχω την ελπίδα, Κύριοι, ότι ουδείς θα παραγνωρίση τα καθήκοντα, τα οποία επέταξεν η ψήφος της παρελθούσης Κυριακής. Εύχομαι εκ της πιστής εκπληρώσεως αυτών να προέλθη η βελτίωσις εκείνη των καθ’ ημάς, την οποίαν όλοι ποθούμεν. Υπέρ της βελτιώσεως ταύτης, επιτρέψατέ μοι να το υπομνήσω, ύψωσα την φωνήν μου, όταν ελάχιστοι επίστευσον αυτήν ως δυνατήν. Υπέρ της βελτιώσεως ταύτης ηγωνίσθημεν και όταν αι κρατούσαι συνθήκαι δεν μοι επέτρεπον να διαγνώσω αν ο αγών μου αφεώρα πολιτικόν έργον ή απλήν ανακίνησιν σκέψεων και ιδεών. Υπέρ της βελτιώσεως ταύτης - ούσης επιτακτικής αξιώσεως του Ελληνικού Λαού και συνεπώς αποτελούσης πλέον προσεχεστάτην την πραγματικότητα θέλω συνεισφέρει και ήδη πάσας τας ασθενείς μου δυνάμεις. Και εν τω αγώνι τούτω 114


αισθανόμενος εμαυτόν ιδιαιτέρως ενισχυόμενον εκ της υμετέρας ευμενείας παρακαλώ να μοι επιτρέψητε να προπίω υπέρ του υμετέρου Συλλόγου»146. Στην πολιτική συγκυρία του χρόνου, κατά τον οποίο εκφωνήθηκε, η ομιλία αυτή του Δημητρίου Γούναρη στο Δικηγορικό Σύλλογο Πύργου, υπήρξε μια ομιλία-σταθμός. Με επίγνωση των πραγματικών μετεκλογικών δεδομένων, με τη βαθιά προσήλωση στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς που πάντα διέκρινε τον Αχαιό πολιτικό, και με υψηλό το αίσθημα ευθύνης απέναντι στους κανόνες του «πολιτικού παιχνιδιού», καθόριζε το πλαίσιο εντός του οποίου η αντιπολίτευση θα έπρεπε να κινηθεί για να επιτελέσει εποικοδομητικά το ρόλο της μέσα στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα της χώρας και για να εκπληρώσει το χρέος της απέναντι στο λαό. Απαλλαγμένος από ρεβανσιστικές διαθέσεις, πεπεισμένος ότι η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία αποτελεί το οξυγόνο της δημοκρατίας και γνώστης της πραγματικότητας ότι αν η αντιπολίτευση ήθελε κάποτε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και να κυβερνήσει τη χώρα, όφειλε πρώτα να τον πείσει ότι διέθετε και το πρόγραμμα για το μέλλον, αλλά και την ικανότητα για να ασκήσει με επάρκεια τα ελεγκτικά καθήκοντα που της είχε αναθέσει με τη νωπή ετυμηγορία του, ο Δημήτριος Γούναρης υπεδείκνυε στις ηγεσίες των ποικιλώνυμων κομμάτων του «παλαιού» πολιτικού κόσμου το μόνο δρόμο προς το μέλλον: θεσμική υπευθυνότητα, αποφυγή της εύκολης δημαγωγίας, διατύπωση συγκροτημένων εναλλακτικών προτάσεων διακυβέρνησης.

146

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, σελ. 250 - 251.

115


Κεφάλαιο 3ο Από την Εμπροσθοφυλακή της Αντιπολίτευσης, στην Πρωθυπουργία 3.1 Η μάχη για την ανασύνταξη της αντιπολίτευσης Η ομιλία του Δημητρίου Γούναρη στον Δικηγορικό Σύλλογο Πύργου, αμέσως μετά τις βουλευτικές εκλογές της 11ης Μαρτίου 1912, υπήρξε για την ηθικά καταπτοημένη και ψυχολογικά εξουθενωμένη από την πρόσφατη εκλογική ήττα λαϊκή βάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, μια ανάσα ελπίδας. Με τις θέσεις του, ο Αχαιός πολιτικός διάνοιγε μια διέξοδο στην αντιπολίτευση για να ανασυνδέσει τις σχέσεις της με τα στρώματα της κοινωνίας από τα οποία είχε αποκοπεί και, έτσι,για τη δημιουργία ενός δυναμικού πλειοψηφικού ρεύματος. Οι προσκείμενες στην αντιπολίτευση εφημερίδες,μάλιστα, με πληθώρα δημοσιευμάτων τους διατύπωναν εκκλήσεις προς τις ηγεσίες των «παλαιών» κομμάτων να υιοθετήσουν τη γραμμή που πρότεινε ο Δημήτριος Γούναρης ή προέτρεπαν τον Αχαιό πολιτικό να ηγηθεί ο ίδιος μιας αντιπολιτευτικής προσπάθειας. Το καινούργιο κύμα δημοσιευμάτων τροφοδότησε ένα νέο γύρο φημών αναφορικά με τις πολιτικές προθέσεις του Δημητρίου Γούναρη και ειδικότερα με την πιθανότητα να προχωρήσει στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού κόμματος. Ο Γούναρης θεωρώντας την ανακίνηση αυτού του θέματος αντιπαραγωγική, θέλησε να δώσει ένα τέλος σε όλη αυτή την επαναλαμβανόμενη σπερμολογία. Έτσι, επιστρέφοντας από το καθιερωμένο θερινό ταξίδι του στο εξωτερικό, περί τα τέλη Αυγούστου 1912, προέβη σε δηλώσεις στον ανταποκριτή της εφημερίδας Ακρόπολις στην Πάτρα, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στην αθηναϊκή εφημερίδα στις 4 Σεπτεμβρίου 1912. Το πλήρες κείμενο του δημοσιεύματος με τις δηλώσεις του έχει ως εξής: «Το πράγμα μου φαίνεται ολίγον αστείον. Εγώ ήμην απών, και μετ’ ουδενός έσχον την ευκαιρίαν να συνομιλήσω περί πολιτικών πραγμάτων καθ’ όλον το διάστημα της απουσίας μου. Σεις μου λέγετε ότι εγράφησαν τόσα πράγματα, είναι ευννόητον ότι όλα αυτά είναι επινοήματα υπερθέρμου φαντασίας ουδεμίαν σχέσιν έχοντα με εμέ. Εγώ τας γνώμας μου περί του τρόπου της προσηκούσης καταρτίσεως των κομμάτων τας είπα άλλοτε. Επομένως είναι ακατανόητον πως γίνεται λόγος περί συστάσεως κόμματος, καθ’ ον τρόπον ανεγράφη, και περί αναθέσεως αυτού εις εμέ και μάλιστα ακόμη και περί συγκλήσεως εις σύσκεψιν των πολιτικών φίλων μου, οίτινες, σημειώσατε, ότι δεν υπάρχουν. Η εμή θέσις - εξηκολούθησεν ο κ. Γούναρης - είναι σαφώς διαγεγραμμένη εκ των πραγμάτων. Εξελέγην βουλευτής άνευ ουδενός κομματικού χρωματισμού. Θα μεταβώ φυσικά εις την Βουλήν και θα προσπαθήσω να επιτελέσω το καθήκον μου αφοσιούμενος εις την εξυπηρέτησιν της χώρας σύμφωνα με τας ιδέας μου. Και αν τυχόν συμπίπτουσιν αι ιδέαι μου αύται, μετά των ιδεών άλλων συναδέλφων μου, θα συνεργασθώ βεβαίως μετ’ αυτών. Εκ της εξελίξεως δε των εργασιών της Βουλής θα καταδειχθή εάν θα υπάρξη τοιαύτη σύμπτωσις ιδεών και συνεργασία και οποίαν μορφήν θα λάβη η οργάνωσις αύτη. 116


Αυτά είνε πράγματα τόσον απλά και φυσικά, ώστε απορεί κανείς πως ευρίσκονται άνθρωποι απασχολούμενοι με τόσα περίεργα μυθεύματα, τα οποία, όπως μου λέγετε, εγράφησαν κατά την απουσίαν μου». Ενώ, όμως, στην αντιπολίτευση βρίσκονταν σε εξέλιξη διεργασίες αναφορικά με τη μελλοντική της πορεία, στο πλαίσιο των οποίων δεσπόζουσα θέση κατείχε η συζήτηση που επικεντρωνόταν στις επόμενες κινήσεις του Δημητρίου Γούναρη, και η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου προσπαθούσε να προωθήσει την υλοποίηση του προγράμματός της για την ανασύνταξη του τόπου, σύμφωνα με τις δικές της ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές, η περίοδος εκείνη σφραγίστηκε όχι τόσο από αμιγώς πολιτικά γεγονότα, όσο από την εθνική εξόρμηση των Βαλκανικών Πολέμων του 1912 - 1913, η πρώτη φάση των οποίων ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1912147. Άλλωστε, ήδη τα σύννεφα στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, είχαν αρχίσει να σωρεύονται αρκετό καιρό πριν, και η νέα υποτροπή της κρίσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όταν πλέον είχε αρχίσει να γίνεται ευρύτερα ορατή η αποτυχία του κινήματος των Νεότουρκων να βγάλουν το οθωμανικό κράτος από τα αδιέξοδά του, απλώς επιδείνωνε την κατάσταση στην όλη περιοχή. Στα Βαλκάνια ανέπτυσσαν πια τις αλληλοσυγκρουόμενες στρατηγικές τους και οι ξένες μεγάλες δυνάμεις, με τη Γερμανία να προωθεί τον χερσαίο άξονα Βερολίνου - Βιέννης - Σόφιας -Κωνσταντινούπολης - Βαγδάτης, τους Βρετανούς να αντιτάσσουν τη θαλάσσια γραμμή Γιβραλτάρ - Μάλτα - Κρήτη - Κύπρος - Σουέζ - Άντεν και τη Γαλλία και τη Ρωσία να προσπαθούν να κερδίσουν έδαφος μέσα από τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των Βαλκανικών χωρών. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, η Ελληνική Βουλή μετά τις εκλογές της 11ης Μαρτίου 1912, συνήλθε για πρώτη φορά στις 19 Μαΐου του χρόνου αυτού και τότε βρέθηκε αντιμέτωπη με την απαίτηση αντιπροσωπείας Κρητών βουλευτών, οι οποίοι επιχείρησαν να εισέλθουν στο Κοινοβούλιο παρά τις απαγορευτικές συστάσεις που τους είχαν γίνει. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, δεν δίστασε να διατάξει την χρήση βίας από τις δυνάμεις της τάξης, προκειμένου να αποτραπεί η είσοδος των συμπατριωτών του βουλευτών στο Κοινοβούλιο, καθώς ήθελε να αποφύγει κάτι τέτοιο να αποτελέσει το σπινθήρα για την άκαιρη έκρηξη της σύρραξης, που διέβλεπε να έρχεται στις εύφλεκτες συνθήκες που επικρατούσαν τότε στη Βαλκανική. Προσδοκούσε αυτό να γίνει εφ’ όσον η Ελλάδα θα είχε ολοκληρώσει τους στρατιωτικούς και κυρίως τους ναυτικούς εξοπλισμούς της και θα είχε συγκροτήσει το πλέγμα των βαλκανικών συμμαχιών που εκείνος είχε σχεδιάσει. Η Βουλή, τελικά, αφού εξέλεξε νέο Πρόεδρο του Σώματος τον Ιωάννη Τσιριμώκο, ο οποίος έλαβε 125 ψήφους επί 148 ψηφισάντων, με προτροπή του Ελευθερίου Βενιζέλου, αποφάσισε να διακόψει τις εργασίες της μέχρι τον επόμενο Οκτώβριο, προκειμένου να αποφύγει νέα επεισόδια από πιθανή επαναφορά της απαίτησης των Κρητών βουλευτών να εισέλθουν σε αυτή και με την ελπίδα ότι έως τότε το όλο ζήτημα θα είχε βρει τη λύση του. Απερίσπαστος από τις κοινοβουλευτικές του υποχρεώσεις, ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιχείρησε με εργώδεις προσπάθειες να ολοκληρώσει το πλέγμα εκείνων των συμμαχιών στα Βαλκάνια, που πίστευε πως ήταν απαραίτητες, ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να αξιοποιήσει επωφελώς γι’ αυτήν τις ανακατατάξεις που έβλεπε να επέρχονται στην περιοχή. Ήδη, είχε προωθήσει τις σχέσεις συμμαχίας με τη Σερβία και τη Ρουμανία και από τις αρχές του 1912 βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη οι προσπάθειές του για την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Βουλγαρία. Και πράγματι, στις 20 Ιανουαρίου 1912, υπήρξε το πρώτο ορατό σημείο βελτίωσης στις ελληνο-βουλγαρικές σχέσεις, με την παρουσία του διαδόχου Κωνσταντίνου στην Σόφια για τις εορτές που έγιναν με την ευκαιρία της ενηλικίωσης του διαδόχου του βουλγαρικού θρόνου, Πρίγκιπα Μπόρις. Το καλό αυτό κλίμα, επισφραγίστηκε με την Για τους Βαλκανικούς Πολέμους βλ. διεξοδικότερα Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. τόμος 8, σελ. 181 - 192 και τόμος 9, σελ. 9 - 81.

147

117


υπογραφή, στις 17 Μαΐου της ίδια χρονιάς, στη Σόφια της συνθήκης συμμαχίας, με την οποία οι δύο χώρες αναλάμβαναν να υποστηρίξουν η μία την άλλη, με το σύνολο των δυνάμεων που διέθεταν, σε περίπτωση στρατιωτικής προσβολής της μιας εξ αυτών από την Τουρκία. Η σύναψη της Ελληνο-βουλγαρικής συνθήκης συμμαχίας είχε έρθει την πλέον κατάλληλη ώρα, καθώς το καλοκαίρι του 1912 απ’ άκρου εις άκρον στα Βαλκάνια επικρατούσε κατάσταση αναβρασμού. Συγκεκριμένα, οι Αλβανοί βρίσκονταν σε ανοιχτή εξέγερση κατά της Υψηλής Πύλης, ενώ η κυβερνητική κρίση είχε προκαλέσει παραλυτικά συμπτώματα στην οθωμανική διοίκηση και τον στρατό. Τον Ιούλιο του 1912, η σφαγή Χριστιανικών πληθυσμών από τις οθωμανικές αρχές στα Κότσανα του Κοσσυφοπεδίου προκάλεσε τις αντιδράσεις των κυβερνήσεων της Σερβίας, της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου. Οι κυβερνήσεις των βαλκανικών χωρών ήταν σε συνεχείς συνεννοήσεις μεταξύ τους για την κήρυξη πολέμου εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ η ελληνική κυβέρνηση επιχειρούσε εναγωνίως να κερδίσει χρόνο για να ολοκληρώσει την προμήθεια του απαραίτητου εξοπλισμού για την ενίσχυση του στρατού ξηράς και του ναυτικού. Οι πιέσεις προς την ελληνική πλευρά να επισπεύσει τις προετοιμασίες της αυξάνονταν κατακόρυφα και στις 18 Σεπτεμβρίου 1912 ο Ελευθέριος Βενιζέλος, προ των φορτικών απαιτήσεων της βουλγαρικής κυβέρνησης, αποφάσισε να κηρύξει τελικά την επιστράτευση. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1912, Ελλάδα και Βουλγαρία προχώρησαν στη συνυπογραφή στρατιωτικής σύμβασης, χωρίς όμως να συγκαταλέγεται σε αυτή και η από την ελληνική προπάντων πλευρά επιδιωκόμενη συμφωνία για τη διανομή των εδαφών, που θα απελευθερώνονταν κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, σε περίπτωση πολέμου με την οθωμανική αυτοκρατορία. Τρεις ημέρες μετά, στις 25 Σεπτεμβρίου, το Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο κατά της Υψηλής Πύλης, που αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα για την έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Όπως ήταν προγραμματισμένο, την 1η Οκτωβρίου 1912, επανέλαβε τις εργασίες της η Ελληνική Βουλή, και αυτή τη φορά μέσα σε ενθουσιώδη ατμόσφαιρα έγιναν δεκτοί οι Κρήτες πληρεξούσιοι, ενέργεια, που όπως αναμενόταν προκάλεσε τη μήνιν της Υψηλής Πύλης. Στις 4 Οκτωβρίου κήρυξαν τον πόλεμο κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Σερβία και η Βουλγαρία και την επόμενη ημέρα εισήλθε στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και η Ελλάδα. Εισερχόμενη στον πόλεμο η Ελλάδα, είχε σαφώς καθορισμένους τους πολεμικούς στόχους, που επεδίωκε με τη συμμετοχή της σε αυτόν και εκείνοι προσδιόρισαν τις πολιτικές της κινήσεις και τις στρατιωτικές της προτεραιότητες: ένωση της Κρήτης, κυριαρχία στο Αιγαίο και επέκταση της εδαφικής της επικράτειας πρώτα στη Μακεδονία και μετά την επίτευξη του στόχου αυτού, κατάληψη της Ηπείρου. Στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, που έλαβαν χώρα και των οποίων η περιγραφή εκφεύγει των θεματικών ορίων του παρόντος, τα ελληνικά στρατεύματα υπό την ηγεσία του αρχιστρατήγου διαδόχου Κωνσταντίνου, προελαύνοντας νικηφόρα κατήγαγαν θριαμβευτικές νίκες. Μεταξύ των άλλων, απελευθέρωσαν στο μέτωπο Θεσσαλίας - Μακεδονίας που είχε θεωρηθεί πρωταρχικής προτεραιότητας, την Ελασσόνα στις 6 Οκτωβρίου 1912, το Σαραντάπορο στις 9 και 10 Οκτωβρίου, τα Σέρβια στις 10 Οκτωβρίου, την Κοζάνη στις 12 Οκτωβρίου, τη Θεσσαλονίκη στις 26 Οκτωβρίου και τη Φλώρινα στις 6 Νοεμβρίου, ενώ στο μέτωπο της Ηπείρου που στρατηγικά εθεωρείτο επακόλουθης προτεραιότητας, απελευθέρωσαν την Πρέβεζα στις 21 Οκτωβρίου, ενώ η πτώση του Μπιζανίου και η παράδοση των Ιωαννίνων ήρθε από τα ενισχυμένα πλέον στρατεύματα με τις μεραρχίες που έφερε μαζί του ο διάδοχος Κωνσταντίνος μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στις 21 προς 22 Φεβρουαρίου 1913. Εξίσου σημαντικές υπήρξαν οι επιτυχίες και του ελληνικού στόλου στο ναυτικό πόλεμο που διεξήχθη στο Αιγαίο, υπό την ηγεσία του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, που άρχισαν με την απόβαση στον όρμο του Μούδρου στις 8 Οκτωβρίου 1912, που 118


ολοκληρώθηκε με την απελευθέρωση την επομένη και του υπόλοιπου μέρους της νήσου Λήμνου και συνεχίστηκαν με την απελευθέρωση μέχρι τις 19 Οκτωβρίου της Θάσου, της Ίμβρου, του Αγίου Ευστρατίου και της Σαμοθράκης, στις 22 Οκτωβρίου των Ψαρών και στις 24 Οκτωβρίου της Τενέδου. Την 1η Νοεμβρίου καταλήφθηκε το Άγιο Όρος, στις 4 Νοεμβρίου απελευθερώθηκε η Ικαρία, στις 8 Νοεμβρίου η Μυτιλήνη και στις 12 Νοεμβρίου η Χίος. Η κυριαρχία στη θάλασσα εμπεδώθηκε με τη ναυμαχία της «Έλλης» στις 3 Δεκεμβρίου 1912 και επισφραγίστηκε με τη ναυμαχία της Λήμνου της 5ης Ιανουαρίου 1913, μετά την ήττα στην οποία ο τουρκικός στόλος αναγκάστηκε να επιστρέψει στο ορμητήριό του για να μην εξέλθει πλέον ποτέ πια από αυτό μέχρι τη λήξη του πολέμου. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ήδη με την έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου δόθηκε αυτομάτως λύση και στο Κρητικό ζήτημα, αφού πέραν του ότι οι Κρήτες αντιπρόσωποι έγιναν δεκτοί στην Ελληνική Βουλή, απεστάλη στη Μεγαλόνησο ως Γενικός Διοικητής ο Στέφανος Δραγούμης και οι Μεγάλες Δυνάμεις δέχθηκαν αδιαμαρτύρητα τη νέα πραγματικότητα148. Στην αρχική φάση των εξελίξεων εκείνης της περιόδου, που ακόμη δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους διχοστασίες για την εξωτερική πολιτική της χώρας, ο Δημήτριος Γούναρης, συμμεριζόμενος τον πάνδημο ενθουσιασμό πήρε το λόγο από του βήματος της Βουλής στην πανηγυρική συνεδρίαση του Σώματος, στις 21 Φεβρουαρίου 1913, μετά την αναγγελία της πτώσης των Ιωαννίνων. Η οποία, σημειωτέον, ανύψωσε περισσότερο από κάθε άλλη επιτυχία το ηθικό των Ελλήνων, λόγω της προηγηθείσης ισχυρής αντίστασης των Τούρκων. Στην ομιλία του υπογράμμισε μεταξύ των άλλων τα παρακάτω: «Ο νέος θρίαμβος των όπλων των Ελληνικών προ των Ιωαννίνων προσέθηκεν έναν ακόμη κλάδον δάφνης εις τον αμάραντον στέφανον, με τον οποίον η νίκη επέστεψε τα όπλα της πατρίδος. Δεν θα τονίσω, Κύριοι, την σημασίαν της επιτυχούς επιχειρήσεως, της οποίας αι δυσχέρειαι ήσαν τοσαύται, ώστε ηδύναντο να εγερθώσιν αμφιβολίαι και περί του πραγματοποιησίμου αυτής, δεν θα εξάρω την υπέροχον δράσιν, χάρις εις την οποίαν εν βραχυτάτω χρόνω και υπό περιστάσεις δυσμενεστάτας εστέφθη υπό επιτυχίας ο αγών των ημετέρων, ενώ παρόμοιοι αγώνες άλλων γενναίων λαών, παραπλεύρως ημών αγωνιζομένων, δεν κατώρθωσαν να φθάσωσιν ακόμη εις το τέρμα αυτών. Δεν θα εξάρω την δύναμιν την ψυχικήν, την δύναμιν την αντλουμένην εκ της εμπνεύσεως των μεγάλων ιδανικών και εκ της συναισθήσεως υπερτέρων καθηκόντων, της οποίας η ύπαρξις εμπράκτως εμαρτυρήθη παρά τοις γενναίοις εκείνοις εις τους οποίους οφείλεται το νέον μεγαλούργημα, δεν θα εξάρω την δύναμιν ταύτην την ψυχικήν, διότι η Ιστορία ολόκληρος μαρτυρεί ότι, εάν τι δεν απέλιπε ποτέ την Ελληνικήν Φυλήν, κατά την ιστορικήν αυτής σταδιοδρομίαν, ουδέ κατά τας μάλλον αντιξόους περιόδους της μεγίστης υλικής καταπτώσεως το τι τούτο είναι η δύναμις η ψυχική, ο μοναδικός τούτος παράγων της ζωτικότητος της εθνικής, ο θετικός ούτος προάγγελος και ασφαλείας εγγυητής του αισιωτέρου μέλλοντος των λαών των αξίων να προαχθώσιν. Και κατά τον διεξαγόμενον ακόμη πόλεμον τα κατορθώματα του στρατού ημών του τε κατά ξηράν και του κατά θάλασσαν κατέδειξαν, ότι δεν απέλιπον τοις επιγόνοις αι πατρώαι αρεταί εκείναι, αι οποίαι επί της χώρας επί της οποίας οικούμεν, υψώθησαν το πάλαι εις το επίπεδον εκείνο επί του οποίου άφθαρτοι παραμένουσιν, αποτελούσαι το ανέφικτον ιδανικόν πάσης ευγενούς καρδίας οπουδήποτε γης και αν πάλη αύτη. Αμφότερα τα τμήματα των στρατιών ημών κατά ξηράν και κατά θάλασσαν επετέλεσαν και διά του σημερινού θριάμβου συνεπλήρωσαν την ταχθείσαν εις αυτά αποστολήν και εδείχθησαν αντάξια των προσδοκιών του Έθνους. Η ευγνωμοσύνη της πατρίδος θα παρακολουθήση εσαεί τα ηρωϊκά αυτού τέκνα τα οποία πάντα - από του τετιμημένου Στρατηλάτου, του Για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Βαλκανικών Πολέμων, βλ. αναλυτικά Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 9, σελ. 9 - 53. 148

119


Οποίου το μέτωπον η δόξα επέστεψε με έκπαγλον στέμμα δόξης, υπέρ εκείνου το οποίον έδωκεν εις αυτόν η γέννησις, μέχρι του τελευταίου στρατιώτου - εξεπλήρωσαν το προς την πατρίδα καθήκον αυτών ήρεμα και αθορύβως. Αλλά, νομίζω Κύριοι, ότι η υψίστη ικανοποίησις, την οποίαν δυνάμεθα να δώσωμεν ημείς οι πολιτικοί άνδρες προς τους ήρωας εκείνους, και τους πεσόντας με το όραμα της μεγάλης πατρίδος ελευθέρας εις την εκφεύγουσαν ψυχήν και τους παλαίσαντες και επιζήσαντας, είναι να προσπαθήσωμεν να επιτύχωμεν ώστε ο σκοπός, διά τον οποίον εκείνοι επάλαισαν, ηγωνίσθησαν, υπέφεραν, και απέθανον, πραγματοποιηθή εν όλω αυτού τω μεγαλείω. Τότε μόνον εάν κατορθώσωμεν να εξασφαλίσωμεν τους καρπούς των αγώνων και των νικών των γενναίων εκείνων, θέλομεν αυτούς μεν ικανοποιήσει, ημάς δε αναδείξει ανταξίους αυτών και θέλομεν συμμετάσχει και της τιμής, την οποίαν εκείνοι αναφαίρετον εκτήσαντο»149. 3.2 Τα πρώτα σπέρματα διαφωνίας με τις επιλογές Βενιζέλου στην εξωτερική πολιτική Όμως, το κλίμα σύμπνοιας εκείνων των πρώτων εβδομάδων μετά την κήρυξη των Βαλκανικών Πολέμων και τις πρώτες επιτυχίες των ελληνικών στρατευμάτων, δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ. Η δυναμική των διπλωματικών διαβουλεύσεων και των παρασκηνιακών διεθνοπολιτικών διεργασιών, που εκτυλίσσονταν ταυτόχρονα με το αμιγώς στρατιωτικό-επιχειρησιακό σκέλος του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, δεν άργησε να διαμορφώσει τις συνθήκες που οδήγησαν στην εμφάνιση των πρώτων διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας, αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση Βενιζέλου χειριζόταν τα εθνικά ζητήματα. Το έναυσμα γι’ αυτό δόθηκε από τη βάναυση και τρομοκρατική συμπεριφορά των στρατιωτικών δυνάμεων της «συμμάχου» Βουλγαρίας στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας απέναντι στους ελληνικούς πληθυσμούς που προκάλεσε την άμεση αντίδραση των κατοίκων. Εντεταλμένη επιτροπή τους εξέφρασε τις διαμαρτυρίες της στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Εκείνος, αφού άκουσε το διάβημά τους, τους εδήλωσε ότι: «Εάν οι Έλληνες εκ των υποδούλων περιέλθουν υπό την κυριαρχίαν τινός των συμμάχων κρατών όπως κατ’ ανάγκην θα περιέλθωσιν, η κυβέρνησις θα πράξει ό,τι είναι δυνατόν να περιέλθωσιν ολιγότεροι»150. Η απάντηση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση των μελών της Επιτροπής. Έτσι, γρήγορα το όλο θέμα προσέλαβε ευρύτερες διαστάσεις και τελικά ήρθε προς συζήτηση στη Βουλή στη συνεδρίαση της 2ας Μαρτίου 1913. Μετά την αγόρευση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος επιχείρησε να εξηγήσει τη στάση του, το λόγο έλαβε ο Δημήτριος Γούναρης που εξέφρασε κατά έντονο τρόπο τις αντιρρήσεις του αναφορικά με τους πρωθυπουργικούς χειρισμούς. Στην ομιλία του εκείνη ο Δημήτριος Γούναρης υπογράμμισε μεταξύ των άλλων τα εξής: «Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Κατάπληκτος, κύριοι Βουλευταί, διατελώ από όσα προ ολίγου ήκουσα λεχθέντα υπό του αξιοτίμου κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως. Κατάπληκτος δε διατελώ εξ αυτών όχι μόνον διά το περιεχόμενον αυτών, αλλά και διά το ύφος με το οποίον ελέχθησαν, και διά τον τύπον, υπό τον οποίον ελέχθησαν. Αλλ’ ουχί ήττον εκπλήσσομαι, και διά την αιτίαν, εκ της οποίας ενομίσθη αναγκαίον να λεχθώσιν ενώπιον της Βουλής, αι δηλώσεις τας οποίας προ ολίγου ηκούσαμεν από του στόματος του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως. Ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως προσεκάλεσε την Βουλήν εις επανάληψιν των εργασιών αυτής. Η Βουλή συνήλθε και εξακολουθεί εργαζομένη από δύο σχεδόν εβδομάδων. Η Κυβέρνησις καθ’ όλον τούτο το διάστημα δεν έκρινε αναγκαίον να προβή εις οιανδήποτε δήλωσιν σχετιζομένην με τα Εθνικά πράγματα. Παρέλειπε δε πάσαν 149 150

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 70 - 71. Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 72.

120


δήλωσιν, καίτοι εγνώριζε την αγωνίαν των Ελλήνων των εντός της χώρας της ελευθέρας και των Ελλήνων των έξω, υπέρ της ελευθερίας των οποίων διεξάγεται ο αγών. Παρέλειπε δε πάσαν τοιαύτην δήλωσιν, προφανώς διότι, εφ’ όσον είναι εκκρεμής η Εθνική υπόθεσις, δεν επετρέπετο να αποκαλυφθή η θέσις η διπλωματική της Ελλάδος. Αι εργασίαι πλησιάζουσιν εις το τέλος. Και αιφνιδίως ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως εκ μιας φράσεως την οποίαν είπεν ο αξιότιμος Βουλευτής Λακωνίας, έλαβεν αφορμήν να προβή εις τας δηλώσεις, ας ηκούσαμεν. Και ομιλήσας ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως δεν απήντησε μόνον εις τον κ. Βουλευτήν Λακωνίας, αλλ’ ενόμισεν αναγκαίον ν’ ανακοινώση και όσα απήντησεν εις έναν Κύριον, ο οποίος ωμίλησεν εις αυτόν εν τω δωματίω του Υπουργικού Συμβουλίου κατά το πνεύμα της υποβληθείσης εις την Βουλήν αιτήσεως. Και μας είπεν ο κ. Πρωθυπουργός ότι προς τον Κύριον εκείνον εξέθηκε πράγματα, τα οποία τη αληθεία είναι καταπληκτικόν πως δύνανται να εκτεθώσι δημοσία εν τω σταδίω εν ω ευρίσκεται εκκρεμής η διαπραγμάτευσις της εθνικής υποθέσεως. Διότι, Κύριοι, συνεισφέροντες πάσας τας Εθνικάς δυνάμεις επελήφθημεν αγώνος, του οποίου τον χαρακτηρισμόν οίον υπό πρώτου του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως εδόθη, επεκρότησεν η Βουλή και το Έθνος σύμπαν. Επελήφθημεν αγώνος ελευθερωτικού. Του αγώνος επελήφθημεν μετά συμμάχων, τας μετά των οποίων συμφωνίας αγνοούμεν εν τη πεποιθήσει ότι αύται εξασφαλίζουν τα δίκαια του Ελληνισμού. Εν τούτοις βραδύτερον από δηλώσεις εξωδίκους του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως εμάθομεν ότι ουδεμία εγένετο συμφωνία. Πάσα επίκρισις παρελείφθη ως πρόωρος, διότι εν τη διανοία πάντων μία εκράτει και κρατεί ιδέα, η εξυπηρέτησις του εθνικού συμφέροντος και αποφυγή πάσης ενεργείας δυναμένης να ζημιώση αυτό. Και αίφνης ακούομεν ότι, ενώ ουδεμία εγένετο συμφωνία, η οποία θα εξασφαλίση τα εθνικά δίκαια, εκείνα διά τα οποία ουδείς θέλει ευρεθεί να είπη ότι δεν έχουσιν ευσταθεστάτην την βάσιν και θετικωτάτην την υπόστασιν, εν τούτοις δηλούμεν ότι θεωρούμεν την εκδήλωσιν του εθνικού αισθήματος ελληνικωτάτων πληθυσμών ως αντιπατριωτικήν ενέργειαν. Και ως μην ήρκει τούτο ακούομεν ότι και άλλα συμπαγή ελληνικά τμήματα, της υπό των Τούρκων αποσπασθείσης χώρας, κρίνονται τοιαύτα ώστε και προσφερόμενα ακόμη δεν θα τα εδέχετο ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως διά να μη μείνει η Ελλάς άνευ σπονδυλικής στήλης ! Ταύτα δε λέγει ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, καθ’ ον χρόνον πρόκειται να διαπραγματευθώμεν περί των ζητημάτων αυτών. Δηλοί δε συγχρόνως ότι δι’ εκείνα, τα οποία δεν θα εδέχετο, θα ζητήση ανταλλάγματα. Το επ’ εμοί δεν αμφιβάλλω, Κύριοι, ότι μεθ’ όλα όσα προ ολίγου ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως είπε, θέλει επιδιώξει ό,τι το συμφέρον του Έθνους τω υπαγορεύει εντελώς ανεξαρτήτως προς όσα είπε. Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Να είπω μίαν λέξιν διά να διευκολύνω υμάς και τους άλλους. Κατά γενομένας διαπραγματεύσεις μεταξύ της Κυβερνήσεως και συμμάχων εδήλωσα ότι δεν είχομεν την αξίωσιν να εκταθώσι τα όρια της Ελλάδος εν Θράκη. Εζήτησα αλλαχού να λάβω ανταλλάγματα, αλλ’ όχι εν Θράκη. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Δεν είναι δυνατόν να μοι δώσητε σαφεστέραν την εξήγησιν μέχρι ποίου σημείου θα ήτο δυνατή η επέκτασις των ορίων; Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Όχι, αλλ’ εδήλωσα αρνητικώς ότι δεν έχω την αξίωσιν να περιλάβωσι ταύτα τον πολύτιμον πληθυσμόν της Θράκης. Αλλαχού εζήτησα τα ανταλλάγματα και έκαμα την θυσίαν ταύτην, ενόμιζα δε ότι μοι επιβάλλετο να παράσχω την βεβαίωσιν αυτήν, όπως την έκαμον προ μικρού, την παρέχω δε και προς υμάς την στιγμήν ταύτην. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως δεν ηθέλησε να απαντήση εις το ερώτημα, το οποίον προς διασάφησιν έλαβον την τιμήν να υποβάλω προς αυτόν. Η ερμηνεία όμως, την οποίαν είμαι υποχρεωμένος να δώσω είναι ότι, η δήλωσις του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως εγένετο συνεπεία των όσων είπεν ο αξιότιμος Βουλευτής Λακωνίας και τα οποία αφεώρων ωρισμένας χώρας σχετιζομένας προς την υποβληθείσαν αναφοράν. 121


Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Ολόκληρον το Ελληνικόν Έθνος αφεώρων οι λόγοι του αξιοτίμου Βουλευτού Λακωνίας. Μόνον του αξιοτίμου Βουλευτού Αχαΐας και Ήλιδος αφεώρων ορισμένον μέρος αλλά του κ. Βουλευτού Λακωνίας αφεώρων όλον τον Ελληνισμόν. Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΗΣ: Τας Σέρρας, την Δράμαν, και την Καβάλαν. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Εξ όσων εγώ αντελήφθην ο αξιότιμος Βουλευτής Λακωνίας ωμίλησε περί ωρισμένων εκτάσεων αναμφισβητήτως Ελληνικών, περί εκείνων δε ακριβώς των ιδίων εκτάσεων ωμίλησεν εις τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως ο πολίτης εκείνος ο εν Αθήναις διαμένων, καταγόμενος δε εκ των αυτών μερών. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να σας γνωρίσω το θέμα της αναφοράς κύριε συνάδελφε, το θέμα της αναφοράς περιλαμβάνει όλους τους Ελληνικούς πληθυσμούς και επ’ αυτού γίνεται συζήτησις. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, δεν απευθύνομαι προς υμάς, διά να ζητήσω εξηγήσεις. Το αντικείμενον της συζητήσεως θα το εκθέσω εις την Βουλήν καθ’ ον τρόπον εγώ το αντιλαμβάνομαι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ θέλω να σας δώσω εξηγήσεις. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Δεν θα μοι δώσετε σεις κ. Πρόεδρε. Εκείνοι, οι οποίοι έχουσι διάφορον γνώμην, θα μοι δώσωσιν εξηγήσεις. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η αγόρευσις του αξιοτίμου προλαλήσαντος περιεστράφη εις όλους τους Ελληνικούς πληθυσμούς, διότι τοιούτον είναι το θέμα της αναφοράς. Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΗΣ: Ωμίλησα διά τας Σέρρας, την Δράμαν και την Καβάλαν. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Θα παρακαλέσω υμάς κ. Πρόεδρε να δεχθήτε ότι δεν υπάρχει περίπτωσις να δώσητε εξηγήσεις. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορίσατε. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Οφείλω να ερμηνεύσω τους λόγους του κ. Πρωθυπουργού ως αφορώντας τας χώρας, περί των οποίων ωμίλησε και ο πολίτης εκείνος, ο οποίος έδωκεν αφορμήν εις τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως να οργισθή καθ’ ον τρόπον ωργίσθη. Και ο πολίτης εκείνος ωμίλησε περί ωρισμένων εκτάσεων, προς τον κ. Πρωθυπουργόν. Και περί των εκτάσεων εκείνων γίνεται λόγος και εν τη υποβληθείση αναφορά. Θα παρακαλέσω τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως να ευαρεστηθή να σταθμίση μετά πλείονος ψυχραιμίας τας δηλώσεις εις ας προέβη. Και είμαι βέβαιος, ότι, όταν τας δηλώσεις ταύτας εξετάση μετά της ψυχραιμίας εκείνης την οποίαν επιβάλλει η διαχείρισις υποθέσεων τόσον σοβαρωτάτης σημασίας και τοιαύτης λεπτότητος, είναι αδύνατον να επιμείνη εις αυτάς. Λυπούμαι μεγάλως διά τον αξιότιμον Βουλευτήν εκ Λακωνίας, διότι ομιλήσας καθ’ ον τρόπον ωμίλησε, χωρίς βεβαίως ουδεμίαν να έχη τοιαύτην προαίρεσιν, προκάλεσε την αγανάκτησιν του αξιοτίμου Προέδρου της Κυβερνήσεως, ο οποίος εν τη αγανακτήσει αυτού είπε πράγματα τα οποία - είμαι βέβαιος ότι είσθε πάντες υμείς σύμφωνοι, ως θα είναι βεβαίως σύμφωνοι και πάντες εκείνοι οι οποίοι θα τα αναγνώσωσι, διότι δυστυχώς δεν θα εξαφανισθώσιν - είπε πράγματα τα οποία δεν υπήρχεν αμφιβολία ότι και αυτός ούτος ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως δεν θα είναι ευχαριστημένος ότι τα είπε. Διότι είναι πράγματα τα οποία ουδαμώς συντείνουσι να ενισχύσουσι και την θέσιν αυτού και την θέσιν της Ελλάδος, εν ταις διαπραγματεύσεσι τας οποίας διεξάγει. Εν ταις διαπραγματεύσεσι ταύτας δεν θα είναι χρήσιμον ουδ’ αυτό το αρνητικόν μέρος των δηλώσεων, το οποίον προ μικρού ετόνισε και περί του οποίου δεν πρόκειται. Διότι ενδιαφέρον είναι το μέρος των δηλώσεων το αφορών τμήμα χώρας ελληνικώτατον, το οποίον ενδιαφέρει απείρως τον Ελληνισμόν και υπέρ της ενώσεως του οποίου είμαι βέβαιος ότι θα θελήση να αγωνισθή και δεν θα θελήση να το εγκαταλείψη ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως. Είναι τούτο το τμήμα εκείνο περί του οποίου ωμίλησε προχθές ο αξιότιμος εξ Αργολίδος και Κορινθίας συνάδελφος τοσούτον θαυμασίως. Δεν είναι δυνατόν ποτέ να φαντασθή τις ότι όλη εκείνη η έκτασις μεταξύ Στρυμώνος και Νέστου, η 122


ελληνικωτάτη, την οποίαν ουδείς λόγος, ούτε ο γεωγραφικός, περί του οποίου ωμίλησεν ο αξιότιμος κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως ουδ’ ο πολιτικός, ουδ’ έτερός τις οιοσδήποτε δύναται να καταστήση αντικείμενον αξιώσεως των συμμάχων να εγκαταλειφθή ούτω προχείρως εν τη αγανακτήσει μιας στιγμής. Ηκούσαμεν πάντες και παρακολουθήσαμεν μετ’ ενδιαφέροντος εκείνα τα οποία τόσον εξαιρέτως εξέθηκε προ της Βουλής ο αξιότιμος Βουλευτής Αργολίδος και Κορινθίας. Είναι δυνατόν να είπη τις, ότι η προσκύρωσις των χωρών αυτών είναι επιβεβλημένον να γίνη κατά τρόπον παραγνωρίζοντα τα δικαιώματα του Ελληνισμού και ότι αι χώραι εκείναι, αι οποίαι έδωκαν την αφορμήν να γίνη η συζήτησις αύτη, κρίνονται εν τοιαύτη σχέσει προς τον Ελληνισμόν, ώστε να καταστώσιν αντικείμενον δηλώσεων οίαι αι του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως; Και να τεθώσι παραλλήλως με χώρας Ελληνικάς, διά τας οποίας εκρίθη επιτετραμμένον να λεχθή ότι είναι συμφέρον διά τον Ελληνισμόν να μην προστεθώσιν εις αυτόν, ίνα μη καταστήσωσι την Ελλάδα άνευ σπονδυλικής στήλης; Είναι τοιαύτα τα λεχθέντα υπό του κ. Πρωθυπουργού, ώστε χρήζουσιν αντικρούσεως. Είναι πράγματα διά τα οποία εν και μόνον επιβάλλεται να σημειωθή, ότι λεχθέντα ως ελέχθησαν και υπό περιστάσεις αι οποίαι παρερχόμεναι, θα λυπήσωσι και εκείνον ο οποίος τα είπε, δεν έχουσι την σημασίαν, ήτις ηδύνατο να προσδοθή εις αυτά εκ του προσώπου του ειπόντος. Είναι αναγκαία δε η σημείωσις αυτή, διά να μη λεχθή ότι εξεφράσθησαν ταύτα υπό του Κυβερνήτου και ηκούσθησαν υπό της Βουλής ολοκλήρου, χωρίς να υποσημειωθή αμέσως ότι είναι απλή έκφρασις αγανακτήσεως, η οποία παρέσυρε τον κυβερνήτην της χώρας να είπη όσα είπε»151. Δύο, όμως, μόλις ημέρες μετά την οξεία αντιπαράθεση Γούναρη - Βενιζέλου στη Βουλή, την πολιτική ατμόσφαιρα επισκίασε με την τραγική δριμύτητά της, η είδηση για τη δολοφονία από τον Αλέξανδρο Σχινά στις 5 Μαρτίου 1913 του βασιλέως Γεωργίου Α΄ στη Θεσσαλονίκη, όπου βρισκόταν για να επισκεφθεί τις μόλις απελευθερωθείσες από τον ελληνικό στρατό περιοχές της Βορείου Ελλάδος152. Ως νέος βασιλεύς των Ελλήνων ορκίστηκε στις 8 Μαρτίου 1913 σε έκτακτη συνεδρίαση της Βουλής και αναχώρησε αμέσως για τη Θεσσαλονίκη ο διάδοχος Κωνσταντίνος, του οποίου η παρουσία πλέον στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα της χώρας επρόκειτο να επιδράσει καταλυτικά στη φορά των πολιτικών εξελίξεων. Στο μεταξύ, οι διαπραγματεύσεις που ήδη είχαν ξεκινήσει στο Λονδίνο από τις 3 Δεκεμβρίου 1912 ανάμεσα στα Βαλκανικά κράτη και την Τουρκία για τη σύναψη συνθήκης ειρήνης που θα τερμάτιζε τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, μετά από πολλές παλινδρομήσεις, υπαναχωρήσεις και ανατοποθετήσεις της στάσης των διαπραγματευόμενων κρατών, υπό την πίεση πολλές φορές των Μεγάλων ξένων Δυνάμεων, ολοκληρώθηκαν και οδήγησαν στην υπογραφή του τελικού κειμένου της σύμβασης στις 17 Μαΐου 1913. Η Ελλάδα, όμως, κατ’ ουσίαν εξαναγκάστηκε, από τον οικοδεσπότη της ειρηνευτικής διάσκεψης Υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας Γκρέϋ, να υποκύψει στο τελεσίγραφό του και να θέσει την υπογραφή της σε μια συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία για την οποία εν τούτοις διατηρούσε πολλές και σοβαρές επιφυλάξεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Συνθήκης του Λονδίνου, που αφορούσαν την Ελλάδα, τερματιζόταν η εμπόλεμη κατάσταση της χώρας προς την οθωμανική αυτοκρατορία, της παρεχωρείτο οριστικά η Κρήτη, αλλά η ρύθμιση των άλλων εκκρεμών ζητημάτων διμερούς ενδιαφέροντος, παραπεμπόταν σε μελλοντική διμερή συνθήκη. Στη δικαιοδοσία των Μεγάλων Δυνάμεων αφηνόταν ο προσδιορισμός του

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 73 - 77. Για τη δολοφονία του Βασιλέως Γεωργίου Α΄ βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 9, σελ. 48 - 53.

151 152

123


καθεστώτος των νησιών του Αιγαίου και των νότιων συνόρων του νέου αλβανικού κράτους153. Το περιεχόμενο της Συνθήκης του Λονδίνου προκάλεσε στο εσωτερικό της Ελλάδας έντονες αντιδράσεις. Σε αυτές, πρωτοστάτησε ο ίδιος ο Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Βενιζέλου, Λάμπρος Κορομηλάς, κορυφαίος διπλωμάτης και μαχητικός δημοσιογράφος από τους πρωταγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα, ο οποίος δεν δίστασε να προβάλει δημοσίως την αντίθεσή του στους όρους της. Σύμφωνα με τον Κορομηλά, η συνθήκη αποτελούσε διάψευση των ελληνικών προσδοκιών. Η χώρα, υποστήριζε, αν και είχε κερδίσει τον πόλεμο βρισκόταν σε χειρότερη μοίρα από ό,τι και μετά το 1897. Γιατί όχι μόνο είχε παραδώσει εν λευκώ τη ρύθμιση των ζητημάτων του Αιγαίου στην Πρεσβευτική Διάσκεψη, αλλά είχε αφήσει εκκρεμή και ουσιώδη ζητήματα όπως αυτά της ιθαγένειας, της ανταλλαγής αιχμαλώτων και των εμπορικών σχέσεων154. Εξίσου δριμείες ήταν οι αντιδράσεις για το περιεχόμενο της Συνθήκης του Λονδίνου και από την πλευρά της αντιπολίτευσης, η οποία συμμεριζόταν τις ενστάσεις Κορομηλά για τη συνομολόγησή της. Προσέθετε όμως σε αυτές και την αυστηρή προσωπική κριτική σε βάρος του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, στον οποίο χρέωνε προσωπικά την ευθύνη για την υποχώρηση στις απαιτήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Παρά τις προσδοκίες που είχαν εναποτεθεί σε αυτή, ούτε η Συνθήκη του Λονδίνου, ωστόσο, αποδείχθηκε ικανή να θέσει τέλος στις αλληλοσυγκρουόμενες εθνικές φιλοδοξίες στα Βαλκάνια μεταξύ των κρατών της περιοχής. Η Βουλγαρία, αν και κατά τη Διάσκεψη του Λονδίνου είχε λάβει τη μερίδα του λέοντος και δεν έμενε καμία εκκρεμότητα που να την αφορά, αντί να υποστείλει τις απαιτήσεις της, είχε αντιθέτως αρχίσει να εκδηλώνει απροσχημάτιστα επεκτατικές φιλοδοξίες εις βάρος των συμμάχων της στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, Ελλάδας και Σερβίας, φτάνοντας να διατυπώνει ακόμη και έμμεσες απειλές εναντίον τους. Προ των ξέφρενων ιμπεριαλιστικών βλέψεων της Βουλγαρίας, Ελλάδα και Σερβία οδηγήθηκαν στη σύμπηξη συμμαχίας με σαφώς αντιβουλγαρικό προσανατολισμό και στόχο την εξουδετέρωση των βουλγαρικών απειλών. Η ώρα για την έκρηξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, με αντιπάλους αυτή τη φορά τη συμμαχία Ελλάδας-Σερβίας από τη μία πλευρά και τη Βουλγαρία από την άλλη, είχε πλέον φτάσει. Και στις 21 Ιουνίου 1913 ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εμφανίστηκε ενώπιον του Κοινοβουλίου και ζήτησε από το σώμα την έγκρισή του για την κήρυξη του πολέμου από την ελληνοσερβική συμμαχία στη Βουλγαρία. Παρεμβαίνοντας ο Δημήτριος Γούναρης στη συζήτηση που επακολούθησε, καυτηρίασε τους κυβερνητικούς χειρισμούς στο ζήτημα της προσέγγισης της Ελλάδας με τη Βουλγαρία, υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά ότι: «διελύθη εν όνειρον» και τόνισε με έμφαση: «Και μαζί με το ωραίον όνειρον εναυάγησε και η πολιτική η οποία επ’ αυτού εστηρίχθη». Ενώ, καταλήγοντας, αφού για μια ακόμη φορά ξεκαθάρισε πως οι αιτιάσεις του αφορούσαν το εσφαλμένο της κυβερνητικής πολιτικής για την προσέγγιση με τη Βουλγαρία, εξέφρασε τη βεβαιότητά του για τη νίκη των Ελληνικών στρατευμάτων και στο νέο πόλεμο, τονίζοντας συγκεκριμένα ότι: «Και εν τω νέω αγώνι ο Ελληνισμός ολόκληρος με όλας αυτού τας δυνάμεις, ενιαίος και αδιαίρετος, εφορμών επί την πραγμάτωσιν της ιστορικής αυτού αποστολής, δύναται ν’ αναμένη μετά πεποιθήσεως και τον τελικόν αυτού θρίαμβον, ο οποίος θέλει είναι εν ταυτώ θρίαμβος του πολιτισμού και του δικαίου»155. Ήταν, η δεύτερη αυτή δημόσια διαφωνία μεταξύ των δύο κορυφαίων πολιτικών ανδρών, του Γούναρη και του Βενιζέλου, μέσα σε χρονικό διάστημα μόλις λίγων μηνών, επί Για τη Συνθήκη του Λονδίνου βλ. μεταξύ των άλλων, Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 114 - 115. 154 Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 115. 155 Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 82, 83, 84. 153

124


ζητήματος αναφερόμενου στην εξωτερική πολιτική της χώρας, αποκαλυπτική μιας ευρύτερης διχοστασίας τους αναφορικά με τον εξωτερικό προσανατολισμό της Ελλάδας, και τη μεθοδολογία που καθένας εξ αυτών προέκρινε για την -κατά την εκτίμησή του- καλύτερη προάσπιση των εθνικών συμφερόντων. Στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε, οι μεταξύ τους διαξιφισμοί και αντιπαραθέσεις πύκνωσαν και επεκτάθηκαν και σε ζητήματα που αναφέρονταν στην εσωτερική πολιτική της χώρας. Στο πλαίσιο αυτών των αντιπαραθέσεων, οι συγκροτημένες κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις του Δημητρίου Γούναρη, σύντομα τον ανέδειξαν ως τον αδιαφιλονίκητο ηγέτη των αντιπολιτευόμενων τις επιλογές του «Κόμματος Φιλελευθέρων» πολιτικών δυνάμεων. Πεπεισμένος κοινοβουλευτικός, όπως ήταν, ο Γούναρης επέλεγε πάντα ως προνομιακό του πεδίο το βήμα της Εθνοσυνέλευσης για να εκφράσει τις αντιρρήσεις του προς την πολιτική της κυβέρνησης και να αναμετρηθεί με τον Βενιζέλο. Έτσι, οι αναμετρήσεις εκείνης της περιόδου από του βήματος της Βουλής, έμειναν μνημειώδεις. Και παρά τον οξύ σε ορισμένες περιπτώσεις χαρακτήρα τους, επενεργούσαν επί της ουσίας ως εκδήλωση της δύναμης του κοινοβουλευτικού συστήματος. Την ίδια στιγμή, στο μέτωπο των πολεμικών συγκρούσεων του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, που είχε ξεκινήσει στις 19 Ιουνίου 1913, με την ελληνική επίθεση κατά των βουλγαρικών στρατευμάτων, οι εχθροπραξίες κλιμακώθηκαν από τις 22 του ίδιου μήνα με την από κοινού ελληνοσερβική κήρυξη του πολέμου κατά της Βουλγαρίας. Οι ελληνικές δυνάμεις από την πρώτη στιγμή των στρατιωτικών επιχειρήσεων, και παρά τη σφοδρότητα των συγκρούσεων, κατήγαγαν περιφανείς νίκες. Η πρώτη περιοχή που απελευθερώθηκε ήταν το Κιλκίς στις 21 Ιουνίου 1913 και ακολούθησε η κατάληψη της Δοϊράνης στις 23 Ιουνίου, της Καβάλας στις 27 Ιουνίου, των Σερρών στις 28 Ιουνίου, της Δράμας την 1η Ιουλίου, ενώ μετά τη διάβαση της Κρέσνας στις 9 και 10 Ιουλίου, ο ελληνικός στρατός βάδιζε ακάθεκτος προς τα παλιά βουλγαρικά σύνορα. Στόχος του αρχιστράτηγου, βασιλέως πια, Κωνσταντίνου, ο οποίος προσέδιδε στον πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα, ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή της Βουλγαρίας, ώστε να παύσει να αποτελεί απειλή για την Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, όμως, είχε διαφορετική άποψη. Για εκείνον στόχος του πολέμου ήταν η αποκατάσταση της ειρήνης. Γι’ αυτό και πρότεινε και εν τέλει επέβαλε στον Κωνσταντίνο να δεχθεί την υπογραφή ανακωχής και τη διεκδίκηση ενός συνοριακού ορίου στον ποταμό Νέστο. Η συντριπτική ήττα των βουλγαρικών στρατευμάτων, που έγινε δεινότερη μετά την είσοδο στον πόλεμο της Ρουμανίας στις 27 και της Τουρκίας στις 29 Ιουνίου, οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης της χώρας και η νέα κυβέρνηση Ραντοσλάβοφ, μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά της στις 4 Ιουλίου 1913, έσπευσε να ζητήσει ανακωχή. Για τη συνομολόγηση συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων, συγκλήθηκε στις 17 Ιουλίου 1913 διάσκεψη στο Βουκουρέστι, στην οποία έλαβαν μέρος από τη μια πλευρά η Ελλάδα, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία και από την άλλη η Βουλγαρία. Οι αντιπροσωπίες της Σερβίας, της Ρουμανίας και του Μαυροβουνίου συμφώνησαν χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες με τους ηττημένους Βουλγάρους. Εμπλοκή, αντίθετα, σημειώθηκε στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία, με στασιαζόμενο ζήτημα τη διευθέτηση των συνόρων, καθώς η Βουλγαρία επέμενε στη διεκδίκηση της Καβάλας, την οποία αρνιόταν να παραχωρήσει. Τη βουλγαρική αυτή απαίτηση συνέδραμαν και οι αντιπρόσωποι στη διάσκεψη της Αυστρίας και της Ρωσίας, που ήθελαν να αποφύγουν την περαιτέρω αποδυνάμωση της Βουλγαρίας, ενώ η Γαλλία συνιστούσε στην ελληνική πλευρά υποχωρητικότητα, υποσχόμενη στήριξη στις διεκδικήσεις της στην Ήπειρο. Η μόνη από τις Μεγάλες Δυνάμεις που σε εκείνη τη φάση στήριζε τις ελληνικές θέσεις ήταν η Γερμανία, καθώς σύμφωνα με την εκτίμησή της, η παραχώρηση της Καβάλας στην Ελλάδα θα την καθιστούσε ενδοτικότερη έναντι της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην οριοθέτηση των νησιών του Αιγαίου που εκκρεμούσε. 125


Τελικά, μπροστά στην ανυποχώρητη στάση τόσο της Ελλάδας, όσο και της Βουλγαρίας γύρω από το ζήτημα της Καβάλας και του αδιεξόδου που εγκυμονούσε, υπό την πίεση των ξένων δυνάμεων βρέθηκε μία προσωρινή συμβιβαστική φόρμουλα, την οποία ο Βενιζέλος αποδέχθηκε, έχοντας κατά νου ότι η πόλη βρισκόταν υπό τον έλεγχο των ελληνικών στρατευμάτων. Η ρύθμιση της τύχης της Καβάλας ανετέθη στις Μεγάλες Δυνάμεις, πράγμα που ανταποκρινόταν στις αξιώσεις της Βουλγαρίας. Παράλληλα, οι εκπρόσωποι των Δυνάμεων αναλάμβαναν την υποχρέωση να προβούν στη δήλωση ότι, ανεξάρτητα από την απόφαση της διάσκεψης αναφορικά με την πόλη, οι Μεγάλες Δυνάμεις διατηρούσαν το δικαίωμα αναθεώρησης της απόφασης αυτής, όρος που ικανοποιούσε σχετική απαίτηση της ελληνικής πλευράς. Μετά την προσωρινή άρση της ελληνοβουλγαρικής διχοστασίας περί την Καβάλα, στις 28 Ιουλίου 1913 υπογράφηκε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου που καθόριζε τα σύνορα της Ελλάδας, της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Η συνθήκη αυτή, σε συνδυασμό με την ελληνοσερβική συνθήκη και τη στρατιωτική σύμβαση της 1 ης Ιουνίου καθόριζαν πλέον τα σύνορα της Ελλάδας στη Μακεδονία156. Η συνομολόγηση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου χαιρετίστηκε από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, ως μια σημαντική ελληνική επιτυχία. Ωστόσο, η συνθήκη αυτή άφηνε ανοιχτές δύο μεγάλες εθνικές εκκρεμότητες. Την οριοθέτηση των συνόρων με την Τουρκία στο Αιγαίο και την τύχη των ελληνικών περιοχών της Βορείου Ηπείρου. Το πρώτο θέμα επρόκειτο να αντιμετωπιστεί τελικά αργότερα, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το δεύτερο, το Βορειο-ηπειρωτικό ζήτημα, αντιμετωπίστηκε καταρχήν με δυσμενή για τα ελληνικά συμφέροντα έκβαση, με βάση το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 4 ης Δεκεμβρίου 1913, διά του οποίου κατόπιν ιδίως των πιέσεων της Αυστρίας και της Ιταλίας, συμφωνήθηκε ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία να συμπεριληφθεί στην αλβανική επικράτεια ολόκληρη η Βόρειος Ήπειρος μαζί με το Αργυρόκαστρο, την Κορυτσά και τη νησίδα Σάσσωνα. Παρά τις αντιδράσεις του Βορειο-ηπειρωτικού Ελληνισμού, που προχώρησε στην κήρυξη αυτονομίας, τα διαλαμβανόμενα στο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας επιβεβαιώθηκαν με τη Συμφωνία της Κέρκυρας της 4ης Μαΐου 1914, ανάμεσα και πάλι στην Ελλάδα και την Αλβανία, η οποία μεταγενέστερα εγκρίθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Σύμφωνα με αυτή, η Βόρειος Ήπειρος παραχωρήθηκε οριστικά στην Αλβανία, αλλά ταυτόχρονα ιδιαίτερα για τις επαρχίες Αργυροκάστρου και Κορυτσάς, των οποίων αναγνωριζόταν η ελληνικότητα, δόθηκαν ευρύτατα διοικητικά, εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά προνόμια, καθώς και η δυνατότητα ελευθέρας χρήσης της ελληνικής γλώσσας, ρυθμίσεις που τους εξασφάλιζαν κατ’ ουσίαν ένα εκτεταμένο καθεστώς αυτονομίας157. Οι ανοιχτές εκκρεμότητες με την Τουρκία στο Αιγαίο, οι αρνητικές εξελίξεις των διαπραγματεύσεων γύρω από το Βορειο-Ηπειρωτικό, αλλά και το θέμα της τελικής τύχης της Καβάλας, υπήρξαν θέματα γύρω από τα οποία μόλις καταλάγιασε ο πρώτος ενθουσιασμός, μετά τη νικηφόρα έκβαση του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου και την αρχική ικανοποίηση που είχε προκαλέσει η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, αναπτύχθηκε από διάφορες πλευρές, και ιδίως από την αντιπολίτευση, ένας έντονος σκεπτικισμός. Ανάμεσα σε εκείνους που εξέφραζαν ενστάσεις για επιμέρους χειρισμούς του Ελευθερίου Βενιζέλου στα θέματα αυτά, ήταν και ο Δημήτριος Γούναρης. Έτσι, όταν ήρθε προς συζήτηση στη Βουλή στις 13 Νοεμβρίου 1913 η κύρωση της Συνθήκης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας της 1 ης Νοεμβρίου 1913, διά της οποίας αποκαθίσταντο οι ειρηνικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και ρυθμίζονταν διάφορες μεταξύ τους εκκρεμότητες, ο Γούναρης αξιοποίησε την ευκαιρία για να εκφράσει ακροθιγώς κάποιες ευρύτερες ενστάσεις του. Μιλώντας κατά τη 2η ημέρα της σχετικής συζήτησης (14 Νοεμβρίου 1913), αφού άφησε να εννοηθούν ορισμένες από τις ευρύτερες ενστάσεις του, εξέφρασε τη διαφωνία του με επιμέρους πρόνοιες της συνθήκης. Ιδιαίτερα εστίασε την 156 157

Σ. Θ. Λάσκαρις, όπ. προηγ. σελ. 233 - 241. Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 9, σελ. 94 - 95.

126


κριτική του στις διατάξεις που αφορούσαν την προστασία των συμφερόντων των Χριστιανών που διαβιούσαν στην Τουρκία, την οποία αξιολόγησε ως ελλιπή, αντιπαραβάλλοντάς την με το επίτευγμα της Τουρκίας να εξασφαλίσει την εγκατάσταση της δικαστικής δικαιοδοσίας των μουφτήδων σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, χωρίς την παραχώρηση ανάλογου δικαιώματος στους Χριστιανούς της οθωμανικής επικράτειας158. Ο Γούναρης, που όσο περνούσε ο καιρός αναδεικνυόταν στον κυριότερο εκφραστή των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων, δεν περιόριζε την κριτική του μόνο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Εξίσου μεγάλης σημασίας θεωρούσε και τα θέματα εσωτερικής πολιτικής και ιδίως εκείνα που αφορούσαν την ομαλή και σύμφωνη με το Σύνταγμα λειτουργία της δημοκρατίας. Έτσι, όταν η κυβέρνηση Βενιζέλου έφερε προς συζήτηση στη Βουλή, στις 22 Νοεμβρίου 1913, το νομοσχέδιο «περί κυρώσεως διαταγμάτων προκληθέντων κατά την απουσίαν της Βουλής», άδραξε την ευκαιρία και με στέρεα επιχειρηματολογία ανέδειξε το ζήτημα της καταχρηστικής προσφυγής της κυβέρνησης σε αναγκαστικού χαρακτήρα διατάγματα, χωρίς την έγκριση της Βουλής, εγείροντας ευθέως θέμα κυβερνητικής νομοθετικής αυθαιρεσίας. Ο Δημήτριος Γούναρης στην ομιλία του αυτή, μεταξύ των άλλων υπογράμμισε: «Δεν πιστεύω ότι ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως σοβαρώς εννοεί να υποστηρίξη την θεωρίαν την οποίαν ανέπτυξεν εν τη αγορεύσει του. Τι είπεν ο κ. Πρωθυπουργός; Δεν ζητούμεν, είπεν, παρ’ υμίν να νομοθετήσητε, αλλά να εγκρίνητε τα μέτρα τα νομοθετικά. Τι εννοεί με αυτό; Εννοεί: Ημείς έχοντες την Κυβέρνησιν, ήτοι την Κυβερνητικήν εξουσίαν, ενομοθετήσαμεν και εκείνο το οποίον επράξαμεν αξιούμεν και πιστεύομεν ότι αποτελεί Νόμον. Και παρ’ υμών των ασκούντων την νομοθετικήν εξουσίαν δεν ζητούμεν να θέσητε τούτο το οποίον ημείς εν τοις Διατάγμασι εθέσαμεν ως Νόμον, αλλά να αναγνωρίσητε ότι το παρ’ ημών τεθέν ως νόμος, είναι νόμος. Ζητούμεν όμως επί πλέον να αποφανθήτε ότι καλώς παρ’ ημών εγένετο το ούτω γενόμενον. Και προχωρών ο κ. Πρωθυπουργός, διά να αποδείξη ότι το διά των Διαταγμάτων τεθέν είναι νόμος, λέγει: Η ανάγκη του να ρυθμισθώσι τα θέματα άτινα τα Διατάγματα ερρύθμισαν, και αφ’ ετέρου η έγκρισις της κοινής γνώμης περί του ότι καλώς εγένετο η ρύθμισις των θεμάτων, κατέστησαν την υπό της εκτελεστικής εξουσίας ρύθμισιν των θεμάτων τούτων κανόνα δικαίου και επομένως Νόμον. Και ούτως εμφανίζεται κατά την θεωρίαν του κ. Πρωθυπουργού, νέον σύστημα κυοφορίας του νόμου γενομένης μείξεως της ανάγκης μετά της κοινής γνώμης. Η δε κοινή γνώμη φέρεται ως εγκρίνουσα, όχι την αρχήν αλλά την σειράν των άρθρων των Διαταγμάτων ανερχομένων εις πολλάς δεκάδας και ρυθμιζόντων πληθύν λεπτομερειών. Αλλ’ εις τίνας ανήκει και πως ασκείται η νομοθετική εξουσία δεν είναι ζήτημα θεωριών, ούτε φράσεων, ούτε λέξεων. Περί τούτου υφίστανται κανόνες και επιταγαί εν τω συντάγματι ... Ούτε αντικείμενον συζητήσεως δύναται τούτο να γίνη εν οιαδήποτε αιθούση, πολύ δ’ ολιγώτερον πάσης άλλης, εν τη αιθούση ταύτη. Εις τίνας ανήκει και πως ασκείται η νομοθετική εξουσία δεν θα καθορίσωμεν δυνάμει θεωριών ή αναπτύξεων ευφραδώς ή μη. Το λέγει το Σύνταγμα. Πέραν δε του Συντάγματος ουδείς δύναται να είπη ότι έχει ή δύναται να ασκήση τοιαύτην εξουσίαν. Δύναται να έχη πλειοψηφίαν μια Κυβέρνησις και αύτη να εγκρίνη τας θεωρίας και τας πράξεις αυτής, αλλά τούτο δεν θα δημιουργήση διάταξιν παράπλευρον της του Συντάγματος και την των Νόμων γέννεσιν άλλως καθορίζουσαν ή ως το Σύνταγμα επιτάσσει» 159. Συνεχίζοντας στη γραμμή του, της αυστηρής αλλά καλόπιστης αντιπολίτευσης απέναντι στην κυβέρνηση Βενιζέλου, ο Δημήτριος Γούναρης με την ομιλία του στη συνεδρίαση της 23ης Δεκεμβρίου 1913 κατά τη συζήτηση του θέματος της συμβάσεως του δανείου των 158 159

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 85 - 87. Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 87 - 88.

127


500.000.000 δραχμών, που είχε συνάψει το ελληνικό Δημόσιο την εποχή εκείνη με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού, για την αντιμετώπιση εκτάκτων και επειγουσών οικονομικών αναγκών του, θεώρησε σκόπιμο να επεκτείνει την παρέμβασή του εξετάζοντας γενικότερα το θέμα της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών από την εκάστοτε κυβέρνηση. Με δεδομένο, μάλιστα, πως η κατάσταση των δημόσιων οικονομικών την περίοδο εκείνη αποτελούσε μια από τις σημαντικότερες πηγές αποσταθεροποίησης του συνόλου της οικονομίας της χώρας, φρόντισε να θέσει ως προτεραιότητα την επιτακτική ανάγκη για την εμπέδωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, την οποία θεωρούσε ως το απαραίτητο πρώτο βήμα για την έξοδο της εθνικής οικονομίας από τον φαύλο κύκλο της διασπάθισης πολύτιμων πόρων, του υπερδανεισμού και της χρεοκοπίας. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί, ότι η έτσι και αλλιώς άσχημη οικονομική κατάσταση της Ελλάδας είχε επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο από τις δαπάνες που απαιτήθηκαν για την πραγματοποίηση των Βαλκανικών Πολέμων, το κόστος των οποίων σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της εποχής, ανερχόταν στα 411.485.000 δραχμές, στις οποίες θα πρέπει να προστεθούν ως παράπλευρες δαπάνες άλλα 280.000.000 δραχμές160. Τα βασικότερα σημεία αυτής της αγόρευσης του Δημητρίου Γούναρη, που υπήρξε μια από τις σημαντικότερες παρεμβάσεις για τη σημασία της δημοσιονομικής πειθαρχίας, έχουν ως εξής: «Εν τω μεγαλοπρεπεί αγλαϊσμώ, τον οποίον αποτελεί η σύγχρονος κοινωνία, εκείνο το οποίον δίδει τα νεύρα, εκείνο το οποίον δίδει την δύναμιν της κινήσεως, της αναπτύξεως, της προόδου είναι ο θαυμάσιος συνδυασμός των έργων, των πράξεων, των μέσων τα οποία ουδέν άτομον δύναται να εισηγηθή ουδέν άτομον δύναται να διευθύνη, ουδέν άτομον δύναται να πραγματοποιήση. Ταύτα εισηγείται, διευθύνει, πραγματοποιεί μόνον το κοινόν κέντρον, εις το οποίον εισρέουσι τα υπό πάντων συνεισφερόμενα και υπό κοινής διευθύνσεως επί το μέγα τούτο έργον χρησιμοποιούνται. Το Κέντρον τούτο είναι το Κράτος. Ο κ. υπουργός λοιπόν των Εσωτερικών, ο οποίος έχει μελητήσει διά των διαφόρων αυτού υπηρεσιών τα σχετικά θέματα θα σας είπη και αυτός ότι θα λάβη ανάγκην πολλών χρημάτων. Διά αυτό έλεγον και επαναλαμβάνω ότι θα είσθε ευτυχείς εάν κατορθώσητε τας ανάγκας ταύτας ν’ αντιμετωπίσητε δι’ άλλου δανείου ίσου κατά ποσόν προς το υπό συζήτησιν. Θα προσφύγητε λοιπόν εκ νέου εις την πίστιν ημών. Θα είναι οδυνηρόν δ’ υμάς, οδυνηρόν διά την χώραν, εάν συναντήσητε την πίστιν αυτήν οίαν την συναντάται νυν, ότε μετ’ αυτής συμβάλλεσθε, ή χείρονα. Θα είναι δε τόσω μάλλον οδυνηρόν, διότι θα είναι αδικαιολόγητον. Διότι η δυσπιστία αύτη δεν θα ανταποκρίνηται προς την πραγματικήν κατάστασιν. Δεν θα οφείληται εις την αληθή εκτίμησιν της καταστάσεως η υποτίμησις αύτη της οικονομικής ανάγκης της χώρας, της οποίας άρτι επεκταθείσης, αλλά και τόσον δεξιώς, κατά το παρελθόν εν τη μικρά αυτής υποστάσει δρασάσης και αντιταχθείσης. Δεν θα είναι δικαία προς την χώραν ταύτην τοιαύτη δυσπιστία. Θα προέρχηται εξ άλλων λόγων, διά τους οποίους ουχί η χώρα, αλλ’ οι διαχειριζόμενοι τα δημόσια αυτής οικονομικά θα ώσιν υπεύθυνοι, εκ λόγων σχετιζομένων ουχί με την οικονομικήν δύναμιν της χώρας, αλλά με την διαχείρησιν των δημοσίων Οικονομικών. Εις χείρας υμών κ. Υπουργέ έγκειται η βελτίωσις της δυσαρέστου σήμερον καταπτώσεως ης πίστεως ημών. Εις χείρας υμών έγκειται τούτο, ουχί διά παραστάσεων προς τους κεφαλαιούχους, ουχί διά λόγων από του βήματος τούτου. Διότι πάντα ταύτα ουδεμίαν έχουσι σχέσιν με τα ελατήρια τα οποία κινούσιν εκείνους, οίτινες πρόκειται να δώσωσι το χρήμα αυτών. Εις χείρας υμών έγκειται τούτο διά της προσηκούσης διαρρυθμίσεως των δημοσίων ημών οικονομικών. Ελέγετε προς ημάς προ δύο ημερών από του βήματος τούτου ότι ο προϋπολογισμός τον οποίον θα υποβάλητε διά το 1914, εις το οποίον προσεχώς ευρισκόμεθα, δεν θέλει έχει ισοζύγιον. Και είναι φυσικόν το πράγμα, θα ήτο δε 160

Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 130.

128


περίεργος αξίωσις να ελέγομεν προς υμάς ότι οφείλετε να φέρητε Προϋπολογισμόν του 1914, ο οποίος να καταλήξη εις πλήρες και τέλειον ισοζύγιον ή και περίσσευμα. Αλλ’ η εμφάνισις του προϋπολογισμού άνευ ισοζυγίου, με μόνην δικαιολογίαν την των πραγμάτων κατάστασιν, δεν αρκεί διά να εμπνεύση πίστιν προς εκείνους προς τους οποίους απευθύνεσθε σήμερον και θα απευθυνθήτε και αύριον, ίνα ζητήσετε τα κεφάλαιά των. Η εμφάνισις Προϋπολογισμού άνευ ισοζυγίου με δικαιολογίαν την πραγματικήν κατάστασιν είναι μάλλον αιτία δυσπιστίας. Διότι, όταν λέγετε προς ημάς, και τούτο το ακούουσι και εκείνοι δικαιολογούμενος διά το έλλειμα: Τι θέλετε να κάμω; Τα πράγματα είναι τοιαύτα ώστε επιβάλλουσι το έλλειμα, βεβαίως θα σας είπωσι: Δεχόμεθα ότι τα πράγματα επιβάλλουσι, το έλλειμα, αλλά τότε έχετε έλλειμα και δεν δύνασθε να αξιοίτε πίστιν, διότι δεν έχετε οικονομικά. Είσθε υποχρεωμένος κ. Υπουργέ, συν αυτώ τω Προϋπολογισμώ να υποβάλητε και τον τρόπον κατά τον οποίον ο Προϋπολογισμός θα παύση, και πότε θα παύση να είναι ανισοσκελής. Διότι ίσως δεν δύνασθε να φέρετε αυτόν εις το ισοσκελές δι’ ενός και μόνου μέτρου εντός του βραχυτάτου διαστήματος. Αλλ’ οφείλετε να μελετήσητε την όλην κατάστασιν και να διαγράψητε την όλην πορείαν ην θα διανύσωμεν, ίνα εις την εξασφάλισιν του οικονομικού ημών ισοζυγίου φθάσωμεν. Και να προσαγάγητε και τα μέτρα εκείνα διά των οποίων βαθμιαίως κατά τα διάφορα στάδια της περιόδου αυτής κατά την οποίαν θα τελεσθή η τοιαύτη εξέλιξις, τα μέτρα εκείνα, λέγω, διά των οποίων είτε διά μειώσεως των δαπανών είτε διά αυξήσεως των προσόδων θέλετε κατορθώσει να επιτύχητε τούτο, μέτρα τεθησόμενα και κυρωθησόμενα αμέσως, προωρισμένα ασφαλώς να παραγάγωσι τους βαθμιαίους καρπούς αυτών εν τοιαύτη προόδω ώστε εκείνος ο οποίος θα μελετήση ταύτα από οικονομικής απόψεως να δύναται να είπη ότι είναι εξησφαλισμένον εν χρόνω προσεχεστέρω ή ολίγον απωτέρω το ισοζύγιον της χώρας και ν’ αποβλέψη εις την πίστιν ημών μετά πλήρους πεποιθήσεως. Τούτο δε κ. Υπουργέ, επιβάλλει εις υμάς, ο οποίος διευθύνετε τα οικονομικά της χώρας, να ρίψητε το όμμα υμών ρυθμιστικόν επί παντός μέτρου οιασδήποτε φύσεως δυναμένου να συνεπαγάγη δαπάνας και να ερευνήσητε αυτό με το πρακτικόν πνεύμα εκείνου ο οποίος χρήματα διαχειρίζεται και περί χρημάτων αποφασίζει. Διότι γνωρίζετε σεις εκ της πείρας υμών ως υπουργού, αλλά γνωρίζετε και εκ των μελετών υμών, ποία είναι η θέσις σας· είσθε ο μολοσσός ο τεταγμένος προ του Χρηματοκιβωτίου του Κράτους και φυλάττων αυτό από παντός εκ των συναδέλφων σας, ο οποίος θα θελήση να επιβάλλη χείρα εις αυτό. Χωρίς τούτο να πράξητε, διότι θα είναι αντιοικονομικόν, ασκήσατε όμως την εξουσίαν σας ταύτην μεθ’ όλου του θάρρους και όλης της επιβολής. Διότι ενθυμηθήτε ότι, όταν εξογκωθή ο Προϋπολογισμός σας ελάχιστα θα έχητε εν αυτώ κονδύλια επί των οποίων εν περιπτώσει αντιξόων περιστάσεων των οικονομικών υμών, να δύνασθε να χρησιμοποιήσητε την ψαλίδαν. Εν τω ογκώδη Προϋπολογισμώ, ο οποίος θα διέπη ημάς εις το μέλλον θα έχητε το δημόσιον χρέος, ανεπίδεκτον οιασδήποτε μεταβολής, θα έχητε τας συντάξεις, τας ηυξημένας ανεπιδέκτους πάσης μεταβολής, θα έχητε τας δαπάνας εκείνας εις τας οποίας κατά το παρελθόν κατά τας στιγμάς της οικονομικής στενοχωρίας ή της οικονομικής απογνώσεως κατέφευγον οι προκάτοχοι υμών, και διά του μετριασμού διά των οποίων επετύγχανον βελτίωσιν της οικονομικής καταστάσεως. Εννοώ τας στρατιωτικάς και ναυτικάς μας ανάγκας. Εν στιγμή ανεχείας επεβάλλετο εις αυτάς κατά το παρελθόν η χειρ των διαχειριζομένων τα οικονομικά. Προ της ανάγκης των πραγμάτων εμείουν τας δαπάνας του στρατού ή του ναυτικού. Αλλ’ αυτήν την ευχέρειαν Υπουργός των Οικονομικών της σήμερον και της αύριον, και ας ευχηθώμεν βραχέως μέλλοντος, δεν θα έχη. Διότι αι δυνάμεις τότε αι πολεμικαί της Ελλάδος έτερον είχον προορισμόν παρά τον προορισμόν, τον οποίον έχουσιν από τούδε και εις το εξής. Διά τας δυνάμεις τας πολεμικάς ημών ηδύναντο οι προκάτοχοι υμών να είπωσιν· "ας αναβληθή προ της 129


αδυναμίας της οικονομικής επί τινα χρόνον, επί δύο, τρία, ή ολιγώτερα έτη - η αισιοδοξία πάντοτε εμείου τον χρόνον, εις το ελάχιστον και τα πράγματα κατόπιν τα επεξέτεινον ίσως κατά τι περισσότερον - ας αναβληθή η τελεία στρατιωτική και ναυτική παρασκευή της χώρας. Διότι τότε η παρασκευή αύτη περιωρίζετο επί την πραγματοποίησιν ιερών μεν πόθων, αλλ’ εις το μέλλον κειμένων, ενώ σήμερον, κύριε Υπουργέ η στρατιωτική και ναυτική ημών δύναμις δεν είναι τι εις την μείωσιν του οποίου δύνασθε ούτε σεις ούτε έτερος τις ν’ αποβλέψη, διότι διάφορος είναι και ανεπίδεκτος πάσης αναβολής ο προορισμός αυτής. Και χάριν του προορισμού διά τον οποίον αι πολεμικαί ημών δυνάμεις οργανούνται και υφίστανται σήμερον, είναι επιβεβλημένον να θυσιασθώσι τα πάντα. Διά τούτο θα ευρεθήτε ενώπιον Προϋπολογισμού εις τον οποίον ελάχιστα θα έχητε να μειώσητε όταν εξογκωθή. Και προσέξατε εις το πράγμα τούτο. Διότι το γνωρίζετε υμείς, σας το διδάσκει και η πείρα όλων των Κρατών, σας το διδάσκει και η πείρα του Κράτους του ημετέρου, ότι αι δαπάναι άπαξ εισαγόμεναι είναι αδύνατον να περιορισθώσι κατόπιν. Ευτυχώς δε, προκειμένου να επεκτείνητε τους υπάρχοντας εν τη χώρα ημών υπηρεσιακούς οργανισμούς εις τας άρτι προσαρτησθείσας χώρας, ευρίσκεσθε σήμερον υπό περιστάσεις εξόχως ευμενείς διά την όσον ένεστιν οικονομικωτέραν διαρρύθμισιν των οργανισμών τούτων. Διότι δύνασθε επεκτείνοντες αυτούς κατ’ εδαφικήν έκτασιν πέραν των πρώην ορίων να εξαντλήσητε πάσαν την δυνατήν ενεργητικότητα αυτών αποφεύγοντες να τους εξογκώσητε. Αυτάς, Κύριοι, είχον τας συστάσεις να υποβάλω εις τον κ. Υπουργόν των Οικονομικών εξ αφορμής του δανείου. Κατερχόμενος δε του βήματος επαναλαμβάνω να τονίσω ότι πάσαν πρόνοιαν νομίζω ενδεδειγμένην ίνα ανυψώσωμεν την πίστιν ημών. Διότι ταύτης έχομεν σήμερον και θα έχωμεν και εις το μέλλον απόλυτον ανάγκην, ίνα και ως Κράτος συντηρηθώμεν και ως κοινωνία προαχθώμεν»161. Κατά την περίοδο εκείνη, που η αντιπολίτευση «φυτοζωούσε», αδυνατώντας να αρθρώσει έναν υποτυπώδη έστω πολιτικό αντίλογο στις αποφάσεις και τις επιλογές των κυβερνήσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Δημήτριος Γούναρης είχε ουσιαστικά επωμιστεί μόνος του το βάρος της αντιπαράθεσης με το κυβερνών κόμμα, αλλά και της παραγωγής πολιτικών θέσεων, οι οποίες επιχειρούσαν να συγκροτήσουν μία εναλλακτική πολιτική πλατφόρμα, κατάλληλη να δώσει ένα διακριτό στίγμα διαφοροποίησης προς την κυρίαρχη αντίληψη του «Κόμματος Φιλελευθέρων». Στη συνεδρίαση της Βουλής της 10ης Μαρτίου 1914, όταν η κυβέρνηση έφερε προς συζήτηση το νομοσχέδιο «περί εξαγοράς των μετοχών της Εταιρείας των Ελληνικών Σιδηροδρόμων υπό του Δημοσίου», ο Δημήτριος Γούναρης πήρε επί μακρόν το λόγο και αφού ανέλυσε διεξοδικά τους όρους της σύμβασης, κατέδειξε με τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία το οικονομικώς ασύμφορο και επιβλαβές του περιεχομένου της, ψέγοντας την κυβέρνηση για τη χαριστική στάση της απέναντι στις ξένες εταιρείες, οι οποίες προπάντων επωφελούνταν από την απαλλαγή τους από μία επιχείρηση, που λόγω της δικής τους κακοδιαχείρισης είχε καταστεί ζημιογόνος162. Στη συνεδρίαση της Εθνικής Αντιπροσωπείας της 12ης Μαΐου 1914, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου «περί παραχωρήσεως της νησίδος Σάσσωνος εις την Αλβανίαν», δόθηκε για μια ακόμη φορά στον Δημήτριο Γούναρη η ευκαιρία να στρέψει το στόχαστρο της κριτικής του στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Βενιζέλου. Έτσι, αφού με μια διεξοδική ανάλυση προσδιόρισε τους γεωπολιτικούς λόγους για τους οποίους το μικρό αυτό νησί, με την καίρια στρατηγική θέση στην Αδριατική, δεν θα έπρεπε να δοθεί επ’ ουδενί Για το πλήρες κείμενο της ομιλίας αυτής του Δ. Γούναρη και τα παρατιθέμενα εδώ αποσπάσματα βλ. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, ΙΘ΄ Βουλευτικής Περιόδου, Β΄ Εκτάκτου Συνόδου, 23 Δεκεμβρίου 1913, σελ. 673 – 676. 162 Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 267 - 268. 161

130


στην Αλβανία, και εξέφρασε την αντίθεσή του στην εφεκτική στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στην εξέλιξη αυτή, στη συνέχεια επεκτάθηκε ασκώντας μια εφ’ όλης της ύλης κριτική στην πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου επί του Βορειο-ηπειρωτικού, υπεραμυνόμενος των αναπαλλοτρίωτων και απαράγραπτων δικαίων του Βορειο-ηπειρωτικού Ελληνισμού. Ανέφερε συγκεκριμένα μεταξύ των άλλων: «Αλλ’ από του σημείου τούτου μέχρι της υποταγής εις την αξίωσιν, ίνα χώραι Ελληνικαί και πληθυσμοί Ελληνικοί περιληφθώσιν εις το Αλβανικόν Κράτος, η απόστασις είναι πολύ μεγάλη· Και δεν δύναται να αμφισβητήση ο κ. Υπουργός των Εξωτερικών ότι εκεί όπου κατέληξεν η ίδρυσις της Αλβανίας περιλαμβάνει χώρας και πληθυσμούς Ελληνικούς και ότι επί τω τοιούτω γεγονότι, επί τη βάσει της ιδίας ακριβώς αρχής η οποία εμπνέει πάσαν συμπάθειαν εν Ελλάδι προς την ίδρυσιν Αλβανικού Κράτους, δεν είναι δυνατόν παρά να αισθανθώμεν άλγος και οδύνην». Και καταλήγοντας υπογράμμισε εμφατικά: «Επρόκειτο περί επικρίσεως της ουσίας των δηλώσεων, τας οποίας εκάμετε εκ της θέσεως της ουσιαστικής την οποίαν, δι’ αυτών ελάβετε. Δεν έπρεπε να παραστήτε ως συνήγορος απλούς οίος παρέστητε, αλλ’ ως υπεύθυνος προς εξασφάλισιν των παραχωρουμένων Ηπειρωτικών Ελληνικών πληθυσμών. Δεν είσθε απλοί συνήγοροι των πληθυσμών αυτών, ώστε να διατυπώσετε τας αξιώσεις αυτών εις ευχάς. Είσθε υπεύθυνοι διά την εξασφάλισιν αυτών. Διότι όταν το Ελληνικόν Κράτος μετέβη εκεί και εκάλεσε τους ανθρώπους αυτούς προς την ελευθερίαν, όταν το Ελληνικόν Κράτος απέδωσεν εις αυτούς την ελευθερίαν, επρόκειτο δε κατόπιν να παραδώση αυτούς εις άλλους, όχι τους κατόπιν κυριάρχους αλλά τρίτους μετά την ουσίαν ουδέν υπήρχε προηγουμένως καθεστώς ώστε να τους εξασφαλίση την εθνικήν και ατομικήν ακόμη ύπαρξιν, το Κράτος το Ελληνικόν είχε την ευθύνην ίνα παραδιδομένων των πληθυσμών τούτων, παραδοθώσιν ούτοι εν τοιαύτη εξασφαλίσει της Εθνικής αυτών υποστάσεως, ώστε ουδένα, ουδέποτε να δύνανται να διατρέξωσι κίνδυνον. Τοιαύτην αλληλεγγύην, του Κράτους του Ελληνικού μετ’ εκείνων τους οποίους επρόκειτο να παραδώση εις την Αλβανίαν, έπρεπε να ίδωσιν εκδηλουμένην εκείνοι μετά των οποίων συνεννοήθητε. Οι επικρίναντες δε υμάς διά την διατύπωσιν των τόσων απλών ευχών, δεν επέκριναν υμάς, διότι μετ’ αβροφροσύνης διατυπώσατε τα αιτήματα ημών· επέκριναν υμάς διότι δεν εξεδηλώσατε κατά τρόπον εμφανή την παρά τω Ελληνικώ Κράτει συνείδησιν της ακάμπτου αλληλεγγύης μεταξύ ημών και εκείνων»163. Ο Δημήτριος Γούναρης, με τις συχνές δημόσιες παρεμβάσεις του, που κάλυπταν όλο το φάσμα των θεμάτων εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής και διακρίνονταν για την παρρησία και τη σαφήνεια με την οποία διατυπώνονταν, κατόρθωσε όχι μόνο να ξεχωρίσει μεταξύ των άλλων αντιπολιτευόμενων την κυβέρνηση Βενιζέλου πολιτικών ηγετών, αλλά και σταδιακά να επιβληθεί ως το κατ’ εξοχήν πολιτικό-κοινοβουλευτικό αντίπαλο δέος του Κρητικού πρωθυπουργού. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν διέθετε ακόμη συγκροτημένο πολιτικό φορέα, ο οποίος να εκφράζει κομματικά και να στηρίζει οργανωτικά τις πολιτικές του θέσεις και τη διάχυσή τους στην ελληνική κοινωνία. Αλλά, ενώ, στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό δέσποζε η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Δημήτριο Γούναρη και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που αναδεικνύονταν στους δύο κύριους αντίπαλους πόλους του πολιτικού-κοινοβουλευτικού «παιχνιδιού», στο διεθνή περίγυρο της χώρας άρχισαν να συσσωρεύονται απειλητικά σύννεφα που προοιωνίζονταν νέες αναταράξεις και αναφλέξεις. Η δολοφονία, στις 15 Ιουνίου 1914, στο Σεράγεβο της Βοσνίας, του Αρχιδούκα της Αυστρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου, ανιψιού και διάδοχου του Αυτοκράτορα της ΑυστροΟυγγαρίας, Φραγκίσκου Ιωσήφ, και της συζύγου του, από τον Κροάτη επαναστάτη φοιτητή Γαβρίλο Πρίντσιπ, υπήρξε η θρυαλλίδα που πυροδότησε αλυσιδωτές εξελίξεις, οι οποίες 163

Βλ. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, ΙΘ΄ Περιόδου, Β΄ Εκτάκτου Συνόδου, σελ. 1584, 12/5/1914.

131


κατέληξαν στην έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου164. Μετά τη δολοφονική αυτή ενέργεια και τις τελεσιγραφικές αυστριακές αξιώσεις, τις οποίες αρνήθηκε να ικανοποιήσει η σερβική κυβέρνηση, στις 16 Ιουλίου 1914 αυστρο-ουγγρικά στρατεύματα εισέβαλαν στα σερβικά σύνορα. Προ της εισβολής στη Σερβία, η Ρωσία κινητοποίησε τις δικές της στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορά της με την Αυστρο-Ουγγαρία, πράγμα που στις 18 Ιουλίου 1914 έδωσε το πρόσχημα στη Γερμανία να απευθύνει τελεσίγραφο στη Ρωσία και ταυτόχρονα να ζητήσει από τη Γαλλία να αποσαφηνίσει τη θέση της εν σχέσει με την τήρηση ή όχι ουδετερότητας στο διαφαινόμενο πόλεμο. 3.3 Η όξυνση των τόνων της πολιτικής αντιπαράθεσης Από το χρονικό αυτό σημείο και ύστερα, τα γεγονότα επιταχύνθηκαν με αλματώδεις ρυθμούς. Στις 19 Ιουλίου 1914, η Αγγλία, προειδοποίησε την Γερμανία ότι δεν θα έμενε αδιάφορη σε οποιαδήποτε πολεμικού χαρακτήρα κίνησή της, που θα έθετε σε κίνδυνο τη βελγική ουδετερότητα. Σε απάντηση, την επόμενη ημέρα (20 Ιουλίου 1914), τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Λουξεμβούργο, του οποίου την ουδετερότητα είχαν εγγυηθεί η Γερμανία και η Γαλλία. Στις 21 Ιουλίου 1914, η Γερμανία εισέβαλε και στο Βέλγιο, παρά τις αγγλικές προειδοποιήσεις, αναγκάζοντας τελικά την Αγγλία στις 22 Ιουλίου 1914, να εισέλθει αυτομάτως σε εμπόλεμη κατάσταση με την Γερμανία, ενώ την ίδια ημέρα οι ΗΠΑ διακήρυσσαν την ουδετερότητά τους απέναντι στη σύγκρουση που ήδη άρχιζε στη γηραιά ήπειρο. Αυτός ο καταιγισμός γεγονότων, που οδήγησε στην έκρηξη του πρώτου «μεγάλου πολέμου» με επίκεντρο την Ευρώπη, προκάλεσε στην Ελλάδα αμηχανία. Κι αυτό, γιατί η χώρα βρισκόταν στα πρώιμα στάδια της εσωτερικής ανασύνταξής της μετά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους και επιχειρούσε να δρομολογήσει την ενσωμάτωση των νέων εδαφών που μόλις είχαν απελευθερωθεί. Και παράλληλα, γιατί η άμεση γειτνίαση της χώρας με την «καυτή ζώνη» των πολεμικών επιχειρήσεων, προδιέγραφε απειλητικό τον κίνδυνο εμπλοκής της. Αποκαλυπτική της αμηχανίας που προκάλεσε αρχικά η έναρξη των επιχειρήσεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στον πολιτικό κόσμο της χώρας, υπήρξαν οι αρχικές αντιφατικές αντιδράσεις του. Έτσι, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, αν και δημοσίως τηρούσε στάση αναμονής, με διάφορες ενέργειές του, όπως λ.χ. η ενίσχυση των φρουρών της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας, η προετοιμασία για επιστράτευση, έμοιαζε να παίρνει θέση υπέρ της σύμπλευσης της Ελλάδας με την «Τριπλή Συνεννόηση», («Αντάντ»), δηλαδή τη συμμαχία Αγγλίας - Γαλλίας - Ρωσίας (στην οποία αργότερα προστέθηκε και η Ιταλία), εναντίον της συμμαχίας των κεντρικών αυτοκρατοριών, δηλαδή της Γερμανίας και της ΑυστροΟυγγαρίας. Ενώ, ο Δημήτριος Γούναρης από την πλευρά του, έδειχνε να αντιμετωπίζει με επιφυλακτικότητα την έκρηξη του πολέμου, εκμυστηρευόμενος σε κατ’ ιδίαν συνομιλία του στον προσωπικό του φίλο και βιογράφο του, δημοσιογράφο Αρίστο Καμπάνη (τον οποίο δέσμευσε να μην δημοσιοποιήσει τότε τη θέση του αυτή), ότι κατά την εκτίμησή του ο πόλεμος θα μπορούσε να αποσοβηθεί, εάν η Σερβία έδειχνε μεγαλύτερη ευελιξία απέναντι στο αυστριακό τελεσίγραφο, και ότι σε κάθε περίπτωση ο ίδιος τασσόταν υπέρ της μη εμπλοκής της Ελλάδας σε αυτήν τη σύγκρουση165. Σύντομα, όμως, η δυναμική των πολεμικών γεγονότων και των διπλωματικών διεργασιών κατέστησε ξεπερασμένη την αμφικλινή πρώτη αντίδραση. Δημιουργώντας Για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βλ. αναλυτικότερα μεταξύ των άλλων «20ός Αιώνας, Παγκόσμια Ιστορία», σειρά «TIME LIFE Παγκόσμια Ιστορία», έκδ. «Κ. Καπόπουλος», Αθήνα 1993, τόμος 1, σελ. 15 - 35. 165 Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 74 - 75. 164

132


ταυτόχρονα, και τις προϋποθέσεις να εμφανιστούν οι πρώτες διχοστασίες αναφορικά με την ακολουθητέα εξωτερική πολιτική της χώρας, που γρήγορα μετεξελίχθηκαν σε ανοιχτές συγκρούσεις και στον Εθνικό Διχασμό. Η πρώτη εκδήλωση της υποβόσκουσας ώς τότε διχοστασίας ανάμεσα στον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄ και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, σημειώθηκε τις πρώτες κιόλας εβδομάδες μετά την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Συγκεκριμένα, ενώ ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α΄ σε αλληλοδιάδοχες συνεργασίες του με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, είχε συμφωνήσει μαζί του να τηρήσει η Ελλάδα κατ’ αρχήν ουδετερότητα στη σύγκρουση των εμπλεκόμενων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δυνάμεων, χωρίς όμως να αποκλείει -ανάλογα με τις εξελίξεις- τη σύμπλευση της χώρας με την «Αντάντ», όπως κατά βάθος επεδίωκε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, έδειξε να διαφοροποιεί την αρχική τοποθέτησή του. Προανάκρουσμα αυτής της διαφοροποίησης υπήρξε η στάση του συνδεομένου στενά με τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄ Υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Βενιζέλου Γεωργίου Στρέιτ, ο οποίος χωρίς καμία προσυνεννόηση με τον πρωθυπουργό, σε συνομιλία του στις 18 Αυγούστου 1914, με τον ρώσο πρεσβευτή Πρίγκιπα Ντεμίντοφ απέκλεισε το ενδεχόμενο να στείλει η Ελλάδα ενισχύσεις στο σερβικό μέτωπο. Αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής του Στρέιτ ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος να τον επιπλήξει ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, με συνέπεια ο Υπουργός Εξωτερικών να υποβάλει αυθημερόν την παραίτησή του, που έγινε τελικά αποδεκτή μετά την παρέλευση μερικών ημερών166. Η επιβεβαίωση της διαφοροποίησης της στάσης του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ από τα συμφωνηθέντα με τον πρωθυπουργό του, ήρθε όταν απαντώντας σε βολιδοσκόπηση του Άγγλου Ναυάρχου Καρ, στις 25 Αυγούστου 1914, για την πιθανότητα ελληνικής συμμετοχής στη σχεδιαζόμενη από την «Αντάντ» επιχείρηση των Δαρδανελλίων, τόνισε ότι δεν ήταν διατεθειμένος ή πάντως δίσταζε να πολεμήσει εναντίον της Τουρκίας, ανεξαρτήτως της στάσεως εκείνης167. Πληροφορηθείς ο Βενιζέλος το περιεχόμενο της απάντησης του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ στον Ναύαρχο Καρ, τη θεώρησε ως μεταβολή της πολιτικής που είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους και με επιστολή του την ίδια ημέρα προς τον ανώτατο άρχοντα, υπέβαλε προς αυτόν την παραίτηση της κυβέρνησής του. Στην επιστολή του εκείνη ο Βενιζέλος εξέθεσε στον βασιλέα τις βάσεις της πολιτικής του και προέβλεψε ότι ο πόλεμος θα οδηγούσε σε διάλυση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών που είχαν συνταχθεί με τη Γερμανία. Ο Κωνσταντίνος Α΄, απαντώντας αυθημερόν στην επιστολή Βενιζέλου, εξέφραζε την απορία του για την κίνηση του πρωθυπουργού, και κατέληγε ότι: «Ως έχουν τα πράγματα, δεν βλέπω λόγον παραιτήσεως και δεν την δέχομαι»168. Η απόφαση του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ να μην αποδεχτεί την παραίτηση Βενιζέλου, και η κίνησή του σε συναντήσεις μαζί του, μετά την αποστολή της σχετικής επιστολής, να φροντίσει να αμβλύνει τη σημειωθείσα διαφωνία, αποφόρτισε προς στιγμήν το κλίμα ρήξης που έτεινε να δημιουργηθεί. Ήδη, όμως, το σπέρμα της σύγκρουσης μεταξύ των δύο ανδρών είχε σπαρεί. Και αυτό διαφάνηκε ελάχιστες ημέρες μετά, στις 30 Αυγούστου 1914, όταν ο Βενιζέλος ανήγγειλε στον Υπουργό Εξωτερικών Γεώργιο Στρέιτ, την αποδοχή της παραίτησης που εκείνος είχε υποβάλει, με το σχόλιο ότι θεωρούσε τις διαφωνίες του επί της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, διασπαστικές της ενιαίας γραμμής. Μετά την αποδοχή της παραίτησης του Γεωργίου Στρέιτ, ο Βενιζέλος, που ήδη είχε αναλάβει προσωπικά το Υπουργείο Εξωτερικών, άρχισε να διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για τη Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 143. Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 9, σελ. 192 - 194 και τόμος 10, σελ. 9. 168 Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 10, σελ. 11. 166 167

133


σύμπραξη της Ελλάδας με την «Αντάντ», αποφεύγοντας όμως την πρόωρη επισημοποίηση της πρόθεσής του. Οι πολύπλευρες πιέσεις που δεχόταν η Ελλάδα να λάβει θέση μεταξύ των εμπολέμων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχαν βέβαια αναστείλει την εσωτερική πολιτική δραστηριότητα. Η κυβέρνηση Βενιζέλου, μάλιστα, παρά την απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους της ενεργητικότητας και του χρόνου του ίδιου του πρωθυπουργού με τα συντελούμενα στο διεθνές περιβάλλον, επιχειρούσε με διάφορες νομοθετικές πρωτοβουλίες της να αντιμετωπίσει κρίσιμα προβλήματα, την επίλυση των οποίων θεωρούσε απαραίτητη για την υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος. Στο πλαίσιο αυτό, στις 30 Σεπτεμβρίου 1914, η κυβέρνηση έφερε προς συζήτηση στη Βουλή το νομοσχέδιο «περί μέτρων εξασφαλίσεως των εις το κράτος αναγκαιουσών μεταφορών και της δημοσίας τάξεως». Στο νομοσχέδιο υπήρχαν ρυθμίσεις που αφορούσαν τη διευθέτηση του τρόπου άσκησης του δικαιώματος της απεργίας από τους εργαζομένους. Ο Δημήτριος Γούναρης, θεωρώντας ότι η απεργία είναι ένα βασικό μέσο έκφρασης των επιδιώξεων και των συμφερόντων των εργαζομένων στο πλαίσιο του κοινωνικού και οικονομικού ανταγωνισμού και ότι η ανεμπόδιστη άσκησή της ήταν αυτονόητη κατάκτησή τους, υποστήριζε πως για το λόγο αυτό το κράτος δεν θα έπρεπε αβασάνιστα να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια περιορισμού της έκφρασής της. Η ομιλία του για το θέμα αυτό, αποτέλεσε ουσιαστικά μια κωδικοποίηση των απόψεών του για τον ρόλο του κράτους στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι και ιδιαίτερα για τη δεοντολογία που θα έπρεπε να διέπει τις όποιες παρεμβάσεις του. Το πλήρες κείμενο αυτής της αγόρευσης του Δημητρίου Γούναρη έχει ως εξής: «Δια του υπό συζήτησιν νομοσχεδίου, κύριοι, τίθεται περιορισμός εις την ελευθερίαν του εργάτου να παρέχη την εργασίαν αυτού υπό όρους, υπό τους οποίους αυτός νομίζει συμφέροντας. Ο περιορισμός ούτος δεν θίγει δικαίωμα. Ο περιορισμός ούτος θίγει αυτόν τούτον τον εργάτην, διότι η εργασία του εργάτου ουδέν άλλο είναι παρά κίνησις του σώματος και του πνεύματος αυτού. Δεν είνε τι ανήκον εις αυτόν. Είναι αυτός ο ίδιος. Τούτο είναι η εργασία. Η χρήσις του σώματος αυτού και του πνεύματος αυτού, η οποία αποτελεί την εργασίαν, δεν είναι δικαίωμα, διότι δικαίωμα είναι εκείνο το συμφέρον το οποίον συνεπεία νομικής αναγνωρίσεως έλαβε το κύρος αυτού. Αλλά δεν έχετε ανάγκην νόμου διά να θέσητε εις συνάφειαν απολύτου ευχαιρείας διαθέσεως τον άνθρωπον, προς το σώμα και το πνεύμα αυτού, τα οποία κατ’ οικείαν βούλησιν δύναται να κινή. Ταύτην την βούλησιν δεν καλείται να κυρώση το δίκαιον, διότι δεν έχει ανάγκην ουδεμιάς κυρώσεως, διότι τον σύνδεσμον μεταξύ του εγώ και του σώματος και του πνεύματος του ανθρώπου τον δημιουργεί η φύσις τοσούτον ασφαλώς ώστε να μη έχη ανάγκην ουδεμιάς επεμβάσεως του νόμου. Εντεύθεν η απόλυτoς εξουσία του προσώπου εν τη διαθέσει της εργασίας αυτού. Τούτο πρόκειται ήδη να περιορίση το νομοσχέδιον της συζητήσεως του οποίου επιλαμβανόμεθα. Και ερωτά πας τις πόθεν αρύεται το δικαίωμα τούτο η Πολιτεία; πόθεν αρύεται αυτήν την εξουσίαν η Πολιτεία; πόθεν αρύεται το κύρος η Πολιτεία ίνα είς τούτο επέμβη; Και απαντά το νομοσχέδιον· Εξ υπερτάτων κοινωνικών αναγκών, ήγουν διά την άμυναν συμφερόντων κοινωνικών. Το Κράτος λέγει: Ένεκεν υψίστων συμφερόντων κοινωνικών, εν οις ενσαρκούται αυτός ούτος ο κοινωνικός βίος, εν ολοκλήρω αυτού τη υποστάσει και τη κινήσει, επιβάλλεται εις εμέ ίνα εξαναγκάσω τον άνθρωπον εις ον κατά φύσιν ανήκει η κατ’ οικείαν και απόλυτον και απεριόριστον βούλησιν διάθεσις των κινήσεων του σώματος και του πνεύματος αυτού, επιβάλλεται εις εμέ το Κράτος να εξαναγκάσω τον άνθρωπον ίνα παράσχη τας κινήσεις ταύτας προς εξυπηρέτησιν των υψίστων αυτών συμφερόντων της κοινωνίας. 134


Ευρισκόμεθα προ θεσμού απείρως σπουδαιότερου, θίγοντος την προσωπικότητα, παρά ο θεσμός εκείνος τον οποίον ευρίσκομεν αναγεγραμμένον εν τω Συντάγματι, καθ’ ον της ιδιοκτησίας η αφαίρεσις επ’ ουδενί λόγω επιτρέπεται ειμή διά δημοσίαν ανάγκην και δημοσίαν ωφέλειαν μετά προηγουμένην αποζημίωσιν. Εδώ επιτρέπεται χάριν δημοσίας ανάγκης, χάριν δημοσίου συμφέροντος, υψίστου όμως και θίγοντος αυτήν ταύτην την κίνησιν, αυτόν τούτον τον βίον της κοινωνίας, η θίξις συμφέροντος υπερτέρου εκείνου το οποίον κατά την διάταξιν εκείνην του Συντάγματος δυνάμεθα να θίξωμεν μετά προηγουμένην αποζημίωσιν. Και ερωτάται, οποίον είναι το συμφέρον το κοινωνικόν το οποίον προβιβάζεται διά της ψηφίσεως του προκειμένου νομοσχεδίου εις τοιαύτην περιωπήν, ώστε να θεωρήται όρος ουσιώδης και απαραίτητος της υπάρξεως, της κινήσεως, της ζωής της κοινωνίας, ίνα εξ αυτού αντλήσωμεν το δικαίωμα τοιούτον συμφέρον του ατόμου να θίξωμεν; Και απαντά το νομοσχέδιον: τούτο είναι η συγκοινωνία, η απαραίτητος εν τη χώρα. Η συγκοινωνία η απαραίτητος, λέγει η νέα μορφή του νομοσχεδίου. Η συγκοινωνία απλώς έλεγεν η πρώτη μορφή αυτού. Και ποία είναι αυτή η απαραίτητος συγκοινωνία; Εκείνη διά την οποίαν το Κράτος εμερίμνησε. Οι σιδηρόδρομοι των οποίων η εγκατάστασις εγένετο διά συμβάσεων, οι τροχιόδρομοι οι οποίοι επίσης εγκατέστησαν διά συμβάσεων, η ατμοπλοΐα εφ’ όσον το Κράτος εμερίμνησε διά συμβάσεων. Ταύτην δυνάμεθα να θεωρήσωμεν ουσιώδη. Το νομοσχέδιον προέβαινε νομίζον ότι δύναται να επεκτείνη την εξουσίαν του Κράτους, να επέμβη εις το μέγιστον τούτο ατομικόν συμφέρον, και εκεί όπου πρόκειται περί οιασδήποτε ναυτιλίας. Δεν γνωρίζετε την αληθή βάσιν επί της οποίας κινείσθε, δεν έχετε πλήρη την αντίληψιν του δικαιώματος το οποίον θίγετε όταν νομίζετε ότι χάριν της ναυτιλίας δύνασθε να θίξητε εν τοιούτον δικαίωμα. Το πράγμα ευτυχώς διωρθώθη. Αλλ’ αμέσως προκύπτει το ερώτημα· ίνα τοιούτον θιχθή αγαθόν του ατόμου εκεί όπου απολύτως κοινωνική ανάγκη επιβάλλει τούτο διά τίνος μέσου και υπό ποίους όρους θα συντελεσθή; Διά τίνος μέσου; Το νομοσχέδιόν σας απαντά διά προσφυγής εις την επιστράτευσιν. Κύριοι ! τούτο είναι ανειλικρινές. Είναι χρήσις μέσου υπόπτως κεκαλυμμένου. Έχομεν την αρχήν κατά την οποίαν ο πολίτης οφείλει ταχέως και αμέσως και μετά προθυμίας να προσέρχεται εις τον στρατόν. Αλλ’ η στράτευσις ουδέν έτερον είνε παρά η διατυπουμένη προς τους πολίτας αξίωσις ίνα συνεισφέρωσι και το αίμα αυτών υπέρ της κινδυνευούσης πατρίδος. Και ημείς χρησιμοποιούμεν αυτήν την υποχρέωσιν την εκ τοιούτων λόγων και προς τοιούτον σκοπόν υπάρχουσαν διά να εμποδίσωμεν τον εργάτην από του ν’ ασκήση την εργασίαν αυτού καθ’ ον τρόπον θέλει. Διά λόγους δικαιολογούντας έστω να αφαιρέσωμεν από αυτόν το δικαίωμα αυτό. Η χρήσις όμως του μέσου τούτου είνε ανειλικρινής. Γνωρίζω, Κύριοι, ότι δεν είνε πρωτότυπον τούτο, ότι και αλλαχού εγένετο χρήσις του μέσου αυτού. Αλλά το μέσον τούτο δεν παύει και εις όλον τον κόσμον αν γίνεται, να είναι τι έκτροπον. Διότι εκείνοι οίτινες θα στρατευθώσιν ως υπηρετήσοντες ανάγκας του Κράτους θα υπηρετήσωσιν και δη ανάγκας αι οποίαι υπηρετούνται διά της ελευθέρας εργασίας και μάλιστα αυτών των ιδίων. Δεν κατηγορώ την Κυβέρνησιν ότι δεν εδείχθη ικανή να επινοήση μέσον καλύτερον εκείνου το οποίον εισηγήθη αφ’ ου του μέσου τούτου και αλλαχού έχει γίνει χρήσις. Σημειώ όμως, ότι πρόκειται περί μέσου ανειλικρινούς. Το δεύτερον πρόβλημα είναι υπό ποίους όρους θα θίξητε αυτό το αγαθόν. Όταν θίγετε την ιδιοκτησίαν, λαμβάνετε πρόνοιαν περί εκτιμήσεως και αποζημιώσεως δυναμένης να αναχθή εις χρηματικήν αξίαν. Όταν θίγεται αυτό το αγαθόν, έχετε πλήρη την αντίληψιν της επεμβάσεως, ήν επιχειρείτε; Και αν έχετε τοιαύτην, γνωρίζετε επί ποίας σχέσεως και ποίαν επιρροήν ασκείτε διά της επεμβάσεως του Κράτους, θίγοντες ή αφαιρούντες όπλον 135


χρησιμώτατον διά τον εργάτην εν τη διαπραγματεύσει της συναλλαγής του με τον κεφαλαιούχον; Και ποίαν πρόνοιαν λαμβάνετε, ίνα παράσχητε την εξασφάλισιν και την εγγύησιν, την οποίαν παρέχει αυτό το αφαιρούμενον εν τω ανταγωνισμώ μετά του άλλου, απέναντι του οποίου εγκαταλείπετε τον εργάτην έκθετον; Η επίγνωσις του τελουμένου υπό του νομοσχεδίου, η επίγνωσις του μόνου όρου, υφ’ ον ήτο επιτετραμμένον να τελεσθή ό,τι τελείται, επιβάλλει να ληφθή πρόνοια περί του πράγματος. Ως είχεν υποβληθή το νομοσχέδιον κατά την πρώτην συζήτησιν ουδεμία πρόνοια είχε ληφθή περί τούτου. Και δικαιούμαι να εξαγάγω το συμπέρασμα ότι εκείνα τα οποία άρτι ηκούσαμεν από της θέσεως ταύτης λεγόμενα είναι οψιγενή. Διότι ότε κατηρτίσθη το νομοσχέδιον, κατηρτίσθη χωρίς να υπάρχη η επίγνωσις των αρχών και ιδεών και σκέψεων των εξενεχθεισών απόψε από της θέσεως ταύτης μετά τοσαύτης εμφάσεως. Ουδέν σπουδαιότερον παρά η επέμβασις εις τα κοινωνικά προβλήματα. Όταν δε το Κράτος οιονδήποτε και αν είναι, πολύ δε περισσότερον όταν είναι Κράτος, το οποίον δεν έχει εκ του παρελθόντος το δικαίωμα να νομίζη ότι είναι απολύτως επαρκές διά την λύσιν των ενώπιόν του εμφανιζομένων προβλημάτων, όταν το Κράτος επιλαβάνεται των προβλημάτων τούτων, οφείλει να πράττη τούτο μετ’ άκρας περισκέψεως και πλήρους μελέτης των πραγμάτων και πλήρους συνειδήσεως και της σοβαρότητος των προβλημάτων, τα οποία αντιμετωπίζει, και της ανεπάρκειας οποιουδήποτε Κράτους να αντιμετωπίζη τα προβλήματα ταύτα. Και ανάγκη να λεχθή ότι τούτο δεν εγένετο εν προκειμένω. Διότι το νομοσχέδιον εν τη πρώτη υποβολή του ουδέν διελάμβανε περί του τρόπου καθ’ ον θα αντικατασταθή το όπλον, το οποίον αφαιρείται εν τω ανταγωνισμώ ώστε το Κράτος να εξασφαλίση τους αόπλους εγκαταλειπομένους εν τω ανταγωνισμώ εργάτας. Το νομοσχέδιον κατά την τελευταίαν αυτού μορφήν έλαβε πρόνοιαν περί της επαρκείας ή μη της οποίας δεν δύναται να γίνη λόγος. Διότι κατά την δευτέραν συζήτησιν υποβάλλεται η τοιαύτη μεταβολή ως τελεσίδικος παρ’ εκείνων οίτινες διαθέτουσι την πλειονοψηφίαν και το νομοσχέδιον θα ψηφισθή με αυτάς τας εγγυήσεις, αι οποίαι είναι το κέρδος απέναντι της ελλείψεως πάσης τοιαύτης. Αλλ’ ανέκυψεν εις το μέσον και το γενικώτερον πρόβλημα περί δικαιώματος του απεργείν. Δεν θα εγίνετο ποτέ λόγος περί του δικαιώματος ή μη του απεργείν, εάν υπήρχεν η των πραγμάτων αντίληψις ακριβής και αρτία. Διότι, όταν τις αρνείται να παράσχη την εργασίαν αυτού, δεν κάμνει χρήσιν ουδενός δικαιώματος. Διαθέτει κατά την ελευθέραν θέλησίν του το αγαθόν αυτό το οποίον κατά φύσιν υπέρ παν άλλο μετ’ αυτού συνέχεται και τω ανήκει. Αλλά, ερωτώσιν, όταν πλείονες επιχειρούσι και παρέχουσι την εργασίαν αυτών, είνε επιτετραμμένον να πράξωσι ούτοι από κοινού και εκ συμφώνου, ό,τι έκαστος εξ αυτών βεβαίως δύναται να πράξη; Και ήθελέ τις ερωτήση· διατί όταν εις έκαστος εξ αυτών δύναται να αρνηθή την εργασίαν του, δεν δύνανται από κοινού όλοι οι την αυτήν επιχείρησιν υπηρετούντες ν’ αρνηθώσι την παραχώρησιν της εργασίας αυτών;. Είνε αδύνατον να ευρεθή κανείς λόγος. Αλλ’ ευρίσκεται αντίρρησις εκ του αποτελέσματος το οποίον επέρχεται εκ της αρνήσεως αυτής της εργασίας. Και λέγουσιν: όταν αρνηθώσι να παράσχωσι την εργασίαν αυτών, η επιχείρησις σταματά και τότε γεννάται ζημία. Αλλ’ ερωτώ υμάς, εάν ο έχων την επιχείρησιν, ο συνδυασμένος, επιχειρηματίας και κεφαλαιούχος, θέλη να σταματήση την επιχείρησιν, διότι δεν θέλει να χρησιμοποιήση την επιχειρηματικότητα και τα κεφάλαιά του προς τον σκοπόν αυτόν, δύνασθε ή εσκέφθητε ποτέ ν’ αρνηθήτε την εξουσίαν εις αυτόν να πράξη τούτο; αναμφισβητήτως όχι. Αλλά και ούτος αν πράξη τούτο θα σταματήση η επιχείρησις και θα επέλθωσι τα αυτά ή και πλείονα δεινά παρ’ όσα εάν οι εργάται δεν εξακολουθήσωσιν εν τη επιχειρήσει συμπράττοντες μετ’ αυτού. Δεν δικαιούσθε να επικαλεσθήτε εκ του επιζημίου αποτελέσματος της παύσεως της εργασίας επιχείρημα υπέρ του δικαιώματος του Κράτους να εμποδίση την παύσιν της 136


εργασίας. Διότι, Κύριοι, μη παραβλέπωμεν, μη παραγνωρίζωμεν τα πράγματα. Πάσα επιχείρησις, εις την οποίαν συντρέχει ο επιχειρηματίας, το κεφάλαιον και η εργασία έχει εν κέρδος, παράγει προϊόντα δηλαδή μείζονος αξίας κατά τι ποσόν, παρ’ ό,τι η αμοιβή της επιχειρηματικότητος, η αξία της εργασίας και του εις το προϊόν διατεθέντος κεφαλαίου. Αυτό το κέρδος όλοι ανταγωνίζονται, ποίος θα το ιδιοποιηθή. Αυτήν την επί πλέον διαφοράν ανταγωνίζονται πάντες, και ο επιχειρηματίας και ο κεφαλαιούχος και ο εργάτης να επωφεληθώσι. Δεν υπάρχει δε ουδείς γνώμων, δυνάμει του οποίου να αποφανθήτε ότι αυτό το κέρδος ανήκει περισσότερον ή ολιγώτερον εις τον ένα ή τον άλλον. Αυτό είναι το μέγα πρόβλημα της διανομής του πλούτου, της διανομής της επί πλέον αξίας της παραγομένης εξ οιασδήποτε επιχειρήσεως. Ταύτην την επί πλέον αξίαν τις θέλει λάβει και κατά ποίον ποσοστόν, ο εργάτης, ο κεφαλαιούχος ή ο επιχειρηματίας; Τούτο λύεται διά του ανταγωνισμού, διά της ισχύος. Λύεται διά της δυνάμεως του ισχυροτέρου είτε ο εργάτης είναι ούτος, είτε το κεφάλαιον είτε ο επιχειρηματίας. Εκείνος θα λάβη την μείζονα μερίδα του κέρδους, της επί πλέον ταύτης αξίας. Μη αναθέσητε εις ουδένα να λύση το πρόβλημα τούτο, διότι ούτος θα σας είπη· διά τίναν λόγον να δώσω το επί πλέον εις τον ένα ή τον άλλον. Λύεται διά της ισχύος και ελύθη επί μακρόν χρόνον διά της ισχύος εις βάρος εκείνων, εφ’ ων εφηρμόσθη ο χαλύβδινος νόμος, καθ’ ον ο παρέχων μόνον την εργασίαν αυτού δεν δύναται να λάβη έτερόν τι ή τα απαραιτήτως αναγκαία διά τας ατομικάς αυτού ανάγκας. Ο χαλύβδινος εκείνος νόμος κατά τον οποίον ελησμονήθη ότι ο εργάτης αυτός ο συνεισφέρων την εργασίαν αυτού έσχε και παραγωγικάς δαπάνας μέχρις ότου φθάση η ημέρα καθ’ ην εγένετο ικανός να εργασθή. Ελησμονήθη ότι ο εργάτης αυτός ο συνεισφέρων την εργασίαν του είχε και βίον πέραν εκείνου εντός του οποίου ηδύνατο να εργάζεται, είχε και βίον κατά τον οποίον δεν θα ήτο δυνατόν ουδεμίαν να παράσχη εργασίαν ίνα εξ αυτής αποζήση. Και παρεσχέθη εις αυτόν ως μόνον αντάλλαγμα της εργασίας αυτού η παραγωγική δαπάνη της εργασίας υπολογιζομένη μόνον διά τον χρόνον καθ’ όν η εργασία παρείχετο. Παρεσχέθη εις αυτόν η παραγωγική δαπάνη οία απαιτείται ίνα από ημέρας εις ημέραν διαβιώση. Και έλυσε, κύριοι, το πρόβλημα ο ισχυρότερος εν τω ανταγωνισμώ αυτώ. Και πως έλυσε τούτο; Το πρόβλημα, δεν είναι πολύ παλαιόν. Εγεννήθη υπό την μορφήν υπό την οποίαν σήμερον ενδιαφέρει, κατά την εποχήν καθ’ ην επλουτίσθη η μεγάλη βιομηχανία διά των μηχανών. Το πρόβλημα υπό άλλην μορφήν το έλυσεν η αρχαιότης διά της δουλείας, διότι ο δούλος διετρέφετο υπό του κυρίου μέχρι της εποχής καθ’ ην εγένετο ικανός να εργασθή. Ο δούλος διετρέφετο υπό του κυρίου και πέραν της εποχής καθ’ ην ηδύνατο να εργάζεται. Το πρόβλημα το έλυσε κατά την μεταγενεστέραν της δουλείας εποχήν η οικογενειακή μορφή της επιχειρήσεως όταν ελάχιστοι εργάται παρ’ εργοδότη εν τω οίκω αυτού ειργάζοντο, μετ’ αυτού συνεργαζόμενοι, μετ’ αυτού διαιτώμενοι, μετ’ αυτού τρώγοντες. Το έλυσε διά της οικογενειακής σχέσεως η οποία εγεννάτο μεταξύ αυτών. Το πρόβλημα το οποίον εμφανίζεται σήμερον είναι άλλο. Είναι η συνέπεια της δημιουργίας μεγάλων, μεγίστων επιχειρήσεων συνεπεία των νεωτέρων εφευρέσεων, επιχειρήσεων κατά τας οποίας κολοσσιαίοι όγκοι κεφαλαίου υπό μεγάλων επιχειρηματιών διευθυνόμενοι ήχθησαν να συνενωθώσι εις συνεργασίαν με μεγάλον αριθμόν εργατών εις εκατοντάδας, πολλάκις εις χιλιάδας και δεκάκις χιλιάδας ανερχομένους, μετά των οποίων ουδέν τι το προσωπικόν τους συνέδεε και μετά των οποίων συνήπτον συμβάσεις. Και όταν ετίθετο εις διαπραγμάτευσιν ο όγκος αυτός του κεφαλαίου, η καταπληκτική δύναμις των διευθυνόντων τας επιχειρήσεις προς έκαστον των πολλών εργατών τι ηθέλατε να γίνη; Τι ηθέλατε να παράσχωσιν προς αυτούς παρά το ελάχιστον των παρ’ αυτών αιτουμένων ίνα από ημέρας εις ημέραν συντηρηθώσιν και όχι τον βίον αυτών ολόκληρον εξασφαλίσωσιν; Και τούτο εγένετο. Υπό την πίεσιν αυτής της καταστάσεως, υπό την πίεσιν την δεινήν, 137


διότι τοις ηρνούντο τα μέσα διά των οποίων ηδύναντο να ζήσωσιν, ήτο φυσικόν να υποχωρήσωσιν οι εργάται. Αλλά οι διατελούντες εν αυτή τη καταστάσει ήτο φυσικόν να αντεπεξέλθωσιν προς τον έτερον των συμβαλλομένων εν πλήρει τη δυνάμει αυτών και αντεπεξήλθον προς το κεφάλαιον και την επιχείρησιν όχι πλέον μεμονομένως έκαστος εργάτης αλλά ομαδικώς η εργασία. Και συνήφθη η σύμβασις πλέον, και εγένετο ανάγκη να συναφθή η σύμβασις όχι μετά των εργατών αλλά μετά της εργασίας. Η εργασία είναι ουσιωδέστατος παράγων όπως και η επιχείρησις και το κεφάλαιον. Η σύμβασις αύτη εγένετο τοιουτοτρόπως ομαδική. Τι είναι τούτο; Η εμφάνισις της απεργίας. Από της στιγμής καθ’ ην τούτο εγένετο, ο εργάτης είναι πλέον πράγματι κατ’ οικείαν βούλησιν ελεύθερος να διαθέση εκείνο το οποίον υπέρ παν άλλο εις τον κόσμον αυτόν εις αυτόν ανήκει. Δεν είναι υποχρεωμένος να υποκύψη εις την πίεσιν του άλλου. Τούτο συνέβη πανταχού, τούτο συνέβη και παρ’ ημίν. Αλλά ήτο φυσικόν, κύριοι τούτο, ούτω συμβαίνον, κατά την πρώτην αυτού εμφάνισιν να γίνη αφορμή παρεκτροπών και υπερβασιών. Ήτο εν τη φύσει των πραγμάτων. Όπως η έλλειψις οιουδήποτε αντιρρόπου εκ μέρους των εργατών εδημιούργει πρότερον εις βάρος αυτών παρεκτροπάς, υπερβάσεις και καταχρήσεις τη αληθεία αξιοθρηνήτους, τοιουτοτρόπως κατά την στιγμήν κατά την οποίαν οι εργάται απετέλεσαν δύναμιν αντίρροπον και ικανήν μετά κύρους να διαπραγματευθή μετά της επιχειρήσεως ήτο φυσικόν και εκείνοι να εκμεταλλευθώσι την θέσιν των διεκδικούντες αξιώσεις, ίσως υπερμέτρους, ίσως παραλόγους. Διότι, Κύριοι, η χρήσις μιας δυνάμεως υπό οιασδήποτε ομάδος μη αποκτησάσης έτι την πείραν της καταλλήλου χρησιμοποιήσεως αυτής έχει ως φυσικήν και αναγκαίαν συνέπειαν και τινας καταχρήσεις. Τούτο εγίνετο και παρ’ ημίν τοσούτω μάλλον καθ’ όσον η ανάπτυξις των εργατικών τάξεων δεν ήτο ανάλογος με εκείνην η οποία υπήρξεν αλλού. Τοσούτω μάλλον καθόσον επί κεφαλής των εργατικών τάξεων εν τη διευθύνσει των αφορώντων αυτούς ζητημάτων πολύ διάφοροι ήσαν οι αλλαχού τεθέντες επί κεφαλής από τους εδώ. Διότι δεν αγνοείτε ότι επί κεφαλής των ομάδων τούτων ετέθησαν αλλαχού άνδρες διά τους οποίους θέλει καυχάσθαι η ανθρωπότης εφ’ όσον υπάρχει πολιτισμός. Και βεβαίως υπό την διεύθυνσιν τοιούτων ανδρών εκεί τα πράγματα ήτο φυσικόν να λάβωσι διεύθυνσιν πρακτικωτέραν, διεύθυνσιν ολιγώτερον επικίνδυνον, μάλλον εξασφαλίζουσαν την αληθή προαγωγήν των συμφερόντων της κοινωνίας. Παρ’ ημίν ήτο φυσικόν να συμβώσι παρεκτροπαί διά τας οποίας δεν πρέπει να έχωμεν βεβαίως ουδεμίαν επιείκειαν. Διότι η επιείκεια προς τας παρεκτροπάς αυτάς είναι ενθάρρυνσις επί την εξαχρείωσιν υψίστου δικαιώματος των πολιτών, του δικαιώματος, του να μη παρέχωσι την εργασίαν αυτών όταν οι όροι δεν είναι εκείνοι οι οποίοι ανταποκρίνονται εις τα συμφέροντά των. Διά τας παρεκτροπάς αυτάς επιβάλλεται πάσα αυστηρότης, εφ’ όσον είναι παρεκτροπαί εξ εκείνων τας οποίας δύναται να προΐδη ο ποινικός νόμος, ως λ.χ. εκείναι αι οποίαι εμνημονεύθησαν από του βήματος τούτου, ως η παρεμπόδισις των άλλων από της εργασίας, φθορά περιουσίας, κλπ. Επίσης επιβάλλεται διά τας παρεκτροπάς αυτάς εφ’ όσον δεν είναι ποινικώς τιμωρητέαι πάσα κατάκρισις αυστηροτάτη κατάκρισις, διότι διά της κατακρίσεως αυτής των παρεκτροπών θα εξασφαλισθή η εντός των προσηκόντων ορίων προστασία των συμφερόντων των εργατών υπ’ αυτών των ιδίων. Μη ομιλώμεν, Κύριοι, ως προ ολίγου εγένετο από του βήματος τούτου περί εκβιάσεως των εργοδοτών ή των εργατών εις το να δώσωσι περισσότερον από εκείνο το οποίον το δίκαιον απαιτεί. Είπον και προηγουμένως ότι όσον αφορά την διανομήν του εκ της επιχειρήσεως κέρδους δεν υπάρχη ουδέν δίκαιον. Θα την εκβιάση η αμοιβαία επίδρασις των παραγαγόντων αυτό ελευθέρως προς αλλήλους συναλαττομένων δηλαδή ποιουμένων 138


χρήσιν της δυνάμεως την οποίαν διαθέτωσιν, ίνα ο εις πιέση τον έτερον. Το δίκαιον δεν διανέμει το κέρδος τούτο μεταξύ του Α και του Β, διότι δεν έχει γνώμονα. Εν πράττει. Ασφαλίζει την μετά την διανομήν ανενόχλητον απόλαυσιν εκείνου το οποίον διά της διανομής περιήλθεν εις εκάτερον. Από τοιαύτης απόψεως, Κύριοι, ευρίσκω ότι το νομοσχέδιον εισερχόμενον εις σφαίραν ενεργείας διά της οποίας πρόκειται να επιδράση επί υψίστου αγαθού εκείνων, οίτινες εκ της εργασίας και διά της εργασίας αυτών αποζώσι, δίδει μεγίστης σπουδαιότητος εξουσίαν εις εκείνους οίτινες διαχειρίζονται την εκτελεστικήν εξουσίαν του Κράτους. Κοινωνική ανάγκη υπερτάτη, όρος υπάρξεως ίσως της κοινωνικής ζωής, επιβάλλει να χορηγηθή η εξουσία αύτη. Αλλά νομίζω αναγκαίον την στιγμήν κατά την οποίαν υπό της Βουλής τοιαύτη εξουσία χορηγείται, να τονισθή η σοβαρότης του αγαθού, το οποίον θέτομεν εις την διάθεσιν των διαχειριζομένων την εξουσίαν ταύτην την εκτελεστικήν. Να επιστηθή δε η προσοχή αυτών, οιοιδήποτε και αν ώσιν οι μέλλοντες να το χειρισθώσιν, επί της σοβαρότητος του αγαθού το οποίον πρόκειται να θίξωσι. Να συστηθή εις αυτούς ότι παρεμβαίνοντες εν τω κατά φύσιν ανταγωνισμώ μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, εν τω ανταγωνισμώ εις τω οποίω οιαδήποτε επέμβασις της πολιτείας αποτελεί διαταραχήν της φυσικής των πραγμάτων καταστάσεως, πρέπει να έχωσι πλήρη, βαθυτάτην και ακεραίαν την συνείδησιν, ότι ασκούσι δικαίωμα υπέρτατον μεν, εξαιρετικόν δε, του οποίου η χρήσις δεν πρέπει να γίνη παρά εν εκτάκτοις εντελώς περιστάσεσιν και αφού ληφθή πάσα ασφάλεια και πάσα εγγύησις ότι τα συμφέροντα εκείνων μεταξύ των οποίων παρεμβαίνουσι και δη τα συμφέροντα των εργατών, και ότι δεν θυσιάζονται χάριν των συμφερόντων των αντιθέτων αυτών»169. Η απήχηση της αγόρευσης αυτής του Γούναρη για τα εργασιακά δικαιώματα και το ζήτημα της απεργίας, υπήρξε εντυπωσιακή. Οι τολμηρές του θέσεις υπέρ της σκοπιμότητας κατοχύρωσης του δικαιώματος των εργαζομένων στην απεργία, προκάλεσαν αίσθηση. Και η βαθιά γνώση των κοινωνιολογικών, οικονομικών, αλλά και πολιτικών παραμέτρων του όλου ζητήματος, έπεισε ακόμη και τους πιο φανατικούς πολέμιούς του ότι ήταν υποχρεωμένοι να τον λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τους. Γιατί ο Γούναρης διέθετε άποψη και την εξέφραζε με παρρησία. Αυτό το απέδειξε για μια ακόμη φορά, λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν στις 23 Οκτωβρίου 1914 με αφορμή επερώτηση Βουλευτού για ορισμένες αμφιλεγόμενες ενέργειες Έλληνα διπλωμάτη της εποχής αναφορικά με την προμήθεια και την φόρτωση τροφίμων από την χώρα στην οποία υπηρετούσε (ΗΠΑ) προς την Ελλάδα, ο Δημήτριος Γούναρης, αξιοποιώντας την ευκαιρία, αναφέρθηκε ακριβώς στην ευθύνη της κυβέρνησης έναντι των πολιτών για τον τρόπο με τον οποίο τα υπ’ αυτήν υπηρετούντα όργανα ασκούσαν διαχείριση. Μεταξύ των άλλων, τόνισε: «Αυτή είναι η ευθύνη υμών. Αλλ’ η ευθύνη υμών έχει λόγον γενικώτερον. Κυβέρνησις κοινοβουλευτική, κατέχετε την εξουσίαν διότι εκπροσωπείτε το εν τη Βουλή πλειοψηφούν κόμμα, κατέχετε την εξουσίαν διότι εκπροσωπείτε την πλειοψηφίαν του Ελληνικού λαού και θα έχητε αυτήν μέχρις ότου εξακολουθήση η τοιαύτη του Ελληνικού λαού εμπιστοσύνη προς εκείνους, οι οποίοι παρέχουσι τας ψήφους αυτών προς υμάς και διά των οποίων ίστασθε εν τη αρχή. Αλλά τούτο το οποίον επικαλέσθητε, ίνα, δεν ηξεύρω κατά τίνα συνδυασμόν σκέψεων, αποκρούσητε αιτίασίν τινα, η οποία ερρίφθη παρά του κ. Βουλευτού Ψαρών, τούτο επιβάλλει προς υμάς επιτακτικωτάτας υποχρεώσεις. Είσθε η δύναμις η λαϊκή, αλλά και διότι είσθε η λαϊκή δύναμις, φέρετε την ευθύνην της διαχειρίσεως του υπερτάτου αγαθού, της παντοδυναμίας του κράτους, η οποία έχει εμπιστευθή εις χείρας ημών. Βλ. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, ΙΘ΄ Περιόδου, Γ΄ Συνόδου, 30 Σεπτεμβρίου 1914, σελ. 284 288.

169

139


Και φέρετε την ευθύνην ταύτην ως κορυφή της Πολιτείας, την οποίαν διά της χειρός υμών, διά του πνεύματος υμών δύνασθε να ρυθμίσητε όπως θέλετε εντός των ορίων του Συντάγματος. Δεν έχετε μόνον, ως πεπλανημένως πιστεύετε, την Κυβέρνησιν, αλλά έχετε και την νομοθεσίαν και την διοίκησιν. Να επιβλέπητε και να εποπτεύητε κατά τον τρόπον τον προσήκοντα και να παρακολουθήτε πάσαν παραβίασιν ... Έχετε, λοιπόν, την ευθύνην την πλήρη, την ακεραίαν δι’ εκείνα τα οποία εγένοντο υπό του οργάνου υμών, διότι το όργανον εκείνο, το οποίον εκεί ευρίσκεται εξελέγη τη απολύτω εκλογή υμών»170. Η τοποθέτηση του Δημητρίου Γούναρη προκάλεσε την έντονη αντίδραση του παρισταμένου στη συνεδρίαση Πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου. Ήταν η πρώτη σκληρή μονομαχία Γούναρη - Βενιζέλου στο Κοινοβούλιο. Η οποία, φανέρωσε πλέον ότι το πολιτικό κλίμα στη χώρα έμπαινε σε μια νέα φάση εντονότερων αντιπαραθέσεων και μεγαλύτερης οξύτητας. Με τον Γούναρη από τη μια, να σηκώνει στους ώμους του ολοένα και περισσότερο το βάρος της αντιπολίτευσης. Και με τον Βενιζέλο, από την άλλη, να είναι ολοένα και λιγότερο διατεθειμένος να αφήνει αναπάντητες τις επικρίσεις του Γούναρη, που πλέον βασίμως διαισθανόταν ότι έβρισκαν μια αυξανόμενη ανταπόκριση στην κοινή γνώμη. Ο Δημήτριος Γούναρης, πύκνωνε τις βολές του για ζητήματα τρέχουσας πολιτικής διαχείρισης. Έτσι, στη συζήτηση επί του νομοσχεδίου «περί οργανισμού του Μετσοβείου Πολυτεχνείου», έψεξε την κυβέρνηση ότι νομοθετούσε με προχειρότητα, υπογραμμίζοντας σε μία αποστροφή του λόγου του: «Μέχρι σήμερον, έχομεν Νόμον κατά τον οποίον είνε ωργανωμένον το Πολυτεχνείον. Αν η οργάνωσις η συμφώνως τω Νόμω είνε πλημμελής, τότε να μεταβληθή ο Νόμος»171. Στις 10 Νοεμβρίου 1914, η κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση στη Βουλή το νομοσχέδιο περί «δασμολογικής αφομοιώσεως των νέων χωρών» και ο Γούναρης, παίρνοντας το λόγο, βρήκε την ευκαιρία όχι μόνο να προβεί σε καίριες παρατηρήσεις επί των διατάξεών του, ζητώντας τη βελτίωσή τους, αλλά και να αναφερθεί διεξοδικά στις θέσεις του για την εν γένει δασμολογική πολιτική, υπογραμμίζοντας πως για να αποδώσει τους καρπούς που προσδοκούνται από την εφαρμογή της, θα πρέπει η χρήση της να γίνεται κατά τρόπο προσεκτικό και μελετημένο172. Στις 13 Νοεμβρίου 1914, ο Δημήτριος Γούναρης έστρεψε τα πυρά του εναντίον της απόπειρας της κυβέρνησης Βενιζέλου να θέσει υπό έλεγχο την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, μετά την άρνηση του τότε Διοικητή της Εθνικής Τραπέζας, Ιωάννου Ευταξία, να δεχθεί την ικανοποίηση επανειλημμένων απαιτήσεων της κυβέρνησης, η κυβέρνηση υπέβαλε για ψήφιση στη Βουλή νομοσχέδιο με βάση το οποίο το κράτος θα μπορούσε να επεμβαίνει στα της διοίκησης της τράπεζας. Με προεξάρχοντα τον Δημήτριο Γούναρη, η αντιπολίτευση αντέδρασε δυναμικά. Και ο ίδιος ο Γούναρης, τάχθηκε υπέρ της διατήρησης της αυτονομίας της, υπογραμμίζοντας μεταξύ των άλλων και τα εξής: «Από τοιαύτης απόψεως οφείλομεν να ομολογήσωμεν, ότι η Εθνική Τράπεζα υπήρξεν επαρκής κατά το διάστημα των πολέμων, και την επάρκειαν ταύτην επέδειξε, διότι είχε τονωθή ως οργανισμός διά του τρόπου, κατά τον οποίον τα του οργανισμού τούτου εκ παραδόσεως από της συστάσεως μέχρι των ημερών εκείνων διηυθύνοντο. Είχεν ανυψωθή τοσούτον, ώστε ν’ αποτελή εν των στερεωτέρων από οικονομικής απόψεως ιδρυμάτων της όλης χερσονήσου και της όλης Ανατολής. Βεβαίως διά την επάρκειαν ταύτην συνετέλεσε μεγάλως το Κράτος μετά γενναιότητος, επιτρέψατέ μοι να είπω πολλάκις μη δικαιολογουμένης. Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 79. Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 279. 172 Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 279. 170 171

140


Κύριοι, προ τοιαύτης ιστορίας και προ τοιούτων αποτελεσμάτων της γενομένης διαχειρίσεως των υπό του Κράτους διαπιστευθέντων εις την Τράπεζαν δυνάμεων, ορρωδώ να θέσω χείρα επί του ιδρύματος, διότι δεν υπάρχει εν τω κόσμω λεπτότερόν τι ή τα κατασκευάσματα εκείνα, τα οποία συνδέονται με την πίστιν την οικονομικήν. Είναι τα ευαισθητότερα των πραγμάτων, επιδείξαντα δε τοιαύτην δημιουργίαν διά της εξελίξεως σχεδόν τριών τετάρτων αιώνος και δοκιμασθέντα εν τη λειτουργία αυτών θα ενόμιζον, ότι έπρεπε μετ’ απείρου προφυλάξεως, και μόνον οσάκις εκ των πραγμάτων ενεδεικνύετο ανεπάρκεια της περαιτέρω λειτουργίας αυτών, να γίνηται επέμβασις»173. Ο αντιπολιτευτικός καταιγισμός του Δημητρίου Γούναρη συνεχίσθηκε και, κατά τη συνεδρίαση της Βουλής της 13ης Δεκεμβρίου 1914, στράφηκε, με αφορμή τη συζήτηση του νομοσχεδίου «περί συμπληρώσεως του οργανισμού του Εθνικού Πανεπιστημίου», εναντίον της πολιτικής που ακολουθούσε η κυβέρνηση Βενιζέλου στον τομέα της παιδείας και ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στο υπό συζήτηση σχέδιο νόμου υπήρχε διάταξη σύμφωνα με την οποία υποχρεώνονταν οι καθηγητές του Πανεπιστημίου, όπως μέσα σε ορισμένη προθεσμία, εξέδιδαν σε φυλλάδια τις παραδόσεις τους. Λαμβάνοντας λαβή από αυτή τη διάταξη, ο Γούναρης επέκτεινε την κριτική του ευρύτερα στην κατάσταση που επικρατούσε στο ελληνικό πανεπιστήμιο και απευθυνόμενος προς τον αρμόδιο Υπουργό Παιδείας σημείωσε σε μια σημαντική αποστροφή του λόγου του: «Και αν τούτο ευρίσκετε ουχί επιτετραμμένον, κ. Υπουργέ, υμείς και ο προκάτοχος υμών, νομίζετε, ότι διορθώνετε το άτοπον τούτο, αν αντί να είναι λιθογραφημέναι αι ερωτήσεις και απαντήσεις αύται είναι στερεότυποι; Και δεν αισθάνεσθε, ότι ευρίσκεσθε προ ατόπου απείρως μεγαλειτέρου, ότι δεν έχετε πλέον Πανεπιστήμιον; Ότι Πανεπιστήμιον οποίον έχει καταντήσει εις ένα χαρτί, το οποίον πρέπει να μάθη απ’ έξω ο φοιτητής, ότι το Πανεπιστήμιον εκείνο δεν λέγεται Πανεπιστήμιον, παρά λέγεται κάτι τι εις το οποίον η επιστήμη διακωμωδείται; Και αν το πρόβλημα αυτό εμφανίζεται ενώπιον υμών, δεν έχετε να το λύσετε δι’ αυτής της διατάξεως, την οποίαν περιλαμβάνετε εις το νομοσχέδιον, αλλ’ έχετε ν’ αποβλέψετε αλλαχού, να σκεφθήτε πως θα εύρητε τρόπον, ώστε ο καθηγητής εκείνος να διδάσκη επιστήμην και όχι πως να υποβάλλη ερωτήσεις, ώστε να τύχη ωρισμένων απαντήσεων, αλλά να προσπαθήση να διερευνήση αν έχη μορφωθή επιστημονικώς ο φοιτητής»174. Η κορυφαία, όμως, αντιπολιτευτική παρέμβαση του Δημητρίου Γούναρη, σε εκείνη την κρίσιμη για την περαιτέρω εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων της χώρας περίοδο, πραγματοποιήθηκε με την ομιλία του στη Βουλή, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του Προϋπολογισμού του Κράτους για το 1915. Ο Δημήτριος Γούναρης αξιοποίησε την ευκαιρία για να αναπτύξει τις προτάσεις του για την οργάνωση του κράτους, τη δημόσια διοίκηση και την οικονομική ανάπτυξη. Τα κυριότερα σημεία της βαρυσήμαντης αυτής ομιλίας του Δημητρίου Γούναρη στη Βουλή, στις 18 Δεκεμβρίου 1914, έχουν ως εξής: «Τοιαύτην πολιτικήν δεν εμφανίζει, τοιαύτην πολιτικήν δεν φαίνεται να έχη η Κυβέρνησις. Μετά σπουδής ψηφίζομεν νόμους αυξάνοντες καταπληκτικώς τας δαπάνας. Και μας παρέχεται η πληροφορία, ότι ουδεμία εκρατήθη σημείωσις του ποσού αυτών παρά του κ. Υπουργού επί των Οικονομικών. Δεν εξετάζω το σκόπιμον των δαπανών αυτών. Αλλ’ εική και ως έτυχεν υπηγορεύθη υπό της φιλοτιμίας εκάστου Υπουργού, προς εμφάνισιν νομοθετικής εργασίας, ψήφισις μέτρων επιβαρυνόντων τον κινδυνεύοντα να σταματήση εκ της χωλότητος προϋπολογισμόν, άνευ ουδεμιάς κατατάξεως των μέτρων τούτων κατά την προσήκουσαν σειράν, ώστε να καταντά και τα προς πραγματοποίησιν οικονομικά μέσα, καταλλήλως παρασκευασθέντα, να είναι εμφανής απόδειξις της ελλείψεως πάσης πολιτικής. Και δεν αισθάνεται πας τις, ότι τοιαύτη αμελέτητος ενέργεια 173 174

Βλ. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, ΙΘ΄ Περιόδου, Γ΄ Συνόδου, 13 Νοεμβρίου 1914. Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 286.

141


εκθέτει την χώραν εις τον κίνδυνον να ίδη εαυτήν εν ανεπαρκεία ν’ ανταποκριθή εις τας μάλλον επειγούσας υποχρεώσεις αυτής, συνεπεία της ακαίρου καταναλώσεως των υλικών πόρων αυτής επί σκοπούς δευτερεύοντας, μη πραγματοποιουμένους ουδ’ αυτούς, ένεκα ανεπαρκείας μέσων, με μόνον αποτέλεσμα την κληροδότησιν εκ της αποτυχούσης αποπείρας φυτοζωουσών υπηρεσιών, αποτελουσών απλώς παράσιτα εκμυζώντα τας οικονομικάς δυνάμεις της χώρας; Ο κ. Υπουργός των Οικονομικών μας παραπέμπει μετά της διακρινούσης αυτόν αισιοδοξίας εις τας αναμενομένας αυξήσεις των αποδόσεων των υφισταμένων προσόδων του Κράτους. Ουδεμίαν έχω δυσκολίαν να συνομολογήσω την πιθανότητα των αυξήσεων τούτων. Και το μέχρι της εκρήξεως της ευρωπαϊκής κρίσεως αποτέλεσμα του 1914, ήτο το πρώτον έτος της μετά τον πόλεμον γαλήνης, κατά το οποίον, ευλόγως αισιώτατον μετά την επιτυχή έκβασιν των δύο πολέμων, πας τις διέβλεπεν, ότι ο τόπος εχώρησε μετά θάρρους εις την συμπλήρωσιν των εκ της οικονομικής καχεξίας των ετών του πολέμου κενών. Είναι καιρός να τεθή φραγμός εις την νομοθετικήν φιλοτιμίαν των διαφόρων Υπουργείων, εν τη ευγενεί αληθώς αμίλλη των να μην αφήσουν τίποτε έξω της πεφωτισμένης προνοίας των. Πρέπει να νοηθή, ότι η ευγενής αυτή άμιλλα, εκδηλουμένη ως εξεδηλώθη μέχρι του νυν, φέρει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα διασπαθίσεως αδεσπότου περιουσίας. Και πρέπει να σταματήση, να μελετηθούν συστηματικώς αι ανάγκαι του μέλλοντος και να κανονισθή η σειρά της εξυπηρετήσεως εκάστης υπηρεσίας εξ αυτών, καταδήλου όντος, ότι σύγχρονος ικανοποίησις είναι αδύνατος. Και συγχρόνως να μελετηθή σοβαρώς η ανάγκη της τακτοποιήσεως των εσόδων, ώστε ταύτα ν’ αποβώσιν επαρκή. Και εν τούτω ηκούσαμεν, ότι ο κ. Υπουργός θεωρεί όχι εύθετον τον χρόνον διά τας ενδεικνυομένας φορολογικάς μεταρρυθμίσεις, τας εγγυωμένας εδραιοτέραν την στερέωσιν των οικονομικών ημών δι’ ενδεχομένην ήττονα προσκαίρως απόδοσιν. Εν τούτω διαφωνώ προς τον κ. Υπουργόν. Εν υγιά οικονομική καταστάσει επαρκείας, φυσικώς εξελισσομένης, δεν είναι εύκολον να γίνωσιν αι φορολογικαί μεταρρυθμίσεις, αι δυνάμεναι προσκαίρως να διαταράξωσιν αυτήν. Εν ανωμάλω οικονομική καταστάσει, καθ’ ην επιβάλλεται αναγκαίως περίοδός τις χρόνου εξυγιάνσεως βραχείας ή μακράς διαρκείας, ήτο μάλλον ενδεδειγμένον να γίνωσιν αι μεταρρυθμίσεις, αι ασφαλίζουσαι εδραιότερον το μέλλον. Διότι, και αν επάγωνται μικράν πρόσκαιρον διατάραξιν, περί ταύτης θα μεριμνώσι τα μέτρα, τα οποία πάντως θα ληφθώσι διά των υφισταμένων και ανεξαρτήτων αυτής ανωμαλιών. Διότι, όταν ομιλώμεν περί μεταρρυθμίσεων, έχομεν βεβαίως πάντες υπ’ όψιν όχι απολύτως μειώσεις φορολογίας, αλλά διαρρυθμίσεις του φορολογικού συστήματος, αποληγούσας, χάρις εις την κρείττονα κατανομήν των βαρών, εις μείζονα απόδοσιν εν τέλει. Διότι η αποδοτικότης της φορολογίας εν τω συνόλω είναι στενώς συνηρτημένη μετά της ευστοχίας του συστήματος της εκδηλουμένης εν τη αναλογωτέρα κατανομή της επιβαρύνσεως. Και, προκειμένου περί των μεταρρυθμίσεων των φορολογιών, των προοριζομένων να δώσωσι την οριστικήν μορφήν του φορολογικού συστήματος, και ίνα μελετηθώσι τα περί ταύτην, θεωρώ αδύνατον την πραγματοποίησιν αυτών, άνευ συνδυασμού προς την διοικητικήν μεταρρύθμισιν. Έχω την πεποίθησιν, ότι εάν δεν επικρατήσωσιν εν τη διοικητική οργανώσει της χώρας άλλαι αρχαί από τας μέχρι τούδε κρατησάσας είναι αδύνατον να έχωμεν και υγιά οικονομικήν κατάστασιν. Είναι νομίζω εύθετος ο καιρός, ίνα μελετηθώσι τα περί τούτων και τεθώσιν αι βάσεις, εφ’ ων μόνον δύναται να στηριχθή εδραίως το μέλλον. Έχω την πεποίθησιν, ότι τότε μόνον θα επιτευχθούν αίσια αποτελέσματα, όταν εισαχθή σύστημα διοικητικόν, θέτον τον πολίτην εις την θέσιν ν’ αντιληφθή εκ της ιδίας του ενεργείας τον φόρον ουχί ως επιβάρυνσιν επί ξένου προς αυτόν σκοπού, αλλά ως εισφοράν διά τα αυτόν διαφέροντα. Και ίνα γίνη τούτο ανάγκη να οργανωθή η χώρα κατά περιφερείας, οίας κατά το δυνατόν της υπάρξεως κοινών συμφερόντων των κατοικούντων 142


αυτάς ενδεικνύει. Ανάγκη να δημιουργηθή η ευχέρεια εις τους εν τη περιφερεία κατοικούντας, ίνα διά της ιδίας αυτών βουλήσεως απ’ ευθείας εκδηλουμένης, και όχι κατ’ απόφασιν αντιπροσώπων, αφ’ ενός μεν επεκτείνωσι τον κύκλον της ομαδικής των δράσεως, αφ’ ετέρου δ’ επιβάλλωσιν εις εαυτούς την εισφοράν των προς τούτο μέσων. Είναι, ανάγκη, κύριοι, να εισαχθή σύστημα διοικητικόν επιτρέπον να γεννηθώσιν αυτοδιοικούμενοι κύκλοι με ζωήν πραγματικήν, την ζωήν, την οποίαν δίδει μόνη η ύπαρξις κοινών συμφερόντων, η συνείδησις της υπάρξεως αυτών και η θέλησις της προς ικανοποίησιν αυτών εργασίας, διά της διαθέσεως εξ ιδίων των προς τούτο μέσων. Μέχρι τούδε ενομίσαμεν, ότι η διοίκησις οργανούται διά νόμων και διά των εκάστοτε αυτοσχεδιασμάτων των εισηγητών των σχετικών νόμων. Και κατασκευάσαμεν χαρτίνους οργανισμούς, έχοντας αυτήν μόνον εν τη φαντασία των αυτοσχεδιαστών των. Είναι καιρός ν’ αφήσωμεν και την πραγματικότητα να επιτελέση το δημιουργικόν αυτής έργον, παρέχοντες μόνον μετά προθυμίας την κύρωσιν του Κράτους εις τα αποτελέσματα της ενεργείας αυτής. Είναι καιρός να παράσχωμεν εις τους πολίτας, εάν και όπου και όταν έχωσι την συνείδησιν κοινών αναγκών, την ευχέρειαν να ενεργήσωσιν ιδία βουλήσει και εξ ιδίων μέσων προς ικανοποίησιν αυτών. Ο νομός καθιστάμενος νομικόν πρόσωπον, προικιζόμενος με όργανα αυτοδιοικήσεως διά της εκλογής των οικούντων τον τόπον οριζόμενα, να δύναται να επεκτείνη τον κύκλον της δράσεως αυτού, τη αποφάσει των οικούντων αυτόν. Εκ της αποφάσεως ταύτης θα εξαρτηθή, όχι μόνον η ανάληψις έργων εκ των υπό του Κράτους επιχειρουμένων, επί εκχωρήσει αναλόγων προσόδων του Κράτους, αλλά και η ανάληψις έργων αφορώντων τας κοινάς εκείνας ανάγκας, τας οποίας οι οικούντες τον νομόν, ήθελον κρίνει, τα οποία οι ίδιοι ήθελον αποφασίσει να εισφέρωσι. Υπό τον νομόν μικροτέρα περιφερεία, ονομάσατέ την δήμον ή όπως θέλετε, θα δώση την ευχέρειαν δημιουργίας παρομοίων ζωντανών οργανισμών, αναπτυσσομένων αναλόγως των εκασταχού αναγκών, της συνειδήσεως αυτών και της υπάρξεως των προς ικανοποίησιν αυτών απαραιτήτων οργάνων και υλικών μέσων, της περί τούτων κρίσεως ανατεθειμένης εις τους οικούντας την περιφέρειαν. Τέλος η κοινότης, ήτοι ο οργανισμός του ενός συνοικισμού, θα αφεθή εις τους αποτελούντας τον συνοικισμόν, εκδηλούντας την θέλησιν αυτών εντός των υπό των νόμων τιθεμένων ορίων, να δημιουργηθή και να διαπλασθή, εκεί, όπου υπήρχε συνείδησις κοινών αναγκών, οίαν αυτήν και το διαθέσιμον προς χρησιμοποίησιν υλικόν, το προσωπικόν και το οικονομικόν, ενδεικνύουσι. Έχω την πεποίθησιν, κύριοι, ότι διά νομοθεσίας διοικητικής επί των αρχών τούτων ερειδομένης θα φθάσωμεν εις την δημιουργίαν οργανισμών ζωντανών κατωτέρων του Κράτους, εκ της κυριαρχικής εξουσίας αυτού αρυομένων την επιβολήν, αλλ’ εκ των ιδίων στοιχείων εμπνεομένων την ψυχήν και την κίνησιν. Βεβαίως τοιαύτη νομοθεσία δεν θα παραγάγη αμέσως τους καρπούς της καθ’ όλην την Ελλάδα ομοιομόρφως. Η πρόοδος όμως της χώρας, η εν παντί σημείω εκδηλουμένη, πρόοδος πνευματική και πρόοδος υλική, μοι δίδει σταθεράν την ελπίδα, ότι δεν θα παρέλθη μακρός χρόνος, ότε ο εις μετά τον άλλον θα ανακύψωσιν εκ των ιδίων αυτών δυνάμεων οι ζωντανοί αυτοί οργανισμοί, βοηθούντες το Κράτος εις την εκπλήρωσιν της αποστολής του, την ικανοποίησιν των ομαδικών αναγκών. Και θα γίνη δυνατόν διά των οργανισμών τούτων φυσιολογικώς, λειτουργούντων, να διαρρυθμισθώσι προσηκόντως τα της αμέσου φορολογίας, περιερχομένης βαθμηδόν εις αυτούς, αναδεχομένους και τας αντιστοίχους επιβαρύνσεις του Κράτους, διά της αναδοχής πολλών εκ των έργων, τα οποία ήδη το Κράτος ατελώς επιτελεί. Διότι υπό τοιούτους όρους αμέσου διαθέσεως υπέρ των περιφερειακών αναγκών και ευχερέστερον θα τίθεται ή θα αυξάνεται, δικαιότερον θα κατανέμεται, και ασφαλέστερον θα βεβαιούται και 143


πληρέστερον θα εισπράττεται πας φόρος εξ εκείνων προς τους οποίους τόσον δυσμενώς διάκειται παρ’ ημίν ο φορολογούμενος, πας άμεσος φόρος. Δεν ομιλώ περί του σοβαροτάτου από απόψεως πολιτικής διαπαιδαγωγήσεως αποτελέσματος τοιούτου συστήματος. Είναι καιρός, κύριοι, ο πολίτης ν’ αρχίση ερωτώμενος και ν’ αποφασίζη και περί πραγμάτων και όχι μόνον περί προσώπων. Είναι καιρός να τεθή όχι μόνον προ του ερωτήματος τις ο καταλληλότερος αντ’ αυτού ν’ αποφασίση περί των αφορώντων αυτόν, αλλά και προ του άλλου σοβαρωτέρου, τι αυτός ο ίδιος θ’ αποφασίζη περί των διαφερόντων αυτόν και περί της προς ενέργειαν αυτών εισφοράς. Μόνον, όταν τεθή προ του ερωτήματος αυτού θα αποκτήση την συνείδησιν της αυτοβουλίας του, αλλά και την συναίσθησιν της ευθύνης του. Και με αυτά τα δύο θα αισθανθή, ότι είναι η δύναμις, ότι εξ αυτού απορρέουσι τα πάντα, αλλά και αυτόν βαρύνουσι πάσαι αι συνέπειαι της τυχόν αστοχίας του. Αλλά περί τούτων δεν πρόκειται ήδη. Τας ιδέας ταύτας έρριψα, διότι έχω την πεποίθησιν, ότι μόνον επί της βάσεως διοικητικού συστήματος, εμπνεομένου υπό τοιούτων αρχών, θα γίνη δυνατή προσήκουσα διαρρύθμισις της φορολογίας, διά της καταλλήλου διαρρυθμίσεως των αμέσων φόρων. Ταύτα όμως, αποτελούντα παρέκβασιν, αφορώσι την οριστικήν κατεύθυνσιν των πραγμάτων, ην νομίζω ενδεδειγμένην, ίνα και η διοίκησις προαχθή και τα οικονομικά εδραιωθώσιν, αλλά τα προβλήματα τα δύο, τα μεγάλα, τα οποία ανέπτυξα αλληλένδετα ορθούνται προ ημών απειλητικά και αξιούσι τον άμεσον καθορισμόν της πολιτικής, την οποίαν θ’ ακολουθήση το Κράτος κατά την μεταβατικήν περίοδον, της οποίας είναι επιβεβλημένον να χαραχθώσιν από του νυν πάντες οι σταθμοί, τόσον ως προς τας αυξήσεις των δαπανών, των οποίων δύναται να γίνη κατανομή, όσον και ως προς τας αυξήσεις των προσόδων, ούτως ώστε, αποκαθισταμένης όσον οίοντε ταχύτερον, της ισοζυγίσεως να γίνεται δυνατόν να συμβαδίζωσιν αμφότερα ταύτα ισοτελώς εις την περαιτέρω εξέλιξίν των. Περί τούτου, περί της πολιτικής της μεταβατικής αυτής περιόδου της εξυγιάνσεως ουδέν ανακοινοί η Κυβέρνησις, πείθον, ότι έχει τοιαύτην. Έχομεν πάντως ακλόνητον πεποίθησιν επί την οικονομικήν δύναμιν της χώρας, η οποία δύναται να επαρκέση επί πάσας τας ανάγκας και μετ’ ανέσεως να παράσχη τα μέσα εις το Κράτος, ίνα εκτελέση τους σκοπούς αυτού. Αλλ’ ίνα η οικονομική αύτη δύναμις της χώρας υπάρξη και προαχθή έχει ανάγκην από δύο τινά. Το Κράτος να παράσχη πάσας εκείνας τας εξυπηρετήσεις των ομαδικών αναγκών, εις ας ουδεμία ιδιωτική πρωτοβουλία δύναται να επαρκέση. Αλλά, παρ’ αυτό και υπέρ αυτό, έχει ανάγκην η εξυπηρέτησις της κοινωνίας, να αποτραπή πάσα αδεξία και άστοχος διαρρύθμισις των του Κράτους οικονομικών, και αυτών καθ’ εαυτά και εν τη επαφή των προς αυτόν, διά της ατέχνου φορολογίας. Διότι αδεξία και άστοχος διαρρύθμισις τούτων θα ηδύνατο να τα παραβλάψη. Αλλά προς τούτο χρειάζεται εκείνο, το οποίον και άλλοτε από του βήματος τούτου συνέστησα προς την Κυβέρνησιν· χρειάζεται εργασία, οίαν δυστυχώς δεν εμφανίζει η Κυβέρνησις. Αλλά χρειάζεται και από μέρους του Κοινοβουλίου όσον ένεστι πλήρης συναίσθησις των προσηκόντων αυτώ δικαίων, ων η άσκησις αποτελεί υπέρτατον καθήκον. Διότι διά της ασκήσεως αυτών συγκρατείται μεν εις τας παραβάσεις, κεντρίζει δε προς την ορθήν κατεύθυνσιν. Αλλά χρειάζεται υπέρ αμφότερα ταύτα και της δημοσίας γνώμης ζωντανή εμφάνισις εν τη παρακολουθήσει πάσης πολιτικής ενεργείας, μετ’ αμειλίκτου κριτικού πνεύματος. Του πνεύματος τούτου η εμφάνισις αποτελεί την μόνην απόδειξιν της ζωής, της υγείας της δημοσίας γνώμης, η οποία μόνη, όταν υπό τοιούτου πνεύματος εμπνέηται, είναι ο κύριος παράγων παντός ελευθέρου πολιτεύματος. Άνευ τοιούτου πνεύματος διέποντος την δημοσίαν γνώμην, η λειτουργία παντός ελευθέρου πολιτεύματος καθίσταται τύπος κενός, χρήσιμος μόνον να επαναπαύση τους αφελεστέρους, των οποίων η αντίληψις δεν εισδύει πέραν της επιφανείας. Επιβάλλεται, ίνα και οι τρεις ούτοι παράγοντες της προόδου της 144


χώρας υπάρχουσιν εν πλήρει ενεργεία. Η χώρα εργάζεται, προάγεται, ακμάζει, και μετά πεποιθήσεως ατενίζει προς αίσιον μέλλον. Οι διαχειριζόμενοι τα του Κράτους καθήκον έχουσι, ζωογονούμενοι από την αυτήν έμπνευσιν, να καταστήσωσι το Κράτος αντάξιον των προόδων τούτων, ώστε να γείνη αντάξιον και των πόθων και των αγώνων των γενεών του παρελθόντος, αλλά και της μεγαλουργού δράσεως της γενεάς της παρούσης»175. Ο Δημήτριος Γούναρης,με τοποθετήσεις όπως η προπαρατεθείσα, θεωρήθηκε ευλόγως από πολλούς πολιτικούς παρατηρητές της εποχής αδιαφιλονίκητος εκφραστής των αντιπολιτευόμενων την κυβέρνηση Βενιζέλου πολιτικών δυνάμεων. Το γεγονός, μάλιστα, ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος υποχρεώθηκε κατά την ίδια συζήτηση να απαντήσει προσεκτικά στις αιτιάσεις του Αχαιού πολιτικού, επιβεβαιώνει ότι και αυτός είχε αξιολογήσει ανάλογα την εμφάνιση του Δημητρίου Γούναρη. Αποδεικνύοντας, έτσι, πως εκείνος πλέον ήταν ο βασικός του πολιτικός αντίπαλος. Ενόσω, όμως, στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό άρχιζε πλέον να δεσπόζει η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Δημήτριο Γούναρη και τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο μέτωπο του πολέμου, σημειωνόταν αξιοπαρατήρητη κινητικότητα. Η αποτυχία των γερμανικών δυνάμεων να διασπάσουν τη γαλλική αμυντική γραμμή στον ποταμό Μάρνη κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων της 5ης έως 13ης Σεπτεμβρίου 1914, επέφερε τη σταθεροποίηση του Δυτικού Μετώπου, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση συνέβαλε και η επιτυχής απόκρουση της πρώτης αυστριακής επίθεσης εναντίον της Σερβίας. Την κατάσταση, όμως, έμοιαζε να ανατρέπει η απόφαση της οθωμανικής αυτοκρατορίας της 30ης Οκτωβρίου 1914 να εισέλθει στον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας, προσθέτοντας τις δυνάμεις της στο πλευρό των «Κεντρικών Δυνάμεων». Υπό το φως των νέων εξελίξεων, στις αρχές Νοεμβρίου 1914, ο Βενιζέλος, βρέθηκε προ της ανάγκης να τοποθετηθεί επί του επαναδιαβιβασθέντος σερβικού αιτήματος για την ενεργοποίηση της ελληνοσερβικής Συνθήκης Συμμαχίας, σε περίπτωση που η Σερβία δεχόταν ένα ισχυρότερο κύμα αυστριακών επιθέσεων176. Η επιτυχής απόκρουση από τα σερβικά στρατεύματα της αναμενόμενης αυστριακής επίθεσης στις 6 Νοεμβρίου 1914 αποσυμπίεσε την πίεση άμεσης απάντησης στο αίτημα αυτό, άφησε όμως ξανά σε εκκρεμότητα το ζήτημα του βαθμού δέσμευσης της Ελλάδας από τις διατάξεις της ελληνοσερβικής Συνθήκης Συμμαχίας. Έτσι, ο Βενιζέλος με αυστηρώς εμπιστευτική εγκύκλιό του στις 24 Νοεμβρίου 1914 προς τις ελληνικές πρεσβείες Λονδίνου, Παρισίων και Πετρουπόλεως, αποσαφήνισε ότι εξαρτούσε την ελληνική στάση από την εξασφάλιση της συμπράξεως της Βουλγαρίας, αλλά και της Ρουμανίας, στον κοινό αγώνα των συμμαχικών δυνάμεων, δεδομένου μάλιστα ότι η ήδη από τον Οκτώβριο του 1914 επίσημη είσοδος της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των κεντρικών αυτοκρατοριών διαμόρφωνε νέα δεδομένα που η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει. Με την είσοδο του νέου χρόνου (του 1915), το ενδιαφέρον των δυνάμεων της «Αντάντ» για την ενίσχυση της Σερβίας από την Ελλάδα έγινε εντονότερο, με αποτέλεσμα να αρχίσουν πλέον να κάνουν λόγο για ανταλλάγματα προς τη χώρα μας. Έτσι, στις 10 Ιανουαρίου 1915, ο πρέσβης της Αγγλίας στην Αθήνα πληροφόρησε την ελληνική κυβέρνηση ότι οι δυνάμεις της «Συνεννοήσεως» ήταν διατεθειμένες να υποσχεθούν στην Ελλάδα «σοβαρά ανταλλάγματα εις Μικράν Ασίαν, εάν αύτη έσπευδεν εις βοήθειαν της Σερβίας»177. Οι δυνάμεις της «Αντάντ», ωστόσο, θεωρούσαν αναγκαίο να συνοδευτεί η ελληνική υποστήριξη προς τη Βλ. Εφημερίς Συζητήσεων της Βουλής, ΙΘ΄ Περιόδου, Γ΄ Συνόδου, 18 Δεκεμβρίου 1914. Το αίτημα αυτό, είχε πρωτοδιατυπωθεί από τον Σέρβο Πρωθυπουργό Πάσιτς στις 15 Ιουλίου 1914, λίγες μόλις ημέρες πριν την αυστριακή εισβολή και είχε απαντηθεί από τον Ελ. Βενιζέλο και πάλι διά της συναρτήσεως της ελληνικής στάσης από τη στάση της Βουλγαρίας. Βλ. Σπυρίδων, Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 10, σελ. 16,17 και επ. 177 Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 10, σελ. 22. 175 176

145


Σερβία με τη διασφάλιση ανάλογης στήριξης και από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Έδειχναν γι’ αυτό διατεθειμένες, προκειμένου να πετύχουν τη σύμπραξη της Βουλγαρίας, να υποσχεθούν σε αυτήν «εδαφικά ανταλλάγματα εις Μακεδονίαν»178. Ο Βενιζέλος, δεν ήταν κατ’ αρχήν αντίθετος σε αυτήν την πρόταση, ιδίως εφ’ όσον η παροχή ανταλλαγμάτων προς τη Βουλγαρία στη Μακεδονία θα προερχόταν από τη Σερβία. Τη θέση του αυτή τη διατύπωσε εγγράφως προς τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄, με την πρώτη από τις τρεις απόρρητες επιστολές του της κρίσιμης εκείνης περιόδου, που επρόκειτο να μείνουν ευρύτερα γνωστές ως «υπομνήματα», την οποία απέστειλε στις 11 Ιανουαρίου 1915, σημειώνοντας μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα: «Ήδη καλούμεθα να μετάσχωμεν του πολέμου όχι πλέον προς εκτέλεσιν ηθικών απλώς υποχρεώσεων αλλ’ επί ανταλλάγμασι, τα οποία πραγματοποιούμενα θα δημιουργήσουν μίαν Ελλάδα μεγάλην και ισχυράν, τοιαύτην, οποίαν ουδ’ οι μάλλον αισιόδοξοι ηδύναντο να φαντασθώσι καν προ ολίγων ακόμη ετών. Προς επιτυχίαν των μεγάλων τούτων ανταλλαγμάτων πρόκειται βεβαίως να αντιμετωπισθώσι και μεγάλοι κίνδυνοι. Αλλά μετά μακράν και βαθείαν μελέτην του ζητήματος καταλήγω εις την γνώμην ότι τους κινδύνους τούτους οφείλομεν ν’ αντιμετωπίσωμεν. (...) Απέναντι δε των κινδύνων, εις ους θα εκτεθώμεν μετέχοντες του πολέμου, υπάρχει η προσδοκία, προσδοκία βάσιμος, ως ελπίζω, του να σώσωμεν το μέγα μέρος του εν Τουρκία Ελληνισμού, και να δημιουργήσωμεν μίαν μεγάλην και ισχυράν Ελλάδα. Και αν ακόμη απετυγχάνομεν, θα είχαμεν ήσυχον την συνείδησιν ότι ηγωνίσθημεν και υπέρ της διασώσεως των εν δουλεία εισέτι ομογενών μας, οίτινες τον έσχατον διατρέχουσι κίνδυνον, και υπέρ των γενικωτέρων συμφερόντων της ανθρωπότητος και της ανεξαρτησίας των μικρών λαών, ην θα διακινδυνεύση ανεπανορθώτως η Γερμανοτουρκική επικράτησις»179. Η πρόταση, πάντως, αυτή της Αγγλίας δεν είχε συνέχεια, καθώς η Ρουμανία αρνήθηκε κάθε σύμπραξη στήριξης προς τη Σερβία, ενώ η Βουλγαρία ζητούσε άμεση κατάληψη της Μακεδονίας, πράγμα που βεβαίως δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ο Βενιζέλος, παρά την τελική άρνηση της Ρουμανίας, εν τούτοις, επέμεινε στις θέσεις που είχε διατυπώσει στην αρχική επιστολή του προς τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄ και με δεύτερο υπόμνημά του, της 17ης Ιανουαρίου 1915, υπογράμμιζε ότι συνέφερε την Ελλάδα η σύμπραξη με τις δυνάμεις της «Αντάντ», μιας και τα οφέλη που θα αποκόμιζε θα αντιστάθμιζαν και θα υπερκάλυπταν τις όποιες παραχωρήσεις ενδεχομένως θα αναγκαζόταν να κάνει. Σημείωνε συγκεκριμένα στο δεύτερο αυτό υπόμνημά του: «Τοιαύτη ευκαιρία, οία η σήμερον εμφανιζομένη, είναι δύσκολον και όλως απίθανον να παρουσιασθή και πάλιν εις τον Ελληνισμόν όπως καταρτίση αρτίαν την εθνικήν αυτού υπόστασιν. Εάν δεν μετάσχωμεν του πολέμου, οιαδήποτε και αν είναι η έκβασις αυτού, χάνεται δι’ ημάς οριστικώς, κατά ανθρώπινον υπολογισμόν, ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας. Εάν μεν νικήση η Τριπλή Συνεννόησις, θα διανεμηθούν οι Δυνάμεις αυτής, είτε μόναι είτε μετά της Ιταλίας, και την Μικράν Ασίαν μετά της λοιπής Τουρκίας. Εάν δε νικήση η Γερμανία μετά της Τουρκίας, όχι μόνον οι εκδιωχθείσαι ήδη εκ Μικράς Ασίας 200.000 Ελλήνων δεν θα έχουν ελπίδα τινά επιστροφής εις τας εστίας των, αλλά και ο αριθμός των εκδιωχθησομένων εισέτι δύναται να λάβη τρομακτικάς διαστάσεις. (...) Πως είναι δυνατόν, ούτως εχόντων των πραγμάτων, να αφήσωμεν να παρέλθη η υπό της θείας προνοίας παρεχομένη ημίν ευκαιρία όπως πραγματοποιήσωμεν τα τολμηρότερα ημών εθνικά ιδεώδη; Όπως δημιουργήσωμεν Ελλάδα περιλαμβάνουσα πάσας σχεδόν τας χώρας, εν αις εκράτησεν ο Ελληνισμός κατά τον μακρότατον αυτού ιστορικόν βίον; 178 179

Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 10, σελ. 22. Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 152.

146


Ελλάδα περιλαμβάνουσαν ευφορωτάτας εκτάσεις, ασφαλίζουσας δε εις ημάς την επικράτησιν εν τω Αιγαίω πελάγει;»180 Ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ έδειξε να συμφωνεί με τις θέσεις αυτές του Ελευθερίου Βενιζέλου, όμως η επακολουθήσασα οριστική πλέον πρόσδεση της Βουλγαρίας στο άρμα των «Κεντρικών Δυνάμεων» ματαίωσε οποιαδήποτε σκέψη προσεταιρισμού της. Έτσι, εξ αιτίας της ορατής πια βουλγαρικής απειλής, ο Βενιζέλος υποχρεώθηκε να απαντήσει αρνητικά στην «Αντάντ», προκαλώντας δυσάρεστη έκπληξη στις δυνάμεις που την αποτελούσαν. Στο μεταξύ, όμως, και ενώ οι διεργασίες αυτές βρίσκονταν σε πλήρη ανάπτυξη, στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας, ενέσκυψε νέα κρίση που έμελλε στην τελική κατάληξή της να οδηγήσει στη ρήξη των σχέσεων ανάμεσα στον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Απαρχή της νέας αυτής κρίσης υπήρξε η απόφαση του Βενιζέλου να θέσει σε αργία τον αρχηγό του Επιτελείου, υποστράτηγο Βίκτορα Δούσμανη, στις 28 Ιανουαρίου 1915, με αφορμή τη δημοσιοποίηση των απόψεών του για την κατάσταση που επικρατούσε στο Στράτευμα, οι οποίες ήταν εμφανώς διαφοροποιημένες από τις θέσεις της κυβέρνησης επί του θέματος αυτού. Η καθυστέρηση του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ να δηλοποιήσει στον Βενιζέλο το αν εγκρίνει ή όχι την παύση του Δούσμανη, οδήγησε τον πρωθυπουργό την ίδια ημέρα να υποβάλει την παραίτηση της κυβέρνησής του, την οποία ανακάλεσε όταν αργότερα -την ίδια πάντα ημέρα- ο βασιλέας με δική του επιστολή του ανακοίνωσε «μετά μεγάλης λύπης» ότι συναινεί στην ενέργειά του αυτή181. Η νέα αυτή κρίση στις σχέσεις ανωτάτου άρχοντος-πρωθυπουργού, δεν έμελλε όμως να μείνει εκεί. Αναζωπυρώθηκε, με ιδιαίτερη αυτή τη φορά δριμύτητα, με αφορμή το ζήτημα της συμμετοχής ή όχι της Ελλάδας στη συμμαχική επιχείρηση της προσβολής των Δαρδανελλίων με στόχο την απόσπασή τους από την Τουρκία και κατ’ επέκτασιν από τον έλεγχο των «Κεντρικών Δυνάμεων». Ο Βενιζέλος είχε ταχθεί αναφανδόν υπέρ της αποδοχής της πρότασης της «Αντάντ» να συμμετάσχει η Ελλάδα στις σχετικές επιχειρήσεις, με δύναμη της τάξης ενός σώματος στρατού (απαρτιζόμενου από 3 μεραρχίες), όπως προέβλεπε σχέδιο του Γενικού Επιτελείου Στρατού για την κατάληψη της χερσονήσου της Καλλιπόλεως, που είχε εκπονηθεί από το 1914 από τον Αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Μεταξά. Την κίνηση αυτή, απέκλειε ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄, επικαλούμενος νεώτερες σχετικές αρνητικές εισηγήσεις της στρατιωτικής ηγεσίας. Στις 17 Φεβρουαρίου 1915, ο Βενιζέλος απέστειλε προς τον βασιλέα το τρίτο υπόμνημά του, με το οποίο συνηγορούσε ενθέρμως υπέρ της ελληνικής συμμετοχής στο πλευρό της «Αντάντ» στις επιχειρήσεις των Δαρδανελλίων, σημειώνοντας μεταξύ των άλλων σε αυτό: «Τίνα κέρδη θα συνεκομίζομεν διά της μετοχής ημών εις την κατά των Δαρδανελλίων και Κωνσταντινουπόλεως επίθεσιν των Συμμάχων, δεν είναι ανάγκη να εξάρω. Αφ’ ενός μεν θα συνεπράττομεν και ημείς εις την ρύθμισιν του ζητήματος της Κωνσταντινουπόλεως και των Στενών - και γνωρίζει η Υμετέρα Μεγαλειότης ότι αρίστην του ζητήματος τούτου λύσιν διά τα εθνικά συμφέροντα εν τω παρόντι χρόνω νομίζω την διεθνοποίησιν της Κωνσταντινουπόλεως και των Στενών. Αφ’ ετέρου δε έχομεν να προσδοκώμεν, εν περιπτώσει νίκης της Τριπλής Συνεννοήσεως, τας υπεσχημένας ήδη ημίν εδαφικάς παραχωρήσεις εν Μικρά Ασία. (...) Δεν θα ήτο δε υπερβολική αισιοδοξία να δεχθή τις ότι και την Κύπρον εν τοιαύτη περιπτώσει θα παρεχώρει η Αγγλία, όταν γνωρίζη, ως η Υμετέρα Μεγαλειότης, τι αντηλλάγη περί του ζητήματος τούτου εν Λονδίνω κατά Ιανουάριον 1913 μεταξύ των Άγγλων υπουργών των Οικονομικών και των Ναυτικών και εμού»182. Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 152. Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 10, σελ. 32 - 33. 182 Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 152. 180 181

147


Η διχοστασία μεταξύ Ανωτάτου Άρχοντος και Πρωθυπουργού επί του χειρισμού ενός μείζονος εθνικής σημασίας ζητήματος ήταν πλέον ξεκάθαρη και φαινόταν αγεφύρωτη. Την επόμενη ημέρα, στις 18 Φεβρουαρίου 1915, ο βασιλέας συγκάλεσε Συμβούλιο του Στέμματος με τη συμμετοχή, πέραν του ιδίου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, και όλων των πρώην πρωθυπουργών, καθώς και των επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Κατά τη διεξαχθείσα συζήτηση, ο Ελευθέριος Βενιζέλος υποστήριξε ενθέρμως την επιλογή του να συμμετάσχει η Ελλάδα στην επιχείρηση των Δαρδανελλίων, παραδέχθηκε όμως ότι οι ενστάσεις που διατυπώνονταν στο υπόμνημα του Επιτελείου Στρατού, που είχε συνταχθεί από τον Ιωάννη Μεταξά, μπορούσαν να δημιουργήσουν εύλογο προβληματισμό. Και γι’ αυτό, ζήτησε την πραγματοποίηση μιας νέας συνεδρίασης του Συμβουλίου του Στέμματος, κατά τη διάρκεια της οποίας να εξετίθεντο λεπτομερέστερα οι εκατέρωθεν θέσεις. Πράγματι, η συνεδρίαση του Συμβουλίου του Στέμματος επαναλήφθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1915. Στη συνεδρίαση αυτή, εξετάστηκαν ενδελεχώς τόσο οι θέσεις του Γενικού Επιτελείου Στρατού, όσο και οι προτάσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου. Προβαίνοντας σε ένα διαπραγματευτικό ελιγμό, εκείνος πρότεινε η συμμετοχή της Ελλάδας στην επιχείρηση των Δαρδανελλίων να περιοριζόταν στην παρουσία μιας μόνο μεραρχίας, υπογράμμιζε δε ότι ναι μεν αναγνώριζε το δικαίωμα του βασιλέως σε περίπτωση διαφωνίας με τον πρωθυπουργό να προχωρήσει στο διορισμό νέας κυβέρνησης, αλλά κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν, στην περίπτωση που η νέα κυβέρνηση δεν θα στηριζόταν στη δεδηλωμένη της Βουλής, τη διάλυσή της και την προκήρυξη νέων εκλογών. Στη συζήτηση που ακολούθησε, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ έδειξε να μην διαφωνεί πλήρως με τις θέσεις Βενιζέλου. Οι επιτελείς του στρατού επέμεναν στην απορριπτική τους στάση, ενώ από τους συμμετέχοντες πρώην πρωθυπουργούς ο μεν εκπεφρασμένα προσανατολισμένος υπέρ της Γερμανίας Γεώργιος Θεοτόκης, πρόβαλε χλιαρές αντιδράσεις στις εισηγήσεις Βενιζέλου, οι δε Δημήτριος Ράλλης, Στέφανος Δραγούμης, Κυριακούλης Μαυρομιχάλης και Αλέξανδρος Ζαΐμης έδειξαν να συμμερίζονται τις απόψεις του183. Τελικά, στις 21 Φεβρουαρίου 1915, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ συναντήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, και παρά τις περί του αντιθέτου προσδοκίες του πρωθυπουργού, του ανακοίνωσε την άρνησή του να συναινέσει στη συμμετοχή της Ελλάδας στην επιχείρηση των Δαρδανελλίων, υπογραμμίζοντάς του ότι θεωρούσε επικίνδυνη την εμπλοκή της Ελλάδας την εποχή εκείνη σε πόλεμο χωρίς την παροχή επαρκών εγγυήσεων για την ακεραιότητά της. Αμέσως, ο Βενιζέλος, εμμένοντας αμετακίνητα στις επιλογές του, υπέβαλε στον ανώτατο άρχοντα την παραίτηση της κυβέρνησής του. Μετά την αποδοχή της παραίτησης Βενιζέλου, εκλήθη από τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, να σχηματίσει κυβέρνηση. Την επόμενη ημέρα, 22 Φεβρουαρίου 1915, ο Αχαιός πολιτικός απάντησε αρνητικά στην πρόταση του βασιλέα, δηλώνοντάς του ότι δεν ήταν διατεθειμένος να κυβερνήσει χωρίς τη στήριξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για την ψήφιση των αναγκαίων «υπηρεσιακών νομοσχεδίων» και ότι δεν θεωρούσε σκόπιμο να ασκήσει εξουσία διά «διαταγμάτων». 3.4 Η πρώτη κυβέρνηση Γούναρη Μπροστά στο αδιέξοδο που διαφαινόταν, ο βασιλέας βολιδοσκόπησε τον παλαίμαχο πολιτικό Στέφανο Σκουλούδη, προκειμένου να σχηματίσει αυτός κυβέρνηση, ώστε να βγει η χώρα από την πολιτική και θεσμική κρίση, στην οποία κινδύνευε να περιπέσει. Εκείνος, αρνήθηκε και υπέδειξε στον ανώτατο άρχοντα να στραφεί στη λύση Δημητρίου Γούναρη, ως την καταλληλότερη για την υπέρβαση της πολιτικοθεσμικής εμπλοκής, που απειλούσε τη χώρα σε μια κρίσιμη φάση της εθνικής της πορείας. Πράγματι, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄, Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 154 - 155 και Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 10, σελ. 47 - 53.

183

148


ο οποίος ήθελε να αποφύγει την πρωθυπουργοποίηση κάποιου από τους ηγέτες του «παλαιού» πολιτικού κόσμου, καθώς εκτιμούσε ότι στερούνταν λαϊκής στήριξης και ταυτόχρονα διέβλεπε ότι η λύση του δυναμικά ανερχόμενου Αχαιού πολιτικού θα μπορούσε να εξασφαλίσει ισχυρό λαϊκό έρεισμα στη νέα κυβέρνηση, απευθύνθηκε στον Γούναρη. Ο οποίος, σταθμίζοντας τα δεδομένα και τους δυναμικά διαμορφούμενους πολιτικούς συσχετισμούς, αποδέχθηκε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και μετά διήμερο, στις 24 Φεβρουαρίου 1915, κατάρτισε την πρώτη κυβέρνησή του, η οποία ορκίστηκε αυθημερόν. Ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης, διατήρησε για τον εαυτό του το Υπουργείο Στρατιωτικών, ενώ τα υπόλοιπα Υπουργεία στελεχώθηκαν ως εξής: Εξωτερικών: ΓεώργιοςΧριστάκης Ζωγράφος, Εσωτερικών: Νικόλαος Τριανταφυλλάκος, Δικαιοσύνης: Παναγής Τσαλδάρης, Ναυτικών: Νικόλαος Στράτος, Οικονομικών: Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Συγκοινωνιών: Γεώργιος Μπαλτατζής, Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως: Χαράλαμπος Βοζίκης, και Εθνικής Οικονομίας: Αθανάσιος Ευταξίας184. Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Γούναρη, καθώς έβαζε τέλος στο αδιέξοδο διακυβέρνησης της χώρας, που διαφαινόταν ορατό σε μια κρίσιμη για τη διεθνή θέση της Ελλάδας εποχή, έγινε αρχικά δεκτός από μεγάλη μερίδα του τύπου με αισθήματα ικανοποίησης. Και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, πως ακόμη και προσκείμενες στο «Κόμμα Φιλελευθέρων» εφημερίδες, στα πρώτα 24/ωρα που ακολούθησαν μετά την ανάληψη των πρωθυπουργικών καθηκόντων από τον Αχαιό πολιτικό, δεν δίσταζαν να εξάρουν τα προσόντα και τις ικανότητές του185. Ακριβώς για να φανεί το θετικό κλίμα με το οποίο έγινε αποδεκτή από τον Τύπο της εποχής η ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Δημήτριο Γούναρη, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν εδώ, εντελώς ενδεικτικά, τα δημοσιεύματα δύο εφημερίδων της εποχής εκ των οποίων η μία ανήκε στους υποστηρικτές του Αχαιού πολιτικού και η άλλη επρόσκειτο μαχητικά στο «Κόμμα Φιλελευθέρων». Συγκεκριμένα, η υποστηρίζουσα τις απόψεις του Δημητρίου Γούναρη και ευρύτερα της ως τότε αντιπολιτευόμενης τον Βενιζέλο παράταξης, εφημερίδα των Αθηνών, Χρόνος, στο φύλλο της 24ης Φεβρουαρίου 1915, έγραφε πλήρης ενθουσιασμού στο βασικό της άρθρο τα ακόλουθα: «Η δεινή κρίσις ετερματίσθη. Ο Λαός ανέπνευσε. Μετά ηθικής συγκεντρώσεως, αλλά και πλήρους πεποιθήσεως προς το μέλλον, αναλαμβάνει τέλος η Χώρα την προτέραν της γαλήνην. Ο μέγας την ψυχήν και τετραγωνικός την αντίληψιν Βασιλεύς, ο οποίος δεν εδίστασε να θέση τον σιδηρούν του βραχίονα μεταξύ της πατρίδος και μιας πιθανώς μεγαλοφαντάστου, ασφαλώς όμως παρακεκινδυνευμένης, τυχοδιωκτικής και αιματηράς πολιτικής, ενεπιστεύθη χθες τας τύχας της χώρας εις τον μόνον άνδρα, όστις πραγματικώς ευρίσκεται εις το ύψος των περιστάσεων. Τον Δημ. Γούναρην. Υπό θυελλώδεις συνθήκας και εν μέσω μιας ατμοσφαίρας γεμάτης από δηλητηριώδεις ατμούς, υπόπτους ψιθύρους, διαβολάς και απειλάς ακόμη, ατμοσφαίρας τεχνητής, η οποία παρεσκευάσθη επιτηδείως διά να φέρη προς αδιέξοδον, αναλαβών την αρχήν ο διαπρεπής εκ Πατρών πολιτευτής, διά ταύτης και μόνης της πράξεως εβούλωσε διά παντός το στόμα εκείνων, οι οποίοι μας τον παριστάνουν ως ένα διστακτικόν άνθρωπον, μόνον της θεωρίας, απέδειξε σπάνιον σθένος ψυχής και απεκάλυψεν ηρωϊκήν ιδιοσυγκρασίαν, εισερχομένην μεγαλοπρεπώς εις τον στίβον της ιστορικής δράσεως. Αφού πρώτον εβύθισε το φιλοσοφικόν του βλέμμα εις τα πράγματα και ανεμέτρησε με υπέροχον διαύγειαν την κατάστασιν, έλαβε με γοργότητα ανδρικότητα Ρωμαίου την απόφασίν του, εζήτησε καθαρά και τετραγωνικά όσα είχε να ζητήση από το Στέμμα, και έδραξε με χείρα στιβαράν Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 117 - 118. Ένα καλειδοσκόπιο των σχετικών δημοσιευμάτων της εποχής βλ. στο Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 115 - 117.

184 185

149


το πηδάλιον του Κράτους, τοποθετηθείς διά μιας εις το αυτό επίπεδον ψυχικού μεγέθους προς τον λατρευτόν Βασιλέα. Εδώ είναι ολόκληρον το υποδειγματολογικόν παρελθόν του Δημ. Γούναρη διά να βεβαιώση, ότι δεν είναι ο άνθρωπος των επιπολαίων και σπασμωδικών φιλοδοξιών, ώστε να κλείση τα μάτια και να σπεύση να τας ικανοποιήση αντί πάσης θυσίας. Διότι υπήρξε μία στιγμή επίσης θυελλώδης της Επαναστάσεως της 15ης Αυγούστου, εν τη εξελίξει της οποίας είχον και πάλιν στραφή προς αυτόν, την ψυχήν της ηρωϊκής εκείνης ομάδος των Ιαπώνων, τον κεραυνόν του Κοινοβουλευτικού βήματος, τον θερμότατον υπερασπιστήν των λαϊκών δικαίων, τον εμπνευσμένον μεταρρυθμιστήν. Αλλά ποίος δεν ενθυμείται ότι, αν και πρώτος δημιουργός αυτός και θρέμμα της ανορθωτικής ατμοσφαίρας, μολαταύτα επροτίμησε ν’ αφήση να διαφύγη τότε η ευκαιρία, επροτίμησε να του κολλήσουν τον αχάριστον χαρακτηρισμόν του υπερβολικώς αναλυτικού και διασκεπτικού πολιτικού, να τον κατηγορήσουν ότι αποφεύγει τας ευθύνας, παρά να προδώση τα συνταγματικά του φρονήματα και τας πολιτικάς του ιδέας; Ώστε, κατά την ιστορικήν ταύτην ώραν, πρέπει πάντες μέχρι και του τελευταίου να είμεθα απολύτως πεπεισμένοι ότι διά να αναλάβη αδιστάκτως την αρχήν ο Δημ. Γούναρης σημαίνει ότι εσχημάτισε την πεποίθησιν, ότι πρόκειται να υπηρετήση προ παντός την πατρίδα. Από τους ιδίους τους φίλους του απελθόντος Πρωθυπουργού εμορφώθη μία θεωρία, κατά την οποίαν ούτος αντεπροσώπευε το Κράτος τρόπον τινά εξ ενστίκτου, εκ φυσικής έλξεως προς την δύναμιν και την ισχύν. Ο Δημήτριος Γούναρης έρχεται να αντιπροσωπεύση σήμερον το Κράτος εξ ηθικού καθήκοντος. Διότι τούτο ακριβώς διακρίνει τον διαπρεπή εκ Πατρών πολιτευτήν από πάσας τας μεγάλας πολιτικάς φυσιογνωμίας της Ελλάδος της τελευταίας πεντηκονταετίας, ότι είναι μορφή όχι μόνον υπερόχου ψυχικής ακτινοβολίας, αλλά και λεπτοτάτης ηθικής συνειδήσεως. Ο Βενιζέλος ωδηγείτο εις την δράσιν του από τας φυσικάς του ωθήσεις, τας εμπνεύσεις, τας διαισθήσεις. Ο Δημ. Γούναρης είναι ο άνθρωπος της διαβρωτικής ερεύνης, αλλά και της απολύτου πίστεως προς το ηθικόν καθήκον, το οποίον αποτελεί την μόνην του κινητήριον δύναμίν του. Ο Βενιζέλος είναι ένστικτον. Ο Γούναρης είναι νους και συνείδησις. Την μεγάλην του οικονομικήν πολιτικήν, την μεταρρυθμιστικήν και λαοσωτήριον, εις την αρχήν της εκτελέσεως της οποίας τον ανέκοψεν η εξέγερσις της φαυλοκρατίας, δεν είχεν εμπνευσθή, όπως άλλοι, εκ της απλής οσφρήσεως των λαϊκών ορέξεων. Είχεν επιστημονικήν περί αυτής πεποίθησιν και, άπαξ έχων την πεποίθησιν, εθεώρησεν αδιστάκτως ότι έχει και το καθήκον να πέση μαχόμενος υπέρ αυτής, ευγενής και ηρωϊκός πρόδρομος της ανορθώσεως, προχωρημένος κήρυξ της μετ’ ολίγον ανατολής της νέας διά την Ελλάδα πολιτικής εποχής. Η πτώσις του εκείνη αληθώς υπήρξεν ο τιμιώτερος μεγαλόσταυρος της λαϊκής αγάπης και εμπιστοσύνης. Τα κύματα της Επαναστατικής οργής, τα οποία μετ’ ολίγον εσάρωσαν όλας τας ψευδείς πολιτικάς αξίας, έκλιναν ευλαβώς την χαίτην των προ του Δ. Γούναρη. Κατά ποίον τρόπον διεχειρίσθησαν, οι αναλαβόντες τότε, την κολοσσιαίαν ισχύν, την οποίαν προσέδωκεν εις αυτούς το μέγα Εθνικόν κίνημα, και μάλιστα από εσωτερικής απόψεως δεν είναι τώρα η κατάλληλος στιγμή να εξετάσωμεν. Δι’ εν και μόνον από της απόψεως αυτής επευφημούμεν από καρδίας σήμερον τον λαοφίλητον Βασιλέα: Ότι, περιβαλών διά της εμπιστοσύνης Αυτού άνδρα της φωτεινής διανοίας, της ευρυμαθείας του ηθικού ύψους του Δ. Γούναρη, δεν ασφαλίζει μόνον το γόητρον του Κράτους εξωτερικώς, αλλά και δίδει μίαν διέξοδον προς αποκατάστασιν συνθηκών ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος, όπερ πολύ έπασχεν εσχάτως εκ των ιδιοτροπιών μιας κεκαλυμμένης μεν, αχαλινώτου όμως δικτατορίας». Αλλά και το φιλοβενιζελικό Έθνος, επίσης στο φύλλο του της 24ης Φεβρουαρίου 1915, σε άρθρο του υπό τον τίτλο «Το κοινόν φρόνημα διά τον νέον Πρωθυπουργόν κ. Γούναρην», 150


με όλη την αυτονόητη -λόγω της πολιτικής του γραμμής- συγκράτηση που επεδείκνυε, δεν υστερούσε εν τούτοις στη διατύπωση επαίνων προς το πρόσωπο του νέου πρωθυπουργού, καθώς και στην έκφραση ελπίδων για την ευόδωση της αποστολής που αναλάμβανε, γράφοντας: «Ο σχηματισμός της νέας Κυβερνήσεως υπό τον κ. Δημ. Γούναρην ενεποίησεν αγαθήν εντύπωσιν. Νέος ανήρ ο κ. Γούναρης, απολαμβάνει της γενικής εκτιμήσεως, ως έχων αναμφισβητήτους αρετάς και ευρύτατα μελετήσας τας πολιτειακάς ανάγκας και πάντοτε διακριθείς επί ειλικρινεία, ως και εν τη παλαιοκομματική εποχή αναδειχθείς συνεπεία μεγάλης αξίας, ως πρώτος ίσως αναπετάσας την σημαίαν της καταλύσεως των προσωπικών κομμάτων και της επί τη βάσει ιδεών και αρχών δημιουργίας πολιτικών μερίδων. Και είναι βέβαιον ότι ο νυν εκτός της Κυβερνήσεως μεγαλεπήβολος Κυβερνήτης αείποτε μεθ’ όλως ιδιαιτέρας εκτιμήσεως ωμίλησε διά τον ήδη διάδοχόν του, προς αυτόν δε πρωτίστως απέβλεπεν ως κορυφήν της αντιπολιτεύσεως, καθ’ όσον ουδόλως ηδύνατο να φαντασθή ότι η νέα Ελλάς θα επέστρεφέ ποτε εις τους κατά το παρελθόν ηγέτας. Διά του σχηματισμού λοιπόν Κυβερνήσεως υπό τον κ. Γούναρην συνεχίζεται η υψίστη πολιτική αρχή, καθ’ ην εν τη αναγεννηθείση Ελλάδι αρχηγοί της Πολιτείας αναδεικνύονται νέοι άνδρες, πραγματικών αρετών και ανεγνωρισμένης αξίας. Αφ’ ετέρου δε τίθεται τέρμα εις επικίνδυνον αντικανονικότητα της πολιτικής καταστάσεως και επαναφέρεται εν πλήρει ισχύϊ το πολίτευμα, αφού η νέα Κυβέρνησις λαμβάνει το δικαίωμα της διαλύσεως της Βουλής. Κοινή νυν η ευχή, όπως η νέα Κυβέρνησις, περιλαμβάνουσα προ παντός, ως μέλη, άνδρας ανεγνωρισμένης αξίας, δυνηθή να ανταπεξέλθη εις το κρισιμώτατον των περιστάσεων, ενασκήση δε πολιτικήν συμφέρουσαν εις το Κράτος. Ύψισται και δειναί αι περιστάσεις, κολοσσιαίαι δ’ αι ευθύναι της νέας Κυβερνήσεως, διαδεχομένης υπουργείον, όπερ παραλαβόν Ελλάδα έκπτωτον υλικώς, παραδίδει νυν ακμαίον και θαυμαστόν υπό πάσαν έποψιν Κράτος. Ο κ. Γούναρης, όταν του επροτάθη κατά την επανάστασιν να διακυβερνήση την χώραν, εδίστασε προ του όγκου των ευθυνών, ουδέ συνεζήτησε δε την προς αυτόν πρότασιν. Απείρως μεγαλείτεραι ήδη αι εξωτερικαί ευθύναι. Το ζήτημα τίθεται καθαρώς από τον μέγαν πολιτευτήν, όστις ηδυνήθη να ίδη μεγαλυνομένην την Ελλάδα. Η πεφωτισμένη κοινή συνείδησις το βροντοφωνεί. Ο τέως Κυβερνήτης έπεσεν εν τη ενασκήσει της μεγαλοπράγμονος πολιτικής. Εν τη εφαρμογή της πολιτικής εκείνης, ήτις εν απολύτω πεποιθήσει επί τας δυνάμεις του έθνους και εν δεξιωτάτω χειρισμώ των διεθνών σχέσεων και εν θαυμαστή παρασκευή του Κράτους, ήγεν εις την δημιουργίαν ουχί πλέον της έτι μείζονος, αλλά της πραγματικώς μεγάλης Ελλάδος. Δεν εξετάζομεν την στιγμήν ταύτην την ουσίαν του ζητήματος, προβαίνοντες εις αμφισβητήσεις. Αρκετά συνεζητήθη. Και αρκεί η προσωπικότης του Ελευθερίου Βενιζέλου, ίνα αποδείξη, ότι όλοι αυτοί οι θρύλοι περί κολοσσιαίων κινδύνων και περί της εν πλήρει αβεβαιότητι επεμβάσεως της Ελλάδος είναι μυθεύματα αστήρικτα. Ο κ. Βενιζέλος δεν επεκτείνεται εις τας ανακοινώσεις του, έχων υπ’ όψει του τα συμφέροντα της πατρίδος, γνωρίζωμεν δ’ άλλως τε ότι θα ομιλήσωσι τα γεγονότα και ενισχυόμενος εις τας μέχρι τούδε δηλώσεις του από τα δημοσιεύματα του ημιεπισήμου ξένου τύπου. Δεν εξετάζομεν λοιπόν τας αμφισβητήσεις. Αλλ’ είναι πάντως μέγα το γεγονός ότι ο δημιουργός της νέας Ελλάδος κυβερνήτης, ο χθες έτι και παρά του γερμανικού τύπου κηρυσσόμενος πρώτος πολιτικός της Ευρώπης, έπεσε διεκδικών την εμπράγματον πλήρωσιν του μεγάλου ονείρου περί αναστάσεως του αρχαίου Βυζαντίου. Εν τοιαύτη στιγμή και εν τοιαύτη πολιτική έπεσεν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η νέα Κυβέρνησις πως θα πολιτευθή; Νυν, οπότε παρήλθεν ο σάλος, δεινόν επέρχεται το αγωνιώδες ερώτημα, μήπως τώρα πλέον η πολιτική αύτη της ευμενούς προς την Σερβίαν ουδετερότητος σημαίνει την επικράτησιν πολιτικής συντηρητικής, πολιτικής απλής συντηρήσεως των κεκτημένων; Πολιτικής μη 151


αποβλεπούσης πλέον εις το μέλλον, όπερ ανήκει εις τον Ελληνισμόν, αλλά εις το παρόν, όπερ είναι κληρονομία του παρελθόντος, έχουσα ανάγκην νέας δράσεως προς στερέωσιν και απόδοσιν νέων καρπών: Το έθνος ουδόλως θα ηδύνατο ν’ ανεχθή την εγκατάλειψιν της τοιαύτης πολιτικής. Γνωρίζει ότι η κατεύθυνσις αύτη είναι καταδίκη του Ελληνισμού και της φυλής, του Κράτους. Τούτο το αγωνιώδες συναίσθημα συνέχει την Ελληνικήν ψυχήν, καθ’ ην στιγμήν, ενώ εις την Ελλάδα γίνεται πολιτική κρίσις, η Ρουμανία και η Βουλγαρία παρασκευάζονται προς ταχίστην επέμβασιν, εξαγγέλλει δ’ ο ιταλικός τύπος ότι είναι καιρός να δράση η Ιταλία, ίνα λάβη την κληρονομίαν της θνησκούσης Τουρκίας. Ο κ. Δημήτριος Γούναρης ας προσέξη εις τούτο. Ας μη συνδέση την άνοδόν του εις την αρχήν με την πτώσιν των ιδεωδών του Γένους. Και είναι τοιαύται αι στιγμαί, ώστε θα ηθέλομεν ευθύς εξ αρχής να διαψευσθώσιν οι θρύλοι, ους διασπείρουσιν απαίσιοι κόρακες του παρελθόντος, ότι ευρέθη τάχα η περίστασις, όπως δημιουργηθή διά της αρχής νέον παγκυρίαρχον κόμμα, κατασυντριβή δε κομματικώς ο κ. Βενιζέλος. Ο κ. Δ. Γούναρης είναι αρκούντως ευφυής και ειλικρινής, ώστε να γνωρίζη ότι την ισχύν και την πολιτικήν υπεροχήν του θα δημιουργήσωσι μόνον αι πραγματικαί υπηρεσίαι προς το Κράτος, η επιτυγχάνουσα διπλωματική δεξιότης, η αποχή από παλαιοκομματικών μεθόδων, η αποκλειστική προσήλωσις προς την ανωτάτην έννοιαν του Κράτους και του Έθνους. Ούτως εστηρίχθη και κυριαρχεί ζων εις την κοινήν συνείδησιν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Δι’ αυτόν φίλοι και υποστηρικταί εν τη Βουλή ήσαν αι υπηρεσίαι προς το Κράτος. Δι’ αυτόν τα φημιζόμενα περίφημα στελέχη του κόμματος και αι ομαδικαί ψήφοι των εκλογέων εις ουδέν ήσαν. Το γνωρίζουσι κάλλιστα οι ισχυροί κομματάρχαι, οίτινες κατά καιρούς επροθυμοποιήθησαν να του προσφέρουν τας υπηρεσίας των. Αυτή είναι η πραγματική αλήθεια. Η εξασφάλισις κομματικών κεφαλαίων είναι πολύ μικρά διά την πολιτικήν κατίσχυσιν εις την μεγάλην Ελλάδα. Την δύναμιν δίδει η κοινή γνώμη. Και η κοινή γνώμη, η πεφωτισμένη πλέον και διαυγής γνώμη του Ελληνικού λαού, σχηματίζεται διά των πραγματικών υπηρεσιών προς το Κράτος και διά της πραγματικής αφοσιώσεως εις τας νέας ιδέας. Και δεν κατασυντρίβεται ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Διότι είναι Ιδέα. Διότι είναι Αλήθεια. Διότι είναι ο σιδηρούς πολιτικός, όστις ουχί εις πρόσωπα, αλλ’ εις αρχάς και ευρείας γενικάς υπηρεσίας και εις την ανάστασιν της Ελλάδος εβάσισε την ισχύν του. Και εάν τον εγκατέλειπον όλοι οι φίλοι του, το ίδιον θα ήτο δι’ αυτόν. Διότι είναι ο νους. Η ψυχή. Η ηθική δύναμις! Δεν γράφομεν ταύτα διά τον κ. Γούναρην, καθ’ όσον είναι αδύνατον να φαντασθώμεν ότι αυτός θα ήγετο εκ τοιούτων προθέσεων. Ουδέ το πιστεύομεν. Το γράφομεν μόνον διά τα ερπετά, άτινα διαλαλούσι ταύτα εις τας αγυιάς και εις τινας των εφημερίδων. Τα γράφομεν υπέρ αυτού τούτου του κ. Γούναρη, όστις δύναται να αποτελέση ημών την ετέραν διαρκή κορυφήν εν τω Κοινοβουλίω, είτε, αν δεν δυνηθή να εξιχθή εις την άφθαστον υπεροχήν του εκ Κρήτης πολιτευτού, δύναται πάντως ν’ αποτελέση, ως αυτός ούτος ο Ελ. Βενιζέλος επεζήτησε, την ισχυράν αντίρροπον δύναμιν, ήτις απαιτείται και επιβάλλεται από το κοινοβουλευτικόν πολίτευμα. Ο κ. Δημ. Γούναρης είχε διστάσει να αναλάβη τας ευθύνας της διακυβερνήσεως και αναδημιουργίας του Κράτους κατά την εποχήν της επαναστάσεως. Ευχόμεθα ολοψύχως, όπως μη μετανοήση, διότι δεν εδίστασε να αναλάβη τον νυν όγκον των ευθυνών εν στιγμαίς, καθ’ ας η Ελλάς διέρχεται κρίσιν, ομοία της οποίας είναι κατ’ ευτυχή σύγκρισιν μόνον η κατά την 29 Μαΐου 1453. Θα ήτο συμφορά ανυπολόγιστος ο μετέπειτα δισταγμός. Και ασχέτως των εθνικών συνεπειών, θα απετέλει επίσης και μίαν κοινοβουλευτικήν απώλειαν η αποτυχία ανδρός, όστις πάντως εις ομαλάς περιστάσεις, λόγω των εμβριθών μελετών, της υπερόχου μορφώσεως και της ανεγνωρισμένης ευθύτητός του, θα απετέλει μίαν εγγύησιν διά την πλήρη εσωτερικήν ανακαίνισιν εν τω Κράτει. 152


Κοινή και απόλυτος η ευχή, όπως μη αποτύχη ο. κ. Γούναρης. Πρωτίστως ευχή του Ελευθερίου Βενιζέλου, όστις την ιδικήν του ισχύν και υπεροχήν ουδέποτε εξήρτησε και ουδέποτε θα εξαρτήση εκ της πτώσεως των άλλων. Πάντες νυν εν Ελλάδι, από του Άνακτος μέχρι του τελευταίου πολίτου, εύχονται, όπως ο κ. Γούναρης αναδειχθή οποίος απαιτείται παρά των κρισίμων περιστάσεων. Και ας διακηρύξωμεν ότι πάντως ο κ. Γούναρης ουδέν, απολύτως ουδέν, θα ίδη παρεντιθέμενον πρόσκομμα από τον τέως πρωθυπουργόν, αποβλέποντα αποκλειστικώς εις την ευόδωσιν των συμφερόντων του Κράτους». Η ευφορία αυτή, όμως, δεν έμελλε να διαρκέσει για πολύ. Ο Γούναρης, δεν ήταν ιδεολογικά «αποχρωματισμένος» και ουδέτερος πολιτικός όπως ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Ήταν ένας πολιτικός με ξεκάθαρες ιδεολογικοπολιτικές απόψεις και διακριτές διαφοροποιήσεις από την πολιτική του Βενιζέλου στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και γι’ αυτό άλλωστε, από πολλές πλευρές εθεωρείτο το αντίπαλο δέος του Κρητικού πολιτικού. Έτσι, η άνοδός του στην εξουσία θορύβησε τον Βενιζέλο και το στενό επιτελείο των συνεργατών του, και σύντομα πυροδότησε έντονες αντιδράσεις από την πλευρά του «Κόμματος Φιλελευθέρων», στις οποίες πρωτοστάτησαν ιδίως οι φιλικές προς αυτό εφημερίδες. Οι επιθέσεις του φιλο-βενιζελικού τύπου κατά του Γούναρη ήταν μετωπικές με έντονο το στοιχείο των προσωπικών βολών εναντίον του. Κατηγορήθηκε για πολλά τότε ο Γούναρης. Μεταξύ των άλλων, οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον εγκαλούσαν ότι: «είχε διορισθή ως Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ολιγαρχίας», ενώ δεν δίσταζαν πλαστογραφώντας τις θέσεις του αναφορικά με τον εξωτερικό προσανατολισμό της χώρας, να τον κατηγορούν ότι: «ήτο Γερμανόφιλος, ότι εστερείτο εθνικού αισθήματος και ότι ήτο εχθρός της Αντάντ»186. Ο Γούναρης, μετά από μία μικρή περίοδο αμυντικής στάσης, θεωρώντας ότι πίσω από τις εναντίον του επιθέσεις βρισκόταν ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, άλλαξε τακτική και αποφάσισε να περάσει στην αντεπίθεση. Έτσι, στις 14 Μαρτίου 1915, δόθηκε στη δημοσιότητα μία κυβερνητική ανακοίνωση που επιχειρούσε να ξεκαθαρίσει το τοπίο από τις τεχνηέντως καλλιεργούμενες συγχύσεις αναφορικά με την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Γούναρη. Το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης αυτής έχει ως εξής: «Η Κυβέρνησις αποδίδουσα μεγίστην σημασίαν εις την γαλήνην και την αταραξίαν της κοινής γνώμης διά την προσήκουσαν διεξαγωγήν των εξωτερικών υποθέσεων, αισθάνεται την επιτακτικήν ανάγκην να διαψεύση τα οθενδήποτε λεγόμενα ή γραφόμενα, κατά τα οποία η Ελλάς, μη εξελθούσα εν ωρισμένη στιγμή της ουδετερότητος, απώλεσε μεγάλην ευκαιρίαν προς πραγματοποίησιν των Εθνικών πόθων. Η διαφορά των αντιλήψεων της Κυβερνήσεως προς την προκάτοχον αυτής, ανάγεται εις την εκτίμησιν της σοβαρότητος αναμφισβητήτων κινδύνων της ακεραιότητος της χώρας συνδεομένων μετά της αμέσου ενεργείας. Η Κυβέρνησις εργάζεται προς αποφυγήν των κινδύνων τούτων άνευ παραχωρήσεων, τας οποίας άλλοι, δεν ησθάνοντο, ίσως ασυμβιβάστους προς τα εθνικά συμφέροντα, τα οποία, έχει την συναίσθησιν, ότι ούτω μόνον πράττουσα, εξυπηρετεί. Η Κυβέρνησις έχουσα την συνείδησιν, ότι κοινόν πάντες έχομεν το ενδιαφέρον ίνα προσήκουσα γένηται η διαχείρισις των Εθνικών ζητημάτων, τουθ’ όπερ πάντοτε ήγαγεν εις τον αποκλεισμόν παντός πολιτικού ανταγωνισμού, επί τούτων πέποιθεν, ότι θα νοηθή υπό πάντων, το επιβεβλημένον εθνικόν καθήκον να μη διαταράσσηται η Δημοσία γνώμη δι’ ανακοινώσεων, περί της ακριβείας των οποίων δεν δύναται να χωρήση συζήτησις άνευ αποκαλύψεων, αντικειμένων εις την προσήκουσαν διαχείρισιν των Εθνικών υποθέσεων»187. 186 187

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 118. Το πλήρες κείμενο της σχετικής ανακοίνωσης, βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 120.

153


Η αποστροφή που διαλαμβανόταν στην κυβερνητική ανακοίνωση περί της πρόθεσης των πολιτικών της αντιπάλων να προβούν σε παραχωρήσεις αντίθετες προς τα εθνικά συμφέροντα, εκλήφθηκε από τον Βενιζέλο ως υπαινιγμός που αποτελούσε δεινή κατηγορία εναντίον του. Έτσι, αντιδρώντας άμεσα, με επιστολή του προς τον υπουργό Εξωτερικών Γεώργιο-Χριστάκη Ζωγράφο, αφού σημείωνε ότι ο προλεχθείς υπαινιγμός αφορά την πολιτική του, ζητούσε εμφατικά την έκδοση διορθωτικού κυβερνητικού ανακοινωθέντος, που να τον αποκαθιστά. Στην επιστολή εκείνη του Βενιζέλου, απάντησε στις 19 Μαρτίου 1915, ο υπουργός Εξωτερικών, Γ.-Χ. Ζωγράφος, παραπέμποντάς τον σε επιστολή που είχε απευθύνει προς τον πρώην πρωθυπουργό την ίδια εκείνη ημέρα ο Γούναρης. Στη δική του επιστολή της 19ης Μαρτίου 1915 προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο Δημήτριος Γούναρης, υπογράμμιζε τα ακόλουθα: «Κύριε Πρόεδρε, Μοι ανεκοινώθη η προς τον κ. επί των Εξωτερικών υπουργόν υμετέρα επιστολή, η αφορώσα το ανακοινωθέν της Κυβερνήσεως. Με όλην την διάθεσιν, την οποίαν είχον να προέλθω εις συζήτησιν των εν τη επιστολή υμών γραφομένων, ο τρόπος καθ’ ον έχει διατυπωθή η επιστολή αύτη υμών μοι επιβάλλει να περιορισθώ εις την βραχείαν ταύτην δήλωσιν. Τα πράγματα είναι γνωστά εις υμάς. Αι γνώμαι και αποφάσεις τας οποίας εισηγήθητε διά των υμετέρων υπομνημάτων ως πολιτικήν υμών, δεν διέφυγον βεβαίως της υμετέρας μνήμης. Δεν δύνασθε όθεν να παραγνωρίσητε ότι η περικοπή του κυβερνητικού ανακοινωθέντος, εν τω οποίω δηλούται, ότι η πολιτική της Κυβερνήσεως, εννοεί να εργασθή προς αποφυγήν του Βουλγαρικού κινδύνου άνευ παραχωρήσεων, τας οποίας άλλοι, ίσως, ησθάνοντο όχι ασυμβιβάστους προς τα εθνικά συμφέροντα, είναι ωχροτάτη εμφάνισις της αντιθέσεως της υμετέρας πολιτικής προς την της Κυβερνήσεως. Η περικοπή αύτη εκφράζεται μετά πολλής επιφυλάξεως απλών υποψιών περί υπάρξεως και πολιτικής αντιλήψεως διαφόρου προς την της Κυβερνήσεως, ενώ τα υμέτερα υπομνήματα βεβαιούσι την ύπαρξιν παρ’ υμίν θετικής πολιτικής αποφάσεως περί αποτροπής του βουλγαρικού κινδύνου και επιδιώξεως της συγχρόνου εξόδου της Βουλγαρίας εκ της ουδετερότητος, διά της παραχωρήσεως εις αυτήν των Καζάδων Σαρή-Σαμπάν, Καβάλλας και Δράμας. Δεν ελησμονήσατε, ότι εις τα υπομνήματά σας εφθάσατε μέχρι του κανονισμού των λεπτομερειών της ανταλλαγής των πληθυσμών, των κατά την κρίσιν σας υπό παραχώρησιν μερών. Τα πιθανά ανταλλάγματα, εδαφικά τε και πολιτικά, των οποίων μνείαν ποιείσθε εν τη υμετέρα επιστολή, είναι ανταλλάγματα, όχι του προς αποτροπήν του εκ Βουλγαρίας κινδύνου παραχωρήσεων, τας οποίας εισηγήθητε, αλλά της εξόδου της χώρας εκ της ουδετερότητος. Τα ανταλλάγματα ταύτα είναι, εν η περιπτώσει ήθελεν αποφασισθή έξοδος εκ της ουδετερότητος, επιδιωκτέα εξ ίσου κατά τε την πολιτικήν της Κυβερνήσεως την αποκρούουσαν τας προς εξουδετέρωσιν του εκ Βουλγαρίας κινδύνου εδαφικάς παραχωρήσεις, και κατά την πολιτικήν την υμετέραν την δεχομένην τοιαύτας, δεν αποτελούσι δε σημείον διακρίσεως μεταξύ της πολιτικής της Κυβερνήσεως και της υμετέρας. Συνεπώς ουδεμίαν είχον θέσιν εν τω ανακοινωθέντι, το οποίον καταστάν αναγκαίον υπό των σφοδροτάτων καθημερινών υμών επιθέσεων κατά της πολιτικής της Κυβερνήσεως, εσκόπει μόνον να καθορίση ποία τα σημεία της διακρίσεως μεταξύ της πολιτικής ταύτης και της πολιτικής της υμετέρας. Διατελώ μετ’ εξόχου υπολήψεως Δ. Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ Αθήναι, 19 Μαρτίου 1915»188 188

Βλ. στο Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 121 - 122.

154


Η απάντηση του Γούναρη, κάθε άλλο παρά ικανοποίησε τον Βενιζέλο, ο οποίος κλιμακώνοντας την αντίδρασή του, απέστειλε στις 24 Μαρτίου 1915, νέα επιστολή, τη φορά αυτή απευθυνόμενη προς τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄, δια της οποίας ζητούσε την κάλυψη του ανωτάτου άρχοντα στις διατυπούμενες εναντίον του αιτιάσεις της κυβέρνησης, υπογραμμίζοντας μάλιστα χαρακτηριστικά μεταξύ των άλλων και τα εξής: «Εάν η Υμετέρα Μεγαλειότης ηρνείτο να μοι παράσχη την ζητουμένην δικαιοσύνην, εις εμέ θ’ απέμενεν μόνη η οδός, να αποσυρθώ της πολιτικής σκηνής, θέτων τέρμα εις το πολιτικόν μου στάδιον»189. Ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄, καθώς δεν ενομιμοποιείτο ως συνταγματικώς ανεύθυνος ανώτατος άρχοντας, να απαντήσει στον αρχηγό της αντιπολίτευσης και πολύ περισσότερο να εμπλακεί στην οξεία πολιτική διαμάχη ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, διαβίβασε την επιστολή Βενιζέλου προς τον πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος και του απάντησε με δική του επιστολή. Σε αυτήν, αναφερόμενος ιδιαίτερα στην παράγραφο της επιστολής Βενιζέλου δια της οποίας αυτός ζητώντας την κάλυψη του βασιλέως προανήγγειλε την πρόθεσή του να παραιτηθεί εφ’ όσον αυτή δεν θα του παρείχετο, ο Γούναρης σημείωνε: «Μετά την εξήγησιν ταύτην της εννοίας εις ην απέβλεπε το κυβερνητικό ανακοινωθέν, δεν δύναμαι να αφήσω απαρατήρητον το τελευταίον μέρος της υμετέρας επιστολής, χωρίς να εκφράσω την ειλικρινή θλίψιν μου, ότι πολιτικός ανήρ, εσκέφθητε να απομακρυνθήτε των πολιτικών αγώνων, δι’ ον εν τη υμετέρα επιστολή εκθέτετε λόγον. Εκ της κρατούσης παρ’ ημίν ειλικρινούς εφαρμογής του πολιτεύματος αποκλείεται προσωπική αντίθεσις πολιτικού ανδρός προς τον ανεύθυνον της Πολιτείας παράγοντα»190. Θεωρώντας ο Βενιζέλος, ότι δεν του παρεσχέθη από τον βασιλέα η κάλυψη που ζητούσε, σε ομιλία του στις 26 Μαρτίου 1915, στη συνέλευση των βουλευτών του «Κόμματος Φιλελευθέρων», τους γνωστοποίησε την απόφασή του να αποσυρθεί από την πολιτική, πράγμα το οποίο ανακοίνωσε επισήμως και προς τον ελληνικό λαό με δήλωσή του στις 2 Απριλίου 1915, σημειώνοντας ότι: «Απεχώρει εκ της πολιτικής». Αμέσως μετά αναχώρησε σε ταξίδι με προορισμό κατ’ αρχήν την Αίγυπτο και στη συνέχεια τη νήσο Λέσβο, απ’ όπου επέστρεψε μετά την αναγγελθείσα σοβαρή ασθένεια του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, στις αρχές Μαΐου 1915. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση Γούναρη, παράλληλα με τους περισπασμούς στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο, εκαλείτο να αντιμετωπίσει και τις πιεστικές απαιτήσεις που προέκυπταν από τις ευρισκόμενες σε εξέλιξη πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά και διπλωματικές διεργασίες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ιδίως μάλιστα μετά την αποτυχία της προσπάθειας των δυνάμεων της «Αντάντ» να καταλάβουν τα Δαρδανέλλια τον Μάρτιο του 1915. Έτσι, παρά τις εναντίον του Γούναρη αιτιάσεις της αντιπολίτευσης για τη δήθεν φιλο-γερμανική στάση του, δύο μόλις εβδομάδες μετά την αποτυχία της συμμαχικής επιχείρησης στα Δαρδανέλλια, σε συνάντησή του με τους πρέσβεις των δυνάμεων της «Αντάντ» στην Αθήνα, δήλωσε πως η Ελλάδα ήταν πρόθυμη και έτοιμη να συμπράξει μαζί τους, υπό την προϋπόθεση ότι θα της παρέχονταν όλες οι διασφαλίσεις που θα εγγυούνταν: «την εδαφικήν της ακεραιότητα και προστασίαν των εθνικών της δικαίων και θα επέτρεπαν την πραγματοποίησιν του κοινού σκοπού»191. Στην πρόταση αυτή της κυβέρνησης Γούναρη, που σημειωτέον έγινε και με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, η αντίδραση των δυνάμεων της «Αντάντ», στις 30 Μαρτίου 1915, υπήρξε απρόθυμη. Έτσι, ενώ εξέφραζαν την ικανοποίησή τους για την πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης, δεν έκαναν στην απάντησή τους καμία απολύτως Το πλήρες κείμενο της επιστολής Βενιζέλου προς τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄, βλ. στο Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 123 - 124. 190 Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 122. 191 Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 124. 189

155


νύξη για εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Παρ’ όλη, όμως, την αποθαρρυντική στάση των δυνάμεων της «Αντάντ», η κυβέρνηση Γούναρη εξακολούθησε τα ανοίγματα προσφοράς συνεργασίας προς αυτές. Τις κινήσεις της κυβέρνησης Γούναρη προς την κατεύθυνση αυτή, αποτυπώνει με ενάργεια, εμπιστευτικό τηλεγράφημα του τότε υπουργού Εξωτερικών Γεωργίου-Χριστάκη Ζωγράφου, προς τους πρέσβεις της Ελλάδας στις πρωτεύουσες των χωρών-μελών της συμμαχίας. Το τηλεγράφημα αυτό, που απεστάλει δύο ημέρες μετά την απάντηση του Γούναρη, στις 30 Μαρτίου 1915, στην ανακοίνωση των δυνάμεων της «Αντάντ», όπου ο πρωθυπουργός δήλωνε προς τους αντιπροσώπους των χωρών αυτών ότι «Η Ελλάς ήτο πρόθυμος να συμμετάσχει μαζί των εις πόλεμον, σκοπός του οποίου θα ήτο η διάλυσις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», είναι πολυτρόπως σημαντικό, καθώς δίνει με τον πλέον επίσημο και εμφατικό τρόπο τη γραμμή πλεύσης της τότε ελληνικής κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις της με την Τριπλή Συνεννόηση. Τα σημαντικότερα σημεία του βαρυσήμαντου αυτού διπλωματικού εγγράφου έχουν ως εξής: «Σπεύδω να σας πληροφορήσω, ότι ο πρωθυπουργός επέδωκε σήμερον την πρωΐαν, παρουσία εμού, εις τους πρεσβευτάς Γαλλίας, Ρωσίας και Αγγλίας εν Αθήναις, με την παράκλησιν να το τηλεγραφήσουν εις τας Κυβερνήσεις των, σημείωμα (notice), εγκριθέν υπό της Α. Μ. του Βασιλέως και του Υπουργικού Συμβουλίου, και του οποίου σας ανακοινώ το κείμενον: Αι επιχειρήσεις, τας οποίας ανέλαβον αι Δυνάμεις της Αντάντ εναντίον της Τουρκίας εφάνησαν, εξ αρχής, εις την Βασιλικήν Κυβέρνησιν παρέχουσαι εις την Ελλάδα έδαφος συνεργασίας μετ’ αυτών, εφ’ όσον, άλλως τε, εξειλίσσοντο εις την φυσικήν σφαίραν των εθνικών συμφερόντων. Ενώπιον της ευρύτητος, την οποίαν έδωκαν αι Δυνάμεις εις την δράσιν αυτήν, η Βασιλική Κυβέρνησις εδήλωσεν ήδη ότι ήτο έτοιμος να συνεργασθή μετ’ αυτών εν τω πολέμω κατά της Τουρκίας, αν της παρείχετο εγγύησις κατά του κινδύνου εχθρικής στάσεως της Βουλγαρίας. Εν τω κύκλω τούτω των ιδεών, έκρινεν ότι ηδύνατο να εξέλθη της ουδετερότητος ευθύς ως η Βουλγαρία απεφάσιζε να συνεργασθή ...»192. Η βούληση, ωστόσο, της κυβέρνησης Γούναρη να συνεργασθεί με τις δυνάμεις της «Αντάντ», δεν έδειχνε να τυγχάνει της ιδιαίτερης προθυμίας τους να ανταποκριθούν. Η αντίδραση των συμμαχικών δυνάμεων εξακολουθούσε να παραμένει επιφυλακτική, καθώς ως πρωταρχικό στόχο τους είχαν θέσει πλέον τον προσεταιρισμό της Βουλγαρίας, τον οποίο θεωρούσαν ότι θα αντιστρατευόταν μια προηγούμενη συμφωνία με την Ελλάδα. Εξίσου άκαρπες απέβησαν και οι προσπάθειες της κυβέρνησης Γούναρη να πετύχει τη συμφωνία των δυνάμεων της «Αντάντ» στους όρους που έθετε, προκειμένου να συμμετάσχει στον πόλεμο, που κατεβλήθησαν με την επιστράτευση παράλληλων εξωδιπλωματικών διαύλων, όπως έγινε με την ανάθεση στον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδος, που ήταν μόνιμα εγκατεστειμένος στο Παρίσι, της αποστολής να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις της γαλλικής ηγεσίας έναντι των ελληνικών αξιώσεων, στις 16 Απριλίου 1915. Απαντώντας επ’ αυτού του ελληνικού αιτήματος στις 19 Απριλίου 1915, ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Πουανκαρέ, ανέφερε προς τον Έλληνα πρέσβη στη γαλλική πρωτεύουσα Άθω Ρωμάνο, ότι η εγγύηση ακεραιότητας, την οποία ζητούσε η Ελλάδα, έπρεπε να διατυπωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην δημιουργεί ανυπέρβλητα εμπόδια στις δυνάμεις της «Αντάντ» που απέβλεπαν και στη συνεργασία της Βουλγαρίας, επαναλαμβάνοντας έτσι με τον πλέον σαφή τρόπο την απροθυμία της Συμμαχίας να δεχθεί τις ελληνικές προτάσεις193. Μέσα σε αυτό το κλίμα πυρετωδών διπλωματικών διαβουλεύσεων στο εξωτερικό πεδίο, αλλά και έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, τις συνθήκες αβεβαιότητας που επικρατούσαν στη χώρα επέτεινε η προλεχθείσα ασθένεια από πλευρίτιδα του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, η οποία εκδηλώθηκε την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου 192 193

Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ., σελ. 126 - 127. Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 127 - 128.

156


1915. Και ενώ στην αρχή η ασθένεια δεν ενέπνεε ιδιαίτερη ανησυχία, στη συνέχεια η καθημερινή επιδείνωση της υγείας του βασιλιά, που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του βουλητικού του μέχρι και της πλήρους σχεδόν αχρηστεύσεώς του για κάποιο χρονικό διάστημα, προκάλεσε αναστάτωση στο περιβάλλον του και δυσλειτουργίες στη διακυβέρνηση της χώρας, η οποία ήδη με Βασιλικό Διάταγμα, που είχε δημοσιευθεί στις 18 Απριλίου 1915, όδευε προς εκλογές, που είχαν προσδιοριστεί να πραγματοποιηθούν στις 31 Μαΐου της ίδιας χρονιάς. 3.5 Η ίδρυση του «Κόμματος Εθνικοφρόνων» - Οι εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 Στο περιβάλλον θεσμικής, πολιτικής και διπλωματικής ρευστότητας που είχε διαμορφωθεί, ο προγραμματισμός των εκλογών για τις 31 Μαΐου 1915, αποτελούσε για τις πολυκερματισμένες και κατάσπαρτες αντιπολιτευόμενες τον Ελευθέριο Βενιζέλο πολιτικές δυνάμεις, μια μεγάλη πρόκληση. Με την ως τότε κατάσταση εσωτερικών διαιρέσεων, ήταν από απίθανο έως αδύνατον να κατόρθωναν να αντιπαρατεθούν με αξιώσεις προς το συμπαγές, ενωμένο και ιδεολογικά διαυγές «Κόμμα Φιλελευθέρων» του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η αποτυχία της πρωτοβουλίας, που είχαν αναλάβει ο εκδότης και δημοσιογράφος Γεώργιος Πωπ και ο Δήμαρχος Αθηναίων Σπυρίδων Μερκούρης, αμέσως μετά την πρωθυπουργοποίηση του Δημητρίου Γούναρη, να ενοποιήσουν τις κατακερματισμένες δυνάμεις του αντιπολιτευόμενου τον Βενιζέλο πολιτικού χώρου, μέσα από τη δημιουργία μιας συλλογικής ηγεσίας, στην οποία θα συμμετείχε και ο Αχαιός πολιτικός, αύξησε τις ανησυχίες των στελεχών και της λαϊκής βάσης του χώρου αυτού για την τύχη του στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση194. Ο Δημήτριος Γούναρης, που δεν είχε αντιμετωπίσει με ιδιαίτερη θέρμη την κίνηση των Πωπ και Μερκούρη -καθώς ήθελε να αποφύγει την ταύτισή του με τις δυνάμεις του «παλαιού» πολιτικού κόσμου- αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος την πρωτοβουλία για την ίδρυση ενός νέου πολιτικού κόμματος, υπό τη δική του ηγεσία, με σαφές ιδεολογικοπολιτικό στίγμα, νέου τύπου οργανωτική διάρθρωση και απαρτιζόμενου κατά βάσιν από νέα πολιτικά πρόσωπα, με μεγαλύτερη εγγύτητα στις δικές του αντιλήψεις. Έτσι, περί τις αρχές Μαρτίου 1915 προχώρησε στην ίδρυση του «Κόμματος Εθνικοφρόνων», με βασικό πυρήνα τους πολιτευόμενους που είχαν λάβει μέρος στην προαναφερθείσα συνάντηση της Γαστούνης του Δεκεμβρίου 1911, στους οποίους προστέθηκαν και άλλοι πολιτικοί του συνεργάτες, καθώς και αρκετοί βουλευτές από το «Νεοελληνικό Κόμμα» του Δημητρίου Ράλλη, όπως και οι περισσότεροι βουλευτές του «Νεωτερικού Κόμματος» του Γεωργίου Θεοτόκη»195. Το «Κόμμα Εθνικοφρόνων», οργανώθηκε με βάση μια πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής οργανωτική δομή. Πρότυπο για τη σύνδεση της κεντρικής διοίκησης του κόμματος με τις τοπικές και τις περιφερειακές οργανώσεις αποτέλεσε το μοντέλο που εφαρμόστηκε στα Ιωάννινα, όπου ο πρόεδρος της επιτροπής και ο επικεφαλής του κομματικού συνδυασμού επιλέγονταν από τους ίδιους τους οπαδούς του κόμματος, ενώ και οι υπόλοιποι υποψήφιοι εκλέγονταν από τις τοπικές υποεπιτροπές της εκλογικής περιφέρειας. Το μοντέλο αυτό, ακολουθήθηκε, προσαρμοζόμενο στα τοπικά δεδομένα, και στις άλλες εκλογικές περιφέρειες της χώρας με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία. Τη σημαντικότερη οργανωτική εξάπλωση, πάντως, το «Κόμμα Εθνικοφρόνων», την πέτυχε στην περιοχή της Μακεδονίας, όπου με βάση τη Θεσσαλονίκη ιδρύθηκαν επιτροπές του στις Σέρρες, τη Δράμα, την Καβάλα, τον Λαγκαδά, τη Νάουσα, την Έδεσσα, τα Γιαννιτσά, την Κατερίνη και την Χαλκιδική, ενώ εξίσου σημαντική υπήρξε η οργανωτική του δικτύωση και στην Κρήτη, όπου 194 195

Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ., τόμος Β΄, σελ 881. Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ., τόμος Β΄, σελ 881 - 882.

157


το νεοσύστατο κόμμα αποτέλεσε πόλο συσπείρωσης όλων των αντιβενιζελικών δυνάμεων της Μεγαλονήσου196. Ιδεολογικά το «Κόμμα Εθνικοφρόνων» επιχείρησε να εκφράσει, σε μια ομολογουμένως μετριοπαθέστερη εκδοχή, τις ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές ιδέες και τις μεταρρυθμιστικές προτάσεις του ιδρυτή του, Δημητρίου Γούναρη. Με την «Εκλογική Διακήρυξη» και το «Πολιτικό Πρόγραμμά» του, που έδωσε στη δημοσιότητα το «Κόμμα Εθνικοφρόνων» στις 29 Μαρτίου 1915, προσδιόρισε τους βασικούς άξονες των επιλογών του, που είχαν ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους την έμφαση στον κοινωνικό ρόλο του κράτους, στη σημασία του για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και στις μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση και την παιδεία. Αξιοσημείωτο είναι το «άνοιγμα» που περιλαμβάνει το «Πολιτικό Πρόγραμμα» του κόμματος προς τις μειονότητες των «νέων χωρών» (των περιοχών δηλαδή, που είχαν ενσωματωθεί στο Ελληνικό Κράτος μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους), καθώς και η καινοτομία κάθε περιφερειακή επιτροπή να προβάλει στην περιοχή της κατά προτεραιότητα ένα ζήτημα υψηλού ενδιαφέροντος για τους κατοίκους της. Έτσι, λ.χ. η επιτροπή του κόμματος στη Θεσσαλονίκη προέβαλε την υποστήριξη των «υγιών» εθνικών ζητημάτων και των Μακεδονικών συμφερόντων197. Είναι προφανές πως ο Δημήτριος Γούναρης φιλοδοξούσε με πολιτικό όχημα το «Κόμμα Εθνικοφρόνων», να εκφράσει μια νέα πολιτική πλειοψηφία, που θα συμμεριζόταν τις (μετριοπαθέστερα έστω, διατυπωμένες) ριζοσπαστικές πολιτικές απόψεις του και το εκσυγχρονιστικό κοινωνικό αιτηματολόγιό του. Απορροφημένος, όμως, καθώς ήταν από τις ευθύνες διακυβέρνησης της χώρας, αλλά και από τους περισπασμούς που του δημιουργούσε η συνεχιζόμενη ασθένεια του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, ο Γούναρης ασχολήθηκε ελάχιστα με τις ανάγκες της προεκλογικής εκστρατείας των εκλογών της 31ης Μαΐου 1915. Και είναι χαρακτηριστικό επί του προκειμένου, πως καθ’ όλη τη σχετικά μακρά διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, πραγματοποίησε μόλις δύο δημόσιες προεκλογικές ομιλίες, μία στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Πάτρα, και μία, που αποτέλεσε και την κεντρική προεκλογική συγκέντρωση του «Κόμματος Εθνικοφρόνων» στην Αθήνα, στις 27 Απριλίου 1915. Αυτό, σε συνδυασμό με την κατεδαφιστική αντιπολιτευτική κριτική που του ασκούσαν οι αντιπολιτευόμενες το κόμμα του εφημερίδες, αλλά και τη δυστοκία που εμφάνιζαν οι διαπραγματεύσεις με τις δυνάμεις της «Αντάντ» για την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής φόρμουλας συμμετοχής της Ελλάδας στο συμμαχικό αγώνα, στοίχισε εκλογικά στο «Κόμμα Εθνικοφρόνων». Το οποίο, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι παρά την εξαιρετική για τα δεδομένα της εποχής οργανωτική επέκτασή του, δεν είχε κατορθώσει ακόμη στο σύντομο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από της ιδρύσεώς του μέχρι τις εκλογές να ολοκληρώσει την οργανωτική του συγκρότηση. Από τη δική του πλευρά, το «Κόμμα Φιλελευθέρων», παρά την απουσία του ίδιου του Ελευθερίου Βενιζέλου από την προεκλογική εκστρατεία και τη διεύθυνση της προεκλογικής του προσπάθειας από επιτροπή στελεχών του, υπό τον Εμμανουήλ Ρέπουλη, έδωσε ένα μαχητικό προεκλογικό αγώνα, υπεραμυνόμενο των επιλογών των κυβερνήσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου και προβάλοντας την ανάγκη υπερψήφισής του για τη συνέχιση του έργου που είχε επιτελεσθεί. Οι εκλογές της 31ης Μαΐου 1915, αποδείχθηκαν τελικά ένας θρίαμβος για το «Κόμμα Φιλελευθέρων» και τον Ελευθέριο Βενιζέλο προσωπικά, που κατήγαγαν ξεκάθαρη εκλογική νίκη, αναδεικνύοντας 185 έδρες στη Βουλή. Το «Κόμμα Εθνικοφρόνων» του Δημητρίου Γούναρη έλαβε 95 έδρες, αναδεικνυόμενο σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη ανάμεσα στους Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ., τόμος Β΄, σελ 882. Για το πλήρες κείμενο της «Εκλογικής Διακήρυξης» και του «Πολιτικού Προγράμματος» του «Κόμματος Εθνικοφρόνων», βλ. εφ. Το Νέον Άστυ, 30/3/1915, ενώ για μια περιεκτική αναφορά στις ιδεολογικοπολιτικές και προγραμματικές θέσεις του κόμματος βλ. Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ., τόμος Β΄, σελ 882 - 883. 196 197

158


αντιπολιτευόμενους τον Ελευθέριο Βενιζέλο πολιτικούς σχηματισμούς, ενώ το επίσης πρωτοεμφανιζόμενο σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση «Κόμμα Προοδευτικών» του Νικολάου Δημητρακόπουλου έλαβε 7 έδρες. Η κρίση και η διαρκώς μεγεθυνόμενη συρρίκνωση των «παλαιών» πολιτικών κομμάτων, αποτυπώθηκε αμείλικτα στις εκλογικές τους επιδόσεις, καθώς το πάλαι ποτέ ισχυρό «Νεωτερικό Κόμμα» του Γεωργίου Θεοτόκη έλαβε μόλις 12 έδρες, το «Νεοελληνικό Κόμμα» του Δημητρίου Ράλλη έλαβε 6 έδρες, το κόμμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη έλαβε 7 έδρες, ενώ 2 έδρες έλαβαν ανεξάρτητοι υποψήφιοι και άλλες 2 έδρες κατέλαβαν σοσιαλιστές βουλευτές198. Η ευρεία νίκη του Ελευθερίου Βενιζέλου, προκάλεσε έκπληξη και αμηχανία στον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄. Στενοί συνεργάτες του του εισηγούνταν να προχωρήσει σε εκ νέου διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη νέων εκλογών, πρόταση με την οποία διαφώνησε ριζικά ο ίδιος ο Δημήτριος Γούναρης. Έτσι, προσπαθώντας να τηρήσει τις ούτως ή άλλως εύθραυστες ισορροπίες που διαμόρφωσε το εκλογικό αποτέλεσμα, ο Γούναρης αν και άμεσα αναγνώρισε με δημόσια δήλωσή του την εκλογική του ήττα, απέφυγε να υποβάλει αμέσως την παραίτησή του από την κυβέρνηση, επικαλούμενος την κλονισμένη υγεία του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄. Αυτό προκάλεσε τις σφοδρές αντιδράσεις του «Κόμματος Φιλελευθέρων», που έγιναν ακόμα μεγαλύτερες, όταν στις 4 Ιουλίου 1915, ο βασιλέας κάνοντας χρήση σχετικού συνταγματικού δικαιώματός του, ανέβαλε για ένα μήνα την έναρξη των εργασιών της νέας Βουλής, θέλοντας να κερδίσει χρόνο προκειμένου να καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις. Η απόφαση αυτή του βασιλέως προκάλεσε τη διαφωνία του υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Γούναρη, Γεωργίου-Χριστάκη Ζωγράφου, ο οποίος μη συγκατατιθέμενος στην περαιτέρω παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία μετά την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διενέργεια των εκλογών, υπέβαλε την παραίτησή του από το αξίωμα το οποίο κατείχε, αντικαθιστάμενος προσωρινά από τον ίδιο τον πρωθυπουργό199. Σε αυτήν την κρίσιμη μεταβατική φάση της διαδοχής ενός κόμματος από ένα άλλο στην εξουσία, σημειώθηκε μια απροσδόκητη διπλωματική εμπλοκή. Οι δυνάμεις της «Αντάντ» απηύθυναν στις 31 Ιουνίου 1915 διακοίνωση προς τη Βουλγαρία, με την οποία έδιναν σε αυτήν την υπόσχεση να της παραχωρήσουν την Καβάλα, σε περίπτωση κατά την οποία μεταστρέφοντας την ως τότε στάση της, συνέπραττε μαζί τους στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των «Κεντρικών Δυνάμεων». Η διακοίνωση αυτή κοινοποιήθηκε στη Σερβία και την Ελλάδα στις 21 Ιουλίου 1915 και η γνωστοποίησή της στην κοινή γνώμη προκάλεσε δυναμικά λαϊκά συλλαλητήρια διαμαρτυρίας στην Θεσσαλονίκη και την Καβάλα. Ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης, υπό την ιδιότητα του Υπουργού Εξωτερικών, απάντησε αμέσως σε αυτήν την αναπάντεχη κίνηση των δυνάμεων της «Αντάντ», διαβιβάζοντας προς τους πρέσβεις των χωρών τους στην Αθήνα την ακόλουθη ελληνική διακοίνωση: «Μετ’ αισθήματος βαθείας και οδυνηράς καταπλήξεως, η Βασιλική Κυβέρνησις έλαβε γνώσιν της ανακοινώσεως, την οποίαν η Υμετέρα Εξοχότης ευηρεστήθη να κάμη την 21 Ιουλίου. Αι Δυνάμεις της Συνεννοήσεως αντελήφθησαν κάλλιστα το βαρύ πλήγμα, το οποίον κατήνεγκαν κατά της φιλαυτίας ενός Ελευθέρου Κράτους, διά μόνης της αγγελίας ενός σχεδίου θίγοντος την ανεξαρτησίαν του, ώστε ουδ’ επί στιγμήν να πιστεύσωσι ότι η Κυβέρνησις ης έχω την τιμήν να προΐσταμαι, θα ηδύνατο να συμφωνήση προς την άποψίν των. Αλλά διατελούσιν εν πλήρει παρεξηγήσει των αισθημάτων του Ελληνικού λαού, ελπίζουσαι ότι θα είναι δυνατόν να θεωρήση ούτος δικαίαν και ευνοϊκήν διά την Ελλάδα την πολιτικήν των. Θα ήτο πράγματι ύβρις προς τον φλογερόν πατριωτισμόν του και την 198 199

Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ., σελ. 441. Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 10, σελ. 104.

159


φυσικήν του υπερηφάνειαν, να ελπίζεται ότι θα διέκρινεν ούτος και ίχνος δικαιοσύνης εις την πολιτικήν την αποβλέπουσαν εις την απογύμνωσίν του, επ’ ωφελεία ενός κεκηρυγμένου αντιπάλου, μέρους του εθνικού εδάφους, όπερ δικαίως θεωρεί σάρκα εκ της σαρκός του, διότι κατεκτήθη υπό αδελφών τούτου, εκτήθη διά του αίματος αυτού...»200. Ήταν το διάβημα αυτό το «κύκνειο άσμα» της πρώτης πρωθυπουργίας Γούναρη, που αποκάλυπτε μέσα από τις συγκυρίες που ο απερχόμενος πρωθυπουργός αναγκάστηκε να το πραγματοποιήσει, τις «συμπληγάδες πέτρες» και τις απίστευτες δυσκολίες τις οποίες χρειάστηκε να διέλθει κυβερνώντας τη χώρα στο σχετικά σύντομο διάστημα της θητείας του. Ταυτόχρονα, όμως, το περιστατικό αυτό, δείχνοντας τις περιπλοκές τις οποίες θα μπορούσε να αντιμετωπίσει η χώρα όσο παρατεινόταν η εκκρεμότητα της μετάβασης της εξουσίας στη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση, συνέβαλε στην επιτάχυνση των εξελίξεων. Έτσι, στις 3 Αυγούστου 1915, συνήλθε σε πρώτη συνεδρίαση η Βουλή που αναδείχθηκε από τις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 και μετά την ορκωμοσία των βουλευτών, μεταξύ των οποίων και του Ελευθερίου Βενιζέλου ως βουλευτού Αττικοβοιωτίας, εξέλεξε τον νέο Πρόεδρο του Σώματος, θέση στην οποία εξελέγει ο Κωνσταντίνος Ζαβιτζιάνος, ο οποίος είχε προταθεί από το πλειοψηφών «Κόμμα Φιλελευθέρων». Ακολούθως, στις 4 Αυγούστου 1915, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄, έχοντας πλέον σε σημαντικό βαθμό αναρρώσει από την περιπέτεια της υγείας του, κάλεσε το νικητή των εκλογών Ελευθέριο Βενιζέλο, να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Βενιζέλος απεδέχθη την εντολή, ζήτησε όμως από τον Βασιλέα μία μικρή προθεσμία για να εξετάσει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στη χώρα και κυρίως για να κατορθώσει να εξασφαλίσει από την «Αντάντ» δάνειο προκειμένου να αντιμετωπίσει τα πιεστικά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο τόπος. Πράγματι, ο βασιλέας έδωσε στον Ελευθέριο Βενιζέλο την ζητηθείσα προθεσμία και τελικά αυτός αφού προέβη στις βολιδοσκοπήσεις και τις κινήσεις τις οποίες έκρινε απαραίτητες για να διαμορφώσει ολοκληρωμένη εικόνα περί την κατάσταση της χώρας, στις 10 Αυγούστου 1915, ανακοίνωσε τη σύνθεση της νέας υπ’ αυτόν κυβέρνησης του «Κόμματος Φιλελευθέρων», η οποία ορκίστηκε αυθημερόν. Η σύνθεση της νέας κυβέρνησης Βενιζέλου ανακοινώθηκε επισήμως στη Βουλή στις 13 Αυγούστου 1915201. Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στον τόπο, ωστόσο, κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν πλέον. Οι σχέσεις βασιλέως και πρωθυπουργού, μετά τις έντονες διακυμάνσεις και δοκιμασίες τις οποίες είχαν περάσει κατά το προηγηθέν διάστημα, είχαν πια οριστικά κλονισθεί και η αμοιβαία δυσπιστία είχε δώσει τη θέση της στη θεσμικά αναγκαία διάθεση για συνεργασία και αρμονική συλλειτουργία, που αποτελούσε το προαπαιτούμενο για την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος. Μέσα σε αυτό το τοπίο η μετωπική σύγκρουση μεταξύ τους δεν άργησε να έρθει. Κεφάλαιο 4ο Η Πορεία Προς το Διχασμό 4.1 Οι διχοστασίες βαθαίνουν Το έτσι και αλλιώς βεβαρημένο κλίμα στις σχέσεις ανωτάτου άρχοντος και πρωθυπουργού, ήρθε να το δηλητηριάσει ακόμη περισσότερο ένα περιστατικό που συνέβη κατά την εθιμοτυπική επίσκεψη του Προεδρείου της Βουλής στον βασιλέα, στις 22 Αυγούστου 1915, που τότε ευρισκόμενος στην τελευταία φάση της ανάρρωσής του, διέμενε στα ανάκτορα του Τατοΐου. Προσφωνώντας τον άνακτα ο Πρόεδρος της Βουλής 200 201

Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ., σελ. 135. Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 10, σελ. 109 - 110.

160


Κωνσταντίνος Ζαβιτζιάνος, διατύπωσε μεταξύ των άλλων στο σύντομο χαιρετισμό του την ευχή-προτροπή: «... Όπως οι πόθοι και αι ελπίδες των Πανελλήνων περί της εθνικής ημών αποκαταστάσεως και της εκπληρώσεως της ιστορικής του Γένους αποστολής διαχειρίζωνται τη κοινή συνεργασία πάντων των νομίμων πολιτειακών παραγόντων». Προτροπή με την οποία, ο μετριοπαθής τότε Πρόεδρος της Βουλής, προσδοκούσε να εκμαιεύσει από τον βασιλέα κατά την αντιφώνησή του, μια ανάλογη διαβεβαίωση, που θα σηματοδοτούσε μια νέα φάση στις σχέσεις ανάμεσα σε εκείνον και την νεοεκλεγμένη κυβέρνηση. Στην αντιφώνησή του, όμως, που ανέγνωσε από χειρογράφου που ο ίδιος είχε συντάξει, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ έδειξε να κινείται σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος, λέγοντας τα ακόλουθα: «Κύριε Πρόεδρε, μετά χαράς βλέπω περί εμέ το προεδρείον της νέας Βουλής και ευχαριστώ υμάς διά την αναγγελίαν του καταρτισμού του Σώματος, καθώς και διά τας ευχάς σας υπέρ Εμού, της Βασιλίσσης και της Βασιλικής οικογενείας. Μετά βαθυτάτης συγκινήσεως δράττομαι της ευκαιρίας να σας ευχαριστήσω, και δι’ υμών τον λαόν άπαντα, ον αντιπροσωπεύετε, και το Έθνος ολόκληρον, διά τας ευχάς και τα εκφρασθέντα αισθήματα επί τη αναρρώσει μου. Η βαθεία και ειλικρινής συμπάθεια την οποίαν ο λαός και το Γένος επέδειξαν κατά την διάρκειαν αυτής απέδειξεν εμπράκτως γεγονός, όπερ πάντοτε ενθέρμως επίστευον, ότι βασιλεία και λαός εν Ελλάδι αποτελούσιν εν σύνολον και αρρήκτως συνδεδεμένα συνεργάζονται εις πραγματοποίησιν των εθνικών ιδεωδών. Η εμπιστοσύνη και η αγάπη αι οποίαι Μοι επεδείχθησαν, επαυξάνουν, ει δυνατόν, εν εμοί το αίσθημα της βαθείας ευθύνης, ην φέρω ενώπιον του Θεού και της ιστορίας, όπως καταβάλω πάσαν δύναμιν μέχρι τελευταίας μου πνοής υπέρ ευημερίας και προόδου του λαού τούτου, ον τόσον ηγάπησεν ο αείμνηστος πατήρ μου και ούτινος η Θεία Πρόνοια με έταξεν αρχηγόν. Η σημερινή χαρά μου, κύριοι, ότι δύναμαι εν υγεία πλέον να υποδεχθώ υμάς, κορυφούται επί τη σκέψει, ότι αντιπροσωπεύετε Βουλήν, εις την οποίαν διά πρώτην φοράν μετά τόσους αιώνας δουλείας παρακάθηνται αντιπρόσωποι ελευθερωθέντων αδελφών μας, ελευθερωθέντων διά της γενναιότητος και της περιφρονήσεως προς τον θάνατον των απαραμίλλων στρατιωτών Μου. Εύχομαι όπως ο Θεός σας φωτίζη και σας βοηθή προς ευόδωσιν του έργου σας και προς το συμφέρον της φιλτάτης Πατρίδος μας»202. Οι αναφορές του βασιλέως στην ευθύνη του ενώπιον του Θεού και της ιστορίας, που παρέπεμπαν περισσότερο σε αντιλήψεις συμβατές με ένα μοναρχικό πολίτευμα, όχι όμως με τη λειτουργία του συστήματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας που ίσχυε τότε στη χώρα, και ταυτόχρονα η παράλειψή του να απαντήσει στην προλεχθείσα προτροπή του Προέδρου της Βουλής, Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου, για τη συνεργασία των παραγόντων του πολιτεύματος, ερμηνεύθηκαν από κύκλους του κυβερνώντος «Κόμματος Φιλελευθέρων» ως έκφραση αδιαλλαξίας και ως εκδήλωση της εμμονής του ανώτατου άρχοντα στη γραμμή της αντιπαράθεσης με τον πρωθυπουργό. Έτσι, το περιστατικό αυτό, ήρθε να ρίξει ακόμη βαρύτερη τη σκιά της επιφυλακτικότητας στις σχέσεις βασιλέως και πρωθυπουργού, και να εμπεδώσει τη διάχυτη αίσθηση ότι η μεταξύ τους οριστική ρήξη ήταν απλώς ζήτημα χρόνου και αφορμής. Μέσα σε αυτήν την «ηλεκτρισμένη» ατμόσφαιρα, το έναυσμα για την επανατροφοδότηση της σύγκρουσης ανάμεσα στους δύο κορυφαίους παράγοντες του πολιτεύματος, δεν άργησε να έρθει και πάλι με αφορμή τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον, 202

Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 10, σελ. 110 - 111.

161


εντός του οποίου την εποχή εκείνη ήταν υποχρεωμένη να κινείται η χώρα, λόγω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Συγκεκριμένα, στις 8 Σεπτεμβρίου 1915, όταν η Βουλγαρία προχώρησε στην κήρυξη γενικής επιστράτευσης, χωρίς να αποσαφηνίζει τους λόγους που την ωθούσαν στην ενέργειά της εκείνη, ο Βενιζέλος με τη συναίνεση και του βασιλέως κήρυξε γενική επιστράτευση στη χώρα, ως μέτρο απολύτως αναγκαίο εν’ όψει του διαγραφομένου βουλγαρικού κινδύνου. Με την ενέργεια του αυτή συμφώνησε κατά τη διάρκεια σχετικής συζήτησης που πραγματοποιήθηκε στη Βουλή στις 16 Σεπτεμβρίου 1915, και ο Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος παίρνοντας το λόγο αμέσως μετά τη σχετική ομιλία του πρωθυπουργού, υπογράμμισε μεταξύ των άλλων ότι: «Μετά τας δηλώσεις του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως θεωρώ καθήκον μου να δηλώσω και εγώ, ότι το μέτρον της επιστρατεύσεως, ως μέτρον προληπτικόν επί αποτροπή παντός κινδύνου των ζωτικών της Χώρας συμφερόντων, ευρίσκω δεδικαιολογημένον πληρέστατα εκ της καταστάσεως, ήτις περί ημάς εδημιουργήθη. Εκφράζω και εγώ την ελπίδα, ότι θέλει γίνει δυνατόν να μη ζητηθώσιν αι θυσίαι εκείναι τας οποίας συνπάγεται πάσα ένοπλος ρήξις. Συγχρόνως όμως εκφράζω και εγώ την ακλόνητον πεποίθησιν, ότι αν παρά πάσαν προσδοκίαν και ας είπωμεν και παρά πάσαν προσπάθειαν, ήτις προς τούτο δέον να καταβληθή, ήθελε γίνει αναγκαίον να κληθή η Χώρα, ίνα προστατεύση τα ζωτικά αυτής συμφέροντα, εκφράζω και εγώ την πεποίθησιν, ότι θέλει επιχειρήσει το έργον εκείνο, μετά του σθένους και της αυτοθυσίας, την οποίαν πάντοτε επεδείξατο»203. Ενώ λοιπόν, σε αυτήν τη νέα φάση των εξελίξεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου διαφάνηκε μια κατ’ αρχήν συμφωνία της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας της χώρας για τους αναγκαίους χειρισμούς προς αντιμετώπιση του πανθομολογούμενου βουλγαρικού κινδύνου, στις 19 Σεπτεμβρίου 1915, ο πρέσβης της Γαλλίας στην Αθήνα Γκυγιεμέν, με επιστολή του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, του γνωστοποιούσε την άφιξη στη Θεσσαλονίκη μιας πρώτης αποστολής γαλλικών στρατευμάτων. Ταυτόχρονα, του δηλοποιούσε ότι η χώρα του και η Αγγλία απέστελλαν στρατεύματά τους για την ενίσχυση της Σερβίας, διαβιβάζοντάς του το αίτημα των δύο χωρών η Ελλάδα να διευκολύνει τις προσπάθειές τους για την ενίσχυση της άμυνας της Σερβίας, της οποίας και η χώρα μας ήταν σύμμαχος. Απαντώντας στην επιστολή Γκυγιεμέν, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κατόπιν σχετικής συνεργασίας του με τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄ και με τη σύμφωνη γνώμη αυτού, σημείωνε μεταξύ των άλλων σε δική του επιστολή ότι: «Η Βασιλική Ελληνική Κυβέρνησις, ούσα ουδετέρα εν τω Ευρωπαϊκώ πολέμω, δεν θα ηδύνατο να επιτρέψη τας σκοπουμένας ενεργείας, καθόσον αύται παραβιάζουσι την ουδετερότητα της Ελλάδος, η δε παραβίασις αύτη είναι τοσούτον μάλλον χαρακτηριστική όσον προέρχεται εκ δύο Μεγάλων Δυνάμεων εμπολέμων. Η Βασιλική Κυβέρνησις έχει ως εκ τούτου το καθήκον να διαμαρτυρηθή κατά της διελεύσεως ξένων στρατευμάτων διά του Ελληνικού εδάφους»204. Παρά αυτήν την (χλιαρή ούτως ή άλλως για ένα τέτοιας μείζονος σημασίας θέμα) αντίδραση του Έλληνα πρωθυπουργού, τα συμμαχικά στρατεύματα πράγματι αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη και η ελληνική πλευρά περιορίστηκε μετά την εξέλιξη αυτή στην έκφραση μιας τυπικής διαμαρτυρίας προς τη βρετανική κυβέρνηση. Ο ηθελημένα αμφίσημος χαρακτήρας των αντιδράσεων της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι σε αυτήν την εξέλιξη, προκάλεσε δικαιολογημένες απορίες και ερωτηματικά στην ευρύτερη κοινή γνώμη και ταυτόχρονα την αντίδραση της αντιπολίτευσης, η οποία θέλοντας να αποσαφηνίσει τις πραγματικές προθέσεις του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, έφερε το θέμα προς συζήτηση στη Βουλή. Η σχετική συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1915, 203 204

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ., σελ. 132 - 133. Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 137.

162


και μετά την αρχική αγόρευση του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και τις τοποθετήσεις διαφόρων βουλευτών και πολιτικών αρχηγών, το λόγο έλαβε ο Δημήτριος Γούναρης, του οποίου η παρέμβαση αποτέλεσε το έναυσμα για μια από τις εντυπωσιακότερες κοινοβουλευτικές μονομαχίες στην ιστορία της χώρας, ανάμεσα σε αυτόν και τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως. Στη βαρυσήμαντη ομιλία του ο Γούναρης, ασχολήθηκε με όλο το πλέγμα των ζητημάτων που ήγειρε η διεθνής συγκυρία. Αναφέρθηκε στις εξελίξεις που σημειώθηκαν στη Βαλκανική μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Εξέτασε διεξοδικά το ζήτημα των ελληνικών υποχρεώσεων προς τη Σερβία, που απέρρεαν από την Ελληνο-Σερβική Συνθήκη Συμμαχίας, διαφοροποιούμενος προς την ερμηνεία που έδινε σε αυτήν ο Βενιζέλος, ο οποίος θεωρούσε πως η Ελλάδα υποχρεούτο συμβατικά να συμπαραταχθεί με τη Σερβία και προσδιόρισε τη δική του θέση στο ζήτημα της στάσης της χώρας στον εν εξελίξει ευρισκόμενο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επί τη βάση της ως τότε αποκτηθείσας διπλωματικής εμπειρίας περί αυτόν. Το πλήρες κείμενο, αυτής της καθοριστικής για τις μετέπειτα εξελίξεις στην Ελλάδα ομιλίας του Δημητρίου Γούναρη, ως αρχηγού της μείζονος αντιπολίτευσης στη Βουλή, έχει ως εξής: «Δ. Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Ο κ. Πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου αρχόμενος της αγορεύσεώς του, πριν ή εισέλθη εις το θέμα, το οποίον επρόκειτο και πρόκειται να απασχολήση κυρίως την Βουλήν, ενόμισεν, ότι ώφειλε ν’ απαντήση και εις υπαινιγμόν του αξιοτίμου εξ Αττικής βουλευτού, υπαινιγμόν, κατά τον οποίον αι Δυνάμεις της Συνεννοήσεως εζήτησαν από χρόνου μακρού να επιβάλωσιν εις την Ελλάδα παραχωρήσεις εδαφικάς, ίνα δι’ αυτών προσκτήσωνται την σύμπραξιν της Βουλγαρίας. Ο αξιότιμος Πρόεδρος της Κυβερνήσεως απαντών εις τον υπαινιγμόν τούτον, ενόμισεν αναγκαίον να είπη προς την Βουλήν, ότι κατά την στιγμήν, κατά την οποίαν απεχώρησε της Κυβερνήσεως, το ζήτημα των τοιούτων παραχωρήσεων ήτο τεθαμμένον, κατά την στιγμήν δε κατά την οποίαν επανήλθεν εις την αρχήν το ζήτημα των παραχωρήσεων είχεν εμφανισθή εκ νέου εις τον ορίζοντα. Αφήκε δε να νοηθή ή και ρητώς είπεν, ότι η μεταβολή αύτη προήλθεν εκ της ενεργείας ημών ή εκ παραλείψεως ημών, πάντως όμως εξ αδεξιότητος ημών. Είμαι υποχρεωμένος, κύριοι, ν’ αποκρούσω κατά τον εντονώτατον τρόπον την τοιαύτην αιτίασιν. Είμαι δε υποχρεωμένος να παρατηρήσω εις την Βουλήν από της στιγμής της ενάρξεως του λόγου μου, ότι δεν είναι επιτετραμμένον εις τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως, ο οποίος εύρηται εν κατοχή των εγγράφων, ο οποίος εύρηται εν γνώσει των γεγονότων, τοιαύτην τινά αιτίασιν να απευθύνη καθ’ ημών από του βήματος τούτου εν στιγμή ουτωσί σοβαρά, εν στιγμή κατά την οποίαν καλούμεθα πάντες με εν πνεύμα, με μίαν ψυχήν, με ενιαίαν πάντες κατεύθυνσιν προς την Πατρίδα, να επιληφθώμεν των υψίστων ζητημάτων, των ζητημάτων εκείνων, εκ των οποίων εξαρτάται η εν τω μέλλοντι ύπαρξις ή μη ύπαρξις της χώρας ημών. Και λέγων ταύτα, κύριοι, θέλω αποδείξει διά των γεγονότων, ότι εκείνα, τα οποία είπεν ο αξιότιμος Πρόεδρος της Κυβερνήσεως ήσαν λέξεις προωρισμέναι ίνα προκαλέσωσιν εντυπώσεις και όχι λέξεις, αι οποίαι εκπροσωπούσιν ιδέας, προωρισμένας να γεννήσωσι πεποιθήσεις. Οποίον, κύριοι, ήτο το ζήτημα των παραχωρήσεων και οποία τις η ιστορία αυτού, η Βουλή αγνοεί. Ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως την γνωρίζει, διότι από της στιγμής κατά την οποίαν συνήφθη η συνθήκη του Βουκουρεστίου, από της στιγμής κατά την οποίαν εδημιουργήθη το Βαλκανικόν καθεστώς υπήρξαν εις τον ορίζοντα της Ευρωπαϊκής διπλωματίας ιδέαι τείνουσαι να δηλητηριάσωσι και το κοινόν φρόνημα των διαφόρων λαών, ότι η συνθήκη εκείνη δεν ανταπεκρίνετο εις την κατάστασιν την αληθή και δικαίαν και σύμμετρον προς τα πραγματικά και άξια αναγνωρίσεως εθνικά συμφέροντα των διαφόρων λαών. Οπωσδήποτε από της στιγμής κατά την οποίαν εξερράγη ο Ευρωπαϊκός πόλεμος και 163


ιδιαίτερα από της στιγμής, κατά την οποίαν η μια και η άλλη των αντιμαχομένων μερίδων εν τω κολοσσιαίω αγώνι ενόμισαν, ότι έπρεπε να στραφώσιν, ίνα προσκτήσωνται και εν τοις Βαλκανίοις συμμάχους του αγώνος αυτών είναι γνωστόν, ότι η μία των ομάδων, αποβλέψασα εις την Βουλγαρίαν, επρότεινεν εις αυτήν την μεταβολήν της συνθήκης του Βουκουρεστίου, την μεταβολήν του συστήματος εκείνου, το οποίον ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως ονομάζει ισορροπίαν και επί του οποίου συστήματος αξιοί να θεμελιώση την πολιτικήν αυτού. Και γνωρίζει ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως εκείνο το οποίον αγνοεί η Βουλή και εκείνο το οποίον εγώ ανακοινώ εις αυτήν ήδη, ότι από του Αυγούστου του 1914 ήρχισαν να εμφανίζωνται συζητήσεις και ομιλίαι περί παραχωρήσεων εκ μέρους της Ελλάδος προς την Βουλγαρίαν. Κατά την πρώτην δε εμφάνισιν των τοιούτων συζητήσεων και ομιλιών ο αξιότιμος κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως θα μου επιτρέψη να του υπομνήσω, ότι ησθάνθη τοιαύτην εν αυτώ πικρίαν διά την υπονόμευσιν του έργου, το οποίον εθεώρει απαραίτητον διά την εξασφάλισιν των συμφερόντων της πατρίδος ημών, ώστε εσκέφθη να προβή και εις απόφασιν, την οποίαν εγώ, καίτοι πολιτικός αυτού αντίπαλος, θεωρώ ευτύχημα, ότι δεν εξετέλεσε τότε. Η συζήτησις αυτή έλαβε χαρακτήρα οπωσούν ζωηρότερον και ήρχισαν συμβουλαί, αι οποίαι όταν εν τη διπλωματία εμφανίζωνται ολίγον απέχουσαι της πιέσεως, προς την Ελλάδα, ίνα αποφασίση και προβή εις τας εδαφικάς θυσίας τας αναγκαίας, όπως η ομάς εκείνη των Δυνάμεων, ήτις υπέβαλε τας τοιαύτας συμβουλάς, κατορθώση να προσκτήσηται την αρωγήν της Βουλγαρίας. Ο κ. Πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου επικαλείται βεβαίως, όταν λέγη, ότι ολίγον προ της αποχωρήσεως αυτού είχεν εγκαταλειφθή - ή κατά την γραφικήν αυτού έκφρασιν - είχε ταφή η τοιαύτη πολιτική, επικαλείται βεβαίως εν τηλεγράφημα, το οποίον δύναμαι να μνημονεύσω, διότι εδημοσιεύθη. Κατά το τηλεγράφημα τούτο ο επί των Εξωτερικών υπουργός της Αγγλίας τηλεγραφών προς τον ενταύθα πρεσβευτήν αυτής ενετείλατο αυτώ να ανακοινώση εις τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως της Ελληνικής, ότι, αν η Ελλάς απεφάσιζε να παράσχη την συνδρομήν αυτής εις την Σερβίαν εναντίον της μελετωμένης τότε επιθέσεως των Αυστριακών θα ηδύνατο να ελπίζη επί ουσιωδών παραχωρήσεων εν Μικρά Ασία. Εν συνεχεία δε προς ταύτα το τηλεγράφημα εκείνο έλεγεν, ότι δύναται η Ελλάς να πιστεύη, αν επικουρήση τη Σερβία, ότι δεν θα έχη την Βουλγαρίαν εχθράν, δεν θα έχη να φοβήται επίθεσιν της Βουλγαρίας, διότι θα ληφθή μέριμνα ίνα προσκτήσηται η Συνεννόησις την Βουλγαρίαν διά της παραχωρήσεως Σερβικών μόνον εδαφών. Προσέθετε δε το τηλεγράφημα εκείνο, ότι από την Ελλάδα δεν θα εζητούντο εδαφικαί παραχωρήσεις, αλλ’ εζητείτο μόνον ίνα στέρξη εις την ανατροπήν της ισορροπίας διά της εγκρίσεως των παραχωρήσεων, αι οποίαι εζητούντο από την Σερβίαν. Και ιδού, λέγει ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, η απόδειξις, ότι η αίτησις παραχωρήσεων από την Ελλάδα είχεν εγκαταλειφθή από της εποχής εκείνης. Λησμονεί όμως ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, ότι κατά την αυτήν ακριβώς ημέραν, καθ’ ην έλαβε το τηλεγράφημα τούτο ή κατά την επομένην, ήρχισεν ομιλών και συζητών αυτός ο ίδιος περί παραχωρήσεων εξ ιδίας αυτού πρωτοβουλίας φερομένων εις συζήτησιν επί τοις ανταλλάγμασιν εκείνοις, τα οποία εν τω τηλεγραφήματι εφέροντο ως προσφερόμενα εις την Ελλάδα εν τη Μικρά Ασία. Λησμονεί επίσης ο κ. πρωθυπουργός, ότι την ιδέαν ταύτην των παραχωρήσεων, την υπ’ αυτού οικεία πρωτοβουλία αρξαμένην την ημέραν, καθ’ ην έλαβε το εν λόγω τηλεγράφημα ή την επομένην, την ιδέαν ταύτην την εγκατέλειψε μόνον την στιγμήν, καθ’ ην εβεβαιώθη διά της συνάψεως του βουλγαρικού δανείου μετά της Γερμανίας, ότι δεν ήτο πλέον δυνατή η προσέλκυσις της Βουλγαρίας ούτε διά των τοιούτων παραχωρήσεων. Συνεπώς ήτο μάταιον πλέον να γίνεται λόγος περί παραχωρήσεων προς χώραν, η οποία συνδεθείσα καθ’ ον τρόπον συνεδέθη μετά της Γερμανίας, δεν ήτο δυνατόν να προσχωρήση προς τας Δυνάμεις της Συνεννοήσεως αντί οιωνδήποτε προς αυτήν παραχωρήσεων. 164


Και τώρα ερωτώ τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως. Αφού είχατε πεισθή, ότι το ζήτημα τούτο είναι τεθαμμένον, αφού ρητώς σας είπον, ότι δεν ζητούσι παρ’ ημών παραχωρήσεις, τι είναι εκείνο το οποίον σας έκανε να φέρητε υπό συζήτησιν το ζήτημα των παραχωρήσεων και να ζητήσητε την εν τω εσωτερικώ επικράτησιν της ιδέας ταύτης; Είναι άραγε το αισθητήριον εκείνο το ιδιαίτερον, διά το οποίον καυχάσθε και διά το οποίον σας θαυμάζουν εκείνοι οι οποίοι σας θαυμάζουν; Είναι το αισθητήριον εκείνο το ιδιαίτερον, το οποίον σας έκαμε να βλέπετε, ότι και μετά όλας τας λέξεις τας οποίας εν τω τηλεγραφήματι, δι’ ων σας βεβαιούν, ότι ουδείς λόγος γίνεται περί παραχωρήσεων εκ μέρους ημών, εν τούτοις, άμα γεννάται ζήτημα περί προσελκύσεως της Βουλγαρίας διά των Σερβικών παραχωρήσεων, μοιραίως φέρονται εις το να ζητήσωσι και παρ’ ημών παραχωρήσεις; Εάν τοιούτόν τι δεν είχεν υπαγορευθή υπό του ιδιαιτέρου εκείνου αισθητηρίου και προέβητε εις το διάβημα, το οποίον προέβητε, προέβητε εις διάβημα ανεξήγητον. Και επειδή ουδέν το ανεξήγητον υπάρχει, ουδέν παρέχετε άλλην εξήγησιν, επιβάλλεται να δεχθήτε την εξήγησιν την οποίαν εγώ ισχυρίζομαι. Δεν γνωρίζω, εάν εις άλλας περιστάσεις το αισθητήριόν σας ορθώς σας ωδήγησεν, αλλ’ εις την περίστασιν ταύτην βεβαίως εκείνο το οποίον διίδετε - εάν και μόνον το διίδετε και εάν δεν είχατε και νύξεις, εκ των οποίων να το εξαγάγητε - ήτο ακριβές. Διότι ουδέποτε είχεν εγκαταλειφθή πράγματι η πολιτική της προσελκύσεως της Βουλγαρίας διά παραχωρήσεων εκ μέρους της Σερβίας και εκ μέρους της Ελλάδος. Και ενεφανίσθησαν εκ νέου αι παραχωρήσεις, και ενεφανίσθησαν επί των ημερών της Κυβερνήσεως, της οποίας είχον την τιμή να προϊσταμαι, ενεφανίσθησαν κατά το τέλος του μηνός Ιουλίου. Είναι υποχρεωμένος ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, να αποδείξη ποίον είναι το γεγονός εκείνο, διά του οποίου η Κυβέρνησις η υπ’ εμέ έκαμε, ώστε ν’ αναβιώση το ζήτημα των παραχωρήσεων, το οποίον ο κύριος πρόεδρος της Κυβερνήσεως εθεώρει μεν τεθαμμένον, αλλ’ υπέρ του οποίου προσεπάθει να καταστήση ομόφωνον την χώραν από του 1914 μέχρι της ημέρας εκείνης, καθ’ ην επραγματοποιήθη το Βουλγαρικόν δάνειον και έθαψε πάσαν τοιαύτην ιδέαν και κατέστη πλέον πρόδηλον, ότι δεν ηδύνατο του λοιπού η Βουλγαρία να έλθη εις συνεννόησιν μετά της Αντάντ. Είναι υποχρεωμένος ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως να αποδείξη τούτο, διότι αν δεν το αποδείξη, δεν δύναται να κατηγορή ημάς, ότι εκ της ημετέρας υπαιτιότητος επανήλθον εις το μέσον αι παραχωρήσεις. Αλλά δεν θα δυνηθή να αποδείξη τοιούτόν τι, διότι το αυτό διάβημα, το οποίον προς ημάς εγένετο κατά τα τέλη Ιουλίου, εγένετο και προς την Δύναμιν εκείνην, η οποία παρά το πλευρόν των Συμμάχων έχυνε το αίμα της και συνετρίβετο. Θέλει να είπη ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, ότι ως εκ της στάσεως ημών προεκαλέσαμεν την μήνιν της Συνεννοήσεως και δι’ αυτό η Συνεννόησις απεφάσισε και επέβαλεν εις ημάς προς εκδίκησιν και τιμωρίαν τας παραχωρήσεις, ενώ νυν η Συνεννόησις εκτιμώσα την πολιτείαν αυτού δεν εζήτει παρ’ ημών αυτάς; Αλλά τότε διατί την αυτήν στάσιν ετήρησε και προς την χώραν εκείνην, με την οποίαν συνεπολέμει και ήτις υπέρ αυτής εθυσιάζετο; Αλλ’ ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως λέγει: Αμφισβητείτε τούτο, όταν βλέπετε, ότι εγώ επέτυχον να ταφώσιν εκ νέου αι παραχωρήσεις τας οποίας υμείς εφέρατε εις την ζωήν; Κύριοι, προς τίνα απαυθύνεται τοιαύτα λέγων ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως; Τίνα γνώμην έχει περί των ακροατών αυτού, όταν τοιαύτα λέγη προς αυτούς, και ως ίδιον αυτού κατόρθωμα παρουσιάζει το γεγονός, ότι η Βουλγαρία δεν απεδέχθη τας παραχωρήσεις, τας οποίας επί των ημερών αυτού το πρώτον προέτειναν και τας οποίας μέχρι της χθες εξηκολούθουν προσφέροντες; Και μόνον ήδη, όταν έχασαν την ελπίδα να προσκτήσωνται την Βουλγαρίαν και στέλλωσι στρατεύματα να πολεμήσωσι κατ’ αυτής, μόνον ήδη λέγουσι προς τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως, ότι δεν υφίστανται; Και δεν υφίστανται, διότι η Βουλγαρία δεν τας δέχεται, δεν υφίστανται διότι η Βουλγαρία και περιφρονητικώς τας αποκρούει. Και τοιαύτην εντεύθεν προς αυτήν λαμβάνουσι στάσιν αι Δυνάμεις της 165


Αντάντ, ώστε και τους στρατούς αυτών αποστέλλουσι σήμερον, ίνα κατά της Βουλγαρίας πολεμήσωσι. Ποίαι είναι αι προτάσεις αι οποίαι ανεκλήθησαν; Και από ποίους ανεκλήθησαν αι προτάσεις; Από εκείνους οι οποίοι τώρα εμόρφωσαν γνώμην τοιαύτην περί της Βουλγαρίας, ώστε να στέλλωσι και στρατούς εναντίον αυτής, παραβιάζοντες και την ημετέραν ουδετερότητα. Δύναται να λεχθή, ότι ήδη ανεκλήθησαν αι προτάσεις ή οφείλει πας τις να αναγνωρίση ότι δεν υπάρχει ανάκλησις προτάσεων, αλλ’ υπάρχη απόρριψις προτάσεων εκ μέρους της Βουλγαρίας. Και είναι χαρακτηριστικόν, κύριοι, ότι αυταί αι διαβεβαιώσεις περί των οποίων ομιλεί ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, τω εδόθησαν, ως μας εδήλωσε, μετά την απόβασιν των συμμαχικών στρατευμάτων εν Ελλάδι. Και διά να δοθώσιν εχρειάσθη να είπη προς τους συμμάχους εκείνο, το οποίον από του βήματος τούτου ηκούσατε. Εχρειάσθη να τοις είπη: "Κύριοι, εφέρατε στρατεύματα εις την χώραν και προσεβάλατε την ουδετερότητα αυτής. Διαμαρτύρομαι. Δεν σας κτυπώ όμως, διότι μέχρι τοιούτου δεν φθάνει ούτε η υποχρέωσις ούτε το συμφέρον μου. Προσέξατε όμως μη τυχόν σκεφθήτε διά των στρατευμάτων τούτων, τα οποία κατέλαβον την χώραν την Ελληνικήν και τα οποία αύριον θα καταλάβωσι και την χώραν την Σερβικήν, προσέξατε μη τυχόν σκεφθήτε διά των στρατευμάτων τούτων καταλαμβάνοντες τας χώρας αυτάς να τας δώσετε εις την Βουλγαρίαν. Διότι τότε δύνασθε να είσθε βέβαιοι, ότι θα αντιμετωπίσητε τον μικρόν μεν, αλλά γενναίον στρατόν μας". Όταν ταύτα είπεν, τότε και μόνον τότε οι σύμμαχοι τω απήντησαν: "Μείνατε ήσυχος, αι προτάσεις προς την Βουλγαρίαν δεν υφίστανται πλέον". Νομίζω επαρκή, κύριοι, τα λεχθέντα εν σχέσει με το πρώτον τούτο ζήτημα. Επιλαμβάνομαι ήδη του ζητήματος, του οποίου την σπουδαιότητα εξήρεν ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως. Συμφωνώ πληρέστατα με τον κ. Πρωθυπουργόν ως προς την άκραν σοβαρότητα του ζητήματος. Διότι και εγώ λέγω, ότι ουδέποτε εν τω Κοινοβουλίω τω Ελληνικώ συνεζητήθη ζήτημα τοιαύτης σπουδαιότητος και ως προς τας συνεπείας, ας δύναται να επιφέρει. Κύριοι, το ζήτημα το εμφανίζει ο αξιότιμος κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, ως ζήτημα ερμηνείας της Ελληνοσερβικής συνθήκης. Εάν τοιούτον ήτο μόνον και αποκλειστικώς θα παρετήρουν εις τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως, ότι ουχί πρεπόντως επελήφθη της συζητήσεως εν τη αιθούση ταύτη. Διότι τίνα σκοπόν έχει η συζήτησις περί της ερμηνείας της συνθήκης; Πρόκειται η Βουλή να ερμηνεύση αυτήν, ή να εγκρίνη την ερμηνείαν της Κυβερνήσεως ! Αλλά τότε έπρεπεν η Βουλή να έχη υπ’ όψει της την συνθήκην, έπρεπεν η Βουλή να έχη υπ’ όψει της πάντα εκείνα τα γεγονότα, τα οποία σχετίζονται με την συνθήκην, και εκ των οποίων δύναται να προέλθη η προσήκουσα ερμηνεία. Αλλ’ ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως είπε, προκληθείς από τον κ. βουλευτήν Αρκαδίας, ότι θεωρεί και αυτός πρέπον να φέρη την συνθήκην εις την Βουλήν κωλυόμενος όμως εκ του εν τη συνθήκη όρου, ότι δεν δύναται να ανακοινωθή άνευ της συγκαταθέσεως της Σερβίας, εζήτησε την κατάθεσιν ταύτης. Αλλά τότε θα έλεγον προς τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως, διατί δεν ανέμενε να κατατεθή η συνθήκη και επιληφθή η Βουλή της συζητήσεως εν γνώσει και της συνθήκης, αλλά και όλων εκείνων των άλλων στοιχείων των αφορώντων την εφαρμογήν αυτής; Αλλά, κύριοι, μη πλανώμεθα. Δεν πρόκειται περί ερμηνείας της συνθήκης, ουδέ τούτο είνε το ζήτημα, το οποίον απόψε απασχολεί ημάς. Πρόκειται περί της πολιτικής κατευθύνσεως, την οποίαν ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως έχει και διά την οποίαν εν επιχείρημα αποτελεί, η κατά τας ιδέας αυτού ερμηνεία της συνθήκης. Επιχείρημα όχι βεβαίως το ουσιωδέστερον. Ούτω δε αντιλαμβανόμενος την προκληθείσαν συζήτησιν εννοώ ταύτην. Δεν την εγκρίνω όμως ως προς το επιχείρημα, το οποίον ηθέλησε να αντλήση ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως εκ της ερμηνείας της συνθήκης. Διότι η Βουλή ως σώμα πολιτικόν ηδύνατο να λάβη υπ’ όψει όλους τους λόγους, διά τους οποίους νομίζει ο κ. 166


Πρόεδρος της Κυβερνήσεως ότι είνε ενδεδειγμένη η πολιτική, την οποίαν θέλει να ακολουθήση. Όχι όμως και να επιληφθή του ζητήματος της ερμηνείας της συνθήκης, το οποίον έφερεν εις το μέσον ο κ. πρωθυπουργός, προσπαθών να αναγάγη δι’ αυτού εις ζήτημα τιμής διά το Έθνος την εκτέλεσιν της πολιτικής, την οποίαν εννοεί να μετέλθη. Τούτο, κύριοι, αποτελεί πίεσιν διά την Βουλήν, προς την οποίαν ούτω εμφανίζεται η Κυβέρνησις ζητούσα έγκρισιν της πολιτείας της, αλλ’ ως πολιτικής της οποίας η αντίθετος θέλει ατιμάσει την χώραν. Και έλεγεν ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, ότι η τήρησις των υποχρεώσεων, των απορρεουσών εκ μιας συνθήκης, είναι επιβεβλημένη. Είνε επιβεβλημένη εκ του σεβασμού, τον οποίον έχει την ιδέαν προς αυτής τιμήν η χώρα. Εάν δε τούτο ούτως έχει διά τας χώρας τας μεγάλας και ισχυράς, διά τας χώρας τας μικράς και ασθενείς είναι έτι μάλλον επιβεβλημένον. Διότι αι μεν μεγάλαι και ισχυραί χώραι προς πραγμάτωσιν της θέσεως και των σκοπών αυτών έχουσι την δύναμιν, αι μικραί όμως και ασθενείς χώραι δεν δύνανται να έχωσι παρά το ηθικόν κύρος, το οποίον απόλλυται καθ’ ην περίπτωσιν ήθελον παραβιάσει τας εκ των συνθηκών ανειλημμένας υποχρεώσεις. Και ερωτάται: τίνα σημασίαν έχει η τοιαύτη θεωρία; Διατί εκθέτει αυτήν ο κ. Πρωθυπουργός; Εφοβήθη, άραγε, ότι είνε δυνατόν να υπάρξη τις εν τη αιθούση ταύτη ή έξω αυτής, ο οποίος να είπη, ότι η Ελλάς δεν πρέπει να εκπληρώση τας υποχρεώσεις, αι οποίαι εξ ωρισμένης συνθήκης επιβάλλονται εις αυτήν; Εφοβήθη ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, ότι είναι δυνατόν να είπη τις, ότι πρέπει να παραβιάσωμεν την συνθήκην διά της μη εκτελέσεως των υποχρεώσεων, ας αύτη μας επιβάλλει. Το επ’ εμοί λαμβάνω το θάρρος να τον διαβεβαιώσω, ότι ουδείς είναι δυνατόν να προβάλη αξίωσιν τοιαύτην. Επερίττευε δε εντελώς η υποστήριξις τοιαύτης θεωρίας. Το ζήτημα δεν είναι τούτο. Ουδείς ισχυρίσθη τοιούτόν τι. Τοιούτόν τι αντικρούεται μόνον και μόνον διά να γεννήση εντυπώσεις συγχυζούσας και αγούσας εις παραγνώρισιν της γνώμης, την οποίαν υποστηρίζουσιν εκείνοι, οίτινες προς τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως αντιφρονούσι. Ποίον είναι αληθώς το εξεταστέον ζήτημα; Το ζήτημα είναι εάν έχωμεν και ποίας έχομεν υποχρεώσεις απέναντι της Σερβίας συμφώνως προς την συνθήκην. Εκείνας τας υποχρεώσεις τας οποίας έχομεν ουδείς απολύτως θα υποστηρίξη ότι δεν πρέπει να τας εκπληρώσωμεν. Αλλά το ζήτημα, είναι εάν και τίνας έχομεν υποχρεώσεις. Είναι τούτο ζήτημα ερμηνείας της συνθήκης. Η συνθήκη είναι μυστική. Την συνθήκην δεν έχετε ενώπιον υμών. Ο κ. Πρωθυπουργός, όμως ενόμισεν, ότι ηδύνατο να ανακοινώση τινά εξ αυτής, εκείνα τα οποία αυτός ενόμισεν ουσιώδη. Και επί τη βάσει εκείνων, τα οποία ανεκοίνωσε προς υμάς, εζήτησε την γνώμην ημών. Το σύστημα τούτο είναι προδήλως πλημμελές. Η τοιαύτη ανακοίνωσις είναι ελαττωματική. Δεν είχε δε δικαίωμα να ακολουθήση το σύστημα τούτο ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως. Διότι ανακοινών όσα αυτός κρίνει ουσιώδη, είναι ενδεχόμενον να παραλείψη άλλα, τα οποία θα ηδύναντο ουδέν ήττον να ασκήσωσιν επιρροήν επί της υμετέρας κρίσεως κρινόμενα υφ’ υμών ως ουσιώδη. Και θα υπομνήσω ότι είναι ουσιώδη. Ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, σας είπεν, ότι η συνθήκη είναι συνθήκη συμμαχίας αμυντική, και ότι στρέφεται κατά παντός τρίτου. Το πράγμα όντως ούτως έχει. Παρά την συνθήκην όμως ταύτην υπάρχει και άλλη συνθήκη. Συνθήκη ίσης διαρκείας, παράρτημα της πρώτης, αποτελεί η στρατιωτική σύμβασις. Η σύμβασις αύτη καθορίζει ειδικώτερον τον σκοπόν διά τον οποίον η πρώτη συνήφθη. Είναι ανάγκη συνδυασμού των δύο τούτων συμφωνιών. Αλλά εκτός του συνδυασμού τούτου, του απαραιτήτου διά την προσήκουσαν ερμηνείαν της συνθήκης, υπάρχει ανάγκη και γνώσεως των περιστάσεων κατά τας οποίας εγεννήθη ζήτημα εφαρμογής της συνθήκης και των αρχών, αι οποίαι επεκράτησαν κατά τας διαφόρους ταύτας περιστάσεις. Ποσάκις εγεννήθη ζήτημα εφαρμογής της συνθήκης; Εγεννήθη ζήτημα τοιούτον εξ αφορμής ημών, όταν συνεπεία των εν Τουρκία διωγμών εσκέφθη και ο τότε προϊστάμενος της Κυβερνήσεως, ότι έπρεπε 167


να προβή εις ενεργείας δυναμένας να αγάγωσιν εις πολεμικάς επιχειρήσεις εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Εστράφη τότε ο κ. Πρωθυπουργός προς την Σερβίαν και εζήτησε παρ’ αυτής να παράσχη την αρωγήν αυτής εις ημάς κατά την περίπτωσιν, καθ’ ην η Βουλγαρία ήθελεν επιτεθή εναντίον ημών, απησχολημένων προς την Τουρκίαν. Αυτή είναι η πρώτη περίπτωσις, η οποία κατέληξεν εις το να μην τύχη εφαρμογής η συνθήκη. Όταν εξερράγη ο πόλεμος ο Ευρωπαϊκός διά της επιθέσεως της Αυστρίας κατά της Σερβίας, σας είπεν ο ίδιος ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, ότι απετάθη προς αυτόν η Σερβία και εζήτησε την αρωγήν της Ελλάδος συμφώνως προς την ερμηνείαν, την οποίαν απέδωκεν εις την συνθήκην. Και το αποτέλεσμα υπήρξε να μη γίνη εφαρμογή της συνθήκης κατά την περίπτωσιν εκείνην. Υπήρξε και Τρίτη περίπτωσις κατά την 24 ην Οκτωβρίου 1914, ότε απετάθη προς τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως η Σερβία και εζήτησε την αρωγήν της Ελλάδος επί τη βάσει της συνθήκης. Και ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως αντετάχθη. Υπήρξε και ετέρα περίπτωσις κατά την 12ην Ιανουαρίου 1915. Και πάλιν προσέφυγεν η Σερβία ή οι σύμμαχοι αυτής προς ημάς και εζήτησεν την εφαρμογήν της συνθήκης, νομίζουσα, ότι υπάρχει περίπτωσις εφαρμογής αυτής. Και τότε συνεπεία των όσων αντετάχθησαν από τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως δεν έτυχεν εφαρμογής η συνθήκη ούτε κατά την περίπτωσιν εκείνην. Έχομεν λοιπόν τέσσαρας περιπτώσεις κατά τας οποίας εγένετο απόπειρα ίνα εφαρμοσθή η συνθήκη, μίαν μεν τη αιτήσει ημών, τρεις δε τη αιτήσει της Σερβίας και των συμμάχων αυτής, και κατά τας τέσσαρας αυτάς περιπτώσεις ουδεμία έγινεν εφαρμογή αυτής. Η συνθήκη, ως είπεν ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, λέγει, ότι οιοσδήποτε και αν επιτεθή κατά της Σερβίας, είμεθα υπόχρεοι να παράσχωμεν την συνδρομήν μας προς αυτήν. Και όμως εγένετο κατά της Σερβίας επίθεσις και δεν παρέσχομεν την συνδρομήν μας και δεν εκρίθημεν ως ατιμαζόμενοι. Διατί, κύριοι; Τι μαρτυρεί η τετραπλή αύτη μη εφαρμογή της συνθήκης, την οποίαν μας παρουσίασε τόσον απλήν ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως; Τι άλλο παρά ότι και κατά τας τέσσαρας αυτάς περιπτώσεις η συνθήκη ηρμηνεύθη ουχί ως φόρμουλα ρωμαϊκή, λέγουσα: αν τούτο ούτως έχη, δημιουργείται υποχρέωσις. Αλλ’ ηρμηνεύθη ως εκδήλωσις αποφάσεων από κοινού ειλημμένων παρ’ εκείνων, οι οποίοι συνεβλήθησαν επί τη βάσει ωρισμένης καταστάσεως πραγμάτων, αποφάσεων, αποβλεπουσών εν συνδυασμώ εις κοινάς υποχρεώσεις· εις πραγματοποίησιν κοινών δι’ αμφοτέρους συμφερόντων. Και επί τη βάσει τοιαύτης αντιλήψεως η συνθήκη συνεδυάσθη με την καθόλου πραγματικήν κατάστασιν, οία ενεφανίζετο κατά την στιγμήν κατά την οποίαν εζητείτο η πραγματοποίησις. Και επειδή ευρέθη, ότι κατά πάσας ταύτας τας περιστάσεις, και τας τέσσαρας, η εν γένει κατάστασις των πραγμάτων, η καθόλου συμπλοκή των ποικίλων συμφερόντων, τα οποία ετίθεντο επί του τάπητος, δεν επέτρεπον την εκπλήρωσιν του γράμματος της συνθήκης, η συνθήκη εγκατελείφθη. Η συνθήκη δεν εξετελέσθη. Και ουδείς είπε προς την Ελλάδα και ούτε η Ελλάς είπε προς την Σερβίαν κατά την πρώτην περίπτωσιν, ότι υπήρξε παραβίασις της συνθήκης. Υπήρξεν όμως και άλλη περίπτωσις κατά την οποίαν δεν εζητήθη η εκτέλεσις της συνθήκης, εζητήθη άρσις της συνθήκης. Δεν είμαι εν γνώσει των ιδιαιτέρων περιστάσεων υπό τας οποίας η Σερβία, αποφασίσασα να προβή εις τας παραχωρήσεις προς την Βουλγαρίαν, εζήτησε την ημετέραν συναίνεσιν· αλλ’ υπό οιονδήποτε τρόπον και υπό οιουσδήποτε όρους και αν εζητήθη η ημετέρα συναίνεσις, η συναίνεσις αύτη ουδέν έτερον ηδύνατο ν’ αφορά παρά κατάργησιν της συνθήκης· άρσιν αυτής. Τι εζήτει η Σερβία; Να συμφωνήση μετά της Βουλγαρίας σύμπραξιν; Και να συμφωνήσουν ταύτην επί τη βάσει παραχωρήσεως προς την Βουλγαρίαν όλων των εδαφών πασών των χωρών, αι οποίαι αποτελούσι μέρος - και ουσιώδες μέρος - της ισορροπίας προς προστασίαν, της οποίας είχε γίνει η συνθήκη; Όταν η Σερβία έλεγε προς την Ελλάδα: Δος μοι την συναίνεσίν σου να παραχωρήσω τας χώρας ταύτας, προσέθετε δε, ίνα διά της παραχωρήσεως ταύτης 168


συμφωνήσω μετά της Βουλγαρίας είς σύμπραξιν, τι άλλο έλεγε παρά ότι αίρει την συνθήκην. Διότι συμφωνία μετά της Βουλγαρίας προς σύμπραξιν είναι άρσις της συμφωνίας μετά της Ελλάδος προς πόλεμον κατά της Βουλγαρίας. Και όταν περί τοιούτων τινων πραγμάτων εζήτει συναίνεσιν και η Σερβία, έλεγεν άρα γε προς την Ελλάδα, ότι εζήτει να παραβιάση την συνθήκην, ή έλεγε προς την Ελλάδα, ότι αι περιστάσεις αι γενικαί, η κατάστασις η δημιουργηθείσα γενικώς, αι συμπλοκαί των συμφερόντων αυτής, περί ων προνοεί η συνθήκη, με άλλα μεγαλύτερα συμφέροντα θέτουσιν αυτήν εις την αναπόφευκτον ανάγκην να προβή εις την θυσίαν ταύτην, προς την Βουλγαρίαν, ίνα μετ’ αυτής συμφωνήση και σωθή από του κινδύνου, να ταχθή η Βουλγαρία εις αντίθετον στρατόπεδον και επιτύχη και ταχθή εις το στρατόπεδον εις το οποίον και η Σερβία ανήκει; Είναι εκτός αμφιβολίας, κύριοι, ότι τοιαύτην ποιουμένην πρότασιν η Σερβική Κυβέρνησις, δεν εδέχετο, ότι πρόκειται να παραβιάση την συνθήκην. Αλλ’ ισχυρίζετο μίαν αλήθειαν, ότι η γενική κατάστασις των πραγμάτων είναι τοιαύτη ώστε με όλον το συμφέρον, το οποίον έχει να κρατήση τας χώρας, χάριν των οποίων συνήψε την συνθήκην, ήτο εκ της γενικωτέρας καταστάσεως εν τη οποία συμπλέκονται μεγαλύτερα και ουσιωδέστερα και ζωτικώτερα συμφέροντα αυτής, εξηναγκασμένη χάριν διασώσεως των συμφερόντων τούτων να εγκαταλείψη την πολιτικήν, ήτις ετέθη ως βάσις της συμμαχίας και να άρη την συνθήκην της συμμαχίας μετά της Ελλάδος. Τι άλλο είναι τούτο παρά αναγνώρισις εκ μέρους της Σερβίας της επιδράσεως της αναγκαίας της συνολικής καταστάσεως επί της συνθήκης και των όρων αυτής; Τι άλλο είναι τούτο παρά εμφάνισις εν τη μεγίστη αυτής εντάσει της ίδιας αρχής, η οποία επρυτάνευσε και κατά τας προηγουμένας τέσσαρας περιπτώσεις κατά τας οποίας εζητήθη η εφαρμογή της συνθήκης και κατά τας οποίας δεν εφθάσαμεν εις εφαρμογήν ένεκα των γενικωτέρων περιστάσεων, υφ’ ας εζητήθη αύτη; Επί τοιαύτης βάσεως, κύριοι, ετέθη η εφαρμογή της συνθήκης και κατά της οποίας δεν εφθάσαμεν εις εφαρμογήν ένεκα των γενικωτέρων περιστάσεων, υφ’ ας εζητήθη αύτη. Επί τοιαύτης βάσεως, κύριοι, ετέθη υπό των πραγμάτων, ετέθη εκ των προηγουμένων η ερμηνεία της Συνθήκης. Δεν είναι δε επιτετραμμένον εις ουδένα να είπη κατά την περίπτωσιν κατά την οποίαν θα λάβη χώραν οιοδήποτε γεγονός εξ εκείνων, τα οποία προβλέπονται εν τη συνθήκη ως αποτελούντα την βάσιν υποχρεώσεως, ότι το γεγονός τούτο θέλει εκτιμηθή μεμονωμένως και ανεξάρτητον από την όλην κατάστασιν, η οποία θέλει υπάρξει, όταν το γεγονός τούτο θα εμφανισθή εν τοις πράγμασιν. Και δεν έχει το δικαίωμα να είπη ουδείς ότι το γεγονός τούτο, έστω και αν τούτο είναι επίθεσις της Βουλγαρίας, θα κριθή μεμονωμένως άνευ συσχετίσεως προς τας διαφόρους περιστάσεις, υφ’ ας θα εμφανισθή και προς την γενικήν κατάστασιν. Διότι ούτε το γεγονός τούτο θα υφίσταται μεμονωμένον εν τοις πράγμασιν. Και οφείλομεν να το εκτιμήσωμεν ως θα εμφανισθή. Οφείλομεν να το εκτιμήσωμεν εν συνδυασμώ προς τα γεγονότα τα άλλα, προς τα συμφέροντα τα άλλα, τα ποικίλα, τα οποία ενεφάνισεν η δημιουργηθείσα εκ του μεγάλου πολέμου κατάστασις και ούτω μόνον να κρίνωμεν κατά πόσον το γεγονός τούτο εν αρμονία και προς τα σκοπηθέντα υπό της συνθήκης συνεπάγεται τούτο ή εκείνο το αποτέλεσμα κατά τους όρους της συνθήκης και το πνεύμα αυτής. Τοιαύτην, κύριοι, υποστηρίζωμεν ερμηνείαν της συνθήκης στηρίζομαι, ως είπον, επί των προηγουμένων. Και νομίζω ότι έχω υποχρέωσιν να είπω ότι δεν είναι επιτετραμμένον να ισχυρισθή τις άνευ περιορισμού την ύπαρξιν υποχρεώσεως της Ελλάδος εκ μόνου του γεγονότος της επιθέσεως της Βουλγαρίας κατά της Σερβίας, ανεξαρτήτως οιωνδήποτε παρομαρτουσών άλλων περιστάσεων. Την ύπαρξιν ή μη της υποχρεώσεως θα την κρίνωμεν, καθ’ ην στιγμήν λάβη χώραν το γεγονός και θα δυνηθώμεν να την εκτιμήσωμεν εν συνδυασμώ προς τας καθόλου περιστάσεις, αι οποίαι θα υφίστανται επί του πεδίου επί του οποίου θα ζητηθή η ημετέρα ενέργεια. 169


Αλλ’ ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, παρά την εκ της ερμηνείας της Συνθήκης υποχρέωσιν ημών να ακολουθήσωμεν την πολιτικήν, την οποίαν εξέθηκεν, προέβη εις την ανάπτυξιν των λόγων διά τους οποίους νομίζει ανενδοιάστως, ότι είναι συμφέρον ημών να ακολουθήσωμεν την πολιτικήν ταύτην. Όσον η συζήτησις του πρώτου επιχειρήματος ήτο διά την Βουλήν ουχί ενδεδειγμένη, τόσον η συζήτησις της δευτέρας ταύτης αντιλήψεως ανήκει εις την Βουλήν. Ουδείς πιστεύω, κύριοι, υπάρχει, ο οποίος να αμφιβάλλη ή να αμφισβητή, ότι η σύμπραξις ημών μετά της Σερβίας εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν θα επρόκειτο από κοινού διά κοινής ενεργείας, να αποκρουσθή επίθεσις εκ μέρους του κράτους εκείνου το οποίον επιδιώκει να κατακτήση τας χώρας τας εις την Σερβίαν ή εις ημάς ανήκουσας, ουδείς νομίζω, υπάρχει, όστις να αμφιβάλλη ή αμφισβητή, ότι η σύμπραξις ημών μετά της Σερβίας εις τοιαύτην περίστασιν και προς τοιούτον σκοπόν ανταποκρίνεται πληρέστατα εις το ημέτερον συμφέρον. Αλλ’ από της αναγνωρίσεως της αρχής ταύτης μέχρι της αποδοχής, ότι αυτή και μόνη η αρχή άνευ ουδεμιάς μελέτης της καταστάσεως των πραγμάτων πρέπει να καθοδηγήση ημάς εις την λήψιν των ημετέρων αποφάσεων, υπάρχει μεγάλη απόστασις. Βεβαίως συμφέρει ημίν να παρακωλύσωμεν την ανάπτυξιν της χώρας εκείνης, η οποία επιδιώκει την Ελληνικήν Μακεδονίαν, ως είπεν ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως. Βεβαίως συμφέρει ημίν να συμπράξωμεν μετά της Σερβίας, ίνα τοιαύτας βλέψεις καταστήσωμεν αδυνάτους. Αλλ’ εάν αύτη και μόνη η αρχή έπρεπεν απαρεγκλίτως να επικρατήση εν πάση πολιτική ημών, ήθελον ερωτήσει τον αξιότιμον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως διατί ενόμισεν επιτετραμμένον να δεχθή, ίνα η χώρα εκείνη μεγεθυνθή διά παραχωρήσεως εκ μέρους της Σερβίας ακριβώς των χωρών εκείνων, τας οποίας από την Σερβίαν επιδιώκει. Η προστασία της ισορροπίας, την οποίαν εκφράζει η αρχή αύτη, δεν απέκλειε την παραχώρησιν ταύτην; Ιδού ότι και ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως εδέχθη ίνα η αρχή αύτη μη η μόνη καθορίζουσα την πολιτικήν της Ελλάδος. Διότι και ο κ. πρωθυπουργός απεδέχθη, ίνα ανατραπή η ισορροπία διά των παραχωρήσεων της Σερβίας προς την Βουλγαρίαν. Ιδού μία περίστασις κατά την οποίαν ευρέθημεν ηναγκασμένοι να δεχθώμεν την διατάραξιν της ισορροπίας. Γ. ΠΩΠ. Επί της εποχής επί της οποίας σεις ήσθε πρωθυπουργός και υπουργός των Εξωτερικών εγένετο και προς υμάς διάβημα όμοιον ανοχής παραχωρήσεων εκ μέρους της Σερβίας προς την Βουλγαρίαν; Επειδή αναφέρετε πράγματα και τα υπομνηματίζετε με το κύρος πρώην κυβερνήσαντος, επεθύμουν να εγνώριζον τούτο. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ. Ομιλώ περί της πολιτικής του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως. Γ. ΠΩΠ. Παρακολουθώ την συζήτησιν μετά της προσοχής, η οποία επιβάλλεται όταν τοιαύτα θέματα ερευνώνται μεταξύ προσώπων τα οποία μόνον αυτά εξ όλης της Βουλής γνωρίζουσι τας λεπτομερείας και τα μυστικά. Ερωτώ τούτο διότι επιθυμώ να φωτισθώ· καθ’ ην εποχή υμείς ήσθε Κυβερνήτης της χώρας εγένετο διάβημα εκ μέρους της Τετραπλής Συνεννοήσεως περί παραχωρήσεων εκ μέρους της Σερβίας, εγένετο δε και προς υμάς και παρατήρησίς τις όπως ανεχθήτε τας παραχωρήσεις ταύτας της Σερβίας, και καθ’ ην περίπτωσιν εγένετο τοιαύτη τις παρατήρησις ποίαν απάντησιν εδώσατε υμείς προς την Σερβίαν και ποίαν διαμαρτυρίαν υπεβάλετε προς τας Δυνάμεις τας εισηγηθείσας τας παραχωρήσεις, αι οποίαι ήσαν σχεδόν του νυν κατέχοντος την θέσιν Πρωθυπουργού; Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ. Διάβημα περί συναινέσεως εις παραχωρήσεις εκ μέρους της Σερβίας δεν εγένετο προς εμέ. Το διάβημα εγένετο υπό των Δυνάμεων της Τετραπλής διά τας παραχωρήσεις εκ μέρους της Ελλάδος. Δεν εζητείτο δε η συναίνεσις της Ελλάδος ούτε δι’ αυτάς. Εις την Σερβίαν εγένετο παρόμοιον διάβημα διά του οποίου εζητούντο αι παραχωρήσεις. Εγένετο δε το διάβημα τούτο συγχρόνως με το προς ημάς. Η Σερβία προς την οποίαν απηυθύνθη το διάβημα της Τετραπλής ήρχισε σκεπτομένη περί του ποίαν θα ετήρει πολιτικήν απέναντι των Δυνάμεων, πριν ή όμως κανονίση την πολιτικήν αυτής κατά τρόπον τοιούτον ώστε να στραφή και προς ημάς και ζητήση επί των ωρισμένων 170


αυτής αποφάσεων την συναίνεσιν ή την μη συναίνεσιν ημών, ημείς απεχωρήσαμεν της αρχής. ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ. Η Σερβία εάν παρεχώρει έδαφος προς την Βουλγαρίαν συμφώνως προς την απόφασιν της Τετραπλής δεν θα ελάμβανεν αντάλλαγμα πολύ μεγαλύτερον; Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ. Όχι. ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ. Εγώ νομίζω ότι θα ελάμβανε. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ. Πιθανόν εσείς να νομίζετε. Η παραχώρησις θα εγίνετο ανεξαρτήτως ανταλλάγματος. Και εάν δεν ελάμβανε τίποτε από όσα τη υπισχνούντο η Σερβία πάλιν θα έδιδε, διότι ήτο ανεξάρτητον το εν του άλλου. ΒΑΣΙΛΑΚΑΚΗΣ. Ούτε θα εδικαιούτο. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ. Εν τη εκτιμήσει, κύριοι, του συμφέροντος διά την Ελλάδα να προβή εις τοιαύτην ή τοιαύτην ενέργειαν το επ’ εμοί νομίζω επιβεβλημένον να διακριθώσι δύο στάδια. Να διακριθή το στάδιον των άμεσων αποτελεσμάτων της ενεργείας αυτής. Και το στάδιον της περαιτέρω μετά τον Ευρωπαϊκόν πόλεμον εξελίξεως της καταστάσεως. Πρέπει να έχωμεν υπ’ όψιν, κύριοι, ότι την εξασφάλισιν των συμφερόντων ημών των εθνικών μετά το πέρας του Ευρωπαϊκού πολέμου και την συνεπεία αυτού διαρρύθμισιν των σχέσεων των Ευρωπαϊκών Κρατών, άτινα συμμετέχουσιν εις τον πόλεμον, την εξασφάλισιν, λέγω, των ημετέρων συμφερόντων διά την εποχήν εκείνην δεν δυνάμεθα να προδικάσωμεν από σήμερον. Ουδείς υπάρχει, ο οποίος θα δύναται, οσονδήποτε και αν έχη ανεπτυγμένον το πολιτικόν αισθητήριον, να πείση ουδέ τον απλούστερον των θνητών, ότι δύναται να προΐδη την κατάστασιν, ήτις θα δημιουργηθή μετά το πέρας του ευρωπαϊκού πολέμου. Ότι δύναται να προΐδη τους συνδυασμούς των συμφερόντων, οι οποίοι θα αγάγωσιν τις τα συμπλέγματα τα πολιτικά, τα οποία μετά τον πόλεμον θέλουσι δημιουργηθή. Τοιαύτη πρόβλεψις αποκλείεται απολύτως. Το πολύ πολύ ημπορεί να είναι παίγνιον διασκεδάζον εκείνον, ο οποίος την επιχειρεί διότι τω γαργαλίζει τον υπερφίαλον εγωισμόν του. Πραγματικότης όμως υπό ουδενός σωφρονούντος δύναται να αναγνωρισθή. Εν τη αδυναμία δε της προβλέψεως της μελλούσης να επακολουθήση μετά τον πόλεμον καταστάσεως, είναι αδύνατον να ευκρινισθή ποίος θα είναι ο τρόπος και ποία θα είναι η ενδεδειγμένη ενέργεια, ίνα τα συμφέροντα ημών τα ζωτικά, ίνα τα συμφέροντα ημών τα εθνικά κατά την μετά τον πόλεμον περίοδον προστατευθώσι. Δεν πρέπει δε να λησμονώμεν, ότι θα ήτο πολύ αφελής η ιδέα, ότι οι πολιτικοί συνδυασμοί, οι οποίοι σήμερον με το ξίφος εις την χείρα επιπίπτουσιν ο μεν κατά του δε, θα εξακολουθήσωσι να υφίστανται κατά την αυτήν μορφήν και μετά το πέρας του Ευρωπαϊκού πολέμου. Η πείρα εκ της ιστορίας των άλλων κρατών, αλλά και η ιδία ημών πείρα η πρόσφατος καταδεικνύει, ότι ουχί σπανίως εκείνοι, οι οποίοι χθες αμειλίκτως κατ’ αλλήλων επολέμουν είναι δυνατόν αμέσως κατόπιν να καταστώσι φίλοι και σύμμαχοι υπό του κοινού συμφέροντος καθοδηγούμενοι. Αντιθέτως δ’ εκείνοι, οι οποίοι αδελφικώς εις έναν πόλεμον συνέπραξαν, την επομένην του πολέμου διεστώτες κατά τα συμφέροντα, να τραπώσιν οι μεν κατά των δε. Δεν πρέπει λοιπόν, κύριοι, να εξαρτήσωμεν την πολιτικήν ημών εκ βλέψεων ωρισμένων περί της πολιτικής, την οποίαν θα μετέλθωμεν μετά το πέρας του πολέμου και την διαρρύθμισιν των καθόλου Ευρωπαϊκών πραγμάτων. Εν τη πολιτική ημών τη ενεστώση πρέπει να έχωμεν υπ’ όψιν τούτο: ότι ευρισκόμεθα εν τω μέσω τοιαύτης συγκρούσεως, ώστε μικροί και αδύνατοι όντες πρώτιστον και κυριωδέστατον συμφέρον και καθήκον έχομεν να αποφύγωμεν τον κίνδυνον να συντριβώμεν εν τη καταιγίδι ήτις περί ημάς μυκάται. Και δι’ αυτό νομίζω, ότι από της απόψεως ταύτης κυρίως πρέπει να εξετασθή το συμφέρον ημών εν τη πολιτική, την οποίαν πρόκειται ν’ ακολουθήσωμεν. Και από της απόψεως ταύτης προέχει η εξέτασις των κινδύνων, οι οποίοι 171


δύνανται να θέσωσιν εν αμφιβόλω και αυτήν την ύπαρξιν της χώρας ημών, αν μετέλθωμεν πολιτικήν, ην τα πράγματα ήθελον καταδείξει ως κακώς εκλεγείσαν. Δεν είμεθα ημείς, κύριοι, οι οποίοι καλούμεθα να συντελέσωμεν εις την τοιαύτην ή τοιαύτην έκβασιν του Ευρωπαϊκού πολέμου. Είναι τόσον μικρά η δύναμις ημών και τόση ασήμαντος η συμβολή, την οποίαν θα ηδυνάμεθα να συνεισφέρωμεν εις τον μέγα αγώνα, ώστε δυνάμεθα να έχωμεν ήσυχον την συνείδησιν, ότι εάν περιορισθώμεν εις την προστασίαν και την εξασφάλισιν των ημετέρων συμφερόντων, των καθαρώς Ελληνικών συμφερόντων, πράττομεν παν ό,τι το καθήκον ημών υπαγορεύει. Δεν καλούμεθα, λέγω, να επιδράσωμεν επί της διακανονίσεως των τυχών της Ευρώπης διά της συντελέσεως εις την επικράτησιν ταύτης ή εκείνης της ομάδος, ως εκπροσωπούσης ταύτην ή εκείνην την ιδέαν. Εκ της αρχής δε ταύτης προήλθε και η πολιτική, την οποίαν από της ενάρξεως του μεγάλου αγώνος ακολουθούμεν. Η πολιτική κατά την οποίαν, εφ’ όσον τούτο γίνεται εις ημάς δυνατόν, παραμένομεν μακράν της κολοσσιαίας πυρκαϊάς, ήτις λυμαίνεται τον κόσμον. Η πολιτική της ουδετερότητος. Η πολιτική κατά την οποίαν θέλομεν εξέλθει της ουδετερότητος τότε μόνον, όταν η αποτροπή κινδύνων της Ελλάδος ήθελεν επιβάλλει τούτο, ή επιδίωξις συμφέροντος εθνικού, κινδυνεύοντος εκ της απραξίας ημών, ήθελε το υπαγορεύσει. Και δυνάμεθα να είπωμεν, ότι την πολιτικήν ταύτην μετελθόντες μέχρι σήμερον εξυπηρετήσαμεν αποτελεσματικώς τα συμφέροντα της χώρας. Αλλ’ η πολιτική αύτη κατηγορείται, ότι δεν είναι πολιτική θετική, ότι είναι πολιτική απλώς αρνητική, ενώ η πολιτική εξόδου εκ της ουδετερότητος μετά μιας εκ των μαχομένων ομάδων, και δη μετά της Τετραπλής Συνεννοήσεως, είναι πολιτική θετική. Και αξιούσιν οι ταύτα λέγοντες, ότι είναι υποχρεωμένη η Ελλάς να έχη μόνον θετικήν πολιτικήν, και δεν επιτρέπεται εις αυτήν να έχη την πολιτικήν, την οποίαν ως αρνητικήν χαρακτηρίζουσι. Σας ομολογώ, κύριοι, ότι δεν δύναμαι να εννοήσω την διάκρισιν ταύτην μεταξύ των δύο πολιτικών. Η φυσική πολιτική μιας χώρας, όταν έτερα κράτη συμπλέκωνται προς άλληλα, είναι η πολιτική της ουδετερότητος. Διότι η πολιτική της ουδετερότητος είναι η πολιτική της ειρήνης. Και η πολιτική της ειρήνης είναι η φυσική πολιτική διά παν Κράτος. Η πολιτική του πολέμου ενδείκνυται μόνον προς αποτροπήν κινδύνου των ζωτικών συμφερόντων της χώρας, ενδείκνυται μόνον προς προστασίαν των υπερτάτων εθνικών αυτής συμφερόντων. Και αφού δεχθή τις τούτο, και δεν δύναται παρά να το δεχθή εν καιρώ γενικής ειρήνης, ήθελον παρακαλέσει να μου είπητε διατί την αρχήν την ιδίαν δεν θέλετε έχει και όταν δύο έτεροι συγκρούονται προς αλλήλους; Δεν δύνασθε να λέγητε, ότι η πολιτική της ουδετερότητος, η πολιτική της αποχής από του πολέμου, εφ’ όσον δεν αποδεικνύεται, ότι πρόκειται διά του πολέμου ν’ αποτραπή κίνδυνος της χώρας και να εξυπηρετηθώσι τα εθνικά συμφέροντα της χώρας, δεν δύνασθε να λέγητε, ότι η πολιτική αύτη είναι πολιτική αρνητική και ότι επειδή η άλλη, η του πολέμου, είναι πολιτική θετική, πρέπει δε να ακολουθή το Κράτος θετικήν πολιτικήν, διά τούτο πρέπει να κάμωμεν έναν πόλεμον ίνα συμμορφωθώμεν με τον κανόνα σας περί θετικής πολιτικής. Ίνα υποστηρίξητε την ημετέραν πολιτικήν, την πολιτικήν του πολέμου, οφείλετε ν’ αποδείξητε ότι η επιχείρησις του πολέμου ανταποκρίνεται εις τα συμφέροντα της χώρας, ότι ο πόλεμος πρέπει να γίνη όχι διότι είναι θετική πολιτική, αλλά διότι είναι επιβεβλημένος εκ των συμφερόντων της χώρας. Και ήθελον παρακαλέσει υμάς κ. βουλευταί, επί τη βάσει της αρχής ταύτης να με παρακολουθήσητε εις την έκθεσιν της αντιλήψεως, την οποίαν έχω περί των κινδύνων τους οποίους η άμεσος έξοδος εκ της ουδετερότητος μετά συμπράξεως μετά της μιας των διαμαχομένων ομάδων, δύναται να δημιουργήση διά την Ελλάδα. Δι’ εμέ τοιαύτη ενέργεια αποτελεί ουχί αποτροπήν κινδύνου, αλλά πρόκλησιν κινδύνου. Πρόκειται, κύριοι, εξερχόμενοι της ουδετερότητος να πολεμήσωμεν κατά της Βουλγαρίας, κατά 172


κατερχομένων γερμανικών στρατευμάτων, κατά της Τουρκίας, έχοντες μεθ’ ημών τους Σέρβους και τους αποβιβαζομένους συμμάχους. Νομίζετε ότι, αν άνευ ανάγκης, και θα ομιλήσω μετ’ ολίγον περί της ανάγκης, ακολουθήσωμεν την οδόν ταύτην, προβαίνομεν ακινδύνως; Ή νομίζετε, ότι προς την κατεύθυνσιν ταύτην χωρούντες εισερχόμεθα εις οδόν, εις το άκρον της οποίας, αν παρά πάσαν προσδοκίαν των αισιοδοξούντων ήθελεν επέλθει ατυχία, δύναται να υπάρξη η καταστροφή της χώρας ημών; Το επ’ εμοί ουδαμώς διστάζω να έχω τον φόβον, ότι τοιαύτη πολιτική ενέχει κίνδυνον καταστροφής διά την χώραν. Δεν δύναμαι δε να δεχθώ, ότι είναι επιτετραμμένον τοιαύτην να ακολουθήσωμεν πολιτικήν άνευ αναποτρέπτου ανάγκης. Εάν δυνάμεθα να αποφύγωμεν την βουλγαρικήν επίθεσιν, και εφ’ όσον δυνάμεθα να την αποφύγωμεν, και εφ’ όσον έχομεν ελπίδας, ότι θα γίνη δυνατόν δι’ οιωνδήποτε μέσων ν’ αποφύγωμεν την βουλγαρικήν επίθεσιν, νομίζω, ότι είναι επιβεβλημένον να μην εισέλθωμεν εις την οδόν ταύτην, προκαλούντες την βουλγαρικήν επίθεσιν. Βεβαίως ουδέν θα αντείπω, την στιγμήν κατά την οποίαν πάσα ελπίς ν’ αποφύγωμεν τον αγώνα ήθελεν εκλείπει, ότι δέον ν’ αντεπεξέλθωμεν μεθ’ όλων ημών των δυνάμεων. Αλλά ήδη, ότε δεν εφθάσαμεν ακόμη εις το σημείον τούτο, νομίζω, ότι αν, αντί να ζητώμεν ν’ αποφύγωμεν τον κίνδυνον, λάβωμεν στάσιν άγουσαν εις το να τον προκαλέσωμεν δεν ενεργούμεν κατά τον τρόπον, τον οποίον υπαγορεύουσι τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας. Προς τοιαύτην τινά πολιτικήν νομίζω, ότι έχω καθήκον να αντείπω. Καθήκον έχω ν’ αποκρούσω εντόνως την πολιτικήν της αμέσου εξόδου εκ της ουδετερότητος, ήτις θα είχεν ως αποτέλεσμα να προκαλέση σύγκρουσιν. Και έχω ακράδαντον την πεποίθησιν ότι η πολιτική η επιβαλλομένη από τα συμφέροντα της χώρας είναι να προσπαθήσωμεν διά παντός τρόπου να αποφύγωμεν την σύγκρουσιν. Δύναται δε να δικαιολογηθή η ελπίς επιτυχίας τοιαύτης προσπαθείας. Και μόνον όταν παρά πάσαν προσδοκίαν τούτο ήθελε καταστή αδύνατον, βεβαίως ουδείς θέλει υπάρξει ο διαφωνών να προέλθωμεν δι’ όλων ημών των δυνάμεων εις ένοπλον αγώνα. Από τοιαύτης ιδέας κινούμενος ενόμισα, ότι είχον καθήκον να εγκρίνω από της πρώτης στιγμής το μέτρον της επιστρατεύσεως, εις το οποίον προέβη η Κυβέρνησις άμα τη Βουλγαρική επιστρατεύσει. Διότι νομίζω, ότι η Ελλάς πρέπει να βαίνη παραλλήλως λαμβάνουσα προς προστασίαν των συμφερόντων αυτής παν μέτρον εις λήψιν του οποίου προκαλείται. Αλλά δεν νομίζω, ότι η Ελλάς έχει συμφέρον να προβή αυτή προκαλούσα τον κίνδυνον, εφ’ όσον ούτος είναι δυνατόν να αποτραπή, τον κίνδυνον της συρράξεως μετά της Βουλγαρίας και των Δυνάμεων των συμπραττουσών μετ’ αυτής. Εις τούτο δε, του λόγου γενομένου, οφείλω να μην αφήσω απαρατήρητον και εκείνο το οποίον ο κ. Πρωθυπουργός ενόμισεν, ότι είχε το δικαίωμα να είπη προς την Βουλήν. Ότι ίσως εκ της διασείσεως της πεποιθήσεως, την οποίαν είχεν η Βουλγαρία περί του ότι η Ελλάς θέλει εκπληρώσει τας προς την Σερβίαν συμμαχικάς υποχρεώσεις, προήλθεν η Βουλγαρική επιστράτευσις. Και ο κ. Πρωθυπουργός δεν ώκνησε να αποδώση εις την υπ’ εμέ Κυβέρνησιν την υπαιτιότητα διά την τοιαύτην διάσεισιν της πεποιθήσεως της Βουλγαρίας. Κατά του τοιούτου ισχυρισμού του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως είχον την υποχρέωσιν να διαμαρτυρηθώ. Ανεξαρτήτως των γνωμών, τας οποίας εγώ έχω περί της εννοίας της συνθήκης, και τας οποίας προ ολίγου εξέθεσα, ουδέποτε κατ’ ουδεμίαν περίπτωσιν εδόθη αφορμή εις την Βουλγαρίαν επί της Κυβερνήσεως της οποίας είχον την τιμήν να προΐσταμαι, να νομίση, ότι η Ελλάς δεν θέλει εκπληρώσει τας συμμαχικάς αυτής υποχρεώσεις. Είναι δε και περίεργος ο ισχυρισμός αυτός του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως και από άλλης απόψεως. Πας τις γνωρίζει, ότι ουχί επί της Κυβερνήσεως της ημετέρας εγένετο η επιστράτευσις η βουλγαρική, αλλ’ εγένετο έναν ολόκληρον μήνα μετά την παράιτησιν ημών, και την άνοδον εις την αρχήν της νυν Κυβερνήσεως. Ήθελον παρακαλέσει τον κ. Πρωθυπουργόν να μοι εξηγήση κατά ποίαν λογικήν αντιλαμβάνεται, ότι ημείς εξηκολουθήσαμεν να 173


εκφράζωμεν την γνώμην της Ελληνικής Κυβερνήσεως, όταν Κυβέρνησις ήτο αυτός, ίνα κατορθώση να είπη, ότι η γνώμη, την οποίαν ημείς είχομεν επέδρασεν επί της αποφάσεως της Βουλγαρίας να επιστρατευθή; Ουδέν, απολύτως ουδέν, γεγονός είχε δώσει αφορμήν εις την Βουλγαρίαν να πιστεύση περί ημών, ότι έχομεν ταύτην ή εκείνην την γνώμην περί των υποχρεώσεών μας προς την Σερβίαν. Αλλά και αν δι’ οιονδήποτε λόγον εφαντάσθη τοιούτόν τι η Βουλγαρία, δεν μοι εξηγεί ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως πως είναι δυνατόν η γνώμη, ην θα απέδιδεν εις ημάς κατά φαντασίαν η Βουλγαρία, να επιδράση επί των αποφάσεών της, όταν εγνώριζεν, ότι ουχί ημείς, αλλ’ αυτός κυβερνά την χώραν και αυτός θέλει κανονίσει τα μέτρα, τα οποία θέλει λάβει εν περιπτώσει Βουλγαρικής επιστρατεύσεως; Η Βουλγαρία είχεν υπ’ όψει την δήλωσιν ημών, ην και ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως επεκαλέσθη, την δήλωσιν, ην προέβημεν καθ’ ην εποχήν ανελάβομεν την Κυβέρνησιν. Και κατά την δήλωσιν εκείνην ημείς ελέγομεν, ότι θέλομεν εκπληρώσει τας υποχρεώσεις τας συμμαχικάς, εκεί όπου βεβαίως υφίστανται τοιαύται. Ουδέν δε γεγονός έδωκε το ενδόσημον, επαναλαμβάνω τούτο διά τρίτην φοράν, εις την Βουλγαρίαν, ίνα πιστεύση έτερόν τι. Αλλ’ ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως επεκαλέσθη υπέρ της γνώμης του και το επιχείρημα, ότι έχει και την ψήφον του ελληνικού λαού, την διά των εκλογών διαδηλωθείσαν. Δεν διεσάφησεν όμως ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως τι ηννόει τούτο λέγων. Είχε την ψήφον του ελληνικού λαού περί της ερμηνείας της ελληνικής συνθήκης; Είχε την ψήφον του ελληνικού λαού υπέρ της πολιτικής της αμέσου εξόδου εκ της ουδετερότητος; Θα επεθύμουν να καθωρίζετο τούτο. Θα επεθύμουν να καθίστατο γνωστόν κατά ποίον τρόπον φαντάζεται ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, ότι εξεδήλωσε την τοιαύτην γνώμην ο ελληνικός λαός. Όταν εκλήθη ο ελληνικός λαός να αποφανθή, εκλήθη να αποφανθή περί της πολιτικής, την οποίαν ήθελε να μετέλθη ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, της πολιτικής ένεκα της οποίας απεμακρύνθη εκ της αρχής. Θέλει άραγε να είπη, ότι διά της πλειοψηφίας την οποία έδωκεν εις αυτόν ο ελληνικός λαός ενέκρινε την τοιαύτην πολιτικήν; Αλλά την πολιτικήν ταύτην ωμολόγησεν ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως ότι, όταν επανήλθεν εις την αρχήν δεν ηδύνατο ν’ ακολουθήση πλέον, διότι αι περιστάσεις μετεβλήθησαν. Ορθότερον θα έλεγε· διότι αι περιστάσεις εξειλίχθησαν κατά τρόπον εντελώς διάφορον εκείνου, ον προέβλεπεν. Αλλ’ αφ’ ου ομολογεί, ότι αι περιστάσεις δεν επέτρεψαν εις αυτόν την εφαρμογήν της πολιτικής ταύτης, ένεκα της οποίας απεμακρύνθη επί ετέρου ζητήματος ο ελληνικός λαός παρά επί του ζητήματος της προσωπικής εμπιστοσύνης προς αυτόν. Αλλά ζήτημα ερμηνείας της Σερβικής συνθήκης που και πως ετέθη εις τον Ελληνικόν λαόν; Ζήτημα εξόδου εκ της ουδετερότητος υπέρ της Τετραπλής Συνεννοήσεως που και πως ετέθη το ζήτημα εις τον ελληνικόν λαόν; Κύριοι, επί θεμάτων τοιαύτης σπουδαιότητος, οία τα απασχολούντα ημάς ήδη, ουδείς δύναται να παραγνωρίση την σημασίαν της κοινής γνώμης, η οποία εκδηλούται κατά τρόπον θετικόν μόνον διά της διδομένης ψήφου εν ταις εκλογαίς. Και διά τούτο ενόμισεν ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, ότι ηδύνατο να είπη, ότι η κοινή γνώμη εξεδηλώθη υπέρ της πολιτικής της αμέσου εξόδου εκ της ουδετερότητος κατά τας εκλογάς. Τούτο όμως δεν είναι ακριβές. Τοιαύτη γνώμη υπέρ της πολιτικής ταύτης δεν εξεδηλώθη κατά τας εκλογάς. Θα συνίστων δε εις τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως, οφείλοντα να λάβη υπ’ όψιν και της κοινής γνώμης την διαίσθησιν, ήτις αποτελεί εν πάση περιπτώσει κριτήριον ουχί ολιγώτερον χρήσιμον παντός πολιτικού αισθητηρίου ατομικού, θα συνίστων, λέγω, εις τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως να λάβη υπ’ όψιν της κοινής γνώμης την διαίσθησιν. 174


Αλλά προς τούτο να μη θελήση να διαβλέπη εν τη εκδηλώσει της κοινής γνώμης, όταν αύτη παρουσιάζεται αντίθετος προς τας ιδέας αυτού, την εμφάνισιν ατίμου εγκλήματος αποτελούντος προδοσίαν κατά των συμφερόντων της πατρίδος. Μετά λύπης ήκουσα την βαρείαν κατηγορίαν, την οποίαν από της επισήμου ταύτης θέσεως εξήνεγκεν ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως κατά των οργάνων της κοινής γνώμης. Πας ο πράττων τα κοινά όσω υψηλότερον θέτουσιν αυτόν αι περιστάσεις, τόσω περισσότερον - είναι αληθές - αισθάνεται πολλάκις την πίεσιν, την οποίαν ο τύπος ασκεί είτε εκ κοινής των γεγονότων παραστάσεως, είτε εκ πολεμικής υπερβολικής, χωρούσης υπέρ τα εσκαμμένα. Εγώ δε ο ίδιος κατά την εποχήν κατά την οποίαν είχον την τιμήν εν κρισίμοις διά την χώραν περιστάσεσι να προΐσταμαι των κοινών, οφείλω να ομολογήσω, ότι υπήρξαν στιγμαί κατά τας οποίας ησθάνθην εν τη ψυχή μου άπειρον οδύνην ουχί δι’ όσα κατ’ εμού προσωπικώς ελέγοντο ή εγράφοντο, ουχί δι’ όσα κατά της πολιτείας μου ελέγοντο ή εγράφοντο. Πάσα εκ των λεγομένων ή γραφομένων προσωπικώς πολιτική ζημία μοι ήτο αδιάφορος. Το πρόσωπον εις τοιαύτας περιστάσεις δεν έχει καμμίαν σημασίαν. Δεν πιστεύω δε να υπάρχη κανείς, ο οποίος κατά τας στιγμάς κατά τας οποίας διακυβεύονται τα ύψιστα της πατρίδος του συμφέροντα να αισθάνεται και το ελάχιστον ενδιαφέρον υπέρ της προσωπικότητος αυτού, δυναμένης να υποστή οτιδήποτε. Ησθανόμην όμως την λύπην βαθείαν, διότι ουχί σπανίως εκ των γραφομένων είτε αναληθών γεγονότων είτε υπερβολικών επιθέσεων, ότι ηδύνατο να γίνη βλάβη εις τα εθνικά συμφέροντα. Και σας ομολογώ ότι υπό την επιρροήν του άλγους αυτού ουχί σπανίως προέβην εις κρίσεις, αι οποίαι ίσως ήσαν και ουχί απολύτως δεδικαιολογημέναι, αλλ’ ουδέποτε ενόμισα επιτετραμμένον να φθάσω μέχρι της ιδέας, ότι οι ούτω γράφοντες ενεπνέοντο από ελατήρια, τα οποία θα ητίμαζον μεν αυτούς, θα προέδιδον δε την χώραν. Είχον πάντοτε υπ’ όψιν μου, ότι εν τη χώρα ημών δύναται μεν η υπερβολή της ζωηρότητος να προαγάγη εις αδικίαν προς τους πολιτικούς άνδρας τους διευθύνοντας τα κοινά, δύναται να προαγάγη και μέχρις ενεργειών, αι οποίαι ν’ αποβώσιν ουχί επωφελείς εις τα εθνικά συμφέροντα, αλλ’ ουδέποτε εφαντάσθην, ουδέ θεωρώ επιτετραμμένον να το φαντασθή κανείς, ότι είναι εύκολον εις οιονδήποτε εν Ελλάδι να εξαγοράση καλάμους, ίνα δι’ αυτών εξυπηρετήση πολιτικήν αντίθετον προς τα εθνικά συμφέροντα. Αλλά και αν υπήρχε πολιτικός ανήρ, όστις αυτό το οποίον εγώ δεν θεωρώ επιτετραμμένον ουδέ να φαντασθώ, να το πιστεύση, και μόνον, πιστεύω ήτο επιτετραμμένον να το είπη από του βήματος τούτου, νομίζω, ότι ούτος θα είχε καθήκον, ίνα προβή εις μέτρα άλλα αμύνης κατά της τοιαύτης ενεργείας και ουχί εις την από της θέσεως ταύτης επίθεσιν. Διότι, κύριοι, ας μοι επιτραπή να υπομνήσω, ότι η επίθεσις η κατά τοιούτον τρόπον γενομένη είναι ενδεχόμενον να επιφέρη συνέπειαν, την οποίαν είμαι βέβαιος ότι πάντες απευχόμεθα να επιφέρη, δύναται να αποτελέση τρομοκρατίαν κατά των αντιδοξούντων προς υμάς. Και νομίζω, ότι οι πολιτικοί άνδρες, οι οποίοι καθήκον έχουσι να διευκολύνωσι την έκθεσιν πάσης γνώμης, πρέπει να απέχωσιν επιμελώς οιασδήποτε πράξεως και ενεργείας, η οποία θα ηδύνατο να πτοήση τους έχοντας αντίθετον γνώμην, ώστε να μη τολμώσι να είπωσι ταύτην. Είπον, κύριοι, μιαν γνώμην, η οποία δεν επίστευον, ότι θα προυξένει τοσούτον θόρυβον. Είπον, ότι δεν θεωρώ επιτετραμμένον, πολιτικός ανήρ, έχων την γνώμην, την οποίαν προ ολίγου από του βήματος τούτου εξέθηκεν ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, αντί να καταφύγη εις λήψιν μέτρων προς καταστολήν, να προβή εις την επίθεσιν από του βήματος τούτου κατά τον τρόπον, τον οποίον όλοι αντελήφθημεν. Δεν θεωρώ τούτο επιτετραμμένον, διότι τοιαύτη τακτική δύναται να έχη αποτέλεσμα, το οποίον είμαι βέβαιος, ότι ουδείς δύναται να αποδεχθή ως ορθόν, το αποτέλεσμα του να επιδράση τρομοκρατικώς επί των εχόντων εναντίαν γνώμην. Μη νομίζετε, ότι δεν θα είπω την γνώμην μου διότι θορυβείτε; Αδιαφορώ διά τον θόρυβον τον οποίον προξενείτε. Έχετε 175


υποχρέωσιν να ακούσητε και θα ακούσητε. Λέγω λοιπόν, ότι τοιαύτη κατά τοιούτον τρόπον ενέργεια δύναται να επιδράση τρομοκρατικώς επί των αντιφρονούντων. Καθήκον πάντες έχομεν, και των θορυβούντων, ίνα κατ’ ουδένα τρόπον παρακωλύσωμεν την έκθεσιν πάσης γνώμης περί των δημοσίων πραγμάτων. Δεν υπάρχει δε τρόπος δυνάμενος να συντελέση εις παρακώλυσιν περισσότερον από τον τρόπον, τον οποίον προ ολίγου είδομεν ότι μετήλθεν ο κ. Πρωθυπουργός από του βήματος τούτου. Δεν λησμονώ, ότι υπήρξαν άνθρωποι, οι οποίοι, ουκ οίδα, υπό ποίων αισθημάτων παρεκινήθησαν ώστε να εκφράσουν υποψίας παρόμοιας με εκείνας, τας οποίας εξέφρασεν ο κ. Πρωθυπουργός, όχι όμως διά τον τύπον, αλλά διά τα μέλη του Κοινοβουλίου. Βλέπετε, κύριοι, που δύναται ν’ αγάγη τοιούτον σύστημα. Κύριοι, νομίζω καλόν, νομίζω αναγκαίον να παύσωσι τοιούτου είδους υπαινιγμοί και να έχωσι πάντες την πεποίθησιν, ότι πάντες οι Έλληνες όσον διΐστανται κατά τα φρονήματα υπό ομοίων εμπνέονται αισθημάτων και προς τον αυτόν αποβλέπουσι σκοπόν, την εξυπηρέτησιν της Πατρίδος. Είναι ενδεχόμενον πλανώμενοί τινες, εν υπερβολή ζήλου, να πράττωσί τι το ουχί ορθόν. Αλλ’ ουδείς υπάρχει εν Ελλάδι κινούμενος εξ ελατηρίων, οία είπεν ο κ. Πρωθυπουργός. Τοιαύτην πεποίθησιν έχω εγώ. Εάν δε υπάρχη τις εξ υμών, έχων αλλοίαν γνώμην, αξιώ παρ’ αυτού να προβή εις ωρισμένην και σαφή καταγγελίαν ενταύθα, να ζητήση δε και την λήψιν των μέτρων, τα οποία να δύνανται αποτελεσματικώς να θέσωσι τέρμα εις τοιαύτας προδοτικάς αυτόχρημα εν τω τόπω ημών τελουμένας πράξεις. Κύριοι, εξέθηκα τας γνώμας, τας οποίας έχω επί της καταστάσεως εν γένει και ιδίως επί των θεμάτων, τα οποία αποτελούσι το αντικείμενον της συζητήσεως την εσπέραν ταύτην. Προσεπάθησα να ανακοινώσω εις υμάς και τα πορίσματα, εις τα οποία έχω προέλθει και τα επιχειρήματα διά των οποίων νομίζω, ότι στηρίζονται τα πορίσματα ταύτα. Επιτρέψατέ μοι, κατερχομένου του βήματος, να εκφράσω την ευχήν και την ελπίδα, ότι μετ’ αντικειμενικότητος εξετάζοντες τα τεθειμένα ζητήματα θέλετε προέλθει εις απόφασιν, ήτις θ’ ανταποκριθή εις το συμφέρον της πατρίδος»205. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, απαντώντας στην αγόρευση του Γούναρη, ξεκαθάρισε πως διαβλέπει περισσότερους κινδύνους από την πλευρά των «Κεντρικών Δυνάμεων» και των συμμάχων τους, Τουρκίας και Βουλγαρίας, και λιγότερους από την πλευρά των δυνάμεων της «Αντάντ». Απέρριψε την πολιτική της ουδετερότητας που εισηγείτο ο Γούναρης και αναφέρθηκε ιδιαίτερα στη σημασία της συμμαχίας της Ελλάδας με την Αγγλία και τη Γαλλία, υπογραμμίζοντας: «Αι δύο Δυτικαί δυνάμεις είναι εκείναι των οποίων τα συμφέροντα ταυτίζονται περισσότερο προς τα ιδικά μας». Ενώ, αναφερόμενος στο ζήτημα της ανάγκης η Ελλάδα να συμπαραταχθεί με τη Σερβία, σημείωσε: «Οιαιδήποτε και αν είναι αι περιστάσεις υπό τας οποίας παρουσιάζεται ο αγών, ακόμα και αν μας έφερε εις την ανάγκην να πολεμήσωμεν κατά της Γερμανίας και κατά της Αυστρίας, θα παρεβαίνομεν τας συμμαχικάς μας υποχρεώσεις εάν δεν εβοηθούσαμεν τους Σέρβους εναντίον Βουλγαρικής επιθέσεως»206. Η ιστορική αυτή συζήτηση, ολοκληρώθηκε με τη διενέργεια ψηφοφορίας επί προτάσεως εμπιστοσύνης, την οποία κέρδισε η κυβέρνηση, αφού από τους 257 παριστάμενους βουλευτές ψήφισαν υπέρ αυτής 142, εναντίον της 102 και 13 αρνήθηκαν ψήφο. Όμως, η κοινοβουλευτική αυτή νίκη της κυβέρνησης αντί να ικανοποιήσει, προβλημάτισε την ηγεσία της. Γιατί, και αν ακόμη συνυπολογίσει κανείς τις 9 ψήφους των υπουργών, οι οποίοι κατ’ έθιμον δεν ψήφιζαν, επρόκειτο για μια πλειοψηφία αισθητά κατώτερη από το αρχικό αποτέλεσμα των εκλογών (όπου το «Κόμμα Φιλελευθέρων» είχε 205 206

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ., σελ. 362 - 377. Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 173.

176


αναδείξει 185 βουλευτές), εξ αιτίας απουσιών, αλλά και διαρροών, που προφανώς εξέφραζαν τη δυσφορία κάποιων κυβερνητικών βουλευτών. Αντιθέτως, το αποτέλεσμα αυτής της ίδιας ψηφοφορίας είχε προκαλέσει αισθήματα ευφορίας στο περιβάλλον του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, που το αποκωδικοποιούσε ως ένδειξη της φθοράς του Ελευθερίου Βενιζέλου και το εξελάμβανε ως εξέλιξη που ενθάρρυνε τα σχέδιά του για ένα νέο γύρο αντιπαράθεσης με τον πρωθυπουργό. 4.2 Η δεύτερη παραίτηση Βενιζέλου - Οι πολιτικές δυνάμεις σε τροχιά σύγκρουσης Για όλους αυτούς τους λόγους, ο απόηχος εκείνης της συζήτησης έμελλε να είναι καθοριστικός για την τροπή των επόμενων πολιτικών εξελίξεων. Ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄, κάλεσε στις 22 Σεπτεμβρίου 1915 τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και προέβη σε παρατηρήσεις για την ομιλία του στη Βουλή, θεωρώντας τις εκεί τοποθετήσεις του πρόωρες και εκφράζοντας γι’ αυτές την αποδοκιμασία του. Ο Βενιζέλος, αντέτεινε στον βασιλέα ότι γνώριζε τη διαφωνία του προς τις θέσεις του, αλλά τον παρέπεμψε στο αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών και στην υπερψήφιση του προγράμματός του. Τα πράγματα είχαν πλέον φτάσει σε οριακό σημείο. Μπροστά στην αντίδραση του βασιλέα, ο Βενιζέλος, υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του. Η πορεία προς το διχασμό είχε πλέον αρχίσει. Στην απογευματινή συνεδρίαση της Βουλής, της ίδιας ημέρας, παίχτηκε η τελευταία πράξη του δράματος. Παίρνοντας το λόγο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ανακοίνωσε στο Σώμα ότι «αναφυείσης και πάλιν διαφωνίας προς το Στέμμα», η κυβέρνηση παραιτήθηκε, οπότε μετά την εξέλιξη αυτή, η Βουλή αποφάσισε να διακόψει τις εργασίες της. Θέλοντας να σπάσει το πολιτικό αδιέξοδο, το οποίο δημιούργησε η παραίτηση του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, χωρίς όμως να κόψει -ακόμη- ολοσχερώς τις γέφυρες μαζί του, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ επέλεξε να δώσει την εντολή σχηματισμού της νέας κυβέρνησης στον Αλέξανδρο Ζαΐμη, πολύπειρη, αλλά εξωκοινοβουλευτική -στη φάση εκείνη- προσωπικότητα, αντί να αναθέσει τη νέα κυβέρνηση στον Δημήτριο Γούναρη, αρχηγό του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης. Στην κίνησή του αυτή, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ διευκολύνθηκε και από την άρνηση του ίδιου του Γούναρη στη σχετική βολιδοσκόπηση που του έγινε να αναλάβει την πρωθυπουργία, καθώς θεωρούσε ότι σε μια τέτοια περίπτωση η σκληρή πολιτική και κοινοβουλευτική αντιδικία του με τον Βενιζέλο, θα πυροδοτούσε ανεξέλεγκτες εντάσεις. Το υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη υπουργικό συμβούλιο, που σε μεγάλο βαθμό αποτελείτο από πρώην πρωθυπουργούς της χώρας, σχηματίστηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1915, και είχε την ακόλουθη σύνθεση: Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών: Αλέξανδρος Ζαΐμης, Υπουργοί: Εσωτερικών: Δημήτριος Γούναρης, Οικονομικών: Στέφανος Δραγούμης, Εθνικής Οικονομίας και προσωρινώς Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως: Γεώργιος Θεοτόκης, Συγκοινωνίας και προσωρινώς Δικαιοσύνης: Δημήτριος Ράλλης, Στρατιωτικών: Ιωάννης Γιαννακίτσας, Ναυτικών: Παύλος Κουντουριώτης. Η νέα κυβέρνηση εμφανίστηκε στη Βουλή στις 28 Σεπτεμβρίου 1915, και οι προγραμματικές δηλώσεις του νέου πρωθυπουργού Αλέξανδρου Ζαΐμη υπήρξαν από τις βραχύτερες στην ελληνική πολιτική ιστορία. Ο νέος πρωθυπουργός, χωρίς καν να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή περιορίστηκε να σημειώσει τα ακόλουθα: «Η κυβέρνησις, προσερχομένη άμα τω καταρτισμώ αυτής ενώπιον της Βουλής, θεωρεί καθήκον της να δηλώση μετά επισταμένην έρευναν της διεθνούς καταστάσεως, ήτις είναι νυν κατ’ εξοχήν περίπλοκος, ότι η πολιτική αυτής στηρίζεται επί των αυτών βάσεων, εφ’ ων εστηρίζετο η πολιτική, ην ηκολούθει η Ελλάς από της ενάρξεως του Ευρωπαϊκού πολέμου· προς κρείσσονα δ’ εξασφάλισιν των ζωτικών του Έθνους συμφερόντων, η ουδετερότης ημών έσται το γε νυν έχον ένοπλος, η δε πορεία ημών εις το μέλλον 177


προσαρμοσθήσεται προς τα γεγονότα, ων την εξέλιξιν θα παρακολουθήση η κυβέρνησις μετά προσοχής αδιαπτώτου. Η κυβέρνησις πέποιθεν επί την υποστήριξιν των αντιπροσώπων του ελληνικού λαού κατά τους χαλεπούς τούτους καιρούς». Μετά τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ανήλθε στο βήμα ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος υπογράμμισε, ότι: «... το Σώμα τούτο έπαυσε κατ’ ουσίαν ον αντιπρόσωπον της εθνικής κυριαρχίας, μεταβάλλεται δε εις απλήν συνέλευσιν, εις σύλλογον, θα ηδυνάμην να είπω, προκρίτων του ελληνικού λαού, μη εντελώς καθωρισμένην». Ενώ, ακολούθως, αξιοποίησε την ευκαιρία της συνεδρίασης για να αναπτύξει τις θέσεις του περί το ζήτημα της ανάγκης τήρησης από την Ελλάδα της συνθήκης της με τη Σερβία, αλλά και για να υπογραμμίσει την πάγια πεποίθησή του ότι η χώρα όφειλε να ταχθεί στον εν εξελίξει Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με το μέρος των δυνάμεων της «Αντάντ». Στον Ελευθέριο Βενιζέλο απάντησαν κατ’ αρχήν οι Νικόλαος Δημητρακόπουλος και Γεώργιος Θεοτόκης, ενώ την επίσημη θέση της κυβέρνησης εξέφρασε ο Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος στην αγόρευσή του στάθηκε ιδιαίτερα στη διατυπωθείσα από μέρους του πρώην πρωθυπουργού κατηγορία ότι η Βουλή δεν αντιπροσώπευε πλέον τη βούληση του ελληνικού λαού, σημειώνοντας μεταξύ των άλλων τα εξής: «Η συναίσθησις, κύριοι, βουλευταί, η οποία βαρύνει επί των διαχειριζομένων τα κοινά, δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ επί όλων των σημείων ιδίως της εξωτερικής πολιτικής, τα οποία έθιξεν ο αξιότιμος εξ Αττικής Βουλευτής. Αισθάνομαι εν τούτοις επιβεβλημένον να διαμαρτυρηθώ κατά του ισχυρισμού, ότι από επτάμηνον, ως αν δεν απατώμαι είπεν, η Βουλή έχασε την κατά το πολίτευμα θέσιν αυτής. Δεν νομίζω, ότι είναι ανάγκη να επαναφέρω εις την ανάμνησιν υμών τα γεγονότα οία, εξελείχθησαν από της εποχής, την οποίαν υπαινίσσεται ο κ. βουλευτής. Αλλά δεν δύναμαι να εννοήσω πως δύναται να λέγη, ότι από της εποχής εκείνης η Εθνική Αντιπροσωπεία έχασε την δύναμιν η οποία κατά το πολίτευμα ανήκει εις αυτήν. Τα γεγονότα, τα οποία κατά την εποχήν της τότε παραιτήσεως αυτού έλαβον χώραν, μαρτυρούν πάσαν ευλάβειαν προς τους κανόνας οι οποίοι διέπουν το πολίτευμα. Εξησκήθησαν δε τα δικαιώματα τα οποία κατά το πολίτευμα ανήκουσιν εις τον έτερον της πολιτείας παράγοντα εντός των ορίων τους οποίους το πολίτευμα διαγράφει. Εάν δε περιστάσεις εντελώς προσωπικαί του ανευθύνου παράγοντος εδημιούργησαν πρόσκαιρον αδυναμίαν αυτού, ίνα παράσχη την κατά το πολίτευμα απαραίτητον σύμπραξιν εις την συναγωγήν των συμπερασμάτων τα οποία προήλθον εκ της ενεργηθείσης εκλογής εκ τούτου δε επήλθεν αναβολή επί τινα χρόνον, δεν νομίζω ότι δύναται να υπάρξη τις, ο οποίος εκ τούτου να φρονή, ότι δύναται να στηρίξη αιτίασιν καθ’ οιουδήποτε. Αλλά και το τελευταίον από τινων ημερών γενόμενον τι έτερον παρουσιάζει παρά την ευλάβειαν της ενώπιον ημών εμφανιζομένης Κυβερνήσεως προς το πολίτευμα και τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου. Εμφανιζομένη ενώπιον υμών η Κυβέρνησις εξέθηκε τας γενικάς γραμμάς τας οποίας ενόμισεν, ότι είναι επιτετραμμένον να εκθέση και παρέχει ούτως εις υμάς ευκαιρίαν ίνα εκδηλώσετε την γνώμην σας και δώσετε την ψήφον υμών σύμφωνα προς τας υμετέρας πεποιθήσεις»207. Η προς στιγμήν διαφανείσα ένταση, ανάμεσα στην κυβέρνηση Ζαΐμη και το πλειοψηφούν «Κόμμα Φιλελευθέρων» αποφορτίστηκε μετά το πέρας της συνεδρίασης όταν μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας κυβέρνησης, ο Βενιζέλος, κάνοντας μία τακτική χειρονομία καλής θέλησης απέναντί της, διαμήνυσε μέσω του Προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου, στον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ότι θα μπορούσε να βασίζεται στην ψήφο ανοχής της πλειοψηφίας, ώστε να διευκολυνθεί στην άσκηση των καθηκόντων της. Αυτή η εύθραυστη συμβίωση ανάμεσα στην κυβέρνηση Ζαΐμη και το «Κόμμα Για τη συζήτηση στη Βουλή επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης Α. Ζαΐμη, βλ. Εφημερίς Συζητήσε Βουλής, Κ΄ Περιόδου, Α΄ Συνόδου, Συνεδρίαση 11η, 28 Σεπτεμβρίου 1915.

207

178


Φιλελευθέρων», έδειξε να αντέχει παρά τους κλυδωνισμούς που σημειώθηκαν όταν η κυβέρνηση αρνήθηκε οριστικά να βοηθήσει την Σερβία την παραμονή της βουλγαρικής επίθεσης, που πραγματοποιήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1915, και ιδιαίτερα όταν απέρριψε την άμεση προσφορά της Κύπρου (ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου) που έγινε από τη Μεγάλη Βρετανία στις 3 Οκτωβρίου 1915, με τον όρο να βοηθήσει η Ελλάδα τη Σερβία -χωρίς όμως η ίδια η Μεγάλη Βρετανία να δέχεται και πάλι να αναλάβει οποιαδήποτε δέσμευση για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας-, ενέργειες που προκάλεσαν δυσφορία στις τάξεις των φιλελευθέρων208. Όπως, όμως, αποδείχθηκε λίαν συντόμως, η στήριξη αυτή του Βενιζέλου και του «Κόμματος Φιλελευθέρων» προς την κυβέρνηση Ζαΐμη, είχε ημερομηνία λήξης και λογοδοτούσε περισσότερο σε λόγους τακτικής σκοπιμότητας, παρά σε πολιτική επιλογή. Η αφορμή για την ανατροπή της κυβέρνησης Ζαΐμη από τη «βενιζελική» πλειοψηφία της Βουλής, δόθηκε από το επεισόδιο που σημειώθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1915, ανάμεσα στο βουλευτή Λάρισας Γ. Βλάχο και τον υπουργό Στρατιωτικών Ι. Γιαννακίτσα, κατά τη διάρκεια συζήτησης του σχεδίου νόμου «περί προσθέτου μισθού αξιωματικών, ανθυπασπιστών και οπλιτών εν εκστρατεία». Σε μια αποστροφή της αγόρευσής του από το βήμα της Βουλής, ο βουλευτής Γ. Βλάχος, σημείωσε ότι: «το νομοσχέδιον υποβάλλεται άνευ συστολής εις την Βουλήν», φράση που ο υπουργός Στρατιωτικών Ι. Γιαννακίτσας εξέλαβε ως προσβλητική προς το πρόσωπό του και απεχώρησε από την αίθουσα της συνεδρίασης. Ο Βενιζέλος, εκλαμβάνοντας τη συμπεριφορά του εξωκοινοβουλευτικού υπουργού ως ανάρμοστη προς το Σώμα, λαμβάνοντας το λόγο προέβη σε δριμείες παρατηρήσεις ζητώντας την άμεση αποπομπή του. Μέσα στην, ούτως ή άλλως, «ηλεκτρισμένη» περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα, εντός της οποίας σημειώθηκε το περιστατικό αυτό, η συζήτηση σύντομα επεκτάθηκε εφ’ όλης της πολιτικής κατάστασης. Παρεμβαίνοντας στη συζήτηση ο Γούναρης, αφού κατηγόρησε τον Βενιζέλο ότι αξιοποίησε ως πρόφαση το ότι ο υπουργός Γιαννακίτσας έθιξε τη Βουλή για να τορπιλίσει το πολιτικό κλίμα, επεκτάθηκε στην τοποθέτησή του στις διαφορές ανάμεσα στην πολιτική της κυβέρνησης Ζαΐμη και εκείνης του Βενιζέλου, υπογραμμίζοντας μεταξύ των άλλων: «Η διαφορά της γνώμης μεταξύ ημών και υμών είναι μεγίστη. Η αντίθεσις της πολιτικής την οποία εισηγήθητε και της πολιτικής, την οποία μετερχόμεθα ημείς, είναι καταφανής. Είπατε και σεις. Το επαναλαμβάνω και εγώ, ότι ουδείς δύναται να αμφισβητήση του ετέρου τον πατριωτισμόν και την από αγαθού συνειδότος τοιαύτην των πραγμάτων εκτίμησιν»209. Απαντώντας ο Βενιζέλος στην παρέμβαση Γούναρη, υπεραμύνθηκε των βασικών πολιτικών επιλογών και ιδιαίτερα των εξωτερικών προσανατολισμών του κόμματός του, ανέλυσε εν εκτάσει τα κατά την εκτίμησή του ωφελήματα από τη σύμπραξη της Ελλάδας με την «Αντάντ», και απευθυνόμενος προς την κυβέρνηση υπογράμμισε καταλήγοντας την ομιλία του: «Διά τούτο επαναλαμβάνω ότι η πολιτική σας οδηγεί την Ελλάδα εις όλεθρον, διότι χάνει και πάλιν ευκαιρίαν από εκείνας αίτινες εμφανίζονται κατά χιλιετηρίδας». Οι αιχμηρές αυτές τοποθετήσεις του αρχηγού του «Κόμματος Φιλελευθέρων», έφεραν ξανά στο βήμα τον Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος στη δευτερολογία του απάντησε στον Βενιζέλο και ταυτόχρονα ανέπτυξε όλο το πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής, που κατά την κρίση του θα έπρεπε να ακολουθήσει η Ελλάδα ώστε να προωθήσει τα εθνικά συμφέροντά της μέσα στη λαίλαπα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το πλήρες κείμενο της αγόρευσης του Δημητρίου Γούναρη έχει ως ακολούθως: 208 209

Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 166. Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 196.

179


«Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Ο κ. βουλευτής Αττικής και Βοιωτίας κατηγόρησε την Κυβέρνησιν, ότι διά της πολιτικής την οποίαν ακολουθεί, θυσιάζει τα εθνικά ιδεώδη· κατηγόρησε συγχρόνως αυτήν ότι διά της πολιτικής, την οποίαν ακολουθεί, θυσιάζει τα ωρισμένα ωφελήματα, τα οποία προσεφέρθησαν διά να μετάσχωμεν του αγώνος. Κατηγόρησε τέλος την Κυβέρνησιν ο κ. βουλευτής, ότι διά της πολιτικής, την οποίαν ακολουθεί, δημιουργεί κινδύνους, οι οποίοι εν τω μέλλοντι θα εμφανισθώσιν, ένεκα της μεγάλης αυξήσεως της Βουλγαρίας. Θα μοι επιτρέψη ο αξιότιμος εξ Αττικής και Βοιωτίας βουλευτής να παρατηρήσω αυτώ, ότι η αθροιστική παράταξις των κατηγοριών αυτών ενέχει αντίφασίν τινα. Διότι, εάν κατηγορούμεθα ότι θυσιάζομεν τινά ιδεώδη διά της πολιτικής, την οποίαν ακολουθούμεν, εάν λέγετε ότι διά της πολιτικής ημών θυσιάζομεν τα θετικά ωφελήματα και τα θετικά ανταλλάγματα, τα οποία παρέχονται εις ημάς, δεν είνε λογικόν να λέγητε συγχρόνως ότι δημιουργούμεν διά την χώραν και τους κινδύνους, οι οποίοι θα προέλθωσιν εκ της μεγεθύνσεως της Βουλγαρίας. Διότι κατηγορούντες ότι θα ματαιώσωμεν τα εθνικά ιδεώδη, ότι διά της πολιτικής της ημετέρας θα απωλέσωμεν τα ανταλλάγματα, τα οποία προσφέρονται εις ημάς και τα οποία διά της πολιτικής της υμετέρας θα ελαμβάνομεν, θέτετε ως βάσιν ότι θέλει κλίνει η νίκη υπέρ εκείνων, οι οποίοι τυγχάνουν εχθροί της Βουλγαρίας. Εάν όμως τοιαύτη νίκη επέλθη, τότε βεβαίως δεν δύνασθε συγχρόνως να κατηγορήτε ημάς ότι ευθυνόμεθα ότι θέλουσιν επέλθη οι κίνδυνοι οι εκ της μεγεθύνσεως της Βουλγαρίας. Όταν δε αντιστρόφως θέτετε ως βάσιν της κατά της Κυβερνήσεως επικρίσεως, ότι θέλει επέλθη μεγέθυνσις της Βουλγαρίας και εντεύθεν θέλουσιν δημιουργηθή κίνδυνοι διά την χώραν ημών, εν τοιαύτη περιπτώσει, δεν δύνασθε να λέγετε συγχρόνως, ότι εθυσιάσαμεν τα ανταλλάγματα, τα οποία εμνημονεύσατε, δεν δύνασθε να λέγετε ότι απερρίψαμεν τα ωφελήματα, τα οποία διά την σύμπραξιν ημών εις τον πόλεμον προσηνέχθησαν εις υμάς ... Διότι, ίνα ο κίνδυνος ο εκ της μεγεθύνσεως της Βουλγαρίας εμφανισθή, δέον η νίκη να κλίνη υπέρ εκείνων οι οποίοι μάχονται μετά της Βουλγαρίας. Αλλ’ αν τοιούτόν τι συμβή, αν η Βουλγαρία και οι σύμμαχοι αυτής επικρατήσουν δεν είνε δυνατόν να κατηγορήτε ημάς ότι υπέστημεν ένεκα της πολιτικής μας τας απωλείας των ανταλλαγμάτων. Κατά την περίπτωσιν ταύτην καθήκον έχετε να αναγνωρίσητε, ότι, ακολουθήσαντες την πολιτικήν την ημετέραν, πρέπει να θεωρώμεν ημάς ευτυχείς, διότι μη ευρισκόμενοι εις το αντίθετον των νικητών στρατόπεδον δεν θα υποστώμεν και ημείς, συν τη αυξήσει της Βουλγαρίας, την τύχην την οποίαν η ατυχής ημών γείτων είνε ενδεχόμενον να υποστή. Αλλ’ ενώ τοιαύτην αντίφασιν ενέχουν αι καθ’ ημών κατηγορίαι, είνε άρά γε και καθ’ εαυτάς, εκάστη ιδιαιτέρως εξεταζομένη, βάσιμοι; Λέγετε: "θυσιάζετε τα εθνικά ιδεώδη και τα ανταλλάγματα, τα οποία προσέφερον εις ημάς". Και παρατάσσετε τα ανταλλάγματα ταύτα διά να καταπλήξετε. Και ενώ ταύτα λέγετε, θα σας ερωτήσω: Κατηγορείτε ημάς ότι δυνάμενοι ταύτα να έχωμεν και πιστεύοντες ότι ταύτα δυνάμεθα να έχωμεν, τα απορρίπτομεν και τα θυσιάζομεν; Αλλ’ εάν τούτο λέγετε, κατηγορείτε ημάς επί εσχάτη προδοσία. Αλλά δεν πρόκειται περί τούτου. Δεν είνε αύτη η μεταξύ ημών και υμών διαφορά. Δεν είσθε σεις μόνον, οι οποίοι θέλετε πάντα ταύτα. Πάντες οι Έλληνες τα θέλουν. Και ημείς οι επί των εδωλίων εκείνων καθήμενοι και πάντες οι εν τη αιθούση ταύτη, και της μιας και της ετέρας πτέρυγος, και πάντες οι έξω της αιθούσης ταύτης. Πάντα εκείνα, τα οποία υμείς κατηγορείτε ημάς, ότι θυσιάζομεν, πάντα εκείνα εξ ίσου τα ποθούμεν, όπως και όλοι. Η διαφορά όμως μεταξύ ημών και υμών είνε αύτη· διά του μέσου, το οποίον προτείνετε υπό της πολιτικής, την οποίαν εισηγείσθε, είνε δυνατόν να επέλθη η επίτευξις αυτών; Ή μη τυχόν αντί τούτων επέλθη η απώλεια και εκείνων, τα οποία μέχρι της στιγμής ταύτης κτησάμενοι έχομεν ως κεφάλαιον όχι μόνον ίνα δι’ αυτών διαβιώσωμεν, αλλά και ίνα αναπτύσσοντες ταύτα φθάσωμεν και εις την επίτευξιν εκείνων, τα οποία σεις κατηγορείτε ημάς, ότι θυσιάζομεν. Τούτο είνε το θέμα, το οποίον έπρεπε να 180


απασχολήση την Βουλήν. Τούτο είνε το ζήτημα, επί του οποίου υφίσταται η μεταξύ ημών διαφωνία. Και ερωτώ υμάς, κύριοι βουλευταί, και παρακαλώ να ερωτήσετε τας συνειδήσεις υμών, διότι η ευθύνη βαρύνει επί πάντας. Ερωτώ υμάς, δύνασθε να λέγητε, ότι συμφέρει εις την Ελλάδα να λάβη μέρος υπό τας περιστάσεις τας ενεστώσας, υπό τας οποίας διεξάγεται ο κολοσσιαίος αγών, εις τον οποίον καλούμεθα να λάβωμεν μέρος; Διότι δεν πρόκειται αγών μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας, ως εγένετο απόπειρα να παρασταθή. Πρόκειται περί συμμετοχής ημών εις τον παγκόσμιον σχεδόν αγώνα, οποίον δεν εφαντάσθη τις εις το παρελθόν ως δυνατόν. Πρόκειται να συμμετάσχωμεν εις τον αγώνα τούτον και δη επί ωρισμένου μετώπου ενεργείας. Και αν ήθελεν επιτραπή εις τινα να περιορίση εν τη διανοία αυτού το μέρος του αγώνος τούτου, το οποίον θα αφορά ημάς, πάντως όμως τω επιβάλλεται - ούτως ώστε, αν δεν το πράττη, δεν ενεργεί κατά τους κανόνας τους αρμόζοντας εις την προσήκουσαν έρευναν των πραγμάτων, τω επιβάλλεται να λάβη υπ’ όψει το μέτωπον, εις το οποίον καλούμεθα να ενεργήσωμεν. Και ερωτώ υμάς, δύνασθε να λέγητε, ότι εν τω μετώπω τούτω η αναλογία των δυνάμεων είνε εκείνη, την οποίαν εξέθηκεν ο κ. βουλευτής Αττικής; Ο οποίος έφθασε μέχρι του να σας είπη, ότι αι δυνάμεις αι Βουλγαρικαί προς τας οποίας θα αντετιθέμεθα είναι τόσαι, ώστε να είνε ίσαι ή και μικρότεραι των ημετέρων; Αλλά δεν πρόκειται μόνον περί των δυνάμεων των Βουλγαρικών. Πρόκειται και περί των δυνάμεων των κατερχομένων εκ του βορρά. Πρόκειται και περί της Τουρκίας ολοκλήρου. Και προς πάσας τας δυνάμεις ταύτας εν τω μετώπω τούτω θα έχετε να αντιτάξητε τας ημετέρας, τας Σερβικάς και τας συμμαχικάς αι οποίαι εξηγγέλθησαν μεν, αλλ’ αι οποίαι δεν κατωρθώθη να φθάσουν μέχρι σήμερον. Είνε αληθές, ότι ο κ. βουλευτής δεν έλειψε να μας είπη, ότι εάν αι δυνάμεις αι συμμαχικαί δεν αφίχθησαν, τούτο συνέβη διότι κατήλθεν ο κ. βουλευτής της αρχής, λησμονήσας, ότι αι δυνάμεις εκείναι δεν επρόκειτο να έλθωσιν, ίνα εκπληρώσωσιν υπέρτατον καθήκον προς τους Σέρβους. Όταν δε η Ελλάς απέσχε του αγώνος, συνεπεία της παραιτήσεως του κ. βουλευτού Αττικής, εν τοιαύτη περιπτώσει επιτακτικωτέρα ήτο η υποχρέωσις όχι μόνον όσω το ταχύτερον να έλθωσιν αι συμμαχικαί δυνάμεις, αλλά και εν μείζονι αριθμώ. Πάσας ταύτας τας δυνάμεις οφείλετε να λάβητε υπ’ όψει και προς ταύτας να παραβάλητε τας ημετέρας από την άλλην πλευράν. Και είνε άξιον σημειώσεως, ότι την στιγμήν κατά την οποίαν και ο τύπος ακόμη των χωρών, αίτινες εζήτησαν την ημετέραν επικουρίαν, ανεγνώρισε την βασιμότητα του συμπεράσματος εις το οποίον προήλθεν η κυβέρνησις η Ελληνική, περί της αδυναμίας της διεξαγωγής τοιούτου αγώνος, την στιγμήν, κατά την οποίαν τούτο αναγνωρίζεται και εκεί, μεθ’ όλην την νευρικότητα η οποία εκεί κρατεί, είνε άξιον σημειώσεως, λέγω, ότι γίνεται δυνατόν να λέγηται εν τη αιθούση ταύτη, ότι όχι μόνον δεν υφίσταται αδυναμία, αλλά και υπεροχή, η οποία θα επήρχετο διά της συνδρομής ημών εις τον αγώνα, ώστε να εξησφαλίζετο η νίκη. Αλλά κύριοι, μήπως δεν ηκούσαμεν, ότι και κατά Φεβρουάριον, εάν μόνη η μεραρχία ημών μετέβαινεν εις βοήθειαν των συμμάχων θα έπιπτον τα Δαρδανέλλια; Ελέχθη μάλιστα από τον κ. βουλευτήν εξ Αττικής, ότι τούτο είνε επισήμως βεβαιωμένον. Δεν γνωρίζω τίνα επισημότητα εννοεί, αλλά γνωρίζω, ότι έχομεν εκ των πραγμάτων αποδεδειγμένον, ότι όχι μόνον μία μεραρχία, αλλά εκατοντάδες χιλιάδων στρατού μετέβησαν εις τα Δαρδανέλλια και ταύτα δεν έπεσαν. Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Με συγχωρείτε να επανορθώσω μίαν ανακρίβειαν: δεν είπον, ότι εάν επήγαινεν η ιδική μας μεραρχία θα έπιπτον τα Δαρδανέλλια, είπον ότι όταν εγένετο η έφοδος το πρώτον κατά των Δαρδανελλίων, και εάν υπήρχε μία μεραρχία ευρωπαϊκού στρατού και ενήργει αιφνιδιαστικώς, θα είχομεν το αποτέλεσμα. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Αυτό το οποίον λέγει ο κ. βουλευτής είνε άλλο από εκείνο το οποίον απέκρουσα. Αλλά αυτό το οποίον ήδη λέγει δεν έπρεπε να λεχθή ποσώς. Διότι ουδεμίαν έχει σχέσιν με ημάς. Εάν διά της ημετέρας συνδρομής κατά Φεβρουάριον θα ήτο δυνατόν 181


να επέλθη το αποτέλεσμα, έπρεπε να τεθή το ζήτημα περί της ιδικής μας μεραρχίας και όχι περί μιας ευρωπαϊκής μεραρχίας δρώσης προ της αφίξεως της ημετέρας. Αλλ’ ετέθη το ζήτημα περί της ιδικής μας μεραρχίας, ήτις θα έδρα αιφνιδιαστικώς. Ο τρόπος όμως, κατά τον οποίον ενηργείτε σεις τότε εδώ, τα περί του διακανονισμού της αποστολής της μεραρχίας, ήτο τοιούτος, ώστε δεν επέτρεπε τοιαύτην αιφνιδιαστικήν ενέργειαν. Διά της ημετέρας μεραρχίας είνε βέβαιον και αναμφισβήτητον, παρ’ όλον εκείνον τον θόρυβον, τον οποίον εδημιουργήσατε διά των συμβουλίων του Στέμματος, διά του τύπου και διά των ανακοινώσεων, ότι δεν θα ηδύνασθε να δράσητε αιφνιδιαστικώς, και συνεπώς, ότι τα Δαρδανέλλια δεν θα έπιπτον. Και η μεραρχία η ημετέρα μεταβαίνουσα εκεί, θα επάθαινεν εκείνο, το οποίον δεν θα επέτρεπεν εις αυτήν να επανέλθη, ούτε εις ημάς να λέγητε απόψε, ότι εν αποτυχία της επιχειρήσεως θα επανήρχετο η μεραρχία εκείνη. Όχι μόνον δεν θα επανήρχετο η μεραρχία εκείνη, αλλά θα εστέλλοντο και άλλαι μεραρχίαι, και πασών των μεραρχιών τούτων τα οστά θα έκειντο εις την χερσόνησον εκείνην διεσκορπισμένα ... Ν. ΞΗΡΟΣ: Εκ των οστών εβλάστησεν η ελευθερία. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Ναι εκ των οστών των θυσιαζομένων γενναίων εβλάστησεν η ελευθερία. Αλλ’ όχι εκ των οστών των γυμνωθέντων χάριν φαντασιοπλήκτων επιχειρήσεων. Η ελευθερία επήγασεν εκ των αγώνων, οίτινες επεχειρήθησαν εκ του αισθήματος του Ελληνικού. Και όχι εκ των θυσιών αίτινες εζητήθησαν, διότι εσκέφθημεν να μετάσχωμεν αγώνων, εις ους εν μέσω μεγίστων κινδύνων εκλήθημεν ίνα παράσχωμεν την συνδρομήν ημών εις άλλα συμφέροντα. Ν. ΞΗΡΟΣ: (Διακόπτει) Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Παρακαλώ, δεν ελπίζω, ότι θα μεταβάλω τας υμετέρας ιδέας αφήσατέ με να εκδηλώσω τας ιδικάς μου. Εφ’ όσον λοιπόν, κύριοι, δεν είνε δυνατόν να υποστηριχθή υπ’ ουδενός, ότι η γνώμη, ήτις εκράτησεν όχι μόνον παρά τη υπευθύνω Κυβερνήσει, αλλά και παρά τοις αρμοδίοις, η γνώμη η στρατιωτική ότι οι όροι υπό τους οποίους διεξάγεται η στρατιωτική επιχείρησις εις το μέτωπον το πολεμικόν, εις ο εκαλούμεθα να λάβωμεν μέρος, είνε όροι μη εξασφαλίζοντες την επιτυχίαν, αλλά τουναντίον μη άγοντες εις πραγματοποίησιν των ωφελημάτων, τα οποία ο κ. βουλευτής εξ Αττικής απηρίθμησε, αλλά εις την καταστροφήν, εφ’ όσον τούτο συμβαίνει δεν δύναμαι να συζητήσω περί απωλείας ανταλλαγμάτων, αλλά περί αποτροπής κινδύνων. Οφείλω δε να σημειώσω από της θέσεως ταύτης, ότι το κύρος το στρατιωτικόν εκείνων, οι οποίοι διαχειρίζονται τα πράγματα τα στρατιωτικά της Ελλάδος, κατεδείχθη ακριβώς εκ της εξελίξεως των εν τοις Βαλκανίοις επιχειρήσεων. Όταν το πρώτον συνεζητείο η επιχείρησις των Δαρδανελλίων, όταν εγένετο έναρξις της επιχειρήσεως ταύτης, ήμην εν τη Κυβερνήσει και επεκοινώνουν μετά των στρατιωτικών κύκλων, περί των οποίων πρόκειται. Κατά καθήκον δε ήκουον τας γνώμας αυτών. Ήκουον τα πορίσματα των μελετών αυτών και τα επιχειρήματα, δι’ ων υπεστηρίζοντο τα πορίσματα ταύτα. Και ομολογώ, ότι υπήρξαν στιγμαί, κατά τας οποίας εύρισκον ταύτα τοσούτον αντικείμενα προς τον τρόπον κατά τον οποίον εξετελούντο αι επιχειρήσεις υπό των στρατιών των μεγάλων συμμαχικών Κρατών, ώστε εγεννήθη εν εμοί η αμφιβολία περί της ορθότητος των συμπερασμάτων των παρ’ ημίν αρμοδίων στρατιωτικών κύκλων. Και παραβάλλων τας γνώμας των ημετέρων, τας υποστηριζομένας δι’ απολύτου πειστικότητος επιχειρημάτων, προς τας γνώμας τας οποίας εμπράκτως θέτοντες εις εφαρμογήν ηκολούθουν οι σύμμαχοι εν Δαρδανελλίοις, και λαμβάνων υπ’ όψει την μεταξύ αυτών αντίθεσιν, έλεγον κατ’ εμαυτόν, ότι βεβαίως εμέ τον μηδεμίαν ειδικότητα έχοντα περί τα στρατιωτικά πείθουσιν οι ημέτεροι, αναμφισβητήτως μεγάλην κεκτημένοι στρατιωτικήν μόρφωσιν. Εν τούτοις, αφού τα υπό των συμμάχων τελούμενα παρουσιάζουσι τελείαν αντίθεσιν προς τας γνώμας των ημετέρων, τα τελούμενα δε απορρέουσιν από τας μελέτας των επιτελείων μεγάλων στρατιωτικών Κρατών, δεν είναι δυνατόν παρά να υπάρχωσι 182


λόγοι στηρίζοντες τας γνώμας των επιτελείων τούτων, ους αγνοούσιν οι ημέτεροι, πολλώ δε μάλλον εγώ ο εντελώς αδαής των στρατιωτικών πραγμάτων. Κύριοι, ευρίσκομαι εις την ευχάριστον θέσιν δι’ ημάς, διά την εθνικήν ημών φιλοτιμίαν να ομολογήσω, ότι όλοι εκείνοι οι ιδικοί μου ενδοιασμοί ήσαν απολύτως, αβάσιμοι και όλαι αι προβλέψεις των παρ’ ημίν αρμοδίων στρατιωτικών κύκλων ήσαν θετικαί και ασφαλείς. Τοσούτον θετικαί και ασφαλείς, ώστε δι’ εμέ, δι’ ημάς τους μη κατέχοντας την στρατιωτικήν τέχνην να δύνανται να χαρακτηρισθώσιν ... ΣΤ. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ: Ως προφητείαι. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Ναι! Να χαρακτηρισθώσιν, ως πολύ επιτυχώς παρατηρεί ο κ. υπουργός, ως προφητείαι. Ως προφητείαι επαληθεύσασαι μετά τοσαύτης μαθηματικής ακριβείας, ώστε σήμερον να είνε ηναγκασμένοι να αναγνωρίσωσι το δίκαιον ημών και εκείνοι οι οποίοι εθεώρουν τας αντιρρήσεις, τας οποίας ημείς προετάξαμεν εις τας εισηγήσεις των ημετέρων πειθόμενοι, ως προφάσεις και καλύμματα κακής πράγματι διαθέσεως. Δεν είνε εύκολον, κύριοι, επί των ζητημάτων των στρατιωτικών να αντιτάσσωμεν την γνώμην ημών προς την γνώμην των κεκλημένων στρατιωτικώς να μελετώσι τα πράγματα. Όταν δε πρόκειται διά της επιχειρήσεως, εις την οποίαν καλούμεθα και εις ην αξιοί ο κ. βουλευτής εξ Αττικής να εισέλθωμεν, να συντελεσθή στρατιωτική καταστροφή συμφώνως προς τας γνώμας των τόσον αρμοδίων στρατιωτικών κύκλων, τότε δυνάμεθα να διαβεβαιώσωμεν τον κ. βουλευτήν εξ Αττικής, ότι ακολουθούντες την πολιτικήν ημών δεν θυσιάζομεν τα ανταλλάγματα, τα οποία από της θέσεως ταύτης εμνημόνευσεν. Δεν χάνομεν τας κτήσεις εις την ακτήν της Μ. Ασίας, αι οποίαι, οίαι προσφέρονται, δεν είνε ούτε ο νομός του Αϊδινίου, ο οποίος και ολόκληρος είνε πάρα πολύ μικρότερος από τον περίφημον χάρτην των 140 χιλιομέτρων, διότι ο χάρτης εκείνος περιελάμβανε και τον νομόν της Προύσης σχεδόν ολόκληρον και μέρος του νομού Ικονίου. Δεν χάνομεν τον νομόν Αϊδινίου, ο οποίος ουδ’ αυτός προσεφέρετο ολόκληρος, διότι η αλήθεια είνε ότι προσεφέρετο μόνον η Σμύρνη και ουσιώδες μέρος του Χιντερλάνδ της Σμύρνης, ουχί δε ολόκληρος ο νομός του Αϊδινίου. ΕΙΣ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ: Προσέφερον προς υμάς; Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Προς εμέ. Αλλά δεν υπήρξεν άλλη προσφορά περισσοτέρων προς ουδένα. Αν λέγετε ότι υπήρξαν άλλαι προσφοραί και είνε μυστικαί και τας αγνοούμεν, σας ευχαριστώ διά την ανακοίνωσιν, αλλά θα μοι επιτρέψητε να μην την λάβω υπ’ όψει, διότι το υμέτερον κύρος δεν αρκεί ίνα την βεβαιώση. Είπον δε και προηγουμένως εν διακοπή, ότι αυτή η προσφορά η ουτωσί διατυπωθείσα προς εμέ, είνε η προσφορά, ήτις κατά πρώτον εγένετο προς τον αξιότιμον κύριον βουλευτήν εξ Αττικής, η προς τον οποίον προσφορά μάλιστα δεν έφερε τον χαρακτήρα επισήμου προσφοράς. Διότι η επίσημος εγένετο το πρώτον προς την υπ’ εμέ Κυβέρνησιν. Η προς τον κ. βουλευτήν εξ Αττικής κατά Ιανουάριον προσφορά δεν ήτο επίσημος προσφορά. Αλλά ήτο ανακοίνωσις της Αγγλικής Κυβερνήσεως, ότι αν η Ελλάς ήτο διατεθειμένη να προβή εις σύμπραξιν μετά των συμμάχων θα ηδύνατο να ζητήση ως ανταλλάγματα σπουδαίας παραχωρήσεις επί της ακτής της Μ. Ασίας και ηδύνατο να θεωρή βέβαιον ότι αι τοιαύται προτάσεις θα εξητάζοντο μετά ευμενείας και θα εγίνοντο δεκταί. Η ρητή προσφορά, η επίσημος, είνε η γενομένη προς εμέ. Κατά ταύτην δε εδηλώθη, ότι η περιγραφή της Μ. Ασίας, ήτις περιελάμβανε την Σμύρνην και ουσιώδες μέρος του Χιντερλάνδ αυτής, αυτή η προσφορά είνε ακριβώς η ιδία, η περιλαμβανομένη εν τη διατυπώσει, ήτις είχε τεθή εν τη ανακοινώσει της Αγγλίας προς τον κ. βουλευτήν εξ Αττικής. Λοιπόν λέγω, ότι εάν δεχθώμεν, ότι θέλουσιν επέλθη τα στρατιωτικά αποτελέσματα της επιχειρήσεως, εις ην καλούμεθα, οία τα προβλέπουσιν οι αρμόδιοι παρ’ ημίν στρατιωτικοί κύκλοι, τότε δεν δύνασθε να λέγητε ότι μη εξερχόμενοι της ουδετερότητος και μη συμμετέχοντες εις τον αγώνα θυσιάζωμεν τα εθνικά δίκαια. Δεν 183


δύνασθε να λέγητε, ότι διά της πολιτικής ημών θυσιάζομεν τας ακτάς της Μικράς Ασίας, των οποίων η έκτασις είνε αυτή την οποίαν λέγω εγώ και όχι οίαν σεις την παρεστήσατε. Δεν δύνασθε να λέγητε, ότι μη προσχωρούντες εις τας γενομένας προς ημάς προτάσεις θυσιάζομεν το μη προσφερθέν εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν επισήμως, ούτε επί της εποχής υμών ούτε επί της εποχής ημών, τεμάχιον της Βουλγαρίας, ήτις ούτω μας βεβαιοίτε, ότι θα εμποδισθή να έχη λιμένας εις το Αιγαίον, ώστε να ασφαλισθώμεν και από τα υποβρύχια, τα οποία είνε δυνατόν να έχουν ορμητήρια τους τρεις λιμένας της επί του Αιγαίου. Πάντα ταύτα, κύριοι βουλευταί δεν τα χάνομεν διά της πολιτικής ημών, όταν ληφθώσιν υπ’ όψει αι αρμόδιοι στρατιωτικαί γνώμαι. Απεναντίας σώζομεν, και σώζομεν όλα εκείνα, τα οποία ηθέλομεν χάσει εάν συμμετείχωμεν εις πόλεμον ατυχή. Σώζομεν την χώραν ημών. Σωζόμεθα δε και από τον βουλγαρικόν κίνδυνον, ο οποίος θα επήρχετο πολλαπλάσιος. Διότι η Βουλγαρία θα επετύγχανε την αύξησιν όχι μόνον εκ της Σερβίας αλλά και εκ της Ελλάδος, η οποία θα ήτο εχθρά προς την ομάδα εις την οποίαν ανήκει η Βουλγαρία. Σωζόμεθα από τον βουλγαρικόν κίνδυνον, διά τον οποίον τοσούτον τραγικώς περιεγράψατε την θλίψιν, την οποίαν αισθάνεσθε, χωρίς όμως να μας είπητε τίποτε και διά την θλίψιν την οποίαν θα ησθάνεσθε, όταν θα είχετε την Βουλγαρίαν πολλώ μείζονα εκείνης ην φοβείσθε, και δη διότι θα απέσπα από ημάς, όλα εκείνα, τα οποία ήθελε κατά τον πόλεμον αποσπάσει, και εν τη μεγαλειτέρα ταύτη εκτάσει έτι μάλλον απειλούσαν ημάς. Αλλ’ εάν παρά τους κινδύνους τούτους ήθελεν επέλθη εκείνο το οποίον υμείς θεωρείτε βέβαιον, παρά την γνώμην των αρμοδίων, και άνευ του οποίου, ως ασφαλούς θεωρουμένου, δεν δύνασθε να λέγητε ότι πρέπει να συμμετάσχωμεν του πολέμου, αν τουτέστιν επέλθη η νίκη εναντίον της Βουλγαρίας, τότε ερωτώ υμάς: πως επισείετε εις ημάς τον εκ Βουλγαρίας κίνδυνον, της Βουλγαρίας, η οποία θα έχη συντριβή εις τον αγώνα, της Βουλγαρίας, η οποία θα έχει υποστή τας συνεπείας της ήττης, της Βουλγαρίας, η οποία εάν δεν διαμελισθή χάριν ημών θα υποστή κατ’ ανάγκην τας συνεπείας της εχθρότητός της προς τους νικητάς; Εις αυτό το επιχείρημα τι αντιτάσσετε; ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Λυπούμαι διότι από του πολιτικού βήματος κάμνετε τοιούτου είδους συζήτησιν. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Μη εκπλήττεσθε. ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Εκπλήττομαι. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Δικαίωμά σας. ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Η συζήτησις δεν είνε σοβαρά. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Ο αξιότιμος βουλευτής εξ Αττικής έκρινεν αναγκαίον να με διακόψη. ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Εγένετο ερώτησίς σας. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Παρακαλώ. Δεν σας αιτιώμαι διά την διακοπήν. Απεναντίας. Απεδέχθην την διακοπήν ευχαρίστως, διότι και εγώ σας διέκοψα. Είπον ότι εκρίνατε αναγκαίον να με διακόψετε, όχι ίνα παραπονεθώ δι’ αυτό, αλλά ίνα αρχίσω εκθέτων το περιεχόμενον της διακοπής σας, ίνα το αποκρούσω. Ο αξιότιμος βουλευτής εξ Αττικής έκρινεν αναγκαίον να με διακόψη και ενόμιζον ότι κάτι τι ήθελε ν’ αντιτάξη. Αντί τούτου μοι έκαμε την ευχαρίστησιν να μοι δηλώση, ότι η συζήτησις την οποίαν διεξάγω δεν είνε σοβαρά. Είνε μία κρίσις, την οποίαν δεν έχω καμμίαν αντίρρησιν να την έχη ο αξιότιμος βουλευτής. Αλλ’ εν τη αιθούση ταύτη υπάρχουσι και άλλαι κρίσεις, εις τας οποίας ποιούμαι έκκλησιν κατά της κρίσεως του κ. εξ Αττικής βουλευτού. Και λέγω εγώ, ουχί αμυνόμενος κατά της κρίσεως ταύτης του κ. βουλευτού, διότι τοιούτοι χαρακτηρισμοί εις τας υπό του άλλου γινομένας συζητήσεις γίνονται εκεί όπου αι γνώμαι αι εκτιθέμεναι εν τη συζητήσει δεν είνε δυνατόν να αποκρουσθώσι διά πραγματικών επιχειρημάτων, και λέγω εγώ εις τον αξιότιμον 184


βουλευτήν ότι υπό ένα και μόνον όρον θα ήτο δυνατόν εις υμάς να λέγητε εκείνο το οποίον είπατε. Υπό τον όρον ότι νομίζετε ότι η περίπτωσις της επικρατήσεως των συμμάχων είνε η πολιτική υμών, και ως τοιαύτη είνε μονοπώλιον υμών, είνε κάτι τι ανήκον εις υμάς, το οποίον δεν δυνάμεθα παρά να το δεχθώμεν ως σεις το θέλετε, με τας συνεπείας τας οποίας σεις τω δίδετε, χωρίς να επιτρέπηται να το συζητήσωμεν ως μίαν περίπτωσιν, ήτις δύναται να εμφανισθή εν τοις πράγμασι διά να ίδωμεν οποίαι τινες θα είνε αι συνέπειαι ταύτης πραγματοποιουμένης, καθ’ ον τρόπον ερευνώμεν τας συνεπείας και ετέρας περιπτώσεως, αν αύτη ήθελε πραγματοποιηθή. Εγώ θέτω την περίπτωσιν ταύτην, την περίπτωσιν της επικρατήσεως των εχθρών της Βουλγαρίας και εξετάζω τας συνεπείας. ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Πρέπει να την ακολουθήσετε διά να επιτύχητε. Εάν την έχητε, ακολουθήσατέ την. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Θα συζητήσω και επ’ αυτού. Μη βιάζεσθε. Λοιπόν, λέγω, ουχί λαμβάνων αυτήν την περίπτωσιν ως πολιτικήν του κ. αρχηγού της Αντιπολιτεύσεως, αλλά λαμβάνων αυτήν υπ’ όψει ως μίαν περίπτωσιν δυναμένην να εμφανισθή εις τα πράγματα, λέγω εις αυτόν, ο οποίος μας τρομάζει πάντοτε με την αύξησιν και την μεγέθυνσιν της Βουλγαρίας, τω λέγω. Υπάρχει, κύριε βουλευτά, μία περίπτωσις κατά την οποίαν αυτή η μεγέθυνσις της Βουλγαρίας δεν θα συμβή. Και η περίπτωσις αυτή είνε εκείνη, κατά την οποίαν οι εχθροί της Βουλγαρίας θα νικήσωσιν. Δεν γνωρίζω, αν τούτο είνε εν τη πολιτική υμών ή εν άλλη, αλλά είνε μία περίπτωσις. ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Την προείδον και αυτήν και σας είπον τι θα συμβή. Θα υπερεξογκωθή η Σερβία έχουσα πάντα λόγον να διάκειται προς ημάς εχθρικώς. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Αφήσατε να εξακολουθήσωμεν και θα σας είπω και αυτό, το οποίον λέγετε. Κανέν εκ των επιχειρημάτων σας δεν θα το αφήσω χωρίς να το εξετάσω. Και αν μεν αξίζη θα το αναγνωρίσω· εάν δε δεν αξίζη θα το αποκρούσω, χωρίς όμως να είπω περί αυτού ότι δεν είνε και σοβαρόν. Λοιπόν, λέγω, εις την περίπτωσιν αυτήν δεν δύνασθε να φοβήσθε και να μας προτάσσητε το φόβητρον της εξογκώσεως της Βουλγαρίας. Αλλά κατά τούτου αντέταξε δύο επιχειρήματα ο κ. βουλευτής εξ Αττικής. Το εν: Ηξεύρετε τι είνε η Βουλγαρία; Η Βουλγαρία είνε ικανή, αφού κάμη την δουλειάν της με τους Γερμανούς να στραφή και με την Αντάντ και η Αντάντ να την μεγαλώση! Κύριοι, εγώ δεν χαρακτηρίζω επιχειρήματα. Λέγω όμως ότι δεν με πείθει το επιχείρημα αυτό, διότι συγχρόνως - και προσέξατε εις τούτο - επικαλείται εν άλλο επιχείρημα ο κ. εξ Αττικής βουλευτής. Μη λησμονείτε, παρακαλώ, το πρώτον· θα το συσχετίσω με το άλλο. Ποίον είνε το άλλο; Η Σερβία θα μεγαλώση τότε με την Αντάντ. Και αν μεγαλώση θα είνε εξ αυτής πλέον ο κίνδυνος. Όχι διότι θα θέλη να μας πάρη τίποτε, αλλά διότι θα έχη αφορμάς καθ’ ημών και θα θέλη να μας εκδικηθή. Ώστε οι Σέρβοι εις τους οποίους δεν εκάμομεν τίποτε. (Α! α!) - αισθάνεσθε ότι τους εκάμετε τίποτε!; ας αφήσω την διατύπωσιν ότι δεν τους εκάμαμε τίποτε - αφού δεν σας αρέση - και ας είπω: κατά των οποίων δεν εδράσαμεν εχθρικώς· ώστε, λέγω, κατά την γνώμην σας, οι Σέρβοι κατά των οποίων δεν εδράσαμεν εχθρικώς, θα έχουν καθ’ ημών τόσην αντιπάθειαν μετά τον πόλεμον, ώστε μόνον χάριν της αντιπαθείας αυτής να μας κτυπήσουν. Αλλά τότε ήθελον ερωτήσει τον κ. βουλευτήν εξ Αττικής, τον αντιτάξαντα το πρώτον επιχείρημα, το οποίον σας είπον να κρατήσετε, πως ο τοιαύτην ψυχολογίαν των κρατών δεχόμενος, ώστε να δέχηται ότι η Σερβία εξ αντιπαθείας προς ημάς θα κάμη ό,τι λέγει ο κ. βουλευτής, πως δέχεται συγχρόνως ο κ. βουλευτής, ότι αι Δυνάμεις της Συνεννοήσεως, κατά των οποίων μάχεται η Βουλγαρία σήμερον, θα είνε πρόθυμοι, όταν νικήσουν αυταί και προσέλθη εις αυτάς η Βουλγαρία και είπη εις αυτάς: Κύριοι, δόσατέ μου την Ελλάδα, θα της είπωσι, πάρε την Ελλάδα; Διά τας δυνάμεις αυτάς δεν ισχύει η ιδία ψυχολογία ως και διά την Σερβίαν; Διά 185


τας δυνάμεις αυτάς δεν θα υπάρχη μάλιστα μείζων αντιπάθεια προς την Βουλγαρίαν εκ του γεγονότος, ότι όχι μόνον δεν τας εβοήθησεν αλλά και τας επολέμησεν; Αλλ’ ο βουλευτής εξ Αττικής μοι αντέταξεν από της θέσεώς του και μοι υπέμνησεν εν επιχείρημα προ ολίγου. Εάν ημείς εξέλθωμεν η έκβασις του αγώνος εξασφαλίζεται. Κίνδυνος υπάρχει εφ’ όσον ημείς δεν μετέχομεν του αγώνος. Εάν συμμετάσχωμεν όμως ο κίνδυνος εξαφανίζεται. Και εις τούτο έγκειται η παράλειψίς μας, ότι ημείς δεν ρίπτομεν εις την πλάστιγγα το βάρος το ημέτερον, ίνα δι’ αυτού δώσωμεν την έκβασιν του αγώνος. Κύριοι. Ανέγνωσα πολλάκις κάτι τι, το οποίον, όταν την πρώτην φοράν περιήλθεν εις τας ακοάς μου, μοι εφάνη ότι ήτο αδύνατον να λεχθή. Μετ’ ολίγον εν τούτοις ανέγνωσα εις εφημερίδας, υποστηριζόμενον μετά του συνήθους ζήλου, μετά της συνήθους ζέσεως και της ειθισμένης αβροεπείας προς τους αντιφρονούντας. Ποίον είναι τούτο; Ότι, εάν κατά Φεβρουάριον ημείς εξηρχόμεθα εις τον αγώνα, θα έπιπτον τα Δαρδανέλλια. Απόψε όμως ο κ. εξ Αττικής βουλευτής ωμολόγησεν, ότι διά της ιδικής μας μιας μεραρχίας δεν θα έπιπτον τα Δαρδανέλλια. Και περαιτέρω. Εάν έπιπτον τα Δαρδανέλλια θα ηνοίγετο ο δρόμος της Ρωσσίας. Εάν ηνοίγετο ο δρόμος της Ρωσσίας, θα εγένετο ο ανεφοδιασμός, του οποίου είχεν ανάγκην η Ρωσσία. Εάν εγίνετο ο ανεφοδιασμός, η Ρωσσία θα ενίκα εις το μέτωπον το Ρωσσογερμανικόν και Ρωσσοαυστριακόν και θα είχε τελειώση ο διεθνής αγών διά της μιας και μόνης μεραρχίας, την οποίαν ήθελεν αποστείλη η Ελλάς!! Είνε εύκολον, κύριοι, να γίνωνται τοιούτοι συλλογισμοί. Και δυστυχώς είνε εύκολον, και να εμποιούν εντύπωσιν. Όπως είνε εύκολον και να λέγηται απόψε ότι, εάν εις αγώνα, εις ον υπάρχουσι δέκα εκατομμύρια εντεύθεν και δέκα εκατομμύρια εκείθεν, εάν προστεθή η δύναμις η Ελληνική θα δοθή η νίκη εις εκείνους εις τους οποίους θα προστεθή αύτη. Επιτρέψατέ μοι να είπω, κύριοι, ότι επί τοιούτων επιχειρημάτων, επί τοιούτων συλλογισμών δεν δύναμαι να συζητήσω. Και ούτω, κύριοι, απομένει ακέραιον το πρόβλημα, το οποίον ετέθη ενώπιον υμών. Οφείλετε να το εξετάσητε, ουδαμώς επηρεαζόμενοι και παραπλανώμενοι από εκείνα τα οποία παρουσιάζονται ως τα επιθυμητά αποτελέσματα της επιτυχίας. Το πρόβλημα είνε, αν η έκβασις της επιχειρήσεως, εις ην καλούμεθα, θα αποβή υπέρ ημών. Και το πρόβλημα τούτο ουδαμώς επηρεαζόμεθα από τους πόθους υμών, ίνα φθάσωμεν μέχρι του άκρου του εθνικού ημών ορίζοντος, ως προς τον οποίον δεν είνε ακριβές το λεχθέν από τον κ. βουλευτήν Αττικής, ότι μόνον οι νεώτεροι τον απεκάλυψαν. Τον Εθνικόν ορίζοντα δεν τον είδατε υμείς πρώτος. Αι γενεαί πάσαι, από της εποχής αφ’ ης υπάρχει Έθνος Ελληνικόν, αι γενεαί πάσαι έσχον ορίζοντας εθνικών βλέψεων της αυτής πάντοτε ακτίνος και υπέρ των βλέψεων τούτων προσέφερον πάσας τας δυνάμεις αυτών μέχρι εξαντλήσεως. Δεν υπήρξε ποτέ εποχή όχι μόνον κατά τον βραχύν βίον του ελευθέρου βασιλείου, αλλ’ από αιώνων μακρών, κατά την οποίαν ο Εθνικός Ελληνικός ορίζων να υπήρξε στενώτερος. Είνε τόσον διαυγείς αι γραμμαί του χαραγμέναι από την λαμπροτέραν ιστορίαν του κόσμου, ώστε ουδένα Ελληνικόν οφθαλμόν να διέφυγε ποτέ. Διατί ηθέλησεν ο κ. βουλευτής εξ Αττικής και Βοιωτίας να είπη, εκείνο το οποίον είπε; Αλλ’ ούτε το άλλο αληθεύει, ότι υπήρξεν εποχή καθ’ ην δεν διετέθησαν πάσαι αι δυνάμεις του Έθνους, αλλά προ παντός πάσαι αι δυνάμεις του Κράτους, υπέρ του αγώνος να φθάσωμεν εις το τέρμα του εθνικού ορίζοντος. Αποκρούω, κύριοι, την κατηγορίαν, ότι η πολιτική αύτη είνε εφεύρημα ημών των νεωτέρων ή και των πρεσβυτέρων, των μεταξύ ημών διαβιούντων. Η πολιτική της πραγματοποιήσεως των Εθνικών σκοπών διά της διαθέσεως πασών των Ελληνικών δυνάμεων είνε από 5 αιώνων πολιτική ολοκλήρου του Ελληνισμού. Ως αρνηθέντα ή παραγνωρίσαντα την πολιτικήν ταύτην δεν έχω το δικαίωμα να καταγγείλω κανένα και οφείλω να αποκρούσω την κατηγορίαν καθ’ οιουδήποτε απευθυνομένην. ΚΑΣΣΑΒΕΤΗΣ: Σεις δεν είσθε απηλπισμένος την εποχήν εκείνην; ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Δεν είχον την τιμήν να χρησιμοποιήσω υμάς ως εξομολογητήν. 186


ΚΑΣΣΑΒΕΤΗΣ: Η αίθουσα αυτή ... ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Η αίθουσα αυτή, δεν έχει ακούσει από εμέ λέξιν περί απελπισίας. Εγώ εν τη αιθούση ταύτη διεξήγαγον όντως αγώνα κατά την εποχήν, κατά την οποίαν ενεφανίσθην εν τη πολιτική. Ο αγών μου ενεπνέετο ουχί από το αίσθημα, το οποίον λέγετε. Αλλ’ ακριβώς από αντιθέτου αισθήματος. Έτεινον ίνα κεντρίσω την πολιικήν δραστηριότητα. Και έλεγον προς πάντας: τούτο έχει κακώς και εκείνο ελλειπώς. Και πρέπει τούτο να διορθωθή. Και εκείνο να συμπληρωθή. Τοιαύτα δε υποστήριζων και προτείνων, κύριοι, εξεδήλουν ολόκληρον την πεποίθησιν, την ακράδαντον πεποίθησιν, την οποίαν είχον περί της ζωτικότητος της χώρας. Διότι κατ’ εμέ η ζωτικότης της χώρας εκδηλούται εν τη κατοχή της δυνάμεως προς εξέλιξιν αυτής. Εξέλιξις δε είνε η διόρθωσις των κακώς και η συμπλήρωσις των ατελώς κειμένων. Η εργασία δε, η οποία θέλει την πρόοδον της χώρας, αναγκαίως πρέπει να έχη ως σκοπόν την διάγνωσιν των κακώς κειμένων και την διηνεκή ώθησιν προς διόρθωσιν αυτών. Τούτο εστί πρόοδος και ανάπτυξις. Πεποιθώς δε και εγώ επί την ζωτικότητα της χώρας ώθουν αυτήν επί την ανάπτυξιν. Είπον ταύτα διότι με εφέρατε εις την ανάγκην να ομιλήσω και περί εμού. Σας παρακαλώ να μοι επιτρέψητε να μη επεκταθώ περαιτέρω. Διότι πρόκειται να αποφανθώμεν περί πραγμάτων πολύ μεγαλειτέρων από την πτωχήν προσωπικότητά μου. Εξέθηκα, κύριοι οποίαι είνε αι γνώμαι και αι πεποιθήσεις ημών. Εξέθηκα και τα ελατήρια, τα οποία κινούσιν ημάς εν τη πολιτική μας. Πιστεύσατε επί την αγνότητα των ημετέρων προθέσεως, αγνότητα προθέσεων, την οποίαν δεν αμφισβητούμεν ούτε εις τον αντιφρονούντα αξιότιμον εξ Αττικής βουλευτήν. Το πρόβλημα, το οποίον έχομεν να εξετάσωμεν, είνε εκείνο το οποίον εξέθηκα. Επί του προβλήματος τούτου υφίσταται η διάστασις μεταξύ ημών και του αξιοτίμου βουλευτού Αττικοβοιωτίας ριζική και απόλυτος. Ήδη η ψήφος υμών πρόκειται να δοθή τοιαύτη ή τοιαύτη. Πάντες εκ του αυτού αισθήματος εμπνεόμεθα. Αλλ’ αι πεποιθήσεις ημών είνε διάφοροι. Και στηρίζονται επί των λόγων ους εξέθηκα. Εις υμάς απόκειται να συμμερισθήτε ταύτην ή εκείνην την πεποίθησιν. Έχετε υπ’ όψει ότι δίδετε την ψήφον υμών υπέρ των υψίστων συμφερόντων της χώρας»210. Οι έντονοι διαξιφισμοί και οι αντεγκλήσεις Δημητρίου Γούναρη-Ελευθερίου Βενιζέλου, έδειχναν πλέον ότι οι γέφυρες συνεννόησης ανάμεσα στον πολιτικό κόσμο της χώρας είχαν ανεπανόρθωτα καταστραφεί. Και το όλο κλίμα οξύτητας, που επικράτησε σε εκείνη τη συνεδρίαση της Βουλής, παρά τις μάλλον χλιαρές προσπάθειες να τηρηθούν τα προσχήματα και τις απέλπιδες εκατέρωθεν απόπειρες να μετατοπιστεί το βάρος της ευθύνης στην «άλλη πλευρά», στην ουσία απέκρυβε τις ήδη δρομολογημένες αποφάσεις για τη ρήξη, όπως επιβεβαώνεται και από τα γεγονότα που ακολούθησαν. Στην ψηφοφορία που διενεργήθηκε στη Βουλή μετά το πέρας της συζήτησης, η κυβέρνηση καταψηφίστηκε από τη «βενιζελική» πλειοψηφία της Εθνικής Αντιπροσωπείας, με 147 ψήφους κατά έναντι 114 ψήφων υπέρ, αναγκαζόμενη σε παραίτηση και η χώρα οδηγήθηκε σε νέα ακόμη βαρύτερη πολιτική κρίση. Ο Τύπος, ευαίσθητος δέκτης -και σε ορισμένες περιπτώσεις βέβαια, συνδιαμορφωτήςτου πολιτικού κλίματος, τις επόμενες ημέρες, αποτύπωνε ξεκάθαρα τη νέα συγκρουσιακή πραγματικότητα που έτεινε να δημιουργηθεί. Πληθώρα δημοσιευμάτων, άρθρων και σχολίων αντικατόπτριζαν την κατάσταση της «επόμενης ημέρας» μετά τη μονομαχία της 21ης Οκτωβρίου 1915 στη Βουλή, ανάμεσα στον Δημήτριο Γούναρη και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Και ανεξάρτητα από το που απέδιδαν οι εφημερίδες, ανάλογα με τις παραταξιακές τους εντάξεις ή τις προσωπικές τους συμπάθειες, τις ευθύνες γι’ αυτήν την εξέλιξη, το συμπέρασμα για τον ψύχραιμο παρατηρητή ήταν σαφές: Το πολιτικό σκηνικό είχε αλλάξει και η δρομολογημένη ήδη από καιρό πορεία προς το διχασμό έδειχνε πια ανέκκλητη. Χαρακτηριστικό επί του προκειμένου και εύγλωττο για το κλίμα των ημερών, είναι άρθρο 210

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ., σελ. 385 - 394.

187


που δημοσιεύθηκε στην προσκείμενη στο «Κόμμα Εθνικοφρόνων» και προσωπικά στον Δημήτριο Γούναρη, εφημερίδα των Αθηνών Ακρόπολις, στις 23 Οκτωβρίου 1915, το οποίο ανέφερε τα εξής: «Ο κ. Γούναρης εις την τελευταίαν θυελλώδην συνεδρίασιν της Βουλής υψώθη είς ένα ύψος εξαιρετικόν. Ο κ. Βενιζέλος τον ησθάνθη. Τα επιχειρήματα που επρόβαλεν ο Υπουργός των Εσωτερικών, γρανιτώδη και αδιάσειστα, έπεφταν κολοσσιαία και ετρόμαζαν τον Κρήτα πολιτευτήν, του οποίου η ρωμαντική επιχειρηματολογία ομοίαζε παραβαλλομένη προς τα πελασγικά τείχη, της τετραγώνου, μετρημένης επιχειρηματολογίας του Γούναρη, σαν κομψοτεχνημένη φανταστική βίλλα κτισμένη επάνω εις την άμμον. Ο Βενιζέλος κάθεται ωχρός εις την θέσιν του. Σκουπίζει τον ιδρώτα του ή χαμογελά ένα βεβιασμένο νευρικό χαμόγελο εις τας στιγμάς της υψηλοτέρας εντάσεως της φωνής και της φωτεινοτέρας επιχειρηματολογίας του πολιτικού αντιπάλου του. Ο Γούναρης ομιλεί και η φωνή του εις μίαν στιγμήν που απαντά εις κάποιαν διακοπήν του κ. Βενιζέλου, γεμίζει την ζεστήν αίθουσαν της Βουλής ωσάν δύο βροντάς. Σταματά και φέρει το μανδήλι του εις τα χείλη. Ο Βενιζέλος παρακολουθεί όλην την ομιλίαν του ρήτορος με υπερτεταμένην προσοχήν, κάποτε-κάποτε ανοιγοκλείει το μάτι του ωσάν από νευρικόν τικ. Για να ξεσπάση και να παρηγορήση την αλγηδόνα την οποίαν του προξενεί το με ορμητικά κτυπήματα γκρέμισμα της ιδεολογίας του, κάνει συχνά εκείνην την χαρακτηριστικήν χειρονομίαν, που σημαίνει. "Καλέ τι λέει αυτός;" Όταν ανέβη εις το βήμα και άρχισε να ομιλή ο Βενιζέλος, βλέπει κανείς αμέσως την διαφοράν. Ο λόγος του Γούναρη είνε η βαρειά, η τραχεία, η απέριττη, η ωσάν έργον Ροντέν φυσική, απεριποίητη, εγκλείουσα την μεγαλειώδη δύναμιν των πραγμάτων, εκδήλωσις της φωτεινής του σκέψεως. Ο λόγος του Βενιζέλου είνε η γλυκεία, η μελοδραματική, η χρυσωμένη ρητορική, η έχουσα, με την καταπλήσσουσαν γοητείαν της, την δύναμιν να σκεπάζη την γυμνότητα των ιδεών, να συγκαλύπτη και να καταπνίγη την ωμήν φωνήν των πραγμάτων, όταν αυτά αντιστρατεύωνται τας ιδέας του. Μιλεί και παίζει με το μανδήλι του και κάποτε-κάποτε οι πόζες του θαυμάσιες, η δε φωνή του έχει μουσικάς αναπλάσεις γλυκητάτας. Διά τους βλέποντας, τους αισθανομένους και τους εννοούντας, ο Γούναρης είνε ρήτωρ της σκέψεως, ο πραγματικός πολιτικός ο ανατέμνων βαθειά με βλέμμα οξύ, αλλά και επίμονον, τα πράγματα. Ενώ ο Βενιζέλος είνε ο εύστροφος, αλλά και της πρώτης στιγμής και της πρώτης εντυπώσεως άνθρωπος, ο φίνος, αλλά και εμπουλσίφ πολιτικός, ο τολμηρός και ιδεολόγος, αλλά δι’ αυτό και επικίνδυνος. Ποίου εκ των δύο αι αρεταί και τα προσόντα είνε ανώτερα δι’ ένα πολιτικόν; Εις ποίον εκ των δύο πρέπει το Έθνος να εμπιστευθή το μέλλον του και την ύπαρξίν του; Έπρεπεν όλος ο Ελληνικός λαός να ήτο δυνατόν να παρίστατο εις την τελευταίαν μεγάλην συνεδρίασιν και τότε θα εμόρφωνε μίαν οριστικήν και αμετάβλητον απόφασιν υπέρ του πρώτου». Σε αυτές τις συνθήκες κλιμακούμενης έντασης, προς στιγμήν συζητήθηκε η πιθανότητα διάλυσης της Βουλής της 31ης Μαΐου 1915, και διενέργειας νέων εκλογών, προκειμένου να εκκαθαριστεί η πολιτική κατάσταση, θέση με την οποία συνηγορούσε και ο Γούναρης. Αντίθετη εισήγηση προς τον βασιλέα διατύπωσε ο παραιτηθείς πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης, ο οποίος πρότεινε την αποφυγή των εκλογών λόγω των εξωτερικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα, καθώς και εξ αιτίας του γεγονότος ότι εξακολουθούσε να ισχύει η κατάσταση επιστράτευσης. Η στάση αυτή του Ζαΐμη οφειλόταν και στη διαβεβαίωση που του είχε παράσχει ο Ελευθέριος Βενιζέλος ότι ήταν διατεθειμένος να ανανεώσει την ανοχή σε μια νέα υπ’ αυτόν κυβέρνηση, ακόμη και αν παρέμενε σε αυτήν ο Ιωάννης Γιαννακίτσας, μόνο 188


που στην περίπτωση αυτή το «Κόμμα Φιλελευθέρων» θα απείχε από τις συνεδριάσεις της Βουλής, ώστε να ψηφιστούν επείγοντα νομοσχέδια, πριν αυτή διακόψει τις εργασίες της, για έναν χρόνο211. Η διαβεβαίωση Βενιζέλου προς Ζαΐμη δεν φάνηκε να πείθει τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄, ώστε να αναθέσει στον εξ Αχαΐας πολιτικό το σχηματισμό νέας κυβέρνησης, αφού εκείνος αρνιόταν να συμπράξει στη διάλυση της Βουλής. Έτσι, στις 24 Οκτωβρίου 1915, ο βασιλέας δέχθηκε σε συνάντηση συνεργασίας τους πολιτικούς αρχηγούς Δημήτριο Γούναρη, Δημήτριο Ράλλη και Γεώργιο Θεοτόκη, προκειμένου να εξετάσουν από κοινού την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί. Τελικά, και ενώ ήδη από την πλευρά του «Κόμματος Φιλελευθέρων» αμφισβητείτο ευθέως το δικαίωμα του ανώτατου άρχοντα να προχωρήσει στη διάλυση της Βουλής, σε μια προσπάθεια άρσης του αδιεξόδου, κατόπιν εισήγησης του Γούναρη -που αρνήθηκε να αναλάβει ο ίδιος την πρωθυπουργία, όπως του ζητούσε επιμόνως ο βασιλέας- αποφασίστηκε η εντολή σχηματισμού της νέας κυβέρνησης να δοθεί στο μετριοπαθή γηραιό πολιτικό Στέφανο Σκουλούδη, ο οποίος αυτή τη φορά αποδέχθηκε την πρόταση. 4.3 Οι εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915 - Η μονόπλευρη Βουλή Η νέα κυβέρνηση, υπό τον Στέφανο Σκουλούδη, ορκίστηκε στις 25 Οκτωβρίου 1915, και πέραν του ιδίου, που κράτησε και το Υπουργείο Εξωτερικών, είχε την ακόλουθη σύνθεση: Υπουργοί: Εσωτερικών: Δημήτριος Γούναρης, Οικονομικών: Στέφανος Δραγούμης, Εθνικής Οικονομίας: Γεώργιος Θεοτόκης, Συγκοινωνίας: Δημήτριος Ράλλης, Παιδείας: Αντώνης Μιχελιδάκης, Στρατιωτικών: Ιωάννης Γιαννακίτσας, Ναυτικών: Παύλος Κουντουριώτης212. Η τοποθέτηση στο νέο κυβερνητικό σχήμα του Ιωάννη Γιαννακίτσα, που είχε αποτελέσει την «πέτρα του σκανδάλου» στην πρόσφατη πολιτική κρίση, αλλά και του Αντωνίου Μιχελιδάκη, ηγέτη των «αντιβενιζελικών» δυνάμεων στην Κρήτη και προσωπικού πολιτικού αντιπάλου του Βενιζέλου -παρά μάλιστα την αντίθετη γνώμη που είχε εκφράσει γι’ αυτό ο Γούναρης προς τον Βασιλέα- προκάλεσε την οργίλη αντίδραση του αρχηγού του «Κόμματος Φιλελευθέρων» και παρόξυνε αντί να αμβλύνει την πολιτική ένταση. Έτσι, η νέα κυβέρνηση διαβλέποντας την αδυναμία της να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από την ελεγχόμενη από την «βενιζελική» πλειοψηφία Βουλή, προσυπέγραψε στις 29 Οκτωβρίου 1915, το Βασιλικό Διάταγμα με το οποίο διαλυόταν η Βουλή της 31ης Μαΐου 1915, και προκηρύσσονταν εκλογές για την 6η Δεκεμβρίου 1915. Η προκήρυξη των εκλογών συνάντησε τη σκληρή αντίδραση του «Κόμματος Φιλελευθέρων», που αμφισβητούσε το δικαίωμα του βασιλέα να προχωρήσει σε διάλυση της Βουλής σε σύντομο χρονικό διάστημα, επικαλούμενος τους ίδιους λόγους για τους οποίους είχε προχωρήσει στη διάλυση και της προηγούμενης Βουλής. Ενώ στο εσωτερικό πεδίο η πολιτική αναταραχή έμπαινε πλέον σε νέα φάση όξυνσης με άδηλες επιπτώσεις για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών, την κοινωνική γαλήνη και την εθνική συνοχή, στο εξωτερικό μέτωπο τα πράγματα επιδεινώνονταν ραγδαία για τη χώρα. Την επομένη της ανάληψης των καθηκόντων του (26 Οκτωβρίου 1915), ο νέος πρωθυπουργός Στέφανος Σκουλούδης, υπό την ιδιότητά του ως υπουργός Εξωτερικών, με Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 167 και Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 10, σελ. 160. Πάντως η διαβεβαίωση που εφέρετο να έχει παράσχει ο Ε. Βενιζέλος στον Α. Ζαΐμη στο σκέλος της τουλάχιστον που αφορούσε την ανοχή του στη συμμετοχή του Ι. Γιαννακίτσα στο υπουργικό συμβούλιο δεν επαληθεύτηκε από τις μετέπειτα εξελίξεις. 212 Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ., σελ. 198 - 199. 211

189


εγκύκλιό του προς τις ελληνικές πρεσβείες του Λονδίνου, των Παρισίων, της Πετρουπόλεως και της Ρώμης, έδινε εντολή στους κατά τόπους πρεσβευτές να διαβεβαιώσουν τα υπουργεία Εξωτερικών των χωρών στις οποίες υπηρετούσαν, ότι η νέα κυβέρνηση θα συνέχιζε την πολιτική της προηγουμένης, δηλαδή την πολιτική της ουδετερότητας «υπό τον τύπον της ειλικρινεστέρας ευμενείας προς τας Δυνάμεις της Συνεννοήσεως». Στην ίδια εγκύκλιό του, ο νέος πρωθυπουργός προσέθετε ακόμη ότι η Ελλάδα θα τηρούσε την ίδια φιλική στάση, την οποία είχε τηρήσει και η κυβέρνηση Ζαΐμη, ως προς το θέμα των στρατευμάτων των «Δυνάμεων της Συνεννοήσεως», που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη. Την ώρα, όμως, που ο νέος πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών απέστελλε την εγκύκλιο αυτή προς τους πρεσβευτές της Ελλάδας στις χώρες της «Αντάντ», στην Αθήνα έφθανε τηλεγράφημα του Έλληνα πρεσβευτή στο Βερολίνο, το οποίο ανέφερε ότι ο Γερμανός υπουργός των Εξωτερικών πληροφορούσε τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄ ότι η Γερμανία δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει τις βουλγαρικές δυνάμεις, που κατεδίωκαν αγγλογαλλικά στρατιωτικά αποσπάσματα στον τομέα Δοϊράνης-Γευγελής, από του να διαβούν τα ελληνικά σύνορα και να αποτρέψουν τον εχθρό να ανασυνταχθεί σε ελληνικό έδαφος. Σύμφωνα με το ίδιο τηλεγράφημα, η γερμανική κυβέρνηση θα ήταν δυνατόν να εμποδίσει μια τέτοια ενέργεια των βουλγαρικών δυνάμεων, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η ελληνική κυβέρνηση θα αναλάμβανε η ίδια την ευθύνη να αφοπλίσει και περιορίσει τα αγγλογαλλικά στρατεύματα ή και τα σερβικά, τα οποία θα κατέφευγαν ενδεχομένως σε ελληνικό έδαφος. Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις της «Αντάντ», θεωρώντας πως η ανάθεση της διακυβέρνησης του τόπου στη νέα υπό τον Στέφανο Σκουλούδη κυβέρνηση από τον βασιλέα, απομάκρυνε ακόμη περισσότερο την πιθανότητα η Ελλάδα να αποφασίσει τη σύμπραξη μαζί τους ενάντια στις «Κεντρικές Δυνάμεις», δεν δίστασαν να δείξουν ποικιλοτρόπως τη δυσφορία τους. Έτσι, στις 29 Οκτωβρίου 1915, τέσσερις μόλις ημέρες μετά το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, το γαλλικό υπουργικό συμβούλιο σε συνεδρίασή του, αποφάσιζε να προχωρήσει στην άσκηση οικονομικών πιέσεων επί της Ελλάδας, διακόπτοντας τη χορήγηση πιστώσεων, και την παροχή σίτου και πολεμικού υλικού προς τη χώρα, προκειμένου να την αναγκάσει να συστρατευθεί με τις δυνάμεις της «Αντάντ». Στην ίδια κατεύθυνση κινούνταν και οι αφίξεις στη χώρα ως ειδικών απεσταλμένων, ανώτατων αξιωματούχων της Γαλλίας και της Αγγλίας, του υπουργού Ντενύ Κοσσέν και του στρατάρχου Λόρδου Κίτσενερ αντιστοίχως, με πρόθεση να ανιχνεύσουν τις πραγματικές διαθέσεις της κυβέρνησης Σκουλούδη και να ασκήσουν την επιρροή τους προς αυτήν, προκειμένου να λάβει αποφάσεις ενεργού στήριξης της «Τριπλής Συνεννοήσεως»213. Εντός του ασφυκτικού κλοιού που διαμόρφωναν για την Ελλάδα οι αμφίπλευρες πιέσεις των δύο εμπολέμων στρατοπέδων, στις 8 Νοεμβρίου 1915, η πολιτική και θεσμική κρίση που επιπόλαζε στο εσωτερικό της χώρας, εισερχόταν σε νέα φάση ανεξέλεγκτης πια κλιμάκωσης. Την ημέρα εκείνη, κορυφώνοντας την αντίδρασή του στην κατ’ αυτόν θεσμικά έκτροπη προκήρυξη νέων εκλογών, ο Ελευθέριος Βενιζέλος απηύθυνε βαρυσήμαντο προσωπικό διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό. Σε αυτό, έκανε λόγο για την ουσιαστική κατάλυση και «εξάρθρωση» του πολιτεύματος, τονίζοντας ότι οι αλλεπάλληλες διαλύσεις της Βουλής για την επιβολή συγκεκριμένης πολιτικής, συνιστούσαν σύστημα, «το οποίον δύναται να νοηθή μεν εν Μοναρχικώ Πολιτεύματι, οίον το Πρωσικόν, όπου κυριαρχούν όργανον του Κράτους είναι ο Μονάρχης, όπερ όμως αποτελεί πρόρριζον αναίρεσιν του κοινοβουλευτικού ημών πολιτεύματος, το οποίον είναι Βασιλευομένη Δημοκρατία ...». Ακολούθως, αναφερόταν στην εκπεφρασμένη προθυμία του «Κόμματος Φιλελευθέρων» να διευκολύνει την κατάσταση κατά την προηγηθείσα κρίση περί την Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ., σελ. 158 - 164 και Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 10, σελ. 167 - 187.

213

190


κυβέρνηση Ζαΐμη, ανεχόμενο μια ανασχηματισμένη κυβέρνηση, υπό την προϋπόθεση της αποπομπής από αυτήν του Ι. Γιαννακίτσα, ώστε να αναβληθεί η διεξαγωγή εκλογών μέχρι τη λήξη της επιστράτευσης. Και συνεχίζοντας σημείωνε αναφερόμενος στις προγραμματισθείσες για τις 6 Δεκεμβρίου 1915, εκλογές: «Η υπό τοιαύτας περιστάσεις προκήρυξις εκλογών είναι πράξις απεχθεστέρα πάσης άλλης, εξ όσων ποτέ διέπραξε το παλαιόν καθεστώς, το οποίον εφάνη ότι κατέλυσεν η Επανάστασις του 1909 ...». Και κατέληγε: «Το κόμμα των Φιλελευθέρων απέχον των εκλογών τούτων, ούτε απέχει της πολιτικής, ούτε φυγομαχεί ... Όταν τερματισθή η εξωτερική κρίσις, ... το κόμμα των Φιλελευθέρων θα είναι έτοιμον όπως αναλάβη τον αγώνα υπέρ των Συνταγματικών ελευθεριών, εις ον εξωθείται η χώρα. Οσονδήποτε οξύς εκ της φύσεώς του και αν πρόκειται να είναι ο αγών ούτος, θα δύναται τότε να διεξαχθή μάλλον ακινδύνως, παρά αν διεξήγετο σήμερον εν μέσω της δεινοτάτης εθνικής κρίσεως, ην διατρέχομεν. Η αναστήλωσις δε των ελευθεριών του Ελληνικού λαού έσται αναγκαίος όρος, όπως το Κράτος τούτο αποφύγη τον μαρασμόν και το άδοξον τέλος, εις το οποίον θα ωδήγει αυτό η οριστική εγκαθίδρυσις του Δεσποτισμού»214. Το τελεσίγραφο Βενιζέλου απερρίφθη από τον βασιλέα και την κυβέρνηση Σκουλούδη, που το θεώρησαν εκβιαστικό και έκφραση της αμηχανίας του Κρητικού πολιτικού μπροστά στην αδυναμία του να ελέγξει τις εξελίξεις. Η προεκλογική περίοδος εν’ όψει των εκλογών της 6ης Δεκεμβρίου 1915, με δεδομένη την αποχή του «Κόμματος Φιλελευθέρων», διεξήχθη μέσα σε κλίμα οξύτητας και φορτισμένης πολιτικής αντιπαράθεσης. Το «Κόμμα Εθνικοφρόνων» του Δημητρίου Γούναρη, κυρίαρχο στην προεκλογική σκηνή λόγω της απουσίας του μεγάλου αντιπάλου του, πραγματοποίησε μια εκστρατεία, που σε μεγάλο βαθμό βασίστηκε στις ιδεολογικές διακηρύξεις και τις προγραμματικές θέσεις, που είχε διατυπώσει και κατά τη διάρκεια των πρόσφατων εκλογών του προηγούμενου Μαΐου. Το νέο ουσιαστικά στοιχείο, με το οποίο είχε εμπλουτίσει τον πολιτικό του λόγο, ήταν τα επιχειρήματα με τα οποία υπερασπιζόταν το σύννομο της διάλυσης της παρελθούσας Βουλής, καθώς και τις θέσεις του βασιλέως στη σύγκρουσή του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο ίδιος μάλιστα ο Δημήτριος Γούναρης, ακριβώς λόγω της έλλειψης αντίπαλου δέους, περιόρισε τη συμμετοχή του στον προεκλογικό αγώνα στην επιλεκτική παρουσία του σε ορισμένες κομματικές συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις πολιτικών του φίλων. Από τη δική τους πλευρά, τα υπολείματα, πια, των «παλαιών» πολιτικών κομμάτων, όπως, επίσης, και ορισμένα μικρά νεοσύστατα προσωποπαγούς χαρακτήρα κόμματα, τα οποία συμμετείχαν στις εκλογές, μη έχοντας τη δυνατότητα να αρθρώσουν αυτόνομο και πειστικό πολιτικό λόγο, είχαν επικεντρώσει την προεκλογική τους εκστρατεία στην εναγώνια προσπάθεια να πετύχουν την εκπροσώπησή τους στο Κοινοβούλιο και επιχειρούσαν με διάφορους πολιτικούς ελιγμούς να προσεταιριστούν εκείνους τους ψηφοφόρους του απέχοντος από τις εκλογές «Κόμματος Φιλελευθέρων», που θα ήταν διατεθειμένοι να προσέλθουν στην κάλπη. Έτσι, το πολιτικό παράδοξο εκείνης της εκλογικής αναμέτρησης, συνίστατο στο γεγονός ότι τον ουσιαστικό πολιτικό αντίλογο εξέφραζε ο προσκείμενος στη «βενιζελική» παράταξη Τύπος, ο οποίος με «σκληρά» δημοσιεύματα και, σε αρκετές περιπτώσεις, με εμπρηστική συνθηματολογία, συνέβαλε στη φόρτιση της κατάστασης και συνέτεινε καθοριστικά στην οξύτητα, που διέκρινε εκείνη την -έτσι και αλλιώς- πολιτικά έκτροπη φάση του πολιτικού γίγνεσθαι της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, οι εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915, διενεργήθηκαν μέσα σε κλίμα τάξης και ομαλότητας. Σε αυτές, το «Κόμμα Εθνικοφρόνων» του Δημητρίου Γούναρη, χωρίς την ανταγωνιστική παρουσία του «Κόμματος Φιλελευθέρων», πέτυχε σαρωτική νίκη 214

Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 168.

191


εκλέγοντας 230 βουλευτές από τις συνολικά 332 έδρες της Βουλής, δηλαδή ποσοστό 69% επί του συνόλου των κοινοβουλευτικών εδρών. Οι υπόλοιπες έδρες κατανεμήθηκαν ως εξής: 21 βουλευτές εξέλεξε το «Νεωτερικό Κόμμα» του Γεωργίου Θεοτόκη, 18 βουλευτές εξέλεξε το «Νεοελληνικό Κόμμα» του Δημητρίου Ράλλη, 7 βουλευτές ανέδειξε το νεοσυσταθέν τότε «Εθνικό Συντηρητικό Κόμμα» του Νικολάου Στράτου, 6 έδρες έλαβε το κόμμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, και 3 βουλευτές εξέλεξε το «Προοδευτικό Κόμμα» του Νικολάου Δημητρακόπουλου. Τέλος, στη Βουλή εκλέχθηκαν επίσης ο πρώην πρωθυπουργός Στέφανος Δραγούμης με 4 προσκείμενους σε αυτόν βουλευτές και ακόμη 19 βουλευτές προερχόμενοι από την Βόρειο Ήπειρο215. Παρά τη σαρωτική, ωστόσο, νίκη του «Κόμματος Εθνικοφρόνων», το «χρώμα» στις εκλογές έδωσε η επιτυχία της αποχής που είχε κηρύξει το «Κόμμα Φιλελευθέρων», καθώς σε αυτές ψήφισαν 335.000 ψηφοφόροι, δηλαδή μόλις το 48,8% όσων είχαν ψηφίσει τον προηγούμενο Μάϊο, όταν στις κάλπες είχαν προσέλθει 687.000 πολίτες216. Την αποχή αυτή, οι προσκείμενοι στο «Κόμμα Εθνικοφρόνων» και στα άλλα αντιπολιτευόμενα τον Βενιζέλο πολιτικά κόμματα, απέδιδαν στο γεγονός ότι 230.000 ψηφοφόροι, οι οποίοι είχαν επιστρατευθεί, δεν είχαν προσέλθει να ψηφίσουν. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι κανείς δεν μπορεί να διατυπώσει βάσιμες υποθέσεις για το ποια θα ήταν η έκβαση της αναμέτρησης εάν συμμετείχε και το «Κόμμα Φιλελευθέρων». Γιατί, παρά τη δεδομένη επιτυχία της αποχής, ιδιαίτερα σε περιοχές των λεγομένων «νέων χωρών», αποτελεί αναμφισβήτητη πραγματικότητα ότι λόγω των εξελίξεων που είχαν μεσολαβήσει στο διάστημα που είχε διαρρεύσει από τις εκλογές του περασμένου Μαΐου, το «Κόμμα Φιλελευθέρων» είχε υποστεί φθορά, η οποία εκφραζόταν και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, με τον διαρκώς φθίνοντα αριθμό των βουλευτών που στήριζαν τις θέσεις του στις ψηφοφορίες της Βουλής, αλλά και με την αποχώρηση λίγο πριν τις εκλογές της 6 ης Δεκεμβρίου επιφανών βουλευτών του κόμματος, όπως ο Α. Κανακάρης Ρούφος, που είχαν αποστασιοποιηθεί επικαλούμενοι τη διαφωνία τους με τη γραμμή του στην εξωτερική πολιτική. Επίσης, πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι κανείς δεν μπορεί να προδικάσει πως το σύνολο όσων απείχαν από τις εκλογές προερχόταν από το «Κόμμα Φιλελευθέρων» και πως δεν συγκαταλεγόταν σε αυτούς και ένα ποσοστό αντιβενιζελικών ψηφοφόρων, που ακριβώς λόγω της απουσίας του κόμματος του Ελευθερίου Βενιζέλου από τις εκλογές, είχαν προτιμήσει να μην συμμετάσχουν σε αυτές, καθώς δεν διέβλεπαν κίνδυνο για την «αντιβενιζελική» παράταξη. Τη μετεκλογική κατάσταση, πάντως, δεν αποτύπωναν ούτε οι επινίκιες ιαχές του προσκείμενου στο «Κόμμα Εθνικοφρόνων» Τύπου για τη σαρωτική του νίκη στις εκλογές και την εξ αυτής τεκμαιρόμενη λαϊκή δυσφορία προς τον Βενιζέλο, ούτε η ακατάσχετη θριαμβολογία του «βενιζελικού» Τύπου για την επιτυχία της αποχής, και την αποδοκιμασία μέσω αυτής των επιλογών του βασιλέως και κατ’ επέκταση των κομμάτων που στήριζαν τις επιλογές του. Η πραγματικότητα στη χώρα, ήταν πολύ πιο σύνθετη και περίπλοκη από τις απλοϊκές αυτές σχηματοποιήσεις και, δυστυχώς, πολύ πιο δύσκολη. Τα ανώμαλα γεγονότα που οδήγησαν στις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου, αλλά και η ίδια η διεξαγωγή των εκλογών με την αποχή από αυτές ενός μεγάλου κόμματος εξουσίας της εποχής, πέρα από τις όποιες επιμέρους ευθύνες και εκατέρωθεν δολοπλοκίες, διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις για να Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ., τόμος Β΄, σελ. 887. Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 169. Εδώ να σημειωθεί πως σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις στις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915 είχαν ψηφίσει μόλις 230.000 ψηφοφόροι, έναντι των 730.000 που είχαν προσέλθει στην αναμέτρηση του προηγούμενου Μαΐου, εκδοχή που υποστηρίζει ο Douglas Dakin (όπ. προηγ. σελ. 441). Πάντως, τα στοιχεία που αναφέρονται στο έργο που επιμελήθηκαν οι Βερέμης - Νικολακόπουλος, καθώς βασίζονται σε νεώτερες έρευνες και ψυχραιμότερες αποτιμήσεις, δείχνουν να είναι εγγύτερα στην πραγματικότητα.

215 216

192


εισέλθει η χώρα έκτοτε σε μια βαθιά κρίση νομιμοποίησης. Η κρίση αυτή τίναξε στον αέρα τη θεμελιώδη συναίνεση για τις μεθόδους επίλυσης των πολιτικών διαφορών και κατέστρεψε μια παράδοση που έτεινε να δημιουργηθεί, βασικά στοιχεία της οποίας ήταν η λαϊκή κυριαρχία, το κοινοβουλευτικό σύστημα και η αρχή της δεδηλωμένης, τα οποία θυσιάστηκαν στο βωμό σκοπιμοτήτων και τυφλών προσωπικών παθών. Έτσι, αποτέλεσμα της κρίσης υπήρξε η εμφάνιση φαινομένων όπως η άμετρη πολιτικοποίηση όλων των κοινωνικών εκφάνσεων και θεσμών, η υιοθέτηση μεθόδων πολιτικής αντιπαράθεσης όπου κανείς δεν λάμβανε υπ’ όψιν κανόνες και διαδικασίες, αλλά χρησιμοποιούσε κάθε μέσο που είχε στη διάθεσή του για να πετύχει το στόχο που επεδίωκε, και η δαιμονοποίηση των αντιπάλων, καθώς όσοι ήταν αντίθετοι με τη συμμετοχή στον πόλεμο εύκολα ενοχοποιούνταν ως αντίπαλοι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, εχθροί των εθνικών συμφερόντων ή σύμμαχοι των γερμανών και των βουλγάρων, ενώ, αντίθετα, όσοι ήταν υπέρ της εξόδου στον πόλεμο, εξίσου εύκολα καταδικάζονταν ως πράκτορες της «Αντάντ», υπονομευτές της εθνικής ενότητας και εχθροί της ακεραιότητας του Ελληνισμού. Τα φαινόμενα αυτά, που γιγαντώθηκαν ανεξέλεγκτα στα χρόνια του διχασμού που ακολούθησαν, ταλαιπώρησαν για δεκαετίες τη χώρα και αποτέλεσαν το πρόσφορο έδαφος, πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν οι ανώμαλες πολιτικές κατάστασεις της εποχής του μεσοπολέμου, η εύκολη ροπή προς στρατιωτικά κινήματα και προσφυγή σε έκτροπες εξωθεσμικές παρεμβάσεις, αλλά ακόμη και η συγκρουσιακή κουλτούρα, που διευκόλυνε την επώαση των παθών που οδήγησαν στα τέλη της δεκαετίας του ’40 την Ελλάδα σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Πάντως, αν και νικητής των εκλογών αναδείχθηκε ο Δημήτριος Γούναρης, στην αρχή παρέμεινε η κυβέρνηση υπό τον Στέφανο Σκουλούδη, η οποία σύντομα βρέθηκε και πάλι αντιμέτωπη με τα σημαντικά προβλήματα, που δημιουργούσαν οι απροσχημάτιστες πια πιέσεις των εμπολέμων δυνάμεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου προς την Ελλάδα, προκειμένου κάθε μία από αυτές να πετύχει την πρόσδεση της χώρας στο δικό της άρμα. Στο πλαίσιο αυτό, μέσα στον Δεκέμβριο του 1915 βρέθηκαν στα χέρια των δυνάμεων της «Αντάντ», ο όρμος του Μούδρου στη Λήμνο, η Κέρκυρα, η Μήλος, το Καστελλόριζο, το Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς και το φρούριο του Καραμπουρνού στην Θεσαλονίκη, ενώ παράλληλα τα συμμαχικά στρατεύματα που βρίσκονταν στην Μακεδονία έκαναν ολοένα και εντονότερη την παρουσία τους, προκαλώντας τη δυσφορία του ντόπιου πληθυσμού, η οποία μετεβλήθη σε αγανάκτηση όταν συμμαχικά αποσπάσματα ανατίναξαν σημαντικές για τις μετακινήσεις των κατοίκων γέφυρες στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας. Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα για την κυβέρνηση Σκουλούδη, όταν στις 17 Δεκεμβρίου 1915, γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν τη Θεσσαλονίκη, θέλοντας να πλήξουν στόχους ελεγχόμενους από την «Αντάντ», και σε απάντηση αυτής της επιδρομής ο Γάλλος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Μακεδονία στρατηγός Σαράϊγ, προχώρησε στη σύλληψη των διαπιστευμένων στην πόλη προξένων τη Γερμανίας και της Αυστρίας, προκαλώντας τις έντονες διαμαρτυρίες των κυβερνήσεών τους προς τον Έλληνα πρωθυπουργό. Η ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση των πιέσεων, και πάλι από την πλευρά των δυνάμεων της «Αντάντ», ήρθε στις 19 Δεκεμβρίου 1915, όταν γαλλικά στρατεύματα προχώρησαν στην πλήρη κατάληψη της Κέρκυρας για να εγκαταστήσουν τμήμα του διαφυγόντος από το μέτωπο του πολέμου σερβικού στρατού, περίπου 130.000 άνδρες του οποίου πράγματι διαπεραιώθηκαν στο νησί των Φαιάκων. Όπως είχε συμβεί και με την περίπτωση των διαμαρτυριών της κυβέρνησης Σκουλούδη προς το στρατηγό Σαράϊγ, μετά το προλεχθέν κρούσμα της σύλληψης ξένων διπλωματών στη Θεσσαλονίκη εν αγνοία της ελληνικής κυβέρνησης, έτσι και με το περιστατικό της κατάληψης της Κέρκυρας οι διαμαρτυρίες της ελληνικής πλευράς αντιμετωπίστηκαν αρχικά από τις δυνάμεις της «Αντάντ» με παγερή αδιαφορία. Και μόνο μετά την παρέλευση αρκετών ημερών, στις 28 Δεκεμβρίου 1915, οι 193


χώρες της «Τριπλής Συνεννόησης» θεώρησαν σκόπιμο να απαντήσουν με κοινή διακοίνωση προς την Ελλάδα, εξηγώντας της ότι προέβησαν στο διάβημά τους αυτό για λόγους «φιλανθρωπίας» και διαβεβαιώνοντας για το βραχύ διάστημα της κατάληψης, η οποία σημειωτέον δεν έληξε παρά τέσσερα χρόνια αργότερα, τον ... Ιούνιο του 1919217. Ευρισκόμενη η κυβέρνηση Σκουλούδη εγκλωβισμένη στη συνθλιπτική «μέγγενη» που συνιστούσαν για αυτήν από τη μια πλευρά οι πιέσεις των εμπολέμων και ιδιαίτερα των δυνάμεων της «Αντάντ», και από την άλλη οι οξείες εναντίον της εκδηλώσεις του «Κόμματος Φιλελευθέρων», που πλέον είχε υψώσει τους τόνους της αντιπολιτευτικής κριτικής κατηγορώντας την ότι έκθεσμα ασκούσε την εξουσία, αδυνατούσε να παράξει οποιοδήποτε άξιο λόγου κυβερνητικό έργο, περιοριζόμενη σε μια διεκπεραιωτική διαχείριση των προβλημάτων που ανέκυπταν καθημερινά. Εδώ να σημειωθεί ότι χαρακτηριστική της σκλήρυνσης της στάσης, που μετά τις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915 ακολούθησε το «Κόμμα Φιλελευθέρων», υπήρξε η ίδρυση στη Θεσσαλονίκη μίας οργάνωσης τοπικών πολιτευτών του κόμματος, η οποία προχώρησε αμέσως μετά τη δημιουργία της στην οργάνωση συγκεντρώσεων και συλλαλητηρίων απαιτώντας την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της «Αντάντ». Το σκεπτικό όσων πρωτοστάτησαν στη σύσταση αυτής της οργάνωσης ήταν ότι η επίσημη Ελλάδα «εγκατέλειψε τον Ελληνισμόν άνευ προστασίας» και ότι η «εις την Μακεδονίαν εισβολή των προαιωνίων εχθρών του Έθνους απειλούσε τα ύψιστα εθνικά συμφέροντα». Η οργάνωση αυτή, επιφανέστερα μέλη της οποίας υπήρξαν οι Α. Ζάννας και Δ. Δίγκας, αποτέλεσε τον πυρήνα από τον οποίο προήλθε αργότερα το κίνημα της «Εθνικής Άμυνας». Έτσι, η κυβέρνηση Σκουλούδη, αμήχανη μπροστά στις δυσμενείς εξελίξεις και στερούμενη της βούλησης να λάβει τις αποφάσεις που θα της επέτρεπαν να σπάσει το αδιέξοδο και να κινηθεί προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, έδειχνε περισσότερο να «ροκανίζει» τον πολιτικό χρόνο, παρά να είναι προσανατολισμένη σε κάποιο σαφή προορισμό. Σε αυτήν την κρίσιμη καμπή της θητείας της, η κυβέρνηση Σκουλούδη αναγκάστηκε να στερηθεί των υπηρεσιών του πολύπειρου πολιτικού και πρώην πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη, που παρά τη δεδομένα γερμανόφιλη στάση του, ήταν πάντα μια φωνή σύνεσης και ρεαλισμού, ο οποίος ασθενώντας βαρύτατα, υπέβαλε την παραίτησή του στις 6 Ιανουαρίου 1916. Τον Γεώργιο Θεοτόκη, αντικατέστησε στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ο Δημήτριος Γούναρης, που διατήρησε ταυτόχρονα και το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου των Εσωτερικών, το οποίο είχε αναλάβει από του σχηματισμού της κυβέρνησης Σκουλούδη. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 12 Ιανουαρίου 1916, ο Γεώργιος Θεοτόκης απεβίωσε. Ο θάνατός του, προκάλεσε θλίψη και συγκίνηση στην ευρύτερη κοινή γνώμη, πέρα από παραταξιακές, κομματικές ή ιδεολογικές εντάξεις. Απηχώντας τα αισθήματα της κοινής γνώμης, ο Δημήτριος Γούναρης εκφωνώντας τον επικήδειο προς τιμήν του αποδημήσαντος Κερκυραίου ευπατρίδη, σημείωσε τα ακόλουθα: «Εξ ονόματος του Υπουργικού Συμβουλίου απευθύνω προς τον Γ. Θεοτόκην τον ύστατον αποχαιρετισμόν. Η οδύνη, η πληρούσα την ψυχήν προ της τετιμημένης σορού του Μεγάλου Πατριώτου δεν επιτρέπει την ανασκόπησιν του έργου του ανδρός. Ουδ’ υπάρχει ανάγκη τοιαύτης ανασκοπήσεως. Το έργον αυτού ανήκον εις τους συγχρόνους, θα κριθή υπό των μεταγενεστέρων. Ας αφήσωμεν τους συγχρόνους να το απολαύσωσιν, ίσως και παραγνωρίζοντες αυτό. Ας μη προεξοφλήσωμεν την αμερόληπτον ετυμηγορίαν των μεταγενεστέρων. Αλλ’ ας επιτραπή εις ημάς τους γνωρίσαντας και τιμήσαντας, τους αναστραφέντας και αγαπήσαντας τον Γ. Θεοτόκην να είπωμεν εις εκείνους, οι οποίοι ερχόμενοι μεθ’ ημάς δεν θα ευτυχήσωσι να συναντήσωσιν αυτόν, ότι ο ανήρ, τον οποίον Για τον Δεκέμβριο των ασφυκτικών πιέσεων των εμπολέμων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου προς την Ελλάδα, βλ. μεταξύ των άλλων Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ. 13 και επ. και Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 11, σελ. 24 - 26.

217

194


θρηνούμεν σήμερον, υπήρξεν άξιος της βαθυτάτης ευθύνης, την οποίαν αισθάνεται μεθ’ ημών, των περί την σορόν αυτού συγκεντρωθέντων, σύμπαν το Ελληνικόν. Πατριώτης ακραιφνής, τον βίον ολόκληρον ηνάλωσεν εν τη εξυπηρετήσει της Πατρίδος, εις τον βωμόν της οποίας προφρόνως κατέθηκε τα πλούσια δώρα, τα οποία αφειδώς επεδαψίλευεν αυτώ η φύσις. Ψυχή ευγενής, κατεχομένη ολόκληρος από τα λεπτότερα και υψηλότερα των ανθρωπίνων αισθημάτων, εν τω αγώνι τω πολιτικώ, του οποίου τέρμα διηνεκές έτασσε το κοινό συμφέρον, ουδέποτε επελάθετο εαυτού, ουδέ υπό της θέρμης του αγώνος παρεσύρθη εις τι του μεγάλου αυτού χαρακτήρος ανάξιον. Και προς τους φίλους ειλικρινής και προς τους αντιπάλους δίκαιος. Δεινός μαχητής υπέρ της κρατούσης παρ’ αυτώ ιδέας μετ’ επιεικείας έκρινε την εναντίον, αφήνων αείποτε έξω του αγώνος το πρόσωπον του αντιφρονούντος. Νικών δε εν τω αγώνι, ουχί σπανίως παρείχεν αντάλλαγμα τω ηττημένω την αναγνώρισιν προσωπικών χαρισμάτων, τα οποία ήτο διατεθειμένος να υπερτιμήση κατά τον λόγον του μεγέθους της ιδίας νίκης. Αλλά και ηττώμενος ουδέποτε απέθετο το μεγαλείον αυτού. Εμπεποτισμένος την πίστιν επί την Εθνικήν Δυναστείαν και το πολίτευμα της χώρας, καίτοι ως βαθύς των πολιτικών φαινομένων ανατόμος, ουδαμώς παρέβλεπε τας ατελείας του πολιτεύματος ως έργου ανθρωπίνου, ουδέποτε ησθάνθη διασειομένην την πίστιν και όταν έπιπτε των ατελειών θύμα. Με διαυγές το βλέμμα, διακρίνων τας μεγάλας γραμμάς της πολιτικής του Έθνους εξελίξεως, μετά γαλήνης αντεμετώπιζε τα εν ταις λεπτομερείαις προσκόμματα, και όταν ακόμη συνεπήγοντο την ανάγκην περιορισμού, τας οποίας έκρινε μη ματαιούσας την προς τα πρόσω πορείαν της Χώρας. Και της προς τα πρόσω ταύτης πορείας ο Γ. Θεοτόκης απέβη εις των κυριωτέρων παραγόντων, διαδεχθείς τον πολιτικόν άνδρα εκείνον, του οποίου το μέγα ανάστημα διαρκώς μεγεθύνει επί πλέον η εξ αποστάσεως διαυγέστερον κρίνουσα δικαιοσύνη των μεταγενεστέρων. Εις την Δικαιοσύνην ταύτην των μεταγενεστέρων ας παραθέσωμεν και του Γ. Θεοτόκη το έργον. Το γήϊνον αυτού σκήνος θ’ αποδοθή εις τους κόλπους της μητρός γης, εν τη ωραία νήσω του Ιονίου, την οποίαν τόσον ηγάπησε και παρά της οποίας τόσον ηγαπήθη, ίνα εκεί αναπαυθή παρά το πλευρόν άλλων μεγάλων τέκνων της ευάνδρου νήσου, του πρώτου Κυβερνήτου της αναγεννηθείσης Ελλάδος. Την μνήμην όμως του Γ. Θεοτόκη θα τηρήση αλησμόνητον η συνείδησις των Ελλήνων απάντων παρά το πλευρόν του μεγάλου πολιτικού ανδρός, του οποίου υπήρξεν επίλεκτος συνεργάτης και άξιος διάδοχος»218. Με το θάνατο του Γεωργίου Θεοτόκη, και τον επισυμβάντα λίγες ημέρες αργότερα θάνατο ενός ακόμη εκ των ηγετών των «παλαιών» πολιτικών κομμάτων, του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, έκλεινε για την ελληνική πολιτική ζωή μια ολόκληρη εποχή. Με τα θετικά και τα αρνητικά χαρακτηριστικά της, με τη συμβολή της στην προκοπή του τόπου και με τις ευθύνες της για αδυναμίες και καθυστερήσεις, που τροχοπέδησαν ή παρεξέτρεψαν την πρόοδό του, αλλά πάντως με τη θέση της στην ελληνική ιστορία. Σύμφωνα, πάντως, με το διάταγμα διάλυσης της προηγούμενης Βουλής και της προκήρυξης των εκλογών, η Βουλή που αναδείχθηκε από την εκλογική αναμέτρηση της 6ης Δεκεμβρίου 1915, συνήλθε για πρώτη φορά σε τυπική συνεδρίαση, στις 11 Ιανουαρίου 1916. Σε νέα συνεδρίασή της, που πραγματοποιήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1916, η νέα Βουλή εξέλεξε το νέο Πρόεδρο του Σώματος, θέση στην οποία αναδείχθηκε συγκεντρώνοντας 275 ψήφους επί 293 ψηφισάντων προς τιμήν του αποβιώσαντος πρώην πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη, ο αδελφός του Μιχαήλ Μ. Θεοτόκης219. 218 219

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ., σελ. 405 - 406. Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 11, σελ. 24.

195


Η νέα, υπό τον Στέφανο Σκουλούδη, κυβέρνηση, εμφανίστηκε στη Βουλή για να παρουσιάσει τις προγραμματικές της δηλώσεις και να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στις 27 Ιανουαρίου 1916. Λαμβάνοντας το λόγο, ο πρωθυπουργός τόνισε την απόφαση της κυβέρνησής του να συνεχίσει την πολιτική του να συντηρήσει άθικτες της εθνικές δυνάμεις και να χρησιμοποιήσει αυτές αποκλειστικά για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων. Ενώ, υπογράμμισε πως η πολιτική αυτή, είχε εγκριθεί από τη μέγιστη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, κατά τις προσφάτως διενεργηθείσες εκλογές. Συγκεκριμένα, μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Η κυβέρνησις θέλει συνεχίσει την πολιτικήν χάριν της οποίας συνεκροτήθη, την πολιτικήν του να συντηρήση αθίκτους τας εθνικάς δυνάμεις και να χρησιμοποιήση αυτάς αποκλειστικώς υπέρ των εθνικών συμφερόντων. Η εξέλιξις των γεγονότων κατέδειξε κατά τρόπον ανεπίδεκτον αμφισβητήσεως ότι η επικράτησις της πολιτικής ταύτης διασώζει την πατρίδα από ανυπολογίστων συμφορών. Την πολιτικήν δε την οποίαν ηκολουθήσαμεν ενέκρινε διά της μεγίστης αυτού πλειοψηφίας και ο ελληνικός λαός, προς τον οποίον εγένετο έκκλησις διά της παρά της Α.Μ. του Βασιλέως ασκήσεως της συνταγματικής Αυτού προνομίας της διαλύσεως της Βουλής, συμφώνως προς τα διά του Καταστατικού Χάρτου της Πολιτείας κεκανονισμένα». Συνεχίζοντας, τόνισε ότι: «... η πολιτική αύτη, όπως ανταπεκρίθη μέχρι τούδε εις τα συμφέροντα της χώρας, ούτω και συνεχιζομένη θα διασώση αυτήν εν τω μέλλοντι από μεγάλους κινδύνους, τους οποίους επάγεται διά πάντας τους μικρούς λαούς η περί ημάς διεξαγομένη κολοσσιαία διεθνής σύρραξις». Και καταλήγοντας, αναφερόμενος ιδιαίτερα στις πιέσεις που δεχόταν την περίοδο εκείνη η Ελλάδα, υπογράμμισε ότι: «... το Έθνος ολόκληρον θα υποστή πάσαν πίεσιν μετά καρτερίας, κρατυνομένης εκ της βασίμου ελπίδος ότι το δίκαιον δεν θα βραδύνη να ανακτήση το κύρος αυτού εν τη συνειδήσει των ισχυρών, όσον και αν η μαινομένη καταιγίς καταπνίγη την φωνήν αυτού επί του παρόντος. Αδύνατον δε είναι να παραγνωρίση η Χώρα, ότι όσον οδυνηρά και αν ώσι τα πράγματα, τα οποία συνεπάγεται η μη πλήρης αρμονία της πολιτικής ημών προς τας αξιώσεις των εχόντων δύναμιν επιβολής, η εκ τούτου ζημία είναι απείρως μικροτέρα της καταστροφής, την οποίαν θα είχεν ως αναπόφευκτον συνέπειαν αλλοία πολιτική κατεύθυνσις, εάν τοιαύτη επεκράτει»220. Παρά τη μονόπλευρη σύνθεση του Σώματος, αμέσως μετά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης από τον πρωθυπουργό, πραγματοποιήθηκε στην Εθνική Αντιπροσωπεία μια ενδιαφέρουσα συζήτηση τόσο για την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα, όσο και για τις περαιτέρω προοπτικές της χώρας. Ανάμεσα στις αγορεύσεις που πραγματοποιήθηκαν, ξεχωρίζει εκείνη του Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος μιλώντας με την υπευθυνότητα και τη σοβαρότητα που διέκρινε πάντα τις δημόσιες τοποθετήσεις του, αφού σημείωσε ότι συμμερίζεται τις διαμαρτυρίες της Βουλής για τη στάση της «Αντάντ», στη συνέχεια διατύπωσε το ερώτημα αναφορικά με το ποια ήταν πράγματι η πολιτική που ακολουθούσε η κυβέρνηση, υπογραμμίζοντας στο σημείο αυτό μεταξύ των άλλων: «Αι δηλώσεις της κυβερνήσεως αναφέρουσιν ότι αύτη θα μείνη πιστή εις την πολιτικήν ην εχάραξεν ερχομένη εις την εξουσίαν, επαναλαμβάνουσα δε κατά κόρον ότι εξακολουθεί να εμμένη πιστή εις την πολιτικήν ταύτην, δεν καθορίζει όμως και ποία είναι η πολιτική αυτή. Ερωτώ: ποία είναι η πολιτική; Διότι ουδέποτε εδόθη εις την κυβέρνησιν ταύτην αφορμή να δηλώση ποία είναι η πολιτική την οποίαν ακολουθεί, εάν είναι πολιτική Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 11, σελ. 24 - 25, 27.

220

196


ενόπλου ουδετερότητος, εάν είναι πολιτική απολύτου ουδετερότητος, εάν είναι πολιτική ουδετερότητος ευμενούς υπέρ του ενός ή υπέρ του ετέρου εκ των εμπολέμων ομίλων». Εξίσου αξιοπρόσεκτες υπήρξαν και οι παρεμβάσεις άλλων ομιλητών, όπως του Νικολάου Στράτου και του Νικολάου Δημητρακόπουλου, οι οποίοι στις αγορεύσεις τους εξέφρασαν τον προβληματισμό και την αγανάκτησή τους για όσα συνέβαιναν εκείνη την περίοδο στη χώρα, αλλά μη θέλοντας να οξύνουν περαιτέρω την κατάσταση, περιορίστηκαν σε ηθελημένα γενικόλογες παρατηρήσεις, επισημαίνοντας απλώς την ανάγκη η κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει τη στάση της. Από τη συνεδρίαση αυτή, δεν έλειψαν και τοποθετήσεις αγορητών, οι οποίοι έλαβαν ανοιχτά φιλογερμανική θέση, ψέγοντες τις δυνάμεις της «Αντάντ» για την έναντι της Ελλάδας συμπεριφορά τους και επιτιθέμενοι προσωπικά εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου, τον κατηγόρησαν ως υποδαυλίζοντα την όλη κρίση. Ανάμεσα σε αυτούς και ο βουλευτής Χ. Μητσόπουλος, ο οποίος στην ομιλία του εκτόξευσε βαρύτατους χαρακτηρισμούς εναντίον των χωρών της «Αντάντ» και εξαπέλυσε μύδρους κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τους παριστάμενους στη συνεδρίαση υπουργούς της κυβέρνησης, καθώς με την εμπρηστική ομιλία του θεωρήθηκε ότι τροφοδοτούσε ακόμη περισσότερο την καχυποψία των διπλωματών των χωρών της «Τριπλής Συνεννόησης», που άγρυπνα παρακολουθούσαν την περίοδο εκείνη τις συζητήσεις της Βουλής, προκειμένου να αναφέρουν στις κυβερνήσεις τους το «κλίμα» που επικρατούσε σε αυτές221. Η πλέον χαρακτηριστική, όμως, ομιλία στη συνεδρίαση αυτή, ήταν του βουλευτή Ψαρών, μαχητικού εκδότη και δημοσιογράφου Γεωργίου Πωπ, ο οποίος ανερχόμενος στο βήμα επέρριψε την ευθύνη για τις πιέσεις της «Αντάντ» κατά της Ελλάδας τον Φεβρουάριο του 1915, όταν την κυβέρνηση Βενιζέλου διεδέχθη η κυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη. Η κυβέρνηση αυτή, υπογράμμισε ο Γεώργιος Πωπ «μη στηριζομένη επί της αρχής της ουδετερότητος, προέβη εις συζητήσεις προς τας δυνάμεις, τας εξασκήσασας τότε τας πιέσεις» και αναφέρθηκε διεξοδικά στις προτάσεις της κυβέρνησης Γούναρη προς την «Αντάντ» για να εξέλθη η Ελλάδα παρά το πλευρό της στις πολεμικές επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και στις συζητήσεις μεταξύ των δύο μερών που τις ακολούθησαν, χωρίς τελικά να καταλήξουν σε αποτέλεσμα. Απαντώντας στον Γεώργιο Πωπ, ο Δημήτριος Γούναρης περιορίστηκε να επισημάνει ότι δεν ήταν δυνατόν κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας συνεδρίασης της Βουλής, σε μια τόσο λεπτή φάση των εξελίξεων να γνωστοποιηθεί λεπτομερώς η στάση την οποία τήρησε η Ελλάδα την εποχή εκείνη, προτρέποντας τον βουλευτή να αναλογιστεί τα όσα έλεγε, ώστε να μην προκληθεί ζημιά στη χώρα. Δευτερολογώντας ο Γεώργιος Πωπ, επέμεινε στις αρχικές του τοποθετήσεις, τονίζοντας επιπροσθέτως ότι η υποβολή από την κυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη προτάσεων εξόδου της Ελλάδας από την ουδετερότητα κατέστησε φανερό ότι η αρχή της πολιτικής ουδετερότητας στην πραγματικότητα δεν ετηρείτο. Κατόπιν της εμμονής του Γεωργίου Πωπ στις αρχικές τοποθετήσεις του, κατά τη δευτερολογία του, ο Δημήτριος Γούναρης ανταπαντώντας, σημείωσε μεταξύ των άλλων και τα εξής: «Ο κ. βουλευτής Ν. Ψαρών εν αρχή του λόγου του υπήρξε σύμφωνος προς την εκδηλωθείσαν πανταχόθεν δυσφορίαν διά τας ασκουμένας πιέσεις. Και προς τούτο βεβαίως πάντες είνε σύμφωνοι. Αλλ’ ο κ. βουλευτής είνε σύμφωνος προς την ακολουθουμένην πολιτικήν της ουδετερότητος, διαφωνεί δε προς τον τρόπον καθ’ ον τηρείται η ουδετερότης. Αλλ’ ο τρόπος αυτός δεν είναι δυνατόν να επικριθή εφ’ όσον δεν είνε γνωσταί αι λεπτομέρειαι επί του ζητήματος. Την στιγμήν, καθ’ ην δεν είνε επιτετραμμένον να ανακοινωθώσι προς την Βουλήν τα πράγματα δεν είνε επιτετραμμένον κοινοβουλευτικώς να διεξάγηται συζήτησις. Όσον αφορά την πολιτικήν της Για τη συνεδρίαση της Βουλής για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Σκουλούδη, βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 11, σελ. 28 - 29. 221

197


ουδετερότητος, ουδεμία Κυβέρνησις είνε δυνατόν να είπη, ότι εσαεί θα τηρήση ουδετερότητα αλλά λέγει μόνον ότι υπό τας παρούσας περιστάσεις δεν νομίζει συμφέρον να εξέλθωμεν της ουδετερότητος. Εάν δε υπό ωρισμένας περιστάσεις, μη υπαρξάσας, εζητήσαμεν τυχόν να εξέλθωμεν της ουδετερότητος, είμεθα άξιοι κατηγορίας αφού υπό τας περιστάσεις, εκείνας θα επραγματοποιούντο αι εθνικαί βλέψεις και θα εδικαιούτο η Εθνική Ιστορία; Όσον αφορά το λεχθέν, ότι ο τρόπος της τηρήσεως της ουδετερότητος παρέχει προς τας Δυνάμεις της Αντάντ υποψίας, ο αξιότιμος βουλευτής Ν. Ψαρών ώφειλε να αναφέρη γεγονός τι επί του οποίου να στηρίζη την γνώμην του. Αλλά δεν έχει τοιούτο γεγονός ο κ. βουλευτής· κατηγορία δε επί υποθετικής βάσεως δεν δύναται να εκληφθή ως κατηγορία σοβαρά. Ως προς την επιστράτευσιν, δεν είνε δυνατή συζήτησις εφ’ όλων των ζητημάτων, αλλ’ ας είνε πεπεισμένος ότι εάν υπάρχη τις, όστις υπέρ πάντα άλλον αισθάνεται το βάρος της επιστρατεύσεως ούτος είνε η Κυβέρνησις. Ας είνε πάντες πεπεισμένοι, ότι διά να τηρήται η επιστράτευσις σημαίνει, ότι η Κυβέρνησις ευρίσκεται προ αναποτρέπτων περιστάσεων, αίτινες επιβάλλουσι τούτο»222. Μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης, πραγματοποιήθηκε ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, η οποία επί 272 ψηφισάντων έλαβε 266 ψήφους υπέρ αυτής. Το αποτέλεσμα, όμως, αυτό, που υπό άλλες συνθήκες θα αποτύπωνε μία θριαμβευτική κοινοβουλευτική επιτυχία και θα σηματοδοτούσε για την όποια κυβέρνηση, το καλύτερο δυνατό ξεκίνημα για το έργο της, στην πραγματικότητα, υπό την κρατούσα τότε στη χώρα κατάσταση και με δεδομένο το μονόπλευρο χαρακτήρα της Βουλής, δεν σήμαινε παρά ελάχιστα πράγματα. Αντίθετα, αυτό που είχε -και αποδείχθηκε σύντομα στην πράξηιδιαίτερη σημασία, ήταν το γεγονός της εμφάνισης έντονων εσωτερικών διαφοροποιήσεων στο μπλοκ των δυνάμεων που στήριζαν την κυβέρνηση Σκουλούδη, αναφορικά τόσο με τη διαχειριστική πρακτική της, όσο και (προπάντων) με την αμφικλινή στάση της έναντι των εμπολέμων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς άλλοι βουλευτές την προέτρεπαν να κινηθεί υπέρ της μιας ή της άλλης εξ αυτών και άλλοι τη μέμφονταν γιατί δεν τηρούσε όσο απαρέγκλιτα έπρεπε τη στάση ουδετερότητας που διακήρυττε. Έτσι, παρά τη σχεδόν παμψηφία που έλαβε η κυβέρνηση Σκουλούδη, στην ουσία από την όλη συζήτηση της 27ης Ιανουαρίου 1916 βγήκε ακόμη περισσότερο πολιτικά αποδυναμωμένη. Γιατί, στα ήδη μεγάλα προβλήματα που είχε κληθεί να αντιμετωπίσει, προσετίθετο τώρα και η δημόσια πιστοποίηση της έλλειψης συνοχής και ενός απαραίτητου ελάχιστου κοινών θέσεων στους κόλπους της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, στην οποία στηριζόταν. Η κατάσταση έγινε χειρότερη για την κυβέρνηση, όταν αυτήν ακριβώς τη δύσκολη για την ίδια συγκυρία ήρθε να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο μια συνέντευξη που παρεχώρησε στον δημοσιογράφο Paxton Hibben του αμερικανικού ειδησεογραφικού πρακτορείου Ηνωμένος Τύπος, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄. Στη μακρά και ενδιαφέρουσα εκείνη συνέντευξή του, αναφέρθηκε διεξοδικά σε όλα τα διακεκαυμένα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που απασχολούσαν τη χώρα. Ορισμένες τοποθετήσεις του, όμως, διατυπωμένες χωρίς ιδιαίτερη διπλωματικότητα, έδωσαν λαβή για αντιδράσεις, κυρίως από τις χώρες της «Αντάντ», που τις εξέλαβαν ως στρεφόμενες εναντίον τους. Μεταξύ των άλλων, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ εξέφρασε το παράπονό του για τη στάση της Αγγλίας και της Γαλλίας έναντι της Ελλάδας, αναφερόμενος ιδιαίτερα στην κατάληψη των εδαφών της, την καταστροφή ολόκληρων οικισμών στα σύνορα, την καταστροφή της οικονομίας ορισμένων επαρχιών, τις αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών και τον καταχρηστικό έλεγχο της Θεσσαλονίκης, τονίζοντας στο σημείο αυτό ότι: «Είναι τουλάχιστον κενοί λόγοι να ομιλή η Αγγλία και η Γαλλία διά την υπό της Γερμανίας παραβίασιν της ουδετερότητος του Βελγίου και του Λουξεμβούργου κατόπιν των όσων αυτοί διέπραξαν και πράττουν εδώ». 222

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ., σελ. 407 - 408.

198


Ακολούθως, ο βασιλέας στην ίδια συνέντευξή του, εξέφρασε τη διαμαρτυρία του για την κατάληψη της Κέρκυρας και του Καστελλόριζου από τις συμμαχικές δυνάμεις της «Αντάντ», καθώς και για την ανατίναξη από στρατιωτικά τους αποσπάσματα γεφυρών στην περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας, που είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό ολόκληρων περιοχών και σημείωσε με έμφαση: «Η Ιστορία της εις τα Βαλκάνια πολιτικής της Αντάντ συνιστά εν κολοσσιαίον σφάλμα μετά το άλλο. Και ήδη εκνευρισμένοι από την αποτυχίαν των εις κάθε βαλκανικόν υπολογισμόν, ξεσπούν επάνω εις την Ελλάδα εξ αιτίας της ηλιθιότητός των. Τους προειδοποιήσαμεν ότι η εκστρατεία της Καλλιπόλεως θα απετύγχανεν. Ότι αι διαπραγματεύσεις με την Βουλγαρίαν θα απέβαιναν άκαρποι. Ότι οι Αυστριακοί και οι Γερμανοί θα επετίθεντο ασφαλώς κατά της Σερβίας. Δεν ήθελαν να μας πιστεύσουν. Και τώρα, διότι όσα προείπαμεν απεδείχθησαν ορθά, ως θυμωμένα και παράλογα παιδιά, στρέφονται εναντίον της Ελλάδος. Εσκεμμένως απεμπόλησαν τους τίτλους των, τους οποίους είχον πάντοτε επί των συμπαθειών των Ελλήνων. Κατά την έναρξιν του πολέμου το 80% των Ελλήνων συνεπάθει την Αντάντ. Σήμερον, ούτε το 40% - όχι, ούτε το 20% θα έδιδε χείρα βοηθείας εις τους Συμμάχους». Καταλήγοντας και αναφερόμενος στις εκτιμήσεις του για την έκβαση του πολέμου απέκλεισε βέβαια την πιθανότητα ότι θα μπορούσαν οι Γερμανοί να καταλάβουν το Λονδίνο, το Παρίσι ή την Πετρούπολη, εξέφρασε, όμως, τη βεβαιότητα ότι θα μπορούσαν να αμυνθούν επί μακρό χρόνο και διατύπωσε την πρόβλεψη ότι εάν η οικονομική εξάντληση δεν υποχρέωνε την Γερμανία να ζητήσει ειρήνη, τότε θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο αν όχι αδύνατον να ηττηθεί στρατιωτικά, οπότε ως πιθανότερο αποτέλεσμα του πολέμου διέβλεπε την ισοπαλία223. Η συνέντευξη αυτή, πέραν των προαναφερθεισών αντιδράσεων που προκάλεσε στις κυβερνήσεις των χωρών της «Αντάντ», άναψε φωτιές στο εσωτερικό της χώρας. Το «Κόμμα Φιλελευθέρων» και ο προσκείμενος σε αυτό Τύπος, έσπευσαν να την εκμεταλλευτούν για να ενισχύσουν την επιχειρηματολογία τους ότι πίσω από την -κατ’ αυτούς προσχηματικήπολιτική ουδετερότητας, την οποία εμφανιζόταν να υποστηρίζει ο βασιλέας, δεν κρυβόταν παρά μια ξεκάθαρα γερμανόφιλη στάση, την οποία δεν τολμούσε να προωθήσει ανοιχτά όσο έκρινε ότι οι συσχετισμοί δυνάμεων δεν του το επέτρεπαν. Με βάση αυτήν την τοποθέτηση, το «Κόμμα Φιλελευθέρων» ζητούσε από την κυβέρνηση Σκουλούδη να λάβει δημόσια θέση επί των λεχθέντων από το βασιλέα, και ή να διαχωρίσει τη θέση της από αυτόν ή να ομολογήσει δημοσίως ότι τη συμμεριζόταν. Η κυβέρνηση Σκουλούδη σε προφανή αδυναμία να κινηθεί σε μια τέτοια κατεύθυνση και ταυτόχρονα υφιστάμενη πια τις εντονότερες πιέσεις των δυνάμεων της «Αντάντ», υποχρεώθηκε σε μια αμήχανη στάση, που περισσότερο την εξέθετε και αποδυνάμωνε το πολιτικό της κύρος, παρά την έβγαζε από τη δύσκολη θέση. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η κυβέρνηση Σκουλούδη δέχθηκε ένα ακόμη πλήγμα, αυτή τη φορά εκ των έσω, που κλόνισε ακόμη περισσότερο το κύρος της και διόγκωσε στα μάτια της κοινής γνώμης την αίσθηση της παντελούς πολιτικής αδυναμίας της. Συγκεκριμένα, κατά τη συνεδρίαση της Βουλής της 23ης Μαρτίου 1916, οπότε εσυζητείτο το σχέδιο νόμου «περί κατασκευής οινοπνεύματος εξ αμυλωδών και ζαχαρωδών ουσιών», παρενέβη ο τότε υπουργός Οικονομικών Στέφανος Δραγούμης, ο οποίος ζήτησε την απόσυρσή του, επικαλούμενος λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθώς όπως υπογράμμισε στο κείμενό του παρεισέφρυσε διάταξη που αφορούσε τη διάρκεια ισχύος του υπό ψήφιση νόμου, της οποίας το νόημα ήταν αλλοιωμένο σε σχέση με την πραγματική πρόθεση του ίδιου, που είχε τη νομοθετική ευθύνη. Η παρέμβασή του αυτή, συνάντησε την αντίδραση των βουλευτών της πλειοψηφίας, οι οποίοι πιεζόμενοι από ψηφοφόρους τους, αλλά και από τα συμφέροντα που Για τη συνέντευξη αυτή του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 11, σελ. 34 - 36.

223

199


αναπτύσσονταν στον χώρο της κατασκευής οινοπνεύματος, δεν δέχθηκαν την απόσυρση ούτε του νομοσχεδίου, ούτε της επίδικης διάταξης και απαίτησαν επιτακτικά την άμεση ψήφισή τους. Σε συνηγορία των αντιδρώντων βουλευτών, προσήλθε με παρέμβασή του και ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτριος Ράλλης, με αποτέλεσμα τελικά η Βουλή να ψηφίσει το νομοσχέδιο στην αρχική του μορφή. Μετά την εξέλιξη αυτή, ο Στέφανος Δραγούμης, αφού τόνισε ότι εξακολουθούσε να στηρίζει τη γραμμή ουδετερότητας της κυβέρνησης στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, επικαλούμενος λόγους προσωπικής και κοινοβουλευτικής ευθιξίας, υπέβαλε την παραίτησή του, επιμένοντας αμετάκλητα σε αυτήν παρά τις προτροπές που του διατυπώθηκαν από διάφορες πλευρές της κυβερνητικής πλειοψηφίας να την ανακαλέσει. Η όλη υπόθεση, όμως, δεν περιορίστηκε εκεί, αλλά λόγω του κλίματος εσωτερικών τριβών και διχοστασιών με κάθε εμφανιζόμενη αφορμή, που είχε εγκαθιδρυθεί πλέον στους κόλπους της κυβερνώσας πλειοψηφίας, προσέλαβε σύντομα ευρύτερες διαστάσεις. Τον παραιτηθέντα από τη θέση του υπουργού Οικονομικών Στέφανο Δραγούμη, αντικατέστησε ο ως τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Δημήτριος Ράλλης. Και εκείνον, στη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης διεδέχθη ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Μ. Χατζάκος. Η επιλογή, όμως, του νέου υπουργού Δικαιοσύνης πυροδότησε οξείες αντιδράσεις στους κόλπους της κυβερνώσας πλειοψηφίας, καθώς η εξωκοινοβουλευτική προέλευσή του θεωρήθηκε ότι αύξανε σε βαθμό ανεπίτρεπτο την παρουσία εξωκοινοβουλευτικών υπουργών στο υπουργικό συμβούλιο, στοιχείο που εκλαμβανόταν ως πρόθεση υποβάθμισης από τον πρωθυπουργό, των βουλευτών που στήριζαν την κυβέρνησή του. Ταυτόχρονα, όμως, η τοποθέτηση Χατζάκου στη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης, ξεσήκωσε εναντίον της κυβέρνησης και το «Κόμμα Φιλελευθέρων», το οποίο την ερμήνευσε ως επισφράγιση του χαρακτήρα της ως «κυβέρνησης αυλικών», καθώς ήταν γνωστοί οι δεσμοί του νέου υπουργού με το περιβάλλον της βασιλικής αυλής224. Ευρισκόμενη πια η κυβέρνηση Σκουλούδη στη δεινή θέση κάθε ενέργειά της να προκαλεί αντιδράσεις τόσο από το εσωτερικό της, όσο και από την πλευρά της αντιπολίτευσης, και αντιμετωπίζοντας τον ορατό πλέον κίνδυνο να βυθιστεί σε πλήρη πολιτική ανυπολυψία, που θα της στερούσε κάθε δυνατότητα διαχείρισης ακόμη και στοιχειωδών υποθέσεων της καθημερινής πραγματικότητας, επιχείρησε να βγει από το αδιέξοδο, μέσα από την ανάληψη πρωτοβουλιών για την επίλυση επειγόντων προβλημάτων διά της επιτάχυνσης του νομοθετικού της έργου. Έτσι, σε εκείνη ακριβώς τη φάση, προώθησε και ψήφισε μεταξύ των άλλων τους νόμους περί «προστασίας των ελαιών», περί «πατάξεως αισχροκερδίας», περί «εφοδιασμού της χώρας», και άλλα συναφή νομοθετήματα, τα οποία αντιμετώπιζαν φλέγοντα ζητήματα της περιόδου εκείνης, ανακουφίζοντας ευρύτατες λαϊκές τάξεις. Ανάμεσα σε αυτά, πρωτοποριακός ήταν ο νόμος που ψήφισε τότε η κυβέρνηση, και τέθηκε σε εφαρμογή στις 4 Ιουνίου 1916, για την καθιέρωση στα σχολεία της δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης, της λεγόμενης «πράσινης εορτής». Σύμφωνα με αυτόν, προβλεπόταν η φύτευση 1-3 δένδρων από κάθε μαθητή ηλικίας 11 ετών και πάνω, καθιερωνόταν η υποχρεωτική συμμετοχή όλων των σχολείων δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης, αρρένων και θηλέων, δημοσίων και ιδιωτικών, και προνοείτο η υλοποίηση του προγράμματος στο χρονικό διάστημα μεταξύ των μηνών Νοεμβρίου και Φεβρουαρίου κάθε έτους, ανάλογα με τις επικρατούσες σε κάθε τόπο κλιματολογικές συνθήκες. Ο νόμος αυτός, έφερε τη σφραγίδα του Δημητρίου Γούναρη ως υπουργού Εσωτερικών και Εθνικής Οικονομίας, ο οποίος είχε συνεργαστεί για τη θέσπισή του με τον αρμόδιο για τα θέματα εκπαίδευσης υπουργό Αντώνιο Μιχελιδάκη. Τα νομοθετήματα αυτά, έδωσαν μια μικρή πολιτική ανάσα στην ασφυκτιώσα κυβέρνηση, συνέβαλαν στη μερική βελτίωση της εικόνας της και τη βοήθησαν να αποκρούσει τις μετωπικές επιθέσεις της αντιπολίτευσης, που την κατηγορούσε για πλήρη έλλειψη πολιτικής και παντελή ανυπαρξία έργου. 224

Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 11, σελ. 39 - 40.

200


Στις σημαντικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης Σκουλούδη σε εκείνη τη φάση, εντάσσεται και η απρόσκοπτη διασφάλιση της προμήθειας από το κράτος αλεύρων και σίτου, που διανέμονταν στους καταναλωτές με επάρκεια και ομαλότητα, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό στις συνθήκες ιδιότυπου αποκλεισμού, που είχαν επιβληθεί στη χώρα από ορισμένες δυνάμεις της «Αντάντ». Την ευθύνη για την προμήθεια και τη διανομή των πολύτιμων για τους πολίτες αυτών αγαθών είχε η Επιτροπή Προμηθειών, της οποίας προήδρευε με την ιδιότητα του υπουργού Εσωτερικών ο Δημήτριος Γούναρης, χάρη στις εργώδεις προσπάθειες του οποίου απεφεύχθησαν φαινόμενα ελλείψεων και κερδοσκοπίας στην αγορά των αγαθών αυτών, όπως συνήθως συμβαίνει σε ανώμαλες περιόδους. Χάρη σε αυτές τις κινήσεις, και με την πολύτιμη συμβολή του Δημηρίου Γούναρη στους τομείς της αρμοδιότητάς του, η κυβέρνηση Σκουλούδη έδειχνε να ανακτά σταδιακά ένα μέρος της απωλεσθείσας εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης στη δυνατότητά της να αντιμετωπίζει ενεργά και να επιλύει αποτελεσματικά διάφορα φλέγοντα προβλήματα. Και παρά την αδυναμία της να πάρει αποφασιστικές πολιτικές πρωτοβουλίες στο κρίσιμο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, έμοιαζε να αποκαθιστά το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, που είχε κλονιστεί από μία σειρά αρνητικών περιστατικών. Ταυτόχρονα, με την προσπάθειά της αυτή, έδειχνε πως ήταν ικανή να θέσει σε λειτουργία το μηχανισμό του κράτους, ώστε να παράσχει έμπρακτα στους πολίτες τη στήριξη που χρειάζονταν, προκειμένου να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που υφίσταντο εξ αιτίας των περιοριστικών συνθηκών που είχαν επιβάλει στη χώρα οι ανώμαλες διεθνείς εξελίξεις, στοιχείο που τη βοηθούσε να αντικρούει με σχετική επιτυχία τα συνεχόμενα πυρά της αντιπολίτευσης του «Κόμματος Φιλελευθέρων».

Κεφάλαιο 5ο Στη Δίνη του Διχασμού - Η Εξορία 5.1 Μια κυβέρνηση σε αδυναμία να κυβερνήσει Η αίσθηση ότι η κυβέρνηση Σκουλούδη θα κατόρθωνε να πετύχει την πολιτική της ανάκαμψη, δεν κράτησε για πολύ. Η πρώτη ηχηρή διάψευση των προσδοκιών αυτών ήρθε στις 24 Απριλίου 1916, όταν πραγματοποιήθηκε επαναληπτική εκλογή στη Λέσβο για την αναπλήρωση μιας κενωθείσας βουλευτικής έδρας της νήσου. Στην εκλογή αυτή, ως υποψήφιος του «Κόμματος Φιλελευθέρων», κατήλθε αυτοπροσώπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος σημείωσε συντριπτική εκλογική νίκη σε βάρος του προσκείμενου στην κυβερνώσα παράταξη ανθυποψηφίου του225. Η υποψηφιότητά του αυτή είχε καθαρά συμβολικό χαρακτήρα μιας και εκλεγόμενος δεν επροτίθετο φυσικά να εμφανιστεί στην μονόπλευρη, «εχθρική» γι’ αυτόν, Βουλή, που είχε προκύψει μετά τις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915. Η πανηγυρική εκλογή του, όμως, απέδειξε την αποδυνάμωση της επιρροής της κυβερνητικής πλειοψηφίας στο λαό, ενισχύοντας τη φαρέτρα της αντιπολίτευσης που μιλούσε για κυβέρνηση μειοψηφίας. Πρέπει να επισημανθεί, βέβαια, ότι η νίκη αυτή σημειώθηκε σε μια εκλογική περιφέρεια όχι ιδιαίτερα φιλική προς τις κυβερνητικές δυνάμεις, η οποία άλλωστε ήταν από εκείνες που είχαν εμφανιστεί και τα μεγαλύτερα ποσοστά αποχής στις προηγούμενες εκλογές. 225

Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 170.

201


Η νίκη του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Λέσβο, αποτέλεσε ένα ισχυρό ψυχολογικό τονωτικό για τα στελέχη και τους οπαδούς του «Κόμματος Φιλελευθέρων» και αξιοποιήθηκε από την ηγεσία του ως μια πάρα πολύ καλή ευκαιρία για την ανάπτυξη διάφορων εξωκοινοβουλευτικών αντιπολιτευτικών δραστηριοτήτων. Έτσι, τον Απρίλιο του 1916, πραγματοποιήθηκαν δημόσιες διαλέξεις και μαχητικές πολιτικές συγκεντρώσεις του «Κόμματος Φιλελευθέρων», σε διάφορες περιοχές οι οποίες σημείωσαν εξαιρετική επιτυχία, παρά το γεγονός ότι δεν έτυχαν συνέχειας, καθώς σε μερικές από αυτές σημειώθηκαν επεισόδια με αντιφρονούντες πολίτες, οπότε η ηγετική ομάδα του κόμματος αποφάσισε να αναστείλει την περαιτέρω εξακολούθησή τους, προτού η κατάσταση να καταστεί ανεξέλεγκτη. Το δεύτερο και βαρύτερο, όμως, πλήγμα στην κυβέρνηση Σκουλούδη, ήρθε λίγες μόλις ημέρες αργότερα μέσα από την εξέλιξη των επιχειρήσεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που ήδη διεξάγονταν στη βαλκανική γειτονιά της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, στις 13 Μαΐου 1916, μεικτή γερμανο-βουλγαρική φάλαγγα, έκανε την εμφάνισή της στα στενά του Ρούπελ και ζήτησε από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, που βρίσκονταν στην περιοχή προς φύλαξη αυτού του ευαίσθητου σημείου της ελληνικής μεθορίου, να το εκκενώσουν. Ο Έλληνας διοικητής στρατηγός Μπαΐρας, αρνήθηκε τη γερμανο-βουλγαρική απαίτηση και απάντησε ότι ήταν αποφασισμένος να προβάλει αντίσταση. Τότε, ο Γερμανός επικεφαλής των γερμανοβουλγαρικών δυνάμεων γνωστοποίησε τελεσιγραφικά προς τον Έλληνα διοικητή, πως εάν η εκκένωση δεν γινόταν μέσα στην ίδια νύχτα, θα προχωρούσε στην κατάληψη του Ρούπελ δια της βίας. Ακριβώς σε αυτήν την κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων και ενώ ο στρατηγός Μπαΐρας ανέμενε τις οδηγίες της κυβέρνησης, διακόπηκαν οι τηλεγραφικές επικοινωνίες που συνέδεαν την περιοχή με την Θεσσαλονίκη, με την Καβάλα και την Αθήνα. Τελικά, βρέθηκε μια δευτερεύουσα τηλεγραφική γραμμή, με την οποία διαβιβάσθηκε στο στρατηγό Μπαΐρα η διαταγή για την εκκένωση των στενών του Ρούπελ, την οποία και εξετέλεσε226. Για την εξέλιξη αυτή, υπεύθυνη θεωρήθηκε η κυβέρνηση Σκουλούδη και βρέθηκε στο στόχαστρο των αντιδράσεων των χωρών της «Αντάντ», που είχαν ήδη προωθήσει πολυάριθμες στρατιωτικές δυνάμεις στην Θεσσαλονίκη. Η πτώση του Ρούπελ, προκάλεσε ευρείες αντιδράσεις και στο εσωτερικό της Ελλάδας, εξ αιτίας κυρίως της συμμετοχής των Βουλγάρων στις δυνάμεις που κατέλαβαν τα οχυρά. Το «Κόμμα Φιλελευθέρων» ήταν αυτό που πρωτοστάτησε στην πραγματοποίηση των εκδηλώσεων έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας. Ταυτόχρονα, επιφέροντας ένα ακόμη πλήγμα στο κύρος της κυβέρνησης Σκουλούδη, ο στρατηγός Σαράϊγ, επικεφαλής των δυνάμεων της «Αντάντ» που στρατοπέδευαν στην Θεσσαλονίκη, κήρυξε, χωρίς την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης, την 21η Μαΐου 1916, στρατιωτικό νόμο στην πόλη, αμφισβητώντας στην πράξη κάθε έννοια εθνικής κυριαρχίας. Μπροστά σε αυτή τη δραματική τροπή των πραγμάτων, που έβλαπτε ανεπανόρθωτα το διεθνές κύρος της χώρας, αλλά και κλόνιζε πλέον συθέμελα την ελληνική κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός Στέφανος Σκουλούδης εμφανιζόμενος κατά τη συνεδρίαση της 23ης Μαΐου 1916 στη Βουλή, επιχείρησε να δώσει εξηγήσεις για τα όσα είχαν συμβεί. Και αφού εξέθεσε την κυβερνητική άποψη για τα γεγονότα, στην προσπάθειά του να αιτιολογήσει τη στάση της κυβέρνησης, ανέφερε μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα: «Υπό τοιαύτας περιστάσεις ευρεθείσα η κυβέρνησις και βλέπουσα αφ’ ενός μεν την απόφασιν των εισβαλόντων να καταλάβωσι το οχυρόν, αφ’ ετέρου δε ότι η εξακολούθησις της ενόπλου αντιστάσεως, δυναμένη από στιγμής εις στιγμήν να μεταβληθή αφ’ εαυτής εις γενικήν σύρραξιν, θα ήγεν εις έξοδον από της πολιτικής της ουδετερότητος, την οποίαν δεν εννοεί να εγκαταλείψη, διέταξε διά του υπουργείου των Στρατιωτικών πρώτον μεν την παύσιν της αντιστάσεως, είτα δε, όπως δηλωθή εις τον Γερμανόν αρχηγόν ότι απέναντι γερμανικής εισβολής του γερμανικού στρατού εν τη στενωπώ του Δεμίρ-Ισάρ, εντός της 226

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 211 - 214.

202


οποίας ευρίσκετο το οχυρόν, είναι ηναγκασμένη η φρουρά του οχυρού να αποσυρθή τούτου, συναποκομίζουσα άπαν το εν τω οχυρώ υλικόν». Η συζήτηση που ακολούθησε, απέδειξε ότι η υπόθεση της κατάληψης των οχυρών του Ρούπελ δημιούργησε νέους κλυδωνισμούς στις τάξεις του κυβερνητικού συνασπισμού κομμάτων. Πολλοί βουλευτές έδειξαν να συμφωνούν με τις θέσεις του πρωθυπουργού και τη γραμμή της κυβέρνησης, αρκετοί άλλοι, όμως, έδειξαν με τις τοποθετήσεις τους ότι οι εξηγήσεις του δεν θεωρήθηκαν ούτε ικανοποιητικές, ούτε επαρκείς. Χαρακτηριστική υπήρξε επί του προκειμένου η ομιλία του Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος με τη γνώση και την εμπειρία περί των διπλωματικών θεμάτων που διέθετε, αφού ανέλυσε διεξοδικά τις μορφές της ουδετερότητας διακρίνοντάς τες σε δύο κατηγορίες, δηλαδή στην ουδετερότητα των κρατών που είχαν εκπληρώσει την εθνική τους αποστολή (όπως η Δανία, η Νορβηγία και η Ολλανδία) και στην ουδετερότητα αυτών που δεν την είχαν ακόμη ολοκληρώσει (όπως τα βαλκανικά κράτη), στη συνέχεια υπογράμμισε με έμφαση -αναφερόμενος στα γεγονότα του Ρούπελ- ότι ιδιαίτερα για τους Έλληνες ήταν απαράδεκτη η ανάμιξη των Βουλγάρων στην όλη επιχείρηση. Παράλληλα σημείωσε, ότι ήταν κατ’ εξοχήν επικίνδυνο να βρίσκονται στο Ρούπελ βουλγαρικά στρατεύματα, τονίζοντας ότι η Ελλάδα θα έπρεπε ακόμη να φτάσει και στο να επιτρέψει τη διεξαγωγή πολέμου μεταξύ των αντιμαχομένων δυνάμεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο έδαφός της, αρκεί να μην υπήρχαν μέσα σε αυτό βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις. Μετά τον Ίωνα Δραγούμη το λόγο έλαβε ο Νικόλαος Στράτος, ο οποίος κινούμενος σε διαφορετικό μήκος κύματος, επιχείρησε να υποβαθμίσει τη σημασία των γεγονότων του Ρούπελ, υπογραμμίζοντας ότι «το οχυρό αυτό δεν ήταν το Βερντέν της Ελλάδας», δεν αποτελούσε δηλαδή τόσο καίριας σημασίας στρατηγικό σημείο, του οποίου η απώλεια θα μπορούσε να εκληφθεί ως καταστροφική. Αντίθετα, επιχειρώντας να εξισορροπήσει τα πράγματα, ανέδειξε ως μείζονος σημασίας εξέλιξη την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου από το στρατηγό Σαράϊγ στη Μακεδονία, την οποία αξιολόγησε ως παραβίαση αναπαλλοτρίωτων ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αξιοσημείωτη υπήρξε επίσης και η αγόρευση του Νικολάου Δημητρακόπουλου, ο οποίος αναφέρθηκε λεπτομερώς στην πολιτική που είχε τηρήσει η Ελλάδα καθ’ όλη τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ασκώντας κριτική σε επιμέρους χειρισμούς και ενέργειες των αλληλοδιάδοχων κυβερνήσεων της χώρας εκείνη την περίοδο, εστιάζοντας ιδιαίτερα στην πολιτική της πρώτης κυβέρνησης του Δημητρίου Γούναρη επί του ζητήματος της συνθήκης της χώρας μας με την Σερβία. Στο σημείο αυτό, παρεμβαίνοντας, ο Δημήτριος Γούναρης δικαιολόγησε την πολιτική της κυβέρνησής του, λέγοντας μεταξύ των άλλων τα εξής: «Η υπ’ εμέ Κυβέρνησις δηλώσασα τήρησιν των Συμμαχικών υποχρεώσεων προς την Σερβίαν δεν καθώρισε τας περιστάσεις, υφ’ ας ήτο ενδεδειγμένη η τήρησις των Συμμαχικών υποχρεώσεων. Η συνθήκη ορίζει, ότι η ανάμιξις ενός των Συμμάχων εις πόλεμον υποχρεοί την ετέραν εις ευμενή ουδετερότητα. Και τον όρον τούτον εξεπλήρωσεν η Ελλάς. Η δήλωσις της τότε Κυβερνήσεως δεν παρείχε το πλέον του όρου της Συνθήκης. Και διεστράφησαν οι όροι και εκατηγορήθη η Ελλάς διά την παράβασιν των συμμαχικών υποχρεώσεων. Η τοιαύτη διαστροφή είναι εντελώς αστήρικτος και αδικαιολόγητος όθενδήποτε και αν προέρχεται». Εξίσου ενδιαφέρουσα, όμως, υπήρξε και η ρητορική αντιπαράθεση του Νικολάου Δημητρακόπουλου με τον Δημήτριο Γούναρη, στη συνέχεια της ομιλίας του, κατά τη διάρκεια της οποίας ο αρχηγός του «Κόμματος Προοδευτικών» χαρακτήρισε την κυβέρνηση ως «οργανισμό ασθενή και ανίκανο να αντιδράσει», σημειώνοντας, μάλιστα, ότι «ο εχθρός την υπερφαλάγγισεν, όχι διά της δυνάμεώς του, αλλά διά της ασθενείας των κυβερνήσεων». Ενώ καταλήγοντας διατύπωσε την πρόβλεψη για την ύπαρξη ακόμα μεγαλύτερων 203


επικείμενων κινδύνων για τη χώρα εάν δεν συνερχόταν η κυβέρνηση, για την οποία τόνισε χαρακτηριστικά: «Έχει ανάγκην φαρμάκων, πολιτικών φαρμάκων, τα οποία έχουσι πολιτικάς πικρίας. Πρέπει όμως να υποστή τας πικρίας αυτάς, εάν θελήση να ανταποκριθή εις τας απαιτήσεις και των περιστάσεων και της εθνικής αντιπροσωπείας»227. Εάν στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης η υπόθεση των οχυρών Ρούπελ προκάλεσε αντιθέσεις, η αντίδραση της αντιπολίτευσης υπήρξε θυελλώδης. Τρεις ημέρες μετά το γεγονός, στις 16 Μαΐου 1916, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θεωρώντας ότι το όλο περιστατικό είχε στην πραγματικότητα συμβεί με συμπαιγνία της ελληνικής κυβέρνησης και εκτιμώντας πως στο σημείο που είχαν πλέον φθάσει τα πράγματα, μόνο με μια δυναμική εκκαθάριση της κατάστασης θα μπορούσε να τεθεί τέλος στην επικίνδυνη κατ’ αυτόν πολιτική που ακολουθούσε η κυβέρνηση Σκουλούδη, κάλεσε σε συνάντηση τους πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας στην Αθήνα, και τους παρουσίασε το σχέδιο δράσης το οποίο είχε εκπονήσει. Σύμφωνα με αυτό, θα σχημάτιζε στη Θεσσαλονίκη Προσωρινή Κυβέρνηση, με επικράτεια τις νέες χώρες (Μακεδονία, Ήπειρο και νησιά του Αιγαίου), και στόχο τη συγκρότηση στρατού που θα πολεμήσει στο πλευρό των δυνάμεων της «Αντάντ». Για να αποφύγει το ενδεχόμενο η κίνησή του αυτή να οδηγήσει σε εμφύλιο πόλεμο, ο Βενιζέλος υπογράμμισε ότι το κίνημά του δεν θα είχε αντιδυναστικό χαρακτήρα, και ότι ταυτόχρονα θα καταβαλλόταν κάθε δυνατή προσπάθεια να μην επεκταθεί η εξέγερση στην «παλαιά» Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου βρισκόταν ο κύριος όγκος των πιστών στον βασιλέα στρατιωτικών δυνάμεων. Στην ίδια συνάντησή του με τους ξένους πρεσβευτές, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ξεκαθάρισε ότι θα προχωρούσε στην υλοποίηση του σχεδίου του, μόνον εφόσον εξασφάλιζε από πριν την πλήρη συγκατάθεση τόσο της Γαλλίας, όσο και της Βρετανίας. Έτσι, η άρνηση της βρετανικής κυβέρνησης να συγκατατεθεί στο σχέδιο αυτό, ματαίωσε την άμεση εφαρμογή του, παρά το γεγονός ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέμεινε ότι υπό τις κρατούσες στη χώρα συνθήκες ένα παρόμοιο εγχείρημα ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να γίνει, με δεδομένο μάλιστα ότι στις «νέες χώρες» εξακολουθούσε να τον υποστηρίζει δυναμικά η συντριπτική πλειονότητα του εκεί ελληνικού πληθυσμού228. Ενόσω οι διαπραγματεύσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου με τους αντιπροσώπους στην Ελλάδα των δύο κυριότερων δυνάμεων της «Αντάντ» βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη, στην πρωτεύουσα επικρατούσε κλίμα αναστάτωσης και καθημερινών ταραχών. Ομάδες οπαδών των δύο αντιμαχομένων παρατάξεων, συμπλέκονταν στους δρόμους, επεισόδια σημειώνονταν σχεδόν σε κάθε γειτονιά της πρωτεύουσας και φαινόμενα εκατέρωθεν βιαιοπραγιών βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Οι οχλοκρατικές επιθέσεις εναντίον των γραφείων εφημερίδων προσκείμενων στο «Κόμμα Φιλελευθέρων» στην Αθήνα και η μαχητική διαδήλωση οπαδών του βασιλέως μπροστά από την Βρετανική Πρεσβεία, προκάλεσε την αντίδραση των πρεσβευτών της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, οι οποίοι ζήτησαν επιτακτικά από τις κυβερνήσεις τους να προβούν στη λήψη μέτρων εναντίον της κυβέρνησης Σκουλούδη. Η απαίτηση αυτή των πρεσβευτών τους, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στους ηγετικούς κύκλους των κυβερνήσεων των χωρών των δυνάμεων της «Αντάντ» θεωρούσαν ως δεδομένο πως η χλιαρή αντίδραση της κυβέρνησης Σκουλούδη στην κατάληψη των οχυρών Ρούπελ, υπήρξε μεθοδευμένη και όχι απόρροια της αδυναμίας συνεννόησής της με τις εκεί ευρισκόμενες ελληνικές δυνάμεις, όπως η ίδια διατεινόταν, οδήγησαν τελικά στη λήψη Για τη συζήτηση στη Βουλή της 23 ης Μαΐου 1916 επί του ζητήματος της κατάληψης των οχυρών του Ρούπελ βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 11, σελ. 50 - 56. 228 Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 171. 227

204


μέτρων εναντίον της Ελλάδας. Στις 25 Μαΐου 1916, οι συμμαχικές δυνάμεις κήρυξαν μερικό θαλάσσιο αποκλεισμό της χώρας, απαιτώντας την αποστράτευση των πολιτών που είχαν κληθεί στα όπλα με την επιστράτευση του 1915 και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας. Ακολούθησε, στις 8 Ιουνίου 1916, η κοινή διακοίνωση των τριών δυνάμεων της «Αντάντ», που επιδόθηκε στον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄. Το πλήρες κείμενο της τελεσιγραφικής αυτής διακοίνωσης, έχει ως εξής: «Κατ’ εντολήν των Κυβερνήσεών των οι υπογεγραμμένοι πρέσβεις της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρεττανίας και της Ρωσίας, αντιπρόσωποι των εγγυητριών της Ελλάδος Δυνάμεων, έχουν την τιμήν να κάμουν προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν την ακόλουθον δήλωσιν, την οποίαν έλαβαν επίσης την εντολήν να φέρουν εις γνώσιν του Ελληνικού λαού: Ως ήδη διεκήρυξαν επισήμως και εγγράφως αι τρεις Εγγυήτριαι της Ελλάδος Δυνάμεις, δεν ζητούν παρ’ αυτής να εξέλθη της ουδετερότητος. Απόδειξιν τούτου πασιφανή δίδουσι ζητούσαι κατά πρώτον λόγον την ολοσχερή αποστράτευσιν του Ελληνικού στρατού, διά ν’ ασφαλίσουν εις τον Ελληνικόν λαόν την ησυχίαν και την ειρήνην. Αλλ’ έχουν πολλάς και ευλόγους αιτίας υπονοιών κατά της Ελληνικής Κυβερνήσεως, της οποίας η στάσις απέναντί των δεν είναι σύμφωνος προς τας επανειλημμένως αναληφθείσας υπ’ αυτής υποχρεώσεις, ουδέ καν προς τας αρχάς ειλικρινούς ουδετερότητος. Ούτως ηυνόησεν αύτη συχνότατα τας ενεργείας ξένων τινων, οίτινες ηργάσθησαν απροκαλύπτως όπως παραπλανήσουν την γνώμην του Ελληνικού Λαού, νοθεύσουν την εθνικήν του συνείδησιν και δημιουργήσουν επί του Ελληνικού εδάφους οργανώσεις εχθρικάς, αντιθέτους προς την ουδετερότητα της Χώρας και τεινούσας να θέσουν εις κίνδυνον την ασφάλειαν των στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων των Συμμάχων. Η είσοδος των Βουλγαρικών δυνάμεων εντός του Ελληνικού εδάφους, η κατάληψις του Ρούπελ και άλλων στρατηγικών σημείων τη βεβουλευμένη ανοχή της Ελληνικής Κυβερνήσεως αποτελούν διά τα συμμαχικά στρατεύματα νέαν απειλήν, ήτις επιβάλλει εις τας τρεις Δυνάμεις την υποχρέωσιν ν’ αξιώσουν εγγυήσεις και άμεσα μέτρα. Εξ άλλου το Ελληνικόν Σύνταγμα παρεγνωρίσθη, η ελευθέρα άσκησις της καθολικής ψηφοφορίας παρημποδίσθη, η Βουλή διελύθη, διά δευτέραν φοράν εις διάστημα βραχύτερον του έτους, παρά την σαφώς εκδηλωθείσαν θέλησιν του λαού, οι εκλογείς εκλήθησαν εις τας κάλπας εν πλήρει επιστρατεύσει, ούτως ώστε η παρούσα Βουλή δεν αντιπροσωπεύει παρ’ ασθενές μόνον μέρος του συνόλου των εκλογέων, ολόκληρος η Χώρα υπεβλήθη υπό καθεστώς αστυνομικής καταπιέσεως και τυραννίας και ωδηγήθη εις την καταστροφήν, παροραθεισών των δικαίων παρατηρήσεων των Δυνάμεων, αίτινες έχουν όχι μόνον το δικαίωμα, αλλά και το επιτακτικόν καθήκον να διαμαρτυρηθούν κατά τοιούτων παραβιάσεων των ελευθεριών, των οποίων υπέχουν την φύλαξιν απέναντι του Ελληνικού Λαού. Η εχθρική στάσις της Ελληνικής Κυβερνήσεως προς τας Δυνάμεις, αίτινες ηλευθέρωσαν την Ελλάδα εκ του ξενικού ζυγού και ηξασφάλισαν την ανεξαρτησίαν της, η κατάφωρος συνεργία της παρούσης Κυβερνήσεως μετά των εχθρών των, είναι δι’ αυτάς λόγοι ακόμη ισχυρότεροι, όπως ενεργήσουν μετ’ ευσταθείας στηριζόμεναι εις τα δικαιώματα, τα οποία απορρέουν δι’ αυτάς εκ των συνθηκών και τα οποία εκυρώθησαν προς προστασίαν του Ελληνικού Λαού, οσάκις ούτος ηπειλήθη εν τη ασκήσει των δικαιωμάτων του και εν τη απολαύσει των ελευθεριών του. Κατά συνέπειαν αι Εγγυήτριαι της Ελλάδος Δυνάμεις βλέπουσιν εαυτάς ηναγκασμένας ν’ απαιτήσουν, όπως εφαρμοσθούν αμέσως τ’ ακόλουθα: 1ον) Πραγματική και ολοσχερής αποστράτευσις του Ελληνικού στρατού, όστις πρέπει εντός βραχυτάτου χρονικού διαστήματος να επανέλθη εις την κατάστασιν του καιρού της ειρήνης. 205


2ον) Άμεσος αντικατάστασις της παρούσης Κυβερνήσεως διά Κυβερνήσεως υπηρεσιακής, άνευ πολιτικής χροιάς, παρεχούσης όλας τας αναγκαίας εγγυήσεις διά την μετ’ ευθύτητος εφαρμογήν της ευμενούς ουδετερότητος, την οποίαν η Ελλάς υπεσχέθη να τηρήση προς τας Συμμαχικάς Δυνάμεις, ως και διά την ειλικρίνειαν της εκ νέου εξακριβώσεως της εθνικής θελήσεως. 3ον) Άμεσος διάλυσις της Βουλής, συνοδευομένη υπό διεξαγωγής νέων εκλογών εντός των συνταγματικών προθεσμιών και αφού διά της γενικής αποστρατεύσεως ο σύλλογος των εκλογέων επανέλθη εις τους κανονικούς του όρους. 4ον) Αντικατάστασις εκ συμφώνου μετά των Δυνάμεων, αστυνομικών τινων λειτουργών, των οποίων η στάσις, εμπνεομένη από ξένας οδηγίας διηυκόλυνε τας επιθέσεις τας διαπραχθείσας κατά φιλησύχων πολιτών και τας ύβρεις τας γενομένας κατά των Πρεσβειών των Συμμάχων και των υπηκόων αυτών. Εμπνεόμεναι πάντοτε εκ πνεύματος ευμενεστάτου και φιλικωτάτου προς την Ελλάδα, αλλ’ αποφασισμέναι εν ταυτώ να επιτύχουν ασυζητητί και αμελλητί την εφαρμογήν των απαραιτήτων τούτων μέτρων, αι Εγγυήτριαι Δυνάμεις δεν δύνανται παρά να επαφήσουν εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν ολόκληρον την ευθύνην των γεγονότων, τα οποία θα επακολουθήσουν, εάν αι δίκαιαι αυταί αξιώσεις δεν εγίνοντο αμέσως αποδεκταί. Εν Αθήναις τη 8η Ιουνίου 1916. ΓΚΥΓΕΜΕΝ, ΕΛΛΙΟΤ, ΝΤΕΜΙΝΤΩΦ»229 Ο κατηγορηματικός τόνος της διακοίνωσης, που επέδωσαν οι πρέσβεις της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ρωσίας προς τον ανώτατο άρχοντα της χώρας, ούτε άφηνε περιθώρια ελιγμών, ούτε επιδεχόταν παρερμηνειών. Οι απαιτήσεις ήταν ξεκάθαρες και η αξίωση για την άμεση αποπομπή της κυβέρνησης Σκουλούδη, επιτακτική. Πράγματι, η κυβέρνηση Σκουλούδη υπέβαλε αυθημερόν την παραίτησή της, ενώ την ίδια ημέρα διέκοψε τις εργασίες της και η Βουλή. Ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄, ανέθεσε στον πρώην πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη, τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Την επομένη, στις 9 Ιουνίου 1916, συγκροτήθηκε η νέα υπηρεσιακή κυβέρνηση, απαρτιζόμενη από εξωκοινοβουλευτικές προσωπικότητες, η οποία αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, έδωσε στη δημοσιότητα την παρακάτω ανακοίνωση: «Ο κ. Ζαΐμης, ο νέος Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου, ανεκοίνωσεν εις τους πρέσβεις της Αντάντ, ότι η Ελληνική Κυβέρνησις δέχεται άνευ τινός περιορισμού πάσας τας απαιτήσεις τας διατυπωθείσας εις την διακοίνωσιν την επιδοθείσαν σήμερον την πρωΐαν εις τον κ. Σκουλούδην. Κατά συνέπειαν εδόθησαν πάραυτα αντίθετοι διαταγαί εις τον στόλον, όστις παρέπλεε το Φάληρον»230. Πρόθεση της κυβέρνησης Ζαΐμη ήταν να προβεί στην άμεση αποστράτευση των επιστρατευθέντων το 1915 πολιτών και να προχωρήσει στη διενέργεια νέων εκλογών για την εκκαθάριση του πολιτικού τοπίου, η διενέργεια των οποίων ετοποθετείτο κατ’ αρχήν για τις 4 Σεπτεμβρίου 1916. Μία από τις πρώτες ενέργειες της νέας κυβέρνησης, υπήρξε η αντικατάσταση των αστυνομικών λειτουργών, που είχαν κατηγορηθεί από το «Κόμμα Φιλελευθέρων» για τη στάση τους απέναντι στους οπαδούς του, κατά τη διάρκεια των επεισοδίων των προηγουμένων ημερών στην πρωτεύουσα, ενώ παράλληλα δρομολογήθηκαν και οι απαραίτητες διαδικασίες για την πραγματοποίηση της αποστράτευσης, η οποία ολοκληρώθηκε με ταχύτατους ρυθμούς σε σύντομο χρονικό διάστημα. 5.2 Η χώρα σε κλοιό πιέσεων

229 230

Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ., σελ. 189 - 192. Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ., σελ. 192.

206


Οι καταιγιστικές αυτές εξελίξεις, αιφνιδίασαν την κοινή γνώμη και προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις ανάμεσα στα δύο αντιπαρατιθέμενα στρατόπεδα, των «βασιλικών» και των «βενιζελικών». Για τους προσκείμενους στον βασιλέα πολίτες, η διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων αποτέλεσε μια ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της χώρας, με εξόφθαλμη επιδίωξη να ευνοηθεί σκανδαλωδώς το «Κόμμα Φιλελευθέρων» και να προκληθεί η επιστροφή του Ελευθερίου Βενιζέλου στην ηγεσία της χώρας. Για τους «βενιζελικούς», αντίθετα, οι εξελίξεις υπήρξαν η αναπόδραστη συνέπεια της στάσης του βασιλέως και της κυβέρνησης Σκουλούδη, να επιβάλουν με αυταρχικές μεθόδους την ανομολόγητη φιλογερμανική πολιτική τους και να φιμώσουν με την προσφυγή σε αυθαίρετες διώξεις κάθε διαφωνούντα προς αυτή. Σε αυτό το φόντο των αλληλοδιασταυρούμενων λεκτικών πυρών και των εκατέρωθεν καταγγελιών, η δημοσίευση στην αγγλική εφημερίδα Daily Mail της 11ης Ιουνίου 1916 ενός τηλεγραφήματος, που απέστειλε ο Ελευθέριος Βενιζέλος προς τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Αριστίντ Μπριάν, διά του οποίου του εξέφραζε την ευαρέσκειά του για την παρέμβαση των δυνάμεων της «Αντάντ» στις ελληνικές εξελίξεις, λειτούργησε ως πυροκροτητής ενός νέου γύρου αντιπαραθέσεων ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Το τηλεγράφημα αυτό, ανέφερε: «Η νότα έφερε μίαν λύσιν εις μίαν αδιέξοδον κατάστασιν. Η δικαία αυστηρότης του ύφους της, η ειλικρίνεια των επιχειρημάτων της, η απόλυτος διάκρισις την οποίαν κάμνει μεταξύ του Ελληνικού λαού και των πρώην Κυβερνητών του, της δίδουσι περισσότερον από κάθε τι άλλο, ένα χαρακτήρα πατρικής μερίμνης διά τον Ελληνικόν λαόν. Αι προστάτιδες δυνάμεις ενήργησαν ως γονείς εν τη πληρότητι των Δικαιωμάτων των»231. Ταυτιζόμενος ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τις απόψεις των Μεγάλων Δυνάμεων, εμφανιζόταν σαν να «ευλογεί» την ανάμιξή τους στα εσωτερικά πράγματα της χώρας, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στην άλλη πλευρά να τον κατηγορήσει, βασιζόμενη πια σε μια πιο επίσημη τοποθέτησή του και όχι σε απλές εικασίες, ότι ήταν ο υποκινητής όλων αυτών των προσβλητικών για το γόητρο της χώρας ξένων επεμβάσεων, που άλλωστε είχαν προκαλέσει την έντονη δυσφορία όχι μόνο της φιλοβασιλικής μερίδας πολιτών αλλά και μεγάλου μέρους της ευρύτερης κοινής γνώμης. Απαντώντας στις κατηγορίες των αντιπάλων του, ο Βενιζέλος, μιλώντας σε διαδήλωση οπαδών του, επανέλαβε την καταγγελία του ότι η συμπεριφορά τους οφειλόταν στο ότι κινούνταν από εχθρικό πνεύμα προς τις δυνάμεις της «Αντάντ». Ανταπαντώντας σε αυτές τις καταφορές του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Δημήτριος Γούναρης, προέβη στην ακόλουθη δήλωση: «Ποίαν εντύπωσιν δύναται να προξενήσουν λόγοι Έλληνος πολιτικού, οι οποίοι βεβαίως δεν ελέχθησαν προς τον σκοπόν να ευχεράνουν την θέσιν της Ελλάδος εν τη παρούση κρίσει; Ο κ. Βενιζέλος φιλοδοξών να έχη αυτός ως μονοπώλιον την προς τας Δυνάμεις της Συνεννοήσεως φιλίαν, αρέσκεται να τοποθετή τους πολιτικούς του αντιπάλους εις το αντίθετον εκ των εμπολέμων συνδυασμών, εις τας Κεντρικάς Αυτοκρατορίας, επί τω σκοπώ, όπως καταστήση αδύνατον πάσαν συνεννόησιν των Δυνάμεων της Αντάντ προς τους μόνους εν Ελλάδι πολιτικούς παράγοντας, οίτινες αντιπροσωπεύουν το φρόνημα του Ελληνικού Έθνους. Η πολιτική, την οποίαν ημείς ηκολουθήσαμεν ουδέποτε υπήρξεν αντίθετος, ως συκοφαντικώς κατεβλήθησαν προσπάθειαι να παρασταθή, προς την Αντάντ, αλλ’ ευμενώς ουδετέρα προς αυτήν. Ουδέποτε δ’ επαύσαμεν να θεωρούμεν δυνατήν την συνεννόησιν μεταξύ της Ελλάδος και των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως, ουδ’ εις τας στιγμάς των μεγαλυτέρων απογοητεύσεων»232. Μέσα σε αυτό το πυρακτωμένο κλίμα πολιτικών εντάσεων και προσωπικών αντιπαραθέσεων, οι δυο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις ξεκίνησαν άμεσα την προεκλογική 231 232

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ., σελ. 228. Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 216.

207


τους προπαρασκευή εν’ όψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών. Πρώτος, άρχισε την προεκλογική δραστηριότητα ο Δημήτριος Γούναρης, με την ομιλία του σε μια μεγάλη και ενθουσιώδη λαϊκή συγκέντρωση, που πραγματοποιήθηκε στην Πάτρα, στις 21 Ιουλίου 1916, στο πλαίσιο της οποίας εξέθεσε επί μακρόν την πολιτική του κόμματός του, υπεραμυνόμενος των επιλογών των κυβερνήσεων, των οποίων ήταν επικεφαλής ή μέλος, στο επίδικο ζήτημα της στάσης τους απέναντι στους εμπολέμους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην ομιλία του αυτή ο Δημήτριος Γούναρης, μεταξύ των άλλων ανέφερε και τα εξής: «... Γνωρίζετε τας περιστάσεις, υφ’ ας εκλήθην να ηγηθώ της κυβερνήσεως της χώρας κατά Φεβρουάριον παρελθόντος έτους. Η τότε κυβέρνησις με όλην την δηλωθείσαν από της ενάρξεως του αγώνος επιθυμίαν αυτής να συμπράξη με την ετέραν των εμπολέμων ομάδων, είχεν εν τούτοις παραμείνει έξω του αγώνος, εν τω οποίω ουδέν Ελληνικόν συμφέρον ετίθετο επί τάπητος. Όταν κατά Φεβρουάριον απεφασίσθη εκστρατεία κατά των Δαρδανελλίων, ενόμισεν επιβεβλημένον να προσφέρη την σύμπραξιν της Ελλάδος. Παραπεισθείσα εκ της πλάνης, ότι η επιχείρησις επρόκειτο να στεφθή υπό επιτυχίας εντός εικοσιτετραώρου, έσπευδε να προσφέρη την συμμετοχήν της Ελλάδος χωρίς να εξετάση τίποτε, ούτε ποίος ο τελικός σκοπός, ον θα επραγματοποίει επιτυγχάνουσα η εκστρατεία αύτη, ούτε κατά πόσον η πραγματοποίησις τοιούτου σκοπού συνεβιβάζετο με τα εθνικά ημών συμφέροντα, ούτε αν θα εγίνετο καν δεκτή η προσφορά προκειμένης τόσον ευκόλου επιχειρήσεως, καθ’ ην επερίττευεν εντελώς. Τόση δε ήτο η τα πάντα παρατρέχουσα και τα πάντα παραβλέπουσα σπουδή, ώστε ίνα πείση τους εδώ παράγοντας, τους δικαίως ενδοιάζοντας και τονίζοντας τους κινδύνους, τους εκ της αλλαχού απασχολήσεως του ελληνικού στρατού, δεν εδυσκολεύετο να διατυπώση την πρότασιν και υπό όρους αφαιρούντας από αυτήν πάσαν σοβαρότητα. Περιώριζε την συνδρομήν της Ελλάδος εις μίαν μεραρχίαν, και μάλιστα τότε προχείρως συγκροτηθησομένην. Εν τη δημιουργηθείση δε ούτω πλήρει συγχύσει, η τότε κυβέρνησις παρείδεν, όπως όλα, και την εκ του Πολιτεύματος υποχρέωσιν να καλύψη το Στέμμα και να μην επιρρίψη εις τον ανεύθυνον παράγοντα την απέναντι των Δυνάμεων ευθύνην πολιτικής τυχόν δυσαρέστου αυταίς. Και έσπευσε να υποβάλλη την πρότασιν περί συμμετοχής της Ελλάδος προς της υπό του Ανευθύνου Παράγοντος εγκρίσεως αυτής και υπό τον όρον της εγκρίσεως ταύτης. Εν τη επικρατησάση δε παραζάλη ωμίλει περί κολοσσιαίων ανταλλαγμάτων, τα οποία επί του χάρτου εχάρασσεν ως προλεχθέντα εις την Ελλάδα, εν ω διά την επιχείρησιν ταύτην ούτε πρόσκλησιν είχε λάβει, ούτε προσφορά οιουδήποτε ανταλλάγματος είχε γίνει. Αποδοκιμασθείσης της πολιτικής ταύτης παρητήθη η τότε κυβέρνησις και εκλήθην εγώ ίνα ηγηθώ της νέας κυβερνήσεως. Η κρίσις εις ην προήλθον περί της καταστάσεως αποδεχθείς τον σχηματισμόν της νέας Κυβερνήσεως εδικαιώθη πληρέστατα υπό των πραγμάτων. Όλα τα επί της πολιτικής της προκατόχου κυβερνήσεως στηριζόμενα ονειροπολήματα απεδείχθησαν έωλα δημιουργήματα νοσηράς φαντασίας. Όλα μέχρις ενός. Η εντός εικοσιτετραώρου επιτυχία της επιχειρήσεως κατεδείχθη αδυναμία επιτυχίας αυτής εν οιαδήποτε προθεσμία. Η μία μεραρχία παρέμεινεν ως αστειότης αφού συνετρίβησαν δεκάδες μεραρχιών αναγκασθείσαι να εγκαταλείπωσι τον αγώνα κατόπιν λαμπρών ηρωϊσμών, δι’ ων εκλέϊσαν τους στρατούς εις ους ανήκον, εβεβαίωσαν όμως του εγχειρήματος το ανεπίτευκτον. Η προσφορά της Ελληνικής συμπράξεως, ως διετυπώθη, ήκιστα ενθαρρυντικής έτυχεν υποδοχής. Αφ’ ενός μεν εξηρτήθη εκ της εναρμονίσεως ή της υποταγής των Ελληνικών συμφερόντων προς τα συμφέροντα της Μεγάλης εκείνης Δυνάμεως, των οποίων την ικανοποίησιν απεσκόπει ο τελικός σκοπός της εκστρατείας. Αφ’ ετέρου δε παρητηρήθη, ότι απαράδεκτοι ήσαν οι εν τη προτάσει τιθέμενοι περιορισμοί και όσον αφορά τας εισενεκτέας υπό της Ελλάδος δυνάμεις - την μίαν μεραρχίαν - και όσον αφορά τον καθ’ ου θα συνέπραττεν η Ελλάς εχθρόν της Συνεννοήσεως. 208


Διά να μη μείνει δε τίποτε εξ όσων ερρίπτοντο τότε εις το μέσον, ίνα παρασύρεται ο Ελληνικός λαός εκτός των ορίων της πραγματικότητος απεκαλύφθη, ότι και ο περίφημος χάρτης των εις την Ελλάδα προσενεχθεισών παραχωρήσεων εν Μ. Ασία ήτο προϊόν εξάλλου φαντασίας, ουδέν κοινόν εχούσης με την πραγματικότητα. Διά την σύμπραξιν της Ελλάδος εις την επιχείρησιν των Δαρδανελλίων ουδεμία, απολύτως ουδεμία, παρ’ ουδενός υπόσχεσις ανταλλάγματος οιουδήποτε είχε γίνει. Υπόδειξις παρά μιας Δυνάμεως είχε γίνει κατά τον Ιανουάριον, ότι η Ελλάς ηδύνατο να αποβλέψη εις λίαν σοβαράς παραχωρήσεις επί της ακτής της Μ. Ασίας. Αλλ’ η υπόδειξις αύτη καθώριζε τας παραχωρήσεις ταύτας, ως αντάλλαγμα ουχί της εκστρατείας κατά των Δαρδανελλίων περί ης τότε δεν εγίνετο λόγος, αλλά της παροχής βοηθείας εκ μέρους της Ελλάδος εις την Σερβίαν, καθ’ ης εμελετάτο τότε Αυστριακή επίθεσις. Και την πρότασιν ταύτην περί βοηθείας της Σερβίας απέρριψεν η κυβέρνησις του Ιανουαρίου χαρακτηρίσασα το προτεινόμενον ως αυτοκτονίαν, ένεκα του κινδύνου Βουλγαρικής επιθέσεως. Διά την σύμπραξιν εις την εκστρατείαν των Δαρδανελλίων, επαναλαμβάνω ουδεμία παρ’ ουδενός είχε γίνει προσφορά ανταλλάγματος. Αλλ’ ούτε και κατά Ιανουάριον τα υποδειχθέντα ανταλλάγματα διά την παροχήν βοηθείας εις την Σερβίαν είχον ποτέ εν τη διανοία των υποδειξάντων αυτά την έκτασιν, την οποίαν η νοσούσα φαντασία των προσπαθούντων να παρασύρωσι τον Ελληνικόν λαόν έδωκεν εις αυτά. Κατά τα τέλη Μαρτίου εγένετο προς εμέ προσφορά ανταλλαγμάτων εδαφικών εν Μικρά Ασία αν η Ελλάς εδέχετο να συμμετάσχη εις τον κατά της Τουρκίας πόλεμον εν Δαρδανελλίοις. Τα ανταλλάγματα ταύτα, περί ως μοι εδηλώθη, ότι ήσαν ακριβώς τα ίδια, τα οποία υπεδείχθησαν, ως δυνάμενα να επιτευχθώσι διά της παροχής βοηθείας εις την Σερβίαν, διετυπώθησαν εν τη προς εμέ προτάσει ως παραχωρήσεις εδαφικαί εν τω Βιλαετίω του Αϊδινίου, παραχωρήσεις περιλαμβάνουσαι την Σμύρνην και ουσιώδη μερίδα του Χίδερλανδ αυτής. Παραβάλετε τώρα την Σμύρνην και ουσιώδη μερίδα (όχι ολόκληρον) του Χίδερλανδ αυτής, αποτελούντα εν όλω μικρόν μέρος του Βιλαετίου του Αϊδινίου, προς τον περίφημον χάρτην, ο οποίος περιελάμβανε σχεδόν ολόκληρα τα δύο Βιλαέτια, του Αϊδινίου και της Προύσσης και μέρος του Βιλαετίου του Ικονίου και κρίνετε περί της αξιοθαυμάστου αυταπάτης ή περί της αξιοθρηνήτου κακοπιστίας των καλούντων τον Ελληνικόν λαόν να θρηνήση, ότι χάρις εις την μικρόνοιαν και την αφιλοπατρίαν ημών των νάνων έχασεν η Ελλάς όλας τας χώρας, εν ταις οποίαις ο Ελληνισμός διεξήγαγε τους ευγενεστέρους αγώνας και τας οποίας η υψιπετής μεγαλοφυΐα και η παλλομένη φιλοπατρία του μεγάλου προκατόχου μας είχεν εξασφαλίση εις την Ελλάδα. Αλλ’ ήτο πεπρωμένον τίποτε, απολύτως τίποτε από τα τερατολογήματα τα κατακλύζοντα τον τόπον τότε να μη μείνη όρθιον. Δεν κατεδείχθη φανταστική μόνον η προσφορά και η έκτασις των παραχωρήσεων, επέπρωτο να καταδειχθή φανταστική και η απόσπασις των χωρών τούτων από την κατέχουσαν αυτάς Δύναμιν. Και το φανταστικόν της αποσπάσεως επιστοποιήθη υπό των πραγμάτων κατά τρόπον θετικόν, ώστε ούτε οι ίδιοι τότε θρηνωδοί τολμώσι να είπωσιν, ότι δύναται να γίνη πλέον λόγος περί τοιούτων ανταλλαγμάτων. Αυταί ήσαν αι προτάσεις, υφ’ ας παρελάβομεν την κυβέρνησιν. Η πολιτική ημών υπήρξεν οποία είναι αναγκαίως πάσα Ελληνική πολιτική. Συντήρησις των εθνικών δυνάμεων, ίνα χρησιμοποιηθώσιν αποκλειστικώς προς άμυναν της χώρας και η επιδίωξις των εθνικών ιδεωδών. Μόνον διά τον έναν ή τον έτερον των λόγων τούτων δύναται ν’ αποδυθή εις πόλεμον η Ελλάς. Ο πρώτος, λόγος αυτοσυντηρήσεως του Κράτους, είναι υποχρέωσις του Κράτους προς εαυτό. Ο δεύτερος λόγος αυτοσυντηρήσεως και συντηρήσεως και αναπτύξεως της φυλής, είναι υποχρέωσις προς την φυλήν, χάριν της οποίας υπάρχει το Κράτος. Επιτακτικόν καθήκον παντός καλουμένου να διαχειρισθή τας δυνάμεις τας εθνικάς είναι να μην εκτρέψη ταύτας των ανωτέρω σκοπόν. Αι εθνικαί δυνάμεις υπάρχουσι δι’ αυτούς και μόνους. Διά τους σκοπούς τούτους επιβάλλει την 209


χρησιμοποίησιν αυτών και η υπερτάτη ιστορική ανάγκη, εις την οποίαν οφείλει την γένεσιν, την συντήρησιν και την ανάπτυξιν η φυλή η Ελληνική, εν τη μακραίωνι ιστορική αυτής σταδιοδρομία. Η Ελληνική φυλή δεν είναι τυχαίον δημιούργημα περιστάσεων ασχέτων προς την καθόλου πορείαν της ανθρωπότητος. Όσον και αν είναι μικρά επετέλεσε και έχει να επιτελέση προορισμόν, του οποίου έχει πλήρη την συναίσθησιν. Πρώτη και ίσως μόνη η Ελληνική φυλή παραλαβούσα μετά ιδιαζούσης απορροφητικότητος στοιχεία ετερογενών πολιτισμών, προς ους έθετεν αυτήν εις επαφήν η γεωγραφική αυτής θέσις, κατώρθωσε να αφομοιώση αυτά εις ίδιον πολιτισμόν, εις τον οποίον την οριστικήν μορφήν έδωκεν η ιδιοφυΐα αυτής. Χάρις εις την ιδιαιτέραν σφραγίδα, την οποία αυτή επ’ αυτού απετύπωσεν, ο πολιτισμός ούτος υψώθη εις τον κατ’ εξοχήν πολιτισμόν, τον αιρόμενον υπέρ πάντα τόπον και πάντα χρόνον. Εκ της συνειδήσεως δε της βαθείας και τεταγμένης αυτής αποστολής, η Ελληνική φυλή αντλεί αξιοθαύμαστον ζωτικότητα, οποίαν ουδεμία άλλη φυλή ίσως παρουσιάζει. Υποστάσα από χιλιετηρίδων ποικίλας επιδρομάς, τιθεμένας εις κίνδυνον το έργον ή την ύπαρξιν αυτής, αντεπεξήλθε πάντοτε νικηφόρως. Υπήρξαν βεβαίως εν τη ιστορική αυτής σταδιοδρομία, ήτις μετράται με περισσότερας χιλιετηρίδας από όσας εκατονταετηρίδας διήνυσαν εν ιστορική υπάρξει οι πλείστοι των οικούντων την Ευρώπην λαών, και περίοδοι συντριβής, και περίοδοι καταπτώσεως, αλλ’ ακριβώς κατ’ αυτάς εξεδηλώθη αξιοθαύμαστος η ζωτικότης αυτής. Υπό την τέφραν την καλύπτουσαν με το ζοφερόν αυτής χρώμα το δυστυχές ενεστώς, υπέτρεφεν ακοίμητον την φλόγα της ζωής η εν πάση Ελληνική ψυχή ερριζωμένη συνείδησις της αποστολής της φυλής, αποστολής αιωνίας, προικιζούσης την κατά ταύτην τεταγμένην φυλήν με ζωήν Ελληνικήν και δεν έλλειψε ποτέ η φλοξ αυτή να αποκαταστήση εις την ιστορικήν αυτής δράσιν την φυλήν την Ελληνικήν, η οποία ελαυνομένη υπό της θείας ταύτης δυνάμεως, οδεύει εις τον ιστορικόν αυτής δρόμον. Και ίνα τούτον διανύση έχει ανάγκην πασών αυτής των δυνάμεων. Ουδείς έχει το δικαίωμα να αξιώση παρ’ αυτής να εξαντλήση τας δυνάμεις ταύτας δι’ αλλοτρίους σκοπούς. Έχουσι τόσην ευρύτητα οι εις αυτήν τεταγμένοι σκοποί, ώστε θα απετέλει ιστορικόν έγκλημα η διασπάσθισις των εθνικών της Ελλάδος δυνάμεων επί αλλότρια τέλη. Αλλά και αφ’ ετέρου καθήκον επιτακτικόν επιβάλλει την μετά θάρρους και αποφασιστικότητος χρησιμοποίησιν των δυνάμεων τούτων υπέρ των σκοπών δι’ ους υπάρχει και το Κράτος και η Φυλή. Επί των αντιλήψεων τούτων εστηρίχθη η πολιτική ημών, όταν είχομεν την κυβέρνησιν. Δεν ηννοήσαμεν να συνεισφέρωμεν τας δυνάμεις τας Ελληνικάς επί αλλοτρίους σκοπούς. Προς τας διαμαχομένας ομάδας η Ελλάς διάκειται μετά συμπαθείας. Περιλαμβάνουσιν αύται τους μεγαλυτέρους παράγοντας του συγχρόνου πολιτισμού. Εκατέρα τούτων έχει αναφαίρετον εσαεί το δικαίωμα επί της ευγνωμοσύνης πάντων διά την μεγάλην συμβολήν την οποίαν εισέφεραν εις την ανθρωπίνην πρόοδον. Είναι εξόχως οδυνηρός διά πάντας ο φρικαλέος αλληλοσπαραγμός, ο ανακόπτων την εξέλιξιν της προόδου του ανθρωπίνου γένους, εν τη οποία πρωτοστατούσιν οι διαμαχόμενοι λαοί. Προς την μίαν των ομάδων τούτων και ιδιαίτεροι λόγοι συμπαθείας συνδέουσι την Ελλάδα. Εν αυτή είχε ταχθή λαός μικρός και γείτων, μετά του οποίου άρτι και εν κοινώ αγώνι αντεπεξήλθομεν εναντίον αδικίας κοινής αμφοτέρους ζητούσης να πλήξη. Με τον λαόν τούτον είχομεν και δεσμούς ιδιαιτέρους σκοπούντας την απόκρουσιν των αυτών κινδύνων και επί το μέλλον. Εν τη αυτή ομάδι επρωτοστάτουν αι μεγάλαι εκείναι Δυνάμεις, αι οποίαι ηγούμεναι της καθόλου πολιτικής κινήσεως, όταν μετά μακραίωνα δουλείαν ο Ελληνισμός ηγωνίσθη τον ένδοξον αγώνα προς ανάκτησιν της ελευθερίας, εκύρωσαν τα αποτελέσματα του αγώνος αυτού, αναγνωρίσασαι μεν το δίκαιον αυτού, παρασχούσαι δε και την συνδρομήν αυτών, ίνα τερματισθή διά της ιδρύσεως του μικρού Ελληνικού Βασιλείου μετά μακρά έτη ηρωϊκών 210


κατορθωμάτων, αποδειξάντων, ότι δεν ήτο φράσις κενή το σύνθημα "Ελευθερία ή Θάνατος". Ιδού οι λόγοι, δι’ οίους η πολιτική ημών υπήρξε πολιτική ουδετερότητος. Αλλ’ ουδετερότητος ευμενούς προς την ομάδα εκείνην, μεθ’ ης εμάχετο η σύμμαχος ημών, εν η ευρίσκοντο αι Δυνάμεις προς ας δεσμοί ευγνωμοσύνης εκ του παρελθόντος συνέδεον ημάς. Αλλ’ αν υπελαμβάνομεν καθήκον ημών να αποφύγωμεν την διασπάθισιν των Ελληνικών δυνάμεων επί αλλότρια τέλη, καθήκον ημών εξ ίσου επιτακτικόν είναι να ηγούμεθα και να χρησιμοποιήσωμεν αυτάς μετά θάρρους και αποφασιστικότητος διά τους εθνικούς ημών σκοπούς. Και διά τούτο, όταν εκλήθημεν να συμμετάσχωμεν εις επιχείρησιν θέτουσαν επί του τάπητος τα εθνικά ημών συμφέροντα, ουδαμώς εδυσκολεύθημεν να προσφέρωμεν την σύμπραξιν της Ελλάδος. Η προσφορά ημών γενομένη υπό όρους ασφαλίζοντας την επιτυχίαν της σκοπουμένης επιχειρήσεως και την διατήρησιν των κεκτημένων, δεν εγένετο δεκτή. Τα επακολουθήσαντα γεγονότα κατέδειξαν αριδήλως, ότι ουδέτερος των όρων τούτων επερίττευεν. Η επιχείρησις συνεχισθείσα ουχί κατά τον υφ’ ημών υποδειχθέντα τρόπον εναυάγησε. Τα υφ’ ημών κεκτημένα ως και τα ανήκοντα εις τον εμπεπλεγμένον εν τω πολέμω γείτονα ημών εκρίθη σκόπιμον να διατεθώσι προς προσέλκυσιν άλλης ομόρου επικρατείας, της οποίας η συμβολή και η στρατιωτική και η πολιτική υπερετιμάτο υπέρ παν μέτρον. Κατεδείξαμεν όμως εμπράκτως διά της προσφοράς ημών, ότι αν η ημετέρα πολιτική ηννόει να διαφυλάξη αθίκτους τας εθνικάς δυνάμεις μη χρησιμοποιούσα ταύτας επί αλλοτρίους σκοπούς, ουδέν ήττον, επιτακτικόν καθήκον εθεώρει να χρησιμοποιήση αυτάς λελογισμένως επί τους εθνικούς σκοπούς. Αύται υπήρξαν και είναι αι βάσεις της πολιτικής της ημετέρας ...»233. Τη σκυτάλη της προεκλογικής αντιπαράθεσης παρέλαβε αμέσως μετά ο Βενιζέλος, ο οποίος μίλησε σε ογκώδες συλλαλητήριο, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 14 Αυγούστου 1916. Στην ομιλία του εκείνη κατεφέρθη με οξύτητα εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων, άφησε υπαινιγμούς εναντίον του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, ότι έπεσε θύμα των ανθρώπων του περιβάλλοντός του και της αδυναμίας του προς τη Γερμανία, και πρότεινε στους συγκεντρωθέντες να συστήσουν επιτροπή, η οποία θα πήγαινε στον βασιλέα να του ζητήσει «να αρθεί και πάλι στο ύψος των περιστάσεων». Χαρακτηριστική του «σκληρού» τόνου της ομιλίας του είναι η παρακάτω περικοπή: «Έγινες τέλος θύμα της ιδικής Σου, φυσικής άλλως τε, ανθρωπίνης αδυναμίας. Συνηθισμένος να θαυμάζης παν ό,τι γερμανικόν, εκπεπληγμένος ενώπιον της απαραμίλλου στρατιωτικής και άλλης παντοδαπής γερμανικής οργανώσεως, δεν επίστευσες μόνον εις την γερμανικήν νίκην, αλλά ηυχήθης αυτήν, ελπίζων να δυνηθής μετ’ αυτήν να συγκεντρώσης εις χείρας Σου όλην την κυβερνητικήν εξουσίαν και να θέσης ουσιαστικώς κατά μέρος το ελεύθερον πολίτευμά μας. Και τα αποτελέσματα όλων αυτών των σφαλμάτων τα βλέπομεν σήμερον. Αντί να επεκταθώμεν εις την Μικράν Ασίαν και την Θράκην και την Κύπρον λύοντες τελειωτικώς τας υπερχιλιετείς διαφοράς μας με τους δύο εθνικούς μας εχθρούς και δημιουργούντες Ελλάδα μεγάλην και ισχυράν και πλουσίαν, ανταποκρινομένην εις τα υψιπετέστερα εθνικά όνειρα, βλέπομεν τους Βουλγάρους να εισελαύνουν εις την Ελληνικήν Μακεδονίαν, να καταλαμβάνουν και την ύπαιθρον χώραν και τας πόλεις και τα φρούριά μας, να αιχμαλωτίζουν τα εκεί τμήματα του Ελληνικού στρατού, χωρίς να ευρισκώμεθα προς τους επιδρομείς ούτε εις κηρυγμένον, ούτε εις ακήρυκτον πόλεμον, και ενώ μας παρέχονται υπ’ αυτών προς εμπαιγμόν αι φιλικώτεραι διαβεβαιώσεις. Βλέπομεν το πολεμικόν μας υλικόν, διά το οποίον εδαπανήθησαν εκατοντάδες εκατομμυρίων και το οποίον εγκληματικώς το επιτελείον αφήκε, μετά την γενικήν αποστράτευσιν και ενώ ο εθνικός εχθρός διετέλει επιστρατευμένος, το αφήκε, 233

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ.σελ. 216 – 226, όπου το πλήρες κείμενο της ομιλίας.

211


λέγομεν, συγκεντρωμένον εις παραμεθορίους πόλεις να γίνεται εύκολος λεία του επιδραμόντος γείτονος. Βλέπομεν την Βόρειον Ήπειρον τιθεμένην πάλιν εν κινδύνω»234. Την επόμενη ημέρα, στις 15 Αυγούστου 1916, ήρθε η ανταπάντηση από την πλευρά των «αντιβενιζελικών» δυνάμεων, με την πραγματοποίηση ενός εξίσου ογκώδους συλλαλητηρίου στην Αθήνα, το οποίο διοργανώθηκε από το «Σύνδεσμο των Επιστράτων» 235 και το «Σύνδεσμο των Επαγγελματικών Σωματείων». Στο συλλαλητήριο αυτό απηύθυναν χαιρετισμό μεταξύ των άλλων, ο Δημήτριος Ράλλης και ο Στέφανος Δραγούμης, ενώ κεντρικός ομιλητής του ήταν ο Δημήτριος Γούναρης. Ο Γούναρης, στην ομιλία του εκείνη, κατήγγειλε ότι για τα δεινά και τις αλλεπάλληλες ταπεινώσεις που υφίστατο η χώρα ευθύνονταν συνολικά οι «ραδιούργοι που συκοφαντούσαν προς τους συμμάχους τους πολιτειακούς παράγοντες», καταφέρθηκε εναντίον της «μεγαλοπράγμονος πολιτικής» του Βενιζέλου, και κατέληξε υπογραμμίζοντας ότι «η ελπίδα των ραδιούργων και των συμμάχων τους» να κάμψουν διά των πιέσεών τους τον ελληνικό λαό, «διεψεύσθη». Ανέφερε μεταξύ των άλλων στην ομιλία του αυτή: «... Οι πολιτικοί άνδρες επιτακτικόν καθήκον έχουσιν αεί μεν, μάλιστα δε εν ταις δειναίς περιστάσεσι, να επικοινωνώσι μετά των πολιτών. Εκ της επικοινωνίας ταύτης οι μεν πορίζονται την δύναμιν, οι δε αποκομίζουσι πληρεστέραν των πραγμάτων γνώσιν, ίνα ούτω εν αρμονική συνεργασία αμφότεροι προσηκόντως χειρισθώσι τας τύχας της Πατρίδος. Είναι κρίσιμοι αι στιγμαί τας οποίας διερχόμεθα. Μέγα μέρος της Χώρας προ καιρού καταληφθέν υπό της μιας των εν τω μεγάλω πολέμω αντιπάλων ομάδων υφίσταται όλα τα εκ της καταλήψεως δεινά. Ολόκληρον την Χώραν πιέζουσιν έκτοτε αφόρητοι περιορισμοί εκ της καταστάσεως, την οποίαν διέπλασσεν η κατοχή. Αλλά πιέζουσιν αυτήν και πολλοί άλλοι αδικαιολόγητοι περιορισμοί, τους οποίους εδημιούργησεν η διηνεκώς ραδιουργούσα διαβολή ανθρώπων αναλαβόντων το φιλόπατρι έργον να συκοφαντώσι πάντας τους πολιτειακούς παράγοντας της πατρίδος των. Οι περιορισμοί ούτοι έφθασαν εκεί όπου πάντες γνωρίζετε, θίξαντες εις τα καίρια και αυτήν την υπόστασιν του ημετέρου κράτους. Επεβλήθη βιαίως η αποβολή της κυβερνήσεως, η διάλυσις της Βουλής και η αποστράτευσις της Χώρας. Δεν ομιλώ περί άλλων μικροτέρων, των οποίων η επιβολή δεν Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 231. Ο «Πανελλήνιος Σύνδεσμος των Επιστράτων», δημιουργήθηκε αμέσως μετά την αποστράτευση από την κυβέρνηση Ζαΐμη, κατόπιν της σχετικής τελεσιγραφικής απαίτησης των δυνάμεων της «Αντάντ», των πολιτών που είχαν κληθεί στα όπλα με την επιστράτευση του 1915. Οργανώθηκε υπό την υψηλή καθοδήγηση του Ιωάννη Μεταξά και αποτέλεσε την πρώτη μαζική πολιτική οργάνωση στην Ελλάδα, με σχεδόν 200.000 μέλη και επικεφαλής τον «Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εφέδρων». Αρχηγός του ήταν ο Ιωάννης Σαγιάς, αξιωματικός, ανάπηρος της μάχης του Κιλκίς του 1913. Οι επίστρατοι, ήταν προσηλωμένοι στον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄, ως Αρχηγό του Στρατού το 1912-13 και σε αρκετές περιπτώσεις λειτούργησαν ως «ομάδα κρούσης» των «αντιβενιζελικών» πολιτικών δυνάμεων στην αντιπαράθεσή τους με το «Κόμμα Φιλελευθέρων», κατηγορηθέντες επανειλημμένα ότι πρωτοστάτησαν στα συχνά επεισόδια μεταξύ αντιφρονούντων της εποχής εκείνης. Το πολιτικό στίγμα των επιστράτων δόθηκε μέσα από τη διακήρυξή τους που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις της 1ης Ιουνίου 1916, στην οποία μεταξύ των άλλων σημειώνονταν και τα εξής αναφορικά με τους σκοπούς της οργάνωσης: «Σκοπός μας είναι η συσσωμάτωσις ολοκλήρου του Ελληνικού λαού υπό τας αυτάς εθνικάς αρχάς ώστε να αποτελέση μίαν δύναμιν, έναν ισχυρόν παράγοντα, δυνάμενον να επιβληθεί εις την εκάστοτε κυβέρνησιν και να υπερασπίση τα συμφέροντα του Έθνους μας εις κάθε ενδεχομένην καταπάτησιν αυτών από μικρούς ή από μεγάλους. Να ποιός είναι ο σκοπός !!!». Σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης του πλεονεκτήματος που έδιναν στις «αντιβενιζελικές» δυνάμεις οι επίστρατοι, το «Κόμμα Φιλελευθέρων» προχώρησε στη δημιουργία στις αρχές Ιουλίου 1916 του δικού του «Εθνικού Συνδέσμου Ελλήνων Επιστράτων», που όμως με την εξαίρεση ορισμένων περιοχών, όπως του Πειραιά, υπολειπόταν σαφώς σε μαζικότητα και οργανωτική αποτελεσματικότητα του «Συνδέσμου Επιστράτων». Για τους επιστράτους βλ. μεταξύ των άλλων Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 172 - 173.

234 235

212


είναι ολιγώτερον οδυνηρά. Οι διά των ραδιουργιών αυτών προκαλέσαντες τας ταπεινώσεις ταύτας έσπευσαν ν’ ανακηρύξωσιν αυτάς ευεργεσίας. Και δεν εδυσκολεύθησαν ν’ ανακηρύξωσι και δικαίωμα των ταπεινωσάντων εκ των συνθηκών. Η εκ της καταλήψεως κατάστασις επεδεινώθη εσχάτως, διότι οι εχθροί των καταλαβόντων τα ελληνικά εδάφη επετέθησαν κατ’ αυτών, εισβαλόντες εις την Χώραν, η οποία ούτω κατέστη πεδίον πολέμου και υφίσταται τα εκ τούτου δεινά ... ... Καυχώνται δι’ αυτό και το χαρακτηρίζουσι μεγαλοπράγμονα πολιτικήν. Είναι αληθώς μεγαλοπράγμων η πολιτική των. Ένα έχει σκοπόν. Να υπηρετήση τα πράγματα των μεγάλων. Διά τα πράγματα της μικράς Ελλάδος αδιαφορεί. Και τι είναι η μικρά Ελλάς, ώστε να περιστείλωσι την μεγαλοφυά δράσιν των εις τα στενά αυτής όρια; Μήπως δεν ωμίλησαν άλλοτε περί ευρωπαϊκού πατριωτισμού; Και δεν ενεφάνισαν με σοβαρότητα ίσην με εκείνην, μεθ’ ης ωμιλούσι νυν περί μεγαλοπράγμονος πολιτικής, μεταξύ πολλών άλλων και την όντως μεγαλοπράγμονα ανοησίαν, ότι διά μιας μεραρχίας, την οποίαν θα έστελλον εις τα Δαρδανέλλια, θα έκρινε την τύχην του Ευρωπαϊκού πολέμου; Και εις τι συνίσταται αυτή η μεγαλοπράγμων πολιτική, διά την ματαίωσιν της οποίας οδύρονται; Να συμμετάσχη οπωσδήποτε η Ελλάς εις τον πόλεμον, υπέρ της ετέρας των εμπολέμων ομάδων ... ... Αλλ’ υπελόγισαν χωρίς υμάς. Υπελόγισαν χωρίς τον Ελληνικόν λαόν, ο οποίος από άκρου εις άκρον εταράχθη. Και πριν ή ακουσθή η φωνή των υπ’ αυτών προσκληθέντων, διάτορος διέσχισε τον αέρα συμπάσης της Ελλάδος η κραυγή του πραγματικού λαού διαμαρτυρομένη. Μάτην προσεπάθησαν να καταπνίξωσιν αυτήν εν τη πρωτευούση κατορθώσαντες να παρακωλυθή η σύγχρονος τέλεσις του υμετέρου συλλαλητηρίου χθες. Εις πάσας σχεδόν τας επαρχίας εξερράγη αγανάκτησις μετά οδύνης εξ όσων ο λαός υφίσταται, και το τέχνασμα απέτυχε. Το ησθάνθησαν και οι ίδιοι. Και δι’ αυτό εξέσπασαν χθες εις λυσσαλέαν ύβριν κατά παντός ό,τι ο τόπος έχει επίλεκτον. Δεν ωμίλησαν περί της μεγαλοπράγμονος πολιτικής των· ταύτην δεν τολμώσι να εμφανίσωσι προ των ομμάτων του λαού. Γνωρίζουσιν, ότι η πολιτική των μόνον αποτέλεσμα θα επήγετο την ματαίωσιν των εγγυήσεων, αι οποίαι παρεσχέθησαν εις την χώραν, ότι ουδένα διατρέχει κίνδυνον η ακεραιότης αυτής εκ της οδυνηράς όντως καταστάσεως την οποίαν αυτοί προυκάλεσαν. Αναγνώσατε τα υπ’ αυτών λεχθέντα. Η εμπάθεια, οτέ μεν ύπουλος, οτέ δε απροκάλυπτος, τελείως σκοτίσασα την διάνοιαν αυτών, είναι η μόνη εμπνέουσα τους δηλητηριώδεις λόγους των. Δεν ποιούμαι μνείαν των λόγων των, ίνα αποκρούσω αυτούς. Την περί αυτών κρίσιν επαφίεμαι πεποιθότως εις οιονδήποτε άνθρωπον εν Ελλάδι ζώντα και γνωρίζοντα τα πράγματα, επικαλούμαι αυτούς εις μίαν περαιτέρω απόδειξιν των σκοπών, και των μεθόδων αυτών. Ούτε θα σας απασχολήσω αναπτύσσων τους κινδύνους της χώρας, και τους εξωτερικούς και τους εσωτερικούς, οι οποίοι πηγάζουσιν εκ των ενεργειών αυτών. Κατά των κινδύνων τούτων πλήρη ασφάλειαν παρέχει η απόφασις του Ελληνικού λαού ν’ αντιμετωπίση μετά σθένους και παρρησίας πάσαν τοιαύτην ενέργειαν. Ότι η απόφασις αύτη είναι στερρά και αμετάκλητος αποδεικνύει η σύσσωμος εξέγερσις η οποία εσημειώθη εις όλην την χώραν. Αύτη εγγυάται, ότι θα συντριβή πάσα ραδιουργία και θα επικρατήση η αλήθεια. Και εις το έργον τούτο όμως έχετε την πρωτοβουλίαν. Εμμείνατε εις αυτό απτόητοι. Και εστέ βέβαιοι, ότι θα στεφθή υπό επιτυχίας. Και θα έχετε το δικαίωμα να καυχάσθε δι’ αυτό. Είναι έργον διασώσεως της Πατρίδος»236. 5.3 Το κίνημα της «Εθνικής Άμυνας» - Τα «Νοεμβριανά» 236

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 235 - 239.

213


Η πολιτική ένταση μέσα από αυτές τις αντιπαραθέσεις είχε φτάσει στην κορύφωσή της. Το σημείο καμπής για την είσοδο της Ελλάδας στη δίνη ενός διχασμού, που έμελλε να σφραγίσει ανεξίτηλα την εθνική της πορεία για πολλές δεκαετίες, πρόβαλε στον ορίζοντα, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια, αλλά ούτε και διάθεση, για την υπέρβασή του. Τα γεγονότα, που οδήγησαν στη μοιραία αυτή εξέλιξη, εκτυλίχθηκαν με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Στις 16 Αυγούστου 1916, η Ρουμανία πήρε την από καιρό αναμενόμενη απόφασή της, να μπει στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της «Αντάντ». Προ της νέας αυτής εξέλιξης, την επομένη κιόλας ημέρα ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, έπειτα από συννενόηση με τον βασιλέα και τον Ελευθέριο Βενιζέλο ξεκίνησε επείγουσες διαπραγματεύσεις με την «Αντάντ» για τη συμμετοχή και της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της «Τριπλής Συνεννόησης». Από την πρώτη στιγμή της συννενόησής του με τον Αλέξανδρο Ζαΐμη ο Βενιζέλος ξεκαθάρισε ότι σε περίπτωση αίσιας έκβασης αυτής της προσπάθειας δεχόταν να πάρει μέρος ακόμη και σε «οικουμενική κυβέρνηση», προειδοποιούσε όμως ταυτόχρονα ότι σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρούσε πλέον σε μετωπική σύγκρουση με τον βασιλέα, όχι προσφεύγοντας σε εμφύλιο πόλεμο, αλλά στον χωρισμό του κράτους, όπως άλλωστε προέβλεπε και το σχέδιο που είχε παρουσιάσει στους πρεσβευτές της Γαλλίας και της Αγγλίας. Τελικά, όμως, οι διαπραγματεύσεις με τις δυνάμεις της «Αντάντ» απέβησαν άκαρπες, καθώς συνάντησαν την απροθυμία του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ να δώσει την συγκατάθεσή του στη θετική ολοκλήρωσή τους. Και ενώ στην Αθήνα επικρατούσε πυρετός πολιτικών και διπλωματικών διαβουλεύσεων, για το ζήτημα της συμμετοχής ή όχι της Ελλάδας στον πόλεμο με τις δυνάμεις της «Αντάντ», την ίδια ημέρα (17 Αυγούστου 1916) ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη το κίνημα της «Εθνικής Αμύνης». Ηγετικά του στελέχη ήταν ο συνταγματάρχης ιππικού Παμίκος Ζιμβρακάκης, ο διοικητής μοίρας βαρέως πυροβολικού Κωνσταντίνος Μαζαράκης, ο τότε λοχαγός Γεώργιος Κονδύλης και άλλοι αξιωματικοί προσκείμενοι στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το κίνημα, με τη βοήθεια του Γάλλου στρατηγού Μωρίς Σαράϊγ, κατόρθωσε, παρά τις αντιδράσεις από την πλευρά των «φιλοβασιλικών» αξιωματικών της 11 ης Μεραρχίας, να επιβληθεί και εν τέλει να επικρατήσει. Δύο ημέρες αργότερα, στις 19 Αυγούστου, μία ισχυρή μοίρα συμμαχικών πολεμικών πλοίων, απαρτιζόμενη από 69 σκάφη, υπό το Γάλλο ναύαρχο Φουρνέ, κατέπλευσε από τη Μήλο στον κόλπο του Κερατσινίου, αποβιβάζοντας γαλλικά στρατιωτικά αποσπάσματα στον Πειραιά, τα οποία κατέλαβαν το τηλεγραφείο, το ταχυδρομείο και τον ασύρματο, θέτοντας υπό τον έλεγχό τους ολόκληρο το σύστημα επικοινωνιών του ελληνικού κράτους στην ευρύτερη περιοχή. Ταυτόχρονα, στην Αθήνα, η αγγλογαλλική μυστική αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη και στην άμεση απέλαση, περίπου 50 Γερμανών πρακτόρων που δρούσαν στην Ελλάδα, καθώς και του επικεφαλής τους, βαρόνου Καρλ Φρήντριχ Φον Σενκ237. Όλες αυτές οι ενέργειες των αγγλογάλλων, έδειχναν πως οι κυβερνήσεις των χωρών της «Αντάντ» ήταν αποφασισμένες να προχωρήσουν με δυναμικό τρόπο στην άρση της εκκρεμότητας της συμμετοχής της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό τους. Σε μια προσπάθεια να αποφορτίσει την κατάσταση που επικρατούσε στον τόπο, η κυβέρνηση Ζαΐμη, προχώρησε στις 26 Αυγούστου 1916 στην επίσημη εξαγγελία της διενέργειας εκλογών, προσδοκώντας πως θα έδιναν διέξοδο στα συσσωρευμένα προβλήματα της χώρας. Την ακριβώς επόμενη ημέρα, όμως, οι δυνάμεις της «Αντάντ» επιβεβαίωσαν ότι δεν ήταν διατεθειμένες να επιτρέψουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης να ανατρέψει τη δρομολογημένη υλοποίηση των σχεδιασμών τους. Με την ενεργό συμμετοχή Για την ύστατη πρωτοβουλία της κυβέρνησης Ζαΐμη να ταχθεί η Ελλάδα στο πλευρό της «Αντάντ» και για το κίνημα της «Εθνικής Άμυνας» στη Θεσσαλονίκη, βλ. μεταξύ των άλλων Θάνος Βερέμης Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 175 και Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 11, σελ. 67 - 69.

237

214


και καθοδήγηση Γάλλων πρακτόρων στην Ελλάδα, σκηνοθετήθηκε και πραγματοποιήθηκε «επίθεση» εναντίον της Γαλλικής Πρεσβείας στην Αθήνα, στην οποία έλαβαν μέρος γνωστοί «βενιζελικοί»238. Η σκηνοθετημένη αυτή επίθεση, χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για την προβολή από τις δυνάμεις της «Αντάντ» της απαίτησης προς την ελληνική κυβέρνηση, να προχωρήσει στην άμεση διάλυση των «φιλοβασιλικών» «Συνδέσμων των Επιστράτων» ανά τη χώρα, αλλά και στην αναβολή των προκηρυχθεισών εκλογών. Η αναβολή των εκλογών ήρθε να επιτείνει τη σύγχυση και την αναστάτωση και να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την αίσθηση αδυναμίας της ελληνικής κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης, διαβλέποντας πως τα περιθώρια κινήσεών του ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτα, αφού έσπευσε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των ξένων δυνάμεων, παρά τις περί του αντιθέτου παροτρύνσεις και συστάσεις του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ και του Δημητρίου Γούναρη, υπέβαλε στις 29 Αυγούστου 1916 την παραίτηση της κυβέρνησής του. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, συνέβη ένα γεγονός το οποίο έμελλε να εξωθήσει την ήδη βεβαρυμένη κατάσταση, στα άκρα. Συγκεκριμένα, η ευρισκόμενη στην ευρύτερη περιοχή της Καβάλας -η οποία αποτελούσε θέατρο επιχειρήσεων γερμανο-βουλγαρικών στρατευμάτων που συνοδεύονταν και από σώματα «ατάκτων» βουλγάρων κομιτατζήδων- δύναμη του Δ΄ Σώματος Στρατού, υπό τον συνταγματάρχη Ιωάννη Χατζόπουλο, ευρεθείσα αποκλεισμένη από κάθε δυνατότητα διαφυγής, ήρθε σε διαπραγμάτευση με τους επικεφαλής των γερμανικών στρατευμάτων και αποδεχόμενη τους όρους που της ετέθησαν, παραδόθηκε στον γερμανικό στρατό και μεταφέρθηκε σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη Γερμανία, όπου και φιλοξενήθηκε μέχρι την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κίνηση αυτή, που είχε ως αποτέλεσμα η Ανατολική Μακεδονία να περιέλθει στα χέρια των «Κεντρικών Δυνάμεων» και να υποστεί τις συνέπειες της διοίκησης του βουλγαρικού στρατού κατοχής, προκάλεσε στην Ελλάδα ένα οδυνηρό σοκ, που μεταβλήθηκε σε οργή, όταν ο τσάρος της Βουλγαρίας Φερδινάνδος, προέβη σε δηλώσεις θριαμβολογώντας για την «απελευθέρωση» της «βουλγαρικής Μακεδονίας»239. Ύστερα και από την εξέλιξη αυτή, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄, θέλοντας να θέσει άμεσα τέρμα στην κυβερνητική κρίση που σοβούσε μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Ζαΐμη, απευθύνθηκε στον Νικόλαο Δημητρακόπουλο, μετριοπαθή πολιτικό, γνωστό για τις θέσεις του υπέρ της «Αντάντ» και ηγέτη του μικρού «Κόμματος Προοδευτικών», από τον οποίο ζήτησε να προχωρήσει στον σχηματισμό κυβέρνησης. Εκείνος, αφού απεδέχθη την πρόταση του ανώτατου άρχοντος, προσπάθησε να σχηματίσει κυβέρνηση η οποία θα κατάφερνε να προχωρήσει στην έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της «Αντάντ», με την προϋπόθεση ότι θα ελάμβανε επαρκή ανταλλάγματα και εγγυήσεις από αυτές. Σύντομα, όμως, διαπιστώνοντας πως το εγχείρημά του αυτό ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία, κατέθεσε την εντολή στον βασιλέα, ομολογώντας την αδυναμία του να σχηματίσει κυβέρνηση. Μετά το ατελέσφορο της απόπειρας σχηματισμού κυβέρνησης υπό τον Νικόλαο Δημητρακόπουλο, ο βασιλέας ανέθεσε την εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης στον επίσης προσκείμενο στην «Αντάντ» πολιτικό, Νικόλαο Καλογερόπουλο, και το υπ’ αυτόν υπουργικό συμβούλιο ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 3 Σεπτεμβρίου 1916. Ο νέος πρωθυπουργός κατέβαλε σύντονες προσπάθειες ώστε να επιτύχει την αναγκαία συνεννόηση με τις δυνάμεις της «Αντάντ», εκδηλώνοντας την πρόθεση να προχωρήσει στην εγκατάλειψη της γραμμής της ουδετερότητας και να αποδεχθεί τις όποιες προϋποθέσεις έθεταν οι χώρες της «Τριπλής Συνεννόησης». Πρόβαλε, όμως, ως προαπαιτούμενο για μια τέτοια κίνηση, την εκπλήρωση μιας σειράς όρων που «θα αντιστάθμιζαν την αναπόφευκτη αιμορραγία του Έθνους», όπως, σημείωνε σε συνομιλίες με τους συνεργάτες του. Παρά, ωστόσο, και τον 238 239

Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 175. Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 11, σελ.92 - 94.

215


δεδομένο «φιλο-Αντάντ-ικό» προσανατολισμό του και την εκπεφρασμένη βούλησή του να εξεύρει χωρίς καθυστερήσεις μία φόρμουλα συνεργασίας με τις δυνάμεις της «Τριπλής Συνεννόησης», σύντομα διαπίστωσε και αυτός την απροθυμία τους, καθώς αυτές πλέον είχαν οριστικά στραφεί υπέρ του Βενιζέλου. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αμέσως μετά το συμβάν της παράδοσης του Δ΄ Σώματος Στρατού στις γερμανικές δυνάμεις και της μεταφοράς του στη Γερμανία, τήρησε μια ολιγοήμερη στάση αναμονής, επιδιώκοντας αφ’ ενός μεν να δει τις αντιδράσεις του βασιλέα, και αφ’ ετέρου να σταθμίσει τις διαθέσεις των δυνάμεων της «Αντάντ», πριν προχωρήσει στο επόμενο βήμα που από καιρό σχεδίαζε. Αφού βολιδοσκόπησε τους βασικούς του συνεργάτες και απέσπασε τη συναίνεση των περισσοτέρων, και αφού διαπίστωσε ότι ο Κωνσταντίνος Ζαβιτζιάνος, Πρόεδρος της Βουλής που είχε εκλεγεί στις 31 Μαΐου 1915, ήταν αρνητικός στο να συνεργαστεί σε εκείνη τη φάση μαζί του, ματαίωσε την πρόθεσή του να συγκαλέσει στη Θεσσαλονίκη τη Βουλή εκείνη, που κατά τις αιτιάσεις του «Κόμματος Φιλελευθέρων» είχε διαλυθεί αντισυνταγματικά, και προχώρησε στην εφαρμογή του εναλλακτικού σχεδίου που είχε καταστρώσει. Έτσι, τα χαράματα της 12ης προς 13η Σεπτεμβρίου 1916, ο Ελευθέριος Βενιζέλος μαζί με τον Παύλο Κουντουριώτη, 100 περίπου βασικούς συνεργάτες του και επιτελικά στελέχη του «Κόμματος Φιλελευθέρων», υπό την προστασία των γαλλικών δυνάμεων του ναυάρχου Φουρνέ, επιβιβάστηκαν στα ατμόπλοια «Εσπερία» και «Ατρόμητος», που είχε θέσει στη διάθεσή τους ο εφοπλιστής Λεωνίδας Εμπειρίκος, και απέπλευσαν για τα Χανιά. Με την άφιξή τους, στις 13 Σεπτεμβρίου, πραγματοποιήθηκε ένοπλο συλλαλητήριο, κατά τη διάρκεια του οποίου ανακοινώθηκε η συγκρότηση της λεγόμενης «Προσωρινής Κυβέρνησης», με μέλη τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Παύλο Κουντουριώτη, η οποία συμπληρούμενη λίγο αργότερα με τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, πήρε το όνομα «τριανδρία». Το πλήρες κείμενο του ψηφίσματος, βάσει του οποίου συγκροτήθηκε η «κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης», έχει ως ακολούθως: «Ο Κρητικός λαός συνελθών σήμερον 13 Σεπτεμβρίου 1916 εις ένοπλον συλληλητήριον, εν Χανίοις, ίνα διασκεφθή περί της κινδυνευούσης Πατρίδος και λαβών υπ’ όψιν: Ότι η μέχρις σήμερον ασκηθείσα πολιτική, παρά την εκπεφρασμένην γνώμην του Ελληνικού λαού και τα Συνταγματικά του δικαιώματα, απομακρύνουσα το Έθνος από το πλευρόν των ευεργετίδων Δυνάμεων, δεν ανταποκρίνεται ούτε προς τας παραδόσεις, ούτε προς το φρόνημα αυτού. Ότι αντιστρατεύεται προς τα πραγματικά εθνικά συμφέροντα ευρισκόμενα εις άκραν αντίθεσιν προς τα συμφέροντα των πατροπαραδότων αυτού εχθρών. Ότι η ιδία αυτή πολιτική υπεβίβασε το Κράτος από της περιωπής εις ην είχεν αναβιβασθή διά των δύο νικηφόρων πολέμων, εις την σημερινήν αυτού αθλιότητα και ότι μέγιστον μέρος της Ελληνικής Μακεδονίας κατέχεται υπό Βουλγάρων, μέγιστον δε κίνδυνον διατρέχει η όλη Ελληνική φυλή. Αναλαμβάνει και πάλιν εις χείρας του τον ιερόν αγώνα της σωτηρίας και προς τον σκοπόν τούτον ψηφίζει: Συγκροτεί προσωρινή Κυβέρνησιν εκ των Ελευθερίου Βενιζέλου και Παύλου Κουντουριώτου, αντιναυάρχου του Ελληνικού Στόλου, ούς εξουσιοδοτεί να προσλάβωσι και τρίτον μέλος αυτής, και αναθέτει εις την Κυβέρνησιν ταύτην όπως επιδιώξη την σωτηρίαν του Έθνους παρά το πλευρόν των Συμμάχων Δυνάμεων»240. Την ίδια ημέρα, στην Αθήνα, η προσκείμενη στο «Κόμμα Φιλελευθέρων» εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, δημοσίευε άρθρο υπό τον τίτλο «Η Τριμελής Επιτροπή της Εθνικής Αμύνης», και επικαλούμενη έγκυρες πληροφορίες, ενημέρωνε τους αναγνώστες της ότι Παντελής Καρύκας: «Εθνικός Διχασμός 1915 - 1922», Αθήνα Δεκέμβριος 2003, έκδ. «Επικοινωνίες Α.Ε.», σελ. 78 - 79.

240

216


επέκειτο ο σχηματισμός κυβέρνησης στην οποία θα συμμετείχαν οι Βενιζέλος, Κουντουριώτης και Δαγκλής, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στα Χανιά, διαδραματίστηκαν βάσει οργανωμένου σχεδίου. Στις 15 Σεπτεμβρίου, κυκλοφόρησε στα Χανιά, η πρώτη έκδοση της «Εφημερίδος της Προσωρινής Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος», στην οποία δημοσιευόταν προκήρυξη προς τον ελληνικό λαό, την οποία υπέγραφαν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Παύλος Κουντουριώτης. Η προκήρυξη, ξεκινούσε με τη φράση «Το ποτήριον των πικριών, των εξευτελισμών και των ταπεινώσεων υπερεπληρώθη» και ακολούθως, αφού εξηγούσε την αναγκαιότητα του εκραγέντος κινήματος, έκανε μια τελευταία έκκληση στον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄, αναφέροντας: «Θα είμεθα ευτυχείς, αν ο Βασιλεύς αποφασίση και κατά την υστάτην ακόμη ταύτην στιγμήν να τεθή επί κεφαλής των εθνικών δυνάμεων, όπως εν αδιασπάστω εθνική ενώσει επιδιωχθή η εφαρμογή της εθνικής ταύτης πολιτικής». Μη θέλοντας, όμως, οι συντάκτες της προκήρυξης να αφήσουν καμία αμφιβολία για τις περαιτέρω ενέργειές τους σε περίπτωση που η έκκλησή τους δεν θα εισακουγόταν, προχωρούσαν στο να προσδιορίσουν προκαταβολικά με σαφήνεια την -κατ’ αυτούςνομιμοποιητική βάση του επαναστατικού τους κινήματος, υπογραμμίζοντας επιγραμματικά: «Αφού το Κράτος προέδωκε τα καθήκοντά του, υπολείπεται εις το Έθνος να επιχειρήση όπως επιτύχη το έργον, όπερ επεβάλλετο εις το Κράτος»241. Την επομένη, στις 16 Σεπτεμβρίου 1916, έφθασε στην Κρήτη, και ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής, ο οποίος καθυστέρησε την άφιξή του προκειμένου να καταβάλει μία ύστατη προσπάθεια να έρθει σε κάποια συνεννόηση με τον βασιλέα για λογαριασμό του Ελευθερίου Βενιζέλου, προσπάθεια που τελικά δεν ευόδωσε. Η πρωτοβουλία του Βενιζέλου να προχωρήσει στο επαναστατικό διάβημά του στα Χανιά, προκάλεσε έκπληξη, αλλά και εντύπωση στους πολιτικούς του αντιπάλους. Ο Δημήτριος Γούναρης, ηγέτης του μεγαλύτερου πολιτικού κόμματος της «άλλης πλευράς», πληροφορήθηκε τα γεγονότα το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου 1916, από τον προσωπικό του φίλο και στενό του συνεργάτη δημοσιογράφο Άριστο Καμπάνη. Να πως περιγράφει ο ίδιος ο Καμπάνης τη γνωστοποίηση της σχετικής είδησης στον Γούναρη και την πρώτη αντίδρασή του: «Ήτο ογδόη πρωϊνή, όταν ο διευθυντής της εσπερινής εφημερίδος, εις την οποίαν ηργαζόμην, με παρεκάλεσε να μεταβώ εις το "Τουρίστ" διά να εξακριβώσω αν, ως εγράφετο εις τας εφημερίδας αορίστως, είχε πράγματι αναχωρήσει προ ολίγων ωρών ο Βενιζέλος. Ευρήκα τον Γούναρην εις το γραφείον του συνομιλούντα με ένα ή δύο εμπίστους φίλους. Το πρόσωπόν του ήτο κουρασμένον: Προφανώς είχε παραμείνει άϋπνος καθ’ όλην την νύκτα, ή είχεν αφυπνισθή από αγγέλους της "κακής" ειδήσεως από τα ξημερώματα. - Έφυγε ο Βενιζέλος; Ηρώτησα μετά την τυπικήν καλημέραν. - Έφυγε; Σ’ ερωτώ κ’ εγώ. Ήτο η απάντησις του Γούναρη. Και έπειτα: - Ημπορείς να πληροφορηθής ακριβώς τι συμβαίνει επί του προκειμένου; Και έφυγα διά να φροντίσω προς εξακρίβωσιν της ειδήσεως. Εις το πεζοδρόμιον του καφενείου Ζαχαράτου συνήντησα ένα συγγενή του Βενιζέλου. - Έφυγεν ο κ. Πρόεδρος; Τον ηρώτησα. - Ναι. Νομίζω ότι έφυγε. Ότι τώρα είναι φευγάτος. - Διευθύνεται στη Θεσσαλονίκη; - Α ! Αυτό δεν το ξέρω. Ή μάλλον δεν μπορώ να σας το πω. 241

Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 176 - 177.

217


Είχα κατά το ήμισυ την είδησιν. Έσπευσα εις το "Τουρίστ" όπου ήσαν συνηγμένοι διάφοροι δημοσιογράφοι. - Έφυγε, είπα, σχεδόν ασθμαίνων εις τον φαινομενικώς απαθή Γούναρην. Το πιστοποιεί ο Κατελούζος. Ο Γούναρης, ο οποίος εγνώριζε τον Κατελούζον από κάποιο περιστατικό, είπε: - Ο Κατελούζος είναι αξιόπιστος άνθρωπος. Έπειτα, βλέπων την ταραχήν μου, είπε: - Πήγαινε, και μην ανησυχής: Θεώρησε τον Βενιζέλον πολιτικόν νεκρόν από της στιγμής ταύτης»242. Παρά την εν θερμώ εκτίμηση του Δημητρίου Γούναρη για τις εξελίξεις που επρόκειτο να ακολουθήσουν, τα πράγματα κινήθηκαν σε διαφορετική τροχιά, καθώς τα γεγονότα είχαν τη δική τους αυτόνομη δυναμική. Συγκεκριμένα, στις 21 Σεπτεμβρίου 1916, η κυβέρνηση του Νικολάου Καλογερόπουλου, αφού απέτυχε να αναγνωριστεί από τις δυνάμεις της «Αντάντ», και διαπιστώνοντας ότι δεν είχε στην πράξη καμία δυνατότητα να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία που θα συνέβαλε στην αποκλιμάκωση της ολοένα και οξυνόμενης κρίσης, αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή της. Στο κενό εξουσίας που προέκυψε, την κατάσταση ήρθε να επιδεινώσει η απαίτηση που διατύπωσε την επόμενη ημέρα (22 Σεπτεμβρίου 1916) προς τις ελληνικές αρχές, ο Γάλλος ναύαρχος Φουρνέ. Συγκεκριμένα απαίτησε να του παραδοθούν 30 σκάφη του ελαφρού ελληνικού στόλου, να παροπλιστούν τα μεγάλα πολεμικά πλοία «Αβέρωφ», «Κιλκίς» και «Λήμνος», να αφοπλιστούν τα πυροβολεία της Καστέλλας στον Πειραιά και να επιτραπεί ο συμμαχικός έλεγχος στα ταχυδρομεία της χώρας και τη σιδηροδρομική γραμμή Πειραιώς-Λαρίσης. Επρόκειτο για αξιώσεις, που ξέφευγαν από κάθε επιτρεπτό όριο και προοιωνίζονταν την κλιμάκωση της ήδη τεταμένης κατάστασης που επικρατούσε. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1916, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έφθασε στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε και τυπικά ως μέλος της «τριανδρίας» την ηγεσία του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης», σχηματίζοντας χωριστική κυβέρνηση από εκείνη των Αθηνών, που κατ’ αρχήν στελεχώθηκε από δύο μόνο υπουργούς, τον Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη, που ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου των Στρατιωτικών και τον Νικόλαο Πολίτη, που τοποθετήθηκε ως υπουργός των Εξωτερικών. Την επόμενη ημέρα, και αφού επί 6/ήμερο πραγματοποιούνταν συνεχείς διαβουλεύσεις για το σχήμα που θα αντικαθιστούσε το παραιτηθέν υπουργικό συμβούλιο αναλάμβανε στην Αθήνα τα καθήκοντά της η νέα κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και φλογερό πατριώτη Σπυρίδωνα Λάμπρο. Με την τοποθέτησή του στο πρωθυπουργικό αξίωμα, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ ευελπιστούσε πως θα έσπαγε την πολιτικο-διπλωματική απομόνωση στην οποία είχε περιαχθεί, αξιοποιώντας τις πολλαπλές διεθνείς διασυνδέσεις του. Ο Σπυρίδων Λάμπρος, γνώριζε από την αρχή τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε και είχε εκθέσει όλες τις σχετικές επιφυλάξεις του προς τον βασιλέα πριν καν του ανατεθούν τα πρωθυπουργικά καθήκοντα. Ωστόσο, η βαθιά αίσθηση αποστολής που διέκρινε κάθε ενέργειά του, αλλά και η ελπίδα ότι πράγματι θα μπορούσε με τις ισχυρές γνωριμίες που διέθετε διεθνώς να βοηθήσει την πατρίδα, τον έκαναν να προσπεράσει τους ενδοιασμούς του και να δεχθεί τα καθήκοντα που του ανετέθησαν. Χωρίς, βεβαίως, επί της ουσίας να διατηρεί καμία αυταπάτη ότι σε εκείνη τη φάση της σύγκρουσης κολοσιαίων συμφερόντων στον ευρωπαϊκό χώρο θα μπορούσαν οι προσωπικές επαφές του να αντισταθμίσουν τους πολιτικούς σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων για την Ελλάδα ή έστω να αμβλύνουν το σκληρό ανταγωνισμό τους για τον έλεγχο της χώρας243. 242 243

Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 214. Βλ. Νίκος Μ. Μακρυγιάννης, όπ. προηγ., σελ. 190 - 193.

218


Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, η Ελλάδα βρέθηκε χωρισμένη στα δύο και ο διχασμός άρχισε να φτάνει στην τραγική κορύφωσή του. Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, εξουσίαζε τη Μακεδονία, το Αιγαίο και την Κρήτη, και η κυβέρνηση των Αθηνών τις υπόλοιπες περιοχές της ελεύθερης Ελλάδας. Ακριβώς την ημέρα που αναλάμβανε τα καθήκοντά της η καινούργια υπό τον Λάμπρο κυβέρνηση, ο ναύαρχος Φουρνέ επανέφερε, αυτή τη φορά υπό μορφή τελεσιγράφου με διορία μέχρι την 11η πρωϊνή της επόμενης ημέρας, τις αξιώσεις που είχε διατυπώσει πέντε μόλις ημέρες πριν, προκαλώντας τις οργίλες αντιδράσεις της «φιλοβασιλικής» μερίδας της κοινής γνώμης και του προσκείμενου σε αυτήν Τύπου. Η νέα κυβέρνηση, μη έχοντας άλλα περιθώρια αντιδράσεων, αναγκάστηκε να δηλώσει την απόφασή της να ικανοποιήσει τις διατυπωθείσες απαιτήσεις και τελικά στις 25 Οκτωβρίου 1916 ο ναύαρχος Φουρνέ ύψωσε τη γαλλική σημαία στο ναύσταθμο και στα κατασχεθέντα πολεμικά πλοία, τα οποία μάλιστα έσπευσε να θέσει σε πολεμική ενέργεια με γαλλικά πληρώματα παρά την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης. Τα τρία θωρηκτά, τέλος, ανέλαβαν να τα φρουρούν στρατιωτικά αποσπάσματα των συμμάχων. Εν τω μεταξύ, ο Βενιζέλος ζήτησε την 1η Οκτωβρίου 1916 την επίσημη αναγνώριση της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης από την «Αντάντ». Παρ’ ότι, όμως, οι δυνάμεις της συμμαχίας τον είχαν ενθαρρύνει στο διάβημά του, απέφυγαν να προχωρήσουν στην de jure αναγνώριση της κυβέρνησής του, περιοριζόμενες μόνο στην de facto παραδοχή της ύπαρξής της. Συνδύασαν, όμως, τη στάση τους αυτή με την ταυτόχρονη άσκηση διαρκών πιέσεων προς την κυβέρνηση των Αθηνών, προκειμένου αυτή να υποταχθεί στα κελεύσματά τους και κατά βάθος να αναγκαστεί σε παραίτηση, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την επιστροφή στην εξουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου. Σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης των αρνητικών γι’ αυτόν εξελίξεων και με στόχο να εμποδίσει την παραπέρα επέκταση του «κράτους της Θεσσαλονίκης», ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ άρχισε αμέσως συνεννοήσεις, σε πρώτη φάση με τους πρεσβευτές των χωρών της «Αντάντ» στην Αθήνα και κατόπιν με τον επισκεπτόμενο τότε την χώρα Γάλλο βουλευτή Μπεναζέ, προκειμένου να βρει μία συμβιβαστική φόρμουλα αποφόρτισης της κρίσης. Στις 10 Οκτωβρίου, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄, προβαίνοντας σε έναν αιφνιδιαστικό διαπραγματευτικό ελιγμό, ανακοίνωσε στον Μπεναζέ ότι ήταν πρόθυμος όχι μόνο να προχωρήσει στην εκκένωση της Θεσσαλίας από στρατεύματα (όπως επιτακτικά απαιτούσε ο στρατηγός Σαράϊγ), αλλά και να συζητήσει την παραχώρηση στην «Αντάντ» όλου του πολεμικού υλικού του στρατού και του στόλου. Σε αντάλλαγμα, ζητούσε όχι μόνον να εξασφαλιστεί η ουδετερότητά του και ο θρόνος του, αλλά και να μην αναγνωριστεί η Προσωρινή Κυβέρνηση του «κράτους της Θεσσαλονίκης», να μην της επιτραπεί η επέκταση στη Θεσσαλία και η δυνατότητα να προβεί σε στρατολόγηση πολιτών και, τέλος, να μην της παραδοθεί το ελληνικό πολεμικό υλικό και ειδικότερα ο στόλος. Η διαπραγμάτευση αυτή του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ με τους πρεσβευτές των ξένων δυνάμεων και τον Γάλλο βουλευτή Μπεναζέ, στην πράξη αποδείχθηκε πως δεν ήταν παρά μια «άσκηση επί χάρτου», χωρίς αντίκρισμα και χωρίς πραγματική επίδραση επί των εξελίξεων που συντελούνταν τότε στη χώρα. Απόδειξη αυτού, υπήρξε το γεγονός ότι στις 21 Οκτωβρίου 1916, δυνάμεις της Προσωρινής Κυβέρνησης του «κράτους της Θεσσαλονίκης», υπό τον τότε λοχαγό Νικόλαο Πλαστήρα, κατέλαβαν την Κατερίνη. Το γεγονός αυτό, εξελήφθη από τον βασιλέα ως παράβαση της συμφωνίας που είχε κάνει με τους ξένους συνομιλητές του και τελικά, προ των έντονων αντιδράσεών του, βρέθηκε συμβιβαστική λύση με την κατάληψη της Κατερίνης από τους Γάλλους, οι οποίοι λίγο αργότερα χάραξαν διαχωριστική «ουδέτερη ζώνη» μεταξύ των κρατών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης από την Κορυτσά μέχρι τον Θερμαϊκό, ώστε να αποτρέψουν την επανάληψη των εχθροπραξιών. Μέσα σε αυτόν τον αναβρασμό, με την παρέλευση των ημερών, οι πολύμορφες πιέσεις των δυνάμεων της «Αντάντ» προς την κυβέρνηση των Αθηνών, προσέλαβαν πλέον 219


χαρακτήρα αξιώσεων εξαναγκασμού υποταγής στις βουλήσεις τους. Στις 3 Νοεμβρίου 1916, ο ναύαρχος Φουρνέ επανήλθε με νέες αξιώσεις, απαιτώντας αυτήν τη φορά να του παραδοθούν 18 πεδινές και 16 ορεινές πυροβολαρχίες με τα παρελκόμενά τους, 40.000 τουφέκια Manlicher με 8.800.000 φυσίγγια, 140 πυροβόλα και 50 φορτηγά αυτοκίνητα. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 6 Νοεμβρίου, ο ναύαρχος Φουρνέ προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, καταρρακώνοντας και τα τελευταία υπολείμματα των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας: με διακοίνωσή του, κάλεσε τους πρεσβευτές και τους διπλωματικούς υπαλλήλους των «Κεντρικών Αυτοκρατοριών» και των συμμάχων τους, που υπηρετούσαν στην Αθήνα, να εγκαταλείψουν εντός 48 ωρών το ελληνικό έδαφος. Μπροστά στην ιταμότητα των απαιτήσεων του Γάλλου ναυάρχου, στις 7 Νοεμβρίου 1916, ο βασιλέας προχώρησε στη σύγκληση του Συμβουλίου του Στέμματος, στο οποίο έλαβαν μέρος ο τότε πρωθυπουργός Σπυρίδων Λάμπρος και οι διατελέσαντες κατά καιρούς κοινοβουλευτικοί πρωθυπουργοί της χώρας, προκειμένου να εξετασθεί η κατάσταση που διαμορφωνόταν στον τόπο. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, ο Δημήτριος Γούναρης, συνεπικουρούμενος και από τον πρώην πρωθυπουργό Στέφανο Σκουλούδη, εξέφρασε την πλήρη αντίθεσή του στην όποια παράδοση πολεμικού υλικού, καθώς και σε κάθε περαιτέρω παραχώρηση στις απαιτήσεις Φουρνέ. Με το πέρας της συνεδρίασης, αποφασίστηκε η υιοθέτηση της γραμμής που εισηγείτο ο Δημήτριος Γούναρης, και συμφωνήθηκε να δοθεί την επομένη ημέρα αρνητική απάντηση στις απαιτήσεις Φουρνέ ως προς την παράδοση του οπλισμού. Τα πράγματα έφτασαν σε ακραίο σημείο, όταν ο Γάλλος ναύαρχος Φουρνέ, επανήλθε στις 11 Νοεμβρίου 1916, προβάλλοντας με νέο τελεσίγραφό του κατά τρόπο αυθάδη την απαίτηση για την παράδοση σε αυτόν από την κυβέρνηση των Αθηνών, του πολεμικού υλικού της χώρας, θέτοντας ως καταληκτική ημερομηνία «συμμόρφωσης», την 18η Νοεμβρίου και υπογραμμίζοντας ότι διαφορετικά ήταν υποχρεωμένος να «κάνει γνωστό» στην ελληνική κυβέρνηση ότι θα προχωρούσε στη λήψη «επιβεβλημένων μέτρων». Προ αυτής της ταπεινωτικής συμμαχικής συμπεριφοράς, η έκρηξη της αγανάκτησης του λαού των Αθηνών υπήρξε και εύλογη και έντονη. Έτσι, υπό την πίεση πια και της κοινής γνώμης, η κυβέρνηση των Αθηνών, αντιλαμβανόμενη ότι τα πράγματα εξωθούνταν ανεπίστρεπτα στα άκρα, άρχισε να λαμβάνει μέτρα προπαρασκευής για τη σύγκρουση, που πρόβαλε ως αναπόφευκτη. Ανάμεσα στα άλλα, κλήθηκε να επιστρέψει επειγόντως από τα Ιωάννινα ο γνωστός για τα «αντιβενιζελικά» του φρονήματα, διοικητής του 5ου Σώματος Στρατού, υποστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας, τέθηκαν σε επιφυλακή οι δυνάμεις των στρατοπέδων που βρίσκονταν κοντά στην περιοχή της Αττικής, αποφασίστηκε ο εξοπλισμός των επιστράτων εφέδρων και κλήθηκαν σε κατάταξη εθελοντές, που προσέρχονταν κατά χιλιάδες στους τόπους που είχαν οριστεί για να παραλάβουν τον οπλισμό τους. Όλα έδειχναν ότι η σύγκρουση ήταν πια προ των πυλών. Στις 14 Νοεμβρίου 1916, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ συναντήθηκε για τελευταία φορά με τον ναύαρχο Φουρνέ. Το μόνο αποτέλεσμα, όμως, αυτής της συνάντησης ήταν η διαβεβαίωση του Φουρνέ ότι δεν επρόκειτο να καταλάβει βίαια το πολεμικό υλικό και η υπόσχεση του Βασιλέα ότι τα ελληνικά τμήματα δεν θα έκαναν πρώτα χρήση πυρός. Στις 17 Νοεμβρίου 1916, τελευταία ημέρα πριν από την εκπνοή του τελεσιγράφου, σε μια έσχατη απόπειρα αποσόβησης της προδιαγραφόμενης πλέον θερμής σύγκρουσης, ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Λάμπρου, Ευγένιος Ζαλοκώστας, επισκέφθηκε το ναύαρχο Φουρνέ στη ναυαρχίδα του «Provence», όπου του επαναβεβαίωσε την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να συμμορφωθεί προς το τελεσίγραφό του και του ζήτησε να βρουν από κοινού μία φόρμουλα εξόδου από την κρίση. Το διάβημα απέβη άκαρπο. Η αντίστροφη μέτρηση πλέον είχε αρχίσει. Από τη συμμαχική στρατιωτική διοίκηση, εκδόθηκε διαταγή επίθεσης των 220


συμμαχικών δυνάμεων κατά της Αθήνας, που προσδιόριζε τους στόχους της επιχείρησης, της οποίας το πλήρες κείμενο έχει ως εξής: «Μυστική Διαταγή αριθ. 13 Διαταγή επιχειρήσεων Το αποβατικόν στράτευμα θα εγκατασταθή, εν ανάγκη διά της βίας, επί των θέσεων των οποίων η κατάληψις παρά των στρατευμάτων μας αποτελεί απειλήν διά τας Αθήνας και ασφαλίζει την κατάληψιν των στρατιωτικών ιδρυμάτων ή στρατιωτικής χρησιμότητος, ευρισκομένων εν τη ζώνη των επιχειρήσεων. Αι προς κατάληψιν θέσεις είναι: 1. Το σύνολο των λόφων Νυμφών, Πνυκός, και Φιλοπάππου, δεσποζόντων των Αθηνών. 2. Το Ζάππειον και τα περίχωρά του, εις την νότιαν έξοδον της πόλεως»244. Στην Αθήνα, επικρατούσε πλέον πολεμικός πυρετός. Στρατιωτικές δυνάμεις αναλάμβαναν τη φρούρηση των δημοσίων κτιρίων, τα υψώματα γύρω από το κέντρο της Αθήνας οχυρώνονταν με θέσεις πολυβόλων, ενώ δυνάμεις πεζικού αναπτύσσονταν από την Ιερά Οδό έως το Καλυκοποιείο Μαλτσινιώτη. Έτσι, όταν κατόπιν διαταγών του ναυάρχου Φουρνέ, αποβατικά αγήματα 2.500 τουφεκιοφόρων, 3 τάγματα Γάλλων ναυτών, 3 λόχοι Άγγλων πεζοναυτών και μικρό ιταλικό απόσπασμα, κινήθηκαν μετά την εκπνοή της προθεσμίας να καταλάβουν στρατηγικά σημεία της πόλης των Αθηνών, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πάνδημη κινητοποίηση του αθηναϊκού λαού, με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο Καλλάρη, τον υποστράτηγο Παπούλα, και υπό την επιτελική εποπτεία του Ιωάννου Μεταξά. Η σύγκρουση υπήρξε αιματηρή. Και παρά τους ανελέητους βομβαρδισμούς των πλοίων της «Αντάντ», που ναυλοχούσαν στο λιμάνι του Πειραιά, κατά σημείων της πόλης των Αθηνών, οι αριθμητικά υπέρτερες, αλλά και πεισμωμένες από την ταπεινωτική συμπεριφορά των συμμάχων, ελληνικές δυνάμεις, επέφεραν καίρια πλήγματα στα ξένα στρατιωτικά αποσπάσματα. Ιδιαίτερα, μάλιστα, τη δεύτερη ημέρα των γεγονότων εκείνων, στις 19 Νοεμβρίου 1916, ανεξέλεγκτες δυνάμεις επιστράτων προσκείμενες στην κυβέρνηση των Αθηνών, επιτέθηκαν εναντίον όχι μόνον των ξένων στρατιωτών, αλλά και των παραγόντων και οπαδών του «Κόμματος Φιλελευθέρων», που θεωρούσαν κατά βάθος υπαίτιους για την εκβιαστική συμπεριφορά των ξένων δυνάμεων. Τα αποτελέσματα του μένους αυτού εναντίον των «βενιζελικών», υπήρξαν τραγικά: 35 άτομα σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν, 922 άνθρωποι φυλακίστηκαν, 503 σπίτια λεηλατήθηκαν, 31 γραφεία εφημερίδων καταστράφηκαν ή έκλεισαν με τη βία, και 980 πολίτες εκδιώχθηκαν ή εκτοπίστηκαν από την πόλη. Οι απώλειες των συμμαχικών στρατευμάτων υπήρξαν, επίσης, μεγάλες συμποσούμενες σε 62 άνδρες νεκρούς και 170 τραυματίες. Ενώ, εξίσου μεγάλος ήταν και ο φόρος αίματος από την πλευρά των προσκείμενων στην κυβέρνηση των Αθηνών δυνάμεων, που μέτρησαν 45 έως 50 άνδρες νεκρούς και τραυματίες. Προ της συντριπτικής ήττας την οποία υπέστη, ο ναύαρχος Φουρνέ αναγκάστηκε σε αναδίπλωση, επιστρέφοντας στη ναυαρχίδα του. Κατόπιν πυρετωδών διαβουλεύσεων των πρεσβευτών των δυνάμεων της «Αντάντ» με τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄, βρέθηκε τελικά μία λύση για την αποκλιμάκωση της σύγκρουσης που συνίστατο στη διακοπή των βομβαρδισμών από τα συμμαχικά πλοία με αντάλλαγμα η Ελλάδα να παραδώσει στις δυνάμεις της «Τριπλής Συνεννόησης» 6 πυροβολαρχίες245.

Αναφ. στο Παντελής Καρύκας, όπ. προηγ. σελ. 77. Για τα «Νοεμβριανά» βλ. μεταξύ των άλλων Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ Πάπυρος Πρεςς», τόμος 11, σελ.119 - 136, Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 179, Gunnar Hering, όπ. προηγ. τόμος Β΄, σελ. 908 και Ιάκωβος Ζ. Ακτσόγλου: «Νοέμβριος 1916 - Η Μάχη των Αθηνών: Η Αναγγελία του Εθνικού Διχασμού», εφ. Τύπος της Κυριακής, 19/11/2001.

244 245

221


Τα γεγονότα από το σημείο αυτό και μετά εξελίχθηκαν ραγδαία. Οι ξένοι, και ιδιαίτερα οι Γάλλοι, έκαναν λόγο για «ενέδρα» που τους στήθηκε στην Αθήνα. Και σε απάντηση, προχώρησαν στη λήψη πιεστικών μέτρων εναντίον των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής της ελληνικής πρωτεύουσας. Στις 24 Νοεμβρίου 1916, η Προσωρινή Κυβέρνηση του «κράτους της Θεσσαλονίκης», εκφράζοντας την αγανάκτησή της για τα γεγονότα των Αθηνών, κήρυξε έκπτωτο τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄ και ενημέρωσε τους κατά τόπους αντιπροσώπους της εκδίδοντας σχετικό διάταγμα, το πλήρες κείμενο του οποίου έχει ως ακολούθως: «Τα τραγικά γεγονότα των Αθηνών, όπου τόσοι εκ των συναγωνιστών μας εύρον μαρτυρικόν θάνατον και εδιώχθησαν σκληρώς, εδημιούργησαν μεταξύ του αιμοσταγούς Βασιλέως και του Έθνους χάσμα του λοιπού αγεφύρωτον. Όπως επιβάλη την τυραννίδα του δεν εδίστασε να θυσιάση τα υπέρτατα συμφέροντα του ελληνισμού εις τους εθνικούς ανταπαιτητάς μας με την πρόθεσιν να βοηθήση την γερμανικήν νίκην, εφ ης και μόνης ηδύνατο να εδραιώση την ελέω Θεού βασιλείαν του. Και όπως εμποδίση τον ταχύτερον εξοπλισμόν εκείνων των πατριωτών, όσοι συνετάχθησαν μετά των πατροπαραδότων φίλων και προστατιδών Δυνάμεων κατά των κοινών εχθρών, δεν εδίστασε να στρέψη τα ελληνικά όπλα κατά των στρατιωτών, των οποίων οι πατέρες έχυσαν το αίμα υπέρ της ελληνικής ανεξαρτησίας. Επωφελούμενος δε της ευκαιρίας, εξαπέλυσε τον βασιλικόν του στρατόν εις σφαγή εκείνων, οίτινες διετήρησαν άκαμπτον μέχρι τέλους το εθνικόν φρόνημα. Από της στιγμής αυτής ο βασιλεύς Κωνσταντίνος είναι έκπτωτος του θρόνου του. Δεν αμφιβάλλομεν ότι ο λαός, πανδήμως συνερχόμενος, θα επιδοκιμάση την έκπτωσιν ταύτην, ήτις αφορά προσωπικώς τον τύραννον βασιλέα και όχι την δυναστείαν. Η Προσωρινή Κυβέρνησις Ελ. Βενιζέλος Π. Κουντουριώτης Π. Δαγκλής»246. Σύμφωνα με αυτή την υπόδειξη της Προσωρινής Κυβέρνησης, οργανώθηκαν στις περιοχές που ήλεγχε αυτή συλλαλητήρια που κατήγγειλαν τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄ και εξέφραζαν την ευαρέσκεια των συγκεντρωθέντων για την απόφαση της έκπτωσής του. Στις 25 Νοεμβρίου 1916, η «Αντάντ» επέβαλε ασφυκτικό ναυτικό αποκλεισμό των ελληνικών παραλίων, προσδοκώντας ότι με τον τρόπο αυτό θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την άρση της λαϊκής υποστήριξης προς τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄. Ο αποκλεισμός αυτός, προκάλεσε μεγάλες στερήσεις, εκτεταμένο λιμό και σημαντικό αριθμό αθώων θυμάτων σε ολόκληρη την επικράτεια του «κράτους των Αθηνών». Για την οικτρή κατάσταση που επικρατούσε την περίοδο εκείνη στις περιοχές που υφίσταντο τις συνέπειες του αποκλεισμού, γράφει ένας από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων εκείνης της περιόδου, ο Ιωάννης Μεταξάς, σε μία σειρά άρθρων του, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Καθημερινή το 1934, στο πλαίσιο μιας ενδιαφέρουσας δημόσιας αντιπαράθεσής του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που αρθρογραφούσε από την πλευρά του από τις στήλες της εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα, για τα χρόνια του διχασμού. Επικαλούμενος στο άρθρο του αυτό, ο Ιωάννης Μεταξάς μεταξύ των άλλων στοιχεία από τα βιβλία «Η ΑΝΤΑΝΤ και η Ελλάς» του Γάλλου διπλωμάτη Κοσμέν και «Η Μυστική Υπηρεσία των Συμμάχων» του Βρετανού αξιωματούχου των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών Τόμσον, αναφέρει ανάμεσα στα άλλα και τα εξής: «Ούτως ο αποκλεισμός ήρχισε να φέρη τα φοβερά αποτελέσματά του. Η έλλειψις τροφής προεκάλει επιδημίας. Γέροντες και παιδιά υπέκυπτον εις μέγαν αριθμόν, ιδίως βρέφη, τα οποία αι μητέραι των δεν ηδύναντο να θηλάσωσι. Αφ’ ετέρου ο αποκλεισμός προεκάλει επικίνδυνον ανεργίαν και η καθημερινή μερίς άρτου, όστις άλλως τε ήτο της χειρίστης ποιότητος, κατήλθε εις τα 60 δράμια. Τα μαγαζιά εκκενούντο και από πελάτας και από 246

Βλ. Παντελής Καρύκας, όπ. προηγ. σελ. 79 - 80.

222


εμπορεύματα. Οι ζώντες από την καθημερινήν εργασίαν των έπεσαν εις μεγάλην αθλιότητα. Ετρέφοντο με σύκα, σταφίδα και χαρούπια. Ο πληθυσμός ετρέφετο με σύκα και σταφίδες. Τα αποθέματα τροφίμων εξηντλήθησαν. Άλευρα ήσαν απολύτως δυσεύρετα. Οι κάτοικοι ηναγκάσθησαν να τραπώσι προς τροφάς ανθυγιεινάς αίτινες προεκάλεσαν πολυαρίθμους δηλητηριάσεις. Η εντερίτις κατέστη ενδημική, ιδίως εις τας Ιονίους νήσους. Εις την Κεφαλληνίαν και εις την Ζάκυνθον οι μαύροι (Σενεγαλέζοι του Γαλλικού Στρατού) οι κατέχοντες τας νήσους κατέσχεσαν όλα τα αποθέματα, τα οποία δεν ήσαν πολλά. Η ναυσιπλοΐα και η βιομηχανία εσταμάτησαν. Η ανεργία καθίστατο από ημέρας εις ημέραν απειλητικωτέρα. Εις τας μεγάλας πόλεις ανεκουφίζετο η αθλιότης με δημόσια συσσίτια, αλλά εις τας νήσους τούτο ήτο αδύνατον. Πράκτορες των συμμάχων υπέσχοντο φορτία σίτου εις τους πεινώντας κατοίκους, υπό τον όρον να προσχωρήσωσιν εις την επανάστασιν του κ. Βενιζέλου, αλλ’ ούτοι ετήρησαν την πίστην των εις τον βασιλέα. Ο κ. Βενιζέλος κατέστη μισητός. Αφού η τροφή εσπάνιζεν οι κάτοικοι ετρέποντο εις την αλιείαν. Αλλ’ εχρειάζετο θάρρος εις τους αλιείς να εξέλθωσιν εις την θάλασσαν. Διότι αι λέμβοι των συνελαμβάνοντο υπό των συμμαχικών πλοίων ή και εβυθίζοντο πυροβολούμεναι. Τους έλεγον: "διώξατε τον βασιλέα σας και σας αφήνομεν ησύχους". Αι ηθικαί ζημίαι του αποκλεισμού ήσαν ακόμη μεγαλύτεραι. Η χώρα απεμονώθη τελείως από τον επίλοιπον κόσμον. Όλαι αι ταχυδρομικαί συγκοινωνίαι δικόπησαν. Η ιδιωτική αλληλογραφία, ιδίως η προερχομένη από ουδετέρας χώρας, όταν δεν εκρατείτο ή δεν κατεστρέφετο, επεστρέφετο εις τους αποστολείς. Η επίσημος αλληλογραφία υφίστατο τα ίδια. Έγγραφα και τηλεγραφήματα των πρέσβεων της Ελλάδος εις το εξωτερικόν κατεστρέφοντο ή εκρατούντο επ’ αόριστον χρόνον. Νέον πεδίον ενεργείας ηνοίγετο εις τον Ροκφέϊγ. Κατακλυσμός συκοφαντικών ειδήσεων εξεπέμπετο εκ Θεσσαλονίκης και Σαλαμίνος όπου το στρατηγείον του Ροκφέϊγ, προς τας εφημερίδας των Παρισίων και του Λονδίνου, και εδημοσιεύοντο παρ’ αυτών»247. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πάντως, θεωρώντας πως η λήψη ακόμη δραστικότερων μέτρων θα πειθανάγκαζε, αυτό που ο ίδιος και οι υποστηρικτές του αποκαλούσαν, «καθεστώς των Αθηνών» σε υποχώρηση, πρότεινε στους Γάλλους μια σειρά επιπρόσθετων ενεργειών προς αυτήν την κατεύθυνση, μεταξύ των οποίων ήταν ο αεροπορικός βομβαρδισμός αποθηκών και στρατιωτικών μονάδων, προσκείμενων στον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄. Ζήτησε, επίσης, να επιτραπεί στην Προσωρινή Κυβέρνησή του η κατάληψη όλων σχεδόν των νησιών, καθώς και βασικών λιμανιών της χώρας, όπως η Πάτρα, ο Βόλος και η Πρέβεζα, τα οποία θα χρησίμευαν ως κέντρα στρατολογίας εθελοντών. Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι προσφέρθηκε να διαθέσει στο στρατηγό Σαράϊγ 2 μεραρχίες, προσκείμενες στο «κράτος της Θεσσαλονίκης», οι οποίες θα ελάμβαναν μέρος σε περίπτωση εκστρατείας κατά του «κράτους των Αθηνών». Οι προτάσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου, δεν υλοποιήθηκαν καθώς συνάντησαν την αντίθεση των άλλων κυβερνήσεων των χωρών της «Αντάντ», αλλά και επειδή όλες οι ενδείξεις έπειθαν ότι ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ τελικά θα αναγκαζόταν να αποδεχθεί όλους τους όρους που του υπαγορεύονταν, χωρίς την προσφυγή στα δραστικά μέτρα που πρότεινε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Στην Αθήνα και ευρύτερα σε ολόκληρη την «παλαιά» Ελλάδα, η βίαιη συμπεριφορά των ξένων δυνάμεων, αλλά και οι πληροφορίες για τις προτάσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου, γιγάντωναν την οργή και φούντωναν την αγανάκτηση ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων εναντίον του Κρητικού πολιτικού και των οπαδών του, που θεωρούνταν ως οι πρωταίτιοι για τα δεινά που υφίσταντο οι κάτοικοι αυτών των περιοχών. Στο κλίμα «δαιμονοποίησης» που είχε δημιουργηθεί για κάθε τι που αφορούσε τον Βενιζέλο και τους «βενιζελικούς», βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν ακραίες τάσεις, που οδηγούσαν στην εκδήλωση εξίσου ακραίων αντιδράσεων. Μια τέτοια αντίδραση υπήρξε η 247

Βλ. Παντελής Καρύκας, όπ. προηγ. σελ. 77 - 78.

223


οργάνωση στις 12 Δεκεμβρίου 1916, από οπαδούς του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, στο Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα, μιας τυπικής τελετουργίας εξορκισμού: το περιβόητο «ανάθεμα» κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου, που έγινε κατόπιν απόφασης της Συνόδου της Εκκλησίας με επικεφαλής τον ίδιο τον τότε Αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο. Το «ανάθεμα» κατά του Βενιζέλου επαναλήφθηκε και σε πολλές περιοχές της επαρχίας. Οι δραματικές αυτές εξελίξεις κορύφωσαν το διχασμό και οδήγησαν στην επισημοποίηση του χωρισμού της Ελλάδας σε δύο μέρη. Η επίσημη αναγνώριση της Προσωρινής Κυβέρνησης του «κράτους της Θεσσαλονίκης» από την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία (όχι όμως και από την Ιταλία), βάθυνε ακόμη περισσότερο το χάσμα και εξάτμισε και τις τελευταίες πιθανότητες εξεύρεσης μίας φόρμουλας συνδιαλλαγής μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, που θα έθετε τέλος σε αυτήν τη σύγχρονη ελληνική τραγωδία. Με τη στήριξη πλέον των δυνάμεων της «Αντάντ», η Προσωρινή Κυβέρνηση του «κράτους της Θεσσαλονίκης» άρχισε σταδιακά να επεκτείνει την επικράτειά της σε διάφορες περιοχές της χώρας, ξεκινώντας από τις Κυκλάδες. Την ενσωμάτωση των Κυκλάδων στο «κράτος της Θεσσαλονίκης» αμαύρωσαν τα γεγονότα, που έλαβαν χώρα στην Απείρανθο της Νάξου, στις 2 Ιανουαρίου 1917. Προ της άρνησης των κατοίκων της Απειράνθου να προσχωρήσουν στην Προσωρινή Κυβέρνηση, ο στρατός της δεν δίστασε να ανοίξει πυρ εναντίον τους, αιματοκυλώντας την κωμόπολη και αφήνοντας πίσω του 32 νεκρούς και 44 τραυματίες. Παρόμοιο θλιβερό επεισόδιο σημειώθηκε στην περιοχή των Κυκλάδων και στην Άνδρο, με μικρότερο αριθμό νεκρών και τραυματιών. Τα περιστατικά αυτά, της βίαιης συμπεριφοράς προς «αντιβενιζελικούς» πολίτες από στρατιωτικές δυνάμεις, δεν ήταν δυστυχώς τα μοναδικά. Προηγουμένως, παρόμοια επεισόδια είχαν σημειωθεί, με δράστες Γάλλους στρατιώτες, στην Χαλκιδική, καθώς και στη Μονή Ζιδανίου των Σερβίων της Κοζάνης, όπου στις 6 Μαρτίου 1916, με την υποψία και μόνο ότι οι μοναχοί δρούσαν «συνωμοτικά» υπέρ του βασιλέως, η Μονή πολιορκήθηκε και μετά την κατάληψή της, εκτελέστηκαν διά τουφεκισμού στο προαύλιό της και οι 6 ευρισκόμενοι σε αυτήν μοναχοί και λαϊκοί248. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση Λάμπρου στην Αθήνα, συνειδητοποιώντας το αδιέξοδο στο οποίο είχε παγιδευτεί, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την άμβλυνση της κατάστασης, προβαίνοντας σε συνεχείς παραχωρήσεις και ικανοποιώντας όλες τις απαιτήσεις, που τελεσιγραφικά πρόβαλαν οι δυνάμεις της «Αντάντ». Έτσι, μετά την τέταρτη διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων της 1ης Ιανουαρίου 1917, προέβη σε μία σειρά ενεργειών που απέβλεπαν στο να δυσωπήσουν τις αντιδράσεις τους. Στο πλαίσιο αυτό, αναγκάστηκε άμεσα να συμμορφωθεί με την απαίτησή τους να αποσυρθούν τα ελληνικά στρατεύματα από την περιοχή της πρωτεύουσας και προχώρησε στη μετακίνηση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων προς την Πελοπόννησο. Στις 12 Ιανουαρίου 1917, προχώρησε στη διάλυση των «Συνδέσμων των Επιστράτων», που πλέον η δράση τους τέθηκε εκτός νόμου. Ταυτόχρονα, στις 16 Ιανουαρίου 1917, πραγματοποίησε στο Ζάππειο «τελετή συγγνώμης», στο πλαίσιο της οποίας τμήματα του ελληνικού στρατού παρέλασαν ενώπιον των συμμαχικών σημαιών σε μια ταπεινωτική ένδειξη «τιμής και φιλίας». Την επόμενη ημέρα, στις 17 Ιανουαρίου, προέβη στην απελευθέρωση 327 «φιλοβενιζελικών» κατά κύριο λόγο πολιτικών κρατουμένων, που κατηγορούνταν για «εσχάτη προδοσία», κίνηση που σε ανταπόδοση οδήγησε την Προσωρινή Κυβέρνηση του «κράτους της Θεσσαλονίκης» να απελευθερώσει τους «φιλοβασιλικούς» πολιτικούς κρατούμενους, που κρατούνταν στις δικές της φυλακές249. Για τα γεγονότα που ακολούθησαν τα «Νοεμβριανά» της Αθήνας και τη στάση των δυνάμεων της «Αντάντ» και του «κράτους της Θεσσαλονίκης» μετά από αυτά, βλ. μεταξύ των άλλων Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 180 - 182 και Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 422 - 424.

248

224


Υποχρεωμένη να λειτουργεί μέσα σε αυτή τη χαοτική κατάσταση, η κυβέρνηση των Αθηνών, κατ’ ουσίαν πια κυβέρνηση ενός ανύπαρκτου κράτους, διατηρήθηκε στην εξουσία μέχρι την 21η Απριλίου 1917. Την ημέρα εκείνη, ο Σπυρίδων Λάμπρος υπέβαλε την παραίτηση του υπουργικού συμβουλίου και νέος πρωθυπουργός ανέλαβε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Η χώρα αντιμετώπιζε έντονο πρόβλημα επισιτισμού λόγω του συμμαχικού αποκλεισμού, γεγονός που ανάγκασε τη νέα κυβέρνηση να προχωρήσει και στην πρόωρη λήξη του σχολικού έτους, αλλά και στη λήψη διάφορων μέτρων παρόμοιου χαρακτήρα σε μια εναγώνια, όσο και μάταια, προσπάθεια να ανακουφίσει τις συνέπειες. Παρά την εξ αρχής υποχωρητική στάση της κυβέρνησης Ζαΐμη προς τις απαιτήσεις των δυνάμεων της «Αντάντ», οι πιέσεις που ασκούνταν προς αυτήν αντί να μειώνονται, αυξάνονταν όλο και περισσότερο. Η παρουσία του Γάλλου γερουσιαστή Κάρολου Αύγουστου Ζοννάρ, πρώην γενικού διοικητή της Αλγερίας, ως Ύπατου Αρμοστή των Συμμάχων στην Ελλάδα, έδινε μια νέα διάσταση στην ανάμιξη των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά ελληνικά πολιτικά πράγματα. Αυτός ο ραγδαίος εκτραχηλισμός της όλης κατάστασης, δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορο τον Δημήτριο Γούναρη, τον ηγέτη του «Κόμματος Εθνικοφρόνων». Ο Αχαιός πολιτικός, που έμπρακτα είχε αποδείξει σε όλη την ως τότε πολιτική του διαδρομή την προσήλωσή του στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και τους δημοκρατικούς κανόνες, έβλεπε με οδύνη τα πράγματα να οδηγούνται προς ανεξέλεγκτες κατευθύνσεις και βίωνε με απόγνωση τη διαπίστωση της αδυναμίας εξεύρεσης μιας λύσης. Μη θέλοντας με τις επίσημες δημόσιες παρεμβάσεις του να ρίξει και άλλο λάδι στη φωτιά του διχασμού, που κατέκαιγε πλέον τα πάντα, επιχειρούσε να κρατάει κατά το δυνατόν ελεγχόμενους τους τόνους των αντιδράσεών του, αποφεύγοντας πολλές φορές να πάρει θέση επί ζητημάτων, που γνώριζε πως όφειλε να το κάνει. Στο οριακό σημείο, όμως, που πλέον είχαν αχθεί οι εξελίξεις, σε εκείνη τη φορτισμένη άνοιξη του 1917, ο Δημήτριος Γούναρης ένοιωσε την ανάγκη να εκθέσει δημοσίως κάποιες σκέψεις του, τόσο επί της υφιστάμενης κατάστασης στον τόπο, όσο και επί της περαιτέρω προοπτικής της. Μη θέλοντας να το πράξει επωνύμως, προέβη στη δημοσίευση δύο βαρυσήμαντων άρθρων στην προσκείμενη σε αυτόν εφημερίδα των Αθηνών Ημερήσια Νέα, την οποία διηύθυνε ο έμπειρος δημοσιογράφος και στενός προσωπικός του φίλος, Βασίλειος Θεοδωρίδης. Τα άρθρα αυτά, δημοσιεύθηκαν ανυπόγραφα, στις 24 και 28 Μαΐου 1917250. Και επειδή αποτυπώνουν εύγλωττα όχι μόνο τις σκέψεις ενός από τους βασικούς πολιτικούς πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου, αλλά και το σφυγμό μιας ταραγμένης εποχής, παρατίθενται αυτούσια, καθώς κρίνονται πολυτρόπως χρήσιμα στο να συμβάλουν στην κατά το δυνατόν διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης εικόνας για εκείνη τη θυελλώδη φάση της εθνικής μας πορείας. Το πρώτο άρθρο του Δημητρίου Γούναρη, υπό τον τίτλο «Ουδείς θα δυνηθή να κατηγορήση την Ελλάδα!», που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ημερήσια Νέα της 24ης Μαΐου 1917, και αναφέρεται στην κατάσταση που επικρατούσε τότε στη χώρα, έχει αυτολεξί ως εξής: «Η αβεβαιότης της καταστάσεως εξακολουθεί. Εις τι οφείλεται τούτο; Η Ελληνική Κυβέρνησις, είναι αναμφισβήτητον, ότι έπραξε παν ό,τι ηδύνατο να πράξη περισσότερον από ό,τι ήτο επιτετραμμένον να της ζητηθή. Και το έπραξεν εξ ιδίας σχεδόν πρωτοβουλίας. Κατέδειξε διά παντός μέσου, το οποίον ηδύνατο να έχη εις την διάθεσιν αυτής, τας αναμφισβητήτους αγαθάς προθέσεις αυτής και της Ελλάδος προς τας Δυνάμεις Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 11, σελ. 138 - 139 και Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 182 - 183. 250 Ότι συγγραφέας αυτών των άρθρων ήταν ο Δημήτριος Γούναρης, το αναφέρει στο βιβλίο του ο επιστήθιος φίλος του και στενός συνεργάτης του, δημοσιογράφος και αργότερα βουλευτής, Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 432. 249

225


της Συνεννοήσεως. Τόσον αγαθάς, ώστε να μη έχη αντιστρέψη αυτάς ουδεμία από τας κακοβουλίας τας οποίας τόσον επιδεικτικώς προέβαλον τα διάφορα όργανα της Συνεννοήσεως. Πέραν των πραχθέντων υπό της Κυβερνήσεως ουδέν εύρηται εις την διάθεσιν αυτής μέσον εξευμενισμού. Έφθασεν η ενέργειά της εις το όριον, το οποίον διαγράφει ο φυσικός νόμος της αυτοσυντηρήσεως. Και ο λαός ο Ελληνικός διηυκόλυνε το έργον της Κυβερνήσεως. Μ’ όλην την φυσικήν υπερευαισθησίαν των λαϊκών ομάδων ο λαός κατέδειξεν, ότι συμμερίζεται τας ευλαβείς διαθέσεις της Κυβερνήσεώς του προς την Συνεννόησιν. Διότι και του λαού αι διαθέσεις είναι εξ ίσου αγαθαί, ώστε δεν κατώρθωσαν ν’ αντιστρέψωσιν αυτάς ουδέ τα μαρτύρια μιας ολοκλήρου διετίας. Ουδέ η πείρα εξ ολοκλήρων μηνών. Ουδέ η χαιρεκακία, μεθ’ ης εφηρμόσθησαν όλαι αι απαίσιαι μέθοδοι, δι’ ων επεδιώχθη να ποδοπατηθώσι πάντα τα ιερά και όσια αυτού. Και προς καταδήλωσιν των αγαθών αυτών διαθέσεων και ο λαός έστερξε τα γενόμενα υπό της Κυβερνήσεως. Πέραν όμως τούτων ουδέν έχει να στέρξη. Έφθασεν εις το όριον, το οποίον χαράσσει η ανάγκη αυτού, η υπερτέρα πάσης σκέψεως και ανεπίδεκτος οιασδήποτε συζητήσεως, η ανάγκη να ζήση ως Κράτος. Και να ζήση ως Κράτος ελεύθερον. Ανάγκη, περί της οποίας γνωρίζει, ότι υπάρχουσι περιστάσεις καθ’ ας θεραπεύεται μόνον διά της αντιστάσεως· περιστάσεις, καθ’ ας η εκουσία υποταγή, πιστοποιούσα κατάπτωσιν της θελήσεως, σημαίνει αιωνίαν παραίτησιν του δικαιώματος του ζην εν ελευθερία. Εννοεί ο Ελληνικός λαός, ότι το δικαίωμα τούτο δεν προσήκει παρά μόνον εις λαόν αναγνωρίζοντα να θέλη να είναι ελεύθερος και ικανόν να υποστή πάσαν προς τούτο θυσίαν. Και ούτω και Κυβέρνησις και λαός έπραξαν παν ό,τι ήτο δυνατόν να πράξωσι. Πέραν των πραχθέντων ουδέν υπάρχει, το οποίον να είναι δυνατόν να ζητηθή. Διατί εξακολουθεί η αβεβαιότης; Εκείνοι προς τους οποίους τόσα υπό της Ελλάδος προσηνέχθησαν, φαίνεται, ότι σκέπτονται ακόμη αν θα αρκεσθώσιν εις αυτά. Δεν γνωρίζομεν ποίοι είναι οι αρμόδιοι κύκλοι της Συνεννοήσεως, ίνα λάβωσιν την σχετικήν απόφασιν. Μεταξύ των προτύπων, τα οποία παρουσίασαν και παρουσιάζουσιν αι σχέσεις των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως προς την Ελλάδα, είναι και η επελθούσα σύγχυσις διπλωματικής και στρατιωτικής αρμοδιότητος εν ταις προς την Ελλάδα ενεργείαις. Αι διπλωματικαί σχέσεις εξακολουθούν. Η Ελλάς είναι Κράτος ανεξάρτητον, προς ο διατηρούνται, ως προς ομότιμον, αι διπλωματικαί σχέσεις. Και όμως, εν αυτή δρώσι και στρατιωτικοί παράγοντες της Συνεννοήσεως, οι οποίοι φαίνεται, ότι έχουσιν εξουσίαν ανεξάρτητον των διπλωματικών παραγόντων. Εξουσίαν εις την οποίαν ελαχίστην έχουσι διάθεσιν ν’ αναγνωρίσωσιν οιαδήποτε όρια, ουδέ εκείνα, τα οποία η πολιτική αυτοτέλεια της χώρας διαγράφει, ούτε άλλα οιαδήποτε. Ίσως ούτε τα όρια, τα οποία θα ηδύνατο να χαράξη η υγιής αντίληψις της πολιτικής, ην ακολουθούν τα Κράτη εις α ανήκουσιν οι στρατοί, τους οποίους διοικούσιν, εντεύθεν η σύγχυσις, εξ ης η αμφιβολία περί των κύκλων της Συνεννοήσεως, των αρμοδίων, ίνα λάβωσι την απόφασιν περί της περαιτέρω στάσεως απέναντι της Ελλάδος. Οιοιδήποτε όμως και αν είναι οι κύκλοι ούτοι, ας ευχηθώμεν, ίνα διαγνώσωσι την αληθή των πραγμάτων κατάστασιν. Τους διπλωμάτας δεν θα διαλάθη, ότι ουδέν πλέον επιτρέπεται να ζητήσωσι. Δεν γνωρίζομεν, αν εν τη εξαιρετική αυτών πείρα περί τον χειρισμόν των διεθνών αρχών, θα κατορθώσουν να εύρουν στήριγμα, δικαιολογούν τα μέχρι τούδε ζητηθέντα και επιβληθέντα. Βεβαίως όμως είναι υπέρ πάσαν τέχνην η εύρεσις οιασδήποτε έστω και σκιώδους δικαιολογίας διά παν περαιτέρω αίτημα. Αλλά και τους στρατιωτικούς παράγοντας δεν δύναται να διαλάθη η ανάγκη, εις την οποίαν θα περιαγάγη πάντας εν Ελλάδι πάσα περαιτέρω αξίωσις. Και βεβαίως δεν θα παρίδωσιν, ότι αι υπαγορεύσεις της ανάγκης ταύτης δεν θα είναι συντελεστικαί προς ευόδωσιν του κυρίου έργου, διά το οποίον ευρίσκονται τόσον μακράν της πατρίδος των, εν στιγμαίς ούτω κρισίμοις. 226


Ίσως να δικαιολογήται εκ των παρατηρήσεων τούτων η ελπίς της διευθετήσεως, ην πάντες ευχόμεθα. Αλλά, αν η ελπίς αύτη αποδειχθή φρούδη, ουδείς θα δυνηθή να κατηγορήση την Ελλάδα, ότι δεν έκαμε παν το ανθρωπίνως δυνατόν, ίνα αποτρέψη ό,τι μοιραίως θα επακολουθήση». Το πλήρες κείμενο του δεύτερου άρθρου του Δημητρίου Γούναρη, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ημερήσια Νέα της 28ης Μαΐου 1917, υπό τον τίτλο «Από μόνην την αλήθειαν ακόμη ελπίζομεν» και αναφερόταν στις προοπτικές στις οποίες εκείνος προσέβλεπε προκειμένου να μπορέσει η Ελλάδα να βγει από την κρίση, έχει ως εξής: «Εκάστη παρερχομένη ημέρα προσεγγίζει ημάς προς την λύσιν της εκκρεμότητος. Δεν θέλομεν να προβώμεν από τούδε εις την εκτίμησιν των διαφόρων σημείων, τα οποία δικαιολογούσι την ανησυχίαν, ότι δεν θα κατωρθωθή να υπάρξη υγιής αντίληψις της καταστάσεως παρ’ εκείνοις εκ των οποίων τόσα υπέστη και τόσα υφίσταται ο ατυχής αυτός τόπος. Και ηλέγχθημεν μάλιστα επί τούτω. Όχι μόνον από τα διάφορα όργανα, ξενόφωνα ή ελληνόφωνα, της ξενικής ενεργείας. Προ του ελέγχου αυτών παρερχόμεθα μετ’ αδιαφορίας, εις τας κατ’ επιταγήν κραυγάς των ανθρώπων αυτών, διά της επιβολής ξενικής βίας καθισταμένας ανεκτάς, δεν έχομεν να αντιτάξωμεν ουδεμίαν αντίρρησιν πολύ δε ολιγώτερον θα επετρέπετο να αντιτάξωμεν κατ’ αυτών οιονδήποτε επιχείρημα. Η αντίταξις επιχειρήματος δέον να έχη ως άμεσον επακολούθημα μίαν καλής πίστεως συζήτησιν. Και συζήτησις γίνεται μόνον προς εκείνους τους οποίους προσπαθή τις να φωτίση περί της ορθότητος της ιδίας γνώμης. Τοιαύτη προσπάθεια προϋποθέτει εκείνους, προς τους οποίους γίνεται η συζήτησις, έχοντας διάνοιαν ελευθέραν δυναμένην να φωτισθή και γλώσσαν ελευθέραν δυναμένην να είπη ό,τι η φωτισθείσα διάνοια προσθέτει. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουσιν ιδίαν διάνοιαν. Δεν έχουσιν ιδίαν γλώσσαν. Δεν είναι πλέον κύριοι, ούτε της μιας ούτε της άλλης· Δεν έχουσι πλέον διάνοιαν επεξεργαζομένην, όσα τα πράγματα παρουσιάζουσιν εις αυτήν. Δεν έχουσι πλέον γλώσσαν εκφράζουσαν όσα η διάνοια σκέπτεται. Όσα εκφράζουσι κυοφορούνται, έστιν ότε δε και διατυπούνται αλλαχού. Κυοφορούνται και διατυπούνται εκεί, όπου εκυοφορήθησαν όσα δεινά εβάρυναν και βαρύνουσι τον ατυχή αυτόν τόπον. Αλλ’ ηλέγχθημεν επί απαισιοδοξία και από άλλους εκτός των ανθρώπων αυτών. Από άλλους των οποίων θα είμεθα ευτυχείς αν ηδυνάμεθα να συμμερισθώμεν την γνώμην. Όχι μόνον διότι η γνώμη των θα μας απήλλαττε ανησυχιών σοβαροτάτων. Αλλά και διότι μετ’ αυτών συμπίπτομεν απολύτως εν τω επιδιωκομένω σκοπώ, τον οποίον όμως μετ’ αυτών έχομεν κοινόν με πάντας τους Έλληνας. Εν τω σκοπώ της προασπίσεως της οντότητος και ανεξαρτησίας του Κράτους. Δεν θέλομεν ήδη να συζητήσωμεν τα διάφορα σημεία τα ενισχύοντα τους φόβους ημών. Βραχύς, πολύ βραχύς θα παρέλθη χρόνος και η λύσις της εκκρεμότητος θα επέλθη. Κατά την υστάτην ταύτην στιγμήν αισθανόμεθα την υποχρέωσιν να τονίσωμεν: Ότι ευχόμεθα, ως εύχεται ολόκληρος η Ελλάς, να αντιληφθώσιν εν τη αληθή αυτής μορφή την κατάστασιν εκείνοι, οι οποίοι πρόκειται να καταρτίσωσι τας αποφάσεις των. Και να προβώσιν εις τας αποφάσεις των, έχοντες υπ’ όψει την κατάστασιν, την πράγματι υπάρχουσαν. Να θέσωσιν εν τη εκτιμήσει της καταστάσεως τον Ελληνικόν Λαόν, οίος πράγματι είναι, σκεπτόμενον ως σκέπτεται, αισθανόμενον ως αισθάνεται και ν’ αναγνωρίσωσιν εις αυτόν το δικαίωμα να σκέπτεται και να αισθάνεται συμφώνως προς την ψυχικήν αυτού σύστασιν, την οποίαν διέπλασεν ο μέχρι τούδε βίος αυτού. Είμεθα βέβαιοι, ότι αν ούτω εκτιμήσωσι τα πράγματα και πρωτίστως τον Ελληνικόν Λαόν, ουδέν έχομεν να φοβηθώμεν. Διότι ουδέν εκ της τοιαύτης εκτιμήσεως της καταστάσεως δύναται να προέλθη δι’ ημάς δεινόν. Πάσα επαγωγή οιουδήποτε κακού εις ημάς θα ήτο αδικαιολόγητος μοχθηρία κατά λαού ουδένα βλάψαντα και ουδένα προτιθέμενον να βλάψη. Αλλά και πάσα επιδίωξις άλλων σκοπών, εξ εκείνων, οι οποίοι ήκιστα θα ηδύναντο να συμβιβασθώσι προς την πολιτικήν αυτοτέλειαν του λαού τούτου θα 227


κατεδεικνύετο τερατώδης χίμαιρα εκ της ορθής των πραγμάτων εκτιμήσεως. Ο Ελληνικός λαός πλήρης πίστεως εις το δίκαιον αυτού, ελπίζει ακόμη, ότι θα αποτραπώσιν απ’ αυτού τα απειλούμενα δεινά και θα χαραχθώσιν όσα ήδη τω έχωσιν επιβληθή. Η πίστις επί το δίκαιον αυτού τονώνει και την πίστην εις εαυτόν, ήτις, ουδέποτε, ουδ’ επί στιγμήν, απέλιπεν αυτόν». Αυτά τα άρθρα του Δημητρίου Γούναρη, όπως προελέχθη, έδιναν το στίγμα των αντιλήψεών του για την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, αλλά και των ελπίδων του για το πως θα μπορούσαν να αποφευχθούν τα χειρότερα. Στη φορά, όμως, των εξελίξεων που είχαν τροχοδρομηθεί, τα χειρότερα για τον τόπο ήταν ante portas. Ήδη, μια ημέρα πριν από τη δημοσίευση του δεύτερου άρθρου του Δημητρίου Γούναρη στα Ημερήσια Νέα, στις 27 Μαΐου 1917, κατέφθασε αιφνιδιαστικά στον Πειραιά ισχυρότατη μοίρα αγγλογαλλικού στόλου, που μετέφερε πολυάριθμα τμήματα στρατιωτικών δυνάμεων. Ταυτόχρονα, την ίδια ημέρα αναγγέλθηκε η κάθοδος από την Μακεδονία με κατεύθυνση τη Θεσσαλία, μιας μεραρχίας γαλλικού στρατού, ενώ άλλα τμήματα Γάλλων στρατιωτών, αποβιβάστηκαν στην Ελευσίνα και το Παλαιό Φάληρο. Η επίδειξη δυνάμεως των συμμάχων, χωρίς προφανή αιτία δημιούργησε έντονο προβληματισμό και ήγειρε απορίες στην κυβέρνηση των Αθηνών για το ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετούσε. 5.4 Η έκπτωση του Βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ - Πολιτικές διώξεις Η «απάντηση» δόθηκε στις 29 Μαΐου 1917, από τα ίδια τα γεγονότα, όταν ο Γάλλος γερουσιαστής Κάρολος Αύγουστος Ζοννάρ κάλεσε στη ναυαρχίδα του γαλλικού στόλου στον Πειραιά, στο καταδρομικό «Μπρουΐξ», τον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη, και του επέδωσε διακοίνωση εκ μέρους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Με τη διακοίνωση αυτή, αξιωνόταν η παραίτηση του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ από τον θρόνο, υπέρ του γιου του Αλεξάνδρου και όχι υπέρ του διαδόχου Γεωργίου, ο οποίος αποκλειόταν από τη σειρά διαδοχής με την πρόφαση ότι εθεωρείτο και αυτός «γερμανόφιλος», επειδή είχε πραγματοποιήσει μέρος των σπουδών του στην Γερμανία. Ταυτόχρονα, στη διακοίνωση διατυπωνόταν επιπροσθέτως η απαίτηση πως η βασιλική οικογένεια έπρεπε να αναχωρήσει άμεσα στο εξωτερικό. Το συμμαχικό τελεσίγραφο, τόνισε ο Ζοννάρ, επιδίδοντάς το στον πρωθυπουργό, θα έπρεπε να εκτελεσθεί εντός 48 ωρών, αλλιώς απειλούσε ότι σε διαφορετική περίπτωση θα «κονιορτοποιούσε» την Αθήνα. Μόλις τελείωσε η συνάντησή του με τον Κάρολο Αύγουστο Ζοννάρ, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης μετέβη κατ’ ευθείαν στα ανάκτορα, προκειμένου να ενημερώσει τον ανώτατο άρχοντα. Ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ συγκάλεσε αμέσως σε συνεδρίαση το Συμβούλιο του Στέμματος με τη συμμετοχή των Δημητρίου Ράλλη, Δημητρίου Γούναρη, Νικολάου Στράτου, Στέφανου Δραγούμη, Νικολάου Καλογερόπουλου και Νικολάου Δημητρακόπουλου, προκειμένου να ενημερωθούν από τον πρωθυπουργό για τα διατρέξαντα κατά τη συνάντησή του με τον γερουσιαστή Ζοννάρ. Πράγματι, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης ενημέρωσε τους παριστάμενους για την αξίωση των Μεγάλων Δυνάμεων και εκφράζοντας την προσωπική του γνώμη εισηγήθηκε την αποδοχή του τελεσιγράφου. Αντίθετη γνώμη εξέφρασαν ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος και ιδιαίτερα ο Δημήτριος Γούναρης, αμφισβητούντες την άποψη περί δήθεν δικαιωμάτων των «προστάτιδων δυνάμεων» να παρεμβαίνουν στα ελληνικά πράγματα και προβάλλοντες το επιχείρημα ότι δεν θα έπρεπε με την υποταγή σε ένα τελεσίγραφο που τα επεκαλείτο, να δημιουργηθεί προηγούμενο. Μάλιστα, ο Δημήτριος Γούναρης επιπροσθέτως τάχθηκε διαρρήδην υπέρ της απόρριψης κάθε συζήτησης για την παραίτηση του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ από τα δικαιώματά του στον ελληνικό θρόνο, που επίσης απαιτούσαν με τη διακοίνωσή τους οι δυνάμεις της «Αντάντ». 228


Κατόπιν της διεξοδικής συζήτησης που διεξήχθη στο Συμβούλιο του Στέμματος, επί των προτάσεων που διατυπώθηκαν, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ αντιλαμβανόμενος ότι η επιμονή του δεν θα οδηγούσε πουθενά, έλαβε την απόφαση να αποχωρήσει για το εξωτερικό μετά την ορκωμοσία του γιου του Αλεξάνδρου, χωρίς όμως να προχωρήσει και στην υποβολή της παραίτησής του από τα δικαιώματά του επί του θρόνου. Μετά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου του Στέμματος, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, επέστρεψε στη ναυαρχίδα του γαλλικού στόλου στον Πειραιά, όπου βρισκόταν ο γερουσιαστής Κάρολος Αύγουστος Ζοννάρ και του ανακοίνωσε την οριστική απόφαση του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, την οποία αποδέχθηκαν μετά από διαβουλεύσεις τους οι αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων. Την ίδια ημέρα (29 Μαΐου 1917), ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ απηύθυνε προς τον ελληνικό λαό διάγγελμα, με το οποίο του γνωστοποιούσε τις αποφάσεις του. Το πλήρες κείμενο του διαγγέλματος έχει ως εξής: «Προς τον Ελληνικόν Λαόν. Υπείκων εις ανάγκην και επιτελών καθήκον προς την Ελλάδα, έχων δε προ οφθαλμών αυτής μόνον το συμφέρον, αναχωρώ εκ της αγαπητής Μου Πατρίδος μετά του Διαδόχου, αφίνων εις τον Θρόνον τον υιόν Μου Αλέξανδρον. Και μακράν της Ελλάδος η Βασίλισσα και Εγώ θέλομεν διατηρή την αυτήν πάντοτε αγάπην προς τον Ελληνικόν Λαόν. Σας παρακαλώ όλους ν’ αποδεχθήτε την απόφασίν Μου, με πίστιν εις τον πανάγαθον Θεόν, του Οποίου επικαλούμαι επί του Έθνους την εξ ύψους αντίληψιν. Διά να μη ματαιώσητε όμως την σκληράν θυσίαν Μου αυτήν προς την Πατρίδα σας εξορκίζω όλους αν αγαπάτε τον Θεόν, αν αγαπάτε την Πατρίδα, αν αγαπάτε τέλος Εμέ να τηρήσητε απόλυτον τάξιν, ησυχίαν και πειθαρχίαν. Η μικροτέρα παρεκτροπή και αν προέρχεται εξ αγαθού αισθήματος, είνε αρκετή σήμερον να επιφέρη μεγάλην καταστροφήν. Την στιγμήν αυτήν αποτελεί παρηγορίαν διά την Βασίλισσαν και Εμέ η αγάπη και η αφοσίωσις τας οποίας Μας επεδείξατε πάντοτε εις ευτυχείς και δυστυχείς ημέρας. Ο Θεός σκέποι την Ελλάδα. Αθήναι 29 Μαΐου 1917 Κωνσταντίνος Βασιλεύς»251. Την επομένη (30 Μαΐου 1917), πραγματοποιήθηκε στα ανάκτορα της Ηρώδου Αττικού η τελετή της ορκωμοσίας του νέου βασιλέως της Ελλάδας, νεαρού πρίγκιπα Αλεξάνδρου, παρουσία των γονέων του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ και βασιλίσσης Σοφίας, των αδελφών και θείων του, του πρωθυπουργού και ορισμένων μελών του υπουργικού συμβουλίου. Η τελετή της ορκωμοσίας υπήρξε επεισοδιακή. Επί αρκετή ώρα προσπαθούσαν ο πρωθυπουργός και ο Μητροπολίτης Αθηνών να εισέλθουν στα ανάκτορα, προκειμένου να ξεκινήσει το όλο τελετουργικό, χωρίς, όμως, να τα καταφέρνουν, γιατί το πλήθος το οποίο είχε συγκεντρωθεί (αποτελούμενο από οπαδούς του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄) τους εμπόδιζε, πιστεύοντας ότι με την εκεί παρουσία του θα μπορούσε να μεταβάλει έστω και την ύστατη ώρα την εξέλιξη των πραγμάτων. Τελικά, οι δυο παράγοντες της ορκωμοσίας εισήλθαν στα ανάκτορα μετά από μεγάλη προσπάθεια, από μία κρυφή πόρτα του βασιλικού κήπου. Αλλά και μετά την ορκωμοσία, οι αντιδράσεις του συγκεντρωμένου πλήθους ήταν εξίσου εκδηλωτικές, μη αφήνοντας τη βασιλική οικογένεια να φύγει, με αποτέλεσμα να χρειαστεί η προσφυγή σε ένα σκηνοθετικό τρικ για να καταστεί δυνατή η αναχώρησή της. Συγκεκριμένα, κάποια στιγμή ανεχώρησαν μερικά αυτοκίνητα κενά με κατεβασμένες τις κουρτίνες, στα οποία υποτίθεται ότι επιβάτες τους ήταν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Μεγάλο μέρος των συγκεντρωμένων τα ακολούθησε με συνέπεια να απομακρυνθούν από τα ανάκτορα και κατόπιν αυτού να αναχωρήσουν ανεμπόδιστα για τα ανάκτορα του Τατοΐου τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. 251

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ, σελ. 428.

229


Την 1η Ιουνίου 1917, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του συμμαχικού τελεσιγράφου, αναχώρησε από την περιοχή Σκάλα του Ωρωπού, η βασιλική θαλαμηγός «Σφακτηρία», με επιβάτες της τον τέως πλέον βασιλέα της Ελλάδας Κωνσταντίνο Α΄, τη σύζυγό του βασίλισσα Σοφία και τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας, πλην φυσικά του νέου βασιλέως Αλεξάνδρου. Τη βασιλική οικογένεια που έπαιρνε το δρόμο της εξορίας με τελικό προορισμό την Ελβετία, ακολουθούσαν επίσης τρεις υπασπιστές του τέως βασιλέως, ένας γιατρός, ο πολιτικός σύμβουλός του Γεώργιος Στρέϊτ και ο αυλάρχης της τέως βασίλισσας Ιωάννης Θεοτόκης. Κατά τη διάρκεια της αναχώρησης του βασιλέως στον Ωρωπό εκτυλίχθηκαν συγκινητικές σκηνές, καθώς κάτοικοι των γύρω περιοχών είχαν συγκεντρωθεί για να κατευοδώσουν τον έκπτωτο πλέον μονάρχη και τα μέλη της οικογένειάς του ραίνοντας τους με άνθη, ενώ πολλοί από αυτούς γονάτιζαν για να φιλήσουν το χέρι του και τον αποχαιρετούσαν κλαίγοντας252. Μέσα στο πλαίσιο αυτών των ανώμαλων εξελίξεων, η κυβέρνηση Ζαΐμη βρέθηκε σε δραματική θέση. Αδυνατούσε να ελέγξει τις εξελίξεις, αδυνατούσε όμως ακόμη και να υποβάλει την παραίτησή της, καθώς οι δυνάμεις της «Αντάντ» και ιδίως ο Ύπατος Αρμοστής τους στην Ελλάδα Ζοννάρ, επιθυμούσαν την παράταση της παραμονής της στην εξουσία, για να λάβει εκείνη μια σειρά από δύσκολα αστυνομικού χαρακτήρα μέτρα κατά των αντιπάλων του «Κόμματος Φιλελευθέρων», ώστε να μην χρεωθεί ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος το πολιτικό κόστος από την εφαρμογή τους. Προς τούτο, κάλεσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο να επιστρέψει από τη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να συναντηθεί προσωπικά με τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, για να συμφωνήσουν μεταξύ τους στην πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πράγματι επέστρεψε, ανταποκρινόμενος στις υποδείξεις του Ζοννάρ, όμως τελικά απέφυγε να συναντηθεί με τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Ως λύση αποφασίστηκε οι δύο άνδρες να ορίσουν αντιπροσώπους, οι οποίοι θα εξέταζαν τα επιμέρους θέματα προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία. Οι αντιπρόσωποι των δύο πλευρών, οι Εμμανουήλ Ρέπουλης και Ανδρέας Μιχαλακόπουλος εκ μέρους του Ελευθερίου Βενιζέλου και οι Δημήτριος Ράλλης και Δ. Αιγινήτης εκ μέρους του Αλέξανδρου Ζαΐμη ξεκίνησαν συνομιλίες. Γρήγορα, όμως, μεταξύ των δύο αντιπροσωπειών ανέκυψαν διαφωνίες για μια σειρά ζητημάτων, που οφείλονταν κυρίως στην αδιάλλακτη στάση της «βενιζελικής» πλευράς, η οποία απαιτούσε την άνευ όρων αποδοχή των απόψεών της από την άλλη πλευρά. Έτσι, οι διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε πλήρες ναυάγιο, με αποτέλεσμα στις 11 Ιουνίου 1917 ο Αλέξανδρος Ζαΐμης να υποβάλει στο νέο βασιλέα Αλέξανδρο την παραίτηση της υπ’ αυτόν κυβέρνησης253. Ενώ, όμως, στο παρασκήνιο συντελούνταν όλες αυτές οι λαβυρινθώδεις διεργασίες, στο προσκήνιο η κυβέρνηση Ζαΐμη προχωρούσε, εκούσα-άκουσα, στην υλοποίηση του πιο δύσκολου και συνάμα λεπτού μέρους του σχεδίου των δυνάμεων της «Αντάντ», που συνίστατο στο να απαλλάξουν τον μέλλοντα πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, από την «ενοχλητική» παρουσία των ηγετικών εκείνων παραγόντων και στελεχών της «άλλης πλευράς», που θα μπορούσαν με τις παρεμβάσεις τους να δημιουργήσουν προβλήματα και να θέσουν προσκόμματα στην πολιτική που επροτίθετο να εφαρμόσει. Έτσι, βασιζόμενος στα στοιχεία που του είχαν παραδώσει σε επανειλημμένες συνεργασίες τους στελέχη του «Κόμματος Φιλελευθέρων» στην Αθήνα, ο Κάρολος Αύγουστος Ζοννάρ προχώρησε στη σύνταξη καταλόγου για την εξορία στην Κορσική 30 προσωπικοτήτων του «αντιβενιζελικού» χώρου, που κατηγορούνταν ως «γερμανόφιλοι», καθώς και για την περιαγωγή υπό επιτήρηση Για την ορκωμοσία του νέου βασιλέως Αλεξάνδρου και την εξορία του έκπτωτου βασιλέα Κωνσταντίνου Α΄, βλ. μεταξύ των άλλων Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ Πάπυρος Πρεςς», τόμος 11, σελ. 181 - 183 και Τίτος Αθανασιάδης: «Ο Κωνσταντίνος Α΄ αναχωρεί εξόριστος», εφ. Απογευματινή, 1/6/2003. 253 Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 12, σελ. 11 - 12. 252

230


άλλων 30 περίπου προσωπικοτήτων του «αντιβενιζελικού» χώρου, που κατηγορούνταν για τη μη-φιλική προς την «Αντάντ» στάση τους. Ο κατάλογος αυτός, παραδόθηκε από τον ίδιο τον Ζοννάρ στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους επί του θωρηκτού «Δικαιοσύνη», με την απαίτηση η κυβέρνηση να προβεί σε όλες τις «δέουσες» ενέργειες. Και ο τότε πρωθυπουργός, αδυνατώντας να αντιτάξει οποιαδήποτε άρνηση «συνεμορφώθη» προς την «άνωθεν» απόφαση. Σε υλοποίηση της απόφασης αυτής, λοιπόν, ειδοποιήθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα μέχρι τις 7 Ιουνίου 1917 το αργότερο, με προορισμό την Κορσική, προσωπικότητες όπως ο Δημήτριος Γούναρης, ο στρατηγός Βίκτωρ Δούσμανης, ο Ιωάννης Μεταξάς, ο πρώην δήμαρχος Αθηναίων Σπυρίδων Μερκούρης, ο βουλευτής Γεώργιος Πεσμαζόγλου, ο βουλευτής και διανοούμενος Ίων Δραγούμης, ο βουλευτής Γεώργιος Μερκούρης, ο διευθυντής εφημερίδων και εκ των σημαντικότερων παραγόντων του Τύπου της εποχής Πέτρος Γιάνναρος. Η σχετική ειδοποίηση του Αστυνομικού Διευθυντή Αθηνών, η οποία απεστάλη προς όλους τους υπό εξορίαν και πρώτος έλαβε ο Δημήτριος Γούναρης, είχε ως εξής: «Αξιότιμε Κύριε, Εντολή του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως και κατόπιν αιτήσεως του Αρχηγού των Συμμαχικών στρατευμάτων Στρατηγού κ. Regnault καλείσθε όπως παρουσιασθείτε εις το εν Πειραιεί Στρατηγείον του Συμμαχικού στρατού μέχρι της εσπέρας της προσεχούς Τρίτης 6 Ιουνίου ε.ε. διά να απομακρυνθήτε της Ηπειρωτικής Ελλάδος προσωρινώς ή μέχρι πέρατος πολέμου». Πληροφορηθείς την απόφαση για την αποστολή του σε εξορία, ο Δημήτριος Γούναρης απέστειλε στο γαμπρό του, σύζυγο της αδελφής του Αμαλίας, Κανέλλο Κανελλόπουλο, μία προσωπικού χαρακτήρα επιστολή, που όμως, λόγω των σκέψεων που καταθέτει και των εκμυστηρεύσεων που εμπεριέχει για τη διαμορφούμενη τότε στον τόπο κατάσταση, παρουσιάζει και ευρύτερο ενδιαφέρον. Το πλήρες κείμενο της επιστολής αυτής, έχει ως ακολούθως: «Αγαπητέ μου Κανέλλο, Δεν σοι γράφω τίποτε διά τα συμβάντα. Αύριον φεύγω. Έγραψα και εις τον Σαγιάν. Σε παρακαλώ να είπης εις όλους τους φίλους ότι την στιγμήν, καθ’ ην απομακρύνομαι η ψυχή μου είνε μαζύ των. Η ανάμνησις της αγάπης των και της ενισχύσεως την οποίαν μοι παρέσχον, και η πεποίθησις ότι θα διατηρήσουν την ανάμνησίν μου, ό,τι δήποτε και αν συμβή, μετά συμπαθείας, είνε η μόνη παρηγορία, την οποίαν θα έχω σύντροφον εν τη εξορία μου. Δεν αισθάνομαι καμμίαν ανησυχίαν δι’ ό,τι εγένετο. Ήτο εκπλήρωσις επιβεβλημμένου καθήκοντος. Τα μαρτύρια, τα οποία υπέστην και όσα ακόμη θα υποστώ αυξάνουν την σπουδαιότητα του καθήκοντος αυτού. Έχω την συνείδησίν μου ήσυχον. Μου είνε δε αδιάφορον τι θα επακολουθήση. Δεν γνωρίζω πότε θα επιστρέψωμεν. Ας διατηρήσουν όμως όλοι οι φίλοι την πίστιν αυτών ακλόνητον εις την τελικήν έκβασιν του αγώνος μας. Όσον αδικώτεραι είνε αι ενέργειαι των αθλίων, τους οποίους είχομεν την ατυχίαν να έχωμεν αντιπάλους, τόσον είνε βεβαιότερον το αποτέλεσμα. Η αδικία αυτών είνε απόδειξις της αδυναμίας των. Δώσε χίλια φιλιά στην Αμαλία και στα παιδιά. Ο Αναστάσης ελπίζω να έχη έλθη στας Αθήνας σπουδάζων φαρμακευτικά όταν θα έλθω. Ο κυρ Παναγιώτης να μη πειράζη την Μαρίαν. Η δε Μαρία να φροντίζη και για τους δύο αυτούς κυρίους ας ετοιμάζη δε και κανέν εργόχειρον δι’ εμέ. Σας φιλώ όλους Δ. Π. Γούναρης 231


6/VI/1917»254 Μόλις, η είδηση για τον εξαναγκασμό σε εξορία του πρώην πρωθυπουργού της χώρας γνωστοποιήθηκε ευρύτερα, δεκάδες φίλοι και οπαδοί του Δημητρίου Γούναρη κατέκλυσαν το ξενοδοχείο «Τουρίστ», όπου ο ηγέτης του «Κόμματος Εθνικοφρόνων» διέμενε, εκφράζοντας την οργή και την αποδοκιμασία τους για την απόφαση αυτή. Ο Δημήτριος Γούναρης, διατηρώντας την ψυχραιμία και την αυτοσυγκράτησή του, τους αποχαιρέτισε στις 7 Ιουνίου 1917 με μια σύντομη ομιλία του, στην οποία σημείωνε τα εξής: «Κύριοι φεύγομεν ! ... Φεύγομεν υποκύπτοντες εις την βίαν, διά το άγνωστον μακράν της προσφιλούς Πατρίδος, με την πεποίθησιν, ότι υποβαλλόμενοι εις την θυσίαν αυτήν προσφέρομεν μίαν ακόμη προς αυτήν υπηρεσίαν ... και μακράν του λαού της Ελλάδος ευρισκόμενοι θα παρακολουθούμεν μετά πόνου τα δεινά τα οποία θα υφίσταται και θα συμμεριζώμεθα τας θλίψεις του και τας στενοχωρίας του ! ... Οι ίδιοι παλμοί θα μας ενώνουν και τα ίδια συναισθήματα θα οδηγούν τας ψυχάς μας ... Τα δεινά της αγαπητής Πατρίδος δεν ετελείωσαν ακόμη ... Ίσως μάλιστα δύναται να λεχθή, ότι μόλις τώρα αρχίζει η στυγνοτέρα περίοδος των δεινών της Ελλάδος, περίοδος δουλείας και πένθους και στερήσεων. Αλλά μην απελπίζεσθε ... Εστέ πάντοτε πλήρεις θάρρους και πεποιθήσεως διά το μέλλον. Φυλή ως η Ελληνική, με την λαμπροτέραν ιστορίαν των εθνών της γης, υποστάσα τόσας άλλας περιπετείας, πάντοτε εθαυματούργησε και πάντοτε επεβλήθη. Και από την δοκιμασίαν αυτήν, είμαι βέβαιος, ότι θα εξέλθη ευτυχής και ημέραι ευτυχέστεραι θα ανατείλουν διά το μέλλον αυτής ! ... Βροντοφωνεί τούτο η Ελληνική ψυχή, η οποία καθ’ όλην την τελευταίαν περίοδον των φρικτών δοκιμασιών, απέδειξε τρανώτατα την δύναμιν και το άκαμπτον αυτής και την στερράν θέλησιν να διατηρήση την ανεξαρτησίαν αυτής ... Κύριοι, αποχαιρετών υμάς, μίαν διάπυρον ευχήν εκφράζω: την υπέρ της ελευθερίας της αγαπητής μας Πατρίδος!»255. Ο Δημήτριος Γούναρης, την ίδια εκείνη ημέρα, στις 7 Ιουνίου 1917, απέστειλε μήνυμα με -παρεμφερές προς το προαναφερθέν- περιεχόμενο προς τους ψηφοφόρους της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Πάτρας, το πλήρες κείμενο του οποίου έχει ως εξής: «Κατά την στιγμήν ταύτην, καθ’ ην ακουσίως απομακρύνομαι του πατρίου εδάφους, ποία αισθήματα πλημμυρούσι την ψυχήν μου δεν έχω ανάγκην να εκθέσω. Είναι τα αυτά αισθήματα, τα οποία πληρούσι την καρδίαν πάντων ημών ως Ελλήνων. Θα τονίσω μόνον την άπειρον ευγνωμοσύνην μου προς όλους, όσοι διά της υποστηρίξεως αυτών ενίσχυσαν τον υπέρ των κοινών αγώνα του πολιτικού κόμματος, του οποίου έχω την τιμήν να προΐσταμαι, και την πίστην μου την ακλόνητον επί το δίκαιον του αγώνος μας. Αποχαιρετών υμάς, ίνα απέλθω εις την γην της εξορίας, απευθύνω απείρους ευχάς, όπως ημέραι αισιώτεραι ανατείλωσιν επί την αγαπητήν πατρίδα. Αθήναι 7 Ιουνίου 1917»256. Μετά τον πλήρους συναισθηματικής φόρτισης και συγκινήσεων αποχαιρετισμό από φίλους, στενούς συνεργάτες και οπαδούς, που είχαν σπεύσει να τον ξεπροβοδίσουν ο Δημήτριος Γούναρης, συνοδευόμενος από τους συνεξόριστούς του, παραδόθηκε στις γαλλικές στρατιωτικές αρχές που είχαν υπό τον έλεγχό τους τον Πειραιά, και αναχώρησαν από το λιμένα του Κερατσινίου στις 6 το απόγευμα της ημέρας αυτής, με το ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» για την Κορσική. Ύστερα από ταξίδι εννέα ημερών οι 30 κορυφαίες ελληνικές προσωπικότητες, έφτασαν στις 16 Ιουνίου 1917 στο Αιάκειο, την πρωτεύουσα της Κορσικής, όπου άρχισαν να εκτίουν την ποινή της εξορίας τους. Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ., σελ. 438 - 440. Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 258. 256 Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 259. 254 255

232


Ο Ιωάννης Μάλλωσης, ο οποίος λίγο αργότερα εξορίσθηκε και ο ίδιος στην Κορσική, περγράφει, βασιζόμενος σε μαρτυρίες τους, ως εξής την άφιξη του πρώτου κύματος των εξορίστων στην Κορσική: «Άμα τη αφίξει του ατμόπλοιου ανήλθον επ’ αυτού αι αρχαί της νήσου εν στολή. Ο Νομάρχης κ. Ανρύ, ο Λιμενάρχης, ο Δήμαρχος, ο διευθυντής της Αστυνομίας και ο διευθυντής της Νομαρχίας. Κατά σύμπτωσιν ο Δήμαρχος Αιακίου κ. Πουλιέζι Κόντι, και βουλευτής Κορσικής ακόμη, ήτο αδελφός του πλοιάρχου του πολεμικού Γαλλικού ναυτικού Πουλιέζι Κόντι, όστις ηγείτο των γαλλικών ναυτικών αγημάτων κατά την 18ην Νοεμβρίου 1916. Τη συστάσει του κυβερνήτου του "Βασιλέως Κωνσταντίνου" λίαν ευγενώς συμπεριφερθέντος προς αυτούς κατά τον πλουν, οι εξόριστοι συγκεντρώθησαν εις την αίθουσαν της πρώτης θέσεως όπου ανέμενον αι αρχαί της Κορσικής. Ο Γάλλος Νομάρχης έρριψε βλέμμα αυστηρόν προς τους Έλληνας εξορίστους και εξαγαγών του θυλακίου του εν φύλλον χάρτου ήρχισεν εκφωνών τα ονόματά των. Εις την εκφώνησιν του πρώτου ονόματος - του Γούναρη - ο αείμνηστος ανήρ δεν απήντησε. - Διατί δεν απαντάτε, εφώναξεν εξοργισμένος ο Νομάρχης. - Διότι η συμπεριφορά σας είναι ανάρμοστος, απήντησεν ο Γούναρης. Ο Νομάρχης εξηγριώθη. Καταπόρφυρος ηγέρθη της θέσεώς του και πλησιάζων προς τον Γούναρην είπε: - Παραγνωρίζετε την θέσιν σας, κύριε ! ... Εξοργισθείς ο Γούναρης ηγέρθη και αυτός της θέσεώς του και απήντησεν: - Επαναλαμβάνω ότι η διαγωγή σας είναι ανάρμοστος και αναξία αντιπροσώπου ενός Κράτους θεωρουμένου πολιτισμένου. Μας ήλθατε εδώ και αποτεινόμενοι προς έναν πρώην Πρωθυπουργόν ενός ουδετέρου Κράτους διατυπώνετε την αξίωσιν να σας απαντήση με ένα "παρών". Εις τι χρειάζεται το "παρών" αυτό; - Διά να γνωρίσω την ταυτότητά σας, απήντησεν ο Νομάρχης. - Δεν σας χρειάζεται ... Ως βλέπετε είμεθα όλοι παρόντες. Ουδείς εξ ημών απωλέσθη κατά τον πλουν. Είμεθα δέσμιοί σας και συμφώνως προς τας διαταγάς της Κυβερνήσεώς σας κανονίσατε την περαιτέρω τύχην μας ... Η απάντησις αύτη και η εν γένει στάσις του Δημ. Γούναρη έφερεν εις δύσκολον θέσιν τον Νομάρχην. Οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι και ο Δήμαρχος - βουλευτής Αιακίου εφαίνοντο βαθέως θλιβέντες από το επεισόδιον. Ο Νομάρχης απεπειράθη να εξηγήση ότι δεν εσκόπει να θίξη ουδένα. Εδήλωσεν, ότι παρά των αρχών θα εύρισκον πάσαν δυνατήν διευκόλυνσιν κατά την εν Αιακίω διαμονήν των, συνέστησεν όμως εις τους εξορίστους να έχουν υπ’ όψει των, ότι η νήσος της Κορσικής έσχε πολλούς νεκρούς κατά την περί την Ακρόπολιν των Αθηνών μάχην της 18ης Νοεμβρίου, και κατά συνέπειαν υπήρχε δυσμένεια του λαού κατ’ αυτών. - Καλόν είναι ν’ αποφύγητε επιδεικτικάς εμφανίσεις ανά την πόλιν, κατέληξεν ο Γάλλος Νομάρχης. Ο Δημ. Γούναρης και ο Ι. Δραγούμης ηρώτησαν ακολούθως τον Νομάρχην πως συνέβη ώστε η επισήμως δοθείσα υπόσχεσις του κ. Ζοννάρ προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, ότι θα μετεφέροντο εις ουδέτερον έδαφος να μην εκπληρωθή. - Σας παρακαλούμεν, ετόνισεν ο Γούναρης, να διαβιβάσητε εις την Κυβέρνησίν σας την έντονον διαμαρτυρίαν μας διά την αθέτησιν της τοιαύτης υποσχέσεως. Την πρωΐαν της επομένης οι εξόριστοι απεβιβάσθησαν και εγκατεστάθησαν άλλοι μεν εξ αυτών εις το Grand Hotel Continental και άλλοι εις το Hotel de France. Οι κάτοικοι του Αιακίου επληροφορήθησαν διά των εντοπίων εφημερίδων την εις την ωραίαν πόλιν των άφιξιν των Ελληνικών προσωπικοτήτων ...»257. 257

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ., σελ. 441 - 442, 444, 445.

233


Στην Ελλάδα, η εξορία των κορυφαίων αυτών πολιτικών προσωπικοτήτων και παραγόντων της δημόσιας ζωής είχε δηλητηριάσει ακόμη περισσότερο το πολιτικό κλίμα και είχε οδηγήσει στην κορύφωσή τους τα διχαστικά πάθη. Η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, που εν τω μεταξύ είχε αναλάβει τα καθήκοντά της στις 14 Ιουνίου 1917, προσπαθούσε να κάνει τα πρώτα βήματά της μετά την επιστροφή της στην εξουσία. Αμέσως μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησής του, ο Ελευθέριος Βενιζέλος απηύθυνε μήνυμα προς τον ελληνικό λαό, με το οποίο επιχειρούσε να δικαιολογήσει την όλη κατάσταση, εγχείρημα όμως εξαιρετικά δύσκολο, καθώς τα όσα είχαν μεσολαβήσει είχαν ήδη δημιουργήσει τις συνθήκες ενός αγεφύρωτου διχασμού. Η πρώτη απόφαση της νέας κυβέρνησης Βενιζέλου, ήταν να προχωρήσει αμέσως στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της Ελλάδας με τις «Κεντρικές Δυνάμεις», επισημοποιώντας την εμπόλεμη κατάσταση στην οποία βρισκόταν το ενιαίο πλέον κράτος μαζί τους, καθώς η κήρυξη του πολέμου θεωρήθηκε ότι είχε γίνει ήδη από τις 11 Νοεμβρίου 1916, από την Προσωρινή Κυβέρνηση του «κράτους της Θεσσαλονίκης». Το αμέσως επόμενο μέλημα της νέας κυβέρνησης, ήταν να προσπαθήσει να δώσει μια νομιμοφανή βάση στην έκτροπη επανέλευσή της στην εξουσία. Έτσι προχώρησε, με τη σύμφωνη γνώμη και του εκπροσώπου της γαλλικής κυβέρνησης στην Αθήνα, γερουσιαστή Ζοννάρ, στη σαφώς αντισυνταγματική258 λύση της αναβίωσης της Βουλής, που είχε εκλεγεί στις 31 Μαΐου 1915. Η Βουλή αυτή, που ακριβώς εξ αιτίας του τρόπου με τον οποίο ανασυστάθηκε, αποκλήθηκε «Η Βουλή των Λαζάρων», συνήλθε για πρώτη φορά στις 12 Ιουλίου 1917. Και κατά τη διαδικασία της σύγκλησής της, όμως, δεν αποφεύχθηκαν συνταγματικά μετέωρες ενέργειες όπως η αντικατάσταση του αποθανόντος πρώην πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη, που είχε εκλεγεί βουλευτής στις 31 Μαΐου 1915, από τον Θεόδωρο Βελλιανίτη, ο οποίος είχε εκλεγεί βουλευτής Κερκύρας στις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915 και δεν είχε διατελέσει καν μέλος της προηγούμενης Βουλής. Το «μοντέλο» αυτό, ακολουθήθηκε και σε τρεις ακόμη περιπτώσεις αντικατάστασης βουλευτών259. Στις 19 Ιουλίου 1917, εξελέγη νέος Πρόεδρος της Βουλής ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, με 180 ψήφους υπέρ επί 194 ψηφισάντων, καθώς ο αρχικός Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης που είχε προκύψει από τις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915, Κωνσταντίνος Ζαβιτζιάνος, είχε αποχωρήσει από το «Κόμμα Φιλελευθέρων» το 1916, διαφωνώντας με το κίνημα της Θεσσαλονίκης. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 22 Ιουλίου, προσήλθε στη Βουλή, όπου έδωσε τον επίσημο όρκο και ανέγνωσε τον -συνταχθέντα από τον Βενιζέλο- βασιλικό λόγο, ο νεαρός βασιλέας Αλέξανδρος. Κατά την ισχύουσα τότε πρακτική, η «απάντηση» στον βασιλικό λόγο, προκάλεσε τετραήμερη συζήτηση στη Βουλή, που διήρκεσε από τις 10 μέχρι τις 13 Αυγούστου 1917, στο πλαίσιο της οποίας σημειώθηκαν ζωηρότατες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τους υπουργούς της κυβέρνησής του από τη μια και στους «αντιβενιζελικούς» βουλευτές -που είχαν δεχθεί να συμμετάσχουν στις εργασίες του Σώματος- από την άλλη, μεταξύ των οποίων ήταν ο Νικόλαος Στράτος και ο Δημήτριος Ράλλης. Χαρακτηριστικό του κλίματος οξύτητας που επικράτησε κατά τη διάρκεια των συζητήσεων των ημερών εκείνων στη Βουλή, είναι το επεισόδιο που συνέβη με τον «αντιβενιζελικό» βουλευτή Γεώργιο Μπούσιο. Λαμβάνοντας το λόγο ο Γεώργιος Μπούσιος δεν δίστασε να αμφισβητήσει όχι μόνο τη νομιμότητα της νέας κυβέρνησης και τη συνταγματικότητα της αναβιωσάσης «Βουλής των Λαζάρων», αλλά και την ίδια τη θεσμική βασιμότητα του εξαναγκασμού σε παραίτηση του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄. Αμέσως, Για την αντισυνταγματικότητα της λύσης που επελέγει τότε βλ. μεταξύ των άλλων Αριστόβουλος Ι. Μάνεσης: «Ο Βενιζέλος και το πολίτευμα», στο ευρύτερο αφιέρωμα: «Ελευθέριος Βενιζέλος 60 χρόνια από το θάνατό του», Επτά Ημέρες - Καθημερινή, 8 Δεκεμβρίου 1996, σελ. 20. 259 Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ. τόμος Β΄, σελ. 912. 258

234


εξαγριωμένοι βουλευτές του «Κόμματος Φιλελευθέρων», μαζί με τον τότε υπολοχαγό Παύλο Γύπαρη, έμπιστο σωματοφύλακα του Ελευθερίου Βενιζέλου, επιτέθηκαν εναντίον του και τον κατέβασαν βίαια από το βήμα της Βουλής. Διαισθανόμενος ο Ελευθέριος Βενιζέλος την αλγεινή εντύπωση που θα προκαλούσε στην κοινή γνώμη το περιστατικό αυτό, διέταξε τη σύλληψη του Γύπαρη για προσβολή του Κοινοβουλίου, ενέργεια που όμως είχε σαφώς προσχηματικό χαρακτήρα, καθώς όχι μόνο ουδεμία ποινή του επιβλήθηκε, αλλά κι εξακολούθησε να είναι ο πλέον έμπιστος σωματοφύλακας του πρωθυπουργού260. Την τετραήμερη συζήτηση στη Βουλή, έκλεισε με πολύωρη αγόρευσή του, στις 13 Αυγούστου 1917, ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Στην ομιλία του εκείνη, ο κρητικός πολιτικός, αφού αναφέρθηκε διεξοδικά στις εξελίξεις που είχαν οδηγήσει στην αναβίωση της Βουλής της 31ης Μαΐου 1915, έκανε λεπτομερέστατη ιστορική αναδρομή των γεγονότων που είχαν προηγηθεί, ξεκινώντας από την παραμονή των Βαλκανικών Πολέμων και απαριθμώντας τα κατ’ εκείνον ατοπήματα στα οποία είχαν υποπέσει οι αντίπαλοί του και προσωπικά ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄, και έκλεισε την αγόρευσή του λέγοντας μεταξύ των άλλων και τα εξής για τις προβλέψεις του ως προς τις περαιτέρω προοπτικές της χώρας: «Δεν τυφλώττω, Κύριοι, προς την εικόνα, η οποία παρίσταται ενώπιόν μου. Ό,τι εφοβούμην, καταλείπων την αρχήν τον Σεπτέμβριον του 1915, ατυχώς συντελέσθη. Η Ελλάς του 1917 δεν ομοιάζει ουδέ πόρρωθεν προς την Ελλάδα του 1915, την οποίαν τους παρεδώσαμεν τότε. ...Η Ελλάς του 1917 ούτε εδαφικώς, ούτε ψυχικώς, ούτε οικονομικώς, ούτε στρατιωτικώς, ούτε πολιτικώς ομοιάζει προς την Ελλάδα του 1915. Και όμως ... η αισιοδοξία μου δεν με απολείπει. ... Το Έθνος γνωρίζει, ότι ουδέποτε υπεσχέθην εις αυτό ανέφικτα πράγματα. Το Έθνος γνωρίζει, ότι ουδέποτε υπήρξα κατώτερος των προς αυτό επαγγελιών μου. Μετέχοντες του παγκοσμίου πολέμου παρά το πλευρόν των δημοκρατικών εθνών ... θα παραδώσωμεν εις τα τέκνα μας Ελλάδα οποίαν την ωνειρεύθησαν αι παρελθούσαι γενεαί, των οποίων δεν ημπορούμεν να δειχθώμεν ανάξιοι κληρονόμοι, και οποίαν την προδιεγράψαμεν ημείς αυτοί διά των προσφάτων θριάμβων του 1912 και 1913»261. Μετά το πέρας της αγόρευσης του Ελευθερίου Βενιζέλου, διενεργήθηκε ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στη νέα κυβέρνηση στην οποία και υπερψηφίσθηκε από τους 178 εκ των 188 βουλευτών που συμμετείχαν στη σχετική ψηφοφορία. Ακολούθως, η αναβιώσασα «Βουλή των Λαζάρων», προχώρησε στη νομοθέτηση μιας σειράς αυταρχικού χαρακτήρα μέτρων, που απέβλεπαν στην αποδόμηση των ερεισμάτων αυτού που το «Κόμμα Φιλελευθέρων» ονόμαζε ως «Κωνσταντινικό καθεστώς» και στη θωράκιση του νέου (αποκαλούμενου από την άλλη πλευρά ως «βενιζελικού») καθεστώτος. Πρώτη στη σειρά των μέτρων αυτών, υπήρξε η απόφαση για την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας (και η συνεπακόλουθη επιβολή του στρατιωτικού νόμου), καθώς και η υιοθέτηση μιας δέσμης αντισυνταγματικών εκκαθαριστικών ρυθμίσεων, τις οποίες θα εκαλείτο, σύμφωνα με τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς, να επικυρώσει η μελλοντική Αναθεωρητική Βουλή. Στο πλαίσιο αυτό, καταργήθηκαν προσωρινά η ισοβιότητα των δικαστών (άρθρα 88 έως 90 του Συντάγματος του 1911) και οι εγγυήσεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα για τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 102 του Συντάγματος), ώστε να απομακρυνθούν από τη δικαιοσύνη, τη δημόσια διοίκηση και το πανεπιστήμιο, μη αρεστά πρόσωπα, παρ’ όλο που το ισχύον τότε Δίκαιο παρείχε κάθε δυνατότητα να ζητηθούν ευθύνες από δικαστές, εισαγγελείς και δημοσίους υπαλλήλους, που είχαν παραβεί το καθήκον τους ή είχαν συμμετάσχει σε έκνομες ενέργειες. Παράλληλα, στις συνεδριάσεις της 19ης και 20ης Αυγούστου 1917, συζητήθηκε και αποφασίστηκε η παραπομπή σε Ειδικό Δικαστήριο των κυβερνήσεων Σκουλούδη (εκτός από 260 261

Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 189. Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 189 - 190.

235


τον τότε υπουργό Ναυτικών ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη) και Λάμπρου, και στη συζήτηση της 7ης Οκτωβρίου 1917, συζητήθηκε και αποφασίστηκε επίσης η παραπομπή σε Ειδικό Δικαστήριο της κυβέρνησης Γούναρη (εκτός από τον τότε υπουργό Εξωτερικών ΓεώργιοΧριστάκη Ζωγράφο). Προκειμένου, μάλιστα, να υπάρξει νομικό έρεισμα για την άσκηση των διώξεων αυτών, μια και το ως τότε ισχύον θεσμικό πλαίσιο για τα ζητήματα αυτά, δεν κάλυπτε επαρκώς τις επιδιώξεις της τότε κυβέρνησης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος εισηγήθηκε ένα νεοφανή όρο για να αποδώσει την έννοια της «εκ προθέσεως πρόκλησης ζημίας στο κράτος». Σύμφωνα με αυτόν εκείνη δεν αφορούσε το εάν κάποιος επεδίωκε τη ζημία για χάρη της ζημίας (γιατί κατ’ αυτήν την έννοια οι κατηγορούμενοι πολιτικοί ήταν αθώοι), αλλά για το ότι οι κυβερνήσεις γνώριζαν πως η πολιτική τους θα μπορούσε να προκαλέσει ζημία. Τελικά, από αυτές τις παραπομπές, μόνο η υπόθεση για τις ευθύνες των μελών της κυβέρνησης Σκουλούδη προσήχθει σε δίκη, η οποία άρχισε χωρίς ποτέ να ολοκληρωθεί. Πραγματοποιήθηκαν, όμως, στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών (από το Μάϊο του 1919 έως και τον Ιανουάριο του 1920) οι δύο κύριες δίκες των υπευθύνων για τα «Νοεμβριανά» και για την παράδοση των οχυρών του Ρούπελ και της Ανατολικής Μακεδονίας. Ειδικά για τα «Νοεμβριανά» πέντε κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, μεταξύ των οποίων και ο Ιωάννης Μεταξάς (ερήμην), χωρίς ποτέ να εκτελεστεί η ποινή που του επιβλήθηκε. Μέσα από όλες αυτές τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Βενιζέλου, το κλίμα πολιτικής έντασης στον τόπο κλιμακώθηκε, απειλώντας να προσλάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Και η κατάσταση επιτεινόταν ακόμη περισσότερο από τις μαζικές εκκαθαρίσεις του στρατού και του κρατικού μηχανισμού από στελέχη προσκείμενα στην «αντι-βενιζελική» παράταξη, τα οποία θεωρούνταν ότι με την παρουσία τους απειλούσαν να τροχοπεδήσουν το έργο της κυβέρνησης Βενιζέλου. Στο πλαίσιο αυτό των μαζικών εκκαθαρίσεων, αποστρατεύθηκε ή τέθηκε σε διαθεσιμότητα περίπου το 40% των μόνιμων αξιωματικών του Στρατού και το 30% των μόνιμων αξιωματικών του Ναυτικού, με αποτέλεσμα πολλοί αξιωματικοί ικανοί και δυνάμενοι να προσφέρουν στη χώρα, να τεθούν εκτός υπηρεσίας, χωρίς να υπάρξει σε βάρος τους ουσιαστικά καμία άλλη κατηγορία πλην της πολιτικής τους συμπάθειας προς τις αντιπολιτευόμενες τον Ελευθέριο Βενιζέλο πολιτικές δυνάμεις. Εξίσου σαρωτικό υπήρξε και το πογκρόμ διώξεων στο χώρο της Δικαιοσύνης και του ευρύτερου κρατικού μηχανισμού. Μέχρι τις 2 Οκτωβρίου 1917, θύματα των εκκαθαρίσεων, υπήρξαν: 8 ανώτατοι Δικαστικοί, 1 Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, 3 Πρόεδροι Εφετών, 3 Αντιεισαγγελείς, 20 Εφέτες, 5 Πρόεδροι Πρωτοδικών, 6 Εισαγγελείς και 4 Αντιεισαγγελείς Πρωτοδικών, 10 Πρωτοδίκες, 20 Ειρηνοδίκες, καθώς και μεγάλος αριθμός γραμματέων του δικαστικού κλάδου. Επίσης, διώχθηκαν για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις 19 καθηγητές του Πανεπιστημίου και 7 καθηγητές του Πολυτεχνείου. Ενώ, μέχρι το τέλος του 1918, απολύθηκαν συνολικά από το δημόσιο 6.307 δημόσιοι υπάλληλοι. Ριζικότερες υπήρξαν οι εκκαθαρίσεις στις τάξεις της Χωροφυλακής. Όπου εκτός από τους εκατοντάδες απολυμένους με την κατηγορία της συνεργασίας με το «Κωνσταντινικό καθεστώς» άνδρες του σώματος, φυλακίστηκαν, χωρίς μάλιστα ιδιαίτερη δικαστική διερεύνηση, και όσοι χωροφύλακες σύμφωνα με τους φακέλους τους είχαν κάνει χρήση όπλων στις ταραχές της Αθήνας της 18 ης και 19ης Νοεμβρίου 1916. Αλλά και στο χώρο της Εκκλησίας, επίσης, ασκήθηκαν διώξεις σε βάρος των ιεραρχών, οι οποίοι είχαν εμπλακεί στην υπόθεση του «αναθέματος» εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου, με αποτέλεσμα να κηρυχθούν έκπτωτοι, ποινή που επεβλήθη από Εκκλησιαστικό Δικαστήριο «ειδικής συνθέσεως» και στον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο, τον Σεπτέμβριο του 1917, ο οποίος αντικαταστάθηκε από το νέο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Μελέτιο262. Για τις διώξεις εναντίον στελεχών και οπαδών της «αντιβενιζελικής» αντιπολίτευσης, βλ. μεταξύ των άλλων, Gunnar Hering, όπ. προηγ. τόμος Β΄, σελ. 913 - 916, Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 190 και Ευάγγελος Α. Χεκίμογλου: «1917: Η Δίκη της

262

236


Ούτε, όμως, και οι απλοί πολίτες ξέφυγαν από τη μανία των διώξεων, που είχαν εξαπολύσει πολλά στελέχη του νέου «βενιζελικού καθεστώτος». Έτσι, εκατοντάδες προσκείμενοι στην «αντιβενιζελική» αντιπολίτευση, δημοσιογράφοι, επιστήμονες, επιχειρηματίες και ιδιώτες, φυλακίστηκαν ή εκτοπίστηκαν στη Θήρα, την Αμοργό, τη Σίκινο, τη Φολέγανδρο, την Ανάφη, τη Σκύρο. Ανάμεσα σε αυτούς και ο κορυφαίος δημοσιογράφος, εκδότης και ιδρυτής (από τις 15 Σεπτεμβρίου 1919) της ιστορικής εφημερίδας Η Καθημερινή, Γεώργιος Α. Βλάχος, ο οποίος αρθρογραφώντας στην «αντιβενιζελική» εφημερίδα Χρόνος του Κωστή Χαιρόπουλου, είχε προκαλέσει τη δυσφορία των φιλοκυβερνητικών κύκλων και τελικά οδηγήθηκε εξόριστος στη Σκύρο, στις αρχές Νοεμβρίου 1917. Να πως περιγράφει ο ίδιος σε ένα γλαφυρό, άρθρο του, την εμπειρία της σύλληψης και μεταφοράς του, που είδε το φως της δημοσιότητας στην Καθημερινή, το 1920: «Την έκτην Νοεμβρίου 1917 το πρωί, ο Βορράς "που τ’ αρνάκια παγώνει" έπνεε άγριος εις την ευτυχή πόλιν των Αθηνών. Λέγομεν ευτυχή διότι η πόλις αυτή είχε τέλος κατορθώσει μετά τρομακτικήν επανάστασιν να αναγκάση εις σιγήν τους πέντε δέκα "αυλοδούλους" και να κρατή πλέον εις τους κόλπους της τον λαοφιλέστατον και δημοτικώτατον αρχηγόν της επαναστάσεως κ. Ε. Βενιζέλον, ως Κυβερνήτην. Ήτο τόσον ευτυχής και τόσον εφοβείτο μη της φύγη ποτέ ο λαοφιλής, ώστε τον εφύλασσε με ένα σύνταγμα χωροφυλάκων, στρατιωτών και "μυστικών". Την έκτην λοιπόν Νοεμβρίου το πρωί, ο υποφαινόμενος, όστις προ τινος είχεν αισθανθή εξαφνικάς φιλολογικάς εμπνεύσεις, αφού ηγόρασε τσιγάρα, επήρε καφέν και ανέγνωσε τους εις ήχον πλάγιον βενιζελικούς ψαλμούς όλων των εφημερίδων, μετέβη εις το θέατρον Κοτοπούλη, όπου, ενώ επέπρωτο, δεν κατώρθωσε ν’ αναγνώση ένα νέον, τρίπρακτον, "πλήρες κωμικών σκηνών και απεριγράπτων επεισοδίων" θεατρικόν του έργον. Μετέβη λοιπόν εις το θέατρον Κοτοπούλη, όπου, αντί καλλιτεχνών και καλλιτεχνίδων, συνήντησε μελαγχολικόν και μόνον τον συγγραφέα του "Πανοράματος" κ. Τίμον Μωραϊτίνην, παλαιόν, καλόν και αφαντάστως φιλάργυρον συνάδελφον. - Γειά σου Τίμο. - Γεια σου ... - Καφέ; - Επήρα. - Να πάρης και δεύτερο. Ο καφές παρηγγέλθη, και σιγά-σιγά, αφού και τον ερατεινόν είχομεν πίει και αλλεπάλληλα τσιγάρα είχομεν καπνίσει, τρώγοντες τώρα συγγραφείς, ηθοποιούς και έργα, καταρώμενοι την κατάστασιν, η οποία είχε στερήσει τας πλατείας των θεάτρων παντός θεατού, εφύγαμεν από το θέατρον, επεράσαμεν την πλατείαν της Ομονοίας και απεχωρίσθημεν ώραν μίαν μεταμεσημβρινήν εις την αρχήν της οδού Πανεπιστημίου. Τότε, ο υποφαινόμενος, είχε την ευχαρίστησιν να συναντήση την μούρην ενός κυρίου φορούντος κασκέτου. Ο άνθρωπος τον επλησίασε εκ δεξιών και αμέσως άλλος άνθρωπος εφάνη πλησιάζων το κασκέτο του από την αριστεράν όχθην. - Είσθε ο κ. Βλάχος; - Μάλιστα. - Ο κ. αστυνόμος σας ζητεί διά μίαν "μικράν ανάκρισιν". Μικράν ανάκρισιν; ... ο υποφαινόμενος, εις διάστημα ολιγώτερον του δευτερολέπτου ενεθυμήθη και απεστήθισε όλα τα παλαιά εκείνα άρθρα του, τας προκλήσεις προς τον Φουρνέ και την πολεμικήν κατά του Σαράϊγ και ένα το οποίον είχε την επιγραφήν "Ο Βενιζέλος απέθανε!" ... Αμ’ δεν απέθανε, εσυλλογίσθην, ζη και μας πηγαίνει μέσα. Αλλά τι να γίνη; Ο υποφαινόμενος έστρεψε τα βλέμματά του γύρω: οι άνθρωποι επήγαιναν εις τα σπίτια των, αμέριμνοι με τα πακέτα εις το χέρι, σκαλώνοντες επάνω εις τα τραμ και Ιεραρχίας», εφ. Τύπος της Κυριακής, 28/9/2003.

237


διετέλουν εν παντελεί αγνοία του ... δράματος το οποίον συνετελείτο. Σημειωτέον ότι έως τότε δεν είχον γίνει ομαδικαί απελάσεις. Μερικοί αξιωματικοί είχον συλληφθή, άλλοι είχον απελαθή, αλλά το βενιζελικόν πρόγραμμα ούτε είχε εκτελεσθή, ούτε επιστεύετο ότι θα εξετελείτο. Αι φήμαι περί καταλόγων 2000 προσώπων είχον διασκεδασθή. Η Ελλάς είχε κάπως πιστεύσει. - Και θα διαρκέσει πολύ αυτή η ανάκρισις; ηρώτησα τους κασκετοφόρους. - Πολύ; ούτε δύο λεπτά. Μία πληροφορία. - Αν είναι έτσι πάμε. Κι αν ήτο αλλιώς; Θα συνέβαινε το ίδιο. Είναι πάντοτε όμως ευχάριστον να υποχωρή κανείς δήθεν διότι το θέλει. Μετά ένα τέταρτον άνοιγε μια βρωμερή πόρτα ενός σπιτιού της οδού Μιχαήλ Βόδα, όπου το τμήμα της Καταδιώξεως, και ο γράφων τας θλιβεράς αυτάς αναμνήσεις ευρέθη, επετάχθη μάλλον, εις ένα δωμάτιον, όπου ημπορούσε κανείς να πιστεύση ότι ο Ήφαιστος είχεν εγκαταστήσει το συνεργείον του. Τριάντα άνθρωποι στριμωγμένοι εκάπνιζαν, ως Βεζούβιοι, προ εικοσιτεσσάρων ωρών. Γέλοια παταγώδη συνώδευσαν την τραγικήν εμφάνισιν: Ο Μάτεσης, πρόεδρος τότε του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με ένα θεόχονδρο παλτό, έγινε κατακόκκινος από τα γέλοια, ο Πέπας, ο πωγωνοφόρος καθηγητής της Γυμναστικής, διέκοψε την διήγησιν κάποιου ανεκδότου διά να γελάση, ο Μαυρομιχάλης - ο Βοϊδής εγέλασε και αυτός και όλοι, ως και ο Κρητικός χωροφύλαξ με την μελανήν "βράκαν" εγέλασε και αυτός. Φαίνεται ότι το πράγμα ήτο αστείον. Μετά από τα πρώτα γέλοια, ανάμεσα εις τους καπνούς και τα διάφορα τραπέζια του δωματίου - εκεί φαίνεται είχον προ τινος μεταφερθή κατασχεθέντα έπιπλα χαρτοπαιγνίου, δύο τρία τραπέζια, ένα "ρατώ", μία "κανιότα" ήρχισαν οι αναγνωρίσεις. Παλαιοί Πρόεδροι Επιστράτων, αγαθοί έμποροι της Αγοράς, καθηγηταί, δικηγόροι, διπλωματικοί υπάλληλοι, ο θαυμάσιος Σοφός, ο λαμπρός Κοκοτάκης, ο Πιερράκος ο ζαχαροπλάστης, ο Τσιφλάκος ο ιατρός και κάποιος εις μίαν γωνίαν παχύτατος, μελαγχολικώτατος και αμίλητος: ήτο Βενιζελικός και είχε συλληφθή κατά λάθος ... ... Ούτω τα εξημερώματα είχε σχηματισθή μία πελώρια σαλάτα, η οποία ενεθύμιζε φοβερά τα "ανθρωπόμορφα τέρατα" της οδού Αθηνάς. Άνθρωποι με τρία κεφάλια και οκτώ πόδια, πλάτη Μαυρομιχάλη και κεφαλή Κοκοτάκη, μύτη υποφαινομένου και - αλλοίμονο - πόδια αγνώστου. Τέλος εσηκώθημεν και "ηυπρεπίσθημεν". Με το νερό του καφέ τον οποίον μας έφερε ο βρωμερώτερος καφετζής των δύο ημισφιαρίων, επλύναμεν τα αληθώς κατακόκκινα μάτια μας. Κάποιος αξιωματικός εισήλθε τότε, μας είπε ότι πρόκειται "να σταλώμεν εις απέλασιν", ηρνήθη να μας ειπή διατί και που, και έδωσε μόνον αναγκαίας οδηγίας διά τα "πράγματά" μας. Ο αξιωματικός αυτός μ’ εγνώριζε, φαίνεται: - Θέλετε να πάρετε ένα αμάξι ή ένα αυτοκίνητον μ’ έναν χωροφύλακα και να πάτε μόνος εις τον Πειραιά; ... με ηρώτησε. - Γιατί; - Διά να μην σας βλέπουν. - Σας βεβαιώ ότι δεν εντρέπομαι καθ’ όλου δι’ ό,τι μου συμβαίνει, του απήντησα εις όσον εύθυμον τρόπον ήτο δυνατόν να διαθέτω. Μετ’ ολίγα λεπτά διασχίζοντες θλιμμένην διαδήλωσιν συγγενών, οι οποίοι από τα χαράγματα είχον μαζευθή έξω από την φυλακήν μας, και περικυκλούμενοι από χωροφύλακες με "εφ’ όπλου λόγχην" εφθάσαμεν εις την πλατείαν της Ομονοίας, εις τον σταθμόν, εις το τραίνον, εις τον Πειραιά ... ... Μαζί μας ο αλησμόνητος Παπά-Φώτης, ο Φώτιος Πάντος ο ωραίος και εμπνευσμένος ιερεύς τον οποίον εθάψαμεν εις την εξορίαν, ο ιατρός Γουνελίδης, τον οποίον μας έφεραν ως ληστοφυγόδικον με χειροπέδας, ο Αποστόλης ο Λύδης, έξω φρενών διά τας τόσας 238


υποθέσεις που άφηνεν ορφανάς, ο συνταγματάρχης Λέανδρος Μεταξάς, γεμάτος ωραίον θάρρος και θαυμαστήν ευθυμίαν, και άλλοι και άλλοι τους οποίους θα συναντήσωμεν σιγά-σιγά εις την εύθυμον αυτήν ιστορίαν των θλιβερών ωρών. - Και που πάμε; - Στο Μούδρο. - Στο Μούδρο; - Βέβαια. Θα μας παραδώσουν στους Άγγλους, είπε μια φωνή. - Ούνμεγκλιχ! - αδύνατον - εψιθύρισε αναβλέπουσα προς τον ολόφαιον μια απεξηραμένη γερμανίς, υψηλή και λιγνή ως υπερφυσικόν σπαράγγι. Τέλος εξεκινήσαμεν με "εσβεσμένους τους φανούς". Ήτο η εποχή των τορπιλλισμών και των υποβρυχίων ...»263. Με όλες αυτές τις δυσάρεστες εξελίξεις, ο τόπος είχε πλέον για τα καλά βυθιστεί στο τέναγος του διχασμού. Από τα τέλη κιόλας του 1917, σε διάφορες στρατιωτικές μονάδες στην Τρίπολη, την Καλαμάτα και τη Λευκάδα, διαφωνούντες με την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, άρχισαν να εκδηλώνουν στασιαστικές τάσεις. Στις αρχές του 1918, τα στασιαστικά κρούσματα πύκνωσαν και άρχισαν να γίνονται πλέον επικίνδυνα. Σημαντικότερη από τις στάσεις που εκδηλώθηκαν την περίοδο εκείνη, υπήρξε αυτή που έλαβε χώρα στις 22 Ιανουαρίου 1918, στο Β΄ Σύνταγμα Πεζικού της Λαμίας, και σύντομα επεκτάθηκε στην Αταλάντη, τη Λιβαδειά και τη Θήβα, προκαλώντας αναταραχή στην κοινή γνώμη και δημιουργώντας ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις για την ανοιχτή δυσπιστία των συμμάχων αναφορικά με το κατά πόσον η Ελλάδα θα μπορούσε να κινητοποιήσει στην πραγματικότητα το στρατό της για να συμμετάσχει στον εξελισσόμενο αγώνα της «Αντάντ» κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η στάση κατεστάλει από την κυβέρνηση με την αποστολή εναντίον των κινηματιών ενός συντάγματος απαρτιζόμενου από Κρητικούς στρατιώτες, που έθεσε υπό έλεγχο την κατάσταση με την προσφυγή στη χρήση βίας, και κατόπιν με τη σύσταση εκτάκτων στρατοδικείων στη Λαμία και τη Θήβα, τα οποία με συνοπτικές διαδικασίες καταδίκασαν σε θάνατο πολλούς αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτες, που εν τέλει εκτελέσθηκαν. Εξίσου άμεση και σκληρή υπήρξε η αντίδραση της κυβέρνησης και εναντίον της νέας στρατιωτικής στάσης, που εκδηλώθηκε τον Μάρτιο του 1918, κατά τη μεταστάθμευση της Γ΄ Μεραρχίας από την Πάτρα στην Κοζάνη. Η στάση αυτή, προσέλαβε τον χρακτήρα μιας ιδιότυπης ανταρσίας, όταν κατά τη διέλευση των στρατευμένων από τα Σέρβια της Κοζάνης, 1.000 περίπου αξιωματικοί και στρατιώτες λιποτάκτησαν, προκαλώντας έντονα αισθήματα ανησυχίας στους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. Στρατιωτικές δυνάμεις, πιστές στην κυβέρνηση Βενιζέλου, κατέστειλαν τη στάση και αμέσως μετά συνεστήθησαν έκτακτα στρατοδικεία, τα οποία και πάλι με συνοπτικές διαδικασίες, καταδίκασαν τους πρωταίτιους σε θάνατο. Η κυβέρνηση απέδωσε τις ευθύνες για όλες αυτές τις στασιαστικές κινήσεις στην αντιπολίτευση και ιδιαίτερα σε κύκλους προσκείμενους στον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄, που βρισκόταν τότε εξόριστος στην Ελβετία. Εξαπέλυσε έτσι, ένα νέο γύρο διώξεων εναντίον φιλοβασιλικών αξιωματικών και στελεχών του κρατικού μηχανισμού, που συνέβαλε στην επανατροφοδότηση των διχαστικών παθών264. 5.5 Αγώνας από την Κορσική για τη δημοκρατία στην Ελλάδα Αναφ. στο Γιώργος Α. Λεονταρίτης: «Η Σύλληψη και η Εξορία του Γεωργίου Βλάχου», περ. Τότε, τεύχος 19, Ιανουάριος 2006. 264 Για την κατάσταση που επικρατούσε τότε στο στράτευμα και τις διάφορες στασιαστικές κινήσεις εναντίον της κυβέρνησης Βενιζέλου, βλ. μεταξύ των άλλων Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ. 63 - 64 και Γ. Θ. Μαυρογορδάτος: «Το Κόστος του Διχασμού», ένθετο «Νέες Εποχές», εφ. Το Βήμα, 22/6/1997. 263

239


Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα εκείνη την περίοδο (και που θεσμικά είχε επιδεινωθεί με την «επ’ αόριστον» διακοπή των εργασιών της Βουλής στις 8 Απριλίου 1918), ο Γούναρης, εξακολουθώντας να βρίσκεται μαζί με τους συνεξόριστούς του υπό περιορισμό στην Κορσική, αποφάσισε να σπάσει την πολύμηνη σιωπή του. Έτσι, με επιστολή του την 7η Αυγούστου 1918, προς τον τότε πρωθυπουργό της Γαλλίας Ζωρζ Κλεμανσώ, εκ των βασικών υποστηρικτών του Βενιζέλου, προχώρησε στην ανοιχτή καταγγελία και διεκτραγώδηση της επικρατούσας στην Ελλάδα πραγματικότητας, και ζήτησε την άμεση παρέμβασή του για την αναστροφή της. Τα βασικά σημεία της ιστορικής εκείνης επιστολής του Δημητρίου Γούναρη προς το Γάλλο πρωθυπουργό, έχουν ως ακολούθως: «Κύριε Πρόεδρε Εν έτος πλήρες διέρρευσεν αφ’ ης, βία καταλιπών την πατρίδα μου, ωδηγήθην εις Κορσικήν συνεπεία μέτρου, όπερ ο κ. Ζοννάρ, Ύπατος Αρμοστής της Γαλλίας εν Ελλάδι, ενόμισεν ότι εδικαιούτο να λάβη κατ’ εμού και άλλων τινών συμπολιτών μου ... ... Από ενός έτους ευρισκόμενος ενταύθα, παρηκολούθησα μετά προσοχής τα γεγονότα, άτινα εκτυλίσσονται εν τη Πατρίδι μου. Αληθώς πάσης άλλης επικοινωνίας απηγορευθείσης μοι, η μόνη απομείνασά μοι πηγή πληροφοριών, ήτοι ο γαλλικός Τύπος, δεν είναι λίαν δαψιλής εις πληροφορίας. Πλην αλλ’ όμως γνωρίζω την Πατρίδα μου, η δε γνώσις αύτη συμπληροί ουκ ολίγα πράγματα των οποίων η λίαν περιωρισμένη ελευθερία, η διέπουσα τον κόσμον από της κατάρξεως του πολέμου, δεν επιτρέπει την αναγραφήν. Τα εν ταις γαλλικαίς εφημερίσιν αναγραφέντα γεγονότα, ανεπαρκή διά πάντα ξένον προς μόρφωσιν ιδέας τινός περί των εκεί κάτω συμβαινόντων, είναι εν τούτοις υπερεπαρκή δι’ άνθρωπον, κοινά τα πάντα μετά της Πατρίδος του έχοντα - αισθήματα, βλέψεις, συμφέροντα - προς αναπαράστασιν της καταστάσεως της Πατρίδος του εν πάση τη τρομακτική αυτής πραγματικότητι. Πολλάκις η συνείδησίς μου - έχω δε συνείδησιν, και δη λίαν ευπαθή, βεβαιωθήτε περί αυτού, κύριε Πρόεδρε, αντιθέτως προς ό,τι τολμώσι να λέγωσιν άνθρωποι ουδέποτε ουδέν το αληθές ειπόντες περί των εν Ελλάδι συμβαινόντων - η συνείδησίς μου εξεγειρομένη κατ’ ενεργειών, αίτινες ητίμαζον ουχί πλέον τον λεπτόν πολιτισμόν, ούτινος απήλαυεν ο ημέτερος αιών προ του πολέμου, αλλ’ αυτά ταύτα τα στοιχειωδέστατα ανθρώπινα αισθήματα, μοι επέβαλε την διαμαρτυρίαν ως καθήκον. Ενέμεινα όμως εν τη γνώμη μου, ότι διαμαρτυρία, προερχομένη μάλιστα εξ ανθρώπου, ούτω δεινώς δυσφημισθέντος, ουδεμίαν θα είχε βαρύτητα επί των αποφάσεων των Δυνάμεων, των οποίων η συμπεριφορά κατέναντι της Πατρίδος μου δεν συνεχώρει την ελπίδα, ότι αύται θα μετήρχοντο την δύναμιν αυτών προς τερματισμόν των ενεργειών τούτων ... ... Αλλ’ όμως, ει και τα πράγματα εκεί κάτω εξελίσσονται κατά τρόπον τραγικόν, παρατηρώ, ότι ουδείς θέλει να το εννοήση. Φαίνεται, ότι η Ελληνική διανοητικότης είναι εντελώς άγνωστος εις όσους επελάβοντο εκείνου, όπερ αυταρέσκως αποκαλούσι "δικαίωμα προστασίας", ήτοι του δικαιώματος να ρυθμίζωσιν αυθαιρέτως τας τύχας της πτωχής μου Πατρίδος. Ίσως ούτοι δεν τολμώσι να ίδωσι τα εν αυτή συμβαίνοντα ή μόνον διά των παρεμπιπτόντων οφθαλμών, οίτινες εγκατεστάθησαν εκεί υπό την μορφήν Ελληνικής Κυβερνήσεως ... ... Πλην αλλ’ όμως φρονώ, ότι οι χρηστοί ούτοι πολίται, οίτινες παρέχουσι την εαυτών συνδρομήν εις τους απαρτίζοντας την σημερινήν Κυβέρνησιν άνδρας, δεν είνε πολυάριθμοι. Τινές μάλιστα και διατείνονται, ότι ο αριθμός αυτών είνε αληθώς ελάχιστος. Οι δε τον τοιούτον ισχυρισμόν διατυπούντες θα ηδύναντο να επικαλεσθώσιν εις επιβεβαίωσιν πλείονας της μιας αποδείξεις, μεταξύ των οποίων μία τουλάχιστον θα ηδύνατο να χαρακτηρισθή ως κρίσιμος: τον φόβον δήλον ότι της Κυβερνήσεως, όπως προσφύγη εις εκλογήν νέας Βουλής, μόνον της τοιαύτης εκλογής αποτελούσης μέσον 240


αποδείξεως, ότι η πλειοψηφία της Χώρας ευρίσκεται παρά το πλευρόν αυτής. Εφ’ όσον όμως η Κυβέρνησις δεν τολμά να προστρέξη εις το μέτρον τούτο, το μόνον δυνάμενον να νομιμοποιήση την κατοχήν της Εξουσίας, ήτις εμφανίζεται ως σφετερισμός εις τους οφθαλμούς ενίων μοχθηρών ανθρώπων, οίτινες δεν έχουσι το έθος να κύπτωσι δουλικώς ενώπιον των διαβεβαιώσεων των Ισχυρών της γης, δικαιούται πας τις να ισχυρισθή, ότι αυτή αύτη η Κυβέρνησις πιστεύει, ότι η μεγάλη πλειοψηφία της Χώρας αντιτίθεται προς αυτήν. Λέγω δε η "μεγάλη πλειοψηφία της Χώρας" διότι πρόδηλον τυγχάνει, ότι τα διατιθέμενα μέσα, τόσον νόμιμα, όσον και αυθαίρετα, (νομίζω δε περιττήν την απαρίθμησιν αυτών), των οποίων πάντως δεν θα τα παρέλειπε να ποιήσηται χρήσιν, η Κυβέρνησις, (ήτις τόσον εναργείς αποδείξεις παρέσχε της ελλείψεως παντός ενδοιασμού εν τη μέχρι τούδε διαγωγή αυτής), ήθελον είσθαι επαρκή προς κατάπνιξιν της πλειοψηφίας, εάν αύτη ήτο μικρά, και να εμφανίσωσι ταύτην ως μειοψηφίαν. Επί εν πλήρες έτος η Κυβέρνησις αύτη το παν μετεχειρίσθη και γνωρίζετε, κύριε Πρόεδρε, ότι προ ουδεμίας αυστηρότητος ωπισθοχώρησεν ίνα επιβληθή εις την Χώραν. Και μάλιστα ανενδοιάστως έχυσε το αίμα μεγάλου αριθμού πολιτών, μεταξύ των οποίων δεν έλειψαν και γυναίκες, ων το έγκλημα συνίστατο εις το ότι αντετάχθησαν εις καθεστώς, επί της ξενικής δυνάμεως και μόνης ερειδόμενον. Αι φυλακαί γέμουσι χιλιάδων πολιτών, εν οις οι ανώτατοι τιτλούχοι της εκκλησίας, οι τόσον εν Ελλάδι τιμώμενοι, ων το έγκλημα συνίσταται αποκλειστικώς εις το ότι δεν επροθυμοποιήθησαν να κύψωσιν ενώπιον της Εξουσίας, ην οικειοποιούνται οι άνθρωποι, ους σύμπασα η Χώρα έκρινε και κατεδίκασεν αμετακλήτως. Επί τούτοις χιλιάδες πολιτών απεσπάθησαν των εστιών αυτών και ενεκλείσθησαν εν ταις νήσοις επί βλάβη των οικογενειών και των συμφερόντων αυτών, τούτο δε διότι τυγχάνουσιν ύποπτοι πολιτικών πεποιθήσεων αντιθέτων προς όσα επιθυμούσιν ίνα επιβάλωσιν αυτοίς. Παρά πάσας όμως τας φρικαλεότητας ταύτας η Κυβέρνησις αδυνατεί να επιβληθή εν τη Χώρα ... ... Θα περιορισθώ εις την υπόμνησιν ενός μόνου μέτρου, ούτινος απεφασίσθη η λήψις, κατά πληροφορίαν δημοσιευθείσαν προ τινων ημερών εις τον Τύπον. Η πληροφορία αύτη μη ήγαγεν εις την απόφασιν, όπως απευθύνω υμίν την προκειμένην επιστολήν. Παραθέτω αυτουσίαν την πληροφορίαν ως εδημοσιεύθη εις την "Νέαν Κορσικήν" τηλεγραφικώς εκ Παρισίων διαβιβασθείσαν: "Τηλεγραφούσιν εξ Αθηνών: Η Κυβέρνησις παρετήρησεν, ότι παρά τους αυστηρούς παραδειγματισμούς, συνεχίζονται αι προσπάθειαι προς υπόθαλψιν της ανυποταξίας μεταξύ των νεωστί επιστρατευθεισών Ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Κατά συνέπειαν απεφάσισεν, όπως λάβη ριζικά μέτρα, τείνοντα κυρίως εις την κάθαρσιν του αστικού πληθυσμού. Πάντα τα στρατιωτικά στοιχεία του παλαιού αντιδραστικού καθεστώτος, πάντες οι οπωσδήποτε ύποπτοι, Έλληνες και ξένοι, άνευ οιασδήποτε διαδικασίας, θέλουσι συλληφθή ομαδικώς και εξορισθή εις ωρισμένας νήσους του Αιγαίου". Κύριε Πρόεδρε, είσθε αρχηγός Έθνους, το οποίον δικαίως αξιοί θέσιν μεταξύ των πρωτοπόρων του πολιτισμού, δι’ ον η ανθρωπότης εδικαιούτο να υπερηφανεύηται προ του πολέμου. Πως είναι δυνατόν να παράσχητε την συνδρομήν υμών εις την εκτέλεσιν παρομοίου μέτρου ή μάλιστα και απλώς ν’ ανεχθήτε ταύτην; Όταν θα πρόκηται ν’ αποφασίσητε επί του μέτρου τούτου, αναζητήσατε εις τας ιστορικάς δέλτους παραδείγματα τοιαύτης αναδρομής εις λίαν απώτερον παρελθόν, θα εισέλθητε εις τόσον ζοφεράς εποχάς, ώστε είμαι βέβαιος, ότι θέλει επιλείψη υμάς το θάρρος και ότι ου μόνον θέλετε αρνηθή την συνδρομήν υμών εις τοιαύτην φρικαλεότητα - τούτο δε και αρκεί διά την ματαίωσιν του μέτρου, βεβαιωθήτε περί αυτού, κύριε Πρόεδρε - αλλά και θέλετε μετ’ 241


αγανακτήσεως απαγορεύση εις τους ανθρώπους τούτους τοιαύτην κατάχρησιν της ισχύος, ην παρέσχετε αυτοίς, κατάχρησιν ατιμάζουσαν τα στοιχειωδέστατα ανθρώπινα αισθήματα. Κύριε Πρόεδρε, είσθε συνάμα άνθρωπος υπερτέρας αντιλήψεως και πολιτικός εμπειρότερος παντός άλλου. Είναι συνεπώς αδύνατον να μη κρίνητε την κατάστασιν της Πατρίδος μου κατά την πραγματικήν αυτής αξίαν ... ... Ακριβώς όμως η εξανάστασις αύτη της συνειδήσεώς μου, ήτις με κατέλαβεν ολόκληρον, ευθύς ως ανέγνωσα την πληροφορίαν περί των απειλουσών τους ατυχείς συμπολίτας μου αθρόων εκτοπίσεων, μ’ εξηνάγκασεν εις παρέκκλισιν από της τακτικής, ην είχον διαγράψει εις εμαυτόν, να μην αντιταχθώ δηλονότι προς την βίαν, ήτις το παν συντρίβουσα υπό το βάρος αυτής, δεν είναι διατεθειμένη να ακούση. Εφησύχαζεν εν τη ελπίδι, ότι η δύναμις αύτη δεν θα εκώφευεν εις την φωνήν των γεγονότων. Υπελόγιζεν δε επί την παντοδύναμον ταύτην φωνήν, ήτις διακηρύσσουσα την επικράτησιν πάσης φυσικής καταστάσεως, αποτελεί την υπερτάτην εγγύησις παντός Δικαίου και Νομίμου. Διότι δι’ εμέ, Κύριε Πρόεδρε, δεν υπάρχει Δικαιοσύνη και Νομιμότης πέραν των καταστάσεων, αίτινες εναρμονίζονται προς την φύσιν των πραγμάτων. Έχω δε την εδραίαν πίστιν, ότι η Φύσις, δημιουργήσασα τους ανθρώπους ελευθέρους, επεφύλαξε την απώλειαν της ελευθερίας αυτών ως σκληράν ποινήν των παρηκμακότων Λαών, των αναξίων του υπερτάτου τούτου αγαθού και καταδεδικασμένων εκ τούτου και μόνου εις την εξουθένωσιν. Τούτου ένεκα, είχον πάντοτε απαρασάλευτον εμπιστοσύνην εις την ζωτικότητα του Ελληνικού Λαού, ελπίζω δε πάντοτε, ότι ούτος θα διατρανώση, διά της πανσθενούς φωνής των πραγμάτων, το εαυτού δικαίωμα, όπως ζήση ελεύθερος, εν ελευθερία ην γνωρίζει να προασπίζη αυτός ούτος και ήτις ουδεμίας οιασδήποτε ευμενούς προστασίας έχει ανάγκην προς συντήρησιν αυτής ... ... Ιδού, Κύριε Πρόεδρε, τι μ’ εξηνάγκασε παρά πάσαν προγενεστέραν απόφασιν να γράψω προς Υμάς: η εξανάστασις της εμής συνειδήσεως επί τη πληροφορία των μελετωμένων αθρόων εκτοπίσεων των συμπολιτών μου. Η οδύνη, ην ησθάνθην επί τη αναπολήσει των, συνεπεία της εφαρμογής του μέτρου τούτου, μελλουσών βασάνων, υπήρξε τόσον οξεία, ώστε δεν ηδυνάμην να παραλείψω το καθήκον το οποίον είχον όπως απευθύνω υμίν την παρούσαν επιστολήν. Γράφων προς Υμάς διαθρύπτομαι υπό της διπλής ελπίδος: το μεν, ότι θα εφείλκυον την υμετέραν προσοχήν επί της αξιοθρηνήτου καταστάσεως, εις ην η Ελλάς περιέστη· το δε εάν τοιαύτη εκδοχή δεν ήτο παρακεκινδυνευμένη - ότι θα εφείλκυον την υμετέραν προσοχήν επί των σκέψεων, ας η κατάστασις αύτη ενέπνευσεν εις άνθρωπον, σήμερον μεν εξωρισμένον, δυνάμενον όμως να υπερηφανεύηται, διότι, ηγάπησε και μετ’ αφοσιώσεως και ειλικρινείας υπηρέτησε την χώραν εκείνην, ης η ευτυχία θέλει είσθαι μοναδικός της ζωής αυτού σκοπός. Θα διαψευσθή άρα γε η διπλή αύτη ελπίς; Και αν μεν αστοχήση η Δευτέρα των ελπίδων τούτων, υφ’ ης ενεπνεύσθην γράφων την παρούσαν, δεν θα ηδυνάμην οπωσδήποτε να μεμψιμοιρήσω. Είμαι ωπλισμένος δι’ αρκούσης εγκαρτερήσεως κατά πάσης εναντιότητος, έστω και της πλέον απροσδοκήτου απέναντί μου συμπεριφοράς. Είναι όμως δυνατόν να μείνη απραγματοποίητος η πρώτη εκ των ελπίδων; Είναι δυνατόν η επιστολή μου να μην εφελκύση την Υμετέραν προσοχήν επί της δημιουργηθείσης καταστάσεως εν Ελλάδι, ήτις, παρά την σμικρότητα αυτής, είναι όμως τόσον αναγκαία εις τον κόσμον; Αδυνατώ να πιστεύσω τούτο. Θα ήρκει δε τούτο, ίνα έχη επιτευχθή ο σκοπός, ον προεθέμην απευθύνων υμίν την επιστολήν ταύτην. Ευαρεστηθήτε να δεχθήτε, Κύριε Πρόεδρε, την διαβεβαίωσιν της υψίστης υπολήψεώς μου. Δ.Π.ΓΟΥΝΑΡΗΣ Πρώην Πρωθυπουργός της Ελλάδος 242


Εν Αιακίω τη 7η Αυγούστου 1918»265. Στις γενικότερες διεθνοπολιτικές συνθήκες, μέσα στις οποίες έγινε, το διάβημα του Δημητρίου Γούναρη προς τον Ζωρζ Κλεμανσώ, δεν απέφερε κανένα πρακτικό αντίκρισμα. Η κατάσταση στην Ελλάδα εξακολούθησε να κινείται στην τροχιά της πολιτικής ανωμαλίας, έως και τον τερματισμό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με την ανακωχή που υπογράφηκε στις 29 Οκτωβρίου 1918. Εξέλιξη, στην οποία είχε συμβάλει αποφασιστικά η συμμετοχή στο πλευρό των συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, η παρουσία των οποίων οδήγησε στην τελική νίκη της «Αντάντ». Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, οι εξόριστοι της Κορσικής πληροφορήθηκαν από δημοσιεύματα του γαλλικού Τύπου, μεταξύ των οποίων και της εφημερίδας Ελεύθερος Άνθρωπος, που εθεωρείτο εκφραστικό όργανο των απόψεων του πρωθυπουργού της χώρας Κλεμανσώ, ότι ο αναγκαστικός εκπατρισμός τους επρόκειτο να λήξει και πως πρόθεση των γαλλικών αρχών ήταν να παραδοθούν στην κυβέρνηση Βενιζέλου, κατόπιν σχετικής αίτησής της, που είχε διαβιβασθεί προς την κυβέρνηση της Γαλλίας. Η αντίδραση των εξορίστων της Κορσικής σε αυτό το ενδεχόμενο υπήρξε εντονότατη. Κινητοποίηθηκαν άμεσα και αποφάσισαν να στείλουν ως εκπρόσωπό τους τον Ίωνα Δραγούμη να συναντηθεί με τον νομάρχη Κορσικής Αλαίν, προκειμένου να διακριβώσει τη βασιμότητα ή όχι αυτών των πληροφοριών. Ο νομάρχης της γαλλικής νήσου, επιβεβαίωσε ότι πράγματι δύο ημέρες νωρίτερα από την πραγματοποίηση της συνάντησης, είχε λάβει τηλεγραφική διαταγή από το υπουργείο Εσωτερικών της Γαλλίας, να συνεννοηθεί με τον νομάρχη Μασσαλίας, ώστε να διευθετήσει τις λεπτομέρειες της μεταφοράς των εξορίστων στη Μασσαλία και της από εκεί αποστολής τους με ατμόπλοιο στην Ελλάδα. Στις εντονότατες διαμαρτυρίες του Ίωνα Δραγούμη για την πρόθεση αυτή των γαλλικών αρχών, ο νομάρχης Κορσικής του αντέτεινε ότι ήταν απόφαση που είχε ληφθεί από τους πολιτικούς του προϊσταμένους. Όταν μετά το τέλος της συνάντησης, ο Ίωνας Δραγούμης ενημέρωσε τους συνεξορίστους του για τα όσα διημείφθησαν στη συνομιλία του με το νομάρχη Κορσικής, εκείνοι αποφάσισαν, κατόπιν πρότασης του Δημητρίου Γούναρη, να προχωρήσουν στην αποστολή επιστολής εντονότατης διαμαρτυρίας προς τις γαλλικές αρχές, ζητώντας τους να μην προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια αναγκαστικής μεταφοράς τους στην Ελλάδα. Το πλήρες κείμενο της επιστολής αυτής, που συνέταξε ο ίδιος ο Δημήτριος Γούναρης και συνυπεγράφη από όλους τους συνεξορίστους του την περίοδο εκείνη στην Κορσική, πλην του Κωνσταντίνου Έσσλιν, ο οποίος είχε προηγουμένως υποβάλει στις γαλλικές αρχές αίτηση για την επιστροφή του στην Ελλάδα «υπό οιουσδήποτε όρους», έχει ως εξής: «Αιάκιον 4/17 Νοεμβρίου 1918 Πρόεδρον Υπουργικού Συμβουλίου κ. Κλεμανσώ και Υπουργόν Εξωτερικών κ. Πισών Παρισίους Επληροφορήθημεν παρά του κ. Νομάρχου Κορσικής ότι η Γαλλική Κυβέρνησις ευηρεστήθη να δώση διαταγήν άρσεως της κρατήσεως ημών. Της διαταγής ταύτης επηκολούθησαν σχετικαί οδηγίαι και μέτρα ληφθησόμενα διά την παλινόστησίν μας εις την Πατρίδα. Πεπεισμένοι ότι η Γαλλική Κυβέρνησις έδωκε τας οδηγίας ταύτας εν τη επιθυμία αυτής όπως διευκολύνη την επάνοδόν μας εις την Πατρίδα, λαμβάνομεν το θάρρος να φέρωμεν εις γνώσιν αυτής τα εξής: Επιθυμούντες να επανακτήσωμεν την ελευθερίαν μας, αποδεχόμεθα την άρσιν της κρατήσεώς μας, επιφυλασσόμενοι να εκλέξωμεν τον τόπον της διαμονής μας. Επί του παρόντος ουδόλως επιθυμούμεν να επανέλθωμεν εις την Ελλάδα. Και δηλούμεν οριστικώς ότι διαμαρτυρόμεθα εναντίον πάσης βίας, ήτις ηδύνατο να εξασκηθή όπως μας μεταγάγωσιν εκεί παρά την θέλησίν μας. 265

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 446 - 453.

243


Μία παλινόστησις βιαία, θα ισοδυνάμει προς μίαν έκδοσιν, ήτις έδει να κανονισθή κατόπιν όρων και διαδικασίας συνθήκης εν ισχύϊ μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδος. Αλλ’ η περίστασις αύτη ουδαμού παρουσιάζεται. Αλλά και αν οπωσδήποτε ακόμη, η έκδοσίς μας ήθελε ζητηθή, θα ήτο κατά τοσούτον αδικαιολόγητος καθ’ όσον μεταξύ ημών ευρίσκονται άτομα, κατηγορούμενα εν Ελλάδι διά πολιτικά εγκλήματα. Η Γαλλική Δικαιοσύνη είνε εν γνώσει διαφόρων τοιούτου είδους περιπτώσεων κατόπιν εκ παραγγελίας ανακρίσεων, ας έσχεν ευκαιρίαν να εκτελέση διά λογαριασμόν των ελληνικών δικαστηρίων. Κατόπιν απασών των υπαρχουσών συνθηκών και των γενικών αρχών του Δημοσίου Δικαίου, οι πολιτικοί εγκληματίαι εισί παντού και πάντοτε εξηρημένοι της εκδόσεως, της διαμονής αυτών ούσης σεβαστής εις όλας τας χώρας, καθ’ όσον η διαμονή αυτών αποτελεί δι’ αυτούς τόπον ασύλου. Δεν επιθυμούμεν ουδόλως άλλως Τε να υποθέσωμεν ότι η Γαλλική Κυβέρνησις θα ηδύνατο να συμβάλη εις παρομοίαν κατάφωρον παραβίασιν του δικαίου του ασύλου, του οποίου απολαμβάνουσι παντού οι πολιτικοί εγκληματίαι· τοσούτω μάλλον, καθ’ όσον τα οιονεί ταύτα πολιτικά εγκλήματα εξετελέσθησαν ως πράξεις νομίμως προερχόμεναι εκ του καθεστώτος όπερ υπήρχε τότε εν Ελλάδι και το οποίον διεδέχθη το σημερινόν καθεστώς διά της μεσολαβήσεως της Γαλλίας και Αγγλίας, των οποίων ο Ύπατος Αρμοστής κ. Ζοννάρ, πανηγυρικώς εδήλωσεν, ότι ουδέν αντίποινον θα εκτελεσθή και ότι προκήρυξις γενικής αμνηστείας ήθελεν αμέσως μελετηθή (Νότα της 11 Ιουνίου 1917). Ευαρεστηθήτε να δεχθήτε την διαβεβαίωσιν της υψίστης ημών εκτιμήσεως. Δ. Π. Γούναρης πρώην Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου, Βίκτωρ Δούσμανης υποστράτηγος, Ανδρέας Μπαΐρας υποστράτηγος, Σταύρος Ρήγας αντισυνταγματάρχης, Ιωάννης Δραγούμης πρώην Πρέσβυς βουλευτής Φλωρίνης, Γεώργιος Πεσματζόγλου βουλευτής Αττικής, Γεώργιος Μερκούρης βουλευτής Αττικής, Σπύρος Μερκούρης πρώην Δήμαρχος Αθηνών, Ιωάν. Σαγιάς λοχαγός πεζικού, Ιωάννης Μάλλωσης πρώην υπονομάρχης-δημοσιογράφος, Πέτρος Γιάνναρος διευθυντής εφημερίδων, Θεόδωρος Ράμμος δημοσιογράφος, Μιχαήλ Σακελλαρίου δημοσιογράφος»266 Η σημαντικότερη αιτία αυτής της δριμείας αντίδρασης των Ελλήνων εξορίστων στο ενδεχόμενο παράδοσής τους στην κυβέρνηση Βενιζέλου, ήταν η βεβαιότητά τους πως μετά την επιστροφή τους στη χώρα θα γίνονταν αντικείμενο πολιτικών διώξεων. Η βεβαιότητα αυτή ίσχυε περισσότερο στην περίπτωση του Δημητρίου Γούναρη. Η ηθελημένα αμφίσημη απάντηση του Γάλλου πρωθυπουργού Ζωρζ Κλεμανσώ στην επιστολή διαμαρτυρίας των εξορίστων, που έφτασε με τηλεγράφημα προς το νομάρχη Κορσικής, σύμφωνα με την οποία η προηγούμενη τηλεγραφική εντολή του υπουργού Εσωτερικών είχε αποσταλεί εν πλήρη αγνοία του ιδίου, χωρίς όμως να παρέχεται διαβεβαίωση ότι η μεταφορά των κρατουμένων παρά τη θέλησή τους δεν επρόκειτο να γίνει, ενίσχυσε παρά καθησύχασε τις ανησυχίες των εξορίστων. Υπό το κράτος αυτής της ανησυχίας, ο Δημήτριος Γούναρης σε συμφωνία με τους Ιωάννη Μεταξά και Γεώργιο Πεσμαζόγλου, αποφάσισε να οργανώσει με κάθε τρόπο την απόδρασή τους από την Κορσική. Έτσι, στις 24 Νοεμβρίου 1918, κατόπιν σχετικής συνεννόησης με κορσικανό ναυτικό ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός, μαζί με τον Μεταξά και τον Πεσμαζόγλου, ανεχώρησαν με το πλοιάριό του και 12 ώρες αργότερα έφτασαν στην κωμόπολη Αγία Θηρεσία της ιταλικής Σαρδηνίας, όπου και αποβιβάστηκαν. Το απόγευμα της επόμενης ημέρας, στις 25 Νοεμβρίου 1918, οι Δημήτριος Γούναρης, Ιωάννης Μεταξάς και Γεώργιος Πεσμαζόγλου, παρουσιάστηκαν στις τοπικές αρχές, δήλωσαν την ταυτότητά τους και κατόπιν συνεννοήσεων του νομάρχη Σαρδηνίας με τις αρμόδιες ιταλικές κυβερνητικές υπηρεσίες, τους παρεσχέθη η φιλοξενία της ιταλικής κυβέρνησης, η οποία μάλιστα απέρριψε αίτημα της γαλλικής ομολόγου της για την έκδοσή τους σε αυτήν. 266

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 455.

244


Μετά την παρέλευση τριών περίπου μηνών, οι τρεις επιφανείς Έλληνες εξόριστοι, έλαβαν από την ιταλική κυβέρνηση τη δυνατότητα να κινούνται ελεύθερα και έτσι ενώ ο Μεταξάς και ο Πεσμαζόγλου πήγαν στη Ρώμη, ο Γούναρης εγκαταστάθηκε στην αρχή στην Πίζα και στη συνέχεια πήγε στη Σιένα. Ήδη από την Πίζα, ο Δημήτριος Γούναρης, άρχισε την επικοινωνία του με τους φίλους του στην Ελλάδα και εκεί τον επισκέφτηκαν πολλές πολιτικές προσωπικότητες της χώρας, οι συναντήσεις με τις οποίες σηματοδότησαν την επανέναρξη της πολιτικής του δραστηριότητας. Στην παροχή της ελευθερίας κινήσεων στους τρεις Έλληνες εξόριστους από την ιταλική κυβέρνηση, είχε συμβάλει αποφασιστικά η κα Ασπασία Νάζου, γνωστή προσωπικότητα της εποχής, με στενές διασυνδέσεις με διεθνείς πολιτικούς κύκλους, η οποία εσυνδέετο με τον Γούναρη και είχε μεσολαβήσει στον Πρόεδρο της Ιταλικής Βουλής Τιτόνι κατά τη διάρκεια συνάντησής τους στις 22 Φεβρουαρίου 1919. Από την Ιταλία, ο Δημήτριος Γούναρης με βασικούς συνεργάτες του, τους Ιωάννη Μεταξά, Γεώργιο Στρέϊτ, Δημήτριο Μάξιμο, Γεώργιο Πεσμαζόγλου και Σόλωνα Βλαστό, διηύθυνε μια δύσκολη πολιτική προσπάθεια για την ανασύνταξη των αντιπολιτευόμενων τον Ελευθέριο Βενιζέλο δυνάμεων και ταυτόχρονα για την ενημέρωση της ευρωπαϊκής και αμερικανικής κοινής γνώμης για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, αλλά και για τα εθνικά ζητήματα της χώρας εν’ όψει των κρίσιμων διπλωματικών διεργασιών, που επρόκειτο να ξεκινήσουν για τη σύναψη της ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής, εκδόθηκαν διάφορα ενημερωτικά έντυπα και βιβλία, ενώ παράλληλα δημοσιεύθηκαν άρθρα και μελετήματα, με απόψεις που προασπίζονταν τις ελληνικές θέσεις σε διάφορα έγκυρα όργανα του διεθνούς Τύπου. Αρωγοί στο εγχείρημα αυτό, έρχονταν κατά καιρούς και αρκετά στελέχη του «Κόμματος Εθνικοφρόνων» από την Ελλάδα, που κατόρθωναν να φτάνουν μέχρι την Ιταλία, εξασφαλίζοντας διαβατήριο από τις Ελληνικές Αρχές κατόπιν επίκλησης «λόγων υγείας». Στο ίδιο χρονικό διάστημα, η λήξη των εχθροπραξιών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η ήττα των «Κεντρικών Δυνάμεων», είχε δρομολογήσει στο διεθνές πολιτικό περιβάλλον κρίσιμες πολιτικο-διπλωματικές διεργασίες με έντονο ελληνικό ενδιαφέρον. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός της χώρας, αξιοποιώντας την ελληνική συμμετοχή -στην τελευταία φάση των πολεμικών επιχειρήσεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου- στο πλευρό των νικητριών δυνάμεων της «Αντάντ», με υπόμνημα που απέστειλε, στις 20 Οκτωβρίου 1918, προς τον πρωθυπουργό της Αγγλίας Λλόυδ Τζωρτζ, έκανε μια πρώτη νύξη για τις ελληνικές διεκδικήσεις μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν επισήμως και η δηλοποίηση των ελληνικών απαιτήσεων για την περιοχή της Δυτικής Μικράς Ασίας. Στις 10 Νοεμβρίου 1918, με την ευκαιρία της επανάληψης των εργασιών της Βουλής των Ελλήνων μετά από επτάμηνη διακοπή, και σε μια πανηγυρική συνεδρίαση αφιερωμένη στη νίκη των συμμάχων της «Αντάντ», ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν άφησε ανεκμετάλλευτη τη δυνατότητα που του παρείχετο και κατά τη διάρκεια της ομιλίας του αναφέρθηκε στις ελληνικές διεκδικήσεις, αν και βέβαια δεν παρέλειψε να τονίσει τις δυσχέρειες τις οποίες θα δημιουργούσε για την Ελλάδα στο Συνέδριο της Ειρήνης η «εγκληματική πολιτική του καταλυθέντος καθεστώτος», αφήνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μία ευθεία αιχμή εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων267. Στις 17 Δεκεμβρίου 1918, ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέβαλε νέο υπόμνημα, αυτή τη φορά προς τη Διάσκεψη Ειρήνης που είχε ξεκινήσει τις εργασίες της στο Παρίσι. Στην εισαγωγή του υπομνήματος αυτού, σημείωνε μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα: «Η πλήρης νίκη των Συμμάχων και εταίρων κρατών παρέχει την ευκαιρίαν του καθορισμού των πολιτικών συνόρων των ευρωπαϊκών κρατών βάσει ακριβώς ή τουλάχιστον κατά πλησιεστέραν προσέγγισιν των ορίων των εθνικών μας περιοχών. Τοιουτοτρόπως θα δημιουργηθή η απαραίτητος βάσις της Κοινωνίας των Εθνών». 267

Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 12, σελ. 68 - 69.

245


Ακολούθως, για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του για τις ελληνικές διεκδικήσεις, ο Ελευθέριος Βενιζέλος διελάμβανε στο υπόμνημά του στοιχεία με την πληθυσμιακή κατανομή του ελληνικού Έθνους στις διάφορες περιοχές του κόσμου, αναφέροντας τα εξής: «1) 4.300.000 κατοικούντες εις την Ελλάδα. 2) 151.000 εις την Βόρειον Ήπειρον και την Αλβανίαν. 3) 731.000 εις την Θράκην και την περιφέρειαν της Κωνσταντινουπόλεως. 4) 43.000 εις την Βουλγαρίαν προ των Βαλκανικών πολέμων. 5) 1.694.000 εις την Μικράν Ασίαν. 6) 102.000 εις την Δωδεκάνησον. 7) 235.000 εις την Κύπρον. 8) 1.000.000 περίπου διεσπαρμένοι. Δηλαδή εις την Αίγυπτον και την υπόλοιπον αφρικανικήν ήπειρον 150.000. Εις την Βόρειον και Νότιον Αμερικήν 450.000 και εις την μεσημβρινήν Ρωσίαν 400.000. Εν συνόλω το ελληνικόν έθνος αποτελείται από 8.256.000 ψυχάς, εκ των οποίων περισσότερον του 50% διαβιοί εντός των συνόρων της Ελλάδος και το 45% εκτός αυτών». Στη συνέχεια της παράθεσης αυτών των στοιχείων, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατέληγε στο υπόμνημά του αυτό στο «διά ταύτα», αναφέροντας το σύνολο των ελληνικών διεκδικήσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνοντο η Βόρεια Ήπειρος, η Θράκη, η Δυτική Μικρά Ασία, η Δωδεκάνησος και η Κύπρος, ενώ ειδικότερα για την Κωνσταντινούπολη ανέφερε ότι εάν αυτή δεν παραχωρείτο στην Ελλάδα, θα έπρεπε να ανακηρυχθεί διεθνές κράτος, υπό την προστασία της «Κοινωνίας Των Εθνών»268. Θεωρώντας, μάλιστα, καθοριστικής σημασίας για τα ελληνικά συμφέροντα τον κύκλο αυτό των διπλωματικών διεργασιών και για την καλύτερη υποστήριξη των ελληνικών απαιτήσεων, ο Έλληνας πρωθυπουργός, μετέβη προσωπικά στο Παρίσι, μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών Νικόλαο Πολίτη, που εγκαταστάθηκε τότε στη γαλλική πρωτεύουσα, και τον υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, που ήταν και οι βασικότεροι συνεργάτες του, προκειμένου η ελληνική πλευρά να είναι σε θέση να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς αυτές τις διαπραγματεύσεις και με τις παρεμβάσεις της να μπορεί να αντιμετωπίζει επί τόπου πιθανές αρνητικές τροπές για τα ελληνικά δίκαια. Μάλιστα, για να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη διαπραγματευτική δυνατότητα των ελληνικών θέσεων, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε τη συμμετοχή της Ελλάδας στις πολεμικές επιχειρήσεις της Ουκρανίας, που βρίσκονταν τότε σε πλήρη εξέλιξη και η έκβασή τους αποτελούσε έναν από τους μεγαλύτερους «πονοκεφάλους» των δυνάμεων της «Αντάντ» και ιδιαίτερα της Γαλλίας, που επεδείκνυε μεγάλο ενδιαφέρον για την τελική κατάληξή τους. Συγκεκριμένα, σε εκείνη την κρίσιμη μεταβατική φάση μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι σύμμαχοι λόγω της χαοτικής εσωτερικής κατάστασης που επικρατούσε ακόμη στη μετεπαναστατική Ρωσία, είχαν κατορθώσει χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις από την πλευρά της να πετύχουν την προώθηση της ανεξαρτητοποίησης της Φινλανδίας, της Εσθονίας, της Λιθουανίας, της Λετονίας και της Πολωνίας, καθώς και την προσάρτηση της περιοχής της Βεσσαραβίας στη Ρουμανία. Τα πράγματα, όμως, εμφάνιζαν μεγαλύτερες δυσκολίες στην περίπτωση της Ουκρανίας, που και εκείνη επεδίωκε να κατακτήσει την ανεξαρτησία της, καθώς επί του ζητήματος αυτού το νέο μπολσεβικικό καθεστώς της Ρωσίας, παρά τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, δεν έδειχνε διατεθειμένο να υποχωρήσει, στηρίζοντας με όσες δυνάμεις διέθετε την προσπάθεια για την παραμονή της εύφορης αυτής περιοχής στη δική του σφαίρα επιρροής. Μπροστά σε αυτή την αντίδραση της μπολσεβικικής, πια, Ρωσίας, οι αγωνιζόμενες για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας δυνάμεις, υπό τον Ρώσο στρατηγό Ντενίκιν, ζήτησαν την υποστήριξη των δυνάμεων της «Αντάντ», θεωρώντας ότι χωρίς αυτή δεν είχαν απολύτως 268

Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 12, σελ. 95 - 97.

246


καμία δυνατότητα νικηφόρας έκβασης της προσπάθειάς τους. Απευθύνθηκαν κυρίως στη Γαλλία ζητώντας στρατιωτικές ενισχύσεις δυναμικότητας 150.000 ανδρών, αριθμός, που δεδομένης της απροθυμίας των άλλων συμμαχικών δυνάμεων να συμμετάσχουν στην εκστρατεία, αλλά και της κόπωσης του γαλλικού λαού από τη συμμετοχή του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί. Έτσι, ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζωρζ Κλεμανσώ, αποτάνθηκε στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι, ζητώντας να διαβιβάσει στον πρωθυπουργό της χώρας Ελευθέριο Βενιζέλο το αίτημά του για τη συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων στις επιχειρήσεις της Ουκρανίας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, θεωρώντας ότι η ανταπόκριση στην πρόσκληση αυτή, που εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι από την πλευρά του Γάλλου πρωθυπουργού είχε περισσότερο τον χαρακτήρα αξίωσης και λιγότερο αιτήματος, θα ενίσχυε τη διεθνή θέση της Ελλάδας σε εκείνο το ευαίσθητο στάδιο των διπλωματικών διαπραγματεύσεων στη Διάσκεψη για την Ειρήνη, απέστειλε τηλεγράφημα στον έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι με την εντολή να δηλώσει στον Κλεμανσώ και τον υπουργό εξωτερικών της Γαλλίας, ότι «ο ελληνικός στρατός είναι εις την διάθεσίν των και δύναται να χρησιμοποιηθή διά κοινόν αγώνα πανταχού όπου η αποστολή του ήθελε κριθή αναγκαία». Κατόπιν αυτού, μετά την αποβίβαση της γαλλικής στρατιωτικής δύναμης στην Οδησσό, στις 5 Δεκεμβρίου 1918, λίγες ημέρες μετά στις 2 Ιανουαρίου 1919, άρχισαν να φτάνουν στην περιοχή οι πρώτες ελληνικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του υποστράτηγου Κ. Νίδερ. Οι ελληνικές δυνάμεις παρέμειναν εκεί έως και τα μέσα Μαρτίου του 1919, διαπρέποντας με τις επιδόσεις τους στο θέατρο των επιχειρήσεων, οπότε και αναγκάστηκαν προ της υπεροχής των δυνάμεων των μπολσεβίκων να αποχωρήσουν μαζί με το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα, κατά τρόπο υποδειγματικό και εν πλήρη τάξη, στο χρονικό διάστημα από 19 Μαρτίου έως 11 Απριλίου 1919, μεταφερθείσες στη Ρουμανία, όπου παρέμειναν για 3 ακόμη μήνες πριν επιστρέψουν στη χώρα269. Στο μεταξύ, στο διπλωματικό πεδίο, οι ελληνικές αξιώσεις για τις μεταπολεμικές διευθετήσεις είχαν παραπεμφθεί από τη Διάσκεψη των Παρισίων στην «Επιτροπή επί των Ελληνικών Υποθέσεων» υπό το Γάλλο Ιούλιο Καμπόν, η οποία στις 16 Φεβρουαρίου 1919, υπέβαλε το πόρισμά της, επί του οποίου στηρίχθηκε η «Κεντρική Επιτροπή επί των Εδαφικών Ζητημάτων», για να εισηγηθεί το δικό της πόρισμα στις 19 Μαΐου 1919, το περιεχόμενο του οποίου δεν απείχε πολύ από τις προτάσεις της «Επιτροπής επί των Ελληνικών Υποθέσεων». Ενώ, όλες αυτές οι διεργασίες βρίσκονταν σε εξέλιξη, στις 2 Μαΐου 1919, ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη, με εντολή να αναλάβουν την τήρηση της τάξης, όπου έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό από τον ελληνικό πληθυσμό της πόλης, αλλά και ταυτόχρονα συνάντησαν τις πρώτες αντιδράσεις από την πλευρά των προσκείμενων στον Κεμάλ Τούρκων ατάκτων, με τους οποίους συνήψαν αμέσως μετά την άφιξή τους αιματηρή μάχη. Η προώθηση των ελληνικών στρατευμάτων στην Σμύρνη, όμως, εκτός από την έμπρακτη ένοπλη αντίδραση των «κεμαλικών» Τούρκων εθνικιστών, προκάλεσε και την έντονη πολιτικο-διπλωματική αντίδραση των δυνάμεων εκείνων της «Αντάντ» που διέβλεπαν ότι η εξέλιξη αυτή αντιστρατευόταν τα δικά τους οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα. Στις αντιδράσεις αυτές, πρωτοστατούσε η Ιταλία, που εκτιμούσε πως η Ελληνική παρουσία στην Μικρά Ασία, έθετε σε κίνδυνο ζωτικά της συμφέροντα στην περιοχή. Ενώ επίσης, σημαντικές αντιδράσεις εξέφραζαν και κύκλοι της αγγλικής στρατιωτικής ηγεσίας, οι οποίοι παρά την ένθερμη υποστήριξη του Άγγλου πρωθυπουργού Λλόυδ Τζώρτζ στα σχέδια για την ελληνική παρουσία στην Μικρά Ασία, διατύπωναν σφοδρές ανησυχίες για τις επιπτώσεις της στα μακροπρόθεσμα αγγλικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή. Για τη συμμετοχή των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στις επιχειρήσεις της Ουκρανίας, βλ. μεταξύ των άλλων, Ιάκωβος Ζ. Ακτσόγλου: «Η Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία», εφ. Τύπος της Κυριακής, 6/1/2002.

269

247


Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, θεωρώντας ότι αυτή η «εκνευριστική εκκρεμότητα», αναφορικά με το καθεστώς της παρουσίας των ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία θα έπρεπε το ταχύτερο δυνατό να αρθεί, στη συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου, που πραγματοποιήθηκε στις 3 Ιουλίου 1919 στο Παρίσι, προσπάθησε να πείσει τις Δυνάμεις ότι στόχος του δεν ήταν η επέκταση της ελληνικής κατοχής, αλλά η κατοχύρωση της ασφάλειας της Σμύρνης και η διατήρηση από τον ελληνικό στρατό ορισμένων θέσεων, των οποίων ο πληθυσμός ήταν ελληνικός. Ανταποκρινόμενη σε αυτές τις πιεστικές διπλωματικές παραστάσεις του Βενιζέλου, η αγγλική διπλωματία πρότεινε την πραγματοποίηση απ' ευθείας συνεννόησης ανάμεσα στον Έλληνα πρωθυπουργό και τον νέο υπουργό Εξωτερικών της Ιταλίας, Τιττόνι, η χώρα του οποίου προπάντων -όπως προελέχθη- δυστροπούσε με την ελληνική παρουσία στην Μικρά Ασία, προκειμένου να βρεθεί κοινά αποδεκτή φόρμουλα, που θα επέτρεπε την άμβλυνση των ιταλικών αντιδράσεων. Απότοκος των συζητήσεων Βενιζέλου-Τιττόνι, υπήρξε η ομώνυμη συμφωνία της 16ης Ιουλίου 1919, η οποία διευθετούσε το σύνολο των ελληνο-ιταλικών διαφορών στη Βόρειο Ήπειρο, τα Δωδεκάνησα και την Μικρά Ασία. Η συμφωνία αυτή, όμως, ένα χρόνο αργότερα, θεωρήθηκε από την επόμενη ιταλική κυβέρνηση και τον διάδοχο του Τιττόνι στο υπουργείο Εξωτερικών, Σφόρτζα, ως μη εφαρμοστέα, καθώς -κατά τις αιτιάσεις τους- δεν διεσφάλιζε τα ιταλικά συμφέροντα270. Ενώ, όμως, όλες αυτές οι πολιτικο-διπλωματικές διεργασίες, από τις οποίες επρόκειτο να κριθεί η έκβαση καίριων ελληνικών εθνικών συμφερόντων και διεκδικήσεων, βρίσκονταν σε πλήρη ανάπτυξη έχοντας πλέον εισέλθει σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής, στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της χώρας συντελούνταν αξιοσημείωτες εξελίξεις. Ο θάνατος, στις 23 Ιουλίου 1919, μετά από μακρά παραμονή στην εξορία, αρχικά στην Ύδρα και στη συνέχεια στη Σκόπελο όπου και ασθένησε μεταφερθείς κατόπιν αυτού στην Αθήνα, του καθηγητή και πρώην πρωθυπουργού Σπυρίδωνα Λάμπρου, προκάλεσε συγκίνηση στην κοινή γνώμη και έθεσε κατά τρόπο δραματικό ξανά επί τάπητος το ζήτημα της υπέρβασης των διχαστικών παθών και της εξομάλυνσης της πολιτικής ζωής της χώρας. Εν τούτοις, η συνέχιση από την πλευρά της κυβέρνησης Βενιζέλου του καθεστώτος λογοκρισίας του Τύπου, της ισχύος των διατάξεων του στρατιωτικού νόμου και της διεξαγωγής δικών αντεκδίκησης σε βάρος των πολιτικών αντιπάλων της, αντί να αποφορτίζει, παρόξυνε τα διχαστικά πάθη και αύξανε ολοένα και περισσότερο τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την επικρατούσα κατάσταση.

Κεφάλαιο 6ο

270

Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 12, σελ. 122 - 123.

248


Επιστροφή και Δικαίωση 6.1 Οι προσπάθειες για την «Ηνωμένη Αντιπολίτευση» Σε αυτό το κλίμα πολιτικού αναβρασμού και έντονων κομματικών αντιπαραθέσεων, από τα μέσα περίπου του 1919 άρχισαν να διαμορφώνονται οι κατάλληλες συνθήκες για την οργάνωση μιας συγκροτημένης αντιπολιτευτικής παρουσίας και αναλήφθηκαν οι πρώτες πρωτοβουλίες για την πολιτική συνεννόηση των διάσπαρτων και χωρίς καμιά οργανωτική σχέση μεταξύ τους κομμάτων, ομάδων και μεμονωμένων προσωπικοτήτων που αντιπολιτεύονταν το «Κόμμα Φιλελευθέρων», στις οποίες πρωτοστάτησαν οι Νικόλαος Καλογερόπουλος, Νικόλαος Στράτος και Παναγής Τσαλδάρης. Οι σχετικές ζυμώσεις καρποφόρησαν μετά από πολύμηνες συζητήσεις, που κατέληξαν στη διαμόρφωση ενός κατ' αρχήν πλαισίου συμφωνίας στις 24 Δεκεμβρίου 1919, για την ενιαία έκφραση όλων των αντιπολιτευόμενων την κυβέρνηση Βενιζέλου πολιτικών δυνάμεων. Για την καλύτερη, μάλιστα, διεύθυνση του κοινού πολιτικού αγώνα των δυνάμεων της ενιαιοποιούμενης πλέον αντιπολίτευσης, καταρτίστηκε πολιτικό συμβούλιο, που το απάρτιζαν εκτός από τους τρεις προαναφερθέντες πολιτικούς και οι Ίωνας Δραγούμης, Γεώργιος Μπούσιος, Σπυρίδων Στάης, Χαράλαμπος Βοζίκης, Νικόλαος Τριανταφυλλάκος και Επαμεινώνδας Δηλιγιάννης. Στη σχετική προσπάθεια συνένωσης του «αντιβενιζελικού» πολιτικού κόσμου, δεν συμμετείχε τελικά ο αρχηγός του «Κόμματος Προοδευτικών», Νικόλαος Δημητρακόπουλος, ο οποίος προκειμένου να λάβει μέρος στο όλο εγχείρημα, είχε διατυπώσει την απαίτηση να εκλεγεί στη θέση του προέδρου μία προσωπικότητα που θα απολάμβανε ευρύτερου κύρους και θα συγκέντρωνε την εμπιστοσύνη όλων των επιμέρους συνιστωσών, προτείνοντας τον πρώην πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη, απαίτηση η οποία δεν έγινε δεκτή271. Αυτή η κίνηση τον Μάρτιο του 1920, μετεξελίχθηκε σε ένα περισσότερο συγκροτημένο πολιτικο-οργανωτικά φορέα, που ονομάστηκε «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις», με στόχο να καταστεί «περισσότερον έκδηλον το εννιαίον της διοικήσεως», και να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα των πολιτικών παρεμβάσεών της. Ως έμβλημά της υιοθετήθηκε το κλαδί της ελιάς. Η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις», αποτελείτο από το «Κόμμα Εθνικοφρόνων» του Δημητρίου Γούναρη, που συνιστούσε τη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στο πλαίσιο του νέου φορέα, από το μετονομασθέν τότε σε «Μεταρρυθμιστικόν Κόμμα», «Συντηρητικό Κόμμα» του Νικολάου Στράτου, καθώς, επίσης, και από τις ομάδες Θεοτόκη, Μαυρομιχάλη (που είχαν απορφανιστεί από τον πρόσφατο τότε θάνατο των ιδρυτών τους), Δημητρίου Ράλλη, και τη «μακεδονική» ομάδα του Γεωργίου Μπούσιου, όπως και άλλες ανεξάρτητες πολιτικές προσωπικότητες. Τη διοίκηση της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» είχε συλλογική ηγεσία, την οποία αποτελούσαν οι Νικόλαος Καλογερόπουλος, Νικόλαος Στράτος, Παναγής Τσαλδάρης, Γεώργιος Μπαλτατζής, Χαράλαμπος Βοζίκης, Ίων Δραγούμης, Γεώργιος Μπούσιος, Γρηγόριος Ευστρατιάδης, Νικόλαος Λεβίδης, Νικόλαος Τριανταφυλλάκος, Ανδρέας Στεφανόπουλος, Λουκάς Ρούφος, Κωνσταντίνος Κουμουνδούρος, Σπυρίδων Κουμουνδούρος, Επαμεινώνδας Δηλιγιάννης και Ξενοφών Στρατηγός272. Η πρώτη επίσημη εμφάνιση της «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης», έγινε στις 31 Μαρτίου 1920, με την έκδοση δριμείας διαμαρτυρίας που στρεφόταν εναντίον της κυβέρνησης του «Κόμματος Φιλελευθέρων» και προσωπικά του Ελευθερίου Βενιζέλου, τον οποίο και κατηγορούσε «διά κατάλυσιν του πολιτεύματος, τυραννικήν πολιτείαν, κομματικήν εξαχρείωσιν, και ασύστολον σπατάλην του δημοσίου χρήματος», προβάλλοντας επιτακτικά Βλ. Εφ. Καθημερινή, 12 και 13 Φεβρουαρίου 1920. Για τα σχετικά με τη συγκρότηση και σύνθεση της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» βλ. μεταξύ των άλλων Γρηγορίου Δαφνή, όπ. προηγ. σελ. 133.

271

272

249


το αίτημα για την άμεση διενέργεια βουλευτικών εκλογών. Η ανάπτυξη της ενιαίας αυτής αντιπολιτευτικής δραστηριότητας διαμόρφωσε νέα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό του τόπου από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της, και προσέδωσε καινούργια δυναμική στην έκφραση της λαϊκής δυσφορίας έναντι των καθεστωτικών σκληρώσεων που εμφάνιζε η διακυβέρνηση Βενιζέλου. Αιχμή του δόρατος του νέου πολιτικού ξεκινήματος της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» αποτέλεσε η πυκνή οργανωτική της διακλάδωση σε όλη τη χώρα με τη δημιουργία «Πανελληνίων Αντιπολιτευτικών Συλλόγων», στους οποίους εκπροσωπούνταν όλα τα κοινωνικά και επαγγελματικά στρώματα. Οι σύλλογοι αυτοί αντλούντες το οργανωτικό τους πρότυπο από το επιτυχημένο μοντέλο των παλαιών «Συνδέσμων των Επιστράτων», κατόρθωσαν να σημειώσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα μια εντυπωσιακή οργανωτική ανάπτυξη. Τα πρώτα παραρτήματα δημιουργήθηκαν στην Κόρινθο στις 28 Απριλίου 1920, τη Ναύπακτο στις 29 Απριλίου και το Ναύπλιο στις 30 Απριλίου. Ακολούθησε η σύσταση οργανώσεων στον Πειραιά, τη Λευκάδα, την Πάτρα, την Ανδρίτσαινα, τη Λάρισα, τον Τύρναβο και η εν συνεχεία διάχυση της οργανωτικής επέκτασής τους σε ολόκληρη την υπόλοιπη χώρα273. Στις 11 Μαΐου 1920, η εφημερίδα Καθημερινή δημοσίευσε το καταστατικό των οργανώσεων της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», το οποίο προέβλεπε την ενοποίηση των υπαρχόντων ομίλων και έθετε ως στόχους των κατά τόπους «Αντιπολιτευτικών Συλλόγων», την προπαγάνδιση των θέσεων της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» με διαλέξεις και άλλες παρεμφερείς εκδηλώσεις και την υποστήριξη των υποψηφίων του συνασπισμού κατά τις επερχόμενες εκλογές. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του καταστατικού, τα μέλη, τα οποία υποχρεώνονταν να καταβάλλουν μία συμβολική συνδρομή, εγγράφονταν μετά από απόφαση της πλειοψηφίας της διοικούσας επιτροπής της οργάνωσης του τόπου διαμονής τους και εφ’ όσον η ένταξή τους στην οργάνωση είχε προταθεί από ένα, ήδη εγγεγραμμένο, μέλος. Για την ανάδειξη των πρώτων οργάνων διοίκησης των κατά τόπους οργανώσεων, το καταστατικό δεν προνοούσε ειδικές ρυθμίσεις και η σχετική πρωτοβουλία ανήκε στην κεντρική διοίκηση, στους βουλευτές της περιφέρειας και στα τοπικά κομματικά στελέχη, που θα έπρεπε όμως μέχρι το τέλος του 1920 να έχουν φροντίσει για την εκλογή με μυστική ψηφοφορία όλων των εγγεγραμμένων μελών των προεδρείων των οργανώσεων. Την κεντρική διοίκηση του συνασπισμού, την αποτελούσε αρχικά η άτυπη ηγετική ομάδα της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», η οποία κατέβαλε εργώδεις προσπάθειες ώστε σε σύντομο χρονικό διάστημα οι σύλλογοι της επαρχίας να εναρμονίσουν το καταστατικό τους με το καταστατικό των «Πανελληνίων Αντιπολιτευτικών Συλλόγων» και ταυτόχρονα προχώρησε στη δημιουργία γραφείου Τύπου στην Αθήνα για την ενιαία προς τα έξω έκφραση των θέσεων της παράταξης. Προ αυτής της νέας πραγματικότητας, ο Δημήτριος Γούναρης, με επιστολή που απέστειλε από την Ιταλία όπου βρισκόταν, στις 25 Μαΐου 1920, προς τους εκπροσώπους του «Κόμματος Εθνικοφρόνων» στην ηγετική ομάδα της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», Παναγή Τσαλδάρη, Χαράλαμπο Βοζίκη και Γεώργιο Μπαλτατζή, τοποθετείτο επί όλου του φάσματος των στασιαζομένων πολιτικών ζητημάτων της περιόδου εκείνης, αναφερόμενος ιδιαίτερα στην ανάγκη περαιτέρω οργανωτικής ανάπτυξης της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», αλλά και στο πολιτικό περιεχόμενο της αντιπολιτευτικής της παρέμβασης. Το πλήρες κείμενο της σχετικής επιστολής του Δημητρίου Γούναρη έχει ως ακολούθως274: «Αγαπητοί μου φίλοι, Παρήλθε πολύς καιρός, αφ’ ης σας έγραψα, ότι είχα ετοίμην μακράν επιστολήν, δι’ ης ήθελον να σας ανακοινώσω μερικάς σκέψεις μου επί της καταστάσεως. Μέχρι σήμερον 273

274

Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ., τόμος Β΄, σελ. 939. Το πλήρες κείμενο βλ. στο Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 269 - 279.

250


δεν εύρον την κατάλληλον ασφαλώς ελευθερίαν, ίνα την αποστείλω. Σήμερον παρουσιάσθη τοιαύτη. Την χρησιμοποιώ όχι διά να σας αποστείλω την επιστολήν εκείνην. Τα επελθόντα έκτοτε γεγονότα, αφ’ ενός μεν έδωσαν θετικωτέραν μορφήν εις πολλάς των εν τη επιστολή μου εκείνη εικασιών, αφ’ ετέρου δε παρουσίασαν νέα ζητήματα. Σας γράφω από την Ρώμην, όπου με εύρεν η είδησις της επαναφοράς του στρατιωτικού νόμου. Την ανέμενον. Είχον την γνώμην, ότι η κατάργησις αυτού ήτο τέχνασμα και πείραμα. Τέχνασμα ως προσπάθεια της τυραννίας να κρύψη υπό προσωπίδα θαραλλέας επιεικείας την άνανδρον σκληρότητά της. Πείραμα, ως μέσον αναμετρήσεως της δυνάμεώς της και εξακριβώσεως της ικανότητός της να σταθή εις τους ιδίους αυτής πόδας, χωρίς τα δοκανίκια του Στρατιωτικού νόμου. Εθεώρουν αναμφίβολον ότι το τέχνασμα θα απετύγχανε, συντριβομένης της μικροπονηρίας των ανθρώπων αυτών εις την γρανιτικήν απόφασιν του Ελληνικού Λαού να ανακτήση την ελευθερίαν του. Και ήμην βέβαιος ότι και το πείραμα θα διέψευδε τας προσδοκίας αυτών, διότι το τυραννικόν καθεστώς μη έχον υπέρ εαυτού ούτε το δέκατον του πληθυσμού, δεν ημπορεί να στηριχθή ούτε στιγμήν, άμα χάση τα δοκανίκια του. Είδον και τα του νομοσχεδίου περί ασφαλείας της χώρας. Με συγχωρείτε ότι ονομάζω νομοσχέδια την περί τυπικής εγκρίσεως της αχρειότητος αυτής πρότασιν, την οποίαν η τυραννία απευθύνει εις τον γελοίον θίασον των νευροσπάστων της, τον οποίον έχει εγκαταστήσει εις το Βουλευτήριον. Και το νομοσχέδιον αυτό αποδεικνύει την ανικανότητα των ανθρώπων αυτών να στηριχθούν εις τους πόδας των. Η ανικανότης αύτη ήτο μοιραίον να αυξάνη μεθ’ όλα τα τοιαύτα μέτρα της, μάλλον χειροτερεύουσα εξ αυτών. Η επαναφορά του στρατιωτικού νόμου και το αχρείον αυτό κατασκεύασμα πείθουσι και τους ολίγους αμφιβάλλοντας ακόμη εν τη αλλοδαπή περί της εν Ελλάδι τυραννίας. Είδον σοβαρούς, πολύ σοβαρούς άνδρας, εδώ να μειδιώσι διά την ηλιθιότητα των δικαιολογιών, με τας οποίας απεπειράθησαν οι δράσται των μέτρων αυτών να τα δικαιολογήσωσι. Τας δικαιολογίας αυτάς εδημοσίευσαν αι εφημερίδες κατ’ ανακοίνωσιν του πρακτορείου Havas. Είναι πρόδηλον, μοι έλεγε κάποιος, ότι το καθεστώς εν Ελλάδι δεν αντιπροσωπεύει παρά ασταθή μειοψηφίαν, αξιούσαν να επιβληθή. Και δι’ αυτό καταφεύγει εις τα μέσα αυτά. Αλλά με τα μέσα αυτά γίνεται τυραννία. Ως τοιαύτη όμως δεν ειμπορεί παρά να συντριβή. Αδύνατον εις την εποχήν μας να γίνη ανεκτή υπό οιουδήποτε λαού η επιβολή ολίγων κατεργαραίων. Διότι κατεργαραίοι είναι οι τοιαύτα βουλευόμενοι και αποτολμώντες κατά της πατρίδος των. Το καθεστώς αυτό θα πέση. Και ο πεπολιτισμένος κόσμος θα χειροκροτήση την πτώσιν του, ως την χειραφεσίαν ενός Λαού, αξίου να ζη ελεύθερος. Με την γνώμην δε αυτήν ανδρός εξόχως σοβαρού είμαι βέβαιος ότι είναι σύμφωνοι όλοι οι εν τη αλλοδαπή. Αλλά πως θα πέση. Με εκλογάς; Βεβαίως όχι. Όσα και αν λέγη ο άνθρωπος αυτός περί εκλογών είναι λέξεις άνευ εννοίας. Εκλογάς δεν θα κάμη παρά αν είναι βέβαιος, ότι πρόκειται να επιτύχη. Αυτό όμως είναι αδύνατον. Ο Ελληνικός Λαός βδελύσσεται την τυραννίαν. Ουδείς υπάρχει τρόπος, ίνα αχθή εις κύρωσιν αυτής διά της ψήφου του. Εκλογάς αγούσας εις αποτυχίαν προβλεπομένην βεβαίως, δεν θα κάμη. Θα ήτο πολιτική αυτοκτονία τούτο. Και οι τύραννοι δεν αυτοκτονούν πολιτικώς. Διότι δεν χάνουν μόνον την αρχήν, ης άλλως ιδιαιτέρως έχονται και δι’ αυτό θυσιάζουν τα πάντα διά να την κρατήσουν. Αλλ’ έχουν και ευθύνας δι’ όσα εκακούργησαν τυραννούντες. Και τρέμουν τας ευθύνας αυτάς ας εν τη δειλία των και εξογκώνουν. Φύσει το γένος των τυράννων είναι επονειδίστως δειλόν. Είδατε πως φυλάσσονται; Από της εποχής του Πεισιστράτου όλοι έχουν τους .............. 275των. Μη περιμένετε λοιπόν από τοιούτους ανθρώπους ν’ Ο Άριστος Καμπάνης σημειώνει ότι «παραλείπεται ο πληθυντικός ενός κυρίου ονόματος, οργάνου του Βενιζελικού καθεστώτος».

275

251


αυτοκτονήσουν πολιτικώς επιχειρούντες εκλογάς με προβλεπομένην αποτυχίαν. Τι υπολείπεται; Να αναβάλουν τας εκλογάς. Και θα τας αναβάλουν. Ακόμη και μετά την προκήρυξίν των. Και όταν επί τέλους φθάσουν εις την αναπόφευκτον ανάγκην - θα φθάσουν εις αυτήν; - θα προσπαθήσουν να τας κάμουν κατά τρόπον αλλοιούντα το αποτέλεσμα. Αλλ’ είναι τούτο δυνατόν; Δεν θα ανατραπούν άμα ως αρχομένου του εκλογικού αγώνος επέλθη η αυτόματος εκείνη οργάνωσις των πολιτών, η οποία θα δώση εις αυτούς την συνείδησιν της δυνάμεώς των, ην αποτελεσματικώς θ’ αντιτάξωσι κατά πάσης επεμβάσεως ανατρέποντες την τυραννίαν; Κατ’ εμέ τούτο είναι αμφίβολον. Και είμαι επίσης βέβαιος, ότι τούτο γνωρίζουσι και οι άνθρωποι αυτοί. Γνωρίζοντες δε αυτό θα θελήσωσι παντί τρόπω ν’ αποφύγωσι τας εκλογάς, έστω και τας μετά επεμβάσεων. Αλλ’ έως πότε; Βεβαίως έως ότου αναγκασθώσιν. Αλλά θα αναγκασθώσι; Διά της έξωθεν βοής. Δεν νομίζω αρκετόν τούτο. Ειμπορεί να είσθε βέβαιοι, ότι σήμερον έξω ουδείς αμφιβάλλει ότι η Ελλάς τυραννείται. Βεβαίως, προϊόντος του χρόνου η πεποίθησις αυτή θα έχη ζωηροτέραν εκδήλωσιν. Αλλ’ αύτη δεν αρκεί ίνα αναγκάση τους ανθρώπους αυτούς ν’ αυτοκτονήσουν πολιτικώς. Τούτο δε εστί εκλογή είτε ελευθέρα είτε μη. Τι θα γίνη λοιπόν. Θα ειμπορέσουν να αναβάλουν τας εκλογάς και να παρατείνουν την τυραννίαν επ’ άπειρον; Όχι. Τοιούτόν τι είναι αδύνατον. Θα πέση η τυραννία. Αλλά δεν θα πέση δι’ εκλογών. Θα πέση διά της ιδίας θελήσεως ήτις θα την κατέρριπτε διά των εκλογών. Αλλά χωρίς εκλογάς. Διά να ομιλήση η θέλησις αυτή δι’ εκλογών πρέπει να τας προκηρύξουν οι ίδιοι τύραννοι αποφασίζοντες ν’ αυτοκτονήσουν. Τούτο δεν θα το πράξουν. Αλλ’ η θέλησις αυτή δεν έχει ανάγκην του τύπου των εκλογών διά να εκδηλωθή. Είναι μία δύναμις η οποία όταν δεν θα δίδεται ο τύπος της εκλογής, θα εύρη άλλην μορφήν εκδηλώσεως. Και θα εκδηλωθή με το αυτό αποτέλεσμα της απαλλαγής του τόπου από της τυραννίας. Η θέλησις αυτή, πραγματική κυρίαρχος κατά φύσιν και υφισταμένη και ζώσα και κινουμένη ανεξαρτήτως οιασδήποτε παρ’ οιουδήποτε αναγνωρίσεως, είναι η θέλησις του Ελληνικού Λαού. Αυτή είναι η ουσιαστική δύναμις. Αυτή θα επιβληθή. Και αλλοίμονον εις εκείνους οι οποίοι θα τη καταστήσουν αδύνατον να περιβληθή την μορφήν της εκλογικής ενεργείας και της κατά τας εκλογάς εκδηλώσεως του πολιτικού φρονήματος. Θα είναι εξ ίσου μωρός με εκείνους, οι οποίοι θα κατέστρεφαν τα τοιχώματα τα συγκρατούντα ένα χείμαρρον εν τη κοίτη του και θα ισοπέδουν αυτήν εν τη ανοήτω ελπίδι, ότι ο χείμαρρος, μη ευρίσκων την κοίτην, ίνα ρεύση εν αυτή, θα εστείρευε. Κατά την πρώτην πλημμύραν θα έβλεπον οι ανόητοι αυτοί τι θα εγίνετο ο χείμαρρος, αν η ορμή των υδάτων του, η παρασύρουσα πάντα τα επιπροσθούντα προσκόμματα, άφινεν εις αυτούς τον καιρόν να ίδωσι κατά πόσον τα γελοία αναστήματά των είναι προσκόμματα ικανά, ίνα συγκρατήσωσι τον έξω της κοίτης, ην κατέγραψαν κυλιόμενον ήδη χείμαρρον. Και όμως αυτό θα κάμωσιν οι τυραννούντες σήμερον την Ελλάδα. Προ της βεβαίας καταστροφής των διά των εκλογών και της αμφιβόλου κατά την κρίσιν των, μάλιστα συνεπεία των τυραννικών μέτρων των, εκδηλώσεως άνευ εκλογών της Λαϊκής επιταγής, θα προτιμήσωσιν να εκτεθώσιν εις την δευτέραν. Το επ’ εμοί, θεωρώ την εξέλιξιν των γεγονότων τούτων ως πιθανωτέραν. Και αυτήν θέτω ως πρακτικήν βάσιν προς καθορισμόν των επιβεβλημένων εις πάντα πατριώτην καθηκόντων. Είδον την ανοσίαν απόπειραν να συνδυασθώσιν οι ευνοϊκοί διά την Ελλάδα όροι της Τουρκικής συνθήκης με την διατήρησιν της τυραννίας εν Ελλάδι. Αυτό είναι προανάκρουσμα επικειμένης τροποποιήσεως επί τα χείρω των όρων αυτών, ην θέλει ούτω ο άνθρωπος να επιρρίψη εις τους αντιπάλους του. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο ειπών αυτά είναι εις απλούς δημοκόπος αποπειρώμενος να παραπλανήση τον Λαόν και να συκοφαντήση τους αντιπάλους του. Αλλ’ αν ελέχθησαν επί τω σκοπώ, ίνα προκαλέσωσι την προς τα Ελληνικά δίκαια εχθρότητα εκείνων, οι οποίοι ευρίσκουσι συμφέρον των να 252


υποστηρίξωσιν αυτά, διά της υποδείξεως ότι η διαχείρισις των της Ελλάδος πραγμάτων θα περιέλθη εις εκείνους, τους οποίους δεν έπαυσεν ουδ’ εννοεί να παύση συκοφαντών, ως όργανα των εχθρών των, αν από τοιαύτης προθέσεως εκινήθη εν ταις δηλώσεσί του, δεν δύναμαι να εύρω λέξεις, ίνα χαρακτηρίσω τοιαύτην ακατονόμαστον ενέργειαν. Αφήνω την ηλιθιότητα της συκοφαντίας τώρα πλέον όταν αυτοί οι εχθροί, των οποίων όργανα ήσαν όλοι οι πολιτικοί αντίπαλοι του ελεεινού συκοφάντου δεν υπάρχουν σχεδόν πλέον και επί πολλάς γενεάς τουλάχιστον δεν δύναται ν’ αποβλέψωσιν εις πολιτικήν οιανδήποτε εν ταις χώραις, όπου η Ελλάς δύναται ν’ ασκήση την επιρροήν της και να χρησιμοποιήση την δύναμίν της. Το ηλίθιον της συκοφαντίας καταδηλοί την δύναμιν του εμπνεύσαντος αυτήν πάθους απολύτως τυφλούντος τον συκοφάντην. Αλλά και αν είπε τούτο, ίνα προκαλέση την επέμβασιν των ισχυρών προς επιβολήν αυτού εις τον εννοούντα ν’ αποσείση την υπ’ αυτού εκπροσωπουμένην τυραννίαν Ελληνικόν Λαόν, η αθλιότης του εγκλήματος ουδαμώς μειούται. Εκ τοιούτου ελατηρίου κινηθείσα η ενέργεια θα ήτο απλούστατα προσήλωσις εις υποδούλωσιν της Ελλάδος, συνέχεια της επονειδίστου πολιτικής, ην ανέπτυξε διά του γνωστού υπομνήματος η μικροπόνηρος διαλεκτική του καταπτύστου ανθρωπίσκου, ο οποίος ως αμοιβήν έλαβε το Υπουργείον των Εξωτερικών και ... όσα άλλα έλαβε276. Συμφωνώ πληρέστατα με το μέτρον της των πολιτικών συλλόγων οργανώσεως του Λαού. Μη φοβήσθε ποσώς εκ τοιαύτης οργανώσεως χαλάρωσιν της ενότητος. Κάμετε βεβαίως ό,τι δύνασθε προς ενίσχυσιν της ενότητος. Αλλά μη φαντασθήτε ότι λαϊκή οργάνωσις ημπορεί να εκθέση αυτήν εις κίνδυνον. Απεναντίας. Είναι τόσον ζωηρόν το αίσθημα του λαού και τόσον αγνόν, ώστε αφεύκτως θα δεσπόση και αναμφιβόλως ενιαίον οίον είναι, όχι μόνον δεν υπάρχει φόβος να διασπάση την ενότητα, αλλά θα επιβάλη αυτήν εις πάντα, όστις εξ οιωνδήποτε λόγων ήθελεν έχει διαθέσεις διαταράξεως αυτής. Μη λησμονήτε ότι δεν πρόκειται αγών μιας πολιτικής οργανώσεως εναντίον άλλης τοιαύτης. Πρόκειται αγών ενός Λαού κατά των τυράννων του. Ημείς δεν είμεθα πλέον πολιτική οργάνωσις. Διά να είμεθα τοιαύτη έπρεπε να λειτουργή το πολίτευμα, να είναι ηγγυημέναι συμφώνως προς αυτό αι ελευθερίαι και σεβασταί αι κατ’ αυτό επιβεβλημέναι ή ανατεθειμέναι εις τους διαφόρους παράγοντας λειτουργίαι. Και τότε έχοντες ωρισμένην κατ’ αυτό λειτουργίαν, την εις τας πολιτικάς οργανώσεις, ήτοι τα πολιτικά κόμματα, ανατεθειμένην, θα είμεθα πολιτική οργάνωσις. Σήμερον δεν είμεθα, διότι δεν ημπορούμεν να είμεθα τίποτε τοιούτον. Είμεθα και ημείς απλοί Έλληνες - ούτε καν πολίται, διότι πολίτης είναι ο έχων πολιτικά δικαιώματα σεβαστά - Έλληνες τυραννούμενοι, έχοντες εν υπέρτατον καθήκον και εν διάπυρον αίσθημα - ν’ απαλλαγώμεν ημείς, ν’ απαλλαγώσι, δε και οι άλλοι της μαστιζούσης πάντας τυραννίας. Πολιτική οργάνωσις υπήρξαμεν άλλοτε, όταν η Πατρίς μας ήτο ελευθέρα και είχε πολίτευμα καθιερούν πολιτικάς οργανώσεις. Και θα υπάρξωμεν και πάλιν, όταν η Πατρίς μας ανακτήση την ελευθερίαν της. Τώρα είμεθα απλούστατα άνθρωποι τυραννούμενοι, όπως όλοι οι Έλληνες. Και όπως όλοι οι Έλληνες θέλομεν ν’ ελευθερωθώμεν από την τυραννίαν. Εν τη κοινή δε ταύτη θελήσει συμπίπτομεν με όλους τους Έλληνας τους θέλοντας να είναι ελεύθεροι. Και όχι ολιγώτερον με εκείνους, οι οποίοι εμπνέονται από την ανάγκην ταύτην και αν ακόμη αυτοί διεφώνουν προς ημάς κατά τας πολιτικάς ιδέας, τας προς αλλήλους κατ’ ανάγκην συγκρουομένας εν τη ελευθέρα πολιτεία. Διότι τόσον αυτοί, όσον και ημείς έχομεν ανάγκην ελευθέρας πολιτείας, ίνα εν αυτή και υπό τας εγγυήσεις αυτής πολεμήσωμεν υπέρ των ιδεών, ας έκαστος υπολαμβάνει ως τας ορθοτέρας. Και δι’ αυτό όλοι μαζί οφείλομεν να παλαίσωμεν κατά της τυραννίας υπέρ ανακτήσεως της ελευθερίας. Δι’ αυτό επεκρότησα και επικροτώ εκθύμως την σύμπραξιν όλων των κατά της τυραννίας διατεθειμένων πολιτικών ανδρών. 276

Ο Άριστος Καμπάνης σημειώνει ότι ο Δ. Γούναρης «εννοεί τον Ν. Πολίτην».

253


Αλλά δεν πρέπει να λησμονώμεν όλοι οι πρώην και αύριον πολιτικοί άνδρες, ότι σήμερον δεν είμεθα πολιτικοί άνδρες μαχόμενοι υπέρ ωρισμένου συστήματος πολιτικών ιδεών εκ των πραγματοποιητέων εν ελευθέρα πολιτεία. Πρέπει να έχωμεν υπ’ όψιν ότι σήμερον είμεθα απλοί Έλληνες, μαχόμενοι κατά της τυραννίας αγώνα, ου η επιτυχία θα επιτρέψη ίνα εν Ελλάδι υπάρξωσι και εν μέλλοντι πολιτικοί άνδρες, ημείς ή άλλοι ανθ’ ημών, πολιτικοί άνδρες αγωνιζόμενοι εν ελευθέρα πολιτεία, ίνα ο ελεύθερος Λαός εγκρίνη τας ιδέας αυτών ως τας ορθοτέρας και συμφερωτέρας. Σήμερον τοιούτος αγών δεν δύναται να υπάρξη και όστις ήθελε νομίσει τούτο δυνατόν, θα είχε παιδαριώδη αφέλειαν εν τη εκτιμήσει των πολιτικών φαινομένων. Σήμερον περί ενός και μόνου αγώνος ειμπορεί να γίνη λόγος. Περί του αγώνος προς αποτίναξιν της τυραννίας και ανακτήσεως της ελευθερίας του Λαού. Και μόνον όταν ο Λαός ανακτήση την ελευθερίαν του θα υπάρξη στάδιον, ίνα οι άνδρες, οι θέλοντες να δράσωσιν ως πολιτικοί άνδρες, εμφανιζόμενοι προ αυτού εκθέσωσι τας ιδέας των περί των ορθοτέρων και συμφερωτέρων, ζητούντες την έγκρισιν αυτού. Σήμερον μη ων ελεύθερος ο Λαός ουδέν τοιούτον έργον δύναται να επιτελέση. Σήμερον ο Λαός ουδέν έτερον έχει να κάμη παρά να αγωνισθή, ίνα ανακτήση την ελευθερίαν του. Και ημείς, οι χθες και αύριον πάλιν πολιτικοί άνδρες, σήμερον απλά μέλη του Λαού, ουδέν έτερον έχομεν να κάμωμεν παρά ως τοιαύτα ν’ αγωνισθώμεν μαζύ με το σύνολον, προς τον αυτόν σκοπόν της ανακτήσεως της ελευθερίας μας. Διά τους ιδίους αυτούς δε λόγους νομίζω αναγκαίον να αποφύγωμεν οιονδήποτε άλλο πρόγραμμα παρά το της αποτινάξεως της τυραννίας και αποκαταστάσεως της ελευθερίας του Λαού. Οι Βενιζελικοί θα εκέρδιζον μεγάλως εκ της υφ’ ημών αναπτύξεως οιουδήποτε προγράμματος. Διότι η αντίταξις προγράμματος εις πρόγραμμα θα έδιδεν εις τον αγώνα την εξωτερικήν παράστασιν αγώνος πολιτικού, καθ’ ον μία πολιτική οργάνωσις υπό εν πρόγραμμα αντιτίθεται προς έτερον εν ελευθέρα πολιτεία και θα ηδύνατο να γεννήση την πεπλανημένην εντύπωσιν υπάρξεως ελευθέρας πολιτείας. Τούτο θα ήτο ψεύδος, το οποίον θα ωφέλει μεν τους τυράννους θα έβλαπτε δε ημάς τους κατ’ αυτών μαχομένους. Θα ήτο ψεύδος ότι ο Ελληνικός Λαός έχει σήμερον να εκλέξη μεταξύ των ανδρών της συμπολιτεύσεως και των της αντιπολιτεύσεως ποίοι τα βέλτιστα εισηγούνται. Σήμερον ο Ελληνικός Λαός δεν έχει απέναντί του συμπολίτευσιν αφ’ ενός και αντιπολίτευσιν αφ’ ετέρου. Έχει απέναντί του μόνον τυράννους, την λεγομένην ψευδή συμπολίτευσιν, οι οποίοι καταπνίγουν τας ελευθερίας του και κατά των οποίων εννοεί να παλαίση διά να ελευθερωθή. Και ημείς ως μέλη του Ελληνικού Λαού, και τίποτε περισσότερον παλαίομεν συν αυτώ τον κατά της τυραννίας αγώνα. Αν άλλως ετίθετο το ζήτημα θα είπετο το άτοπον συμπέρασμα, εν η περιπτώσει το πολιτικόν ημών πρόγραμμα δεν ευρίσκετο ορθόν, και θα έπρεπεν ο Ελληνικός Λαός, παραμερίζων αυτό, να εγκρίνη την τυραννίαν. Ενώ αυτός πράγματι εν και μόνον επιζητεί: να ανακτήση την ελευθερίαν του. Και θα ηδύνατο ν’ απαντήση τόσον αυτός όσον και ημείς εις την τύραννον, τον αξιούντα, ότι το πολιτικόν ημών πρόγραμμα δεν είναι ορθόν: και φαντάζεσαι άνθρωπε, ότι επειδή οι κ. κ. Α, Β, Γ, Δ, κ.λ.π, δεν έχουν ορθάς ιδέας πρέπει να τυραννήται, να μαρτυρή, να εξορίζεται, να φυλακίζεται, να τουφεκίζεται, κατά τας ορέξεις σου και των δορυφόρων σου ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός; Και έχεις το θράσος να υποστηρίζης, ότι επειδή οι Α, Β, Γ, Δ, κ.λ.π. είναι ανίκανοι και ανάξιοι πρέπει να κύψωμεν τον αυχένα εις όλας τας βδελυρότητας, τας οποίας συ και οι δορυφόροι σου από τριετίας μας επεβάλατε; Ιδού διατί λέγω, ότι έκθεσις προγράμματος δεν πρέπει να γίνη, αφού και ορθόν αν ήτο τούτο, κατ’ ουδέν, άνευ υψίστης ατοπίας, δύναται να μεταβληθή το συμπέρασμα ότι η τυραννία πρέπει να πέση. Ώστε το πρόγραμμα μόνον σύγχυσιν ωφέλιμον εις τους τυράννους δύναται να επαγάγη. Το μόνον ίσως, το οποίον δύναται να εκτεθή, θα είναι 254


ιδέαι τινές γενικαί αναφερόμεναι αποκλειστικώς και μόνον εις τας βάσεις εκείνας της οργανώσεως της Πολιτείας τας αποτελούσας τας εγγυήσεις της απολύτου εν τω μέλλοντι εξασφαλίσεως των ελευθεριών κατά πάσης επιβουλής αναλόγου προς εκείνην, εις ην υπέκυψαν. Διότι πραγμάτωσις τοιούτων ιδεών έσεται το επιστέγασμα του υπέρ ελευθερίας αγώνος. Εννοείται ότι δι’ αυτού δέον να προκηρυχθή όσον ένεστι λαϊκωτέρα οργάνωσις του Κράτους, μη παρορωμένης εν τη συγκροτήσει αυτού ουδεμιάς των κοινωνικών κλάσεων και εις πάσας αναγνωριζομένης της προσηκούσης επιρροής. Πέραν όμως των τοιαύτης φύσεως γενικών ιδεών ουδέν έτερον. Πριν κλείσω την υπερβολικώς μακράν επιστολήν μου προσθέτω ολίγας λέξεις περί του ουσιωδεστάτου κατά την κρίσιν μου σημείου. Η Ελλάς εν τη εποπτεία διαρρυθμίσεως των πραγμάτων της Ανατολής θα ευρεθή κατά το μέλλον εν επαφή προς τα συμφέροντα ωρισμένων μεγάλων Δυνάμεων, και ιδιαίτερον της Αγγλίας, πολύ περισσότερον ή κατά το παρελθόν. Η επαφή αύτη ειμπορεί να είναι ένας κίνδυνος. Ειμπορεί όμως να είναι και εν μέγιστον ωφέλημα. Εκ της πολιτείας ημών εξαρτάται αν είνε το πρώτον ή το δεύτερον. Εις αντίθεσιν προς τα συμφέροντα ταύτα των μεγάλων ουδένα, απολύτως ουδένα έχομεν λόγον να τεθώμεν. Εις εξυπηρέτησιν αυτών δυνάμεθα και συμφέρει να έχωμεν προθεσμίαν επ’ ανταλλάγματι της εξυπηρετήσεως υπό των ενδιαφερομένων δι’ αυτά και των ιδικών μας συμφερόντων. Εν τοιαύτη συνεννοήσει θα ευρίσκομεν μέγιστον όφελος την εξασφάλισιν ημών από των προδήλων κινδύνων, εις ους θα είνε εκτεθειμένη υπό την νέαν αυτής μορφήν η Ελλάς και ων θεωρώ περιττήν πάσαν περαιτέρω ανάπτυξιν. Έχω την ακράδαντον πεποίθησιν, ότι εξαρτάται απολύτως αφ’ ημών να επιτύχωμεν τοιαύτην αμφοτεροβαρή διαρρύθμισιν των σχέσεών μας μετά των Μεγάλων Δυνάμεων, των εχουσών συμφέροντα, εφαπτόμενα των ημετέρων - διαρρύθμισιν εν η θα ενέκειτο και η ουσιαστική και όχι μόνον τυπική αναγνώρισις της ημετέρας αυτοτελείας. Διότι τοιαύτην διαρρύθμισιν δεν δυνάμεθα να επιτύχωμεν παρά αν καταδείξωμεν διά της πολιτείας ημών, ότι είμεθα Λαός ώριμος και ως τοιούτος έχομεν πλήρως την θέλησιν της αυτοτελείας εν τοις εσωτερικοίς ημών πράγμασι και ακεραίαν την δύναμιν την τε υλικήν, αλλό προ παντός την ηθικήν ίνα πραγματώσωμεν την θέλησιν ταύτην. Τοιαύτη αμφοτεροβαρής διαρρύθμισις προϋποθέτει την εκ των πραγμάτων πιστοποίησιν της εσωτερικής ημών αυτοτελείας, ήτις, προσηκόντως διεξαγομένη, δύναται να προσελκύση προς ημάς, ως προς ελευθέρους ανθρώπους τον σεβασμόν εκείνον των ισχυρών, άνευ του οποίου δεν έχομεν το δικαίωμα να ελπίζωμεν, αλλ’ ούτε και ν’ αξιώμεν, να μας μεταχειρισθώσιν ως Λαόν ώριμον και ανδρωθέντα. Οι Λαοί, ως και τα άτομα, είναι αυτοί οι υπεύθυνοι διά την προς αυτούς στάσιν των άλλων. Αν θέλωμεν να σεβασθώσι την αυτοτέλειαν ημών οι άλλοι, πρέπει ημείς πρώτοι να σεβασθώμεν αυτήν, ουδένα προκαλούντες, προς ουδένα αλόγως αντιτιθέμενοι, αλλά και άνευ προσφυγής εις ουδένα, διαρρυθμίζοντες τα εσωτερικά ημών πράγματα κατά το υφ’ ημών κρινόμενον συμφέρον. Ο Ελληνικός Λαός καθ’ όλον το διάστημα της τυραννίας ετήρησε τοιαύτην στάσιν. Χρειάζεται μεγίστη προσοχή, μη άστοχός τις ενέργεια καταστρέψη το ευτυχές αποτέλεσμα, το οποίον αναμφιβόλως θα επέλθη, αν εξακολουθήση μέχρι τέλους, ως ώριμος Λαός, κανονίζων αυτός και μόνος, τα εσωτερικά του πράγματα. Τοιαύτη δε άστοχος ενέργεια θα ήτο οιονδήποτε διάβημα, είτε φανερόν, είτε ιδιαίτερον, τείνων έστω και εις υπόδειξιν διαθέσεως προς συμμόρφωσιν εις ενεργείας του Ελληνικού Λαού προς δεδηλωμένην ή εικαζομένην εξωτερικήν τινα θέλησιν. Όσον περισσότερον και όσον βαθύτερα είμεθα εμπεποτισμένοι με την ιδέαν της συναρμόσεως των Ελληνικών συμφερόντων προς τα συμφέροντα των μεγάλων Δυνάμεων εν τη Ανατολή, και όσον περισσότερον είμεθα πεπεισμένοι, ότι πολλά σημεία συμπτώσεως αυτών υπάρχουσι, ενδεικνύοντα την συνάρμοσιν ταύτην, τόσον επιτακτικώτερον έχομεν το καθήκον να διαφυλάξωμεν από πάσης παρεξηγήσεως την πολιτικήν ταύτην. Θα την εξεθέτομεν δε εις 255


αυτόχρημα καταστρεπτικήν παρεξήγησιν, αν δι’ αδεξίας τινός ενεργείας, οία εκείνη, ης προ μικρού εμνήσθην ήγε τον Ελληνικόν Λαόν εις την υποψίαν, ότι η εκ της συμπτώσεως των συμφερόντων υπαγορευομένη τοιαύτη πολιτική ήτο πράγματι προϊόν υποδουλώσεως αυτού εις αλλότρια συμφέροντα και όχι εξυπηρέτησις των ιδίων. Ο κίνδυνος δε ούτος θα καθίστατο έτι μεγαλείτερος, αν εις τοιαύτας ημών ενεργείας και η Δύναμις εκείνη προς ην ηθέλομεν υποδείξει ότι προς την βούλησιν αυτής την πραγματικήν ή εικαζομένην, συμμορφούμεθα εν τη διαρρυθμίσει των εσωτερικών ημών πραγμάτων, ήθελε συναγάγει εκ τούτου το φυσικόν συμπέρασμα, ότι ευρίσκεται απέναντι Λαού μη ωρίμου προς διαχείρισιν των εαυτού πραγμάτων και ήθελε καθορίσει την προς ημάς πολιτικήν της επί τη βάσει της τοιαύτης ιδέας. Εν τοιαύτη λίαν πιθανή, αν όχι βεβαία περιπτώσει όχι μόνον θα ηγόμεθα μοιραίως εις το οδυνηρόν αποτέλεσμα να διαθέσωμεν δυσπίστως τον Ελληνικόν Λαόν προς την πολιτικήν ταύτην, αλλά και θα καθιστώμεν αυτήν αδύνατον τουλάχιστον, κατά την αμφοτεροβαρή αυτής μορφήν και εκ της προς την Ελλάδα πολιτείας της ενδιαφερομένης δυνάμεως. Διότι αύτη πολιτευομένη απέναντι της Ελλάδος, εξ ημετέρου πταίσματος, ως προς μη ώριμον Λαόν, θα ελάμβανε προς αυτόν την κηδεμονευτικήν εκείνην στάσιν, η οποία κατά μοιραίαν των ανθρωπίνων πραγμάτων εξέλιξιν αδύνατον να διαφύγη την μορφήν της εξουσίας, την αίρουσαν την αυτοτέλειαν του κηδεμονευομένου και αφαιρούσαν απ’ αυτόν την ικανότητα να εμφανισθή απέναντι του κηδεμόνος ως φορεύς ιδίων δικαίων και συμφερόντων. Και ούτω θα εφθάναμεν εις το τέλειον και οριστικόν ναυάγιον της πολιτικής ταύτης, εξ ης θα ενεπνεόμεθα, συμπαρασυρομένης εις το ναυάγιον και της αυτοτελείας ημών, προς ανάκτησιν της οποίας θα κατελήγομεν μοιραίως εις προστριβάς και ίσως συγκρούσεις προς εκείνους, προς τους οποίους εν τούτοις θα ενεπνεόμεθα από τας φιλικωτέρας των διαθέσεων και την προς τους οποίους συνεννόησιν επί εξασφαλίσει των κοινών συμφερόντων θα επιστεύομεν ουσιώδες δι’ ημάς όφελος. Θα επαναλαμβάνομεν με άλλας λέξεις το έγκλημα του Βενιζέλου, αλλά με διαρκέστερα και επικινδυνότερα αποτελέσματα. Εξετάθην ίσως πολύ επί του θέματος τούτου, αλλά το θεωρώ μεγίστης σπουδαιότητος. Και τελειώνω συνεχίζων την γνώμην μου εν τη παρατηρήσει, ότι εκ της αυτοτελούς κατά την ιδίαν ημών κρίσιν διαρρυθμίσεως των εσωτερικών ημών πραγμάτων, ήρτηται και η διάσωσις της εξωτερικής ημών αυτοτελείας και η πραγματοποίησις της εξωτερικής πολιτικής, την οποίαν πιστεύω μέγιστον διά την Ελλάδα όφελος: Της πολιτικής της αμφοτεροβαρούς συναρμογής των συμφερόντων αυτής προς τα εφαπτόμενα αυτών συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Προσοχή λοιπόν μεγίστη εις το σημείον τούτον. Πάσα δειλή σκέψις και ως τοιαύτη ενέργεια κατ’ αυτό θα εσήμαινε σφαγιασμόν του μέλλοντος της Ελλάδας. Μη έχετε δε τον ελάχιστον φόβον, ότι θα υπάρξη οιαδήποτε αντίρρησις - δεν λέγω υλική επέμβασις· τούτο θα ήτο γελοίον - υπό οιασδήποτε Δυνάμεως εις την τοιαύτην ενέργειαν του Ελληνικού Λαού. Όχι μόνον η γενική κατάστασις, αλλά και ειδικός λόγος, αναμφιβόλου σημασίας αίρουσι πάντα τοιούτον φόβον. Και τώρα τελειώνω. Έγραψα αρκετά. Είναι πάντα ταύτα απλαί σκέψεις, τας οποίας εμόρφωσα εξ όσων εν τη εξορία μανθάνω περί των αυτόθι πραγμάτων. Η αξία των είναι βεβαίως πολύ σχετική. Εις σας ευρισκόμενους εν τω μέσω των πραγμάτων, απόκειται να κρίνητε, αν έχωσι τινα χρησιμότητα. Αν έχωσι τοιαύτην λάβετε αυτάς υπ’ όψει εν τω καθορισμώ της ενεργείας σας. Έχω την ελπίδα, ότι κατά την κρίσιμον στιγμήν θα ημπορέσω να έχω και εγώ ασφαλεστέραν των πραγμάτων αντίληψιν από εκείνην, την οποίαν δίδει η εκ του μακράν έμμεσος γνώσις αυτών. Εις όλους τους φίλους προσφέρετε τους εγκαρδίους χαιρετισμούς μου. Καίτοι η τυραννία μας αφήρεσε το έδαφος, εφ’ ου θα ηδυνάμεθα να είμεθα πολιτική οργάνωσις, διατηρούμεν όμως πάντοτε εκ του παλαιού αγώνος, ον παρά το πλευρόν αλλήλων διεξηγάγομεν, τον 256


σύνδεσμον εκείνον των ιδεών και των αισθημάτων, ον ουδεμία τυραννία δύναται να διαλύση. Χάρις εις τον σύνδεσμον τούτον αισθανόμεθα ότι αποτελούμεν μίαν ενότητα, αδιασπάστως χωρούσαν επί τον υπέρ της απελευθερώσεως της Πατρίδος μας αγώνα, ον ως απλά μέλη του Ελληνικού Λαού επιχειρούμεν ήδη. Και εξερχόμενοι νικηταί εκ του αγώνος αυτού, ως θα εξέλθωμεν, θα ανασυνταχθώμεν με μείζονα ευκολίαν, ίνα τιθέμενοι εις την υπηρεσίαν της ελευθέρας πλέον Πατρίδος μας πάσας ημών τας δυνάμεις συντελέσωμεν εις ταχυτέραν επούλωσιν των πληγών, ας κατήνεγκεν εις το σώμα, αλλ’ ιδίως εις την ψυχήν αυτής, το επονείδιστον τυραννικόν καθεστώς. Σας ασπάζομαι όλους αδελφικώς. Δ. Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ» Οι θέσεις αυτές του Δημητρίου Γούναρη, αποτυπώνουν με ενάργεια το στίγμα του πολιτικού περιεχομένου που είχε προσδώσει στον αντιπολιτευτικό της αγώνα η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις». Και καταγράφουν με διαύγεια το κλίμα μετωπικής σύγκρουσης, το οποίο είχε πλέον προσλάβει η πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις της χώρας την εποχή εκείνη. Το κυρίαρχο, όμως, στοιχείο αυτής της επιστολής που απηύθυνε ο ηγέτης του «Κόμματος Εθνικοφρόνων» προς τα βασικά επιτελικά στελέχη του κόμματός του στην Αθήνα, είναι ότι διά αυτής εξέφραζε την πλήρη συγκατάθεσή του για τον τρόπο με τον οποίο ως τότε είχε προωθηθεί η οργανωτική ανάπτυξη της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως». Και, ακόμη περισσότερο, ότι τους προέτρεπε να κινηθούν δυναμικότερα προς την ίδια κατεύθυνση, χωρίς να υπολογίζουν ενδεχόμενες αρνητικές επιδράσεις του επιλεγέντος μοντέλου οργανωτικής εξάπλωσης στα στενώς εννοούμενα συμφέροντα του κόμματός τους, καθώς -όπως υπογράμμιζε- ο αγώνας ήταν περισσότερο αγώνας για την αποκατάσταση της διαταραχθείσης ομαλότητας στη δημοκρατική λειτουργία του πολιτικού συστήματος, παρά μια συμβατικού χαρακτήρα κομματική αντιπαράθεση για την κατάκτηση της εξουσίας. Αυτό, έδωσε το «πράσινο φως» στα στελέχη του «Κόμματος Εθνικοφρόνων», κυρίαρχης πολιτικής δύναμης στους κόλπους της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», να κινηθούν με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς στην προσπάθεια για την περαιτέρω οργανωτική επέκταση του συνασπισμού στον οποίο συμμετείχαν. Έτσι, τον Ιούνιο του 1920, ιδρύθηκε η «Κεντρική Λέσχη της Αντιπολιτεύσεως», ως οργάνωση διακριτή από την ηγεσία του συνασπισμού. Μάλιστα, κατά το πρότυπο του «Κόμματος Εθνικοφρόνων», δημιουργήθηκαν «Πολιτικοί Λαϊκοί Σύλλογοι», οι περισσότεροι από τους οποίους συγχωνεύθηκαν με τις «Λέσχες της Αντιπολίτευσης». Ιδιαίτερη οργανωτική ανάπτυξη σημείωσαν οι «Πολιτικοί Λαϊκοί Σύλλογοι» στην περιοχή της πρωτεύουσας, όπου συγκροτήθηκαν με βασική οργανωτική μονάδα τις συνοικίες και στελεχώθηκαν κυρίως από «αντιβενιζελικούς» αξιωματικούς, που είχαν αποστρατευθεί κατά τις εκκαθαρίσεις τις οποίες επέβαλε η κυβέρνηση του «Κόμματος Φιλελευθέρων» στο στράτευμα. Οι αξιωματικοί αυτοί αναδείχθηκαν σε ηγέτες της όλης οργανωτικής προσπάθειας και αποτέλεσαν το βασικό μοχλό για τη δημιουργία ενός κομματικού μηχανισμού με υψηλό βαθμό δυνατοτήτων κινητοποίησης και πολιτικής 277 αποτελεσματικότητας . Ο Δημήτριος Γούναρης από την Ιταλία, όπου διέμενε ακόμη, καθώς εξακολουθούσε να βρίσκεται σε εκκρεμότητα το ζήτημα της παραπομπής του σε δίκη για την περίοδο της πρωθυπουργίας του το 1915 μετά τη σχετική (αντισυνταγματική κατ’ αυτόν) απόφαση της «Βουλής των Λαζάρων», παρακολουθούσε με έκδηλη ικανοποίηση τις συστηματικές προσπάθειες που κατέβαλαν οι συνεργάτες του στην Αθήνα για τη γοργή οργανωτική ανάπτυξη των δυνάμεων της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως». Ταυτόχρονα, όμως, δεν απέκρυπτε και τις ζωηρές ανησυχίες του για την επιμονή με την οποία η κυβέρνηση Βενιζέλου εξακολουθούσε να προσπαθεί να θέσει εκτός μάχης τους βασικούς πολιτικούς 277

Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ., τόμος Β΄, σελ. 940.

257


αντιπάλους της, μεταξύ των οποίων πρωτίστως ήταν και ο ίδιος. Τις ανησυχίες του αυτές, όπως και τον προβληματισμό του για την εν γένει κρατούσα στη χώρα πολιτική κατάσταση, αποτυπώνει με καθαρότητα η επιστολή την οποία απέστειλε στις 7 Ιουνίου 1920 από τη Ρώμη, προς το στενό συνεργάτη και προσωπικό του φίλο Χαράλαμπο Βοζίκη: «Ρώμη, 7 Ιουνίου 1920 Αγαπητέ μου Χαράλαμπε, Εις διαφόρους αθηναϊκάς εφημερίδας είδον, ότι από της εις Ρώμην αφίξεώς μου γίνεται σχετικώς πολύς λόγος περί του ταπεινού υποκειμένου μου. Και γράφονται διάφοροι ειδήσεις και τινες ανοησίαι. Μία εκ των ανοησιών αυτών είναι, ότι συνηντήθην με τον κ. Βενιζέλον. Δεν γνωρίζω πόθεν προήλθεν η είδησις αυτή. Δεν εστάλη εντεύθεν και είναι αυτόχθων, αθηναϊκή. Ερωτηθείς από τον ανταποκριτήν της "Πολιτείας" περί τούτου απήντησα επί λέξει ως εξής: "Τον κ. Βενιζέλον όχι μόνον δεν συνήντησα, αλλ’ ούτε θα εδεχόμην να συναντήσω. Ο κ. Βενιζέλος θα κριθή από τον Ελληνικόν Λαόν και προς τον Ελληνικόν Λαόν οφείλει να απευθυνθή. Εγώ δεν έχω να παρεμβληθώ μεταξύ του τυράννου και του τυραννουμένου Λαού. Απλούν μέλος του Λαού, καταδιωκόμενος και εγώ, όπως τόσοι άλλοι, εν έχω καθήκον, να παράσχω πάσαν την βοήθειάν μου προς απελευθέρωσιν αυτού". Την απάντησίν μου ταύτην ο ανταποκριτής της "Πολιτείας" ετηλέγραφησε χθες εις την εφημερίδα του. Δεν γνωρίζω, αν έφθασεν εις τον προς ον όρον και αν εδημοσιεύθη. Άλλη ανοησία, σχετική αυτή με την εις Ελλάδα άφιξίν μου, απησχόλησε τας εφημερίδας. Αι Βενιζελικαί εφημερίδες εύρον φυσικώτατον να έλθω να δικασθώ, και ίσως να έγραψαν, ότι αισθάνομαι τας τύψεις συνειδήσεως, διότι δεν υπεβλήθην εις την ετυμηγορίαν της δικαιοσύνης της Πατρίδος μου και μετανοήσας σπεύδω να διορθώσω το σφάλμα μου. Είδον και μίαν επιστολήν σου εις την "Πρωϊνήν" εκφράζουσαν την ιδέαν, ότι δεν πρέπει να έλθω και προβάλλουσαν εν από τα πολλά επιχειρήματα, τα οποία λέγεις, ότι έχεις υπέρ της γνώμης σου. Δι’ αυτό σπεύδω να σου γράψω την παρούσαν διά να εκθέσω την αντίληψίν μου επί του σημείου τούτου. Ουδεμίαν αισθάνομαι τύψιν συνειδήσεως, ότι δεν εδέχθην να υποβληθώ εις την ετυμηγορίαν των ανθρώπων, τους οποίους το τυραννικόν καθεστώς συνεκέντρωσεν εις μίαν αίθουσαν, εχαρακτήρισε δικαστήριον, και τους ανέθηκε το επονείδιστον έργον να μιάνωσι το αγαθόν της Θέμιδος πέπλον, καλύπτοντες δι’ αυτού ακατανόμαστον δίωξιν των πολιτικών των αντιπάλων. Απεναντίας αισθάνομαι μεγίστην ψυχικήν ικανοποίησιν, διότι κατώρθωσα να διαφύγω των χειρών της τυραννίας και να διατηρηθώ εν σχετική ελευθερία, η οποία μοι καθιστά δυνατόν να συμμετάσχω εις τον αγώνα, τον οποίον προς ανατροπήν της τυραννίας διεξάγει ο Ελληνικός Λαός, ως μέλος του οποίου, όπως τόσοι άλλοι, καταδιώκομαι και εγώ. Ουδέποτε διεννοήθην να δώσω τον χαρακτηρισμόν δίκης εις την ελεεινήν βεβήλωσιν της δικαιοσύνης, η οποία εκτελείται υπό του λεγομένου ειδικού δικαστηρίου. Και εάν η τυραννία με είχεν εις χείράς της και με προσήγεν ενώπιον αυτού βία, δεν θα ήνοιγον το στόμα μου παρά διά να είπω εις τους αποτελούντας αυτό ανθρώπους πόσον ελεεινοί μοι φαίνονται παρέχοντες την σύμπραξιν αυτών εις την τυραννίαν, την προσπαθούσαν να παραστήση ως έργον δικαιοσύνης την υπό των ταπεινοτέρων ανθρωπίνων παθών εμπνεομένην ενέργειάν της. Πλέον τούτου ουδέν θα έλεγον. Επ’ ουδενί δε λόγω θα ελάμβανον την στάσιν κατηγορουμένου, αμυνομένου υπέρ της αθωότητός του εναντίον κατηγόρων και ενώπιον δικαστών. Και θα ήτο επιβεβλημένη η τοιαύτη στάσις. Πως ηδυνάμην να εμφανισθώ ως κατηγορούμενος, όταν διά να κατηγορηθώ ως υπουργός απαιτείται κατά το Σύνταγμα απόφασις της Βουλής; Ποία Βουλή με παρέπεμψε; Αν ανεγνώριζον ως Βουλήν ικανήν να με παραπέμψη, τον όμιλον των νευροσπάστων του, τα οποία ο κ. Βενιζέλος συγκέντρωσεν εις το Βουλευτήριον θα ετιθέμην εις τραχείαν αντίφασιν προς το Διάταγμα, το οποίον φέρει την υπογραφήν μου. Και όταν υπέγραψα το 258


Διάταγμα αυτό ήμην πεπεισμένος και μέχρι σήμερον εξακολουθώ να έχω την πεποίθησιν, ότι η διάλυσις αύτη ήτο επιβεβλημένη. Τα γεγονότα, τα οποία είχον παρεμπέση μεταξύ της 31 Μαΐου 1915 και της νέας διαλύσεως, ήσαν μεγίστης σοβαρότητος και ουδαμού είχον ληφθή υπ’ όψει υπό του Ελληνικού Λαού, ψηφίσαντος την 31 Μαΐου 1915. Απεναντίας οι φίλοι του κ. Βενιζέλου διότι αυτός μηνίων είχε δήθεν αποχωρήσει του αγώνος - είχον αποκρύψη και επιμελώς απαρνηθή τας προθέσεις τας οποίας αυτός μόλις επανελθόν εις την αρχήν ήθελε να εκτελέση. Η δε περί τούτου κρίσις του Ελληνικού Λαού ήτο καταδήλως αντίθετος προς την κατεύθυνσιν, ην ήθελε να δώση ο κ. Βενιζέλος, εις την πολιτικήν της Ελλάδος, τόσον αντίθετος ώστε ούτε κατά τας εκλογάς του Μαΐου ετόλμησε να θέση την κατεύθυνσιν ταύτην υπό την ετυμηγορίαν του Λαού, ούτε όταν αύτη διά της διαλύσεως ετέθη αναποφεύκτως υπό την Λαϊκήν ετυμηγορίαν, ετόλμησε ο κ. Βενιζέλος, ν’ αντιμετωπίση την Λαϊκήν κρίσιν και απεχώρησε των εκλογών. Έχων τοιαύτην πεποίθησιν περί της αντιθέσεως της πολιτικής, την οποίαν ηννόει να ακολουθήση ο κ. Βενιζέλος, προς την Λαϊκήν γνώμην, όχι μόνον δεν ησθανόμην δυσκολίαν τινά να εισηγηθώ την διάλυσιν της Βουλής, ήτις υποστήριζε την πολιτικήν του κ. Βενιζέλου, εν αντιθέσει προς το Λαϊκόν φρόνημα, αλλ’ απεναντίας εθεώρουν την διάλυσιν ως επιτακτικήν υποχρέωσιν του Στέμματος. Και η Βουλή διελύθη, του Στέμματος υπό την ευθύνην εμού και των άλλων συνυπογραψάντων Υπουργών ποιησαμένου χρήσιν του εξ ουδενός όρου κατά το Σύνταγμα ηρτημένου δικαιώματος της διαλύσεως, του οποίου την άσκησιν, ως είπον, εθεώρουν επιτακτικήν υποχρέωσιν χάριν της αποκαταστάσεως της αρμονίας του φρονήματος μεταξύ Λαού και Βουλής. Ο κ. Βενιζέλος έχει αστείαν συνταγματικήν αντίληψιν περί των δικαιωμάτων της Βουλής. Φαντάζεται ο άνθρωπος, ότι η Βουλή άπαξ εκλεγείσα έχει ίδια δικαιώματα, ανεξάρτητα πλέον από της Λαϊκής θελήσεως, την οποίαν νομίζει, ότι μία εκλογή απαλλοτριοί υπέρ της Βουλής, κτωμένης την εξουσίαν να διατίθησιν αυτήν κατ’ ιδίαν αρέσκειαν πλέον. Αι Συνταγματικαί θεωρίαι του κ. Βενιζέλου πάντοτε μοι εκίνησαν το μειδίαμα. Και δεν θα συζητήσω ούτε την θεωρίαν του αυτήν, την οποίαν και ετοιμάζεται, ως εικοσάκις τουλάχιστον ανήγγειλε, να χαράξη και εις μίαν πλάκα, ην να εντοιχίση εν τω Βουλευτηρίω, έχων μάλιστα την γνώμην, ότι διά να χαραχθή αυτή η πλαξ δεν αρκεί η δεξιότης ενός μαραμαρογλύφου και η αναισχυντία ενός προς στιγμήν επικρατούντος πολιτικού ανδρός, αλλ’ ότι χρειάζεται και Εθνοσυνέλευσις αναθεωρητική όμως - διότι φαίνεται, ότι κατά τον κ. Βενιζέλον η πλαξ αυτή αποτελεί αναθεώρησιν του Συντάγματος. Αλλ’ ας αφίσωμεν τας Συνταγματικάς θεωρίας του κ. Βενιζέλου. Οι καιροί είναι αρκετά μελαγχολικοί, ώστε να μη υπάρχη διάθεσις φαιδρότητος. Η Βουλή αύτη δι’ εμέ είναι διαλελυμένη και κατά τύπους κανονικώτατα και κατ’ ουσίαν ορθότατα. Αλλά και αν είχε τις αμφιβολίας, περί της κατ’ ουσίας ορθότητος της διαλύσεως, και αν δεν ήρκει προς άρσιν των αμφιβολιών του η στάσις του κ. Βενιζέλου και κατά τας εκλογάς του Μαΐου αποκρύψαντος και απαρνηθέντος διά των αντιπροσώπων του την πολιτικήν ην ήθελε ν’ ακολουθήση και κατά τας εκλογάς του Δεκεμβρίου ότε εκρίνετο η πολιτική αύτη, αποσχόντος, και πάλιν μία θα παρίστατο διέξοδος προς διόρθωσιν του ατόπου. Η επιχείρισις των εκλογών ήτις άλλως επεβάλλετο υπό μορφήν εκλογών Εθνοσυνελεύσεως Συντακτικής προς έγκρισιν της εν τω μεταξύ κατά το διάστημα της διά των ξένων εγκαταστάσεως του κ. Βενιζέλου και μετ’ αυτήν συντελεσθείσης ανατροπής θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος. Αλλά την ετυμηγορίαν του Λαού έτρεμε και τρέμει ο άνθρωπος αυτός. Την έτρεμε κατά Δεκέμβριον του 1915 όταν απεχώρησε. Την έτρεμε κατ’ Αύγουστον του 1916 όταν ημπόδισε διά της παρεμβάσεως των Δυνάμεων την επιχείρησιν των εκλογών του κ. Ζαΐμη. Την τρέμει έκτοτε και μέχρι σήμερον απαφεύγει τας εκλογάς. Και θα την τρέμη και εις το μέλλον αναστέλλων αυτάς εφ’ όσον δυνηθή. 259


Και δι’ αυτό νομίζω, ότι με ανοήτους θεωρίας μεταβάλλει τα πράγματα και προσπαθεί να εξαπατήση εαυτόν και τους άλλους, ότι λειτουργεί εν Ελλάδι Συνταγματικόν πολίτευμα, εμάζευσε τους ανθρώπους του εις το Βουλευτήριον, ανεκήρυξε βουλευτάς αυτούς τους αποτελούντας μέρος της διαλυθείσης Βουλής, και με αυτόν τον γελοίον όμιλον των νευροσπάστων απεφάσισε την παραπομπήν μας εις το ειδικόν δικαστήριον. Θα ήμην αστείος, αν εις την παραπομπήν αυτήν έδιδα άλλην σημασίαν παρά εκείνην την οποίαν έχει, ως υλικόν χρήσιμον προς μελέτην του ύψους της αναισχυντίας εις ο ημπορεί να φθάση η τυραννικώς καταλαμβάνουσα την αρχήν αυθαιρεσία. Και εξ αυτού του ομίλου προέρχονται και οι κατήγοροι. Οι δε δικασταί; Α ! αυτοί είναι βεβαίως το απόσταγμα του Ελληνικού δικαστικού κόσμου - θα είπωσιν οι Βενιζελικοί. Το κατακάθισμα δικαστικού κόσμου λέγω εγώ. Και το λέγω με τας αποδείξεις εις τας χείρας. Τι άλλο είναι παρά υποστάθμη του δικαστικού σώματος, άνθρωποι οι οποίοι δέχονται, ότι υπάρχει παραπομπή Βουλής όταν δεν υπάρχει παρά πράξεις του γελοίου αυτού ομίλου; Οι οποίοι δέχονται ότι είναι κατήγοροι κατά το Σύνταγμα οι κ. κ. Καφαντάρης, Νάκος κλπ. οι οποίοι είναι μεν αναμφίβολον, ότι έχουσιν εις μέγιστον βαθμόν τα ιδιάζοντα, εκείνα χαρίσματα τα οποία χαρακτηρίζουσι τους διαπρεπείς Βενιζελικούς, είναι επίσης όμως αναμφίβολον ότι δεν έχουσι την κατά το Σύνταγμα ιδιότητα του Βουλευτού, την απαραίτητον κατά το αυτό Σύνταγμα, ίνα παρίστανται ως κατήγοροι; Οι οποίοι τέλος δέχονται, ότι αυτοί αποτελούν το κατά το Σύνταγμα ειδικόν δικαστήριον, όταν γνωρίζουσιν, ότι εκληρώθησαν από κληρωτίδα, εν ω δεν ετέθησαν όλα τα ονόματα των κατά το Σύνταγμα μελών του Αρείου Πάγου και των Εφετείων, διότι δεν ετέθησαν τα ονόματα των παρά το σύνταγμα ακύρως παυθέντων δικαστών; Όταν οι άνθρωποι αυτοί οι οποίοι όσον και αν είναι ομοεθνείς έχουσι τόσην νομικήν μόρφωσιν όσην χρειάζεται ίνα εννοήσωσιν αυτά, παρατρέχοντες πάντα ταύτα φθάσωσιν εις το ν’ αναγνωρίσωσιν, εαυτούς αποτελούντας το ειδικόν δικαστήριον, περί ων προβλέπει το Σύνταγμα, ίνα δικάση τους υπουργούς, ους παραπέμπει η Βουλή και κατηγορούν βουλευταί, έχοντες δε αντί ερυθριώσης επιδερμίδος εις το μέτωπον το επταβόειον κάλυμμα των ασπίδων των Ομηρικών ηρώων, τολμώσι να λέγωσιν ότι είναι δικασταί συνταγματικών παραβιάσεων διαπραχθεισών υφ’ ημών - τι άλλο ημπορεί να είναι παρά η υποστάθμη του δικαστικού κόσμου; Και υποστάθμη τοσούτον ελεεινής συστάσεως, οίαν δεν εφανταζόμην, ότι έχει το δικαστικόν σώμα. Και ενώπιον των ανθρώπων αυτών θα ενεφανιζόμην εγώ, ίνα με δικάσωσιν; Εις τους ανθρώπους αυτούς θα ανεγνώριζα εγώ εξουσίαν, να διαχειρισθώσι την δικαιοσύνην; Και θα προσεπάθουν εγώ των ανθρώπων αυτών την διάνοιαν να φωτίσω, εκθέτων την ημετέραν πολιτικήν, και την συνείδησιν να κατακτήσω, επικαλούμενος τας δικαιολογίας αυτής αναγνωρίζων ούτω, ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουσι διάνοιαν, επιζητούσαν φωτισμόν και συνείδησιν, αποτελούσαν γνώμονα των αποφάσεών των, εις ας ούτω διά της αναγνωρίσεώς μου θα έδιδον κύρος, όταν εκ των πραγμάτων πας τις γνωρίζει, ότι έχουσι διάνοιαν μόνον διά να αντιλαμβάνωνται τα προστάγματα των κρατούντων την συνείδησιν μόνον διά να την απεμπολώσιν εντελώς εις τους τυράννους της πατρίδος των. Και θα ανεγνώριζα εγώ δεχόμενος να δικασθώ από τους ανθρώπους αυτούς, ότι αυτοί είναι η δικαιοσύνη της πατρίδος μου, όταν γνωρίζω, ότι αυτή είναι η υποστάθμη του δικαστικού σώματος, του οποίου τα αγνά μέλη απεπέμφθησαν παρά πάσας τας Συνταγματικάς εγγυήσεις καταδιώκονται παντοιοτρόπως, όπως εγώ; Υπηρέται της τυραννίας εν τω κακοποιώ αυτής έργω είναι βεβαίως. Αν με είχον εις χείράς των βεβαίως θα υφιστάμην την βίαν, ην εκπροσωπούσι και θα έπασχον τας κακώσεις, ας θα μοι επέβαλλον, συμφώνως προς τας επιταγάς του πάτρωνός των. Αλλ’ ουδέποτε θ’ ανεγνώριζα, ότι είναι όργανα της Δικαιοσύνης και ότι εδίκασαν και επέβαλον ποινήν. Διά να είναι όργανα της Δικαιοσύνης και δικάσωσι, πρέπει να αρύωνται την εξουσίαν αυτών εκ του Δικαίου και του Νόμου προς ον και μόνον συμμορφούμενοι δίδουσι τον χαρακτήρα ποινής, εις το 260


κακόν το οποίον επιβάλλουσιν. Αρυόμενοι την εξουσίαν αυτών εκ της θελήσεως ενός ανθρώπου διά της βίας κρατούντος και ανιέρως καταπατούντος και Σύνταγμα και Νόμους, είναι όργανα τυραννίας, δυνάμενα μεν να κακοποιήσωσιν, όχι όμως και να δικάσωσι και να επιβάλωσι ποινήν. Ιδού πως αντιλαμβάνομαι τα πράγματα αγαπητέ μοι Χαράλαμπε. Και επί τη βάσει της αντιλήψεως ταύτης εθεώρησα καθήκόν μου να μη λάβω υπ’ όψιν την ύπαρξιν της κατηγορίας αυτής. Βεβαίως δε δεν θα ηρχόμην εις την Ελλάδα διά να παραδοθώ εις την διάκρισιν του κ. Βενιζέλου, του οποίου την κατ’ εμού λύσσαν μαρτυρούσι και οι προς καταδίωξίν μου ψηφισθέντες ειδικοί νόμοι - με συγχωρείς, ότι αποκαλώ νόμους τας επινεύσεις του ομίλου των νευροσπάστων εις τα νεύματα του θιασάρχου - και αι αδιάκοποι ενέργειαί του εναντίον μου παρά τη Ιταλική Κυβερνήσει. Η λύσσα αυτή με πείθει ότι έχω κάποιαν χρησιμότητα κατά τον αγώνα εναντίον της τυραννίας του. Και είμαι ευτυχής διά τούτο. Θα είμαι δε ευτυχέστερος ακόμη, αν η χρησιμότης αυτή καταδειχθή και διά των πραγμάτων, ως ελπίζω, ότι θα γίνη και ταχέως. Διότι είμαι βέβαιος, ότι άμα τη υπογραφή της Τουρκικής συνθήκης εισερχόμεθα εις το τελευταίον στάδιον της τυραννίας. Θα είναι το στάδιον της αγωνίας αυτής. Ή κάμνει εκλογάς, τουθ’ όπερ δεν πιστεύω, και πίπτει. Ή αναβάλλει τας εκλογάς, οπότε θα πέση υπό την πίεσιν του λαού. Με ολιγώτερον κόπον εις την πρώτην περίστασιν. Με περισσότερον εις την δευτέραν. Αλλ’ όπως δήποτε, είτε εύκολος είτε δύσκολος έσεται ο αγών, πάντως θα είμεθα νικηταί. Θα ίδωμεν και πάλιν την πατρίδα μας ελευθέραν. Εγώ ένα έχω πόθον και μίαν ευχήν: Να συντελέσω δι’ όλων μου των δυνάμεων εις το έργον τούτο. Σου έγραψα πολλά. Σε εκούρασα ίσως να τα διαβάσης. Διάβασέ τα και εις τους άλλους φίλους. Ειπέ εις όλους τους αδελφικούς μου ασπασμούς, τους οποίους δέξου και συ· Δ. Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ»278 Σημαντικό, όμως, ενδιαφέρον για το πώς έβλεπε ο Γούναρης την υφιστάμενη τότε στη χώρα πολιτική κατάσταση, αλλά και τις περαιτέρω προοπτικές του τόπου, παρουσιάζει και μία άλλη προσωπική επιστολή, που απέστειλε προς τον Παναγή Τσαλδάρη (μετέπειτα διάδοχό του στην ηγεσία του «Λαϊκού Κόμματος», το οποίο υπήρξε μετεξέλιξη του «Κόμματος Εθνικοφρόνων»), στις 10 Ιουλίου 1920, στην οποία του κατέθετε τις σκέψεις αλλά και την αγωνία του για ορισμένα φαινόμενα του δημόσιου βίου, που κατά την εκτίμησή του συνέτειναν στην υποβάθμιση και τον εκτραχηλισμό της δημόσιας ζωής. Το πλήρες κείμενο της επιστολής αυτής, έχει ως εξής: «Ρώμη 10 Ιουλίου 1920 Αγαπητέ μου φίλε, Εις τας αυτόθι εφημερίδας είδον, ότι γίνεται λόγος περί της επανόδου μου. Είδον μάλιστα, ότι και τινες των Βενιζελικών εφημερίδων με υβρίζουν διότι δεν επανέρχομαι. Άλλαι με χλευάζουν χαρακτηρίζουσαί με ως φυγόδικον. Ομολογώ, ότι η παιδαριώδης αφέλεια των ανθρώπων αυτών με έκαμε να γελάσω αρκετά, μολονότι ουδεμίαν είχα προς τούτο διάθεσιν. Δεν έχω καμμίαν αμφιβολίαν, ότι θα ήτο πολύ ευχάριστον εις τους κουτοπονήρους αυτούς κυρίους, αν επανηρχόμην εις την Ελλάδα και παρεδιδόμην εις την διάκρισιν της λυσσώσης εναντίον μου τυραννίας, του αυθέντου των και των οργάνων αυτού. Εγώ όμως δεν έχω καμμίαν διάθεσιν να καταστήσω την επάνοδόν μου γεγονός ευχάριστον εις τους αγαθούς αυτούς ανθρώπους. Απεναντίας αισθάνομαι το καθήκον να κανονίσω την επάνοδόν μου ούτως, ώστε αύτη να είναι όσον ένεστι δυσάρεστος εις αυτούς. 278

Βλ. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης, όπ. προηγ. σελ. 460 - 464.

261


Οι άνθρωποι αυτοί λησμονούν, ότι ο Ελληνικός Λαός ευρίσκεται εις αγώνα εναντίον αυτών προς ανάκτησιν της ελευθερίας του. Και ότι και εγώ, μετέχων του αγώνος τούτου, ως πας Έλλην, εννοών να ζη ελεύθερος εν τη Πατρίδι του ελευθέρα, οφείλω να κανονίσω κατά το συμφέρον του αγώνος την επάνοδόν μου εις την Πατρίδα μου, από της οποίας διά ξενικής βίας με απεμάκρυναν οι ήρωες αυτοί, καταπατούντες και Δίκαιον και Σύνταγμα και Νόμους. Ως προς την χαριεστάτην δε απόπειραν να παρασταθώ, ότι φυγοδικώ και δεν σπεύδω να δώσω λόγον των κακουργημάτων μου εις την Δικαιοσύνην της Πατρίδος μου τι να είπω; Πως να εκφράσω τον βαθύτατον οίκτον, τον οποίον αισθάνομαι προς τους έχοντας την αφέλειαν να χαρακτηρίζωσιν ως δίκην την επονείδιστον κωμωδίαν, δι’ ης τόσον θρασέως βεβηλούται η ιδέα της Δικαιοσύνης; Διά να υπάρξη δίκη εναντίον μου ως υπουργού, έπρεπε να υπάρχη παραπομπή μου εις δίκην από την Βουλήν. Και υπάρχει παραπομπή μου από τον αστείον θίασον των νευροσπάστων της τυραννίας, τον οποίον αυτή εγκατέστησεν εις το Βουλευτήριον, διά να χλευάση το Κοινοβούλιον. Έπρεπε να υπάρχωσι κατήγοροι, Βουλευταί, αντιπρόσωποι του Ελληνικού Λαού. Και υπάρχουσι κατήγοροι, δούλοι της τυραννίας, υποστηρίζοντες ό,τι οι διορίσαντες αυτούς διατάσσουν. Έπρεπε να υπάρχωσι τέλος δικασταί, κληρωθέντες μεταξύ όλων των κατά το Σύνταγμα Ελλήνων Αρειοπαγιτών και Εφετών. Και υπάρχουσι δικασταί, κληρωθέντες μεταξύ μόνον των κριθέντων από της τυραννίας αρκετά ευμαλάκτων, ώστε να καταστώσιν όργανα αυτής. Ολόκληρος η ενέργεια αύτη, δι’ ης η τυραννία ζητεί να κακοποιήση τους πολιτικούς αυτής αντιπάλους και να εξουδετερώση αυτούς εν τω αγώνι του Ελληνικού Λαού εναντίον της, ουδένα βεβαίως ελεύθερον και μη ηλίθιον άνθρωπον θα αγάγη εις σύγχυσιν της Δικαιοσύνης της Πατρίδος μας με την ειδεχθή μηχανήν, η οποία επενοήθη ακριβώς διά να βεβηλωθή και η Δικαιοσύνη. Εις την δίωξιν της μηχανής ταύτης, την οποίαν η τυραννία συνεκρότησεν, ίνα καλύψη την κακοποιΐαν υπό το πρόσχημα δικαστικής ενεργείας, βεβαίως ουδεμίαν φέρω υποχρέωσιν να υποβληθώ. Απεναντίας αισθάνομαι βαθύτατα εν τη συνειδήσει μου επιτακτικόν το καθήκον να μη αναγνωρίσω αυτήν ως έχουσαν τι το κοινόν με την Δικαιοσύνην της Πατρίδος μου. Όργανον της τυραννίας είναι αύτη αναμφιβόλως. Εξ αυτής αρύεται την δύναμιν. Και αυτής τα πάθη υπηρετεί. Δικαιοσύνη όμως βεβαίως δεν είνε. Και η ύπαρξις αυτής αντιτίθεται και προς το Σύνταγμα και προς τους Νόμους. Και λειτουργεί διά σκοπούς αντιθέτους προς τους σκοπούς αυτών. Δύναται όντως να κακοποιήση χάρις εις την κακοποιόν δύναμιν του πάτρωνός της, η οποία εμπνέει αυτήν. Να δικάση όμως και να τιμωρήση βεβαίως δεν δύναται. Διότι ουδέν έχει κοινόν προς το Δίκαιον, εξ ου μόνον απορρέει πάσα εξουσία του δικάζειν και του τιμωρείν. Ως όργανον κακοποιΐας θα πέση με την τυραννίαν, η οποία την εδημιούργησε. Και η πτώσις αυτής θα καταστήση δυνατήν εις την Δικαιοσύνην την επάνοδον εις το ιερόν αυτής τέμενος, από το οποίον καλύπτουσα εξ εντροπής το πρόσωπον, απεμακρύνθη διά της εισβολής της βεβηλούσης αυτό ασήμου δούλης της τυραννίας. Αλλ’ οποίον το ηθικόν κύρος της παραπομπής του αστείου θιάσου των νευροσπάστων και της κρίσεως της ούτω συγκεκροτημένης ομάδας των δικαστών κατέστησε δήλον και η τελευταία πράξις του καθεστώτος, δι’ ης εδόθη εξουσία εις τους λεγομένους κατηγόρους, κατ’ επιταγήν βεβαίως των πατρώνων των ενεργούντας, να ματαιώσωσι την παραπομπήν του αστείου θιάσου, του αξιώσαντος εν τούτοις, ότι ενήργησε ταύτην η Βουλή, και να καταστήσωσι περιττήν την απόφασιν του σεβαστού Δικαστηρίου απαλλάσσοντες αυτοί μόνοι της περαιτέρω διώξεως, εξακολουθούσης ακόμη της δίκης, όσους εκ των κατηγορουμένων διαταχθώσι ν’ απαλλάξωσι. Και αυτήν την εξουσίαν εις τους λεγομένους κατηγόρους την παρεχώρησεν αυτός ούτος ο θίασος, ο οποίος λαμβάνων στάσιν Βουλής εψήφισε την παραπομπήν. Δεν θα απορήσω διόλου, αν τα μέλη του θιάσου αυτού εν τη ευαισθήτω φιλοτιμία των θυμώσουν εναντίον μου και κραυγάσουν, ότι υβρίζω 262


χαρακτηρίζων τον όμιλον αυτών ως θίασον νευροσπάστων. Ίσως και με καταγγείλουν δι’ αυτό εις την Δικαιοσύνην των. Τότε δεν αμφιβάλλω, ότι και θα διευκολύνωσι την αυστηράν καταδίκην μου υπ’ αυτής διά δύο ή τριών νέων νόμων ψηφιζομένων υπ’ αυτών υπό την μορφήν Βουλής. Γένοιτο, ίνα συμπληρωθή η τραγική κωμωδία. Όλος σος Δ. Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ»279 Εν τω μεταξύ, στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, ο συνδυασμός της ολοένα και αυξανόμενης λαϊκής δυσφορίας για τον τρόπο διακυβέρνησης του «Κόμματος Φιλελευθέρων», με τον καταιωνισμό των αντιπολιτευτικών πυρών της οργανωμένης πια «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», περιήγαγαν σύντομα την κυβέρνηση Βενιζέλου σε δεινή θέση. Η λαϊκή στήριξη προς την κυβέρνηση αλλά και προς τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο άρχισε σταδιακά, αλλά σταθερά, να φθίνει. Το αρνητικό αυτό κλίμα στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο ήρθε να αλλάξει με μια πραγματικά ιστορικής σημασίας επιτυχία της στο διπλωματικό πεδίο. 6.2 Οι εντάσεις, η χαλάρωση των απαγορεύσεων και η επιστροφή Συγκεκριμένα, στις 28 Ιουλίου 1920, υπογράφηκε στις Σέβρες, προάστιο των Παρισίων, η ομώνυμη συνθήκη που αναφερόταν στο εδαφικό καθεστώς της οθωμανικής αυτοκρατορίας280. Σύμφωνα με τις πρόνοιές της, η Ελλάδα, λάμβανε την Ίμβρο, την Τένεδο και την Ανατολική Θράκη ως την Ανδριανούπολη, ενώ η Σμύρνη και η ευρύτερη περιοχή της προβλεπόταν ότι θα βρίσκονταν υπό ελληνική επικυριαρχία, και ύστερα από παρέλευση πέντε ετών, οι κάτοικοί της θα αποφάσιζαν με δημοψήφισμα για την οριστική ένωσή της με την Ελλάδα. Η επιτυχία της συνομολόγησης αυτής της Συνθήκης, παρ’ ότι υπεγράφη από τουρκικής πλευράς από τη σουλτανική κυβέρνηση και όχι από τη δυναμικά ανερχόμενη εθνικιστική ηγεσία υπό τον Κεμάλ, ήταν αναμφισβήτητα μεγάλη. Και οι αντιδράσεις που σημειώθηκαν μετά τη σύναψή της από χώρες όπως η Ιταλία, αλλά και η Γαλλία, που διέβλεπαν πως με αυτήν ναυαγούσαν τα δικά τους «ανατολικά όνειρα», προσεπιβεβαίωνε το μέγεθος της επιτυχίας. Η Συνθήκη των Σεβρών, όμως, απεδείχθει στη συνέχεια ότι δεν διέθετε την αναγκαία πολιτικοδιπλωματική υποδομή, ούτε και την απαραίτητη διεθνοπολιτική υποστήριξη, που θα της επέτρεπε να αποδειχθεί βιώσιμη και να αντέξει τις αναθεωρητικές προς αυτήν διαθέσεις, όσων δυνάμεων θεωρούσαν ότι θίγονταν από τις προβλέψεις της. Εν τούτοις, στο βαθμό που Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ., σελ. 280 - 282. Η Συνθήκη των Σεβρών αποτελούσε μια απόπειρα γενικότερης διευθέτησης των συνοριακών ζητημάτων που προέκυπταν μετά την ουσιαστική διάλυση της πάλαι ποτέ κραταιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας και έτσι, μέσα σε αυτό το συνολικότερο πλαίσιο, οι διατάξεις της προνοούσαν και για την άρση των εκκρεμοτήτων της Ελλάδας με την Τουρκία. Για τη Συνθήκη των Σεβρών, βλ. μεταξύ των άλλων, Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 12, σελ. 88 - 90. Οι εκκρεμότητες της Ελλάδας με τη Βουλγαρία, είχαν ήδη αντιμετωπισθεί σε ικανοποιητικό για τη χώρα βαθμό με την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ στις 14 Νοεμβρίου 1919, που αφορούσε τη ρύθμιση των συνοριακών ζητημάτων της Βουλγαρίας και κατά συνέπεια ενδιέφερε άμεσα και την Ελλάδα. Με τη Συνθήκη του Νεϊγύ, η Βουλγαρία παραιτήθηκε των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στην Δυτική Θράκη, η οποία ωστόσο κατακυρώθηκε στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών. Ταυτόχρονα, η Βουλγαρία αποδέχθηκε τη διευθέτηση των συνόρων της προς τη Ρουμανία και τη Σερβία. Για τη Συνθήκη του Νεϊγύ βλ. μεταξύ των άλλων, Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 217, καθώς επίσης Κώστας Αλ. Καραμανλής: «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι Εξωτερικές μας Σχέσεις 1928 - 1932», έκδ. «Παπαζήσης», όπου και διεξοδική αναφορά στις μετέπειτα βουλγαρικές προσπάθειες για την καταστρατήγηση των διατάξεών της.

279 280

263


άνοιγε το δρόμο για την πραγματοποίηση μακραίωνων ελληνικών οραμάτων, δεν έπαυε να συνιστά μια μείζονα εθνική επιτυχία. Παρ' όλα αυτά, ελάχιστες μόλις ημέρες μετά την υπογραφή της, και συγκεκριμένα στις 30 Ιουλίου 1920, στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών στο Παρίσι, ο πρωτεργάτης της Ελευθέριος Βενιζέλος, ενώ επέστρεφε στην Ελλάδα θριαμβευτής με το κείμενο της Συνθήκης ανά χείρας, δέχθηκε τη δολοφονική επίθεση δύο απότακτων αξιωματικών του υποπλοίαρχου Αποστόλου Τσερέπη του ναυτικού και του υπολοχαγού Γεωργίου Κυριάκη του μηχανικού, οι οποίοι αν και έριξαν πολλές σφαίρες εναντίον του δεν κατάφεραν παρά να τον τραυματίσουν ελαφρά. Επρόκειτο για μια από κάθε άποψη αψυχολόγητη και χωρίς ελαφρυντικά εγκληματική ενέργεια απερίσκεπτων φανατικών, η οποία -όπως αποδείχθηκε αργότερα- αποτελούσε το ένα σκέλος ενός ευρύτερου συνωμοτικού σχεδίου. Το άλλο σκέλος αφορούσε στην πραγματοποίηση στρατιωτικού κινήματος στην Αθήνα για την ανατροπή της κυβέρνησης και του «βενιζελικού καθεστώτος». Σύμφωνα με τους εμπνευστές της συνωμοσίας, το κίνημα θα εκδηλωνόταν την 3η πρωϊνή ώρα της 30ης Ιουλίου 1920 και ύστερα από 17 ώρες, την 8η νυκτερινή της 30ης Ιουλίου 1920 θα επραγματοποιείτο η απόπειρα κατά της ζωής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τελικά, προφανώς από έλλειψη συντονισμού μεταξύ των συνωμοτών έγινε μεν η απόπειρα, αλλά όχι και η πραγματοποίηση του κινήματος, που κατά τον προγραμματισμό θα έπρεπε να έχει προηγηθεί. Ηθικοί αυτουργοί της απόπειρας δολοφονίας και διοργανωτές του συνωμοτικού σχεδίου, ήταν ο παλαιός συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου και υπουργός των κυβερνήσεών του Νικόλαος Δημητρακόπουλος, ο ΓεώργιοςΧριστάκης Ζωγράφος, που είχε διατελέσει υπουργός Εξωτερικών στην πρώτη κυβέρνηση Γούναρη το 1915, ο Γ. Γαβαλιάς επιτελάρχης αργότερα του πρίγκιπα Ανδρέα, ο ναύαρχος Επ. Καββαδίας και ο αξιωματικός Θεόδωρος Σκυλακάκης, οι οποίοι είχαν κινηθεί αυτόνομα χωρίς καμιά απολύτως προσυνεννόησή τους με την ηγεσία του «αντιβενιζελικού» χώρου. Τους επίδοξους δολοφόνους είχαν επιλέξει τα πέντε αυτά μέλη της συνωμοτικής οργάνωσης και τους είχε εξομολογήσει ο τότε Μητροπολίτης Βελάς, Σπυρίδων Βλάχος (Αρχιεπίσκοπος Αθηνών το 1949), για να διαπιστωθεί ότι δεν διαπνέονταν από προσωπική εμπάθεια κατά του Βενιζέλου και ότι θα αποπειρώντο να τον σκοτώσουν με την πεποίθηση ότι προσφέρουν μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα281. Μόλις η πληροφορία για την ανεπιτυχή απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου έγινε γνωστή στην Ελλάδα, πυροδότησε από την πλευρά των «φιλοβενιζελικών» κύκλων τέτοιας έντασης και έκτασης αντιδράσεις, που αναζωπύρωσαν τα διχαστικά πάθη και οδήγησαν τη χώρα σε μια άνευ προηγουμένου αναστάτωση. Πλήθη οπαδών του «Κόμματος Φιλελευθέρων», στις 31 Ιουλίου 1920, προχώρησαν σε μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στις οποίες προκλήθηκαν επεισόδια. Τα γραφεία των «αντιβενιζελικών» εφημερίδων καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ενώ σπίτια πολιτικών αντιπάλων του Βενιζέλου, υπέστησαν επιθέσεις και λεηλατήθηκαν. Ανάμεσα σε αυτά, και το σπίτι του πρώην πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη. Απέναντι στις ενέργειες αυτές του οργισμένου πλήθους η κυβέρνηση του «Κόμματος Φιλελευθέρων», περιορίστηκε σε μια χλιαρή και υποτυπώδη αντίδραση, αφήνοντας περιθώρια στην καταστροφική δραστηριότητά του282. Έτσι, η τραγική κορύφωση των αγριοτήτων και των τυφλών αντεκδικήσεων, δεν άργησε να σημειωθεί. Θύμα της, υπήρξε το ηγετικό στέλεχος της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» και από τους κορυφαίους του σύγχρονου ελληνικού στοχασμού Ίων Δραγούμης, ο οποίος δολοφονήθηκε στις 31 Ιουλίου 1920, όταν κατερχόταν από την Κηφισιά στην Αθήνα, διά της σημερινής λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας283. Βλ. Τίτος Αθανασιάδης: «Η Απόπειρα Δολοφονίας του Βενιζέλου», εφ. Απογευματινή, 30/7/2003. Για τα γεγονότα εκείνων των ημερών, βλ. μεταξύ των άλλων, Γεώργιος Ρούσσος: «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826 - 1974», τόμος Ε΄, σελ. 138 κ.επ.

281

282

264


Ο θάνατος του Ίωνα Δραγούμη, προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση. Και ανάμεσα σε εκείνους που εξέφρασαν στην οικογένειά του, τα συλλυπητήρια τους για την άνανδρη δολοφονία του ήταν και ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που απέστειλε σχετικό τηλεγράφημα προς τον πατέρα του πρώην πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη, χωρίς σημειωτέον ποτέ να δεχθεί απάντηση από την οικογένεια του αδικοχαμένου πολιτικού. Στο συλλυπητήριο τηλεγράφημά του, ο Ελευθέριος Βενιζέλος μεταξύ των άλλων τόνιζε: «Μανθάνω με τα της πλέον οδυνηράς συγκινήσεως το δυστύχημα το οποίον σας πλήττει, και σας παρακαλώ, καθώς και την οικογένειά σας, να δεχθήτε την έκφρασιν της βαθείας μου συμπάθειας. Δεν δύναμαι να λησμονήσω τας υπερόχους υπηρεσίας, τας οποίας ο υιός σας προσέφερεν από της νεότητός του εις την Πατρίδα (...) Ο φρικώδης θάνατός του με βυθίζει εις λύπην»284. Τα δραματικά γεγονότα εκείνων των ημερών στο σύνολό τους, διέλυσαν το υπέρ του Ελευθερίου Βενιζέλου κλίμα, που είχε δημιουργηθεί στο λαό μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών και την εναντίον του δολοφονική απόπειρα, και συνέβαλαν στη μεταστροφή των λαϊκών διαθέσεων υπέρ της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως». Υπό το βαρύ κλίμα που είχαν διαμορφώσει όλες αυτές οι εξελίξεις, η πανηγυρική συνεδρίαση της Βουλής, της 25ης Αυγούστου 1920, στην οποία παρουσιάστηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο προς κύρωση οι τέσσερις επί μέρους συνθήκες, που συναποτελούσαν τη Συνθήκη των Σεβρών, απέδωσε αναγκαστικά μικρότερα των αρχικώς προβλεπομένων οφέλη υπέρ του «Κόμματος Φιλελευθέρων», στον πολιτικά κρίσιμο τομέα των εντυπώσεων. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επίσης, θεώρησε ότι του προσφερόταν η κατάλληλη ευκαιρία να αναγγείλει την άρση του στρατιωτικού νόμου και της λογοκρισίας, που ως τότε επικρατούσαν στη χώρα, και να εξαγγείλει εκλογές για τον προσεχή Οκτώβριο του 1920, προς ανάδειξη Βουλής με αναθεωρητικό και όχι συντακτικό χαρακτήρα. Έτσι, μετά την εξαγγελία αυτή, η «Βουλή των Λαζάρων» πράγματι διελύθη και προκηρύχτηκαν εκλογές για την 25η Οκτωβρίου 1920. Λίγο πριν διαλυθεί, όμως, προχώρησε στη ριζική τροποποίηση της εκλογικής νομοθεσίας, ώστε να ψηφίσουν τόσο ο «εν εκστρατεία στρατός» (νόμος 2484), όσο και ο πληθυσμός της Θράκης (νόμος 2485). Έτσι, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτές, για πρώτη φορά οι στρατιωτικοί θα ψήφιζαν με ειδικούς εκλογικούς καταλόγους στον τόπο της υπηρεσίας τους, ενώ η Θράκη θα ψήφιζε ως τμήμα της ελληνικής επικράτειας, παρά το γεγονός ότι δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί η προσάρτησή της στη χώρα από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου. Από το χρονικό σημείο αυτό και ύστερα, οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα επιταχύνθηκαν και εκτυλίχθηκαν με γοργούς ρυθμούς. Η προεκλογική αντιπαράθεση ανάμεσα στο «Κόμμα Φιλελευθέρων» και τις δυνάμεις της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», Εδώ να σημειωθεί, πάντως, ότι υπήρξε διαμάχη για την ηθική αυτουργία της εκτέλεσης καθώς η Πηνελόπη Δέλτα αναφερόμενη στο ημερολόγιό της στην προλεχθείσα συνάντηση του πατέρα της με τον Παύλο Γύπαρη, γράφει ότι ο Εμμανουήλ Μπενάκης του είπε: «Πως αφήνεις να κακοποιούν έτσι έναν αδίκαστο άνθρωπο;» Και ενώ αποχωρούσε, του πρόσθεσε: «Κύριε Γύπαρη, είσαι υπεύθυνος για ό,τι συμβεί σε αυτόν τον άνθρωπο». Πάντα κατά τα γραφόμενα της Πηνελόπης Δέλτα, ο Γύπαρης διαβεβαίωσε τον Μπενάκη, λέγοντάς του: «Μείνετε ήσυχος κ. Μπενάκη ... θα τον στείλω συνοδεία στο φρουραρχείο». Αξίζει επίσης να αναφερθεί, ότι όταν μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου, τον Μάρτιο του 1922, διεξήχθη η δίκη για τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη, στην οποία ως κατηγορούμενος για ηθική αυτουργία παραπέμφθηκε και ο Εμμανουήλ Μπενάκης, κηρύχθηκε αθώος με τη βοήθεια και της οικογένειας Δραγούμη. Και τέλος, είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι το 1935, 15 χρόνια μετά τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη, ο Παύλος Γύπαρης ισχυρίστηκε ότι δεν έδωσε αυτός την εντολή για την εκτέλεσή του, αλλά πως ηθικός αυτουργός υπήρξε ο Εμμανουήλ Μπενάκης, ο οποίος έδωσε και την εντολή να φονευθεί ο Ίωνας Δραγούμης. Βλ. Τίτος Αθανασιάδης: «Η Δολοφονία του Δραγούμη», εφ. Απογευματινή, 31/7/2003. 284 Βλ. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 224. 283

265


ξεκίνησε αμέσως μετά την εξαγγελία των νέων εκλογών και διεξαγόταν μέσα σε κλίμα εντάσεων και σκληρών αντιπαραθέσεων. Μάλιστα, η άρση του στρατιωτικού νόμου και κυρίως του καθεστώτος λογοκρισίας του Τύπου, δημιούργησε τις αναγκαίες θεσμικές προϋποθέσεις, που έδωσαν τη δυνατότητα στον Τύπο, και ιδιαίτερα στην «αντιβενιζελική» μερίδα του, που ως τότε ήταν ουσιαστικά φιμωμένη, να πρωτοστατήσει στην πολιτική διαπάλη δίνοντας τον τόνο στην προεκλογική αναμέτρηση. Αξιοποιώντας την άρση των απαγορευτικών μέτρων, ο Δημήτριος Γούναρης, έθεσε τέλος στην παρατεταμένη αναγκαστική υπερορία του στην Ιταλία και στις 9 Οκτωβρίου 1920 αφίχθη στο λιμάνι της Κέρκυρας. Εκεί τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό, εκατοντάδες οπαδοί του κόμματός του, οι οποίοι του εξέφρασαν με κάθε τρόπο την αγάπη τους και τη στήριξή τους στον προεκλογικό αγώνα που είχε ήδη ξεκινήσει. Απευθυνόμενος προς το πλήθος για πρώτη φορά σε ομιλία του επί ελληνικού εδάφους, μετά από τρία χρόνια αναγκαστικής εξορίας από τη χώρα, ο Δημήτριος Γούναρης, τόνισε μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα: «... Κατά την μεγάλην ιστορικήν στιγμήν, καθ’ ην η μήτηρ Ελλάς ανοίγει τας αγκάλας της εις τα αναζήσαντα εν ελευθερία τέκνα χάρις εις την μεγαλουργόν δράσιν των ενδόξων ηρώων μας, κατά την στιγμήν, καθ’ ην επιθυμούμεν να παραδοθώμεν απερίσπαστοι από πάσης άλλης μερίμνης εις τον πανηγυρισμόν των γεγονότων τούτων, είμεθα υποχρεωμένοι να θραύσωμεν και τον επαίσχυντον εσωτερικόν ζυγόν, τον τόσον βαρέως επικαθήμενον επί του τραχήλου ολοκλήρου της Χώρας. Αλλ’ ας παρηγορηθώμεν, ότι ο αγών ούτος είναι συνέχεια του μεγάλου έργου της από του ξενικού βαρβάρου ζυγού απελευθερώσεως των αδελφών μας. Ο αγών θα διεξαχθή μετ’ ασφαλούς και πλήρους επιτυχίας, ως εγγυάται το αδάμαστον φρόνημα του Ελληνικού Λαού, πρώτου εν τη ιστορία της ανθρωπότητος αισθανθέντος το αίσθημα της ελευθερίας και υπέρ αυτού διεξαγαγόντος αγώνας υψούντας τους λαούς. Την ελευθερίαν από τοιούτου λαού επεχείρησαν ν’ αφαιρέσουν άνθρωποι, ων αγνοεί τις τι να θαυμάση, την τύφλωσιν ή την κακίαν. Αλλ’ η επιχείρησις αυτών, η ανοσία έφθασεν εις το τέρμα, ολίγαι δε ημέραι θα παρέλθουν, ημέραι αγωνίας διά τους τυράννους, και η ελευθερία πάλιν θα βασιλεύση επί της χώρας ταύτης»285. Το ίδιο βράδυ, ο Δημήτριος Γούναρης ανεχώρησε από την Κέρκυρα και την επομένη, 11 Οκτωβρίου 1920, έφθασε στην Πάτρα, την ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου έγινε δεκτός από τους οπαδούς του. Εκεί, από τον εξώστη του σπιτιού του εκφώνησε το βαρυσήμαντο προγραμματικό του λόγο, που αποτέλεσε και την «πυξίδα», η οποία καθοδήγησε και τις δυνάμεις της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» σε όλη τη διάρκεια της πορείας του αγώνα προς τις εκλογές. Τα κυριώτερα σημεία της ομιλίας αυτής του Δημητρίου Γούναρη στην Πάτρα, έχουν ως ακολούθως: «Προγεγραμμένος επιστρέφω μετά τριετή εξορίαν εν τω μέσω υμών, των διωχθέντων, απελαθέντων, φυλακισθέντων, μαρτυρησάντων αδελφών μου. Η ώρα του αγώνος κατά της τυραννίας εσήμανε. Και ιδού εγώ έτοιμος, ίνα ως εις εξ υμών, αγωνισθώ μεθ’ υμών τον καλόν αγώνα. Η τυραννία μας ήνωσεν εν τη καταδιώξει. Η δίψα της ελευθερίας μας ενώνει εν τη πάλη εναντίον αυτής. Και θα παλαίσωμεν, αδιασπάστως ηνωμένοι, έχοντες μεθ’ ημών, ευλογούσας και ενισχύουσας τον αγώνά μας, τας σκιάς των τετιμημένων θυμάτων, των ανιέρως σφαγιασθέντων υπό της τυραννίας. Και ουδεμία αμφιβολία, ότι θα νικήσωμεν. Κατακτά πάντοτε την ελευθερίαν ο έχων αδάμαστον την θέλησιν να είνε ελεύθερος. Ο Ελληνικός λαός έδειξεν ότι έχει τοιαύτην θέλησιν. Και θα ελευθερωθή. Η ξενική βία με απεμάκρυνε προ τριετίας από την πατρίδα μου. Η ξενική βία, την οποίαν ανοσίως απεπειράθησαν να χαρακτηρίσωσιν ως δικαίωμα των ξένων οι πολιτικοί μου αντίπαλοι. Ο πόλεμος ο παγκόσμιος, ο οποίος κατέστησε δυνατήν την άσκησιν της βίας 285

Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ., σελ. 292.

266


ταύτης, έληξε. Και ήδη με τον μείζονα προς την αλήθειαν σεβασμόν, τον οποίον επιβάλλει η κατάστασις της ειρήνης, αποκαθίσταται και πάλιν η ανεξαρτησία της πατρίδος μας. Το δικαίωμα των ξένων, το οποίον τόσας προσπαθείας κατέβαλον να θεμελιώσουν οι πολιτικοί μου αντίπαλοι, αναγνωρίζεται ήδη ως ανύπαρκτον υπ’ αυτών εκείνων εις τους οποίους το προσέφεραν. Ο Ελληνικός λαός, κάτοχος ήδη της ανεξαρτησίας του, παρασκευάζεται ν’ αναλάβη την άσκησιν των απεριορίστων κυριαρχικών του δικαίων. Μικρόν τι ακόμη υπολείπεται κώλυμα. Η απαισία εσωτερική οργάνωσις, η διαπλασθείσα υπό την αιγίδα των ξένων λογχών και πυροβόλων. Η οργάνωσις η οποία εστοίχισε τόσον αίμα και τόσα δάκρυα εις την Πατρίδα μας. Αλλά ταύτην αρκεί ίνα διαλύση η οργή και το μίσος το οποίον αποπνέει κατ’ αυτής πάσα ψυχή Ελληνική ... ... Είναι μοιραίον πάσα τυραννία ν’ αναλίσκη εαυτήν. Επιβαλλομένη διά του εγκλήματος, και συντηρουμένη διά της προϊούσης εντάσεως της εγκληματικής αυτής δράσεως, καθ’ ης προκαλεί διαρκώς αύξουσαν την αντίδρασιν, μοιραίως φθάνει εις την στιγμήν, καθ’ ην η αυθαίρετος δύναμις, η συντηρούσα αυτήν, καθίσταται ανεπαρκής επί τον σκοπόν. Και διά την εφ’ ημών τυραννίαν η στιγμή αύτη έφθασεν. Η δύναμις αυτής, δι’ ης πατώσα επί του στήθους της Χώρας, κατέπνιγεν αυτήν, εξηντλήθη. Ο τελευταίος σπασμός αυτής είναι η θρασεία κατά τας εκλογάς επέμβασις, καθ’ ας ουδέν παραλείπει, ίνα νοθεύση το αποτέλεσμα, το οποίον η κατάδηλος κολοσσιαία πλειοψηφία των βδελυσσομένων την τυραννίαν ελευθέρων πολιτών προαναγγέλλει. Αλλά κατά του σπασμού αυτού θ’ αντεπεξέλθη νικηφόρος ο κοινός πόθος της ελευθερίας και πάσαν επέμβασιν θα καταπνίξη η ηφαιστηώδης έκρηξις της υπερχειλιζούσης λαϊκής οργής. Ο αγών ημών έσεται βεβαίως χαλεπός. Αλλά η νίκη, ούτως ή άλλως, κατά πάντα τρόπον βεβαία. Και διά τον αγώνα τούτον έσπευσα να έλθω εν τω μέσω υμών. Ηδιαφόρησα διά το μίσος των πολιτικών μου αντιπάλων, καίτοι γνωρίζω την λύσσαν μετά της οποίας με καταδιώκουν. Πεποιθώς επί τον Ελληνικόν Λαόν, εις την συνείδησιν του δικαίου την πληρούσαν αυτόν, επί την δύναμιν αυτού την ικανήν να υπεραμυνθή του δικαίου κατά πάσης αδικίας, περιφρονώ την καταδίωξιν των αντιπάλων μου, την παρά παν δίκαιον και πάντα νόμον, την υπό μόνου του πάθους και του μίσους αυτών εμπνεομένην. Και είμαι εδώ, όπου το καθήκον του κοινού αγώνος με καλεί. Αλλά το έργο ημών δεν θα περατωθή με την κατεδάφισιν της τυραννίας. Θα υποχρεωθώμεν ν’ αντιμετωπίσωμεν σοβαρώτατα διά το μέλλον της Πατρίδος προβλήματα. Προβλήματα εσωτερικά. Προβλήματα εξωτερικά. Μεταξύ των προβλημάτων τούτων, την πρώτην θέσιν κατέχει, διάτε την σοβαρότητα αυτού, αλλά και διότι η λύσις αυτού είναι η αναγκαία προϋπόθεσις της ορθής λύσεως όλων των άλλων, η απολύμανσις της Χώρας από την επί τριετίαν μαστίσασαν αυτήν πανώλην, την πανώλην της τυραννίας, η οποία όχι μόνον έπληξε τα σώματα, αλλ’ εμίανε και τας ψυχάς των Ελλήνων, τας αγνάς και ακάκους, τας οποίας επλήρωσεν οργής και μίσους. Αισθήματα ταύτα απαίσια, διαταράξαντα την ζηλευτήν αρμονίαν, η οποία πάντοτε μέχρι τότε διείπε πάσαν πολιτικήν δράσιν αποβλέπουσαν εις τα ζωτικά της Πατρίδος συμφέροντα, τα οποία εν αξιοθαυμάστω αμίλλη, με περιεπτυγμένας τας καρδίας, εν τω κοινώ πόθω της όσον ένεστι πληρεστέρας αυτών εξυπηρετήσεως, πάντες οι Έλληνες ησθάνοντο ως την μόνην κοινή πάντας κινούσαν δύναμιν ... ... Τοιαύτην όμως συμβουλεύων στάσιν απέναντι των ανθρώπων αυτών, δεν εννοώ να συστήσω την λήθην του παρελθόντος, ουδέ των δεινών όσα κατ’ αυτό υπέστημεν. Απεναντίας εξ αυτών απεκδέχομαι σωτήρια διδάγματα, τα οποία ελπίζω ότι θα μείνωσι βαθύτατα εγχεχαραγμένα εις την ψυχήν πασών των επελευσομένων γενεών. Το δίδαγμα ότι το πολυτιμότερον αγαθόν, όχι μόνον του πολίτου, αλλά του ανθρώπου είνε η ελευθερία. Το δίδαγμα, ότι όρος υπάρξεως, αξίας να λέγεται ανθρωπίνη ύπαρξις, είνε η διατήρησις του αγαθού τούτου. Το δίδαγμα, ότι το αγαθόν τούτο, το αφαντάστως 267


πολύτιμον, δεν δύναται να εξαφανισθή παρά πάσαν επιβολήν εκ της ανθρωπίνης κακίας. Το δίδαγμα ότι το αγαθόν τούτο είνε επεβεβλημένον να διαφυλάσσωμεν μετά της μάλλον ευθίκτου ζηλοτυπίας και επ’ ουδενί λόγω να στέργωμεν, έστω και μερικήν, έστω και πρόσκαιρον, απαλλοτρίωσιν αυτού. Το δίδαγμα τέλος ότι η ελευθερία δεν υφίσταται παρά εφ’ όσον ημείς αυτοί, πάντες ομού και ιδία έκαστος, παρακολουθούμεν μεθ’ όσου ζήλου τας ιδίας ημών υποθέσεις και τα της Πατρίδος πράγματα και ουδέποτε απεκδυόμεθα ούτε του καθορισμού της κατευθύνσεως αυτών, ούτε του αυστηρού ελέγχου των εντολοδόχων εις ους αναθέτομεν την διαχείρισιν αυτών, πεποιθότες μεν, εν τη χρηστότητι των προαιρέσεων ημών, επί την του Θεού βοήθειαν, αποκρούοντες όμως μακράν ημών την αφελή ιδέαν, ότι η βοήθεια αύτη κατέρχεται μέχρι του να πέμψη προς ημάς τους Μεσσίας της, ίνα μας απαλλάξη της περί των ιδίων πραγμάτων ημών φροντίδος. Τα διδάγματα ταύτα εκ των όσων υπέστημεν έσονται δι’ ημάς σωτήρια. Και εάν ταύτα εγχαραχθώσι βαθέως εν ταις καρδίαις ημών, σχεδόν θα έλεγον, ότι ευεργετική η Πρόνοια, ίνα χαλυβδώση την ψυχήν ημών δι’ αυτών, έπεμψεν εφ’ ημάς τα όσα υπέστημεν δεινά. Όπως τα άτομα, ούτω και οι λαοί δεν αποκτώσι την ωριμότητα παρά μόνον διά των οδυνηρών δοκιμασιών της πραγματικότητος. Η γνώσις όσον και αν είνε εδραία, όταν εκ της απλής παρατηρήσεως ή εξ αλλοτρίας πείρας έχει συναχθή, πολύ απέχει του να είνε ο γνώμων των βουλημάτων και πράξεων του ανθρώπου ιδίως κατά τας κρισίμους περιστάσεις. Το ψυχικόν κέντρον, εξ ου απορρέουσιν αι αυθεντικαί εκείναι επιταγαί της ενεργείας, κατά το περιεχόμενον των οποίων με φυσικήν αναγκαιότητα διαμορφούται πάσα πράξις, σφυρηλατείται μόνον από τας δοκιμασίας τας οποίας η πραγματική ζωή επιβάλλει εν τω αγώνι προς υπερνίκησιν των αντιξόων περιστάσεων. Εκάστη δοκιμασίαν, την οποίαν είτε το άτομον είτε ο λαός υφίσταται, εγχαράσσει ανεξίτηλα τα ίχνη αυτής επί της ψυχής, η οποία εν πάση επομένη ενεργεία αυτής κατά φυσικόν νόμον φέρει και της εγχαράξεως ταύτης τα χαρακτηριστικά, συντρέχοντα επί τον καθορισμόν της αποφασιζομένης υπό του ατόμου του ή λαού πράξεως ... ... Και με ακέραιον το θάρρος, το εμπνεόμενον εκ της ακραδάντου εμπιστοσύνης επί τας δυνάμεις του ελληνικού λαού, ας επιληφθώμεν της επιλύσεως των βαρυτάτων ζητημάτων, τα οποία η κατάστασις παρουσιάζει. Μετά την απολύμανσιν της Χώρας από την πανώλην της επί τριετίαν μαστισάσης αυτήν τυραννίας, ας αποκαταστήσωμεν το Κράτος, το οποίον αύτη αποσυνέθεσεν. Αποκαθιστώντες δ’ αυτό ας έχωμεν αεί προ οφθαλμόν τους σκοπούς τους μεγαλητέρους, εφ’ ους το Κράτος το σύγχρονον καλείται να επαρκέση ως υπηρέτης πιστός και αφοσιωμένος των κοινωνικών αναγκών, αγνός από πάσης ιδέας εκμεταλλεύσεως της κοινωνίας προς ιδιοτελείς σκοπούς. Και προς τούτο ας συγκροτήσωμεν τους παράγοντας πασών των εκ του Κράτους εξουσιών διά της συνδρομής του λαού, καλουμένου όχι απλώς εις εκλογήν εντολοδόχων επί τη ασκήσει της νομοθετικής εξουσίας αλλά και απ’ ευθείας αποφαινομένου διά δημοψηφισμάτων περί των ουσιωδεστέρων μέτρων, των αφορώντων τόσον το σύνολον όσον και τας κατά τόπους περιφερείας. Έλαβον πολλάκις αφορμήν να εκθέσω τας γνώμας μου περί αμεσώτερον λαϊκοτέρας οργανώσεως της κατά τόπους περιφερειακής διοικήσεως από του Νομού μέχρι της Κοινότητος. Ήδη προσθέτω, ότι νομίζω, ότι το πνεύμα της αμεσωτέρας λαϊκής συμπράξεως πρέπει να επικρατήση και εν τοις σοβαρωτέροις εκ των ζητημάτων, των αφορώντων το σύνολον ών η διαχείρισις έχει ανατεθή εις την λαϊκήν αντιπροσωπείαν εν συνεργασία μετά του βασιλέως. Πιστεύω, ότι εκ των δοκιμασιών της παρελθούσης τριετίας ο Ελληνικός λαός ηνδρώθη επαρκώς, ώστε να είνε επιβεβλημένον να προσφύγωμεν εις την αμεσωτέραν αυτού σύμπραξιν εν τη διαχειρίσει των σοβαρωτέρων υποθέσεων του Κράτους. Εκ της συμπράξεως ταύτης το Κράτος θα πορισθή όχι μόνον μείζονα αρμοδιότητα, αλλά και μείζον κύρος, ίνα τα μεγάλα προβλήματα αντιμετωπίση και προσηκόντως επιλύση ... 268


... Την συμμετοχήν δε του λαού θα συνίστων όχι μόνον αμεσωτέραν, καθ’ ην προ μικρού εξέθηκα έννοιαν. Θα ενόμιζα ορθόν και επιβεβλημένον να μη παροραθή και η μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών συμφερόντων διάκρισις και ενδεχομένη αντίθεσις. Προς πλήρη δε εκάστου των διακεκριμένων και ενδεχομένως αντιτιθεμένων συμφερόντων εξυπηρέτησιν δεν νομίζω πάντοτε επαρκή την αναλογικήν αυτών εκπροσώπησιν εν τοις αντιπροσωπευτικοίς σώμασι διά του συστήματος της αναλογικής ψήφου, το οποίον και άλλοτε συνέστησα και ήδη εξακολουθώ να θεωρώ ως το προτιμότερον. Υπάρχουσι συμφέροντα ωρισμένων κοινωνικών κλάσεων, ιδίως των εργατικών και γεωργικών, τα οποία επί μακρόν παροραθέντα υπό του Κράτους και πληγέντα υπό της κρατούσης πλουτολογικής οργανώσεως, ήγαγον τους φορείς αυτών εις ιδίας οργανώσεις, αποβλεπούσας μεν εις εξασφάλισιν της προσηκούσης εξυπηρετήσεως των εν λόγω συμφερόντων των, μη απηλλαγμένας όμως, ως εκ της πικρίας διά την υπό του Κράτους παραμέλησιν και την υπό της κρατούσης πλουτολογικής οργανώσεως της κοινωνίας πίεσιν αυτών, και τάσεών τινων, φερουσών χαρακτήρα εχθρότητος προς τας άλλας κοινωνικάς κλάσεις και τα συμφέροντα αυτών, προς ας εν τούτοις είνε ανάγκη εν αρμονία να συμβιώσωμεν. Προς επίτευξιν της αρμονίας ταύτης, απαραιτήτου, και διά το του συνόλου συμφέρον, αλλά και διά το ίδιον των εν λόγω κλάσεων, αναγκαίον νομίζω να πράξωμεν παν το δυνατόν, ίνα εξαλείψωμεν την πικρίαν, ης εμνήσθην, και ανακόψωμεν τας εξ αυτής εκπηγαζούσας τάσεις. Τούτο δε δυνάμεθα να επιτύχωμεν, εάν την διαχείρισιν της κρατικής εξουσίας, εφόσον η άσκησις αυτής εφάπτεται των εν λόγω συμφερόντων, μη αναθέσωμεν αποκλειστικώς εις τους κοινούς παράγοντας του Κράτους, έστω και εξ αναλογικής ψήφου καθοριζομένους. Θα ήτο ορθόν, ίνα κατά τας τοιαύτας περιπτώσεις καλέσωμεν εις σύμπραξιν και ιδιαιτέραν αντιπροσωπείαν των εν λόγω κλάσεων, εν συνεργασία μετ’ αντιπροσώπων και των άλλων κλάσεων των επί την παραγωγήν συντρεχουσών ... ... Μη φοβηθή δε τις, ότι κατά τας εκτεθείσας αρχάς οργανούντες τας του Κράτους εξουσίας διά της αναθέσεως αυτών εις μάλλον πολυσυνθέτους παράγοντας διατρέχομεν τον κίνδυνον να ίδωμεν χαλαρουμένην την κρατικήν δύναμιν και παραλύουσαν την κρατικήν δράσιν, την τοσούτον απαραίτητον διά τε την εν τη κοινωνία τάξιν και την γόνιμον κοινωνικήν εργασίαν. Το εναντίον είνε το αληθές. Την μεγίστην ρώμην παρουσιάζει ο κρατικός εκείνος οργανισμός, ο οποίος διατελεί εν τη μεγίστη δυνατή συναφεία προς τας εν τη κοινωνία υπαρχούσας και δρώσας δυνάμεις. Οφείλομεν δε να αναγνωρίσωμεν ότι ο κατά το απλούν αντιπροσωπευτικόν κοινοβουλευτικόν σύστημα οργανισμός του Κράτους δεν κατεδείχθη επαγόμενος και διατηρών ζωντανήν την συνάφειαν ταύτην εν τω επιθυμητώ και αναγκαίω μέτρω. Εντεύθεν η πανταχού και παρ’ ημίν παρατηρουμένη μείωσις του κύρους του Κοινοβουλίου, ην καλούμεθα να θεραπεύσωμεν, οργανούντες το Κράτος κατά τρόπον εγγυώμενον πληρεστέραν και ασφαλεστέραν την συνάφειαν αυτού προς τας εν τη κοινωνία δρώσας δυνάμεις. Ο φυσικός, ο υπό των πραγμάτων δεδομένος ζωντανός οργανισμός, είνε η κοινωνία. Αυτή και μόνη εγκλείει πάσαν δύναμιν, δύναμιν ηθικήν, δύναμιν υλικήν. Όταν δε συγκροτήται το Κράτος εκ της οργανώσεως δυνάμεων, εκ των εν τη κοινωνία υπαρχουσών, λαμβάνει την υπόστασιν εξ αυτών, επ’ αυτών εδράζεται και υπ’ αυτών διέπεται. Η μόνη ορθή βάσις κατανομής των κρατικών εξουσιών είνε η προσκύρωσις αυτών εις τους φορείς των εν τη κοινωνία συμφερόντων, τα οποία το Κράτος διά της ασκήσεως των εξουσιών τούτων καλείται να εξυπηρετήση. Και δι’ αυτό λέγω, ότι την μεγίστην ρώμην έχει μόνον εκείνος ο κρατικός οργανισμός, όστις στηρίζεται επί συστήματος εγγυωμένου ότι περιλαμβάνει εν αυτώ τους φορείς πάντων των εν τη κοινωνία συμφερόντων και εις αυτούς εκπροσωπούντας πάσας τας εν τη κοινωνία δυνάμεις καθιστά δυνατήν την άσκησιν της προσηκούσης επιρροής επί την διαχείρισιν της κρατικής εξουσίας. Μόνον υπό τον όρον 269


τούτον παρέχουσιν εις το Κράτος προθύμως και μετ’ εμπιστοσύνης την συμβολήν αυτών πάντες οι εν τη κοινωνία υπάρχοντες και δρώντες παράγοντες ... ... Εκ των αυτών δε σκέψεων αφορμώμενος δεν θα εδυσκολευόμην να δεχθώ και την απάλειψιν της διακρίσεως των φύλων εν τω καθορισμώ της συμμετοχής εις την άσκησιν των δημοσίων δικαίων ή μάλλον καθηκόντων. Κατά την μορφήν, ην ο σύγχρονος πολιτισμός έδωκεν εις την κοινωνικήν οργάνωσιν κατά πάντας τους κλάδους της οργανώσεως ταύτης, ίνα συμπράττωσιν εν ζηλευτή αμίλλη εκάτερον των φύλων. Αν η συμμετοχή εις την των κοινών διαχείρισιν μοναδικήν βάσιν έχη την συμμετοχήν εις τα διαχειριστέα κοινωνικά συμφέροντα, ως ακραδάντως πιστεύω, δεν δύναται να εξευρεθή λόγος αποκλεισμού του ετέρου φύλου εξ ίσου συντρέχοντος εν πάση κοινωνική δράσει και εντεύθεν εξ ίσου μετέχοντος των εκ ταύτης πηγαζόντων κοινωνικών συμφερόντων, εις εξυπηρέτησιν των οποίων καλείται το Κράτος. Μετά τον επί τοιούτων απολύτως λαϊκών βάσεων καθορισμόν των παραγόντων του Κράτους, το οποίον αποσυνέθεσε η τυραννία, σπουδαιότατον σημείον, το οποίον οφείλει να εφελκύση την προσοχήν ημών, είναι το της σχέσεως των διαφόρων παραγόντων προς αλλήλοις. Διά του προσήκοντος καθορισμού της σχέσεως ταύτης θα παρασχεθώσιν αι απαραίτητοι εγγυήσεις, ότι ανεπηρέαστος από πάσης επιβολής, οία η κατά την απαισίαν περίοδον της τυραννίας ασκηθείσα, θα λειτουργήση η Λαϊκή θέλησις προς επιτέλεσιν του έργου αυτής. Προς τούτο απαραίτητον είνε να πολεμηθή εν πάση δυνάμει το δόγμα, εν τω οποίω δεν γνωρίζω τι περισσότερον να θαυμάσω - την αμάθειαν ή την Συνταγματικήν αναισθησίαν των εξαγγελλόντων αυτό - εχρησίμευσεν εις τους βεβηλώσαντας πάσαν συνταγματικήν αρχήν ως εν εκ των βάθρων της τυραννίας, ην ήσκησαν επί της χώρας ... ... Και έχω ανάγκην ν’ αναφέρω τα αποτελέσματα ταύτα του απαισίου δόγματος, καθ’ ο οι Λαϊκοί αντιπρόσωποι έχουσι άμα τη εκλογή ίδια δικαιώματα ανεξάρτητα από της Λαϊκής θελήσεως, ίνα φανή η εγκληματική κατά των Λαϊκών ελευθεριών πρόθεσις, εξ ης αυτό εξεπήγασε; Και θα υπάρξη πολίτης, άξιος να είνε ελεύθερος, όστις να μη αισθανθή θιγομένην εις τα μύχια αυτής την ελευθέραν αυτού ψυχήν εκ τοιούτου δόγματος; Μ’ όλην την περί τούτου ακράδαντον πεποίθησίν μου νομίζω επιβεβλημένον να λάβωμεν εν τω οργανωτικώ της πολιτείας έργο ημών πρόνοιαν κατά πάσης εκ τοιαύτης βάσεως επιβουλής. Και προς τούτο νομίζω λυσιτελές, ίνα ορισθή, ότι οσάκις εκ της Λαϊκής ψήφου κατά την άμεσον άσκησιν της Κρατικής εξουσίας υπό του Λαού ήθελε προκύψη αντίθεσις φρονήματος της Λαϊκής αντιπροσωπείας προς το εκ του δημοψηφίσματος προελθόν Λαϊκόν φρόνημα να επακολουθή η ανανέωσις της Λαϊκής αντιπροσωπείας. Προς πλήρη δ’ εξασφάλισιν από παντός επηρεασμού της Λαϊκής θελήσεως εν πάση περιπτώσει διαλύσεως Βουλής θα ήτο ενδεδειγμένον ίνα προΐσταται των εκλογών Κυβέρνησις υπηρεσιακή καταρτιζομένη εκ μελών των ανωτάτων του Κράτους υπηρεσιών, των υπό Συνταγματικών εγγυήσεων εξησφαλισμένων κατά πάσης επιβουλής, οριζομένων των μελών τούτων κατά σύστημα εν αυτώ τω Συνταγματικώ χάρτη διατεταγμένον. Αλλά και περί εξασφαλίσεως της πλήρους ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, εφ’ ης επέβαλε βέβηλον χείρα η τυραννία, δέον να μεριμνήσωμεν. Είνε η εξουσία αύτη η εγγύησις των ελευθεριών του τε πολίτου και του ανθρώπου. Άνευ απολύτου εξασφαλίσεως αυτής από παντός οθενδήποτε επηρεασμού ουδαμού δύναται να ευρεθή η εγγύησις της απροσκόπτου λειτουργίας οιουδήποτε κλάδου της πολιτειακής μηχανής. Φρίττει πας έχων βαθείαν την συναίσθησιν της αποστολής της δικαστικής εξουσίας εν ελευθέρω Κράτει, όταν αναλογίζηται οποίας δύναται να έχη συνεπείας επί το μέλλον το εγκληματικόν προηγούμενον, ο εδημιούργησεν η βεβήλωσις της δικαιοσύνης διά των κατ’ αυτής τολμηθέντων υπό της τυραννίας. Έχω ακράδαντον την πεποίθησιν, ότι ο αποτροπιασμός, ον ησθάνθη και αισθάνεται ο Ελληνικός Λαός κατά του τολμήματος τούτου, θ’ αποτελέση σοβαράν εγγύησιν κατά πάσης εν τω μέλλοντι επαναλήψεως. Ουδέν 270


ήττον ενδεδειγμένον νομίζω να ληφθή παν δυνατόν μέτρον προς όσον ένεστι πληρεστέραν εξασφάλισιν κατά πάσης παρομοίας εγκληματικής θρασύτητος. Αύται είναι εν γενικαίς γραμμαίς αι γνώμαί μου περί των αρχών, αι οποίαι δέον να πρυτανεύσωσιν εν τη νέα οργανώσει του υπό της τυραννίας αποσυντεθέντος Κράτους. Έχω την πεποίθησιν, ότι το Κράτος ημών, επί απολύτως λαϊκής βάσεως κατά τας αρχάς ταύτας και με τας εκτεθείσας εγγυήσεις οργανούμενον, έσεται τελείως ικανόν, ίνα και τας πληγάς, ας κατήνεγκεν η τυραννία, επουλώση και τα προβλήματα, τα οποία το ενεστώς παρουσιάζει και το μέλλον επιφυλάσσει, αρμοδίως αντιμετωπίση και ευστόχως επιλύση. Ούτω δε ωργανωμένον το Κράτος ημών έσεται αναμφιβόλως επαρκές, ίνα και την διεθνή θέσιν της χώρας καθορίση κατά τρόπον συναρμόζοντα απολύτως τα συμφέροντα του σύγχρονου πολιτισμού, του οποίου αναμφιβόλως η Ελλάς και εκ της θέσεως και εκ της υπό της ιστορίας μεμαρτυρημένης αποστολής αυτής καλείται να είνε ουσιώδης παράγων εν τη Ανατολή ... ... Αλλ’ ο Ελληνισμός ο ούτω στερρώς εχόμενος της ιδίας εθνότητος, δύναται συγχρόνως να καυχηθή, ότι υπέρ πάντα άλλον λαόν συνέβαλεν εις την εξυπηρέτησιν των γενικωτέρων ανθρωπίνων ιδεωδών των υπέρ τόπον και χρόνον αιρομένων, παρασχών πάντοτε έμπρακτον και αναμφίβολον την απόδειξιν, ότι στεναί εγωϊστικαί βλέψεις είναι ξέναι προς την ψυχικήν αυτού υπόστασιν. Και ο Ελληνικός λαός της σήμερον και της αύριον, με την ψυχήν του Ελληνισμού αυτού εις τα στήθη, ουδεμία αμφιβολία ότι μετ’ ασφαλείας θα επιτελέση την εκπολιτιστικήν αυτού αποστολήν εν τη Ανατολή, όπως επετέλεσεν αυτήν και άλλοτε, οπότε έθετο προ χιλιετηρίδων τας επιζησάσας τοσούτων καταιγίδων στερεάς βάσεις του εκεί πολιτισμού. Και θα διαψεύση τους φόβους των δειλών απαισιοδόξων και τας ελπίδας των τολμηρών αντιζήλων, των αρεσκομένων να παριστάνωσι την Ελλάδα ανίκανον προς το έργον τούτο. Προθύμως δε και μετά της ζωηράς ορμής, της προσιδιαζούσης εις τους εξ ανωτέρων ιδανικών κινουμένους λαούς, παρέχουσα η Ελλάς την συνεργασίαν αυτής εις πάντα εκ των μεγάλων λαών της Δύσεως, εμπνεόμενον εκ των αυτών γενναίων αισθημάτων της αποδόσεως εις τον πολιτισμόν των χωρών, αι οποίαι υπήρξαν η πρώτη κοιτίς αυτού, θα διαψεύσει και τας συκοφαντίας των αποπειραθέντων να παραστήσωσι την Ελλάδα ως ετεροκίνητον σώμα, έχον ανάγκην της έξωθεν επιβολής, ίνα κινηθή προς την κατεύθυνσιν, ην κανονίζει η αποστολή, της οποίας τόσον βαθείαν την συναίσθησιν έχει ο από αιώνων υπέρ αυτής αγωνιζόμενος Ελληνικός λαός. Και προς τα εσωτερικά δε προβλήματα τελείως επαρκές έσεται το επί τοιαύτης ευρείας λαϊκής βάσεως ωργανωμένον κράτος. Δεν είναι πρόσφορος η στιγμή, ίνα συζητήσωμεν τα μεγάλα προβλήματα, τα οποία η εσωτερική ημών κατάστασις μας επιβάλλει ν’ αντιμετωπίσωμεν. Τούτων θα επιληφθώμεν όταν αποσείοντες την τυραννίαν οργανώσωμεν το αποσυντεθέν Κράτος ικανόν να επιζητήση λύσιν αυτών ... ... Το εσωτερικόν υμών έργον - έργον αποτρόπαιον - αποσυνέθεσε το Κράτος. Η ανασύνταξις αυτού είνε καθήκον του ελληνικού Λαού, το οποίον θα επιτελέση βεβαίως παρά την θέλησίν σας. Αν εξηρτάτο εκ της θελήσεώς σας, θα εκρατείτο εσαεί υπό την ελεεινήν εκμεταλλευτικήν μηχανήν, την οποίαν υπεκατεστήσατε εις το Κράτος. Αλλ’ ο Ελληνικός Λαός θέλει την μηχανήν ταύτην, ήτις τον κατεσπάραξε, να άρη εκ του μέσου. Και θα την άρη ίνα την αντικαταστήση με οργανισμόν Κράτους αληθούς, Κράτους ελευθέρου, εν τω οποίω η οργάνωσις πασών των εν τη κοινωνία δυνάμεων εις ζωντανόν όλον, επί εξυπηρετήσει, εν τω προσήκοντι μέτρω, πάντων των δικαίων και πάντων των συμφερόντων θα καταστήση αδύνατον εν τω μέλλον - τι πάσαν εγκληματικήν επιχείρησιν, ανάλογον με εκείνην, την οποίαν επί τριετίαν σεις μεν απηλαύσατε αυτός δε υπέστη. Και εν τω Κράτει τούτω πάντες και όχι ολιγώτερον ουδενός σεις οι ίδιοι, παρ’ όσα εναντίον του Λαού εκακουργήσατε, θα εύρωσι τον προστάτην και εγγυητήν της ελευθερίας και των δικαίων του. Και όχι όπως εν τω ιδικώ σας κατασκευάσματι τον έμπλεον μίσους διώκτην. 271


Διότι δεν λησμονούμεν ότι κατά το διάστημα της δεσποτείας σας ό,τι ευγενές, ό,τι αγνόν, ό,τι ακραιφνώς Ελληνικόν είχεν η χώρα εδιώχθη παντοιοτρόπως. Τουφεκισμοί, φυλακίσεις, απελάσεις, εξορίαι έπληξαν αμειλίκτως όσους δεν έκλιναν τον αυχένα προ του ειδώλου του νέου Μολλώχ, πέριξ του οποίου έκαιον αφειδώς το θυμίαμα και ετόνιζον ύμνους και παιάνας οι από πάσης γωνίας γης, ως τα αρπακτικά όρνεα, επιδραμόντες επί την ατυχή χώραν. Είνε δι’ ημάς ιερά τα θύματα της τυραννίας. Κατά την σοβαρωτάτην ταύτην στιγμήν καθ’ ην αι ψυχαί ημών επικοινωνούσιν εν τω κοινώ πόθω της αποσείσεως της τυραννίας, ας στρέψωμεν ευγνώμονα την μνήμην προς τους τετιμημένους νεκρούς, τους οποίους η τυραννία εθανάτωσε και οι οποίοι από εκεί επάνω, όπου ήδη ευρίσκονται, επιβλέπουσι και ευλογούσι το έργον το οποίον ο θάνατος ημπόδισεν αυτούς να συντελέσωσι και το οποίον εις ημάς εκληροδότησαν. Άλλα εκ των θυμάτων της τυραννίας, ων ο θάνατος εφείσθη, μεθ’ όλας όσας υπέστησαν κακώσεις στενάζουσιν ακόμη εις τας φυλακάς. Ας απευθύνωμεν προς αυτά εγκάρδιον χαιρετισμόν, εγκλείοντα την ελπίδα της ταχείας αυτών, ελευθέρων, αποδόσεως εις ελευθέραν την Πατρίδα. Άλλα τέλος θύματα σύρουσιν έξω των φυλακών την ασπλάγχνως κατασυντριβείσαν ύπαρξίν των, αφ’ ης η βία απέσπασε παν ό,τι απετέλει την ψυχήν αυτών. Και προς αυτούς ας απευθύνωμεν της εγκαρδίου ημών συμπαθείας την δήλωσιν, ενέχουσαν την εγγύησιν της ταχείας και ασφαλούς αυτών αποκαταστάσεως εις την αληθή ζωήν, την ζωήν της εν τη κοινωνία δράσεως. Προς την Ελληνικήν Πατρίδα τέλος, την τοσούτον μαρτυρήσασον, ευρούσαν δ’ εν τω μέσω του μαρτυρίου ολόκληρον την δύναμιν της ψυχής, ίνα τόσον ενδόξως συνεχίση τους εθνικούς αγώνας, ας ομόσωμεν ότι ακλόνητον θα τηρήσωμεν την απόφασιν, ίνα πάσας τας δυνάμεις ημών συνεισφέρωμεν προς αποτίναξιν της τυραννίας και προς αποκατάστασιν της πατρίδος εις Κράτος επί απολύτως λαϊκής βάσεως ωργανωμένον, υπό της αγρύπνου αγνής λαϊκής βουλήσεως αείποτε διεπόμενον και ούτω επαρκές διά το μέγα έργον, το οποίον έχει ταχθή ως αποστολή του Ελληνικού λαού, όστις διά των αρετών του κατεδείχθη τοσούτον αυτού άξιος»286. Η απήχηση του προγραμματικού λόγου του Δημητρίου Γούναρη, τόσο στους συγκεντρωμένους, όσο και στην ευρύτερη κοινή γνώμη, στην οποία διαδόθηκε μέσα από την αναδημοσίευσή του από τον Τύπο της επομένης, αλλά και από τα χιλιάδες φυλλάδια στα οποία ανατυπώθηκε, υπήρξε καταλυτική. Ο Αχαιός πολιτικός με τη μαχητικότητα και τη ρητορική δεινότητα που τον διέκρινε, ξεδίπλωσε μια ολοκληρωμένη πρόταση διακυβέρνησης της χώρας και ανέδειξε τις βασικές επιλογές του για την υπέρβαση των πολύμορφων προβλημάτων που την απασχολούσαν, ιδιαίτερα μετά την τραυματική για τους δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς περιπέτεια των τελευταίων ετών. Χωρίς λαϊκισμούς, έδειξε το δρόμο για τη συστράτευση όλων των δυνάμεων του έθνους, προκειμένου να ευοδωθούν, σε εκείνη την κρίσιμη καμπή της εγχώριας και διεθνούς συγκυρίας όλοι οι μεγάλοι εθνικοί στόχοι. Ενώ, όμως, η πορεία προς τις εκλογές είχε πλέον αμετάκλητα δρομολογηθεί και με την επιστροφή του Δημητρίου Γούναρη στην Ελλάδα η προεκλογική αντιπαράθεση εισερχόταν στην πλέον ενδιαφέρουσα φάση της, συνέβη ένα αναπάντεχο γεγονός, το οποίο παρ’ ολίγο να ακυρώσει τις τροχοδρομημένες εξελίξεις. Συγκεκριμένα, στις 12 Οκτωβρίου 1920, μετά από σύντομη και επώδυνη ασθένεια, που προκλήθηκε από δάγκωμα στο πόδι και το χέρι του από 286

Τα βασικά σημεία της βαρυσήμαντης προγραμματικής ομιλίας του Δημητρίου Γούναρη στην Πάτρα, στις 11 Οκτωβρίου 1920, παρατίθενται από το προεκλογικό έντυπο στο οποίο ανατυπώθηκε και κυκλοφόρησε ευρύτατα σε ολόκληρη την Ελλάδα υπό τα στοιχεία: «Ο ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ κ. ΔΗΜ. ΓΟΥΝΑΡΗ, ΑΝΑΤΥΠΩΣΙΣ ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΏΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΤΥΠΟΙΣ: ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ Η «ΑΤΛΑΝΤΙΣ» ΖΗΝΩΝΟΣ 2, 1920» ΤΟ «ΜΕΛΛΟΝ».

272


πίθηκο στις 17 Σεπτεμβρίου 1920, υπέκυψε στον στρεπτόκοκκο, ο νεαρός βασιλέας Αλέξανδρος287. Ο θάνατος του νεαρού βασιλέα, πέραν από τη συγκίνηση, την οποία δημιούργησε στην ευρύτερη κοινή γνώμη, περιέπλεξε τα πολιτικά πράγματα και παρ’ ολίγο να οδηγήσει τη χώρα σε ένα δυσυπέρβλητο πολιτειακό-θεσμικό αδιέξοδο, αναφορικά με το δραματικά εγερθέν ζήτημα της αντικατάστασής του. Συγκεκριμένα, την ίδια ημέρα, αμέσως μετά την ανακοίνωση του θανάτου του νεαρού βασιλέα, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, συγκάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο, μετά το πέρας του οποίου δόθηκε στη δημοσιότητα το ακόλουθο διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό: «Προς τον Λαόν, Μετά βαθυτάτης οδύνης, το υπουργικό συμβούλιον αγγέλει εις τον Λαόν, τον θάνατον της Α.Μ. του Βασιλέως Αλεξάνδρου, επελθόντα σήμερον ώραν 4 και 10 μ.μ. Την οδύνην καθιστά οξυτέραν όχι μόνον το νεαρόν της ηλικίας του αγαθού Βασιλέως, αλλά και το ότι δεν επέζησε να βασιλεύση Ελλάδος, ήτις τοσούτον εμεγαλύνθη επί των ημερών αυτού. Κατά την Συνταγματικήν σειράν Διαδοχής, καλείται εις τον θρόνον ο νεώτερος αδελφός του Βασιλέως Αλεξάνδρου, πρίγκιψ Παύλος. Ως εκ της απουσίας όμως αυτού, και των υφισταμένων μεταξύ του Έθνους και του Οίκου του πρώην Βασιλέως Κωνσταντίνου συνθηκών, η κυβέρνησις έσπευσε να ειδοποιήση την διαλυθείσαν Βουλήν, συνερχομένην συμφώνως τω άρθρω 50 του Συντάγματος προσωρινώς εις εκλογήν Αντιβασιλείας μέχρι της αφίξεως του νέου Βασιλέως. Εν τω μεταξύ, μέχρι της ορκώσεως του Αντιβασιλέως, συμφώνως προς το αυτό άρθρον του Συντάγματος, η Συνταγματική Βασιλική εξουσία θα εξασκείται υπό του υπουργικού συμβουλίου»288. Στην κυβερνητική αυτή ανακοίνωση, απάντησε αυθημερόν με αυστηρή δήλωσή του ο Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος αμέσως μετά την αναγγελία του θανάτου του βασιλέως Αλεξάνδρου, επέσπευσε την επιστροφή του στην Αθήνα, προκειμένου να παραστεί στην κηδεία του. Στη δήλωσή του αυτή, ο Δημήτριος Γούναρης σημείωνε μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα: «Ο κ. Βενιζέλος επληροφόρησε τους Έλληνας, ότι κατά την γνώμην του, εις τον θρόνον της Ελλάδος καλείται ο Βασιλόπαις Παύλος. Αλλά συγχρόνως επληροφόρησεν αυτούς, ότι θα διεξαγάγη μετ’ αυτού δεν γνωρίζω ποίας διαπραγματεύσεις, πριν ή τω επιτρέψη αυτός ο κ. Βενιζέλος, την κάθοδον εις την Ελλάδα. Και ερωτά πας Έλλην μη απωλέσας την Το «περίεργο» ατύχημα στο νεαρό Βασιλέα, σύμφωνα με την περιγραφή του προσωπικού του φίλου Χρήστου Ζαλοκώστα, συνέβη ως εξής: Το πρωΐ της 17ης Σεπτεμβρίου, ο Αλέξανδρος είχε σηκωθεί κεφάτος, έκανε την πρωϊνή γυμναστική του και έπαιζε με το μεγάλο λυκόσκυλό του τον Φριτς. «Όχι μακριά από τη βίλα του αγρονόμου, ο "Φριτς" τον ξεπερνά αγριεμένος και χάνεται στα πεύκα. Σε λίγο ακούει, ο Αλέξανδρος δυνατά γαβγίσματα και ύστερα κάτι φωνίτσες σαν παιδιού που το στραγγαλίζουν. Τρέχει προς τα εκεί και βλέπει το λυκόσκυλο να βαστά στα δόντια του έναν πίθηκο και να τον τινάζει. Πιάνει το κεφάλι του "Φριτς" και προσπαθεί να ξεκολλήσει τη μαϊμού από το στόμα του και ενώ παιδεύεται να τη σώσει, νοιώθει πόνο στη γάμπα του. Ένας άλλος πίθηκος, το αρσενικό ταίρι του πρώτου, δαγκώνει με μανία το πόδι του από πίσω. Τον δαγκώνει και στο χέρι. Τέλος, προστρέχει το ζευγάρι Στουρμ [Στουρμ ήταν ο βερολινέζος αγρονόμος] και μαζεύει τις μαϊμούδες. Από τις πληγές ρέει άφθονο αίμα ...». Αναφ. στο Γιώργος Α. Λεονταρίτης: «Αγάπη και Θάνατος Ενός Μονάρχη», εφ. Καθημερινή, 17/10/1992. Να σημειωθεί εδώ ότι όταν συνέβη το τραγικό αυτό περιστατικό ο νεαρός βασιλέας Αλέξανδρος, δευτερότοκος γιος του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, ήταν μόλις 27 ετών, καθώς είχε γεννηθεί μόλις το 1893. Και επίσης αξίζει να αναφερθεί ότι ελάχιστο καιρό πριν από αυτό το γεγονός ο βασιλέας Αλέξανδρος είχε τελέσει στις 4 Νοεμβρίου 1919 μοργανατικό γάμο με την Αθηναία Ασπασία Μάνου, η οποία λίγο καιρό μετά το θάνατό του έφερε στον κόσμο την κόρη τους Αλεξάνδρα. 288 Αναφ. στο Γιώργος Α. Λεονταρίτης: «Αγάπη και Θάνατος Ενός Μονάρχη», εφ. Καθημερινή, 17/10/1992. 287

273


στοιχειώδη ικανότητα της λογικής: Ο Βασιλόπαις Παύλος καλείται εις τον θρόνον κατά το σύνταγμα το πραγματικόν ή το Βενιζελικόν οπωσδήποτε; Ναι ή όχι; Αν ναι, ποίος είναι αυτός ο κ. Βενιζέλος, όστις τω θέτει όρους, ίνα τω επιτρέψη να καταλάβη την θέσιν, ήν τω δίδει το Σύνταγμα; Αν δεν καλήται πάλιν, ποίος είναι αυτός ο κ. Βενιζέλος, όστις διαθέτει τον Ελληνικόν Θρόνον υπέρ αυτού κατά την αρέσκειάν του, αρκεί να δεχθή τους όρους του; Καλόν θα ήτο εις το ερώτημα τούτο να έδιδε μίαν απάντησιν ο κ. Βενιζέλος. Μας λέγει τέλος ο κ. Βενιζέλος ότι τας διαπραγματεύσεις αυτάς θα κάμη μετά τας εκλογάς, όταν θα τύχη της πλειοψηφίας. Με άλλας λέξεις κηρύττει ότι η κατά τας εκλογάς ψήφος θα τον εξουσιοδοτήση να εκλέξη Βασιλέα της Ελλάδος ον αυτός θέλει ή να θέση οίους αυτός θέλει όρους εις τον εκ του Συντάγματος Βασιλέα της Ελλάδος. Δεν ημπορώ να αποκρύψω ότι τούτο μοι φαίνεται παραδοξολογία και μάλιστα πολύ άχαρις. Δεν θα υπομνήσω πόσον εκούρασε τον λάρυγγά του ο κ. Βενιζέλος μυριάκις τονίσας, ότι την εκ των εκλογών αυτών εντολήν εννοεί και θέλει τα μάλιστα περιωρισμένην. Τούτο μόνον θα είπω: Υπαρχούσης περιπτώσεως Βασιλέως, εις και μόνος είναι αρμόδιος να τον εκλέξη: Ο ελληνικός λαός. Και εις και μόνον τρόπος ίνα ερωτηθή: Το δημοψήφισμα. Παν ό,τι αντιθέτως προς ταύτα λέγεται είναι τέχνασμα. Αλλά με σοφίσματα και τεχνάσματα δεν καταργείται η μεγάλη πραγματικότης, η οποία λέγεται θέλησις του λαού ...». Στη «σκληρή» δήλωση του Δημητρίου Γούναρη, απάντησε με εξίσου οξεία δήλωσή του ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ανταπάντησε με νεότερη δήλωσή του ο Δημήτριος Γούναρης, υπογραμμίζοντας ότι στη διαφορά αντιλήψεων που είχε προκύψει ανάμεσά τους τελικός κριτής θα ήταν ο λαός. Αλλά, όπως υπογράμμιζε «όχι διά των επικειμένων εκλογών. Διά δημοψηφίσματος»289. Τελικά, η προς στιγμήν διαφανείσα αναζωπύρωση της έντασης απεφεύχθη και η κατάσταση προσωρινά αποφορτίστηκε, καθώς σε αμφότερες τις πλευρές επικράτησαν ψυχραιμότερες σκέψεις. Το αδιέξοδο ήρθη με την επανασύγκληση της διαλυθείσης «Βουλής των Λαζάρων», με απόφαση της οποίας εκλέχτηκε ως αντιβασιλέας ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, προσωπικότητα ευρύτερα αποδεκτή στις τάξεις και των δύο αντιμαχόμενων πολιτικών στρατοπέδων, που ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 15 Οκτωβρίου 1920. Επίσης, εξ αιτίας των όσων είχαν προηγηθεί, αποφασίστηκε και η αναβολή κατά μία εβδομάδα της διεξαγωγής των εκλογών, οι οποίες προσδιορίστηκαν να διενεργηθούν εν τέλει την 1 η Νοεμβρίου 1920. Αξίζει εδώ, πάντως, να σημειωθεί ότι μετά από το θάνατο του βασιλέως Αλεξάνδρου, απωλέσθηκε μια μοναδική ευκαιρία για να επέλθει ένας συμβιβασμός ανάμεσα στον Ελευθέριο Βενιζέλο και τη βασιλική οικογένεια, με την ανάδειξη ως νέου βασιλέως του διαδόχου Γεωργίου, παραιτουμένου από κάθε αξίωση επί του θρόνου του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, όπως εισηγούνταν στον Βενιζέλο στενοί συνεργάτες του, εξέλιξη που εφ’ όσον είχε συντελεστεί, ίσως να είχε συμβάλει στην αποφυγή πολλών από τα δεινά που συνέβησαν κατά τα επόμενα χρόνια και σφράγισαν τραγικά τη μοίρα του έθνους. Με την, προσωρινή έστω, άρση της εκκρεμότητας για το ζήτημα της αντικατάστασης του πρόωρα αποθανόντος βασιλέως Αλέξανδρου, και την «απορρόφηση» από την κοινή γνώμη του αρχικού κύματος συγκίνησης που προκάλεσε ο θάνατός του, η πολιτική αντιπαράθεση των κομμάτων εν’ όψει των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, εισήλθε σε νέα φάση. Η συντελεσθείσα επιστροφή του Δημητρίου Γούναρη, προσέδωσε μια νέα πολιτική δυναμική στον προεκλογικό αγώνα της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», καθώς η παρουσία του πληρούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το ηγετικό κενό, το οποίο ως τότε αποτελούσε λόγω και του πολυκέφαλου ηγετικού σχήματός της- το συγκριτικό μειονέκτημά της έναντι Για τις ανταλλαγείσες δηλώσεις μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και Δημητρίου Γούναρη περί το ζήτημα της διαδοχής του αποθανόντος βασιλέως Αλεξάνδρου, βλ. στο Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 299 - 300.

289

274


της αδιαφιλονίκητης ηγετικής παρουσίας του Ελευθερίου Βενιζέλου στο χώρο του «Κόμματος Φιλελευθέρων». Όπως είχε ήδη καταστήσει απεριφράστως σαφές με το κείμενο της προγραμματικής ομιλίας του στην Πάτρα, αμέσως μετά την άφιξή του από την Ιταλία, ο Δημήτριος Γούναρης ήταν αποφασισμένος να προσδώσει στον προεκλογικό αγώνα τον χαρακτήρα της σύγκρουσης δύο διαμετρικά αντίθετων πολιτικών φιλοσοφιών. Και έδειχνε διατεθειμένος, αυτή τη φορά χωρίς αμφιταλαντεύσεις και συμβιβασμούς για λόγους ενδοπαραταξιακών ή άλλων ισορροπιών, να προτάξει το ριζοσπαστικό πολιτικό και κοινωνικό αιτηματολόγιό του, πεπεισμένος ότι η έγκρισή του από τον ελληνικό λαό θα του παρείχε τη δυνατότητα να το εφαρμόσει στην κυβερνητική πράξη, χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνει υπ’ όψιν του τις όποιες ενστάσεις ή διαφορές θα ανέκυπταν από τους προερχόμενους από τα «παλαιά» πολιτικά κόμματα εταίρους του στους κόλπους του αντιπολιτευτικού συνασπισμού που είχαν από κοινού δημιουργήσει. Τη γραμμή αυτή του Δημητρίου Γούναρη, την εξέφραζαν μαχητικά η νέα εφημερίδα Ημερήσιος Τύπος, καθώς και η εκδοθείσα ήδη από το 1919 Καθημερινή του Γεωργίου Α. Βλάχου, που πρωτοστατούσαν στην προβολή του εκσυγχρονιστικού πολιτικού του λόγου και του μεταρρυθμιστικού κοινωνικοοικονομικού προγράμματός του. 6.3 Η ίδρυση του «Λαϊκού Κόμματος» - Η νίκη στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 Ο Δημήτριος Γούναρης θέλοντας να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την παρουσία των απόψεων που ο ίδιος απηχούσε στο χώρο της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», προχώρησε στις 17 Οκτωβρίου 1920, δύο περίπου μόλις εβδομάδες πριν από τη διενέργεια των εκλογών, στη μετονομασία του «Κόμματος Εθνικοφρόνων» σε «Λαϊκό Κόμμα», πραγματοποιώντας μια κίνηση κορυφαίου συμβολισμού και καθιστώντας με τον τρόπο αυτό έκδηλη την απόφασή του να τονώσει και στο σημειολογικό επίπεδο το δημοκρατικό-λαϊκό χαρακτήρα της προγραμματικής του πλατφόρμας290. Η κίνησή του αυτή, σε συνδυασμό με την έμφαση που απέδιδε ο Δημήτριος Γούναρης στην ανάγκη αποκατάστασης των δημοκρατικών ελευθεριών, που είχαν δοκιμαστεί κατά την περίοδο 1917-1920 από τον τρόπο άσκησης της διακυβέρνησης από το «Κόμμα Φιλελευθέρων», αλλά και με την πρόταξη από την πλευρά του προωθημένων θέσεων, τόσο σε θεσμικό επίπεδο (παροχή δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις γυναίκες, θέσπιση του θεσμού του δημοψηφίσματος για την απ’ ευθείας απόφαση από το λαό επί ζητημάτων μείζονος σημασίας, κ.τ.λ), όσο και στο επίπεδο των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων (με τις προτάσεις του για τη φιλεργατικότερη αλλαγή της εργατικής νομοθεσίας, κ.τ.λ.), κατέστησαν το «Λαϊκό Κόμμα» πόλο συσπείρωσης ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της εποχής, ενδυναμώνοντας το πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ του. Από την άποψη αυτή, κάθε άλλο παρά ως τυχαία ή οππορτουνιστική μπορεί να θεωρηθεί η συστράτευση με το «Λαϊκό Κόμμα», 52 συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες 290

Βλ. Θανάσης Διαμαντόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 14. Η απόφαση για τη μετονομασία του «Κόμματος Εθνικοφρόνων» σε «Λαϊκό Κόμμα», ελήφθη κατά τη διάρκεια σύσκεψης του Δημητρίου Γούναρη με στενούς του συνεργάτες που πραγματοποιήθηκε τις ημέρες εκείνες στο σπίτι του Παναγή Τσαλδάρη. Βλ. Γιώργος Α. Λεονταρίτης: «Ποια είναι η Δεξιά στην Ελλάδα; Από τον Γούναρη στον Τσαλδάρη», περ. Λαβύρινθος, τεύχος 10, Απρίλιος 2004. Γενικότερα για την ιστορία του «Λαϊκού Κόμματος» που ίδρυσε ο Δημήτριος Γούναρης, βλ. Νίκος Π. Ευστρατίου: «Το Λαϊκόν Κόμμα. Από της πρώτης μέχρι της τρίτης αρχηγίας», έκδ. της εφημερίδας Ελληνικό Μέλλον, Αθήνα 1948. Να σημειωθεί εδώ ότι ο τίτλος «Λαϊκό Κόμμα» πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην ελληνική πολιτική ζωή το 1883 από το κόμμα που ίδρυσαν οι σοσιαλιστικών προσανατολισμών πολιτικοί και διανοούμενοι Ρόκκος Χοϊδάς και Αρ. Οικονόμου. Τον ίδιο τίτλο, χρησιμοποίησαν το 1910 κατά τη συμμετοχή τους στις εκλογές ως συνεργαζόμενοι με το «Κόμμα Φιλελευθέρων» και οι κοινωνιολόγοι υπό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου.

275


αποφάσισαν με δημόσιες ανακοινώσεις τους να υποστηρίξουν τα «αντιβενιζελικά» ψηφοδέλτια, καθώς και η συμμετοχή στους συνδυασμούς του «αντιβενιζελικού» συνασπισμού (ύστερα από πιεστικές εισηγήσεις που διατύπωσε ο Κεντρικός Πολιτικός Λαϊκός Σύλλογος στις επιτροπές ορισμού των υποψηφίων), γνωστών συνδικαλιστικών προσωπικοτήτων της εποχής, όπως ο Δ. Παναγιώτου, εκπρόσωπος του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, και ο Δ. Κρεμεζής, προερχόμενος από το Εργατικό Κέντρο Πειραιώς291. Ούτε, βέβαια, μπορεί να αξιολογηθεί ως άσχετη προς την επιλογή του Δημητρίου Γούναρη να αναδείξει το έντονο κοινωνικό στοιχείο της πολιτικής του φιλοσοφίας, το γεγονός ότι ακριβώς εξαιτίας της προτεραιότητας που απέδιδε σε αυτή, άρχισαν να εμφανίζονται ανησυχίες σε διάφορους κύκλους ισχυρών οικονομικών παραγόντων, οι οποίοι εξέφραζαν τον προβληματισμό τους για τις απώτερες επιδιώξεις του. Και είναι χαρακτηριστικό επ’ αυτού, το γεγονός ότι λόγω αυτής της εμμονής του Δημητρίου Γούναρη στη συνεπή προβολή μιας προωθημένης προγραμματικής πλατφόρμας για την κοινωνική πολιτική, ναυάγησαν και οι διαπραγματεύσεις για τη συνεργασία με το «Λαϊκό Κόμμα» του εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκου, που είχε αποχωρήσει από το «Κόμμα Φιλελευθέρων», επειδή θεωρούσε «επικίνδυνη» την κοινωνική πολιτική, που ασκούσε η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου Απέναντι σε αυτά τα γενναία κοινωνικά «ανοίγματα» του Δημητρίου Γούναρη, το «Κόμμα Φιλελευθέρων» στην αρχή έδειξε αιφνιδιασμένο αλλά στη συνέχεια ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε να τα αξιοποιήσει, στρέφοντάς τα εναντίον του «Λαϊκού Κόμματος», το οποίο επιχείρησε να εμφανίσει ότι απέβλεπε στη διατάραξη της κοινωνικής γαλήνης και της καθεστικυΐας τάξεως. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, εντάσσονται οι κατηγορίες του Ελευθερίου Βενιζέλου σε προεκλογική ομιλία του εναντίον του Δημητρίου Γούναρη ότι «έκανε σήμερα πρόταση να εισαχθεί ο "σοβιετισμός" στην Ελλάδα», αλλά και η καθοδηγούμενη ανταπόκριση των συγκεντρωμένων σε αυτήν του την αποστροφή, με το σύνθημα «Κάτω! Κάτω οι Βούλγαροι!»292. Και επίσης, τα ενορχηστρωμένα δημοσιεύματα των προσκείμενων στο «Κόμμα Φιλελευθέρων» εφημερίδων, που προσπαθούσαν με τα γραφόμενά τους να αναπαράξουν αυτή την «κινδυνολογική» γραμμή293. Χαρακτηριστικό Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ., τόμος Β΄, σελ. 947. Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ., τόμος Β΄, σελ. 946. 293 Οι τολμηρές και πρωτοποριακές για την εποχή τους κοινωνικές θέσεις του Δημητρίου Γούναρη, έδωσαν σε πολλές περιπτώσεις λαβή για να καταλογιστεί στον Αχαιό πολιτικό, άλλοτε υπό τη μορφή ψόγου και άλλοτε υπό τον χαρακτήρα επαίνου, ο χαρακτηρισμός ότι εμφορείτο από «σοσιαλιστικές αντιλήψεις». Στην πρώτη περίπτωση, προσέφευγαν σε αυτήν τη «μομφή» όσοι βλέποντας την απήχηση των απόψεών του, νόμιζαν ότι προσάπτοντάς του την «εττικέτα» του «σοσιαλιστή» θα κατόρθωναν να «δυσφημίσουν» τις προτάσεις του και προκαλώντας τα αρνητικά αντανακλαστικά που ενεργοποιούσε σε ορισμένα στρώματα της κοινής γνώμης τότε η έννοια του σοσιαλισμού, θα πετύχαιναν να αναχαιτίσουν την επιρροή του. Στη δεύτερη περίπτωση, προσέφευγαν σε αυτόν τον κατ’ εκείνους «επαινετικό» χαρακτηρισμό, όσοι όντας προσηλωμένοι στο πρόσωπο του Δημητρίου Γούναρη και πεπεισμένοι για την ορθότητα των ιδεών που διακήρυσσε, εκτιμούσαν πως κατ’ αυτόν τον τρόπο θα του προσέδιδαν εμφατικότερα μια περισσότερο «φιλολαϊκή» εικόνα. Στην πραγματικότητα μια απαλλαγμένη από στερεότυπα και ιδεοληψίες, όσο και νηφάλια, προσέγγιση των απόψεων του Δημητρίου Γούναρη, πείθει πως ο Αχαιός πολιτικός ήταν πράγματι υπέρ μιας προωθημένης κοινωνικής πολιτικής και υπέρ μιας ενεργότερης παρεμβατικής λειτουργίας του κράτους στην οικονομία και την κοινωνία, καθώς πίστευε πως έτσι θα μπορούσαν να αμβλυνθούν οι ακραίες την περίοδο εκείνη κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, πολύ όμως απείχε από του να θεωρηθεί ότι ήταν οπαδός των οποιαδήποτε μορφής σοσιαλιστικών ιδεών. Ακόμη και ορισμένες αναφορές του, που σε πρώτη ανάγνωση, δείχνουν ότι είχε πράγματι επηρεαστεί από τις κρατούσες την περίοδο εκείνη στην Ευρώπη δημοκρατικές-σοσιαλιστικές αντιλήψεις, ιδίως σε ό,τι αφορά την ανάλυση ορισμένων πτυχών του κοινωνικού γίγνεσθαι, δεν επαρκούν για να στοιχειοθετήσουν οτιδήποτε περισσότερο από το γεγονός της υιοθέτησης εκ μέρους του ορισμένων εννοιών ανάλυσης χωρίς μια ευρύτερη διανοητική 291 292

276


είναι επί του προκειμένου, δημοσίευμα της ακραιφνώς «βενιζελικής» τότε Εστίας, που υπό τον τίτλο «Ήλθε και ελάλησε», σχολιάζοντας προεκλογική ομιλία του Δημητρίου Γούναρη, επεσήμαινε τα εξής: «Έως τώρα ηξεύρομεν, άλλους χρωματισμούς του. Από χθες βλέπομεν και τον σοβιετικόν. Ο ελλογιμώτατος κ. Γούναρης, εκήρυξε και τα σοβιέτ. Ευνοεί, είπε, να μετέχωσι, της κυβερνήσεως και οι ... εργάται. Ύψωσε λοιπόν την σημαίαν του σοβιετισμού. Αλλ' ύψωσε (άκουσον ! άκουσον !) και την σημαίαν της παροχής ψήφου εις τας γυναίκας ... Αλλά δεν κηρύσσει μόνον τον σοβιετισμόν. Και την αρπαγήν κηρύσσει, την αρπαγήν των περιουσιών και των κερδών των τιμίων Ελλήνων νοικοκυραίων, διά να αποκαταστήσει λέγει, τους ακτήμονας. Διεγείρει δηλαδή εις πλιατσικολόγημα, εμπίπτων εις τας διατάξεις του κοινού ποινικού νόμου»294. Όπως αποδείχθηκε από τα αποτελέσματα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου, η προσπάθεια αυτή απέβη μάταιη. Όπως, το ίδιο μάταιη, αποδείχθηκε και η παράλληλη προσπάθεια που προεκλογικά κατέβαλε το «Κόμμα Φιλελευθέρων», να αξιοποιήσει ορισμένα περιστατικά ατυχούς συμπεριφοράς ορισμένων «αντιβενιζελικών» υποψηφίων, όπως εκείνο πολιτευτή επαρχιακής περιφέρειας, ο οποίος σε μία απόπειρα να εντυπωσιάσει τους εκλογείς του έσκισε δημόσια χάρτη της «Μεγάλης Ελλάδας», προκειμένου να αποδείξει ότι το «Λαϊκό Κόμμα» και γενικότερα η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» θα εγκατέλειπε τη Μικρασιατική πολιτική του Βενιζέλου. Και η αποτυχία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ο Δημήτριος Γούναρης είχε βέβαια αποφύγει στις κεντρικές προεκλογικές του ομιλίες να δεσμευτεί για την εξωτερική πολιτική, ουδέποτε όμως είχε υποσχεθεί τον τερματισμό της Μικρασιατικής εκστρατείας και μάλιστα είχε αποδεχθεί η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» να διαβεβαιώσει με υπόμνημά της τους πρέσβεις των συμμάχων της «Αντάντ» ότι υποστήριζε την εξωτερική πολιτική που είχε ακολουθήσει η απερχόμενη κυβέρνηση295. Έτσι, όσο ο χρόνος όδευε στην τελική ευθεία προς τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, η προεκλογική αναμέτρηση ανάμεσα στο «Κόμμα Φιλελευθέρων» και τις δυνάμεις της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» προσέλαβε τον χαρακτήρα ολομέτωπης σύγκρουσης. Κορυφαία στιγμή της σύγκρουσης αυτής υπήρξε η πραγματοποίηση των κεντρικών προεκλογικών συγκεντρώσεων των δύο παρατάξεων, στην Πλατεία Συντάγματος των Αθηνών, στις 25 Οκτωβρίου 1920 της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» και στις 28 Οκτωβρίου 1920 του «Κόμματος Φιλελευθέρων», που εξελίχθηκαν σε δημόσια «μονομαχία» των ηγετών τους Δημητρίου Γούναρη και Ελευθερίου Βενιζέλου, αντιστοίχως. Ο Δημήτριος Γούναρης, στην ομιλία του προς το λαό των Αθηνών, αναφέρθηκε κατ' αρχήν διεξοδικά στο ζήτημα των διωγμών των αντιφρονούντων προς την κυβέρνηση Βενιζέλου πολιτών, στα τριάμισι χρόνια που διέρρευσαν, αφότου αυτή με τη στήριξη των δυνάμεων της «Αντάντ» ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Ακολούθως, έθεσε ευθέως το θέμα της διενέργειας δημοψηφίσματος για την άρση της πολιτειακής εκκρεμότητας, που είχε δημιουργηθεί με τον πειθαναγκασμό σε εξορία του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ και είχε παροξυνθεί μετά τον αδόκητο θάνατο του διαδόχου του στο θρόνο βασιλέως Αλεξάνδρου, δεσμευόμενος πως μετά τη νίκη της παράταξής του, θα δρομολογούσε τις αναγκαίες διαδικασίες για τη διεξαγωγή του. Και καταλήγοντας, υπογράμμισε τη βεβαιότητά του για πρόσδεση στη σοσιαλιστική ιδεολογία. Ο Δημήτριος Γούναρης από ιδεολογική άποψη ήταν ένας πρωτεργάτης του δημοκρατικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας, απαρασάλευτα προσηλωμένος στον κοινοβουλευτισμό και πρόμαχος του αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και οικονομική ανάπτυξη μέσα σε συνθήκες απαρέγκλιτης λειτουργίας των δημοκρατικών κανόνων και θεσμών. 294 Βλ. Παύλος Μαρινάκης, όπ. προηγ., σελ. 24 - 25. 295 Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ., τόμος Β΄, σελ. 951.

277


τον συντριπτικό χαρακτήρα της διαφαινόμενης νίκης της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως». Το πλήρες κείμενο της βαρυσήμαντης αυτής ομιλίας του Δημητρίου Γούναρη, έχει ως ακολούθως: «Τρία και ήμισυ έτη συνεπληρώθησαν αφ’ ης βία απεμακρύνθην υμών. Κατά το διάστημα των ετών τούτων η βία και η αυθαιρεσία ωργίασαν. Κατά τρόπον πρωτοφανή εν τη ιστορία εποδοπατήθησαν ασυστόλως πάσαι αι προσωπικαί και πολιτικαί ελευθερίαι. Ο συνταγματικός χάρτης κατεσχίσθη. Με τα ράκη δε αυτού η τα πάντα διέπουσα αυθαίρετος θέλησις των βία κρατούντων προσεπάθησε να συγκαλύψη τας ανομολογήτους ατασθαλίας. Η έννοια του δικαίου, η έννοια του νόμου κατελύθησαν. Της ρυθμίσεως δε των πάντων επελήφθη κατά τας ιδίας αυτής αρεσκείας, άνευ ουδενός χαλινού η αφρίζουσα εκ λύσσης εμπάθεια. Κατά εκατοντάδας χιλιάδας υπέκυψαν εις τας εξάψεις αυτάς τα θύματα πληγέντα εις τα δίκαια αυτών τα μάλλον σεβαστά, εις τα συμφέροντα αυτών τα μάλλον καίρια, εις τα αισθήματα αυτών τα μάλλον ιερά. Ουδέν εξ εκείνων τα οποία πάσα υγιής συνείδησις έθετεν ως άθικτα εν πάση πολιτική συγκρούσει, οσονδήποτε οξεία διέφυγε της λαίλαπος την καταστρεπτικήν καταφοράν. Η Εκκλησία, εν η, ως εν ιερά κιβωτώ διεφυλάχθησαν επί αιώνας και τα εθνικά ιδεώδη, κατηδαφίσθη. Παρά πάσαν εν ταυτώ τω Συντάγματι αναγεγραμμένην κύρωσιν του αθίκτου της ιστορικής αυτής υποστάσεως, ακράτητος επελήφθη αυτής η εκ πάθους και μίσους μαινομένη αυθαιρεσία. Οι ανώτεροι αυτής λειτουργοί εσύρθησαν ενώπιον αντισυνταγματικώς και αντικανονικώς καταρτισθέντων δήθεν δικαστηρίων. Απεσπάσθησαν βία των μητροπολιτικών και επισκοπικών αυτών θρόνων, όσοι δεν εταπεινώθησαν μέχρι του να ζητήσωσιν, αυτοί θεματοφύλακες και διαχειρισταί του θείου ελέους, τον οίκτον της τυραννίας. Και εις τους καταλαβόντας τους θρόνους αυτών ετάχθη αποστολή όχι των καρδιών η ανύψωσις μέχρι της δημιουργησάσης τον ελεύθερον άνθρωπον θείας Οντότητος, αλλά των ψυχών η δούλωσις μέχρι της υποταγής της απολύτου εις της τυραννίας τα κελεύσματα. Η δικαιοσύνη, θεμέλιον πάσης ελευθέρας πολιτείας, παρά πάσας τας προς εξασφάλισιν της ανεξαρτησίας της συνταγματικάς εγγυήσεις, εσύρθη εντός της δίνης των κορυβαντιώντων παθών της τυραννίας. Οι λειτουργοί αυτής, εναντίον των ρητών διατάξεων του Συντάγματος, απεπέμφθησαν του τεμένους αυτής, το οποίον ανοσίως βεβηλωθέν κατέστη χαλκείον των δεσμών, δι’ ων η τυραννία εζήτει να συγκρατήση πάσαν εμφάνισιν ελευθέρου φρονήματος εν τη τυραννουμένη χώρα. Η λαϊκή αντιπροσωπεία, ρυθμιστής υπέρτατος των συμφερόντων, διεκωμωδήθη ανιέρως. Βουλευταί ανήκοντες εις Βουλήν συνταγματικώτατα διαλελυμένην, προδήλως δε αντιτιθέμενοι προς το λαϊκόν φρόνημα, εκηρύχθησαν αναστάντες εις την ζωήν και αποτελούντες την λαϊκήν αντιπροσωπείαν. Αλλά και εξ αυτών ελήφθη πρόνοια να εκκαθαρισθώσιν οι αντιφρονούντες. Οι μεν εξωρίσθησαν. Οι δε εφυλακίσθησαν. Εις τους ολίγους δε, οι οποίοι απέμειναν, απηγορεύθη οιαδήποτε έκφρασις γνώμης. Και όσοι δεν ενόμισαν πρέπον να υποκύψωσιν εις την απαγόρευσιν και ήνοιξαν το στόμα περιήλθον εις αδυναμίαν να εκφράσωσι τας ιδέας των και τας γνώμας των διά της βίας ασκηθείσης εν αυτή τη αιθούση του βουλευτηρίου. Και ούτω εγκατεστάθη εν τω βουλευτηρίω αντί Βουλής νομοθετούσης και ελεγχούσης, όμιλος εγκαθέτων χειροκροτών και επευφημών, κατά τα προστάγματα του αυθέντου. Ο Τύπος του οποίου την ελευθερίαν εξησφάλισε το Σύνταγμα, ίνα καθίσταται δυνατή η εκδήλωσις της δημόσιας γνώμης και ασκήται υπ’ αυτής η προσήκουσα επίδρασις επί των δημοσίων πραγμάτων, κατέστη αντικείμενον αμειλίκτου διωγμού. Διωγμού φθάσαντος μέχρι τελείας εξοντώσεως προσώπων και περιουσιών. Πας δημοσιογράφος αρνούμενος να λάβη εις χείρας το θυμιατήριον ερρίφθη εις τας φυλακάς, ενώ συγχρόνως η επιχείρησις αυτού κατεστρέφετο τελείως. Και ούτω κατωρθώθη να χρησιμοποιηθή το ουσιωδέστερον 278


όργανον της εκδηλώσεως των λαϊκών ασιθημάτων ως μέσον συγκαλύψεως των υποκώφων στεναγμών των θυμάτων της τυραννίας διά των υστερικών κραυγών, δι’ ων αφεθέντες ελεύθεροι να εξασκώσι το βεβηλωθέν έργον των εξύμνουν κατ’ επιταγήν την υπεράνθρωπον φύσιν των δουλωσάντων την πατρίδα των. Μετά την τοιαύτην ποδοπάτησιν πασών των εγγυήσεων των πολιτικών και ατομικών ελευθεριών, πας αντιφρονών πολίτης κατέστη αντικείμενον απηνούς διώξεως. Αι θανατικαί καταδίκαι επηκολούθουν η μια την άλλην με αδιαφορίαν προς την ανθρωπίνην ύπαρξιν παγώνουσαν και την απαθεστέραν καρδίαν. Αγόμενοι ενώπιον επιτροπών, περιβεβλημένων δικαστικήν εξουσίαν, άνδρες των οποίων ο βίος είχε κατακτήσει την εκτίμησιν ολοκλήρου της χώρας, ίνα δήθεν δικασθώσιν, επροπηλακίζοντο χυδαίως υπό ανθρώπων κατεχόντων μεν τας δικαστικάς έδρας, συμπεριφερομένων δε ως συμπεριφέρονται οι θαμώνες των κέντρων, εις α συνέρχονται μόνον άνθρωποι αποβαλόντες παν ίχνος σεβασμού προς εαυτούς. Μετά ταύτα κατεδικάζοντο εις τας εσχάτας των ποινών, ενώ απηγορεύετο οιαδήποτε ανακοίνωσις εις το δημόσιον των τελεσθέντων, άλλη παρ’ εκείνην, ην διετύπουν οι δράσται αυτών. Αι φυλακαί επληρώθησαν πολιτών απορούντων διατί εσύρθησαν εκεί, ενώ συγχρόνως η αυτή απορία κατείχε πάντας τους άλλους, ουχί σπανίως δε και εκείνους οι οποίοι τους έρριψαν εις τας φυλακάς. Διότι κατά χιλιάδας αριθμούνται τα παραδείγματα πολιτών, οι οποίοι ριφθέντες εις τας φυλακάς εκρατήθησαν επί μήνας ή έτη και είτε απελύθησαν, χωρίς να διατυπωθή κατ’ αυτών ουδεμία κατηγορία. Αι ανά το Αιγαίον ελληνικαί νήσοι και νησίδες επανήλθον εις την παλαιάν εύκλειαν, την εύκλειαν ης απέλαυον, ότε κατά την εποχήν της ρωμαϊκής παρακμής είχον καταστή το ενδιαίτημα των πατριωτών, τους οποίους απεμάκρυνε της εν Ρώμη πολιτικής κινήσεως η εχθρότης των τυράννων, η ανηλεής προς παν γενναίον πνεύμα. Κατά δεκάδας και εκατοντάδας εξεπέμποντο και πάλιν μετά χιλιετηρίδας εις αυτάς οι όχι ευάρεστοι προς τους τυράννους επίλεκτοι πολίται. Και μετ’ αυτών ουκ ολίγοι των ηρωικών μαχητών και ηγητόρων των Βαλκανικών πολέμων, εις τους οποίους η τυραννία δεν εχάριζεν εν τη παραποιούση εμπαθεία της ουδεμίαν των ταπεινώσεων τας οποίας το ταπεινόν πείσμα της κατώρθου να επινοήση. Και έβλεπέ τις εκεί επί των ερήμων νήσων πεινώντας και γυμνητεύοντας άνδρας, οι οποίοι είχον ηγηθή των ελληνικών στρατευμάτων, όταν η νίκη επέστεψε τας σημαίας των, προπηλακιζομένους υπό ασήμων ανθρωπαρίων, διά τα οποία η βάναυσος χυδαιότης της συμπεριφοράς υπήρξε το μόνον προσόν χάρις εις το οποίον ετάχθησαν επόπται και φύλακες αυτών. Καθ’ εκάστην διηυλάκουν τα ελληνικά πελάγη τα ελεεινότερα των σκαφών της ελληνικής ναυτιλίας, φέροντα εστιβαγμένους εντός του κήτους κατά εκατοντάδας τους εις την εξορίαν αγομένους πολίτας. Και αι πένθιμοι αύται πομπαί, ων ηγούντο θρασείς και χυδαίοι υβρισταί παντός ανθρωπίνου αισθήματος, υπεμίμνησκον τας συνοδείας των εις Σιβηρίαν απαγομένων εξορίστων, δι’ ας τόση ενεκολάφθη ατιμία επί του εκπεσόντος ρωσικού καθεστώτος. Όλοι οι ύποπτοι ως αντιφρονούντες δημόσιοι υπάλληλοι και αξιωματικοί, απελύθησαν των θέσεών των. Ριφθέντες δ’ εις τας οδούς κατεδιώκοντο ανηλεώς και εν πάση αυτών προσπαθεία προς εξεύρεσιν εργασίας ίνα εξ αυτής πορισθώσι τα προς το ζην. Οι προσλαμβάνοντες αυτούς εις την υπηρεσίαν των ιδιώται ηπειλούντο θρασέως ότι θα επλήττοντο εις τα συμφέροντά των, αν δεν απέπεμπον αυτούς. Και ούτω περιήγοντο οι ατυχείς εις την εσχάτην απόγνωσιν, αδυνατούντες να συντηρήσωσι προσφιλείς υπάρξεις, εις τα παθήματα των οποίων μετά σατανικής σκληρότητος απέβλεπεν η τυραννία, ίνα αυξήση ούτω τας βασάνους των θυμάτων της. Και η απόγνωσις προστιθεμένη εις την στέρησιν ήγαγε πολλούς μεν εις τον τάφον, τινάς δε εις παραφροσύνην. Είναι γεγονότα, τα οποία πάντες γνωρίζετε. 279


Εκ πάντων τούτων των μέτρων βαρεία, ζοφώδης κατέστη η ατμόσφαιρα. Πανταχού ησθάνετο πας χρηστός πολίτης περιιπτάμενον τον κίνδυνον. Τον κίνδυνον του αγνώστου και απροβλέπτου κακού, το οποίον κυοφορούμενον εν τη διανοία ενός οιουδήποτε των εκ της τυραννίας σιτιζομένων και διοχετευόμενον μέχρις εκείνων των οποίων η θέλησις, η τα πάντα αυθαιρέτως διέπουσα, ουδέν απέκλειε κακόν, ηδύνατο εις πάσαν στιγμήν να τον πλήξη. Ουδεμία της συνειδήσεως επίγνωσις, ότι ουδέν έπραξε το μη θεμιτόν, ήτο επαρκής προς εξασφάλισιν κατά του κινδύνου. Ο εξερχόμενος την πρωίαν του οίκου του δεν ήτο βέβαιος αν θα επανέλθη. Ο κατακλινόμενος την εσπέραν επί της κλίνης του, ίνα ζητήση την ησυχίαν της λήθης, δεν ήτο βέβαιος ότι δεν θα αφυπνισθή υπό των οργάνων της τυραννίας ίνα απαχθή εις φυλακήν ή εξορίαν. Διηνεκής ταραχή των ψυχών, όχι μόνον εκείνων οι οποίοι έπασχον τα δεινά, αλλά και ίσως μεγαλυτέρα των διαρκώς ζώντων υπό την απειλήν των αδήλων και απροβλέπτων κακών. Πάσαν πράξιν, πάσαν κίνησιν, πάσαν λέξιν και πάσαν σκέψιν ενδόμυχον ακόμη επηκολούθει αυτομάτως η ανησυχία, μη τυχόν περιελθούσα εις την αντίληψίν τινος εκ των απανταχού παρισταμένων μισθωτών κατασκόπων και υπ’ αυτών καταλλήλως διαστρεφομένη προκαλέση καταδίωξιν. Αλλ’ ουδέ η παντελής αδράνεια, σώματος και διανοίας, ησφάλιζε κατά του κακού, διότι η γόνιμος ασυνειδησία των εχόντων ανάγκην να δικαιολογώσι τον μισθόν των κατασκόπων, κατεσκεύαζον ευχερώς εκ του μη όντος την αιτίαν της καταδιώξεως. Ήρκει να εβεβαίουν ότι αυτοί, οι "ετάζοντες καρδίας και νεφρούς", διέγνωσαν εν τη ψυχή του θύματος την περιλάλητον "προς το καθεστώς δυσμένειαν" και η δίωξις αμείλικτος έπληττε το θύμα. Με μίαν λέξιν ο τρόμος του αγνώστου κακού, πάντοτε και πανταχού επικρεμαμένου εναντίον παντός πολίτου, εκυριάρχει των ψυχών. Αυτή είναι η κατάστασις, την οποίαν οι άνθρωποι ούτοι εδημιούργησαν εκ προθέσεως. Διότι μόνον διά τοιούτων μέσων εγνώριζον ότι είναι δυνατόν να κρατήσωσι την επί του λαού τυραννίαν. Και μεθ’ όλα ταύτα έχουσι το θράσος να αμφισβητώσιν ότι δεν ετυράννησαν τον τόπον. Ημείς τύραννοι; λέγουσιν. Ημείς οι φιλελεύθεροι; Ημείς οι ιεροφάνται της αναπλάσεως; Ημείς οι εχθροί της φαυλοκρατίας; Και τι εκάμαμεν; Αν ετυφεκίσαμεν μερικούς πολίτας είναι βεβαίως δυστύχημα. Αλλά δεν ηδυνήθημεν να το αποφύγωμεν. Και λέγουσιν οι άνθρωποι αυτοί: Ετιμωρήθημεν δι’ αυτό. Διότι η δόξα μας κατέστη μικροτέρα της του Περικλέους, όστις εκαυχήθη ότι ουδείς Αθηναίος έκλαυσεν εξ αιτίας του. Χωρίς το δυστύχημα τούτο θα είμεθα υπεράνω και του Περικλέους. Δεν γνωρίζω τίνα έννοιαν εκφράζει εν τη διανοία των ανθρώπων αυτών η λέξις τυραννία, ώστε να τολμώσι να προσπαθώσι να μη υπαγάγωσιν εις αυτήν την κατάστασιν την οποίαν με πολύ ωχρά χρώματα περιέγραψα. Αλλά κατά πάντας τους μη έχοντας διάθεσιν να διαστρέψωση την έννοιαν των λέξεων - εν οιαδήποτε γλώσση και αν διατυπώση τα διανοήματά των - η λέξις τυραννία υιοθετήθη από όλας τας γλώσσας, η τυραννία υπάρχει εκεί όπου την τύχην των πολιτών δεν κανονίζει ο νόμος ο διατυπωθείς διά της θελήσεως του λαού εκ των προτέρων δηλωθείσης, αλλά η αυθαίρετος θέλησις των καταλαβόντων το κράτος. Όπου οι νόμοι έχασαν το κύρος των απέναντι των κρατούντων. Όπου οι κρατούντες υπερπηδώσι τα όρια τα οποία οι νόμοι θέτουσιν εις την εξουσίαν των· εκεί υφίσταται τυραννία. Και τούτου τεθέντος, ερωτώ: ποίαν διάταξιν του Συντάγματος, του θεμελιώδους τούτου νόμου, εσεβάσθησαν οι άνθρωποι αυτοί; Ποίον περιορισμόν υπό του Συντάγματος τεθειμένον διά την διαχείρισιν των εξουσιών του κράτους δεν περιεφρόνησαν; Και ποίων νόμων τας διατάξεις, εφ’ όσον περιώριζον την ενέργειάν των, δεν εποδοπάτησαν; Ποίαν εκ των αναγεγραμμένων εν τω Συντάγματι ή τοις νόμοις εγγυήσεων των προσωπικών και πολιτικών ελευθεριών δεν παρεβίασαν; Και δεν ωμολόγησαν αυτοί οι ίδιοι ότι αισθάντονται την ανάγκην του εναρμονισμού των πράξεων αυτών προς τας 280


διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων, όταν ουχί άπαξ, ουχί δις, αλλά εκατοντάκις και μυριάκις προσεπάθησαν να θεμελιώσωσι το δόγμα ότι η κομματική σκοπιμότης αρκεί ίνα δικαιολογήση πάσαν παραβίασιν του Συντάγματος και των νόμων; Η σκοπιμότης κατά την ιδίαν αυτών κρίσιν κρινομένη και κατά την ιδίαν αυτών θέλησιν αποφασιζομένη. Υπάρχει άνθρωπος τόσον τυφλός την διάνοιαν, όστις να νομίζη ότι το δόγμα της σκοπιμότητος, ως επικρατούσης και Συντάγματος και νόμων, της σκοπιμότητος της κατά την κρίσιν και θέλησιν των κρατούντων, εμπνεομένων υπό μόνων των κομματικών αυτών συμφερόντων, είναι άλλο τι από αυτήν ταύτην την κατάργησιν του δικαίου και την αντικατάστασιν αυτού υπό της αυθαιρέτου θελήσεως των κρατούντων; Μη όλαι αι γνωσταί εν τη ιστορία τυραννίδες οιουδήποτε τύπου το δόγμα τούτο της σκοπιμότητος δεν επεκαλέσθησαν αείποτε; Αν υπάρχη άνθρωπος έχων τοιαύτην γνώμην, ακόμη και κατόπιν των όσων επί τη βάσει της σκοπιμότητος ενταύθα εκακουργήθησαν, θα μοι επιτρέψη να μη συζητήσω μαζί του, αλλά να τον οικτείρω. Μας υβρίζουσι λέγοντες ότι είναι αναγκαία η τυραννία διά τον εθνικόν αγώνα. Αλλ’ εις την κακουργίαν αυτών, εξ ης τοσαύτα υπέστημεν, οι άνθρωποι αυτοί προσθέτουσι και την ύβριν. Μας λέγουσιν ότι ήτο αναπόφευκτος η τυραννία των διά να μας αγάγωσιν εις τον υπέρ των εθνικών δικαίων αγώνα. Τι να απαντήσω εις την ύβριν ταύτην; Την απάντησιν βροντοφωνεί, ανηλεώς στιγματίζουσαν τους ελεεινούς συκοφάντας, ολόκληρος η ιστορία η ελληνική. Ιστορία αγώνων θαυμασίων και θυσιών υπερανθρώπων προς διεκδίκησιν των εθνικών δικαίων. Αλλ’ αν οι ανόσιοι υβρισταί παρορώσι την απωτέραν ιστορίαν, ίσως φρονούντες, ότι η σημερινή γενεά εξεφυλλίσθη, πως δεν λαμβάνουσιν υπ’ όψιν την ιστορίαν αυτής της ιδίας γενεάς καθ’ ης απευθύνουσι τοιαύτην ύβριν; Πως αποτολμώσι τον ανίερον ισχυρισμόν των, όταν έχωσι προ των ομμάτων των τους ήρωας των δύο Βαλκανικών πολέμων, οι οποίοι είναι ολόκληρος ο δυνάμενος να στρατευθή πληθυσμός της Ελλάδος; Πως γίνεται δυνατόν εις αυτούς να υβρίζωσιν εκείνους, οι οποίοι διά της απαραμίλλου εθελοθυσίας των επεξέτειναν τα όρια της πατρίδος μέχρι του Νέστου και των ακτών της Μικράς Ασίας; Αλλά και οι στρατιώται, δι’ ων επετεύχθησαν τα θαυμαστά κατορθώματα του πολέμου του τελευταίου, δεν είναι αυτοί εκείνοι καθ’ ων απευθύνουσι την ύβριν ταύτην; Δεν είναι οι στρατιώται οι μετά ακατασχέτου ορμής αγαγόντες μέχρι των ενδοτέρων της Μικράς Ασίας και των προθύρων της Πόλεως πτερυγίζουσαν την ελληνικήν σημαίαν, ογκουμένην από το πληρούν τας καρδίας των ηρώων αυτών αίσθημα, αυτά τα ίδια τέκνα της Ελλάδος, καθ’ ων απευθύνεται η ύβρις; Δεν θ’ απασχοληθώ περισσότερον με την ανίερον ταύτην τακτικήν. Είναι απαύγασμα μανιώδους εγωπαθείας, υφ’ ης οι υβρισταί κατέχονται. Ίνα εξάρωσιν εαυτούς, εκμηδενίζουσι τους πάντας και τα πάντα. Δεν δύναμαι όμως να μη καταδικάσω το έγκλημα το οποίον διέπραξαν διαιρέσαντες τον στρατόν της πατρίδος, τον εμπνεόμενον ολόκληρον από το φλογερόν αίσθημα να προασπίση τα δίκαια αυτής. Δεν δύναμαι να μη διαμαρτυρηθώ κατά τον εντονώτατον τρόπον κατά της αποπείρας να παραστήσωσιν ότι η διαίρεσις, την οποίαν αυτοί εδημιούργησαν, θα εξακολουθήση και θα χειροτερεύση μετά την πτώσιν αυτών. Διατυπών δε την διαμαρτυρίαν ταύτην, δράττομαι της ευκαιρίας ίνα διαδηλώσω όλον τον πόνον τον οποίον διά την διαίρεσιν ταύτην αισθάνομαι και να διαβεβαιώσω ότι ιερόν θεωρώ το καθήκον να πράξω παν το δυνατόν προς γεφύρωσιν του χάσματος. Και το κοινόν των Ελλήνων αίσθημα εγγυάται ότι θα επιτελεσθή η γεφύρωσις. Εν πάση ελληνική καρδία δεν δύναται να υπάρξη παρά μόνον αίσθημα ειλικρινούς θαυμασμού και βαθείας ευγνωμοσύνης προς πάντας, αδιακρίτως πάντας τους ηρωικούς μαχητάς των αγώνων δι’ ων η πατρίς προσήγγισεν εις την συνέλευσιν της αποκαταστάσεώς της, δι’ ην απ’ αιώνων παλαίει και αγωνίζεται. 281


Αλλ’ ήδη εσήμανεν η ώρα του τέλους της τυραννίας. Ο λαός, ανακτήσας, διά της θαυμασίας σταθερότητος αυτού, τα επί τριετίαν καταπατηθέντα δίκαιά του, πρόκειται να εκδώση την ετυμηγορίαν του. Και τούτο ακόμη αποπειρώνται να παρουσιάσωσιν ως παραχώρησιν αυτών οι τύραννοι. Και ερωτώσι: Πως ομιλείτε περί τυραννίας, αφού και εκλογάς ακόμη σας αφήνομεν να κάμητε; Οι άνθρωποι προσποιούνται τους αφελείς. Αλλ’ απαντώμεν: Τας εκλογάς δεν μας αφήνουσιν αυτοί να τας κάμωμεν. Εάν εξηρτάτο από αυτούς, ουδέποτε θα εγίνοντο εκλογαί. Αι εκλογαί γίνονται, διότι δεν έχουσι πλέον την δύναμιν να τας εμποδίσωσιν. Αι εκλογαί γίνονται διότι ησθάνθησαν ότι η λαϊκή αγανάκτησις δι’ όσα εκακούργησαν ήτο ετοίμη να εκραγή μετά ορμής ηφαιστείου και να θάψη αυτούς υπό την κοχλάζουσαν αυτής λάβαν. Και εσκέφθησαν να ανοίξωσι την διέξοδον των εκλογών, ίνα σωθώσιν από τους κινδύνους της εκρήξεως. Εφαντάσθησαν μάλιστα, υπό την επιρροήν ην έχουσι να επιβάλλωνται εν παντί, ότι ηδύναντο να περιορίσωσι και τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού κατά τας εκλογάς. Και διά πράξεως του γελοίου ομίλου των εγκαθέτων των, ον εχαρακτήρησαν Βουλήν, εχάραξαν τα όρια της εντολής ην ηδύνατο να δώση ο λαός εκλέγων τους αντιπροσώπους του. Αλλ’ είδον ότι ο λαός υπεδέχθη την απόπειραν ταύτην διά καγχασμού και τότε κατέφυγον εις την απειλήν. Ο αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων - ούτω ονομάζουσι το περιλάλητον συγκρότημά των - δεν εδυσκολεύθη να δηλώση ότι, αν ο λαός εξεδήλου απόφασιν αντίθετον προς το πάθος αυτού κατά του Μεγάλου Μάρτυρος, θα ανθίστατο βιαίως κατ’ αυτής. Και, κατά οικείαν εις τους ανθρώπους αυτούς αντιστροφήν των όρων, ήντλει εντεύθεν επιχείρημα ίνα είπη εις τους αντιφρονούντας: Πως θέλητε να γεννήσητε τοιούτον ζήτημα, αφού αυτό θα αγάγη εις την αιματοκύλισιν της Ελλάδος; Ελησμόνει ο άνθρωπος, ότι ο κίνδυνος του αιματοκυλίσματος υπήρχε μόνον διότι αυτός ηπείλει δι’ αυτού και εφαντάζετο ότι ημείς, πτοούμενοι προ της απειλής, θα εκύπτομεν τον αυχένα εις τας αξιώσεις του. Λέγων όμως ταύτα δεν έβλεπε περί αυτόν, επίστευε δε ίσως ότι και ημείς δεν είχομεν όμματα, ίνα ίδωμεν περί ημάς. Όταν όμως ηναγκάσθη εκ της αδιαφορίας με την οποίαν εδέχθη την απειλήν να ρίψη τα βλέμματα πέριξ αυτού και ημών και είδε τας ασημάντους μονάδας του αντιμετώπους ολοκλήρου του ελληνικού λαού, συμπαγούς και ηνωμένου και ακλονήτου εν τη αποφάσει του ουδένα να ανεχθή περιορισμόν της κυριαρχικής του θελήσεως, ηναγκάσθη να ανακαλέση την απειλήν. Και απεδέχθη ότι θα υποκύψη εις την λαϊκήν θέλησιν, οιαδήποτε και αν είναι αύτη. Αλλ’ ενόμισεν ότι, αφού δεν δύναται να χρησιμοποιήση την απειλήν, ημπορεί να προσφύγη εις την πονηρίαν. Και ζητεί να ενώση το ζήτημα του θρόνου με τας εκλογάς. Φοβείται το δημοψήφισμα, ήτοι την πάνδημον λαϊκήν ετυμηγορίαν, την ειδικήν και ρητήν, ήτις γνωρίζει ότι θα μαστιγώση αυτόν δι’ όσας από τετραετίας και πλέον εν τη αχαλινώτω εμπαθεία του διετύπωσε διαβολάς και συκοφαντίας κατά του πρώτου των Ελλήνων. Και αποκρούει το υφ’ ημων αξιούμενον δημοψήφισμα περί του ζητήματος του θρόνου, το οποίον αυτός ήγειρε. Πράγματι ζήτημα θρόνου δεν υπάρχει. Ο θρόνος έχει τον νόμιμον αυτού κάτοχον. Βασιλεύς των Ελλήνων είναι ο Κωνσταντίνος. Κληθείς εις την διαδοχήν του αειμνήστου βασιλέως Γεωργίου, ως πρωτότοκος αυτού υιός, ο Κωνσταντίνος και ουδέποτε παραιτηθείς του θρόνου. Αυτός είναι ο συνταγματικός βασιλεύς των Ελλήνων. Εν τούτοις οι αντίπαλοι ημών αμφισβητούσι τα δικαιώματά του. Που στηρίζεται η αμφισβήτησίς των; Βεβαίως όχι επί του Συντάγματος. Και εάν ελαμβάνομεν υπ’ όψιν μόνον τας κατά το Σύνταγμα αμφισβητήσεις, θα ηδυνάμεθα και θα ωφείλομεν να τας παρίδωμεν. Αλλ’ αι αμφισβητήσεις αύται, αι ουδέν, απολύτως ουδέν, εν τω Συντάγματι ευρίσκουσαι έρεισμα, παρουσιάζονται στηριζόμεναι επί της θελήσεως του ελληνικού λαού, τον οποίον αυτοί παριστώσι διαρκώς ως μη θέλοντα τον βασιλέα Κωνσταντίνον, κατά μεγάλην πλειοψηφίαν. Πας Έλλην ευλαβής προς την λαϊκήν θέλησιν, 282


αναγνωρίζων ταύτην ως μόνην πηγήν πάσης εξουσίας και υπέρ πάσαν άλλην της βασιλικής, ευρισκόμενος απέναντι της επί τοιαύτης βάσεως τιθεμένης αμφισβητήσεως των δικαιωμάτων του βασιλέως Κωνσταντίνου, όσον και αν είναι πεπεισμένος περί του εναντίου, είναι φυσικόν να αισθάνεται στενοχωρίαν. Και επί πλέον ο αρχηγός των αντιπάλων μας διέσπειρε την αμφισβήτησιν αυτήν ανά σύμπαντα τον κόσμον. Και έκαμε τα πάντα ίνα πιστευθή απανταχού της γης, ότι ο βασιλεύς Κωνσταντίνος έμενεν εις τον θρόνον της Ελλάδος παρά την λαϊκήν θέλησιν και ηξίου ότι ασκεί τα βασιλικά του καθήκοντα κατά θείαν εντολήν, θεωρών εαυτόν δοσίλογον μόνον προς τον Θεόν και μη σεβόμενος ουδεμίαν συνταγματικήν διάταξιν - αυτό λέγει ο αρχηγός των αντιπάλων μας περί του βασιλέως Κωνσταντίνου και όχι περί του κ. Ελευθερίου Βενιζέλου. Δεν είναι η στιγμή να συζητήσω τας συκοφαντικάς ταύτας απόψεις, τας οποίας, φιλοτεχνηθείσας ότε εχρησίμευον προς διαβολήν του βασιλέως απέναντι των ξένων, ακούομεν έκτοτε μετ’ αηδίας κατά κόρον επαναλαμβανομένας. Οπωσδήποτε ούτω διατυπούμεναι αι αμφισβητήσεις των αντιπάλων μας καθιστώσιν αναγκαίαν την εκκαθάρισιν του δι’ αυτών τεθειμένου ζητήματος, ίνα αρθή πάσα αμφισβήτησις. Ιδού οι λόγοι δι’ ους θεωρώ απαραίτητον να αποφανθή η λαϊκή βούλησις. Λέγει ο αρχηγός των αντιπάλων μας: Ο λαός, κατά μεγάλην πλειοψηφίαν, δεν θέλει τον βασιλέα Κωνσταντίνον. Απαντώμεν: Ας ερωτηθή ο λαός. Τούτο αποκρούει κατά περίεργον τρόπον αυτός, λέγων ότι το Σύνταγμα δεν ορίζει τίποτε περί τοιούτου ερωτήματος. Είναι αληθές τούτο. Αλλ’ είναι εξ ίσου αληθές ότι το Σύνταγμα δεν ορίζει τίποτε περί αμφισβητήσεως των δικαιωμάτων του βασιλέως. Αυτοί αμφισβητούντες ταύτα στηρίζονται επί του Συντάγματος; Όχι βέβαια. Επικαλούνται την λαϊκήν θέλησιν την οποίαν παριστάνουσιν αντιτιθεμένην εις τον βασιλέα Κωνσταντίνον. Ημείς οι αξιούντες να ερωτηθή αύτη συνάγομεν απλώς μίαν αναγκαίον λογικήν συνέπειαν της στάσεως του αρχηγού των αντιπάλων ημών. Πως θα γίνη δυνατόν η λογική συνέπεια, η συναγομένη εκ της αμφισβητήσεως των αντιπάλων μας, της ευρισκομένης έξω του Συντάγματος, να ήτο αύτη εντός του Συντάγματος; Αποκρούοντες δε το δημοψήφισμα, αξιούσιν ότι το ζήτημα θα λυθή διά των εκλογών. Αξιούσιν απλούστατα οι άνθρωποι να καθαιρέσωσι το δόγμα ότι η κατά τας εκλογάς ψήφος δίδει εις τον δι’ αυτής υποδεικνυόμενον πολιτικόν άνδρα την εξουσίαν να διαθέση τον θρόνον, δηλαδή να καθαιρή τον βασιλέα ή να θέτη όρους εις τον βασιλέα. Διότι τούτο δηλούσιν ότι θα κάμωσιν, αν επιτύχωσιν εις τας εκλογάς. Θα καθαιρέσωσι τον Κωνσταντίνον και θα θέσωσιν όρους εις τον κατ’ αυτούς βασιλέα. Κατά του ελεεινού αυτού δόγματος, το οποίον θα κατεβίβαζε τον βασιλέα εις απλούν υπάλληλον του εκάστοτε επικρατούντος κατά τας εκλογάς κόμματος, διοριζόμενον και παυόμενον υπ’ αυτού έχομεν καθήκον να αντεπεξέλθωμεν πάση δυνάμει. Και δεν έχω καμμίαν αμφιβολίαν, ότι δεν θα υπάρξη Έλλην πιστεύων ότι ο θεσμός της βασιλείας υπηρετεί τα συμφέροντα της πατρίδος, όστις να μη αισθανθή αηδίαν κατά του αθλίου αυτού δόγματος. Και το δόγμα θα πέση μαζί με τους εφευρέτας αυτού. Την προσεχήν Κυριακήν ο ελληνικός λαός διά της ψήφου του θα καταβαραθρώση αυτούς. Προσπαθούσι να πτοήσωσι την εκδήλωσιν του λαϊκού φρονήματος, αναισχύντως καυχώμενοι ότι θα προσφύγωσιν εις μέσα νοθείας και βίας, ικανά να ματαιώσωσι την αμείλικτον εναντίον των ετυμηγορίαν του ελληνικού λαού. Είναι αι καυχήσεις αύται αηδή εκλογικά τεχνάσματα. Βεβαίως έπραξαν, και πράττουσι και θα πράξωσι παν το δυνατόν, ίνα αλλοιώσωσι το εκλογικόν αποτέλεσμα. Από μακρού ολόκληρα συνεργεία απασχολούνται προς τον σκοπόν τούτον. Αλλ’ ουδέν θα δυνηθώσιν. Όσα και αν πράξωσι, θα συντριβώσιν υπό της γρανιτώδους αποφάσεως του ελληνικού λαού να απαλλαγή της τυραννίας. Ιδία δε έχω την πεποίθησιν ότι ο λαός των Αθηνών και του Πειραιώς κατά του εκλογικού δικαιώματος του οποίου ιδιαιτέραν διατυπούσιν απειλήν, θα διδάξη αυτούς ότι 283


βδελύσσεται την τυραννίαν βεβαίως εξ ίσου ή και περισσότερον ακόμη πάσης άλλης πόλεως ελληνικής. Εδώ είναι η ιερά γη επί της οποίας το πρώτον εβλάστησεν η ιδέα της ελευθερίας. Και οι κάτοικοι αυτής οι σημερινοί εδείχθησαν κατά τας σκληράς δοκιμασίας της τριετούς τυραννίας, διότι εν τη πόλει των Αθηνών ωργίασεν αύτη κατά τον απαισιώτερον τρόπον. Προχθές ακόμη το ιερόν τούτο έδαφος ταύτης εποτίσθη από το αίμα ενός των αγνοτέρων της πόλεως τέκνων, το αίμα του Ίωνος Δραγούμη, του οποίου η κρεούργησις και θηρίων την καρδίαν θα συνεκίνει. Και χθες έτερον επίλεκτον της Ελλάδος τέκνον, ο Βαλάκης, έπεσεν εν Αθήναις. Αλλ’ έχω ανάγκην να υπομνήσω εγώ προς υμάς όσα κατά την ζοφώδη περίοδον της τυραννίας υπέστητε; Σεις τα έχετε ζωντανά εις την ψυχήν σας. Και αισθανόμενοι ολόκληρον την εξ αυτών αφόρητον πίεσιν, θα δώσητε την ψήφον σας. Και θα καταδικάσητε δι’ αυτής αμειλίκτως τους τυράννους. Χάρις εις την ψήφον την υμετέραν, συμπίπτουσαν με την ψήφον όλων των άλλων περιφερειών της Ελλάδος, θα αποκαταστήσητε την πλήρη ελευθερίαν του ελληνικού λαού. Και μετά την νίκην ο ελληνικός λαός θα καταστήση φανερόν εις όλον τον κόσμον ότι το αίσθημα της ελευθερίας έχει εν τη ψυχή του αχώριστον από το αίσθημα της δικαιοσύνης, της τάξεως. Θα διαψεύση διά της στάσεώς του τους συκοφαντούντας αυτόν τυράννους με τον φαρμακερόν υπαινιγμόν, ότι, άμα ως αυτοί απομακρυνθώσι της αρχής, θα επακολουθήση αναρχία. Απεναντίας, αυτών πιπτόντων θα τερματισθή και η αναρχία. Θα παύση η αυθαίρετος διά της βίας επιβολή των ολίγων, των οποίων την τυραννίαν η λαϊκή ψυχή βδελύσσεται δι’ όσα κατά του λαού εκακούργησαν. Και αναγνωριζομένης κυριάρχου της λαϊκής θελήσεως θα αποκατασταθή η αρμονία και η τάξις. Ο λαός, παρ’ όλην την πικρίαν με την οποίαν εποτίσθη, είναι πάντοτε ο γενναιόφρων λαός, οποίον η ιστορία τον παρουσιάζει. Ουδείς έχει να φοβηθή από την νίκην αυτού την ελαχίστην παρεκτροπήν. Ας είναι πάντες ήσυχοι. Ουδέν δίκαιον, ουδέν συμφέρον διατρέχει οιονδήποτε κίνδυνον. Κατά την πάνδημον ταύτην στιγμήν ας δώσωμεν πάντες με ηνωμένην την καρδίαν ιεράν υπόσχεσιν ότι η νίκη ημών θα σημάνη την της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Θα αποκαταστήσωμεν βεβαίως τα υπό της τυραννίας πληγέντα δίκαια. Αλλ’ ουδεμία πράξις εκδικήσεως θα μιάνη το έργον τούτο. Μίαν και μόνην θα λάβωμεν εκδίκησιν: Θα προκαλέσωμεν τας τύψεις της συνειδήσεως των τόσον σκληρώς αδικησάντων ημάς δι’ όσα καθ’ ημών διέπραξαν, εξασφαλίζοντες και προστατεύοντες παν δίκαιον και παν νόμιμον συμφέρον αυτών. Και η εκδίκησις αύτη μας αρκεί. Με την δύσιν του ηλίου της προσεχούς Κυριακής θα δύση και η μαύρη τυραννία. Ο ανατέλλων ήλιος της επομένης θα χαιρετίση την πατρίδα ελευθέραν και ακτινοβόλος θα φωτίση την χαράν των ελευθερωθέντων Ελλήνων. Και η χαρά θα είναι κατά τοσούτον μεγαλυτέρα καθόσον θα έχωμεν πάντες βαθύ το συναίσθημα ότι η ελευθερία δεν μας εδωρήθη, αλλά την κατεκτήσαμεν. Την κατεκτήσαμεν διά της καρτερίας ημών, η οποία αντιμετώπισε νικηφόρως όλους τους διωγμούς, διά της αδαμάστου αποφάσεως ημών. Ούτω κατακτηθείσα η ελευθερία έσεται κτήμα ημών εσαεί. Και πρώτην άσκησιν αυτής θα αποτελέση το δημοψήφισμα, δι’ ου θα αποκαταστήσωμεν εν πληρότητι την λαϊκήν κυριαρχίαν. Διά της πανηγυρικής εκδηλώσεως του δημοψηφίσματος θ’ ανορθώσωμεν τα δίκαια του Μεγάλου Μάρτυρος, του Κωνσταντίνου. Και ας τελειώσωμεν απευθύνοντες προς αυτόν ευγνώμονα χαιρετισμόν δι’ όσας υπέρ της πατρίδος υπέστη θυσίας. Ζήτω η ελευθερία! Ζήτω η Πατρίς! Ζήτω ο βασιλεύς Κωνσταντίνος! Ζήτω ο λαός της Αττικής!» 296. 296

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 341 - 352.

284


Στην ομιλία αυτή του Δημητρίου Γούναρη, απάντησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τον προεκλογικό του λόγο στη συγκέντρωση του «Κόμματος Φιλελευθέρων», που πραγματοποιήθηκε, επίσης στην Πλατεία Συντάγματος. Μιλώντας σε μια πραγματικά μεγάλη από άποψη λαϊκής συμμετοχής συγκέντρωση, επιχείρησε να εμφανίσει ως δεδομένη την πεποίθησή του για τη νίκη του κόμματός του στις επικείμενες εκλογές, εξέφρασε τη βεβαιότητά του για τον «εθνικό θρίαμβο» μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αναφέρθηκε διεξοδικά στις προγραμματικές θέσεις του «κόμματος Φιλελευθέρων» για τη διοικητική, οικονομική και κοινωνική ανόρθωση του τόπου. Εν τούτοις, σημαντική είναι και η ομιλία του μεγάλου Κρητικού πολιτικού στη Βουλή στις 13 Αυγούστου 1917, στην οποία ανέπτυξε ακριβώς τον αντίλογό του στις κατηγορίες του βασικού πολιτικού αντιπάλου του και έδωσε το δικό του στίγμα για την υφιστάμενη κατάσταση στη χώρα και για το πως εκείνος έβλεπε τη μελλοντική της προοπτική. Μεταξύ των άλλων, λοιπόν, ο Ελ. Βενιζέλος στη βαρυσήμαντη εκείνη ομιλία του ανέφερε και τα εξής: «... Ενεμείναμεν, λοιπόν, και πάλιν εις την αρχικήν πολιτικήν, την πολιτικήν της ουδετερότητος, την πολιτικήν όμως της υποσχέσεως ότι, εάν ποτέ αι Δυνάμεις θα μας ενόμιζον χρησίμους εις πόλεμον κατά της Τουρκίας, θα μας διέθετον υπό τας προϋποθέσεις πάντοτε τας οποίας είχομεν θέσει, ότι ημείς θα ήμεθα εις την διάθεσίν των. Και έρχεται τότε η αναγγελία της επιχειρήσεως κατά των Δαρδανελλίων. Όχι της κυρίας επιχειρήσεως, ήτις, ως ανέφερεν ο αξιότιμος εξ Αττικής βουλευτής, έγινε την 6ην Μαρτίου, αλλά της προκαταρκτικής προσβολής κατά των εξωτερικών φρουρίων των Δαρδανελλίων. Ευθύς, κύριοι, άμα τω ακούσματι, ότι επιχειρείται η επίθεσις αύτη, ευθύς κατέληξα εις την σταθεράν πεποίθησιν, ότι ενώπιον ημών παρουσιάζετο μια ευκαιρία διά να επιδιώξωμεν τας υπεσχημένας σπουδαιοτάτας εδαφικάς παραχωρήσεις εν Μικρά Ασία άνευ όμως των κινδύνων εκείνων, υπό τους οποίους μας εδίδοντο αρχικώς αι παραχωρήσεις αύται, δηλαδή της προελάσεως του στρατού μας μέχρι του Δουνάβεως προς βοήθεια της Σερβίας. ... ... Κατά της επιχειρήσεως ταύτης, κατά της πολιτικής ταύτης ενεφανίσθη πολέμιον το Επιτελείον. Το Επιτελείον, το οποίον εξυπηρέτει, ως απεδείχθη εξ όλης της περαιτέρω πορείας των πραγμάτων, Γερμανικήν καθαρώς πολιτικήν, το Επιτελείον, το οποίον ευρίσκετο εκεί διά να ματαιώνη κάθε προσπάθειαν οιασδήποτε Κυβερνήσεως, διά της οποίας θα ηδύνατο η Ελλάς να ευρεθή αντιμέτωπος προς την Γερμανίαν, το Επιτελείον αντετάχθη κατά της επιχειρήσεως αυτής και αντετάχθη όχι μόνον διά στρατιωτικούς λόγους, αλλά και διά λόγους καθαρώς πολιτικούς, λέγον, όπως είπεν ο αξιότιμος συνάδελφός μου χθες, "τι μας ελκύει προς την Μικράν Ασίαν, τι κοινό κυνί και βαλανείω, τι έχομεν να κάμωμεν εκεί;" Μέχρις αυτού του σημείου έφθασεν η Γερμανική πολιτική του Επιτελείου, ώστε να αρνήται ολόκληρον την υπόστασιν ημών την Εθνικήν. Ο τελευταίος, βέβαια, ο οποίος δεν παρεγνώριζε τας δυσχερείας, τας οποίας θα αντιμετωπίζομεν διά του νέου αυτού διπλασιασμού της Ελλάδος, θα ήμουν εγώ. Αλλ’ ο πόλεμος ο Βαλκανικός είχεν αποδείξει, ότι το Έθνος ενέκλειε μεγάλην ζωτικότητα και εάν νέα εγένετο επίκλησις προς όλα τα τέκνα της Ελλάδος, δεν είχα ουδεμίαν αμφιβολίαν, ότι θα κατωρθώναμεν να διοργανώσωμεν και τας χώρας αυτάς και να δημιουργήσωμεν μετά μικρόν, σύμφωνα με τας αντιλήψεις, τας οποίας είχομεν μετά το 1909, εν μέγα και πλούσιον και αληθώς νεωτεριστικόν Κράτος. Αλλά μοι αντέταξαν και άλλο: "Τι θέλεις να υπάγωμεν εκεί εις την Μικράν Ασίαν να διπλασιάσωμεν την Ελλάδα, όταν, μεταβαίνοντες εκεί, θα έχωμεν δίπλα μας τόσας μεγάλας Δυνάμεις, θα έχωμεν τους Ρώσους, οι οποίοι θα έφθανον διά της νοτίου πλευράς του Ευξείνου εις Κωνσταντινούπολιν, θα έχωμεν από τον νότον την Ιταλίαν" και δεν ηξεύρω ποιόν άλλον, κατά των οποίων δεν θα ήτο δυνατή η άμυνά μας, ωσάν η συνύπαρξις των μικρών μετά των μεγάλων Κρατών να μη ασφαλίζεται διά της ισορροπίας των Ευρωπαϊκών συνδυασμών. ... 285


... Κύριοι! Ο Βασιλεύς ο τότε, αφού προς στιγμήν είχε παρασυρθή παρ’ εμού και μου είχε δώσει και την εξουσιοδότησιν να προβώ εις την εφαρμογήν της πολιτικής μου, συνεκρατήθη βραδύτερον. Περιεστοίχισαν αυτόν εκείνοι, οι οποίοι τον περιεστοίχιζον και έφθασε πλέον όχι μόνον κατά της γνώμης εμού να αντιταχθή, ο οποίος εξεπροσώπουν τότε την πλειοψηφίαν της Χώρας, αλλά έφθασε και να αντιταχθή κατά της γνώμης όλης της Χώρας, διότι, όπως εξέθηκα εις υμάς, την γνώμην αυτήν συνέστησαν εις τον Βασιλέα να ακολουθήση όλοι οι πολιτικοί παράγοντες, οι μέχρι της στιγμής εκείνης τουλάχιστον γνωστοί εις την Χώραν. Και θα μας είπουν τώρα οι ασχοληθέντες εις το ζήτημα το Συνταγματικόν, ότι ο Βασιλεύς διέλυσε την Βουλήν τότε και ανέθηκε την Κυβέρνησιν εις τον κ. Γούναρην, σεβόμενος το Σύνταγμα, ακριβώς καθ’ ον τρόπον ο Βασιλεύς Γεώργιος είχε διαλύσει κατ’ επανάληψιν Βουλάς, αναθέσας όμως αυτός την Κυβέρνησιν όχι καν εις μειοψηφούντας, αλλ’ εις Κυβερνήσεις Υπηρεσιακάς, διά των οποίων επεδίωξε να εξακριβώση το δημόσιον φρόνημα. Αλλά τίνας ενδείξεις είχεν ο πρώην Βασιλεύς Κωνσταντίνος, ότι τα υποστηριζόμενα υπ’ εμού ήσαν αντίθετα προς τας αξιώσεις της Κοινής Γνώμης, όταν όλους τους άλλους πολιτικούς Ηγέτας του έφερα κατ’ αντιμωλίαν εις συζήτησιν ενώπιόν του και του είπον ότι όλα αυτά, τα οποία λέγει ο Βενιζέλος, πρέπει να τα εκτελέση, διότι ο Βενιζέλος έχει μαζύ του τον Ελληνικόν λαόν; Ο Βασιλεύς εκείνην την στιγμήν, καλών τον κ. Γούναρην και δωροδοκών αυτόν, δίδων δηλαδή εις αυτόν το ρουσφέτι της χρίσεώς του εις αρχηγόν κόμματος και επιτυγχάνων να αναλάβη ούτος την Κυβέρνησιν, εφήρμοζε το πολίτευμα, ή το είχεν ήδη κατακουρελιάσει; Και όμως, κύριοι, η νομιμοφροσύνη μου υπήρξε τοιαύτη, ώστε ούτε ημφισβήτησα καν εις τον Βασιλέα, την πρώτην φοράν, το δικαίωμα της διαλύσεως, ούτε παρεπονέθην διά το πράγμα, ούτε εγώ, ούτε οι φίλοι μου. Έβλεπα περίπου που εφερόμεθα, αλλά δεν ηθέλησα να εξαπολύσω μίαν τρικυμίαν εις το Εθνικόν πέλαγος, το οποίον μέχρι της στιγμής εκείνης εφαίνετο γαληνιαίον και επί του οποίου μόλις ήρχιζαν να διαγράφονται ελαφραί τινες πτυχαί. Απεμακρύνθην της Εξουσίας εναντίον της γνώμης του Ελληνικού λαού, εναντίον της γνώμης αυτών των πολιτικών αντιπάλων μου, κατά εφαρμογή προσωπικής πολιτικής του Στέμματος, εμπνεομένης έξωθεν της Ελλάδος, απεμακρύνθην της Αρχής, έχων μέχρι της στιγμής εκείνης με το μέρος μου σχεδόν την παμψηφίαν του Ελληνικού λαού. ... ... Αι εκλογαί διεξήχθησαν τέλος την 31η Μαΐου, γνωρίζετε υπό ποίας περιστάσεις. Γνωρίζετε, ότι ο Αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων ηναγκάσθη ν’ αποχωρήση του αγώνος, γνωρίζετε ότι εις όλην την Ελλάδα εξαπελύθησαν οι πράκτορες της Αυλής, θέτοντες το ζήτημα μεταξύ Βασιλέως και Βενιζέλου, μεταξύ πολέμου και ειρήνης. Και όμως, ενώ αι εκλογαί διεξήχθησαν εν απουσία εμού, ο λαός απεδοκίμαζε τον πρώτον Σωτήρα και ενέκρινε την πολιτικήν μου. Οπωσδήποτε, εκ του όλου αριθμού των 310 βουλευτών το κόμμα των Φιλελευθέρων επέτυχεν 184 εν όλω έδρας, απέναντι 126 εδρών, ας εκέρδισαν όλα ομού τα αντίθετα κόμματα. Το αποτέλεσμα αυτό εζητήθη να παρασταθή ως μία απόδειξις, ότι το Κόμμα των Φιλελευθέρων είχεν ολιγωτέραν πλειοψηφίαν παρά πριν. Και τι με τούτο, εάν κατωρθώθη υπό τοιούτους όρους, διά παραβιάσεως του Συντάγματος, διά τοιαύτης εκμεταλλεύσεως κάθε πράγματος, εάν κατωρθώθη ν’ αποδειχθή ότι η πλειονοψηφία δεν ήτο τόσον μεγάλη όσον προ τριετίας, τι σημαίνει άρά γε τούτο; Μήπως διά τούτου η επιβολή της πλειονοψηφίας ήτο ολιγώτερον ενδεδειγμένη; Μήπως ο Βασιλεύς ηδύνατο να αναλάβη εμφανέστερον εις το ότι επέτυχε διά της πρώτης διαλύσεως να υποβιβάση την πλειονοψηφίαν των Φιλελευθέρων και ελπίζων να επιτύχη περαιτέρω υποβιβασμόν αυτής διά δευτέρας διαλύσεως και περαιτέρω διά τρίτης και ούτω καθ’ εξής; Πριν ή αναλάβη το Κόμμα των Φιλελευθέρων και πάλι την Αρχήν, το Στέμμα εν γνώσει - δεν το έχω αποδεδειγμένον, αλλά το θεωρώ πιθανώτατον εκ πολλών λόγων του τότε Προέδρου της Κυβερνήσεως κ. Γούναρη, ο οποίος αν και πρόεδρος της φαινομενικής Κυβέρνησεως, ήτο και μέλος της εκ των παρασκηνίων δρώσης πραγματικής 286


τοιαύτης - το Στέμμα, εν γνώσει του Προέδρου της φαινομενικής Κυβερνήσεως είχεν ανακοινώσει προς τας Δυνάμεις ταύτας, ότι αδιαφορεί πλέον διά την Συνθήκην προς την Σερβίαν και αφίνει ελευθέραν την Βουλγαρίαν να επιπέση κατ’ αυτής και ότι εντεύθεν ουδένα κίνδυνον έχει να φοβήται η Βουλγαρία εις την εφαρμογήν της πολιτικής της, συνισταμένης εις την απόκτησιν της ηγεμονίας επί του Αίμου. Επιτρέψαντες, κύριοι, και διευκολύναντες την ανάμιξιν της Βουλγαρίας εις τον πόλεμον, όπως επιτεθή κατά της Σερβίας - έχω το δικαίωμα να κηρύξω από του βήματος αυτού, με όλην την επισημότητα της θέσεώς μου - κατεπροδίδομεν όχι απλώς την σύμμαχόν μας Σερβίαν, κατεπροδίδομεν τα Ελληνικά συμφέροντα, τα ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδος και εξυπηρετούμεν μόνον τα καθαρώς ξένα, τα Γερμανικά συμφέροντα. Αφίνοντες την Βουλγαρίαν να επιτεθή κατά της Σερβίας, καθιστώμεν τον όλεθρον της συμμάχου μας απολύτως βέβαιον. Και μόνον τούτο, το γεγονός της κατασυντριβής της Σερβίας, ήτο πλήγμα τεράστιον, πλήγμα μέγα κατά της Ελλάδος, διότι μόνον αν από της Βαλκανικής Χερσονήσου έφευγεν η Σερβία, και χωρίς ν’ αλλοιωθούν οι άλλοι όροι των Βαλκανικών Κρατών, μόνη η συντριβή της Σερβίας ανέτρεπε την ισορροπίαν των δυνάμεων εν τη Βαλκανική και καθίστα την απέναντι του κληρονομικού ημών ανταπαιτητού, υποδεεστέραν. Η ύπαρξις Σερβίας ισχυράς εν τη Βαλκανική Χερσονήσω ήτο κεφάλαιον και Ελληνικόν, το οποίον κατά τοιούτον τρόπον επαίσχυντον κατεστρέψαμεν ημείς αυτοί. Αλλ’ η ζημία των Ελληνικών συμφερόντων δεν ήτο αύτη μόνη, η προερχομένη εκ της κατασυντρίψεως της συμμάχου ημών Σερβίας. Ήτο και άλλη, θετική, προφανής, σαφής, προβάλλουσα καταπληκτικώς και εμφανώς εις κάθε ένα, ο οποίος δεν ήθελε να εθελοτυφλή. Καταστροφή της Σερβίας, συμπράξει της Βουλγαρίας, εξησφάλιζε την πραγματοποίησιν των μάλλον παραλόγων αξιώσεων της Βουλγαρίας, επί της ηγεμονίας εις τον Αίμον. Κατασύντριψις της Σερβίας, συμπράξει της Βουλγαρίας, έδωκεν εις την Βουλγαρίαν, όπως γνωρίζετε ήδη, προ δυο περίπου ετών, δεκαέξ νέους νομούς και ογδοήκοντα επαρχίας, εις τας οποίας προσετέθησαν βραδύτερον οι νομοί Πρισρένης και Πριστίνης. Δεκαοκτώ όλους νομούς έδωκεν εις την Βουλγαρίαν, με την επιφύλαξιν των όσων θα δώση η Δοβρουτσά, ίσως και η Αλβανία, δι’ εξόδου εις την Αδριατικήν. Και ερωτώ, κύριοι βουλευταί: Η ενέργεια αύτη του Στέμματος και των ανεπισήμων συμβούλων του, η ενέργεια αύτη όπως εξασφαλισθή η επίθεσις της Βουλγαρίας κατά της Σερβίας, ασχέτως προς την συμμετοχήν ημών εις τον πόλεμον, επετρέπετο; Επετρέπετο να λεχθή εκ των προτέρων προς την Βουλγαρίαν, ότι θα εμένομεν αδιάφοροι; Η πολιτική του Στέμματος ήτο πολιτική ευμενούς ουδετερότητος προς την Σερβίαν, ή πολιτική προδοσίας προς αυτήν; ... ... Εκάλεσα προηγουμένως το Υπουργικόν Συμβούλιον, εμείναμεν σύμφωνοι, και ανέθηκα εις τον συνάδελφον Υπουργόν των Στρατιωτικών αντιστράτηγον Δαγκλήν να καλέση τον Επιτελάρχην και να αναθέση εις αυτόν την σύνταξιν του Διατάγματος της επιστρατεύσεως. Εγώ θα ανηρχόμην εις τας 5 μ.μ., ο κ. Δαγκλής θα ανήρχετο μετά 1 και ½ ώραν, ότε εγώ θα είχα περατώσει την ομιλίαν μου, και θα είχεν έτοιμον το Διάταγμα προς υπογραφήν. Αλλ’ όταν είπον εις τον Βασιλέα, ότι δεν πρόκειται περί μερικής επιστρατεύσεως, αλλά περί γενικής, αφού ευρισκόμεθα ενώπιον Βουλγαρικής επιστρατεύσεως γενικής, τότε απεκαλύφθησαν οι σκοποί και η πολιτική του Βασιλέως. Δεν μου είπε, βεβαίως, ότι δεν είμεθα υποχρεωμένοι να βοηθήσωμεν την Σερβίαν· αυτό δεν ετόλμησε να μου το είπη, διότι ήξευρε πολύ καλά υπό ποίους όρους υπεγράφη η Συνθήκη αυτή και πόσον σαφής ήτο η υποχρέωσις ημών να βοηθήσωμεν την Σερβίαν και εις Ευρωπαϊκόν καθαρώς πόλεμον, αλλά μοι είπεν: "Ηξεύρετε, εγώ δεν θέλω να βοηθήσωμεν την Σερβίαν, διότι η Γερμανία θα νικήση, και εγώ δεν θέλω να νικηθώ!" Ανέπτυξα κατά πρώτον λόγον την στρατιωτικήν άποψιν του ζητήματος. Επέστησα, επομένως, την προσοχήν του επί των τοπικών όρων της Βαλκανικής, επέστησα την 287


προσοχήν του επί της γεωγραφικής θέσεως της Ελλάδος, επέστησα την προσοχήν του επί της ελλείψεως μέσων συγκοινωνίας εν τη Χερσονήσω τη Βαλκανική και υπεστήριξα, ότι κατά την εμήν πεποίθησιν, ή τουλάχιστον την ελπίδα την σοβαράν, εάν ημείς επιτιθέμεθα κατά των Βουλγάρων, προκειμένου να επιτεθώσιν ούτοι από ενός μετώπου κατά των Σέρβων, υπήρχε πιθανότης, με το ηθικόν το ακμαίον, το οποίον είχεν ο Ελληνικός Στρατός και το πεπτωκός ηθικόν, το εκ της προσφάτου ήττης, του Βουλγαρικού, υπήρχε πάσα πιθανότης, ότι θα ηδυνάμεθα να ελπίζωμεν και άφιξιν ημών εις την πρωτεύουσαν της Βουλγαρίας. Ανέφερα εις αυτόν το γεγονός, το γεγονός, το οποίον εγνώριζεν ήδη, ότι η Βουλγαρία είχε μόνον 400 βολάς κατά τηλεβόλον, όσαι δεν φθάνουν ουδέ δι’ απλήν σοβαράν σημερινήν μάχην, ώστε, αν κατωρθούμεν επί ένα μήνα να προλάβωμεν την κατασυντριβήν της Σερβίας, θα ηδυνάμεθα, άνευ σοβαράς αντιστάσεως, να φθάσωμεν εις την Σόφιαν. Αλλά είπον εις τον Βασιλέα, ότι, και αν δεν κατορθώσωμεν να συντρίψωμεν εγκαίρως την Βουλγαρίαν, θα φθάσωμεν όμως, διατηρούντες την επαφήν μας μετά του Σερβικού στρατού και, υποχωρούντος του Σερβικού στρατού ενώπιον ανωτέρας Γερμανικής πιέσεως, θα φθάσωμεν εις εν σημείον, το οποίον εν γενικαίς γραμμαίς θα εξετείνετο από των συνόρων μας της Ανατολικής Μακεδονίας διά της κοιλάδος της Στρωμνίτσης προς το Κριβολάκ και Τέτοβον, θα εφθάνομεν εις τοιαύτην γραμμήν, πέραν της οποίας πρόοδος Αυστρογερμανική ήτο απολύτως αδύνατος, εκ μηχανικών λόγων. Διότι, γνωρίζετε, κύριοι, ποίαι είναι αι ανάγκαι του ανεφοδιασμού του σημερινού πολέμου. Μία σιδηροδρομική γραμμή απλή, όπως είναι αι του Βαλκανικού μετώπου, είναι αδύνατον να εξυπηρετήση στρατόν περισσότερον των 120 έως 130 χιλιάδων ανδρών. Τούτου λαμβανομένου υπ’ όψει, ήτο αδύνατον εις την Γερμανίαν και την Αυστρίαν να συγκεντρώσωσιν εις το μέτωπον τούτο και εφοδιάσωσι στρατόν ουχί ανώτερον από τον ιδικόν μας και τον Σερβικόν, καθώς και από τον Αγγλογαλλικόν, ο οποίος βαθμιαίως θα ήρχετο, αλλ’ ούτε ίσον καν προς τα 2/3 αυτού. Ηναγκάσθην τότε να προβάλω το βαρύ πυροβολικόν, να μεταχειρισθώ τα ηρωικά φάρμακα, και είπα: "Μεγαλειότατε, δεν κατώρθωσα να σας πείσω, λυπούμαι πολύ, αλλ’ έχω καθήκον να σας είπω, ως αντιπρόσωπος την στιγμήν ταύτην της Λαϊκής Κυριαρχίας, ότι δεν έχετε κανένα δικαίωμα να διαφωνήσετε προς εμέ την φοράν αυτήν. Ο λαός, διά των εκλογών της 31ης Μαΐου, ενέκρινε την πολιτικήν μου, μοι παρέσχε την εμπιστοσύνην του. Εγνώριζε δε, ότι η βάσις της πολιτικής μου ήτο να μη επιτρέψωμεν εις την Βουλγαρίαν να συντρίψη την Σερβίαν, διά να υπερεξογκωθή και συντρίψη και ημάς αύριον. Δεν δύνασθε, λοιπόν, την στιγμήν αυτήν ν’ απομακρυνθήτε από της πολιτικής αυτής. Εκτός εάν αποφασίσετε να θέσετε κατά μέρος το πολίτευμα, οπότε οφείλετε να το είπητε σαφώς δι’ ενός Διατάγματος, καταργούντες το πολίτευμα και αναλαμβάνοντες τας ευθύνας". Μου είπεν: "Ηξεύρετε, εγώ αναγνωρίζω, ότι είμαι υποχρεωμένος να υπακούω εις την λαϊκήν ετυμηγορίαν, όταν πρόκειται διά τα εσωτερικά ζητήματα της Χώρας, αλλ’ όταν πρόκειται διά τα εξωτερικά ζητήματα, τα μεγάλα Εθνικά ζητήματα, θεωρώ ότι, εφ’ όσον εγώ έχω την αντίληψιν, ότι εν πράγμα είναι σωστόν ή ότι δεν είναι σωστόν, οφείλω να επιμείνω να γίνη ή να μη γίνη, διότι εγώ είμαι υπεύθυνος απέναντι του Θεού". Αλλά, διαρκούσης της συζητήσεως διά την βοήθειαν υπέρ της Σερβίας, ήλθεν εις το μέσον το ζήτημα, το οποίον είχεν ανακινήσει το Επιτελείον, υποστηρίζον ότι η Σερβία δεν ηδύνατο να διαθέση, ως υπεχρεούτο εκ της στρατιωτικής Συμβάσεως, 150.000 μαχητών εις πόλεμον κατά της Βουλγαρίας. Χωρίς καθόλου να εξετάσω αν υπήρχε τοιαύτη υποχρέωσις της Σερβίας, είπον εις τον Βασιλέα: "Δεν νομίζετε ότι θα ήτο δυνατόν να αρθή αυτό το επιχείρημα, και ακόμη περισσότερον, διά να αυξηθή ουσιωδώς η στρατιωτική δύναμις ημών και των Σέρβων και δι’ επικουρίας Αγγλογάλλων, δεν νομίζετε, ότι πρέπει να ερωτήσωμεν τους Αγγλογάλλους, μήπως ηδύναντο να μας δώσουν αυτοί 150.000 288


λόγχας; Διότι, αν μας δώσουν αυτοί, τότε θα έχωμεν με τας 200.000 λόγχας των Σέρβων και τας 150.000 ιδικάς μας, 500.000 λόγχας, ήτοι 800 περίπου χιλιάδας στρατού, δεν δύνανται δε οι Βούλγαροι και οι Αυστρογερμανοί να στρέψωσιν ούτε το ήμισυ απέναντί μας". Ο Βασιλεύς είπε: "Βέβαια, αλλά να αποστείλωσιν όχι αποικιακόν στρατόν, αλλά Μητροπολιτικόν". Μετά 48 ώρας η απάντησις των Δυνάμεων ήλθεν, ότι αι Δυνάμεις είναι διατεθειμέναι να δώσουν τας αιτηθείσας λόγχας Μητροπολιτικού στρατού, ώριζαν δε και τας προθεσμίας, εντός των οποίων θα ήρχετο ο στρατός ούτος. Όταν ήλθεν η απάντησις των Δυνάμεων, την ανεκοίνωσα προς τον Βασιλέα, ο δε Βασιλεύς μου είπε: "Παρακαλώ να ειπήτε εις τους κ.κ. πρέσβεις, ότι εφ’ όσον η Βουλγαρία δεν επιτίθεται κατά της Σερβίας και επομένως δεν δημιουργείται η υποχρέωσις ημών, όπως εξέλθωμεν της ουδετερότητος, δεν πρέπει ν’ αποσταλούν τα στρατεύματα ταύτα - των οποίων η ετοιμασία προς αποστολήν είχε αρχίσει αμέσως - διότι η άφιξίς των επί του Ελληνικού εδάφους θα απετέλει παραβίασιν της ουδετερότητος, ενώ είναι δυνατόν ακόμη να μη επιτεθή η Βουλγαρία κατά της Σερβίας". ... ... Προσεκλήθην την επιούσαν υπό του Βασιλέως, όστις μοι εδήλωσεν ότι δεν συμμερίζεται την πολιτικήν μου. Του εδήλωσα, ότι θα υποβάλω την παραίτησίν μου, διότι δεν ενόμιζον ότι ηδυνάμην να εγείρω Συνταγματικόν αγώνα την στιγμήν εκείνην. Την κυβέρνησιν των Φιλελευθέρων διεδέχθη τότε η Κυβέρνησις των Προέδρων των Σωτήρων, υπό τον κ. Ζαΐμην. Διά τον κ. Ζαΐμην είχον ομιλήσει πάντοτε μετά πολλής ευλαβείας και σήμερον ακόμη δεν θέλω να παραγνωρίσω τα χαρίσματα, με τα οποία κοσμείται, εις ένα Τόπον, ο οποίος δυστυχώς, εις κανένα ας μη κακοφανή, πάσχει από μίαν παροδικήν λειψανδρίαν. Αλλ’ η ευθύνη του κ. Ζαΐμη δεχθέντος την Αρχήν κατά την στιγμήν εκείνην, ίνα αθετήση την Συνθήκην προς την Σερβίαν, είναι κολοσσιαία. Ο κ. Ζαΐμης εις την ιστορίαν την Ελληνικήν θα μείνη, ατυχώς δι’ αυτόν, με το όνομα του καταπροδώσαντος την υπογραφήν της Ελλάδος!. ... ... Εκλήθη, λοιπόν, η Κυβέρνησις των γερόντων, όπως ωνομάσθη - δεν δύναται δε η ονομασία αύτη εκ μέρους μου να έχη καμμίαν κακήν έννοιαν, διότι δυστυχώς, και εγώ είμαι γέρων, ώστε δεν το λέγω με έννοιαν υβριστικήν - εκλήθη, λοιπόν, η Κυβέρνησις των γερόντων διά να εφαρμόση δήθεν την λεγομένην ουδετερόφιλον πολιτικήν, και ο κ. Σκουλούδης, διά να ρίψη στάχτη στα μάτια των Φράγκων έκαμε τας γνωστάς δηλώσεις του, ως λέγει η τηλεγραφική εγκύκλιος του κ. Σκουλούδη. Αλλά τας πρώτας δηλώσεις διεδέχθησαν αι δεύτεραι γκάφαι του αμέσως. Δεν επέρασαν ολίγαι ημέραι και, υποχωρούντος του Αγγλογαλλικού στρατού, εγεννήθη το ζήτημα του τι θα εγίνετο όταν θα υπεχώρουν επί του Ελληνικού εδάφους και οι Σέρβοι. Και ο κ. Σκουλούδης εις μίαν των συναντήσεων αυτού προς ένα των πρέσβεων της Συνεννοήσεως, έλεγεν: "Ηξεύρετε αν υποχωρήσουν οι Σέρβοι, είμεθα υποχρεωμένοι να τους συλλάβωμεν!" Και του έλεγεν ο πρεσβευτής: "Πως είναι δυνατόν; Είναι σύμμαχοί σας, είσθε υποχρεωμένοι να τηρήσετε ευμενεστάτην ουδετερότητα· έπειτα οι Σέρβοι είναι σύμμαχοί μας και ημείς ήλθομεν εδώ τη συγκαταθέσει σας". Και ο κ. Σκουλούδης απήντα: "Και εις σας θα έπρεπε να κάμωμεν το ίδιον!". Συζήτησις εγεννήθη αν είπε "θα έπρεπε" ή "θα κάμωμεν" το ίδιον αλλ’ εννοείτε ποίαν σημασίαν είχε το πράγμα, όπως και αν το είπε. Σας αφήνω να εννοήσητε ποία εντύπωσις παρήχθη και ποίαι έμελλον να καταστώσιν αι σχέσεις της Κυβερνήσεως των γερόντων προς την ομάδα της Συνεννοήσεως, ενώ, όπως σας ανέγνωσα προ μικρού, έδιδε την διαβεβαίωσιν της διατηρήσεως της ειλικρινεστέρας ευμένειας προς τας Δυνάμεις της Συνεννοήσεως. ... ... Και ενώ ταύτα εγίνοντο κατά τον Απρίλιον, ολίγον χρόνον ύστερον, κατά τον Μάιον, παρεδίδετο το Ρούπελ. Και πρέπει να μη λησμονήτε, κύριοι, ότι οι Αγγλογάλλοι, ανατινάξαντες από μηνών την γέφυραν του Δεμίρ-Ισσάρ, είχον εκδηλώσει σαφώς και κατά 289


τρόπον στρατιωτικώς απολύτως βέβαιον, ότι ουδεμίαν πρόθεσιν είχον να ενεργήσωσι προς το μέρος εκείνο επιθετικήν στρατιωτικήν επιχείρησιν. Εγνώριζαν οι Γερμανοί, ότι ανατινάξαντες οι Αγγλογάλλοι την γέφυραν και μη απασχολούμενοι να αποκαταστήσωσιν αυτήν, ουδένα σκοπόν είχον να προελάσωσι προς τα εκεί· η κατάληψις επομένως του Ρούπελ υπό των Βουλγάρων εγένετο ουχί ως πράξις αμυντική, αλλ’ ως πράξις επιθετική. Δεν θέλω να είπω ότι είμαι βέβαιος, αφού δεν έχω αποδείξεις, αλλά διατί, αφού το έχω εις την ψυχήν μου να μη το μεταδώσω εις υμάς: ότι κρίνω πιθανόν ότι η πρωτοβουλία της παραδόσεως του Ρούπελ είναι ιδέα Ελληνική, δήθεν Ελληνική δηλαδή, ότι ήτο ιδέα του Επιτελείου, διά να ισορροπηθή η ενίσχυσις, την οποίαν επέτυχον οι Αγγλογάλλοι διά της αφίξεως των Σερβικών στρατευμάτων διά της παραδόσεως του Ρούπελ προς τους Γερμανοβουλγάρους, διά να απειλούν εκείθεν ούτοι τα πλευρά της παρατάξεως της Αγγλογαλλικής. Αλλ’ ήδη έχομεν αποδείξεις πλήρεις του πως εγένοντο τα πράγματα. Έχομεν την απόδειξιν, ότι ουδεμία πίεσις ησκήθη προηγουμένως, ότι εστάλη μόνον μία επιστολή από τον Μίρμπαχ, τον πρέσβυν της Γερμανίας, και άλλη μία από τον Πασσάρωφ, τον πρέσβυν της Βουλγαρίας προς τον κ. Σκουλούδην, διά των οποίων ανήγγελλον οι επιστέλλοντες, ότι έχουν ανάγκην να καταλάβουν το Ρούπελ και να εισέλθουν εις την κοιλάδα του Στρυμώνος και διεβεβαίουν, ότι η εισβολή αύτη ουδόλως θίγει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος. Διατί παρεδώσαμεν το Ρούπελ; Διότι ησκούμεν Γερμανικήν πολιτικήν. Και σκεφθήτε, κύριοι, ποία πεποίθησις έπρεπε να υπάρχη εις το πνεύμα της Γερμανίας, ποία πεποίθησις επί την δουλοφροσύνην ημών, είτε επί την πλήρη υποταγήν ημών εις τα συμφέροντα τα Γερμανικά, όταν απεφασίζετο η προέλασις αυτή, χωρίς κανένα φόβον, ότι ηδύνατο αύτη να δημιουργήση περιπλοκάς. Τους είχαν πείσει ότι ο Ελληνικός λαός θα δεχθή τα πάντα πλέον, ότι τον είχαν δέσει χειροπόδαρα, διά να τον παραδώσουν εις την Γερμανίαν και τους συμμάχους τους. ... ... Κύριοι, δεν έχω ανάγκην να εξηγήσω εις υμάς ποία πάλη και πόσον μακρά και πόσον περιπετειώδης διεξήχθη εν τη ψυχή μου, πριν ή αποφασίσω να γίνω και πάλιν επαναστάτης, να γίνω Αρχηγός κινήματος επαναστατικού. Μίαν ημέραν, κύριοι, με επεσκέφθη εις εκ των νυν συναδέλφων μου, ο οποίος είναι εκ των μεγάλων εργατών της παραγούσης πλούτον Ελλάδος, της ναυτιλλομένης Ελλάδος. Ήτο ούτος εκ των ανθρώπων, οι οποίοι συχνότερον με επεσκέπτοντο, διά να με ωθούν εις ενέργειας. Με επεσκέφθη λοιπόν, και χωρίς να φαίνεται ότι απέβλεπεν εις ωρισμένον σκοπόν, μου διηγήθη μίαν ομιλίαν, την οποίαν του έκαμνε προ μικρού ο κουρεύς του. Κατά τον εν λόγω συνάδελφόν μου, ο κουρεύς του ήτο τρομερά Βενιζελικός. Του έλεγε δε: "Κύριε Εμπειρίκε, ημείς εδώ οι απλοί άνθρωποι λέγομεν, ότι έχει μίαν μεγάλην ευθύνην, εκτός του Βασιλέως, και ο Βενιζέλος". Επί ερωτήσει δε του κ. Εμπειρίκου κατά τι ευθύνεται ο Βενιζέλος, ο οποίος διαμαρτύρεται, φωνάζει, σχίζεται, ο κουρεύς απήντησε: "Μα, ο Βενιζέλος μας λέγει ότι πηγαίνομεν εις καταστροφήν. Αι, λοιπόν, αφού πηγαίνομεν εις καταστροφήν, διατί να μη εμποδίσωμεν αυτό το πράγμα;" Του λέγει ο κ. Εμπειρίκος: "Και διατί δεν κυττάζετε να το εμποδίσετε;" "Πως είναι δυνατόν να το κάμωμεν, του απαντά ο κουρεύς. Εφ’ όσον ο Βενιζέλος υπάρχει και ζη δεν δυνάμεθα να κάνωμεν τέτοιο πράγμα. Διότι ο καθένας σκέπτεται ότι, αφού ο Βενιζέλος, που βλέπει καλλίτερα τα πράγματα, κάθεται ήσυχος, θα πη πως τίποτε δεν μπορεί να γίνη. Ενώ αν έλειπε ο Βενιζέλος, τότε ημείς οι άλλοι, ο λαός, θα εκυττάζαμε πως μπορούσαμε να σώσωμε τον Τόπο από την καταστροφή". ... ... Έθνος, το οποίον διήλθε διά τόσων δοκιμασιών επί τρεις όλας χιλιετηρίδας, χωρίς να εξαφανισθή, Έθνος, το οποίον εσημείωσε και χθες ακόμη τους θριάμβους του 1912 και 1913, Έθνος, το οποίον και προδοθέν υπό των αρχόντων του, κατώρθωσε να ανεύρη εν 290


εαυτώ αρκούσαν ηθικήν δύναμιν διά να δημιουργήση νέον Κράτος και να συγκροτήση νέον στρατόν και να γράψη, ως πολλάκις είπα, τινάς των λαμπροτέρων σελίδων της στρατιωτικής μας ιστορίας, τοιούτο Έθνος είμαι ασαλεύτως πεπεισμένος ότι εγκρύπτει ακόμη εν εαυτώ αρκετήν ζωτικότητα όπως και κατά την υστάτην ταύτην στιγμήν επιτύχη την σωτηρίαν του. Κύριοι! Το Έθνος γνωρίζει, ότι ουδέποτε υπεσχέθην εις αυτό ανέφικτα πράγματα. Το Έθνος γνωρίζει, ότι ουδέποτε υπήρξα κατώτερος των προς αυτό επαγγελιών μου. Μετέχοντες του παγκοσμίου πολέμου, παρά το πλευρόν των δημοκρατικών Εθνών, τα οποία συνήγειραν εις κοινόν αγώνα, εις μίαν αληθώς ιεράν συμμαχίαν, αι κοσμοαυτοκρατορικαί αξιώσεις της Γερμανίας, της οποίας πελάται είναι οι δύο κληρονομικοί μας εχθροί, δεν θα ανακτήσωμεν μόνον τα απολεσθέντα εθνικά μας εδάφη, δεν θα αποκαταστήσωμεν μόνον την εθνικήν μας τιμήν, δεν θα προστατεύσωμεν μόνον τελεσφόρως τα εθνικά μας συμφέροντα εις το Συνέδριον της Ειρήνης και δεν θα ασφαλίσωμεν μόνον το εθνικόν μας μέλλον, αλλά και θα αποτελέσωμεν άξιον μέλος της οικογενείας των ελευθέρων εθνών, την οποίαν θα οργανώση το Συνέδριον τούτο και θα παραδώσωμεν εις τα τέκνα μας Ελλάδα, οποίαν την ωνειρεύθησαν αι παρελθούσαι γενεαί ...»297. Το αποτέλεσμα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, δικαίωσε την αισιοδοξία του Δημητρίου Γούναρη και διέψευσε τις προσδοκίες του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις», επεκράτησε του «Κόμματος Φιλελευθέρων», επιτυγχάνοντας να εκλέξει 260 βουλευτές, έναντι των μόλις 110 βουλευτών του «Κόμματος Φιλελευθέρων». Και είναι αποκαλυπτικό του σαρωτικού χαρακτήρα της ήττας του «Κόμματος Φιλελευθέρων», το γεγονός ότι δεν κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής ούτε καν ο ίδιος ο ηγέτης του, ο απερχόμενος πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Ενδιαφέρουσα, όμως, υπήρξε και η αποτύπωση των συσχετισμών λαϊκής απήχησης στις τάξεις της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», στους κόλπους της οποίας πρώτη δύναμη ανεδείχθη το «Λαϊκό Κόμμα» του Δημητρίου Γούναρη με 75 βουλευτές, ενώ ακολούθησαν το «Μεταρρυθμιστικό Κόμμα» του Νικολάου Στράτου που εξέλεξε 60 βουλευτές, το κόμμα του Στέφανου Δραγούμη που εξέλεξε 30 βουλευτές, και το κόμμα του Δημητρίου Ράλλη που εξέλεξε 25 βουλευτές. Τέλος, 70 έδρες έλαβαν διάφοροι ανεξάρτητοι υποψήφιοι, καθώς και μικρότερα κόμματα που συμμετείχαν στις εκλογές, συνεργαζόμενοι κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο με την «Ηνωμένη Αντιπολίτευση», όπως η «μακεδονική ομάδα» υπό τον Γεώργιο Μπούσιο298. Η συντριπτική νίκη της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», υπήρξε αναμφισβήτητα και μια προσωπική δικαίωση για τον Δημήτριο Γούναρη αφού, κατά κοινή ομολογία, ήταν η δική του η παρουσία στην ηγεσία του προεκλογικού αγώνα της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» που συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της λαϊκής δυναμικής και οδήγησε στο τελικό νικηφόρο αποτέλεσμα. Και ήταν η δική του πολιτική πλατφόρμα, όπως αυτή εκφράστηκε από το «Λαϊκό Κόμμα», που δημιούργησε όλες τις προϋποθέσεις ώστε η νίκη του συνασπισμού των κομμάτων να μην έχει απλώς τα χαρακτηριστικά της μηχανιστικής εισροής ψήφων διαμαρτυρίας των πολιτών για την πολιτική του «Κόμματος Φιλελευθέρων», αλλά και τα στοιχεία μιας θετικής εναλλακτικής επιλογής συνοδευόμενης με τις ελπίδες και τις προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον της ελληνικής κοινωνίας και της χώρας. Ο εκλογικός θρίαμβος της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», προκάλεσε βαθιά εντύπωση και μεγάλη έκπληξη τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Ενώ, το εύρος της εκλογικής ήττας του «Κόμματος Φιλελευθέρων», πέραν από τον αναπάντεχο χαρακτήρα της και την αμηχανία που επέφερε, προκάλεσε πολλαπλούς κραδασμούς στο κόμμα, το οποίο ουδέποτε συνήλθε από τις επιπτώσεις της -με μόνη εξαίρεση τις μεταγενέστερες εκλογές του 1928297

298

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ., σελ. 353 - 364. Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 344, 441.

291


οδηγούμενο στην προοπτική του χρόνου σε πολιτική και εκλογική παρακμή. Αμέσως μετά τις εκλογές, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, παρά τις περί του αντιθέτου προτροπές στενών συνεργατών του, αλλά και του πρέσβη της Αγγλίας στην Αθήνα, υπέβαλε την παραίτησή του στον αντιβασιλέα Παύλο Κουντουριώτη, και στις 4 Νοεμβρίου 1920, αφού εξέδωσε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό, με το οποίο του ανακοίνωνε την απόφασή του να εγκαταλείψει την ενεργό πολιτική, αναχώρησε με το πλοίο «Νάρκισσος» για το εξωτερικό.

Κεφάλαιο 7ο Εν Μέσω Συμπληγάδων στην Τραγωδία 7.1 Κυβερνητική πρεμιέρα με ενδοπαραταξιακές εντάσεις Στο στρατόπεδο της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», την αρχική ευφορία και τον εύλογο ενθουσιασμό της πρώτης φάσης μετά την ανακοίνωση των θριαμβευτικών για την παράταξη εκλογικών αποτελεσμάτων, διαδέχθηκε σύντομα ο προβληματισμός και η περίσκεψη για την δύσκολη «επόμενη ημέρα». Η αλλαγή που είχε συντελεστεί έθετε τέλος σε ένα ιδιότυπο καθεστώς, που είχαν επιβάλει κατά τα τελευταία χρόνια στη χώρα οι κυβερνήσεις του «Κόμματος Φιλελευθέρων». Η μεταβολή απαιτούσε προσεκτικές κινήσεις για να μην οδηγήσει σε ανάλογες εκτροπές και την άλλη πλευρά. Την ούτως ή άλλως δυσχερή αυτή κατάσταση, επέτεινε ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι όλες οι αποφάσεις που απαιτούνταν, έπρεπε να ληφθούν μέσα σε ένα αντίξοο διεθνές περιβάλλον. Το πρώτο ζήτημα που ετέθη ενώπιον της ηγεσίας της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» κατά τρόπο επιτακτικό, ήταν η αποτροπή πιθανών εκδηλώσεων ρεβανσισμού από την πλευρά των οπαδών του «αντιβενιζελικού» χώρου σε βάρος πολιτών προσκείμενων στο «Κόμμα Φιλελευθέρων». Πράγματι, με άμεσες και αποτελεσματικές κινήσεις τα αναγκαία μέτρα ελήφθησαν και τέθηκαν ταχύτατα σε εφαρμογή, ενώ επ' αυτών ενημερώθηκαν από τον Δημήτριο Γούναρη και τον Νικόλαο Στράτο και οι πρεσβευτές των συμμαχικών δυνάμεων στην Αθήνα, που είχαν εκφράσει ανησυχίες για το τι θα επακολουθούσε μετά την εκλογική ήττα των «βενιζελικών». Παρ’ όλα αυτά, ακραίες ενέργειες των οπαδών της νικήτριας παράταξης δεν απεφεύχθησαν εντελώς. Χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση της απελευθέρωσης του στρατηγού Παπούλα (εκ των πρωτεργατών από τη «φιλοβασιλική» 292


πλευρά των «Νοεμβριανών» της Αθήνας του 1916), καθώς και άλλων «αντιβενιζελικών» παραγόντων, που ήταν κρατούμενοι στις φυλακές «Αβέρωφ», από το πλήθος, που τους οδήγησε θριαμβευτικά στο κέντρο της πρωτεύουσας. Ένα δεύτερο, θεσμικό αλλά και συμβολικό ζήτημα αφορούσε τη λήψη της εντολής σχηματισμού και της ορκωμοσίας της κυβέρνησης που επρόκειτο να συγκροτήσουν, καθώς δεν ήθελαν αυτό να γίνει από τον αντιβασιλέα Παύλο Κουντουριώτη, τον οποίο κατ' ουσίαν δεν αναγνώριζαν ως ανώτατο άρχοντα. Τελικά, και το ζήτημα αυτό επιλύθηκε, με Βασιλικό Διάταγμα της 4ης Νοεμβρίου 1920, υπογεγραμμένο από τον Παύλο Κουντουριώτη και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όπου γινόταν δεκτή η παραίτηση της κυβέρνησης και διοριζόταν ως πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών ο Δημήτριος Ράλλης. Τα επόμενα Βασιλικά Διατάγματα, με τα οποία γίνονταν δεκτές οι παραιτήσεις των υπουργών και διορίζονταν οι αντικαταστάτες τους, υπογράφονταν από τον Κουντουριώτη και προσυπεγράφοντο από τον Ράλλη. Αμέσως μετά, έγινε δεκτή, την ίδια ημέρα, η παραίτηση του Κουντουριώτη και ανέλαβε προσωρινώς την αντιβασιλεία η βασιλομήτωρ Όλγα, ενώπιον της οποίας ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση. Ευθύς μετά την ανάληψη των καθηκόντων της ως αντιβασιλέως, η βασίλισσα Όλγα απηύθυνε προς τον ελληνικό λαό διάγγελμα, το οποίο προσυπέγραψαν και τα μέλη της νέας κυβερνήσεως. Το διάγγελμα αυτό είχε ως ακολούθως: «Αναλαμβάνουσα την Αντιβασιλείαν, συμφώνως προς το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους, λόγω της απουσίας του πεφιλημένου υιού μου Κωνσταντίνου, πέποιθα ότι ο Ελληνικός λαός, ο τοσούτον σθένος επιδείξας κατά την διαρρεύσασαν χαλεπήν περίοδον, θέλει παράσχει την συνδρομήν του εις εμέ, ώστε να δυνηθώ να ανταποκριθώ εις τα δυσχερή καθήκοντά μου. Το αίσθημα του δικαίου και της τάξεως, το οποίον εμπνέει πάντοτε τον Ελληνικόν λαόν, εγγυάται ότι κατά την βραχείαν μεταβατικήν περίοδον της Αντιβασιλείας μου, ουδέν θέλει επισυμβή δυνάμενον να διαταράξη την ευημερίαν της χώρας. Λαός και στρατός και ενταύθα και εκεί όπου τόσον γενναίως μάχεται υπέρ των εθνικών δικαίων θα εκπληρώση, ως πάντοτε, το καθήκον του προς την πατρίδα»299. Στη νέα κυβέρνηση ο Δημήτριος Γούναρης αν και ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της νέας πλειοψηφίας, προτίμησε να δώσει την πρωτοκαθεδρία στον Δημήτριο Ράλλη, με τις δεδομένες «φιλο-Αντάντ-ικές» θέσεις του300, θέλοντας να μην εμφανισθεί ως ο «ισχυρός ανήρ» της νέας κατάστασης και περιορίστηκε στο να αναλάβει το Υπουργείο Στρατιωτικών. Τις άλλες θέσεις του Υπουργικού Συμβουλίου στελέχωσαν ως Υπουργοί οι: Παναγής Τσαλδάρης, Εσωτερικών και προσωρινώς Συγκοινωνίας, Θ. Ζαΐμης, Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και προσωρινώς Περιθάλψεως, Νικόλαος Καλογερόπουλος, Οικονομικών και προσωρινώς Επισιτισμού, Π. Μαυρομιχάλης, Εθνικής Οικονομίας και προσωρινώς Γεωργίας, Ιωάννης Ράλλης, Ναυτικών, ενώ το Υπουργείο Εξωτερικών και προσωρινώς το Υπουργείο Δικαιοσύνης κράτησε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης301. Η καινούργια κυβέρνηση, μετά την ορκωμοσία της, απηύθυνε το ακόλουθο διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό: «Αποχωρησάσης της κυβερνήσεως, την οποίαν η λαϊκή ετυμηγορία ανέτρεψε, και παραιτηθέντος της αντιβασιλείας του ναυάρχου κ. Π. Κουντουριώτου, ανέλαβε την αντιβασιλείαν, συμφώνως τω Συντάγματι και τοις νόμοις του κράτους, η Α. Μ. η βασίλισσα-μήτηρ Όλγα. 299

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 367. Να σημειωθεί εδώ ότι τον Δημήτριο Ράλλη είχε υποδείξει ως καταλληλότερο για να αναλάβει την πρωθυπουργία, στον αντιβασιλέα Παύλο Κουντουριώτη, αμέσως μετά την ήττα του, ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Βλ. Άριστος Καμπάνης, όπ. προηγ. σελ. 302. 301 Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, όπ. προηγ. έκδ. «Βίπερ - Πάπυρος Πρεςς», τόμος 12, σελ. 178. 300

293


Η Α. Μ. ανέθηκεν ημίν τον καταρτισμόν της νέας κυβερνήσεως. Ομόσαντες ενώπιον Αυτής τον νενομισμένον όρκον προέβημεν αμέσως εις την σύγκλησιν της άρτι εκλεγείσης εθνικής αντιπροσωπείας, όπως αύτη επιληφθή της ρυθμίσεως των πραγμάτων της χώρας. Με βαθυτάτην την συνείδησιν ότι ύψιστα της πατρίδος συμφέροντα επιτάσσουσι την διατήρησιν της τάξεως και την διαγεφύρωσιν του χάσματος, το οποίον η διά της πανδήμου λαϊκής ψήφου αποδοκιμασθείσα ολιγαρχία ώρυξεν εν τη χώρα, πάσαν θα καταβάλωμεν μέριμναν προς αποκατάστασιν του πολιτεύματος και της ισχύος των νόμων. Γενικώς και αδιακρίτως οι πολίται ανακτώσι την γαλήνην, ην είχον απωλέσει κατά την περίοδον την τερματισθείσαν διά της ψήφου της παρελθούσης Κυριακής. Ήδη οι Έλληνες, αποκαθιστάμενοι ίσοι και ελεύθεροι, πρέπει να έχωσιν απόλυτον πεποίθησιν ότι, υπακούοντες εις μόνον το δίκαιον και τον νόμον, θα απολαύωσι πλήρως της προστασίας των νομίμων συμφερόντων αυτών. Ποιούμεθα έκκλησιν εις τα γενναία αισθήματα του ελληνικού λαού και του εθνικού στρατού ίνα παράσχωσι την συνδρομήν των εις το ημέτερον έργον»302. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η νέα κυβέρνηση στράφηκε στα κρίσιμα μέτωπα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Μια από τις πρώτες αποφάσεις της, υπήρξε η τοποθέτηση του στρατηγού Α. Παπούλα ως αρχιστράτηγου των Ελληνικών Δυνάμεων στην Μικρά Ασία. Ταυτόχρονα, προχώρησε στην άμεση αποκατάσταση 2.000 αξιωματικών, που είχαν αποταχθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου και απέστειλε τους περισσότερους στις μονάδες της Μικράς Ασίας. Επιπρόσθετα, στις 11 Νοεμβρίου 1920, με επίσημη ανακοίνωσή της, προέβη στην προκήρυξη δημοψηφίσματος με το ερώτημα της επιστροφής ή όχι του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ στο θρόνο, του οποίου τη διενέργεια προσδιόρισε για τις 22 Νοεμβρίου 1920. Η απόφαση αυτή προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση του «Κόμματος Φιλελευθέρων» (του οποίου ως αρχηγεύων είχε τοποθετηθεί με εισήγηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής303), που με ανακοίνωσή του στις 14 Νοεμβρίου 1920 τόνιζε προκαταβολικά ότι θα θεωρούσε «το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αποτέλεσμα νοθείας και ψυχολογικής βίας». Εξίσου δριμεία, όμως, υπήρξε και η αντίδραση των κυβερνήσεων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, που ήδη από την πρώτη μετά τις εκλογές Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη, που έγινε στο Λονδίνο στις 13 Νοεμβρίου 1920, είχαν αρχίσει να εκφράζουν το σκεπτικισμό τους αναφορικά με το ενδεχόμενο το εκλογικό αποτέλεσμα να σηματοδοτούσε και την έναρξη διαδικασιών για την επιστροφή στη χώρα του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄. Η μόνη με θετική στάση απέναντι στην Ελλάδα, ήταν η Αγγλία, την οποία καθησύχαζε η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Δημήτριο Ράλλη, αλλά και η διάθεση της νέας ελληνικής κυβέρνησης να συνεργαστεί με τους νικητές του πολέμου και εν ανάγκη να επιβάλει τις επιλογές της στους πιο «θερμοκέφαλους» από τους οπαδούς της. Όταν, όμως, ανακοινώθηκε επίσημα από την κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη η ημερομηνία της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για την επιστροφή του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, οι αντιδράσεις, ιδιαίτερα από την Ιταλία και τη Γαλλία, υπήρξαν οξύτατες, πράγμα που έκαμψε τις αρχικές αντιρρήσεις της Αγγλίας στο να υπάρξει οποιασδήποτε μορφής παρέμβαση προς την ελληνική κυβέρνηση. Στις 20 Νοεμβρίου 1920, δηλαδή δύο Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 368 - 369. Ο στρατηγός Δαγκλής, εξελέγη επισήμως πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του «Κόμματος Φιλελευθέρων» με απόφαση που έλαβαν τα στελέχη και οι βουλευτές του σε ειδική συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1921. Υπό την ηγεσία του στρατηγού Δαγκλή, το «Κόμμα Φιλελευθέρων» και η πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής του ομάδας, ακολούθησαν για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, μετριοπαθή πολιτική γραμμή, αποφεύγοντας τις περιττές οξύτητες και δείχνοντας αξιοπρόσεκτη ανεκτικότητα στις συχνές, ομολογουμένως, προκλήσεις που δέχονταν ιδιαίτερα κατά το πρώτο μετά τις εκλογές διάστημα στη διάρκεια των εργασιών της Βουλής από μερίδα βουλευτών της συμπολίτευσης. Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ. σελ. 961.

302 303

294


μόλις ημέρες πριν από την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος, απεστάλη στη χώρα διακοίνωση των τριών δυνάμεων, με την οποία διαμαρτύρονταν έντονα για την επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης. Το πλήρες κείμενο της κοινής συμμαχικής διακοίνωσης έχει ως εξής: «Αι Κυβερνήσεις της Μεγ. Βρεταννίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας απέδειξαν σταθερώς το ενδιαφέρον των προς τον Ελληνικόν λαόν και ηυνόησαν την πραγματοποίησιν των προαιωνίων πόθων του. Εντεύθεν, κατά μείζονα λόγον, ησθάνθησαν θλιβεράν έκπληξιν εκ των εν Ελλάδι επελθόντων γεγονότων. Δεν επιθυμούσι να αναμειχθώσι εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της Ελλάδος, αλλά είναι υποχρεωμέναι να δηλώσωσι δημοσία ότι η επί του θρόνου της Ελλάδος επαναφορά του Βασιλέως, του οποίου η ανειλικρινής στάσις και συμπεριφορά έναντι των Συμμάχων κατά τη διάρκεια του πολέμου επήγαγεν αυταίς μεγάλας δυσχερείας και ζημίας, δεν δύναται ή να θεωρηθή παρ' αυτών ως προσεπικύρωσις παρά της Ελλάδος των εχθρικών αυτών πράξεων. Το γεγονός τούτο ήθελε δημιουργήσει νέαν δυσμενή κατάστασιν εις τας σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Συμμάχων και εντεύθεν αι τρεις Κυβερνήσεις εδήλωσαν ότι επιφυλάσσουσιν εαυταίς τελείαν ελευθερίαν ενεργείας εν τω κανονισμώ της ούτως προκυψάσης καταστάσεως»304. Παρ' όλες, όμως, τις εγχώριες αλλά και διεθνείς αντιδράσεις, το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε στην προγραμματισμένη ημερομηνία του και το αποτέλεσμά του υπήρξε καταλυτικά συντριπτικό υπέρ της επιστροφής στο θρόνο του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄. Συγκεκριμένα, υπέρ της επανόδου του βασιλέως ψήφισαν 783.599 ψηφοφόροι, δηλαδή ποσοστό 98%, και κατά 4.345 ψηφοφόροι, δηλαδή ποσοστό 2%305. Με την ολοκλήρωση των διαδικασιών του δημοψηφίσματος και την έκδοση των επίσημων αποτελεσμάτων, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ έφθασε με την οικογένειά του από την Ελβετία όπου βρισκόταν στην Ελλάδα όπου έγινε δεκτός από πλήθη κόσμου με μεγάλο ενθουσιασμό. Αμέσως μετά την επιστροφή του, με διάγγελμά του, στις 6 Δεκεμβρίου 1920 εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του για την υπέρ αυτού ετυμηγορία του δημοψηφίσματος και δεσμεύθηκε για την αφοσίωσή του στην εξυπηρέτηση των δικαίων και συμφερόντων του ελληνικού λαού. Το πλήρες κείμενο του διαγγέλματος έχει ως ακολούθως: «Υπείκων εις ύψιστον προς την πατρίδα καθήκον κατέλιπον την Ελλάδα επί τρία και πλέον ατελεύτητα και οδυνηρά έτη, καθ’ α εβίωσα μακράν υμών εν αγωνία και συγκινήσεσι, χωρίς όμως ουδ’ επί στιγμήν να απολείψη Με η εκ της αγάπης σας παρηγορία και η εις υμάς πεποίθησίς Μου. Ούτω και μακράν υμών διετέλεσα κοινωνός των τυχών της πατρίδος, θλιβόμενος δια τας περιπετείας αυτής, αλλ’ επιχαίρων επί τη πληρώσει προαιωνίων πόθων δια του ηρωισμού του κατά γην και θάλασσαν ενδόξου στρατού μας πραγματοποιηθέντων. Ευρισκόμενος ήδη εν μέσω υμών λογίζομαι ευτυχής. Η πάνδημος υμών πρόσκλησις απέδειξεν αλήθειαν το κληροδοτηθέν Μοι παρά του αειμνήστου πατρός Μου έμβλημα "ισχύς μου η αγάπη του λαού". Σας ευγνωμονώ. Ετρώθη η πατρική μου καρδία και η καρδία της Βασιλίσσης εκ του αδοκήτου θανάτου προσφιλεστάτου υιού, επιτελέσαντος το προς την πατρίδα καθήκον κατά την αποδημίαν μου. Αι θείαι βουλαί ανεξερεύνητοι. Είς έσται ήδη ο σκοπός του βίου μου, να αποδειχθώ αντάξιος της αγάπης του ελληνικού λαού δια της αφοσιώσεώς μου εις την εξυπηρέτησιν των δικαίων και συμφερόντων αυτού εν τη αυστηρά τηρήσει του Συνταγματικού ημών χάρτου και του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Θέλω δε επιδιώξει εσωτερικώς μεν την εν τη ενότητι γαλήνην, και εξαιρετικώς την συμπλήρωσιν της εθνικής αποκαταστάσεως, στηριζομένης επί τον ηρωικόν μας στρατόν. 304 305

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 376. Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 376.

295


Η ενότης, συνεπαγομένη την γαλήνην και την επίδοσιν του λαού εις τα έργα του, θ’ ασφαλίση την ευημερίαν της Χώρας και θα πολλαπλασιάση τας δυνάμεις αυτής προς την επίτευξιν των εθνικών σκοπών και πόθων. Ακολουθών δε εις την εξωτερικήν ημών πολιτικήν την πατροπαράδοτον κατεύθυνσιν, τη από της εθνικής παλιγγενεσίας και προ της ιδρύσεως του Βασιλείου εγκαινισθείσαν και ανταποκρινομένην εις το αίσθημα και το εθνικόν συμφέρον, θα καταβάλω πάσαν προσπάθειαν προς την εμπέδωσιν των αγαθωτάτων σχέσεων προς τας μεγάλας συμμάχους Δυνάμεις και την επίρρωσιν των προς την γενναίαν σύμμαχόν μας Σερβίαν δεσμών. Αι δύο μνηστείαι, αφ’ ενός του προσφιλούς υιού μου Διαδόχου του Θρόνου Γεωργίου μετά της θυγατρός των Βασιλέων της Ρουμανίας Ελισάβετ και αφ’ ετέρου της πεφιλημένης θυγατρός μου Ελένης μετά του Διαδόχου της Ρουμανίας Καρόλου εγκαινίζουσι νέους ευτυχείς δεσμούς της πατρίδος προς την δικαίως μεγαλυνθείσαν Ρουμανίαν. Χωρούντες ούτω επί την εθνικήν αποστολήν, θ’ αποδείξωμεν ότι ο ελληνικός λαός συνεχίζει το από αιώνων εκπολιτιστικόν του έργο. Επί τούτοις αναφωνώ. Ζήτω ο Ελληνικός Λαός»306. Μετά τις εξελίξεις αυτές, στις 23 Δεκεμβρίου 1920, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ κήρυξε σε μια πανηγυρική συνεδρίαση την έναρξη των εργασιών της νέας Βουλής. Στις 18 Ιανουαρίου 1921, η νεοεκλεγείσα Εθνική Αντιπροσωπεία ανέδειξε το νέο προεδρείο της. Πρόεδρος του Σώματος, εξελέγη ο Κ. Αργασάρης Λομβάρδος, με 248 ψήφους, ενώ ο Π. Δαγκλής, του οποίου η υποψηφιότητα υπεδείχθη από το «Κόμμα Φιλελευθέρων», έλαβε 91 ψήφους. Παρ' ότι, όμως, το αποτέλεσμα της προεδρικής εκλογής παρέπεμπε στην ύπαρξη μιας συμπαγούς πλειοψηφίας στις τάξεις της κυβερνώσας παράταξης, στην πραγματικότητα στους κόλπους της είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες έριδες 307. Βασικά στασιαζόμενα των ενδοπαραταξιακών αναταράξεων στο χώρο της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ήταν τόσο οι διαφωνίες αναφορικά με το χειρισμό κρίσιμων ζητημάτων που χρειάζονταν άμεση αντιμετώπιση, όσο και η ύπαρξη αλληλοσυγκρουόμενων φιλοδοξιών διαφόρων στελεχών της αναφορικά με το ρόλο που εκαλούντο να διαδραματίσουν στο νέο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Έτσι, τέσσερις μόλις ημέρες μετά την ανάδειξη του νέου Προέδρου της Βουλής, στις 22 Ιανουαρίου 1921, ο πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης, ενώ καταρτιζόταν η ελληνική αντιπροσωπεία που επρόκειτο να μεταβεί στο Λονδίνο προκειμένου να λάβει μέρος στη συμμαχική συνδιάσκεψη, όπου θα εκρίνοντο κρίσιμα για την Ελλάδα θέματα, διαφωνήσας για τη σύνθεσή της με τον ηγέτη του ισχυρότερου κόμματος του κυβερνητικού συνασπισμού Δημήτριο Γούναρη, υπέβαλε την παραίτησή του. Αυτό, όμως, υπήρξε η αφορμή της διαφωνίας και εν τέλει της πολιτικής ρήξης των δύο ανδρών. Στην πραγματικότητα, αιτία της σύγκρουσης, όσο και αν ο Δημήτριος Γούναρης αργότερα υποστήριξε ότι αντικατέστησε τον Δημήτριο Ράλλη γιατί ήταν ασθενής (είχε καρκίνο του στόματος, από τον οποίο και πέθανε τον Αύγουστο του 1921) και δεν θα μπορούσε να χειριστεί μια τόσο κρίσιμη διπλωματική μάχη, ήταν η αποδοχή από τον τότε πρωθυπουργό του αιτήματος που του είχε διαβιβάσει από την Ελβετία ο Ελευθέριος Βενιζέλος, να θέσει εαυτόν στη διάθεση της κυβέρνησης εν’ όψει της συνδιάσκεψης του Λονδίνου. Η στάση του Δημητρίου Ράλλη προκάλεσε την εξέγερση της αδιάλλακτης μερίδας του κυβερνώντος συνασπισμού και την απρόθυμη αντίδραση του Δημητρίου Γούναρη, που μάλιστα απείλησε να υποβάλει την παραίτησή του από τη θέση του υπουργού Στρατιωτικών, αναγκάζοντας τελικά τον ίδιο τον πρωθυπουργό σε παραίτηση308. Βλ. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», έκδ. «Πάπυρος Γραφικαί Τέχναι», Αθήνα 1968, τόμος 4, παράρτημα κειμένων σελ. 49 - 50. 307 Βλ. Γρηγόριος Δαφνής, όπ. προηγ. σελ. 133. 308 Βλ. Γεώργιος Ρούσσος, τόμος Ε΄, όπ. προηγ. σελ.176. 306

296


Ο παραιτηθείς Δημήτριος Ράλλης, αντικαταστάθηκε στην πρωθυπουργία από τον επίσης γνωστό για τα «φιλο-Αντάντ-ικά» του αισθήματα Νικόλαο Καλογερόπουλο, ο οποίος σε εκείνη τη συγκυρία κρίθηκε ως ο καταλληλότερος για να μεταβεί στο Λονδίνο και ηγούμενος της ελληνικής αντιπροσωπείας, να πραγματοποιήσει τις σχετικές συζητήσεις. Η κυβέρνηση Νικολάου Καλογερόπουλου ορκίστηκε στις 24 Ιανουαρίου 1921, και πέραν του ιδίου, που κράτησε ταυτόχρονα και το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Εξωτερικών, είχε την ακόλουθη σύνθεση: Υπουργοί: Δικαιοσύνης: Νικόλαος Θεοτόκης, Εσωτερικών και Συγκοινωνίας: Παναγής Τσαλδάρης, Εκκλησιαστικών-Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Περιθάλψεως: Θ. Ζαΐμης, Οικονομικών και Επισιτισμού: Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Στρατιωτικών: Δημήτριος Γούναρης, Ναυτικών: Ιωάννης Ράλλης, Γεωργίας: Γεώργιος Μπαλτατζής και Εθνικής Οικονομίας: Π. Μαυρομιχάλης309. Λόγω των εύθραυστων εσωτερικών ισορροπιών της κυβερνώσας παράταξης, το κυβερνητικό αυτό σχήμα γνώρισε μέσα στο σύντομο διάστημα της θητείας του, συχνές και σημαντικές μεταβολές. Συγκεκριμένα, στις 26 Ιανουαρίου 1921, Υπουργός Ναυτικών τοποθετήθηκε ο Νικόλαος Θεοτόκης, στις 27 Ιανουαρίου 1921, Υπουργός Εξωτερικών τοποθετήθηκε ο Γεώργιος Μπαλτατζής και στις 20 Φεβρουαρίου 1921 τοποθετήθηκαν ως Υπουργοί Δικαιοσύνης και Στρατιωτικών οι Π. Μαυρομιχάλης και Ν. Θεοτόκης αντιστοίχως310. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο πρωθυπουργός Νικόλαος Καλογερόπουλος, τέσσερις μόλις ημέρες μετά την ορκωμοσία του, αναχώρησε για το Λονδίνο, όπου βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η συνδιάσκεψη των συμμάχων. Έναν περίπου μήνα ύστερα από τη μετάβασή του στο Λονδίνο, στις 20 Φεβρουαρίου 1921, εκτιμώντας ότι πλέον είχε επέλθει η στιγμή για τη λήψη σημαντικών για τη χώρα αποφάσεων, και κατόπιν σχετικών παροτρύνσεων του Άγγλου πρωθυπουργού Λλόυδ Τζώρτζ, έκρινε αναγκαίο να ζητήσει την παρουσία στις διαβουλεύσεις και του ηγέτη της πλειοψηφίας Δημητρίου Γούναρη. Ο Δημήτριος Γούναρης είχε μιλήσει στη Βουλή κατά τη συνεδρίαση της 15 ης Φεβρουαρίου 1921, και αναφέρθηκε διεξοδικά στην εξωτερική πολιτική της νέας κυβέρνησης, τασσόμενος ανεπιφύλακτα υπέρ της μη αναθεώρησης της Συνθήκης των Σεβρών. Τα κυριώτερα σημεία αυτής της σημαντικής ομιλίας έχουν ως ακολούθως: «Ο κ. επί των εξωτερικών υπουργός εξέθηκε προς την Εθνικήν Συνέλευσιν εν πάση ακριβεία τα γεγονότα. Η εκ των γεγονότων τούτων εντύπωσις της Συνελεύσεως είναι κατάδηλος. Θεωρώ ήδη καθήκον μου ν’ ανακοινώσω εις αυτήν και την γνώμην του Υπουργικού Συμβουλίου περί της τηρητέας πορείας, ήτις θ’ ανακοινωθή εις τον κ. Πρόεδρον της Κυβερνήσεως εις Λονδίνον. Το καθήκον τούτο αισθάνομαι εππιβεβλημένον εκ διττού λόγου, αφ’ ενός εκ της οφειλομένης ευλαβείας προς το κυρίαρχον σώμα, το οποίον δεν είνε δυνατόν να μείνη εν αγνοία της πορείας, ην θεωρεί ενδεδειγμένην το Υπουργικόν Συμβούλιον επί τόσω ζωτικού διά την χώραν ζητήματος, αφ’ ετέρου εκ της επιβεβλημένης ανάγκης όπως η πορεία αύτη κανονισθή από κοινού μετά της Εθνικής Συνελεύσεως και εμφανισθή εκεί όπου θα εμφανισθή ως η ενσωμάτωσις της Λαϊκής θελήσεως, της υπό της Εθνικής Συνελεύσεως μεθ’ όλου του ιδιάζοντος αυτή κύρους εκδηλωθείσης. Και η πορεία την οποίαν, κατά την γνώμην του Υπουργικού Συμβουλίου, δέον να ακολουθήσωμεν είναι αύτη: Ν’ απαντήσωμεν μετά πάσης ευλαβείας εις τους Μεγάλους ημών Συμμάχους, ότι η αποδοχή της προτάσεως αυτών προσκρούει εις προσκόμματα ανυπέρβλητα, εις άρσιν των οποίων δεν αρκεί η καλή ημών θέλησις. Πόθεν απορρέουσι τα δίκαια του Ελληνισμού. Δεν θ’ αναπτύξω ενταύθα τα υπέρ της πολιτικής ταύτης επιχειρήματα. Είναι εύκολον εις πάντα άνευ προκαταλήψεως εξετάζοντα τα γεγονότα ν’ ανεύρη εν αυτοίς την επιβολήν της πολιτικής ταύτης. Η Ελλάς ηγωνίσθη παρά το πλευρόν των Μεγάλων αυτής Συμμάχων. 309 310

Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 430 - 431. Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 434 - 435.

297


Εμπνεομένη υπό των αυτών με τους Συμμάχους ιδεωδών ελευθερίας και δικαιοσύνης και εν τω αγώνι αυτών διαβλέπουσα ως τέρμα την πραγμάτωσιν των ιδεωδών τούτων συνεμερίσθη τον αγώνα αυτών. Η εις αίμα και εις χρήμα συμβολή αυτής υπήρξεν ανάλογος μεν προς τον εμπνέοντα αυτήν ενθουσιασμόν, υπερτέρα δε των ασθενών αυτής δυνάμεων. Και όταν ο κοινός αγών έφθασεν εις αίσιον τέρμα και οι ισχυροί Σύμμαχοι επελήφθησαν της διαρρυθμίσεως των πραγμάτων επί τη βάσει των καθοδηγησάντων τον αγώνα ιδεωδών, η Ελλάς έτυχε της αναγνωρίσεως υπό των Συμμάχων και κατόπιν της πανδήμου κυρώσεως και επιβολής εις την Τουρκίαν διά της Συνθήκης των Σεβρών των εθνικών αυτής δικαίων, εκείνων υπέρ των οποίων από αιώνων ηγωνίζετο και επάλαιεν ολόκληρος η φυλή η Ελληνική. Τα δίκαια ταύτα δεν εδημιουργήθησαν από εποχής, εις ην δεν φθάνει η ανθρωπίνη μνήμη. Υπάρχουσιν από της εποχής, καθ’ ην η φυλή η Ελληνική, παράγων και όργανον υπερτέρου πολιτισμού, διεχύθη επί πάσας τας περί το Αιγαίον Χώρας και κατέστησεν αυτάς εστίαν ακτινοβολίας, θερμαινούσης την ανθρωπότητα και προαγούσης αυτήν εις τας υπερτέρας εκείνας αντιλήψεις της ζωής, αι οποίαι έκτοτε αποτελούσι τας βάσεις της περαιτέρω εξελίξεως της ανθρωπίνης προόδου. Τα δίκαια ταύτα δεν απέθανον ούτε ότε η δύναμις η Ελληνική ακολουθούσα την αναπόφευκτον φοράν των ανθρωπίνων πραγμάτων έκλινεν εις την δύσιν. Η φυλή παρέμεινε πάντοτε εν ταις χώραις ταύταις χάρις εις τον πολιτισμόν, του οποίου ήτο φορεύς. Υφισταμένη τας παντοειδείς περιπετείας, ας αι πανταχόθεν επιδρομαί εδημιούργησαν, έμεινε πάντοτε εν τη συνειδήσει της αποστολής, ην το παρελθόν τη είχε κληροδοτήσει, εμπεποτισμένη την πίστιν την ακλόνητον, ότι θα έλθη ημέρα καθ’ ην θ’ ανατείλη και θα επικρατήση η ιστορική δικαιοσύνη, η εξασφαλίζουσα εις έκαστον λαόν τους όρους της πραγματώσεως της αποστολής αυτού και υπέρ πάντα άλλον εκ των όρων τούτων την από του ξενικού ζυγού απαλλαγήν ... ... Αι Μεγάλαι Δυνάμεις της Δύσεως, ας εις την πρώτην γραμμήν του πολιτισμού ιστάμεναι, προσείδον εις τα Ελληνικά δίκαια μετ’ ευμενείας υπαγορευομένης από τας υψηλάς αρχάς τας διεπούσας την πολιτικήν αυτών. Χάρις εις την ευμένειαν ταύτην, ήτις αΐδιον προσεπόρισεν εις αυτάς την ευγνωμοσύνην ολοκλήρου του Ελληνισμού, αποκατεστάθη εις την ελευθερίαν το πρώτον τμήμα αυτού. Με την συνείδησιν πεπληρωμένην από την υψίστην υποχρέωσιν εις πάσαν να υποβληθή θυσίαν προς πραγμάτωσιν των απαραγράπτων του Ελληνισμού δικαίων, το Κράτος το Ελληνικόν ηυτύχησε, χάρις εις την ζωτικότητα των αποτελούντων αυτό και την ευμένειαν μεθ’ ης αι συντελέσασαι εις την σύστασιν αυτού Μεγάλαι Δυνάμεις παρηκολούθουν τας προόδους του, να καταστή επαρκές, όπως αποτελεσματικώς δράση υπέρ της αποκαταστάσεως εις την ελευθερίαν και των λοιπών του Ελληνισμού τμημάτων. Και ότε κατά τον τελευταίον παγκόσμιον πόλεμον, εξ ου ευλόγως προσεδοκάτο ο τερματισμός πάσης επωδύνου ιστορικής επεξεργασίας διά της αναγνωρίσεως παντός δικαίου από μακρού παλαίοντος κατά της καταπνιγούσης αυτό βίας, ο Ελληνισμός ετάχθη παρά το πλευρόν των Συμμάχων, ουδεμίαν απέφυγε θυσίαν και εις αίμα και εις χρήμα, όπως συντελέση εις την υπό της νίκης επίστεψιν του κοινού αγώνος. Και ότε ακόμη ο αγών διά τους άλλους ετερματίσθη, υπελείποντο δ’ εν ταις χώραις, εφ’ ων εξετείνοντο τα απαράγραπτα του Ελληνισμού δικαιώματα, αντιδράσεις δυσχεραίνουσαι την επιβολήν του δικαίου, ουδ’ επί στιγμήν εδίστασε ν’ αναλάβη την ιδίαις δυνάμεσι και ιδίαις αποκλειστικώς θυσίαις κατάπνιξιν των αντιδράσεων τούτων. Και όχι μόνον εκεί, αλλά και αλλαχού όπου ο κοινός αγών απήτησε τούτο, προσέφερε προθύμως την αρωγήν του και τα οστά ουκ ολίγων τέκνων του εύρηνται εγκατεσπαρμένα εις τας αξένους ακτάς της Ουκρανίας. Χάρις εις την προσφοράν ταύτην, τα δικαιώματα αυτού ανεγνωρίσθησαν εν τη συνθήκη των Σεβρών και εκυρώθησαν διά της υπογραφής των μεγάλων ημών Συμμάχων· χάρις εις την δύναμιν και τας θυσίας της Ελλάδος, αι 298


αντιδράσεις συνετρίβησαν και τα δίκαια τα εν τη συνθήκη αναγνωρισθέντα επραγματώθησαν. Και επεβλήθησαν όχι μόνον αι υπέρ των Ελληνικών δικαίων ρήτραι της συνθήκης αλλά και πάσαι αι λοιπαί καθ’ ων εστρέφετο η καταπνιγείσα αντίδρασις. Και μη απορήση τις, ότι ομιλώ περί καταπνιγείσης αντιδράσεως καθ’ ην στιγμήν τόση καταβάλλεται προσπάθεια ίνα παρασταθή ότι η αντίδρασις εξακολουθεί και μάλιστα λαμβάνει χαρακτήρα επικίνδυνον. Είμαι εν γνώσει της εν Μ. Ασία καταστάσεως υπέρ πάντα άλλον. Και δύναμαι να διαβεβαιώσω με τον θετικώτερον τρόπον, ότι η εκεί αντίδρασις πρέπει να χαρακτηρισθή ως συντριβείσα. Ο Ελληνικός στρατός ευρίσκεται εις απόστασιν εκατοντάδων χιλιομέτρων από της γραμμής, ήτις διά της συνθήκης μας παρεχωρήθη. Και όμως ευρίσκεται εκεί αδιατάρακτος και εν πλήρει ασφαλεία. Έχει απέναντί του τα λείψανα των μέχρις εκεί σπρωχθέντων ασυντάκτων στιφών, τα οποία απεπειρώντο την αντίδρασιν και προς τελείαν εκμηδένισιν των οποίων εν βραχυτάτω σχετικώς χρόνω θα ήτο πλέον η επαρκής η Ελλάς, ως και εν Λονδίνω επανειλημμένως εδήλωσεν ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως ... ... Θα καταργηθή το δόγμα του Δικαίου και της Ελευθερίας; Εν τη μέχρι τούδε ιστορική εξελίξει των ανατολικών πραγμάτων ίσχυσεν εν δόγμα· το δόγμα, δι’ ου ανεγνωρίζετο, ότι χώρα αποσπασθείσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν δύναται να επανέλθη εις αυτήν. Και ήτο σωτήριον το δόγμα τούτο. Εξησφάλιζε την άνευ διακυμάνσεων εφαρμογήν του αμειλίκτου ιστορικού νόμου, ο οποίος ανάλογος προς τον φυσικόν νόμον της πλημμύρας και της αμπώτιδος ώθει οπίσω το Οθωμανικόν κύμα, το μέχρι των πυλών της Βιέννης υψωθέν, εις την χώραν την Ασιατικήν, αφ’ ης αφωρμήθη. Αν το δόγμα τούτο ετηρήθη απερεγκλίτως καθ’ όλην την μέχρι σήμερον εξέλιξιν του Ανατολικού ζητήματος, νομίζω, ότι έχομεν το καθήκον ημείς, οι έχοντες ιδιαίτερον ενδιαφέρον διά τα πράγματα της Ανατολής, να υπομνήσωμεν μετά πάσης ευλαβείας εις τους κραταιούς ημών Συμμάχους την ανάγκην όπως το δόγμα τούτο παραμείνει απαραβίαστον. Αποτελεί εγγύησιν όχι μόνον της ελευθερίας και του δικαίου των άπαξ αποσπωμένων από της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Λαών το δόγμα τούτο. Αποτελεί συγχρόνως εγγύησιν της ειρήνης της τε των λαών τούτων και της γενικής του κόσμου. Δι’ αυτού εξασφαλίζεται η ειρήνη μετά την απόσπασιν χώρας τινός από της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τουλάχιστον από τους κινδύνους, τους εκ των συγκρούσεων της χώρας αυτής προς την Τουρκίαν. Πάσα διάμεσος κατάστασις δημιουργηθείσα εν Χώρα ανηκούση εις την Τουρκίαν, διάμεσος κατάστασις, ην επέβαλεν η ανάγκη του μετριασμού της Τουρκικής πιέσεως ότε υπήρχον λόγοι καθιστώντες αδύνατον την άμεσον οριστικήν απελευθέρωσιν, συνεπήγετο πάντοτε περίοδον αιματοχυσιών, αι οποίαι εξήγειρον τα αισθήματα των πεπολιτισμένων ανθρώπων. Επήρχετο η οριστική απόσπασις και η αιματοχυσία ετερματίζετο οριστικώς χάρις εις το δόγμα τούτο. Θα γίνη δυνατόν ήδη και αυτό να καταργηθή; Θα εκλείψη συν αυτώ και η εξ αυτού εγγύησις της ειρήνης. Και πλήσσεται καιρίως το δόγμα τούτο διά της αποδοχής της αναθεωρήσεως των σχετικών προς την Σμύρνην και την Θράκην ρητρών της Συνθήκης. Αι χώραι αύται απεσπάθησαν ήδη δικαίως της Τουρκίας, η οποία υπέγραψε την Συνθήκην. Η απόσπασις αύτη εκυρώθη διά της υπογραφής και των Μεγάλων Δυνάμεων. Την απόσπασιν ταύτην την δικαίω συντετελεσμένην η Ελλάς διά των δυνάμεων και των θυσιών αυτής κατέστησε πραγματικότητα. Αι χώραι αύται αι επί αιώνας μαρτυρήσασαι υπό το βάρος το αφόρητον της Τουρκικής κακοδιοικήσεως απέλαυσαν της ελευθερίας, της ισονομίας, της δικαιοσύνης, της χρηστής διοικήσεως ... ... Τι αποτελεί η Συνθήκη των Σεβρών διά τον Ελληνισμόν. Δι’ ημάς η διά της συνθήκης κυρωθείσα απελευθέρωσις των ημετέρων αδελφών είναι πλήρωσις ιστορικής ανάγκης, η οποία, και αν δεν επληρούτο σήμερον, θα επληρούτο 299


αύριον. Είναι αύτη η πίστις με την οποίαν εγεννήθημεν και ανετράφημεν. Είναι η πίστις με την οποίαν εγεννήθησαν, ανετράφησαν και έζησαν οι πατέρες ημών και οι πατέρες των πατέρων ημών και οι απώτεροι ημών πρόγονοι από της μαύρης ημέρας καθ’ ην η βία κατέπνιξε το δίκαιον και υπέταξε τας χώρας αυτάς εις τον ζυγόν του έξωθι κατακτητού. Με την πίστιν ταύτην επί των δικαίων ημών των εθνικών, κληροδοτουμένην ως ιεράν παρακαταθήκην από γενεάς εις γενεάν, ο Ελληνισμός ήγετο εις πάσας τας από αιώνων μαρτυρικάς θυσίας. Ήλθε τέλος η ημέρα, καθ’ ην τα δίκαια ταύτα χάρις εις νέας θυσίας ανεγνωρίσθησαν και εκυρώθησαν και επραγματοποιήθησαν. Πώς θα γίνη δυνατόν εις ημάς μεθ’ όλα ταύτα να υποβάλωμεν την περί της βασιμότητος αυτών απόφασιν εις την κρίσιν επιτροπής επιχειρούσης επιτοπίους ερεύνας περί αυτών; Αλλά που θα δυνηθή η επιτροπή να εύρη εις τας ερεύνας αυτής τας μυριάδας και μυριάδας των νεκρών, οι οποίοι επί αιώνας παλαίοντες και αγωνιζομένοι και πίπτοντες υπέρ των δικαίων τούτων καθηγίασιν αυτά; Και όμως όλη των νεκρών αυτών η πίστις επί τα δίκαια ταύτα και όλον αυτών το αίσθημα και όλη αυτών η αφοσίωσις και όλαι αυτών αι θυσίαι εύρηνται εντός του αίματος ημών και επιτάσσουσιν εις ημάς την αυτήν πίστιν προς τα δίκαια υπέρ ων εκείνοι εθυσιάσθησαν. Πως θα ακούση η επιτροπή την φωνήν αυτών, την οποίαν επιτακτικήν ακούομεν πάντες ημείς, οι οποίοι φερόμεθα υπ’ αυτής, ως υπό ακατασχέτου δυνάμεως, εκεί όπου η ιστορική φορά της φυλής μας άγει ημάς; Και η δύναμις αύτη είναι ανεξάρτητος από οιουσδήποτε αριθμούς. Είναι η δύναμις η δημιουργική της ιστορίας η μη ορατή άλλως παρά διά των αποτελεσμάτων. Είναι η δύναμις η οποία μας ήγαγεν εκεί όπου εχύσαμεν το αίμα το Ελληνικόν ... ... Συμπεραίνων, κύριοι, υποβάλλω εις την Εθνικήν Συνέλευσιν την γνώμην του Υπουργικού Συμβουλίου, κατά την οποίαν ευρισκόμεθα εις αδυναμίαν ν’ αποδεχθώμεν την πρότασιν των μεγάλων ημών Συμμάχων, την διατυπωθείσαν καθ’ ον τρόπον εξέθηκε ταύτην ο κ. Υπουργός των Εξωτερικών. Η Συνέλευσις, μετ’ επιμελή έρευναν του ζητήματος, θα δώση την ψήφον αυτής περί της γνώμης ταύτης. Εύχομαι ίνα η ψήφος υμών, η οποία αναμφισβητήτως θα εμπνευσθή από την αφοσίωσιν πάντων αδιακρίτως των Ελλήνων εις την μίαν και αδιαίρετον Πατρίδα, επιτύχη όπως εις το έργον του ηρωϊκού ημών στρατού τεθή η κορωνίς ης είναι άξιος διά της πραγματώσεως και εξασφαλίσεως των απαραγράπτων δικαίων του Έθνους»311. Έχοντας με την ομιλία του αυτή επαναβεβαιώσει με τον πλέον επίσημο τρόπο τον προσανατολισμό και της νέας ελληνικής κυβέρνησης στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων της «Αντάντ», ο Δημήτριος Γούναρης ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του πρωθυπουργού, αφίχθη στο Λονδίνο, στις 24 Φεβρουαρίου 1921, και την επόμενη ημέρα 25 Φεβρουαρίου, μαζί με τον Νικόλαο Καλογερόπουλο συναντήθηκαν με τον Άγγλο πρωθυπουργό Λλόυδ Τζώρτζ, ο οποίος τους εξέθεσε αναλυτικά τα σχετικά με τις τουρκικές αξιώσεις για τη διευθέτηση των ελληνο-τουρκικών διαφορών, μεταξύ των οποίων πρωταρχική ήταν η απαίτηση για την άμεση αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από τη Σμύρνη. Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων στην αγγλική πρωτεύουσα, σύντομα η ελληνική αντιπροσωπεία διαπίστωσε την ανυποχώρητα αδιάλλακτη στάση της Τουρκίας, την ψυχρή συμπεριφορά απέναντι στα ελληνικά αιτήματα της Ιταλίας και της Γαλλίας, αλλά και τον ρητορικό χαρακτήρα της αγγλικής συμπαράστασης προς την Ελλάδα. Προ αυτής της κατάστασης εμφανίστηκαν διχοστασίες αναφορικά με τη γραμμή πλεύσης που θα έπρεπε να ακολουθήσει περαιτέρω η Ελλάδα, στο όλο ζήτημα. Οι Καλογερόπουλος και Γούναρης, τάσσονταν υπέρ της συνέχισης του αγώνα στην περιοχή της Μικράς Ασίας, προσβλέποντας ότι αυτό θα διευκόλυνε τους διαπραγματευτικούς χειρισμούς Βλ. Γ΄ Εν Αθήναις Συντακτική Συνέλευσις των Ελλήνων, Επίσημα Πρακτικά της ΚΑ΄ Συνεδριάσεως της 15ης Φεβρουαρίου 1921, Εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1921, σελ. 10 - 17.

311

300


της χώρας. Αντίθετα, ο διοικητής της Εθνικής Τραπέζης Δημήτριος Μάξιμος, που διέβλεπε το οικονομικό αδιέξοδο που συνεπαγόταν μια τέτοια εξέλιξη, συνεπικουρούμενος από τον διευθυντή της εφημερίδας Καθημερινή Γεώργιο Βλάχο, που βρισκόταν την περίοδο εκείνη στο Λονδίνο, υποστήριζαν την άμεση εκκένωση της Μικράς Ασίας. Τελικά, στις 6 Μαρτίου 1921, ο Λλόυδ Τζωρτζ ανακοίνωσε στην ελληνική αντιπροσωπεία ότι οι Τούρκοι ζήτησαν προθεσμία 25 ημερών για να απαντήσουν στις προτάσεις της συμμαχικής συνδιάσκεψης, που μεταξύ των άλλων προέβλεπαν την παραχώρηση αυτονομίας στην περιοχή της Σμύρνης υπό Χριστιανό διοικητή. Η ελληνική πλευρά εξέλαβε ως παρελκυστική την τουρκική τακτική και κατόπιν αυτού διέταξε τη διεξαγωγή ενός νέου κύματος στρατιωτικών επιχειρήσεων των ελληνικών μονάδων στην περιοχή της Σμύρνης, που πράγματι διενεργήθηκαν στο χρονικό διάστημα από τις 10 ως τις 22 Μαρτίου 1921. 7.2 Η δεύτερη πρωθυπουργία Μετά την ουσιαστικά αρνητική έκβαση αυτού του κύκλου συνομιλιών στο Λονδίνο, ο Δημήτριος Γούναρης επιστρέφοντας στην Ελλάδα, και αφού ο Νικόλαος Καλογερόπουλος υπέβαλε την παραίτησή του από την πρωθυπουργία, ανέλαβε πλέον ο ίδιος την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας. Η νέα κυβέρνηση υπό την πρωθυπουργία του Δημητρίου Γούναρη, ο οποίος διατήρησε και το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ορκίστηκε στις 26 Μαρτίου 1921, και είχε την ακόλουθη σύνθεση: Υπουργοί: Εξωτερικών: Γεώργιος Μπαλτατζής, Εσωτερικών: Σπυρίδων Στάης, Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως: Θ. Ζαΐμης, Οικονομικών και Επισιτισμού: Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Στρατιωτικών: Νικόλαος Θεοτόκης, Ναυτικών: Π. Μαυρομιχάλης, Εθνικής Οικονομίας: Ιωάννης Ράλλης, Συγκοινωνίας: Παναγής Τσαλδάρης, Γεωργίας: Κ. Τερτίπης, Περιθάλψεως: Α. Καρτάλης. Στο κυβερνητικό αυτό σχήμα, πραγματοποιήθηκε μερικός ανασχηματισμός στις 2 Οκτωβρίου 1921, οπότε και ανέλαβαν Υπουργοί οι: Δικαιοσύνης: Χαράλαμπος Βοζίκης και Συγκοινωνίας: Ξενοφών Στρατηγός312. Ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης από τον Δημήτριο Γούναρη, τον ηγέτη του μεγαλύτερου σε δύναμη κόμματος του κυβερνητικού συνασπισμού και τον αδιαφιλονίκητο νικητή των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, αφ’ ενός μεν έθετε τέλος σε ένα ιδιότυπο παιχνίδι προσχημάτων, που ως τότε του στερούσε τη δυνατότητα να κυβερνήσει, αλλά και επί της ουσίας κανέναν δεν έπειθε πως δεν ήταν αυτός που είχε τον πρώτο λόγο αφ’ ετέρου δε ανανέωσε τις προσδοκίες των πολιτών, που είχαν στηρίξει το «Λαϊκό Κόμμα». Χαρακτηριστικό του νέου κλίματος, που δημιούργησε ιδίως στη μερίδα εκείνη της κοινής γνώμης που επρόσκειτο στο «Λαϊκό Κόμμα», η ανάρρηση στην πρωθυπουργία του ηγέτη του, είναι άρθρο που δημοσιεύθηκε στη «φιλογουναρική» τότε Καθημερινή, την επόμενη ημέρα της συγκρότησης της υπ’ αυτόν κυβέρνησης, στις 27 Μαρτίου 1920, στο οποίο μεταξύ των άλλων αναφέρονταν και τα κατωτέρω: «Χθες το απόγευμα μια ισχυρά στρατιά κατοχής, φιλική, αλλά ξενική, απεσύρθη εξ Ελλάδος και παρέδωσεν την διοίκησιν της χώρας εις χείρας Ελλήνων, Κατείχεν από πέντε ήδη ετών τον τόπον, και τον εκυβέρνα αυτή, αυτή διορίζουσα κυβερνήτας, ή εμποδίζουσα τους κατοίκους να κυβερνώνται υπό των ανδρών της εκλογής των. Χθες το απόγευμα, μετά πέντε ολόκληρα έτη, ήλθεν εις την εξουσίαν Κυβέρνησις κοινοβουλευτική, αναλαβούσα την αρχήν χάριν εις την θέλησιν της πλειονότητος των Ελλήνων εκλογέων. Και η Ελλάς αποκατέστη από της χθες εις την κανονικήν κοινοβουλευτικήν της τροχιάν. Προ ετών... παρενέβησαν εις την εσωτερικήν πολιτικήν κίνησιν της Ελλάδος παραπλανηθέντες Ισχυροί φίλοι... Η χθεσινή ανάληψις της αρχής παρά του απολαύοντος της εμπιστοσύνης των πλειόνων Ελλήνων πολιτικού, όστις είχε τοσούτον διαβληθή και 312

Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 430 - 431, 434 - 435.

301


διωχθή υπό ισχυρών φίλων της Ελλάδος, επιτρέπει να πιστευθή ότι ο όλος διαβληθείς ελληνικός κόσμος αποκαθίσταται εις την εμπιστοσύνην των ισχυρών του φίλων. Προ δύο μόλις μηνών, προκειμένου ν’ αντιπροσωπεύση εν τη ξένη την Ελλάδα ο κυβερνών αυτήν από της χθες, απεκρούσθη διαρρήδην παρά των φίλων της. Μετ’ ου πολύ εκαλείτο παρ’ αυτοίς. Και επεκοινώνησε μετ’ αυτών, και συνεννοήθη, και μετά την επικοινωνίαν και τας συνεννοήσεις ήρθησαν τα προβαλλόμενα εις τον δρόμον του εμπόδια. Και ανήλθε χθες εις την αρχήν. Τοιουτοτρόπως ο ξένος συντελεστής, όστις είχε παρεισδύσει εις την εσωτερικήν πολιτικήν κίνησιν της Ελλάδος και την ετάρασσεν, απεσύρθη... Η Κυβέρνησις, ήτις ανέλαβε την αρχήν από της χθες, είνε Κυβέρνησις βαρυνομένη δια βαρυτάτων ευθυνών... Η λελογισμένη τόλμη αποτελεί δεδοκιμασμένην αρετήν του σημερινού Πρωθυπουργού - αυτού ακριβώς, όστις ακριβώς δι’ ατολμίαν κατηγορήθη υπό των αντιπάλων του. Μη λησμονώμεν υπό ποίον καθεστώς ύπουλον, αφερέγγυον, επικίνδυνον, επίβουλον κατήλθεν ο σημερινός Πρωθυπουργός εις την Ελλάδα, καίτοι κεκηρυγμένος υπό διωγμόν, και μετά πόσης αποφασιστικότητος μετέσχε του σκληρού προνοεμβριανού αγώνος. Οι Έλληνες ενθυμούνται ότι από του στόματος του σήμερον κυβερνώντος την Ελλάδα ηκούσθη δια πρώτην φοράν δημοσία, κατά το ιστορικόν εκείνο συλλαλητήριον του Οκτωβρίου, η ιστορική εκείνη ρήσις: "Ζήτημα Θρόνου δεν υπάρχει. Ο Θρόνος έχει τον νόμιμον αυτού κάτοχον. Βασιλεύς των Ελλήνων είνε ο Κωνσταντίνος!"...». Σε άλλο σχόλιο της, που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της ίδιας ημέρας, υπό τον τίτλο «Ευθύναι», η Καθημερινή δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση δεν είχε τα μεταβατικά χαρακτηριστικά των δύο προκατόχων της μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, έγραφε μεταξύ των άλλων τα εξής: «Η νέα Κυβέρνησις, η οποία ανέλαβεν από της χθες την αρχήν, δεν είνε πλέον Κυβέρνησις μεταβατική, Κυβέρνησις ανάγκης, ελθούσα να ανατάξη προχείρως, και να παρέλθη. Είνε βιώσιμος κοινοβουλευτική Κυβέρνησις. Και ο κόσμος αξιοί ν’ αναδειχθή Κυβέρνησις οργανώσεως και θετικής δράσεως. Δεν πρόκειται πλέον να δικαιωθούν εν σπουδή αδικηθέντες και ν’ αποκατασταθή οπωσδήποτε ότι ανετράπη ή εσαλεύθη. Πρόκειται να κυβερνηθή ο τόπος επιμελώς, μεθοδικώς, λελογισμένως, ευσυνειδήτως. Η σημερινή Κυβέρνησις έχει ευθύνας βαρυτέρας των προγενεστέρων προχείρων Κυβερνήσεων, και το Κράτος αξιοί παρ’ αυτής πολλά. Επί έτη ήδη ο δυστυχής αυτός τόπος εκυβερνήθη όπως όπως, αδεία ανάγκης, πραγματικής είτε μη. Καιρός ήδη να κυβερνηθή καθ’ ον τρόπον επιβάλλεται να κυβερνά Κυβέρνησις έχουσα συναίσθησιν των ευθυνών, τας οποίας δημιουργεί δι’ αυτήν η εμπιστοσύνη και η εντολή του λαού». Αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της χώρας, σε μια κρίσιμη για την ίδια την ύπαρξη του έθνους περίοδο, ο Δημήτριος Γούναρης, εκαλείτο να αντιμετωπίσει μεγάλες, όσο και πολύπλοκες προκλήσεις, τόσο στο εσωτερικό πεδίο, όσο και στο μέτωπο των εθνικών θεμάτων. Θέλοντας να υπερβεί τις δυσκολίες, ο Γούναρης επιχείρησε -κατά τους έντεκα περίπου μήνες που διήρκεσε αυτή η πρωθυπουργική του θητεία- με την εφαρμογή μιας σύνθετης, όσο και δυσχερούς λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες αναλαμβανόταν, στρατηγικής, να πραγματοποιήσει μια δημιουργική «φυγή προς τα μπροστά», ώστε να δαμάσει τα ανοιχτά μέτωπα που είχε ενώπιόν του. Έτσι, στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής, και παρά τις πολύμορφες αντιξοότητες που αντιμετώπιζε, έδωσε έμφαση στην υλοποίηση των σχεδίων του για τον ολόπλευρο πολιτικό και θεσμικό εκσυγχρονισμό του τόπου. Προς τούτο, αξιοποίησε τη δυνατότητα που του έδινε το ψήφισμα της 25 ης Ιανουαρίου 1921, της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης, σύμφωνα με το οποίο αυτή μετετράπη από αναθεωρητική σε συντακτική συνέλευση και κατά τη διάρκεια των εργασιών της 49/μελούς επιτροπής για τον καταρτισμό του νέου Συντάγματος, που συγκροτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1921, 302


πρότεινε μια δέσμη ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, που απέβλεπαν στο μετασχηματισμό της Ελλάδας σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό και πλουραλιστικό πολιτικό σύστημα. Συνδυάζοντας τον πραγματισμό με τον οραματισμό, ο Δημήτριος Γούναρης επιχείρησε να επιλύσει χρόνια προβλήματα και να δημιουργήσει τις απαραίτητες θεσμικές υποδομές, για να αντιμετωπίσει η Ελλάδα δημιουργικά τις μεταπολεμικές προκλήσεις. Μεταξύ των άλλων, ο Δημήτριος Γούναρης πρότεινε την προσθήκη στο άρθρο 1 του Συντάγματος, που καθόριζε ότι κάθε άλλη γνωστή θρησκεία εκτός από το επισήμως προστατευόμενο Ορθόδοξο δόγμα «είναι ανεκτή» και την υιοθέτηση της διάταξης «και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως», θέλοντας να ενσωματώσει έτσι στον καταστατικό χάρτη της χώρας την εμπέδωση της φιλελεύθερης αρχής της κατοχύρωσης της ανεξιθρησκίας και της θρησκευτικής ελευθερίας των πολιτών. Πρότεινε, επίσης, τη θεσμική κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων και της παροχής του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις γυναίκες, εισηγούμενος την τροποποίηση προς αυτήν την κατεύθυνση του άρθρου 3 του Συντάγματος. Σύμφωνα με την ακριβή διατύπωση της πρότασής του αυτής, ζητούσε την κατάργηση κάθε διάκρισης των φύλων όσον αφορά την «ικανότητα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι και του αναλαμβάνειν οποιαδήποτε λειτουργία ή υπηρεσία», φροντίζοντας να κατοχυρώσει τη διάταξη αυτή με τη διατύπωση στο επόμενο εδάφιο της ρύθμισης ότι η ικανότητα αυτή δεν μπορεί να αφαιρεθεί με νόμο ούτε να μειωθεί, αλλά μόνο με αναθεώρηση του Συντάγματος. Θεωρώντας ότι το γλωσσικό ζήτημα απαιτούσε προσεκτικούς χειρισμούς και την αποφυγή άκαιρων ακροτήτων, τοποθετήθηκε επιφυλακτικά επί της πρότασης για την τροποποίηση του άρθρου 107 του Συντάγματος, που αφορούσε ακριβώς το ζήτημα της γλώσσας, μη συμμεριζόμενος την άποψη ότι θα έπρεπε να εξοβελιστεί η καθαρεύουσα, προς χάριν της δημοτικής, ιδιαίτερα στο χώρο της εκπαίδευσης και της Εκκλησίας. Μια ακόμη ριζοσπαστική πρόταση του Δημητρίου Γούναρη, ήταν εκείνη διά της οποίας εισηγείτο τη συμπλήρωση των συνταγματικών θεσμών με τη θέσπιση ενός οικονομικού συμβουλίου στο οποίο θα εκπροσωπούνταν οι «παραγωγικές τάξεις». Η πρόταση αυτή απέβλεπε στην υπεύθυνη διαβούλευση των κοινωνικών εταίρων και της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας και στη σύνθεση των απόψεων, στην άμβλυνση των εντάσεων και στην αποφυγή περιττών συγκρούσεων για ζητήματα που κατά καιρούς στασιάζονταν στην κοινωνική «ατζέντα». Πολυσήμαντη ήταν, επίσης, και η πρόταση για την αφαίρεση από τον βασιλέα του δικαιώματος να προχωρά στη διάλυση της Βουλής όταν δεν υπήρχαν ενδείξεις κυβερνητικής αστάθειας ή δυσαρμονίας μεταξύ του Κοινοβουλίου και της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, πρόταση που στήριξε ο Δ. Γούναρης. Στον ίδιο στόχο απέβλεπε επίσης η πρότασή του, μετά τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη της διενέργειας εκλογών, να διορίζεται υπηρεσιακή κυβέρνηση εκλεγόμενη μεταξύ των τακτικών μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, που η ίδρυσή του ήταν τότε ακόμη στα «σκαριά», του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και των τακτικών καθηγητών του Πανεπιστημίου313. Η πλέον πρωτοποριακή, όμως, πρόταση του Δημητρίου Γούναρη αφορούσε στην υιοθέτηση του θεσμού του νομοθετικού και του συνταγματικού δημοψηφίσματος, διά της οποίας διασφαλιζόταν η απ’ ευθείας συμμετοχή του λαού στη λήψη κρίσιμων για την πορεία Για τις συνταγματικές προτάσεις του Δημητρίου Γούναρη, βλ. μεταξύ των άλλων Gunnar Hering, όπ. προηγ. τόμος Β΄, σελ. 957 - 959 και Διονύσιος Π. Αλικανιώτης: «Δημήτριος Γούναρης. Μικρή Συμβολή στην Κατανόηση Ενός Προδρόμου της Εποχής μας», Αθήνα 1983, σελ. 160 κ. επ. Δεν παρέλκει, πάντως, στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι αρκετές από τις προπαρατεθείσες προτάσεις του Δημητρίου Γούναρη, λόγω του τολμηρού και ριζοσπαστικού χαρακτήρα τους, δεν έγιναν αποδεκτές ούτε καν από την κυβερνητική πλειοψηφία της 49/μελούς επιτροπής κατάρτισης του Συντάγματος της Βουλής. Έτσι, απορρίφθηκαν οι προτάσεις του για την παροχή του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις γυναίκες, καθώς και για τη σύσταση του οικονομικού συμβουλίου για την εκπροσώπηση των παραγωγικών τάξεων.

313

303


του τόπου αποφάσεων και κατοχυρωνόταν ο έμπρακτος εκδημοκρατισμός του πολιτικού συστήματος. Λόγω της ιστορικής του σημασίας παρατίθεται κατωτέρω το πλήρες κείμενο αυτής της βαθιά δημοκρατικής και πραγματικά φιλελεύθερης πρότασης του τότε πρωθυπουργού: «Προστίθεται άρθρον 25 έχον ούτω: 1) Ο Βασιλεύς δύναται εντός μηνός από της επιψηφίσεως νομοσχεδίου τινός υπό της Βουλής να προκαλέση την επ’ αυτού ψήφον του λαού διά Δημοψηφίσματος. 2) Το Δημοψήφισμα είναι υποχρεωτικόν, αν ζητηθή υπό της Βουλής κατά την ψήφισιν του νομοσχεδίου. Επίσης, αν ζητηθή υπό του δεκάτου των εχόντων δικαίωμα ψήφου πολιτών εντός της προθεσμίας του προηγουμένου εδαφίου. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει δεν εμποδίζεται εκ του δημοψηφίσματος η κύρωσις και δημοσίευσις του νόμου· η υπό του Λαού όμως απόρριψις αυτού ανατρέπει πάντα τα εκ της ισχύος αυτού αποτελέσματα. 3) Δεν επιτρέπεται Δημοψήφισμα επί δικαστικών και διοικητικών κωδίκων και του προϋπολογισμού των εσόδων και εξόδων του Κράτους και των ειδικών ταμείων. Επί νόμων φορολογικών και αφορώντων την στρατολογίαν του κατά γην και θάλασσαν στρατού το δημοψήφισμα προκαλείται μόνον υπό του Βασιλέως ή της Βουλής. 4) Νομοσχέδιον ψηφισθέν υπό της Βουλής δύναται ν’ απορριφθή διά δημοψηφίσματος μόνον αν μετέσχον του δημοψηφίσματος τα δύο τρίτα των εκλογέων και απεφάνθη υπέρ της απορρίψεως η πλειονότητα των ψηφοφορησάντων. 5) Αι λεπτομέρειαι της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος καθορισθήσονται διά νόμου. Το άρθρον 108 αντικαθίσταται ως εξής: Το Σύνταγμα δύναται να τροποποιηθή κατά τας μη θεμελειώδεις αυτού διατάξεις εάν η τροποποίησις ψηφισθή υπό των δύο τρίτων τουλάχιστον του όλου αριθμού των Βουλευτών. Η υπό της Βουλής ψηφισθείσα τροποποίησις δεν ισχύει προτού εγκριθή διά δημοψηφίσματος, εις ο υποβάλλεται υποχρεωτικώς. Διά την έγκρισιν απαιτείται το ήμισυ πλέον ενός του όλου αριθμού των εκλογέων»314. Παρά το γεγονός ότι οι συζητήσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν κατέληξαν σε συγκεκριμένα αποτελέσματα, εν τούτοις οι προτάσεις που διατύπωσε κατά τη διάρκειά τους ο Δημήτριος Γούναρης, άνοιξαν το δρόμο για την τολμηρή θεσμική αναζωογόνηση του τόπου. Το γεγονός ότι ορισμένα από τα ζητήματα αυτά, χρειάστηκε για να επιλυθούν να παρέλθουν αρκετές δεκαετίες, πιστοποιεί τον αληθινά πρωτοποριακό και αυθεντικά εκσυγχρονιστικό χαρακτήρα της πολιτικής φιλοσοφίας, αλλά και του πολιτικού προγράμματος του Δημητρίου Γούναρη. Και καταδεικνύουν πως ο Αχαιός πολιτικός είχε τη δυνατότητα να διαγιγνώσκει έγκαιρα τις πραγματικές βαθύτερες ανάγκες των καιρών του και να διατυπώνει με παρρησία τις λύσεις για την υπέρβασή τους, υποστηρίζοντας την χρησιμότητα της υιοθέτησής τους μέχρι τέλους, ακόμη και όταν υποχρεωνόταν να βαδίζει το σχετικό δρόμο μόνος, χωρίς τη στήριξη καν του συνόλου των βουλευτών της παράταξής του. Πέραν, όμως, από αυτές τις προσπάθειές του ο Δημήτριος Γούναρης, προσπάθησε να αντιμετωπίσει διά νομοθετικών παρεμβάσεων και ειδικών μέτρων προβλήματα που προέκυπταν από τις έκτακτες συνθήκες που επικρατούσαν τότε στον τόπο. Μία από τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες υπήρξε η -κατόπιν εισήγησης του τότε υπουργού Οικονομικών Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη- απόφαση του Φεβρουαρίου του 1922 για τη διχοτόμηση του χαρτονομίσματος, η οποία επενήργησε ως αυτόματος δανεισμός της οικονομίας, με 1,5 δις δραχμές της εποχής, και έσωσε τη χώρα από το χείλος της οικονομικής καταστροφής315. 314

Αναφορικά με την πρόταση του Δημητρίου Γούναρη για τη θέσπιση του θεσμού του δημοψηφίσματος, βλ. διεξοδικά στο Κωνσταντίνος Η. Πολυγένης: «Το Δημοψήφισμα», Αθήναι 1935, χ.ε.ο., εδώ σελ. 24 - 25.

304


Στο πεδίο των εθνικών θεμάτων, ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η πολιτική που ακολούθησε η υπό τον Δημήτριο Γούναρη κυβέρνηση για την ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας των ελληνικών δυνάμεων στην Μικρά Ασία. Συγκεκριμένα, προχώρησε στην κλήση υπό τα όπλα πέντε κλάσεων εφέδρων, που συνέβαλαν στην ενίσχυση της δύναμης του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία, ο οποίος έφτασε από τις περίπου 100.000 του Νοεμβρίου 1920, στις 220.000 στα μέσα του 1921. Ενώ ακόμη, φρόντισε ιδιαίτερα για τη βελτίωση της υποδομής και του εξοπλισμού του στρατεύματος προβαίνοντας στην αγορά σημαντικών ποσοτήτων όπλων και πυρομαχικών, στην προμήθεια 1.000 βαρέων και 500 ελαφρών αυτοκινήτων, 250 νοσοκομειακών, καθώς και στον ανεφοδιασμό του στρατού με όλο το απαραίτητο υλικό, που ήταν αναγκαίο για την καλύτερη λογιστική υποστήριξή του. Στις 15 Απριλίου 1921 πραγματοποίησε, μαζί με τον υπουργό Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη και επιτελείς του στρατεύματος, επίσκεψη στην Σμύρνη, με στόχο την τόνωση του ηθικού των στρατιωτών. Στον ίδιο στόχο απέβλεπε, με ευρύτερες μάλιστα συμβολικές συμπαραδηλώσεις, και η απόφαση του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ να αναχωρήσει συνοδευόμενος από τον πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη για την Μικρά Ασία, προκειμένου να τεθεί επικεφαλής του στρατεύματος, αφού προηγουμένως είχε απευθύνει σχετικό διάγγελμα δηλοποίησης των προθέσεών του αυτών προς τον ελληνικό λαό στις 29 Μαΐου 1921. Το πλήρες κείμενο του ιστορικού αυτού διαγγέλματος του βασιλέα Κωνσταντίνου Α΄, έχει ως ακολούθως: «Προς τον ελληνικόν λαόν. Απέρχομαι, ίνα τεθώ επί κεφαλής του στρατού μου. Εκεί όπου απ’ αιώνων παλαίει ο Ελληνισμός. Υπό την ευλογίαν του Υψίστου, η νίκη θα επιστέψη τους αγώνας του Γένους, ακατασχέτως χωρούντος επί την αποστολήν του. Η επικράτησις ημών σήμερον θα εξασφαλίση εκεί, ως πάλαι η των ημετέρων προγόνων, την πραγμάτωσιν των υψηλοτέρων ιδεωδών, της ελευθερίας, της ισοπολιτείας, της δικαιοσύνης. Τα όπλα ημών οδηγεί ολόκληρον το παρελθόν της φυλής μας. Παρελθόν θαυμασίου πολιτισμού, επιβάλλοντος υποχρεώσεις, της σοβαρότητος των οποίων έχομεν πάντες βαθυτάτην την συνείδησιν. Επί την εκπλήρωσιν των υποχρεώσεων τούτων δικαιούμεθα να διακηρύξωμεν μεθ’ υπερηφανείας ότι είμεθα τελείως ικανοί. Το δικαίωμα τούτο μας δίδει ο ελληνικός λαός εν ιερά ενώσει δια της απαραμίλλου αυτού εθελοθυσίας. Πεποιθώς επί την θείαν αρωγήν, επί την ορμήν του ηρωικού στρατού μου, επί την ακατάβλητον ηθικήν δύναμιν της ελληνικής ιδέας, σπεύδω εκεί, όπου υπερτάτη εθνική επιταγή με καλεί»316. Αμέσως μετά την άφιξή του στη Σμύρνη, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ εγκαταστάθηκε στο Κορδελιό και ανέλαβε συμβολικά την αρχιστρατηγία των ελληνικών δυνάμεων317. Έτσι, Εν σχέσει με την απόφαση αυτή, ο ιστορικός Γεώργιος Ρούσσος (όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ. 229 232) αφού προβαίνει σε μία κατατοπιστική παράθεση των γεγονότων και των δεδομένων του προβλήματος, προχωρά σε μια χαρακτηριστική περιγραφή αναφέροντας τα εξής: «Βαρύθυμοι ήσαν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός των οικονομικών όταν ο πρώτος γύρισε από την Ευρώπη [τον Φεβρουάριο του 1922] με άδεια χέρια. Και ξαφνικά ο δεύτερος τινάχθηκε για να πη στον Γούναρη: "Δημητράκη, τα ήβρα τα λεπτά ... ". Ο Γούναρης έμεινεν εμβρόντητος και τον εκοίταζε με ολάνοιχτα και ακίνητα τα μάτια χωρίς να αρθρώνη λέξιν. Ο Πρωτοπαπαδάκης αντί άλλης εξηγήσεως έβγαλε από το πορτοφόλι του έν εκατοντάδραχμον χαρτονόμισμα, το έκοψε εις δύο και επέδειξε τα τεμάχια κρατών αυτά προ των εκστατικών οφθαλμών του φίλου του. Ο Γούναρης δεν εκαταλάβαινε τι συμβαίνει. "Ενόμισα πως τρελάθηκε", έλεγε κατόπιν. Αφού λοιπόν ο Πρωτοπαπαδάκης μειδιών απήλαυσε το θέαμα το οποίον παρείχε ο άναυδος φίλος του, απεφάσισε να του εξηγήση το σχέδιόν του». 316 Σπ. Β. Μαρκεζίνη, όπ. πρ., τόμος 4, Παράρτημα κειμένων, σελ. 51-52 317 Βεβαίως, από άποψη φυσικής κατάστασης, ιδιαίτερα μετά την περιπέτεια της υγείας του από την οποία είχε περάσει, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ πολύ απείχε από τον πολέμαρχο στρατηλάτη των 315

305


υπό την επιτόπια παρουσία του, στις 29 Ιουνίου 1921, άρχισε η μεγάλη επίθεση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή της Μικράς Ασίας, της οποίας αποτέλεσμα υπήρξε η κατάληψη του Αφιόν Καρά-Χισάρ, της Κιουτάχειας και του Εσκί Σεχίρ. Οι επιτυχίες αυτές του ελληνικού στρατού στο διάστημα Ιουνίου-Ιουλίου 1921, συνέβαλαν αποφασιστικά στην αναθάρρηση του ηθικού όχι μόνο του ίδιου του στρατεύματος, αλλά και της ευρύτερης κοινής γνώμης στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο Δημήτριος Γούναρης, προκειμένου να σχηματίσει ακριβή γνώμη για τα τεκταινόμενα, μετέβη στις 14 Ιουλίου 1921, στην Κιουτάχεια, όπου την επόμενη ημέρα, 15 Ιουλίου 1921, συνεκλήθη πολεμικό συμβούλιο, υπό την προεδρεία του βασιλέως, στο οποίο εκτός του πρωθυπουργού συμμετείχε και η πολιτική και φυσική ηγεσία του στρατεύματος. Ο Δημήτριος Γούναρης ζήτησε να πληροφορηθεί αν μετά τις διεξαχθείσες επιχειρήσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εκμηδενισθείς ο τουρκικός στρατός, οπότε η κυβέρνηση να κηρύξει λήξαντα τον αγώνα και να προβεί πλέον στη διπλωματική διαχείριση του όλου ζητήματος. Ο Διοικητής Στρατιάς Μικράς Ασίας, στρατηγός Α. Παπούλας, απάντησε ότι ο τουρκικός στρατός βρισκόταν σε κατάσταση «πολύ προσεγγίζουσαν την αποσύνθεσιν, αλλά μη δυναμένην να θεωρηθή ως εκμηδένισις κατά την ανωτέρω έννοιαν» 318. Ο Γούναρης, έθεσε εν συνεχεία το ερώτημα αν ο στόχος της εκμηδένισης του τουρκικού στρατού θα μπορούσε να επιτευχθεί με στρατιωτική ενέργεια και ποια. Όλοι οι συμμετέχοντες συμφώνησαν ότι αυτό το αποτέλεσμα θα επιτυγχανόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό με την καταδίωξη των Τούρκων «το πολύ μέχρις Αγκύρας και του ποταμού Άλυος». Έτσι, κατόπιν μακράς σχετικής συζήτησης αποφασίστηκε η ανάληψη στρατιωτικών επιχειρήσεων με στόχο την κατάληψη της Άγκυρας. Ύστερα από αυτά, ακολούθησε η δυσχερέστατη πορεία προς την Άγκυρα, μέσω της ερήμου, μέσα σε αφόρητες κλιματολογικές συνθήκες και, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, με ελλιπέστατο εφοδιασμό και εν γένει λογιστική υποστήριξη των μαχόμενων μονάδων. Η εκστρατεία αυτή, που ξεκίνησε την 1η Αυγούστου 1921, τελικώς εγκαταλείφθηκε και στις 14 Σεπτεμβρίου 1921, ο στρατός ολοκλήρωσε την υποχώρησή του στη θεωρούμενη ασφαλή γραμμή Αφιόν Καρά-Χισάρ/Εσκί Σεχίρ. Η εμπειρία της επιθετικής κίνησης προς την Άγκυρα και εν συνεχεία της αναγκαστικής αναδίπλωσης των ελληνικών στρατευμάτων συνέβαλε καθοριστικά στο να καταστεί για την ελληνική πολιτική ηγεσία ξεκάθαρο ότι η απεμπλοκή από την Μικρασιατική εμπλοκή θα έπρεπε να επιδιωχθεί προπάντων με πολιτικοδιπλωματικά μέσα. Ενώ, όμως, η κυβέρνηση εκινείτο πλέον προς την κατεύθυνση της αναπροσαρμογής της πολιτικής και διπλωματικής τακτικής της στις νέες συνθήκες στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο πραγματοποιήθηκε μια αξιοσημείωτη μεταβολή στην ώς τότε ακολουθούμενη από το «Κόμμα Φιλελευθέρων» μετριοπαθή αντιπολιτευτική γραμμή, η οποία από τις εκλογές της 1 ης Νοεμβρίου 1920 και μετά συνίστατο στην τήρηση κοινής με την κυβέρνηση στάσης «διά το εθνικόν ζήτημα». Η αντικατάστασή της από μία στρατηγική έντασης και ευθείας αμφισβήτησης της ορθότητας των επιλογών της κυβέρνησης επί του Μικρασιατικού, σηματοδοτήθηκε με τη δημοσίευση στην προσκείμενη τότε στο «Κόμμα Φιλελευθέρων» νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913. Και από την άποψη αυτή η παρουσία του στο Μικρασιατικό μέτωπο, είχε περισσότερη αξία στον τομέα της ενίσχυσης της ψυχολογίας του Ελληνικού Στρατού, παρά στο πεδίο της ουσιαστικής συνεισφοράς στη χάραξη της στρατηγικής για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που εξελίσσονταν εκεί. Για την εύθραυστη κατάσταση της υγείας του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄, κατά την περίοδο της μετάβασής του στο Μικρασιατικό μέτωπο βλ. Γρηγόρης Σκαμπαρδώνης και Νικόλαος Σχίζας: «Η Ασθένεια και ο Θάνατος του Βασιλέως Κωνσταντίνου», στο ευρύτερο έργο «Η Ιατρική στη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία», επιμ. Γρηγόρης Σκαμπαρδώνης, εκδ. Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας (Ε.Μ.Ε.Ι.Σ.), Αθήνα 2001. 318 Βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ: «Επιχειρήσεις προς Άγκυραν 1921», τόμος 5ος, μέρος πρώτον, σελ. 257, Αθήναι 1965.

306


εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, στις 19 και 20 Σεπτεμβρίου 1921, δύο επιστολών του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, που έφεραν ημερομηνία 3 Ιουλίου και 26 Αυγούστου 1921 αντιστοίχως. Στις επιστολές του αυτές ο πρώην πρωθυπουργός προέβαινε σε σκληρούς χαρακτηρισμούς για την πολιτική της κυβέρνησης Γούναρη και διατύπωνε την ευθεία αντίθεσή του για τους χειρισμούς της, εστιάζοντας στο ζήτημα της στάσης της επί των διπλωματικών διαβουλεύσεων για την Μικρά Ασία και ιδιαίτερα στον τρόπο που η ελληνική πλευρά αντιμετώπιζε την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων επί του Μικρασιατικού. Η πρώτη από τις επιστολές αυτές του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον στρατηγό Δαγκλή, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς πυροδότησε, ένα νέο και μοιραίο για τα εθνικά συμφέροντα, γύρο διχαστικών διενέξεων. Το πλήρες κείμενο της επιστολής Βενιζέλου προς Δαγκλή της 3ης Ιουλίου 1921 έχει ως ακολούθως: «AIX LES BAINS, 3 Ιουλίου 1921 Φίλτατε, Ευχαρίστως έλαβα την επιστολήν σας της 10/13ης Ιουνίου. Η άρνησις της Κυβερνήσεως να δεχθή και κατ’ αρχήν καν την μεσολάβησιν των Δυνάμεων αποτελεί το τελευταίον κατά της Ελλάδος έγκλημα. Πως είναι δυνατόν να γίνεται λόγος περί συνεχίσεως της εθνικής ημών πολιτικής υπό της παρούσης Κυβερνήσεως, όταν διά της ψήφου της 1ης Νοεμβρίου και της συνεπεία ταύτης διαρρήξεως της συμμαχίας με τας Μεγάλας Δυνάμεις ανετράπη η βάσις της πολτικής εκείνης; Ήτο δυνατόν να διανοηθώ εγώ την διεξαγωγήν πολέμου προς την Τουρκίαν χωρίς την συμμαχίαν των Συμμάχων μας και δη εν αντιθέσει προς αυτούς; Το δυστύχημα είναι ότι ούτε οι Φιλελεύθεροι αντελήφθησαν εξ αρχής την αληθή κατάστασιν των πραγμάτων και εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η σημερινή Κυβέρνησις συνεχίζει την εθνικήν μας πολιτικήν και να υπερθεματίζουν μάλιστα εις την πολιτικήν αυτήν. Ενώ η συνέχισις αυτής είχε καταστή αδύνατος, αφού εξέλιπεν η προϋπόθεσις αυτής, η συμμαχία μας δηλαδή με τας Δυτικάς Δυνάμεις. Επομένως εις τους νυν κυβερνώντας δεν υπελείπετο άλλο παρά να επιδιώξουν συμβιβασμόν, μέλλοντα να τερματίση την εμπόλεμον κατάστασιν, και να σώση ό,τι ηδύνατο να σωθή από τα αποκτήματα της πολιτικής μας. Τοιούτος συμβιβασμός επεδιώχθη υπό της Αγγλίας εν Λονδίνω προ τεσσάρων μηνών, αλλ’ ατυχώς η Κυβέρνησις, πτοηθείσα προ της Κοινής Γνώμης, απέστερξεν αυτόν και επανέλαβε τας επιχειρήσεις, αίτινες επεδείνωσαν την θέσιν μας. Νέα ευκαιρία παρουσιάσθη διά της προσφοράς της μεσολαβήσεως των Δυνάμεων. Και ταύτην δυστυχώς απερρίψαμεν, ενώ δεν μας εζητείτο καν αποδοχή εις λευκόν, αλλ’ αι Δυνάμεις ήσαν διατεθειμέναι να μας ανακοινώσουν προηγουμένως τους όρους, υπό τους οποίους ανελάμβανον να μεσολαβήσουν. Οι όροι δε ούτοι, κατά τας Αγγλικάς αντιλήψεις, θα ήσαν διάσωσις της Θράκης μέχρι Τσατάλτζας, αυτονομία της Σμύρνης μετά της περιοχής της, υπό Γενικόν Διοικητήν διοριζόμενον υπό της Κοινωνίας των Εθνών, όστις θα ωργάνωνε την διοίκησιν και την στρατιωτικήν δύναμιν και όταν θα ενέκρινε την τελευταίαν ταύτην επαρκή θα εζήτει να αποσυρθούν τα Ελληνικά στρατεύματα. Βεβαίως η λύσις αύτη θα ήτο απείρως κατωτέρα της διά της Συνθήκης των Σεβρών, όχι μόνον εκ της τελικής εκκενώσεως της Σμύρνης υπό του Ελληνικού Στρατού, αλλά και κυριώτατα ως εκ της καταργήσεως όλων των περιορισμών, ους επέβαλεν η Συνθήκη εις την στρατιωτικήν ανεξαρτησίαν της Τουρκίας και οίτινες απετέλουν την αρίστην δι’ ημάς εγγύησιν του μέλλοντος. Αλλά θ’ απετέλει δυστυχώς η λύσις αύτη το τίμημα, όπερ θα επληρώναμεν, διότι δεν ελάβομεν υπ’ όψει την μετανοεμβριανήν διακοίνωσιν των Δυνάμεων. Έπρεπε δε οι υπεύθυνοι των ζημιών τούτων και της συνεπαγαγούσης αυτάς πολιτικής να έχουν την ειλικρίνειαν να ζητήσουν από τον Λαόν να καταβάλη το τίμημα τούτο, όσον βαρύ και αν ήτο, διά να προλάβουν τας απείρως μεγαλυτέρας ζημίας, τας 307


οποίας θα υποστώμεν ακολουθούντες αυτοτελειακήν πολιτικήν και συνεχίζοντες τον πόλεμον με την Τουρκίαν, τελείως απομεμονωμένοι. Σημειωτέον ότι, υποστηρίζων ότι η Κυβέρνησις έπραξεν έγκλημα μη αποδεχθείσα την μεσολάβησιν των Δυνάμεων, δεν ισχυρίζομαι ότι οι Τούρκοι θα απεδέχοντο λύσιν σύμφωνον με τας Αγγλικάς αντιλήψεις. Αλλ’ εν αρνήσει των Τούρκων να δεχθούν την λύσιν ταύτην, η Αγγλία θα ηδύνατο απέναντι της Κοινής Γνώμης να αναλάβη την υποστήριξίν μας εις τον αγώνα προς επιβολήν της Συνθήκης των Σεβρών. Ενώ ήδη ότε η άρνησις της αποδοχής προήλθεν από ημάς, η Κοινή Γνώμη εν Αγγλία εν ουδεμία περιπτώσει θα επιτρέψη εις την Κυβέρνησιν να μας βοηθήση και πάσα επομένως τοιαύτη βοήθεια αποκλείεται. Ούτω διασπάσαντες και τον τελευυταίον ηθικόν δεσμόν με τας πρώην Συμμάχους Δυνάμεις διά της αποκρούσεως της μεσολαβήσεώς των και επαναλαμβάνοντες τον πόλεμον φέρομεν την Ελλάδα εις τον κίνδυνον πλήρους καταστροφής. Διότι στρατιωτική νίκη τοιαύτη, ήτις θα υπέτασσε τον εχθρόν εις την θέλησίν μας και θα τον υπεχρέωνε να υπογράψη και εκτελέση την συνθήκην που θα του υπαγορεύαμεν, αποκλείεται απολύτως διά πάντα έχοντα ακόμη σώας τας φρένας. Σημειωτέον ότι και με τοιαύτην νίκην θα είχομεν να υποστώμεν την αναθεώρησιν της Συνθήκης, ήν θα μας επέβαλλον αι Μεγάλαι Δυνάμεις, όπως την επέβαλον αύται εις την Ρωσίαν διά της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Αλλ’ επί τέλους μετά τοιαύτην ολοκληρωτικήν νίκην θα είχομεν τουλάχιστον να ελπίζωμεν την Συνθήκην των Σεβρών. Αλλ’ αφού τοιαύτη πλήρης στρατιωτική νίκη αποκλείεται, εφ’ όσον γνωρίζει ο εχθρός ότι είμεθα διπλωματικώς απομεμονωμένοι και έχει την πρωτεύουσάν του προστατευομένην, κατά πάσης επιθέσεώς μας, υπ’ αυτών των τέως συμμάχων μας, εις τι άλλο δύναται να οδηγήση η επανάληψις των εχθροπραξιών, παρά εις πλήρη οικονομικήν και στρατιωτικήν ημών εξάντλησιν, η οποία θα μας αναγκάση μετά τινας μήνας να εκπλιπαρήσωμεν ημείς την μεσολάβησιν υπό ασυγκρίτως δυσμενέστερους όρους παρ’ εκείνους υπό τους οποίους προσεφέρετο προηγουμένως; Και πως ημπορεί να παραγνωρίζεται ο κίνδυνος του να επωφεληθή η Βουλγαρία της απομονώσεώς μας διά να καταβή προς την Θράκην, ότε δεν θα απεκλείετο όπως παρεμποδισθή προέλασίς της και προς την Θεσσαλονίκην, να προκληθή και άλλη κάθοδος προς αυτήν; Αυτή είναι η σκοτεινή εικών, την οποίαν παρουσιάζει προ των οφθαλμών μου η δημιουργηθείσα κατάστασις. Όσον αφορά το Βορειοηπειρωτικόν ζήτημα, πως είναι δυνατόν να έχετε ελπίδα τινά αισίας αυτού λύσεως, μετά την διπλωματικήν απομόνωσιν εις ην περιήλθομεν; Η απόφασις του Συμβουλίου της 31ης Δεκεμβρίου 1919 δεν περιεβλήθη καν τον τύπον της Συνθήκης, όπως των Σεβρών. Αφού την Συνθήκην των Σεβρών ανέτρεψεν η ψήφος της 1η Νοεμβρίου, πως θέλετε να μην ανατρέψη την περί Β. Ηπείρου, αφού και Γαλλία και Ιταλία θα είναι εναντίον μας; Δυστυχώς εν Αθήναις δεν εννοήθη ακόμη ποίον κίνδυνον εγκλείει δι’ ημάς η απροκάλυπτος εχθρότης της Γαλλίας, εχθρότης ήτις είναι τόσον βαθεία, ώστε προδήλως εργάζεται και κατά των ιδίων απωτέρων συμφερόντων της Γαλλίας, αλλ’ ήτις οδηγεί τα ιδικά μας εις άμεσον καταστροφήν. Γράφετε ότι ο Κυβερνητικός Τύπος επιτίθεται εναντίον μου, διότι διά του κ. Πολίτου ανεκοίνωσα προς τον κ. Αθηνογένην την επικειμένην πρότασιν μεσολαβήσεως των Δυνάμεων όπως προληφθή ματαία επανάληψις των επιχειρήσεων, εάν η Κυβέρνησις έμελλε να δεχθή την μεσολάβησιν. Την προδοσίαν αυτήν πραγματικώς την έκαμα. Μόνον διά να μη επιβαρύνεται υπεράγαν η θέσις μου, παρατηρώ ότι πληροφορήσας την Κυβέρνησιν περί του επικειμένου διαβήματος ενόμιζα ότι προσφέρω υπηρεσίαν, αφού η ανακοίνωσίς μου δεν την ημπόδιζε να επαναλάβη το διάβημα. Το ότι η ανακοίνωσις υπεδήλου ότι, κατά την γνώμην μου, η επανάληψις των επιχειρήσεων έπρεπε να 308


αναβληθή, ομολογώ ότι ημπορεί να θεωρηθή ως προδοτικόν. Αλλά μετά την κατάλυσιν της τυραννίας μου, ενόμιζα ότι ημπορούσα και εγώ να ασκώ την ελευθερίαν της σκέψεώς μου. Γράφετε επίσης ότι ο Κυβερνητικός Τύπος με κατηγορεί ότι εν Λονδίνω ωμίλησα κατά της μαχητικότητος του στρατού μας. Αλλά θα έφθανα να συχαθώ τον εαυτόν μου, αν κατήντων να συγκινούμαι από τας κατηγορίας τοιούτων ανθρώπων κι εξέπιπτα μέχρι του ν’ απολογηθώ δι’ αυτάς. Και ενώ διέπραξα την προδοσίαν ταύτην φόβος είναι μήπως τινές τουλάχιστον των Φιλελευθέρων μου καταλογίσουν άλλην προδοσίαν. Διότι εν Λονδίνω όταν εις την συνηγορίαν μου υπέρ της Ελλάδος προς επιβολήν της Συνθήκης των Σεβρών μου αντετάχθη πλην άλλων, ότι τοιαύτη υποστήριξις και συνεργασία θα ωδήγει μοιραίως εις αναγνώρισιν του Βασιλέως Κωνσταντίνου, έφθασα να υποστηρίξω την αναγνώρισιν. Το αληθές είναι ότι οι νυν κυβερνώντες συνεχίζουν τον πόλεμον παρά την απομόνωσιν της Ελλάδος, διότι θέλουν να καταπονήσουν έτι μάλλον τον Ελληνικόν Λαόν και να φέρουν αυτόν από αποτυχίας εις αποτυχίαν εις το σημείον να ζητήση ο ίδιος, μεγάλη τη φωνή, την πάση θυσία τερμάτισιν του πολέμου και να θεωρήση τότε ως ευεργέτας εκείνους που θα του δώσουν την ειρήνην. Επαναλαμβάνεται δηλονότι ό,τι κατά το 1915 - 1916, ότε η επιστράτευσις διετηρήθη επί δεκάμηνον, όχι διά τα συμφέροντα της Ελλάδος, αλλά διά να καταπονηθή η εθνική ψυχή. Μετά φιλικωτάτων αισθημάτων Διατελώ όλως υμέτερος ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ»319 Ευθύς μόλις η επιστολή αυτή είδε το φως της δημοσιότητας, στις 19 Σεπτεμβρίου 1921, ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης απάντησε με μια δική του εξίσου επιθετική, αλλά κοσμίως διατυπωμένη, δήλωση, που έδωσε αυθημερόν στη δημοσιότητα. Το πλήρες κείμενο αυτής της δήλωσης-απάντησης του Δημητρίου Γούναρη προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έχει ως εξής: «Ι. Ανέγνωσα την επιστολήν του κ. Βενιζέλου. Δι’ αυτής ο κ. Βενιζέλος κακίζει την πολιτικήν ην ημείς από του Νοεμβρίου μετήλθομεν εν τω υπ’ αυτού εκκρεμεί καταλειφθέντι εξωτερικώ ζητήματι. Την πολεμικήν του στηρίζει επί της βάσεως ότι την πολιτικήν, ην εκληροδότησεν εις ημάς αυτός, μετήρχετο εν συμμαχία μετά των Μεγάλων Δυνάμεων, η δε συμμαχία αύτη δι’ αυτής ταύτης της λαϊκής ψήφου της 1ης Νοεμβρίου διεσπάσθη. Η βάσις της αύτη είναι ψευδής. Δεν θα συζητήσω περί της υπάρξεως, ουδέ περί των όρων της Συμμαχίας μετά των Μ. Δυνάμεων, επί τη βάσει της οποίας ισχυρίζεται ο κ. Βενιζέλος ότι διεξήγε τον κατά Τουρκίας πόλεμον. Η Συμμαχία δεν ήτο δυνατόν να διαλυθή. Αι Μ. Δυνάμεις δεν ήτο δυνατόν να καταλύσωσι μονομερώς υποχρεώσεις, ας είχον αναλάβει. Εκτός αν ισχυρισθή ο κ. Βενιζέλος, ότι είχε τεθή όρος εν τη μετά των Δυνάμεων συμφωνία ότι ο Ελληνικός λαός δεν θ’ ανατρέψη τον κ. Βενιζέλον. Τοιούτον τι όμως δεν ισχυρίζεται ο κ. Βενιζέλος. ΙΙ. Αλλά θα εξετάσω πως εξεδηλώθη, διαρκούσης της Κυβερνήσεως του κ. Βενιζέλου, η σύμπραξις των Μεγάλων Δυνάμεων εν τω κατά της Τουρκίας πολέμω. Και προκαλώ τον κ. Βενιζέλον να καθορίση πως εξεδηλούτο, όταν αυτός ήτο εις την Κυβέρνησιν, η σύμπραξις αύτη. Στρατός των Συμμάχων δεν συνέπραττεν ούτε τότε μετά του ημετέρου. Όπλα και εφόδια δεν παρείχον ούτε τότε. Απόδειξις η έλλειψις πάντων των εφοδίων, των απαραιτήτων διά τον στρατόν. Ούτε εκ των όπλων και εφοδίων των ηττηθέντων εχθρών Τούρκων και Βουλγάρων, τα οποία διά των Συμμάχων αφηρέθησαν απ’ αυτούς εδόθη τίποτε, απολύτως τίποτε, εις την Ελλάδα. Χρήματα όχι μόνον δεν έδιδον επί της Κυβερνήσεως του κ. Βενιζέλου εις την Ελλάδα διά την κατά της Τουρκίας επιχείρησιν αι 319

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 393 - 397.

309


Δυνάμεις, αλλά και ασκούσαι τα εκ του Διεθνούς Ελέγχου δικαιώματά των απηγόρευσαν εις τον κ. Βενιζέλον να προμηθευθή εκ του τόπου δι’ εκδόσεως χαρτονομίσματος τα αναγκαία διά τον πόλεμον χρήματα. Κατά τι μετεβλήθη από συμμαχικής απόψεως ως προς ταύτα η κατάστασις, αφ’ ης απεχώρησε της αρχής ο κ. Βενιζέλος; Βεβαίως δεν ήτο δυνατόν να καταστή, ουδέ κατέστη, χείρων κατά τα σημεία ταύτα. Ούτε και εβελτιώθη. Ήτο φυσικώτατον τούτο. Αι Δυνάμεις είχον τάξει εις την ενέργειάν των ωρισμένα όρια. Τα όρια ταύτα έθετον τα πράγματα ως αύται εξετίμων ταύτα επί τη βάσει των ιδίων αυτών συμφερόντων. Τα όρια ταύτα υπήρχον και όταν ο κ. Βενιζέλος ήτο εις την αρχήν. Τα όρια ταύτα εξηκολούθησαν υπάρχοντα και κατόπιν. Υπάρχουσιν όμως και άλλα σημεία, ως προς τα οποία εγένετο δυνατόν να γίνη μεταβολή υπέρ ημών. Και τοιαύτη εγένετο, μολονότι ημείς είμεθα εις την αρχήν και όχι ο κ. Βενιζέλος. Ο κ. Βενιζέλος ουδέποτε έσχεν ελευθερίαν ενεργείας εν Μ. Ασία. Ούτε εις αυτόν ούτε εις τον ασκούντα βασιλικήν εξουσίαν επετράπη ποτέ να πατήσωσι το μικρασιατικόν έδαφος. Πάσα κίνησις του Ελληνικού στρατού εξηρτάτο εκ της συγκαταθέσεως των Δυνάμεων, η οποία δεν εδόθη πάντοτε. Ήδη πάντες οι φραγμοί ούτοι κατέπεσαν. Εις την Ελλάδα αφέθη πάσα ελευθερία ενεργείας. Ο Βασιλεύς της Ελλάδος διήλθε πάσαν την υφ’ ημών κατεχομένην χώραν. Ο στρατός μας εν πάση ελευθερία έφερε τας σημαίας μας εκεί όπου σήμερον κυματίζουν. Τα διά τας επιχειρήσεις ταύτας αναγκαία εφόδια, από τα οποία αφήκε κενάς τας αποθήκας ο κ. Βενιζέλος, επρομηθεύθημεν διά χρημάτων τα οποία έδωκεν ο τόπος. Τα εζητήσαμεν ακριβώς κατά τον ίδιον τρόπον, καθ’ ον είχε ζητήσει ταύτα ο κ. Βενιζέλος. Αι δυνάμεις ετήρησαν απέναντι ημών την ιδίαν στάσιν. Προς διευκόλυνσιν των προμηθειών μας αι Δυνάμεις εδέχθησαν την ελευθερίαν του εμπορίου των να μας παράσχη τοιαύτα. Και δεν λησμονούμεν, ότι το εμπόριον πασών των χωρών μετά προθυμίας μας εχορήγησεν αυτά. Αυτά είναι εν γενικωτάταις γραμμαίς τα γεγονότα εν σχέσει με την σύμπραξιν των Μ. Συμμάχων Δυνάμεων εν τω κατά της Τουρκίας αγώνι. Και με αυτά τα αναμφισβήτητα γεγονότα ερωτάται, πως τολμά ο κ. Βενιζέλος να ομιλή περί διαλύσεως της μετά της Ελλάδος συμμαχίας των δυνάμεων συνεπεία της ψήφου της 1ης Νοεμβρίου; Δεν θα ήτο ειλικρινέστερος, αν έλεγεν, ότι η Συνθήκη των Σεβρών υπεγράφη, της Ελλάδος αναλαβούσης διά μόνων των ιδίων δυνάμεων την επιβολήν αυτής, και δεν μας εξηγεί διατί η Συνθήκη αύτη παρ’ ουδενός των υπογραψάντων αυτήν εκυρώθη; ΙΙΙ. Αλλ’ ο κ. Βενιζέλος είναι υπεράγαν τολμηρός άνθρωπος, όταν πρόκειται περί λόγων, ίνα διά παραπλανήσεως των πολλών εξυπηρετήση τους σκοπούς του. Και έχει την τόλμην να ομιλή και περί Βορειοηπειρωτικού ζητήματος, αυτός ο παντοιοτρόπως καταβαραθρώσας αυτό. Και λέγει ότι η σχετική προς αυτό δυσμενής στάσις των Δυνάμεων οφείλεται και αυτή εις την λαϊκήν ψήφον της 1ης Νοεμβρίου. Αλλά προτού ισχυρισθή τούτο ώφειλε να σκεφθή και απαντήσει εις τα εξής ερωτήματα, τα οποία θέτουν αμειλίκτως τα πράγματα. Τις κατείχε το Βορειοηπειρωτικόν έδαφος, πριν ή καταλάβουν αυτό οι συμμαχικοί στρατοί; Είναι ή δεν είναι αληθές ότι συνεπεία των αγώνων των Βορειοηπειρωτών καθ’ ων παντί τρόπω αντέδρασεν ο κ. Βενιζέλος κατείχεν αυτό η Ελλάς; Είναι ή δεν είναι αληθές ότι η Ελλάς είχεν εντελώς αφομοιώσει αυτό; Είναι ή δεν είναι αληθές ότι και οι βουλευταί εκ της Β. Ηπείρου παρεκάθηντο τότε εν τω Ελληνικώ Κοινοβουλίω; Είναι ή δεν είναι αληθές, ότι την χώραν ταύτην κατέλαβον οι σύμμαχοι εν συνεννοήσει μετά του κ. Βενιζέλου; Και έπειτα πως ευρέθη το έδαφος αυτό υπό Αλβανικήν κατοχήν μετά την λήξιν της Συμμαχικής; Ποίος το παρέδωκεν εις τους Αλβανούς αντί να το παραδώση εις τους Έλληνας από τους οποίους το παρέλαβε; Και ποίος ήτο ο Κυβερνήτης της Ελλάδος τότε, όταν παρεδόθη εις τους Αλβανούς το έδαφος τούτο, το από της Ελληνικής κατοχής, της Ελληνικής διοικήσεως, και πλήρους αφομοιώσεως μετά της λοιπής Ελλάδος αποσπασθέν; Και ήτο η παράδοσις αύτη ευμένεια προς την τότε Κυβέρνησιν ώστε να έχη το θάρρος ο κ. 310


Βενιζέλος, να λέγη, ότι φοβείται ότι η ευμένεια αύτη θα παύση λόγω της μεταβολής ην επέφερεν η λαϊκή ψήφος της 1ης Νοεμβρίου; Ο κ. Βενιζέλος, του οποίου τον ύπνον φαίνεται ταράσσει ο φόβος ούτος, είχε κατορθώσει να μεταβάλη την πραγματικήν προσάρτησιν της Βορ. Ηπείρου, ην είχομεν, εις δύο συμφωνίας. Μίαν την συμφωνίαν Καπετσίσκη, ην υπέγραψε μετά των Αλβανών, και δεύτερον την συμφωνίαν την διπλωματικήν μετά της Ιταλίας. Η πρώτη εδέχετο την διατήρησιν της Αλβανικής κατοχής και ενομιμοποίει ταύτην μέχρις αποφάσεως των Δυνάμεων. Η Δευτέρα συνεφώνει την υπό της Ιταλίας αποδοχήν της παραχωρήσεως εις την Ελλάδα. Δεν θ’ αναλύσω την σημασίαν της μετά των Αλβανών συμφωνίας. Πας τις δύναται να πράξη τούτο ευχερώς. Αλλ’ ερωτώ. Τι εγένετο η μετά της Ιταλίας συμφωνία; Την αφήκεν ισχυράν ο κ. Βενιζέλος όταν απήλθεν; Ή είχε καταγγελθή αύτη; Και πότε κατηγγέλθη; Κατηγγέλθη επί της Κυβερνήσεως ημών ένεκεν δυσμενείας προς ημάς, ή κατηγγέλθη επί της Κυβερνήσεως Βενιζέλου, προδήλως ένεκεν ευμενείας προς αυτόν; Και αν ούτως έχη το πράγμα, ας θαυμάση όστις έχει αποβάλει τον κοινόν νουν το διπλωματικόν αυτό αριστούργημα του κ. Βενιζέλου, όστις κατόρθωσε να καταλάβουν οι Αλβανοί την Βόρ. Ήπειρον, ην κατείχεν η Ελλάς, όστις κατώρθωσεν ν’ αντικαταστήση την κατοχήν ταύτην με μίαν συμφωνίαν, όστις κατώρθωσε να συνάψη ούτω την συμφωνία ταύτην ώστε, ο έτερος των συμβαλλομένων να δύναται να την καταγγείλη και ούτω να μείνη ο κ. Βενιζέλος με κενάς τας χείρας και από την χώραν και από το χαρτί με το οποίον είχε την θαυμασίαν διπλωματικήν έμπνευσιν να την αντικαταστήση. Και μεθ’ όλα τούτα ο κ. Βενιζέλος έχει το θάρρος να κηρύσση, ότι δεν ημπορεί να ησυχάση από τον φόβον, ότι η προς ημάς δυσμένεια των Δυνάμεων θα καταστρέψη όσα η προς αυτόν ευμένεια είχε δημιουργήσει. ΙV. Αλλά ο κ. Βενιζέλος αφού θέτει ως γεγονός ότι μετά την λαϊκήν ψήφον της 1 ης Νοεμβρίου εχάσαμεν την βάσιν εφ’ ης ούτος εστήριζε την πολιτικήν του, ευρίσκει ότι κακώς επράξαμεν μη δεχθέντες τον κατά την Συνδιάσκεψιν του Λονδίνου επιδιωχθέντα υπό της Αγγλίας συμβιβασμόν. Αλλ’ υπήρχε στάδιον συμβιβασμού; Απεδέχθη η Τουρκία τους προταθέντας όρους; Υπήρχε καμμία πιθανότης ότι θα εδέχετο αυτόν; Και αν ουδείς επίστευσεν ότι η Τουρκία θα εδέχετο αυτόν πως μας κατηγορεί ο κ. Βενιζέλος, ότι μη δεχθέντες αυτόν εδείξαμεν αδιάλλακτον πνεύμα; Που είναι το αδιάλλακτον πνεύμα, όταν υπεβλήθησαν οι όροι εις ημάς και την Τουρκίαν και πριν ή δοθή καιρός ίνα δυνηθώμεν ν’ απαντήσωμεν ημείς, η Τουρκία όχι μόνον δηλοί διά δημοσίων ανακοινώσεων πάντων των εκπροσωπούντων την Άγκυραν, ότι δεν δέχεται, αλλά και συγχρόνως παρασκευάζει διά παντοίων ενισχύσεων τα στρατεύματά της διά να μας επιτεθή; Και αγνοεί ο κ. Βενιζέλος ότι ούτως είχον τότε τα πράγματα; Αγνοεί ότι την τοιαύτην των πραγμάτων κατάστασιν ανεγνώρισαν αυταί αι Δυνάμεις, αι οποίαι ρητώς εδήλωσαν ημίν ότι έχομεν εν τω μεταξύ πάσαν ελευθερίαν στρατιωτικής ενεργείας, ίνα προλάβωμεν τας τουρκικάς καθ’ ημών παρασκευάς; Αγνοεί ότι παρ’ όλην την ταχύτητα της ενεργείας ημών, αι τουρκικαί παρασκευαί υπερέβησαν και αυτάς τας ημετέρας προβλέψεις και συνηντήσαμεν, ην συνηντήσαμεν, εν Εσκή Σεχίρ κατά την επίθεσιν του Μαρτίου αντίστασιν, ήτις ηνάγκασεν ημάς ν’ ανακόψωμεν την επίθεσιν και να επιληφθώμεν ευρυτέρας παρασκευής; Τι ήθελεν ο κ. Βενιζέλος; Ν’ απαντήσωμεν ότι δεχόμεθα τας προτάσεις τας οποίας πάντες εγίγνωσκον, ότι δεν θα εδέχετο η Τουρκία, και εν τω μεταξύ ν’ αφήσωμεν τον εχθρόν να ενισχύηται; Και δι’ αυτό μας κατηγορεί ότι επροτιμήσαμεν την πολεμικήν ενέργειαν, διότι επτοήθημεν προ της κοινής γνώμης; Ώστε κατά τον κ. Βενιζέλον, διά να μην εκτεθώμεν εις την κατηγορίαν ταύτην, έπρεπε να μην προβώμεν εις την επιχείρησιν, αλλά ν’ αφήσωμεν τον εχθρόν να συμπληρώση τας παρασκευάς του και μας επιτεθή; V. Αλλ’ ο κ. Βενιζέλος μας ελέγχει διά την μην αποδοχήν της τελευταίας διακοινώσεως των Δυνάμεων, δι’ ης προυτείνετο η μεσίτευσις αυτών. Και διά να στηρίξη τον έλεγχον αυτού, 311


δέχεται μεν ότι θ’ απέκρουον οι Τούρκοι την μεσολάβησιν, αλλ’ ισχυρίζεται ότι η υφ’ ημών αποδοχή θα διέθετεν ευμενώς υπέρ ημών την κοινήν γνώμην, ώστε να δυνηθή η Αγγλία ν’ αναλάβη τον αγώνα προς επιβολήν της Συνθήκης των Σεβρών. Αλλ’ εν τω ελέγχω αυτού ο κ. Βενιζέλος, ενώ δεν παραλείπει να διατυπώση τους ουδέποτε καθορισθέντας όρους, υφ’ ους θα παρείχετο η μεσολάβησις, εάν εγίνετο κατ’ αρχήν δεκτή υφ’ ημών, λησμονεί να παραθέση την εν αυτή τη περί τούτων διακοινώσει εκτιθεμένην διαδικασίαν της προτεινομένης μεσολαβήσεως. Και είναι ανάγκη ν’ ανακληθή εις την μνήμην του κ. Βενιζέλου η διαδικασία αύτη. Αι Δυνάμεις ηρώτων αν εδεχώμεθα κατ’ αρχήν να μεσιτεύσωσιν. Αν εδεχώμεθα θα ανεκοίνουν εις ημάς τους όρους υφ’ ους θα εμεσίτευον. Πάσα πιθανότης υπάρχει ότι οι όροι ούτοι ούτε μεταξύ των Δυνάμεων είχον συμφωνηθή, θ’ απητείτο δε χρόνος τις προς καθορισμόν αυτών. Μετά τούτο, αν ημείς εδεχώμεθα και τους όρους αυτούς, θα προέβαινον εις διάβημα προς τους Τούρκους, προτείνοντες αυτοί την μεσολάβησίν των προς σύναψιν ειρήνης επί τη βάσει των όρων ους ημείς θα είχομεν δεχθή. Βεβαίως οι Τούρκοι θα εζήτουν και θα τοις παρεχωρείτο προθεσμία προς απάντησιν. Και μετά την πάροδον αυτής και ίσως νέας παρατάσεως αυτής, ήτις θα τοις εχορηγείτο, θ’ απήντων, και κατά τον κ. Βενιζέλον, αποκρούοντες τους προτεινόμενους όρους. Κατ’ αυτήν την διαδικασίαν θα διεξήγετο η προσφερομένη μεσίτευσις με βεβαίαν αποτυχίαν, ως δέχεται και ο κ. Βενιζέλος. Αλλ’ ενώ δεν θα είχε το σκοπούμενον αποτέλεσμα η ενέργεια αύτη, ως ομολογεί και ο επικριτής της, θα είχε βεβαίως έτερόν τι αποτέλεσμα, το οποίον παραλείπει ο κ. Βενιζέλος. Η στρατιωτική ημών ενέργεια, εις ην ήμεθα έτοιμοι, θ’ ανεχαιτίζετο επ’ άδηλον χρόνον. Και κατά το διάστημα τούτο ο εχθρός θα ενισχύετο, ώστε να κατασταθή πολύ δυσχερεστέρα η στρατιωτική ημών θέσις, εφ’ όσον μετά το βέβαιον ναυάγιον της διπλωματικής αποπείρας, θα επανερχόμεθα εις αυτήν. Αλλά και κάτι χειρότερον ακόμη· ο χρόνος, ο υπολειπόμενος μέχρι της ώρας του έτους, καθ’ ην αι στρατιωτικαί επιχειρήσεις καθίστανται αδύνατοι λόγω των καιρικών συνθηκών, ήτο βραχύτατος. Διά της αναβολής της στρατιωτικής επιχειρήσεως ασφαλώς θα αγόμεθα εις ανεπάρκειαν χρόνου προς οιανδήποτε στρατιωτικήν ενεργείαν. Και ούτως η αποδοχή της προτάσεως των Δυνάμεων, η οποία και κατά τον κ. Βενιζέλον θα κατέληγεν εις ναυάγιον, θα εστέρει ημάς και του μόνου μέσου ενεργείας, ο είχομεν, ήτοι της στρατιωτικής ενεργείας. Ο κ. Βενιζέλος λέγει, ότι, αν εδεικνυόμεθα ενδοτικοί, θα είχομεν την κοινήν γνώμην υπέρ ημών, τούτο δε θα διηυκόλυνε την απόφασιν της Αγγλίας να επιληφθή αύτη της επιβολής της Συνθήκης των Σεβρών. Και νομίζει ο κ. Βενιζέλος ότι δεν εδείχθημεν ενδοτικοί, διότι απεκρούσαμεν την προσφερομένην μεσίτευσιν των Δυνάμεων λόγω της διαδικασίας υφ’ ην προσεφέρετο, και ήτις θα μας εστέρει της ικανότητος να μεταχειρισθώμεν την στρατιωτικήν ημών δύναμιν. Λησμονεί όμως, όταν διατυποί την κατηγορίαν ταύτην, ότι διά της απαντήσεώς μας εδηλώσαμεν, ότι θα ήμεθα πρόθυμοι εις οιονδήποτε στιγμήν να λάβωμεν υπ’ όψει πάσαν συγκεκριμένην πρότασιν των Δυνάμεων περί τερματισμού της συγκρούσεως. Αλλ’ ούτως είναι πρόδηλον ότι δεν απεκρούσαμεν την μεσολάβησιν. Απεκρούσαμεν απλώς τον τρόπον καθ’ ον προσεφέρετο, και τούτο διότι ούτος θα μας εστέρει το ουσιωδέστερον μέσον της ενεργείας, την στρατιωτικήν ικανότητα. Μέσον ενεργείας, το οποίον ήτο μεγίστης σπουδαιότητος και διά πάσαν Μεγάλην Δύναμιν, ήτις θα ήτο διατεθειμένη, ως λέγει ο κ. Βενιζέλος, ν’ αναλάβη την επιβολήν της Συνθήκης των Σεβρών εις τους Τούρκους. Διότι πάσα Δύναμις, εις τούτο αποβλέπουσα, δεν ηδύνατο βεβαίως να προσίδη αδιαφόρως εις την αχρήστευσιν του σπουδαιοτάτου μέσου επιβολής, το οποίον ήτο ο Ελληνικός Στρατός. 312


VI. Αυτά είναι τα κεφάλαια του κατηγορητηρίου, το οποίον ο κ. Βενιζέλος έγραψεν, ως φαίνεται εκ της χρονολογίας της επιστολής του, την 3η Ιουλίου. Το κατηγορητήριον τούτο εφυλάχθη εις το θυλάκιον του συντάξαντος αυτό επί δύο και ήμισυ μήνας. Και εξεσφενδονίσθη μόλις σήμερον εις την δημοσιότητα. Η δημοσιεύσασα αυτό εφημερίς εκ της επιστολής αυτής είδε φως καταυγάζον την εσκοτισμένην, φαίνεται, διάνοιάν της προ της αναγνώσεως της επιστολής. Οι αμερόληπτοι πολίται, οι αναγνώσαντες την επιστολήν, θ’ αναγνώσωσι και την ανωτέρω απάντησιν. Και είμαι βέβαιος, ότι θ’ αποφύγωσι την συσκότισιν εις ην απεπειράθη ο συντάκτης της επιστολής να εμβάλη την διάνοιαν αυτών. Θα κρίνωσιν όμως οι αμερόληπτοι ούτοι πολίται και την ενέργειαν του κατηγόρου ημών, εν τοιαύτη στιγμή προβαίνοντος εις τοιαύτας δημοσιεύσεις. Και η κρίσις αυτών είμαι βέβαιος ότι θα τονώση την γνώμην αυτών περί του κ. Βενιζέλου, ως πολιτικού ανδρός, την γνώμην, της οποίας τόσον πανηγυρική εκδήλωσις υπήρξεν η πάνδημος λαϊκή ετυμηγορία οι περί αυτόν. Ας μη πλανώνται ουδέ οι αντίθετοι προς αυτόν οι φανταζόμενοι ωφελήματα εκ της πολεμικής του κ. Βενιζέλου καθ’ ημών. Οι διαδεχθέντες τον κ. Βενιζέλον έπραξαν ό,τι ήτο δυνατόν και συμφέρον να πραχθή προς εξυπηρέτησιν των εθνικών δικαίων εν τη χαώδει καταστάσει, την οποίαν απερχόμενος κατέλιπεν ο κ. Βενιζέλος. Και επράχθησαν όσα βεβαίως δεν θα ηδύναντο να παραχθώσιν αν ο κ. Βενιζέλος ήτο εις την αρχήν. Διότι ο κ. Βενιζέλος στερούμενος της εμπιστοσύνης του Ελληνικού λαού, και δικαίως, ως εκ της τυραννικής αυτού πολιτείας, δεν θα ηδύνατο να έχη τόσην αμέριστον συνδρομήν αυτού όσην έσχομεν ημείς αυτήν. Και η εμπιστοσύνη αύτη υπήρξε και υπάρχει κεφάλαιον ισχυρότατον αναβιβάζον τας πιθανότητας της επιτυχίας εις το ανώτατον δυνατόν σημείον. Το κεφάλαιον τούτο δεν διέθετεν ο κ. Βενιζέλος. Και δι’ αυτό έπεσε της αρχής. Θέλων να δικαιολογήση την πτώσιν του απεπειράθη ν’ αμφισβητήση ότι εκ τούτου του λόγου έπεσε. Και ωμίλησε τότε περί καμάτου του Ελληνικού λαού. Τα έκτοτε γεγονότα τον διέψευσαν. Ήδη ομιλεί και πάλιν περί καμάτου και δη προκαλουμένου υφ’ ημών επίτηδες. Ο κ. Βενιζέλος είναι εξ ίσου ατυχής εις την επίκλησιν του καμάτου σήμερον, όσον ήτο και τότε. Ας είναι ήσυχος. Ούτε τότε απέπεμψε τον κ. Βενιζέλον της αρχής ο κάματος του Ελληνικού λαού, πλανάται δε εάν ελπίζη τώρα ότι ο κάματος του λαού θα τον επαναφέρη πάλιν εις την αρχήν»320. Από το σημείο αυτό και έπειτα, η υποτροπή των διχαστικών παθών υπήρξε αναπότρεπτη. Το πρώτο κύμα νέων πολιτικών συγκρούσεων εκδηλώθηκε με αφορμή τη διεξαγωγή στις 2 Οκτωβρίου 1921, συζήτησης στη Βουλή για την ενημέρωση της Εθνικής Αντιπροσωπείας αναφορικά με την κατάσταση στην Μικρά Ασία. Ο Δημήτριος Γούναρης προέβη σε απολογισμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων, έκανε εκτιμήσεις για τις διπλωματικές προοπτικές και προσδιόρισε το πλαίσιο για την άρση των εκκρεμοτήτων επί του Μικρασιατικού με τον κατά το δυνατόν επωφελέστερο τρόπο για τα εθνικά συμφέροντα. Αναφερόμενος ιδιαίτερα στην στρατιωτική κατάσταση στη Μικρά Ασία σημείωσε μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα: «Κατέχομεν σήμερον Μικρασιατικόν έδαφος 100 περίπου χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων απέναντι των 16 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων της Συνθήκης των Σεβρών. Την κατεχόμενην υφ’ ημών Χώραν οικούσι περί τα τρία εκατομμύρια κατοίκων, απέναντι του ενός εκατομμυρίου περίπου, των οικούντων την έκτασιν της Συνθήκης των Σεβρών. Και έχομεν υπό την εξουσίαν ημών απάσας τας σιδηροδρομικάς συγκοινωνίας της Μικρασιατικής Τουρκίας, και απάσας ανεξαιρέτως τας κλείδας αυτών. Τα υπολείμματα των κυρίων δυνάμεων του εχθρού, τα οποία εξωθήσαμεν προς την Άγκυραν, εύρηνται μακράν των ημετέρων γραμμών, με πάσας τας εν τω μεταξύ συγκοινωνίας και ιδίως την σιδηροδρομικήν γραμμήν ριζικώς κατεστραμμένας, και με την εν τω μεταξύ 320

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 397 - 404.

313


χώραν, ην διήλθομεν, ουδένα περιλαμβάνουσα πόρον προς διατήρησιν στρατού ικανού να επιτεθή κατά των ημετέρων. Εντεύθεν και η ανάγκη του εχθρού να μετατοπίση μέρος των δυνάμεών του προς νότον ως κατέδειξεν η τελευταία περί το Αφιόν Καρά Χισάρ απόπειρα»321. Αμέσως μετά έλαβαν το λόγο διάφοροι αντιπολιτευόμενοι βουλευτές, από τις αγορεύσεις των οποίων κατέστη σαφές ότι η ώς τότε συναινετική στάση του «Κόμματος Φιλελευθέρων» περί το εθνικό ζήτημα της Μικράς Ασίας, είχε λάβει τέλος. Αποκορύφωμα της νέας σκληρής γραμμής υπήρξε η αποχώρηση των βουλευτών του από τη συνεδρίαση της Βουλής, λίγο πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση αναφορικά με τους χειρισμούς της επί του Μικρασιατικού. Τελικά, η κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τους βουλευτές του κυβερνώντος συνασπισμού, αλλά η ρωγμή που είχε επέλθει στο εθνικό μέτωπο αποδυνάμωνε τα περιθώρια των διαπραγματευτικών ελιγμών κατά τη δύσκολη φάση των διαβουλεύσεων, που επρόκειτο να ακολουθήσουν με τους συμμάχους της «Αντάντ», για την εξεύρεση μιας οριστικής λύσης επί του Μικρασιατικού. 7.3 Ο διπλωματικός μαραθώνιος και η διαρκής υπονόμευση Την επόμενη ημέρα, 3 Οκτωβρίου 1921, ο Δημήτριος Γούναρης και ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Μπαλτατζής αναχώρησαν με προορισμό το Λονδίνο, προκειμένου να επιδιώξουν την εκκαθάριση του Μικρασιατικού ζητήματος. Καθ' οδόν προς το Λονδίνο διήλθαν από το Παρίσι, όπου συναντήθηκαν με τον Γάλλο πρωθυπουργό Αριστίντ Μπριάν, στον οποίο εξέφρασαν τις διαμαρτυρίες της ελληνικής κυβέρνησης για την ενίσχυση από την κυβέρνησή του, του τουρκικού στρατού. Ο Γάλλος πρωθυπουργός συνέστησε στην ελληνική αντιπροσωπεία να επιδιώξει την άμεση σύναψη ειρήνης με την Τουρκία και αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν θεωρούσε πλέον υφισταμένη τη Συνθήκη των Σεβρών, διατύπωσε την πρόταση η συνθήκη ειρήνης να συνομολογηθεί με βάση την τουρκική επικυριαρχία στην Σμύρνη. Στη συνέχεια, μεταβαίνοντας από το Παρίσι στο Λονδίνο, ο Δημήτριος Γούναρης, δήλωσε στον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Λόρδο Κώρζον και στον πρωθυπουργό Λλόυδ Τζώρτζ, ότι η Ελλάδα για να διευκολύνει τον τερματισμό της εκκρεμότητας στην Μικρά Ασία δέχεται τις συμμαχικές προτάσεις που είχαν διατυπωθεί από το Μάρτιο του 1921, όπως η Σμύρνη με την ενδοχώρα της, που προσδιοριζόταν από τη γραμμή από Πανόρμου μέχρις του ποταμού Μαιάνδρου, αυτονομηθεί υπό Χριστιανό αρμοστή. Η πρόταση αυτή δεν έτυχε ιδιαίτερα ενθουσιώδους υποδοχής από τους συμμάχους, καθώς μάλιστα ήδη η Γαλλία και η Ιταλία είχαν συνάψει μονομερείς συνθήκες με την κεμαλική Τουρκία, με την οποία σημειωτέον παρόμοια συνθήκη είχε υπογράψει και η Σοβιετική Ρωσία, ενισχύοντας ποικιλότροπα με υλικό και πολεμοφόδια τον Κεμάλ. Εξακολουθώντας το διπλωματικό μαραθώνιό του, ο Δημήτριος Γούναρης μετέβη στη Ρώμη επιδιώκοντας τη σύναψη με την ιταλική κυβέρνηση μιας ευρύτερης μεσογειακής συμφωνίας, που θα διευκόλυνε τους χειρισμούς του ζητήματος της Σμύρνης. Συνάντησε όμως την ουσιαστική απροθυμία της ιταλικής ηγεσίας για κάτι τέτοιο. Από την Ιταλία, η ελληνική αντιπροσωπεία, στις αρχές Ιανουαρίου 1922, μετέβη στις Κάννες της Γαλλίας, όπου είχε οριστεί η πραγματοποίηση συνάντησης του Λλόυδ Τζώρτζ με τον Αριστίντ Μπριάν, και προέβη σε παραστάσεις υπέρ των ελληνικών αιτημάτων. Ακολούθησε η μετάβαση της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Παρίσι, όπου, στις 15 Ιανουαρίου 1922, συναντήθηκε με τον αναλαβόντα εν τω μεταξύ την πρωθυπουργία της Γαλλίας, Πουανκαρέ. Και ευθύς αμέσως, ακολούθησε νέο ταξίδι στο Λονδίνο, σε μια 321

Βλ. Γεώργιος Ρούσσος, όπ. πρ., τόμος Ε΄, σελ. 210.

314


εναγώνια επιζήτηση της μεσολάβησης των συμμάχων, και ταυτοχρόνως σε μια απέλπιδα απόπειρα για την άρση του -επιβληθέντος κατά της Ελλάδος αμέσως μετά την επάνοδο του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄- οικονομικού αποκλεισμού. Αποκαλυπτική είναι η επιστολή που απέστειλε ο Δημήτριος Γούναρης κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο προς τον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών, Λόρδο Κώρζον, με την οποία του ζητούσε τη στήριξη της Αγγλίας και επί των δύο αυτών ανοιχτών μετώπων. Το πλήρες κείμενο της επιστολής αυτής, έχει ως ακολούθως: «Λονδίνον, Ελληνική Πρεσβεία, 15 Φεβρουαρίου 1922 Μυλόρδε Μαρκήσιε, 1) Την 27ην Οκτωβρίου 1921, ευηρεστήθη η Υμετέρα Εξοχότης να εκθέση εις τον κ. Μπαλτατζήν και εις εμέ τας απόψεις της Αγγλικής Κυβερνήσεως, σχετικώς προς την κατάστασιν των πραγμάτων εν τη Εγγύς Ανατολή. Κατόπιν της εξετάσεως της τοιαύτης εν τη χώρα ταύτη καταστάσεως, εν σχέσει προς την γενικήν σχετικήν κατάστασιν, η Υμετέρα Εξοχότης κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι η επίσπευσις της αποκαταστάσεως της ειρήνης ανταποκρίνεται εις το συμφέρον όλων των ενδιαφερομένων. Όπως επιτευχθή η ειρήνη, η Υμετέρα Εξοχότης παρώτρυνεν ημάς να εμπιστευθώμεν τα συμφέροντα ημών εις τας τρεις Μεγάλας Δυνάμεις, των οποίων την από κοινού μεσολάβησιν θα προσεπάθει να επιτύχη η Αγγλική Κυβέρνησις. Έχοντες υπ’ όψει το ενδιαφέρον και την συμπάθειαν, α επεδείξατο η Αγγλική Κυβέρνησις προς την Ελλάδα, και τα οποία η Υμετέρα Εξοχότης εξεδήλωσε και πάλιν επί τη ευκαιρία της συνεντεύξεως ταύτης, απεφασίσαμεν, κατόπιν επισταμένης εξετάσεως και συνεννοήσεων μετά των εν Αθήναις λοιπών συναδέλφων ημών, ότι το συμφέρον της Ελλάδος επέβαλλε την αποδοχήν της προτάσεως της Υμετέρας Εξοχότητος. Διάφοροι περιστάσεις, ας η Υμετέρα Εξοχότης δύναται να εκτιμήση κάλλιον εμού, ανέβαλον μέχρι τούδε την λύσιν του προβλήματος τούτου, παρήλθον δε πλέον ή τρεις μήνες και δεν εγένετο δυνατόν ν’ αποκατασταθή η ειρήνη, παρά τας ειλικρινείς προς τούτο προσπαθείας της Υμετέρας Εξοχότητος. Κατά το διάστημα τούτο η Ελληνική Κυβέρνησις είχε πάντοτε υπ’ όψει ότι η ασφαλεστέρα εγγύησις διά τας διαπραγματεύσεις με την Τουρκίαν, προς το κοινόν συμφέρον των Συμμάχων, οίτινες από κοινού διεξήγαγον τον πόλεμον κατ’ αυτής και από κοινού θα συνομολογήσωσι την ειρήνην, ήτο η διατήρησις του status quo της εν Μ. Ασία στρατιωτικής καταστάσεως. Προς τον σκοπόν τούτον η Ελληνική Κυβέρνησις ενέτεινε τας προσπαθείας αυτής μέχρι του εσχάτου αυτών ορίου ίνα διατηρηθή ο Ελληνικός στρατός εις ας θέσεις κατέχει σήμερον. Η Αγγλική Κυβέρνησις θα εννοήση ευκόλως τας σοβαράς δυσκολίας τας οποίας είχε να αντιμετωπίση η Ελληνική Κυβέρνησις εν σχέσει με τας προσπαθείας ταύτας. Ο ελληνικός στρατός ευρίσκεται κατά το μάλλον ή ήττον εν επιστρατεύσει επί 9 όλα έτη. Επί πλέον ο μέγας πατριωτισμός των στρατιωτών και το συναίσθημα της αποστολής των, αποσκοπούσης την απελευθέρωσιν των υπό τον τουρκικόν ζυγόν αδελφών των, και την ένωσιν αυτών μετά της ελευθέρας πατρίδος, και το οποίον συναίσθημα εξουδετέρου των εκ του πολέμου φυσικόν κλονισμόν, εμειώθη εκ της αυξανούσης πιθανότητος ότι η αναμενομένη ειρήνη δεν θα εξησφάλιζε πλήρως την πραγματοποίησιν της αποστολής των, ης οι Έλληνες στρατιώται έχουσι πλήρη συναίσθησιν. Προς τούτοις, η εξασθέσνησις των οικονομικών πόρων της χώρας, αναποφεύκτως έγινε πρόξενος μεγάλων και αυξανουσών δυσκολιών διά τον εφοδιασμόν του στρατού, επομένως και πρόξενος αυξανουσών κακουχιών εις το εν Μ. Ασία στράτευμα. Παρά τας δυσκολίας ταύτας, η Ελλάς αντεπεξήλθε μέχρι τούδε προς την τοιαύτην κατάστασιν. Αι προσπάθειαι όμως τας οποίας κατέβαλεν η Ελλάς προς τον σκοπόν τούτον, εδημιούργησαν κατάστασιν, επί της οποίας αισθάνομαι καθήκον να επιστήσω την 315


προσοχήν της Υμετέρας Εξοχότητος, ελπίζων ότι το ενδιαφέρον, όπερ γνωρίζομεν ότι θα λάβη η Αγγλική Κυβέρνησις επί του προκειμένου, θα οδηγήση αυτήν εις επιμελή εξέτασιν και εξεύρεσιν των μέσων προς αντιμετώπισιν των παρουσών δυσχερειών, τας οποίας η Ελλάς δεν θα δυνηθή να υπερπηδήση εάν αφεθή εις τους ιδίους αυτής πόρους. 2) Ιδιαιτέρως επιθυμώ να φέρω εις γνώσιν της Υμετέρας Εξοχότητος ότι οι οικονομικοί πόροι της Ελληνικής Κυβερνήσεως είναι τελείως εξηντλημένοι. Προβλέπων την αναπόφευκτον ταύτην εκτύλιξιν των πραγμάτων, επανειλημμένως απηυθύνθην προς την Αγγλικήν Κυβέρνησιν ίνα, διά της παροχής ενισχύσεων υπ’ αυτής, επιτύχωμεν σύναψιν δανείου εν τη αγγλική αγορά. Συνεπεία τούτου υπεγράφη, την 22αν Δεκεμβρίου 1921, υπό του Άγγλου υπουργού των Οικονομικών και εμού συμφωνία, καθ’ ην η Αγγλική Κυβέρνησις έδιδε την συναίνεσίν της διά την σύναψιν δανείου μη υπερβαίνοντος τα 15.000.000 λίρας Αγγλίας, ως και διά την παροχήν εγγυήσεων διά την σύναψιν του δανείου τούτου. Παρά την τοιαύτην συναίνεσιν της Αγγλικής Κυβερνήσεως δεν ηδυνήθημεν εισέτι να επιτύχωμεν την σύναψιν του δανείου. Εν τούτω τω μεταξύ πληροφορούμαι εξ Αθηνών ότι οι πόροι του δημοσίου ταμείου εξαντλούνται οσημέραι, η δε τελευταία τηλεγραφική ανακοίνωσις εξ Αθηνών αναφέρει ότι η Κυβέρνησις ευρίσκεται εν πλήρει αδυναμία της συντηρήσεως του στρατού πέραν των μέσων Φεβρουαρίου παρά την περιστολήν πάσης άλλης δαπάνης. 3) Εκτός του οικονομικού τούτου αδιεξόδου, δέον να ληφθή υπ’ όψει ότι πλησιάζει η εποχή του έτους καθ’ ην άρχονται αι πολεμικαί επιχειρήσεις εν Μ. Ασία. Κατά το παρελθόν έτος, αι επιχειρήσεις εκεί ήρχισαν κατά ένα μήνα και τινας ημέρας αργότερον της σήμερον. Εν τω μεταξύ ο εχθρός ανεφωδιάσθη εις άνδρας και πολεμοφόδια. Χωρίς να μνημονεύσωμεν το υλικόν πολέμου, το οποίον ο εχθρός επρομηθεύθη παρά των Σοβιέτ της Ρωσίας, δεν δυνάμεθα ή μετ’ εκπλήξεως αλγεινής να σημειώσωμεν την επί του προκειμένου στάσιν των Συμμάχων Δυνάμεων, παρά το πλευρόν των οποίων επολέμησεν ο ελληνικός στρατός εις τον κατά της Τουρκίας πόλεμον ον αύτη, ουχί κατά της Ελλάδος, αλλά και των Συμμάχων επεχείρησεν. Τινές εκ των Συμμάχων Δυνάμεων προυχώρησαν τόσον, ώστε να εφοδιάσωσι δι’ όπλων και πυρομαχικών τον εχθρόν, μέλλοντα να τα μεταχειρισθή κατά του συμμάχου των του Μεγάλου Πολέμου. Άλλαι, αι οποίαι δεν ενήργησαν τοιαύτας πράξεις, εν τούτοις ουδέν έπραξαν προς τερματισμόν των ανωτέρω επ’ αυτοφώρω παραβιάσεων της ανακωχής του Οκτωβρίου του 1918 και της Συνθήκης των Σεβρών, αι οποίαι αμφότεραι ρητώς προβλέπουσι περί του αφοπλισμού της Τουρκίας. Τέλος, όλαι αι Σύμμαχοι Δυνάμεις, άνευ εξαιρέσεως, ηρνήθησαν ν’ αναγνωρίσωσιν ότι εμπόλεμος κατάστασις υφίσταται μεταξύ αυτών και της Τουρκίας, ως συνέπεια αναγκαία της μη υπογραφείσης ειρήνης. Εντεύθεν η περί ουδετερότητος εν τη ελληνοτουρκική συγκρούσει, δήλωσις αυτών, η οποία εν τούτοις διηρμηνεύθη ούτως ώστε ν’ αρνηθώσιν εις την Ελλάδα την πλήρη απόλαυσιν των πολλών δικαιωμάτων των υπό του Διεθνούς Δικαίου ανεγνωρισμένων εις τους εμπολέμους, ως προς τους ουδετέρους. Η Υμετέρα Εξοχότης ευκόλως θα εννοήση την σοβαρότητα του δημιουργηθέντος κινδύνου διά τον ελληνικόν στρατόν εκ του τοιούτου ανεφοδιασμού των τουρκικών δυνάμεων και εκ της προσεγγίσεως του χρόνου των επιχειρήσεων εν Μ. Ασία. Κατά πληροφορίας, άρτι ληφθείσας, του Ελληνικού Επιτελείου του Στρατού της Μ. Ασίας, το ηθικόν των στρατιωτών διατηρείται άφθαρτον, αλλ’ ο εχθρός έχει αριθμητικήν υπεροχήν 10.000 περίπου ανδρών, υπερτερεί κατά το ιππικόν, και κατά διπλούν αριθμόν αεροπλάνων, ενώ ετέρωθεν είναι ασθενέστερος εις πυροβολικόν, διαθέτων περίπου 100 πυροβόλα ολιγώτερα των του ημετέρου στρατού. Σχετικώς δεν δύναμαι ή να παρατηρήσω ότι το πλεονέκτημα τούτο του ελληνικού στρατού θα ήτο αισθητώς μεγαλύτερον, εάν είχε ληφθή φροντίς να εκτελεσθή ο 316


αφοπλισμός της Τουρκίας κατά τους όρους της ανακωχής, ή ήθελεν επιτραπή εις τον ελληνικόν στρατόν να ενεργήση ελευθέρως, άμα τη υπό του Ανωτάτου Συμβουλίου δοθείση εντολή προς κατάληψιν της Μ. Ασίας, ως σαφώς εζήτησαν οι αρμόδιοι στρατιωτικοί. Υπό τοιαύτας περιστάσεις, η Στρατιά Μ. Ασίας δηλοί ότι δεν αναλαμβάνει την ευθύνην να βεβαιώση ημάς περί της ικανότητος αυτής του να αντικρούση τουρκικήν επίθεσιν, εάν δεν παράσχωμεν αυτή α) ικανόν αριθμόν ανδρών ίνα πληρωθούν τα κενά των στρατιωτικών μονάδων και εξουδετερωθή η παρούσα υπεροχή του εχθρού, β) ανεφοδιασμόν εις πολεμοφόδια, κυρίως αεροπλάνα, τηλεβόλα και φορτηγά αυτοκίνητα, απαραίτητα διά ταχείαν μετακίνησιν του στρατού, και γ) οικονομικήν βοήθειαν καθ’ ότι η οικονομική κατάστασις της Στρατιάς είναι απελπιστική. Εάν δεν εκτελεσθώσιν αι ανωτέρω αιτήσεις, η διοίκησις της Στρατιάς θεωρεί, ότι επικειμένη τουρκική επίθεσις θα εκθέση τον στρατόν μας εις σοβαρώτατον κίνδυνον, παρακαλεί δε επειγόντως όπως ληφθώσιν αυθωρεί τα ανωτέρω μέτρα, εν η δε περιπτώσει τούτο είναι αδύνατον, να διαταχθή άμεσος υποχώρησις, εφ’ όσον είμεθα εισέτι εις καιρόν να λάβωμεν την πρωτοβουλίαν ταύτην και να αποφύγωμεν ούτω τους προβλεπομένους κινδύνους υποχωρήσεως επιβληθησομένης ημίν εκ της εξελίξεως των γεγονότων. Το εν Μ. Ασία Επιτελείον είναι της γνώμης ότι η υποχώρησις εκ της Μ. Ασίας δέον να είναι ολοκληρωτική, εν περιπτώσει υποχωρήσεως εκ της σήμερον κατεχομένης οχυρωματικής γραμμής καθ’ όσον εις ουδέν σημείον προς Δυσμάς υφίστανται οχυρωματικαί αμυντικαί γραμμαί, ας θα ηδύνατο να διατηρήση άνευ των ως άνω υποδειχθεισών ενισχύσεων. Εν τέλει, προσθέτει το εν Μ. Ασία Επιτελείον ότι, εάν εξακολουθή ν’ ανεφοδιάζηται ο εχθρός, θα παραστή ομοίως ανάγκη ν’ ανεφοδιάσωμεν και τον ημέτερον στρατόν καλούντες υπό τα όπλα νέας ηλικίας, ίνα δυνηθώμεν να εξουδετερώσωμεν την αύξουσαν υπεροχήν του εχθρού. Εν σχέσει με τα ανωτέρω, η ελληνική κυβέρνησις είναι μεν εις θέσιν και υπ’ αμφοτέρας τας εξετασθείσας περιστάσεις, να καλέση νέας ηλικίας, εν τούτοις όμως είναι φανερόν ότι δεν θα δυνηθή να παράσχη εις τον εν Μ. Ασία στρατόν οικονομικήν βοήθειαν ης έχει ούτος τοσαύτην επείγουσαν ανάγκην και να προμηθευθή τα απαιτούμενα πολεμοφόδια, μάλιστα εν η περιπτώσει καλέσει υπό τα όπλα νέας ηλικίας, οπότε επιπροσθέτως ικανή ποσότης πολεμοφοδίων έσεται απαραίτητος. 4) Είναι σχεδόν περιττόν να υποδείξω εις την Αγγλικήν Κυβέρνησιν τας συνεπείας, αι οποίαι αναποφεύκτως θ’ ακολουθήσωσιν, εάν η Ελλάς εγκαταλειφθή εις τα ανεπαρκή αυτής μέσα. Η Ελλάς, εν πλήρει επιγνώσει των υποχρεώσεων όλων των Συμμάχων Δυνάμεων, εν τω κατά της Τουρκίας πολέμω, προς τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μ. Ασίας ανέλαβε την εντολήν αυτών να επιβάλη εις την Τουρκίαν τους όρους της ειρήνης, επί των οποίων συνεφώνησαν οι Σύμμαχοι προς εκτέλεσιν των υποχρεώσεων τούτων. Καθ’ όλον τον επακολουθήσαντα αγώνα, η Ελλάς ευσυνειδήτως εσεβάσθη τους περιορισμούς τους τεθέντας εις την ενέργειαν αυτής υπό των Συμμάχων, ακόμη όταν ούτοι ήσαν σοβαρόν κώλυμα εις τον τρόπον της εκτελέσεως του έργου αυτής, ως η απαγόρευσις της στρατιωτικής ενεργείας κατά της πρωτευούσης του εχθρού. Εν τω αγώνι τούτω η Ελλάς εμπνεομένη εκ του φυσικού και νομίμου αυτής πόθου υπέρ της τύχης των ελληνικών πληθυσμών της Δυτικής Μ. Ασίας, εχρησιμοποίησεν όλην την δύναμιν αυτής και εξήντλησεν όλους τους πόρους της. Ως αποτέλεσμα των προσπαθειών επέτυχε μέχρι της στιγμής ταύτης την σωτηρίαν των πληθυσμών εκείνων, και ταυτοχρόνως παρέσχε σταθεράν βάσιν προς σύναψιν της ειρήνης. 317


Εάν ο ελληνικός στρατός, ένεκα των εκτεθέντων λόγων, αναγκασθή να εκκενώση την Μ. Ασίαν, θα επέλθη κατάστασις πραγμάτων, ην έχω πάντα λόγον να ελπίζω η Αγγλική Κυβέρνησις θα θεωρήση ως ασυμβίβαστον προς τα γενναία αισθήματα, τα οποία τρέφει υπέρ της τύχης των χριστιανικών τούτων πληθυσμών. Την τύχην των πληθυσμών τούτων η Ελλάς θα υποχρεωθή από τούδε να εγκαταλείψη εις τας χείρας των Συμμάχων Δυνάμεων, αίτινες εν τη ενεργεία των δεν θα έχωσιν εις την διάθεσιν αυτών, κατά τας περί ειρήνης διαπραγματεύσεις μετά της Τουρκίας, την εκ της παρουσίας εν Μ. Ασία του ελληνικού στρατού εγγύησιν. Η Αγγλική Κυβέρνησις ευκόλως θα εννοήση ότι, εάν ο ελληνικός στρατός αποχωρήση εκ των σημερινών αυτού θέσεων, προστατευουσών τους πληθυσμούς της Δυτικής Μ. Ασίας, και των Στενών, ου μόνον θα εκτεθώσιν οι χριστιανικοί ούτοι πληθυσμοί εις τας φρικαλεότητας της Κεμαλικής επιδρομής, αλλ’ η τουρκική αλαζονεία προ ουδενός θα αναχαιτισθή, και η Κεμαλική πρόοδος δεν θα κρατηθή ούτε εις τα υπό της Συνθήκης των Σεβρών οριζόμενα όρια, ούτε εις την Σμύρνην αλλά θα σαρώση τα Στενά. Η Ελλάς, οσονδήποτε και αν αισθάνηται τας συνεπείας ταύτας, εάν αφεθή αβοήθητος θ’ αναγκασθή ουδέν ήττον να υποκύψη εις την αναπόδραστον ανάγκην, εγκαταλείπουσα εις το μέλλον την διεκδίκησιν των εθνικών αυτής δικαίων, αναγνωρισθέντων υπό των Συμμάχων Δυνάμεων, και να στρέψη τας στρατιωτικάς αυτής δυνάμεις, ανεπαρκείς διά την εν Μ. Ασία εκστρατείαν, προς προστασίαν των συνόρων αυτής εν Ευρώπη των υπό της Συνδιασκέψεως της Ειρήνης επιδικασθέντων αυτή. 5) Η Αγγλική Κυβέρνησις, έχω την πεποίθησιν, θα εννοήση ευκόλως ότι ησθάνθην επιτακτικόν καθήκον να φέρω εις γνώσιν αυτής τα ανωτέρω. Η κατάστασις επί της οποίας επέμεινα, δεν δύναται, πέποιθα, ή να είναι αντικείμενον μερίμνης της Αγγλικής Κυβερνήσεως. Επί πλέον, η αντίληψις την οποίαν έχω περί των αγγλοελληνικών σχέσεων, και την οποίαν προσεπάθησα να εκδηλώσω εν τη πολιτική μου, με κάμνει να αισθάνωμαι ότι θα παρέλειπον το προς την Πατρίδα μου καθήκον, εν τη κρισίμω ταύτη περιπετεία, εάν δεν εξέθετον πλήρως και σαφώς την κατάστασιν προ της Δυνάμεως, εις την φιλίαν της οποίας η Ελληνική Φυλή πάντοτε μετά πεποιθήσεως εστηρίχθη, επί τω σκοπώ όπως η Αγγλική Κυβέρνησις δυνηθή να ανακοινώση υμίν τας απόψεις αυτής επί της καταστάσεως ταύτης και τα μέτρα τα οποία σχετικώς δύναται να συμβουλεύση. Έχω την τιμήν, κλπ Δ. Γούναρης»322. Οι δυσκολίες και τα προσκόμματα που συναντούσε ο Δημήτριος Γούναρης άρχισαν να τον καταπονούν. Εύγλωττα περιγράφει αυτήν την ψυχική διάθεση του Δημητρίου Γούναρη της εποχής εκείνης, ο ανηψιός του, από τους κορυφαίους φιλοσόφους του νέου Ελληνισμού και κατοπινός πρωθυπουργός της Ελλάδας Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που νεαρός φοιτητής τότε σπούδαζε στη Γερμανία και είχε συναντηθεί μαζί του, κατά τα επανειλημμένα ταξίδια του Γούναρη στο εξωτερικό για τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις επί του Μικρασιατικού, στη Βασιλεία της Ελβετίας. Αναφέρει μεταξύ των άλλων ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, καταγράφοντας με σαφήνεια τη μεταβολή των διαθέσεων του Γούναρη την άνοιξη του 1922, οπότε για τελευταία φορά τον συνάντησε, εν σχέσει προς την άνοιξη του 1921, οπότε είχε πραγματοποιηθεί η προηγούμενη συνάντησή τους, σε ένα από τα σπάνια κείμενά του, που αφορούσαν στον Δημήτριο Γούναρη: «Στην Πίζα έμεινα δύο εβδομάδες. Ο Δημήτριος Γούναρης έλειψε μερικές μέρες στη Βενετία. Ταξιδέψαμε, ύστερα, μαζί στη Φλωρεντία. Με εξενάγησε στα θαυμάσια πράγματα, που αποκαλύφθηκαν εκεί στα μάτια μου. Ήταν κατατοπισμένος σε όλα. Από κει με συνόδευσε με το τραίνο ως το Μιλάνο. Εφθάσαμε αργά το βράδυ. Φάγαμε στο εστιατόριο του σταθμού και ο Γούναρης μπήκε το ίδιο βράδυ στο τραίνο, επιστρέφοντας 322

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 407 - 412.

318


στην Πίζα. Δεν κοιμήθηκα τη νύχτα εκείνη, γιατί νωρίς το πρωί θα έμπαινα στο τραίνο που θα με οδηγούσε στην Καρλσρούη. (Από εκεί θα πήγαινα στη Χαϊδελβέργη). Γύριζα όλη τη νύχτα στο Μιλάνο και στάθηκα πολλή ώρα μπροστά στο θαυμάσιο καθεδρικό ναό. Στις αρχές Μαρτίου 1921, όταν βρισκόμουν πια στη Χαϊδελβέργη, έλαβα ένα τηλεγράφημα του Γούναρη, που μου έλεγε, ότι θα περνούσε από τη Βασιλεία της Ελβετίας και ότι επιθυμούσε να με ιδεί. Ήταν, τότε, υπουργός των Στρατιωτικών και αρχηγός της πλειοψηφίας στη Βουλή των Ελλήνων. Έσπευσα στη Βασιλεία και πρόλαβα να τον υποδεχθώ στο σταθμό. Συνοδευόταν μόνο από τον Γεώργιο Α. Βλάχο, που είχε, λίγο καιρό πριν, εγκαινιάσει τη μεγάλη δημοσιογραφική σταδιοδρομία του, και ήταν ήδη μια σαγηνευτική προσωπικότητα, και από ένα γραμματέα του υπουργείου των Εξωτερικών (τον Αλέξ. Κουντουμά). Κατευθυνόταν στο Λονδίνο, όπου ο Λόυδ Τζωρτζ και ο Λόρδος Κώρζον είχαν διαπιστώσει, ότι, χωρίς την παρουσία του Γούναρη, οι διαπραγματεύσεις, που είχαν αρχίσει με τον τότε Έλληνα πρωθυπουργό Ν. Καλογερόπουλο, δεν θα οδηγούσαν σε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Όσο διαρκούσε η Διάσκεψη των Συμμάχων είχαν κληθεί στο Λονδίνο, εκτός από την ελληνική κυβέρνηση, όχι μόνο αντιπρόσωποι του ουσιαστικά ανύπαρκτου οθωμανικού κράτους, αλλά και αντιπρόσωποι του Κεμάλ, της επαναστατικής κυβερνήσεως των Τούρκων. Ο Δημήτριος Γούναρης - στη Βασιλεία, όπου περάσαμε πολλές ώρες μαζί ήταν μάλλον αισιόδοξος. Πίστευε ότι, αν οι Σύμμαχοι επέτρεπαν τώρα στην Ελλάδα ό,τι δεν είχαν επιτρέψει άλλοτε ή δεν είχε θεωρήσει σωστό ο Ελευθέριος Βενιζέλος να ζητήσει, δηλαδή να βγει ο ελληνικός στρατός από τη ζώνη, που κατείχε στη Μικρά Ασία, και να αναλάβει μια μεγάλη επιθετική επιχείρηση κατά των δυνάμεων του Κεμάλ, η επιχείρηση αυτή θα είχε επιτυχία και θα συντριβόταν ίσως οριστικά ο Κεμάλ. Η αισιοδοξία του σχετικά με το δεύτερο σκέλος των αποτελεσμάτων, που θα μπορούσε να’ χει η επιχείρηση αυτή, αποδείχθηκε, ότι - παρά τις βεβαιώσεις ορισμένων επιτελών του αρχιστρατήγου Παπούλα, ιδιαίτερα του συνταγματάρχη Σαρρηγιάννη - δεν ήταν δικαιολογημένη. Αλλά, αν και προτιμούσε την επιθετική επιχείρηση, δεν απέκλειε ο Γούναρης - θυμάμαι καλά τη σχετική συζήτηση, που έκαμε μπροστά μου με τον Γεώργιο Βλάχο - την αποφυγή της, αν οι Σύμμαχοι κατόρθωναν να πιέσουν τον Κεμάλ να δεχθεί τους όρους της συνθήκης των Σεβρών. Ξαναείδα, τάχα, τον Δημήτριο Γούναρη μετά το ταξίδι μου στη Βασιλεία στις αρχές Μαρτίου 1921; Είπα σε μια προηγούμενη σελίδα, ότι ύστερ’ από τις δυο εβδομάδες, που περάσαμε μαζί στην Ιταλία, τον ξαναείδα δύο φορές. Τώρα, όμως, διαπιστώνω ότι στη μνήμη μου συμβαίνει κάτι περίεργο. Πίστευα ως τούτη δω τη στιγμή - το πίστευα εδώ και πολλά χρόνια -, ότι είχα λάβει στη Χαϊδελβέργη και άλλο τηλεγράφημα του Γούναρη, ότι ξαναπήγα στη Βασιλεία, και ότι βρέθηκα πάλι μαζί του, όταν επέστρεφε από άλλο ταξίδι του στο Λονδίνο. Ξαναπήγε πράγματι ο Γούναρης στο Λονδίνο - αφού, ύστερ’ από το ταξίδι του του Μαρτίου 1921, είχε αναλάβει ο ίδιος την πρωθυπουργία - τον Οκτώβριο του 1921 (μετά την περιπέτεια του Σαγγαρίου), και το Φεβρουάριο του 1922. Ξαφνικά, αφού είχα αρχίσει να γράφω τις γραμμές αυτές, άρχισα και ν’ αμφιβάλλω, πρώτη φορά στις τελευταίες δεκαετίες, αν έγινε πράγματι μία δεύτερη συνάντησή μου με τον Γούναρη στη Βασιλεία, είτε τον Οκτώβριο του 1921, είτε τον Φεβρουάριο του 1922. Μήπως τη δεύτερη αυτή συνάντηση την είδα κάποτε στ’ όνειρό μου και η μνήμη μου μεταμόρφωσε το όνειρο σε πραγματικό γεγονός; Η μνήμη, ακόμα και στη μετεφηβική ηλικία, παίζει καμιά φορά αλλόκοτα παιχνίδια με τη συνείδησή μας. Θα μπορούσα, βέβαια, να εξακριβώσω, αν ξαναπέρασε ο Δημήτριος Γούναρης, ύστερ’ από τις αρχές Μαρτίου 1921, από τη Βασιλεία. Αν ξαναπέρασε, πρέπει να πήγα κ’ εγώ πάλι στην ωραία ελβετική πόλη του Ρήνου, που η ιστορία της συνδέθηκε με πολλές ανήσυχες ώρες πριν γίνει μία από τις πιο ήσυχες γωνιές του κόσμου. Δεν θέλω, όμως, να εξακριβώσω, τη στιγμή τούτη που γράφω 319


αυτές τις γραμμές, αν ξαναπέρασε ο Γούναρης από τη Βασιλεία. Είτε ήταν όνειρο η δεύτερη εκεί συνάντησή μου μαζί του, είτε ήταν πραγματικό γεγονός, θα την περιγράψω συνοπτικά όπως έχει χαραχθεί στη μνήμη μου. Συναντηθήκαμε μόνο για λίγη ώρα. Καθήσαμε μόνοι οι δυο μας στο ζαχαροπλαστείο του σταθμού. Δεν έλειπε το χαμόγελο από τα χείλη του. Όταν, από τα παιδικά μου χρόνια, το συνδύαζα με τη βαθιά - κάπως μελαγχολική - έκφραση των ματιών του, το’ νοιωθα να φθάνει στην ψυχή μου σαν χάδι, που την ηρεμούσε και τη στερέωνε. Ο έξοχος ρήτορας, που ήταν συχνά βίαιος, είχε μια πολύ απαλή καρδιά, που η καλοσύνη της εφώτιζε το πρόσωπό του. Στο ζαχαροπλαστείο του σταθμού της Βασιλείας παράγγειλε για τους δυο μας - πρέπει να’ ταν προχωρημένο πρωινό - τσάι με γάλα και γλυκίσματα. Κάπνιζε αδιάκοπα. Ήταν η παλιά του συνήθεια, κ’ έτσι αυτό δε μ’ έβαλε σε σκέψη. Απέφυγε, όμως, να μου μιλήσει για τα αποτελέσματα του ταξιδιού του στο Λονδίνο. Δεν τόλμησα να τον ρωτήσω. Η σιωπή του πάνω στα κρίσιμα εθνικά ζητήματα μ’ έκανε ν’ αντιληφθώ, ότι ήταν απαισιόδοξος, ίσως και απογοητευμένος. Με ρώτησε για την πρόοδο των σπουδών μου, για τη φοιτητική μου ζωή, για τις φιλίες που είχα συνάψει στη Χαϊδελβέργη. ‘Όσα του διηγήθηκα, διανθίζοντάς τα και με τερπνά επεισόδια της φοιτητικής μου ζωής, τον έκαμαν ν’ απαλλαγεί λιγάκι από τις βαριές έγνιες που βασάνιζαν τη σκέψη του. Όχι, αυτό δεν μπορεί να’ ταν όνειρο. Θυμάμαι καλά και τα πειράγματά του. Συνήθιζε ο Γούναρης ήταν κι’ αυτό μια πλευρά της σοφίας του - να αστειεύεται, να "πειράζει" όσους αγαπούσε. Έφθασε, όμως, γρήγορα η στιγμή που έπρεπε να χωρίσουμε. Με αγκάλιασε αποχαιρετώντας με. Και έφυγε για πάντα»323. Με αυτήν τη βαριά ψυχική διάθεση, ο Δημήτριος Γούναρης επέστρεψε στην Ελλάδα, στις 21 Φεβρουαρίου 1922, όπου βρέθηκε ενώπιον μιας ολοένα και αυξανόμενης λαϊκής δυσφορίας, λόγω των οξυμένων οικονομικών προβλημάτων και των διαιωνιζομένων εθνικών αδιεξόδων, την οποία επέτεινε η επιθετική αντιπολιτευτική γραμμή. Την ήδη δυσχερή κατάσταση, ήρθε να χειροτερεύσει ακόμη περισσότερο, ένα γεγονός που κατά τραγική συγκυρία συνέβη κατά την ίδια την ημέρα της επιστροφής του Δημητρίου Γούναρη στην Αθήνα. Συγκεκριμένα, κατά την 10η περίπου βραδυνή ώρα της 21ης Φεβρουαρίου 1922, δολοφονήθηκε, τη στιγμή που προσπαθούσε να μπει στο σπίτι του, επί της οδού Τροίας (παρόδου της Πατησίων) στην Αθήνα, ο εκ των κορυφαίων δημοσιογράφων της εποχής και εκδότης-διευθυντής της μαχητικής «βενιζελικής» εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος, Ανδρέας Καβαφάκης. Ο Καβαφάκης, εμβληματική φυσιογνωμία του «βενιζελικού» χώρου, είχε δημοσιεύσει στο φύλλο της εφημερίδας του της ημέρας εκείνης, αποσπάσματα από μία συνομιλία του Άγγλου πρωθυπουργού Λλόυδ Τζωρτζ με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιο Μεταξάκη. Σύμφωνα με το δημοσιευόμενο απόσπασμα αυτής της συνομιλίας, ο Λλόυδ Τζωρτζ απευθυνόμενος στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως εφέρετο να έχει πει πως, αν θέλουν πράγματι οι Έλληνες βοήθεια στην Μικρά Ασία, θα πρέπει να φροντίσουν να απαλλαγούν από τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄. Το ρεπορτάζ αυτό, ερχόμενο σε συνέχεια της δημοσίευσης από τον Ελεύθερο Τύπο, στις 12 Φεβρουαρίου 1922, του «Δημοκρατικού Μανιφέστου»324, που είχε εκδώσει ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, με το Βλ. Παναγιώτης Κανελλόπουλος: «Η Μνήμη Μου», στο συλλογικό αφιέρωμα «Θέσεις για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο», Τετράδια Ευθύνης, αρ. 17, έκδ. περ. Ευθύνη, Αθήνα, Νοέμβριος 1982. 324 Το «Δημοκρατικό Μανιφέστο», που όπως προελέχθη είδε το φως της δημοσιότητας στις 12 Φεβρουαρίου 1922 στον Ελεύθερο Τύπο, όπως και από τις στήλες της άλλης μαχητικής «βενιζελικής» εφημερίδας Πατρίς, αποτέλεσε την επίσημη διακήρυξη της «αριστεράς» της «βενιζελικής» παράταξης, των επονομασθέντων «Δημοκρατικών Φιλελευθέρων» και το συνυπέγραφαν εκτός από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και οι Π. Καραπάνος, Θρ. Πετμεζάς, Σπ. Θεοδωρόπουλος, Δ. Πάζης, Μ. Μελάς και Γ. Βηλαράς. Όσοι το υπέγραφαν συνελλήφθησαν με την κατηγορία της εξύβρισης του βασιλέως και της εσχάτης προδοσίας. Απηλλάγησαν από το 323

320


οποίο ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ εκαλείτο σε παραίτηση, προκάλεσε την μήνιν των ακραίων «φιλοβασιλικών» κύκλων των Αθηνών και γι’ αυτό αμέσως η δολοφονία του Καβαφάκη αποδόθηκε σε πολιτικά ελατήρια και η ευθύνη της χρεώθηκε από το «Κόμμα Φιλελευθέρων» στη «βασιλική» παράταξη». Μέσα σε αυτήν την ηλεκτρισμένη περιρρέουσα ατμόσφαιρα η κηδεία του Ανδρέα Καβαφάκη μεταβλήθηκε σε ένα μεγάλο αντικυβερνητικό συλλαλητήριο, όπου το συγκεντρωμένο πλήθος κραύγαζε συνθήματα, όπως «Κάτω οι δολοφόνοι» και «Θάνατος στους δολοφόνους». Εκ μέρους του «Κόμματος Φιλελευθέρων», αποχαιρέτησε το νεκρό ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής, ο οποίος μεταξύ των άλλων, είπε και τα εξής: «Το Κόμμα των Φιλελευθέρων υπό το κράτος βαθύτατης συγκινήσεως και οδύνης καταθέτει δι’ εμού τον στέφανον τούτον επί της τετιμημένης σορού του εξόχου Έλληνος δημοσιογράφου. Ο πόνος τον οποίον μας προξενεί η απώλεια ακαταβλήτου και σθεναρού συναγωνιστού, εμπνευσμένου και ενθουσιώδους ιδεολόγου αγνού και ενθέρμου πατριώτου, καθίσταται σκληρότερος από τας ανελευθέρους συνθήκας, υπό τας οποίας έπεσεν ο πάντοτε αγωνισθείς τον καλόν αγώνα της ελευθερίας. Διαπνεόμενος από το άσβεστον πατριωτικόν πυρ του υποδούλου Έλληνος ο Μικρασιάτης Δημοσιογράφος όστις παρηκολούθησε την παλαιάν Ελλάδα ευθύς μόλις αυτή έτεινε τους βραχίονας προς την Ιωνίαν όπως περιλάβη εις τας αγκάλας της τον Ελληνισμόν αυτής, προσφέρων εις τον τίμιον αυτόν αγώνα την πολύτιμον συμβολήν του ενόμισε καθήκον του, καθ’ ην στιγμήν έβλεπε το πραγματοποιηθέν όνειρον του Ελληνισμού αφιστάμενον της συντελεσθείσης πραγματικότητος, να διαφωτίση την κοινήν γνώμη περί των επικρεμαμένων κινδύνων και να προλάβη ανεπανορθώτους εθνικάς ζημίας. Και εν τη εκτελέσει του υψίστου τούτου καθήκοντος, συνήντησε αντί άλλου επιχειρήματος τας σφαίρας αίτινες τερμάτισαν την δράσιν του. Αλλ’ αι σφαίραι των στυγερών δολοφόνων δεν έπληξαν μόνο το θύμα των. Έπληξαν και πάσαν Φιλελευθέραν καρδίαν. Το στυγερόν κακούργημα, διαπραττόμενον μετά την απόπειραν κατά του Ναυάρχου Κουντουριώτη325, και τα άλλα κατά των Φιλελευθέρων εγκλήματα, αποτελεί μίαν επί πλέον αποτροπαίαν εκδήλωσιν τρομοκρατήσεως και δεινόν πλήγμα κατ’ αυτών των ελευθεριών του τύπου και του λαού. Αλλ’ η από του μέσου ημών αρπαγή ενός επιφανούς συναγωνιστού δεν θέλει να δυνηθή να αποβή εις βλάβην του ευγενούς υπέρ των εθνικών δικαίων αγώνος. Την δράσιν του Ανδρέα Καβαφάκη αντικαθιστά από της σήμερον η μνήμη αυτού παραμένουσα ως ζωντανός συνεργάτης, εμπνέων επίζηλον παράδειγμα εις τους συναγωνιστάς και ομοιδεάτας»326. Η στυγερή δολοφονία του Ανδρέα Καβαφάκη και η απόφαση του «Κόμματος Φιλελευθέρων» -όπως προκύπτει και από το παρατιθέμενο απόσπασμα του επικήδειου, που εκφώνησε στην κηδεία του ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής- να χρεώσει χωρίς Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αλλά παρεπέμφθησαν στο Συμβούλιο Εφετών και τον Άρειο Πάγο, για να καταδικαστούν από το Κακουργιοδικείο Λαμίας, την 23η Ιουνίου 1922, σε τριετή φυλάκιση. Οι συμπαραπεμφθέντες υπεύθυνοι των εφημερίδων, που είχαν δημοσιεύσει το «Δημοκρατικό Μανιφέστο», απηλλάγησαν. Βλ. Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ. 220. 325 Ο στρατηγός Δαγκλής αναφερόταν στην (ανεπιτυχή ευτυχώς) δολοφονική απόπειρα κατά του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, που είχε πραγματοποιηθεί την 8η Δεκεμβρίου 1921, και είχε αποδοθεί και αυτή από την αντιπολίτευση σε ακραίους «φιλοβασιλικούς» κύκλους. Περί αυτής βλ. αναλυτικότερα Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ. 219 - 220. 326 Για τη δολοφονία του Ανδρέα Καβαφάκη, καθώς και για τον επικήδειο που εκφώνησε στην κηδεία του ο στρατηγός Π. Δαγκλής, βλ. αναλυτικότερα Τίτος Αθανασιάδης: «Πολιτικές Δολοφονίες στην Ελλάδα», σειρά ιστορικών αφηγήσεων στην εφ. Βραδυνή, εδώ συνέχεια 6η, εφ. Βραδυνή, 11/4/1983.

321


ενδοιασμούς στην «άλλη πλευρά» την ευθύνη για τη διάπραξή της, συσσώρευσε ακόμη πυκνότερα τα σύννεφα του διχασμού και της έντασης πάνω από την πολιτική ζωή της χώρας. Όμως, η 21η Φεβρουαρίου 1922, έκρυβε και μία ακόμη δυσάρεστη εξέλιξη για τον Δημήτριο Γούναρη, αυτή τη φορά προερχόμενη από το διπλωματικό πεδίο. Την ημέρα εκείνη, ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών Λόρδος Κώρζον του απέστειλε την απάντηση στην επιστολή που εκείνος του είχε απευθύνει κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, στις 15 Φεβρουαρίου 1922, και της οποίας το πλήρες κείμενο έχει ήδη προπαρατεθεί. Στην απαντητική αυτή επιστολή του προς τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο Άγγλος υπουργός εξωτερικών, απέφευγε επί της ουσίας να δεσμευτεί για την ικανοποίηση των αιτημάτων που εκείνος είχε διατυπώσει και προσέφευγε σε διπλωματικά εκφραζόμενες υπεκφυγές. Το πλήρες κείμενο της επιστολής του Λόρδου Κώρζον έχει ως εξής: «Foreign Office March 6th 1922327 Εξοχώτατε, Εμελέτησα μετά μεγίστης προσοχής το από 15ης Φεβρουαρίου ε.ε. αποστολέν μοι υπόμνημά σας, και επιθυμώ να εκφράσω την εκτίμησίν μου διά την απόλυτον ειλικρινείαν μεθ’ ης εξεθέσατε την κατάστασιν, η οποία αναμφιβόλως εμβάλλει την Ελληνικήν Κυβέρνησιν και το Ελληνικόν Έθνος εις αγωνιώδη στενοχωρίαν. 1) Έχω δι’ ελπίδος ότι η στρατιωτική κατάστασις εν Μ. Ασία δεν έχει φθάσει εις οίον σημείον εμφανίζεται εν τω υπομνήματί σας, και ότι ο αξιοθαύμαστος πατριωτισμός και η πειθαρχία των ελληνικών στρατευμάτων, ων δείγματα απαράμιλλα παρέσχον κατά τας εκστρατείας των ολίγων τελευταίων ετών, δεν θα εγκαταλείψωσιν αυτόν εις πάσαν περίστασιν η οποία θα ενεφανίζετο. 2) Ως προς την οικονομικήν κατάστασιν, η Υμετέρα Εξοχότης εξέθηκεν εν λεπτομερεία την έναρξιν των διαπραγματεύσεων, δι’ ων ήλπιζεν η Ελληνική Κυβέρνησις να επιτύχη εν τη αγορά του Λονδίνου δάνειον πραγματικόν. Η Αγγλική Κυβέρνησις, ως γνωρίζετε, προσεπάθησεν, εντός των ορίων της δεδηλωμένης ουδετερότητος και των προς τους Συμμάχους υποχρεώσεων, να μετριάση τας δυσκολίας, αι οποίαι ενυπήρχον εις τας διαπραγματεύσεις ταύτας. Και εάν, ως επληροφορήθην, απέτυχον να φέρωσι το ποθούμενον αποτέλεσμα, τούτο φαίνεται, ότι οφείλεται κυρίως εις εμπόδια συνδεόμενα μάλλον προς εμπορικούς λόγους της προταθείσης επιχειρήσεως ή πολιτικούς. 3) Υπό τοιαύτας περιστάσεις ο καλύτερος τρόπος είναι αναμφιβόλως να επιταχύνωμεν την διπλωματικήν λύσιν της αγωνιώδους καταστάσεως εις ην πάντες ευρίσκονται. Βαθέως λυπούμαι ότι ένεκα των περιστάσεων, ας η Κυβέρνησις της Α. Μεγαλειότητος δεν δύναται να επηρεάση, η προταθείσα Συνδιάσκεψις των Συμμάχων Υπουργών εν Παρισίοις ανεβλήθη επί τοσούτον. Έσπευσα, άμα τω σχηματισμώ της Ιταλικής Κυβερνήσεως, να προτείνω την εν Παρισίοις Συνδιάσκεψιν διά την 13ην Μαρτίου, η οποία φαίνεται καθ’ ην στιγμήν γράφω, ότι θ’ αναβληθή επί τινας ημέρας, χάριν του νέου υπουργού των Εξωτερικών της Ιταλίας. Σχεδόν δεν αμφιβάλλω, ότι το πρώτον εξετασθησόμενον αντικείμενον θα είναι το Ανατολικόν Ζήτημα. Και διακαώς επιθυμώ να ευρεθή λύσις, η οποία να γίνη αποδεκτή υπ’ αμφοτέρων των μερών και ν’ απαλλάξη υμάς από των σπουδαιοτάτων φόβων οι οποίοι σας ανησυχούν. 4) Η Κυβέρνησίς σας ενεπιστεύθη ήδη τα συμφέροντά σας, ως υπέδειξα το παρελθόν φθινόπωρον, εις τας χείρας των Συμμάχων, και δεν αμφιβάλλω επομένως, ότι ανάλογον πνεύμα εμπιστοσύνης και καλής πίστεως θα σας προετοιμάση ν’ ακούσητε συμβουλάς, αι οποίαι δύνανται να προταθώσιν εκ Παρισίων, σχετικώς προς την υφισταμένην κατάστασιν. Έχω την τιμήν κλπ. Η ημερομηνία της επιστολής του Άγγλου υπουργού Εξωτερικών, 6 Μαρτίου 1921, αναφέρεται στο νέο ημερολόγιο και αντιστοιχεί στην 21η Φεβρουαρίου 1922 του παλαιού ημερολογίου.

327

322


Λόρδος Κώρζον»328 Η γενικόλογη απάντηση του Άγγλου υπουργού Εξωτερικών Λόρδου Κώρζον, και η κατ’ ουσίαν απόρριψη του αιτήματος της ελληνικής κυβέρνησης για την παροχή οικονομικής βοήθειας από την πλευρά της Αγγλίας, έπεισαν τον Δημήτριο Γούναρη ότι θα έπρεπε να επιταχύνει την εξοδο από την Μικρασιατική εμπλοκή, με τις μικρότερες δυνατές απώλειες για τον τόπο. Το χειρότερο, για τον Δημήτριο Γούναρη και την κυβέρνησή του, ήταν ότι οι ενστάσεις αναφορικά με την πολιτική του δεν περιορίζονταν μόνο στο χώρο του «Κόμματος Φιλελευθέρων», αλλά είχαν επεκταθεί (αν και με διαφορετικού χαρακτήρα αιτιάσεις) και στο χώρο της συμπολίτευσης, κλιμακώνοντας την υφιστάμενη ενδοπαραταξιακή αντιπαράθεση. Τα αίτια των εσωτερικών αναταράξεων στην κυβερνώσα παράταξη, οφείλονταν κυρίως στην ανομοιογένεια των επιμέρους συνιστωσών που τη συναπάρτιζαν, καθώς το μεν «Λαϊκό Κόμμα» του Δημητρίου Γούναρη, με τον ριζοσπαστικό πολιτικό του προσανατολισμό, ήταν ξεκάθαρα ταγμένο υπέρ της προώθησης τολμηρών κοινωνικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων, οι δε προερχόμενες από τα «παλαιά» πολιτικά κόμματα, πολιτικές ομάδες, υπεραμύνονταν συντηρητικότερων θέσεων και αντιμετώπιζαν με καχυποψία, αν όχι και εχθρότητα, τις εικονοκλαστικές θέσεις του κόμματος του Δημητρίου Γούναρη. Παράλληλα, τα νεοσύστατα κόμματα, που δραστηριοποιούνταν εντός των κόλπων του κυβερνητικού συνασπισμού, όπως το «Μεταρρυθμιστικό Κόμμα» του Νικολάου Στράτου, με τις «βενιζελογενείς» του καταβολές, ήταν περισσότερο «οχήματα» προσωπικών φιλοδοξιών των ιδρυτών τους, παρά συγκροτημένες πολιτικές δυνάμεις με σαφή ιδεολογία και επεξεργασμένο πρόγραμμα. Σε αυτές τις «γενετικές» αδυναμίες του κυβερνώντος συνασπισμού, που προκαλούσαν από την πρώτη στιγμή της ανάληψης της εξουσίας προβλήματα συντονισμού μετά την επιλογή, κυρίως, του «Λαϊκού Κόμματος» για τη συνέχιση του πολέμου, ήρθε να προστεθεί και μία ακόμη αιτία ενδοπαραταξιακής διχοστασίας. Καθώς η επιλογή αυτή έφερε το «Λαϊκό Κόμμα» σε αντίθεση με όσους είχαν ψηφίσει την 1η Νοεμβρίου 1920 την τότε «Ηνωμένη Αντιπολίτευση», επειδή ήθελαν τον τερματισμό του πολέμου. Ηγέτης αυτής της μερίδας πολιτών, αναδείχθηκε ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος από τον Μάρτιο του 1921 κιόλας, προχώρησε στην ίδρυση της πολιτικής κίνησης των «Μεταρρυθιστών»329, όπως αυτοαποκαλούνταν, προκειμένου να εκφράσει αυτή τη διάχυτη ως τότε σε τμήματα της κοινής γνώμης, τάση. Μάλιστα, όταν τον Δεκέμβριο του 1921 ο βουλευτής Ιωάννης Σαγιάς, ανακοίνωσε την ανεξαρτητοποίησή του από το «Λαϊκό Κόμμα», αναδείχθηκε σε κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της πολιτικής κίνησης των «Μεταρρυθμιστών» στη Βουλή, προσδίδοντας έτσι και μια, έστω και στοιχειώδη, κοινοβουλευτική παρουσία στο πολιτικό ρεύμα υπό τον Ιωάννη Μεταξά330. Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 413 - 414. Η πολιτική κίνηση των «Μεταρρυθμιστών», που αποτέλεσε το πρόπλασμα του «Κόμματος Ελευθεροφρόνων», που ιδρύθηκε από τον Ιωάννη Μεταξά μετά την Μικρασιατική καταστροφή, μόνο ονομαστική σχέση είχε με το «Μεταρρυθμιστικό Κόμμα» του Νικολάου Στράτου, που αποτελούσε μία από τις συνιστώσες του κυβερνώντος τότε τη χώρα συνασπισμού, χωρίς να έχουν οποιαδήποτε άλλη οργανική, ιδεολογική ή οργανωτική σχέση. 330 Ο Ιωάννης Μεταξάς, μη αξιοποιηθείς στο βαθμό που θα επιθυμούσε από τον Δημήτριο Γούναρη στους κόλπους του «Λαϊκού Κόμματος», μετά την επιστροφή τους από την εξορία στην Κορσική και την αναγκαστική υπερορία τους στην Ιταλία, πήρε σύντομα αποστάσεις από αυτό. Μάλιστα, διαφωνώντας με την Μικρασιατική πολιτική του Δημητρίου Γούναρη, αρνήθηκε στις 29 Μαρτίου 1921 την πρόταση του τότε πρωθυπουργού να αναλάβει την ηγεσία των ελληνικών στρατευμάτων στο Μικρασιατικό μέτωπο, προκαλώντας την οργή των υποστηρικτών του «Λαϊκού Κόμματος». Αποκαλυπτικό επί του προκειμένου είναι άρθρο του Γεωργίου Α. Βλάχου στην Καθημερινή της 25ης Αυγούστου 1922, μετά την ουσιαστική συντέλεση της Μικρασιατικής καταστροφής, όπου έγραφε μεταξύ των άλλων για τον Ιωάννη Μεταξά: 328 329

323


Μία ακόμη πηγή ενδοπαραταξιακών «πονοκεφάλων» για την κυβέρνηση Γούναρη αποτελούσαν και οι μικροί, αλλά ακραίοι στην πολιτική πρακτική και συμπεριφορά τους, θύλακοι σκληροπυρηνικών «φιλοβασιλικών», που μετερχόμενοι αμιγώς παρακρατικές μεθόδους δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα, συμπλεκόμενοι με οπαδούς της «βενιζελικής» παράταξης ή επιτιθέμενοι εναντίον στελεχών του «Κόμματος Φιλελευθέρων». Οι θύλακοι αυτοί, θεωρώντας ότι η κυβέρνηση δεν στήριζε στο βαθμό που θα έπρεπε τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α΄ από τις επιθέσεις του «Κόμματος Φιλελευθέρων» και του προσκείμενου σε αυτό Τύπου, άρχισαν σταδιακά να αυτονομούνται από κάθε είδους κυβερνητικό έλεγχο και να βάλουν ακόμη και εναντίον κυβερνητικών στελεχών. Η κατάσταση ετέθη εντελώς εκτός ελέγχου από τον Δεκέμβριο του 1921, όταν οι ομάδες αυτές άρχισαν πλέον απροσχημάτιστα να κινούνται εξτρεμιστικά, αδιαφορώντας για τις υποδείξεις κυβερνητικών στελεχών. Μεταξύ των ομάδων αυτών, οι πλέον δυναμικές ήταν οι «Πολιτικοί Σύλλογοι» (υπολείματα των παλαιών «Συνδέσμων των Επιστράτων»), οι «Φαλαγγίτες», ομάδες παραστρατιωτικά οργανωμένων «φιλοβασιλικών», και ένας πυρήνας παραστρατιωτικών υπό το «φιλοβασιλικό» στρατηγό Κωνσταντινόπουλο331. Το προνομιακό, όμως, πεδίο εκδήλωσης των ενδοπαραταξιακών αντιπαραθέσεων ήταν το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο των εργασιών του οποίου κάθε άλλο παρά σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις διαφοροποίησης βουλευτών της πλειοψηφίας. Μεταξύ εκείνων που διαφωνούσαν με την πολιτική του Δημητρίου Γούναρη ήταν οι Νικόλαος Στράτος, Γεώργιος Μπούσιος, Νικόλαος Καλογερόπουλος, κτλ332. Βέβαια, δεν έλειπαν και οι προσωπικού χαρακτήρα αντεγκλήσεις μεταξύ διαφόρων στελεχών του κυβερνώντος συνασπισμού. Χαρακτηριστικός επί του προκειμένου είναι ο διάλογος, που διημείφθη κατά τη συνεδρίαση της Βουλής της 25ης Φεβρουαρίου 1922, μεταξύ του αρχηγού του «Μεταρρυθμιστικού Κόμματος», Νικολάου Στράτου και του τότε υπουργού των Οικονομικών της κυβέρνησης Γούναρη, Ιωάννη Ράλλη, των οποίων οι ανταγωνιστικές «πρωθυπουργικές φιλοδοξίες» ήταν ευρύτερα γνωστές333:

«Και όταν η καταστροφή επήλθε, όταν κλαίουν όλα γύρω του όταν ο οίκος της Ελλάδος επληρώθη από τραυματίας, νεκρούς, πρόσφυγας, δυστυχίαν, ο κ. Αντιστράτηγος φορεί το φράκο του και της κτυπά την θύραν. - Τι θέλετε; - Είμαι ο κ. Αντιστράτηγος. Θέλω να γίνω πρωθυπουργός. Έχω τα χαρτιά μου εν τάξει: "Τα έχω ειπή". Αλλ’ η Ελλάς έχει εργασίαν, μαζεύει τα τέκνα της. Αν δεν είχε θα έπαιρνε την σκούπαν και θα του έλεγε εκεί, εις την οδόν: - Φύγε απ’ εδώ. Άνθρωπε μικρέ, που περίμενες να κατασκευάσης πρωθυπουργικόν φράκον από τα ράκη. Φύγ’ απ’ εδώ, ανυπότακτε στρατιώτα των αναγκών μου, αυτόκλητε κηδεμών της ατυχίας μου, τέκνον άχρηστον, άνθρωπε μηδέν. Αυτά θα έλεγε εις τον Αντιστράτηγον κ. Μεταξάν δακρύουσα η Ελλάς, αν έστρεφε ποτέ προς τον κ. Μεταξάν η Ελλάς τα βλέμματα». 331 Γι’ αυτούς τους ακραίους παρακρατικούς θυλάκους περί των οποίων μάλιστα έκανε λόγο σε επιστολή του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής, βλ. μεταξύ των άλλων Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ. σελ. 252. 332 Για τις ενδοπαραταξιακές «κόντρες» στους κόλπους της πλειοψηφίας σε εκείνη την κρίσιμη περίοδο, βλ. Γ. Ρούσσος, όπ. προηγ. σελ. 226 - 227. 333 Βλ. Γ. Ρούσσος, όπ. προηγ. σελ. 226 - 227. Ας προστεθεί εδώ ότι τους τελευταίους μήνες πριν από την Μικρασιατική καταστροφή, ο Ιωάννης Ράλλης είχε ανεπιτυχώς προσπαθήσει να ιδρύσει ένα νέο κόμμα, την «Εθνική Αφύπνιση», από μετριοπαθείς «βενιζελικούς» και «βασιλικούς», προσδοκώντας να προωθήσει δι’ αυτού τις πρωθυπουργικές του φιλοδοξίες, και συνεπενεργώντας βέβαια με την κίνησή του αυτή στην επίταση των διαλυτικών φαινομένων που ταλάνιζαν και αποσταθεροποιούσαν τον τότε κυβερνητικό συνασπισμό. Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 357.

324


«Ν. Στράτος (στρεφόμενος κατά του Υπουργού Οικονομικών Ι. Ράλλη): "Απ’ αυτόν ο οποίος ηπάτησε τον πατέρα του και ο οποίος ηπάτησε και εμέ, δεν δέχομαι παρατηρήσεις... " Ι. Ράλλης: "Αυτόν" (τον Ν. Στράτο) "τον περιφρονώ ο οποίος εισήλασεν εις το Δημόσιον ταμείον και τολμά να ομιλή όπως ομιλή". Ν. Στράτος: "Ήσο φίλος μου, απατήσας τον πατέρα σου και έγινες φίλος του κ. Γούναρη απατήσας και εμέ και τον πατέρα σου". Ι. Ράλλης: "Εγώ εν μόνον γνωρίζω, ότι σεις είσθε εν τοιαύτη μέθη, ώστε πρέπει να υπαχθήτε εις τας διατάξεις του ποινικού νόμου, διότι μόνον άνθρωπος ακαταλόγιστος είναι δυνατόν να διαπράξη τοιαύτα πράγματα". Ν. Στράτος: "Αύριον θα φέρω την επιστολή κοινού μας φίλου η οποία λέγει καθαρά τα πράγματα". Ι. Ράλλης: "Αποκαλώ ψεύστην, βδελυρόν τον κύριον αυτόν τοιαύτα λέγοντα. Είσθε βδελυρός. Είσθε εκείνος ο οποίος πάντοτε εσκέφθητε πως θα εξέλθετε πλουσιώτερος από το Δημόσιον Ταμείον"». 7.4 Η πτώση της κυβέρνησης Γούναρη και η τραγωδία Μέσα σε αυτό το γενικότερα αρνητικό πολιτικό κλίμα κάθε άλλο παρά συμπτωματικό είναι το γεγονός ότι ο Δημήτριος Γούναρης, υπέστη δεινή κοινοβουλευτική ήττα, στις 28 Φεβρουαρίου 1922, όταν σε προκληθείσα πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησής του, αυτή καταψηφίστηκε. Αμέσως μετά εκλήθη να σχηματίσει κυβέρνηση ο Νικόλαος Στράτος, ο οποίος όμως καταψηφίστηκε, με αποτέλεσμα, στις 2 Μαρτίου 1922, να κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση και πάλι ο Δημήτριος Γούναρης334. Η σύνθεση της νέας υπό τον Δημήτριο Γούναρη κυβέρνησης, στην οποία ο ίδιος κράτησε και το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ήταν η εξής: Υπουργοί: Εξωτερικών και Ναυτικών: Γεώργιος Μπαλτατζής, Εσωτερικών: Κωνσταντίνος Γούδας, Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως: Κωνσταντίνος Πολυγένης, Οικονομικών: Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Στρατιωτικών: Νικόλαος Θεοτόκης, Εθνικής Οικονομίας: Λ. Ρούφος, Συγκοινωνίας: Ξενοφών Στρατηγός, Γεωργίας: Α. Αργυρός, Περιθάλψεως και Επισιτισμού: Μ. Θεοδωρίδης335. Λίγες μόλις ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας κυβέρνησης υπό τον Δημήτριο Γούναρη, και συγκεκριμένα στις 10 Μαρτίου 1922, ο Γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα της επέδωσε συμμαχική διακοίνωση, η οποία, αποτελούμενη από έξι άρθρα, συνιστούσε τη σύναψη τρίμηνης ανακωχής, υπό την προϋπόθεση της μελλούσης αποχώρησης του ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη διακοίνωση αυτή, οι εμπόλεμοι θα διατηρούσαν τις θέσεις τους και θα προχωρούσαν στην απόσυρση των προφυλακών τους, ώστε να σχηματιζόταν μία ουδέτερη ζώνη 10 χιλιομέτρων, η οποία απέβλεπε στο να απομακρύνει σε απόσταση ασφαλείας τις αντιμαχόμενες στρατιωτικές δυνάμεις, ώστε να αποτρέπονταν πιθανές ανεπιθύμητες εχθροπραξίες ανάμεσά τους. Η Ελλάδα αποδέχθηκε κατ’ αρχήν την πρόταση για ανακωχή, διατυπώνοντας ορισμένες

Αποκαλυπτικό των διαλυτικών φαινομένων που επικρατούσαν στους κόλπους του κυβερνώντος συνασπισμού είναι το γεγονός ότι η νέα αυτή υπό τον Δημήτριο Γούναρη κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, επειδή πολλοί από τους βουλευτές που είχαν καταψηφίσει κατά τη συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 1922 την προηγούμενη κυβέρνησή του, προκαλώντας την πτώση της, απείχαν της ψηφοφορίας. Τέτοια ήταν η περίπτωση των 48 βουλευτών του «Μεταρρυθμιστικού Κόμματος» του Νικολάου Στράτου, το παράδειγμα των οποίων ακολούθησαν και πολλοί άλλοι βουλευτές της κυβερνώσας παράταξης. Βλ. Gunnar Hering, όπ. προηγ. τόμος Β΄, σελ. 955. 335 Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 430 - 435. 334

325


επιφυλάξεις στους στρατιωτικούς όρους που αυτή προέβλεπε, και ιδίως στο ζήτημα των μετακινήσεων των στρατιωτικών δυνάμεων. Στις 15 Μαρτίου 1922, επιδόθηκε πάλι από το Γάλλο πρεσβευτή προς την ελληνική κυβέρνηση, νέα διακοίνωση των δυνάμεων, αυτή τη φορά συνοδευόμενη και «μετά πλήρους εκθέσεως επί των προτάσεων, εις ας κατέληξαν οι τρεις υπουργοί υποδεικνύοντες και τα αίτια άτινα εδικαιολόγουν τας προτάσεις αυτάς». Στη συμμαχική έκθεση υπογραμμιζόταν ότι οι προτάσεις των δυνάμεων διέπονταν από τις αρχές της αποκατάστασης δίκαιης ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, χωρίς τους όρους που θα επακολουθούσαν μετά από μία ήττα, της αποκατάστασης του τουρκικού έθνους και της τουρκικής δύναμης και της απόδοσης, τέλος, στο ελληνικό έθνος αντισταθμίσματος «διά τας μεγάλας θυσίας τας οποίας διαρκούντος του πολέμου εδέχθη διά την υπόθεσιν των Συμμάχων, αφήνοντες εις αυτό ελευθερίαν δράσεως διά την εθνικήν και οικονομικήν αυτού πρόοδο». Εκφραζόταν, παράλληλα, η επιθυμία διασφάλισης συνθηκών καλής γειτονίας και ειρηνικής συνύπαρξης των πληθυσμών στις μικτές περιοχές και της αποφυγής μιας νέας σύρραξης της Τουρκίας με τις δυνάμεις, ενώ επαναλαμβανόταν η πρόταση για την άμεση σύναψη ανακωχής, την οποία όπως υπογραμμιζόταν είχε ήδη αποδεχθεί η Ελλάδα. Στην πρόταση των συμμάχων γινόταν επίσης αναφορά στην ανάγκη να εξασφαλιστεί η ειρηνική εκκένωση της Μικράς Ασίας από τις ελληνικές δυνάμεις, η οποία υπολογιζόταν ότι θα απαιτούσε λίγο περισσότερο από τέσσερις μήνες για να ολοκληρωθεί, ενώ γινόταν λόγος για την προστασία των μειονοτήτων σε Τουρκία και Ευρώπη, υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών. Στην ίδια πρόταση προβλεπόταν ο αφοπλισμός των Στενών με την εξαίρεση της παρουσίας μιας συμμαχικής δύναμης που θα παρέμενε στην Καλλίπολη, προνοείτο ο αφοπλισμός των νήσων Ίμβρου, Τενέδου, Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, καθώς και των νήσων της Προποντίδας, και προτεινόταν η παραμονή της Ανατολικής Θράκης στην Ελλάδα με την παράλληλη πρόνοια για την χάραξη νέας μεθορίου που θα εξασφάλιζε και την ασφάλεια της Κωνσταντινούπολης, για την οποία παρεχόταν εκ νέου η διαβεβαίωση μεταβολής του προβλεπόμενου από τη Συνθήκη των Σεβρών καθεστώτος και απόδοσής της στους Τούρκους. Ενώ, τέλος, για την Σμύρνη, όπως και για την παραμένουσα στην Ελλάδα Ανδριανούπολη προβλεπόταν να τύχουν ειδικού καθεστώτος, το οποίο θα εξασφάλιζε τους μειονοτικούς πληθυσμούς. Τις προτάσεις που διαλαμβάνονταν στη διακοίνωση των συμμαχικών δυνάμεων της 15ης Μαρτίου 1922 επαναβεβαίωσε η Διάσκεψη των Υπουργών Εξωτερικών των δυνάμεων, που συνήλθε, μετά από αρκετές αναβολές, στις 19 Μαρτίου 1922 στο Παρίσι. Μετά από πενθήμερες συζητήσεις κατέληξε στη διατύπωση των κοινών όρων, που έθεταν οι δυνάμεις προς την Ελλάδα και την Τουρκία για την επίτευξη δίκαιης ειρήνης ανάμεσά τους και την αποτροπή περαιτέρω κλιμάκωσης της κρίσης στις μεταξύ τους σχέσεις. Στα τέλη Μαρτίου του 1915, η εθνοσυνέλευση της Άγκυρας ψήφισε υπέρ της αποδοχής της πρότασης των δυνάμεων για ανακωχή, υπό τον όρο της ταυτόχρονης εκκένωσης των Μικρασιατικών εδαφών από τον ελληνικό στρατό, ώστε να μην του δοθεί η δυνατότητα επανάληψης των εχθροπραξιών, όπως συνέβη τον Μάρτιο και τον Ιούλιο του 1921. Προς τούτο, πρότεινε τετράμηνη ανακωχή, ώστε να ολοκληρωθεί η εκκένωση, με δυνατότητα παράτασης κατά τρεις επιπλέον μήνες, αν δεν είχαν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ειρήνης. Η εθνοσυνέλευση της Άγκυρας υπογράμμιζε στην απόφασή της, ότι εάν οι όροι που έθετε γίνονταν αποδεκτοί, θα μπορούσε εντός τριών εβδομάδων να στείλει αντιπροσώπους της στη διάσκεψη ειρήνης. Στο μεταξύ, η ουσιαστικά αδιάλλακτη στάση των κεμαλιστών που ήλεγχαν την εθνοσυνέλευση της Άγκυρας, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες ότι η κυβέρνηση Γούναρη είχε απαντήσει στους συμμάχους ότι αποδεχόταν την πρόταση της συμμαχικής συνδιάσκεψης για τη σύναψη τρίμηνης ανακωχής εν' όψει διευθέτησης του Μικρασιατικού ζητήματος, με 326


βάση την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό, την εξασφάλιση των μειονοτήτων και τη διαρρύθμιση των ελληνο-τουρκικών συνόρων στην Θράκη, προκάλεσε αναταραχή στον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας, που θεώρησε ότι όλα αυτά αποτελούσαν προανάκρουσμα εγκατάλειψής του. Έτσι, δρομολογήθηκαν στους κόλπους του ανεξέλεγκτες διεργασίες, όπως οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον αρχιστράτηγο Α. Παπούλα και την «Εθνική Άμυνα» (την αναβιώσασα οργάνωση των προσκείμενων στον Ελευθέριο Βενιζέλο αξιωματικών, που είχε πραγματοποιήσει το ομώνυμο κίνημα στη Θεσσαλονίκη, όπως έχει προαναφερθεί), ώστε σε συνεργασία με ντόπιους παράγοντες του Μικρασιατικού Ελληνισμού, να προχωρήσουν στην κήρυξη της αυτονομίας της Μικράς Ασίας και να «εκβιάσουν» την παραμονή όλου ή μέρους του ελληνικού στρατού στην περιοχή336. Ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης, αντιμετώπιζε αρνητικά όλες αυτές τις κινήσεις, θεωρώντας τες ατελέσφορες. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη ραγδαία χειροτερεύουσα οικονομική κατάσταση της χώρας, παρόξυναν ακόμη περισσότερο τη λαϊκή δυσφορία κατά της κυβέρνησης. Και ταυτόχρονα, άνοιξαν το δρόμο για την εμφάνιση στο χώρο του στρατεύματος συμπτωμάτων κόπωσης, αδημονίας και απειθαρχίας, τα οποία με την πάροδο του χρόνου καθίσταντο ανεξέλεγκτα. Σε μια έσχατη προσπάθεια να σπάσει το διαγραφόμενο πολιτικο-διπλωματικό αδιέξοδο, ο Δημήτριος Γούναρης, μετέβη στη Γενεύη, όπου στις 28 Μαρτίου 1922 είχε ξεκινήσει τις εργασίες της η διάσκεψη για τα μέτρα οικονομικής ανόρθωσης της Ευρώπης. Και παρ' ότι το Μικρασιατικό ζήτημα δεν ήταν μεταξύ των θεμάτων της ατζέντας εκείνης της διάσκεψης, με μια σειρά συναντήσεων με τους ηγέτες των συμμαχικών χωρών, ο Δημήτριος Γούναρης επιχείρησε να πετύχει την επίσπευση της εξεύρεσης οποιασδήποτε λύσης στο πρόβλημα της Μικράς Ασίας, ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα. Στις βολιδοσκοπήσεις του αυτές, ο Γούναρης, συνάντησε την απροθυμία των συμμάχων να συμβάλουν στην κάμψη της τουρκικής αδιαλλαξίας και εν τέλει αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα χωρίς πρακτικά να έχει πετύχει οτιδήποτε. 336

Οι πρώτες κινήσεις για τη σύσταση μυστικής οργάνωσης για την άμυνα της Μικράς Ασίας είχαν ήδη ξεκινήσει από τον Ιούλιο του 1921. Εκείνη την εποχή, έφτασε στην Σμύρνη ο πολιτευτής Δουζίνας και κατά τις συνομιλίες του με παράγοντες της περιοχής προτάθηκε η ιδέα να ανατεθεί από την Μητρόπολη Σμύρνης και τους φορείς της πόλης η αντιπροσώπευσή τους στο εξωτερικό στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Οι σχετικές κινήσεις εντάθηκαν μετά την αποτυχία της εκστρατείας του ελληνικού στρατού εναντίον της Άγκυρας και ιδιαίτερα από τον Δεκέμβριο του 1921. Παράλληλα, «αυτονομιακό κίνημα» προετοίμαζε και η συσταθείσα από τους πρώην «αμυνίτες» της Θεσσαλονίκης «Άμυνα» της Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι κατά το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 1921, αφίχθη στην Σμύρνη από την Κωνσταντινούπολη ως αντιπρόσωπος της «Άμυνας» ο γιατρός Σιώτης, ο οποίος συναντήθηκε και με το στρατηγό Παπούλα, στον οποίο ανέπτυξε τα σχέδια για τη διάσωση της Μικράς Ασίας διά της αυτονόμησής της. Εν τω μεταξύ τον Οκτώβριο του 1921, ιδρύθηκε στην Σμύρνη στο γραφείο του γιατρού Ψαλτώφ, η «Ελληνική Μικρασιατική Άμυνα» ψυχή της οποίας αναδείχθηκε ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, ενώ ο στρατηγός Παπούλας καταφανώς ενίσχυε τις κινήσεις της. Όταν, λοιπόν, διέρρευσαν οι πληροφορίες περί αποδοχής από την ελληνική κυβέρνηση των όρων της ανακωχής, η αντίδραση αυτών των οργανώσεων, ιδιαίτερα όμως της «Ελληνικής Μικρασιατικής Άμυνας» υπήρξε εντονότατη. Η κυβέρνηση Γούναρη θέλοντας να αποφύγει κλιμάκωση των αντιδράσεων, έδωσε στη δημοσιότητα ταυτόχρονα στις εφημερίδες των Αθηνών και της Σμύρνης, στις 24 Απριλίου 1922, ανακοίνωση παρέχοντας τη διαβεβαίωση πως σε κάθε περίπτωση συμπαραστεκόταν στα αιτήματα του Μικρασιατικού ελληνισμού. Κατόπιν των διαβεβαιώσεων αυτών, ανακόπηκαν προσωρινώς οι ενέργειες αυτονόμησης της Μικράς Ασίας και κόπασαν οι αντιδράσεις εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης. Για το αυτονομιστικό κίνημα στην Μικρά Ασία εκείνης της περιόδου, βλ. μεταξύ των άλλων Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ. 238, Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 354 και Βλάσης Αγτζίδης: «Η Μικρασιατική Άμυνα και η Εθνοσυνέλευση του Πόντου», εφ. Ελευθεροτυπία, 17/9/1997.

327


Στις 19 Απριλίου 1922, ο αντιπρόσωπος του Κεμάλ στην Κωνσταντινούπολη, έλαβε τηλεγράφημα από την Άγκυρα, με το οποίο η κεμαλική κυβέρνηση απειλούσε να διακόψει τις σχέσεις της με την Ευρώπη, εάν δεν γινόταν δεκτή η πρότασή της για συνάντηση στην Νικομήδεια, προκειμένου να εκκαθαριστεί το τοπίο των εξελίξεων στο Μικρασιατικό. Με άλλο τηλεγράφημά της η κυβέρνηση της Άγκυρας κατήγγειλε τον ελληνικό στρατό για βιαιοπραγίες στην εγκαταληφθείσα από τους Ιταλούς ζώνη, εκφράζοντας τη σκλήρυνση της διαπραγματευτικής της στάσης απέναντι στην Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε στις καταγγελίες με διακοίνωσή της χαρακτηρίζοντας το περιεχόμενό τους ανυπόστατο και προχώρησε στην αναβολή της επίσημης απάντησής της επί της συμμαχικής διακοινώσεως της 15ης Μαρτίου 1922, εφ’ όσον οι Τούρκοι δεν δέχονταν άμεσα τους όρους ανακωχής337. Η αποτυχία της έσχατης απόπειρας του Δημητρίου Γούναρη να δώσει λύση στο Μικρασιατικό και η σκλήρυνση της κεμαλικής πλευράς προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας. Αυτές εκφράστηκαν και στη Βουλή κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας για την ψήφιση του προϋπολογισμού της χώρας, που διεξήχθη στις 28 Απριλίου 1922, όπου η κυβέρνηση έλαβε 160 ψήφους υπέρ, 160 βουλευτές ψήφισαν εναντίον της και 1 βουλευτής ψήφισε υπέρ της με επιφύλαξη. Το αποτέλεσμα αυτής της ψηφοφορίας ουσιαστικά συνιστούσε αποδοκιμασία της κυβέρνησης. Στις 3 Μαΐου 1922, η ανατραπείσα ουσιαστικά κυβέρνηση Γούναρη αντικαταστάθηκε από νέα κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Στράτο, η οποία όμως, αποδείχθηκε βραχύβια, καθώς δεν κατόρθωσε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Κατόπιν, συγκροτήθηκε νέα συμμαχική κυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη και Νικολάου Στράτου, υπό την πρωθυπουργία του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, η οποία ανέλαβε τα καθήκοντά της στις 9 Μαΐου 1922. Η σύνθεση της νέας αυτής κυβέρνησης ήταν η ακόλουθη: Πρωθυπουργός και Υπουργός Στρατιωτικών: Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης. Υπουργοί: Εξωτερικών: Γεώργιος Μπαλτατζής, Δικαιοσύνης: Δημήτριος Γούναρης, Εσωτερικών: Νικόλαος Στράτος, Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως: Κωνσταντίνος Πολυγένης, Οικονομικών: Ε. Λαδόπουλος, Ναυτικών: Ι. Λεωνίδας, Εθνικής Οικονομίας: Λ. Ρούφος, Συγκοινωνίας: Ξενοφών Στρατηγός, Γεωργίας: Α. Αργυρός, Περιθάλψεως: Μ. Θεοδωρίδης, Επισιτισμού: Γεώργιος Μερκούρης. Στις αρχές Ιουνίου 1922, ως Υπουργός Στρατιωτικών τοποθετήθηκε ο Νικόλαος Θεοτόκης338. Η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη μέσα στις δραματικές συνθήκες εντός των οποίων εκαλείτο να κυβερνήσει, επιχείρησε εν τούτοις να προωθήσει κάποιες τολμηρές μεταρρυθμίσεις στην εσωτερική πολιτική, οι οποίες έφεραν τη σφραγίδα του Δημητρίου Γούναρη. Έτσι, ο Δημήτριος Γούναρης προώθησε προς ψήφιση το νόμο για την αγροτική μεταρρύθμιση, ο οποίος προέβλεπε ότι ναι μεν η ιδιοκτησία προστατευόταν, όμως ήταν επιτρεπτή η αναγκαστική απαλλοτρίωση έναντι αποζημίωσης. Η πρόβλεψη αυτή άνοιγε το δρόμο για την υποχρεωτική διανομή των τσιφλικιών, κάτι που καμία ελληνική κυβέρνηση ώς τότε δεν είχε αποτολμήσει, πλην ίσως της σχετικής απόπειρας της Προσωρινής Κυβέρνησης του «κράτους της Θεσσαλονίκης» κατά την εποχή του διχασμού, η οποία ψήφισε σχετικό νόμο, που όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Μια άλλη ριζοσπαστική ρύθμιση που προέβλεπε ο αγροτικός νόμος ήταν ότι τόλμησε να περιλάβει στα υπό απαλλοτρίωση κτήματα και εκκλησιαστικές και μοναστηριακές περιουσίες, διάταξη που επίσης προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, αλλά στην οποία ο Δημήτριος Γούναρης επέμεινε μέχρι τέλους. Μάλιστα, μιλώντας επ’ αυτού στη Βουλή, κατά τη διάρκεια της σχετικής συζήτησης στη συνεδρίαση που διεξήχθη στις 22 Ιουνίου 1922, αιτιολόγησε τη θέση του αυτή, λέγοντας μεταξύ των άλλων και τα εξής: Για τις διπλωματικές διαβουλεύσεις της περιόδου εκείνης περί το Μικρασιατικό, βλ. μεταξύ των άλλων Μιχαήλ Ροδάς: «Η Ελλάδα στη Μικράν Ασία (1918-1922)», Αθήνα 1950, χ.ε.ο. σελ. 280 και επ. 338 Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 432 - 435. 337

328


«Εάν το Κράτος ενεργήση την απαλλοτρίωσιν, παραβιάζει τους Κανόνας, λέγουσιν. Άρα παραβιάζει το Σύνταγμα. Ώστε, κατά τον εκ Κοζάνης πληρεξούσιον, οι Κανόνες λέγουσιν ότι το Κράτος δεν δύναται να απαλλοτριώση τα κτήματα. Οι Κανόνες, επομένως, περιορίζουσι την εξουσίαν του Κράτους; Εν τω καθορισμώ του δικαιώματος και της εκτάσεως αυτού, της δυνάμεως αυτού και του δικαιώματος, το οποίον άνευ του Κράτους δεν δύναται να υπάρξη, εκτός εάν φθάσητε εις την θεωρίαν ότι ο Κανών, δηλαδή η διάταξις, η υπό της Εκκλησίας γενομένη, καθιστά και αυτοδικαίως ρυθμίζει σχέσεις εξωτερικάς των προσώπων και επομένως υποκαθίστανται εις την Πολιτείαν ... ... Θα μοι επιτρέψητε να σας βεβαιώσω ότι εγώ είμαι πολύ περισσότερο θρησκευτικός από οιονδήποτε άλλον, και από σας ακόμη. Δεν γνωρίζω ποίαν ιδέαν έχετε περί των θρησκευτικών σας αισθημάτων. Αλλά σας λέγω ότι τα ιδικά μου είναι εντονώτερα, ζωηρότερα και καλύτερα των ιδικών σας. Μοι λέγητε ότι, εάν δεν είχομεν ψηφίσει το Σύνταγμα, ως το εψηφίσαμεν εις το άρθρον 2, ότι θα είμεθα άθρησκοι. Διότι εγώ νομίζω ότι, και αν επρόκειτο να αποδείξω, θα το απεδείκνυον με την Ιστορίαν ανά χείρας, εκείνος ο οποίος θέλει να εξευτελίση την Εκκλησίαν, σύρει αυτήν επί τα κοσμικά πράγματα. Τι λέγει το Σύνταγμα; Η Εκκλησία διοικείται κατά τους Κανόνας. Ημείς δεν κάνομεν νόμον διά του οποίου θα καθορίσωμεν πως διοικείται η Εκκλησία. Συνεπώς δεν επεμβαίνομεν κανονίζοντες τα της Εκκλησίας, κατά τρόπον άλλον από εκείνον τον οποίον ορίζουσι οι Κανόνες. Αλλά τι λέγομεν; Ευρίσκομεν εν δικαίωμα της Εκκλησίας επί ακινήτων, και επαναλαμβάνω να τονίσω ότι το δικαίωμα είναι κατασκεύασμα του κοινού Δικαίου και όχι των Κανόνων, διότι οι Κανόνες δεν δύνανται απολύτως να δημιουργήσωσι δικαιώματα οία δημιουργεί μόνον το Δίκαιον και ουχί οι Κανόνες, δικαιώματα κατά Κανόνας του Δικαίου ... Αντί ενός ιδιοκτήτου δημιουργούνται εκατόν ιδιοκτήται. Γίνεται καμμία κοινοκτημωσύνη; Αντί ενός ιδιοκτήτου δημιουργούνται, λέγω, εκατόν. Και σας ερωτώ, ποίον εκ των δύο συστημάτων είναι περισσότερον της ιδιοκτησίας, το πρώτον ή το δεύτερον; Είναι περισσότερον ιδιοκτησίαν όταν τις λέγη ότι έχει χιλιάδας στρεμμάτων τα οποία ίσως και δεν επεσκέφθη ποτέ, ή όταν αι χιλιάδες των στρεμμάτων διανεμηθώσιν εις εκατόν ανθρώπους, εκατόν οικογενείας, εκάστη των οποίων λαμβάνει τόσον μέρος όσον δύναται να ποτίση με τον ιδρώτα της κάθε χρόνον; ... Δεν αναγνωρίζω εις κανένα το δικαίωμα να ταπεινώση την Εκκλησίαν του Χριστού, εις την οποίαν ανήκομεν και της οποίας υπερτάτη αρχή είναι η αγάπη και η αφοσίωσις εις τους πάσχοντας εν τω κόσμω»339. Εξίσου πολυσήμαντη υπήρξε και η πρωτοβουλία του Γούναρη να προωθήσει προς ψήφιση το σχέδιο νόμου «περί κοινωνικών ασφαλίσεων», που τελικά ψηφιζόμενος από την Εθνική Αντιπροσωπεία έγινε ευρύτερα γνωστός ως νόμος 2868/1922. Κατά τη διάρκεια της σχετικής συζήτησης στη Βουλή, ο Δημήτριος Γούναρης υπογράμμισε την κοινωνική σπουδαιότητα της ασφάλισης των εργαζομένων, καθώς -όπως σημείωσε- η Ελλάδα είχε καθυστερήσει κατά μια ολόκληρη 50/ετία στον τομέα αυτό σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη. Ψηφιζόμενος ο νόμος αυτός, έθεσε τα θεμέλια της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, καθώς είναι ο πρώτος που κατοχύρωσε την υποχρεωτική ασφάλιση των εργατών και των ιδιωτικών υπαλλήλων, ενώ επίσης προέβλεψε για πρώτη φορά τη δημιουργία ταμείων και ιδρυμάτων κοινωνικών ασφαλίσεων και ταμείων ανεργίας, καθώς και τη σύσταση της Διεύθυνσης Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας340. 339 340

Βλ. Φιλίστωρ: «Ιστορήματα: Δωρηταί και περιουσία», εφ. Εστία, 12/6/1987. Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 405 - 406.

329


Πέραν, όμως, από την προώθηση αυτών των σημαντικών μεταρρυθμιστικών τομών, η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη αναλώθηκε προπάντων στο χαίνον εθνικό μέτωπο του Μικρασιατικού. Διαβλέποντας το αδιέξοδο στο οποίο προσέκρουαν οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, αποφάσισε να προχωρήσει στην εκπόνηση ενός σχεδίου που απέβλεπε στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ώστε να αποστερήσει τον Κεμάλ από τη σπουδαιότερη βάση ανεφοδιασμού του. Ήλπιζε επίσης η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη, ότι κατέχοντας την Κωνσταντινούπολη, ή έστω απειλώντας με την άμεση κατάληψή της, θα ανάγκαζε τους συμμάχους να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα, ώστε να εξαναγκάσουν την Τουρκία να καταστεί διαλλακτικότερη και να προχωρήσει στη συνομολόγηση συμφωνίας ειρήνης με την Ελλάδα. Για τη στρατιωτική υλοποίηση του σχεδιαζομένου εγχειρήματος, ο στρατηγός Χατζηανέστης, ο οποίος είχε αναλάβει περί τα τέλη Απριλίου τη διοίκηση της Στρατιάς της Θράκης, έκρινε αναγκαία τη συγκέντρωση ισχυρών δυνάμεων στην περιοχή της Τσατάλτζας, έχοντας την άποψη ότι, εφ’ όσον η Ελλάδα δεν μπορούσε να φτάσει σε λύση με στρατιωτικά μέσα στην Μικρά Ασία, θα έπρεπε να προβεί σε σύμπτυξη του στρατού, ενισχύοντας τις δυνάμεις της Θράκης, ώστε αυτές να εξασφαλίζουν την άμυνά της και να αποτελούν διαρκή απειλή για την Κωνσταντινούπολη. Στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών ενεργειών για την υλοποίηση του σχεδιασμού αυτού, στις 10 Ιουλίου 1922, ο αρχιστράτηγος πλέον Γ. Χατζηανέστης, καθώς με απόφαση της κυβέρνησης Πρωτοπαπαδάκη είχε αντικαταστήσει στη θέση αυτή το στρατηγό Α. Παπούλα, έφθασε στον Πειραιά, όπου έλαβε μέρος σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε επί του θωρηκτού «Αβέρωφ», με τη συμμετοχή του πρωθυπουργού, του υπουργού των στρατιωτικών και άλλων αρμοδίων παραγόντων. Κατά τη σύσκεψη αυτή, ρυθμίστηκαν λεπτομέρειες της προγραμματιζόμενης επιχείρησης για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και τέθηκε ως απαράβατος όρος για την πραγματοποίησή της η αποφυγή οποιασδήποτε σύγκρουσης με τους συμμάχους. Κατόπιν των αποφάσεων αυτών, στις 13 Ιουλίου 1922, εκδόθηκαν από το Δ΄ Σώμα Στρατού όλες οι αναγκαίες προπαρασκευαστικές διαταγές και ορίστηκε ως ημέρα έναρξης της επιχείρησης η 16η Ιουλίου 1922. Την επόμενη ημέρα (14 Ιουλίου 1922), άρχισαν οι μετακινήσεις στρατευμάτων, ενώ ήδη είχε διαβιβασθεί στον ευρισκόμενο στην Κωνσταντινούπολη συνταγματάρχη Ψαλλίδα η διακοίνωση που θα επιδιδόταν εκ μέρους της Ελλάδας στην Υψηλή Πύλη κατά την ώρα της διάβασης των συνόρων από τα ελληνικά στρατεύματα, καθώς επίσης και αντίγραφο της διακοίνωσης που θα επιδιδόταν εκ μέρους της κυβέρνησης στις συμμαχικές δυνάμεις. Αιφνιδίως, και ενώ οι σχετικές προπαρασκευαστικές κινήσεις εκτελούνταν, στις 14 Ιουλίου 1922, το υπουργείο Στρατιωτικών διέταξε την αναβολή της επιχείρησης, καθώς οι ενέργειες για την πραγματοποίησή της είχαν περιέλθει σε γνώση των συμμάχων, από τους οποίους η μεν Αγγλία εμμέσως έδινε την επίνευσή της για την ολοκλήρωσή της, η Γαλλία όμως αντέδρασε έντονα, αξιώνοντας και επιτυγχάνοντας συμμαχική δήλωση, σύμφωνα με την οποία τα συμμαχικά στρατεύματα θα αντιτάσσονταν σε κάθε απόπειρα υλοποίησης αυτού του εγχειρήματος. Μετά την εξέλιξη αυτή, στις 15 Ιουλίου 1922, ο πρεσβευτής της Αγγλίας στην Αθήνα επέδωσε στην ελληνική κυβέρνηση αυστηρή διακοίνωση των δυνάμεων, με την οποία επροειδοποιείτο η Ελλάδα να μην προελάσει στην ουδέτερη ζώνη της περιοχής των Στενών και της Πόλης. Μπροστά στις αντιδράσεις αυτές, στις 16 Ιουλίου 1922, η ελληνική κυβέρνηση διά του υπουργού Εξωτερικών Γεωργίου Μπαλτατζή, επέδωσε διακοίνωση στις δυνάμεις, με την οποία επεσήμαινε ότι της είχε δοθεί εντολή εγκατάλειψης της Μικράς Ασίας, ώστε σε συνδυασμό με την κατάληψη της Πόλης από τους συμμάχους να πιεστεί η Τουρκία ώστε να αποδεχθεί τις προτάσεις για τη σύναψη ειρήνης. Αντ’ αυτού, όμως, υπογράμμιζε στη διακοίνωσή του ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, ακολούθησε η κήρυξη εκ μέρους των δυνάμεων της ουδετερότητας στην ελληνο-τουρκική πλέον σύρραξη, εξέλιξη που μετέβαλε 330


την κατοχή της Πόλης σε προστασία ουσιαστικά της τουρκικής κυβέρνησης, στερώντας από την Ελλάδα ένα σημαντικό μέσο πίεσης για τη σύναψη της ειρήνης. Η στάση αυτή, τόνιζε, πέραν των άλλων αντίκειται «εις την ανοχήν της ουδετερότητος και την κατά το διεθνές δίκαιον θέσιν των ουδετέρων προς τους εμπολέμους». Η Ελλάδα, συνέχιζε η διακοίνωση, συμμορφώθηκε μέχρι τώρα με τα συμφωνηθέντα, παρ’ όλη τη μειονεκτική θέση στην οποία βρέθηκε, ενώ οι σύμμαχοί της δεν θεώρησαν ότι όφειλαν να τη συνδράμουν. Η Ελλάδα κατόπιν αυτών, σημείωνε στη διακοίνωσή της η ελληνική κυβέρνηση αιτιολογώντας τη στάση της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνο η κατάληψη της πρωτεύουσας του τουρκικού κράτους μπορεί να επιβάλει την ειρήνη και ελπίζει ότι οι σύμμαχοι δεν θα προβάλουν προσκόμματα. Παρ’ όλες, όμως, τις διαμαρτυρίες της ελληνικής κυβέρνησης στις 18 Ιουλίου 1922 της επεδόθη από το Γάλλο πρεσβευτή στην Αθήνα διακοίνωση, διά της οποίας αυτή ενημερωνόταν ότι οι σύμμαχοι δεν θα επέτρεπαν τη διέλευση του ελληνικού στρατού προς την Κωνσταντινούπολη και ότι είχε δοθεί εντολή στις στρατιωτικές δυνάμεις τους να αντιμετωπίσουν με τη βία κάθε στρατιωτική κίνηση. Κατόπιν αυτής της ανυποχώρητης στάσης των συμμάχων, από τις 22 Ιουλίου 1922 άρχισε σταδιακά η μεταστάθμευση των ελληνικών μονάδων που θα λάμβαναν μέρος στην επιχείρηση για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, η οποία ματαιώθηκε άδοξα341. Μετά τη ματαίωση στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον της Κωνσταντινούπολης ως μοχλού πίεσης, η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη προχώρησε στην εκπόνηση ενός εναλλακτικού σχεδίου, που απέβλεπε στην σύμπτυξη του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία. Το σχέδιο αυτό, όμως, προσέκρουσε ουσιαστικά στην καταρράκωση του ηθικού των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην περιοχή και η οποία οφειλόταν σε ένα συνδυασμό παραγόντων, όπως η καταπόνηση μεγάλου μέρους των ανδρών εξ αιτίας της μακράς στρατιωτικής τους θητείας, η εξουθένωσή τους εξ αιτίας των ελλείψεων στη λογιστική υποστήριξη της παραμονής τους εκεί, που είχε φθάσει σε τραγικό σημείο λόγω της ολικής εξάρθρωσης των οικονομικών του κράτους, και η ψυχική διάβρωση που είχαν υποστεί λόγω της πολύμορφης διαλυτικής προπαγάνδας που γίνονταν δέκτες από διάφορες πλευρές και κυρίως εκ των έσω342. Έτσι, η αντίστροφη μέτρηση άρχισε, όταν στις 13 Αυγούστου 1922 ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση των δυνάμεων του Μουσταφά Κεμάλ από την περιοχή του Αφιόν Καρά Χισάρ, 341

Για τις εξελίξεις γύρω από τη μηδέποτε πραγματοποιηθείσα ελληνική επιχείρηση για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, βλ. Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ. 234 - 236 και Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 352 - 353. 342 Η διαβρωτική προπαγάνδα ποικίλων προελεύσεων, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να δηλητηριάσει ψυχικά ένα μεγάλο κομμάτι των στρατευμένων που βρίσκονταν στην περιοχή της Μικράς Ασίας, καθώς έβρισκε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης, τόσο στις γενικότερες συνθήκες στις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να διαβιώνουν οι στρατευμένοι, όσο και στο ψυχολογικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί, ιδίως μετά την αποτυχία της εκστρατείας προς την Άγκυρα, τον Σεπτέμβριο του 1921. Υπό την επίδρασή της έκαναν την εμφάνιση εκτεταμένα φαινόμενα άρνησης στρατευμένων να εκτελέσουν εντολές που τους εδίδοντο, φυγομαχιών προ του πεδίου της μάχης και λιποταξιών. Φορείς καλλιέργειας αυτής της διαλυτικής προπαγάνδας ήταν διάφορες αντικυβερνητικές οργανώσεις στο χώρο του στρατεύματος, ενώ αξιόλογη ήταν και η παρουσία της εκπορευόμενης από το νεοσύστατο τότε ΚΚΕ αντιπολεμικής προπαγάνδας, το οποίο είχε θέσει σε εφαρμογή ένα εκτεταμένο σχέδιο υπονόμευσης του μετώπου, που εκφραζόταν μέσα από τα δημοσιεύματα διάφορων κομμουνιστικών εντύπων που διανέμονταν μαζικά στους στρατευμένους. Ο γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, αρκετά χρόνια αργότερα, στις 12 Ιουλίου 1935, έγραψε στην εφημερίδα Ριζοσπάστης: «Η μικρασιατική εκστρατεία δεν χτυπούσε μόνο τη νέα Τουρκία, μα στρεφότανε και ενάντια στα ζωτικότατα συμφέροντα του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό και μεις, όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστικοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρά Ασία μα και την επιδιώξαμε».

331


μπροστά στην οποία οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν, δεν μπόρεσαν να αντιτάξουν νικηφόρα άμυνα, με συνέπεια να επέλθει η Μικρασιατική καταστροφή. Από την πρώτη κιόλας στιγμή της εκδήλωσης της τουρκικής επίθεσης κατέστη φανερό ότι το έθνος δεν διέθετε τις ηθικές εφεδρείες και τα ψυχικά αποθέματα που θα του επέτρεπαν να αντιπαλέψει αποτελεσματικά την τουρκική επιθετικότητα. Εύγλωττο του κλίματος που επικρατούσε τότε στον Ελληνισμό και ιδιαίτερα στην Αθήνα, είναι το άρθρο του εκδότη της εφημερίδας Καθημερινή, Γεωργίου Α. Βλάχου, που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 14ης Αυγούστου 1922, μία μόλις ημέρα μετά την έναρξη των τουρκικών επιθετικών πολεμικών επιχειρήσεων στην Μικρά Ασία, υπό τον τίτλο «Οίκαδε», το οποίο επί λέξι ανέφερε τα εξής: «Ενώ αι ελπίδες -ας τας είπωμεν ελπίδας- περί προσεχούς συγκλήσεως συνεδρίου εν Βενετία ελαττούνται, το φθινόπωρον έρχεται και έρχεται ο χειμών. Αν οιαδήποτε προς την Κυβέρνησιν σύστασις προς τερματισμόν της εκκρεμότητος ήτο χθες περιττή, διότι είχε σκέψεις η Κυβέρνησις υπό εκτέλεσιν, αίτινες ηδύναντο και να επιτύχουν, είχε δε και χρήματα ίνα δαπανά διά πολεμικούς σκοπούς, αφού διά πολεμικούς σκοπούς εδανείσθη, σήμερον πάσα όχι σύστασις, αλλά και πίεσις εκ μέρους και των φίλων αυτής είναι χρήσιμος, διότι και τα χρήματα λείπουν και των υπό εκτέλεσιν σκέψεων η σειρά ευρίσκεται εις το τέρμα της. Ηλπίζομεν προ τινος ότι μία προς Κωνσταντινούπολιν στροφή της ελληνικής προσπαθείας θα ήτο δυνατόν να εκβιάση την λύσιν· γνωρίζομεν πολλοί, αλλά δεν γνωρίζομεν όλοι, διατί δεν επέτυχεν ο εκβιασμός και πως οι εν τω εξωτερικώ θορυβούντες εχθροί της Ελλάδος επείσθησαν ότι πρόκειται περί «μπλόφας» υπό των εν τω εσωτερικώ εχθρών αυτής. Ηλπίσαμεν έπειτα ότι οι εξαφνικά ακουσθέντες θερμοί λόγοι του πρωθυπουργού της Αγγλίας, οι δημοσία και παγκοσμίως κυρώσαντες την επί των ελληνικών δικαίων προστασίαν της θαλασσοκρατείρας, ήθελον μεταβληθή ταχέως και εν τη στενή προθεσμία της αντοχής των ελληνικών πόρων εις εμπράγματον βοήθειαν. Ηλπίσαμεν αργότερα -και τότε ηλπίσαμεν κακώς- ότι προσεχής Διάσκεψις ήθελεν εν βία δυνηθή να εκτελέση τας επί του ανατολικού αποφάσεις της αλλά και αυτή η κακή ελπίς ματαιούται. Η Ελλάς λοιπόν απομένει μόνη με τον στρατόν της, με τους πόρους της και τους εχθρούς της. Μόνη, όπως προ μηνών, ότε επιστρέφουσα εκ της ξένης είχε πεισθή περί αυτού και απεφάσιζε καλώς, την αυθαίρετον προς την Κωνσταντινούπολιν πορείαν. Μόνη. Οι τυχόν έχοντες την διάθεσιν ν’ αναβλέψουν προς την πρώτην Νοεμβρίου και "ν’ αναμετρήσουν τας συνεπείας της", ας μας επιτρέψουν να παρατηρήσωμεν ότι έμειναν μόνοι, όχι μόνον οι πιστεύσαντες εις τους Ισχυρούς των συμμάχους ασθενείς, αλλά και αυτοί οι Ισχυροί οι πιστεύσαντες εις αλλήλους. Μόνη λοιπόν η Ελλάς οφείλει να εκκαθαρίση την κατάστασιν. Και οφείλει να την εκκαθαρίση κατά τρόπον, όστις θ’ απποτελέση δι’ αυτήν λήξιν οριστικήν μιας σκληράς περιπετείας, δι’ εκείνους δε, οίτινες ηπάτησαν αυτήν και τον κόσμον, κόλαφον του οποίου το ερύθημα δεν θ’ αποπλύνη η Ιστορία. Η Ελλάς οφείλει εν τάχει να προβή εις την διοικητικήν οργάνωσιν της Μικράς Ασίας, εις την παράδοσιν της χώρας εις τους γενναίους κατοίκους της, εις την σύντομον εκπαίδευσιν των ανδρών οίτινες θ’ αναλάβουν εν τω μέλλοντι την φύλαξίν της και εις την πρόσκλησιν των Ισχυρών, όπως παραλάβουν "τον ελευθερωθέντα από των δεσμών της δουλείας" λαόν, έναν ακριβώς από τους λαούς, περί ων εμερίμνων, όταν μαχόμενοι και έχοντες ανάγκην συμμάχων ελάλουν την γλώσσαν των ελευθεριών. Αλλά στρατόν; Ποίος θα δώση στρατόν; Οι Σύμμαχοι όμως δεν έχουν στρατών ανάγκην. Ας παραλάβουν τας σημαίας τας οποίας έστησαν εις τα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως όταν επλησίαζεν ο Έλλην ελευθερωτής και ας τας στήσουν εκεί όπου θα πλησιάση σφαγεύς ο Τούρκος. Όπως άλλοι, δεν επιμένουν να έχωμεν την θέσιν ανευθύνου τιμητού των υπευθύνων πολιτικών ανδρών της χώρας. Όπως ουδείς άλλος, εζήσαμεν μετ’ αυτών ημέραν προς 332


ημέραν τους μήνας και τα έτη των προσπαθειών. Σήμερον φρονούμεν σπουδαίως ότι η περίοδος των προσπαθειών αυτών αίτινες έπρεπε να υπάρξουν, των θυσιών αίτινες έπρεπε να καταβληθούν, αν δεν έληξε, λήγει. Τα Συνέδρια δεν αποδίδουν καρπούς· ούτε γίνονται καν συνέδρια. Αύριον έρχεται το φθινόπωρον και μεθαύριον ο χειμών. Και η Ελλάς, διά λόγους σπουδαίους, διά λόγους αποβλέποντας εις την ιδίαν αυτής γαλήνην, έχει την υποχρέωσιν να διαχειμάση οίκαδε. Τούτο ως σύστασιν θερμήν, πανταχόθεν και ήδη από φιλικωτάτων στηλών εκδηλουμένην, ας έχη υπ’ όψει της η Κυβέρνησις». Στο ίδιο μήκος κύματος εκινείτο επίσης και ένα δεύτερο άρθρο του Γεωργίου Α. Βλάχου, στην Καθημερινή των ημερών εκείνων, που δημοσιεύθηκε στο φύλο της 17 ης Αυγούστου 1922, υπό τον τίτλο «Οι Πομερανοί», το πλήρες κείμενο του οποίου έχει ως ακολούθως: «Θα προδώσωμεν εν στρατιωτικόν μυστικόν: Ο Αρχηγός της Στρατιάς της Μικράς Ασίας ανήγγειλεν εις την Κυβέρνησιν ότι ο στρατός μας ανακτά την κυριαρχίαν της καταστάσεως. Δύναται να ανακτήση και ό,τι απώλεσε και να κλείση την ατυχή μέχρι τούδε περιπέτειαν με μίαν νίκην. Και εξέθηκεν ο στρατηγός το πώς θα επετυγχάνοντο ταύτα πάντα, και εζήτησε την γνώμην της Κυβερνήσεως. Θ’ απετέλει ασύγγνωστον την φοράν ταύτην προδοσίαν αν, γνωρίζοντες τυχόν τι η Κυβέρνησις σκέπτεται, εφέρομεν μέχρι της δημοσιότητος τας σκέψεις της. Αλλά τας αγνοούμεν. Ευτυχώς. Διότι με την ελευθερίαν ακριβώς, ην η εν προκειμένω άγνοια μας παρέχει, δικαιούμεθα να υποβάλωμεν εις εκείνους, οι οποίοι κέκληνται να λάβουν τας κρισίμους αποφάσεις, ποίαι είναι εν προκειμένω αι γνώμαι ενός άλλου παράγοντος, δικαιουμένου να εισακούεται υπέρ πάντα άλλον: του Κοινού. Και είναι αι σκέψεις του αύται: Αν οιαδήποτε ενέργεια πρόκειται να έχη ως αποτέλεσμα την εκμηδένισιν μεγάλων δυνάμεων του εχθρού, τούθ’ όπερ θα επέφερε και την λύσιν του εν εκκρεμότητι ζητήματος, ίσως θα επετρέπετο να γίνη λόγος περί νέας επιχειρήσεως - περί νέων δηλαδή θυσιών. Αν όμως δεν πρόκηται - και δεν φαίνεται να πρόκειται - περί τούτου, επ’ ουδενί λόγω πρέπει να θυσιασθή έστω και εις πλέον Έλλην στρατιώτης. Αν πρόκειται να επιδιωχθούν, διά νέων θυσιών, οιαδήποτε πολιτικά αποτελέσματα, δεν πρέπει να θυσιάσωμεν άλλο ελληνικόν αίμα. Εκείνοι, οίτινες μας κρίνουν, δεν ηθέλησαν να επηρεασθούν εκ των κατορθωμάτων μας, όταν προηλαύνομεν θριαμβευταί εις τα βάθη της Ασίας. Θα παρίδουν και πάλιν όσους γράψωμεν νέους τίτλους δικαιωμάτων διά νέας ροής ελληνικού αίματος. Ας μη το θυσιάσωμεν επί ματαίω. Παρητήθημεν πέρυσι ευτυχώς - της προσπαθείας προς την Άγκυραν εκ φειδούς προς τας ελληνικάς υπάρξεις. Δεν πρέπει να δειχθώμεν εφέτος σπάταλοι εις αίμα, διά να επανέλθωμεν απλώς επί των ιδίων βημάτων. Αν πρόκειται να ποτίσωμεν πάλιν με αίμα αξένους τουρκικάς εκτάσεις διά να ανακτήσωμεν τους εγκαταλειφθέντας μιναρέδες του Αφιόν Καρά-Χισάρ, ή διά να κρατήσωμεν τους μιναρέδες του Εσκή Σεχήρ, ή της Κιουταχείας, αν η διατήρησις απαιτή τυχόν θυσίας, δεν πρέπει να συγκατανεύσωμεν εις τας θυσίας ταύτας. Ας μείνωμεν όπου ευρισκόμεθα ή, αν η εκεί παραμονή μας είναι αιματηρά ή επίπονος, ας έλθωμεν όπου ούτε επίπονος είναι, ούτε, προ παντός, αιματηρά. Αν πρόκειται να υποστώμεν νέας θυσίας, εκ φόβου μήπως παραμείνη ηλαττωμένον το στρατιωτικόν γόητρον της Ελλάδος, πρέπει ν’ αποστέρξωμεν τας θυσίας. Στρατός επιτυχών όσα επέτυχεν επί δεκαετίαν ο στρατός της Ελλάδος, όστις ώρμησε μίαν ημέραν από το ορμητήριον της Μελούνας και προήλασε, και ηπλώθη, και εκυριάρχησε της Ανατολής, από Ιονίου μέχρις Ευξείνου και από του Αίμου μέχρι των εσχατιών της Ασίας, δεν έχει ανάγκην ενός επιλόγου νίκης διά να εμφανίση ένδοξον την βίβλον της Ιστορίας του. Είναι η Ιστορία του ένδοξος και θα παραμένη. 333


Αν πρόκειται να αποφασίσωμεν και άλλας θυσίας, δια να ικανοποιήσωμεν απλώς την φιλοτιμίαν των μετώπισθεν, δεν πρέπει, επ’ ουδενί λόγω πρέπει, να μη φεισθώμεν του αίματος των υιών της Ελλάδος. Όσοι δυσφορούν δι’ ό,τι έγινε και γνωματεύουν ότι πρέπει ν’ αποκατασταθώμεν δι’ αντεπιθέσεων νέων, θα έπρεπε να παρεπέμποντο πάραυτα εις το μέτωπον διά να ικανοποιήσουν τας ορμάς τας οποίας θέλουν να υπηρετήσουν με ξένον αίμα. Όταν δεν μας ελαύνη η φιλοτιμία των αμάχων, αλλ’ η στοργή των μητέρων και η φροντίς διά το συμφέρον της Ελλάδος, δεν δικαιούμεθα να γνωματεύωμεν όπως σπαταληθή και άλλο αίμα διά να συνεχισθή η περιπέτεια, η επιβληθείσα εις τον λαόν από τον άνθρωπον, ο οποίος, ατυχώς διά την Ελλάδα, ζη ακόμη. Το αίμα της Ελλάδος δεν ρέει εις τας φλέβας της διά να χύνεται εις την απωτάτην Μικρασίαν. Ρέει διά να θερμάνη και να κινήση εις δράσιν την Ελλάδα, υπέρ εαυτής και υπέρ της Ελλάδος της αύριον. Ο σιδηρούς Γερμανός καγκελλάριος είπε κάποτε: "Ουδέ έναν Πομερανόν διά την Ανατολήν". Και η Ελλάς δεν πρέπει να δίδη πλέον τους Πομερανούς της διά την πέραν των βλέψεών της Ανατολήν. Ούτε έναν εύζωνον διά νέας περιπετείας». Μπροστά σε αυτήν τη γενικότερα επικρατήσασα ηθική και ψυχική καταπτόηση, την οποία προκάλεσε η κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου, η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη δεν είχε και πολλά περιθώρια αντιδράσεων. Σε μια ύστατη προσπάθεια περισσότερο ψυχολογικής τόνωσης του αγωνιώντος και δοκιμαζόμενου Μικρασιατικού Ελληνισμού, μετέβησαν ως απεσταλμένοι της στην Σμύρνη οι υπουργοί Νικόλαος Στράτος και Νικόλαος Θεοτόκης, όπου διαπίστωσαν ότι η κατάσταση ήταν τραγική, ότι τα συμμαχικά πλοία αρνούνταν να διασώσουν τους Έλληνες της Ιωνίας που προσέτρεχαν προς αυτά για να ζητήσουν βοήθεια, και αφού με απόγνωση διακρίβωσαν ότι κανένα μέτρο αναστροφής της κατάστασης δεν θα μπορούσε να ληφθεί, επέστρεψαν στην Αθήνα. Ενώ, αμέσως μετά, ο Ύπατος Αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης αποχώρησε με ξένο πλοίο από την Σμύρνη, αφήνοντας τον Μικρασιατικό Ελληνισμό έρμαιο της τραγικής του μοίρας343. Επιχειρώντας να περισώσει ό,τι θα ήταν δυνατό να περισωθεί, η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη προχώρησε στην αντικατάσταση του αρχιστράτηγου Γεωργίου Χατζηανέστη, τοποθετώντας στη θέση του το στρατηγό Νικόλαο Τρικούπη. Η τραγική ειρωνεία του γεγονότος, όμως, υπήρξε ότι ο νέος αρχιστράτηγος αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και τότε αντικαταστάθηκε από το στρατηγό Πολυμενάκο. Μέσα σε αυτό το φόντο κατάρρευσης, η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη υπέβαλε στις 25 Αυγούστου 1922 την Ο Αριστείδης Στεργιάδης, Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης από τον Μάϊο του 1919 μέχρι την επέλευση της Μικρασιατικής καταστροφής, αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα από τα πιο έντονα στασιαζόμενα και αμφιλεγόμενα πρόσωπα της Ελληνικής ιστορίας. Από τον πρώτο κιόλας καιρό της παρουσίας του στην Σμύρνη ήρθε σε σύγκρουση με την ηγεσία των ελληνικών κοινοτήτων της περιοχής, αλλά και με τους σημαντικότερους εκπροσώπους της κυβέρνησης της Αθήνας, όπως ο Εμμανουήλ Ρέπουλης, ο οποίος επανειλημμένα είχε ζητήσει από τον Ελευθέριο Βενιζέλο την αντικατάστασή του, χωρίς αυτό ποτέ να γίνει δυνατό. Παρ’ ότι τοποθετημένος από την «άλλη πλευρά», παρέμεινε στη θέση του και μετά τις εκλογές της 1 ης Νοεμβρίου 1920, με παρότρυνση του ίδιου του Ελευθερίου Βενιζέλου προς την νεοεκλεγείσα κυβέρνηση. Ο ρόλος του στην κρίσιμη αυτή για τον Ελληνισμό περίοδο, υπήρξε ομιχλώδης, ενώ οι συγκρούσεις του με τους παράγοντες του Ελληνισμού της περιοχής συνεχίστηκαν έως και την τελευταία ημέρα της παραμονής του σε αυτήν. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και μέχρι το θάνατό του το 1950, έζησε απομονωμένος στην Νίκαια της Γαλλίας χωρίς ποτέ να αναφερθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο στα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Για τον Αριστείδη Στεργιάδη και το ρόλο που διεδραμάτισε βλ. μεταξύ των άλλων Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ., σελ. 215.

343

334


παραίτησή της και αντικαταστάθηκε στις 28 Αυγούστου 1922, από νέα κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Τριανταφυλλάκο. Η σύνθεση της κυβέρνησης αυτής, στην οποία ο Νικόλαος Τριανταφυλλάκος κράτησε επίσης και τα χαρτοφυλάκια των Υπουργείων Στρατιωτικών και Ναυτικών, είχε ως ακολούθως: Υπουργοί: Εξωτερικών: Γεώργιος Μπαλτατζής (στις 8 Σεπτεμβρίου τον αντικατέστησε ο Νικόλαος Καλογερόπουλος), Δικαιοσύνης και Περιθάλψεως: Σ. Γιαννόπουλος, Εσωτερικών και Επισιτισμού: Γεώργιος Μπούσιος, Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Γεωργίας: Θ. Σκούφος, Οικονομικών: Α. Ευταξίας, Εθνικής Οικονομίας: Λ. Ρούφος και Συγκοινωνίας: Α. Μάτσας344. Η κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Τριανταφυλλάκο ανέλαβε τα καθήκοντά της σε μια ώρα τραγική για το έθνος και είναι προφανές ότι ουδεμία ουσιαστική δυνατότητα αντίδρασης διέθετε μπροστά στις κατακλυσμιαίες εξελίξεις. Η κατάληψη της Σμύρνης από τα στρατεύματα του Κεμάλ στις 27 Αυγούστου 1922, μία μόλις ημέρα πριν η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου ορκιστεί, επισφράγιζε με τον πιο τραγικό και οδυνηρό τρόπο το τέλος του Μικρασιατικού ονείρου του Ελληνισμού και εικονογραφούσε με τα πλέον μελανά χρώματα την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα. Τα τραγικά γεγονότα των ημερών εκείνων «βοώντα, κεκραγότα και λέγοντα» μέσα από την αμείλικτη δριμύτητά τους, έδειχναν πώς ο συνδυασμός ενός αβυσσαλέου εσωτερικού διχασμού, που χώρισε τον τόπο στα δύο, στην πιο κρίσιμη καμπή της σύγχρονης εθνικής ιστορίας του, με την ηθικά τυφλή σκοπιμοθηρία των Μεγάλων Δυνάμεων, αποτελούσαν τη συνταγή του εθνικού ολέθρου. Που επήλθε. Χωρίς να διακρίνει θύτες ή θύματα. Ενόχους ή αθώους. Αλλά που άπλωσε την καταστροφική επενέργειά του πάνω από όλη τη χώρα, ακρωτηριάζοντας εθνικά οράματα και λαϊκές προσδοκίες. Δίνοντας το πικρό μάθημα: Ο Ελληνισμός μόνο ενωμένος μπορεί και μόνο ενωμένος μεγαλουργεί. Όπως είχε αποδείξει η εποποιΐα των Βαλκανικών Πολέμων. Διχασμένος και διασπασμένος εξαρτάται και ηττάται, κλαίγοντας χαμένες πατρίδες και καμένες ελπίδες.

344

Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 432 - 435.

335


Κεφάλαιο 8ο Θυσία στον «Μινώταυρο» των Πολιτικών Παθών 8.1 Το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 - Τα επακόλουθα Μέσα στις συνθήκες χάους που επικρατούσαν μετά τη διαρραγή του Μικρασιατικού μετώπου, δεν είχε έρθει βέβαια ακόμη η ώρα των νηφάλιων αποτιμήσεων και της ψύχραιμης ψηλάφισης των πραγμάτων, πολύ δε περισσότερο εφ’ όσον ο κίνδυνος για τα χειρότερα δεν είχε εκλείψει και ο εφιάλτης μιας ακόμη μεγαλύτερης καταστροφής στοίχειωνε τις ψυχές όλων. Η νέα κυβέρνηση, υπό τον Νικόλαο Τριανταφυλλάκο, στάθηκε αδύνατο να αντιμετωπίσει την ήδη διαμορφωμένη τραγική κατάσταση. Ο άγριος σφαγιασμός του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου στις 27 Αυγούστου 1922 και η καταστροφή της Σμύρνης από τις ορδές του Κεμάλ στις 31 Αυγούστου, προκάλεσε, μόλις μαθεύτηκε, συγκλονισμό στην κοινή γνώμη και οδήγησε την τότε πολιτική ηγεσία στα όρια του πανικού. Υπό το κράτος του τρόμου για τα επερχόμενα, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ προσπαθούσε με σπασμωδικές κινήσεις να εξέλθει από ένα αδιέξοδο, στου οποίου τη δημιουργία πέρα από προθέσεις ή διαθέσεις είχε και ο ίδιος συμβάλει. Σε αυτή τη φάση, στο χώρο του στρατεύματος αναπτύχθηκε μια έντονη κινητικότητα. Πολλοί αξιωματικοί, αρκετοί από τους οποίους δεν ήταν άμοιροι ευθυνών για τα όσα είχαν συμβεί εξ αιτίας της στάσης που είχαν ακολουθήσει καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα, θεωρούσαν πως πλέον είχε φθάσει η ώρα της παρέμβασης του στρατού. Παλαιές και νεοσύστατες συνωμοτικές ομάδες345 έκαναν την εμφάνισή τους και άρχισαν να επεξεργάζονται πυρετωδώς σχέδια επέμβασης στις εξελίξεις. Στους σχεδιασμούς αυτούς τις διευκόλυνε το κλίμα των ημερών και η απόγνωση του λαού. Μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου, ο κύριος όγκος των δυνάμεων της Στρατιάς που διασώθηκε κατέφυγε στην Χίο και στη Λέσβο. Εξαίρεση αποτέλεσαν το Γ΄ Σώμα Στρατού, που μεταφέρθηκε στη Θράκη, η Μεραρχία Ιππικού, που διαπεραιώθηκε στην Αττική και η ανεξάρτητη Μεραρχία, που, αφού αρχικά μεταστάθμευσε στη Θεσσαλονίκη, εν συνεχεία εγκαταστάθηκε στη Θράκη. Αυτή η διασπορά των διασωθεισών στρατιωτικών δυνάμεων, δημιούργησε ουσιαστικά τρία διαφορετικά στρατιωτικά κέντρα στην ηπειρωτική Ελλάδα, στα νησιά και στη Θράκη, όπου εγκαταστάθηκε και ο αρχιστράτηγος Πολυμενάκος. Το κλίμα που επικρατούσε στις τάξεις και των αξιωματικών και των στρατευμένων ήταν εκρηκτικό. Η νωπή αίσθηση της ήττας, η θλίψη από τις πληροφορίες για τις δηώσεις και τις σφαγές στις οποίες προέβαιναν οι Τούρκοι στην Μικρά Ασία, αλλά και ο συγκλονισμός από τα καραβάνια των προσφύγων που εναγώνια προσπαθούσαν διωκόμενοι να βρουν ένα μέσο Οι συνωμοτικές κινήσεις μεταξύ των «βενιζελικών» αξιωματικών λ.χ. στο στρατό της Μικράς Ασίας, είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται ήδη από το 1921 σε διασύνδεση με τους «αμυνίτες» της Κωνσταντινούπολης. Ενδυναμώνονταν δε περισσότερο όσο η κατάσταση στο μέτωπο χειροτέρευε και είναι χαρακτηριστικό ότι τον Φεβρουάριο του 1922 υπεγράφη σχετικό πρωτόκολλο μεταξύ των μεμυημένων. Ως πλέον δραστήριο μέλος και προσωρινός αρχηγός της κίνησης εφέρετο ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας. Να σημειωθεί εδώ ότι οι συμμετέχοντες στην κίνηση αυτή βρίσκονταν σε συνεχή επαφή και με απόστρατους «βενιζελικούς» αξιωματικούς στην Ελλάδα, όπως ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, ο Αλέξανδρος Οθωναίος, κ.α., ενώ βασικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο ομάδων ήταν ο δημοσιογράφος Καραμούζης (Κώστας Αθάνατος), ο οποίος ως πολεμικός απεσταλμένος εκινείτο ελεύθερα στις μονάδες της Μικράς Ασίας διευκολυνόμενος από αυτόν το λόγο να μεταφέρει μηνύματα και πληροφορίες από τη μία ομάδα στην άλλη. Βλ. Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ 298.

345

336


μεταφοράς τους στην Ελλάδα, δημιουργούσαν ιδιαίτερα στο σώμα των αξιωματικών την επιτακτική υποχρέωση για μια άμεση δραστηριοποίηση με στόχο την αναστροφή της κατάστασης. Στο φορτισμένο συναισθηματικά τοπίο που διαμόρφωναν αυτές οι εξελίξεις, η «Εθνική Άμυνα» της Κωνσταντινούπολης, προσπάθησε να ξεσηκώσει -χωρίς αποτέλεσμα- το στρατό της Θράκης. Στην Χίο και στη Λέσβο, δραστηριοποιήθηκε έντονα από την πρώτη στιγμή της άφιξής του ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, παλαιός «αντιβενιζελικός» που μετεστράφη μετά την καταστροφή. Σύντομα ο Γονατάς ήρθε σε επαφή με τον Νικόλαο Πλαστήρα, ο οποίος κατόπιν απαίτησής του τον αναγνώρισε ως επικεφαλής των δυνάμεων των δύο νησιών. Μετά από αυτό, οργανώθηκαν επαναστατικές επιτροπές στη Μυτιλήνη, από τους αντισυνταγματάρχες Παπαγεωργίου, Πρωτοσύγγελο και Μαμούρη και στην Χίο από τους συνταγματάρχες Πλαστήρα, Γαρδίκα και Κοιμήση, και αποφασίστηκε η εκδήλωση στρατιωτικού κινήματος τη νύχτα της 10ης προς 11η Σεπτεμβρίου 1922. Το κίνημα επικράτησε με χαρακτηριστική ευκολία, με ένα μόνο θύμα στην Χίο και την επόμενη νύχτα, 11η προς 12η Σεπτεμβρίου 1922, ξεκίνησαν δύο νηοπομπές των κινηματιών προς την Αθήνα, αποτελούμενες από 15 εμπορικά και φορτηγά σκάφη, που μετέφεραν 5.000 στρατιώτες από την Μυτιλήνη και 9.000 άνδρες από την Χίο, 5 πολεμικά πλοία και 2 εξοπλισμένα εμπορικά. Το πρωΐ της 13ης Σεπτεμβρίου 1922, αεροπλάνο έριξε στην Αθήνα προκηρύξεις διά των οποίων ανακοινωνόταν η έκρηξη της επανάστασης και διατυπώνονταν οι όροι των κινηματιών. Το πλήρες κείμενο των προκηρύξεων αυτών που υπογράφονταν από τον Στυλιανό Γονατά ως αρχηγό της επανάστασης, έχει ως εξής: «Προς τον ελληνικόν λαόν, τον πρόεδρον της εθνοσυνελεύσεως, τον βασιλέα, τον διάδοχον, τον πρόεδρον της κυβερνήσεως. Ο εν Μυτιλήνη και Χίω στρατός και στόλος μοι ανέθηκαν αυθορμήτως την ηγεσίαν αυτών, όπως διατυπώσω επ’ ονόματί των τας κάτωθι αξιώσεις, εν τη απολύτω πεποιθήσει ότι εις αυτάς είναι σύμφωνος και ο λοιπός στρατός και στόλος και ιδία ολόκληρος ο ελληνικός λαός, πλην ίσως ασημάντου μειονοψηφίας, ουχί εξ ευγενών ελατηρίων αντιφρονούσης. Η σωτηρία της πατρίδος και μόνη επιβάλλει τας αξιώσεις μας ταύτας: 1) Παραίτησις του βασιλέως χάριν της πατρίδος υπέρ του διαδόχου. 2) Άμεσος διάλυσις της Εθνοσυνελεύσεως. 3) Σχηματισμός κυβερνήσεως αχρόου και εμπνεούσης εμπιστοσύνην εις την Αντάντ δια την ταχίστην και αμερόληπτον ενέργειαν εκλογών Εθνοσυνελεύσεως και την διαχείρισιν των εξωτερικών ζητημάτων μέχρις ου ο λαός αποφασίση τελικώς δια των εκλογών περί της τύχης του. 4) Άμεσος ενίσχυσις του Θρακικού μετώπου. Ας επικρατήση και παρ’ ημίν ο πατριωτισμός προς αποσόβησιν αλληλοσπαραγμού και ταχυτέραν έναρξιν του έργου της εθνικής παλινορθώσεως, δι’ ης θα ανασταλή η πλήρης καταστροφή προς ην φερόμεθα και θα επιτευχθή η σωτηρία της πατρίδος. Μυτιλήνη 11 Σεπτεμβρίου 1922, Σ. Γονατάς, Συνταγματάρχης»346 Η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου δεν μπόρεσε να προβάλει καμία ουσιαστική αντίδραση στους κινηματίες. Προχώρησε στις 12 Σεπτεμβρίου 1922 στην κήρυξη στρατιωτικού νόμου, αλλά ήταν περισσότερο η ενέργειά της αυτή μια τυπική πράξη αμηχανίας, παρά μια πρωτοβουλία ουσιαστικού περιεχομένου, καθώς στην πραγματικότητα δεν ήλεγχε παρά ελάχιστες δυνάμεις στο χώρο του στρατεύματος, με τις οποίες θα ήταν αδύνατον να αντιτάξει οποιαδήποτε αντίσταση στους επαναστάτες. Ενώπιον της ζοφερής κατάστασης την ίδια ημέρα (12 Σεπτεμβρίου 1922) ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α', συναντήθηκε με τον Ιωάννη 346

Βλ. Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ. 298.

337


Μεταξά, προκειμένου να τον βολιδοσκοπήσει, ώστε να αναλάβει το σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Για τη συνάντησή τους αυτή, σημειώνει στο ημερολόγιό του ο Ιωάννης Μεταξάς: «Τατόϊ. Βασιλέα. Του λέω όλη την αλήθεια και ότι η παραίτησίς του θα καταστή αναγκαία. Η μόνη σωτηρία είναι να μεταβή και να ανασυντάξη τον στρατόν εις Θράκην. Υπόσχεται. Επίσης να μη κληθή Βουλή προ της επιστροφής του, να μη κηρυχθή ο στρατιωτικός νόμος, να μη συμπαραλάβη Δούσμανη, να παραλάβη ένα ή δύο Βενιζελικούς αξιωματικούς. Εξηγήσεις και επανορθώσεις. Του λέγω, ότι μετά επιστροφήν του πρέπει να σχηματίσω Κυβέρνησιν, εμφανισθώ Βουλήν, θα έχω εμπιστοσύνην. Προσπαθεί να ανανεώση παλαιάν φιλίαν, Βασίλισσαν χαιρετώ. Έπειτα βλέπω Διάδοχον, καθιστώ ενήμερον...»347. Μετά τη συνάντησή του με τον ανώτατο άρχοντα, ο Ιωάννης Μεταξάς απευθύνθηκε προς πάσα κατεύθυνση με στόχο τη δημιουργία μιας κυβέρνησης της ευρύτερης δυνατής αποδοχής. Μάλιστα, ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, γενικός γραμματέας εκείνη την περίοδο του Σοσιαλεργατικού Κινήματος, αναφέρει στην ιστορία του ότι συναντήθηκε και μαζί του στη φυλακή, όπου βρισκόταν κρατούμενος, συνοδευόμενος από το διευθυντή της εφημερίδας Αθηναϊκή, Όμηρο Ευελπίδη, ζητώντας του συνεργασία και αναφέροντας του ότι θα έπρεπε να συμφωνήσει με την πρότασή του ώστε να αποτραπούν περαιτέρω κίνδυνοι, όπως το κίνημα που ετοιμαζόταν στην Χίο από τον Πλαστήρα. Τελικά, οι προσπάθειες αυτές του Ιωάννη Μεταξά απέβησαν άκαρπες. Η δυναμική των εξελίξεων που είχαν δρομολογηθεί για την επανάσταση των Πλαστήρα-Γονατά, ήταν τέτοια που τίποτε δεν μπορούσε να την ανακόψει348. Στο μεταξύ, στις τάξεις των κινηματιών της Μυτιλήνης εν πλω προς την πρωτεύουσα, τέθηκε και πάλι το ζήτημα της αρχηγίας της επανάστασης. Η ομάδα Πλαστήρα, ενώ είχε αναγνωρίσει προβάδισμα στον Στυλιανό Γονατά, διαπιστώνοντας ότι διέθετε συντριπτικά περισσότερες δυνάμεις και την υποστήριξη του στόλου, που ξεκίνησε μαζί τους από την Χίο, αποφάσισε να καλέσει τον Γονατά έξω από την Νάξο, στο πολεμικό «Λήμνος», για να επανεξετάσουν την κατάσταση. Κατά τη συνάντηση αυτή, ο Νικόλαος Πλαστήρας και ο αντιπλοίαρχος Πετροπουλάκης, του δήλωσαν ότι η επανάσταση θα είχε συλλογική ηγεσία, με επικεφαλής 3/μελή επιτροπή, αποτελούμενη από τους τρεις τους και ότι συνεπώς κακώς έσπευσε να εμφανιστεί ο ίδιος ως αρχηγός της. Ο Στυλιανός Γονατάς διαπιστώνοντας τη θέση ισχύος των συνομιλητών του, δέχθηκε τις απαιτήσεις τους. Έτσι, συγκροτήθηκε 12/μελής Επαναστατική Επιτροπή, απαρτιζόμενη από τους συνταγματάρχες Γονατά, Πλαστήρα, Κουρουσόπουλο, Γαρδίκα, Εδιπίδη, τους αντισυνταγματάρχες Πρωτοσύγγελο, Κοιμήση, Χασαπίδη και Μαμούρη και τους αντιπλοιάρχους Πετροπουλάκη και Φωκά. Τα μέλη της ελαττώθηκαν κατά ένα, λόγω ξαφνικής ασθενείας του Πετροπουλάκη, τη θέση του οποίου στην 3/μελή επιτροπή κατέλαβε ο αντιπλοίαρχος Φωκάς. Προσωρινή Επαναστατική Επιτροπή, επίσης, οργανώθηκε και στην Αθήνα, με πρωτοβουλία του απόστρατου στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου. Στην επιτροπή αυτή, που συνεδρίαζε στα γραφεία της νεοϊδρυθείσας εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα (του Δημητρίου Λαμπράκη), μετείχαν και οι υποστράτηγοι Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, Π. Γαργαλίδης και Χ. Τσερούλης, καθώς και οι ριζοσπάστες αξιωματικοί του πολεμικού ναυτικού πλοίαρχος Αλ. Χατζηκυριάκος και Α. Κολιαλέξης349. 347

Βλ. Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ. 296. Για τις κινήσεις του Ιωάννη Μεταξά στη φάση εκείνη βλ. Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ. 296 - 298. 349 Βλ. Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ. 298 - 303 και Τίτος Αθανασιάδης: «Η Επανάσταση του 1922», εφ. Απογευματινή, 11/9/2003. 348

338


Τελικά, οι επαναστατικές δυνάμεις υπό τους Νικόλαο Πλαστήρα, Στυλιανό Γονατά και Δημήτριο Φωκά, έφθασαν στο λιμάνι του Λαυρίου, και αξίωσαν την παραίτηση του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ υπέρ του διαδόχου, το σχηματισμό «αχρόου» κυβερνήσεως και τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης. Η είδηση της άφιξης των επαναστατών στο Λαύριο προκάλεσε συναγερμό στην κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, τα μέλη της οποίας συνήλθαν σε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο για να εξετάσουν την κατάσταση. Πριν καν, όμως, αρχίσει τη συνεδρίασή του το υπουργικό συμβούλιο, εμφανίσθηκε στην αίθουσα ο υποστράτηγος Κωνσταντινόπουλος, ο οποίος εισηγήθηκε στον πρωθυπουργό και στους υπουργούς να προβληθεί αντίσταση στους κινηματίες, με 30.000 στρατιώτες. Η πρόταση αυτή αποκρούστηκε από τους περισσότερους από τους παρευρισκόμενους υπουργούς, οι οποίοι διατύπωσαν τον αντίλογο ότι μια τέτοια κίνηση θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο και σε ανεξέλεγκτη αιματοχυσία. Τελικά, το υπουργικό συμβούλιο αποδέχθηκε την πρόταση που διατυπώθηκε από μέρους του να αποσταλεί στο Λαύριο ο στρατηγός Παπούλας, προκειμένου να ζητήσει από την Επαναστατική Επιτροπή να διατυπώσει γραπτώς τις αξιώσεις τις οποίες πρόβαλε γιατί ως τότε η κυβέρνηση τις γνώριζε μόνο από τις προκηρύξεις που είχαν ριφθεί με αεροπλάνο στην Αθήνα. Αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Τριανταφυλλάκος κατευθύνθηκε στα ανάκτορα για να συναντήσει και να συνομιλήσει με τον βασιλέα. Όταν ο πρωθυπουργός εισήλθε στο βασιλικό γραφείο, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ σηκώθηκε και τον χαιρέτισε και μεταξύ τους διημείφθη ο ακόλουθος διάλογος: «- Κωνσταντίνος: Τα είδες, κύριε πρόεδρε; Τι πρέπει να κάνουμε τώρα; Θέλω τη γνώμη σου. - Τριανταφυλλάκος: Μου επιτρέπει η Μεγαλειότης σας μίαν παράκληση την οποίαν υποβάλλω όχι ως πρωθυπουργός, αλλά ως πιστός και αφοσιωμένος εις τον θρόνον σας φίλος; - Κωνσταντίνος: Ποίαν; - Τριανταφυλλάκος: Να ακούσω πρώτον εγώ την γνώμην της Μεγαλειότητός σας. - Κωνσταντίνος: Εγώ έλαβον την απόφασίν μου. Θα παραιτηθώ. Γνωρίζεις ότι αφότου ησθένησα δεν έγινα ποτέ πλέον καλά. Τήκομαι ημέρα την ημέρα. Αισθάνομαι καθαρώς ότι η ζωή μου φεύγει. Με ποίον λοιπόν δικαίωμα θα αιματοκυλίσω τη χώρα; Όχι, το απεφάσισα, θα παραιτηθώ. Εάν μου εισηγηθείς διάφορον γνώμη, θα σε παρακαλέσω να παραιτηθείς, διά να έλθη άλλη κυβέρνησις να συντελέση την απόφασίν μου (...). Θα ζήσω μερικούς μήνας ακόμη, έτος ολόκληρον βεβαίως δεν θα ζήσω. Θέλω να κατεβώ εις τον τάφον, με τας δάφνας των δύο Βαλκανικών Πολέμων, διότι γνωρίζεις, πρόεδρε, ότι εις την Μικράν Ασίαν δεν επολέμησα εγώ. Ήτο πεπρωμένον (...) Διατί να μην αποθάνω εκεί κάτω, εις το Εσκί Σεχίρ; ... - Τριανταφυλλάκος: Μεγαλειότατε συμφωνώ. Πρέπει να παραιτηθείτε ... - Κωνσταντίνος: Σημειώσατε ότι είμαι εις την διάθεσιν της χώρας. Η επανάστασις θα δύναται να με χρησιμοποιήσει όπως νομίζει καλύτερον. Δύναται να με αποστείλη εις την Θράκην, ίνα τεθώ επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων (...). Εάν δεν θελήσουν να με χρησιμοποιήσουν θα πάω να ησυχάσω εις την Κέρκυραν και εκεί να αποθάνω»350. Ο διάλογος αυτός, αποτυπώνει με σπαρακτική γλαφυρότητα την πραγματική ψυχική διάθεση του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ και καταδεικνύει την αμετάκλητη απόφασή του να παραιτηθεί, αποφεύγοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα σε έναν αδελφοκτόνο σπαραγμό. Έτσι, όταν την ίδια ημέρα επέστρεψε από το Λαύριο ο στρατηγός Παπούλας, όπου είχε μεταβεί για να συναντήσει τους κινηματίες, και μετέφερε την ανένδοτη στάση τους και την τελεσιγραφική απαίτηση της Επαναστατικής Επιτροπής για την άμεση 350

Αναφ. Τίτος Αθανασιάδης: «Η Παραίτηση του Κωνσταντίνου Α΄», εφ. Απογευματινή, 13/9/2003.

339


παραίτηση του βασιλέως, ο βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ απέστειλε προς τον πρωθυπουργό Νικόλαο Τριανταφυλλάκο την ακόλουθη επιστολή: «Κύριε Πρόεδρε, Ο σάλος όστις παρήχθη εν Ελλάδι κατόπιν των εν Μ. Ασία ατυχημάτων και εκ του κινδύνου της απωλείας της Θράκης, ενίσχυσε την ιδέαν μερίδος των υπηκόων μου, ότι η επί του Θρόνου παρουσία μου κωλύει τους ισχυρούς φίλους μας από του να συντρέξουν αποτελεσματικώς την Ελλάδα. Καίτοι δεν συμμερίζομαι ποσώς την αντίληψιν ταύτην, εν τούτοις βλέπων ότι η σφαλερά αύτη της μερίδος ταύτης εντύπωσις άγει την χώραν εις εμφύλιον ρήξιν και θεωρών ότι ο αλληλοσπαραγμός θα είναι το έσχατον και τελειωτικόν πλήγμα κατά της Ελλάδος απεφάσισα, προς αποφυγήν αυτού να θυσιάσω εμαυτόν και να παραιτηθώ και παραιτούμαι του Θρόνου. Όλως υμέτερος ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΒ΄ Εν Αθήναις τη 14η Σεπτεμβρίου 1922»351 Ακολούθησε η γνωστοποίηση της απόφασης του βασιλέως προς την ευρύτερη κοινή γνώμη, με ένα δραματικό διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό, στο οποίο ανέφερε τα παρακάτω: «... Μη θέλων να αφήσω εις ουδενός τον νουν ουδέ την παραμικράν αμφιβολίαν ότι δια της επί του Θρόνου παρουσίας Μου δυσχεραίνω και επ’ ελάχιστον την ιεράν των Ελλήνων ένωσιν και την βοήθειαν των φίλων μας, παρητήθην της Βασιλικής Αρχής. Ο πρωτότοκος υιός μου Γεώργιος είναι από του νυν Βασιλεύς σας. Είμαι βέβαιος ότι ολόκληρον το Έθνος θα συσπειρωθή περί Αυτόν και θα τον συντρέξη πάση δυνάμει και πάση θυσία εις το δυσχερές έργον Του. Εγώ δε, ευτυχής διότι μου παρέχεται ακόμη μια ευκαιρία όπως εκ νέου θυσιάσω εμαυτόν υπέρ της Ελλάδος μας, θα είμαι ακόμη ευτυχέστερος όταν ίδω τον τόσον αγαπητόν Μου Λαόν εν πλήρει ομονοία περιβάλλοντα τον Νέον Βασιλέα Του να οδηγή την Πατρίδα εις νέαν δόξαν και ακμήν. Υπέρ της δόξης της Πατρίδος είμαι έτοιμος να αγωνισθώ επί κεφαλής του Στρατού, υπέρ των συμφερόντων της χώρας, αν η Κυβέρνησις και ο Ελληνικός λαός κρίνουν χρήσιμον την υπηρεσίαν ταύτην προς την φιλτάτην Πατρίδα. Εν Αθήναις τη 14η Σεπτεμβρίου 1922 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΒ΄»352 Έτσι, από το μεσημέρι της 14ης Σεπτεμβρίου 1922, νέος βασιλέας της χώρας ανέλαβε πλέον ο ως τότε διάδοχος Γεώργιος, ενώ ο παραιτηθείς βασιλέας Κωνσταντίνος Α΄ ανεχώρησε για το Παλέρμο της Ιταλίας, όπου και απεβίωσε στις 29 Δεκεμβρίου 1922. Στην κατάσταση αβεβαιότητας που ήδη επικρατούσε στην Αθήνα μετά την εκδήλωση και την επιβολή -ουσιαστικά χωρίς καμιά αντίσταση- του κινήματος, η Επαναστατική Επιτροπή που είχε συγκροτηθεί στην πρωτεύουσα με επικεφαλής τον Θεόδωρο Πάγκαλο, χωρίς καμιά ουσιαστικά προσυνεννόηση με την ηγεσία του κινήματος που βρισκόταν ακόμη στο Λαύριο άρχισε να διενεργεί συλλήψεις «αντιβενιζελικών». Μεταξύ αυτών που συνελήφθησαν από τους πρώτους ήταν και οι Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης και Νικόλαος Στράτος, οι οποίοι κρατήθηκαν στην αστυνομική διεύθυνση Αθηνών. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι παρ’ ότι στον Δημήτριο Γούναρη, λίγο πριν από τη σύλληψή του, προτάθηκε από στενούς συνεργάτες του να διαφύγει στο εξωτερικό, ώστε να αποφύγει την κράτησή του και όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν, ο ίδιος απέρριψε διαρρήδην αυτού του είδους τις προτροπές, δηλώνοντας αποφασισμένος να αντιμετωπίσει τις όποιες συνέπειες της παραμονής του, σημειώνοντας επί λέξι: «Οι πρωθυπουργοί και υπουργοί δεν φεύγουν. Μένουν και λογοδοτούν. Δεν πρόκειται εγώ να λιποτακτήσω». Συνελήφθη έτσι 351 352

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 426 - 427. Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 427.

340


στο σπίτι του φίλου του Σπυρίδωνος Στάη, όπου βρισκόταν μαζί με τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη353. Αναφέρει χαρακτηριστικά επ’ αυτού, ο στενός του φίλος και συνεργάτης, δημοσιογράφος Άριστος Καμπάνης: «Την στιγμήν αυτήν, κατά την οποίαν προσπαθώ να συγκεντρώσω τας αναμνήσεις μου, και να τακτοποιήσω τας σκέψεις μου διά τον Δημήτριον Γούναρην, - να φέρω εμπρός μου την εικόνα του ανθρώπου, με τον οποίον έζησα ώρας εντόνους, αγωνίας, ώρας γεμάτας από ελπίδα ή απελπισμένας, νομίζω ότι ακούω ν’ αντηχούν κάποια επίσημα, κάποια πένθιμα λόγια εις την ακοήν μου: "- Αύριον η πόλις θα είναι κατειλλημένη: Λάβε τα μέτρα σου, αν έχης να λάβης μέτρα οιαδήποτε. Εγώ δεν σκέπτομαι να λάβω μέτρον κανένα". Ενθυμούμαι καλά: Είχε προφέρει τας λέξεις αυτάς μίαν προς μίαν σιγά, καθαρά, εις τόνον που μου εφάνη οριστικός και επίσημος. Διότι η απόφασις είχε ληφθή προγενεστέρως. Την απόφασιν αυτήν δεν επρόκειτο να μεταβάλη. Θα έμενε διά ν’ αντιμετωπίση τους απροόπτους κριτάς. Εγνώριζεν, ότι η απόφασίς του θα του εστοίχιζε την ζωήν, δεν αμφέβαλλε διόλου επί του ότι ήτο προγεγραμμένος, αλλά δεν εφοβείτο τον θάνατον. Ίσως μάλιστα τον επερίμενεν ως λύτρωσιν, ωσάν το τέλος του ατομικού του δράματος. Ένα μήνα προ της τελευταίας μας συναντήσεως, μου είχε δηλώσει ο Γούναρης: "- Έχω ήσυχον την συνείδησίν μου. Έκαμα παν ό,τι ήτο δυνατόν, διά να εξαγάγω τον τόπον από την περιπλοκήν, εις την οποίαν ευρέθη, μετά την ανάμειξίν μας εις τον οικουμενικόν πόλεμον. Η προσπάθειά μου προσέκρουσε κυρίως εις την αντίδρασιν των αντιπάλων, που εθεώρουν την καταστροφήν μέσον εισόδου εις την εξουσίαν. Αλλ’ οι πιστεύοντες ότι θα δραπετεύσω διά ν’ αποφύγω την ευθυνοδοσίαν, είναι τουλάχιστον ανόητοι. Δεν πρόκειται να μιμηθώ κανένα. Γνωρίζω τι με αναμένει εν τη πραγματοποιήσει τοιαύτης αποφάσεως. Ίσως και αυτός ο θάνατος επί της πυράς. Δεν πρόκειται να φύγω ! Ας ησυχάσουν"»354. Μετά τη σύλληψη των κορυφαίων παραγόντων του «αντιβενιζελικού» κόσμου, διαδόθηκε ότι οι συλληφθέντες θα μεταφέρονταν στο θωρηκτό «Λήμνος» και κατόπιν συνοπτικής διαδικασίας επί του πολεμικού σκάφους θα εκτελούνταν σαν οι κατ’ εξοχήν ένοχοι της επισυμβείσας εθνικής συμφοράς. Τελικά, οι αδιάλλακτοι φανατικοί που διακινούσαν αυτές τις φήμες δεν εισακούστηκαν και οι συλληφθέντες παρέμειναν κρατούμενοι στην αστυνομική διεύθυνση Αθηνών, όπου και από αρχής είχαν προσαχθεί. Τα ραγδαία γεγονότα εκείνων των ωρών οδήγησαν σε παραίτηση την κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, η οποία άλλωστε δεν είχε πλέον και κανέναν ρόλο να διαδραματίσει, αφού εστερείτο οποιαδήποτε ουσιαστικής εξουσίας. Τότε, η ηγεσία της Επαναστατικής Επιτροπής, θέλησε να απευθυνθεί στον πρώην πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη, και να του ζητήσει να αναλάβει τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Όμως, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης απουσίαζε στο εξωτερικό και έτσι τη νέα κυβέρνηση σχημάτισε στις 17 Σεπτεμβρίου 1922, ο Σωτήριος Κροκιδάς, «βενιζελικός» πολιτευτής. Ένα από τα πρώτα μελήματα της νέας κυβέρνησης υπήρξε η συγκρότηση εκτάκτου στρατοδικείου για τη δίκη των θεωρηθέντων ως υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής, κίνηση που θεωρήθηκε ως αναπότρεπτη μέσα στο κλίμα έξαψης που καλλιεργούσαν στην κοινή γνώμη τα πλέον αδιάλλακτα στοιχεία. Η πρωτοβουλία αυτή προκάλεσε ανησυχίες στους διεθνείς διπλωματικούς κύκλους και έτσι οι ξένοι πρεσβευτές επισκέφθηκαν την Επαναστατική Επιτροπή και συζήτησαν με την ηγεσία της προκειμένου να ανιχνεύσουν τις πραγματικές της προθέσεις, αλλά και να διατυπώσουν τις ενστάσεις των κυβερνήσεών τους για τα διαθρυλούμενα περί παραπομπής πολιτικών ηγετών σε στρατιωτικά δικαστήρια χωρίς 353 354

Βλ. Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ. 305 - 308. Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 429 - 430.

341


δίκαιη δίκη. Θορυβημένη η ηγεσία της Επαναστατικής Επιτροπής από αυτές τις αντιδράσεις έδωσε στη δημοσιότητα την ακόλουθη ανακοίνωση: «Οι προ του σχηματισμού της Κυβερνήσεως συλληφθέντες ως ένοχοι των επελθουσών εθνικών συμφορών, θα παραμείνωσιν εν ταις φυλακαίς εν προφυλακίσει μέχρις ότου η μέλλουσα Συνέλευσις αποφασίση επί του τρόπου της ταχυτέρας δίκης των»355. Η δήλωση αυτή της Επαναστατικής Επιτροπής, θεωρήθηκε από τους αδιάλλακτους του κινήματος ως υπαναχώρησή της. Η οργή τους εκφράστηκε μέσω των στηλών μεγάλης μερίδας του προσκείμενου στο «Κόμμα Φιλελευθέρων» Τύπου. Προ των αντιδράσεων αυτών, στις 5 Οκτωβρίου 1922, με διάγγελμά της προς τον ελληνικό λαό, που μάλιστα είχε συνταχθεί από τον Γεώργιο Παπανδρέου ο οποίος ήταν πολιτικός της σύμβουλος, η Επαναστατική Επιτροπή ανήγγειλε ότι δεν θα ηρκείτο στην κατάλυση του «κωνσταντινικού καθεστώτος» και την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου, αλλά πως θεωρούσε επιβεβλημένη «την παραδειγματικήν ποινικήν τιμωρίαν των εχθρών της πατρίδος, εις τους οποίους οφείλεται η κατάρρευσις του Μικρασιατικού Μετώπου, καθώς και η διεθνής καταδίκη της Θράκης - η οποία δυστυχώς είχε προηγηθή της Επαναστάσεως - καθώς και τον οριστικόν ηθικόν και πολιτικόν θάνατον των πρωτουργών της καταστροφής ... Συνεπώς είναι κοινή απαίτησις ο πάνδημος στιγματισμός των μεγάλων ενόχων»356. 8.2 Η δίωξη - Οι ανακρίσεις Έτσι, την ίδια εκείνη ημέρα, και παρά τις διαβεβαιώσεις προς τους πρεσβευτές των συμμαχικών δυνάμεων ότι θα αποφεύγονταν θεσμικά έωλες ενέργειες αντεκδικήσεως, συνεστήθη ανακριτική επιτροπή αποτελούμενη από τους στρατηγούς Καλλάρη και Ζιμβρακάκη, προκειμένου να διενεργήσει το ανακριτικό έργο για τους υπεύθυνους της Μικρασιατικής καταστροφής. Οι στρατηγοί Καλλάρης και Ζιμβρακάκης, όμως, υπέβαλαν σχεδόν αμέσως την παραίτησή τους από την ανακριτική επιτροπή, λόγω των επεμβάσεων των αδιαλλάκτων της Επαναστατικής Επιτροπής στο έργο τους, που τους στερούσαν κάθε δυνατότητα για τη στοιχειωδώς εύρυθμη επιτέλεσή του. Προ αυτής της εξέλιξης, ο «ισχυρός ανήρ» της Επαναστατικής Επιτροπής Νικόλαος Πλαστήρας, κάλεσε τους Θεόδωρο Πάγκαλο και Αλέξανδρο Οθωναίο, που πρωτοστατούσαν στις πιέσεις προς την ανακριτική επιτροπή, και τους ανέθεσε να αναλάβουν αντιστοίχως πρόεδροι της ανακριτικής επιτροπής και του εκτάκτου στρατοδικείου, υπογραμμίζοντάς τους πως, αφού υποκινούσαν τις αντιδράσεις θα έπρεπε να αναλάβουν και τις ευθύνες. Οι Πάγκαλος και Οθωναίος απεδέχθησαν την πρόσκληση Πλαστήρα, αφού έλαβαν τη διαβεβαίωσή του ότι όποια απόφαση θα ελαμβάνετο από το έκτακτο στρατοδικείο, θα εξετελείτο και δεν θα απενέμετο χάρις στους καταδικασθέντες. Σε μια εμφανή απόπειρα να παρουσιαστεί η προσαγωγή σε δίκη των φερομένων ως πρωταιτίων της Μικρασιατικής καταστροφής ως παλλαϊκό αίτημα, ώστε κατ’ αυτόν τον τρόπο να συγκαλυφθεί και η σωρεία των νομικών παρατυπιών και διάτρητων δικονομικών μεθοδεύσεων που τη συνόδευε, στις 9 Οκτωβρίου 1922, με υποκίνηση της Επαναστατικής Επιτροπής συγκροτήθηκε στην Αθήνα ογκώδες συλλαλητήριο με κύριο σύνθημα «Θάνατος στους προδότες». Σε αυτό μίλησαν οι Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς, οι οποίοι διαβεβαίωσαν τους συγκεντρωθέντες ότι «οι υπαίτιοι της καταστροφής θα αντιμετωπίσουν τάχιστα την αμείλικτον Εθνικήν Νέμεσιν». Υπό την πολιτική και συναισθηματική πίεση τέτοιου είδους ενεργειών, οι διαδικασίες για την παραπομπή σε δίκη των εμφανιζομένων ως 355

356

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 428. Βλ. Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ. 314 - 318.

342


υπευθύνων για την Μικρασιατική καταστροφή επιταχύνθηκαν και περαιώθηκαν με ασθματικούς ρυθμούς. Έτσι, στις 13 Οκτωβρίου 1922, συγκροτήθηκε διά διατάγματος το έκτακτο στρατοδικείο. Οι ανακρίσεις ολοκληρώθηκαν από τον Θεόδωρο Πάγκαλο μέσα σε χρονικό διάστημα 10 ημερών. Στο πλαίσιο των ανακρίσεων, που διεξήγαγε η ανακριτική επιτροπή υπό τον Θεόδωρο Πάγκαλο, ο Δημήτριος Γούναρης, μεταφέρθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1922, από τις φυλακές «Αβέρωφ», όπου εκρατείτο, στα γραφεία της, όπου του απηγγέλθη το σε βάρος του, όπως και σε βάρος των συγκατηγορουμένων του, κατηγορητήριο. Το πλήρες κείμενο του οποίου, έχει ως ακολούθως: «Κατηγορείσθε ότι από της 1 Νοεμβρίου 1920 και εφ’ εξής μέχρι της 26ης Αυγούστου 1922 συναποφασίσαντες μετά των συνυπουργών υμών περί πράξεως εσχάτης προδοσίας εκουσίως και εκ προθέσεως υπεστηρίξατε την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου, τουτέστιν εις την υπό της Ελλάδος κατεχομένην και διά της Συνθήκης των Σεβρών κατακεκυρωμένην χώραν της Μ. Ασίας, παραδόσαντες άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού και μεγίστης αξίας υλικόν πολέμου κτλ. κτλ. διά των επομένων μέσων. 1) Διότι εν γνώσει της από 20 Νοεμβρίου διακοινώσεως των Μ. Δυνάμεων Γαλλίας, Αγγλίας και Ιταλίας προς τον ελληνικόν λαόν, ήτις κατηγορηματικώς εδήλου την έκπτωσιν ημών εκ της μετά των ειρημένων Δυνάμεων συμμαχίας και των εκ ταύτης συνεπειών προέβητε εις διενέργειαν δημοψηφίσματος, διά του από 12 Νοεμβρίου Ν. Διατάγματος, ούτινος επεδιώξατε την κύρωσιν, διά του από 26 Ιανουαρίου 1921 ψηφίσματος της Συνελεύσεως, ης είχατε την πλειονοψηφίαν, προς επαναφοράν του τέως Βασιλέως, εκθέσαντες ούτω την Ελλάδα, θεωρηθείσαν συνένοχον των εχθρικών πράξεων του Κωνσταντίνου, εις τας συνεπείας της ως άνω διακοινώσεως, αποκρύψαντες άμα την παρ’ υμών προς τας ειρημένας Δυνάμεις δοθείσαν απάντησιν, εν η δολίως επεζητήθη η επαύξησις της εις τον ελληνικόν λαόν αποδοθείσης ευθύνης, διά της ανακριβούς βεβαιώσεως ότι τα 98/οο τούτου εψήφισαν υπέρ της επαναφοράς του τέως Βασιλέως και ήτις απάντησις παρέμεινεν άγνωστος μέχρι της υπό της Ανακριτικής Επιτροπής ανακαλύψεως του σχετικού εγγράφου. 2) Διότι εν ω διά της από 13 Ιανουαρίου 1920 αποφάσεως των Συμμάχων επεδικάσθη εις την Ελλάδα η Β. Ήπειρος με τα συμφωνηθέντα σύνορα μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας διά της συμφωνίας Βενιζέλου-Τιττόνι της 16 Ιουλίου 1919 και εν ω η Δωδεκάνησος διά της αυτής συμφωνίας είχε παραχωρηθή εις την Ελλάδα, υμείς δεν προέβητε εις την λήψιν των αναγκαίων μέτρων διά την προσάρτησιν των ελληνικοτάτων τούτων χωρών εις το Κράτος, εξυπηρετήσαντες ούτω συμφέροντα ξένης Δυνάμεως, διότι απησχολείσθε εν τω μεταξύ εις την ενέργειαν του ολεθρίου ψηφίσματος, το οποίον ήγαγε την Ελλάδα εις την καταστροφήν. 3) Διότι παρεγνωρίσατε την από 25 Νοεμβρίου 1920 διακοίνωσιν των αυτών ως άνω Δυνάμεων περί οικονομικού της Ελλάδος αποκλεισμού εις περίπτωσιν επαναφοράς του Κωνσταντίνου επί του Θρόνου της Ελλάδος στερήσαντες ούτω την Πατρίδα ημών συναλλάγματος 33 εκατομμυρίων δολλαρίων, 5 εκατομμυρίων αγγλικών λιρών και 566 εκατομμυρίων φράγκων, αφίσαντες το παρά της Εθνικής Τραπέζης εκδοθέν χαρτονόμισμα, ακάλυπτον, το Δημόσιον χρεώστην των αντιστοίχων ποσών των εκδοθέντων χαρτονομισμάτων, δημιουργήσαντες ούτω την πτώσιν, τον εξευτελισμόν του ελληνικού χαρτονομίσματος, στερήσαντες την Ελλάδα της δυνατότητος προς δόσιν εγγυήσεων διά την σύναψιν εξωτερικού δανείου, ματαιώσαντες την διά της από 26 Φεβρουαρίου 1918 συμφωνίας μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, περί παροχής του πρώτου υλικού επί πιστώσει, παροχήν τοιούτου, ως και των ωφελειών του άρθρου 2 της αυτής 343


συμφωνίας, δημιουργήσαντες τελικώς διά πάντων τούτων και άλλων συνεπειών την οικονομικήν καταστροφήν της Πατρίδος. Την διακοίνωσιν δε ταύτην δόλω απεκρύψατε από τον ελληνικόν λαόν, διά κυβερνητικών ανακοινώσεων, παρανόμως λειτουργούσης λογοκρισίας και αυθαιρέτων ενεργειών δικαστικών οργάνων. 4) Διότι ετοποθετήσατε επικεφαλής ανωτέρων και κατωτέρων μονάδων απειροπόλεμα και άχρηστα στελέχη και απεμακρύνατε του στρατεύματος ικανά και εμπειροπόλεμα και ενετάξατε εις τον στρατόν αυτομόλους προς τον εχθρόν εις βάρος του στρατεύματος και της Πατρίδος. 5) Διότι καίτοι κατέστησαν παγκοίνως γνωσταί αι δηλώσεις των πρωθυπουργών Αγγλίας και Γαλλίας προς τον κ. Δ. Γούναρην και δι’ αυτού προς πάντας τους συγκατηγορουμένους ως και του Προέδρου της επί των εξωτερικών κοινοβουλευτικής επιτροπής της Γαλλίας Λεγκ ότι η Ελλάς δεν δύναται να τύχη ουδεμιάς υποστηρίξεως, εφ’ όσον ευρίσκεται εις τον Θρόνον ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος ούτε εις τον Βασιλέα υπεδείξατε να παραιτηθή, ούτε εν τη μη παραδοχή της υποδείξεώς σας παρητήθητε, αποκρύψαντες εις τον ελληνικόν λαόν πάντοτε την αλήθειαν, ην συστηματικώς διά των εν τη Συνελεύσει αγορεύσεών σας, δι’ ανακοινώσεων κυβερνητικών, διά των οργάνων του κυβερνητικού τύπου, και διά παρανόμως λειτουργούσης λογοκρισίας κατορθώσατε ν’ αποκρύπτετε, εν γνώσει του αδυνάτου της διεθνούς αναγνωρίσεως του Καθεστώτος και απεπνίξατε πάσαν αποκαλυπτικήν φωνήν περί των λόγων της εκπτώσεως ημών εκ των συμμαχιών και του οικονομικού αποκλεισμού μέχρι της ημέρας της καταστροφής. 6) Διότι εκ Λονδίνου διετάχθησαν αι πολεμικαί επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921 προς Άγκυραν, πριν αποδώση τα αποτελέσματά της η κηρυχθείσα επιστράτευσις προκληθείσης ούτω παρ’ υμών της πρώτης ήττης του ελληνικού στρατού, ήτις έσχε σημαντικά αποτελέσματα επί της εν γένει κατόπιν καταστάσεως. 7) Διότι παρά την γνώμην του αρμοδίου Διοικητού της Στρατιάς, όστις δεν ενέκρινε την συνέχισιν της εκστρατείας προς Άγκυραν μετά την κατάληψιν του Δορυλαίου, ελάβετε μετά του τέως Βασιλέως την απόφασιν της εκστρατείας ταύτης και επροκαλέσατε ούτω τον ηθικόν κλονισμόν και την απώλειαν βασίμου και σοβαράς ελπίδος στρατιωτικής ημών επιβολής επί του αντιπάλου. 8) Διότι ανεθέσατε την αρχηγίαν του Στρατού εις τον ανεύθυνον τέως Βασιλέα. 9) Διότι εψηφίσθησαν υπό τας εμπνεύσεις υμών υπό της Εθνοσυνελεύσεως, ης είχατε την πλειονοφηψίαν, νόμοι αμοιβής στασιαστών κατά της Πατρίδος, αυτομόλων προς τον εχθρόν, λιποτακτών, διασπαθίσεως του δημοσίου πλούτου δι’ αποζημιώσεις βουλευτών της Βουλής του Δεκεμβρίου 1915 και δήθεν παθόντων προσώπων κτλ. κτλ. εν παραγνωρίσει της οικονομικής εξαντλήσεως, εις ην υπεβάλετε την χώραν και εν πληρεστάτη γνώσει ότι ο στρατός έπασχεν ελλείψει χρημάτων ως εξ επισήμων εμφαίνεται εκθέσεων στερούμενος ή μισθοδοσίας, τροφής και ιματισμού, ούτως ώστε η οικονομική αύτη εξάντλησις και η διπλωματική απομόνωσις η αποκλείουσα την εκμετάλλευσιν πάσης επιτυχίας και η ατέρμων παράτασις προυκάλεσαν αναποδράστως την κατάρρευσιν του μετώπου και επομένως την καταστροφήν της Χώρας. 10) Διότι καίτοι παμψηφεί υπό της Εθνοσυνελεύσεως εψηφίσθη έσχατον όριον των εθνικών ημών διεκδικήσεων η Συνθήκη των Σεβρών, εν τούτοις ανετέθη διά της ελληνικής αντιπροσωπείας αποτελουμένης εκ των εξ υμών κ. κ. Γούναρη και Μπαλτατζή εν λευκώ η μεσολάβησις προς λύσιν των ζητημάτων τούτων εις ξένας Δυνάμεις, εν ω προηγουμένως ούτε κατ’ αρχήν εγένοντο δεκταί παρ’ υμών αι προτάσεις των Μ. Δυνάμεων του Ιουνίου 1921, δι’ ων εσώζετο τουλάχιστον ολόκληρος η Θράκη και επετυγχάνετο η αυτονομία της Μ. Ασίας με διατήρησιν ελληνικού στρατού εν Σμύρνη.

344


11) Διότι εν τη Κυβερνήσει συνασπισμού μετά του κ. Ν. Στράτου προέβητε εις τον διορισμόν του αντιστρατήγου Χατζανέστη ως Αρχιστρατήγου, γνωστού εις πάντας και εις υμάς ως ανισορρόπου και διαλυτικού στοιχείου. 12) Διότι απεσπάσατε εις Θράκην δυνάμεις εκ Μ. Ασίας προς παιδαριώδη σκοπόν, συντελέσαντες ούτως εις την μείωσιν της μαχητικότητος του στρατού Μ. Ασίας, δόντες την ευκαιρίαν εις τον εχθρόν να εκδηλώση την τελευταίαν επίθεσίν του, εξ ης επήλθεν ο επίλογος της εθνικής καταστροφής ην διά των προαναφερθέντων λόγων παρεσκευάσατε. 13) Διότι διά της συμβάσεως, ην υπεγράψατε μετά του Άγγλου Υπουργού του Θησαυροφυλακίου, παρητήθητε των πιστώσεων, δι’ ας είχον αναλάβει οι σύμμαχοι υποχρεώσεις, εις βάρος της χώρας ημών. 14) Διότι ηνέχθητε να σχηματισθή παρακυβέρνησις υπό τον Πρίγκηπα Νικόλαον, Στρέϊτ, Δούσμανην Β., Κωνσταντινόπουλον Κ., Τζόντον, κτλ. κτλ. ήτις διά δολοφονιών, απειλών, επιθέσεων κατ’ αόπλων πολιτών κλπ. ενέσπειρε τρομοκρατίαν προς διατήρησιν της αρχής, χωρίς να υπάρχη ουδεμία αμφιβολία περί του ολέθρου προς ον έβαινεν η χώρα. 15) Διότι παρημποδίσατε να ηγηθή της διπλωματικής αντιπροσωπείας ο τότε πρωθυπουργός Δημ. Ράλλης και ως αντιπρόσωπος των αλυτρώτων ο Ε. Βενιζέλος εις το κατά Φεβρουάριον 1921 συνέδριον του Λονδίνου»357. Την επόμενη ημέρα, 16 Οκτωβρίου 1922, ο Δημήτριος Γούναρης, μετεφέρθη και πάλι από τις φυλακές που εκρατείτο στο γραφείο της ανακριτικής επιτροπής, όπου παρέδωσε το κείμενο της απολογίας του, το οποίο υπέγραψε σε εκ νέου προσαγωγή του σε αυτό, στις 17 Οκτωβρίου 1922. Αν και κατά τη σύνταξη της απολογίας του, ο Δημήτριος Γούναρης (όπως και οι άλλοι συγκατηγορούμενοί του, άλλωστε) στερήθηκε κάθε δυνατότητας πρόσβασης στα επίσημα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και στο προσωπικό του αρχείο, προκειμένου να τεκμηριώσει τις θέσεις του, εν τούτοις το απολογητικό του υπόμνημα είναι από κάθε άποψη ιστορικής σημασίας. Καθώς διεξερχόμενος σε αυτό, μία προς μία τις εναντίον του κατηγορίες, αποδεικνύει το έωλο των ισχυρισμών των κατηγόρων του και το αβάσιμο των εις βάρος του αιτιάσεων. Το πλήρες κείμενο του απολογητικού υπομνήματος του Δημητρίου Γούναρη έχει ως ακολούθως: «Υπάρχει μία διάταξις του Συντάγματος, καθ’ ην ουδείς στερείται του φυσικού αυτού δικαστού. Υπάρχει ετέρα διάταξις του Συντάγματος, καθ’ ην οι Υπουργοί δίδουσιν ευθύνας προς την Εθνικήν αντιπροσωπείαν κατά την ωρισμένην διαδικασίαν υπό του ειδικού περί ευθύνης υπουργών νόμου και αν παραπεμφθώσιν υπ’ αυτής δικάζονται υπό του ειδικού δικαστηρίου, του υπό του αυτού νόμου οριζομένου. Υπάρχει τρίτη διάταξις του Συντάγματος, καθ’ ην η σύστασις εκτάκτων δικαστηρίων και εκτάκτων επιτροπών απαγορεύεται. Και οι τρεις αύται διατάξεις του Συντάγματος επαναλαμβανόμεναι εις πάντα τα από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους ψηφισθέντα υπό των Εθνικών Συνελεύσεων Συντάγματα απολαύουσι πλήρους του κύρους αναμφισβητήτων θεμελιωδών βάσεων του δημοσίου δικαίου της Ελλάδος, οίον καθώρισεν αυτή επί γενεάς ομόφωνος η Εθνική συνείδησις. Επί πλέον και αι τρεις αύται διατάξεις κυρούσι θεμελιώδεις αρχάς του δημοσίου δικαίου του σύγχρονου πεπολιτισμένου κόσμου πανταχού αναγνωριζομένας ως απαραιτήτους όρους πάσης δικαστικής ενεργείας, ήτις άνευ αυτών δεν δύναται να φέρη τον χαρακτήρα απονομής δικαιοσύνης. Επί τη βάσει των διατάξεων τούτων, επί τη βάσει των δι’ αυτών κυρουμένων αρχών του συγχρόνου δημοσίου δικαίου, αντιλέγω κατά του δικαίω βασίμου της απαγγελίας εναντίον μου κατηγορίας υπό της υπό την υμετέραν προεδρείαν Επιτροπής και επιφυλάττομαι πάσης περαιτέρω αντιτάξεως της αντιρρήσεώς μου ταύτης. Με την επιφύλαξιν ταύτην απαντώ εις την κατηγορίαν: 357

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 431 - 434.

345


Εντελώς ανακριβώς λέγεται ότι υπεστηρίξαμεν την εισβολήν των ξένων στρατευμάτων εις την Ελληνικήν Επικράτειαν και παρεδώκαμεν εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια κλπ. Διότι όχι μόνον ουδεμίαν υποστήριξιν παρέσχομεν εις τον εχθρόν, ουδέ παρεδώκαμεν εις αυτόν τίποτε, αλλ’ απ’ εναντίας αντετάξαμεν κατά του εχθρού διά της ημετέρας επιμελούς και αποτελεσματικής ενεργείας παν ό,τι ήτο δυνατόν να αντιταχθή κατά της επιδρομής αυτού. Και τον εν Μικρά Ασία Ελληνικόν στρατόν ηυξήσαμεν από 80 - 90 χιλ. όσος ήτο όταν παρελάβομεν την αρχήν, εις 220 χιλιάδας και τα προς στρατιωτικήν δράσιν απαιτούμενα πολεμικά εφόδια πλουσίως επρομηθεύσαμεν και πάντα τα προς συντήρησιν αυτού καθ’ όλον το διάστημα μετ’ αφθονίας παρέσχομεν. Αλλ’ ούτε εδώκαμεν διαταγήν οιασδήποτε παραδόσεως εις τον εχθρόν. Η κατηγορία επομένως είναι εντελώς αβάσιμος διότι το επελθόν εν Μ. Ασία στρατιωτικόν ατύχημα επήλθεν όχι συνεπεία οιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως ημών, αλλ’ απεναντίας παρ’ όλας τας ημετέρας προσπαθείας των οποίων τα αποτελέσματα υπήρξαν σπουδαιότατα φθάσαντα μέχρι του ανωτάτου δυνατού εις τον Ελληνικόν Έθνος ορίου, δεν εγένετο δυνατόν να στεφθή υπό επιτυχίας η Μικρασιατική επιχείρησις, εις ην όχι ημείς, αλλ’ η προκάτοχος ημών Κυβέρνησις είχεν αποδυθή υπό περιστάσεις, ων η ελαττωματικότης δεν βαρύνει ημάς, αλλ’ αυτήν. Δεν είναι δε ακριβές, το λεγόμενον εν τη κατηγορία ότι το συνεπεία του Μικρασιατικού ατυχήματος καταληφθέν υπό του εχθρού έδαφος ήτο μέρος της Ελληνικής Επικρατείας. Ούτε δικαίω ούτε πράγματι αληθεύει τοιούτος ισχυρισμός. Δικαίω η Συνθήκη των Σεβρών ουδέποτε επεκυρώθη υπό ουδεμιάς των υπογραψασών αυτήν Δυνάμεων, ούτε υπό της Ελλάδος, ούτε επομένως επικυρώσεις αντηλλάγησαν, ούτε τα κατά τους όρους της συνθήκης νομικά αποτελέσματα επήλθον ποτέ, αλλ’ ούτε και αν επήρχοντο τα αποτελέσματα ταύτα θα προσηρτάτο εις το Ελληνικόν Κράτος το διά των όρων της συνθήκης αποσπώμενον της Τουρκίας τεμάχιον του Μικρασιατικού εδάφους. Αλλ’ ούτε και πράγματι ήτο μέρος της Ελληνικής Επικρατείας το έδαφος τούτο. Όχι μόνον η Ελλάς ουδέποτε προσήρτησεν, ουδ’ ηδύνατο, κατά τους όρους της συνθήκης να προσαρτήση αυτό, αλλά και ουδέποτε εξησφάλισε την κατοχήν αυτού ανενόχλητον από τον εχθρόν, αφ’ ου επρόκειτο ν’ αποσπασθή το τεμάχιον τούτο. Η Κεμαλική εξέγερσις προσελκύουσα και συγκεντρούσα περί εαυτήν όλας τας τουρκικάς δυνάμεις, ήρξατο αφ’ ης η Ελλάς απεβίβασε τον στρατόν αυτής εις το Μικρασιατικόν έδαφος, ολονέν δε ογκουμένη και οργανουμένη, παρουσίαζε διαρκώς αύξουσαν αντίστασιν κατά της εφαρμογής των όρων της συνθήκης, προς καταστολήν της οποίας αντιστάσεως, η Ελλάς εξηκολούθει μαχομένη. Ουδέν εδαφικόν τεμάχιον της Μικράς Ασίας, κατέστη ποτέ κεκτημένον μέρος της Ελληνικής Επικρατείας, ούτε δικαίω, ούτε πράγματι. Το Ελληνικόν Κράτος διεξήγε πολεμικόν αγώνα, ίνα επικρατούν του εχθρού όχι αποκτήση αυτό, αφού ούτε κατά την Συνθήκην των Σεβρών θα εγίνετο προσάρτησις, αλλ’ αποσπάσει της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οργανώσει εις είδος τι αυτονομίας υπό την αιγίδα την Ελληνικήν. Διά την εκκρεμότητα δε ακριβώς ταύτην της εν Μικρά Ασία καταστάσεως και δεν επεκυρώθη η συνθήκη των Σεβρών υπό ουδεμιάς των υπογραψασών αυτήν Δυνάμεων, διότι η κύρωσις της συνθήκης εξηρτήθη εκ της επικρατήσεως της Ελλάδος επί της αντιδρώσης της συνθήκης Κεμαλικής εξεγέρσεως. Ώστε δεν πρόκειται περί απωλείας κεκτημένου Ελληνικού εδάφους, αλλά περί αποτυχίας επιχειρήσεως, τεινούσης εις απόσπασιν του εδάφους αυτού από της Τουρκίας. Διά την αποτυχίαν της επιχειρήσεως αυτής ουδεμίαν φέρομεν ημείς ευθύνην. Επράξαμεν ό,τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν, ίνα επέλθη η επιτυχία. Η αιτία, δι’ ην αύτη επετεύχθη, έγκειται όχι εις τα εν τω κατηγορητηρίω διατυπούμενα αίτια, αλλ’ αλλαχού. Και δεν βαρύνει ημάς. Και εξηγούμαι. Η Ελλάς συμμετέσχεν εις τον παγκόσμιον πόλεμον άνευ ουδεμίας συμφωνίας, ούτε συνεπώς συμμαχίας, μετά των Μεγάλων Δυνάμεων, παρά το πλευρόν των οποίων 346


επολέμησεν. Ουδεμίαν αι Δυνάμεις ανέλαβον υποχρέωσιν, ουδεμίαν έδωκαν υπόσχεσιν, εις ουδεμίαν προέβησαν δήλωσιν προς την Ελλάδα ότι καθιστώσι κοινόν αυτών πολεμικόν σκοπόν οιονδήποτε εκ των εθνικών σκοπών της Ελλάδος. Και όταν ακόμη επήλθεν η μετά της Τουρκίας ανακωχή, ουδαμώς ελήφθησαν υπ’ όψιν οι εθνικοί σκοποί της Ελλάδος, ίνα κανονισθώσι τα της ανακωχής κατά τρόπον εξασφαλίζοντα την πραγμάτωσιν των Εθνικών σκοπών διά της εξασφαλίσεως της ανικανότητος της Τουρκίας ν’ αντεπεξέλθη κατ’ αυτών. Δεν γνωρίζω ποίαν θέσιν έσχεν η Ελλάς κατά τας περί ανακωχής διαπραγματεύσεις. Δεν αμφιβάλλω ότι δεν έλειπε παρά τοις συμμάχοις η πρόθεσις να δειχθώσιν ευνοϊκοί προς Ελληνικάς εθνικάς βλέψεις μετά την προθυμίαν των θυσιών ην εξεδήλωσεν η Ελλάς, ήτις και εξηκολούθει ακόμη και κατόπιν πρόθυμος εις πάσαν θυσίαν προς εξυπηρέτησιν των Συμμαχικών συμφερόντων, φθάσασα και μέχρι της αποστολής Ελληνικού στρατού εις Ουκρανίαν, συνεπαγαγούσης όχι μόνον τας γνωστάς στρατιωτικάς ζημίας, αλλά τον όλεθρον των εν Ρωσία ακμαίων Ελληνικών κοινοτήτων. Δεν αμφιβάλλω επίσης ότι την τότε Ελληνικήν Κυβέρνησιν και τους στρατιωτικούς αυτής συμβούλους δεν διέφυγεν η επιτακτική ανάγκη να συμφωνηθή διά της ανακωχής ο πλήρης αφοπλισμός της Τουρκίας και να επιδιωχθή η άμεσος και ασφαλής εκτέλεσις της συμφωνίας αυτής. Και δεν δύναμαι να εννοήσω πως τούτο δεν εγένετο. Το φυσικόν ήτο, η Ελλάς αυτή να αναλάβη την εκτέλεσιν του αφοπλισμού και μάλιστα να περιέλθωσιν εις αυτήν και τα εξ αυτού όπλα και εφόδια ίνα εν ανάγκη χρησιμοποιήση αυτά προς καταστολήν πάσης τουρκικής αντιστάσεως, έστω και αν κατόπιν διά της οριστικής συνθήκης της ειρήνης θα διετίθεντο ταύτα άλλως, διότι, ως φαίνεται και εκ της Βουλγαρικής συνθήκης και εκ της των Σεβρών, επεκράτησεν η αρχή η Ελλάς ήκιστα να ληφθή υπ’ όψιν κατά την διανομήν των όπλων και εφοδίων των εκ του αφοπλισμού των ηττηθέντων περιελθόντων εις τους νικητάς. Διατί δεν ανετέθη εις την Ελλάδα η εκτέλεσις του Τουρκικού αφοπλισμού, η τόσον φυσική, αφού η Ελλάς είχε το πρώτιστον εν τούτω συμφέρον, δεν γνωρίζω. Αλλά δεν εγένετο μόνο τούτο. Ο αφοπλισμός ενηργήθη ατελέστατα. Και αυτά δε τα αφαιρεθέντα πυροβόλα όπλα και λοιπά εφόδια δεν απεμακρύνθησαν των μερών εις τα οποία προχείρως συνεκεντρώθησαν εν τω μέσω ογκωδών Τουρκικών πληθυσμών, αλλά και ατελέστατα δι’ ανεπαρκών συμμαχικών δυνάμεων εφυλάσσοντο. Δυστυχώς η τότε Ελληνική Κυβέρνησις δεν κατώρθωσε να διαγνώση ή διά καταλλήλων ενεργειών αποτελεσματικώς να αποτρέψη τον εντεύθεν κίνδυνον. Επήλθε βραδύτερον η εις το Μικρασιατικόν έδαφος αποβίβασις του Ελληνικού στρατού. Και τότε ήρχισεν βαθμηδόν εμφανιζομένη η δυνατότης παραχωρήσεως Ασιατικού εδάφους εις την Ελλάδα. Αι Ιταλικαί αξιώσεις επί της Σμύρνης, στηριζόμεναι επί ωρισμένης συμφωνίας συναφθείσης κατά το έαρ 1917 εν Αγίω Ιωάννη της Μωριέννης, ευτυχώς επιδεκτικαί ακυρώσεως συνεπεία επελθούσης Ρωσικής καταρρεύσεως, παρεκάμφθησαν και η Ελλάς αποστελλομένη εις Μ. Ασίαν ηδύνατο να θεωρήση τούτο ως αρραβώνα της μελλούσης εγκαταστάσεως αυτής εν τη απ’ αιώνων Ελληνική κατ’ εθνότητα χώρα. Συγχρόνως όμως ήρξατο και η Κεμαλική εξέγερσις. Πέριξ του Κεμάλ συνεκεντρούντο βαθμηδόν και κατ’ ολίγον οι πολυπληθείς αξιωματικοί του τέως Οθωμανικού στρατού ωθούμενοι εκεί και από την ανάγκην της συντηρήσεως εξεγειρούσης αυτούς κατά της επικειμένης συνθήκης, δι’ ης θα επεβάλλετο, ως και όντως επεβλήθη κατόπιν και εις την Τουρκίαν, ο γενικώς διά πάντας τους ηττηθέντας εχθρούς τηρηθείς κανών της καταργήσεως του στρατού, ήτις θα εστέρει αυτούς των μέσων της υπάρξεως. Περί τα ούτως αφθόνως προσφερόμενα στελέχη εύκολον ήτο να συγκεντρωθώσιν άνδρες εκ των Ασιατικών Τουρκικών πληθυσμών, όπου πας ενήλικος ήτο και ησκημένος στρατιώτης ως εκ των διαρκών πολέμων ους διεξήγεν η Τουρκική Αυτοκρατορία. 347


Χάρις εις την ανεπάρκειαν των περί αφοπλισμού μέτρων, την οποίαν ανωτέρω ετόνισα, δεν έλλειψαν ούτε τα πολεμικά εφόδια. Αι διάφοροι αποθήκαι αι ευρισκόμεναι εις τα μη κατεχόμενα στρατιωτικώς σημεία, αι απλώς φυλαττόμεναι δι’ ανεπαρκεστάτων συμμαχικών δυνάμεων εξεβιάσθησαν και άλλαι δε ακόμη αι ευρισκόμεναι εις σημεία διατελούντα υπό συμμαχικήν κατοχήν εσυλήθησαν κρυφά χάρις εις την ανεπάρκειαν της φυλάξεως. Τα δε αχρηστευθέντα κατά την εγκατάλειψιν υπό των διωχθεισών συμμαχικών φρουρών υλικά και αυτά βαθμηδόν ανέκτησαν διά καταλλήλων επισκευών την χρησιμότητά των κατά το πλείστον, ως λ.χ. τα κανόνια εν Εσκή Σεχήρ, ων είχον αφαιρεθή τα κλείστρα. Ενώ δε ταύτα ετελούντο, ευχερέστερον δε ήτο να διαγνωσθή ότι ετελούνται και άμα τη συντελέσει αυτών η ελληνική επιβολή θα καθίστατο ατελεστάτη, ο ελληνικός στρατός ο αποβιβασθείς ήδη εις Ασίαν δεν επωφελήθη του χρόνου, καθ’ ον ακόμη δεν είχον συντελεσθή, ίνα καταλλήλως επεμβαίνων και προλαμβάνων καταστήση αδύνατον την συντέλεσιν αυτών. Δεν πιστεύω ότι η ελληνική Κυβέρνησις και οι στρατιωτικοί αυτής σύμβουλοι παρείδον τον εντεύθεν κίνδυνον και δεν διείδον ότι επεβάλλετο ραγδαία η στρατιωτική ενέργεια η απαιτουμένη προς κατάπνιξιν από της γεννήσεως της εχθρικής οργανώσεως. Και δεν αμφιβάλλω ότι παρέστησε τούτο εις τους συμμάχους εκ της συναινέσεως των οποίων εξηρτάτο τοιαύτη σύντονος ενέργεια. Το γεγονός όμως είναι ότι η ενέργεια δεν εγένετο επί δύο ολόκληρα έτη. Λέγω δύο έτη διότι μέχρι του Νοεμβρίου 1920 παρήλθον άπρακτοι και η περίοδος του έαρος, θέρους και φθινοπώρου 1919 και η ομοία περίοδος του 1920, καθ’ ας αι καιρικαί συνθήκαι επιτρέπουσι πολεμικάς επιχειρήσεις. Υπάρχει εν έγγραφον του προέδρου της τότε Κυβερνήσεως προς τον συνταγματάρχην κ. Ρακτιβάν, διοριζόμενον αντιπρόσωπον της Ελλάδος εις τι συμβούλιον μέλλον να συνέλθη εν Παρισίοις, καθ’ ο δίδεται η εντολή εις αυτόν να υποστηρίξη την στρατιωτικήν ικανότητα της Ελλάδος να επικρατήση της εξεγέρσεως, εξ ης φαίνεται ότι ήρτητο η διατύπωσις της συνθήκης των Σεβρών οία εγένετο. Εκ του εγγράφου αυτού προκύπτει ότι οι σύμμαχοι είχον αυστηρώς περιορίσει την στρατιωτικήν ενέργειαν της Ελλάδος μέχρι του απιστεύτου όντως σημείου ν’ απαγορεύσωσιν εις αυτήν να καταδιώξη τον τυχόν επιτιθέμενον εχθρόν πέραν των τριών χιλιομέτρων. Πως η τότε ελληνική Κυβέρνησις δεν κατώρθωσε να άρη τους παρά φύσιν περιορισμούς τούτους δεν δύναμαι να εννοήσω. Δεν γνωρίζω αν δυσπιστία των Συμμάχων προς αυτήν ή προς αλλήλους εδικαιολόγει την τοιαύτην στάσιν. Οπωσδήποτε όμως το γεγονός είναι ότι οι περιορισμοί ούτοι υφίσταντο, ότι η διπλωματική δεξιότης της τότε Κυβερνήσεως δεν ηδύνατο να άρη αυτούς, ότι είτε χάριν εις αυτούς είτε δι’ έλλειψιν διαγνώσεως της σοβαρότητος των εντεύθεν κινδύνων αφέθησαν να διαρρεύσωσιν άπρακτοι αι χρήσιμοι προς στρατιωτικήν ενέργειαν χρονικαί περίοδοι των ετών 1919 και 1920 και ότι κατά το διάστημα αυτό ο εχθρός έσχεν όλον τον καιρόν να οργανωθή, να οπλισθή και να παρασκευασθή εις σοβαράν αντίστασιν. Κατά της αντιστάσεως του εχθρού ουδεμία ηδύνατο να προσδοκάται επικουρία έξωθεν. Είπον αρχόμενος ότι η Ελλάς ουδεμίαν έκαμε συμφωνίαν μετά των Δυνάμεων, μεθ’ ων συνεπολέμησε και ότι αύται ουδεμίαν ανέλαβον υποχρέωσιν να συνεισφέρουν τας δυνάμεις αυτών προς επίτευξιν των εθνικών σκοπών της Ελλάδος, οι οποίοι ουδέποτε κατέστησαν κοινοί πολεμικοί σκοποί των Συμμάχων. Ουδεμία υπήρξε συμμαχία και όλα τα λεγόμενα ή γραφόμενα περί συμμαχιών είναι επινοήματα των επιτηδείων ή πλάσματα της φαντασίας των αφελών. Συμμαχία υποθέτει υποχρέωσιν κοινού πολεμικού αγώνος επί ωρισμένοις σκοποίς. Οι σκοποί της Ελλάδος ουδέποτε απετέλεσαν αντικείμενον υποχρεώσεως κοινού πολεμικού αγώνος των Συμμάχων. Αλλά εγένετο και κάτι περισσότερον ακόμη. Εδηλώθη ρητώς εις την Ελλάδα, προκειμένου να αναλάβη την Μικρασιατικήν επιχείρησιν, ότι θα ενήργει με 348


μόνας τας ιδίας αυτής δυνάμεις και ότι ουδεμία θα τη παρείχετο συνδρομή ούτε στρατιωτική ούτε χρηματική. Και η δήλωσις αύτη εγένετο από την Μ. Βρεταννίαν, ήτοι την μεγάλην εκείνην Δύναμιν, ήτις περισσότερον προσέκειτο εις τας Ελληνικάς βλέψεις και υπεστήριζε μετά πάσης ευμενείας αυτάς. Υπήρξαν τηλεγραφήματα εκ Λονδίνου του τότε προέδρου της Κυβερνήσεως προς τα ενταύθα μέλη αυτής, δι’ ων ανακοινούνται ότι ο Άγγλος Πρωθυπουργός εποιήσατο την δήλωσιν ταύτην εις αυτόν και ότι ο Άγγλος υπουργός των Στρατιωτικών εις ον παρέπεμψεν αυτόν, όχι μόνον επανέλαβε την δήλωσιν ότι η Ελλάς δεν δύναται να στηρίζεται παρά μόνον εις τας ιδίας αυτής δυνάμεις, αλλά και επέστησε την προσοχήν αυτού επί της σοβαρότητος της επιχειρήσεως και των εκ της υποτιμήσεως αυτής κινδύνων. Εξ άλλων τηλεγραφημάτων του ιδίου τότε προέδρου της Ελληνικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι όχι μόνον η Ιταλία διέκειτο δυσμενώς προς τας ελληνικάς βλέψεις, αλλά και η Γαλλία ουδαμώς ήτο διατεθειμένη να υποστηρίξη αυτάς, έστω και διά της απλής επιρροής αυτής. Ότι δε ούτως είχον τα πράγματα, προκύπτει και εκ του ανωτέρου μνησθέντος εγγράφου του τότε προέδρου της Κυβερνήσεως προς τον συνταγματάρχην κ. Ρακτιβάν, δι’ ου δίδεται αυτώ η οδηγία να αναπτύξη και υποστηρίξη την στρατιωτικήν ικανότητα της Ελλάδος ίνα καταβάλη τον Κεμάλ μόνη. Εξ όλων τούτων πιστοποιουμένων και εκ σωρείας εγγράφων και γεγονότων προκύπτει ότι όχι μόνον υποχρέωσιν συνδρομής της Ελλάδος εν τη επιδιώξει της Μικρασιατικής επιχειρήσεως δεν είχον αναλάβει αι Μεγάλαι Δυνάμεις, αλλά και ρητώς είχον δηλώσει ότι ουδεμίαν έπρεπε να προσδοκά συνδρομήν η Ελλάς. Υπήρχε δηλαδή συμφωνία εκ διαμέτρου αντίθετος της συμμαχίας. Συμμαχία είναι συμφωνία βοηθείας, και εδώ υπήρχε συμφωνία μη βοηθείας. Την υπό τοιούτους όρους ενέργειαν της Ελλάδος εν Μικρασία δεν απέκρυπτον οι Σύμμαχοι. Δι’ επισήμων δηλώσεων εν τη Αγγλική Βουλή είχεν έκτοτε καταστή γνωστόν ότι ουδεμία θα παρείχετο στρατιωτική ή χρηματική συνδρομή εις την Ελλάδα, επανειλημμένως δε έκτοτε ανεκοινώθη τούτο και διά του τύπου. Και εσχάτως ακόμη, εν ταις προς την αντιπροσωπείαν των εργατών ανακοινώσεσιν αυτού, ο κ. Λλόυδ Τζωρτζ εδήλωσε κατηγορηματικώς ότι "όταν η Ελλάς μετέβη εις την Ασίαν, η Αγγλική Κυβέρνησις τη εδήλωσεν ότι δεν δύναται να αποβλέπη παρά μόνον εις τας ιδίας αυτής δυνάμεις". Και ήδη ερωτάται: Ο μόνος παράγων, εφ’ ου ηδύνατο να στηριχθή ο Μικρασιατικός αγών - αι ελληνικαί στρατιωτικαί και οικονομικαί δυνάμεις - ενισχύθησαν ή εξασθένησαν εκ των ημετέρων ενεργειών; Είναι πιστοποιημένον εκ τηλεγραφημάτων του προέδρου της προκατόχου Κυβερνήσεως, ότι έβλεπε καμπτομένην την πολεμικήν ορμήν της χώρας. Εις εν των τηλεγραφημάτων τούτων, ομιλών περί της ενδεχομένης ανάγκης ενισχύσεως του στρατού δι’ επιστρατεύσεως κλάσεων τινών, εκφράζει σοβαρούς ενδοιασμούς περί του δυνατού τοιαύτης επιστρατεύσεως ! Ο ίδιος ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως όταν, ηττηθείς εις τον εκλογικόν αγώνα, απήλθεν εις την αλλοδαπήν, απέδωκε το αποτελέσμα εις τον κάματον του Ελληνικού λαού εκ των πολέμων. Είναι πρόδηλον εκ πάντων τούτων ότι, αν διετηρείτο εν τη χώρα η κατάστασις, ης προϊστατο ο ούτω κρίνων τα πράγματα, ο αρχίσας να διαφαίνεται και εις αυτόν τον ίδιον αισθητός γενόμενος κάματος, θα ήγεν εις τελείαν ανικανότητα περαιτέρω πολεμικής ενεργείας. Και προς πιστοποίησιν της σοβαρότητος της τοιαύτης αντιλήψεως της τότε Κυβερνήσεως, ας ληφθή υπ’ όψει το γεγονός ότι ολίγας ημέρας προ της πτώσεως αυτής ηναγκάσθη να αποστρατεύση μίαν - αν δεν απατώμαι - κλάσιν. Ότι δε αίτιον της τοιαύτης αδιαθεσίας του Λαού προς συνέχισιν του αγώνος ήτο η προς την τότε Κυβέρνησιν δυσμενής λαϊκή γνώμη, αναγνωρίζεται και (εκ τηλεγραφήματος) υπ’ αυτού του τότε προέδρου της Κυβερνήσεως προς τα ενταύθα μέλη αυτής εν ω ομιλών περί της πιθανής ανάγκης στρατεύσεως κλάσεών τινων αναγνωρίζει, ότι θα δεήση να προσφύγη εις την επικουρίαν των τότε προϊσταμένων 349


της αντιπολιτεύσεως και δι’ αυτό εισηγείται και την ταχίστην απαλλαγήν του μακαρίτου Ράλλη εκ της κατ’ αυτού εκκρεμούς κατηγορίας. Ορθότατα δε είχε διαγνώσει το αίτιον του εμφανιζομένου καμάτου εν τη προς την Κυβέρνησιν αυτού δυσμενεία του Ελληνικού λαού. Διότι πεσούσης της Κυβερνήσεως ως διά μαγείας εξέλειπε πας κάματος και ο Ελληνικός Λαός μετ’ ενθουσιασμού απαραμίλλου συνεισέφερε πάσας τας δυνάμεις αυτού εις τον μικρασιατικόν αγώνα. Ο εν Μικρασία στρατός ανεβιβάσθη εις 220.000 από 80 ή 90 χιλιάδας, τα δε οικονομικά μέσα παρεσχέθησαν εκ των πόρων της χώρας μετά προθυμίας καταπληξάσης πάντας τους εν τη αλλοδαπή και προκαλεσάσης ενθουσιώδη εγκώμια του Άγγλου Πρωθυπουργού εν τω ολίγον προ του τελευταίου ατυχήματος εκφωνηθέντι εν τη αγγλική Βουλή λόγω αυτού. Είναι πρόδηλον εκ τούτων, ότι η επελθούσα μεταβολή, εν η περιλαμβάνεται και η επάνοδος του τέως Βασιλέως Κωνσταντίνου, όχι μόνον δεν συνετέλεσεν εις την αποτυχίαν του Μικρασιατικού (αγώνος), αλλά απ’ εναντίας έθεσεν εις την διάθεσιν αυτού δυνάμεις μεγίστας, εις ας ουδέ να ελπίση καν ηδύνατο η προκάτοχος Κυβέρνησις. Αλλ’ ούτε και των Μ. Δυνάμεων της Συνεννοήσεως την πολιτικήν απέναντι της Ελλάδος μετέβαλε. Είπον ήδη, ότι και επί της προκατόχου Κυβερνήσεως, ως προκύπτει από τα τηλεγραφήματα αυτού του Προέδρου αυτής, εχθρική ήτο η στάσις της Ιταλίας, δυσμενής της Γαλλίας και μόνης της Αγγλίας ευμενής, αλλά μετά ρητής δηλώσεως μη παροχής βοηθείας. Ο Άγγλος Πρωθυπουργός, κατά Μάρτιον 1921, εδήλωσε ρητώς προς τον κ. Καλογερόπουλον και εμέ, ότι είμεθα ελεύθεροι προς πάσαν πολεμικήν ενέργειαν, ότι την ελευθερίαν ταύτην εξησφάλισε και παρά των λοιπών δύο Δυνάμεων και προσέθηκεν, ότι μία θερμή γωνία της καρδίας του Αγγλικού λαού είναι αφιερωμένη εις την Ελλάδα, ης επιθυμεί και εύχεται την πρόοδον, διέταξε μάλιστα και εμελετήθη εν τω υπουργείω των Οικονομικών η παροχή δανειακής ευκολίας διά προκαταβολής, οι αρμόδιοι όμως του υπουργείου εύρον αποκλειόμενον τούτο εκ παλαιοτέρας δηλώσεως της Κυβερνήσεως εις την Βουλήν, καθ’ ην λόγω της λήξεως του πολέμου ουδεμία θα παρείχετο εις οιονδήποτε σύμμαχον χρηματική ευκολία υπό της Κυβερνήσεως. Ενώ δε είχον δηλώσει προς αυτόν ότι θα εχρησιμοποιούμεν διά τον αγώνα και το γόητρον του Βασιλέως το μεν διά διαγγέλματος αυτού άμα τη επιστρατεύσει, το δε εν ανάγκη διά προσωπικής αυτού μεταβάσεως εις Ασίαν, ουδεμίαν έκαμεν επιφύλαξιν ή παρατήρησιν σχετικήν, αλλά συνέστησε την χρησιμοποίησιν πάντων των μέσων προς επιτυχίαν του αγώνος. Όταν κατ’ Οκτώβριον 1921 μετά του κ. Μπαλτατζή μετέβημεν εις Λονδίνον ο λόρδος Κώρζον ρητώς μας εδήλωσεν ότι η αγγλική πολιτική υπήρξε πάντοτε ευμενής προς την Ελλάδα και προσέθηκε, "τόσον επί της Κυβερνήσεως του κ. Βενιζέλου όσον και κατόπιν". Αλλά και όταν ο Ελληνικός στρατός προήλαυνε νικηφόρος εις τα ενδότερα της Μικράς Ασίας, ο Άγγλος Πρωθυπουργός εν τω λόγω αυτού εις την Βουλήν των Κοινοτήτων προέβη εις κάτι περισσότερον, ανεκήρυξε την αρχήν ότι η Ελλάς νικώσα τον Κεμάλ δεν δύναται να αρκεσθή εις τα εν τη συνθήκη των Σεβρών συμφωνηθέντα και δέον να τύχη πληρεστέρας ικανοποιήσεως. Και διά να μην επεκτείνωμαι περισσότερον επί τούτου, αρκούμαι να επικαλεσθώ τον τελευταίον, ολίγον προ του ατυχήματος, εκφωνηθέντα λόγον του αυτού Άγγλου Πρωθυπουργού αποτελούντα αληθή διθύραμβον της αξίας του Ελληνικού στρατού και του Ελληνικού Λαού. Είναι αρκετά τα ολίγα ταύτα εκ των πολλών ίνα αποδειχθή ότι η επελθούσα κατά Νοέμβριον του 1920 μεταβολή εν η περιλαμβάνεται και η επάνοδος του τέως Βασιλέως Κωνσταντίνου, ενώ έθεσεν εις την διάθεσιν του Μικρασιατικού αγώνος μεγάλας δυνάμεις, ουδεμίαν επέφερε μεταβολήν εις την πολιτικήν των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως εν σχέσει με τον Ασιατικόν αγώνα, δι’ ον ρητώς είχον δηλώσει απ’ αρχής εις την Ελλάδα ότι ουδεμίαν θα παράσχωσι συνδρομήν στρατιωτικήν ή οικονομικήν. 350


Αλλ’ ούτε διά της διπλωματικής ενεργείας των Δυνάμεων και της εντεύθεν ασκήσεως πιέσεως επί της Αγκύρας ήτο δυνατόν να επιτευχθή το αποτέλεσμα της υποχωρήσεως των Τούρκων εις αναγνώρισιν της συνθήκης των Σεβρών. Απόδειξις τούτου αναμφίρρηστος είναι ότι επετεύχθη τοιούτον αποτέλεσμα ούτε διά προτάσεων τροποποιήσεως επί τα βελτίω διά την Τουρκίαν της συνθήκης των Σεβρών. Τοιαύται προτάσεις εγένοντο κατά Μάρτιον 1921 εν τη συνδιασκέψει του Λονδίνου, αλλ’ οι Τούρκοι, μολονότι ουσιωδέσταται μεταβολαί υπέρ αυτών προετείνοντο - και όχι μόνον όσον αφορά τα σημεία τα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα την Ελλάδα, αλλά και πλείστα ουσιωδώς ενδιαφέροντα τας μεγάλας δυνάμεις - δεν εδέχθησαν. Αλλ’ ούτε τας πολύ καλλιτέρας προτάσεις του Μαρτίου 1922 εδέχθησαν, μόλον ότι αύται επέστρεφον εις αυτούς σχεδόν άνευ περιορισμού την Μ. Ασίαν ολόκληρον. Αλλ’ ούτε την κατά Μάρτιον 1921 γενομένην μετά της Γαλλίας συνθήκην υπό των αντιπροσώπων των ενέκριναν. Ούτε την κατά τον αυτόν χρόνον υπογραφείσαν υπό των αυτών αντιπροσώπων συνθήκην μετά της Ιταλίας ενέκριναν. Και ηναγκάσθη η Γαλλία ίνα εκκαθαρίση την εκκρεμότητα και να απαλλάξει εαυτήν του βάρους της διατηρήσεως του στρατού και να εγκαταλίπη άνευ όρων την Κιλικίαν και να παράσχη και ουκ ολίγα άλλα ουσιώδη πλεονεκτήματα εις αυτούς. Ταύτα, ολίγα εκ των πολλών, αποδεικνύουν ότι ουδεμία ηδύνατο να ασκηθή επί των Τούρκων της Αγκύρας πίεσις διά διπλωματικής ενεργείας των Μ. Δυνάμεων. Και είναι φυσικόν τούτο. Οι Τούρκοι της Αγκύρας, επαναστάται διαχειριζόμενοι πάσαν εξουσίαν εκεί, και ως ανωτέρω είπον αποτελούμενοι από αξιωματικούς υπέρ υπάρξεως μαχομένους ουδένα είχον λόγον να σπεύδωσι να συνάψωσιν ειρήνην ίνα αποθέσωσι την αρχήν και καταργουμένου του τουρκικού στρατού ριφθώσι εις τους δρόμους. Ουδέν έχοντες σημείον υποκείμενον εις εκβιαστικήν επίδρασιν των Δυνάμεων, γνωρίζοντες δε τον εσωτερικόν κάματον όλων των λαών των μεγάλων Κρατών συνεπεία του μακρού πολέμου μετ’ αποστροφής αποκρουόντων πάσαν περαιτέρω πολεμικήν περιπλοκήν, ουδεμίαν είχον ανάγκην να λάβωσιν υπ’ όψιν διπλωματικάς ενεργείας των Μ. Δυνάμεων. Προσθετέον εις ταύτα ότι ενισχύοντο παντοιοτρόπως από τους Μπολσεβίκους της Ρωσίας, μεθ’ ων και συμμαχίαν είχον συνάψει, λαμβάνοντες πρόθυμον την παρ’ αυτών συνδρομήν εξ αισθήματος εχθρότητος παρά τοις Ρώσοις κατά των συμμάχων εν γένει, αλλά και ιδιαιτέρως κατά της Ελλάδος, ένεκα της ατυχούς συμμετοχής αυτής εις την ουκρανικήν επιχείρησιν. Ότι δε εις ουδέν ελογίζοντο ουδεμίαν ευρωπαϊκήν επέμβασιν όχι μόνον προκύπτει εκ των ανωτέρω και μυρίων άλλων γεγονότων, αλλά και ανεκοινώθη ημίν, τω κ. Καλογεροπούλω και εμοί, από τον κ. Λλόυδ Τζωρτζ, κατά Μάρτιον 1921 διά της λίαν σαφούς δηλώσεως ότι οι Τούρκοι δεν θα δεχθώσιν εκουσίως ειρήνην άνευ εγκαταλείψεως της Ασίας και Θράκης εκ μέρους της Ελλάδος. Εκ πάντων τούτων προκύπτει ότι ουδείς άλλος υπήρχε παράγων χρησιμοποιήσιμος προς επιτυχή έκβασιν του Μικρασιατικού αγώνος, εκτός της ελληνικής δυνάμεως, είπον δε και απέδειξα ήδη ότι η κατά Νοέμβριον του 1920 μεταβολή επολλαπλασίασε τας ελληνικάς δυνάμεις. Εκ της γενικής ταύτης επισκοπήσεως, την οποίαν προχείρως και εστερημένος πάντων των αναγκαίων στοιχείων επειγόντως διατυπώ - και δι’ αυτό επιφυλάσσομαι πάσης συμπληρώσεως αυτής - εκ της γενικής ταύτης επισκοπήσεως, λέγω, προκύπτει το αβάσιμον της κατηγορίας ότι ημείς υπεστηρίξαμεν τον εχθρόν και παρεδώκαμεν χώραν ελληνικήν εις αυτόν. Ημείς επράξαμεν ό,τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν προς τον αντίθετον σκοπόν και το παρ’ ημών πραχθέν υπήρξε πολλαπλάσιον εκείνου ο και κατά την ιδίαν αυτής ομολογίαν ήλπιζον ότι ηδύνατο να πράξη η προκάτοχος ημών Κυβέρνησις, η οποία αυτή κατήρξατο της Ασιατικής επιχειρήσεως. Ημείς ευρόντες εκκρεμή την επιχείρησιν ταύτην αρξαμένην υπό όρους ελαττωματικούς, παραταθείσαν επί διετίαν άνευ χρησιμοποιήσεως της τότε ευνοϊκής καταστάσεως, ουδ’ επί 351


στιγμήν εσκέφθημεν να εξάρωμεν τα ελαττώματα της επιχειρήσεως αλλ’ ως Έλληνες μόνον εις το εθνικόν συμφέρον αποβλέποντες, κατεβάλομεν πάσας ημών τας δυνάμεις, ίνα εξασφαλίσωμεν την επιτυχίαν αυτής, εργασθέντες και επί του στρατιωτικού και επί του διπλωματικού εδάφους με παν μέσον το οποίον διεθέτομεν, εις ουδέν έτερον αποβλέποντες παρά εις την επιτυχίαν των εθνικών σκοπών και την πραγμάτωσιν των εθνικών πόθων. Εν τω κατηγορητηρίω μας αποδίδονται διάφοροι ενέργειαι, αι οποίαι κατά το κατηγορητήριον χαρακτηρίζονται ως αποτελούσαι το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας. Υποτίθεται δηλαδή κατά το κατηγορητήριον ότι αι ενέργειαι αυταί αι οποίαι κατ’ αυτό ήγαγον εις το αποτέλεσμα της εγκαταλείψεως της Ασιατικής χώρας εγένοντο υφ’ ημών επί τω σκοπώ να επιτευχθή το αποτέλεσμα τούτο. Υποτίθεται δηλαδή κατά το κατηγορητήριον ότι τούτο θέλοντες, τούτο σκοπούντες, εις τούτο αποβλέποντες, εκάμαμεν όλας τας πράξεις ας διαλαμβάνει το κατηγορητήριον ως συντελεστικάς προς τούτο και ίνα δι’ αυτών φθάσωμεν εις επίτευξιν του αποτελέσματος αυτού. Άνευ της τοιαύτης υποθέσεως δεν ημπορεί να γίνη λόγος περί εγκλήματος εσχάτης προδοσίας. Άμα αρθή εκ του μέσου η υπόθεσις αύτη, αι περί ων ο λόγος πράξεις, και αν υποτεθή ότι πράγματι υφ’ ημών εγένοντο και απέβησαν επιβλαβείς (περί τούτων θα είπω μετ’ ολίγον) θα απετέλουν το πολύ αδεξίαν ή αμελή διαχείρισιν των συμφερόντων του Κράτους, ουδέποτε όμως εσχάτην προδοσίαν, ήτις διαπράττεται μόνον όταν ο πράττων πράξιν (καθ’ ωρισμένον τρόπον και εις ωρισμένην έκτασιν) επιβλαβή εις τα εθνικά συμφέροντα αποβλέπει εις την βλάβην αυτήν και θέλει την βλάβην αυτήν. Αλλ’ η υπόθεσις ότι ημείς απεβλέψαμεν και ηθελήσαμεν την εις το μικρασιατικόν έδαφος εισβολήν του εχθρού δεν είναι αξία καν ανασκευής. Όχι μόνον διότι τοιαύτη θέλησις είναι ηθικώς αδύνατος διά πάντα Έλληνα, όχι μόνον διότι τοιαύτη θέλησις είναι λογικώς αδύνατος διά πάντα εχέφρονα άνθρωπον και δη πολιτικόν, ου θα εσημείου την ηθικήν και πολιτικήν καταστροφήν, αλλά και δι’ έναν πολύ απλούστερον και ανεπίδεκτον οιασδήποτε ανασκευής λόγον. Διότι αν ηθέλομεν την εγκατάλειψιν του Μικρασιατικού εδάφους, ηδυνάμεθα να διατάξωμεν την εκκένωσιν της Μ. Ασίας αφ’ ης ανελάβομεν την αρχήν και κατόπιν επί ολόκληρον διετίαν και πράξωμεν τούτο ως απόφασιν πολιτικήν, στηριζομένην επί της αδυναμίας της Ελλάδος να διεξαγάγη αποτελεσματικώς την μικρασιατικήν επιχείρησιν. Θα ήτο αστείον, αντί να καταφύγωμεν εις το απλούστατον αυτό μέσον, να προέλθωμεν εις όλα τα εν τω κατηγορητηρίω απαριθμούμενα πολύπλοκα έργα διά να επιτύχωμεν αυτόν τον σκοπόν, ον ηδυνάμεθα να εμφανίσωμεν και υποστηρίξωμεν ως υπό της ανάγκης επιβεβλημένην πολιτικήν. Και υπάρχουσι πολλοί οι αιτιώμενοι ημάς ότι δεν επράξαμεν ούτω. Αλλ’ ούτε επράξαμεν, ούτε εσκέφθημεν να πράξωμεν, ούτε ήτο δυνατόν κυβερνήται της Ελλάδος, έχοντες συναίσθησιν της ιστορικής θέσεως αυτής εν τω Ελληνισμώ, να σκεφθώμεν να πράξωμεν ούτω. Άπαξ η Ελλάς μετέβη εις την Μ. Ασίαν - και δεν αφορά ημάς καλώς ή κακώς μετά ή άνευ της δεούσης περισκέψεως, μετέβη - άπαξ μετέβη η Ελλάς εκεί, εδημιούργησε κατάστασιν των Ελλήνων κατοίκων της από χιλιετηρίδων ελληνικής χώρας, ην δεν ηδύνατο να παρίδη και ήτις επέβαλεν εις αυτήν τα εκ της καταστάσεως ταύτης, της δημιουργηθείσης εκ της εκεί μεταβάσεώς της, απειλούντα τους κατοίκους δεινά. Και αποβλέποντες εις την αποτροπήν των δεινών τούτων επράξαμεν παν ό,τι εγένετο ημίν δυνατόν. Επεδιώξαμεν τον επιτυχή τερματισμόν της καταστάσεως στρατιωτικώς. Και είπον ήδη επανειλημμένως με ποίαν έντασιν στρατιωτικής ενεργείας. Επεδιώξαμεν παραλλήλως διπλωματικήν λύσιν ασφαλίζουσαν τους πληθυσμούς μετά πάσης κατά τα άλλα σημεία διαλλακτικότητος μη νομίζοντες ότι ήτο επιτετραμμένον, αν ηδυνάμεθα να επιτύχωμεν την ασφάλειαν των πληθυσμών δι’ οιασδήποτε άλλης λύσεως, να διακινδυνεύσωμεν την ασφάλειαν ταύτην χάριν περαιτέρω σκοπών. Δι’ αυτό και κατά Μάρτιον του 1921 352


εδηλώσαμεν εμπιστευτικώς εις την Αγγλικήν Κυβέρνησιν, όταν μας ανεκοινώθησαν υπ’ αυτής αι κατόπιν υποβληθείσαι υπό της Διασκέψεως προτάσεις αυτονομήσεως, ότι η Κυβέρνησις ήτο διατεθειμένη να δεχθή αυτάς υπό τινας τροποποιήσεις. Δι’ αυτό και κατά Ιούνιον του 1921 όταν εγένετο πρότασις μεσολαβήσεως, απηντήσαμεν ότι "δεν δυνάμεθα μεν να αναστείλωμεν τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις, αλλ’ ότι είμεθα πρόθυμοι να λάβωμεν υπ’ όψει πάσαν πρότασιν συγκεκριμένης λύσεως". Δι’ αυτό και κατά Οκτώβριον του 1921 απεδέχθημεν την πρότασιν του λόρδου Κώρζον να παρακαλέση μεσολάβησιν των Δυνάμεων και να αφήσωμεν εις τας Δυνάμεις να διατυπώσωσι πρότασιν λύσεως, δι’ ην υπεδείξαμεν δι’ ιδιαιτέρου υπομνήματος τα καθ’ ημάς ληπτέα υπ’ όψιν συμφέροντα των πληθυσμών και τον τρόπον της εξασφαλίσεως αυτών. Χάριν δε επιτεύξεως λύσεως εξασφαλιζούσης τους πληθυσμούς επιδιώξαμεν να εξεύρωμεν τα οικονομικά μέσα διά συνδυασμών μαρτυρούντων ότι πάσαν την δύναμιν της σκέψεως και εν γένει της διανοίας ημών εξηντλήσαμεν ίνα εξυπηρετήσωμεν την κεντρικήν ιδέαν, υφ’ ης κατεχόμεθα, να μην εγκαταλειφθώσιν οι πληθυσμοί οι ελληνικοί της Ασίας και αποβώσιν άκαρποι αι θυσίαι, ας κατά τον παγκόσμιον πόλεμον μαχομένη παρά το πλευρόν των Συμμάχων, έστερξεν η Χώρα και κατόπιν εν τω Ασιατικώ αγώνι προθύμως υπέστη, αμφοτέρας και τας μεν και τας δε χάριν της ελευθερώσεως των υποδούλων αδελφών. Και ήδη μετά την γενικήν ταύτην απάντησιν, δι’ ης αποκρούονται και πολλαί εκ των κατ’ ιδίαν αποδιδομένον ημίν πράξεων, απαντώ συντόμως και εις εκάστην αυτών. 1) Το δημοψήφισμα αποτελεί τόσον πανηγυρικήν εκδήλωσιν της θελήσεως του ελληνικού λαού, ώστε είναι αδύνατον καθ’ οιονδήποτε δίκαιον και οιανδήποτε λογικήν το δι’ αυτού αποφασισθέν να αποτελή έγκλημα εσχάτης προδοσίας ή οιονδήποτε άλλο. Έγκλημα είναι πράξις αντιτιθεμένη εις την λαϊκήν βούλησιν, ήτις χαρακτηρίζει αυτήν διά της νομοθετικής εξουσίας ως τιμωρητέαν. Το δημοψήφισμα είναι εκδήλωσις της λαϊκής βουλήσεως. Ουδείς υπάρχει όστις να θέση εαυτόν υπεράνω της λαϊκής βουλήσεως και να θελήση να χαρακτηρίση έγκλημα το υπ’ αυτής αποφασισθέν. Το δημοψήφισμα είχε προκηρυχθή πολύ προ της διακοινώσεως των Δυνάμεων. Περί ανακοινώσεως του αποτελέσματος εις τας Δυνάμεις δεν έχω γνώσιν αν εγένετο τυπικώς υπό του τότε υπουργού των Εξωτερικών, δεν είναι δε δυνατόν να ήτο αυτή ανακριβής ως προς το αποτέλεσμα. Διότι το αποτέλεσμα εδημοσιεύθη επισήμως και διά του τύπου και δεν είναι δυνατόν να ανεκοινώθη ανακριβές αποτέλεσμα εις τας Δυνάμεις. Ο Ελληνικός Λαός ήθελε την επάνοδον του Βασιλέως Κωνσταντίνου όστις ουδέποτε είχε παραιτηθή του Θρόνου. Είχεν απλώς απομακρυνθή της Χώρας και αναθέσει την άσκησιν της Β. εξουσίας εις τον υιόν του Αλέξανδρον με ρητήν δήλωσιν του κ. Ζονάρ ότι λήγοντος του πολέμου, ηδύνατο να επανέλθη - αν τοιαύτη ήτο η θέλησις του λαού. Ο Αλέξανδρος είχεν αποθάνει. Ο λαός ήθελε την επάνοδον του Βασιλέως Κωνσταντίνου και την ήθελε μετά τόσης ορμής, ώστε ουδείς άνθρωπος ηδύνατο να αντιταχθή εις αυτήν. Και δι’ αυτό εψήφισε και κατά τας εκλογάς εναντίον των αποκλειόντων αυτήν και κατά το δημοψήφισμα μετά σχεδόν ομοφωνίας. Δεν θα αναπτύξω τους λόγους της τοιαύτης θελήσεως του Ελληνικού λαού, λόγους διπλής φύσεως, λόγους αντιθέσεως προς την πολιτικήν μερίδα, ήτις απέκρουεν αυτόν και λόγους αφοσιώσεως προς αυτόν. Οπωσδήποτε το αναμφισβήτητον γεγονός είναι ότι η θέλησις αύτη του Ελληνικού λαού ήτο ανεπίδεκτος οιουδήποτε επηρεασμού. Ούτε εδέχετο ο Ελληνικός Λαός ότι η θέλησίς του αύτη αντετίθετο το παράπαν προς τα αισθήματα τα οποία έτρεφε προς τας Μ. Δυνάμεις της Συνεννοήσεως. Ούτε εφαντάζετο ότι ο Βασιλεύς θα αντετίθετο ποτέ εις τα αισθήματά του αυτά προς τας δυνάμεις. Και δι’ αυτό και μετά την διακοίνωσιν των Δυνάμεων εψήφισεν υπέρ της επανόδου του Κωνσταντίνου, αλλά συγχρόνως έσπευσε διά πανδήμων συλλαλητηρίων καθ’ άπασαν την 353


Ελλάδα να διαδηλώση τα προς τας Δυνάμεις αισθήματα αυτού, ουδαμώς θιγόμενα ή αλλοιούμενα εκ της υπέρ του Κωνσταντίνου ψήφου αυτού. 2) Η λεγομένη απόφασις της 13ης Ιανουαρίου 1920 περί επιδικάσεως της Βορείου Ηπείρου εις την Ελλάδα δεν ανεκοινώθη εις την Κυβέρνησιν υπό της προκατόχου Κυβερνήσεως ποτέ, ούτε είχε ποτέ δημοσιευθή, ώστε να λάβη γνώσιν η Κυβέρνησις. Ούτε υπό οιουδήποτε των υπαλλήλων του Υπουργείου ανεκοινώθη. Όταν εγένετο το δημοψήφισμα ουδεμίαν είχε γνώσιν η τότε Κυβέρνησις του εγγράφου αυτού, ώστε η εν τη κατηγορία ανάμιξις της περί το δημοψήφισμα απασχολήσεως με την δήθεν παραμέλησιν της προσαρτήσεως είναι ατυχής, πάντως δε βαρύνει την προκάτοχον Κυβέρνησιν ουδέν ανακοινώσασαν. Επί πλέον όμως φαίνεται ολίγον περίεργον, ότι, ενώ η λεγομένη αύτη απόφασις είχε ληφθή την 13ην Ιανουαρίου 1920, η δε προκάτοχος Κυβέρνησις παρητήθη την 4ην Νοεμβρίου, ήτοι μετά 10 περίπου μήνας, δεν κατηγορείται αυτή, αλλ’ η διάδοχος, ήτις και ουδεμίαν έλαβε γνώσιν, διότι δεν εξετέλεσεν αυτήν προ του δημοψηφίσματος, ήτοι εντός 20 ημερών. Κατ’ ουσίαν παρατηρώ, ότι την περί τοιαύτης αποφάσεως των συμμάχων πληροφορίαν πολύ βραδύτερον, ότε ήτο υπουργός των Εξωτερικών ο κ. Μπαλτατζής, μετέδωκεν εις αυτόν προφορικώς, αν δεν απατώμαι, ο κ. Αλ. Καραπάνος. Μετά πολλάς προσπαθείας, ο κ. Μπαλτατζής επρομηθεύθη αντίγραφον του εν λόγω πρακτικού, το οποίον παν άλλο παρά παραχώρησιν της Βορείου Ηπείρου περιλαμβάνει. Λεπτομερέστερον τα περί τούτου θα εκθέση ο κ. Μπαλτατζής, όστις θα εκθέση και τας λεπτομερείας της υπό της Ιταλίας καταγγελίας της λεγομένης συμφωνίας Βενιζέλου Τιτόνι, καταγγελίας γενομένης επί της Κυβερνήσεως του κ. Βενιζέλου. Οπωσδήποτε το μόνον δυνάμενον να ληφθή μέτρον, σχετικώς με την Β. Ήπειρον, θα ήτο η κατάληψις αυτής. Και περί ταύτης εσκέφθημεν, όταν ελάβομεν γνώσιν του πρακτικού, μολονότι ήκιστα απετέλει αυτό παραχώρησιν. Αλλ’ η κατάληψις απήτει στρατιωτικάς δυνάμεις, περί ων, αν καλώς ενθυμούμαι, εγένετο και σύσκεψις μετά του αρχηγού του στρατού της Ηπείρου υποστρατήγου Μπάϊρα και του αρχηγού του Επιτελείου κ. Εξαδακτύλου, προέκυψε δε ότι, λόγω της Μικρασιατικής επιχειρήσεως ήτο αδύνατον να διατεθώσιν αι απαιτούμεναι δυνάμεις. Δεν πρέπει να παροραθή ότι ανεξαρτήτως του πορίσματος της συσκέψεως ταύτης, εις ην εκ της συναισθήσεως της ανάγκης εμπεριστατωμένης μελέτης του ζητήματος προέβημεν, θα ήτο άφρων πράξις, έχοντες ανοικτόν το Ασιατικόν μέτωπον ν’ ανοίξωμεν και άλλο εν Αλβανία. Δεν ήτο ανάξιος προσοχής παράγων ο Αλβανικός. Διότι ανεξαρτήτως του διδάγματος, ο παρείχεν αποτυχούσα απόπειρα καταλήψεως της Κορυτσάς υπό της προκατόχου κυβερνήσεως και η πρόσφατος αποδίωξις των ιταλικών στρατευμάτων εξ Αλβανίας και εξ Αυλώνος ακόμη, επέβαλλε πάσαν περίσκεψιν. Τα περί Δωδεκανήσων κακώς αναμιγνύονται, διότι περί αυτών υπεγράφη ειδική συνθήκη εν Σέβραις, η οποία έμεινεν ενεκτέλεστος λόγω του ότι ανεβλήθη η επικύρωσις αυτής ίνα γίνη μαζί με την μετά της Τουρκίας υπογραφείσαν εν τη αυτή πόλει συνθήκην, ης η επικύρωσις ανεβλήθη δι’ ους λόγους εξέθηκα ανωτέρω. 3) Την διακοίνωσιν της 25ης Νοεμβρίου δεν απεκρύψαμεν. Είναι τελείως ανακριβές ότι ένεκα της επανόδου του Βασιλέως Κωνσταντίνου δεν κατεβλήθησαν εις την Ελλάδα αι υπεσχημέναι υπό της Αγγλίας, Γαλλίας και Αμερικής προκαταβολαί. Απόδειξις τούτου είναι ότι, καίτοι είχον καταστή απαιτηταί αύται πολύ προ της επανόδου του Κωνσταντίνου, δεν είχον καταβληθή. Μόνον η Αγγλία είχε καταβάλει το ήμισυ περίπου και η Αμερική το τρίτον. Αι Δυνάμεις ηρνούντο την πραγματοποίησιν των προκαταβολών και προ της επανόδου του Κωνσταντίνου. Άλλως θα είχε πραγματοποιηθή αύτη. Διότι δεν ημπορώ να υποθέσω τόσον μωράν την προκάτοχον Κυβέρνησιν, ώστε καθ’ ην στιγμήν προέβαινεν εις έκδοσιν δανείου 400 εκατομ. Δραχμών επ’ αναγκαστική κυκλοφορία, ήτις 354


αναγκαίως θα επέδρα επί της τιμής του συναλλάγματος, να μη ζητήση την πραγματοποίησιν των προκαταβολών, δι’ ων θα ηύξανεν ουσιωδώς τα εις χρυσόν διαθέσιμα της Εθνικής Τραπέζης, εις ην είχον εκχωρηθή αύται επί εκδόσει αναγκαστικών τραπεζογραμματίων. Και όμως η τότε Κυβέρνησις δεν κατώρθωσε να λάβη τας προκαταβολάς ταύτας, δι’ ων θα απέτρεπε την ύψωσιν του συναλλάγματος, αλλά και θέλουσα να αποτρέψη αυτήν δι’ εκλογικούς σκοπούς μέχρι των εκλογών, προέβη εις άλλους συνδυασμούς, στοιχίσαντας δύο ή τρεις δεκάδας εκατομμυρίων εις το δημόσιον ταμείον, ως, νομίζω, δύναται να σας εκθέση πληρέστερον ο κ. Πρωτοπαπαδάκης. Αλλά και έτερος λόγος επέβαλλεν εις την προκάτοχον Κυβέρνησιν να επιδιώξη την πραγματοποίησιν των προκαταβολών αυτών. Αφού αι συμφωνίαι, ας είχε συνάψει, ήσαν τόσον εύθραυστοι, ώστε ηδύναντο να ματαιωθώσι τα εξ αυτών δικαιώματα της Ελλάδος συνεπεία εσωτερικής τινος μεταβολής, εγνώριζε δε ότι ήσαν ούτω συνδεδεμένα αναποσπάστως μετά της διατηρήσεώς της εις την αρχήν τα σχετικά δικαιώματα της Ελλάδος, είναι πρόδηλον ότι είχε το καθήκον να επισπεύση την πραγματοποίησιν αυτών, αφού ήσαν τόσον απαραίτητα εις την χώραν, ώστε η μη είσπραξις αυτών να αποτελή έγκλημα εσχάτης προδοσίας. Εις ταύτα προσθέτω ότι εν Αγγλία συνεζήτησα επανειλημμένως το ζήτημα τούτο και κατά Μάρτιον του 1921 και κατά Νοέμβριον μετά του αρμοδίου Διευθυντού ή Υφυπουργού κ. Blacket. Ουδέποτε μοι αντετάχθη προς υποστήριξιν της αρνήσεως πληρωμής η επάνοδος του Κωνσταντίνου. Πάντοτε μοι αντετάχθη ότι, λήξαντος του πολέμου, ητόνησαν οι δι’ αυτόν συμφωνηθείσαι προκαταβολαί εις τους διαφόρους συμπολεμούντας και ότι περί τούτων εγένετο και επίσημος δήλωσις της Κυβερνήσεως εις την Αγγλικήν Βουλήν, προς ην υπεσχέθη η Κυβέρνησις να παύση οιανδήποτε περαιτέρω προκαταβολήν εις οιονδήποτε των συμπολεμησάντων Κρατών. Και είναι φυσική η άρνησις οιασδήποτε περαιτέρω καταβολής εκ της οικονομικής καταστάσεως και αυτών ακόμη των Μεγάλων Δυνάμεων, ένεκα των συνεπειών του πολέμου. Πάσα εξαγωγή χρήματος ηχεί αφορήτως εις τα ώτα των Λαών τούτων. Όταν η Γαλλία έχη το νόμισμα αυτής εις τιμήν κατωτέραν κατά πολύ του ημίσεος της αρτίας, όταν η Αγγλία έχη το νόμισμα αυτής ηλαττωμένον κατά 15 - 20 % κάτω του αρτίου, θα ήτο περίεργον να ήσαν πρόθυμοι να καταβάλουν χρήματα, τα οποία υπεσχέθησαν χάριν διεξαγωγής του λήξαντος πλέον δι’ αυτάς πολέμου. Δι’ αυτό η Αγγλία με σχετικώς υγιέστερον το νόμισμα αυτής, κατέβαλε μερικώς, η Γαλλία με τετραυματισμένον βαρέως το νόμισμά της ουδέν κατέβαλε. Και όχι μόνον δεν κατέβαλεν η Γαλλία όσα υπεσχέθη προς το Ελληνικόν κράτος, αλλ’ ουδ’ οφείλει εις την Εθνικήν Τράπεζαν απ’ ευθείας άνευ ουδεμιάς παρεμβάσεως του Κράτους. Και είναι ταύτα 270 εκατομμύρια, αν καλώς ενθυμούμαι, τα οποία έλαβε εις τραπεζογραμμάτια διά τας ανάγκας του εν Μακεδονία στρατού της επί ανοίγματι ισοτόπου πιστώσεως εις χρυσόν εις την Εθνικήν Τράπεζαν. Χρέος προς ιδιωτικόν πιστωτικόν ίδρυμα τούτο. Και όμως ουδ’ αυτό κατέβαλεν η Γαλλία ούτε μέχρι της 1ης Νοεμβρίου, ούτε κατόπιν. Ως προς την Αμερικήν δεν χρειάζεται πολλή δυσκολία ίνα εννοηθή διατί δεν κατέβαλε. Δούσα τας μεγαλειτέρας προκαταβολάς εις όλους τους εν Ευρώπη εμπολέμους μέχρι τούδε ουδέν κατορθώνει να εισπράξη ούτε διά τόκους ούτε διά κεφάλαιον, εκτός από της Αγγλίας, ήτις καταβάλλει τους τόκους και εκάστοτε μέρος του κεφαλαίου. Επί πλέον η Αμερική ακούει μετ’ αγανακτήσεως φερομένας ανά τους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους της Ευρώπης διαφόρους σκέψεις και προτάσεις περί αποσβέσεως των οφειλών αυτών. Εσχάτως ανέγνωσα εις τινα εφημερίδα εντόνους διαμαρτυρίας Αμερικανών πολιτικών ανδρών κατά του μελετωμένου ταξιδίου του κ. Κλεμανσώ εις Αμερικήν, επί τη διαδόσει ότι σκοπεί επιδίωξιν αφέσεως των Αμερικανικών απαιτήσεων μ’ όλην την άλλως εκφραζομένην άκραν ευλαβείαν και εκτίμησιν προς τον διαπρεπή πολιτικόν άνδρα. Υπό τοιαύτας περιστάσεις θα ήτο περίεργον αν η Αμερική θα 355


εξηκολούθει πραγματοποιούσα προκαταβολάς. Τέλος, σχετικώς προς την κατηγορίαν αυτήν, προσθέτω ότι η παράλειψις της εισπράξεως ουδαμώς ηνάλωσε τας σχετικάς απαιτήσεις και αν όντως η πραγματοποίησις αυτών δεν εγένετο λόγω της εν Ελλάδι παρουσίας του Κωνσταντίνου, ουδέν απλούστερον παρά να γίνη τώρα, όταν αυτός απήλθεν οριστικώς και αμετακλήτως πλέον. Αλλ’ ούτε και η μη είσπραξις αυτών εστέρησε τίποτε την Ελλάδα. Διότι δεν επρόκειτο περί χρημάτων τα οποία θα τη εδίδοντο. Επρόκειτο περί χρημάτων τα οποία θα τη εδανείζοντο και τα οποία θα ώφειλε να επιστρέψη. Μάλιστα προς εξασφάλισιν της επιστροφής, μόνη η Ελλάς εξ όλων των λαβόντων διά τον πόλεμον μικρών ή μεγάλων Κρατών είχε δεσμεύσει και την δανειστικήν αυτής ικανότητα στερηθείσα του δικαιώματος να συνάψη οιονδήποτε εξωτερικόν δάνειον επί υπεγγυήσει ειδικών προσόδων. Μη δανεισθείσα τα χρήματα αυτά η Ελλάς, δεν θα τα οφείλη, ώστε ουδέν έχασε. Ούτε και εστερήθη χρημάτων προς πλήρωσιν των πολεμικών αυτής αναγκών, διότι χάρις εις την επιμελή και εύστοχον ημών προσπάθειαν κατωρθώθη να εξευρεθώσι πάντα τα διά τας πολεμικάς ανάγκας χρήματα, ουδεμιάς επελθούσης ελλείψεως μέχρι τέλους, ώστε και πολλαί δεκάδες εκατομμυρίων να επαναχθώσιν εξ Ασίας μετά την εκκένωσιν αυτής. Εν τη αυτή παραγράφω του κατηγορητηρίου γίνεται μνεία παρανόμως λειτουργούσης λογοκρισίας και αυθαιρέτων ενεργειών δικαστικών οργάνων. Είναι ταύτα αοριστολογίαι ανεπίδεκτοι αποκρούσεως, ουδ’ έχω γνώσιν οιασδήποτε ενεργείας προς απόκρυψιν του γεγονότος της μη πραγματοποιήσεως των εν λόγω προκαταβολών, ην άλλως εγώ ο ίδιος εξέθηκα εν πάση λεπτομερεία εις την Βουλήν. 4) Τα στελέχη τα διοικήσαντα τον Μικρασιατικόν στρατόν δεν έταξεν η Κυβέρνησις. Του υπό της προκατόχου Κυβερνήσεως διοικούντος την στρατιάν Ασίας αντιστρατήγου κ. Παρασκευοπούλου ζητήσαντος άμα τη εγκαταστάσει της νέας Κυβερνήσεως την ταχίστην αντικατάστασίν του διά επιχωρίους εκεί στρατιωτικούς λόγους, καθιστώντας αδύνατον κατά την κρίσιν του, την περαιτέρω παραμονήν του, διωρίσθη υπό της τότε Κυβερνήσεως διοικητής της Στρατιάς ο αντιστράτηγος κ. Παπούλας. Εγώ ως υπουργός των Στρατιωτικών τότε, συνέστησα μετά πάσης θερμότητος εις τον κ. Παπούλαν να εργασθή κατά πάντα τρόπον ώστε να επιτύχη την αποκατάστασιν πλήρους της ενότητος εν τω στρατεύματι, να χρησιμοποιήση όλα τα χρήσιμα στοιχεία ανεξαρτήτως των φρονημάτων αυτών και να εμπνεύση την πεποίθησιν ότι δι’ ημάς το παρελθόν, υπό την πολιτικήν έννοιαν, δεν υφίσταται, αλλ’ ότι αποβλέπομεν εις τας πραγματικάς υπηρεσίας, πρόθυμοι να εγκολπωθώμεν πάσαν πραγματικήν αξίαν. Ήσαν ταύτα σύμφωνα και με όσα είχον πανδήμως κηρύξει και κατά το διάστημα του εκλογικού αγώνος και εξεπροσώπουν βαθυτάτην πεποίθησίν μου περί εξυπηρετήσεως του αληθούς και πραγματικού συμφέροντος του τόπου. Συνέστησα μάλιστα εις τον αντιστράτηγον υπό το πνεύμα αυτό να προβή και εις την πρώτην ημερησίαν διαταγήν του, άμα τη αφίξει του. Ο κ. Παπούλας απεδέχθη μετά προθυμίας τας γνώμας ταύτας και καθ’ ας έλαβον εκάστοτε πληροφορίας, αι διοικητικαί του στρατού ενέργειαί του συνεμορφώθησαν προς αυτάς. Η Κυβέρνησις, εφ’ όσον τουλάχιστον ενθυμούμαι, ουδένα απολύτως αξιωματικόν ετοποθέτησε ποτέ εις οιανδήποτε θέσιν εν τω στρατώ της Μ. Ασίας, ουδέ διέταξε την εξ οιασδήποτε θέσεως εν τω στρατώ αυτώ απομάκρυνσιν αξιωματικού τινος. Αι τοιαύται τοποθετήσεις είχον αφεθή εις την διάκρισιν του διοικητού της Στρατιάς. Η Κυβέρνησις έθετεν εις την διάθεσιν αυτού πάντα αξιωματικόν κρινόμενον χρήσιμον υπ’ αυτής ή ζητούμενον υπό της διοικήσεως της Στρατιάς, η δε διοίκησις της Στρατιάς ενήργει τας εκεί τοποθετήσεις, διατάττουσα και την επιστροφήν όσων επερίττευον. 5) Ουδείς πρωθυπουργός, ούτε της Αγγλίας ούτε της Γαλλίας, είπεν ούτε εις εμέ, ούτε εις τον κ. Μπαλτατζήν, ότι, εφ’ όσον ευρίσκεται εις τον θρόνον ο Κωνσταντίνος, η Ελλάς δεν 356


δύναται να τύχη ουδεμιάς υποστηρίξεως και επομένως ότι θα τύχη τοιαύτης αν απομακρυνθή ο Κωνσταντίνος. Ανωτέρω εξέθεκα τι μοι είπε κατά Μάρτιον 1921 ο Πρωθυπουργός της Αγγλίας και κατά Οκτώβριον 1921 ο Λόρδος Κώρζον εντελώς αντίθετα προς την εν τω κατηγορητηρίω διατυπουμένην αιτίαν. Βραδύτερον πολύ, εν Κάνναις, ο Άγγλος πρωθυπουργός μοι είπεν ότι η Γαλλική κοινή γνώμη διάκειται δυσμενώς προς τον Βασιλέα και ότι και εν Αγγλία επηρεάσθη πως η κοινή γνώμη, μοι είπε δηλ. σχεδόν κατά λέξιν όσα και εν τη δημοσία αγορεύσει του, δι’ ης εξύμνησε τον Ελληνικόν στρατόν και τον Ελληνικόν Λαόν, είπε. Ουδαμώς όμως μοι υπέδειξεν ότι η επάνοδος του Κωνσταντίνου ήσκησέ τινα επιρροήν επί της Αγγλικής πολιτικής, τουθ’ όπερ άλλως θα αντετίθετο προς τας προηγουμένας δηλώσεις και αυτού και του Λόρδου Κώρζον. Οι Γάλλοι Πρωθυπουργοί, τόσον ο κ. Μπριάν όσον και ο κ. Πουανκαρέ, ο πρώτος δε μόνον τον Οκτώβριον και ουδαμώς τον Μάρτιον, ότε κατά πρώτον είχον συναντηθή μαζί του, μοι ωμίλησαν περί δυσμενείας της Γαλλικής κοινής γνώμης κατά του Βασιλέως, αλλά δεν μοι είπον ότι τούτο ήσκησεν επιρροήν επί της Γαλλικής πολιτικής και ότι αύτη θα ηδύνατο να μεταβληθή και να αχθή εις έμπρακτον υποστήριξιν της Ελλάδος αν απεμακρύνετο ο Βασιλεύς. Ούτε ήτο δυνατόν να μοι γεννηθή ποτέ η ιδέα ότι απομακρυνομένου του Κωνσταντίνου θα ήγετο είτε η Γαλλία είτε η Αγγλία εις πολιτικήν εμπράκτου υποστηρίξεως της Ελλάδος διά στρατού ή χρημάτων αφού την τοιαύτην πολιτικήν ως εξέθηκα ανωτέρω είχον ρητώς αποκλείσει διά σαφών δηλώσεων προς την προκάτοχον ελληνικήν Κυβέρνησιν, αφ’ ης επελήφθη της Ασιατικής επιχειρήσεως, και όταν ο Κωνσταντίνος ευρίσκετο μακράν της Ελλάδος. Ούτε οι λόγοι δι’ ους ετήρησαν τότε την στάσιν αυτών απέναντι της Ελλάδος εξησθένισαν έκτοτε. Απεναντίας ενισχύθησαν. Ο κάματος των Λαών ο εκ της ένεκα του μεγάλου πολέμου εξαντλήσεως, όχι μόνον δεν ηλαττώθη αλλ’ ηύξησεν υπό το βάρος των δεινοτάτων συνεπειών του πολέμου καθισταμένων διαρκώς αισθητοτέρων. Αι αποδείξεις τούτων είναι άπειροι. Η Ιταλία εγκατέλειπε την Αλβανίαν και αυτήν την Αυλώνα, εφ’ ης είχε σοβαρώτατα δικαιώματα διά συνθήκης ανεγνωρισμένα. Και την εγκατέλειπε του Ιταλικού λαού αποκρούοντος το βάρος των ασημάντων διά Μεγάλην Δύναμιν πολεμικών επιχειρήσεων, ας προυκάλει η κατοχή της Αυλώνος ήτις εν τούτοις είχε θεωρηθή μεγίστης σπουδαιότητος διά την προστασίαν και εξασφάλισιν ουσιωδών Ιταλικών συμφερόντων εν τη Αδριατική. Η Γαλλία εγκατέλειπε την Κιλικίαν διά να αποφύγη το βάρος της συντηρήσεως του ελαχίστου εν αυτή στρατού. Εν τη Αγγλική Βουλή εγένετο πολλάκις λόγος περί του βάρους, ο επιβάλει η κατοχή της Παλαιστίνης και Μεσοποταμίας, όπου ευρίσκονταν εν τούτοις μόλις 20 τάγματα. Και η αγγλική στάσις απέναντι της Αιγύπτου καθιστά δήλην την επαύξησιν του καμάτου των λαών λόγω των αφορήτως εκτυλισσομένων συνεπειών του πολέμου. Υπό τοιαύτας περιστάσεις θα ήτο αφέλεια να πιστεύσω ότι αν απεμακρύνετο του θρόνου ο Κωνσταντίνος θα μετεβάλλετο η πολιτική των Δυνάμεων, η καθορισθείσα όχι από της επανόδου του Κωνσταντίνου, αλλά πολύ προ αυτής, η πολιτική καθ’ ην είχε δηλωθή ρητώς εις την Ελλάδα ότι ουδεμίαν έπρεπε να προσδοκά βοήθειαν εκ των μεγάλων Δυνάμεων εν τω Μικρασιατικώ αγώνι και ότι θα επροθυμοποιούντο να προσφέρωσι τοιαύτην. Ειρήσθω δ’ ενταύθα ότι η δυναμένη να χρησιμεύση βοήθεια έδει να ήτο στρατιωτική, ίνα, επαυξανομένων των πολεμικών δυνάμεων της Ελλάδος διά της συμμαχικής βοηθείας, κατασταθή δυνατή η διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων ευρυτέρας ακτίνος, ικανών να εκμηδενίσωσι τον εχθρόν δι’ αντιμετωπίσως αποτελεσματικής των προς εκμετάλλευσιν του αχανούς χώρου ον διέθετε πολεμικών κινήσεών του. Αλλ’ ουδείς θα υπάρξη, όστις σοβαρώς να υποστηρίξη ότι ήρκει να κατέλθη του θρόνου ο Κωνσταντίνος ίνα τοιαύτη συνδρομή παρασχεθή. 357


Αλλ’ ανεξαρτήτως του αβασίμου των πραγματικών γεγονότων εφ’ ων στηρίζεται το 5ον τούτο κεφάλαιον της κατηγορίας, η δι’ αυτού αποδιδομένη εις ημάς και κατηγορουμένη πράξις είναι ότι δεν είπομεν εις τον Βασιλέα να παραιτηθή και ότι αυτού μη δεχομένου δεν παρητήθημεν της Κυβερνήσεως. Ώστε κατά την κατηγορίαν μεταξύ των καθηκόντων μιας Κυβερνήσεως είναι και το να υποδεικνύη εις τον Βασιλέα να παραιτηθή και μάλιστα το καθήκον τούτο είναι τόσον επιτακτικόν διά την Κυβέρνησιν, ώστε η παράλειψις αυτού αποτελεί και εγκληματικήν πράξιν. Λυπούμαι διότι δεν δύναμαι να δεχθώ την ορθότητα τοιούτου δόγματος. Ο Βασιλεύς κατά το Σύνταγμα διορίζει την Κυβέρνησιν, Η Κυβέρνησις ορκίζεται πίστιν εις τον Βασιλέα. Ο Βασιλεύς υπάρχει κατά τους όρους του Συντάγματος και απορρέων αμέσως εκ της Λαϊκής θελήσεως είτε κατά διαδοχήν ωρισμένην επίσης υπό της Λαϊκής θελήσεως δεν εξαρτάται από την Κυβέρνησιν, ήτις ουδέν δικαίωμα και πολύ ολιγώτερον καθήκον έχει να συστήση παραίτησιν εις τον Βασιλέα. Εις πολιτικός ανήρ, ως τοιούτος, όχι ως μέλος Κυβερνήσεως, δύναται βεβαίως να πιστεύη ότι συμφέρει εις την χώραν η παραίτησις του Βασιλέως και δύναται ως τοιούτος να υποδείξη αυτήν. Δύναται να χωρήση και περαιτέρω, να υποστηρίξη αυτήν και παρά τω Λαώ, μολονότι δε εις τοιαύτην περίστασιν υπόκειται εις ωρισμένας απαγορευτικάς διατάξεις του ποινικού νόμου, δύναται να πιστεύη εν τη συνειδήσει του ότι εκπληροί πολιτικόν καθήκον και να είναι και βάσιμος η πίστις του αύτη. Ουδείς όμως εσκέφθη ούτε είναι δυνατόν να σκεφθή να αξιώση ότι η μη εκτέλεσις τοιούτου καθήκοντος αποτελεί αξιόποινον πράξιν. Διότι τότε θα ήτο αξιόποινος πράξις η μη διάπραξις επαναστάσεως κατά του νομιζομένου επιβλαβούς Βασιλέως. Αλλά της τοιαύτης αξιοποίνου πράξεως ένοχοι θα ήσαν πάντες οι πολίται οι μη επαναστατήσαντες αρκεί να ισχυρισθή οιοσδήποτε κατήγορος αυτών, ότι είχε την περί του επιβλαβούς του Βασιλέως γνώμην. Αλλ’ εις τον τοιούτον κατήγορον θα ηδύνατο ευχερώς να απαντήση ο κατηγορούμενος διά της αυτής κατηγορίας, διατί δεν επανεστάτεις συ; Και τούτο μετά μείζονος βάσεως. Διότι ως προς αυτόν η περί του επιβλαβούς του Βασιλέως γνώμη δεν θα ήτο απλούς ισχυρισμός, αλλ’ αλήθεια, ην ο ίδιος ομολογεί. Είναι πρόδηλα τα άτοπα της θεωρίας ταύτης του κατηγορητηρίου εν τω κεφαλαίω 5. Αλλά και ουσιαστικώς η κατηγορία αύτη είναι εντελώς αυθαίρετος, όχι μόνον διά τον ανωτέρω εκτεθέντα λόγον ότι ουδέποτε έσχομεν αφορμήν να πιστεύσωμεν εις μεταβολήν της πολιτικής των Δυνάμεων διά της απομακρύνσεως του Βασιλέως, αλλά και διότι παραβλέπει τελείως τας άλλας συνεπείας της τοιαύτης παραιτήσεως. Εξέθηκα εις το γενικόν μέρος την επί της Λαϊκής πολεμικής διαθέσεως ευεργετικήν επιρροήν της μεταβολής του Νοεμβρίου, εν η το ουσιωδέστερον μέρος αποτελεί η επάνοδος του Βασιλέως. Βεβαίως θα ήτο πλέον ή παράτολμος εκείνος όστις θα απεφάσιζεν, έχων ενώπιόν του την ούτως εμπράκτως εμφανισθείσαν λαϊκήν αξίωσιν, να ήγε τον Κωνσταντίνον εις παραίτησιν με τον κίνδυνον να επέλθη τελεία αποσύνθεσις της εσωτερικής λαϊκής και στρατιωτικής δυνάμεως, και δη εν ούτω λεπταίς στιγμαίς και τούτο χάριν της προδήλως εκ των πραγμάτων αβασίμου ελπίδος ότι θα ετύγχανε παρά των Δυνάμεων η Ελλάς της συνδρομής εκείνης, ην, και μακράν ευρισκομένου του Κωνσταντίνου, διά ρητών και κατηγορηματικών δηλώσεών των την ηρνήθησαν. Ως προς τα εν τω κεφαλαίω τούτω παρεμβαλλόμενα περί λογοκρισίας, αποκρύψεως κλπ είναι τελείως φαντασιώδη. Ουδεμία δημοσίευσις σχετική παρεκωλύθη και αν ενθυμούμαι καλώς εδημοσιεύθησαν και διάφορα σχετικά ψεύδη. 6) Η έναρξις των πολεμικών επιχειρήσεων του Μαρτίου διετάχθη εκ Λονδίνου, διότι η διοίκησις της στρατιάς Ασίας είχε βεβαιώσει, ότι ήτο εντελώς ετοίμη και είχεν αναβάλει την έναρξιν των επιχειρήσεων, αναμένουσα την εκ Λονδίνου διαταγήν, αναλόγως της προόδου των εκεί διαπραγματεύσεων. Εν Λονδίνω ευρίσκετο ο υπαρχηγός του Επιτελείου 358


Ασίας συνταγματάρχης κ. Σαρηγιάννης επαναλαμβάνων τας διαβεβαιώσεις ταύτας. Η επιστράτευσις είχε διαταχθή υπό της Κυβερνήσεως, όχι διά τας ανάγκας της επιχειρήσεως, ης διετάχθη η έναρξις, αλλά διά τας περαιτέρω τοιαύτας προς Άγκυραν και Ικόνιον. Πάντως δεν εδόθη ποτέ διαταγή να προβή η Στρατιά εις έναρξιν της επιχειρήσεως, άνευ της κρινομένης ως ασφαλούς παρασκευής. Κατ’ απαράβατον αρχήν, η κυβέρνησις άφηνε την Στρατιάν να κρίνη περί Στρατιωτικής ωριμότητος πάσης επιχειρήσεως και πάντοτε διέτασσεν αυτήν να προτάσση την ασφάλειαν του στρατού πάσης άλλης σκέψεως εν τη ενεργεία αυτής. 7) Ο αρχηγός της Στρατιάς όχι μόνον ενέκρινεν, αλλά προύτεινε την προς Άγκυραν επιχείρησιν. Η Κυβέρνησις ουδέποτε επέβαλε στρατιωτικήν επιχείρησιν ή ενέργειαν κρινομένην ως επισφαλή υπό της Διοικήσεως της Στρατιάς. Ο τότε βασιλεύς περιωρίσθη, ως και η Κυβέρνησις, να εγκρίνη. 8) Ουδέποτε ανετέθη η πραγματική διοίκησις του στρατού εις τον Βασιλέα. Η Διοίκησις παρέμεινε εις την Διοίκησιν της Στρατιάς. Ο Βασιλεύς συνεισέφερε το γόητρον, το οποίον ήσκει επί του στρατού διά της εκεί παρουσίας του. Ουδέποτε εξέδοτο διαταγήν τινα και αν ελάμβανε γνώσιν των σχεδίων ως στρατιωτικός ουδέποτε ετροποποίησεν αυτά, ουδέ καθ’ έτερον τρόπον ήσκησε διοίκησιν επί της στρατιάς. 9) Ολόκληρον το κεφάλαιον αυτό ζητεί ευθύνας διά πράξεις της Εθνικής Συνελεύσεως παρ’ ημών. Το τοιούτον είναι πλημμελές. Δεν δύναται να ζητηθή ευθύνη από την Λαϊκήν Αντιπροσωπείαν διά τας πράξεις της και πολύ ολιγώτερον από την Κυβέρνησιν διά τας πράξεις της Λαϊκής Αντιπροσωπείας. Αλλ’ ούτε είναι αληθή τα αορίστως εκτιθέμενα ως ψηφισθέντα. Εψηφίσθησαν δε όσα εκρίθησαν αναγκαία υπό των σχετικών υπηρεσιών. Ούτε χρήματα διετέθησαν δι’ ους σκοπούς σημειοί το κεφάλαιον τούτο της κατηγορίας, συνεπαγαγόντα έλλειψιν των διά τον στρατόν αναγκαίων. Ο στρατός έσχε πάντοτε εν αφθονία τα επιτήδεια και μάλιστα εγένοντο και υπερβολαί τινες εν ταις σχετικαίς προς αυτόν δαπάναις. Αν παρετηρήθη που πρόσκαιρός τις έλλειψις, αύτη ωφείλετο μάλλον εις ανωμαλίαν υπηρεσιακήν. Ούτε μέχρι τέλους έλειψαν τα χρήματα από τον στρατόν της Ασίας. Είπον ήδη ότι υπήρχαν δεκάδες εκατομμυρίων εις την διάθεσιν της Στρατιάς, όταν εγένετο το ατύχημα. 10) Η κατά Ιούνιον 1921 διακοίνωσις των Μεγάλων Δυνάμεων δεν έχει το εν τη κατηγορία περιεχόμενον, αν καλώς δε ενθυμούμαι, ουδαμώς αναφέρει όρους. Αλλ’ ούτε και απεκρούσθη η δι’ αυτής προσφερομένη παρέμβασις. Εδηλώθη απλώς ότι δεν δύνανται να ανασταλώσιν αι στρατιωτικαί επιχειρήσεις, ων επέκειτο η έναρξις, αλλ’ ότι είμεθα πρόθυμοι να λάβωμεν υπ’ όψει πάσαν πρότασιν. Κατά Οκτώβριον εδέχθημεν την Αγγλικήν πρότασιν περί μεσολαβήσεως, δεχθέντες ίνα αι Δυνάμεις κανονίσωσι τους όρους της ειρήνης, υπεδείξαμεν δε δι’ ιδιαιτέρου υπομνήματος τους καθ’ ημάς ενδεικνυομένους όρους. Ουδέποτε αι Δυνάμεις συνήγαγον το συμπέρασμα ότι είμεθα υπόχρεοι να δεχθώμεν τους όρους οίους αυταί θα τους διετύπουν. Και δι’ αυτό όταν προέβησαν κατά Μάρτιον εις την διατύπωσιν των όρων ανεκοίνωσαν αυτούς προς ημάς ίνα απαντήσωμεν αν δεχώμεθα ή ου αυτούς. Πολύ ολιγώτερον εδεσμεύετο η Συνέλευσις εν τη περί των προτεινομένων όρων αποφάσει αυτής. Αλλ’ οι όροι ούτοι δεν εγένοντο δεκτοί υπό των Τούρκων, ώστε εις ουδέν έτερον εχρησίμευσαν παρά εις το ν’ αποδειχθή ο ανωτέρω αναπτυχθείς ισχυρισμός, ότι οι Τούρκοι ουδαμώς ήσαν διατεθειμένοι να δεχθώσιν οιουσδήποτε όρους. 11) Ζητήσαντος την αποστρατείαν του λόγω ορίου ηλικίας, του αντιστρατήγου κ. Παπούλα, διωρίσθη ο αντιστράτηγος κ. Χατζηανέστης, όστις είχεν ήδη διορισθή διοικητής Στρατιάς Θράκης, ον ουδαμώς είχον αφορμήν να θεωρώ ανισόρροπον ή διαλυτικόν στοιχείον. Και αυτός ο κ. Παπούλας προέτεινεν αυτόν ή τον κ. Δούσμανην. Τον κ. Χατζηανάστην ουδαμώς εγνώριζον ιδιαιτέρως. Είχον γνωρίσει αυτόν υπηρεσιακώς, όταν εγενόμην υπουργός των Στρατιωτικών κατά το 1915 και αυτός ήτο διοικητής της Σχολής των 359


Ευελπίδων. Πάντοτε είχον ακούσει ότι ήτο αξιωματικός μεγάλης μορφώσεως και αρίστου στρατιωτικού χαρακτήρος και ότι κατά τους Βαλκανικούς πολέμους διέπρεψε. 12) Η επιχείρησις της Θράκης απεφασίσθη ίνα δοθή ώθησις εις τας εκκρεμείς διπλωματικάς διαπραγματεύσεις και επισπευσθή η λύσις. Είναι περιττόν να αναπτύξω την ανάγκην εις ην ευρίσκετο η Κυβέρνησις να επισπεύση την λύσιν. Είναι όμως τελείως ανακριβές ότι διενοήθημεν ποτέ να γίνη αύτη δι’ εξασθενήσεως του Μικρασιατικού μετώπου. Τούτο ετονίσαμεν εις τον Διοικητήν της Στρατιάς επανειλημμένως. Επί τη διαβεβαιώσει δε αυτού ότι ουδεμία εγίνετο μείωσις των δυνάμεων του Μικρασιατικού μετώπου ή της μαχητικότητος του εν Ασία στρατού, παραμενόντων εν πλήρει επαρκεία αποκρούσεως οιασδήποτε εχθρικής αποπείρας, διότι αι μεταφερόμεναι δυνάμεις δεν απεσπώντο εκ του μετώπου, εδέχθημεν την μεταφοράν. Προσθέτω ότι, αν καλώς ενθυμούμαι, και επί της διοικήσεως του κ. Παπούλα είχε δηλωθή ότι δυναται να σταλή ακινδύνως ενίσχυσις εις τον στρατόν της Θράκης εξ Ασίας και αρχίσει η σχετική ετοιμασία. Τας περί τούτου λεπτομερείας, γνωρίζει ο τότε αρχηγός του Επιτελείου κ. Εξαδάκτυλος. 13) Εξέθηκα ανωτέρω τους λόγους δι’ ους οι σύμμαχοι δεν ηννόουν να πραγματοποιήσουν τας προκαταβολάς, ας είχον υποσχεθή. Εξέθηκα επίσης την ασφάλειαν ην είχε παράσχει το Κράτος διά τας πιστώσεις αυτάς υποχρεωθέν να μη συνάψη δάνειον εξωτερικόν επί υπεγγυήσει προσόδων. Διεπραγματευόμην και ήλπιζα την σύναψιν δανείου εν τη Αγγλική αγορά. Διεπραγματεύθην μετά της Αγγλικής Κυβερνήσεως να παραιτηθή του ανωτέρω δεσμευτικού όρου μολονότι είχε καταβάλει, ως είπον, περί το ήμισυ της προκαταβολής. Εδέχθη να επιτρέψη την σύναψιν δανείου μέχρι 15 εκατομμυρίων λιρών υπό τον όρον να καταβληθή εξ αυτού το καθυστερούμενον ποσόν της προκαταβολής εις την Εθνικήν Τράπεζαν και απαλλαγή η Αγγλική Κυβέρνησις της προς αυτήν, εις ην είχον εκχωρηθή αι σχετικαί προκαταβολαί, υποχρεώσεως και να παραιτηθή και το Κράτος το Ελληνικόν πάσης αξιώσεως. Η Αγγλική Κυβέρνησις ως ερρήθη ηρνείτο να πραγματοποιήση τας προκαταβολάς. Δι’ αυτών αν επραγματοποιούντο δεν θα εδίδοντο χρήματα δωρεάν εις την Ελλάδα. Θα εδανείζοντο. Αν αντί του δανείου αυτού συνήπτετο μεγαλύτερον της Αγγλίας παραιτουμένης και πάσης ασφαλείας δι’ υποβολής εις υπεγγύησιν προσόδων και διά το ποσόν ο είχεν ήδη προκαταβάλει ήτο πρόδηλον ότι όχι μόνον ουδέν έχανε, αλλά μεγάλως διηυκολύνετο το Ελληνικόν δημόσιον. Και δι’ αυτό εδέχθη την σύμβασιν δι’ ης εδόθη και η περαιτέρω συναίνεσις της Αγγλικής Κυβερνήσεως να συναφθή δάνειον εν τη Αγγλική αγορά, ήτις ήτο απαραίτητος. 14) Τα περί παρακυβερνήσεως αγνοώ τελείως. Ουδέποτε μοι κατηγγέλθη οιαδήποτε ενέργεια των εν τω κεφαλαίω τούτω της κατηγορίας προσώπων ούτε ηνέχθην ενέργειάν τινα έκνομον αυτών. Θεωρώ τας σχετικάς διαδόσεις φήμας αδεσπότους. Και από χαρακτήρος και από πολιτικών πεποιθήσεων απεδοκίμασα και απέκρουσα πάντοτε πάσαν ενέργειαν όχι τρομοκρατικήν, αλλά απλώς επηρεαστικήν του φρονήματος των πολιτών και της ελευθέρας εκδηλώσεως αυτών. Δεν είναι ταύτα απλώς δόγματα, αλλά πρακτικαί πολιτικαί αρχαί, ας πάντοτε εφήρμοσα. Πολλάκις μάλιστα έφθασα μέχρι σημείου προκαλέσαντος την κατάκρισιν. Αλλά πάντοτε έκρινα προτιμητέον να σφάλλω μάλλον προς ταύτην παρά προς την αντίθετον κατεύθυνσιν. 15) Ο αείμνηστος Ράλλης είχε περιέλθει εις τοιαύτην κατάστασιν της υγείας του λόγω της υποτροπής του καρκίνου, εξ ου είχε προσβληθή, ώστε ήτο αδύνατον να ηγηθή της αντιπροσωπείας. Η νόσος μάλιστα έβαινε γοργότατα, ώστε υπήρχε κίνδυνος πριν φθάση εκεί να περιέλθη εις πλήρη ανικανότητα, ως και πράγματι συνέβη, διότι πριν λήξη η συνδιάσκεψις ηναγκάσθη να μεταβή και νοσηλευθή εις κλινικήν εν Παρισίοις. Αυτοί οι ιδιαιτέρως αφοσιωμένοι προς αυτόν άνθρωποι, όπως ο ανεψιός του Φοντάνας, ον είχεν εις την ιδιαιτέραν αυτού υπηρεσίαν και ο ιδιαίτερος γραμματεύς του Μακρής μοι εφίστων διηνεκώς την προσοχήν επί της καταστάσεως της υγείας του καθιστώσης αυτώ αδύνατον 360


το έργον ο επρόκειτο να αναλάβη. Ότι τούτο ούτως είχε, προέκυψε και εκ του γεγονότος, ότι πάντα τα μέλη του τότε Υπουργικού Συμβουλίου και αυτός ο υιός του διέγνωσαν το πράγμα και παρέμειναν εις την Κυβέρνησιν κατά την ανασυγκρότησιν αυτής υπό του κ. Καλογεροπούλου. Η πρόσκαιρος αποχή του υιού του γενομένη μετά την αρχικήν αποδοχήν ωφείλετο εις ιδιαιτέραν ευλάβειαν προς τον πατέρα του εκδηλώσαντα απαρέσκειαν εις την συμμετοχήν του. Ουδέποτε προέβην εις ενέργειάν τινα όπως παρακωλύσω να μεταβή εις το Συνέδριον του Λονδίνου κατά Φεβρουάριον 1921 ο κ. Ε. Βενιζέλος ως αντιπρόσωπος των αλυτρώτων, ούτε ενθυμούμαι να έμαθα τοιαύτην πρόθεσιν αυτού, αλλ’ ούτε ηδυνάμην να πράξω τι προς παρακώλυσίν του»358. Το απολογητικό υπόμνημα του Δημητρίου Γούναρη, υπήρξε ένας κόλαφος για το διάτρητο και βασισμένο ουσιαστικά στη συρραφή δημοσιευμάτων του τότε «βενιζελικού» Τύπου, κατηγορητήριο, το οποίο επιπροσθέτως έπασχε και από καθαρά νομική άποψη. Αυτό, φυσικά, δεν εμπόδισε τους κατηγόρους του να προχωρήσουν στην προειλημμένη απόφαση να παραπέμψουν τον ίδιο και τους άλλους συγκατηγορούμενούς του σε δίκη. Έτσι, μετά το πέρας της ανάκρισης, ο Δημήτριος Γούναρης παραπέμφθηκε διά του από της 26ης Οκτωβρίου 1922 εγκλητηρίου της ανακριτικής επιτροπής πράγματι σε δίκη, μαζί με τους πρώην πρωθυπουργούς Νικόλαο Στράτο και Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, τους πρώην υπουργούς Γέωργιο Μπαλτατζή, Νικόλαο Θεοτόκη, Ξενοφώντα Στρατηγό και Μιχαήλ Γούδα, καθώς και τον πρώην αρχιστράτηγο Γεώργιο Χατζηανέστη, με τις κατηγορίες μεταξύ των άλλων ότι: α. Εκ προθέσεως και εκουσίως προεκάλεσαν και υπεστήριξαν την εισβολή ξένων στρατευμάτων στην Σμύρνη και την Ανατολική Θράκη και β. Γιατί παρέδωσαν στον εχθρό την Σμύρνη και την Αδριανούπολη μαζί με όλα τα στρατιωτικά υλικά. Το πλήρες κείμενο του εγκλητηρίου βάσει του οποίου παραπέμφθηκαν σε δίκη οι οκτώ κατηγορούμενοι, έχει ως ακολούθως: «Διά ταύτα Κατηγορούμεν τους άνω κατηγορουμένους 1) Πέτρον Πρωτοπαππαδάκην τέως Πρωθυπουργόν, 2) Δημήτριον Γούναρην, τέως Πρωθυπουργόν και Υπουργόν επί της Δικαιοσύνης, 3) Νικόλαον Στράτον πρώην Πρωθυπουργόν, και Υπουργόν επί των Εσωτερικών, 4) Ξενοφώντα Στρατηγόν υποστράτηγον και τέως Υπουργόν της Συγκοινωνίας, 5) Νικόλαον Θεοτόκην τέως Υπουργόν επί των Στρατιωτικών, 6) Μιχαήλ Γούδαν τέως Υπουργόν των Τ.Τ.Τ. 7) Γεώργιον Μπαλτατζήν τέως Υπουργόν επί των Εξωτερικών και 8) Γεώργιον Χατζανέστην Αντιστράτηγον, τέως Αρχηγόν Στρατιάς Μ. Ασίας, ως υπαιτίους του ότι Α΄.) Υπό κοινού συμφέροντος κινούμενοι συναπεφάσισαν την εκτέλεσιν της επομένης αξιοποίνου πράξεως και ένεκα ταύτης συνομολογήσαντες προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομήν, πλειότεροι των δύο όντες, από της 3ης Νοεμβρίου 1920 μέχρι τέλους Αυγούστου 1922 εν Αθήναις, αλλαχού του Κράτους και εν τη αλλοδαπή συνώμωσαν και συναπεφάσισαν περί επιχειρήσεως πράξεως εσχάτης προδοσίας και συνυπεχρεώθησαν προς αλλήλους προς ταύτη: 1) εκ προθέσεως και εκουσίως λόγω και έργω, ήτοι διά συνεννοήσεων, εις ας ήλθον με αντιπροσώπους ξένων Κυβερνήσεων, διά συστηματικής εργασίας τεινούσης εις ελάττωσιν και εις τον κλονισμόν του ηθικού του εν Μ. Ασία μαχομένου Στρατού και εξασθένησιν του Μικρασιατικού Μετώπου προυκάλεσαν και υπεστήριξαν την εισβολήν ξένων στρατευμάτων τόσον εις Σμύρνην και εις τας λοιπάς πόλεις της Δυτικής Ιωνίας και όλην την περιοχήν ταύτης, όσον και εις την Αδριανούπολιν και ολόκληρον την Ανατολικήν Θράκην, 2) Διά της διά ποικίλων μέσων συστηματικής εργασίας προς κλονισμόν του ηθικού του εν Ιωνία μαχομένου Στρατού, διά της προβεβουλευμένης μεταφοράς μεγάλης δυνάμεως Στρατού εκ του Μικρασιατικού Μετώπου επί σκοπώ εξασθενήσεως αυτού και άλλων διαφόρων μέσων ενήργησαν εκουσίως και εκ προθέσεως την παράδοσιν εις τον εχθρόν των πόλεων Σμύρνης και 358

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 437 -465.

361


Αδριανουπόλεως μεθ’ όλων των περιοχών της δυτικής Ιωνίας ως και την παράδοσιν φρουρίων, άλλων αμυντικών θέσεων, λιμένων, αποθηκών πλήρων τροφίμων και ειδών ιματισμού στρατού ως και αποθηκών πλήρων πολεμοφοδίων, όπλων πυροβόλων και παντοειδούς άλλου πολεμικού υλικού. Β΄.) Τον εκ των άνω κατηγορουμένων Γεώργιον Χατζανέστην τέως Αρχηγόν της Στρατιάς Μ. Ασίας ως υπαίτιον του ότι εν Σμύρνη και αλλαχού από 13ης Αυγούστου 1922 μέχρι της 23ης ιδίου μηνός και έτους εκουσίως και εκ προθέσεως παρέδωκε προς τον εχθρόν μεγάλα τμήματα της παρ’ αυτού διοικουμένης Στρατιάς Μ. Ασίας και διά διαφόρων μέσων προυκάλεσε την απέναντι του εχθρού φυγήν μεγάλων τμημάτων του Στρατεύματος και παρημπόδισε την ανασυνάθροισιν αυτού. Γ΄.) Τους εκ των ως άνω κατηγορουμένων 1) Πέτρον Πρωτοπαππαδάκην, 2) Δημήτριον Γούναρην, 3) Νικόλαον Στράτον, 4) Ξενοφώντα Στρατηγόν, 5) Νικόλαον Θεοτόκην, 6) Μιχαήλ Γούδαν και 7) Γεώργιον Μπαλτατζήν υπό την προεκτεθείσαν ιδιότητά των ως υπαιτίους του ότι ενώ ο Γεώργιος Χατζανέστης Αρχηγός ων της Στρατιάς Μ. Ασίας από 13ης μέχρι 23ης Αυγούστου 1922 εκουσίως και εκ προθέσεως παρέδωκε προς τον εχθρόν μεγάλα τμήματα της υπ’ αυτού διοικουμένης Στρατιάς Μ. Ασίας και διαφόρων μέσων προυκάλεσε την απέναντι του εχθρού φυγήν μεγάλων τμημάτων του Στρατού και παρημπόδισε την ανασυνάθροισιν αυτού, ούτοι εκ προθέσεως παρεκίνησαν αυτόν εις την εκτέλεσιν της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως προστάξαντες και παραγγείλαντες αυτώ και συμβουλεύσαντες αυτόν μετ’ απάτης, πειθούς και φορτικότητος Και Εξαιτούμεθα την κατά Νόμον τιμωρίαν των Αθήναι τη 26 Οκτωβρίου 1922»359 Στις 29 Οκτωβρίου 1922, οι υπόδικοι μεταφέρθηκαν από τις φυλακές «Αβέρωφ» σε κάποια αίθουσα της Βουλής, προκειμένου να βρίσκονται κοντά στο χώρο εκδίκασης της υπόθεσής τους και αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί, πως ο Δημήτριος Γούναρης απέρριψε και πάλι και να συζητήσει ακόμη πρόταση που του διατυπώθηκε από πολιτικούς του φίλους, για την οργάνωση -έστω και την ύστατη ώρα- της απόδρασής του, ώστε να αποφύγει τη διαγραφόμενη ως βεβαία θανατική του καταδίκη. Η φυγομαχία, άλλωστε, και η αποφυγή ευθυνών ουδέποτε υπήρξε γνώρισμα της πολιτικής διαδρομής του Αχαιού πολιτικού και ουδέποτε αποτέλεσε στοιχείο της ηθικοπολιτικής του φιλοσοφίας, η πεμπτουσία της οποίας ήταν η ενατένιση της πολιτικής, ως αποστολής και η προσφορά υπηρεσιών προς την πατρίδα, ως χρέος. Με το όποιο κόστος και τις όποιες επιπτώσεις και αν συνεπάγονταν αυτά. Μόλις εκδόθηκε το εγκλητήριο και κατέστη πλέον σαφές ότι οι κατηγορούμενοι πολιτικοί ηγέτες και ο πρώην αρχιστράτηγος επρόκειτο να παραπεμφθούν σε μια δίκη, η οποία δεν έδειχνε να πληρεί ούτε καν τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για μια δίκαιη κρίση, κατεβλήθησαν προσπάθειες από διάφορες πλευρές, ιδιαίτερα όμως από την Αγγλία, για την αναβολή της. Όλες, όμως, αυτές οι προσπάθειες αποκρούστηκαν από την Επαναστατική Επιτροπή και οι Πλαστήρας-Γονατάς πιεζόμενοι και από τα αδιάλλακτα στοιχεία, που ακολουθούσαν τον Θεόδωρο Πάγκαλο ευρισκόμενα σε συνεχή συνεδρίαση στον «Παρνασσό», κατέστησαν σαφές ότι η δίκη θα διεξαγόταν κανονικά και η απόφαση του δικαστηρίου θα γινόταν πλήρως σεβαστή. Η μόνη περίπτωση, που εξεταζόταν από κύκλους της Επαναστατικής Επιτροπής, προκειμένου να συζητήσουν μια ενδεχόμενη αναβολή της δίκης, ήταν να τους παρασχεθεί η διαβεβαίωση της βρετανικής κυβέρνησης, ότι εφ’ όσον οι κατηγορούμενοι εξορίζονταν δεν θα επέστρεφαν ποτέ πια στην Ελλάδα, η οποία φυσικά δεν ήταν δυνατόν να τους δοθεί360. Αλλά και από την άλλη πλευρά είναι αμφίβολο αν και εκείνοι που συζητούσαν μια τέτοια κίνηση, θα μπορούσαν να την περάσουν στους αδιάλλακτους που 359 360

Βλ. «Επίσημα Πρακτικά, Η Δίκη των Εξ», Αθήνα 1976, χ.α.ε.ο., σελ. 20 - 23 Βλ. Douglas Dakin, όπ. προηγ. σελ. 359.

362


κορυβαντιούσαν για την άμεση καταδίκη και εκτέλεση των κατηγορουμένων. Και είναι χαρακτηριστική της ατμόσφαιρας φανατισμού και αδιαλλαξίας, που επικρατούσε σε ένα μεγάλο μέρος των οπαδών του «Κόμματος Φιλελευθέρων», η επιστολή του ταγματάρχη Δ. Φλούλη, που εστάλη στον επίτροπο Ν. Γρηγοριάδη, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρονταν και τα εξής: «...Αν δεν θέλετε να έχουμε συμφορές, μη διστάσετε να είσασθε σκληροί. Προσέξτε: Το ρεύμα είναι τόσο ισχυρό ώστε θα γκρεμίση όλα τα φράγματα. Αυτοί οι προδότες εγκληματίες δεν δικαιούνται οίκτου. Μην ορρωδήσετε κύριε συνταγματάρχα, μη λυπηθήτε κανέναν. Και σφάχτε...». 8.3 Η δίκη - Η καταδίκη Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η δίκη ξεκίνησε στην αίθουσα των συνεδριάσεων της παλαιάς Βουλής στις 31 Οκτωβρίου 1922. Το επαναστατικό στρατοδικείο, το οποίο επρόκειτο να δικάσει τους «οκτώ», απαρτιζόταν από τους: Πρόεδρος: υποστράτηγος Αλέξανδρος Οθωναίος. Μέλη: οι συνταγματάρχες Δημοσθένης Φλωριάς, Θεόδωρος Χαβίνης, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, ο πλοίαρχος Ιωάννης Γιαννικώστας, οι αντισυνταγματάρχες Κωνσταντίνος Μαμούρης και Κωνσταντίνος Τσερούλης, ο αντιπλοίαρχος Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος, οι ταγματάρχες Χαράλαμπος Γραβάνης, Ν. Βαμβακόπουλος και ο λοχαγός Ανδρέας Κατσαράκης. Αναπληρωματικά μέλη: οι συνταγματάρχες Μιχαήλ Ζωγράφος και Γ. Σκανδάλης, ο αντιπλοίαρχος Λεωνίδας Κανάρης, ο ταγματάρχης Βασ. Τζιόντζιος, ο λοχαγός Βύρων Καραπαναγιώτης, ο λοχαγός Πλούταρχος Χαλόφτης και οι υποπλοίαρχοι Αθανάσιος Ζάγκας και Θεόφ. Βουτσαράς. Αναπληρωματικά μέλη σε συμπλήρωση τυχόν απόντων: οι συνταγματάρχες Γ. Λασκαράκης, Ι. Κωτούλας, ο ταγματάρχης Κ. Βεντήρης, και ο λοχαγός Γρηγόριος Χονδρός. Επαναστατικοί Επίτροποι ήταν ο αξιωματικός της στρατιωτικής δικαιοσύνης Ν. Ζουρίδης, ο πρώην αρεοπαγίτης και εφέτης Γ. Γεωργιάδης και ο συνταγματάρχης Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. Συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων ήταν: ο επιφανής νομομαθής Σωτηριάδης του Δημητρίου Γούναρη, του Ξενοφώντος Στρατηγού και του Μιχαήλ Γούδα, ο Κ. Τσουκαλάς του Νικολάου Στράτου και του Γεωργίου Χατζηανέστη, ο Αναστάσιος Παπαληγούρας του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη και του Γεωργίου Μπαλτατζή, ο δικηγόρος Ρωμανός του Νικολάου Θεοτόκη361. Την 1η Νοεμβρίου 1922, η δίκη εισήλθε στο κύριο μέρος της αποδεικτικής διαδικασίας. Πρώτος μάρτυρας κατηγορίας κατέθεσε ο στρατηγός Α. Παπούλας, προκάτοχος του Χατζηανέστη στην αρχιστρατηγία των δυνάμεων της Μικράς Ασίας, του οποίου η παρουσία υπήρξε μια επιτυχία της προανάκρισης, καθώς ήταν γνωστός «αντιβενιζελικός», όπως άλλωστε και οι περισσότεροι μάρτυρες κατηγορίας. Ο Α. Παπούλας εξακόντισε μύδρους εναντίον του Γ. Χατζηανέστη, στα έργα του οποίου απέδωσε την Μικρασιατική καταστροφή. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν τις επόμενες ημέρες και οι καταθέσεις των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι απέδωσαν βαρύτατες ευθύνες στους κατηγορουμένους. Από τους λιγοστούς μάρτυρες υπεράσπισης ξεχωρίζουν οι καταθέσεις δύο πολιτικών, που κάθε άλλο παρά ως ακραιφνείς «αντιβενιζελικοί» μπορούν να θεωρηθούν, του Κωνσταντίνου Δεμερτζή και του πρώην Προέδρου της Βουλής, εκλεγμένου υπό τη σημαία του «Κόμματος Φιλελευθέρων», Κωνσταντίνου Ζαβιτζιάνου, οι οποίοι αναπτύσσοντας τις απόψεις τους υπογράμμισαν ότι στους κατηγορουμένους μπορούσε κανείς να προσάψει μόνο κακό πολιτικό χειρισμό, αλλά οπωσδήποτε δεν μπορούσε να τους καταλογίσει δόλο ή πολύ περισσότερο προδοτική διάθεση. 361

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 435.

363


Ο Δημήτριος Γούναρης, κατά την έναρξη της δίκης, υποστήριξε με σθένος και παρρησία την ένστασή του αναφορικά με την εγκυρότητα του στρατοδικείου, η οποία απερρίφθη από αυτό. Ακολούθως και για όσο διάστημα παρέστη στη διαδικασία, η πλέον σημαντική παρέμβασή του ήταν εκείνη της στιχομυθίας του με τους Επαναστατικούς Επιτρόπους Ν. Ζουρίδη και Ν. Γρηγοριάδη, της οποίας το περιεχόμενο έχει ως ακολούθως: «Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Δεν θα ελάμβανον τον λόγον αν ο κ. Επαναστατικός Επίτροπος, ο πρώτον αγορεύσας, δεν έκαμε χρήσιν επιστολής τινός, την οποίαν εύρε δεν γνωρίζω εν τίνι αλληλογραφία. Δεν θα ελάμβανον τον λόγον διότι και ο τρόπος καθ’ ον ανέπτυξαν τας αντιρρήσεις των οι κ. κ. υπερασπισταί και τα λεχθέντα υπό του κ. Στράτου προ ολίγου καθιστούν εντελώς τούτον περιττόν. Αλλ΄ είμαι υποχρεωμένος να λάβω τον λόγον διά να παρατηρήσω και επιστήσω την προσοχήν του δικαστηρίου επί της παρατηρήσεώς μου ότι η ανάγνωσις της επιστολής εκείνης υπό του κ. Επαναστατικού Επιτρόπου ουδεμίαν σχέσιν έχει προς τας αντιρρήσεις τας υπό της υπερασπίσεως υποβληθείσας. Ο κ. Επαναστατικός Επίτροπος ανέγνωσε μίαν επιστολήν μου εκ της οποίας προκύπτει τι; Ότι οι λαοί έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να επαναστατώσι. Δύναταί τις ν’ αμφισβητήση τούτο; αμφισβητεί τούτο η υπεράσπισις διά των αντιρρήσεων τας οποίας υπέβαλεν; Όταν εν μία χώρα υπάρχει κατάστασις πραγμάτων εν τη οποία παραβιάζονται αι ελευθερίαι των πολιτών, δικαίωμα, αλλά και καθήκον των πολιτών είναι να εξανίστανται κατά της καταστάσεως ταύτης και να ανακτώσι την ελευθερίαν αυτών. Μία χώρα δεν είναι εις υγιά κατάστασιν εφ’ όσον αι εν αυτή ελευθερίαι των πολιτών δεν είναι σεβασταί. Μία χώρα, εν τη οποία παραβιάζεται η ελευθέρα κίνησις, η ελευθέρα ζωή, η ελευθέρα ενέργεια των ατόμων, δεν δύναται παρά αν έχη ζωήν εν εαυτή να εγερθή και ν’ αποτινάξη τα δεσμά τα περιορίζοντα αυτήν και άγοντα αυτήν εις μαρασμόν και εις θάνατον ίσως. Ταύτα λέγει η επιστολή, την οποία ανέγνωσεν ο κ. επαναστατικός επίτροπος. Τούτο δε είναι αλήθεια, την οποίαν δεν είναι ανάγκη να διακηρύξω εγώ από της θέσεως ταύτης του κατηγορουμένου διά να γίνη δεκτή από όλον τον κόσμον. Αλλά τίνα σχέσιν έχουσι ταύτα με τας αντιρρήσεις, τας οποίας οι κ. κ. συνήγοροι υποβάλλουν; Ουδεμίαν, απολύτως ουδεμίαν. Εκ του ότι γίνεται μία επανάστασις νομίζει ο κ. επαναστατικός επίτροπος ότι τα πάντα καταρρίπτονται; Λέγει είναι δύο ειδών νόμοι, άγραπτοι και γραπτοί και ερωτώ τον κ. επίτροπον: πολύ καλά οι γραπτοί νόμοι διεκηρύχθη ότι δύνανται ν’ ανατραπώσιν, αλλ’ ίσως αξιούται, ότι οι άγραπτοι νόμοι δεν δύνανται ν’ ανατραπώσι. Ναι ή όχι; Ν. ΖΟΥΡΙΔΗΣ (επίτρ.): Βεβαίως. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Αλλ’ οι άγραπτοι νόμοι είναι νομίζετε εκείνοι, τους οποίους κατασκευάζετε εν τη διανοία υμών ή είναι εκείνοι τους οποίους η συνείδησις του έθνους επί έναν ολόκληρον αιώνα καθιέρωσε; Ν. ΖΟΥΡΙΔΗΣ: Πως θα εύρωμεν την συνείδησιν; Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Διά των εκδηλώσεων τας οποίας έσχεν η συνείδησις αύτη. Ν. ΖΟΥΡΙΔΗΣ: Την ευρίσκομεν εις το αποτέλεσμα. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Βεβαίως, αλλά θα την εύρη κατά τον τρόπον τον οποίον υποδεικνύω εγώ. Και όταν επί αιώνα ολόκληρον και όταν από της ημέρας κατά ην οποίαν το ελληνικό έθνος ηγέρθη ίνα αποκτήση την ελευθερίαν αυτού και να δημιουργηθή εις κράτος είπεν: Εννοώ ούτω να διεξάγεται το θέμα τούτο. Και όταν από της ημέρας εκείνης διά μέσου 5, 6, 7, 8 Συνελεύσεων, εις τας οποίας, κ. επαναστατικέ επίτροπε, αντεπροσωπεύετο η Εθνική συνείδησις πασών των εποχών και των περιόδων, έχομεν την περίοδον των ανδρών της επαναστάσεως, έχομεν την περίοδον των ανδρών των κατόπιν της επαναστάσεως, έχομεν την περίοδον του Όθωνος, την περίοδον την μετά του Όθωνα, των ανδρών του Γεωργίου, έχομεν την περίοδον του 1917 και όταν εν τη εθνική συνειδήσει πασών τούτων των περιόδων η αυτή αρχή είχεν εκδηλωθή, έχομεν την συνείδησιν του Έθνους, έχομεν τον 364


άγραπτον νόμον εν τη συνειδήσει ταύτη. Που αναγιγνώσκετε υμείς, κ. επίτροπε, τον άγραφον νόμον κατά τον οποίον δύνασθε την αρχήν ταύτην να αποσβέσητε; Αυτή είναι η θεωρία, κύριοι, των αγράφων νόμων, τους οποίους επικαλείται ο κ. επαναστατικός επίτροπος και στηριζόμενος επί των αγράφων τούτων νόμων, ώφειλε να καταλήξη εις το αντίθετον συμπέρασμα παρά εις εκείνο εις το οποίον κατέληξε. Αλλ’ ο τρίτος των αγορευσάντων κ. επαναστατικός επίτροπος προέβη εις έτερόν τι, εζήτησεν από υμάς να απορρίψητε τας αντιρρήσεις, διότι τούτο σας το επιβάλλει το Σύνταγμα. Ν. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ (Επ. Επίτροπος): Είπα ότι το Σύνταγμα καθιεροί υπερτέραν κριτών την Ελληνικήν φιλοπατρίαν, κ. Γούναρη. Αυτό καθιεροί. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Θα εκτιμήσω πολύ, κατ’ αξίαν εκείνο το οποίον είπατε. Ο κ. Επίτροπος, ο τρίτος αγορεύσας, ηθέλησε να ζητήση παρ’ υμών να επιρρίψετε τας αντιρρήσεις επί τη βάσει του Συντάγματος. Διατί; Διότι υπάρχει το τελευταίον άρθρον του Συντάγματος, κατά το οποίον η τήρησις αυτού αφίεται εις την φιλοπατρίαν των Ελλήνων. Το άρθρον τούτο κάνει μίαν έκκλησιν προς εκείνους οι οποίοι ήθελον διαδεχθή αυτούς, οι οποίοι το συνέταξαν. Κάμει μίαν έκκλησιν προς τους Έλληνας και λέγει προς αυτούς: Αυτό είναι το Σύνταγμα, το οποίον ημείς ενομίσαμεν το καταλληλότερον, αυτό θα διέπει τα κατά σας, αφιέμεθα εις την φιλοπατρίαν σας να το προστατεύσητε. Την έκκλησιν ταύτην ποιείται ο κ. Επίτροπος διά να το παραβιάσητε. Διότι υπάρχουν ρηταί διατάξεις του Συντάγματος, τας οποίας ο κ. Επαναστατικός Επίτροπος ζητεί να τας παραβιάση, εν νόμετι διατάξεως η οποία αφίησιν εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων την τήρησιν. Δεν έχω να είπω τίποτε επί της τοιαύτης υποστηρίξεως της γνώμης, περί απορρίψεως των αντιρρήσεων. Κύριοι γενικώς αι αντιρρήσεις απορρέουσιν εκ μιας υπερτέρας αρχής. Λέγεται και υποστηρίζεται από τους κ. κ. Επαναστατικούς Επιτρόπους, ότι επειδή ευρισκόμεθα εν επαναστάσει δεν έχουν θέσιν αι εκ του Συντάγματος αντιρρήσεις. Δεν ελέχθη ουδέ υπεστηρίχθη παρ’ ουδενός ότι δεν έχουν εκδήλωσιν ουδέ εκ των αρχών των απαραγράπτων των εκδηλωθεισών διά της πανδήμου, ομοφώνου επί αιώνα επανειλημμένως αμεταβλήτου θελήσεως εκδηλώσεως της εθνικής συνειδήσεως εν τοις διαφόροις Συντάγμασι. Τούτο δεν υπεστηρίχθη. Επικαλούμαι και τούτο. Αλλά δεν υπεστηρίχθη, ουδέ ηδύνατο να υποστηριχθή από κανένα, ότι η επανάστασις δύναται να παρίδη τα δικαιώματα της λαϊκής θελήσεως. Έχει εξουσίαν, κύριοι, η λαϊκή θέλησις. Έχει εξουσίαν η λαϊκή δύναμις, η οποία είναι και η πηγή πάσης εξουσίας και η βάσις της του κράτους κυριαρχίας. Έχει εξουσίας αυτή. Και έχει τας εξουσίας αυτής, όχι μόνον διότι είναι ισχυρά, διότι είναι το παν, διότι είναι η δύναμις η μόνη ισταμένη. Αλλ’ έχει τας εξουσίας αυτής - και παρακαλώ το δικαστήριόν σας να επιστήση επί τούτου την προσοχήν - διότι μόνον διά της υπό της λαϊκής θελήσεως εξασκήσεως, διαχειρίσεως των εθνικών συμφερόντων, των συμφερόντων της χώρας, δύναται να πραγματοποιθή η αρίστη δυνατή εξυπηρέτησις αυτών. Ν. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ: Παρακαλώ να ανακληθή ο κατηγορούμενος εις την τάξιν, διότι αρχίζει συζήτησις, η οποία στρέφεται εναντίον μου. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Έλεγον ότι έχει εξουσίας η λαϊκή θέλησις και τας έχει όχι μόνον διότι είναι η δύναμις, αλλά πρέπει να τας έχη διότι μόνο διά της διαχειρίσεως υπό της λαϊκής θελήσεως των συμφερόντων του κράτους είναι δυνατόν να εξυπηρετηθώσιν ως άριστα τα συμφέροντα της χώρας. Ν. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ: Της λαϊκής θελήσεως, ουχί της Βασιλικής. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Ομιλώ, κ. Επαναστατικέ Επίτροπε, περί της λαϊκής θελήσεως, κατά συνέπειαν η διόρθωσίς σας παρέλκει εντελώς και παρακαλώ τον κ. Πρόεδρον να με προστατεύση κατά των τοιούτων ασκόπων παρεμβάσεων. Διότι, κύριοι εν τη διαχειρίσει των δημοσίων υποθέσεων, ως προς την οποίαν πάντες οι επιλαμβανόμενοι αυτών, διαπνέονται διά των αγαθωτέρων προθέσεων, διότι όχι μόνο κατά την πεποίθησίν την εμήν 365


αλλά και κατά τα μεμαρτυρημένα υπό της ιστορίας συμπάσης, εκείνοι οι οποίοι αναλαμβάνουσι την διαχείρισιν των τυχών της πατρίδος των, δεν είναι δυνατόν, παρά να αποβλέπωσιν εις την κατά τον άριστον τρόπον εξυπηρέτησιν των συμφερόντων. Αλλ’ η αγαθή προαίρεσις δεν αρκεί. Όσοι διεχειρίσθησαν τα υπέρτατα της πατρίδος συμφέροντα δύνανται να γνωρίζωσιν οπόσαι εμφανίζονται ωθήσεις εν αλληλοσυγκρούσει κατά την λήψιν οιασδήποτε αποφάσεως. Και εάν αφεθώσιν εις μόνην την ιδίαν αυτών δύναμιν, εάν αφεθώσιν εις μόνην την ιδίαν αυτών κρίσιν, δύναταί τις να είναι πεπεισμένος περί της αποτυχίας των αγαθών αυτών προαιρέσεων. Ενώ η λαϊκή θέλησις συγκεντρούσα την κρίσιν και κάτι τι πλέον παρά την κρίσιν, την αίσθησιν, την συνάφειαν προς τα πράγματα των πολιτών, τα εν τω κατ’ ιδίαν αυτών βίω, αυτή η λαϊκή θέλησις συγκεντρούσα πάντα ταύτα και αποτελούσα εν τη εκδηλώσει αυτής το απάνθισμα πάντων τούτων, αυτή η λαϊκή θέλησις είναι η εκδήλωσις της εν τη συγκεκριμένη περιστάσει, εμφανιζομένης πολιτικής αληθείας. Και αν αυτή είναι ενδεχόμενον να μην είναι η εκδήλωσις της πολιτικής αληθείας της κατά την συγκεκριμένην περίπτωσιν εμφανιζομένης ένα ή δύο τοις εκατόν, η εκδήλωσις της πολιτικής αληθείας εν τη αποφάσει του ενός ή των δύο ατόμων δεν θα είναι ούτε εννενήντα πέντε τοις εκατόν. Ακριβώς ιδού διατί είναι ανάγκη να έχη εν εαυτή την εξουσίαν προς διαχείρισιν των πραγμάτων της χώρας. Μεταξύ των εξουσιών της λαϊκής θελήσεως, Κύριοι, είναι να υπακούη και τους κυβερνήτας της χώρας, και η λαϊκή αντιπροσωπεία είναι εκείνη, η οποία καθορίζει τους κυβερνήτας της χώρας. Αλλά διά να δύναται να καθορίζη τους κυβερνήτας της χώρας πρέπει να έχη ...362 ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορίστε κύριε Γούναρη. Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Συμπληρών την ιδέαν την οποίαν εξέθηκα έλεγον ότι εις την λαϊκήν θέλησιν είναι κατά φύσιν, είναι κατά το συμφέρον, είναι κατά την ανάγκην της χώρας η διαχείρισις των δημοσίων υποθέσεων. Εις την λαϊκήν θέλησιν ανήκει και η υπόδειξις της Κυβερνήσεως, δεν είναι δυνατόν, κύριοι, να έχη η λαϊκή θέλησις το ύψιστον τούτων των δικαιωμάτων, εάν δεν έχη και την άσκησιν της αξιώσεως των ευθυνών εναντίον αυτών. Την στιγμήν κατά την οποίαν τας ευθύνας των υπό της λαϊκής θελήσεως διά των αντιπροσώπων αυτής υποδεικνυομένων κυβερνητών μεταφέρετε αλλαχού από την λαϊκήν θέλησιν, αφαιρείτε από την λαϊκήν θέλησιν το μέσον διά τους κυβερνήτας της χώρας, διότι γνωρίζετε ότι τον διορισμόν ενεργεί ο έτερος παράγων. Εάν δεν έχη το μέσον της ζητήσεως ευθυνών, δεν είναι δυνατόν να εξαναγκάσετε τον έτερον παράγοντα εις το να διορίση εκείνους τους οποίους αύτη υποδεικνύει. Ένεκα αυτού του λόγου, ένεκα του λόγου ότι θίγεται το δικαίωμα της λαϊκής θελήσεως του ζητείν ευθύνας, παρ’ εκείνων τους οποίους υποδεικνύει ως Κυβερνήτας της χώρας, ένεκα του λόγου ότι ανατρέπεται η βάσις του πολιτεύματος το οποίον μας διέπει - και καλώς μας διέπει - διότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξη η Ελλάς υπό έτερον πολίτευμα αλλά το πολίτευμα το κοινοβουλευτικόν, το πολίτευμα κατά το οποίον τους κυβερνήτας υποδεικνύει η λαϊκή θέλησις, αυτή δε δεν είναι γνώμη εμού, δεν πρόκειται περί γνώμης εμού, πρόκειται περί γνώμης γενεών Ελλήνων κληθέντων επί τούτου ν’ αποφανθώσιν, πρόκειται περί της γνώμης, όχι μόνον γνώμης, πρόκειται περί της αποφάσεως πασών των από της συστάσεως του κράτους Εθνικών συνελεύσεων, αι οποίαι ηξίωσαν ίνα την κυβέρνησιν της χώρας υποδεικνύει λαϊκή αντιπροσωπεία, πρόκειται περί πράγματος του οποίου κατά περίοδον βραχείαν της Οθωνικής βασιλείας έσχομεν δεινά τα αποτελέσματα των παραβάσεων. Δεν είναι δε δυνατόν, κύριοι, να υπάρξη υπόδειξις της Κυβερνήσεως της Στο σημείο αυτό, η αγόρευση του Δημητρίου Γούναρη διακόπηκε από έναν εκ των αξιωματικών που βρίσκονταν στο θεωρείο. Μετά τη διακοπή αυτή, ο πρόεδρος διέκοψε τη συνεδρίαση για δέκα λεπτά και με την επανάληψή της έδωσε και πάλι το λόγο στον Δημήτριο Γούναρη.

362

366


χώρας υπό της λαϊκής αντιπροσωπείας, ήτοι της λαϊκής θελήσεως, εάν αύτη η λαϊκή θέλησις διά της λαϊκής αντιπροσωπείας δεν έχει και μόνη αυτή το δικαίωμα της ζητήσεως ευθυνών παρ’ αυτής. Ιδού ο κύριος, ο βασικός λόγος, λόγος πολιτεύματος το οποίον δεν ηννόησε να θίξη η Επανάστασις, διότι ουδείς θα είπη, ουδέ η Επαναστατική επιτροπή, ουδέ οιοσδήποτε εκ των εν τη αιθούση ταύτη ή έξω αυτής ευρισκομένων και ομιλούντων περί των δημοσίων πραγμάτων της Ελλάδος και κρινόντων περί του έργου της Επαναστάσεως, ουδείς δύναται να είπη, ότι άλλο εκτός του Κοινοβουλευτικού πολιτεύματος δύναται να υπάρξη εν Ελλάδι. Εάν δε ηθέλαμεν να υπάρξη το Κοινοβουλευτικόν πολίτευμα οφείλομεν να έχωμεν αυτό ως εγεννήθη εν τη συνειδήσει των πατέρων αυτού και δεν δυνάμεθα να έχωμεν πολίτευμα κοινοβουλευτικόν όταν ανατρέψωμεν την κυριωτάτην βάσιν αυτού. Κύριοι, αι αρχαί των πολιτευμάτων δεν κατασκευάζονται με τα γραφόμενα άρθρων εφημερίδων, δεν ανατρέπονται με τα γραφόμενα προκηρύξεων· κατασκευάζονται διά του σεβασμού ο οποίος εύρηται εν ταις συνειδήσεσι πάντων ερριζωμένος προς αυτάς· ανατρέπονται διά της διασείσεως του σεβασμού τούτου προς τας αρχάς αυτάς. Εν ονόματι λοιπόν του Κοινοβουλευτικού πολιτεύματος το οποίον είναι ιερόν δι’ ημάς, είναι ιερόν διά την Επανάστασιν. Εν ονόματι του Κοινοβουλευτικού πολιτεύματος μη θίξητε την κυρίαν, την θεμελιώδη αυτού βάσιν. Θα την θίξητε δε εν περιπτώσει καθ’ ην γίνει ενέργεια διασείουσα τον σεβασμόν τον οποίον πάσα ελληνική συνείδησις πρέπει να έχη προς αυτήν, ενέργειαν εκ διαμέτρου αντίθετος προς την αρχήν την αποτελούσαν την θεμελιώδη βάσιν του πολιτεύματος τούτου»363. Ενώ, πλέον η δίκη βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, και συγκεκριμένα κατά την 5 η ημέρα της, ο Δημήτριος Γούναρης ασθένησε σοβαρά και ζήτησε την αναβολή της. Το αίτημα όμως απορρίφθηκε, αν και η ιατρική γνωμάτευση περί την ασθένειά του, που εκδόθηκε την επόμενη ημέρα, πιστοποιούσε πως είχε προσβληθεί από τύφο. Μεταφέρθηκε στην κλινική Ασημακόπουλου (σημερινή κλινική «Άγιος Παντελεήμων») επί της οδού Ασκληπειού στην Αθήνα, αλλά η δίκη συνεχίστηκε και απόντος αυτού. Έτσι, όταν η διαδικασία εισήλθε στο στάδιο των απολογιών των κατηγορουμένων, στις 7 Νοεμβρίου 1922, ο Δημήτριος Γούναρης δεν ήταν παρών για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Και παρά το γεγονός ότι ο συγκατηγορούμενός του Νικόλαος Στράτος -με τον οποίο είχαν έρθει πολλές φορές σε ρήξη κατά τη διάρκεια της περιόδου 1920-1922- ανέλαβε ενώπιον του δικαστηρίου την πρωτοβουλία να απολογηθεί όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τον βαρύτατα ασθενούντα Αχαιό πολιτικό, αλλά και το ότι διαβάστηκε στο ακροατήριο το απολογητικό υπόμνημά του, το οποίο ήδη έχει προπαρατεθεί, ουσιαστικά ο ηγέτης του «Λαϊκού Κόμματος» δικάστηκε αναπολόγητος. Από τους υπόλοιπους κατηγορούμενους, ο στρατηγός Γεώργιος Χατζηανέστης, είπε μεταξύ των άλλων στην απολογία του: «Αλλά αισθάνομαι την ανάγκην να σας είπω και κάτι το οποίον πιέζει τα στήθη μου. Ουδεμία ποινή, ούτε η βαρυτέρα, δεν θα είναι οδυνηροτέρα από τους διαρκείς εξευτελισμούς και το μαρτύριον το οποίον υφίσταμαι 1 και ½ μήνα, όχι μόνον ως άτομον, αλλά και ως αντιστράτηγος κυρίως». Ο πρώην πρωθυπουργός Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, απευθυνόμενος στους κατηγόρους του υπογράμμισε μεταξύ των άλλων: «Αντί απολογίας, κύριοι δικασταί, διά την κατηγορίαν της εσχάτης προδοσίας, η οποία μας απεδόθη επιτρέψατέ μου να εκφράσω μίαν ευχήν, η οποία θα αποτελέση και την τελευταίαν λέξιν του πολιτικού μου σταδίου. Επιτρέψατέ μου να ευχηθώ όπως ο εξευτελισμός τον οποίον υπέστησαν μέχρι σήμερον τα ανώτατα αξιώματα του κράτους εν 363

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 465 - 471.

367


τω προσώπω μου και εν τω προσώπω των συναδέλφων μου, μη παρεμποδίση όσους ακόμα δύνανται να προσφέρουν υπηρεσίας εις την πατρίδα, να τας προσφέρωσιν». Ενώ, ο επίσης πρώην πρωθυπουργός Νικόλαος Στράτος, κατακεραύνωσε το κατηγορητήριο, λέγοντας: «Φθάνει η τραγωδία. Ο δόλος είναι περιττόν κατασκεύασμα, το οποίον δεν έχει κανέν αποτέλεσμα άλλο, παρά να δυσφημήση την πολιτικήν της Ελλάδος ότι ευρέθησαν 7 ή 8 άθλια όντα, τα οποία χάριν πολιτικής σταδιοδρομίας την οποίαν είχον, χάριν πολιτικού οφέλους το οποίον δεν προσεδόκουν, είχον την ευχαρίστησιν να παραδώσουν εις την σφαγήν των Τούρκων την φοβεράν τους ομοεθνείς των και την πατρίδα εις ατίμωσιν. Αρκεί ό,τι υπέστημεν ακούοντες του κατηγορητηρίου. Είπον και απολογούμενος ότι δεν ζητώ την επιείκειαν κανενός. Αφήνω εις την ακεραιότητα και την ευσυνειδησίαν υμών, όχι την προσωπικήν ελευθερίαν, ουδέ την ζωήν, αλλά την τιμήν εμού και των εν ατυχία συγκατηγορουμένων μου». Από τη δική του πλευρά, ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Μπαλτατζής, τόνισε τα εξής: «Νομίζω ότι εκάμαμεν ό,τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν. Προσεφέραμεν εις τον τόπον με όλην την ειλικρίνειαν και αφοσίωσιν ό,τι είχεν η καρδία μας και η διάνοιά μας, είναι δε εκ των φοβεροτέρων ονείρων όταν μετά τοιαύτην εργασίαν εφθάσαμεν να ριφθώμεν εις το εδώλιον, κατηγορούμενοι διά το απαισιότερον των εγκλημάτων. Την συγκίνησιν και την αγωνίαν την οποίαν ασθάνθησαν οι εκεί αγωνιζόμενοι τον αγώνα, την συναισθανόμεθα βαθύτατα μέχρι των μυχιοτάτων της ψυχής μας. Εδώσαμεν ό,τι είχομεν εις τον τόπον μας. Εις υμάς απόκειται να κρίνετε». Ενώ, τέλος, ο πρώην Υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, σημείωσε μεταξύ των άλλων: «Ήλθον να διαθέσω εις τον τόπον αυτόν εκείνα τα οποία ήμην εις θέσιν να διαθέσω. Ήμην κάτοχος ενός μεγάλου πολιτικού ονόματος, το οποίον έθεσα εις την διάθεσιν του τόπου. Ήμην κάτοχος μιας συνειδήσεως λευκής, την οποία έθεσα εις την διάθεσιν του τόπου. Ήμην κάτοχος τέλος προθέσεως εντελώς αγνής και την έθεσα και αυτήν εις την διάθεσιν του τόπου. Αν αι ελπίδες μου δεν απέδωκαν όσα ήλπιζον εις αυτήν, ομολογώ ότι το σφάλμα δεν υπάρχει εις την πρόθεσιν, υπάρχει, ίσως εις τας γενικωτέρας συνθήκας υπό τας οποίας επολιτεύθην»364. Ενόσω η δίκη βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, από την πλευρά των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα, ασκούνταν προς την ελληνική κυβέρνηση και τα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής, ασφυκτικές πιέσεις που απέβλεπαν στο να αποτρέψουν την καταδίκη των δικαζομένων, σε θάνατο. Στις πιέσεις αυτές, πρωτοστατούσε ο πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Αθήνα, σερ Φράνσις Λίντλεϊ, ο οποίος διεμήνυσε πως η πιθανή καταδίκη σε θάνατο των κατηγορουμένων θα χαρακτηριζόταν από την κυβέρνηση της χώρας του ως «δικαστικός φόνος», και ότι κατόπιν αυτού η Μεγάλη Βρετανία θα αναγκαζόταν να διακόψει τις διπλωματικές της σχέσεις με την Ελλάδα. Προ των πιέσεων αυτών και διαπιστώνοντας την αδυναμία της να κάμψει την αδιαλλαξία των πιο φανατικών από τα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής, η κυβέρνηση Κροκιδά, υπέβαλε στις 9 Νοεμβρίου 1922 την παραίτησή της και την επόμενη ημέρα αντικαταστάθηκε από νέα κυβέρνηση, υπό την πρωθυπουργία του Στυλιανού Γονατά, εκ των ηγετών του κινήματος της 11ης Σεπτεμβρίου 1922. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό για το εύρος των αντιδράσεων που προκαλούσε και στο εσωτερικό της χώρας η διαφαινόμενη καταδίκη σε θάνατο των δικαζομένων πολιτικών, ότι μεταξύ εκείνων οι οποίοι προσπαθούσαν να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη, ήταν και ο άλλοτε υπαρχηγός του «Κόμματος Φιλελευθέρων», στενός συνεργάτης του αρχηγού του και 364

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 477 - 479.

368


διατελέσας πρωθυπουργός της χώρας, Εμμανουήλ Ρέπουλης. Ο οποίος, επιμόνως ζητούσε από τον ευρισκόμενο στη Λωζάννη Ελευθέριο Βενιζέλο να παρέμβει προς την Επαναστατική Επιτροπή, προκειμένου να μην πραγματοποιηθεί ο τουφεκισμός των κατηγορουμένων. Με την ολοκλήρωση των απολογητικών δευτερολογιών των κατηγορουμένων Γεωργίου Μπαλτατζή, Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, Ξενοφώντα Στρατηγού και Γεωργίου Χατζηανέστη, τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 15ης Νοεμβρίου 1922 ο πρόεδρος του δικαστηρίου Αλέξανδρος Οθωναίος κήρυξε περαιωμένη τη διαδικασία και το δικαστήριο αποσύρθηκε για να εκδώσει την απόφασή του, ενώ οι κατηγορούμενοι μεταφέρθηκαν με δύο φορτηγά αυτοκίνητα στις φυλακές «Αβέρωφ», όπου και εκρατούντο. Στις 6.40΄ το πρωί της 15ης Νοεμβρίου, ο Αλέξανδρος Οθωναίος, ακολουθούμενος από τα μέλη του δικαστηρίου, εμφανίστηκε στην αίθουσα συνεδριάσεως και ανέγνωσε την απόφαση του δικαστηρίου, της οποίας το πλήρες κείμενο έχει ως ακολούθως: «Εν Ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β΄. Το Έκτακτον Επαναστατικόν Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά Νόμον. Επειδή εκ της αποδεικτικής διαδικασίας, προέκυψαν τα επόμενα πραγματικά περιστατικά. Άπαντες οι κατηγορούμενοι εκ συστάσεως μετ’ άλλων, εν γνώσει όντες ότι η εν Ελλάδι επάνοδος του Βασιλέως Κωνσταντίνου, λόγω των κατά την διάρκειαν του παγκοσμίου πολέμου εχθρικών αυτού πράξεων κατά των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως, ήθελεν είσθε επιβλαβής εις τα εθνικά δίκαια και ιδία ότι εκλόνισε την συνθήκην των Σεβρών, ήτις ως προς την παραχώρησιν της Ανατολικής Θράκης είχεν επικυρωθή υπό της Ελληνικής Βουλής και είχεν αύτη εκτελεσθή διά της κατοχής υπό της Ελλάδος της Θράκης, και προσαρτηθείσης ταύτης, ειργάσθησαν διά διαφόρων μέσων, και δη διά ψευδών διαδόσεων και διά της αποκρύψεως των εντεύθεν κινδύνων εις τα εθνικά συμφέροντα, υπέρ της επανόδου του Βασιλέως Κωνσταντίνου, επιτευχθείσης δε ταύτης εξεδηλώθη αμέσως η απειληθείσα διά των γνωστών διακοινώσεων μεγίστη δυσμένεια των Δυνάμεων κατά της Ελλάδος, ου ένεκεν εξέπεσεν αύτη της Συμμαχίας και εστερήθη ούτω της επικουρίας των Συμμάχων προς επιβολήν της συνθήκης των Σεβρών. Καίτοι δε η Ελλάς απεμονώθη διπλωματικώς και εστερήθη της βοηθείας των Δυνάμεων, εν τούτοις ούτοι απεφάσισαν παντί σθένει να στηρίξωσιν εις τον Θρόνον τον Βασιλέα Κωνσταντίνον επί θυσία των Εθνικών συμφερόντων, όπως υπό την αιγίδα της σταθεράς βάσεως του Θρόνου νέμωνται τας διαφόρους εξουσίας του Κράτους και προς τούτο αφ’ ενός μεν διά ψευδών αισιοδόξων ανακοινώσεων απέκρυπτον από τον λαόν την αλήθειαν, ήτοι τον κίνδυνον, ον διέτρεχον τα εθνικά συμφέροντα, αφ’ ετέρου δε διά της τρομοκρατήσεως της Κοινής Γνώμης επεδίωξαν την κατάπνιξιν της εκδηλώσεως πάσης διαμαρτυρίας εκ μέρους του Λαού. Αποκρύψαντες την έκπτωσιν της Ελλάδος εκ της Συμμαχίας και την εντεύθεν βλάβην των εθνικών συμφερόντων, απεφάσισαν να ρίψωσιν επί του Ελληνικού Λαού βάρος ανώτερον υπό πάσαν έποψιν των δυνάμεών του και εν γνώσει των κινδύνων της καταστροφής των εθνικών δικαίων, ην απεδέχοντο, ανέθηκαν αποκλειστικώς εις αυτόν την διά των όπλων επιβολήν της συνθήκης των Σεβρών, ήτις θα εφηρμόζετο ευχερώς τη συνδρομή των Μεγάλων Δυνάμεων, εάν η Ελλάς δεν εξέπιπτε της Συμμαχίας. Αφού δε εστέρησαν το στράτευμα ικανών και δεδοκιμασμένων αρχηγών μονάδων και άλλων αξιωματικών και ωδήγησαν αυτό από αποτυχίας εις αποτυχίαν κατά τας διαφόρους επιχειρήσεις, επήλθε τελικώς η μάχη του Σαγγαρίου, καθ’ ην πλέον κατεδείχθη το αδύνατον της επιβολής της συνθήκης εις τον εχθρόν διά των όπλων. Και μετά τούτο όμως οι κατηγορούμενοι και άλλοι συστασιώται αυτών, αντί να παύσωσι να κρύπτωσι την αλήθειαν ότι η παραμονή του Βασιλέως εις την Ελλάδα ήτο επιβλαβής εις τα εθνικά συμφέροντα, τουναντίον εν γνώσει πλέον τελούντες της ασφαλώς επερχομένης καταστροφής, ήρχισαν εντατικώτερον διά των ως άνω ιδίων μέσων των ψευδολογιών και της τρομοκρατίας να ενεργώσιν όπως υποστηρίξωσι τον Βασιλέα, 369


ούτινος ο Θρόνος εκλονίζετο, ούτω δε διά της παρατάσεως της μικρασιατικής εκστρατείας επήλθεν ο στρατιωτικός κάματος και ο ηθικός κλονισμός του στρατού και η οικονομική εξάντλησις της χώρας, τουθ’ όπερ επήνεγκε συγκλονισμόν του Μικρασιατικού μετώπου, όπερ μετά τινα χρόνον επρόκειτο αυτομάτως να καταρρεύση. Αντί δε ν’ ασκήσωσι πάσαν την επιρροήν των εις τον Βασιλέα ίνα ούτος παραιτηθή και σωθή ούτω το εθνικόν οικοδόμημα, δηλούντες αυτώ ότι εν περιπτώσει αρνήσεώς του θέλουσιν ούτοι παραιτηθή, και καταστήσωσι τούτο γνωστόν αρμοδίως, εξ εναντίας ο Γεώργιος Χατζηανέστης ανέλαβεν αυτός να εκτελέση την αποφασισθείσαν σκηνοθεσίαν της εκστρατείας της Κωνσταντινουπόλεως, αποσπάσας αρκετάς δυνάμεις εκ του Μικρασιατικού μετώπου εις Θράκην, επί τω τέλει να επιτευχθή επίθεσις εκ μέρους του εχθρού, καθ’ ην ηττωμένου του ελληνικού στρατού επέλθη ο τερματισμός της εκκενώσεως της Μικράς Ασίας και της Θράκης, ήτις ήτο συνέπεια συνήθης ευπρονόητος του ως άνω επιδιωκομένου σκοπού των κατηγορουμένων κι ούτως ενήργησε την παράδοσιν εις τον εχθρόν αποθηκών πλήρων παντοειδούς υλικού. Επειδή, εκδηλωθείσης της επιθέσεως του εχθρού την 13ην Αυγούστου, κατά την διάρκειαν ταύτης εκ προθέσεως παρέδωκεν εις τον εχθρόν μεγάλα τμήματα της παρ’ αυτού διοικουμένης Στρατιάς της Μικράς Ασίας και διά διαφόρων μέσων προυκάλεσε την απέναντι του εχθρού φυγήν του στρατού και ημπόδισε την ανασυνάθροισιν αυτού, παρακινηθείς εις τούτο εκ προθέσεως υπό των λοιπών κατηγορουμένων. Επειδή προέκυψεν ότι οι εκ των κατηγορουμένων Μιχαήλ Γούδας και Ξενοφών Στρατηγός εξετέλεσαν τας ανωτέρω πράξεις εν μετρία συγχύσει, άρθρον 87 του κοινού Ποινικού Νόμου. Επειδή αι πράξεις αύται προβλέπονται υπό των άρθρων 56, εδ. 3. 57, 123 εδ. 3.224 του κοινού Ποινικού Νόμου, 194 εδ. 1. 4. 259 και 178 της Στρατιωτικής Ποινικής Νομοθεσίας 109, 21 και 23 του κοινού Ποινικού Νόμου και 10 του από 12, Οκτωβρίου του 1922 Διατάγματος Επαναστατικής Επιτροπής περί συστάσεως και λειτουργίας εκτάκτου Στρατοδικείου προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της Εθνικής καταστροφής κατηγοριών. Διά ταύτα Κηρύσσει παμψηφεί ενόχους τους κατηγορουμένους 1) Δημήτριον Γούναρην, 2) Νικόλ. Στράτον, 3) Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, 4) Νικόλ. Θεοτόκην, 5) Γεώργιον Χατζανέστην, 6) Ξενοφώντα Στρατηγόν, 7) Μιχαήλ Γούδαν και 8) Γεώργιον Μπαλτατζήν. 1) Ότι από κοινού συμφέροντος κινούμενοι συναπεφάσισαν την εκτέλεσιν της αμέσως επομένης αξιοποίνου πράξεως και ένεκα ταύτης συνομολογήσαντες προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομήν από της 3ης Νοεμβρίου 1920 μέχρι τέλους Αυγούστου 1922 εν Αθήναις και αλλαχού του Κράτους συνώμοσαν και συναπεφάσισαν περί πράξεως εσχάτης προδοσίας και συνυπεχρεώθησαν προς αλλήλους προς ταύτη, ήτοι διά της διά ποικίλων μέσων συστηματικής εργασίας προς κλονισμόν του ηθικού του εν Ιωνία μαχομένου στρατού, διά της προβεβουλευμένης μεταφοράς μεγάλης δυνάμεως στρατού εκ του Μικρασιατικού μετώπου επί σκοπώ εξασθενήσεως αυτού και άλλων διαφόρων μέσων ενήργησαν εκ προθέσεως την παράδοσιν εις τον εχθρόν αποθηκών πλήρων πολεμοφοδίων, όπλων, πυροβόλων και παντός άλλου πολεμικού υλικού, ανηκόντων εις την επικράτειαν. 2) Τον κατηγορούμενον Γ. Χατζανέστην τέως αρχηγόν Στρατιάς Μικράς Ασίας ως υπαίτιον του ότι εν Σμύρνη και αλλαχού από της 13 Αυγούστου 1922 μέχρι της 23 ιδίου μηνός και έτους εκουσίως και εκ προθέσεως παρέδωκε προς τον εχθρόν μεγάλα τμήματα της παρ’ αυτού διοικουμένης Στρατιάς Μικράς Ασίας και διά διαφόρων μέσων προυκάλεσε την απέναντι του εχθρού φυγήν μεγάλων τμημάτων του στρατεύματος και παρημπόδισε την ανασυνάθροισιν αυτού. 370


Τους δε λοιπούς: 1) Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, 2) Δημήτριον Γούναρην, 3) Νικόλαον Στράτον, 4) Ξενοφώντα Στρατηγόν, 5) Νικόλαον θεοτόκην, 6) Μιχαήλ Γούδαν και 7) Γεώργιον Μπαλτατζήν, ότι ενώ ο Γεώργιος Χατζανέστης, αρχηγός ως της Στρατιάς Μικράς Ασίας από 13 μέχρι 23 Αυγούστου 1922, εκουσίως και εκ προθέσεως παρέδωκεν εις τον εχθρόν μεγάλα τμήματα στρατού και παρημπόδισε την ανασυνάθροισιν αυτού, ούτοι εκ προθέσεως παρεκίνησαν αυτόν εις την εκτέλεσιν της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως, προστάξαντες και παραγγείλαντες αυτόν και συμβουλεύσαντες αυτόν μετ’ απάτης, πειθούς και φορτικότητος. Καταδικάζει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη, αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού, υποστρατήγου, και Μιχαήλ Γούδα, υποναυάρχου, και επιβάλλει αυτοίς τα έξοδα και τέλη και διά προσωπικής των κρατήσεως. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου και κατά 1) Δ. Γούναρη δραχ. διακοσίων χιλιάδων, 2) Ν. Στράτου δραχ. τριακοσίων τριάκοντα πέντε χιλιάδων, 3) Π. Πρωτοπαπαδάκη δραχ. πεντακοσίων χιλιάδων, 4) Γ. Μπαλτατζή δραχ. ενός εκατομμυρίου, 5) Ν. Θεοτόκη δραχ. ενός εκατομμυρίου και 6) Μ. Γούδα δραχ. διακοσίων χιλιάδων. Εκρίθη απεφασίσθη και εδημοσιεύθη. Εν Αθήναις τη 15 Νοεμβρίου 1922. Ο Πρόεδρος Ο Γραμματεύς Α. ΟΘΩΝΑΙΟΣ Ι. Π ε π ό ν η ς»365 Η απόφαση για τη θανατική καταδίκη των έξι, προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις. Ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα Φράνσις Λίντλεϊ, απευθύνθηκε στην ελληνική κυβέρνηση σε μια ύστατη προσπάθεια να διασώσει τους καταδικασθέντες από την εκτέλεση, έστω και την τελευταία στιγμή. Ενώ, έντονες πιέσεις ασκήθηκαν από ξένες κυβερνήσεις και στον Ελευθέριο Βενιζέλο για να παρέμβει. Έτσι, ο Ελευθέριος Βενιζέλος από τη Λωζάννη (όπου είχε συνέλθει η διάσκεψη για την επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών, η οποία κατέληξε στην ομώνυμη συνθήκη, που υπεγράφη στις 24 Ιουλίου 1923), συναίνεσε στην αποστολή του Άγγλου πλωτάρχη Τζέραλντ Τάλμποτ στην Αθήνα, με μήνυμα του Άγγλου υπουργού των Εξωτερικών Λόρδου Κώρζον προς την κυβέρνηση, για την αποτροπή της εκτέλεσης. Τελικά, ο Άγγλος απεσταλμένος δεν πρόφτασε366. Κατόρθωσε να συναντηθεί με τον Νικόλαο Πλαστήρα, τρεις ώρες αφότου η εκτέλεση είχε πραγματοποιηθεί. 8.4 Η εκτέλεση των έξι Βλ. «Επίσημα Πρακτικά, Η Δίκη των Εξ», Αθήνα 1976, χ.α.ε.ο. σελ. 806 - 809. Η παρέμβαση, όμως, του πλωτάρχη Τζέραλντ Τάλμποτ, υπήρξε έγκαιρη και αποδείχθηκε αποτελεσματική στην περίπτωση της δίκης του πρίγκιπα Ανδρέα (γιου του βασιλέως Γεωργίου Α΄ και αδελφού του βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄), ο οποίος παραπέμφθηκε με την κατηγορία ότι ήταν ο κύριος και αποκλειστικός υπεύθυνος για την αποτυχία της εκστρατείας του ελληνικού στρατού προς τον Σαγγάριο, τον Αύγουστο 1921. Χάρις ακριβώς, όμως, στην παρέμβαση του Άγγλου πλωτάρχη, που φυσικά λειτουργούσε για λογαριασμό της κυβέρνησης της χώρας του, ο πρίγκιπας Ανδρέας όχι μόνο δεν καταδικάσθηκε σε θάνατο, καθώς η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν ισόβια εξορία, αλλά και φυγαδεύθηκε αμέσως μετά το τέλος της δίκης του στις 20 Νοεμβρίου 1922 από τον ίδιο τον Τάλμποτ στο εξωτερικό. Βλ. μεταξύ των άλλων, Γιώργος Α. Λεονταρίτης: «Η Δίκη του Πρίγκιπα Ανδρέα για την Μικρασιατική Καταστροφή», περ. Λαβύρινθος, τεύχος 2, Αύγουστος 2003.

365 366

371


Το ίδιο καθυστερημένη υπήρξε και η παραλαβή από τον Νικόλαο Πλαστήρα του τηλεγραφήματος του Ελευθερίου Βενιζέλου, το οποίο έλαβε 19 ώρες μετά την απόφαση του στρατοδικείου, 14 ώρες μετά τον τουφεκισμό των έξι και 12 ώρες μετά την άφιξη του Τάλμποτ στην Αθήνα. Το κείμενο του τηλεγραφήματος του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον Νικόλαο Πλαστήρα, έχει ως εξής: «Σήμερον το απόγευμα και κατά την ώραν του τεΐου ο Λόρδος Κώρζον βαθύτατα συγκεκινημένος με επλησίασε και μοι επέδειξε τηλεγράφημα αγγέλον την απόφασιν του στρατοδικείου δι’ ης καταδικάζονται εις θάνατον οι κατηγορούμενοι. Μοι ετόνισε την φρικαλέαν εντύπωσιν η οποία θα εδημιουργείτο όχι μόνον μεταξύ των κυβερνητικών κύκλων εν Αγγλία, αν υπεύθυνοι υπουργοί της χώρας, οίτινες κατά τρόπον έκδηλον είχον υπέρ αυτών την υποστήριξιν της κοινής γνώμης ότε ανέλαβον την αρχήν, εξετελούντο. Και προσέθηκεν ότι αν πραγματοποιηθή η εκτέλεσις, η βρετανική κυβέρνησις θα προβή εις ανάκλησιν του πρεσβευτού της. Καίτοι, όπως γνωρίζετε, μετά προσοχής αποφεύγω να επέμβω εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της χώρας, θεωρώ καθήκον μου να σας βεβαιώσω ότι η εντύπωσις θα είναι πράγματι ως την παριστά ο Λόρδος Κώρζον, και να επισύρω την προσοχήν σας επί του γεγονότος ότι η θέσις μου ενταύθα θα καταστή δυσχερής»367. Ενώ στο πολιτικό και διπλωματικό παρασκήνιο επικρατούσε πυρετώδης κινητικότητα με τις ξένες δυνάμεις να πιέζουν για την αποτροπή της εκτέλεσης των έξι και τους φανατικούς του επαναστατικού καθεστώτος της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 να μένουν αμετακίνητοι στην απόφασή τους να προχωρήσουν το ταχύτερο δυνατόν στον τουφεκισμό τους, ο Δημήτριος Γούναρης στις 5.00΄ τα ξημερώματα της 15ης Νοεμβρίου 1922 μεταφερόταν από την κλινική «Ασημακοπούλου» στην οποία νοσηλευόταν βαρύτατα ασθενής, στις φυλακές «Αβέρωφ». Να πώς περιγράφει ο συνεξόριστός του στην Κορσική και συνεργάτης του Γεώργιος Πεσμαζόγλου, και εκ των ελαχίστων αυτοπτών μαρτύρων της επακολουθησάσης εκτέλεσης των έξι σημειωτέον, τη μεταφορά του: «Εις τας 5 το πρωί ο ταγματάρχης Χωροφυλακής Κατσιγιαννάκης, εισήλθεν εις το δωμάτιον του Γούναρη, τον εξύπνησε και του είπε: "- Κύριε Πρόεδρε, διετάχθην να σε μεταφέρω εις τας φυλακάς Αβέρωφ". Εκ του προκληθέντος θορύβου αφυπνίσθη ο ευρισκόμενος εις το παραπλεύρως δωμάτιον ιατρός του Βλάχος και, αντιληφθείς περί τίνος επρόκειτο, είπεν εις τον αξιωματικόν, ότι η μεταφορά του ασθενούς ήτο αδύνατος, διότι είχεν υψηλόν πυρετόν. Ο ταγματάρχης όμως Κατσιγιαννάκης είπε ότι έχει διαταγάς και είναι υποχρεωμένος να τας εκτελέση. Εν τω μεταξύ, ο Γούναρης συνήλθεν από την νάρκην του και είπε: "- Πολύ καλά, θα ενδυθώ". Η ευρισκομένη εις την κλινικήν αδελφή του αφυπνίσθη και, όταν έμαθε περί τίνος επρόκειτο, μετέβη ολοφυρομένη εις το δωμάτιόν του, ενώ το φρουραρχείον εμαίνετο τηλεφωνικώς κατά του ταγματάρχου διότι ηργοπόρει να εκτελέση την διαταγήν του. Ο Κατσιγιαννάκης εισήλθεν εις το δωμάτιον και ηπείλει να μεταφέρη τον Γούναρην έστω και γυμνόν. Του έγινε μία καρδιοτονωτική ένεσις και ο ασθενής ενδύθηκε όπως - όπως. Όταν όμως κατήρχετο την κλίμακα ελύγισαν τα πόδια του και τον ετοποθέτησαν επί φορείου διά να τον επιβιβάσουν του αναμένοντος φορτηγού αυτοκινήτου μετά του ιατρού του κ. Βλάχου. Όταν έφθασαν εις τας φυλακάς Αβέρωφ, το φορείον εις το οποίον κατέκειτο ο Γούναρης, ριγών, ετοποθετήθη εις την είσοδον των φυλακών, ενώ έπιπτε ψιλή βροχή από ένα σκοτεινόν ουρανόν. Περί τας 8.30΄ π.μ. αφίχθη ο επαναστατικός επίτροπος Γρηγοριάδης, από τον οποίον ο ιατρός Βλάχος εζήτησε να μεταφέρουν τον ασθενή πλησίον των ομοτύχων του διά να μη κρυώση. Ο Γρηγοριάδης απήντησε κατ’ αρχάς ότι δεν δύναται να επιτρέψη την μεταφοράν 367

Βλ. Γεώργιος Ρούσσος, όπ. προηγ. τόμος Ε΄, σελ. 326 - 328.

372


του προτού ο μελλοθάνατος λάβη γνώσιν της αποφάσεως του δικαστηρίου. Εις τούτο ο ιατρός Βλάχος παρετήρησεν ότι δύναται να λάβη γνώσιν αυτής μετά των λοιπών κρατουμένων. Ούτω ο Γρηγοριάδης επέτρεψε την μεταφοράν του Γούναρη εις το δωμάτιον του α' ορόφου, όπου ευρίσκοντο και οι λοιποί κατάδικοι, προς τους οποίους ο υιός του Γ. Μπαλτατζή είχεν ανακοινώσει την απόφασιν. Δεν εξεπλάγησαν διόλου, πλην του στρατηγού Χατζηανέστη, ο οποίος είπε: "- Μα κάτι λάθος κάνεις, παιδί μου, δεν είναι δυνατόν να καταδικάσουν και εμένα εις θάνατον"! Εις τας 9 π.μ. ο επαναστατικός επίτροπος τους ανέγνωσε την απόφασιν του δικαστηρίου, η οποία, όπως τους ανεκοίνωσε, θα εξετελείτο την 11ην πρωϊνήν της ιδίας ημέρας»368. Ο Δημήτριος Γούναρης, αν και βαρύτατα ασθενής, άκουσε την απόφαση με ψυχραιμία και αποχαιρέτησε τους φίλους του, που είχαν μεταβεί στις φυλακές «Αβέρωφ» για να αποχαιρετίσουν τους μελλοθάνατους, με στωϊκότητα και «φιλοσοφικήν όντως ηρεμίαν πνεύματος», όπως ανέφερε εφημερίδα της εποχής. Αμέσως μόλις πληροφορήθηκε τη θανατική του καταδίκη, καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες, έγραψε τη διαθήκη του, η οποία ανέφερε τα εξής: «ΔΙΑΘΗΚΗ Ότι περισσεύει εκ της μικράς μου περιουσίας, αφού πληρωθούν τα χρέη μου, επιθυμώ να περιέλθη εις τον γαμβρόν μου Κανέλλον Α. Κανελλόπουλον ον εγκαθιστώ κληρονόμον ίνα το χρησιμοποιήση προς καλλιτέραν αποκατάστασιν της θυγατρός του Μαρίας. Εις την υπηρέτριάν μου Ευφροσύνην Στρατή αφίνω δέκα χιλιάδας, και την βιβλιοθήκην μου εις τον Δήμον Πατρών. Εν Αθήναις τη 15 Νοεμβρίου 1922 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ»369 Όταν οι συγγενείς των κρατουμένων αποχώρησαν, τους μελλοθανάτους αποχαιρέτισαν οι δύο συγκατηγορούμενοί τους Ξενοφών Στρατηγός και Μιχαήλ Γούδας, βαθύτατα συγκινημένοι. Στη συνέχεια προσήλθε, κατόπιν αιτήματος των μελλοθανάτων, ο ιερέας των φυλακών, ο οποίος αφού τους ανέγνωσε μία ευχή, τους μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων. Και περί την 11η πρωϊνή, οι φρουροί των φυλακών διέταξαν τους μελλοθανάτους να επιβιβασθούν σε δύο αυτοκίνητα του υγειονομικού του στρατού που βρίσκονταν έξω από τις φυλακές «Αβέρωφ», προκειμένου να μεταφερθούν στον τόπο της εκτέλεσής τους, στο Γουδί. Ο Δημήτριος Γούναρης, ο Νικόλαος Στράτος και ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης επιβιβάσθηκαν στο πρώτο αυτοκίνητο και καθώς ο ηγέτης του «Λαϊκού Κόμματος» δεν μπορούσε από τον πυρετό και την εξάντληση να ανέβει στην καρότσα, βοηθήθηκε από τους δύο συντρόφους Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 483 - 484. Για τον Δημήτριο Γούναρη η Πάτρα, η ιδιαίτερή του πατρίδα, ήταν πάντα η μεγάλη του αγάπη προς την οποία η μέριμνα και το ενδιαφέρον για την ανάπτυξή της και την προκοπή των κατοίκων της, υπήρξαν αδιάλειπτες. Άλλωστε το γεγονός και μόνο ότι στη διαθήκη που συνέταξε, λίγες ώρες μόλις πριν από το θάνατό του, θεώρησε χρέος να δωρήσει στο Δήμο της γενέτειράς του την πλούσια βιβλιοθήκη του (που περιελάμβανε πάνω από 6.000 τόμους βιβλίων) αποδεικνύει του λόγου το ασφαλές. Και ως πρωθυπουργός, όμως, ο Δημήτριος Γούναρης, παρά τις ευθύνες που είχε επωμιστεί μέσα στον κυκεώνα των προβλημάτων που αντιμετώπιζε, δρομολόγησε το 1921 τις διαδικασίες, που ολοκληρώθηκαν αργότερα επί υπουργίας του τον Ιούνιο του 1922, με την ψήφιση του νόμου 2789/1922, οι οποίες άνοιξαν το δρόμο για την πραγματοποίηση των υδροηλεκτρικών έργων του ποταμού Γλαύκου. Κίνηση, που υπήρξε το θεμέλιο για τον ηλεκτροφωτισμό και την επακολουθήσασα εκβιομηχάνιση των Πατρών, αφού διασφάλισε την παροχή της εγγύησης του κράτους για την χορήγηση στο Δήμο Πατρέων δανείου από την Εθνική Τράπεζα, που κατέστησε δυνατή την άμεση έναρξη κατασκευής του έργου. Βλ. Κώστας Τριανταφύλλου: «Δημήτριος Γούναρης», Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, Ραδιοφωνικός Σταθμός Πατρών, εκπομπή 15/5/1960, απομαγνητοφωνημένο κείμενο, σελ. 4 - 5, καθώς και Παύλος Μαρινάκης, όπ. προηγ. σελ. 34.

368

369

373


του. Στο δεύτερο αυτοκίνητο επιβιβάσθηκαν οι Γεώργιος Μπαλτατζής, Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Χατζηανέστης, ενώ της πομπής προηγούνταν το αυτοκίνητο «του φρουράρχου της εκτελέσεως» ταγματάρχου Σπαή, καθώς και ένα φορτηγό στο οποίο επέβαιναν ένοπλοι χωροφύλακες και στρατιώτες πιστοί στους κινηματίες της 11ης Σεπτεμβρίου 1922. Αυτή την ιδιόμορφη «πομπή του θανάτου» έκλειναν 15 αυτοκίνητα στα οποία επέβαιναν φανατικοί «βενιζελικοί» οι οποίοι είχαν εκφράσει την επιθυμία να παρακολουθήσουν τη διαδικασία της εκτέλεσης. Τα αυτοκίνητα σταμάτησαν σε ένα σημείο που βρισκόταν πίσω από το σανατόριο «Σωτηρία», όπου είχε οριστεί ως τόπος του τουφεκισμού. Οι έξι εκτελέστηκαν πράγματι, στις 11.00΄ π.μ. της 15ης Νοεμβρίου 1922, στο Γουδί. Για την εκτέλεση των έξι δίνει μια συγκλονιστική περιγραφή ένας από τους ελάχιστους εκ των παρισταμένων που ήταν φιλικά προσκείμενος προς αυτούς, ο συνεργάτης του Δημητρίου Γούναρη, Γεώργιος Πεσμαζόγλου, ο οποίος σημειώνει τα ακόλουθα: «Επιθυμών να παραστώ εις την εκτέλεσιν των φίλων μου, μετέβην αμέσως εις τα γραφεία της επαναστατικής επιτροπής διά να ζητήσω την απαιτουμένην άδειαν. Την εζήτησα από τον λοχαγόν Βύρωνα Καραπαναγιώτην, υπασπιστήν του στρατηγού Πλαστήρα, τον οποίον εγνώριζα και ούτος μου την έφερε μετ’ ολίγον. Εκείθεν μετέβην εις τον ορισθέντα τόπον και με έβαλαν σε κάποιαν γωνίαν όπισθεν του χώρου των εκτελέσεων, από κάτω από ένα πεύκον εις τον οποίον ανερριχήθην διά να βλέπω και να ακούω καλλίτερα. Η στρατιωτική ζώνη εσχημάτιζεν ευρύ ημικύκλιον όπισθεν του οποίου ευρίσκοντο οι ολίγοι θεαταί του δράματος, μεταξύ των οποίων και εγώ. Εις μίαν γωνίαν ευρίσκοντο πολλοί αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων διέκρινα τον αρχηγόν της Χωροφυλακής Παπαοικονόμου, τον επαναστατικόν επίτροπον συνταγματάρχην πεζικού Γρηγοριάδην και τον μοίραρχον Βοβολίνην. Έμπροσθεν αυτών ήσαν πέντε ομάδες στρατιωτών, εκάστη με έναν υπαξιωματικόν επί κεφαλής, όπισθεν δε αυτών ευρίσκοντο αξιωματικοί έχοντες το γενικόν πρόσταγμα. Αυτοί θα ήσαν οι εκτελεσταί. Μετ’ ολίγον έφθασαν τα δύο φορτηγά αυτοκίνητα με τους καταδίκους. Πρώτος κατήλθεν ο Στράτος και μετ’ αυτόν ο Γούναρης, ο οποίος ήτο τόσο εξηντλημένος, ώστε εγονάτισε. Τότε έσπευσε να κατέλθη ο Πρωτοπαπαδάκης, ο οποίος, βοηθούμενος από τον Στράτον, τον εσήκωσε και τον ωδήγησαν εις την θέσιν του. Από το έτερον αυτοκίνητον κατήλθον ο στρατηγός Χατζηανέστης, ο Γ. Μπαλτατζής και ο Ν. Θεοτόκης, οι οποίοι επήγαν μόνοι εις τας υποδειχθείσας θέσεις, εκτός του Χατζηανέστη, ο οποίος έπρεπε να υποστή και καθαίρεσιν. Όταν του ανεγνώσθη το κείμενον της καθαιρέσεως, δεν αφήκε να τον πλησιάσουν. Επέταξε το πιλήκιον και τα επωμίδιά του και είπεν: "- Η μόνη μου εντροπή είναι ότι υπήρξα αρχιστράτηγος φυγάδων!" Κανείς δεν εδέχθη να του δέσουν τα μάτια και, όταν ο μοίραρχος Βοβολίνης τους ηρώτησεν εάν έχουν ν’ αφήσουν καμμίαν παραγγελίαν, ο Γούναρης ύψωσε τους ώμους. Ο Στράτος είπεν: "- Αυτή η πράξις αποτελεί αίσχος διά την Πατρίδα!" Ο Θεοτόκης έβγαλε τα δακτυλίδια του και είπε φλεγματικώτατα: "- Αυτά, παρακαλώ, να δώσητε εις την κόμησσαν Θεοτόκη!". Ο Στράτος ήνοιξε την σιγαροθήκην του, επήρεν ένα σιγαρέττον και είπε: "- Να την δώσης εις τον υιόν μου". Μετά ταύτα, ο έχων το γενικόν παράγγελμα εφώναξεν: "- Επί σκοπώ!" Ενώ δε οι εκτελεσταί εσκόπευον, ο ιερεύς έψαλλε τας τελυταίας ευχάς και οι μελλοθάνατοι απεκαλύφθησαν, ηκούσθη η διαταγή: "Πυρ!..." και επηκολούθησεν η ομοβροντία.

374


Ούτω, ενώ η επανάστασις έγινε διά ν’ αποπλύνη το αίσχος της Μικρασιατικής καταστροφής, εκηλίδωσε τον πολιτισμόν μας με μια προφανή δολοφονία έξι εθνικών ανδρών. Τα αιματοβαμμένα πτώματα ερρίφθησαν εντός ενός φορτηγού που τα μετέφερεν εις το Α΄ Νεκροταφείον. Εστάθμευσε με το οπίσω μέρος εστραμμένον εις το παρεκκλήσιον το ευρισκόμενον εις τον κήπον του νεκροταφείου και δύο στρατιώται τα επέταξαν προ του ναϊδρίου. Περί την 1ην μ.μ. τόσον η αδελφή του Γούναρη όσον και η κυρία Πρωτοπαπαδάκη μας ετηλεφώνησαν ότι ειδοποιήθησαν ότι μέχρι της 3ης μ.μ. οι συγγενείς ηδύναντο να ενταφιάσουν τους νεκρούς των, άλλως θα επελαμβάνετο η Αστυνομία. Όταν περί τας 2 μ.μ. εφθάσαμε με την σύζυγόν μου εις το νεκροταφείον, πλήθος κόσμου είχε συναθροισθή εις τον περίβολόν του, ενώ ισχυρά δύναμις αστυνομίας είχεν αποκλείσει την είσοδον του νεκροταφείου. Το θέαμα ήτο φρικώδες! Τα σώματα των εκτελεσθέντων έκειντο επί μερικών σανίδων. Το ένα χέρι του Θεοτόκη είχεν αποσπασθή από το σώμα του. Το καπέλλο του Πρωτοπαπαδάκη περιείχεν ό,τι είχεν απομείνει από το κεφάλι του και επί του πτώματος του Γούναρη εφαίνοντο αιματηρά ίχνη τα οποία προξένησαν εις το πτώμα του οι μπότες του στρατηγού Χατζηανέστη κατά την μεταφοράν. Εις τας 2.30΄ έφθασαν εξ φέρετρα κατασκευασμένα από κακοκομμένας σανίδας, όπου κάθε οικογένεια ετοποθέτησε τον νεκρόν της. Τέσσαρες φρακοφόροι, οι ίδιοι δι’ όλους, μετέφεραν τα φέρετρα εις τους τάφους και μετά πρόχειρον ψαλμωδίαν ετοποθετούντο όπως όπως εντός της γης. Η σύζυγός μου και εγώ ηκολουθήσαμε την σορόν του Πρωτοπαπαδάκη, ο οποίος ετάφη τελευταίος»370. Συγκλονιστική, όμως, είναι και η περιγραφή της εκτέλεσης των έξι, στην οποία προέβη και ο εκ των κορυφαίων της αμερικανικής λογοτεχνίας Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο οποίος ως ανταποκριτής τότε της εφημερίδας Τορόντο Νταίηλυ Σταρ, κάλυπτε για λογαριασμό της τις συνταρρακτικές εξελίξεις που συντελούνταν στην Ελλάδα και ο οποίος έγραψε αναφερόμενος ιδιαίτερα στον Δημήτριο Γούναρη: «Ο Ψηλός, πρώην πρωθυπουργός, ήταν βαρειά άρρωστος. Δεν μπορούσε να σταθεί στο λασπωμένο χώμα. Είχε στους ώμους του μια στρατιωτική κουβέρτα. Οι δύο σύντροφοί του, τον κρατούσαν όρθιο»371. Η εκτέλεση των έξι προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση και ποικίλες αντιδράσεις στη διεθνή κοινή γνώμη, αλλά και την έκφραση της αγανάκτησης από την πλευρά πολλών ξένων κυβερνήσεων, που θεώρησαν την ενέργεια αυτή ως εκδήλωση της αυθαιρεσίας του επαναστατικού καθεστώτος που είχε εγκαθιδρυθεί στη χώρα, αλλά και ως πράξη απάδουσα προς τις παραδόσεις του ευρωπαϊκού δικαιϊκού πολιτισμού. Έτσι, την επαύριο κιόλας της εκτέλεσης των έξι, μιλώντας στη Βουλή των Κοινοτήτων, στις 16 Νοεμβρίου 1922, ο τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας Μπόναρ Λω, αφού ανήγγειλε τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με την Ελλάδα εξ αιτίας του γεγονότος αυτού, υπογράμμισε: «Θεωρούμεν την καταδίκην εις κεφαλικήν ποινήν πρώην υπουργών ως πράξιν βαρβαρότητος». Ενώ, μιλώντας επί του ιδίου θέματος και πάλι στη Βουλή των Κοινοτήτων, την επόμενη ημέρα, 17 Νοεμβρίου 1922, ο Βρετανός πρωθυπουργός πρόσθεσε «Είναι απολύτως αντίθετον προς τας

Βλ. Δημήτριος Χρονόπουλος, όπ. προηγ. σελ. 486 - 488. Βλ. Παύλος Μαρινάκης, όπ. προηγ. σελ. 4. Για την εκτέλεση των έξι βλ. ακόμη μεταξύ των άλλων, Κώστας Σισμάνης: «Η Εκτέλεση των Έξι στο Γουδί - Το Έγκλημα που Κορύφωσε το διχασμό», εφ. Ακρόπολις, 16/11/1986, «Η Εκτέλεση των Έξι στο Γουδί», ανυπόγραφο, εφ. Απογευματινή της Κυριακής, 17/11/2002 και Φώτης Χρονόπουλος - Πάτροκλος Γεωργιάδης: «15 Νοεμβρίου 1922: Η Δίκη των Εξ - Η νεκρανάσταση μιας Παράταξης», αφιέρωμα, ένθετο «Ιστορίας Γνώσεις», εφ. Τύπος της Κυριακής, 9/11/2003.

370 371

375


συνηθείας των πολιτισμένων κυβερνήσεων, να καταδικάζουν εις θάνατον πρώην υπουργούς, υπό το πρόσχημα ότι η πολιτική των υπήρξε καταστρεπτική». Αλλά και η Γαλλία, διά του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, προειδοποίησε τον Έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι ότι «εάν εις τις εκτελέσεις που έλαβον χώραν εις Αθήνας και επροξένησαν τόσον οδυνηράν εντύπωσιν προσετίθεντο και άλλες ολόκληρος η Γαλλία θα αγανακτούσε». Από τη δική της πλευρά, η ολλανδική κυβέρνηση διά του πρεσβευτή της στην Αθήνα Μπωφέρ, χαρακτήρισε το γεγονός: «έγκλημα που έχει προκαλέσει την αποστροφή και τον αποτροπιασμό κάθε πολιτισμένου ανθρώπου», ενώ καυτηριάζοντας τη διαδικασία που ακολουθήθηκε προσέθετε ότι «η δίκη υπήρξε ένα είδος θεατρικής παραστάσεως για να πεισθεί η κοινή γνώμη ότι οι νόμιμοι τύποι ετηρήθησαν». Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής προειδοποιούσαν διά του πρεσβευτή τους στην Αθήνα, την ελληνική κυβέρνηση ότι η «εκτέλεσις κατέπληξε τον αμερικανικόν λαόν» και ότι «υπό τοιαύτας συνθήκας θα ήταν πολύ δύσκολος η συνέχισις του σχετικού με τους έλληνας πρόσφυγας αμερικανικού έργου». Ανάλογες υπήρξαν και οι αντιδράσεις και από την πλευρά αρκετών άλλων χωρών που απηχούσαν την έκπληξη και την αγανάκτηση για τα όσα είχαν συμβεί στην Ελλάδα, της παγκόσμιας κοινής γνώμης372. Και στο εσωτερικό όμως της Ελλάδας, όπως είναι προφανές, οι αντιδράσεις για την εκτέλεση των έξι υπήρξαν πολλές και οξείες. Τα γεγονότα, άλλωστε, εκείνης της εποχής που επισφράγισαν και κορύφωσαν μια μακρά περίοδο διχαστικών παθών με καταστροφικές για την εθνική προοπτική συνέπειες, όχι μόνο λειτούργησαν ως στοιχεία που ανατροφοδότησαν τις πολιτικές εντάσεις και τις παραταξιακές διενέξεις, αλλά και συνέβαλαν καταλυτικά στην αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος στα χρόνια του μεσοπολέμου που ακολούθησαν. Από τις αντιδράσεις, όμως, εκείνης της περιόδου, ιδιαίτερη μνεία αξίζει προπάντων να γίνει όχι σε εκείνες που αφορούσαν τις ευθύνες, που χρέωνε η παράταξη στην οποία ανήκαν οι εκτελεσθέντες στην «άλλη πλευρά», οι οποίες και εύλογες από συναισθηματική άποψη υπήρξαν και ευρύτερα γνωστές είναι, αλλά στις εσωτερικές τριβές που προκάλεσε στους κόλπους της αυτή η εξέλιξη, με ζήτημα αιχμής τη στάση του τότε βασιλέως Γεωργίου Β΄. Στον οποίο, μια μεγάλη μερίδα οπαδών των εκτελεσθέντων, ιδιαίτερα προερχόμενων από τις τάξεις του «Λαϊκού Κόμματος» του οποίου ο ηγέτης Δημήτριος Γούναρης ήταν μεταξύ των έξι, χρέωναν την ευθύνη ότι αδιαφόρησε για τα όσα συντελούνταν, θέλοντας να περισώσει το θρόνο του. Κατά την άποψη των αντιδρώντων, ο τότε βασιλέας Γεώργιος Β΄, όφειλε να υποβάλει την παραίτησή του, ενέργεια που θα μπορούσε να προκαλέσει καθυστέρηση στην εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, ώστε να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος για μια αποτελεσματικότερη παρέμβαση των συμμάχων, που θα οδηγούσε στην αποτροπή του τουφεκισμού των έξι373. Η εκτέλεση των έξι, πάντως, ιδωμένη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, αν και μπορεί να αιτιολογηθεί σε κάποια έκταση, από το φορτισμένο κλίμα των ημερών που ακολούθησαν την Μικρασιατική καταστροφή, έμεινε ουσιαστικά ιστορικά και πολιτικά αδικαίωτη. Γιατί τόσο οι διαδικασίες που οδήγησαν σε αυτήν, όσο και το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου σε βάρος των εκτελεσθέντων, δεν είναι απαλλαγμένα από σκοπιμότητες και υποδόριες ρεβανσιστικές διαθέσεις374, όπως άλλωστε συμβαίνει και με το περιεχόμενο της τελικής Βλ. Δημήτρης Χρονόπουλος: «Το Στίγμα ... Έξι Άνθρωποι στα Έξι Βήματα», περ. Πολιτικά Θέματα, 26/12/1982. 373 Βλ. Κώστας Σισμάνης: «Η Εκτέλεση των Έξι στο Γουδί - Το Έγκλημα που Κορύφωσε το διχασμό», εφ. Ακρόπολις, 16/11/1986. 374 Αποκαλυπτικό των διαδικασιών που ακολουθήθηκαν, είναι το γεγονός ότι σε μια δίκη με τεράστιο εγχώριο και διεθνές ενδιαφέρον, όπως η δίκη των έξι, με απόφαση της Επαναστατικής Επιτροπής των κινηματιών, επιβλήθηκε λογοκρισία στη ροή της ενημέρωσης για τη δικαστική διαδικασία, η οποία γινόταν μέσα από ελεγχόμενα από τους λογοκριτές του καθεστώτος αποσπάσματα των πρακτικών που δίνονταν στη δημοσιότητα. Και αυτό σε μια δίκη, που προπάντων θα έπρεπε να 372

376


καταδικαστικής απόφασης. Στην ιστορία μένει, με την απόσταση του χρόνου και την «εξάτμιση» των παθών μιας εποχής που το έθνος μάτωνε μέσα στις αρπάγες του διχασμού, να αποτιμήσει νηφάλια τα γεγονότα και να αξιολογήσει αδέκαστα πράξεις και παραλείψεις. Και να κατανείμει ευθύνες. Σε όλους όσοι πραγματικά ευθύνονται για την καταστροφή που σημάδεψε την πορεία του σύγχρονου Ελληνισμού. Μεταξύ των οποίων αναμφισβήτητα είναι και οι «6». Όχι, όμως, μόνοι αυτοί. Και πάντως όχι ως προδότες της Ελληνικής πατρίδας, όπως το κατηγορητήριο της εποχής βιάστηκε να τους εγκαλέσει. Κατηγορία βαρύτατη για ανθρώπους που αναλώθηκαν εν τω υπηρετείν, όπως και πολιτικοί τους αντίπαλοι της εποχής τους εκείνης αναγνώρισαν αργότερα. Και δεν είναι από την άποψη αυτή τυχαίο, πως όταν ο κονιορτός των πολιτικών παθών κατέπεσε κάπως, επτά μόλις χρόνια μετά την εκτέλεση των έξι, στις 3 Φεβρουαρίου 1929, ο Ελευθέριος Βενιζέλος με επιστολή του στον τότε αρχηγό του «Λαϊκού Κόμματος», Παναγή Τσαλδάρη, αναφερόμενος στους εκτελεσθέντες, υπογράμμιζε μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα: «Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920 διέπραξαν προδοσίαν κατά της πατρίδος ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπο εις την Μικρασιατικήν Καταστροφήν. Δύναμαι μάλιστα να σας βεβαιώσω, ότι το επ’ εμοί πιστεύω ακραδάντως ότι θα ήσαν ευτυχείς αν η πολιτική των οδήγη την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον. Αλλά οσοδήποτε βαρεία και αν ήτο η ευθύνη αυτών διά την ακολουθηθείσαν πολιτικήν, ουδείς ηδύνατο υπό ομαλάς περιστάσεις να σκεφθεί ότι το σφάλμα αυτών ηδύνατο να τιμωρηθεί διά της τρομεράς ποινής του θανάτου». Θέση, που ο μεγάλος Κρητικός πολιτικός επανέλαβε αργότερα και δημοσίως, από του βήματος της Βουλής, διαβάζοντας σχετικό απόσπασμα της προαναφερθείσας επιστολής του προς τον Παναγή Τσαλδάρη, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της 31ης Μαρτίου 1932375. Ούτε είναι επίσης τυχαίο το γεγονός ότι -πολλά χρόνια αργότερα, αυτός- ακόμη και ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, ηγέτης των αδιαλλάκτων του κινήματος που απαιτούσαν, και εν τέλει επέβαλαν την εκτέλεση των έξι και πρόεδρος της Ανακριτικής Επιτροπής, που παρέπεμψε τους πολιτικούς και τον αρχιστράτηγο της τελευταίας φάσης της Μικρασιατικής εκστρατείας ενώπιον του στρατοδικείου, προέβη τον Μάρτιο του 1949, στην εφημερίδα Έθνος, στην ακόλουθη δήλωση: «Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν οι εκτελεσθέντες συνειδητήν προδοσίαν, αλλά μπορούμε να είπωμεν σήμερον ότι υπήρξαν μάλλον μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της πατρίδος κατά τας κρισίμους εκείνας στιγμάς»376. Πρόκειται για δηλώσεις που αποδεικνύουν με τον πλέον εύγλωττο τρόπο, πως όταν τα πάθη κατασιγάζουν και η νηφαλιότητα παίρνει τη θέση της έξαψης της στιγμής, ακόμη και οι φανατικότεροι εχθροί, όπως στην περίπτωση του Θεόδωρου Πάγκαλου, ή οι κορυφαίοι αντίπαλοι, όπως στην περίπτωση του Ελευθερίου Βενιζέλου, μπορούν να δουν στις σωστές τους διαστάσεις και να αναγνωρίσουν δημοσίως, εκείνα, τα οποία στη δίνη της κρίσης, προσπερνούσαν ή αρνούνταν να καταθέσουν. Και είναι αυτό ένα δίδαγμα για το πώς καμιά φορά οι «εν θερμώ αποφάσεις» μπορούν να οδηγήσουν σε αδιέξοδα και κρίσεις, που θα ήταν

διασφαλιστεί η απρόσκοπτη πρόσβαση των πολιτών στην ενημέρωση, μέσα από τη διασφάλιση ακριβώς της άπλετης και χωρίς παραμορφωτικά φίλτρα δημοσιότητας. 375 Βλ. Δημήτρης Χρονόπουλος: «Το Στίγμα ... Έξι Άνθρωποι στα Έξι Βήματα», περ. Πολιτικά Θέματα, 26/12/1982 και Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. προηγ. σελ. 260. 376 Βλ. Δημήτρης Χρονόπουλος: «Το Στίγμα ... Έξι Άνθρωποι στα Έξι Βήματα», περ. Πολιτικά Θέματα, 26/12/1982.

377


δυνατόν να αποφευχθούν, αν απλώς είχε δοθεί πριν από την εσπευσμένη λήψη τους ένα ελάχιστο περιθώριο στο χρόνο, μία μικρή πίστωση στη λογική. Πάντως, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως, όποτε οι διαδικασίες της δημοκρατίας, δηλαδή της δεοντολογίας, της ηθικής, της πολιτικής, παρακάμπτονται χάριν των όποιων μικρών ή μεγάλων σκοπιμοτήτων, ο μεγάλος ζημιωμένος είναι η χώρα και ο λαός. Και αυτό κατά μία έννοια αποτελεί μια ηθική δικαίωση της πολιτικής παρουσίας του Δημητρίου Γούναρη. Που το κυρίαρχο χαρακτηριστικό, ο αταλάντευτος γνώμονας και εν τέλει η πολιτική του παρακαταθήκη προς τους επιγενόμενους, υπήρξε η αδιαπραγμάτευτη προσήλωσή του στο πνεύμα και το γράμμα της Δημοκρατίας. Γιατί πέραν όλων των άλλων, ο Δημήτριος Γούναρης υπήρξε ένας ιδαλγός της δημοκρατικής ιδέας. Και ένας αμετακίνητος θιασώτης της τήρησης των δημοκρατικών θεσμών. Δεν δέχθηκε να αποστεί από αυτήν του τη θέση σε όλη τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ακόμη και αν αυτό του στοίχισε πολιτικά με την απώλεια θέσεων και αξιωμάτων, και τελικά και της ίδιας της ζωής του, όταν αρνήθηκε να φυγοδικήσει, παρά τις προς τούτο προτροπές των πολιτικών του φίλων. Υπογράφοντας έτσι, με το ίδιο το αίμα του την παραδειγματική κατάφασή του στη δημοκρατική ιδέα, αποδεχόμενος να δικαστεί από ένα δικαστήριο, που εν τούτοις είχε συγκροτηθεί βασιζόμενο στη βάναυση παραμόρφωσή της. Ως κατακλείδα σε αυτήν την ιστορική αναφορά στον Δημήτριο Γούναρη, αλλά και ως μνημόσυνο σε αυτόν και στους άλλους πέντε εκτελεσθέντες μαζί του, αξίζει να αναφερθεί το κείμενο της επιγραφής που αναρτήθηκε έντεκα χρόνια μετά από την εκτέλεσή τους στην αίθουσα των φυλακών «Αβέρωφ», όπου πληροφορήθηκαν τη θανατική τους καταδίκη, από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ελλάδος: «Εν τη αιθούση ταύτη τη 15/28 Νοεμβρίου 1922, ανεγνώσθη η απόφασις του εκτάκτου στρατοδικείου δι’ ης κατεδικάσθησαν εις θάνατον και ετυφεκίσθησαν επί εσχάτη προδοσία οι αείμνηστοι άνδρες Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Νικόλαος Θεοτόκης, Γεώργιος Μπαλτατζής, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης και Γεώργιος Χατζηανέστης, οίτινες αφιερώσαντες ολόκληρον την ζωήν των και την πολιτικήν των δράσιν υπέρ του έθνους εκρίθησαν, παρά τους νόμους, το Σύνταγμα και την Ηθικήν παρ’ ανόμων δικαστών προδόται της ελληνικής πατρίδος. Το Υπουργείον Δικαιοσύνης ενετοίχησεν εν έτει 1933».

Επιλεγόμενα Ο Δημήτριος Γούναρης, υπήρξε ένας πολιτικός, ο οποίος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια από τις καθοριστικότερες ιστορικές περιόδους της εθνικής πορείας του σύγχρονου Ελληνισμού. Άνθρωπος βαθιάς παιδείας και υποδειγματικού ήθους, συνδύαζε τον 378


οραματισμό του διανοούμενου με τον πραγματισμό του πολιτικού, προσπαθώντας σε όλη τη διαδρομή του στο δημόσιο βίο -άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία- να μην θυσιάζει το όραμά του στις αμείλικτες ανάγκες της πολιτικής καθημερινότητας και να μην εμπλέκει την πολιτική του πρακτική με ιδεοληπτικές ανελαστικότητες και αξιακές ακαμψίες, που θολώνουν την κρίση και γεννούν φανατισμό και δυσανεξία. Η παρρησία και η γενναιοφροσύνη, που τον διέκριναν σε όλες τις δημόσιες παρεμβάσεις του, και η άρνησή του να υποκύψει στον πειρασμό της δημαγωγίας και στη γοητεία της ιδιοτελούς σκοπιμοθηρίας, τον έφεραν από τα πρώτα πολιτικά του βήματα σε αντίθεση με οργανωμένα συμφέροντα και βαθιά ριζωμένα στην ελληνική πραγματικότητα κατεστημένα, τα οποία τον πολέμησαν με σφοδρότητα και τον αντιμάχονταν ασυνθηκολόγητα. Εξάλλου, η προσήλωσή του στο ιδεώδες του Ελληνισμού και η κατάφασή του στις προοπτικές του έθνους, δεν του επέτρεψαν μεν να προσδεθεί με ξένα συμφέροντα, ούτε να ενδώσει στις πολύμορφες πιέσεις τους, τον άφησαν όμως ανυπεράσπιστο στους σκληρούς ανταγωνισμούς τους και «μόνον, μονότατον» (καθώς έλεγε σε άλλη περίπτωση ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας) στις ενορχηστρωμένες επιθέσεις τους, όταν αυτά έκριναν ότι η πολιτική του αποτελούσε εμπόδιο στους σχεδιασμούς και στις προσβλέψεις τους. Ο Δημήτριος Γούναρης υπήρξε συνειδητά, καθ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίας του στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής του τόπου, ένας πολιτικός των πεποιθήσεων και όχι των περιστάσεων. Πιστεύοντας στην πολιτική ως αποστολή και ως πεδίο διακονίας του δημοσίου συμφέροντος, απέρριπτε τον καιροσκοπισμό και απεχθανόταν τους βολικούς συμβιβασμούς. Γι’ αυτό, υπεραμυνόταν αξιών και προάσπιζε πολιτικές θέσεις, αδιαφορώντας για το κόστος της συνέπειάς του και προσπερνώντας χωρίς γογγυσμούς το τίμημα που έπρεπε να καταβάλει. Εκτιμώντας, από την πρώτη στιγμή της εισόδου του στην πολιτική κονίστρα, ότι ο τόπος για να προχωρήσει μπροστά χρειαζόταν να υπερβεί αγκυλώσεις και στερεότυπα που τον καθήλωναν στο παρελθόν και να ξεπεράσει αναχρονισμούς και παρωχημένες νοοτροπίες, που τον καταδίκαζαν στην χρόνια υπανάπτυξη, συνέλαβε, διατύπωσε και πρότεινε ένα τολμηρό πρόγραμμα ριζοσπαστικού πολιτικού εκσυγχρονισμού, στο οποίο έμεινε αταλάντευτα προσηλωμένος έως το μαρτυρικό θάνατό του. Οι άξονες αυτού του προγράμματός του, που απαρασάλευτα κανονάρχησε την πολιτική του δραστηριότητα σε όλη τη διάρκειά της, μπορούν αδρομερώς να συνοψιστούν στα ακόλουθα σημεία: α. Στην πρόταξη της υιοθέτησης ενός νέου ηθικοπολιτικού πλαισίου κανονάρχησης των σχέσεων πολιτών και πολιτικών, στηριγμένου στην ειλικρίνεια, τον αλληλοσεβασμό και την απόρριψη της δημαγωγίας. β. Στην έμφαση στην ανάγκη της εμπέδωσης της ελευθερίας της γνώμης και όλων των βασικών ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, που αποτελούν τη μόνη εγγύηση κατοχύρωσης της δημοκρατίας και αποτροπής του κινδύνου της διολίσθησης προς την τυραννία. γ. Στην προβολή του καθήκοντος της διασφάλισης της θεσμικής εξαντικειμενικοποίησης διά της συνεπούς τήρησης των κανόνων, αλλά και της δεοντολογίας του κοινοβουλευτικού συστήματος, που συνιστούσαν τις απαράβατες προϋποθέσεις για την υπέρβαση της καθήλωσης της πολιτικής ζωής της περιόδου εκείνης στη στασιμότητα και την πολιτική υπανάπτυξη. δ. Στην ανάδειξη μιας ριζοσπαστικής δέσμης θεσμικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων, με βασικές συνιστώσες τον εκδημοκρατισμό του τρόπου συγκρότησης και λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων, την καθιέρωση του θεσμού του δημοψηφίσματος, τη δημοκρατική αναμόρφωση του τρόπου επιλογής και ανάδειξης του πολιτικού προσωπικού, και τη λειτουργική και οργανωτική ανασύνταξη της δημόσιας διοίκησης, ώστε αυτή να πάψει να αποτελεί δομικό φραγμό και να μεταστοιχειωθεί σε θεσμικό πολλαπλασιαστή των προσπαθειών για την ανάπτυξη της χώρας. 379


Ταυτόχρονα, όμως, προς αυτές τις θέσεις του για τον πολιτικό εκσυγχρονισμό του τόπου, ο Δημήτριος Γούναρης πιστεύοντας στην οργανική και αδιάσπαστη αλληλοσύνδεση του πολιτικού φαινομένου με το κοινωνικό γίγνεσθαι και θεωρώντας ότι η χειραφέτηση της κοινωνίας, αποτελούσε προαπαιτούμενο και παράλληλα ζητούμενο για την πραγματική και ολόπλευρη πρόοδο του έθνους, εκπόνησε, επεξεργάστηκε και δημοσίως υποστήριξε, χωρίς αμφιταλαντεύσεις και παλινδρομήσεις, και ένα συγκροτημένο σχέδιο κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, που πίστευε ότι συμπλήρωνε και ολοκλήρωνε το πρόγραμμά του για τον πολιτικό εκσυγχρονισμό και συναπάρτιζε μαζί με αυτό ένα ολοκληρωμένο πλέγμα παρεμβάσεων, απαραίτητο για την ανάπτυξη της χώρας και την προοπτική του έθνους. Το σχέδιο του Δημητρίου Γούναρη για την προώθηση των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που είχε ανάγκη ο τόπος, μπορεί αδρομερώς να κωδικοποιηθεί στα ακόλουθα σημεία: α. Στην πρόταξη της προτεραιότητας για τον αναπροσανατολισμό των παρεμβάσεων του κράτους στον οικονομικό και κοινωνικό ανταγωνισμό, από την παραδοσιακή ως τότε λειτουργία του υπέρ ορισμένων κοινωνικών ομάδων και σε βάρος άλλων, στην κατεύθυνση της εναρμόνισης των συμφερόντων και της συνεργασίας των κοινωνικών εταίρων, με την ταυτόχρονη προώθηση επιλογών για τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων της υπέρβασης των στρεβλώσεων της κρατικής ρυθμιστικής παρουσίας στην κοινωνία και την οικονομία, και τη θεσμοθέτηση της αντιπροσώπευσης των τάξεων στη λήψη των αποφάσεων που τις αφορούν. β. Στην ανάγκη για τη διασφάλιση κατακτήσεων των εργαζομένων, όπως η απεργία, αλλά και για την άμεση λήψη μέτρων από την πλευρά του κράτους για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων, όπως η μετανάστευση, η επίλυση του ζητήματος της Εκκλησιαστικής περιουσίας και η κατοχύρωση της ισότητας και των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των γυναικών, προκειμένου να διαμορφωθούν νέες κοινωνικές ισορροπίες, ανταποκρινόμενες στις απαιτήσεις της νέας πραγματικότητας ενώπιον της οποίας βρισκόταν η ελληνική κοινωνία στο λυκαυγές του 20ού αιώνα. γ. Στην έμφαση στην αναμόρφωση του ρόλου του κράτους στην οικονομία, ώστε να πάψουν τα δημόσια οικονομικά να αποτελούν πηγή αποσταθεροποίησης του οικονομικού συστήματος και να επιτευχθεί στη χώρα η αναγκαία φορολογική δικαιοσύνη και παράλληλα στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων, ώστε το κράτος να ενσωματώσει στη λειτουργία του, δράσεις παρεμβάσεων προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης των διαταρασσομένων ισορροπιών, προκειμένου να ανταποκριθεί στη νέα πραγματικότητα εντός της οποίας εκαλείτο να κινηθεί. δ. Στην επιλογή ως μεθοδολογίας προώθησης των αναγκαίων κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, των βήμα προς βήμα εξελικτικών μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών, σε αντιδιαστολή τόσο προς τις αδιέξοδες πρακτικές του εναλλακτικού επαναστατικού υποδείγματος, όσο και προς τις εγκλωβισμένες στη στασιμότητα και την αναπαραγωγή ξεπερασμένων συνταγών του παρελθόντος, συντηρητικές προσεγγίσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Παράλληλα, όμως, προς το πρόγραμμα για την προώθηση του πολιτικού εκσυγχρονισμού και το σχέδιο για την πραγματοποίηση των αναγκαίων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που είχε ανάγκη ο τόπος, στην πολιτική πλατφόρμα του Δημητρίου Γούναρη, υπήρχε και ένας τρίτος πυλώνας. Αυτός που αφορούσε την εθνική πολιτική, και ιδιαίτερα την επιδίωξη της υλοποίησης του οράματος της εθνικής ολοκλήρωσης, το οποίο όχι μόνο συμμεριζόταν, αλλά δονούσε τα τρίσβαθα της ψυχής του. Μόνο που ο Γούναρης, είτε εξ αιτίας της πολιτικής του φιλοσοφίας, είτε εξ αιτίας της προσωπικής του ιδιοσυγκρασίας, στο πεδίο αυτό ήταν υπέρ της άποψης ότι έπρεπε πρώτα να προηγηθεί η εσωτερική αναδιοργάνωση του κράτους και η ανασυγκρότηση της κοινωνίας, να ενδυναμωθεί μέσα από αυτές η ισχύς του έθνους και αφού διασφαλιστούν, ως απαράβατη προϋπόθεση οι αναγκαίες 380


διεθνείς συμμαχίες και μέσω αυτών κατοχυρωθούν τα ως τότε εθνικά κεκτημένα, τότε η Ελλάδα να προχωρήσει στο εγχείρημα της επίτευξης των εθνικών της στόχων. Οι θέσεις αυτές του Δημητρίου Γούναρη για την εθνική πολιτική, μέσα στην ατιθάσευτη δυναμική των καταιωνιστικών γεγονότων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δοκιμάστηκαν. Και ο ίδιος βρέθηκε στη δίνη εξελίξεων, που σίγουρα ήταν πέραν των προβλέψεων πάνω στις οποίες είχε βασίσει τους σχεδιασμούς του. Εν τούτοις, όταν κλήθηκε ως κυβερνήτης της χώρας να διαχειριστεί σε μια κρίσιμη φάση των πραγμάτων τους εθνικούς πόθους, προσπάθησε στο μέτρο που οι εσωτερικές αντιξοότητες και οι διεθνείς συνθήκες του το επέτρεπαν, να κάνει το καλύτερο δυνατό. Και μπορεί, αναμφίβολα να εγκληθεί για εσφαλμένες εκτιμήσεις ή λάθη επιλογών, που και αυτά μαζί με τις ευθύνες άλλων, συνετέλεσαν στην εθνική τραγωδία. Αυτό, όμως, που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί στον Δημήτριο Γούναρη, είναι ότι θέλησε να υπηρετήσει, με τον δικό του, διαφορετικό τρόπο από αυτόν των πολιτικών αντιπάλων του, τα εθνικά συμφέροντα. Και πολύ περισσότερο, αυτό για το οποίο κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Δημήτριο Γούναρη, όπως και τους άλλους πέντε που εκτελέσθηκαν μαζί του, είναι για «δόλο» και ακόμη πιο πολύ για «εθνική προδοσία». Το βιβλίο αυτό δεν φιλοδοξεί, ούτε να «δικαιώσει», ούτε να «αδικήσει» τον Δημήτριο Γούναρη. Αποτελεί μια ιστορική μελέτη, που επιχειρεί να καταγράψει τη διαδρομή, την πολιτική βιογραφία, ενός πολιτικού που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια καίριας σημασίας χρονική φάση της εθνικής μας ιστορίας, χωρίς να αποκρύπτει τις όποιες ευθύνες του, αλλά και χωρίς να παρασιωπά ή να συσκοτίζει επ’ ονόματι της όποιας σκοπιμότητας την υπαρκτή προσφορά του. Γιατί η ιστορία δεν γράφεται μέσα από σιωπές και συσκοτίσεις. Ούτε οι ευθύνες, οι υπαρκτές ευθύνες ενός προσώπου σε μια εξέλιξη, όσο εθνικά τραγικά και αν είναι αυτή, μπορούν να λειτουργούν ως άλλοθι για τον ενταφιασμό κάτω από αυτές και της όποιας θετικής του συνεισφοράς στον τόπο. Κατ’ αρχήν, γιατί κάτι τέτοιο αφαιρεί από την ιστορία τον εξ ορισμού πολυμερή χαρακτήρα της και την εκτρέπει προς κατευθύνσεις «αγιογραφικής» ή αντίθετα «δαιμονολογικής» μονομερούς αφήγησης, που μόνο προπαγανδιστικές σκοπιμότητες εξυπηρετεί. Και κατά δεύτερον, γιατί μια τέτοια «μαυρόασπρη» προσέγγιση, στερεί από την ιστορία τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως η αναγκαία «πρώτη ύλη» για την αποκόμιση πολύτιμων διδαχών για το μέλλον. Διδαχών από τα λάθη, ακόμη και τα τραγικότερα εξ αυτών, αλλά και από τα επιτεύγματα. Και έτσι να συμβάλει στη λυτρωτική εθνική-συλλογική αυτογνωσία. Που αποτελεί και την πεμπτουσία της χρησιμότητας της ιστορίας.

Βιβλιογραφία 1. Νίκος Α. Αλιβιζάτος: «Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, τεύχος Α΄ 1821 1941», έκδ. «Αντ. Ν. Σάκκουλα», Αθήνα-Κομοτηνή 1981, ανατύπωση 1985. 381


2. Διονύσιος Π. Αλικανιώτης: «Δημήτριος Γούναρης. Μικρή Συμβολή στην Κατανόηση Ενός Προδρόμου της Εποχής μας», Αθήνα 1983. 3. Γιώργος Αναστασιάδης (Επιμ): «Το Εργατικό - Συνδικαλιστικό Κίνημα της Θεσσαλονίκης», έκδ. Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης - Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997, Θεσσαλονίκη 1997. 4. Ευρυδίκη Αραμπατζή (Επιμ.): «Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων 1912 - 1913, Οδηγός της Έκθεσης», έκδ. «Βουλή των Ελλήνων», Αθήνα 2003. 5. Θάνος Βερέμης - Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.): «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η εποχή του», έκδ. Τα ΝΕΑ - Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005. 6. Γεώργιος Βεντήρης: «Η Ελλάς του 1910 - 1920», έκδ. «Πυρσός», Αθήνα 1931, επανέκδοση έκδ. «Ίκαρος», Αθήνα 1970. 7. Τάσος Βουρνάς: «Γουδί, το Κίνημα του 1909», σειρά «Τα Φοβερά Ντοκουμέντα», έκδ. «Φυτράκης», Αθήνα 1976. 8. Douglas Dakin: «Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770 - 1923», έκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα χ.χ.ε. 9. Γεώργιος Δ. Δασκαλάκης: «Μαθήματα Συγκριτικού Συνταγματικού Δικαίου», Αθήναι 1973, χ.α.ε.ο. 10. Γρηγόριος Δαφνής: «Τα Ελληνικά Πολιτικά Κόμματα 1821 - 1961», έκδ. «Γαλαξίας», Αθήνα 1961. 11. Γιώργος Δερτιλής: «Ελληνική Οικονομία και Βιομηχανική Επανάσταση», έκδ. «Αντ. Ν. Σάκκουλα», Αθήνα 1984. 12. Θανάσης Διαμαντόπουλος: «Ο Βενιζελισμός», έκδ. «Αντ. Ν. Σάκκουλας», Αθήνα Κομοτηνή 1985. 13. Θανάσης Διαμαντόπουλος: «Η Ελληνική Συντηρητική Παράταξη: Ιστορική Προσέγγιση και Πολιτικά Χαρακτηριστικά - Από το κόμμα των Εθνικοφρόνων του Γούναρη στη ΝΔ του Έβερτ», έκδ. «Παπαζήσης», Αθήνα 1984. 14. Εγκυκλοπαίδεια Grand Larousse, Ενότητα 1: Άνθρωπος - Κοινωνία, έκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2001. 15. «Επίσημα Πρακτικά, Η Δίκη των Εξ», Αθήνα 1976, χ.α.ε.ο. 16. Νίκος Π. Ευστρατίου: «Το Λαϊκόν Κόμμα. Από της πρώτης μέχρι της τρίτης αρχηγίας», έκδ. της εφημερίδας Ελληνικό Μέλλον, Αθήνα 1948. 17. Gunnar Hering: «Τα Πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα 1821 - 1936», έκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, τόμος Β΄, Αθήνα 2004. 18. Ηλίας Δ. Ζέγγελης: «Το εν Ελλάδι Κρατούν Κοινοβουλευτικόν Δίκαιον», έκδοσις 2α, έκδ. «Τυπογραφείον ΕΜΠΡΟΣ», Αθήναι 1912. 19. Νεοκλής Καζάζης: «Ο Κοινοβουλευτισμός εν Ελλάδι (Πολιτική Ψυχολογία)», έκδ. «Πανελλήνιο Κράτος», Αθήναι 1910. 20. Άριστος Καμπάνης: «Ο Δημήτριος Γούναρης και η Ελληνική Κρίσις των ετών 1918 – 1922», έκδ. «Πυρσός Α.Ε.», Αθήνα 1946. 21. Κώστας Αλ. Καραμανλής: «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι Εξωτερικές μας Σχέσεις 1928 - 1932», έκδ. «Παπαζήσης». 22. Παντελής Καρύκας: «Εθνικός Διχασμός 1915 - 1922», Αθήνα Δεκέμβριος 2003, έκδ. «Επικοινωνίες Α.Ε.». 23. Σ. Θ. Λάσκαρις: «Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος 1821 - 1914», έκδ. «Δημ. Ν. Τζάκα - Στεφ. Δελαγραμμάτικα», Αθήνα 1947. 24. Νίκος Μ. Μακρυγιάννης: «Οι Πρωθυπουργοί της Ελλάδος 1843 – 1899», πέμπτη έκδοση συμπληρωμένη, Αθήνα 1999. 25. Ιωάννης Ηρ. Μάλλωσης: «Η Πολιτική Ιστορία του Δημητρίου Γούναρη», τόμος Α΄: 1902 - 1920, έκδ. «Νέα Εποχή», Αθήναι 1926. 382


26. Παύλος Μαρινάκης: «Μορφές και Θέματα - Δημήτριος Γούναρης ο Αδικημένος ...», Πάτρα 1994. 27. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», έκδ. «Πάπυρος - Γραφικαί Τέχναι», Αθήνα 1968. 28. Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», έκδ. «Βίπερ Πάπυρος Πρεςς», χ.χ.ε. 29. Σπύρος Μελάς: «Ο γιος του Ψηλορείτη, ανορθωτής», Αθήνα 1958, χ.χ.α.ε.ο. 30. Νίκος Ι. Μέρτζος: «Εμείς οι Μακεδόνες», έκδ. «Ι. Σιδέρης», Αθήνα χ.χ.ε. 31. William Miller: «Ιστορία του Ελληνικού Λαού 1821 - 1921», έκδ. «Εταιρεία Τύπος», Αθήναι 1924. 32. Ι. Α. Πετρόπουλος - Αικ. Κουμαριανού: «Η Θεμελίωση του Ελληνικού Κράτους, Οθωνική Περίοδος, 1833 - 1843», έκδ. «Παπαζήσης», Αθήνα 1982. 33. Κωνσταντίνος Η. Πολυγένης: «Το Δημοψήφισμα», Αθήναι 1935, χ.ε.ο. 34. Μιχαήλ Ροδάς: «Η Ελλάδα στη Μικράν Ασία (1918 - 1922)», Αθήνα 1950, χ.ε.ο. 35. Γεώργιος Ρούσσος: «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826 - 1974», Αθήνα 1976. 36. Νίκος Γ. Σβορώνος: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», έκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 1976. 37. Ε. Κ. Στασινόπουλος: «Ο Ελληνικός Στρατός της Πρώτης Εκατονταετίας», Αθήνα 1935, ακριβής επανέκδοση εκδ. «Ελεύθερη Σκέψις», Αθήνα 1993. 38. Συλλογικό: «20ός Αιώνας, Παγκόσμια Ιστορία», σειρά TIME LIFE Παγκόσμια Ιστορία, έκδ. «Κ. Καπόπουλος», Αθήνα 1993. 39. Συλλογικό: «Επιχειρήσεις προς Άγκυραν 1921», έκδ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, τόμος 5ος, Αθήναι 1965. 40. Συλλογικό: «Η Ιατρική στη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία»,. εκδ. Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας (Ε.Μ.Ε.Ι.Σ.), Αθήνα 2001. 41. Συλλογικό, «Θέσεις για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο - Τετράδια Ευθύνης», έκδ. Ευθύνη, Αθήνα 1982. 42. Δημ. Γ. Τσαούσης (Επιμ.): «Όψεις της Ελληνικής Κοινωνίας του 19ου αιώνα», έκδ. «Εστία», Αθήνα 1984. 43. Προκόπιος Τσιμάνης: «Μνήμες Ερμιονίδος - Εμμανουήλ Ρέπουλης Δόξα Κρανιδίου», Αθήνα 1982, αυτοέκδοση. 44. Δημήτριος Χρονόπουλος: «Δημήτριος Γούναρης», έκδ. «Ελληνική Ευρωεκδοτική», Αθήνα χ.χ.ε.

383


Αποσαφηνίσεις: Σημ 1: Χρησιμοποιήθηκαν επίσης μία σειρά δημοσιευμάτων του Τύπου της εποχής, στην οποία αναφέρεται η παρούσα μελέτη, άρθρων και αφιερωμάτων που δημοσιεύθηκαν μεταγενέστερα σε εφημερίδες και περιοδικά, επίσημων πρακτικών της Βουλής της περιόδου εκείνης, καθώς και προεκλογικών και άλλων φυλλαδίων και εντύπων που είχε κατά καιρούς εκδώσει και κυκλοφορήσει ο Δημήτριος Γούναρης, επί των οποίων γίνεται ακριβής παραπομπή στις οικείες σημειώσεις. Σημ 2: Στα κείμενα ομιλιών, δημοσιευμάτων, καθώς και επισήμων εγγράφων που καταχωρούνται χρησιμοποιούνται χωρίς καμία απολύτως παρέμβαση η γλώσσα και η ορθογραφία των συντακτών τους, πάντα βεβαίως με τις προσαρμογές που υπαγορεύει εκδοτικά η χρήση του μονοτονικού συστήματος. Σημ 3: Στις παρατιθέμενες ημερομηνίες για τα γεγονότα της περιόδου εκείνης, ακολουθείται το τότε ισχύον Ιουλιανό ημερολόγιο, καθώς το Γρηγοριανό εφαρμόστηκε, ως γνωστόν, με νομοθετικό διάταγμα της 18ης Ιανουαρίου 1923, το οποίο όριζε ότι «η 16η Φεβρουαρίου θα είναι η 1η Μαρτίου διά πάσας πολιτικάς σχέσεις του νέου ημερολογίου, προπορευομένου του παλαιού κατά 13 ημέρας. Διατηρείται το εν ισχύ Ιουλιανόν ημερολόγιον, όσον αφορά εν γένει την Εκκλησίαν και τας θρησκευτικάς εορτάς». Το εκκλησιαστικό ημερολόγιο μεταβλήθηκε αργότερα με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος της 23ης Μαρτίου 1924.

384


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.