Issue9

Page 1

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΕΥΝΩΝ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

εκ της σύνταξης

Tευχοσ 9, Νοεμβριοσ 2013

Αναθεωρητισμός και ανιστόρητες, αντιεπιστημονικές εξισώσεις

του Γιάννου Κατσουρίδη, Διευθυντή ΠΡΟΜΗΘΕΑ Συστατικό στοιχείο της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας είναι ο αναθεωρητισμός. Ο αναθεωρητισμός με πρόσχημα τη δημιουργική εξέταση των νέων φαινομένων της πραγματικότητας, ή νέων δεδομένων, επιχειρεί μια αναθεώρηση τεκμηριωμένων ιστορικά θέσεων. Μεθοδολογική βάση του αναθεωρητισμού είναι μια εκλεκτική πρόσμιξη υποκειμενισμού, δογματισμού, μηχανιστικής αναγωγής δεδομένων και η μονομέρεια. Σε αυτή την προσπάθεια, συχνά, δεν διακρίνουν τη διαφορά μεταξύ του αποδείξιμου γεγονότος και της μυθοπλασίας. Βασική πηγή αναθεωρητισμού στη σύγχρονη εποχή είναι η ίδια η ΕΕ με ξεκάθαρο στόχο όχι μόνο τη συκοφάντηση του σοσιαλισμού, αλλά και τη νομιμοποίηση αντίθετων με τον κομμουνισμό

ιδεολογιών, και ιδιαίτερα νεοφιλελευθερισμού.

του

Ο αναθεωρητισμός στο παγκόσμιο επίπεδο έχει ως βασικό στόχο την αποδυνάμωση της αριστεράς, συνεχίζεται σελ.2

Η ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ

ΝΑΤΟ ως Βιομηχανία Πολέμου:

Συνέπειες στην Ειρήνη, την Ανάπτυξη και την Ανεξαρτησία

Διαθέσιμο και στην ιστοσελίδα μας www.inep.org.cy βλ. οπισθόφυλλο

περιεχόμενα • Αναθεωρητισμός και ανιστόρητες, αντιεπιστημονικές εξισώσεις • Ανεργία και Καταπολέμηση της • Βυζαντινά Σύμβολα Οθωμανικής Πολιτικής Εξουσίας • Συνέδριο: Τουρκία και Τουρκοκύπριοι σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον • Το όριο του Χρέους • Εκδόσεις ΠΡΟΜΗΘΕΑ

συντακτική επιτροπή

Γιάννος Κατσουρίδης Κώστας Γουλιάμος Κωστάκης Κωνσταντίνου Σωτηρούλα Γιασεμή

Ινστιτούτο Ερευνών ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ανδρέα Παπακώστα 1, 1037 Καϊμακλί, Λευκωσία, Κύπρος τηλ.22432111, φαξ.22432112 www.inep.org.cy / info@inep.org.cy


αφαιρώντας από τη συλλογική μνήμη τα επιτεύγματα του σοσιαλισμού και την αφαίρεση της όποιας δυνατότητας για αποτελεσματική παροντική και μελλοντική δράση. Έχει βασικό άξονα την εξίσωση των λεγόμενων δύο άκρων, ναζισμού (και φασισμού). Σε σχέση με την θεωρία των δύο άκρων, ακόμα και μη κομμουνιστές θεωρητικοί, όπως για παράδειγμα ο Ιταλός Εμίλιο Τζεντίλε, γνωστός θεωρητικός του φασισμού, απορρίπτει την υποτιθέμενη γενετική συγγένεια κομμουνισμού και φασισμού λέγοντας χαρακτηριστικά ότι, «στερείται ιστορικής θεμελίωσης». Ο φασισμός θεμελιώνεται στον εθνικισμό και τον ρατσισμό, ενώ ο κομμουνισμός στον διεθνισμό. Ο φασισμός δεν πιστεύει στην πάλη των τάξεων, δεν αποβλέπει στην κατάργηση των τάξεων, ούτε στην χειραφέτηση του ανθρώπου και την κοινωνική ισότητα. Η πρόσφατη δολοφονία των δύο μελών της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα έδωσε ακόμα μια ευκαιρία σε αρκετούς να «εξισώσουν τα δύο άκρα» και να μας πουν για τον μαύρο και κόκκινο φασισμό, ζητώντας να καταδικαστεί η βία ενάντια στην Χρυσή Αυγή με τον ίδιο τρόπο που καταδικάστηκε η δολοφονία του Φύσσα. Απευθύνουν μάλιστα ερωτήματα στην αριστερά, όπως: γιατί δεν βγάζετε ανακοινώσεις, γιατί δεν γράφετε άρθρα, γιατί δεν κάνετε διαδηλώσεις; Δεν είναι άνθρωποι και αυτοί; Φυσικά και είναι, αν και οι πράξεις τους που απορρέουν από το νεοναζιστικό τους ιδεολόγημα και η ένταξη τους στο ναζιστικό αυτό μόρφωμα δεν το τεκμηριώνουν επαρκώς. Η συλλογιστική αυτή, όμως, είναι ταυτόχρονα

απλοϊκή και ύποπτη. Αφήνει εκτός σημαντικά ερωτήματα: ποιος ωφελείται από τη δημιουργία «μαρτύρων» αυτή τη στιγμή υπέρ της ΧΑ; Ποιος οφελείται από την επιχειρηματολογία περί δύο άκρων και τη συγκεκριμένη δολοφονία; Επιπλέον, αν η ΧΑ αποτελεί, σύμφωνα με το ελληνικό κράτος, εγκληματική οργάνωση με διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο, μπορεί ενδεχομένως να εξηγά κάτι αυτό; Ότι και να ισχύει, οι δολοφονίες δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ η λύση και σίγουρα είναι καταδικαστέες. Η ατομική τρομοκρατία δεν είναι μορφή λαϊκής / ταξικής πάλης. Η αριστερά δεν καταφεύγει σε δολοφονίες και δεν κρύβει ποτέ το πρόσωπο της. Μήπως, όμως, όσοι το παίζουν δημοκράτες που καυτηριάζουν τα κακώς έχοντα -υποτίθεται από όλες τις πλευρές-με αυτά τα επιχειρήματα βαθιά μέσα τους κρύβουν μια ακατανίκητη έλξη προς καθετί αντι-αριστερό, αντικομμουνιστικό που ακόμα και την ΧΑ θα βρουν τρόπο να την δικαιολογήσουν; Μήπως κλίνουμε το μάτι στην ακροδεξιά στο όνομα του αντικομμουνισμού; Θα ολοκληρώσω αυτή την αναφορά στην ανιστορική αυτή εξίσωση με κάποιους αριθμούς. Κάθε λεπτό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση θρηνούσε κατά μέσο όρο 9 νεκρούς. Κάθε ώρα 507 νεκρούς. Κάθε μέρα 1.400 νεκρούς. Σε έναν πόλεμο που η Βρετανία είχε 375.000 νεκρούς και οι ΗΠΑ περίπου 400.000, η ΕΣΣΔ είχε πάνω από 20 εκατομμύρια νεκρούς. Αυτή είναι η σχέση σοσιαλισμού και φασισμού: Σχέσεις που τις χωρίζει αίμα! Το περισσότερο αίμα που χύθηκε ποτέ στην ανθρωπότητα (Μπογιόπουλος).


Ανεργία και καταπολέμηση της

Η

σκληρότερη, ίσως, έκφραση της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος είναι η ανεργία, η οποία αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο κοινωνικό πρόβλημα σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες. Το φαινόμενο αυτό, το οποίο επιδεινώνεται συνεχώς οδηγεί χιλιάδες ανθρώπους και οικογένειες σε απόγνωση. Για τους περισσότερους η ανεργία φέρνει αλυσιδωτά και άλλα προβλήματα τα οποία δεν περιορίζονται δυστυχώς σε οικονομικά, αφού μετατρέπονται σε κοινωνικά και ψυχικά προβλήματα.

Οι πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται μέσα από μνημόνια και άλλες πολιτικές θα μπορούσαν εύκολα να χαρακτηριστούν ως μηχανές παραγωγής ανέργων, αφού τα ποσοστά ανεργίας αυξάνονται συνεχώς παρά να μειώνονται. Όσον αφορά στην Κύπρο, σύμφωνα με την Eurostat, η ανεργία για τον μήνα Αύγουστο έφτασε στο ποσοστό του 16,9% που μεταφράζεται σε πέραν των 76 χιλιάδων ανέργων. Σήμερα, η Κύπρος είναι η χώρα, με τα μεγαλύτερα ποσοστά αύξησης της ανεργίας από το σύνολο των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρόβλημα είναι πιο οξυμένο στις ηλικίες κάτω των 25, στα πρώτα χρόνια δηλαδή των νέων στην αγορά εργασίας. Τα ποσοστά ανεργίας στις ηλικίες αυτές έχουν ανέλθει στο 39%, ενώ ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι 23,7%. Ως αποτέλεσμα αυτού, μεγάλο ποσοστό των Κύπριων νέων έχει ήδη αρχίσει να μεταναστεύει στο εξωτερικό για εξεύρεση εργασίας. Έχοντας υπόψη αυτά τα κοινωνικά δεδομένα, το Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας (ΙΝΕΠ), ανέλαβε να υλοποιήσει στα πλαίσια του προγράμματος «Νέα Γενιά σε Δράση», σχέδιο με θέμα «Εναλλακτικές Καταπολέμησης της Ανεργίας Ανάμεσα στους Νέους». Το σχέδιο αυτό δεν φιλοδοξεί να αποτελέσει συνολική πρόταση για την καταπολέμηση της ανεργίας αφού αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει μονομερώς από οποιαδήποτε χώρα στα πλαίσια της ΕΕ και χωρίς την συμβολή του ίδιου του κράτους. Στόχος του ΙΝΕΠ είναι το σχέδιο αυτό να καταστεί βοηθητικό πρώτιστα για τους νέους που συμμετέχουν στο πρόγραμμα και, παράλληλα, μέσω των δράσεων διάχυσης να ενημερώσει ευρύτερα τους νέους για τα πορίσματα που έχουν εξαχθεί μέσα από αυτή τη διαδικασία. Στόχος του συγκεκριμένου σχεδίου είναι η απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων εκ μέρους των συμμετεχόντων νέων, έτσι ώστε μέσα στις δύσκολες συνθήκες που διάγουμε ως Κύπρος να καταφέρουν να δημιουργήσουν ευκαιρίες απασχόλησης αξιοποιώντας έτσι τις γνώσεις που έχουν λάβει κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Προς αυτή την κατεύθυνση το πρόγραμμα σχεδιάστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να συνδυάσει μια σειρά δράσεων που περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα εργαστήρια κατάρτισης με νέους που έχουν ήδη πετύχει στην αγορά εργασίας, καθώς και με επισκέψεις και συζητήσεις σε αρμόδιους κρατικούς φορείς που έχουν ευθύνη μελέτης και υλοποίησης προγραμμάτων εργοδότησης νέων ανθρώπων. Με δεδομένη την οικονομική στενότητα του κράτους και την αδυναμία του να χρηματοδοτήσει προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασαν, μέχρι τώρα, οι συναντήσεις με νέους που κατάφεραν να δημιουργήσουν δικές τους μικροεπιχειρήσεις ή γραφεία.

Συνάντηση με νέους επιχειρηματίες

Συνάντηση με νέους επιχειρηματίες

Συνάντηση με ΑΝΑΔ

Συνάντηση με Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας


ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ: Η περίπτωση των προνομίων των Αρχιεπισκόπων Κύπρου

Π

του Μιχάλη Ν. Μιχαήλ (Μέλος Επιστημονικού Συμβουλίου του ΠΡΟΜΗΘΕΑ)

εριγράφοντας τις εντυπώσεις του από την Κύπρο σε ένα από τα πρώτα βιβλία που εκδόθηκαν στη Βρετανία για το νησί, ο βρετανός αξιωματούχος Χ. Ντίξον αναφέρει μεταξύ άλλων την εντύπωση που του προκάλεσε η συνύπαρξη του Οθωμανού πασά με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου. Αναφέρει χαρακτηριστικά: Ο κάθε ένας ήταν πρίγκιπας για τον δικό του κόσμο και έφερε τα δικά του σύμβολα αφοσίωσης και τον τίτλο του και την δική του επίσημη στολή. Ο πασάς ήταν η Αυτού Εξοχότητα και η Αυτού Υψηλότητα. Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν η Αυτού Εξοχότητα και η Αυτού Μακαριότητα. Ο κοσμικός κυβερνήτης κρατούσε τη ράβδο του κράτους, με χρυσό μήλο στην κορυφή και στολισμένη με δύο αλογοουρές. Ο πνευματικός ηγέτης, ντυμένος σε πορφυρό επίσημο ένδυμα, κρατούσε μια αυτοκρατορική ράβδο και υπέγραφε με κόκκινο μελάνι. […] Και έτσι, ενώ ο πασάς αντιπροσώπευε έναν ζωντανό σουλτάνο που διέμενε στον Βόσπορο, ο αρχιεπίσκοπος αντιπροσώπευε την μεγαλειότητα του Κωνσταντίνου, την Αυτοκρατορία του Κόσμου. Στο πιο πάνω απόσπασμα, καταγράφονται τα βυζαντινά προνόμια του Αρχιεπισκόπου Κύπρου ως σύμβολα της εξουσίας του σε έναν δικό του κόσμο. Ενώ από τη μια αναφέρεται η συνύπαρξη των εξουσιών αυτών, από την άλλη, τοποθετούνται ως εξουσίες διαφορετικών κόσμων. Ο Οθωμανός πασάς χαρακτηρίζεται ως ο κοσμικός κυβερνήτης με τα σύμβολά του να παραπέμπουν στην πολιτική του εξουσία. Ο Αρχιεπίσκοπος χαρακτηρίζεται ως ο πνευματικός ηγέτης, με τα σύμβολα του να παραπέμπουν σε έναν προγενέστερο κόσμο, αυτόν του Βυζαντίου και του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Και στις δύο περιπτώσεις ο πασάς και ο Αρχιεπίσκοπος αντιπροσωπεύουν δύο εξουσίες, δύο κόσμους οι οποίοι ενώ συνυπάρχουν φαίνεται να μην έχουν σχέση ο ένας με τον άλλο. Ο διαχωρισμός που κάνει ο Βρετανός

αξιωματούχος μεταξύ της πολιτικής εξουσίας του πασά και της πνευματικής εξουσίας του Αρχιεπισκόπου, μοιάζει να αφαιρεί από τον τελευταίο οποιαδήποτε πολιτική αρμοδιότητα, κάτι όμως που δεν μπορεί να αντανακλά την πραγματικότητα στο οθωμανικό κράτος ούτε βέβαια στην Κύπρο. Ακόμα, η αναφορά για τη χρήση των βυζαντινών συμβόλων μοιάζει να μην συνδέει τα σύμβολα αυτά με τον υπαρκτό κόσμο του οθωμανικού κράτους δημιουργώντας την εντύπωση ότι ο Αρχιεπίσκοπος και τα σύμβολα που χρησιμοποιεί παραπέμπουν σε έναν κόσμο μη οθωμανικό με αποτέλεσμα ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος και κατά συνέπεια και η Εκκλησία της Κύπρου να μην συνδέονται με την οθωμανική πραγματικότητα. Η ιστοριογραφία των τελευταίων δεκαετιών όμως, έχει καταδείξει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία και ειδικότερα οι αρχιερείς της, αποτελούσαν μέρος του οθωμανικού κράτους. Το βασικότερο ερώτημα που προκύπτει από αυτό το απόσπασμα είναι κατά πόσον τα σύμβολα αυτά έρχονται να τονίσουν και να καθιερώσουν μια εξουσία μη οθωμανική, μια εξουσία περισσότερο πνευματική, έναν διαφορετικό κόσμο όπως αναφέρει και ο Χ. Ντίξον ή αν τα σύμβολα αυτά έρχονται ακριβώς για να τονίσουν την πολιτική εξουσία του Αρχιεπισκόπου η οποία βασίζεται στο οθωμανικό πλαίσιο και το καθεστώς της Εκκλησίας της Κύπρου. Μήπως δηλαδή και οι δύο εξουσίες που αναφέρονται στο απόσπασμα αντιπροσωπεύουν τον υπαρκτό για εκείνη την στιγμή οθωμανικό κόσμο και πιο συγκεκριμένα την υπαρκτή εξουσία του Οθωμανού σουλτάνου, ενός ζωντανού σουλτάνου, μέσα από τη χρήση διαφορετικών συμβόλων; Εάν ναι, μήπως τελικά τα βυζαντινά σύμβολα όπως χρησιμοποιούνται τη συγκεκριμένη περίοδο, δεν αποτελούν παρά σύμβολα οθωμανικής πολιτικής εξουσίας; Καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό, σημαίνει ότι ο χαρακτήρας ή καλύτερα το περιεχόμενο της οθωμανικής πολιτικής εξουσίας της συγκεκριμένης περιόδου είναι ένα πολυσύνθετο στοιχείο και σίγουρα δεν


είναι στατικό. Η βασική μου θέση είναι ότι η χρήση βυζαντινών συμβόλων σε πρώτο επίπεδο και η προσπάθεια για προώθηση ενός ελληνόγλωσσου πολιτισμού εντός του οθωμανικού κράτους εκ μέρους των αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου, από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και έπειτα, αποτελούν προσπάθεια διαφοροποίησης, αλλά όχι ακύρωσης, του οθωμανικού χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας των αρχιερέων. Ταυτόχρονα, η χρήση αυτών των συμβόλων είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική εξουσία που ο Σουλτάνος εκχωρεί στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου και όχι με μια πνευματική εξουσία. Πρόκειται δηλαδή για σύμβολα τα οποία αποτελούν στοιχεία του πλαισίου εξουσίας του οθωμανικού παρόντος. Η πρακτική αυτή δεν αφορά μόνο την Κύπρο αλλά διάφορες περιοχές του οθωμανικού κράτους όπως για παράδειγμα τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, με τους Φαναριώτες να προωθούν την ανάπτυξη ενός ελληνόγλωσσου πολιτισμού, να προβάλλουν βυζαντινά στοιχεία σε ότι αφορά τους ίδιους και την καταγωγή τους, πάντοτε όμως εντός του πλαισίου της οθωμανικής τους εξουσίας. Σε αντίθεση με την κλασική περίοδο του οθωμανικού κράτους, στην περίοδο των διαφοροποιήσεων και κυρίως από τα μέσα του 18ου αιώνα και έπειτα, ο οθωμανικός χαρακτήρας της πολιτικής εξουσίας ή καλύτερα η σύνθεση αυτού του χαρακτήρα, δεν είναι κάτι που ορίζεται μόνο από το αυτοκρατορικό κέντρο αλλά υπάρχει η δυνατότητα των τοπικών εξουσιών να συμβάλουν σε μια ανασύνθεσή του. Με σκοπό την τοποθέτηση της χρήσης των βυζαντινών προνομίων των Αρχιεπισκόπων Κύπρου στο ιστορικό τους πλαίσιο, επιβάλλεται μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία τους. Σύμφωνα με την παράδοση και όχι τις ιστορικές πηγές, ο Αυτοκράτορας Ζήνωνας παραχώρησε το 470 στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ανθέμιο και τους διαδόχους του τρία σημαντικά προνόμια. Αυτά είναι το δικαίωμα να υπογράφουν με κόκκινο μελάνι, να φορούν αυτοκρατορικό πορφυρό μανδύα και να φέρουν αυτοκρατορικό σκήπτρο.

Ο Βενέδικτος Εγγλεζάκης, ένας Κύπριος ιστορικός και ταυτόχρονα κληρικός, αναφέρει ότι οι αρχαίες πηγές δεν αναφέρουν τίποτα για τον “θρύλο” αυτών των προνομίων. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία που έχουμε για τα προνόμια που παραχωρήθηκαν από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ζήνωνα είναι στα 1676, έναν αιώνα περίπου μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς (1571), στην πράξη της εκλογής και χειροτονίας του Επισκόπου Τριμυθούντος και Προέδρου Πάφου Νεκταρίου. Η υπογραφή με κόκκινο μελάνι από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, καθίσταται περισσότερο διακριτή και πιο μόνιμη μόνο μετά τις αρχές του 17ου αιώνα, λίγες δηλαδή δεκαετίες μετά την οθωμανική κατάκτηση, γεγονός που καταδεικνύει την διάθεση των Αρχιεπισκόπων της Εκκλησίας της Κύπρου να τονίζουν αυτά τα σύμβολα στην αλληλογραφία τους. Στον 19ο αιώνα, η χρήση αυτή καθιερώνεται και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου είναι πάντοτε συνδεδεμένος με τα βυζαντινά του προνόμια. Στο Αρχείο Αοιδίμων Αρχιεπισκόπων Κύπρου υπάρχουν έγγραφα στα οποία ο Αρχιεπίσκοπος υπογράφει με κόκκινο μελάνι ενώ ακόμα και η σφραγίδα του με τον τίτλο του στην οθωμανική γραφή, είναι και αυτή κόκκινη. Ο αυτοκρατορικός μανδύας χρησιμοποιείται από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου στις εκκλησιαστικές λειτουργίες γεγονός που δυσκολεύει την ανίχνευση της εντονότερης χρήσης του. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ειδικά ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός εμφανιζόταν με τον αυτοκρατορικό του μανδύα και σε άλλες περιπτώσεις. Η χρήση αυτή παραμένει έντονη και στη μετά τον Κυπριανό περίοδο, αφού το απόσπασμα του Χ. Ντίξον αναφέρεται στον Αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο. Σε σχέση με το αυτοκρατορικό σκήπτρο, ο Εγγλεζάκης αναφέρει ότι η αρχαιότερη γνωστή εικόνα του αρχιεπισκοπικού σκήπτρου ανάγεται στην αρχιεπισκοπεία του Νικηφόρου (1641-1674). Οι πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας για τη χρήση αυτών των συμβόλων από τον 17ου αιώνα και έπειτα, δημιουργούν την πεποίθηση ότι πριν την κατάκτηση της Κύπρου από τα οθωμανικά στρατεύματα και φυσικά πριν την κατάργηση του αρχιεπισκοπικού θρόνου της Εκκλησίας της Κύπρου από την Καθολική Εκκλησία, οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου είτε δεν χρησιμοποιούν καθόλου αυτά τα σύμβολα, είτε αυτό γίνεται σε πολύ μικρό βαθμό. Η χρήση των συμβόλων που φαίνεται να αρχίζει στον 17ο αιώνα, κατά την οθωμανική περίοδο δηλαδή, πρέπει να συνδυαστεί με την προσπάθεια που γίνεται εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου να επιβάλει τον έλεγχό του στην Εκκλησία της Κύπρου και την προσπάθεια των Αρχιεπισκόπων Κύπρου να τονίζουν το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της


Κύπρου και την ανεξαρτησία των ιεραρχών της. Η εξέλιξη αυτή πρέπει να συνδέεται με την προσπάθεια του Πατριαρχείου για επιβολή ελέγχου σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες του οθωμανικού χώρου και καθιέρωσή του ως του πραγματικού διοικητικού κέντρου της Ορθοδοξίας, κάτι που γίνεται κατορθωτό στα μέσα του 18ου αιώνα. Η προσπάθεια για επιβολή ελέγχου εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Εκκλησία της Κύπρου, διαφαίνεται μέσα από τις διαδικασίες εκλογής των προκαθημένων της κυπριακής Εκκλησίας, με κύριο χαρακτηριστικό των διαδικασιών αυτών, τον ισχυρό ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο ρόλος αυτός είναι έντονος για έναν περίπου αιώνα μετά την οθωμανική κατάκτηση. Από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα όμως, μετά και τις δύο σημαντικές αναβαθμίσεις του ρόλου των Κυπρίων αρχιερέων που γίνονται το 1660 και το 1754, φαίνεται ότι αυτοί επιτυγχάνουν μια απευθείας συνεννόηση με την Υψηλή Πύλη, η οποία ευνοεί την αύξηση της δικής τους εξουσίας τους. Αυτό που επιδιώκεται λοιπόν από τους αρχιερείς της Εκκλησίας της Κύπρου, είναι η απεξάρτησή τους από έναν απόλυτο έλεγχο του Πατριαρχείου μέσω της απευθείας συνεννόησής τους με την Υψηλή Πύλη. Μέχρι και τα μέσα του 18ου αιώνα λοιπόν, η χρήση των βυζαντινών προνομίων των Αρχιεπισκόπων της Εκκλησίας της Κύπρου φαίνεται ότι τονίζει τη διάθεση των αρχιερέων για μια πιο αυτόνομη λειτουργία τους και περιορισμό του ελέγχου εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η χρήση των βυζαντινών συμβόλων φαίνεται να γίνεται εντονότερη κατά τους επόμενους αιώνες. Η τάση αυτή καθώς και οι προσπάθειες των αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου για λειτουργία σχολείων ελληνικής γλώσσας, δεν μπορούν να είναι άσχετες με την εξάπλωση μιας παρόμοιας ιδεολογίας, της προσπάθειας για διάδοση ενός ελληνόγλωσσου πολιτισμού και της πεφωτισμένης δεσποτείας εντός του οθωμανικού κράτους από τους Φαναριώτες στις παραδουνάβιες ηγεμονίες κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Όπως οι Φαναριώτες, έτσι και οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου κατά την οθωμανική περίοδο κυρίως από τα μέσα του 18ου αιώνα και έπειτα, λειτουργούν ως οι πολιτικοί αξιωματούχοι οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με αρμοδιότητες και καθήκοντα στην οθωμανική Κύπρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 19ου αιώνα, τον Ιούνιο του 1806, ο Γάλλος πρόξενος στο νησί αναφέρει σε επιστολή του προς τον Γάλλο πρέσβη στην Κωνστναντινούπολη ότι οι επίσκοποι στην Κύπρο «ἴσως ἤλπιζον νὰ γένωνται πρίγκηπες ὅπως οἱ τῆς Βλαχίας καὶ τῆς Μολδαβίας». Από τα μέσα του 18ου αιώνα λοιπόν, οι αρχιερείς της Κύπρου φαίνεται ότι λειτουργούν ως σημαντικοί φορείς εξουσίας

μέσα σε ένα οθωμανικό πλαίσιο το οποίο είχε ήδη αρχίσει να γνωρίζει μεγάλες διαφοροποιήσεις. Πρόκειται για μια περίοδο ανασύνθεσης του παραδοσιακού χαρακτήρα της αυτοκρατορίας κυρίως σε σχέση με την τοπική εξουσία. Σε αυτή τη διαδικασία της σύνθεσης του χαρακτήρα της οθωμανικής πολιτικής εξουσίας μοιάζει να εντάσσεται και η τάση για χρήση εκ μέρους των Αρχιεπισκόπων Κύπρου συμβόλων που παραπέμπουν στον βυζαντινό κόσμο. Εφόσον όμως αυτό αποτελεί προσπάθεια που σχετίζεται άμεσα με την ελέω Σουλτάνου οθωμανική πολιτική τους εξουσία, δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στο οθωμανικό σύστημα εξουσίας όπως αυτό διαμορφώνεται εκείνη την περίοδο. Όπως νεότερες ιστορικές προσεγγίσεις καταδεικνύουν, η τοπική εξουσία στην οθωμανική περιφέρεια συμβάδιζε με την οθωμανοποίηση του χώρου, συνυπήρχε με αυτήν και δεν ήταν εκτός του οθωμανικού πλαισίου. Ειδικότερα στην περίπτωση της Κύπρου που αποτελεί και το παράδειγμά μας και κατακτήθηκε από το οθωμανικό κράτος την περίοδο όπου αρχίζουν οι διαφοροποιήσεις, μπορούν να επισημανθούν διάφοροι παράγοντες οι οποίοι έδιναν τη δυνατότητα σε μη μουσουλμάνους οι οποίοι ήταν φορείς εξουσίας να ορίζουν και να προβάλλουν με ένα δικό τους τρόπο καθώς και με δικά τους σύμβολα τον οθωμανικό χαρακτήρα της πολιτικής τους εξουσίας. Τέτοιοι παράγοντες είναι: Πρώτον, η πορεία του οθωμανικού κράτους από τα τέλη του 16ου αιώνα και έπειτα, μια πορεία διαφοροποίησης του οθωμανικού πλαισίου σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Από τα τέλη του 16ου αιώνα και έπειτα, η ευρύτερη διάδοση του συστήματος εκμίσθωσης των φορολογικών προσόδων ευνόησε την ανάδειξη τοπικών θεσμών εξουσίας. Αυτή ακριβώς η ανάδειξη η οποία αργότερα ευνοείται από την Υψηλή Πύλη, όπως δείχνει και το παράδειγμα της Κύπρου, επέτρεψε στην Υψηλή Πύλη να συνεχίσει να ασκεί την κυριαρχία της στην περιφέρεια, παρά την αύξηση στην κατάχρηση εξουσίας που πολύ συχνά αναφέρεται ότι υπήρχε. Το σημαντικότερο σε ότι αφορά την πολιτική εξουσία στην περιφέρεια, για όλη την περίοδο μέχρι και τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, είναι η ανάδειξη των τοπικών εξουσιών μέσω των οποίων η Υψηλή Πύλη μπορεί να διαιωνίσει τον οθωμανικό χαρακτήρα της επικράτειας. Ανάδειξη διαφορετικών εξουσιών σε διαφορετικές περιοχές του οθωμανικού κράτους, κυρίως στην περιφέρεια, με ένα ουσιαστικό όμως κοινό στοιχείο: Όλες οι εξουσίες αποτελούν οθωμανικές εξουσίες και λειτουργούν εντός του οθωμανικού πλαισίου χωρίς το οποίο η ανάδειξή τους θα ήταν αδύνατη. Η εξουσία των Φαναριωτών ηγεμόνων δεν θα ήταν εφικτή εάν δεν υπήρχε η


βούληση του Σουλτάνου και οι συγκεκριμένες πραγματικότητες. Με τον ίδιο τρόπο, η εξουσία των αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου δεν θα ήταν εφικτή εάν δεν υπήρχε η σουλτανική βούληση και οι πραγματικότητες που καθιστούν την αναβάθμιση του ρόλου των αρχιερέων αναγκαία. Σταδιακά όμως, αυτές οι τοπικές εξουσίες θα προσδώσουν στον οθωμανικό χαρακτήρα της εξουσίας και του χώρου στον οποίο βρίσκονται τα δικά τους χαρακτηριστικά στοιχεία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιδιώκουν ανατροπή του οθωμανικού πλαισίου και ανεξαρτητοποίησή τους. Το σχήμα λοιπόν μοιάζει να είναι η σταδιακή και σταθερή ανάδειξη των τοπικών εξουσιών ως μια εξέλιξη η οποία συμβαδίζει με μια ανασύνθεση του οθωμανικού χαρακτήρα στις περιοχές της κάθε εξουσίας με κύριο ζητούμενο τη λειτουργία του οθωμανικού κράτους μέσα σε νέες πραγματικότητες. Δεύτερον, στην σταδιακή αλλά σταθερή συγκρότηση της Εκκλησίας της Κύπρου σε θεσμό πολιτικής εξουσίας κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, κάτι που δεν είναι άσχετο με τον πρώτο παράγοντα. Αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου η Υψηλή Πύλη, με βάση το πρότυπο των σχέσεων της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και για σημαντικούς στρατιωτικοπολιτικούς στόχους, προχωρεί σε μια ανασύσταση της Εκκλησίας της Κύπρου και ανάδειξη των αρχιερέων της σε σημαντικές μορφές πολιτικής εξουσίας. Σταδιακά, και μέσα στο πλαίσιο που οι εξελίξεις του οθωμανικού χώρου ορίζουν, η Εκκλησία της Κύπρου στο πρόσωπο των αρχιερέων της καθίσταται ο σημαντικότερος θεσμός πολιτικής εξουσίας στο νησί. Βασικό στοιχείο αυτής της πολιτικής εξουσίας είναι η οθωμανική της προέλευση: Ο Αρχιεπίσκοπος

και οι Επίσκοποι είναι φορείς εξουσίας επειδή αυτό επιτρέπει αλλά και επιβάλλει η οθωμανική τάξη πραγμάτων. Κάθε εξουσία, κάθε αρμοδιότητα απορρέει από τη σουλτανική βούληση και μόνο. Ο Αρχιεπίσκοπος είναι Αρχιεπίσκοπος επειδή το σουλτανικό βεράτιο του χορήγησε την αρχιεπισκοπική ιδιότητα και μόνο στη βάση του βερατίου του μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα του. Την ίδια στιγμή που το πλαίσιο της οθωμανικής εξουσίας ορίζεται από το αυτοκρατορικό κέντρο όμως, και εξαιτίας των εξελίξεων στο οθωμανικό κράτος μετά τον 17ο αιώνα, οι αρχιερείς της Εκκλησίας της Κύπρου θα έχουν την ευχέρεια να συμβάλουν αλλά και να διαφοροποιήσουν αυτό το πλαίσιο, τουλάχιστον στον κυπριακό χώρο, το οποίο ενώ θα εξαρτάται άμεσα από τη διατήρηση της σουλτανικής εξουσίας, θα είναι ταυτόχρονα και ο χώρος στον οποίο νέες ιδεολογίες θα αρχίσουν να εξαπλώνονται. Η ανάδειξη της Εκκλησίας ως πολιτικού θεσμού και των αρχιερέων ως φορέων πολιτικής εξουσίας, λειτούργησε αμφίδρομα. Όσο το οθωμανικό κράτος βρισκόταν στην ανάγκη να αναδεικνύει περιφερειακές εξουσίες οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στη διατήρηση του οθωμανικού χαρακτήρα του χώρου και κυρίως στη διατήρηση ενός πολιτικού ελέγχου εκ μέρους της Υψηλής Πύλης, τόσο η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να αναπτύσσει μηχανισμούς και λογικές πολιτικής δραστηριότητας. Όσο όμως η Εκκλησία της Κύπρου οργανώνεται και οι αρχιερείς της λειτουργούν ως κοσμική εξουσία, τόσο το οθωμανικό κράτος στηρίζεται στον εκκλησιαστικό θεσμό για τη διατήρηση ελέγχου στην συγκεκριμένη περιοχή της περιφέρειάς του. Η σταδιακή αναβάθμιση του ρόλου των αρχιερέων της Εκκλησίας της Κύπρου δείχνει


να συνδέεται με την εντονότερη χρήση των βυζαντινών συμβόλων και τη δυνατότητα που αποκτούσαν οι ίδιοι ως φορείς εξουσίας σε τοπικό επίπεδο για ανασύνθεση του οθωμανικού χαρακτήρα της εξουσίας. Το 1754, με σουλτανικό φιρμάνι, οι αρχιερείς της Εκκλησίας της Κύπρου αναγνωρίζονται ως κοτζαμπάσηδες (kocabaşı) του νησιού οι οποίοι θα είχαν την ευθύνη ετοιμασίας αναφορών προς την Υψηλή Πύλη και άμεση πρόσβαση στο Παλάτι. Το γεγονός ότι στην Κύπρο οι αρχιερείς διαδραματίζουν ταυτόχρονα και το ρόλο του κοτζάμπαση, κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντικό, αφού, η εξέλιξη αυτή ουσιαστικά περιθωριοποιούσε ή τουλάχιστον αποδυνάμωνε την άνοδο στη σφαίρα της πολιτικής εξουσίας, διαφόρων λαϊκών. Η ταύτιση του θεσμού των κοτζαμπάσηδων με τους αρχιερείς της Εκκλησίας της Κύπρου, κάτι που παρουσιάζεται μόνο στην Κύπρο και όχι σε άλλες περιοχές, σημαίνει ότι στο νησί δεν υπήρχε, τουλάχιστον μέχρι εκείνη τη στιγμή, σημαντική κοινωνική εξέλιξη αλλά ούτε και ανατρεπτική δυνατότητα, αφού ο πλουτισμός ενός μικρού αριθμού προσώπων συνέβαινε μέσα στο πλαίσιο που επέβαλλε η οθωμανική εξουσία και ελεγχόταν από την ίδια την Εκκλησία. Σε μια εποχή δηλαδή όπου σε ό,τι αφορά τους Ορθοδόξους, παρουσιάζεται μια σημαντική κοινωνική εξέλιξη και εμφανίζονται λαϊκοί να διεκδικούν πολιτική αρμοδιότητα, στην Κύπρο τη θέση αυτών των λαϊκών διατηρούν οι ίδιοι οι αρχιερείς που εκφράζουν την αντίληψη ενός εκκλησιαστικού θεσμού. Με τον τρόπο αυτό, η πολιτική εξουσία των ιεραρχών στο ποίμνιό τους διευρύνεται, και σταδιακά δημιουργείται το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Εκκλησία της Κύπρου θα διαδραματίσει για τους Ορθοδόξους, τον ρόλο της πολιτικής Αρχής, ενταγμένης όμως στο οθωμανικό πλαίσιο εξουσίας και χωρίς οι ιεράρχες να αμφισβητούν τη νομιμοποιητική Αρχή της πολιτικής τους εξουσίας, δηλαδή τον Σουλτάνο. Τρίτον, οι εξελίξεις στον Ορθόδοξο κόσμο του οθωμανικού χώρου, ενός κόσμου ο οποίος επηρεάζεται και από τις εξελίξεις εκτός του οθωμανικού κράτους. Στα τέλη του 18ου αιώνα εμφανίζεται και στην Κύπρο μια αδύναμη αλλά υπαρκτή οθωμανορθόδοξη τάξη η οποία αναδείχθηκε μέσα από την οικονομική της δραστηριότητα τόσο σε σχέση με το εμπόριο όσο και σε σχέση με τους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς του οθωμανικού κράτους. Κυρίαρχη προσωπικότητα αυτής της τάξης στον κυπριακό χώρο είναι ο δραγομάνος του σαραγιού Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος ο οποίος χάρη στην οικονομική του δύναμη αλλά και τις διασυνδέσεις του στο αυτοκρατορικό κέντρο, κατάφερε να γίνει για ένα διάστημα ο ισχυρότερος Ορθόδοξος μη κληρικός πολιτικός αξιωματούχος στο νησί. Η εξέγερση του 1804 και το αποτέλεσμά της,

δηλαδή η αναγκαστική φυγή του Κορνέσιου από την Κύπρο και η ανάδειξη του Κυπριανού ως της ισχυρότερης πολιτικής εξουσίας στο νησί, αφήνει τους Κύπριους αρχιερείς ως τη μοναδική εξουσία σε επίπεδο Ορθοδόξων στην Κύπρο. Την ίδια περίοδο, οι Φαναριώτες ηγεμόνες στις παραδουνάβιες ηγεμονίες αποτελούν στην ουσία τους τοπικούς πολιτικούς άρχοντες οι οποίοι διοικούν στο όνομα του οθωμανού Σουλτάνου ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να διαδώσουν έναν ελληνόγλωσσο ορθόδοξο πολιτισμό στον οποίο οι ίδιοι αποτελούν την διοικητική ελίτ. Ωστόσο, η δράση των Φαναριωτιών ηγεμόνων στις περιοχές αυτές κατά τον 18ο αιώνα, δεν πρέπει να συνδυάζεται με μια εθνικιστική ιδεολογία, στην οποία φαίνεται να αντιτάχθηκαν. Οι Φαναριώτες ηγεμόνες πίστευαν στην ανάγκη συνεργασίας με την οθωμανική εξουσία, χωρίς την οποία εξάλλου, θα αναιρούσαν την ίδια τους την ύπαρξη. Ενδεχόμενη διάλυση της αυτοκρατορίας σήμαινε και απώλεια του πολιτικού τους ρόλου στην περιφέρειά της. Προβλήθηκαν ως συνεχιστές της βυζαντινής παράδοσης και κυρίως των βυζαντινών αυτοκρατόρων στο ρόλο του προστάτη της ορθόδοξης πίστης αλλά και του Γένους των Ρωμαίων. Επιδίωκαν δηλαδή να εμφανίζονται ως οι ηγεμόνες που ενώ από τη μια διασφάλιζαν μια οθωμανική τάξη πραγμάτων – απ’ όπου απέρρεε και η δική τους εξουσία – από την άλλη, φρόντιζαν για τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και την ανάπτυξη του πολιτισμού. Σε ένα παρόμοιο πλαίσιο, τα βυζαντινά σύμβολα των Αρχιεπισκόπων της Κύπρου ή τουλάχιστον σύμβολα που παραπέμπουν στον βυζαντινό κόσμο, αποτελούν στοιχεία μιας ανασύνθεσης του χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας, σε έναν οθωμανικό χώρο που μεταβάλλεται και χάνει την κλασική του μορφή. Στην περίπτωση των Αρχιεπισκόπων της Εκκλησίας της Κύπρου, η παραπομπή στο βυζαντινό παρελθόν μέσα από σύμβολα που ορίζονταν ως βυζαντινά, ήταν πιο εύκολη. Ο Ορθόδοξος εκκλησιαστικός θεσμός σε επίπεδο Οικουμενικού Πατριαρχείου, στενά συνδεδεμένος με το αυτοκρατορικό Βυζάντιο, ήταν εξάλλου και ο μόνος θεσμός της βυζαντινής πραγματικότητας που πέρασε σχεδόν αλώβητος στη πολιτική τάξη πραγμάτων που δημιουργήθηκε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η αρχιερατεία του Κυπριανού (1810-1821) χαρακτηρίζεται για το νησί ως περίοδος μιας νέας ιδεολογίας σε σχέση με την παραδοσιακή εκκλησιαστική πολιτική της οθωμανικής περιόδου. Ο Κυπριανός, είναι βέβαιο ότι επηρεάστηκε από το έργο των Φαναριωτών ηγεμόνων στη Μολδαβία και Βλαχία, ενώ η εικοσάχρονη του παραμονή στις περιοχές αυτές του δημιούργησε την εντύπωση ότι η


οθωμανική περιφέρεια μπορούσε να διοικηθεί με τον τρόπο που διοικούσαν οι Φαναριώτες, από έναν Ορθόδοξο δηλαδή αξιωματούχο που θα διόριζε η οθωμανική διοίκηση. Η εκκλησιαστική ιδιότητα του Κυπριανού – ήταν ήδη ένας μορφωμένος ιερέας – δημιουργούσε ένα πλαίσιο σχετικής ευκολίας στη χρήση βυζαντινών συμβόλων όπως ακριβώς έκαναν χρήση τους και οι Φαναριώτες ηγεμόνες. Μετά την παραμονή του σε μια οθωμανική περιφέρεια η οποία ήταν κάτω από τη διοίκηση ενός Ορθόδοξου Φαναριώτη Ηγεμόνα, ο Κυπριανός επιστρέφει στην οθωμανική Κύπρο. Σύμφωνα με τους βιογράφους του Κυπριανού, αυτό που τον χαρακτήριζε όταν επέστρεψε στην Κύπρο το 1802, ήταν η ανώτερη του Παιδεία και η διπλωματική και πολιτική του δεξιότητα προσόντα τα οποία απέκτησε από τη μακρά του συναναστροφή με τον ηγεμόνα της Βλαχίας. Λίγο μετά την επιστροφή του στην Κύπρο, ο Κυπριανός διορίζεται διαχειριστής του μετοχίου της Μονής Μαχαιρά και αργότερα Οικονόμος της Αρχιεπισκοπής Κύπρου. Με τον διορισμό του στην πιο πάνω θέση, ο Κυπριανός βρίσκεται ένα μόλις βήμα μακριά από το κέντρο της πολιτικής εξουσίας στο νησί, τον θρόνο του Αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας της Κύπρου. Η πορεία του καταδεικνύει την ισχυρή θέλησή του για ενασχόληση με την πολιτική στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του ανώτατου κλήρου της Εκκλησίας της Κύπρου, ενώ, ο διορισμός του στη θέση του Οικονόμου, πρέπει να σχετίζεται με τη μόρφωσή του και τις διπλωματικές ικανότητές του. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να παραλείπεται και η αναφορά στον παράγοντα της συγκυρίας, αφού ο Κυπριανός επέστρεψε στην Κύπρο την περίοδο όπου ο γηραιός Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος δεν μπορούσε να ασκήσει με επιτυχία τα καθήκοντά του, ενώ, αρκετοί επεδίωκαν την αντικατάστασή του. Ως Οικονόμος της Αρχιεπισκοπής ο Κυπριανός ουσιαστικά διοικούσε την Εκκλησία, αφού ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ο οποίος βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία δεν ήταν σε θέση να ασκεί τα διοικητικά του καθήκοντα. Τον Ιούνιο του 1810 έφθασε στην Κύπρο φιρμάνι της κεντρικής διοίκησης στο οποίο ανακοινωνόταν η εξορία του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου και του Μητροπολίτη Κιτίου Χρυσάνθου και ο διορισμός του Κυπριανού στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Παρά το γεγονός ότι οι απόψεις για τις ενέργειες του Κυπριανού σε σχέση με την απομάκρυνση του γηραιού Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, διίστανται, αυτό που πρέπει να σημειωθεί, είναι ότι ο Κυπριανός διορίζεται Αρχιεπίσκοπος Κύπρου μετά από συνοπτικές ενέργειες της Υψηλής Πύλης. Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός λειτούργησε όπως οι Φαναριώτες στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Αντιλαμβανόμενος τον ρόλο του ως ένας

Ορθόδοξος φορέας πολιτικής εξουσίας στην οθωμανική περιφέρεια προσπάθησε να προωθήσει τον ελληνόγλωσσο πολιτισμό μέσα από τη δημιουργία ελληνικών σχολών στο νησί και ταυτόχρονα, προτάσσει τα βυζαντινά σύμβολα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου. Το 1812, δύο μόλις χρόνια μετά την άνοδο του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, εγκαινιάζεται η Ελληνική Σχολή στη Λευκωσία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1819, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός συμβάλλει οικονομικά για την ίδρυση Ελληνικής Σχολής στη Λεμεσό ενώ ταυτόχρονα, αρχίζει τη λειτουργία της και παρόμοια Σχολή στον Στρόβολο της Λευκωσίας. Λειτουργώντας στο πιο πάνω πλαίσιο και προτάσσοντας τα βυζαντινά σύμβολα της εξουσίας του, ο Κυπριανός τονίζει ουσιαστικά την οθωμανική πολιτική του εξουσία. Η ανάλυση των παραστάσεων στο μελανοδοχείο του Κυπριανού από τον Βενέδικτο Εγγλεζάκη, καταδεικνύει τη θέλησή του να αναγνωρισθεί ως η νόμιμη και μοναδική πολιτική εξουσία στο νησί. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1815, αναφέρει σε ξένο περιηγητή στην Κύπρο, ότι ο ίδιος ήταν ανεξάρτητος από τους υπόλοιπους Πατριάρχες εξαιτίας των βυζαντινών αυτοκρατορικών του προνομίων, τα οποία χρησιμοποιεί. Τα σύμβολα αυτά, η υπογραφή με κόκκινο μελάνι, το αυτοκρατορικό σκήπτρο και ο αυτοκρατορικός μανδύας τα οποία θα θεσμοθετηθούν ακόμα πιο έντονα από τους διαδόχους του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, αποτελούν σύμβολα της οθωμανικής πολιτικής τους εξουσίας και ως τέτοια θα πρέπει να τα αντιλαμβανόμαστε. Μέσω αυτών των συμβόλων οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου κατά τον 19ο αιώνα διεκδικούσαν τη δική τους συμβολή στη σύνθεση του οθωμανικού χαρακτήρα της πολιτικής τους εξουσίας η οποία παρέμενε οθωμανική και δεν μπορούσε να βρίσκεται εκτός του οθωμανικού πλαισίου. Αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως την αυτόνομη πολιτική ηγεσία στο νησί πάντοτε όμως στο οθωμανικό πλαίσιο, γεγονός που προσδίδει στα σύμβολα που χρησιμοποιούν τον χαρακτήρα των συμβόλων μιας οθωμανικής πολιτικής εξουσίας. Γι’ αυτό το λόγο ο Αρχιεπίσκοπος που ο βρετανός αξιωματούχος Χέπγουωρθ Ντίξον βλέπει το 1878 να είναι ντυμένος με πορφυρό ένδυμα, να κρατάει μια αυτοκρατορική ράβδο και να υπογράφει με κόκκινο μελάνι, δεν αποτελεί απλά έναν πνευματικό ηγέτη, αλλά έναν ακόμα φορέα πολιτικής εξουσίας που αντιπροσωπεύει με τον δικό του τρόπο τον ζωντανό σουλτάνο που διέμενε στον Βόσπορο και όχι την μεγαλειότητα του Κωνσταντίνου, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.


υ ο ί ρ δ ε ν υ Σ η σ ω ν ά γ ρ ο Δι Το Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και το Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας, συνδιοργανώνουν επιστημονική ημερίδα με θέμα:

«Τουρκία και Τουρκοκύπριοι σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον».

Η ημερίδα θα διεξαχθεί στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στη Λευκωσία, στις 23 Νοεμβρίου 2013. Στόχος αυτής της ημερίδας είναι να αναλύσει την πορεία των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, έτσι όπως αυτές επηρεάζονται και μεταβάλλονται σε μια περίοδο καθοριστικών διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων. Η απαρχή του 21ου αιώνα φαίνεται να αποτελεί ένα σημαντικό σημείο καμπής σε σχέση με την πολιτική της Τουρκίας στην Κύπρο. Αυτή η εξέλιξη επηρεάζεται από τον ευρύτερο μετασχηματισμό στο διεθνές περιβάλλον, τις ανακατατάξεις στο παγκόσμιο εμπόριο, τις κοινωνικές αλλαγές στη Μέση Ανατολή και την εξεύρεση υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα όμως φαίνεται να επηρεάζεται και από τον εσωτερικό κοινωνικό και οικονομικό μετασχηματισμό της ίδιας της Τουρκίας με τρόπο που να συμβάλει σε αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο η Άγκυρα αντιλαμβάνεται γενικά το Κυπριακό πρόβλημα και ειδικά την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η περίοδος που ξεκινά από το 2000 και κορυφώνεται με την καθιέρωση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία της Τουρκίας, είναι την ίδια στιγμή και μια περίοδος αλλαγής του παραδοσιακού δόγματος «μητέρας πατρίδας-μικρής πατρίδας» (anavatan-yavruvatan). Ο αυτοπροσδιορισμός της Τουρκίας ως «το ΔΝΤ της βόρειας Κύπρου», όπως καταγράφηκε συγκεκριμένα από τον λεγόμενο πρέσβη της Τουρκίας στην Κύπρο, Ιμπραχήμ Άκτσια τον Φεβρουάριο του 2011, αποτελεί ίσως ένα από τα σημαντικότερα νέα στοιχεία στις σχέσεις ΆγκυραςΤουρκοκυπρίων.

Μέσα σε αυτό το μεταβαλλόμενο περιβάλλον λοιπόν, η επιστημονική ημερίδα καλείται να θέσει και να επιδιώξει να απαντήσει βασικά ερωτήματα όπως α) οι αλλαγές στην ευρύτερη περιοχή και ο αντικατοπτρισμός τους στην Κύπρο, β) οι εσωτερικές μεταβολές στην Τουρκία και οι επιδράσεις τους στην εξωτερική πολιτική της χώρας, γ) οι συνέπειες της νέας πολιτικής που ακολουθεί η Άγκυρα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα τόσο σε πολιτικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο, δ) οι εσωτερικές αλλαγές στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα σε σύγκριση με το προηγούμενο ιστορικό πλαίσιο και οι επιδράσεις αυτών των αλλαγών σε σχέση με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Οι γλώσσες της ημερίδας θα είναι η Ελληνική και η Τουρκική και θα υπάρχει απευθείας μετάφραση.


Οι απαράδεκτες πρακτικές της

Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των ΗΠΑ (NSA)

Μετά τις τελευταίες αποκαλύψεις των απαράδεκτων πρακτικών κατασκοπείας από την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών διάφορων αρχηγών - κρατών και κυβερνήσεων στον κόσμο, η Πρόεδρος της ομάδας της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς / Αριστεράς των Πρασίνων των Βορείων Χωρών, η Gabi Zimmer έχει καλέσει τους ηγέτες της Επιτροπής και τους Ευρωπαίους ηγέτες να λάβουν άμεσα και ισχυρά μέτρα . Εξέφρασε την έκπληξη της από το γεγονός ότι δεν υπήρχε σαφές μήνυμα από το Συμβούλιο σχετικά με αυτό το θέμα κατασκοπείας και τόνισε ότι μια γερμανο- γαλλική πρωτοβουλία δεν είναι αρκετή .

Είναι αναγκαία, όπως ανέφερε η κ. Zimmer, η άμεση αναστολή των διαπραγματεύσεων συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών της ΕΕ με τις ΗΠΑ. Απαιτούνται άμεσα μέτρα για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, καθώς και μια οδηγία για τη μεταφορά πληροφοριών μεταξύ των κρατών . Τονίζεται δε, ότι υπό το πρόσχημα της προστασίας τους από την τρομοκρατία , οι ΗΠΑ έχουν δημιουργήσει ένα εκτεταμένο δίκτυο κατασκοπείας στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Η ομάδα της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς / Αριστεράς των Πρασίνων των Βορείων Χωρών καταδικάζει με τον εντονότερο δυνατό τρόπο αυτές τις μεθόδους , οι οποίες δεν αποτελούν πράξεις ενός δημοκρατικού κράτους, ούτε ενός κράτους δικαίου, στις σχέσεις μεταξύ κρατών. Καταλήγοντας, η κ. Zimmer τόνισε ότι πριν από το τέλος της παρούσας κοινοβουλευτικής περιόδου, το Κοινοβούλιο θα πρέπει εγκρίνει νομοθετικά μέτρα για την προστασία των δεδομένων όλων των πολιτών, είτε αυτοί είναι απλοί άνθρωποι είτε αρχηγοί κυβερνήσεων.”


ΤΟ ΟΡΙΟ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

Οι πραγματικές επιλογές ενός συστήματος που πεθαίνει και των ανθρώπων που ζουν σε αυτό του Κωνσταντίνου Στυλιανού (Υποψήφιος Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κύπρου) Το όριο χρέους των ΗΠΑ έχει επανακαθοριστεί 74 φορές από τον Μάρτιο του 1962 μέχρι τον Αύγουστο του 2011. Συμπεριλαμβανομένων 18 φορές από τον Ρήγκαν, 8 από τον Κλίντον, 7 από τον Μπούς και 3 από τον Ομπάμα. Μέχρι την επόμενη. Ή μήπως όχι; Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει, όχι τόσο το γεγονός την αύξησης του ορίου χρέους των ΗΠΑ με αποφάσεις των κυβερνήσεων αλλά το μέγεθος της αύξησης. Από το 1981 μέχρι το 1991 αυξήθηκε από 1 τρις σε 4 τρις δολάρια (400%), μέχρι το 2001 έφτασε τα 6 τρις δολάρια και το 2010 στα 14,3 τρις δολάρια. Από τον Φεβρουάριο του 2010 το όριο άντεξε μόλις μέχρι τον Απρίλιο του 2011 και μέχρι τον Αύγουστο αυξήθηκε στα 16,4 τρις δολάρια. Στο μεσοδιάστημα (ΑπρίληςΑύγουστος 2011) οι ΗΠΑ έφτασαν ένα βήμα πριν την πτώχευση και μέχρι το Κογκρέσσο να αποφασίσει επέκταση του ορίου σημειώθηκε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και απότομη πτώση στον DowJones. Τον Δεκέμβριο του 2012 οι ΗΠΑ έφτασαν και πάλι το όριο του χρέους και από τις αρχές του 2013 μέχρι σήμερα η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπαθεί να χειριστεί τον νέο κίνδυνο χρεωκοπίας. Συνολικά το όριο του χρέους στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί μέσα σε 30 χρόνια κατά 1640%. Αν ακόμη συγκρίνουμε από το 1970 μέχρι σήμερα, έχει αυξηθεί κατά 4227%. Το ερώτημα του πως λειτουργεί αυτός ο μηχανισμός δεν έχει τόσο ενδιαφέρον όσο το γιατί λειτουργεί έτσι. Τι αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα αυτή η συνεχής επέκταση του ορίου τους χρέους των ΗΠΑ για την μεγαλύτερη εθνική οικονομία του πλανήτη. Το γνωστό και ως πρόβλημα χρέους που υπάρχει

για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη, «λύνεται» προσωρινά με την συνεχή εξωτερική και εσωτερική αναδανειοδότηση του συνεχώς ογκούμενου χρέους (αφού τα φορολογικά έσοδα του κράτους δεν αρκούν για την εξυπηρέτηση και την εξόφληση του). Μέχρι πότε; Αυτή την ερώτηση δεν την θέτουν (ούτε θέλουν, ούτε μπορούν) οι αστοί οικονομολόγοι και οι απολογητές του καπιταλισμού επειδή θεωρούν τον καπιταλισμό ως φυσικό φαινόμενο. Όπως λέει και ο Μαρξ: «Οι οικονομολόγοι, λοιπόν, που όπως ο Ρικάρντο, θεωρούν απόλυτο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, νιώθουν εδώ ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής δημιουργεί φραγμό στον εαυτό του, και γι’ αυτό αποδίδουν το φραγμό αυτό όχι στην παραγωγή αλλά στη φύση»1 Η συνεχής διεύρυνση του δανείου ως προσπάθεια αναβολής της κατάρρευσης και ως δημιουργία ακόμη μεγαλύτερου δυναμικού κρίσης Η περίοδος στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και αρχές της δεκαετίας του 1980 χαρακτηρίστηκε από την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού στον Δυτικό κόσμο. Αυτή η εξέλιξη υπήρξε το αντικειμενικό αποτέλεσμα και ένας τρόπος αντίδρασης και αναβολής της βαθιάς δομικής κρίσης στην οποία περιέπεσε ο «φορντισμός». Η αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη της μεταπολεμικής εποχής έφτασε στο τέλος της. Δεν γίνονταν πλέον επιπρόσθετες επενδύσεις σε μέσα παραγωγής, εργοστάσια, κτίρια κλπ., διότι δεν υπόσχονταν πια κανένα ή μόνο ανεπαρκές κέρδος. σαν αποτέλεσμα 1 Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο» τρίτος τόμος, σ.306, με αναφορά στο νόμο της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους


αυτής της κατάστασης «απελευθερώθηκε» ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου το οποίο δεν έβρισκε πλέον καμιά δυνατότητα κερδοφόρας τοποθέτησης στην πραγματική οικονομία. Επειδή όμως το κεφάλαιο έχει σύμφωνα με τη φύση του μοναδικό σκοπό από το χρήμα να κάνει παραπάνω χρήμα, ένα τέτοιο στάλωμα, μια τέτοια νέκρωση της διαδικασίας της καπιταλιστικής αξιοποίησης (δημιουργίας υπεραξίας από την παραγωγική εργασία στην πραγματική παραγωγή) ταυτίζεται με μια κρίση. ακριβολογώντας: με μια κρίση υπερσυσσώρευσης ή – για να το εκφράσουμε με την ορολογία της επίσημης αστικής οικονομολογίας – με μια κρίση υπερεπένδυσης. Ένα μέρος του κεφαλαίου είναι παραπανίσιο και γι’ αυτό απειλείται με υποτίμηση. Αν πραγματοποιηθεί αυτή η υποτίμηση, τότε δεν περιορίζεται σε καταρρεύσεις μόνο ξεχωριστών επιχειρήσεων και τραπεζών (όπως συμβαίνει πάντοτε στην «κανονική» λειτουργία του καπιταλισμού), αλλά αγκαλιάζει, με τη μορφή του ντόμινο, το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας. Ακριβώς αυτός ο κίνδυνος υπήρχε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, κάτι άλλωστε που πρόβλεπαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πολλοί οικονομολόγοι. Γιατί όμως δεν πραγματοποιήθηκε αυτή η υποτίμηση του συνολικού κεφαλαίου; Γιατί αποφεύχθηκε η μεγάλη οικονομική κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού; Ένας ουσιαστικός λόγος γι’ αυτό ήταν το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του παραπανίσιου κεφαλαίου, το οποίο δεν μπορούσε πλέον να επενδυθεί κερδοφόρα στην πραγματική οικονομία, κατέφυγε στις υπερεθνικές χρηματοπιστωτικές αγορές, όπου τοποθετήθηκε κατ’ αρχήν κυρίως στη μορφή των κρατικών δανείων και σε αυξανόμενο βαθμό επίσης στην

κερδοσκοπία με μετοχές και χρεόγραφα. Έτσι σημειώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο μια μαζική φυγή του κεφαλαίου από την παραγωγή και στροφή προς την δημιουργία πλασματικού κεφαλαίου σε πρωτοφανή κλίμακα. Η νεοφιλελεύθερη στροφή αντικατέστησε την υποτιθέμενη «εξωοικονομική» επέμβαση του κράτους με ένα ριζοσπαστισμό της αγοράς. Αυτή η στροφή άνοιξε μέσω μιας πολιτικής της απορύθμισης και της χρηματικής πλημμύρας από τις Κεντρικές Τράπεζες, τις στρόφιγγες για μια χωρίς προηγούμενο επέκταση του ιδιωτικού δανεισμού (των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών) και της οικονομίας που βασιζόταν και τρεφόταν από τις χρηματοπιστωτικές φούσκες. Το φούσκωμα των δανείων δεν οδήγησε μόνο στη δημιουργία χρεών τεραστίων διαστάσεων, τα οποία έπρεπε συνεχώς να αναδανειοδοτούνται, αλλά πήρε επίσης τη μορφή μιας αυτόνομης κερδοσκοπικής αγοράς χρηματοπιστωτικών τίτλων (μετοχών, ακινήτων, παραγώγων κλπ.), στην οποία «δημιουργήθηκαν» «πλασματικές αξίες» αστρονομικών διαστάσεων. Με την συνεχή αναδανειοδότηση (όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ, μέσω της επέκτασης του ορίου χρέους της χώρας) ξεπερνιέται προσωρινά το σκάσιμο της φούσκας, η μαζική υποτίμηση αναβάλλεται, αλλά με τρόπο που όταν αυτή μελλοντικά θα σκάσει, μεγαλώνει η δυνατότητα της υποτίμησης.


Η σημερινή κρίση, όπως και κάθε κρίση στον καπιταλισμό δεν είναι τίποτ’ άλλο από τη βίαιη επαναφορά της ενότητας της σχέσης που υπάρχει αντικειμενικά ανάμεσα στην πραγματική παραγωγή αξίας και της (πλασματικής) «αξίας» που αντιπροσωπεύει το χρηματοπιστωτικό εποικοδόμημα. «Παρά την ανεξαρτοποίησή της, η κίνηση του εμπορικού κεφαλαίου δεν είναι ποτέ κάτι άλλο από την κίνηση του βιομηχανικού κεφαλαίου στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Δυνάμει όμως της ανεξαρτητοποίησης του κινείται μέσα σε ορισμένα όρια, ανεξάρτητα από τους φραγμούς του προτσές αναπαραγωγής και γι’ αυτό το ωθεί έξω από τα δικά του όρια. Η εσωτερική εξάρτηση και η εξωτερική αυτοτέλεια το οδηγούν ως το σημείο, όπου η εσωτερική συνάφεια αποκαθίσταται ξανά βίαια δηλαδή με μια κρίση».2 Και τώρα που δεν λειτουργεί η αγορά τι να κάνουμε; Και αφού τώρα έχει γίνει ξεκάθαρο ότι η αγορά δεν κατάφερε να βγάλει τον 2 Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τρίτος τόμος, σ. 385

καπιταλισμό από τον αναπνευστήρα, οφείλει ξαφνικά να φέρει τη σωτηρία και πάλιν το κράτος. Είναι μια ειρωνεία της ιστορίας το γεγονός ότι οι νεοφιλελεύθεροι σκληροπυρηνικοί πιστοί της «ελεύθερης αγοράς» αναγκάζονται τώρα να απευθυνθούν στο κράτος ως τον «από μηχανή θεό». Ουσιαστικά αυτό γίνεται τα τελευταία χρόνια με τα «πακέτα σωτηρίας» που ψηφίστηκαν κατά συρροή σχεδόν σε όλα τα πυρηνικά κράτη του καπιταλισμού με σκοπό την αποκατάσταση των χρηματοπιστωτικών αγορών και την ανάληψη των συσσωρευμένων ζημιών. Όμως το πρόβλημα δεν μπορεί πλέον να ξεπεραστεί με μια νέα χρηματική πλημμύρα από τις Κεντρικές Τράπεζες, δια μέσου μιας συνεχούς μείωσης των επιτοκίων και δια μέσου των «πακέτων σωτηρίας» καθώς και της δανειοδότησης από την Τρόικα. Και τούτο διότι αυτού του είδους η χρηματική πλημμύρα προϋποθέτει πάντοτε τη μελλοντική «κάλυψη», ένα «αντίκρυσμα» από μελλοντικές πραγματικές διαδικασίες καπιταλιστικήςαξιοποίησης (δημιουργίας υπεραξίας από την παραγωγική εργασία στην πραγματική παραγωγή), οι οποίες δεν υπάρχουν πλέον στον ορίζοντα στο βαθμό που απαιτούνται.


Μετακυλίεται η κρίση πάνω στο επίπεδο των δημοσιονομικών του κράτους. Αλλά το κράτος δεν είναι ανεξάρτητο από τους νόμους της αξιοποίησης του κεφαλαίου αφού το μοναδικό έσοδο που έχει είναι η φορολόγηση μισθών και κερδών. Όλα τα κράτη, με πρώτες τις ΗΠΑ, είναι ήδη υπερχρεωμένα, και η αναχρηματοδότηση δεν θα μπορεί να συνεχιστεί, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μόνο μια μεγάλη κρίση των οικονομικών των κρατών, πράγμα που θα οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, στην πτώχευσή τους (η μετακύληση των ζημιών από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στα κράτη θεωρήθηκε από μερικούς οικονομολόγους και αναλυτές ως η τελευταία πράξη του δράματος καθώς όπως γινόταν αναφορά «το κράτος είναι το τελευταίο καταφύγιο».

Πρόκειται πράγματι για έσχατο κυνισμό). Το κράτος, δηλαδή η πολιτική, δεν μπορεί να σταματήσει την υποτίμηση, μπορεί μόνο να διαχειριστεί την μορφή πορείας της κρίσης. Έτσι οι κυβερνήσεις γλιστρούν όλο και βαθύτερα στο δίλημμα, είτε να διατηρήσουν την φερεγγυότητα τους σαν κράτος, είτε να διαφυλάξουν και να προστατεύσουν τις επιχειρήσεις που βρίσκονται στις χώρες τους. Σ’ αυτή την διαδικασία τα κράτη, οι κυβερνήσεις πρέπει να σταθμίζουν ξανά και ξανά τα επακόλουθα της πτώχευσης των επιχειρήσεων, από τη μια μεριά και της συνεχούς χειροτέρευσης της δικής τους υπερχρέωσης, από την άλλη μεριά. Πρόκειται για μια επιλογή ανάμεσα στην πανώλη και τη χολέρα.

Ωστόσο οι πάντοτε ευρηματικοί ταγοί του συστήματος επέλεξαν μέσω του γνωστού πλέον «bail-in» που εφαρμόστηκε πειραματικά στην Κύπρο και ετοιμάζεται να εφαρμοστεί σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, να γράψουν άλλη μια πράξη του δράματος μετακυλώντας τις ζημιές από τα κράτη στα άτομα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι άνθρωποι έχουν επίσης δυο επιλογές. Να αναζητήσουν την καλύτερη θέση στον Τιτανικό που βυθίζεται αναμένοντας με αγωνία ποια από τις δυο επιλογές θα επιλέξουν τα κράτη, ή να αναζητήσουν συλλογικά το δρόμο για την έξοδο από την σχιζοφρενική και χρεοκοπημένη καπιταλιστική λογική.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΝΑΤΟ ως Βιομηχανία Πολέμου

Η Κυπριακή Αριστερά στην Πρώτη Περίοδο της Βρετανικής Αποικιοκρατίας για να παραγγείλετε το βιβλίο επικοινωνήστε με το 22-432111 ή διαδικτυακά στο w w w . i n e p . o r g . c y


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.