ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 24/02/2013

Page 81

9

κριτική θεάτρου Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Ξαναπαίζοντας την απώλεια ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ spats@enl.auth.gr

Στη Βίλα Καπαντζή ο «Βυσσινόκηπος» της Πειραματικής Ανθρώπινα πορτρέτα

Τ

ο να χάνεις το θέατρό σου σίγουρα και πονάει και προκαλεί ανασφάλεια. Από την άλλη, όµως, ενεργοποιεί τη φαντασία, γιατί σ’ αναγκάζει να αναζητείς διαρκώς τρόπους και τόπους να πραγµατοποιήσεις τα όνειρά σου. Και απ’ αυτήν την άποψη έχω την αίσθηση πως τελικά ίσως βγει κερδισµένη η Πειραµατική Σκηνή, η οποία, από τότε που πήρε τη µεγάλη απόφαση να κλείσει το «Αµαλία», είναι διαρκώς στο δρόµο. Τη µια τη βρίσκουµε στον Παλιό Σιδηροδροµικό Σταθµό, την άλλη στο «Ανετον» και τώρα στη Βίλα Καπαντζή, εκεί όπου η πάλαι ποτέ αριστοκρατική οικογένεια υποδεχόταν τους υψηλούς καλεσµένους της, περίπου την ίδια περίοδο που κάποιες χιλιάδες χιλιόµετρα µακριά ο Τσέχοφ έγραφε τον «Βυσσινόκηπό» του. Εκείνο που ποτέ δε µ’ άρεσε στον Τσέχοφ δεν ήταν ο ίδιος ο Τσέχοφ καλλιτέχνης, αλλά ο ψυχοπλακωτικός τρόπος που πεισµατικά επέλεγαν οι σκηνοθέτες να τον παρουσιάσουν. Το αποτέλεσµα ήταν, για µένα τουλάχιστον, καταστροφικό, γιατί την ανία, όπως τη ζούσαν οι ηθοποιοί στη σκηνή, την εισέπραττα στην πλατεία ως βιωµατική εµπειρία. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, οι σκηνοθέτες πέταξαν τα στανισλαφσκικά κατάλοιπα και ανακάλυψαν έναν άλλον Τσέχοφ, πιο εξωστρεφή, που ξέρει να γελά, να περιπαίζει το χρόνο, να χορεύει, να κάνει φασαρία. Μ’ έναν τέτοιο Τσέχοφ µας υποδέχτηκε η Πειραµατική στο σαλόνι της Βίλας. Παλιοί και νεότεροι συνεργάτες ανέλαβαν να µας ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο, να µας αφηγηθούν την ιστορία των µελών µιας αριστοκρατικής ρωσικής οικογένειας που επιστρέφουν από το Παρίσι στο πατρικό τους λίγο πριν βγει ο βυσσινόκηπός τους στο σφυρί και οι οποίοι, µολονότι έχουν την ευκαιρία να τον σώσουν, δεν το κάνουν και έτσι µοιραία καταλήγει (ειρωνικά) στα χέρια του γιου ενός πρώην υπηρέτη της οικογένειας, του Λοπάχιν.

Δεν µπορώ να πω ότι µε συγκινούν ιδιαίτερα οι ιστορίες των δραµάτων του Τσέχοφ. Οπως δε µε συγκινούν και εκείνες του Αµερικανού συνεχιστή του, του Τένεσι Γουίλιαµς. Τους θαυµάζω, όµως, για κάτι άλλο: είναι, κατά τη γνώµη µου, οι καλύτεροι µοντέρνοι δηµιουργοί δραµατικών πορτρέτων. Δεν είναι τυχαίο που όλοι οι ηθοποιοί θέλουν, έστω και µία φορά στη ζωή τους, να υποδυθούν κάποιον από τους χαρακτήρες τους. Είναι η απόλυτη πρόκληση, γιατί πρόκειται για πλάσµατα που επιφανειακά µπορεί να φαντάζουν µονοδιάστατα, στο βάθος, όµως, είναι απίστευτα αντιφατικά και δυσπρόσιτα. Εκεί που νοµίζεις ότι βρήκες το κλειδί τους, κάτι γίνεται και όλα ανατρέπονται.

σει την «(υπερ)νατουραλιστική» της ανάγνωση σε µια πιο δυναµική site specific performance, µε απρόβλεπτες διαδραστικές παραµέτρους. Ακόµη: Μέσα στο πλαίσιο της τοποθέτησής της δεν κατάλαβα τις µεταδραµατικές σφήνες του Φιρς. Προς τι, από τη στιγµή που ούτε η δοµή της παράστασης ούτε η ατµόσφαιρα ήταν έτσι στηµένες για να τις (υπο)δεχτούν. Θα µπορούσε το τέχνασµα να λειτουργήσει υπέροχα, µε µια άλλη προσέγγιση, µε πρωταγωνιστές (συγγραφικά) φαντάσµατα και ζώντες/καλεσµένους. Επίσης, γιατί δεν «άνοιξε» περισσότερα παράθυρα, ώστε να µπει η απειλητική αύρα της επερχόµενης τραγωδίας. Κάτι γίνεται έξω. Είναι µια στιγµή δραµατική. Αλλάζει ο κόσµος. Δεν το αισθάνθηκα.

Υποκριτική Σκηνοθετικό πατινάζ

Στο φυσικό χώρο της Βίλας Καπαντζή αποφάσισε να στεγάσει το «Βυσσινόκηπό» της η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης»

Η Χριστίνα Χατζηβασιλείου, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, στόχευσε σε µια πολυεπίπεδη παράσταση, όπου η ζωντάνια και η κίνηση θα λειτουργούσαν ως απάντηση στην απώλεια (του βυσσινόκηπου) και στην ακινησία (του χρόνου και των αναµνήσεων). Και µέχρι ένα βαθµό το πέτυχε. Η παράστασή της είχε ρυθµούς χορευτικού πατινάζ, έτσι όπως άπλωνε µε ταχύτητα τα δρώµενά της σ’ όλους τους διαθέσιµους χώρους. Μου άρεσε το γεγονός ότι η έξοδος του ηθοποιού από το κάδρο του σαλονιού δε σηµατοδοτούσε και το τέλος της δράσης. Μου άρεσε που τον βλέπαµε να ζει µια «φυσιολογική» ζωή κάπου αλλού, σ’ ένα από τα διπλανά δωµάτια. Γενικά, µου άρεσε αυτός ο κερµατισµός, µε τις φωνές και την κίνηση να σε πολιορκούν, να σε κάνουν να νιώθεις κι εσύ µέρος της οικογενειακής ατµόσφαιρας. Από την άλλη, οµολογώ ότι περίµενα το κάτι παραπάνω από τη Χατζηβασιλείου, η οποία έχει δείξει ότι διαθέτει ταλέντο και φαντασία. Εδώ τη βρήκα κάπως συγκρατηµένη. Εν πρώτοις, θεωρώ πως δε δοκίµασε τα όρια των χώρων που επέλεξε να φιλοξενήσουν την ανάγνωσή της (για τη διαµόρφωση: Μπουσουλέγκα, Υφαντίδου). Θα µπορούσε πολύ εύκολα να οδηγή-

Οι ηθοποιοί είχαν και κέφι και καλή χηµεία µεταξύ τους. Δεν ήταν, όµως, πάντοτε απόλυτα πειστικοί ως προς τα πάθη, τις αναστολές και τις εξάρσεις τους. Η αινιγµατική φιγούρα της Ρανέφσκαγια µάλλον παγίδεψε την εκρηκτική Εφη Σταµούλη, η οποία έδειχνε σαν να µην είχε ακόµη συµφιλιωθεί µαζί της. Ο Λοπάχιν του Συριόπουλου, δυναµικό εχέγγυο ζωντάνιας, υστερούσε εκεί όπου έπρεπε να βγάλει και το στοιχείο της εσωτερικής σύγκρουσης που βίωνε. Ο ανεπρόκοπος Γκάγεφ του Μαρκόπουλου αρκούντως γλαφυρός µε τα αλλεπάλληλα και παντελώς ανούσια λογύδριά του, όπως και ο απένταρος αλλά ευτυχισµένος Σιµεόνοφ (του Μεβουλιώτη). Συµπαθητική (σαν από Μπέκετ) φιγούρα ο γερο-Φιρς του Φράγκογλου, και «σαν στο σπίτι της» η κακοµαθηµένη 17χρονη Ανια της Ευθυµίου. Η Τσαλκιτζόγλου µας δίνει κάτι από το φευγάτο και πονεµένο της υπηρέτριας, όπως και ο Δανιηλίδης από το όραµα και (λιγότερο) από το παράλογο του φοιτητή Τροφίµοφ, ο Δηµητριάδης από το λογιστή Επιχόντοφ και η Βούλγαρη από τη σοβαρότητα αλλά και τη διστακτικότητα της Βάρια. Ο Γιάσεφ του Παπαδόπουλου περισσότερο συµπαθητικός από ό,τι το θέλει το έργο. Συµπέρασµα: ένας µικρόκοσµος κεφάτος, µε καλές στιγµές αλλά χωρίς εκπλήξεις.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.