2013 ΓΙΟΡΤΗΣ 28ΗΣ Κα ΖΙΑΖΟΠΟΥΛΟΥ

Page 1

Γιορτή για την επέτειο ης της 28 Οκτωβρίου 1940

26 ΓΕΛ Αθηνών ο


Ημέρα της σημαίας


Παράδοση… σημαίας!

Σημαιοφόροι Ομηρίδη Ηλιάννα Ιωαννίδου Διδώ Μαγγιώρης Γεώργιος

Παραστάτες Ιωαννίδου Διδώ Κακαλή Δάφνη Τριανταφύλλου Κωνσταντίνα Χελβατζή Δήμητρα Σαβρανάκης Ορέστης
















«Δεν πολεμούν οι Έλληνες σαν ήρωες αλλά οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» Ουίνστον Τσώρτσιλ


Η σημαία του οχυρού Ρούπελ



Ναζί στην Ακρόπολη…


Μάχη της Κρήτης


1941: Επιχείρηση «Barbarossa» στη Ρωσία




«Η ανθρωπότητα θα θριαμβεύσει» Παναγιώτης Κανελλόπουλος




Χιροσίμα, Ναγκασάκι


ΟΗΕ






Μπροστά τους ας σταθούμε προσοχή Γιατί δω χάμου κείτονται νεκροί Ποτέ δεν είπαν ψέματα, Τύραννο δεν προσκύνησαν Διαβάτη, στάσου προσοχή Και μ’ άξιο νου μελέτα τους, Τι αν χαίρεσαι τ’ ωραίο φως Κι αν όλο θάρρος περπατάς Κι αν σ’ αγαπάνε κι αγαπάς Κι ό,τι καλό ‘χεις στη ζωή Στο χάρισαν τούτ’ οι νεκροί. Βασίλης Ρώτας


«ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις το δικό σου νόημα, είπε Πριν από την καρδιά σου θα’ ναι αυτή Και μετά πάλι αυτή θα ακολουθήσει Τούτο μόνο να ξέρεις: Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή Καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει».


ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο



ΕΟΝ – Εθνική Οργάνωση Νέων





ΒΑΖΕΙ Ο ΝΤΟΥΤΣΕ ΤΗ ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψηλή του, μ’ όλα τα φτερά, και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει, βρε, το φουκαρά! Τον τσολιά μας τον λεβέντη βρίσκει στα βουνά και ταράζει τον αφέντη τον μακαρονά. Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο, με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.


Ξεκινάει την άλλη μέρα, μα και πάλι ακούει "Αέρα" από τον τσολιά, δρόμο παίρνει και δρομάκι και πηδάει το ποταμάκι, ξέρει τη δουλειά. Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι από τον τσολιά, κι όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά. Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο, και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.



«Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι Και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα Και δε γίνεται μ’ αυτούς χωρίς, Εσύ Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι Και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις Η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να ’ναι Και να μείνει αυτή».




Ο ΕΦΕΔΡΟΣ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ Τι γύρευες στ’ αλβανικό βουνό, μονάκριβε νησιώτη; Και λαβωμένο κλαίει το δειλινό την ακριβή σου νιότη... Πάει ο ήλιος, πάει κι η Αμοργός, στα μάτια του νυχτώνει. Κι ο έφεδρος ανθυπολοχαγός κοιμάται μες στο χιόνι. Τα χρόνια σου καπνός τα παιδικά, ανάσα η εφηβεία. Στον τοίχο ματωμένα ιδανικά μετάλλια και βραβεία...







ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ «Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα […]. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε, απ' τ' άλλο μέρος να ΄ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους.


Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ΄λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου». Οδυσσέας Ελύτης





Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου με το καθημερνό της φόρεμα


Κι ένα χτενάκι στα μαλλιά


Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία


Κοπέλες του Άουσβιτς, του Νταχάου κοπέλες, μην είδατε την αγάπη μου;


Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι, δεν είχε πια το φόρεμά της ούτε χτενάκι στα μαλλιά.


Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου, η χαϊδεμένη από τη μάνα της και τ’ αδελφού της τα φιλιά. Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.


Κοπέλες του Μαουτχάουζεν, κοπέλες του Μπέλσεν, μην είδατε την αγάπη μου;


Την είδαμε στην παγερή πλατεία μ’ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι, με κίτρινο άστρο στην καρδιά.


Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου, η χαϊδεμένη από τη μάνα της και τ’ αδελφού της τα φιλιά. Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.





ΕΝΑ ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ ΣΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά κάθε απομεσήμερο στο παλιό μας στέκι πίσω απ’ το μαγέρικο του Ντελή βοριά Κι όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο κι όλα μοιάζαν ουρανός και γλυκό γλυκό ψωμί Γνώριζες τα βήματα ξέκρινα τους ήχους και φωτιές ανάβαμε με σβηστή φωνή τις βραδιές συνθήματα γράφαμε στους τοίχους πέφταμε φωνάζοντας κάτω οι Γερμανοί


Κι όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο κι όλα μοιάζαν ουρανός και γλυκό πικρό ψωμί Τάχα τι να ζήλεψαν στα χλωμά σου μάτια που γιομαν τ’ απόβραδο γλύκα πρωινή ήρθαν και βασίλεψαν τα βαθιά σου μάτια κάποιο Σαββατόβραδο στην Καισαριανή Κι όλα γίναν κεραυνός πελαγίσια αρμύρα κι όλα γίναν κεραυνός και γλυκό πικρό ψωμί




« Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστικά τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη. Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακουλουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.


Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντας οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει μια πήχη φωτιά κάτω απ’ τα σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου να’ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε.


Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός», και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ’ απ’ την άκρη της απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα στήσανε στον τοίχο τριάντα».



Ναπολέων Ζέρβας, Ιδρυτής και αρχηγός του ΕΔΕΣ - ΕΟΕΑ


Άρης Βελουχιώτης (Θανάσης Κλάρας), καπετάνιος του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ


Γέφυρα του Γοργοπόταμου


ΗΡΩΕΣ

Ήρωες, άπαρτα βουνά. Ήρωες, με δώδεκα ζωές, κάστρα του Ολύμπου και του Παρνασσού φαντάσματα, ήρωες μες στα χαλάσματα. Αίματα, κόκκινο νερό, αίματα, ποτάμι βουερό, πυρ στην Αλαμάνα και φωτιά στο Γοργοπόταμο και φωτιά στο Γοργοπόταμο.


Εμπρός αδέρφια εμπρός κι είναι μαζί μας ο λαός στα πιο μεγάλα μας τα κατορθώματα μες στις πέτρες και στα χώματα. Θάνατος, μαύρος αδερφός. Θάνατος, θα γίνω αθάνατος, πυρ στην Αλαμάνα και φωτιά στο Γοργοπόταμο και φωτιά στο Γοργοπόταμο.


Αέρας στις κορφές μαύρο φεγγάρι στις καρδιές έλα και πάρε τη μόνος σου τη λευτεριά με τραγούδια, όπλα και σπαθιά




Tης δικαιοσύνης ήλιε νοητέ


και μυρσίνη εσύ δοξαστική


μη παρακαλώ σας μη


μη παρακαλώ σας μη


μη παρακαλώ σας μη…


…λησμονάτε τη χώρα μου!






Αετόμορφα τα έχει τα ψηλά βουνά


στα ηφαίστεια κλήματα σειρά


Και τα σπίτια πιο λευκά…


και τα σπίτια πιο λευκά


και τα σπίτια πιο λευκά


…στου γλαυκού το γειτόνεμα!




Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό τα γυρίζω πίσω απ’ τον Καιρό…


Τους παλιούς μου φίλους καλώ…


Τους παλιούς μου φίλους καλώ…


Τους παλιούς μου φίλους καλώ…


με φοβέρες και μ’ αίματα!


Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη εσύ δοξαστική…


Μη παρακαλώ σας μη μη παρακαλώ σας μη…


μη παρακαλώ σας μη


λησμονάτε τη χώρα μου!







«Άξιον εστί το αναίτιο δάκρυ Ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια Των παιδιών που κρατιούνται χέρι- χέρι Των παιδιών που κοιτάζονται και δε μιλιούνται».





Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ Ο φασισμός δεν έρχεται από το μέλλον καινούριο τάχα κάτι να μας φέρει. Τι κρύβει μέσ’ στα δόντια του το ξέρω, καθώς μου δίνει γελαστός το χέρι. Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν και χάνονται βαθιά στα περασμένα. Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν, μα όχι και το μίσος του για μένα.


Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον. Δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον. Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος που λούζεται στον ήλιο και στ’ αγέρι, το κουρασμένο βήμα του το ξέρω και την περίσσεια νιότη μας την ξέρει. Μα πάλι θε ν' απλώσει σα χολέρα πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου, και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου.


Να είμαστε ενωμένοι και αγαπημένοι και να υπερασπιζόμαστε τα ιερά και τα όσια της ανθρώπινης φυλής.


«Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Ανθρώπου Νυν, Νυν το μηδέν Και αιέν ο κόσμος ο μικρός ο Μέγας!»


ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή Θέλει νεκροί χιλιάδες να `ναι στους τροχούς Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους. Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έχτισες μέσα στα βουνά Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!


Πάρθηκεν απ’ τουςμάγους το σώμα του Μαγιού Το `χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου σ’ ένα βαθύ πηγάδι το `χουνε κλειστό μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσο

Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση





Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.